A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Picture



ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Ἀπίστευτο, ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινό! Στό Δῆμο Βόλου καί στό χώρο τοῦ Δημοτικοῦ   Κοιμητηρίου, ὅπως λέγεται, θά κατασκευαστεῖ τό πρῶτο ἀποτεφρωτήριο νεκρῶν στήν Ἐλλάδα! Ἀπό τήν ὄμορφη πόλη μας θά ξεκινήσει, δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀσέβεια! «Εἰς ποίους καιρούς τετήρηκας ἡμᾶς Κύριε»! Ἀλλά ἄς κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος.

Στόν Χριστιανισμό ὡς Ὀρθοδοξία, ἡ ἀνθρωπολογία εἶναι ἀρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν Θεολογία καί δέν μπορεῖ νά ξεχωριστεῖ ἀπό αὐτήν ἐπειδή ἔτσι ἀρέσει στούς ἀνθρώπους τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων πολυειδῶς καί πολυτρόπως πολεμοῦν τόν Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐπί γῆς ζῶσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στό ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο, λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τήν κορωνίδα τῆς θεία δημιουργίας, αὐτόν πού ἀποτελεῖ τήν «ἀνακαιφαλαίωσιν τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων»[1], τόν ἄνθρωπο,συνθετικά. Τόν θεωρεῖ ἑνωτικά καί ὄχι διαιρετικά ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀρχαίους φιλοσόφους.  Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, τό σῶμα ἀποτελεῖ ἀναπόστατο ὀντολογικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία νά ὑπῆρχε χωρίς σῶμα, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ πλάστης ἥνωσε δύο στοιχεῖα στόν ἄνθρωπο ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως[2]. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὁ μέγας κόσμος μέσα στόν μικρό, εἶναι τό μεθόριο μεταξύ δύο κόσμων, ἡ συμπύκνωση, ἡ συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ἀφοῦ ἑνώνει τό νοερό καί τό αἰσθητό.[3] Τό σῶμα,  ὡς τό ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἱερό, προοριζόμενο νά «συνδιαιωνίσει τήν ψυχή»(Ἀθηναγόρου, περί Ἀναστάσεως), νά ζήσει καί αὐτό στήν ἀτέρμονη Αἰωνιότητα, μετά τήν κοινή Ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν Δευτέρα, Ἔνδοξο Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, καταφάσκει τό ὑλικό σῶμα, τό τιμᾶ καί τό σέβεται, διότι καί αὐτό μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό κορυφαίους Πατέρες καί ἐμπειρικούς Θεολόγους, ὅπως λ.χ. τόν ἅγιο Συμεών τόν Ν. Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι Ναός Θεοῦ κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γράφει πρός τούς Κορινθίους: «ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος»[4]. Ἡ ἀξία καί ἱερότητα τοῦ σώματος παρουσιάζεται σέ πολλά ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐδάφια, τά ὁποῖα παραλείπουμε γιά τό στενόν τοῦ χώρου. Καί ἡ ταφή τοῦ σώματος μετά θάνατον διδάσκεται  στήν πράξη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν Ἴδιο τόν «Παθόντα καί Ταφέντα δι᾿ ἠμᾶς» Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ἐφαρμόζεται ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἡ ὅλη Παράδοσή μας δέχεται τήν ταφή τῶν σωμάτων, μιά πράξη πού ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μέ τή σπορά τοῦ κόκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς νέας ζωῆς.[5] Ἀπό πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἔμμεσες ἀναφορές καί θέσεις ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος κανονικός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρεται στόν ΙΓ΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ὅτι «περί τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν».[6] Ἀντίθετα, ὑπάρχει Κανονική ἀναφορά ἀπορριπτική τῆς καύσεως στόν ΞΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τόν Μανασσῆ γιά τήν καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες εἰδωλολατρικές πράξεις πού ἔκανε καί γι᾿ αὐτό «ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργήσαι αὐτόν».[7]    

Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος, μέ τόν ὁποῖο χωρίζονται τά δύο συστατικά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή καί τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε πώς ἡ ἀδιαίρετη φύση τοῦ ἀνθρώπου παραμένει αἰωνίως ἀδιαίρετη. Προσωρινό ἐπεισόδιο στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι (Πλάτων). Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, προσωρινό ἐπεισόδιο εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό γεγονός αὐτό, στόν μέν Πλατωνισμό βιώνεται ὡς ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν τόπο τῆς φυλακίσεώς της, σέ μᾶς δέ βιώνεται ὡς  διάσπαση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου (ὡς «ρῆξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας» καθώς ψάλλουμε στή Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ) καί αὐτή ἡ διάσπαση ὑπερβαίνεται στήν Ἀνάσταση.  Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Πατερική μας Γραμματεία «δυνάμει τέθραυσται, ἵνα ἐν τῇ Ἀναστάσει ὑγιῆς εὑρεθῇ».[8] Δέν χάνεται, οὔτε ἐκμηδενίζεται! Ἄλλωστε, πάλι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».[9]

Οἱ κλασικές περί ἀνθρώπου θέσεις τῆς Φιλοσοφίας, ὅπως α) τοῦ Πλάτωνος περί ἐγκλεισμοῦ τῆς προϋπαρχούσης ψυχῆς στό σῶμα καί β) τοῦ Ἀριστοτέλη περί ἐνοικήσεως τοῦ ἄνωθεν ἐρχομένου νοῦ στό ψυχοσωματικό στοιχεῖο, ἀπό τίς ὁποῖες θεωρίες συνάγεται ὅτι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς ἀντίστοιχα, παύουν νά ἰσχύουν στήν ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία καί ἀνθρωπολογία. Καί τοῦτο διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντοπίζεται (ἐκτός ἀπό τό λογικό, νοερό, αὐτεξούσιο κλπ.) καί στό σῶμα, τό ὁποῖο γίνεται (ἐμπροϋπόθετα)κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀγκόλιθος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς θά μᾶς πεῖ  ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, ὡς ψυ­χή καί σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται».[10] Νωρίτερα τόν 5ο αἰῶνα, ὁ συνώνυμός του καί ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἶχε καταθέσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα εἶναι «γήινον πλάσμα τῆς ἄνω δυνάμεως ἀπεικόνισμα».[11]  Σκοπός δέ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό.

Αὐτό τό «γήινο πλάσμα» πού ὡς ἑνωμένο ὅλον ἀπεικονίζει τόν Δημιουργό Του, ἐπιδιώκουν σήμερα νά τό διαχωρίσουν πλατωνικά ἐκεῖνοι πού δηλώνουν τήν ἀπαξία πρός τό σῶμα, ἀφοῦ θέλουν μετά τόν βιολογικό θάνατο καί τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπ᾿ αὐτό νά τό πετοῦν στόν κλίβανο γιά ἀποτέφρωση! Αὐτό τό σῶμα ὅμως, δέν εἶναι ἄχρηστο, οὔτε ἀπόβλητο, ἀλλά ἔχει τήν τιμή καί τήν ἀξία του ὅπως εἴπαμε. Καί τοῦτο διότι ναί μέν εἶναι ὑλικό, ἀλλά ἐμπεριέχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» κατά τόν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δηλαδή συνιστᾶ ἕνα πνευματικό γεγονός, ἀφοῦ καί αὐτό δέχεται τήν ἄκτιστη Χάρη καί Ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,  ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δείχνουν ἀποστροφή καί ἐχθρότητα πρός τό σῶμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς «σῆμα», δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, ὥστε νά θέλει νά τό ἀφανίσει μέ τήν φοβερή, ἀσεβῆ καί εἰκονοκλαστική διαδικασία τῆς ἀποτεφρώσεως! Εἶναι ὄντως εἰκονοκλαστική πράξη διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως προελέχθη εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τούς Ναούς δέν τούς καῖμε! Τό ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτή ἡ φύση τήν ὁποία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως προσέλαβε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά λατρεύσει τόν ἐν τριάδι Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν ἄκτιστο Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες[12], πού στεγάζουν τούς ζωντανούς, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος  τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἱερῶν λειψάνων. Πλοῦτος ἀδαπάνητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά ἅγια, ἄφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα τῶν θεοφόρων τέκνων της! Αὐτά φέρουν ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς θεώσεως, τά σήμαντρα τοῦ θείου ἐλέους, τά τεκμήρια τῆς ἐν Χριστῷ «ἀνακράσεως»[13]  καί γι᾿ αὐτό  τά διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς πολύτιμους θησαυρούς. Αὐτῶν τῶν θείων δώρων καί δωρεῶν ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Καί κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅπως ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Σῶμα ἐπάνω στόν Σταυρό,  ἔτσι καί στούς Ἁγίους μας,  μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, δέν χωρίστηκε ἀλλά παρέμεινε ἡ θεοποιός Χάρις καί ἐπί τοῦ σώματος, εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητος.[14]  Ἄν εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπό παλαιά ἡ καύση τῶν νεκρῶν, θά εἴχαμε σήμερα ἅγια λείψανα;

 Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή ὑπόλειμμα, κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή καί ἡ μετά ταῦτα διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἀλλά καί ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία πού ἐπιτελοῦμε στούς κεκοιμημένους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καί ὡς ὁρολογία παραπέμπει σέ ἀγάπη καί φροντίδα.  Ἡ λέξη «κηδεία» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι», πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν κάτι θέλουμε νά τό φροντίσουμε, δέν τό καῖμε! Εἶναι φρικτό καί ἀποκρουστικό καί νά τό σκεφθεῖ κανείς!  Ἄλλο εἶναι νά παραδίδεται μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ὁ «σεπτός νεκρός» ὅπως λέμε στή μητέρα γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη», μέ τή γνωστή  ἐκείνη παραπεμπτική καί θεολογική φράση καί ἄλλο εἶναι νά ὁδηγεῖται ἀπάνθρωπα στή φωτιά πρός ἐξαφάνιση καί τοῦ τελευταίου στοιχείου τῆς ὑλικῆς του ὑποστάσεως!

Ἄν ὅλα αὐτά σήμερα ἀγνοοῦνται, ἤ σκοπίμως παραθεωροῦνται ἀπό τούς δῆθεν προοδευτικούς τοῦ τόπου μας καί υἱοθετοῦνται ξενόφερτες πρακτικές ὅπως ἡ καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον γιά τό λόγο ὅτι δῆθεν προκαλοῦνται μολύνσεις καί μικρόβια, ἄς συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους ὅτι τή μόλυνση τή δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί· ὄχι οἱ νεκροί! Ἀντίθετα, ὅπως ἔχει τεκμηριωμένα ἐπισημανθεῖ, ρύπανση περιβάλλοντος ὁπωσδήποτε θά προκαλεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων…

Συμπερασματικά θά καταθέσουμε ὅτι «ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ὁποιαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν ἔχει πρός ὑποστήριξή της, βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Τό σῶμα πρέπει νά μπεῖ στόν τάφο, νά ἀποδοθεῖ στή μητέρα γῆ, νά ἐπιστρέψει στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο πλάστηκε, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ του. Νά κοιμᾶται ἤρεμα στό μνῆμα μέχρι τή στιγμή πού θ᾿ ἀκουσθεῖ, κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, γιά νά ξυπνήσει μαζί μέ τά ἄλλα νεκρά σώματα ἀπό τόν ὕπνο του, νά ντυθεῖ τά ἄφθαρτα ἱμάτιά του, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί, ἑνωμένο πάλι μέ τήν ψυχή του, νά πάει κοντά στόν πλάστη του καί νά κριθεῖ καί αὐτό σύμφωνα μέ ὅσα ἔπραξε κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου του. Ἄλλωστε ὁ τάφος εἶναι ἕνα σύμβολο, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου τόσο εὔγλωττα διδάσκει τούς ζωντανούς γιά τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἡ ἐστία ἡ ὁποία συγκεντρώνει γύρω της τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων γιά τά προσφιλῆ τους πρόσωπα πού ὁ θάνατος ἀφήρπασε».[15]

Εἴθε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ὁποῖος, κατά τήν σωτηριώδη Ἔνσαρκο Οἰκονομία του προσέλαβε ὅλον τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικῶς γιά νά τόν σώσει[16], νά μήν ἐπιτρέψει νά ἐκκινήσει ἀπό τήν πόλη μας ἀλλά καί ἀπό καμία πόλη τῆς Ἁγιοτόκου πατρίδος μας αὐτή ἡδιαβεβοημένη ἀσέβεια τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων!

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014


[1] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, 11, 330 - 332.
[2] Βλ. πρ. Θεοδώρου Ζήση, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 191
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος, 45, 7: «Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον…οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης…ὁρατόν καί νοούμενον, τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα».
[4] Β΄Κορ. 6, 16.
[5] Α΄Κορ. 15, 36 -37.
[6] «Πηδάλιον», σελ. 141.
[7] Βλ. ΞΕ΄ Καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, «Πηδάλιον», σελ.278.
[8] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλικον, «Θεοῦ μοναρχία, κόσμου γένεσις καί ἀνθρώπου ποίησις», 2, 26. Βλ. Π. Χρήστου, Ἡ περί ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1957.
[9] Α΄Κορ. , 44.
[10] «Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς», ΜPG 150, 1361C.
[11] Κατηχητικός ὁ Μέγας, 6, MPG. 45, 28 Α.
[12] Ἡ Ζ΄ Ἁγία Οἰκ. Σύνοδος στόν 7ο ἱερό Κανόνα της  διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν Ναῶν, διά τῆς τοποθετήσεως σ᾿ αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει βεβαίως αὐτή ἡ καθιέρωση θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἱερά λείψανα καί αὐτό λαμβάνει χώρα μόνο μέ τήν ταφήτῶν σωμάτων καί ὄχι μέ τήν καύση τους! Ἡ δέ δύναμις τῶν ἰερῶν λειψάνων εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε, ὅπως άναφέρετσι στά Πρακτικά τῶν Οἰκ. Συνόδων, «ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες». (Βλ. Ζ΄Οἰκ. Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ΄, 282/782).
[13] Ὁ ὅρος «ἀνάκρασις» χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στήν πρό τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἐποχή (Παλαιά Διαθήκη)  δέν ὑπῆρχαν βεβαίως οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀνακράσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ἡ ἀνάκραση τῶν δύο φύσων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐπιτρέπει καί τήν ἀνάκραση τῶν ἀνθρώπων μέ τό θεῖο, ἀλλά τώρα πλέον στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναπωθεωθῇ τό ἀνθρώπινον». MPG. 45, 1152 C. Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Β΄, σελ. 608 -609.
[14] «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου». Φιλοκαλία, τόμ, Δ΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 118.
[15] Βλ. Ἀν. Θεοδώρου, «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ», ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία», Ἀθήνα 1990, σελ. 225.
[16] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, χαρακτηριστική φράση ἀπό τό Κατά Ἀπολλιναρίου: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καί ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τήν σωτηρίαν χαρίσηται». MPG. 37, 181 C – 181 A.


Η ΨΥΧΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου


Η ψυχρότητα στην προσευχή οφείλεται είτε σε ψυχική κόπωση είτε σε πνευματικό κορεσμό είτε σε σωματικές απολαύσεις και αναπαύσεις είτε σε πάθη, που κυριεύουν την ψυχή, προπαντός στην έπαρση. Όλα αυτά είναι ενάντια στην πνευματική ζωή, μέσα στην οποία κεντρική θέση κατέχει η προσευχή. Έτσι, πρώτα και κύρια προκαλούν το στέρεμα της πηγής της προσευχής μέσα μας. Αυτό, όμως, μπορεί να oφείλεται και σε απομάκρυνση της χάριτος, που συμβαίνει με θεία παραχώρηση. Και να γιατί: Όταν η ψυχή μας φλέγεται από τον πόθο του Θεού και από την καρδιά μας ξεχύνεται ολόθερμη προσευχή, δεν έχουμε παρά ελεητική επίσκεψη της χάριτος. Εμείς όμως, όταν η ευλογημένη αυτή κατάσταση παρατείνεται για πολύ, νομίζουμε ότι κατορθώσαμε κάτι σπουδαίο με το δικό μας αγώνα και κυριευόμαστε από την κενοδοξία. Για λόγους παιδαγωγικούς, λοιπόν, απομακρύνεται η χάρη και μένει η ψυχή μας μόνη της, γυμνή και αδύναμη, ανίκανη να ζήσει πνευματικά, ψυχρή και απρόθυμη να προσευχηθεί…

Τί θα κάνουμε, λοιπόν, για να ξεφύγουμε απ’ αυτή την κατάσταση; Πρώτα-πρώτα θα φροντίσουμε να εξουδετερώσουμε τις αιτίες της. Και ύστερα, παρ’ όλη την ψυχρότητα της ψυχής μας, θα κάνουμε με επιμονή και υπομονή τον καθημερινό προσευχητικό κανόνα μας, προσπαθώντας αφ’ ενός να συγκεντρώνουμε το νου μας στα λόγια των ευχών και αφετέρου να ξεσηκώνουμε μέσα στην καρδιά μας αισθήματα φιλόθεα. Με τον καιρό ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωση και την καρτερία μας, θα μας ξαναστείλει τη χάρη Του, που θα διώξει το πνεύμα της ψυχρότητος, όπως ο άνεμος διώχνει την ομίχλη.

Πώς θ’ αποκτήσουμε θερμότητα στην Προσευxή

Με αγώνα και υπομονή, μ’ αυτά τα δυο θα ζωντανέψει μέσα μας η φλογερή προσευχή. Απαιτούνται χρόνος και κόπος πολύς. Όμως, ας μη λιποψυχήσουμε, ας μην αποκάνουμε, ας μη βαρεθούμε. Η προσπάθειά μας, αν είναι συστηματική και επίμονη, θα στεφανωθεί οπωσδήποτε, αργά ή γρήγορα, με επιτυχία. Θα στεφανωθεί όχι χάρη σ’ εμάς, αλλά χάρη στο άπειρο έλεος του Θεού. Είναι καλό να συνηθίσει η γλώσσα σας την ευχή του Ιησού, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, ή οποιαδήποτε άλλη σύντομη προσευχή με το νου συγκεντρωμένο στην καρδιά. Αγωνιστείτε να προξενήσετε στην καρδιά σας, ας το πω έτσι, μια μικρή πληγή. Ο συστηματικός κόπος σας σύντομα θα δημιουργήσει την πληγή αυτή. Και τότε ο Κύριος θα σας επιβραβεύσει με τη δική Του χαρισματική προσευχή.


Η βιασύνη στην προσευχή

Σας ελέγχει η συνείδηση, επειδή κάνετε πολύ βιαστικά την προσευχή σας
Και είναι εύλογο. Γιατί υπακούτε στον εχθρό; Εκείνος είναι που σας παρακινεί: “Γρήγορα… πιο γρήγορα…”. Η βιαστική προσευχή δεν έχει πνευματικό καρπό. Βάλτε, λοιπόν, κανόνα στον εαυτό σας να μη βιάζεστε. Να προσεύχεστε έτσι, ώστε ούτε μια λέξη να μην προφέρουν τα χείλη σας, που να μην την κατανοεί ο νους σας και να μην τη βιώνει η καρδιά σας. Πρέπει να ριχθείτε σ’ αυτόν τον αγώνα με αποφασιστικότητα στρατιωτική. Και όταν ο εχθρός σας ψιθυρίζει, “Κάνε τούτο ή εκείνο”, εσείς να του αποκρίνεστε: “Ξέρω τί θα κάνω. Δεν σε χρειάζομαι. Φύγε από δω!“. Την ψυχή την τρέφει μόνο η προσευχή. Η δική σας προσευχή, όμως, είναι επιφανειακή, όχι ουσιαστική. Γι ‘ αυτό η ψυχή σας μένει ανικανοποίητη, πεινασμένη …


Πηγή: Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Χειραγωγία στην πνευματική ζωή, Εκδ. ε΄, Ι. Μ. Παρακλήτου 2005 σ. 45-46, 49.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας)




ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Η ΘΕΙΑ Λειτουργία ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παραμένει πάντα ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ἀληθινῆς ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς εἰσάγει ἀριστοτεχνικὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μεγάλος μυστικὸς θεολόγος καὶ κορυφαῖος θεωρητικὸς της λειτουργικοπνευματικῆς ζωῆς, ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τοῦ ὀρθόδοξου ἀνθρωπισμοῦ τοῦ 14ου αἰῶνα.
Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη γύρω στὰ 1322. Ἀνατράφηκε χριστιανικὰ ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ποὺ μετὰ τὴ χηρεία της (1363) ἔγινε μοναχή, διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα ἀπὸ τὸν λόγιο θεῖο του Νεῖλο Καβάσιλα, ποὺ ἀργότερα ἀναδείχθηκε σὲ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1361-1363), καὶ καλλιεργήθηκε πνευματικὰ μέσα στοὺς ἡσυχαστικοὺς κύκλους τῆς γενέτειράς του, ποὺ διευθύνονταν ἀπὸ τὸ μαθητὴ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη Ἰσίδωρο, τὸν κατοπινὸ οἰκουμενικὸ πατριάρχη (1347-1349).
Γιὰ ἑφτὰ περίπου χρόνια (1335-1342) σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλοσοφία, θεολογία, ρητορική, νομική, μαθηματικὰ καὶ ἀστρονομία.
Στὴν πατρίδα του ξαναβρέθηκε στὰ χρόνια της ἐπαναστάσεως καὶ κυριαρχίας τῶν Ζηλωτῶν (1342-1349), παίρνοντας ἐνεργὸ μέρος στὶς πολιτικὲς ζυμώσεις, καθὼς καὶ στὰ 1363-1364 γιὰ οἰκογενειακὲς ὑποθέσεις. Τὸ ὑπόλοιπο καὶ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε στὴ Βασιλεύουσα, ὅπου, πέρα ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὰ κοινὰ πράγματα -κοντὰ στ᾿ ἄλλα διετέλεσε καὶ σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ (1347-1355)-, ἐπιδόθηκε σὲ περαιτέρω μελέτες καὶ στὴ συγγραφή. Τελικά, πάντως, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καί, καθὼς φαίνεται, ἔγινε μοναχός, ἴσως καὶ κληρικός. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ μετὰ τὸ 1391, πιθανότατα στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων.
Στὴν τελευταία καὶ ὥριμη περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ ἱεροῦ Καβάσιλα ἀνήκουν τὰ δυὸ κύρια πνευματικά του ἔργα, «Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν» καὶ «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ λαμπρότερα κείμενα τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Μιὰ σύνθεση ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων τοῦ πρώτου, σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση, παρουσιάζεται στὶς ἑπόμενες σελίδες.
Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἁγίου ἀνοίγει τὰ πνευματικά μας μάτια, κάνοντάς μας ἱκανοὺς νὰ πλησιάσουμε μὲ αἴσθηση ψυχῇς τὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ γίνουμε οὐσιαστικοὶ συμμέτοχοί της, ὄχι παθητικοὶ θεατές της. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε μὲ ἐπίγνωση στὸ εὐφρόσυνο κάλεσμα ποὺ ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει σὲ κάθε εὐχαριστιακή της σύναξη: «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος».

Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

ΕΡΓΟ τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δώρων ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοί – τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου – σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Καὶ σκοπὸς τῆς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ θεία μετάληψη ἀποκομίζουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κάθε πνευματικὸ ἀγαθό.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τὸ σκοπὸ συμβάλλουν οἱ προσευχές, οἱ ψαλμῳδίες, τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται καὶ λέγονται στὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας. Μέσα σε αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε σὲ ἕνα πίνακα ζωγραφισμένη ὁλόκληρή τη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Γιατὶ ὁ καθαγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια δηλαδὴ ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του, καθὼς τὰ δῶρα αὐτὰ μεταβάλλονται στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο, τὴ δημόσια ἐμφάνισή Του, τὰ θαύματα καὶ τὴ διδασκαλία Του. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἕπονται τῆς θυσίας, συμβολίζουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μαζί Του.
Οἱ πιστοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ συμμετέχουν σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ προσηλωμένο τὸ νοῦ, γίνονται πιὸ σταθεροὶ στὴν πίστη, πιὸ θερμοὶ στὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τέτοιες λοιπὸν διαθέσεις ἀξιώνονται νὰ πλησιάσουν καὶ τὴ φωτιὰ τῶν μυστηρίων καὶ νὰ μεταλάβουν μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ οἰκειότητα.
Αὐτὸ εἶναι συνοπτικὰ τὸ νόημα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἂς τὴν ἐξετάσουμε τώρα ὅσο μποροῦμε λεπτομερέστερα, ἀρχίζοντας μὲ ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση [Εἰδικὸς χῶρος ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, ὅπου τοποθετοῦνται (προτίθενται-πρόθεση) τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουν (προσκομίζουν-προσκομιδή) οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἐδῶ γίνεται ἡ ἀναγκαία προετοιμασία τους ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα].

Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ

Τὰ τίμια δῶρα

Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ λειτουργία, καὶ τὰ ὁπυμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, δὲν τοποθετοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸ Θυσιαστήριο γιὰ τὴ θυσία, ἀλλὰ πρῶτα τοποθετοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση καὶ ἀφιερώνονται στὸ Θεὸ σὰν δῶρα τίμια – αὐτὴ εἶναι πλέον καὶ ἡ ὀνομασία τους.
Προσφέρουμε στὸ Θεὸ ψωμὶ καὶ κρασί, γιατὶ αὐτὰ ἀποτελοῦν τροφὴ ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινη, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται καὶ ἐκδηλώνεται ἡ ζωή μας. Γιὰ αὐτὸ καὶ πιστεύεται πώς, ὅταν προσφέρει κανεὶς τροφή, εἶναι σὰν νὰ προσφέρει τὴν ἴδια τη ζωή. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὰ μυστήρια ὁ Θεός μας χαρίζει τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἦταν φυσικὸ καὶ τὸ δικό μας δῶρο νὰ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ζωή, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀταίριαστη ἡ προσφορά μας μὲ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει κάτι συγγενικό. Ἄλλωστε ὁ Κύριος παρήγγειλε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ψωμὶ καὶ κρασί, κι Αὐτὸς πάλι μᾶς ἀνταποδίδει «ἄρτον οὐράνιον» καὶ «ποτήριον ζωῆς». Θέλησε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ἐμεῖς ἐφόδια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, κι Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἀντιπροσφέρει τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ φανοῦν ἔτσι ἡ χάρη Του σὰν ἀμοιβὴ καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Του σὰν πράξη δικαιοσύνης.

Ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας

Ὁ ἱερέας ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ κόψει τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ θὰ μεταβληθεῖ σὲ σῶμα Χριστοῦ, λέει: «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλη τη λειτουργία καὶ ἀνταποκρίνονται στὴν παραγγελία ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς ὅταν παρέδωσε τὸ μυστήριό της Θείας Εὐχαριστίας: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19).
Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση; Πῶς θὰ θυμηθοῦμε τὸν Κύριο στὴ Λειτουργία καὶ τί θὰ διηγηθοῦμε γιὰ Αὐτόν; Μήπως ἐκεῖνα ποὺ Τὸν ἀπέδειξαν Θεὸ παντοδύναμο; Ὅτι δηλαδὴ ἀνέστησε νεκρούς, χάρισε τὸ φῶς σὲ τυφλούς, πρόσταξε τοὺς ἀνέμους νὰ κοπάσουν, χόρτασε χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ λίγα ψωμιά; Ὄχι, ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε νὰ θυμόμαστε αὐτά, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνα ποὺ φανερώνουν ἀδυναμία, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὸ πάθος, τὸ θάνατο. Γιατὶ τὰ πάθη ἦταν πιὸ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ θαύματα. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μᾶς προξενοῦν τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀνάσταση, ἐνῷ τὰ θαύματά Του ἀποδεικνύουν μόνο ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρας.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας πεῖ, «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου…», προσθέτει ἐκεῖνα ποὺ δηλώνουν τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο. Τεμαχίζει δηλαδὴ μὲ τὸ μαχαίρι τὸν ἄρτο, λέγοντας τὴν προφητεία: «Σὰν πρόβατο ὁδηγήθηκε στὴν σφαγή. Καὶ σὰν ἀρνὶ ἀμώμητο, ποὺ παραμένει ἄφωνο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι κι Αὐτὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα Του. Καταδικάστηκε σὲ ταπεινωτικὸ θάνατο καὶ Τοῦ ἀρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν καταγωγή του; Γιατὶ ἐξαλείφθηκε ἡ ζωή Του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς» (Ἡσ. 53:7-8). Κι ἀφοῦ ἐναποθέσει στὸ ἅγιο Δισκάριο τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ ἔκοψε (Ἀμνό), προσθέτει τὰ λόγια: «Θυσιάζεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ παίρνει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων» (πρβλ. Ἰω. 1:29). Μετὰ χαράζει πάνω στὸν Ἀμνὸ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δείχνοντας ἔτσι τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε ἡ θυσία: μὲ τὸ σταυρό. Ὕστερα, μὲ τὸ μαχαίρι ποὺ ἔχει σχῆμα λόγχης, κεντάει τὸν Ἀμνὸ στὸ δεξὶ μέρος καὶ λέει: «Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες Του τρύπησε τὴν πλευρὰ μὲ τὴ λόγχη». Καὶ χύνοντας μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο κρασὶ καὶ νερό, συμπληρώνει: «κι ἀμέσως βγῆκε αἷμα καὶ νερό» (Ἰω. 19:34).

Μνημονεύσεις τῶν ὀνομάτων

Ὁ ἱερέας συνεχίζει τὴν Προσκομιδή. Ἀφαιρεῖ τώρα μικρὰ κομματάκια (μερίδες) ἀπὸ τοὺςὑπόλοιπους ἄρτους, καὶ σὰν δῶρα ἱερὰ τὰ τοποθετεῖ στὸ ἅγιο Δισκάριο, λέγοντας γιὰ τὸ καθένα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας τοῦ Θεοῦ Μητρός», ἢ «Εἰς πρεσβείαν τοῦ τάδε ἢ τοῦ τάδε Ἁγίου» ἢ «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶν τάδε ζώντων ἢ τῶν τάδε τεθνεώτων».
Τί σημαίνουν αὐτά; Εὐχαριστία στὸ Θεὸ καὶ ἱκεσία. Γιατὶ μὲ τὰ δῶρα μας εἴτε ἀνταποδίδουμε στὸν εὐεργέτη τὴν εὐεργεσία ποὺ μᾶς ἔκανε εἴτε καλοπιάνουμε κάποιον γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετήσει. Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρει στὸ Θεό, Τὸν εὐχαριστεῖ γιατὶ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της τῆς δόθηκαν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ Τὸν ἱκετεύει νὰ δοθοῦν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ στὰ παιδιά της ποὺ ἀκόμα ζοῦν καὶ τὸ τέλος τους εἶναι ἀβέβαιο, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδες ὄχι τόσο καλὲς καὶ σίγουρες. Γιὰ αὐτὸ λοιπὸν μνημονεύει ὀνομαστικὰ πρῶτα τους Ἁγίους, ἔπειτα τοὺς ζῶντες καὶ τέλος τοὺς κεκοιμημένους. Καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους εὐχαριστεῖ, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἄλλους ἱκετεύει.

Κάλυψη τῶν τιμίων δώρων

Τὰ ὅσα εἰπώθηκαν καὶ ἔγιναν πάνω στὸν Ἀμνό, γιὰ νὰ συμβολίσουν τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, εἶναι ἁπλὲς περιγραφὲς καὶ σύμβολα. Ὁ Ἀμνὸς παρέμεινε ἄρτος, μόνο ποὺ τώρα ἔγινε δῶρο ἀφιερωμένο στὸ Θεό, καὶ συμβολίζει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη Του ἡλικία. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἱερέας ἀναπαριστᾷ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν νεογέννητο Κύριο στὴ φάτνη. Βάζει πάνω στὸν ἄρτο τὸν λεγόμενο Ἀστερίσκο καὶ λέει: «Καὶ νά, τὸ ἀστέρι ᾖρθε καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὸ Παιδί» (Ματθ. 2:9). Ὕστερα σκεπάζει τὸ Δισκάριο καὶ τὸ Ποτήριο μὲ πολυτελῆ καλύμματα καὶ θυμιάζει. Γιατὶ ἀρχικὰ ἦταν συγκαλυμμένη ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τὸν καιρὸ ποὺ Αὐτὸς ἄρχισε νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔδινε τὴ μαρτυρία Του ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁλοκληρωθεῖ ἡ Προσκομιδή, ὁ λειτουργὸς ἔρχεται στὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ ἀρχίζει τὴ Λειτουργία.

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Δοξολογία

«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…». Μ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀρχίζει ὁ ἱερέας τὴ Λειτουργία. Γιατὶ καὶ οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι τὸ ἴδιο κάνουν ὅταν παρουσιάζονται στὸν κύριό τους. Πρῶτα-πρῶτα δηλαδὴ τὸν ἐγκωμιάζουν, κι ἔπειτα τὸν παρακαλοῦν γιὰ τὶς δικές τους ὑποθέσεις.

Εἰρηνικά

Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη αἴτηση τοῦ ἱερέα; «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Λέγοντας εἰρήνη, δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴ μεταξύ μας εἰρήνη, ὅταν δηλαδὴ δὲν μνησικακοῦμε ἐναντίον κανενός, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ τίποτα. Τὴν ἀρετὴ τῆς εἰρήνης, βέβαια, τὴν ἔχουμε πάντοτε ἀνάγκη, μὰ ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ σωστὰ καὶ νὰ ἀπολαύσει κάποιο καλὸ ἀπὸ τὴν προσευχή του.
Στὴ συνέχεια παρακαλοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ κράτος καὶ τοὺς ἄρχοντες, γιὰ ὅσους βρίσκονται σὲ κινδύνους, γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν προσευχόμαστε μόνο γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ ἀγαθὰ – «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς…». Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων, καὶ σ᾿ Αὐτὸν μόνο πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας.
Σὲ ὅλες τὶς αἰτήσεις οἱ πιστοὶ ἐπαναλαμβάνουν μία μόνο φράση, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ νὰ ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ζητᾶμε τὴ βασιλεία Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτὴ τὴ δέηση, γιατὶ αὐτὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα.

Ἀντίφωνα

Ἔπειτα ἀρχίζουν οἱ ψαλμῳδίες ποὺ περιέχουν θεόπνευστα λόγια ἀπὸ τοὺς Προφῆτες. Τὰ ἀντίφωνα -ἔτσι λέγονται- μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὸ μυστήριο. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς θυμίζουν τὰ πρῶτα χρόνια της παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, τότε ποὺ Ἐκεῖνος δὲν φαινόταν ἀκόμα στὸν πολὺ κόσμο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητα τὰ προφητικὰ λόγια. Ὅταν ἀργότερα ἐμφανίστηκε ὁ Ἴδιος, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἀνάγκη τῶν προφητῶν, ἀφοῦ Τὸν ἔδειχνε παρόντα ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης.

Μικρὴ εἴσοδος


Τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται τὸ τρίτο ἀντίφωνο, γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ συνοδεία λαμπάδων. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ κρατάει ὁ διάκονος ἤ, ἂν δὲν ὑπάρχει διάκονος, ὁ ἱερέας. Ἐνῷ λοιπὸν αὐτὸς πρόκειται νὰ εἰσέλθει στὸ Ἱερό, στέκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν συνοδεύσουν ἅγιοι ἄγγελοι, γιὰ νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία. Στὴ συνέχεια σηκώνει ψηλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ δείχνει στοὺς πιστοὺς καί, ἀφοῦ εἰσέλθει στὸ Θυσιαστήριο, τὸ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Ἡ ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου συμβολίζει τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κυρίου ὅταν ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ πλήθη. Γιατὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώνεται ὁ Χριστός, κανεὶς δὲν προσέχει τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, γι᾿ αὐτό, μετὰ τὴ μικρὴ Εἴσοδο, ψάλλουμε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν καινούρια ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός. Ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. Ἐγκωμιάζουμε ἐπίσης τὴν Παναγία ἢ ἄλλους Ἁγίους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἑορτὴ ἢ τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά.

Τρισάγιος ὕμνος

Ἀνυμνοῦμε τέλος τὸν ἴδιο τὸν Τριαδικὸ Θεό, ψάλλοντας: «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…» ἀποτελεῖ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων (Ἡσ. 6:3). Καὶ τὰ «Θεός», «ἰσχυρός» καὶ «ἀθάνατος» εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 41:3).
Ψάλλουμε τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ διακηρύξουμε πὼς μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ἑνώθηκαν καὶ ἀποτελοῦν πλέον μία Ἐκκλησία.


Ἀναγνώσματα

Ἀμέσως μετὰ ὁ ἱερέας παραγγέλλει σὲ ὅλους νὰ μὴ στέκονται μὲ ὀκνηρία, ἀλλὰ νὰ ἔχουν προσηλωμένο τὸ νοῦ τους σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πρόσχωμεν». Καὶ μὲ τὸ «Σοφία» ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ συμμετέχουν στὴ Λειτουργία. Αὐτὴ εἶναι οἱ καλοὶ λογισμοὶ ποὺ ἔχουν ὅσοι εἶναι πλούσιοι σὲ πίστη καὶ ξένοι ἀπὸ καθετὶ ἀνθρώπινο. Εἶναι πράγματι ἀνάγκη νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Λειτουργία μὲ τοὺς πρέποντες λογισμούς, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ μὴν χάνουμε ἄδικα τὸν καιρό μας. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο δὲν εἶναι εὔκολο, χρειάζεται καὶ ἡ δική μας προσοχὴ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ὑπενθύμιση, ὥστε νὰ ξανασυγκεντρώνουμε τὸ νοῦ μας, ποὺ συνεχῶς ξεχνιέται καὶ παρασύρεται σὲ μάταιες φροντίδες.
Ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφώνηση «Ὀρθοί» περιέχει παραίνεση. Θέλει μπροστὰ στὸ Θεὸ νὰ στεκόμαστε πρόθυμοι, μὲ εὐλάβεια καὶ ζῆλο πολύ. Καὶ πρῶτο σημάδι αὐτοῦ τοῦ ζήλου εἶναι ἡ ὄρθια στάση τοῦ σώματός μας. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκφωνήσεις, διαβάζονται τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτὰ δηλώνουν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου, ὅπως γινόταν σιγὰ-σιγὰ μετὰ τὴν πρώτη Του ἐμφάνιση στοὺς ἀνθρώπους. Στὴ μικρὴ Εἴσοδο τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν κλειστὸ καὶ συμβόλιζε τὸ διάστημα τῶν τριάντα πρώτων ἐτῶν τοῦ Κυρίου, τότε ποὺ ὁ Ἴδιος ἀκόμα σιωποῦσε. Τώρα ὅμως ποὺ διαβάζονται τὰ ἀναγνώσματα, ἔχουμε τὴν πληρέστερη ἀποκάλυψή Του, μὲ ὅσα ὁ Ἴδιος δίδασκε δημόσια κι μὲ ὅσα πρόσταζε τοὺς Ἀποστόλους νὰ κηρύσσουν.

Μεγάλη Εἴσοδος

Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ προχωρήσει πλέον στὴ θυσία, καὶ πρέπει τὰ δῶρα ποὺ πρόκειται νὰ θυσιαστοῦν, νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἁγία Τράπεζα. Γιὰ αὐτὸ ἔρχεται τώρα στὴν Πρόθεση, παίρνει τὰ τίμια δῶρα, τὰ κρατάει στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ του καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερό. Προχωρώντας μὲ πολλὴ κοσμιότητα καὶ μὲ βῆμα ἀργό, τὰ περιφέρει στὸ ναό, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, συνοδευόμενος ἀπὸ λαμπάδες καὶ θυμιάματα. Τελικὰ εἰσέρχεται στὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Στὸ πέρασμα τοῦ ἱερέα οἱ πιστοὶ ψάλλουν καὶ προσκυνοῦν μὲ κάθε σεβασμὸ παρακαλώντας νὰ τοὺς μνημονεύει τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσφέρει στὸ Θεὸ τὰ τίμια δῶρα. Γιατὶ ξέρουν πὼς δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικότερη ἱκεσία ἀπὸ τούτη τὴ φρικτὴ θυσία, ποὺ καθάρισε δωρεὰν ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Χαρακτηριστικὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο τῆς Μεγάλης Εἰσόδου εἶναι ὁ Χερουβικὸς Ὕμνος, ποὺ ψάλλεται σὲ ἀργὸ μέλος ἀπὸ τὸ χορό: «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες, πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα». Δηλαδή: «Ἐμεῖς ποὺ μυστικὰ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ ψάλλουμε στὴ ζωοποιὸ Τριάδα τὸν τρισάγιο ὕμνο, ἂς ἀφήσουμε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλιὰ τῶν ὅλων, ποὺ ἀόρατα συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἀλληλούϊα»).
Ἡ μεγάλη Εἴσοδος συμβολίζει τὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ. Καθισμένος τότε πάνω σὲ ζῷο, ἔμπαινε στὴν Ἁγία Πόλη, συνοδευόμενος καὶ ὑμνούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη.

Σύμβολο τῆς πίστεως

Ὁ ἱερέας καλεῖ τώρα τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν «ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων δώρων»: «Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ ἁγιαστοῦν τὰ τίμια δῶρα ποὺ εἶναι μπροστά μας, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἔτσι ὁ ἀρχικός μας σκοπός».
Ὕστερα, ἀφοῦ προσθέσει καὶ ἄλλες αἰτήσεις, παρακινεῖ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξὺ τοὺς εἰρήνη («Εἰρήνη πᾶσι») καὶ ἀγάπη («Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…»). Κι ἐπειδὴ τὴ μεταξύ μας ἀγάπη ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἡ τέλεια καὶ ζωντανή μας πίστη σ᾿ Αὐτόν, γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ὁμολογοῦμε τὸν ἀληθινὸ Θεό: «Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».
«Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», συμπληρώνει ὁ λειτουργός. Μ᾿ αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ: «Ἀνοῖξτε διάπλατα ὅλες τὶς πόρτες, δηλαδὴ τὰ στόματα καὶ τὰ αὐτιά σας, στὴν ἀληθινὴ σοφία, δηλαδὴ σὲ ὅσα ὑψηλὰ μάθατε καὶ πιστεύετε γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὰ συνεχῶς νὰ λέτε καὶ νὰ ἀκοῦτε, καὶ μάλιστα μὲ ζῆλο καὶ προσοχή».
Τότε οἱ πιστοὶ ἀπαγγέλλουν δυνατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως («Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν…») .

Ἁγία ἀναφορά


«Στῶμεν καλώς· στῶμεν μετὰ φόβου. Πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν», προτρέπει πάλι ὁ ἱερέας. Δηλαδή: «Ἂς σταθοῦμε γερὰ σὲ ὅσα ὁμολογήσαμε μὲ τὸ «Πιστεύω…», χωρὶς νὰ κλονιζόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἂς σταθοῦμε μὲ φόβο, γιατὶ εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος νὰ πλανηθοῦμε. Ὅταν ἔτσι σταθεροὶ παραμένουμε στὴν πίστη, τότε ἂς προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸ Θεὸ μὲ εἰρήνη».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἔχουν στὸ νοῦ τους καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι κάποιος κάτι ἔχει ἐναντίον σου, συμφιλιώσου πρῶτα μαζί του, καὶ μετὰ ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου» (Ματθ. 5:23 -24).
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας ἀνυψώσει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ φρονήματα τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὰ οὐράνια, ἀρχίζει τὴν εὐχαριστήρια προσευχή. Μιμεῖται ἔτσι τὸν πρῶτο Ἱερέα, τὸν Χριστό, ποὺ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ Πατέρα προτοῦ παραδώσει τὸ μυστήριό της θείας Εὐχαριστίας.
Τὸν δοξολογεῖ τώρα κι αὐτὸς καὶ Τὸν ὑμνεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅλες τὶς εὐχαριστίες ποὺ μᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Τὸν εὐχαριστεῖ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διηγεῖται μάλιστα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26:26–27).
Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ πεῖ, «Ἔχοντας λοιπὸν στὸ νοῦ μας αὐτὴ τὴ σωτήρια ἐντολὴ καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ μᾶς, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὴν ταφή, τὴν τριήμερη ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς, τὴν ἐνθρόνιση στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη πάλι παρουσία», καταλήγει μὲ τὴν ἐκφώνηση: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι σὰν νὰ λέει στὸν οὐράνιο Πατέρα: «Σοῦ προσφέρουμε τὴν ἴδια ἐκείνη προσφορὰ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενής Σου Υἱὸς πρόσφερε σ᾿ Ἐσένα, τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα. Καὶ προσφέροντας τήν, Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ κι Ἐκεῖνος προσφέροντας τὴν Σ᾿ εὐχαριστοῦσε. Τίποτα δικό μας δὲν προσθέτουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων. Γιατὶ δὲν εἶναι δικά μας ἔργα τοῦτα τὰ δῶρα, ἀλλὰ δικά Σου δημιουργήματα. Οὔτε καὶ δική μας ἐπινόηση εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς λατρείας, ἀλλὰ Ἐσὺ μᾶς τὸν δίδαξες κι Ἐσὺ μᾶς παρακίνησες νὰ Σὲ λατρεύουμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ὅσα Σοῦ προσφέρουμε, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικά Σου...».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἱερέας προσπίπτει καὶ ἱκετεύει θερμὰ τὸ Θεό. Παρακαλεῖ γιὰ τὰ δῶρα ποὺ ἔχει μπροστά του, ὥστε νὰ δεχθοῦν τὸ πανάγιο καὶ παντοδύναμο Πνεῦμα Του καὶ νὰ μεταβληθοῦν ὁ μὲν ἄρτος στὸ ἴδιο τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος στὸ ἴδιο τὸ ἄχραντο αἷμα Του.
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς εὐχές, ἡ θεία ἱερουργία ὁλοκληρώθηκε! Τὰ δῶρα ἁγιάστηκαν! Ἡ θυσία πραγματοποιήθηκε! Τὸ μεγάλο θῦμα καὶ σφάγιο, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου, βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα! Γιατὶ ὁ ἄρτος δὲν εἶναι πλέον τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ δέχτηκε ὅλες ἐκεῖνες τὶς προσβολές, τὰ ῥαπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὶς πληγές, τὴ χολή, τὴ σταύρωση. Καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἴδιο τὸ αἷμα ποὺ ξεπήδησε ὅταν σφαζόταν τὸ σῶμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ἔλαβε σύσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Παρθένο Μαρία, ποὺ θάφτηκε, ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιά του Πατέρα.
Καὶ πιστεύουμε πῶς ἔτσι εἶναι, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε:
«Τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου… τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου» (Μαρκ. 14:22, 24). Καὶ γιατὶ ὁ Ἴδιος παρήγγειλε στοὺς Ἀποστόλους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19). Δὲν θὰ πρόσταζε νὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἂν δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ τὸ ἐπιτελοῦν. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μὲ τὸ χέρι καὶ τὴ γλῶσσα τῶν ἱερέων τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια. Ὁ λειτουργὸς εἶναι ὑπηρέτης τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ προσφέρει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν τύχει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος γεμάτος ἁμαρτίες. Κάτι τέτοιο δὲν νοθεύει τὴν προσφορὰ τῶν δώρων, τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε εὐάρεστα στὸ Θεό. Ὅπως κι ἕνα φάρμακο ποὺ κατασκευάστηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ἄσχετό με τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δὲν χάνει τὴ θεραπευτική του δράση, ἀρκεῖ μόνο νὰ κατασκευάστηκε σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ.

Ἀφοῦ λοιπὸν συμπληρωθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερέας, βλέποντας μπροστά του τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας φιλανθρωπίας, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, εὐχαριστεῖ καὶ ἱκετεύει. Εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους, γιατὶ στὸ πρόσωπό τους ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἰδιαίτερα -«ἐξαιρέτως»- εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καὶ ἀειπάρθενο Μαρία, γιατὶ αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε ἁγιοσύνη. Καὶ ἱκετεύει ὁ ἱερέας γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς -τοὺς κεκοιμημένους καὶ τοὺς ζῶντες- γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἔφτασαν στὴν τελειότητα ἀκόμα κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή.


Θεία Κοινωνία

Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ κοινωνήσει ὁ ἴδιος καὶ θὰ προσκαλέσει καὶ τοὺς πιστοὺς στὰ θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα ἡ θεία Μετάληψη, ὁ ἱερέας, ὑψώνοντας τὸν ζωοποιὸ Ἄρτο καὶ δείχνοντάς Τον, ἐκφωνεῖ: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Νὰ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς! Τὸν βλέπετε. Λοιπόν, τρέξτε νὰ τὸν μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατὶ τὰ ἅγια ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους».
Ἁγίους ἐδῶ ἐννοεῖ ὄχι μόνο ἐκείνους ποὺ ἔφτασαν στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἂν ἀκόμα ὑστεροῦν. Γιὰ αὐτὸ οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν πέφτουν σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ποὺ τοὺς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς νεκρώνουν πνευματικά, δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιο νὰ κοινωνοῦν [Ἄλλωστε ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς καὶ νὰ μεταλαμβάνει κάθε μέρα τὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καλὸ καὶ ὠφέλιμο». Ἡ συχνὴ θεία Κοινωνία, ὅμως, προϋποθέτει τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν κατάλληλη προετοιμασία (νήψη-προσευχή, μετάνοια-ἐξομολόγηση κ.λπ.)].
Στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα, «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται δυνατά: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα ἀπὸ μόνος του, οὔτε εἶναι καὶ κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά, ὅλοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἀντλοῦν. Καὶ ὅπως, ἂν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοποθετηθοῦν πολλοὶ καθρέφτες, ὅλοι ἀκτινοβολοῦν, καὶ νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλοὺς ἥλιους, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ ἀστράφτει σὲ ὅλους τοὺς καθρέφτες, ἔτσι καὶ ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ Χριστός, καθὼς διαχέεται μὲ τὴ μετάληψη μέσα στοὺς πιστούς, φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ παρουσιάζει πολλοὺς ὡς ἁγίους. Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ἅγιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκαλέσει ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστοὺς στὸ ἱερὸ δεῖπνο, μεταλαμβάνει πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ ἅγιο Βῆμα. Προηγουμένως ὅμως χύνει θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ αὐτὸ τὸ ζεστὸ νερό, ἐπειδὴ καὶ νερὸ εἶναι ἀλλὰ καὶ φωτιὰ ἔχει μέσα του λόγω τοῦ βρασμοῦ, φανερώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μὲ «ὕδωρ ζῶν» (Ἰω. 7:38) τὸ παρομοίασε ὁ Κύριος, καὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς φωτιᾶς κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερέας στρέφεται πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα καί, δείχνοντας τὰ Ἅγια, προσκαλεῖ ὅσους θέλουν νὰ κοινωνήσουν, νὰ προσέλθουν «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως». Νὰ μὴν καταφρονήσουν δηλαδὴ τὴν ταπεινὴ ἐμφάνιση ποὺ ἔχουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ νὰ πλησιάσουν ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τῶν μυστηρίων καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ προξενοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ ἀληθινὸ ποτό. Καὶ ὅταν τὰ μεταλαμβάνει κανείς, δὲν μετατρέπονται αὐτὰ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως γίνεται μὲ τὶς συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μεταβάλλεται σὲ ἐκεῖνα. Ὅπως καὶ τὸ σίδερο, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται κι αὐτὸ φωτιά· δὲν κάνει τὴ φωτιὰ σίδερο.
Τὴ θεία Κοινωνία τὴ δεχόμαστε βέβαια μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ αὐτὴ εἰσέρχεται πρῶτα στὴν ψυχὴ κι ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Χριστό, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ Αὐτόν» (Α´ Κορ. 6:17). Χωρὶς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Χριστό, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μόνος του, εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ Θεό.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει μὲ τὰ θεία μυστήρια; Εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη στὸ Θεό, ὁ διακαὴς πόθος καὶ ἡ λαχτάρα μας γιὰ τὴ θεία Κοινωνία. Αὐτὰ ἑλκύουν τὸν ἁγιασμό, κι ἔτσι πρέπει νὰ κοινωνοῦμε. Γιατὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προσέρχονται στὰ μυστήρια, καὶ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται καθόλου, ἀλλὰ φεύγουν χρεωμένοι μὲ ἀμέτρητες ἁμαρτίες.

Ἀπόλυση

Ἀφοῦ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, εὔχονται νὰ παραμείνει μέσα τους ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ χάρη οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά.
Ὁ ἱερέας τοὺς καλεῖ τώρα νὰ εὐχαριστήσουν μὲ ζῆλο τὸ Θεὸ γιὰ τὴ θεία Μετάληψη. Γι᾿ αὐτὸ λέει: «Ὀρθοί... ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ὄχι δηλαδὴ ξαπλωμένοι οὔτε καθισμένοι, ἀλλὰ ὑψώνοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα πρὸς Αὐτόν. Καὶ οἱ πιστοὶ μὲ λόγια της Γραφῆς δοξολογοῦν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. 112:2). Ἀφοῦ ψάλλουν τρεῖς φορὲς αὐτὸν τὸν ὕμνο, ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀπευθύνει τὴν τελευταία εὐχή: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν...». Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς σώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, γιατὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν ἔχουμε νὰ ἐπιδείξουμε τίποτε ἄξιο σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡς πρεσβευτὲς μνημονεύει πολλοὺς ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὴν παναγία Του Μητέρα.
Τέλος, ὁ λειτουργὸς μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Αὐτὸ ἔχει ἁγιαστεῖ, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἄρτο, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεὸ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ πιστοὶ παίρνουν μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντίδωρο, φιλώντας τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἱερέα. Γιατὶ αὐτὸ τὸ χέρι, μόλις πρίν, ἄγγιξε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέχτηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει τώρα σὲ ὅσους τὸ ἀσπάζονται.
Ἐδῶ ἡ θεία Λειτουργία φτάνει στὸ τέλος της καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καὶ τὰ δῶρα, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεό, ἁγιάστηκαν καὶ τὸν ἱερέα ἁγίασαν καὶ στὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μετέδωσαν τὸν ἁγιασμό.
Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, στὸ Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα Του, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.


(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.)


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ, ΟΙ ΠΑΠΙΚΟΙ, ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ.

ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ 1


Ἀναγνώσαμε τὸ κήρυγμα τοῦ Μητροπολίτη Γόρτυνος Ἱερεμία πρί του ''ΕΒΔΟΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ''.

Μᾶς λέγει:

«Ἀφοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθόρισαν ἡμερομηνία τελέσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, δέν ἔπρεπε ὅλοι οἱ χριστιανοί νά ὑπακούσουμε σ᾽ αὐτό; Καί βέβαια ἔπρεπε, γιά τήν ἑνότητά μας. Οἱ Παπικοί ὅμως, ὅπως καί σέ ἄλλα σοβαρά θέματα, ἔτσι καί στό θέμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα παρήκουσαν στούς Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἑορτάζουν τό Πάσχα σέ δική τους ἡμερομηνία. Ἔτσι καί σ᾽ αὐτό αὐτοί κόπηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Βέβαια, γιά νά δικαιολογηθοῦν φέρουν ἀστρολογικά καί ἄλλα ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα, σάν νά μᾶς λέγουν ὅτι ἦταν ἀνόητοι οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες πού ἐθέσπισαν αὐτήν τήν ἡμερομηνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ὅτι ἔσφαλε ἡ Ἐκκλησία σ᾽ αὐτό. Ἀλλά ὁ δικός μας ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης λέγει γιά τό θέμα αὐτό στούς Παπικούς ἕνα ὡραῖο λόγο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού ἀπηύθυνε στούς Ἰουδαΐζοντας τῆς ἐποχῆς του: «Ἄν καί ἔσφαλε ἡ Ἐκκλησία –λέγει ὁ ἱερός Πατέρας – δέν ἤθελε κατορθωθεῖ τόσο μεγάλο καλό ἀπό τήν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ καιροῦ, ὅσο μεγάλο κακό προξενήθηκε ἀπό τήν διαίρεση αὐτή, ἀπό τό σχῖσμα αὐτό τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δέν φροντίζει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία γιά τέτοια παρατήρηση τῶν χρόνων καί τῶν ἡμερῶν, ἀλλά γιά τήν ὁμόνοια καί τήν εἰρήνη. Τό νά σχίσει κάποιος τήν Ἐκκλησία καί νά ἀντιστέκεται καί νά κάνει διχοστασίες καί διαιρέσεις καί νά χωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν κοινή σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητο, ἁμάρτημα ἄξιο μεγάλης κατηγορίας, πού ἔχει πολλή τήν κόλαση καί τήν τιμωρία». Σ᾽ αὐτό τό ἁμάρτημα εἶναι ἔνοχοι βεβαίως οἱ Παπικοί, ἀλλά καί οἱ δικοί μας Παλαιοημερολογῖτες, πού χωρίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά παρατήρηση 13 ἡμερῶν».  

Ἀναφέρει ὅτι οἱ Παπικοὶ εἶναι ἔνοχοι διὰ τὸ ἁμάρτημα ποὺ διέπραξαν. Τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ εἶναι ὅτι χώρισαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν κοινὴ σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας ὅπως καὶ οἱ Παλαιοημερολογίτες λόγω τῶν 13 μερῶν, μᾶς λέγει ὁ Γόρτυνος Ἱερεμίας!

Λησμονεῖ βεβαίως ὁ θεολόγος Μητροπολίτης κάτι πολὺ σημαντικό. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σύγκριση μεταξὺ Παπικῶν καὶ Παλαιοημερολογιτῶν διότι: 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος,  ὀρθῶς ἑρμηνευόμενος, ἐννοεῖ αὐτό πού ἐννοοῦν καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες:  Ὅτι δηλ.  ἄν ἡ Σύνοδος δηλ. ἡ Ἐκκλησία σύμπασα ἀποφασίσει, (ἀναφέροντας τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού όρισε καί τό Πάσχα!), καί μερικοί ἐπιμένουν νά ἑορτάζουν διαφορετικά καί σέ ἄλλους χρόνους, αὐτοί εἶναι πού κάνουν τό σχίσμα!

1) Οἱ παλ/τες Ἀρχιερεῖς ἀποτειχίσθηκαν (''αἰτία χωρισμοῦ'' γιὰ ἐσὰς) ἀπὸ τὸν καινοτόμο Ἀρχιεπίσκοπο καὶ ὄχι ἀπὸ Σύνοδο μὲ Οἰκουμενικὸ ἡ Πανορθόδοξο κύρος! οἱ Λατίνοι ἔκαναν τὸ ἴδιο ἥ το ἀντίθετο;

2) Οἱ παλ/τες δὲν ἄλλαξαν τὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ οἱ Λατίνοι (ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ) τὸ ἄλλαξαν!

Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος μας λέγει ὅτι οἱ Λατίνοι προτίμησαν τὴν  ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ παρὰ τὸν διορισμὸ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τὴν ἐποχὴ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ διαφωνία καὶ ἡ διαίρεσις ἦταν διὰ τὸ Πασχάλιο, ὅμως τὸ 1924 ἡ διαφωνία καὶ ἡ διαίρεσις ἦταν διὰ τὸ Καλαντάριον! Ἄσχετα ἐὰν δὲν ἀναφέρουν ὅτι εἰς τὰ σχέδια τοὺς ἦταν καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου ! (ἀλλὰ μήπως καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας ποὺ υἱοθέτησε τὸ γρηγοριανὸ καὶ διὰ τὸ Πάσχα καὶ τὰς κινητᾶς ἐορτᾶς τους ἐνοχλεῖ;). 

Αὐτὸ ποὺ ἐσεῖς ὅμως προσπερνᾶτε εἶναι ὅτι ὅπως οἱ Λατίνοι παρέβησαν τὸν διορισμὸ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς καὶ προτίμησαν τὴν ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ἔτσι καὶ τὸ 1924 οἱ Νεοημερολογίτες παρέβησαν τὸν διορισμὸ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ 16ου αἰῶνος διὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο! Οἱ Συνόδοι αὐτοὶ ἀπαγόρευσαν τὴν υἱοθέτησιν τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου εἴτε διὰ τὸ Πασχάλιον εἴτε ὄχι! Ἐσεῖς ὅμως ναὶ μὲν δὲν τὸ ἔχετε υἱοθετήσει ὅσον ἀφορᾶ τὸ Πάσχα καὶ τὰς κινητᾶς ἐορτᾶς, τὸ χρησιμοποιεῖτε ὅμως διὰ τὰς ἀκινήτους ὀνομάζοντάς το παραπλανητικὰ ''διορθωμένο Ἰουλιανό''! 

Ο γιος ομιλεί για τους Λατίνους στους οποίους επιρρίπτει ως κύρια ευθύνη και αμαρτία όχι τόσο το γεγονός της ημερολογιακής διαφοράς τους, όσο περισσότερο τις διχοστασίες, τις διαιρέσεις και τον χωρισμό τους από την κοινή Σύνοδο της Εκκλησίας με τις Αιρέσεις τους και την υπερηφάνειά τους.

«καί νά χωρίζῃ τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας,» (ἀπορρίπτοντας τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Πανορθόδοξων Συνόδων) «τοῦτο εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον, καὶ κατηγορίας ἄξιον, καὶ πολλὴν ἔχει τὴν κόλασιν καὶ τιμωρίαν» 

Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἐσεῖς κάνατε τὸ σχίσμα διότι ἡ Ἐκκλησία μετὰ τῶν Συνόδων αὐτῆς, εἶχε ἤδη ἀποφασίσει τὴν μὴ υἱοθέτηση ἄλλου ἡμερολογίου πλὴν αὐτοῦ ποὺ ἤδη προυπῆρχε! Ἐσεῖς ἐπιμείνατε νὰ ἑορτάζετε διαφορετικὰ καὶ σὲ ἄλλους χρόνους μὴ δεχόμενοι τὰς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων! Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ πράξατε ἐσεῖς ἦταν αἰτία χωρισμοῦ ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ὄχι τόσο διὰ τὸ ἡμερολόγιο, ἀλλὰ διότι καινοτομήσατε πρὸς αὐτήν μὴ δεχόμενοι τὰς ἀποφάσεις αὐτῆς!

Μᾶς λέγει ὁ π. Ἰωάννης Διώτης σὲ παλαιὸ φύλλο τοῦ Ὀρθόδοξου Τύπου:





Ποιὸς ἔκανε τὸ σχίσμα;


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΗΘΥΜΝΗΣ Κ. ΙΑΚΩΒΟΥ 

«...ΑΣ ΓΙΝΗ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΜΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΕΠΟΧΗΝ...»

«ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΝΑ ΔΙΑΙΩΝΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΑΣΜΑ, ΟΠΕΡ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΧΙΣΜΑ, ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΝ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗΝ ΦΕΡΟΥΝ ΟΙ ΤΟΤΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ...»



Π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: «ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΜΕ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ... ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ... ΕΓΩ ΘΑΥΜΑΖΩ ΤΟΝ ΖΗΛΟ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ... ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΣΧΙΣΜΑ... (32.42 ΚΑΙ ΜΕΤΑ)

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: «ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ»...


Π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: «ΟΧΙ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ!!.... ΕΞ΄ ΑΙΤΙΑΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΜΑΣ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ, ΟΡΘΩΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΕΝΟΙ (ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ) ΚΑΙ ΕΝΙΣΤΑΜΕΝΟΙ, ΔΙΕΧΩΡΙΣΑΝ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ! ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ, ΤΟΥΣ ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ... » (37.17 ΚΑΙ ΜΕΤΑ) 


(ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ http://www.entoytwnika.blogspot.gr/2012/08/blog-post_4599.html)




Διὰ τὴν συνοπτικὴ ἀνάλυση τοῦ ζητήματος μπορεῖτε νὰ δεῖτε ΕΔΩ και ΕΔΩ

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾶ




Μία ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γράφει: «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Ἰω. 4,16).

 Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ζητοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὰ ὑλικὰ πράγματα. Ἄν μᾶς δίνει τὴν ὑγεία μας, ἄν προστατεύει τὴ ζωή μας, τὰ παιδιά μας, ἄν μᾶς δίνει ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά, τότε λέμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ. Κάνουμε λάθος.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ἀπὸ κάτι πολύ μεγαλύτερο. Φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Θεός ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη θυσίασε τὸν Υἱόν Του πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ μᾶς. Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει: «Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Κορ. 15,3). Ὁ Χριστός δὲν πέθανε ἐπειδὴ Τὸν φθόνησαν οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, οὕτε ἐπειδὴ Τὸν πρόδωσε ὁ Ἰούδας ἤ Τὸν καταδίκασε ὁ Πιλᾶτος. Ὁ Χριστὸς πέθανε θεληματικά. Ὁ ἴδιος εἶπε: Κανεὶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μοῦ ἀφαιρέσει τὴ ζωή. Ἀλλά ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ μὲ τὴ θέληση μου θυσιάζω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσία νὰ δώσω τὴν ζωή μου, καὶ ἔχω ἐξουσία νὰ τὴν πάρω πάλι. (Ἰω. 10,18)

Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μένα, πέθανε γιὰ σένα: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16) Μὴν ξεχνοῦμε πώς ὅλοι μας εἴμαστε χρεώστες, δοῦλοι ἀπέναντι στό Θεό, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο. Ὅλοι μας ἔχουμε παραβεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας δὲν ἐξοφλεῖται μὲ τίποτε, ἀλλά χαρίζεται μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ζήσαμε χωρίς Θεό, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀδιαφορήσαμε στὴ φωνὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ζήσαμε σύμφωνα μὲ τὰ θελήματα τῆς σαρκός καὶ τοῦ κόσμου, χωρὶς χαρά, χωρὶς εἰρήνη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γευθοῦμε τὸ πικρό ποτήρι τῆς ἁμαρτίας.

Ὅσο κι' ἄν ἁμαρτήσαμε ὅμως, ὅσο μεγάλο καὶ ἄν εἶναι τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας ὁ Κύριος τὸ πλήρωσε, τὸ ἐξόφλησε πάνω στὸ Σταυρό. Ὁ ἀπ. Ἰωάννης γράφει: «τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Ἰω. Α' 1,7).

Δύο παράγοντες συντελοῦν στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σταυρό καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ ἄπλωμα τοῦ χεριοῦ γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Πολλοὶ χριστιανοί νομίζουν πὼς δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι, καλοὶ οἰκογενειάρχες, ἔντιμοι πολίτες. Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νά εἶναι σωστά, ἀλλὰ αὐτὰ δὲν τοὺς σώζουν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται γιατὶ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ γιατὶ μετανόησε καὶ ἐξομολογήθηκε ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ του. Οὕτε πάλι καταδικάζεται ὁ ἄνθρωπος γιατὶ εἶναι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανόησε, γιατὶ δὲν ἄλλαξε ζωή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περιμένει τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου.

Π.Π. - Ἀπολύτρωσις - Ὀρθόδοξα Μηνύματα