A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικὸς χθὲς καὶ σήµερα

agiosMarkos

Ὀρθοδοξία-Ὀρθοπραξία-Κοινωνία
Ὁµιλία ἐπὶ τῇ Ἱερᾷ Μνήµῃ τοῦ Ἄτλαντος τῆς Ὀρθοδοξίας (19.1.2015 ἐκ.ἡµ.)

Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς Κυπριανοῦ
Μακαριώτατε ρχιεπίσκοπε καὶ Πατέρα µας· 
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ δελφοί·
σιώτατοι Μοναχοὶ καὶ Μοναχές·
γαπητοὶ ἐν Χριστῷ δελφοὶ καὶ δελφές·

α. Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθοπραξία

SevCyprianOmiliaAgMarkouλπίζω στὶς εὐχές Σας, στὴν ὑποµονή Σας καὶ στὴν προσοχή Σας!
ς προσευχηθοῦµε, Σᾶς παρακαλῶ, τὴν στιγµὴ αὐτή, µέσα στὸ Φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας... Ἂς προσευχηθοῦµε εἰς τὸ Ὄνοµα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, προκειµένου νὰ µᾶς δοθῆ ἡ εὐλογία νὰ ὁµιλήσουµε καὶ νὰ ἀκούσουµε γιὰ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, τὸν Ἄτλαντα αὐτὸ τῆς Ἁγίας Πίστεώς µας, τῆς Φωτεινῆς καὶ Φωτοφόρου Ὀρθοδοξίας µας.
* * *

ταν τὸν Μάρτιο τοῦ 1438, οἱ φιλενωτικοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Δυτικοὶ Παπικοὶ συνήρχοντο στὴν σύνοδο τῆς Φερράρας, οὐδεὶς ἀνέµενε ὅτι ἡ τύχη τῆς συνόδου αὐτῆς, ἡ ὁποία ἐν συνεχείᾳ µεταφέρθηκε στὴν Φλωρεντία, ἐπρόκειτο νὰ κριθῆ ἐκ τῆς στάσεως ἑνὸς µόνον προσώπου, τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ, Ἐπισκόπου Ἐφέσου.

 Ἅγιος Μᾶρκος εἶχε συνεχῶς ὡς ὁδηγόν του στὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας τοὺς λόγους τοῦ Διδασκάλου του Ἰωσὴφ Βρυενίου: agiosMarkos
«Οὐκ ἀρνησόµεθά Σε, φίλη Ὀρθοδοξία... Εἰ δὲ καὶ καλέσει καιρός, καὶ µυριάκις ὑπέρ Σου τεθνηξόµεθα...».
 Μέγας αὐτὸς Πρόµαχος τῆς «φίλης Ὀρθοδοξίας» παρέµεινε ἄκαµπτος καὶ γενναῖος, πολεµούµενος ἀπὸ τοὺς Λατίνους καὶ προδιδόµενος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀντιµετωπίζων καὶ νικῶν τοὺς πάντας, µὲ θαυµαστὴ παρρησία καὶ ὁµολογούµενο ἠθικὸ µεγαλεῖο. Ἆρά γε, ποῦ ὠφείλετο τὸ ἀνυποχώρητον τοῦ Ἁγίου ἐκείνου Ἱεράρχου;
«Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ συνεδυάσθη ἄριστα, ἡ ἀπόλυτος προσήλωσις πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν µετὰ τῆς µεγάλης ἁγιότητος τοῦ βίου... Ὁ Μᾶρκος ἀπέδειξεν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ διεξάγωνται ἐπὶ µακρὸν ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἄνευ µεµαρτυρηµένης ἁγιότητος βίου»1.

 Ἅγιος Μᾶρκος δικαίως ὑµνήθηκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίησι ὡς Ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι µὲ τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Μαρτυρία του «ἐκράτησε» τὴν Ἁγία Πίστι µας: «Κρατεῖ µὲν Ἄτλας µυθικῶς ὤµοις πόλον, κρατεῖ δ᾿ ἀληθῶς Μᾶρκος Ὀρθοδοξίαν» 2.

 Ὀρθοπραξία ἀπετέλεσε τὴν ἀρραγῆ βάσι τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Ἄτλαντος αὐτοῦ...Ἡ Ὀρθοπραξία, δηλαδὴ ἡ Ἡσυχαστικὴ καὶ Εὐχαριστιακὴ ἐµπειριαστὰ ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐφελκύει τὸν φωτισµὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, διὰ µέσου τοῦ Ὁποίου ἀποκαλύπτεται ἡ Ὀρθὴ Δόξα, ἡ Ἀλήθεια τῆς Πίστεως καὶ ἡ ἀπόλυτος βεβαιότης περὶ Αὐτῆς.
 Ποιµήν, ὁ ὁποῖος συνδυάζει Ὀρθοδοξίαν καὶ Ὀρθοπραξίαν ἀναδεικνύεται ὡςΟἰκουµενικὸς Διδάσκαλος καὶ ἀποβαίνει τὸ στόµα τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας...

Agioi 3 Neoi Ierarxai    Καί, «ὅταν πάντες οἱ Ἐπίσκοποι προδίδουν τὴν ἱερὰν Παρακαταθήκην τῆς Ὀρθοδοξίας», αὐτὸς «βλέπει πᾶσαν τὴν οἰκουµένην ὡς ποίµνιόν του καὶ ἵσταται ἄγρυπνος εἰς τὴν ἔπαλξιν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕτοιµος νὰ δώσῃ τὴν µάχην πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν»,«ἀναλαµβάνων τὴν µέριµναν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν»1.

Στὴν περίπτωσι αὐτήν, δηλαδὴ τοῦ Ὀρθοδοξοῦντοςκαὶ Ὀρθοπράττοντος Ποιµένος, οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθόδοξοι θεωροῦν αὐτὸν ὡς µοναδικὸν Ποιµένα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀκούουν τὰ πνευµατικὰ σαλπίσµατά του καὶ προφυλάσσονται ἀπὸ πάσης κοινωνίας µὲ τοὺς «ἀλλοτριοεπισκόπους», οἱ ὁποῖοι παραχαράττουν καὶ προδίδουν τὴν Πίστιν καὶ τὴν Ἀλήθειαν, ἀλλότρια φθεγγόµενοι καὶ πράττοντες.
* * *

β. «Φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας»

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί· 
Ὀφείλουµε τὴν ἡµέρα αὐτή, Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, µὲ ταπείνωσι τελωνική, ἐµεῖς οἱ ὁποῖοι ἔχουµε ἐλεηθῆ νὰ ἀνήκουµε στὸ Ἀκαινοτόµητο Πλήρωµα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας· ὀφείλουµε, λέγω, νὰ ἀκούσουµε τὸΜήνυµα τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ νὰ τὸ µεταδώσουµε µὲ προσευχητικὴ Ἀγάπη στοὺς Ἀδελφούς µας, οἱ ὁποῖοι γιὰ διαφόρους λόγους ἐξακολουθοῦν νὰ εὑρίσκωνται σὲ κοινωνία µὲ τοὺς Καινοτόµους, τοὺς Οἰκουµενιστάς, τοὺς«ἀλλοτριοεπισκόπους».

Τὸ Μήνυµα αὐτὸ εἶναι σαφές: ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ὀρθοπραξία ἀπαιτοῦν τὴν διακοπὴ πάσης κοινωνίας µὲ τοὺς παραχαράκτας τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Πατερικῆς Ὀρθοδοξίας.

Πᾶσα κοινωνία, ὁποιασδήποτε µορφῆς, µὲ τοὺς ἐκπεσόντας τῆς Ἁγίας Πίστεώς µας, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ὅτι διατηρεῖται ἡ Ὀρθοδοξία, ἀποτελεῖ ἕναπνευµατικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο µᾶς καθιστᾶ εὐάλωτους στὶς ἐνέργειες τῶν ἀκαθάρτων πνευµάτων καὶ µᾶς ὁδηγεῖ σὲ ψυχικὴ ἀπώλεια. Ἂς µὴ θεωρηθῆ, παρακαλῶ, ὡς ἀκραία ἡ θέσις αὐτή, ἐφ᾿ ὅσον µαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν Παράδοσί µας.

ναφέρεται στὸ Λειµωνάριον τὸ ἑξῆς συγκλονιστικὸ γεγονός: «Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κίλικας: “Ὅταν ἡσυχάζαµε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἐνάτου 06 σηµείου τῆς Ἀλεξανδρείας, µᾶς ἐπισκέφτηκε κάποιος Αἰγύπτιος Μοναχὸς καὶ µᾶς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
● λθε στὴν Λαύρα τῶν Κελλίων κάποιος Ἀδελφὸς ἀπὸ τὰ ξένα, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ µείνει ἐκεῖ. Ἔβαλε λοιπὸν µετάνοια στὸν Πρεσβύτερο καὶ παρακαλοῦσε νὰ µείνει στὸ κελλὶ τοῦ Εὐαγρίου. Ὁ Πρεσβύτερος ἔλεγε ὅτι δὲν µπορεῖ νὰ µείνει ἐκεῖ. 
Ὁ Ἀδελφὸς ὅµως ἔλεγε: Ἂν δὲν µείνω ἐκεῖ, ἀναχωρῶ ἐξάπαντος. Τοῦ λέει ὁ Πρεσβύτερος: 
● 
Εἰλικρινά, παιδί µου, ἐκεῖ κατοικεῖ τροµερὸς δαίµων. Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπλάνησε τὸν Εὐάγριο καὶ τὸν ἀποµάκρυνε ἀπὸ τὴν Ὀρθὴ Πίστη καὶ τοῦ ὑπόβαλε τὰ σιχαµερὰ δόγµατα, δὲν ἀφήνει κανένα νὰ καθίσει ἐκεῖ.

Ὁ Ἀδελφὸς ὅµως ἐπέµενε λέγοντας: Ἂν µείνω ἐδῶ, ἐκεῖ θὰ καθίσω. Τότε λέει ὁ Πρεσβύτερος: Τότε, κάνε τὸ λογισµό σου, πήγαινε καὶ κάθισε.

Πράγµατι ἔφυγε ὁ Ἀδελφός, κάθισε µιὰ ἑβδοµάδα κι ὅταν ἦλθε ἡ ἁγία Κυριακή, πῆγε στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν τὸν εἶδε ὁ Πρεσβύτερος, παρηγορήθηκε.

Τὴν ἐρχόµενη ὅµως Κυριακὴ δὲν πῆγε στὴν ἐκκλησία. Καὶ παρακαλεῖ δυὸ Ἀδελφοὺς ὁ Πρεσβύτερος νὰ πᾶνε νὰ µάθουν γιατὶ δὲν παραβρέθηκε στὴν ἐκκλησία.

● 
Πῆγαν οἱ Ἀδελφοὶ στὸ κελλὶ καὶ βρῆκαν τὸν Ἀδελφὸ νὰ ἔχει βάλει σχοινὶ στὸ λαιµό του καὶ νὰ ἔχει ἀπαγχονιστεῖ”»3
[«Ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κίλιξ, ὅτι καθηµένων ἡµῶν εἰς τὸ Ἔννατον Ἀλεξανδρείας, παρέλαβεν ἡµῖν ὁ Αἰγύπτιος µοναχός, καὶ διηγήσατο λέγων, ὅτιἦλθεν εἰς τὴν λαύραν τῶν κελλίων ἀδελφὸς ἀπὸ ξένης, θέλων καθίσαι· καὶ βαλὼν µετάνοιαν τῷ πρεσβυτέρῳ, παρεκάλει, ἵνα εἰς τὸ κελλίον Εὐαγρίου καθίσῃ. Ὁ δὲ πρεσβύτερος ἔλεγεν αὐτῷ µὴ δύνασθαι καθίσαι ἐκεῖ.

Ὁ δὲ ἀδελφὸς ἔλεγεν, ὅτι ἐὰν µὴ µείνω ἐκεῖ, πάντως ἀναχωρῶ. Λέγει αὐτῷ ὁ πρεσβύτερος· φύσει τέκνον, χαλεπὸς δαίµων οἰκεῖ ἐκεῖ. Ὁ γὰρ πλανήσας Εὐάγριον, καὶ ἀποστήσας αὐτὸν ἐκ τῆς ὀρθῆς πίστεως, καὶ ἐµβαλὼν αὐτῷ τὰ µυσαρὰ δόγµατα, οὐκ ἐᾷ ἐκεῖ καθίσαι τινά.

 δὲ ἀδελφὸς ἐπέµενεν λέγων, ὅτι ἐὰν ὧδε µένω, ἐκεῖ ἔχω καθίσαι. Τότε λέγει ὀ πρεσβύτερος· τῷ κρίµατί σου ὕπαγε, κάθου. 
Καὶ δὴ ἀπελθὼν ὁ ἀδελφὸς ἐκάθισεν µίαν ἑβδοµάδα, καὶ ἐλθούσης τῆς ἁγίας Κυριακῆς, ἦλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ πρεσβύτερος, παρεκλήθη.

Τῇ δὲ ἐρχοµένῃ Κυριακῇ οὐκ ἦλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν· καὶ παρακαλεῖ δύο ἀδελφοὺς ὁ πρεσβύτερος, ἵνα ἀπελθόντες µάθωσι διατί οὐ παρεγένετο εἰς τὴν ἐκκλησίαν· καὶ ἀπελθόντες οἱ ἀδελφοὶ ἐν τῷ κελλίῳ, εὗρον τὸν ἀδελφὸν βαλόντα σχοινίον εἰς τὸν τράχηλον, καὶ ἀπαγξάµενον»3.]

Τὸ συµπέρασµα εἶναι προφανές: ἡ αἵρεσις, εἴτε ὁρίζεται θεωρητικὰ εἴτε ὁρίζεται τοπικά, εἶναι ὁ χῶρος, στὸν ὁποῖο ἐνεργεῖται τὸ Μυστήριον τῆς Ἀνοµίας.

κριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, διακηρύσσει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» 4.
ypografiΚαὶ στὴν Ἀπολογία του, ὁ Ἅγιος γίνεται σαφέστερος:
«Πέπεισµαι γὰρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταµαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων (τοῦ Λατινόφρονος πατριάρχου καὶ τῶν Λατινοφρόνων Ἑνωτικῶν), ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς πιστοῖς καὶ ἁγίοις Πατράσι· καὶ ὥσπερ τούτων χωρίζοµαι, οὕτως ἑνοῦµαι τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας»5.

* * *

γ. «Ἀλλήλους συνδιασώσατε!...»6

ag Andreas Analipseos 12 smlγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί·
Σήµερα ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικὸς µᾶς ἐµύησε στὸ πολὺ ἐπίκαιρο θέµα τοῦ συνδέσµου Ὀρθοδοξίας-Ὀρθοπραξίας-Κοινωνίας.

Μὲ τὴν εὐχή τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καὶ Πατέρα µας κυρίου Καλλινίκου καὶ ὅλων τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου µας, Σᾶς προτρέπωταπεινά, ἐπὶ τῇ ἐνάρξει µάλιστα τοῦ Τριωδίου καὶ ἐν ὄψει τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· Σᾶς προτρέπω ἀδελφικὰ νὰ προσέξετε ἰδιαιτέρως τὴνὈρθοπραξία, ἡ Ὁποία ἔχει ὡς κέντρο Της τὴνἈγάπη καὶ τὴν ἔγνοια γιὰ τὸν Ἀδελφό µας.
Ὁ ἐπαινετὸς ζῆλός µας γιὰ τὴν Ἁγία Πίστι µας νὰ εἶναι συνδεδεµένος µὲ τὸν ἐπαινετὸ ζῆλο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ Ἀδελφοῦ µας.
Δυνάµει τοῦ Ἁγίου Βαπτίσµατός µας καὶ τοῦ Ἁγίου Χρίσµατός µας, ἔχουµε λάβει ὅλοι µας µίαν ἱεραποστολικὴ κλῆσι.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σώζονται ὅσοι σώζουν...
● 
Καὶ σώζουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δίδουν στὸ περιβάλλον τους µία γνήσιαΜαρτυρία Ἀληθείας καὶ Ζωῆς...
● 
Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν αἴσθησι τῆς εὐθύνης τους γιὰ τὸν Ἀδελφό τους, τὸν Πλησίον τους...
● 
Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς Ὅραµα Ζωῆς τὴν προτροπὴ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόµου: «Ἀλλήλους συνδιασώσατε!»...
● 
Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δὲν λησµονοῦν τὴν ἀποστολικὴ προτροπή: «Οἰκοδοµεῖτε εἷς τὸν ἕνα».

 Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, ὁ Προστάτης τῆς πόλεως αὐτῆς, µετὰ τὴν κλῆσι του ἀπὸ τὸν Σωτῆρα µας, ἔσπευσε νὰ καλέση τὸν ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήση στὸν Χριστό µας.

Οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιόδου τῶν Διωγµῶν ἔπρατταν τὸ ἴδιο... 
Ἔλεγαν µεταξύ τους τὴν συνθηµατικὴ-προτρεπτικὴ φράσι: «Εἷς πρὸς ἕνα!»: καθ᾿ ἕνας καὶ ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο στὸν Χριστὸ καὶ Θεό µας!...
* * *

ς ἐντείνουµε, µεµονωµένα καὶ συλλογικά, τὶς προσπάθειές µας, προκειµένου νὰ ἐνηµερώσουµε καὶ προσελκύσουµε στὴν Γνησία Ὀρθοδοξία τοὺς Ἀδελφούς µας, ἐν ὄψει µάλιστα τῆς προκλήσεως τοῦ 2016.7
Εἶναι γνωστὸν πλέον καὶ διακεκηρυγµένον, ὅτι οἱ λεγόµενες ἐπίσηµες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν υἱοθετήσει λόγῳ καὶ ἔργῳ τὴν Συγκρητιστικὴ Παναίρεσι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, σπεύδουν νὰ συγκροτήσουν µίαν δῆθεν Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον τὴν Ἁγία Πεντηκοστὴ τοῦ 2016.

 Σύνοδος αὐτή, ἡ ὁποία θὰ εἶναι βεβαίως µία ψευδοσύνοδος, θὰ ἀναγνωρίση καὶ ἐξαγγείλη τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, τὴν ὁποία ὅµως de facto καὶ ποικιλοτρόπως ἔχουν ἤδη ἀναγνωρίσει οἱ καινοτόµοι καὶ ἐκπεσόντες Οἰκουµενιστές.
* * *

Εἴθε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, ὁ Θεοφώτιστος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου, νὰ µᾶς ἐµπνέη ζῆλον θεοφιλῆ στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα µας γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴνὈρθοπραξία, ὥστε ἑνωµένοι ἐν ἑνὶ στόµατι καὶ µιᾷ καρδίᾳ, νὰ ὁµολογοῦµε Πατέρα, Υἱόν, καὶ Ἅγιον Πνεῦµα, Τριάδα Ὁµοούσιον καὶ Ἀχώριστον, στὴν Ὁποία πρέπει πᾶσα δόξα, τιµή, προσκύνησις καὶ εὐχαριστία εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.µήν!
 
19η Ἰανουαρίου 2015 ἐκ. ἡµ.
Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ στὴν Ἀποστολικὴ Πόλι τῶν Πατρῶν

† 
Τῷ δὲ Θεῷ δόξα καὶ εὐχαριστία
 
________________________________________________
1. Ἀρχιµανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισµός, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1969.
2. Στίχοι ἀφ᾿ ἕκτης Ὠδῆς. Συναξάριον. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μάρκου.
3. Μοναχοῦ Ἰωάννου Εὐκρατᾶ (Μόσχου), Λειµὼν (Λειµωνάριον), Κεφ. 177, PG τ. 87Γ΄, στλ. 3048AB.
4. Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, PG τ. 160, στλ. 101C.
5. Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, PG τ. 160, στλ. 536CD.
6. Μιχαὴλ Ἐ. Μιχαηλίδη, «Ἀλλήλους συνδιασώσατε», ἐφηµερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 23.1.2015, σελ. 1.
7. Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς Κυπριανοῦ, «Ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία ἐν ὄψει τῆς προκλήσεως τοῦ 2016» (βλ.http://www.hsir.org/pdfs/2014/11/17/20141117aOmilia+Mhtropol3NeonIerarxon14.pdf). ● Ψήφισµα Ἱερατικῆς Συνάξεως Γ΄: Ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία ἐν ὄψει τῆς προκλήσεως τοῦ 2016 (βλ.http://www.hsir.org/pdfs/2014/11/23/20141123aIeratikiSynaxisC-Psifisma.pdf). ● Πρεσβυτέρου Γεωργίου Γιάν, Πορεία πρὸς τὴν «Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον»: Μία συνεχὴς ἀποµάκρυνσις ἀπὸ τὴν Γνησία καὶ Ἁγιοπατερικὴ Ὀρθοδοξία. ● Μητροπολίτου Ἑλβετίας Ἱερεµίου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθµ. 761/30.4.2014.




 

Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τοῦ Ἐπισκόπου Χριστιανουπόλεως κ. Γρηγορίου στή Καβάλα

16SLKHRIMJ

Πολυαρχιερατικὸ συλλείτουργο τελέσθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελιστρίας στή Καβάλα γιὰ τὴν ὀνομαστικὴ ἑορτὴ τοῦ Θεοφιλέστατου  Ἐπισκόπου Χριστιανουπόλεως κ. Γρηγορίου, τοποτηρητοῦ τῆς Μητροπόλεως Σερρῶν, Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης, μὲ Προεξάρχοντα τὸ Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἀθηνῶν καὶ πάσης  Ἑλλάδος, κ. Καλλίνικο, τὸν ἑορτάζοντα Ἀρχιερέα κ . Γρηγόριο, τοὺς Σεβασμιώτατους Πειραιῶς κ. Γερόντιο, Ὠρωποῦ κ. Κυπριανό ,τοὺς Θεοφιλέστατους Μαραθῶνος, κ. Φώτιο , Φιλίππων κ. Ἀμβρόσιο, Μεθώνης κ. Ἀμβρόσιο, Γαρδικίου κ.Κλήμη . 

Τον Θείο Λόγο κύρηξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αττικής ο οποίος αναφέρθηκε στην σπουδαία προσωπικότητα του εορτάζοντος Αγίου αλλά και στο έργο που επιτελεί με την ευλογία της Ιεράς Συνόδου ο θεοφιλέστατος Επίσκοπος Χριστιανουοπόλεως.

Στὴ συνέχεια, οἱ συλλειτουργήσαντες Ἀρχιερεῖς ἱερεῖς καὶ Διάκονοι μαζὶ μὲ πιστοὺς μετέβησαν στὴ Νέα Καρβάλη, ὅπου προσκύνησαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τὸ ὁποῖο εἶχε τοποθετηθεῖ στὸ μέσο τοῦ ναοῦ γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας παρετέθη γεῦμα  σὲ ὅλους τοὺς φιλοξενούμενους πρὸς τιμὴ τοῦ Ἐπισκόπου τους, κ. Γρηγορίου.

  Στὴ συνέχεια, οἱ παρεπιδημοῦντες Ἀρχιερεῖς μὲ τὶς συνοδεῖες τους μετέβησαν στὸ Χορτοκόπι Καβάλας νὰ προσκυνήσουν τὴν  Ἱερὰ Μονὴ Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου,ὅπου γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ Ὁσιωτάτη Γερόντισσα Μαγδαληνὴ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ συνοδεία της φιλοξένησαν μὲ ἐγκαρδιότητα ὅλους τοὺς ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες.
Στιγμιότυπα  ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία
4SPFIH

7ISFN

11JLSFH

13XFFNNK
Στιγμιότυπα  ἀπὸ τὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
17WKRSHW

19SRHRHJ

20SHJHJH

22JSOFHHIO

Στιγμιότυπα ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὑπαπαντῆς
23AOIRHH

24SOIFHHIO

25XOFNION

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ; (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρισοστόμου)



Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί.
Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει.
Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.
Πως λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος;
Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που και εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία.

Σε ποιό λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα;
Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία.
Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού.
Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας.
Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους.
Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα.
Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες.
Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο.
Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!
Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους.
Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν.
Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει.
Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ο,τι δημιούργησαν.
Και αυτό το παθαίνουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα.
Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ’ όνομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.
Αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους, που πρώτα μ’ ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πόλεμο ολόκληρες στρατιές. Σ' εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους.
Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο.

Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση:
Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν.
Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς.
Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης.
Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού.

Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν.
Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων.
Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του.
Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.
Και πως φαίνεται αυτό;
Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου.
Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους.
Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.
Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδεκα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομολογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας;
Βλέπεις την εκπλήρωσή της;
Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ’ όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τι λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.
Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο.
Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει.
Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλαδή δυό ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή.
Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ’ αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη.
Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα.
Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία.
Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις.
Και μάλιστα οδηγούσε σ’ αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων.
Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ’ άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό.
Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο.
Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!
Πόσους έπεισε;
Όχι μόνο δυό η δέκα η είκοσι η εκατό, αλλ´ αμέτρητους.
Και με ποιούς τους έπεισε;
Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέργητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χωρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα.
Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι.
Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες.
Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ' όλες τις άλλες γλώσσες.
Μ' αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης.

Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν’ αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους.
Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους.
Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη.
Αλλά τι λέω για έθνη και πόλεις;
Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους.
Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα.
Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους.
Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις.
Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδιους, αλλά - πράγμα φοβερό - καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δηλαδή που μόλις είχαν πιστέψει.
Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περιφρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο.
Να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έλαβε ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικάστηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δεινά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τάφο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση.
Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές.
Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικοδομούσαν την Εκκλησία.
Πως; Με ποιόν τρόπο;
Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη.
Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο.
Αυτός διευκόλυνε το δύσκολο έργο τους.
Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ’ άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού.
Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ’ αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος.
Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύονταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν.
Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοινοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρχονταν στην Εκκλησία.
Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανιστήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότεροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι!
Μόνοι τους έτρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών.

Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ’ αυτά τα θαύματα; 
Πως είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια;
Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν!
Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού» (Πραξ. 5:41).
Κι ενώ ούτ’ ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι απόστολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ’ όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέτρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν’ ακολουθούν τη ζωή της αρετής.
Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκκλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκωσαν εναντίον της...

Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πολεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.
Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επιθέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστηκαν σαν καπνός.
Άλλα και όσα σχεδίαζαν εναντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς.
Γιατί δημιούργησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκκλησίας.

Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας;
Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν».
Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα.
Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία.
Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πόλεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεσηκώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ’ όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.

Πως πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια;
Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντελώς ανίκανος να σκέφτεται.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

«Οὐδέποτε διά μεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη»*

ag Markos Eygenikos
Τοῦ ἐν ῾Αγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ᾿Επισκόπου ᾿Εφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ 

᾿Ενδοξότατε, σοφώτατε, λογικώτατε καί ποθεινότατε εἰς ἐμέ ἀδελφέ καί πνευματικέ μου υἱέ, κύριε Γεώργιε, εὔχομαι πρός τόν Θεόν νά εἶσαι ὑγιής ψυχικῶς καί σωματικῶς καί σέ ὅλα νά ἔχεις καλῶς. Μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐγώ εἶμαι ἀρκετά καλά κατά τήν ὑγεία τοῦ σώματος.


῞Οση χαρά μᾶς γέμισες, ὅταν τάχθηκες μέ τήν ὀρθή πίστη καί τό εὐσεβές καί πάτριο φρόνημα, καί ὑποστήριξες τήν ἀλήθεια, πού οἱ ἄδικοι κριτές καταδίκασαν, τόση -ἀπεναντίας- λύπη καί κατήφεια μᾶς κυρίευσε, ὅταν ἀκούσαμε τήν μεταβολή σου καί πάλι τά ἀντίθετα νά φρονεῖς καί νά λέγεις, καί νά συντρέχεις τούς κακούς οἰκονόμους μέ τήν θεωρία τῆς «μεσότητας» καί τῆς «οἰκονομίας». Εἶναι ἄραγε καλές αὐτές οἱ θεωρίες καί ἄξιες μιᾶς ψυχῆς ποῦ φιλοσοφεῖ;

Καί ἐνῷ ἐγώ σκεπτόμουν νά σοῦ πλέξω τό ἐγκώμιο καί εἶχα κατά νοῦ τόν μέγα Γρηγόριο τόν τῆς Θεολογίας ἐπώνυμο, ὁ ὁποῖος ἐπαινοῦσε κάποιον φιλόσοφο ῎Ηρωνα λεγόμενο, ἀντιστεκόμενο στήν πλάνη τῶν ᾿Αρειανῶν μέ τά λόγια ὅτι ἀφοῦ μέ μαστίγιο καταξεσχίσθηκε τό σῶμα του, πῆγε στήν ἐξορία. Σύ ὅμως δίχως οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου λυπηροῦ πεῖρα νά ἀποκτήσεις, μόνον μέ ἀπειλές, ἀπ' ὅτι φαίνεται, πτοήθηκες καί ἔτσι εὔκολα ἀμέσως ἐπρόδωσες τήν ἀλήθεια. «Τίς δώσει τῇ κεφαλῇ μου ὕδωρ καί τοῖς ὀφθαλμοῖς μου πηγήν δακρύων καί κλαύσομαι τήν θυγατέρα Σιών» τήν τοῦ φιλοσόφου (ἐννοῶ) ψυχή «(ἶ)ιπιζομένην καί μεταφοερομένην, ὡς χνοῦς ἀπό ἅλωνος θερινῆς». ᾿Αλλά θά πεῖς ἴσως, ὅτι δέν πῆγες στήν ἀντίθετη πλευρά, ἀλλά ὅτι σέ μιά μέση κατάσταση καί κάποια «οἰκονομία» ἀποβλέπεις. Οὐδέποτε μέ τίς μέσες καταστάσεις, ἄνθρωπέ μου, διορθώθηκαν τά ἐκκλησιαστικά. Δέν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους. ᾿Αλλά, ὅπως ὅποιος φεύγει ἀπό τό φῶς, στό σκοτάδι -κατ' ἀνάγκην- μεταφέρεται, ἔτσι καί αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν ἀλήθεια στό ψεῦδος πλέον ἀνήκει, θά λέγαμε ἀληθῶς. Καίτοι μπορεῖ κανείς νά μιλήση γιά μέση κατάσταση μεταξύ φωτός καί σκότους, αὐτό πού καλεῖται λυκαυγές ἤ λυκόφως, ὅμως μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους δέν θά μπορέσει νά ἀνακαλύψει κανείς ὅσο πολύ καί ἄν κοπιάσει.

῎Ακουσε πῶς «ἐγκωμιάζει» τήν Σύνοδο πού εἰσηγεῖται τήν μέση κατάσταση ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος. «᾿Εκείνη ἡ Σύνοδος μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ, εἴτε Πύργος τῆς Χαλάνης (τῆς Βαβέλ) στόν ὁποῖο ὁ Θεός καλῶς προκάλεσε τήν σύγχυση τῶν γλωσσῶν (ὅπως καί ἔπρεπε, διότι ἡ συμφωνία ἦταν γιά κακό), εἴτε τό Συνέδριο τοῦ Καϊάφα, πού κατέκρινε τόν Χριστό, εἴτε κάτι παρόμοιο. Διότι αὐτή τά πάντα ἀνέτρεψε καί συνέχεε. Τό μέν εὐσεβές καί παλαιό δόγμα γιά τό ὁμότιμον τῆς ῾Αγίας Τριάδος κατέλυσε, προσπαθῶντας μέ διάφορα τεχνάσματα νά γκρεμίσει τό ὁμοούσιον, πρός δέ τήν ἀσέβεια ἄνοιξε τήν θύρα μέ τήν μεσότητα τῆς διατυπώσεως. Διότι ἔγιναν σοφοί γιά νά πράττουν τά κακά ἐνῷ τό νά πράττουν τά καλά δέν ἐγνώρισαν". ᾿Αλλά δέν ταιριάζουν αὐτά καί γιά τήν δική μας τωρινή Σύνοδο1; Καί πολύ μάλιστα, ἐγώ θά ἔλεγα. ᾿Αλλά, ὅσο δέν ἦταν καί τόσο πρόθυμη νά μεταχειρισθεῖ τήν μεσότητα καί τήν διπλόη τόσο ἐμποδιζόταν ἀπό τούς μισθοδότες (Λατίνους). Γι' αὐτό καί φανερά τήν βλασφημία ἐξέφρασε κατά τίς προσδοκίες ἐκείνων. Μᾶλλον, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης «᾿Ωά ἀσπίδων ἔρρηξαν καί ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνουσι». Καί ὄντως, ἱστός ἀράχνης εἶναι ὁ ὅρος πού αὐτοί συνέθεσαν καί ὀνόμασαν. ῞Ας μή μᾶς ἐξαπατοῦν λοιπόν μέ τήν υἱοθέτηση τῆς μεσότητας καί τῆς διπλόης. Καϊαφαϊκό Συνέδριο εἶναι, ὅσο ἡ ἕνωση πού ἔκαναν τήν ᾿Εκκλησία ἐπισκιάζει.

Μέχρι πότε, ἀγαπητέ, θά ἀπασχολεῖς στά μάταια τό εὐγενικό καί φιλότιμο τῆς ψυχῆς σου; Μέχρι πότε θά ζεῖς στά ὄνειρα, καί πότε ἐσύ θά ἐπιδιώξεις τήν ἀλήθεια μέ τόν πρέποντα ζῆλο; Φεῦγε ἀπό τήν Αἴγυπτο δίχως ἐπιστροφή. Φεῦγε ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορα. Πήγαινε πρός τό ῎Ορος νά σωθεῖς καί νά μή συμπεριληφθεῖς στήν καταστροφή. ᾿Αλλά σέ ἔχει κυριεύσει ἡ κενοδοξία καί ὁ ψευδώνυμος πλοῦτος, καί τά κομψά καί ἀνθοστόλιστα ἐνδύματα καί τά ὑπόλοιπα πού συνθέτουν τήν κοσμική εὐημερία. ᾿Αλοίμονο στήν ἀφιλόσοφο διάνοια τοῦ φιλοσόφου! ᾿Αναλογίσου αὐτούς πού πρίν ἀπό ἐσέ ἀσχολήθηκαν μέ αὐτά πού σύ θεωρεῖς σημαντικά.

Αὔριο καί ἐσύ θά κατεβεῖς στόν ῞Αδη, ἀφήνοντας τά πάντα πίσω σου ἐπάνω στή γῆ. Καί τότε θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος μέ πολλή ἀκρίβεια γιά τά ὅσα ἔπραξες ἐν ζωῇ, ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπό τήν ψευδώνυμη Σύνοδο θά ζητηθεῖ τό αἷμα τῶν χαμένων ψυχῶν πού σκαναλίσθηκαν ὡς πρός τήν πίστη αὐτῶν πού δέχθηκαν στίς ψυχές τους τήν ἀφόρητη καί ἀσυγχώρητη βλασφημία κατά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί νά ἀναφέρουν τήν ὕπαρξή Του σέ δύο ἀρχές (ἐνν. τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε), αὐτῶν πού ὑποτάχθηκαν στά λατινικά ἄθεσμα καί καταγέλαστα ἔθη, καί ἕλκυσαν τίς ἀρές καί τά ἀναθέματα ἐπάνω στά κεφάλια τους ἐξαιτίας τῆς καινοτομίας στά θέματα τῆς πίστεως.

᾿Αλλά, δῆθεν, γιά τήν σωτηρία καί προκοπή τοῦ γένους ἔγινε ἡ ἕνωση ἀπό αὐτούς. Δέν βλέπεις, τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ (τούς Τούρκους) πῶς φεύγουν, καί ἕνας δικός μας νά διώκει χιλίους καί νά τρέπει σέ ὑποχώρηση εἴκοσι χιλιάδες; Καί ὅμως, ἀκριβῶς τό ἀντίθετο βλέπουμε. Διότι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομεῖ» τήν ἐξουσία μας «εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»· ἐάν μή Κύριος φυλάξη τήν πολη μας «εἰς μάτην ἠγρύπνησαν οἱ διά τῶν χρυσίων τοῦ Πάπα ταύτην φυλάσσοντες».

᾿Αλλά, ἔλα λοιπόν, σύνελθε καί «ἄφες τούς νεκρούς θάπτειν τούς ἑαυτούς νεκρούς». ῎Αφησε «τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» καί δώσε στόν Θεό τήν ψυχή πού κτίσθηκε καί στολίσθηκε ἀπό ᾿Εκεῖνον. Κατάλαβε τό χρέος σου πρός Αὐτόν καί δώσε τά ὀφειλόμενα.

Ναί, σέ παρακαλῶ, φίλτατε καί σοφώτατε, κάνε νά χαρῶ μέ τήν ἐπιστροφή σου καί νά δοξάσω τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἄς σέ διαφυλάττει ἀπό κάθε κακό πού μπορεῖ νά σοῦ τύχει.

῾Ο ταπεινός Μητροπολίτης 
᾿Εφέσου καί πάσης ᾿Ασίας
Μάρκος




῾Η ᾿Επιστολή ἀπευθύνεται στόν Γεώργιον τόν Σχολάριον τόν μετέπειτα γενόμενο Μοναχό Γεννάδιο καί πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν ἅλωση. ῾Ο Γεώργιος Σχολάριος ἦταν κάτοχος τῆς Φιλοσοφίας, ἕνας ἀπό τούς πιό μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. ᾿Αρχικῶς εἶχε δεχθεῖ τήν ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. ῎Επειτα, πείσθηκε ἀπό τόν ῞Αγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό καί ἔγινε ἀνθενωτικός καί διαδέχθηκε τόν ῞Αγιο Μάρκο στήν ἡγεσία τῆς ἀνθενωτικῆς μερίδος.

Πρόκειται γιά τήν καλύτερη ἀπάντηση στούς σύγχρονους κήρυκες τῆς «μεσότητος», δηλαδή τῆς θεωρίας ὅτι δέν πρέπει νά εἴμεθα οὔτε οἰκουμενιστές, οὔτε ζηλωτές ἀλλά νά βαδίζουμε τήν «μέση καί βασιλική ὁδό» μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους!

† Ο.Μ.Φ.



Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΠΟΤΕ ΕΙΣΑΚΟΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ; (Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου)

Να πώς πρέπει να ζητάς κάτι, από το Θεό: «Κύριε, Εσύ βλέπεις ότι χρειάζομαι το τάδε πράγμα ή ότι υποφέρω από τη δείνα συμφορά. Βοήθησέ με, όπως ξέρεις και όπως θέλεις! Γενηθήτω το θέλημα Σου…»,

Μ’ αυτή την εσωτερική τοποθέτηση, να προσεύχεσαι πολύ. Όχι μια φορά, εστω και παρατεταμένα, ούτε για μια μέρα μόνο,αλλά για εβδομάδες, μήνες, χρόνια… Όλο να ικετεύεις, όλο να κραυγάζεις: «Κύριε, βοήθησέ με! Κύριε, λύτρωσέ με! Ωστόσο, ας μη γίνει ό,τι θέλω εγώ, μα ό,τι θέλεις Εσύ». Αυτό ακριβώς έλεγε και ο Χριστός στη Γεθσημανή, όταν προσευχόταν στον Πατέρα Του. Και η χήρα της ευαγγελικής παραβολής βρήκε τελικά το δίκιο της από τον άδικο εκείνο δικαστή, μόνο και μόνο επειδή δεν κουράστηκε να τον παρακαλάει για πολύ καιρό. Κάποιος σοφός είπε το λόγο τούτο: «Πρέπει να γίνεις φορτικός στο Θεό και στους άγιους Του!».

Γιατί ο Κύριος δεν εκπληρώνει πάντοτε τα αιτήμα­τά μας;

Η προσευχή ποτέ δεν πάει χαμένη, είτε ο Θεός μας εισακούει είτε όχι. Και φυσικό είναι να μη μας εισακούει πάντα, γιατί συχνά Του ζητάμε πράγματα άχρηστα και ανώφελα. Και τότε όμως, εκτιμώντας τον κόπο της προσευχής μας, μας δίνει, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, κάτι άλλο, χρήσιμο και ωφέλιμο.

Αυτός που σας είπε, «Και τί κέρδισες ως τώρα από την προσευχή;», είναι ανόητος. Εμείς όταν προσευχόμαστε, ζητάμε από το Θεό κάτι που θεωρούμε αγαθό. Αν, όμως, στην πραγματικότητα είναι ή θα αποβεί επιζήμιο – και αυτό το ξέρει ο Παντογνώστης- τότε Εκείνος δεν εκπληρώνει το αίτημά μας. Μη εκπληρώνοντάς το, λοιπόν, μας ευεργετεί, γιατί αλλιώς θα παθαίναμε κακό, κακό που δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Χειραγωγία στην πνευματική ζωή», Ι. Μ. Παρακλήτου)


Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Οἱ ἅγιοί μας εἶχαν ὡς γνώρισμα τήν ταπείνωση καὶ τήν αὐτομεμψία! Ἕνα διδακτικὸ παράδειγμα!




ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ καί ΜΕΤΡΟ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ είναι οἱ ἅγιοι πατέρες μας. Μὲ αὐτοὺς πρέπει νὰ κάνουμε σύγκριση διὰ νὰ δοῦμε ἐὰν βαδίζουμε σωστά. Αὐτοὺς ἔχουμε ὡς μίμηση, διότι αὐτοὶ πρῶτοι ἐμιμήθησαν τὸν Δεσπότη Χριστὸ ἀγιάζοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Αὐτοὶ «ἐξῆλθον εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἰάθησαν, καὶ γεγόνασιν ἰατροὶ καὶ ἀνακάμψαντες ἐκεῖθεν ἄλλους ἰάσαντο».

«Ἕνας νέος μοναχός ἐπεσκέφθη τόν Ἀββᾶ Θεόδωρο προκειμένου νά τοῦ πῆ μιά μεγάλη στενοχώρια πού εἶχε.

·        Στόν κόσμο Γέροντα, εἶπε ὁ μοναχός, ἤμουν καλύτερος. Νήστευα πιό πολύ, ἔκανα πολλές προσευχές, ἀγρυπνίες, εἶχα κατάνυξη, ἔκανα ἀγαθοεργίες. Ἐδῶ στήν ἔρημο, τά ἔχασα αὐτά καί φοβᾶμαι μήπως χάσω καί τήν ψυχή μου.

·                    Ἔχεις δίκηο, τοῦ εἶπε ὁ σοφός καί διορατικός Γέροντας. Ἀλλά αὐτά πού ἔκανες στόν κόσμο δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἔργο κενοδοξίας καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦσες ἦταν ὁ ἀνθρώπινος ἔπαινος. Ἤθελες νά σοῦ λένε μπράβο οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως ὁ Θεός δέν τά δεχόταν τά ἔργα σου καί τίς πράξεις σου. Ἀντίθετα ὁ διάβολος χαιρόταν μέ τήν ἐπίπλαστη εὐσέβειά σου. Τώρα ὅμως πού ἀποφάσισες νά ἀγωνιστῆς σωστά καί κατατάχτηκες ὁριστικά στό στρατό τοῦ Κυρίου, ὁ διάβολος λυπήθηκε καί ὁπλίστηκε δυνατά ἐναντίον σου. Ἐδῶ δέν δέχεσαι τούς ἐπαίνους τῶν κοσμικῶν, ἀλλά μαθαίνεις τήν ταπείνωση. Ἐδῶ συντρίβεται τό ἐγώ σου καί βρίσκεις σιγά σιγά τήν πνευματική σου ἰσορροπία. Μάθε παιδί μου, ὅτι ἀρέσει πιό πολύ στόν Κύριό μας ἕνας μόνο ψαλμός,ὅταν τόν λές μέ ταπείνωση καί συντριβή καρδίας, παρά χίλιοι ψαλμοί σάν αὐτούς πού ἔλεγες στόν κόσμο γιά νά ἐπιδεικνύης τήν δῆθεν εὐσέβειά σου καί νά ἀπολαμβάνης τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων,νομίζοντας ὅτι κάποιος εἶσαι. Ὅ,τι ἔκανες στόν κόσμο ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς κενοδοξίας σου.

                    Ὁ νέος ἐπέμεινε. Γέροντα ἐδῶ δέν κάνω τίποτα. Ἐκεῖ ἤμουν καλύτερος.

·                    Ἄκουσε, παιδί μου, εἶπε μέ αὐστηρότητα ὁ φωτισμένος Ἀββάς,καί αὐτό πού κάνεις αὐτή τή στιγμή, νά ἐπιμένης νομίζοντας ὅτι στόν κόσμο ἤσουν καλύτερος, εἶναι ὑπερηφάνεια. Θυμᾶσαι τόν Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς; Καί αὐτός τήν ἴδια γνώμη εἶχε γιά τόν ἑαυτό του καί καταδικάστηκε. Εἶχε ὑψηλόφρονες, ὑπερήφανους λογισμούς. Νόμιζε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ καλύτερος. Ὅτι οἱ ἄλλοι δέν ἦταν τίποτα μπροστά του. Πίστευε ὅτι ἦταν ὁ πιό εὐσεβής καί ὁ καλύτερος τηρητής τοῦ νόμου.

Ἐπίσης,θυμᾶσαι τόν τελώνη; Δικαιώθηκε γιατί εἶχε αὐτογνωσία τήν ὁποία πέτυχε μέσα ἀπό τήν ταπείνωση. Πιό ἀρεστός εἶναι στό Θεό ὁ ἁμαρτωλός, μέ τή συντετριμμένη καρδιά καί τίς ταπεινές σκέψεις, παρά ὁ ὑψηλόφρων «ἐνάρετος».


Πόσο ἁπλὰ καὶ κατανοητά τά λέγουν!

Οἱ ἅγιοί μας εἶχαν ὡς γνώρισμα τήν ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ καὶ τήν ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ!

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Λόγος περί τῆς ὑποθέσεως τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαῖου (Ἃγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης)

Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.

Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.

«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν, είπε. Ο Θεός ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις. Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά. Διότι λέγει: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες;». Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς εμού» λέγει ο Χριστός «ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και ο Απόστολος «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού»...

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ημπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τι γαρ έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;».

«Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία. Επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους. Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ουκ εισελεύσεσθε εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Ο δε Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν ότι κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού. Ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος. Αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον. Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί. Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «Ω γαρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτω και κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε. Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά. Και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(6ος -7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)