A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΥ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΑ (ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ - ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ)

Picture


Γράφει ο π. Νικηφόρος Νάσσος 

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Στίς 9 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ γηθοσύνως καί λαμπρῶς τόν λαοφιλέστατο Ἅγιο, τόν φωστῆρα τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργό Πατέρα καί Ἱεράρχη, Νεκτάριο, Μητροπολίτη Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Πολλοί κατά καιρούς διεζωγράφισαν τήν μορφή καί τήν φωτεινή προσωπικότητα τοῦ «ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντος»φίλου τῆς ἀρετῆς καί μιμητοῦ τοῦ Κυρίου, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ὑπό Θεοῦ Μέγας, «τῶν πάλαι Ἁγίων χαρακτηρίσας τήν ζωήν ἐν ἡμέραις πονηραῖς», ὅπως ψάλλουμε στό δοξαστικό τῶν Ἐσπερίων, στήν Ἀσματική Ἀκολουθία του.

Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί (ἐλάχιστοι, εὐτυχῶς) οἱ ὁποῖοι δέν τόν τιμοῦν, ἀλλά τόν ἐπικρίνουν καί ἐπιχειροῦν νά ἀμαυρώσουν τή μνήμη του, εἴτε κρυφίως σέ στενούς κύκλους (φοβούμενοι τίς ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ), εἴτε φανερῶς, ἐκφράζοντας τίς ἀθεολόγητες καί ἕωλες αἰτιάσεις τους ἐναντίον του. Πρόκειται δηλαδή γιά ἀπόρριψη τῆςκεκυρωμένης ὑπό Θεοῦ Ἁγιότητος τοῦ προστάτου τῆς Αἰγίνης καί θαυματουργοῦ Ἁγίου. Στά παρακάτω θά γίνει μία σύντομη ἀναφορά στό ζήτημα αὐτό. Καί θά τονιστοῦν κάποια σημεῖα κάπως ἐπιγραμματικά, διότι ἐπ᾿ αὐτοῦ ἔχουμε καταθέσει διεξοδική ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιφρονούντων, στό ἐξαντληθέν πόνημά μας πού φέρει τόν τίτλο: «Σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» (Ἀθήνα 2009). Προσεχῶς δέ, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, θά κυκλοφορηθεῖ μελέτη εἰδική περί τῆς θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς ἀντιμετωπίσεως συγγραφικῶν σφαλμάτων Ἁγίων ἀνδρῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ εἰδική ἀναφορά στόν ἅγιο Νεκτάριο, στόν ἱερό Αὐγουστίνο τόν Ἅγιο ἱεράρχη τῆς Ἱππῶνος, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί σέ ἄλλους Ἁγίους, ἔχοντας σχέση μέ τά διαλαμβανόμενα.

Ὡστόσο, εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ ὅτι στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποφασίζει κάποιος μόνος του, κατά τό δοκοῦν, γιά τό ποιός εἶναι Ἅγιος καί ποιός ὄχι! Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται αὐθεντικῶς. Δέν μποροῦμε νά εἰσάγουμε αὐθαιρεσίες στήν περιοχή τῆς θεολογίας, τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς δογματικῆς, ὅπου τά πάντα ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι ἔχουν ἐπιλυθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες μας, ὅπως ἔχουν λυθεῖ καί τά ἁγιολογικῆς φύσεως ζητήματα, δηλαδή ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀνάδειξη Ἁγίων, ἤ, ἡ ὑπό προϋποθέσεις ἀμφισβήτηση αὐτῶν κλπ. Κανένας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας δέν «στήνει τό δικό του θέλημα» ὅπως λέμε, οὔτε ἀποφαίνεται παπιστικῶς, ἀμαρτύρως καί αὐθεντικῶς. Κανένα μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ὑψώνει τήν ἀτομική του συνείδηση πάνω ἀπό τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί νά γίνεται κριτής καί τιμητής τῶν κρίσεων καί τῶν ἐκτιμήσεών της.

Στά ἑπόμενα θά παρουσιάσουμε τά ἐπιχειρήματα τῶν μή ἀποδεχομένων τήν Ἁγιότητα τοῦ φαεσφόρου καί θεουμένου ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, κοιμηθέντος Ὁσίως τό ἔτος 1920 καί θά ἀναιρέσουμε θεολογικῶς καί Πατερικῶς τά ἐπιχειρήματα αὐτά μέ κάθε δυνατή συντομία. Εἰρήσθω εἰσαγωγικῶς ὅτι κατά τόν λόγο καί τό πρότυπο τοῦ μεγάλου Δογματολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «ἐμόν ἐρῶ οὐδέν», δέν θά ποῦμε τίποτα δικό μας. Θά στηριχθοῦμε ὡς εἰς ἀσφαλήν βακτηρία, στήν Πατερική μας Γραμματεία, ἀφοῦ ὡς ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά ἀποφαινόμαστε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα»1.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Οἱ Ἅγιοι δέν ὑπῆρξαν τέλειοι εἰς ὅλα καί ἄπταιστοι, δηλ. ἀναμάρτητοι, διότι ὑπῆρξαν καί αὐτοί ἄνθρωποι θνητοί. Ὁ μόνος κατά φύσιν Τέλειος, καί Ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Οἱ ἅγιοι ἦσαν ἀπλανεῖς, ὄχι ὅμως καί ἀλάθητοι! Ἡ πτώση καί ὁ μῶμος, ἡ ἀστοχία καί τό σφάλμα, ἡ παρέκκλιση καί παρεκτροπή εἶναι γνωρίσματα ἀκόμη καί Ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως δείχνει ἡ ἱστορία καί τό ἐπισημαίνει εὔστοχα ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος, ἅγιος Γρηγόριος: «Ἅπτεται γάρ, οὐ τῶν πολλῶν μόνον, ἀλλά καί τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος, ὡς μόνον ἄν εἶναι τοῦ Θεοῦ τό παντελῶς ἄπταιστον καί ἀνάλωτον πάθεσι».2 Πολλά εἶναι τά περιστατικά ἐκεῖνα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ ποικίλες πτώσεις Ἁγίων ἀνδρῶν, θεολογικές ἐκκλησιατικές, συγγραφικές κ.ἄ, ὅπου καταδεικνύεται ὅτι καί οἱ Ἅγιοι ὑπόκεινται στούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μποροῦν νά διαπράξουν σφάλματα καθώς ἀγωνίζονται μέ τή θεία ἀρρωγή καί Χάρη νά ὑπερβοῦν τά σύνορα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς.

Στό πλαίσιο αὐτό μποροῦμε νά δοῦμε μέ ἀντικειμενικότητα τήν ὕπαρξη συγγραφικῶν ἀστοχιῶν σέ κάποιους Ἁγίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ὡς θεολόγοι καί συγγραφεῖς, πλήν ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία παρήγαγε κάποιες ἀστοχίες πού ὀφείλονται εἴτε στήν ἄγνοια εἴτε σέ ἄλλους παράγοντες, τούς ὁποίους ἀναλύει ἡ Πατερική πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συγκεκριμένα, ὑπάρχει μία καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ζήτημα τῶν συγγραφικῶν ἀστοχιῶν Ἁγίων και ἱερῶν συγγραφέων. Αὐτή βρίσκεται σέ μία περισπούδαστη ἐπιστολή (ΚΔ΄) τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως πρός τόν ἐπίσκοπον Ἀκυληΐας Ἰωάννη3. Αὐτή εἶναι καταχωρισμένη στόν Τόμο Χαρᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων καί στήν Πατρολογία τοῦ Migne, τόμο 102. (Κατά τή διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας θά παραπέμψουμε καί στίς δύο πηγές, κατά περίστασιν). Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή τοῦ Μ. Φωτίου τά λέει ὅλα! Καί δέν ἀφήνει κανένα ἐρωτηματικό γιά τόν καλοπροαίρετο ἐρευνητη. Ἐκφράζει δέ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τά ζητήματα αὐτά, ὅπως ὑλοποιήθηκε στή διαχρονική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Θά παρουσιάσουμε κάποια σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Φωτίου, θά τά ἀναλύσουμε καί στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.

Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ θεολογική ἐπιστολή τοῦ σοφωτάτου Πατρός, Μ. Φωτίου, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μέ πολλή σύνεση, διάκριση, ὑπευθυνότητα καί ποιναντική εὐαισθησία τίς περιπτώσεις τῶν ἐμφιλοχωρούντων λανθασμένων ἀπόψεων στά συγγράμματα Ἁγίων μελῶν της. Πολλές εἶναι ἐκεῖνες οἱ περιστάσεις οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν πολλούς ἐναρέτους ἀνθρώπους νά διολισθήσουν, νά «ξεφύγουν» ὅπως λέμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί νά διατυπώσουν ἐφαλμένες ἀπόψεις ἀκόμη καί στό πεδίον τοῦ δόγματος! Αὐτό ἐπισυνέβη, εἴτε ἐπειδή παρεσύρθησαν ὡς ἄνθρωποι (ἴσως στόν πρό τῆς θεώσεώς τους καιρό), εἴτε ἐπειδή ἀπηύθυναν τό λόγο πρός αἱρετικούς, εἴτε γιά ἄλλες αἰτίες πού γνωρίζει ὁ Θεός. Ἰδού τά λόγια τοῦ Μ. Φωτίου:«Πόσαι περιστάσεις πραγμάτων πολλούς ἐξεβιάζοντο, τά μέν παραφθέγξασθαι, τά δέ πρός οἰκονομίαν εἰπεῖν, τά δέ καί τῶν ἀπειθούντων ἐπαναστάντων, τά δέ καί ἀγνοίᾳ οἷα δή περιολησθήσασιν ἀνθρώπινα»;4

Πῶς, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τίς περιπτώσεις αὐτές; Ἐρωτοῦν κάποιοι: μπορεῖ ὁ καθένας νά γράφει ἀνεγξέλεκτα ὅ,τι νομίζει ὡς ὀρθό καί νά διαφωνεῖ στά ὅσα φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία; Ὄχι βεβαίως, ἀλλά ἄς δοῦμε τήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς. Ὁ Μ. Φώτιος, ὅταν προκλήθηκε νά ἀπαντήσει (βλ. ὑποσ. 2) σχετικά μέ τό ἄν γνωρίζει ὅτι ὀρθόδοξοι Πατέρες τῆς Δύσεως διετύπωσαν γραπτῶς τήν λατινική κακοδοξία τοῦ Filiogve καί πῶς πρέπει ὀρθοδόξως αὐτό νά ἀντιμετωπιστεῖ, γράφει ὅτι εἶναι μέν καινοτομία, ἀλλά «δέν καταδικάζουμε» καί «δέν «ἀτιμάζουμε» τούς Πατέρες, πού ἴσως παρεξέκλιναν ἀπό ἄγνοια, ἤ ἀπό ἄλλες αἰτίες, ὅταν δέν τούς ἔχει ὑποδειχθεῖ τό σφάλμα καί ἀπέθαναν χωρίς νά ἐλεγχθοῦν (ὅπως ἐν προκειμένῳ τότε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος κ.ἄ. Πατέρες).

«…Ἀμβρόσιος ὁ μέγας καί Αὐγουστῖνος και Ἱερώνυμος καί τινες ἄλλοι ὁμοταγεῖς καί ἰσοστάσιοι, μέγα ὄνομα λαχόντες ἐπ᾿ ἀρετῇ καί βίου λαμπρότητι, τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐν πολλοῖς αὐτῶν λόγοις συνέταξαν ἐκπορεύεσθαι…καί μή ἀτιμάζειν τούς πατέρας».5

Εἶναι δέ σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ πολυμαθέστατος, πεφωτισμένος καί πρῶτος ἀντιπαπικός Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας Μ. Φώτιος δέν ἀποκρύπτει τήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων, οὔτε ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τούς παρεκτραπέντας Ἁγίους μέ διάφορα τεχνάσματα, ὅπως λ.χ. ὅτι μπορεῖ νά μήν τά ἔγραψαν αὐτά οἱ Πατέρες ἀλλά νά τά πρόσθεσαν ἄλλοι στά κείμενά τους μετά θάνατον κλπ., ἀλλά ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία πάντοτε ἐλευθερώνει καί σώζει. Ναί, τά ἔγραψαν οἱ ἴδιοι, λέγει, ἔσφαλαν οἱ Πατέρες ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά ὅπως γράφει παρακάτω «σιγῶντας καί μή παρόντας» δέν μποροῦμε νά τούς καταδικάσουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά καταδικαστεῖ αὐτός πού δέν ἐλέχθηκε γιά τό σφάλμα του, πού δέν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τό διορθώσει καί πού δέν ἐπέμενε σ᾿ αὐτό! «Τήν μέν καινοτομίαν ἀποστρεφόμεθα, τόν πατέρα δέ αὐτῆς (σ.σ. ἐδῶ ἐννοεῖ τόν ἱερό Αὐγουστίνο), σιγῶντα μάλιστα καί μή παρόντα, μή δ᾿ ἀντιλέγοντα, οὗ μέν οὖν, οὐ καταδικάζομεν».6

Κατά τήν Πατερική Θεολογία, ὅπως τήν ἐκφράζει δυναμικά τόν 9ο αἰῶνα ὁ ἱερός Φώτιος, τό πρόσωπο -ὁ συγγραφεύς - διαστέλλεται ἀπό τό σφάλμα /λανθασμένη διατύπωση, ἔτσι ὥστε τό μέν λάθος να μην υἱοθετεῖται και ναμήν προστίθεται στήν ὑπάρχουσα Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ συγγραφεύς νά ἐξακολουθεῖ νά ἀπολαμβανει τῆς τιμῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν προκειμένῳ χαρακτηριστική καί λίαν διαφωτιστική ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Φωτίου: «Τό μέν παρενεχθέν (τό σφάλμα) οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τούς δέ ἄνδρας ἁσπαζόμεθα».7

Στήν ἴδια μάλιστα συνάφεια ὁ Μ. Φώτιος, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό γνωστή ὑπόθεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γράφει θεοκινήτως ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι καί «τρόφιμοι τῆς Ἐκκλησίας» γνωρίζουμε πώς πρέπει κατά τό παράδειγμα τῶν δύο σωφρόνων υἱῶν τοῦ παρεκτραπέντος Νῶε (Σήμ καί Ἰάφεθ) νά προστατεύουμε τόν πατέρα μας καί ὄχι νά τόν ἐκθέτουμε, ὅπως ἔπραξε ὁ ἀναιδῆς Χάμ! Ὀφείλουμε νά καλύπτουμε ὀπισθοφανῶς τόν παρεκτραπέντα πατέρα (ἐν προκειμένῳ τόν σφάλοντα συγγραφέα) καί ὄχι νά τόν διαπομπεύουμε ἀναιδῶς! «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας τρόφιμοι καί τῶν ἱερῶν μαθημάτων οὐκ ἐπιλήσμονες, κατά τόν Σήμ καί Ἰάφεθ, καί τήν πατρικήν ἀσχημοσύνην ἐπικαλύπτειν ἐπίσταντανται καί τούς μιμητάς τοῦ Χάμ καταγινώσκοντες ἀποστρέφονται».8

Τρεῖς προϋποθέσεις, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά συντρέχουν, ὥστε νά καταδικαστεῖ ἕνας ἱερός συγγραφεύς καί νά ἀποβληθεῖ ἀπό τή χορεία τῶν Ἁγίων προσώπων.

Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἐπιμονή τοῦ παρεκτραπέντος στό σφάλμα του, ὅταν τοῦ ὑπόδειχθεῖ καί κληθεῖ σέ διόρθωσή του. Καί τοῦτο διότι ἡ ἐπιμονή δηλώνει φρόνημα, ὄχι ἁπλό λάθος, ἀλλά συνειδητή τοποθέτηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι μεμπτό καί καταδικαστέο.Τό λάθος δέν κάνει τόν Ὀρθόδοξο αἱρετικό! Μόνο ἡ ἐπιμονή στό λάθος καταδικάζεται καί ἡ ἀμετανοησία, ὅταν αὐτό ὑποδεικνύεται.

Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ φιλονικεία τοῦ σφάλοντος μέ τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἀπείθειά του πρός αὐτήν. Ἡ διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία, ὡς γνωστόν, δέν πλανᾶται ποτέ καί ὅποιος διαφωνήσει καί ἐρίσει/φιλονικήσει μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία της αὐτός δέν σώζεται9! Ἀντίθετα, ἐκπίπτει ἀπό κάθε τιμή πού εἶχε πρίν αὐτός πού θά ἀπειθείσει στή θεόπνευστη Πατερική Θεολογία, ὅπως τό γνωρίζουμε ἀπό πολλές αἱρέσεις καί ἑτεροδιδασκαλίες πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία κατά τή δισχιλιετῆ πορεία της μέσα στον κόσμο.

Ἡ τρίτη εἶναι ὁ θάνατος τοῦ παρεκτραπέντος σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, ἀφοῦ «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια», ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε.10

Ὅταν, λοιπόν, λάβουν χώρα οἱ ἀνωτέρω προϋποθέσεις, τότε καταδικάζεται ὁ παρεκτραπείς καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πατήρ γνήσιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀποβληθεῖ καί αὐτός καί τά συγγράμματά του. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ἀκριβῶς τό γράφει ὁ Μ. Φώτιος, τοῦ ὁποίου τό γλωσσικό ἰδίωμα εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο, ἀλλ᾿ ἐξίσου θαυμαστό. «Ἔτι δέ, εἰ μέν ὑπομνησθέντες περί τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων πατέρων ἀντεῖπε τό σύνταγμα καί πρός ἔνστασιν τινά καί ἀπείθειαν ἀπεθρασύνετο, διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης καί ἐπ αὐτῇ τόν βίον μετά τούς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».11

Τί ἔχουν νά ποῦν λοιπόν, περί τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὅσοι τόν ἀμφισβητοῦν λόγῳ τῶν σφαλμάτων πού ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει σέ κάποια κείμενά του; Πότε ἐλέχθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία; Πότε ἐπέμενε; Ποιά ἀπόδειξη ὑπάρχει ὅτι ἐκοιμήθη ἀμετανόητος καί πολεμώντας τήν Ἐκκλησία; Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τέτοια ἀνεκτική καί σοφή ἀντιμετώπιση σέ ὅσους ἔχουν σφάλλειδογματικῶς, ὅπως ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος12, τότε ἄς σκεφθοῦμε σέ πόσο ἀνεκτικώτερη θέση βρίσκεται ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος δέν ἔσφαλε δογματικά, ἀλλά ἁπλῶς διατύπωσε κάποιες ἐπισφαλεῖς ἀπόψεις σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα πρακτικῆς φύσεως καί ἱστορικά. Θά μακρυγορήσουμε ἄν ἐξετάσουμε ἕνα πρός ἕνα τά ἀνθρώπινα συγγραφικά ὁλισθήματα τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως.

Θά ἀναφερθοῦμε μόνο δι᾿ ὁλίγων στήν κυριώτερη ἀστοχία τοῦ Ἁγίου, ὡς συγγραφέως καί δή μάλιστα ἱστπρικοῦ. Αὐτή συνίσταται στό ὅτι ὁ ἱερός Νεκτάριος υἱοθέτησε μία λανθασμένη θεωρία τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου περί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν διατύπωσε στό σύγγραμμά του «Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (ἐκδ. Ρηγοπούλου, ἔτος 1882, μέ Εἰσαγωγή ἀρχ. Εἰρηναίου Δεληδήμου). Ὁ ἅγιος Πατήρ ἀντέγραψε ἀνεξετάστως τόν ἐθνικό μας ἱστορικό στήν μεροληπτική θέση του στό ζήτημα τῆς Εἰκονομαχίας, μέ ἀποτέλεσμα νά παρεκκλίνει ἱστορικά καί ἴσως κατά μία αὐστηρά κριτική καί θεολογικά.

Ὅμως τό λάθος αὐτό διόρθωσε ἐπισημότατα ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης, μετά ἀπό μία ἀκριβῶςδεκαετία, ὅταν κυκλοφόρησε τό περίφημο πόνημά του «Μελέτη περί τῶν Ἁγίων εἰκόνων» (1902). Ἐκεῖ, ὄχι μόνο ξεκαθαρίζει τά πράγματα θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς, ἀλλά μέσα ἀπό την ὅλη διαπραγμάτευση στό ἐν λόγῳ πόνημα ἀναδεικνύεται πλέον ὁ λιπαρῶς καταρτισμένος ἐρευνητής και κυρίως, ὁ πραγματικός εἰκονόφιλος Πατήρ καί ἀκόλουθος «ἐν πᾶσι» τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ τεκμηριώνονει μέ πολλά χωρία δικά τους τήν ἐν λόγῳ σπουδαιότατη ἐργασία του. Παρουσιάζει μάλιστα μεταξύ ἄλλων καί τήν εὐλαβητική διάθεση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἔναντι τῶν ἁγίων Εἰκόνων, μέ τό χωρίο στό ὁποῖο ὁ σοφώτατος αὐτάδελφος τοῦ Μ. Βασιλείου ἀποκαλύπτει ὅτι δέν συνέβη νά ἀντικρύσει μία εἰκόνα τοῦ θείου Πάθους χωρίς νά δακρύσει, ἐνθυμούμενος τό γεγονός πού παριστᾶ ἡ ἱερά τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. «Εἶδον πολλάκις ἐπί γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους καί οὐκ ἀδακρυτί τήν θέαν παρῆλθον, ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ᾿ ὄψιν ἀγούσης τήν ἱστορίαν».13

Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά δοῦμε τήν συμπερασματική γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου σχετικά μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀπό τήν Ἁγία Ζ΄Οἰκουμενική Σύνοδο. Γράφει ὁ Ἅγιος:«Σπουδαία καί ἀναγκαία ἦτο καί ἡ ἐβδόμη Οἰκουμενική Ἁγία Σύνοδος, διότι ἀπέδωκε τῇ Ἐκκλησία τον κόσμον αὐτῆς (σ.σ. τό κόσμημα, τίς ἅγιες Εἰκόνες), ὥρισε τόν χαρακτῆρα τῆς ὀφειλομένης προς τάς σεπτάς ἁγίας εἰκόνας τιμῆς, καί εἰρήνευσε τήν Ἐκκλησίαν, ἐπί αἰῶνα διατηρηθεῖσαν. Διά τῆς τῶν εἰκόνων ἀναστηλώσεως, καταπολεμήθη νεωτερισμός τις ὅλως ξένος τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί φρόνημα ἐσφαλμένον, ὑπονομεῦον τήν τῆς Ἐκκλησίας Ὀρθοδοξίαν».14

Ἐρωτοῦμε, θά ἔγραφε ἔτσι ποτέ ἕνας εἰκονομάχος, ὅπως τόλμησαν τά πάντολμα καί ἀναιδῆ στόματα τῶν ἁγιομάχων νά παρουσιάσουν τόν σφόδρα εἰκονόφιλο Ἅγιο τῆς Αἰγίνης;; Αὐτά προξενεῖ ἡ ἔλλειψη θεολογικῆς παιδείας ὅταν συνδιάζεται καί με τήν κακή πρόθεση15…

Ὡστόσο, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφερθεῖ γιά τήν ἱστορία, ὅτι πέραν τῶν ὀλιγοστῶν ἐσφαλμένων διατυπώσεων τοῦ Ἁγίου τῆς Αἰγίνης, γιά τίς ὁποίες ἰσχύει ὅτι καί γιά ὅλους τούς ἄλλους Ἁγίους πού ἔσφαλαν, ὅπως τό εἶδαμε στήν καταγραφή τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Μ. Φώτιο, ὑπῆρξαν καί σκόπιμη πολεμική κατά τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Τά κείμενά του ὑπέστησανἀλλοιώσεις καί κολοβώσεις, παραχαράξεις καί προκρούστειες ἀφαιρέσεις, ὥστε νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἅγιος συνέγραψε πολλά κακόδοξα καί ἀντιεκκλησιαστικά καί ὅτι ὑπῆρξε και…φιλοπαπικός!. Μία μόνο περίπτωση διαστροφῆς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ἀπό τίς πολλές, αὐτήν ὅπου ὁ Ἅγιος στό βιβλίο του «Περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος» ἀναφέρεται ὡς ἱστορικός στόν Πατριάρχη Μιχαήλ τόν Κηρουλάριο. Παραθέτει δέ γνώμες τῶν πρό αὐτοῦ συγγραφέων (καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά τό πράξει, ἀφοῦ γράφει ἱστορία) τίς ὁποίες καί ἀξιολογεῖ. Γράφει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στό κεφάλαιο «Χαρακτῆρ τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου», παραπέμποντας στόν Κ. Παπαρηγόπουλο: «Ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ, ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος, ἦτο ἄνθρωπος ὀξύς, πολυπράγμων, φίλαρχος και φιλόδοξος». Ἀπό τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα, ἐξηφανίσθη τεχνηέντως ἀπό τούς ἐπικριτάς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἡ ὑπογραμμισμένη φράση: «ὅπως ἱστορεῖ ὁ Παπαρηγόπουλος», με ἀποτέλεσμα νά ἐξαχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ταπεινωτικοί χαρακτηρισμοί πρός τόν Πατριάρχη Μιχαήλ εἶναι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ένῶ εἶναι τοῦ Κ. Παπαρηγοπούλου! Καί πόσα ἄλλα παρόμοια ὑπάρχουν!16... Ἰδού οἱ «ἔντιμες» μέθοδοι τῶν κατηγόρων τοῦ Ἁγίου τῆς ἐποχῆς μας…

Ἀλλά ἄς προχωρήσουμε στό δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν λεγομένων (ὅπως ἐπικράτησε) «ἀντινεκταριανῶν».

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η «ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ

Τό Πατερικῶς ἀβάσιμον τοῦ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματος μαρτυρεῖ ὁ πατερικῶς καί ὁ ὀρθοδόξωςἀδόκιμος ὅρος «ἁγιοποίηση»17, τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦν ὅσοι δέν γνωρίζουν τά ἁγιολογική κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Δέν ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία ἁγιοποίηση! Ἀντίθετα, αὐτό ὑπάρχει στόν παπισμό. Στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή, ὅπου ἡ Χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἐν Χριστῷ, ἁγιοποιεῖ μόνον ὁ Θεός! Ἡ ἀνάδειξη ἀπό θεσμικά ἐκκλησιαστικά ὄργανα ἑνός Ἁγίου ἔχει χαρακτῆρα διαπιστωτικό καί ἐξαγγελτικό, ὄχι άποφασιστικό! Ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους καί τα θεσμικά ὄργανα (τό Πατριαρχεῖο ἤ ἡ Σύνοδος) διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί προβάλλουν τόν ἤδη ἀνακηρυχθέντα ὑπό Θεοῦ Ἅγιο. Δέν ὑπάρχει, ὀρθοδόξως, «ἀνακήρυξη» τῆς ἁγιότητος, ἀλλά ὑπάρχει «διαπίστωση» καί«διακήρυξη». Καί αὐτό γίνεται θεσμικά τούς τελευταίους αἰῶνες. Παλαιοί μεγάλοι Ἅγιοι καί ἐπιφανεῖς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, (Καππαδόκες κ.ἄ.) δέν διεκηρύχθησαν μέ πράξεις πατριαρχικές, ἤ συνοδικές. Τήν παλαιά ἐποχή γινόταν ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων σέ τοπικό ἐπίπεδο, ἀπό τόν λαό18. Πολύ ἀργότερα ἐμφανίστηκε το φαινόμενο τῆς διακηρύξεως τῶν Ἀγίων μέ πράξεις πατριαρχικές. Ὁ καθηγητής Δ. Τσάμης γράφει σχετικά: «Στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία δέν χρειαζόταν κάποια ἐκκλησιαστική διαδικασία γιά τήν καθολική ἀναγνώριση τῶν ἁγίων καί ὁ λαός με δική του πρωτοβουλία προέβαινε στήν ἀναγνώριση τοῦ ἁγίου καί στήν ἀπόδωση τιμῆς πρός αὐτόν. Στούς ἑπόμενους αἰῶνες τό καθεστώς αὐτό σε γεννικές γραμμές διατηρεῖται, λαμβάνεται ὅμως ὑπόψη γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή τό ὀρθόδοξο φρόνημα, ὁ μαρτυρικός ἤ ἅγιος βίος καί ἡ τέλεση θαυμάτων» .19

Ἀπό τόν 14ο αἰῶνα παρουσιάζεται μιά διαφορετικότητα στόν τρόπο διακηρύξεως τῶν Ἁγίων. Τρεῖς Ἅγιοι κατά τήν ἐποχή αὐτή, ὁ Ἀθανάσιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Α΄, κάποιος Ἅγιος ὀνόματι Μελέτιος καί ὁ μεγάλος Θεολόγος πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀνακηρύσσονται ἐπίσημα μέ εἰδική διαδικασία. Γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο εἰδικά, ὑπάρχει καί ἡ σχετική πράξη τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, τοῦ καί βιογράφου του. Ὅμως ἡ διαδικασία αὐτή εἶχε τοπικό χαρακτῆρα ὅπως ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Φιλόθεος τονίζει. Καί σημειώνει ὅτι δέν εἶναι ἀπαραίτητες αὐτές οἱ συνοδικές πράξεις προκειμένου νά τιμηθεῖ κάποιος ὡς Ἅγιος, ὅταν τόν ἔχει ἀναδείξει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.20 Τελικά, στά χρόνια μας αὐτή ἡ πρακτική τῆς πανηγυρικῆς διακηρύξεως τῆς Ἁγιότητος προσώπων κατέστη ἔθος. Δέν εἶναι κακό, ὅταν γίνεται μέ θεολογικά κριτήρια, ἀλλά δέν εἶναι καί τό πᾶν, ἀφοῦ τούς Ἁγίους τούς άναδεικνύει ἀποκλειτικά ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ὁποίους ἁγίασε διά τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του. Τά ἐκκλησιαστικά ὄργανα δέν ἁγιοποιοῦν, ὅπως προελέχθη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς διαπιστώνουν, ἐξαγγέλουν καί δημοσιοποιοῦν τόν ἤδη ἀναδειχθέντα διά σημείων ἐκ Θεοῦ, Ἅγιο.
Ἑπομένως, δέν ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική ποιότητα ἑνός Πατριάρχουν ἡ «διακήρυξη» τῆς ἁγιότητος. Ὁ οἱοσδήποτε Ἅγιος, μέ τήν συνοδική πράξη «ἀναδείξεως» δέν προάγεται! Δέν γίνεται ἁγιότερος, ἤ ὁσιότερος! Μένει τόσο Ἅγιος, ὅσο τόν ἀνέδειξε ὁ Πανάγιος Θεός.

Καί γιά νά ἔρθουμε στήν συγκεκριμένη αἰτίαση τῶν ἀμφισβητιῶν, ὁ Ἀθηναγόρας δέν προσέθεσε τίποτα στήν Ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Νεκταρίου Αἰγίνης μέ τήν ἐκδοθεῖσα πατριαρχική πράξη ἀναγνωρίσεως τοῦ 1961, ὅπως δέν προσέθεσε τίποτα καί στούς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη21 καί Κοσμᾶ Αἰτωλό22, μέ τήν ἴδια διαδικασία καί τίς πράξεις τῶν ἐτῶν 1955 καί 1961 ἀντίστοιχα. Δέν τούς ἔκανε Ἁγίους ὁ Ἀθηναγόρας ἀλλά ὁ Θεός! Εἶναι τόσο δύσκολο νά τό κατανοήσουν οἱ ἐλαχιστότατοι ἐν Ἑλλάδι «ἀντινεκταρινοί»;

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΡΙΤΟ

ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ

«Γιατί ἔγινε τόσο σύντομα ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, μόλις 40 ἔτη ἀπό τῆς κοιμήσεώς του; Δέν θά ἔπρεπε νά παρέλθουν 100 χρόνια»;

Αὐτή ἡ αἰτίαση, ὅπως καί οἱ προηγούμενες, δέν ἔχει ἔρεισμα Πατερικό. Ἡ ἄποψη αὐτή, οὔτε ἀπό τήν παράδοση μαρτυρεῖται23, οὔτε ὑπάρχει σχετικός Κανόνας Οἰκουμενικῆς ἤ τοπικῆς Συνόδου στήν Ὀρθοδοξία, πού νά καθορίζει ὥστε ἡ ἁγιοκατάταξη νά λαμβάνει χώρα ὁπωσδήποτε μετά ἀπό 100 χρόνια ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ προσώπου τό ὁποῖο ἀναδυκνύεται. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει τέτοια δέσμευση, βλέπουμε Ἁγίους νά διακηρρύσονται πολύ νωρίτερα τῶν 100 ἐτῶν, λόγῳ θεοσημείων κλπ. καί εἶναι αὐτοί ἀρκετοί, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιασική Ἱστορία. Τρανό παράδειγμα ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λόγῳ θαυμάτων καί τῆς ὑψηλῆς θεολογίας του. Ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του ἔγινε μετά μόλις ἐννέα ἔτη ἄπό τῆς κοιμήσεώς του (1358)! Ὁ ὑπογράφων τήν πράξη διακηρύξεως τοῦ θεοφόρου καί θεόπτου Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων:

«τιμῶ τοῦτον ὡς ἅγιον ἀπό τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἅ μετά τήν ἐνθένδε πρός Θεόν ἐκδημίαν εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγήν τόν ἴδιον ἀναδείξας τάφον».24

Ἀλλά τό ἴδιο δέν ἰσχύει καί γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο; Δέν ἀνεδείχθη ὁ τάφος του πηγή ἰαμάτων; Δέν πραγματοποιοῦνται τόσα θαύματα παγκοσμίως στό ὄνομα τοῦ λαοφιλοῦς Ἁγίου, δεῖγμα τῶν σημάντρων τοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐκχεομένου θείου ἐλέους καί Χάριτος; Δέν τά πληροφοροῦνται οἱ ἀμφισβητοῦντες; Γιά κάθε καλοπροαίρετο λοιπόν δέν ὑπάρχει οὔτε «ψιλός λογισμός» ἀντιθέσεως εἰς ὅσα ὁ Παράκλητος διά τῆς ἀκτίστου Ἐνεργείας Του νεύει ἀρρήτως καί ἐπιτελεῖ ἀλαθήτως! Ὅταν ὁ Θεός ἀποφασίζει, τίς ὁ ἀντιτασσόμενος;…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τίς πρεσβείες καί ἱκεσίες τῶν Ἁγίων μας. Ἄν ἕνας Μέγας, οὐρανοφάντωρ Βασίλειος ἔγραφε σέ μιά ἐπιστολή του περί τῶν Ἁγίων ὅτι «τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι᾿ αὐτῶν, ἤγουν διά μεσιτείας αὐτῶν ἱλεών μοι γενέσθαι τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί λύτρον μοι τῶν πταισμάτων γενέσθαι με καί δοθῆναι»25, τί θά πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς καί πόσο δέν θά πρέπει νά προστρέχουμε στούς Ἁγίους μας εὐλαβικῶς καί ἱκετευτικῶς; Ἡ ἀπόρριψη ἑνός Ἀγίου εἶναι πράξη στρεφομένη κατά τοῦ χαριτώσαντος αὐτόν Ἁγίου Πνεύματος καί αὐτή ἡ ἐνέργεια, ὅταν γίνεται ἐγνωσμένως, ἐπισύρει τίς ἐξαγγελόμενες εὐαγγελικῶς αἰώνιες συνέπειες…

Ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ «ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» κίνησε τήν γραφίδα ἑνός Ἁγίου Πατριάρχουν τῆς Ἁγίας Πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ Νεκταρίου, τόν 17ο αἰῶνα, ὥστε νά καταγράψει σέ λίγες γραμμές τά κριτήρια ἀναδείξεως τῶν Ἁγίων, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς: «Τρία θεωροῦνται μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος· ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται, ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικατάστασις καί, τέλος, ἡ παρά Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων. Τό πρῶτον ἐστι καί εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τό δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλά καί τό τρίτον ἀναγκαιότατον καὐτόν εἰς ἀπόδειξιν».26

Ὅλες τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, πλήν τοῦ μαρτυρίου, πληροῦσε ἡ ἁγιασμένη βιοτή τοῦ Ὀσίου τῆς Αἰγίνης Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος με τα χαριτόβρυτα λείψανά του (σημεῖα θεώσεως) κοσμεῖ τή Νῆσο καί τήν Ἐκκλησία καί παρηγορεῖ τους πιστούς, μαζί μέ τόν ἄλλον Ὅσιο Πατέρα τῆς Αἰγίνης ἐκ τῶν νεωτέρων, τόν μακάριο Γέροντα Ἱερώνυμο τόν ἐκ Καρβάλης(+1966), ὁ ὁποῖος τιμοῦσεὑπερβαλλόντως τόν πρό αὐτοῦ ἅγιο Νεκτάριο27. Ἑπομένως πέφτει στό κενό κάθε προσπάθεια ἀμαυρώσεως τῆς ἱερᾶς μνήμης καί τῆς πανιέρου προσωπικότητός του, καί ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, δηλαδή τήν καταφορά ἐναντίον τῶν ὑπό Θεοῦ ἀναδειχθέντων Ἁγίων, μιμεῖται τόν ἀναιδῆ Χάμ καί «καθ᾿ ἑαυτοῦ τό ὄνειδος περιτρέπει», δηλαδή τόν ἑαυτό του ἀτιμάζει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Φώτιος στήν περισπούδαστη ἐπιστολή, στήν ὁποία κατά τήν διαπραγμάτευση τοῦ ζητήματός μας ἀναφερθήκαμε ἀναλυτικῶς.28


___________________________________________

1 Βλ. Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας.
2 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, ΚΗ΄, MPG. 36, 533.
3 Τήν συγγραφή τῆς περιφήμου αὐτῆς ἐπιστολῆς τό ἔτος 880 μ.Χ, ἀμέσως μετά τήν μεγάλη Σύνοδο πού ἔχει ἀποκληθεῖ ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική, προκάλεσε ἐπιστολή τοῦ ἐπισκόπου Ἀκυηΐας Ἰωάννου πρός τόν Μ. Φώτιο. Ὁ ζηλωτής ἐπίσκοπος Ἰωάννης διαμαρτυρήθηκε στόν Μ. Φώτιο ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν ἀποθρασυνθεῖ καί στήν προσπάθειά τους νά στηρίξουν τήν πλάνη τους καί τήν ἄθεσμη προσθήκη («καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ») πού ἔκαναν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (τό γνωστόFiliogve), αἰτιῶνται κάποιους δικούς μας Πατέρες καί ἐπιφανεῖς θεολόγους, στῶν ὁποίων τά κείμενα ἐμπεριέχεται ἡ ἐν λόγῳ κακόδοξη διδασκαλία. Ἀναφέρουν μάλιστα, λέγει, ὀνομαστικά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, τόν Εἰρηναῖο ἐπίσκοπο Λουγδούνου, τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο κ.ἄ. Αὐτή, λοιπόν, ἡ αἰτία καί ἡ ἀφορμή ὁδήγησε τόν Μ. Φώτιο στή συγγραφή αὐτῆς τῆς περισπούδαστης πραγματείας, μέσα στήν ὁποία καταγράφεται καί δηλοποιεῖται τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.
4 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄ Πρός Ἰωάννην Ἀκυληΐας, Τόμος Χαρᾶς, Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, ἔκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 252.
5 Μ. Φωτίου, Ἐπιστολή ΚΔ΄, MPG. 102, 809 Β.
6 ὅπου π. 816, Β.
7 ὅπου π., Ἐπιστολή ΚΔ΄, Τ. Χαρᾶς, σελ. 252
8 ὅπου π. σελ. 251.
9 Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί θεολόγος Βικέντιος Δαμοδός (18ος αἰ.), ἐπισημαίνει μέν τίς θεολογικές ἀποκλίσεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὅπως, τό «Filiogve» καί τήν περί ἀπολύτου προορισμοῦ θεωρία («Praedestinatio»), ἀλλά διασαφηνίζει κατηγορηματικά ὅτιδέν ἦταν αἱρετικός ὁ Αὐγουστίνος, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἁπλῶς νόμισε ὅτι αὐτά πού ἔγραφε ἀποτελοῦσαν φρόνημά της. «Οὐ διά τοῦτο ἦν αἱρετικός ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ἐνόμισεν ὅτι τοῦτο ἐστι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ὁποίου οὐ γέγονε πρότερον ζήτημα καί φανερά ἀναίρεσις». Βλ. «Θεία καί Ἱερά Διδασκαλία» (Δογματική Θεολογία), πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 2001 (5), σελ. 57. Τό αὐτό ἰσχύει καί γιά τό ἄγιο Νεκτάριο πού δέν ἐπέμεινε στά λάθη του, συμπεριφερόμενος ἐριστικῶς πρός τήν Ἐκκλησία. Ἰσχύει ἐπίσης καί γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὁ ὁποῖος παρέλαβε «ἀπεριέργως» ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ὠριγένους τό περί ἀποκαταστάσεως φρόνημα καί τό διετύπωσε στά δικά του συγγράμματα, ὅπως ἐπίσης ἔγραψε καί περί προσωρινότητος τοῦ κακοῦ (Βλ. Βαρσανουφίου και Ἰωάννου Ἐρωταποκρίσεις, ΕΠΕ, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, 10 Γ΄, ἐρώτ. 604, σελ. 154 κ.ἑ καί ΕΠΕ, 1, 152, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου). Ἐντούτοις ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀποκαλεῖ «Πατέρα Πατέρων», παρασιωπώντας τίς συγγραφικές ἀστοχίες του, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν φιλονίκησε μέ τήν Ἐκκλησία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων δέν ἔχουν τήν λογική κάποιων σημερινῶν…
10 Οἱ ἐλαχιστότατες καταδίκες ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων μετά θάνατον, ὅπως αὐτή τοῦ Ὠριγένους (240 ἔτη μετά τήν κοίμησή του), ἤ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (428 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔθεσε τίς βάσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ (καί γι᾿ αὐτό προβλήθηκαν τά συγγράμματά του ἀπό τόν ἴδιο τόν Νεστόριο ὡς δόγμα πίστεως), ἔγιναν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά λόγους ποιμαντικούς. Τά κείμενα τῶν συγκεκριμένων προσώπων ἔγιναν αἰτία παρεκκλίσεως, παραπλανήσεως καί παραπτώσεως ἀνθρώπων ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ὅπου ὑπάρχει τέτοιος κίνδυνος ἀπωλείας ψυχῶν, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐπεμβαίνει ποιμαντικῶς γιά νά προστατέψει τούς πιστούς ἀπό τήν κακοδοξία. Σχετικά μέ αὐτή τή θέση, βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ΄, Ἀθήνα 2010, σελ. 337.
11 ὅπου π. Ἐπιστολή Μ. Φωτίου, Τόμος Χαρᾶς, σελ. 252.
12 Τόν πολυγραφώτατο ἐπίσκοπο Ἱππῶνος Αὐγουστίνο, παρά τίς θεολογικές ἀστοχίες του (λόγῳ ἀγνοίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί τῆς θεολογίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰδικώτερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων), τιμᾶ ὡς Ἅγιο ἡ Ὀρθόδοξη Έκκλησία μας, μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει «σοφόν καί Ἀποστολικόν ἄνδρα». Εἶναι δέ γνωστή στούς μελετητές ἡ ταύτιση τοῦ θεοφόρου Παλαμᾶ μέ τόν Αὐγουστίνο σέ μία ψυχολογικῆς φύσεως ἑμηνεία τοῦ τελευταίου γιά τή σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μάλιστα γιά τή θεώρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τῆς μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀγάπης («ἔρως ἀπόρρητος»), μέ παράλληλες φράσεις. (βλ. ἄρθρο Γ. Μαρτζέλου, Ἡ Θεολογική σχολή τῆς Θεσσαλονίκης καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος). Ὁ δέ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καταχωρίζει τόν Αὐγουστίνο στόν ἐκδοθέντα ἐν ἔτει 1819 Συναξαριστή του. Τόν ἀποκαλεῖ μάλιστα «ἅγιο», «θεῖο», «ἱερό» καί «μακάριο».
13 Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐκδ. Ρηγοπούλου,σελ. 233
14 ὅπου π. σελ. 291.
15 Ἡ ἀναφορά κάποιων - πρός κάλυψιν τῆς ἁγιομαχίας των - σέ συγκεκριμένο πεπαιδευμένο ἱεράρχη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγεται, δέν τιμοῦσε τόν ἅγιο Νεκτάριο, δέν πείθει τόν λογικῶς σκεπτόμενο καί ἔχοντα γνώση Ὀρθόδοξο Χριστιανό, οὔτε ἀποτελεῖ παράδειγμα πρός μίμησιν. Καί τοῦτο κατά πρῶτο λόγο διότι, ὅπως εἴπαμε καί πεπαιδευμένοι μέσα στην ἱστορία ἔσφαλαν, άκόμη καί Ἅγιοι. Γνωρίζουμε ὅλοι τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γιά πολλά ἔτη δέν ἀνεγνώριζε τήν ἁγιότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Κατά δεύτερο λόγο, ἡ παραπλάνηση πολλῶν σέ διάφορα ζητήματα τότε, ὀφείλετο στήν παραπληροφόρηση, λόγῳ ἐποχῆς, μέ ὅτι αὐτό σημαίνει, κυρίως τήν ὕπαρξη διαφόρων ρευμάτων καί τάσεων θεολογικῶν. Πολλές φορές δέν πταίουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά οἱ ἐποχές, ὅπως εἶχε παρατηρήσει εὐστόχως ὁ πολυγραφότατος, ἱστοριοδίφης καί Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου, Μανουήλ Γεδεών. Κυρίως ὅμως ἡ ἐλλιπής θεολογική ἐνημέρωση δημιουργεῖ τήν ἐλλιπῆ θεολογική συγκρότηση. Μή λησμονοῦμε ὅτι τήν δεκαετία τοῦ ΄70, οὔτε ἐκδόσεις ὅλων τῶν Πατερικῶν κειμένων ὑπῆρχαν, οὔτε ἡ Πατρολογία τοῦ Migne ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη στήν Ἑλλάδα, οὔτε ἡ εὐκολία προσεγγίσεως τῶν πηγῶν μποροῦσε νά ἐξασφαλιστεῖ στόν καλοπροαίρετο ἐρευνητή. Σήμερα ὅμως εἶναι ὅλα λυμένα Χάριτι Θεοῦ καί δέν δικαιολογοῦνται λάθη θεολογικά...
16 Βλ. ἱερομ, Θεοδωρήτου, Ἀποκαλυπτήρια μιᾶς ἁγιομάχου μοναχῆς, Ἀθῆναι 1976, ὅπου παρουσιάζονται ὅλες οἱ ἀλχημεῖες καί κακοποιήσεις τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου.
17 Ὁ ὅρος «ἁγιοποίηση» προϋποθέτει δικανική διαδικασία ἡ ὁποία λμβάνει χώρα μόνο στόν παπισμό ὅπου ὁ ποντίφηκας «ἁγιοιποιεῖ» ὅσους θέλει μέ μία διαδικασία τήν ὁποία θεωροῦμε περιτό νά ἀναφέρουμε. Ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν ὅρο «ἁγιοποίηση» υἱοθέτησαν ὁ Κ. Ράλλης («Περί τῆς τῶν ἁγίων ἀνακηρύξεως»), βλ. Ἐκατονταετηρίς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1938, σελ. 305 -316) καί ὁ Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, Μανουήλ Γεδεών, στό γνωστό ἔργο του «Ἁγιοποιήσεις», Θεσσαλονίκη 1984.
18 Εἰδικά οἱ Μάρτυρες ἀνεγνωρίζοντο ἀμέσως μετά τήν κοίμησή τους, ὅπως εἶναι γνωστό.
19 Βλ. Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 128.
20 ὅπου π. σελ. 129.
21 «Θεσπίζομεν συνοδικῶς, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν…ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης συναριθμῆται τοῖς ὁσίοις καί ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας». Ὀρθοδοξία, 30, (1955), 391.
22  «…Διό θεσπίζομεν… Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός συναριθμῆται τοῖς ἁγίοις». Ἐκκλησία, 38, 191, 255 -256. Συναφής ἐννοιολογικά εἶναι και διατύπωση «καταλέγεται», τήν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ Κύριλλος Λούκαρις (16221 -1638), γιά τόν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαληνίας, γιά τόν ὁποῖο ὅρισε: «ἐν ἀριθμῷ τῶν ὁσίων καί ἁγίων ἀνδρῶν καταλέγοιτο ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς». βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Διακήρυξη Ἀγιότητας Ἁγίου, Πρακτικά συνεδρίου Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ὁ Ἅγιος καί ὁ Μάρτυς στήν Ἐκκλησία, σελ. 173 -174.
23 Δ. Τσάμη, Ἁγιολογία, σελ. 136.
24  MPG. 151, 711 Β.
25 Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 360, MPG. 32, 1100 Β.
26  «Πρός τάς προσκομισθείσας θέσεις…», Ἰάσιον 1682, σελ. 209 ἑ., 209, ἑ. Βλ. Π. Πάσχου, Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ,ἐκδ. Ἁρμός (3), σελ. 128. Πρβλ. πρωτ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 54.
27 Στή γνωστές μονογραφίες τῶν, Πέτρου Μπότση καί Σωτηρίας Νούση περί τοῦ Γέροντος Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης ἀναφέρεται καί μία προφητεία πλήρως ἐπαληθευομένη, σχετικά μέ τούς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἱερώνυμος, ἕνα χρόνο πρό τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του, συζητώντας μέ συγκεκριμένο πνευματικό του παιδί, τήν Νίκη Τούντα ἐκ Λαρίσης, εἶπε τά ἑξῆς: «Πρόσεξε κόρη, μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀπό τόν θάνατό μου θά βγεῖ μιά μοναχή, ἡ ὁποῖα θά ἔχει πολλά χρήματα καί ἀφοῦ πλανηθεῖ, θά γράψει βιβλία ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί θά πλανήσει ἀρκετούς. Ἐσύ νά μήν τά πιστέψεις καί νά τιμᾶς τόν ἅγιο Νεκτάριο». Ἡ προφητεία πλήρως ἔχει πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ ὁ μέν Γέρων Ἱερώνυμος ἐκοιμήθη τό 1966, ἡ δέ μοναχή Μαγδαληνή, ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀναλήψεως Κοζάνης τό 1974 συνέγραψε τό πρῶτο της βιβλίο ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νεκταρίου…
28 Ἐπιστολή ΚΔ΄ Μ. Φωτίου: «ὁ τολμῶν ὑβρίζειν τόν ἔξω τούτων καθεστῶτα πασῶν τῶν περιστάσεων, οὐ κατ᾿ ἐκείνου μᾶλλον ἤ καθ᾿ ἑαυτοῦ περιτρέπει τόν ὄνειδον».


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Κάθε καλὸ νὰ τὸ ἀποδίδεις στὸν Κύριο καὶ κάθε κακὸ στὸν ἑαυτό σου (Ὃσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)





Ὅπως ὁ πλεονέκτης, κι' ἄν μαζέψει ἀναρίθμητα χρήματα, δὲν χορταίνει, ἀλλὰ μεγαλώνει ἡ ἐπιθυμία του γιὰ περισσότερα. Ἤ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ ἕνα ποτάμι μὲ γλυκύτατο νερὸ πρίν ξεδιψάσει νοιώθει μεγαλύτερη δίψα. Ἔτσι καὶ στὸν καθένα μας ἡ γεύση τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει κορεσμὸ ἤ τέλος. Ἀλλὰ ὅσο πλουτίζει κανεὶς μ' αὐτὸν τὸν πλοῦτο, τόσο νομίζει τὸν ἑαυτό του φτωχό.

Οἱ Χριστιανοὶ δὲν θεωροῦν πολύτιμη τὴ ζωή τους, ἀλλὰ νοιώθουν νὰ εἶναι ἕνα μηδενικὸ μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους δούλο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πολύ χαίρεται ὁ Θεὸς καὶ ἀναπαύεται μ' αὐτήν τὴν ψυχὴ γιὰ τὴν ταπείνωσή της. Ἄν λοιπὸν ἔχει κανεὶς κάποιο καλὸ ἤ καὶ εἶναι πνευματικὰ πλούσιος, νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι πνευματικὰ πλούσιος, νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι κάτι ἤ ἔχει κάτι. Γιατὶ ὁ Κύριος σιχαίνεται τὴν οἴηση. Καὶ αὐτὴ ἔχει διώξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Παράδεισο μὲ τὸ «θὰ εἶστε σὰν θεοὶ» τοῦ σατανᾶ.

 Σκέψου ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου Ἰησοῦς κένωσε τὸν ἑαυτό Του παίρνοντας δούλου μορφὴ καὶ σταυρώθηκε καὶ συγκαταριθμήθηκε μεταξύ τῶν κακούργων. Ἄν ἔτσι ἔγινε μὲ τὸ Θεό, ἐσὺ τὸ σκουλήκι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶσαι τελείως ἀκάθαρτος, πῶς ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἄν ἔχεις λοιπὸν κάτι καλό, ποὺ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ λές: "Αὐτὸ δὲν εἶναι δικὸ μου, ἀπὸ Ἄλλον τὸ πῆρα, καὶ ἄν Αὐτὸς θέλει, θὰ μοῦ τὸ πάρει πίσω". Ἔτσι κάθε καλὸ νὰ τὸ ἀποδίδεις στὸν Κύριο καὶ κάθε κακὸ στὸν ἑαυτό σου!

Ὁ Θησαυρός ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι τὸν ἔχουμε σὲ πήλινα σκεύη, εἶναι (νὰ πιστεύεις) ἡ ἁγιαστικὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, τὴν ὁποία ἀξιώθηκες νὰ λάβεις ἀπ' αὐτὴ ἀκόμη τὴ ζωή. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ βρῆκε καὶ κρατάει μέσα του τὸν ἐπουράνιο αὐτὸ θησαυρὸ τοῦ ἀγίου Πνεύματος, μπορεῖ νὰ ἐργάζεται κάθε ἀρετὴ καὶ κάθε ἐντολὴ χωρὶς κόπους καὶ κούραση. Γιατὶ μόνο μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ μπορέσουμε χωρὶς μόχθο καὶ ταλαιπωρία νὰ ἐργαζόμαστε τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν Θεϊκὸ πλοῦτο τοῦ Πνεύματος μέσα τους, ὅταν μιλᾶνε πνευματικὰ τὰ βγάζουν ἀπὸ τὸ θησαυρὸ ποὺ ἔχουν μέσα τους. Ὅσοι ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὸν τὸν Θεϊκὸ πλοῦτο μέσα τους προβάλλουν τὰ ξένα σὰν δικά τους κι' ἐμφανίζονται σὰν γονεῖς ξένων τέκνων. Γι' αὐτό, μὴ ἔχοντας δικό τους θησαυρό, δὲν μποροῦν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ὡφελοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους νὰ εὐφραίνουν μὲ τὴ διδασκαλία τους.


Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ "Η ΕΚ ΘΕΟΥ ΤΙΜΩΡΙΑ" (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας)

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: Τι σημαίνει



(απόσπασμα από την Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν)


Ερμηνεύοντας το Ησαΐας 1.8: «ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι καὶ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη·»

Ο Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει˙
Ελεεινή η κατάσταση. Πως δηλαδή δεν είναι άξια για θρήνους και κραυγές; Γιατί εκείνη που ήταν κόρη στο παρελθόν και είχε τιμηθεί με αυτή την ονομασία και ήταν κατά κάποιο τρόπο κάτω από την προστασία του φιλοστοργότατου Πατέρα, του Θεού, εκείνη που μεθούσε από την φροντίδα και την αγάπη του και ήταν στεφανωμένη από αυτόν με ατέλειωτες τιμές και δόξες και νικούσε εκείνους που την αντιμάχονταν και αποτελούνταν από το αμέτρητο πλήθος εκείνων που κατοικούσαν σ’ αυτήν, η παμμακάρια και περιβόητη Σιών, δηλαδή η Ιερουσαλήμ, λέγει ότι θα εγκαταλειφθεί, δηλαδή θα γίνει έρημη.

Και θα μείνει γυμνή κι από την δύναμη εκείνου που την έσωζε κι από τους κατοίκους της. Και θα εγκαταλειφτεί έτσι, σαν καλύβα στο αμπέλι και αποθήκη οπωρικών στο μποστάνι και σαν πόλη που πολιορκείται. Οι ορισμένοι δηλαδή φύλακες του αμπελώνα, όταν ακόμη τα τσαμπιά είναι αγουρίδες, παρέχουν πάρα πολύ μεγάλη ασφάλεια, και τρομοκρατώντας τους κλέφτες που θέλουν να τα κόψουν, και διώχνοντας τα διάφορα αγρίμια.

Είναι συνήθεια να το κάνουν αυτό και οι φύλακες των κτημάτων οπωρικών ή οι ιδιοκτήτες. Όταν όμως τρυγηθούν τα σταφύλια και πατηθούν και κουβαληθεί η σοδειά από τους οπωρώνες, σταματά στο εξής η υπηρεσία των φυλάκων, οι οποίοι, εγκαταλείποντας ακόμα και τις καλύβες τους, αφήνουν ελεύθερη την είσοδο σε όσους θέλουν να περιεργασθούν ότι έχει απομείνει.

Κάτι τέτοιο έγινε, μας διδάσκει ο προφητικός λόγος, και με την ταλαίπωρη Σιών. Όσο ακόμα δηλαδή είχε τους καρπούς της δικαιοσύνης ο Θεός την έκρινε άξια της ασφάλειας, της φύλαξης και κάθε φροντίδας του. Γιατί είπε «θα γίνω τείχος πύρινο, λέγει ο Κύριος γύρω από αυτήν και δόξα της με την παρουσία μου ανάμεσά της» (Ζαχ. 2.9). Ψάλει βέβαια και ο μακάριος Δαβίδ˙ «Να, δεν θα νυστάξει ούτε θα κοιμηθεί αυτός που φυλάσσει τον Ισραήλ» (Ψαλμ. 120.30).

Επειδή όμως, μολονότι ο Ισραήλ ήταν αμπελώνας του Κυρίου Σβαώθ και αξιώθηκε να του γίνει ανάχωμα και φραγμός, όμως έβγαλε αγκάθια, γι’ αυτό τον παρέδωσε ο Θεός σε εκείνους που συνηθίζουν να βλάπτουν˙ γιατί λέγει˙ «θα χαλάσω τον φράκτη και θα αφεθεί σε διαρπαγή˙ θα γκρεμίσω επίσης τον τοίχο του και θα καταπατηθεί, και θα εγκαταλείψω τον αμπελώνα μου ώστε να κλαδευθεί και να σκαφθεί» (Ησ. 5.5-6). Γι’ αυτό και τον κατέστρεψε κάπρος από το δάσος και όνος άγριος τον κατέφαγε. Ότι άφησε ο Θεός τον αμπελώνα του και τον εγκατέλειψε, το διδάσκει ο Σωτήρας λέγοντας˙ «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, συ που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς τους απεσταλμένους σε σένα, πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου, όπως η όρνιθα μαζεύει τα μικρά της κάτω από τα φτερά της, και δεν θελήσατε. Να αφήνετε πια το σπίτι σας έρημο» (Ματθ. 23.37-8).

Το προανήγγειλε αυτό και με την φωνή του προφήτη λέγοντας˙ «Εγκατέλειψα το σπίτι μου, άφησα την κληρονομία μου. Παρέδωκα την αγαπημένη ψυχή μου στα χέρια των εχθρών της. Έγινε για μένα η κληρονομιά μου σαν το λιοντάρι στο δάσος, έβγαλε φωνή εναντίον μου˙ γι’ αυτό και την μίσησα» (Ιερ. 12.7-8)

Αναφέρει κάπου ο Ιώσηπος, ο οποίος διεκτραγώδησε τα παθήματα των Ιουδαίων, όοτι όταν επρόκειτο να γίνει άλωση της Ιερουσαλήμ, άκουγαν οι ιερείς μέσα στον ναό μια φωνή σαν να φώναζαν άγγελοι˙ Φεύγομε από εδώ.

Ότι βέβαια όταν πολιορκούσαν την πόλη, όλοι όσοι ήταν μέσα ζητούσαν κάποιο τρόπο να φύγουν, πως μπορούμε ν’ αμφιβάλουμε; Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε για τα παθήματα της χώρας των Ιουδαίων. Πραγματικά ήταν πολυπόθητο για τους πολιορκούμενους να μπορέσουν να σώσουν και μόνο την ζωή τους, ενώ για την περιουσία τους ή και την ίδια την πόλη δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον.

Πρέπει όμως να γνωρίζουμε, ότι πολλές φορές συμβαίνει και η ίδια η ζωή του ανθρώπου να εγκαταλείπεται από τον Θεό., αν δεν θέλει να εκτελέσει ορθά τις εντολές του, και κλίνοντας τον αυχένα στα δεσποτικά προστάγματα, να αποδώσει τους καρπούς της ευσεβείας σ’ αυτόν. Αν και χρημάτισε υιός ή θυγατέρα του Θεού, αν και έγινε Σιών, που σημαίνει παρατηρητήριο, δηλαδή που έχει υψηλή διάνοια και καθαρώτατο νου, που μπορεί να βλέπει τα μυστήρια, έπειτα πράττοντας όσα δεν έπρεπε, φαίνεται να παροργίζει τον άγιο  του Ισραήλ˙ γι’ αυτό θα εγκαταλειφθεί από αυτόν και σαν αφρούρητο αμπέλι θα παραδοθεί στον Σατανά και με τα πάθη της σάρκας θ’ αναδειχθεί έρημος από κάθε αρετή και γυμνός από τις τιμές της αγαθής διαβίωσης και γεμάτος από κάθε κακό.

(Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Έργα, ΕΠΕ τ. 16 σσ. 35-41).

Πηγή: www.impantokratoros.gr

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνε­ται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πά­ρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, πε­ριπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν απο­τυχία είναι επιτυχία.

Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χά­νουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπο­ρεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι' αυτό ας Του δίνου­με την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κο­ντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ' αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Με δυο λόγια, η αποτελεσματικότητα της προσευ­χής μας εξαρτάται:

πρώτον, από το αν είμαστε άξιοι να λάβουμε ό,τι ζητάμε· δεύτερον, από το αν προσευ­χόμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού· τρίτον, από το αν προσευχόμαστε αδιάλειπτα· τέταρτον, από το αν για όλα καταφεύγουμε στο Θεό·πέμπτον, από το αν ζητάμε εκείνα που είναι ωφέλιμα σ’ εμάς.

Και δίκαιοι ακόμα να παρακαλέσουν τον Κύριο, δεν θα εισακουστούν, αν δεν πρέπει. Ποιός ήταν δι­καιότερος από τον Παύλο; Και όμως, επειδή ζήτησε κάτι που δεν θα τον ωφελούσε, δεν εισακούστηκε. «Τρεις φορές παρακάλεσα γι' αυτό τον Κύριο», γρά­φει ο ίδιος, «και η απάντησή Του ήταν: "Σου αρκεί η χάρη μου"» (Β' Κορ. 12:8-9). Αλλά και ο Μωυσής δεν ήταν δίκαιος; Ε, ούτε κι εκείνος εισακούστηκε. «Φτά­νει πια!», του είπε ο Θεός (Δευτ. 3:26), όταν ζητούσε να μπει στη γη της επαγγελίας.

Πέρα απ' αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αχρηστεύει την προσευχή μας, και αυτό είναι η αμετανοησία. Προσευχόμαστε, ενώ επιμένουμε στην αμαρτία. Ετσι έκαναν οι Ιουδαίοι, γι' αυτό ο Θεός είπε στον προφήτη Ιερεμία: «Μην προσεύχεσαι για το λαό αυτό! Δεν βλέπεις τι κάνουν;» (Ιερ. 7:16-17). Δεν απομακρύνθηκαν, λέει, από την ασέβεια. Κι εσύ με παρακαλάς γι' αυτούς; Δεν σ' ακούω!

Όταν, πάλι, ζητάμε κάτι κακό εναντίον των έχθρων μας, όχι μόνο δεν το πραγματοποιεί ο Θεός, αλλά και παροργίζεται. Γιατί η προσευχή είναι φάρ­μακο. Κι αν δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να χρησιμο­ποιήσουμε ένα φάρμακο, δεν θα ωφεληθούμε ποτέ από τη δύναμή του.
Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύ­ριε!» (Ματθ. 15:22). Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέ­τυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας.

Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κο­λακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μι­λήσουν δεν καταδέχονται. Πρέπει πρώτα να πλησιά­σουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέ­τες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά- και να τους καλο­πιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέ­ρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακα­νονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.

Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφε­ται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του.

Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισα­κουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι. Όταν πικράνεις έναν άνθρω­πο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέ­ρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.
Ας τ' ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγγωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: "Παρακάλε­σε το Θεό!". Και μου απαντούν: "Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τί­ποτα". Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λά­βεις, να ευχαριστείς.
Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρί­ζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ' αυτιά τους δεν ακούνε. Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευ­χή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός; "Γονάτισα", λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προ­σευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτή­ματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβο­λος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τό­τε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας. Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε· πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περ­νούν από το νου μας. Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπί­τι μας ή οπουδήποτε αλλού.

Κάθε φορά, λοιπόν, που, καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρ­νουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προ­σευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευ­χή από την αρχή. Κι αν παθαίνουμε πάλι και πάλι το ίδιο, ας την επαναλαμβάνουμε και για τρίτη και για τέταρτη φορά. Ας μη σταματάμε, πριν πούμε ολό­κληρη την προσευχή, από την αρχή ως το τέλος, με άγρυπνη διάνοια και αδιατάρακτο λογισμό. Και όταν ο διάβολος αντιληφθεί ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα, θα σταματήσει πια κι αυτός να μας πολεμάει.

Όταν παρουσιαζόμαστε για οποιοδήποτε ζήτημά μας σ' έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτι­κοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ούτ’ εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλου­με να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί; Αν η γλώσ­σα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με με­γαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρι­σκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό κα­λό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ' έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλή­θεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;

Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι' άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλα­βερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισ­σότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισ­σότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ' όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.

Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημα­σία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.

Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι με­γάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν' αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άν­θρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερ' από μία τέτοια προσευ­χή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, απο­κτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ' ανθρώπινα πάθη.

Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολε­ρότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προ­σευχής, κάνοντάς το ν' ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προ­σευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυ­γκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;

Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τό­τε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά. Η αντα­πόκριση του Κυρίου στην προσευχή δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλ' από τη νήψη του νου και της καρδιάς. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς απ’ όσα λέει η Γραφή για τη στείρα Αννα, τη μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», έταξε η Αννα, «αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη της δούλης σου και με θυμηθείς και μου δώσεις παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ' εσένα για όλη του τη ζωή» (Α' Βασ. 1:11). Είναι πολλά τα λόγια αυτά; Όχι. Και όμως, επειδή με νήψη και προσοχή έκανε αυτή τη μικρή προσευχή, κατόρθωσε όσα ηθέλησε: Και την ανάπηρη φύση της διόρθωσε και την κλεισμένη μήτρα της άνοι­ξε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυ­τρώθηκε και από την άγονη γη θέρισε σιτάρι πλούσιο.

Όποιος προσεύχεται, λοιπόν, ας μη λέει περίσσια λόγια. Και ο Χριστός και ο Παύλος, άλλωστε, μας σύ­στησαν να προσευχόμαστε συχνά, αλλά με συντομία και μικρά διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας την προ­σευχή, είναι δυνατό να χάσεις την προσοχή. Κι έτσι δί­νεις την ευκαιρία στο διάβολο να σε πλησιάσει και να σου υποβάλει τους δικούς του λογισμούς. Αν, όμως, οι προσευχές σου είναι σύντομες και συχνές, τότε θα μπορείς εύκολα να τις κάνεις με προσοχή και νήψη, καλύπτοντας μ' αυτές όλο τον διαθέσιμο χρόνο σου.
Θέλεις κι εσύ να μάθεις άγρυπνη προσευχή και προσοχή του νου και διαρκή παραμονή κοντά στο Θεό; Πήγαινε στην Αννα και μάθε τι έκανε εκείνη. Σηκώθηκαν, λέει, όλοι από το τραπέζι (Α' Βασ. 1:9). Ωστόσο, η Αννα δεν πήγε ούτε να κοιμηθεί ούτε ν' αναπαυθεί. Έτρεξε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να προσευχηθεί. Απ' αυτό συμπεραίνω πως, ακόμα κι όταν έτρωγε, δεν παραφόρτωνε το στομάχι της. Δια­φορετικά, δεν θα μπορούσε να προσευχηθεί, και μά­λιστα με τόσα δάκρυα. Αν εμείς, όταν είμαστε νηστι­κοί, με δυσκολία κατορθώνουμε να προσευχηθούμε, ενώ ύστερ' από τα συμπόσια ποτέ δεν προσευχόμα­στε, πολύ περισσότερο εκείνη, μια γυναίκα, δεν θα προσευχόταν μ' αυτόν τον τρόπο μετά το συμπόσιο, αν είχε καλοφάει.

Ας ντραπούμε εμείς, οι άνδρες, που παρακαλάμε για τη βασιλεία των ουρανών και συνάμα χασμουριό­μαστε, ας ντραπούμε, λέω, εκείνη τη γυναίκα, που παρακαλούσε κι έκλαιγε. Δες την ευλάβειά της κι από τούτο: «Μιλούσε από την καρδιά της· τα χείλη της μό­λις που κινιόνταν και η φωνή της δεν ακουγόταν κα­θόλου» (Α' Βασ. 1:13). Έτσι παρουσιάζεται μπροστά στο Θεό όποιος θέλει να κατορθώσει κάτι: όχι με κι­νήσεις και φωνές, ούτε όμως και βαριεστημένος ή νυ­σταγμένος και αποχαυνωμένος.

Μήπως, όμως, δεν μπορούσε ο Θεός να δώσει παι­δί στην Αννα και δίχως προσευχή; Μήπως δεν γνώ­ριζε την επιθυμία της και πριν Του το ζητήσει; Ναι, αλλ' άν της έδινε το παιδί πριν το ζητήσει με την προ­σευχή, δεν θα φαινόταν η προθυμία της, δεν θα φανε­ρωνόταν η αρετή της, δεν θα έπαιρνε τόση αμοιβή.

Ας δούμε τώρα και τη φιλοσοφία της γυναίκας. Ακου τι είπε στον αρχιερέα Ηλί, που την πέρασε για μεθυσμένη: «Όχι, κύριέ μου, δεν είμαι μεθυσμένη. Μια γυναίκα καταπικραμένη είμαι, που ξεχύνω τον πόνο της ψυχής μου μπροστά στον Κύριο. Μη θεω­ρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχή­θηκα ως τώρα, ήταν από τον πολύ μου πόνο» (Α' Βασ. 1:15-16). Αυτό είναι γνώρισμα πραγματικά συντριμ­μένης καρδιάς: Το να μην οργίζεται και να μην αγα­νακτεί εναντίον εκείνων που την αδικούν ή την προ­σβάλλουν, αλλά με πραότητα και σεμνότητα ν' απο­λογείται. Αλήθεια, τίποτα δεν κάνει την ψυχή τόσο φιλόσοφη, όσο η θλίψη.

Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι η Αννα κι έτρε­ξε να προσευχηθεί. Ας τ' ακούσουν όσοι από μας ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό προσεύχονται. Ας τ' ακού­σουν και ας παραδειγματιστούν. Όλοι μας, τόσο πριν όσο και μετά τα γεύματα, οφείλουμε να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε το Θεό. Όποιος είναι προετοι­μασμένος γι' αυτό, ούτε θα παραφάει ούτε θα μεθύσει ποτέ. Έχοντας ως χαλινάρι του λογισμού του την ανα­μονή της προσευχής, θα γευθεί απ’ όλα με μέτρο και θα έχει πολλή ευλογία και στο σώμα και στην ψυχή. Με προσευχή, κοντολογίς, ας αρχίζει και ας τελειώνει κάθε γεύμα μας.

Παράλληλα, ας μην παραλείπουμε να συμμετέχου­με στο πασχάλιο δείπνο τηςευχαριστιακής συνάξεως, που γίνεται τακτικά στο ναό, αλλά και σε κάθε εκκλη­σιαστική ακολουθία, αν είναι δυνατόν. "Μα έχω τόσες φροντίδες και ασχολίες!", θα μου πεις. Γι' αυτό ακρι­βώς έλα στο ναό, για να ελκύσεις με την εδώ παρουσία σου την εύνοια του Θεού, κι έτσι να φύγεις ασφαλισμένος· για να Τον έχεις βοηθό στις υποθέσεις σου, κι έτσι να γίνεις ακατανίκητος από τους δαίμονες και τους μοχθηρούς ανθρώπους. Γιατί, συμμετέχοντας στη θεία λειτουργία και στην κοινή λατρεία, θα ενισχυ­θείς από τον παντοδύναμο Θεό, θα πάρεις τα δικά Του όπλα, κι έτσι ούτε ο διάβολος ούτε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να σε βλάψουν.
Και μη μου πεις, ότι, καθώς είσαι συνέχεια απα­σχολημένος με τα προβλήματα της ζωής, δεν μπορείς να τρέχεις κάθε τόσο στην εκκλησία ούτε να προσεύ­χεσαι όλη μέρα. Στην εκκλησία, έστω, δεν μπορείς να πηγαίνεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, όμως, μπορείς να στήσεις το θυσιαστήριό σου. Ούτε ο τόπος ούτε η ώρα σε εμποδίζουν. Κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κλά­ψεις, κι αν δεν υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, η προσευχή σου θα είναι τέλεια, εφόσον θα έχεις διά­νοια θερμή. Εσύ που βαδίζεις στο δρόμο, εσύ που βρίσκεσαι στην αγορά, εσύ που ταξιδεύεις στη θά­λασσα, εσύ που κάθεσαι στο εργαστήριό σου, εσύ που μαγειρεύεις στο σπίτι σου, εσύ που καλλιεργείς το χω­ράφι σου κι εσύ που σε κάποιαν άλλη εργασία κατα­γίνεσαι, όταν δεν μπορείτε να έρθετε στην εκκλησία, κάντε, εκεί που είστε, προσευχή εκτενή και προσεκτι­κή. Ο Θεός δεν νοιάζεται για τον τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιάς και αγνότητα ψυχής. Να, και ο απόστολος Παύλος προσευχήθηκε όχι σε ναό όρθιος ή γονατιστός, αλλά μέσα σε φυλακή πεσμένος ανάσκελα, καθώς τα πόδια του ήταν σφιγμένα στην ξυλοπέδη. Επειδή, όμως, προσευχήθηκε με θέρμη, αν και πε­σμένος, και τη φυλακή έσεισε και τα θεμέλια σάλεψε και το δεσμοφύλακα τράβηξε στην αληθινή πίστη μα­ζί με όλη την οικογένειά του (Πράξ. 16:25-35).

Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θερα­πεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του. Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να με­ταβάλει τη θεϊκή απόφαση (Δ' Βασ. 20:1-6). Ο λη­στής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λό­για κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών (Λουκ. 23:42-43). Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη (Ιερ. 45:6) και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία (Δαν. 6:16) και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους (Ιων. 2:1-2), όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.

"Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;", θα με ρωτή­σεις. Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυ­γατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο» (Ματθ. 15:22). "Ελέησέ με, Κύριε!", θα παρακαλάς κι εσύ. "Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο". Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. "Ελέησέ με!". Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρω­πίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώνα­ζε μυστικά: "Ελέησέ με!". Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακού­ει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού. Εσύ ο ίδιος είσαι να­ός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;

Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέ­ση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη· τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;» (Έξ. 14:15). Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρα­σμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι' αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ' ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχε­σαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: "Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!"» (Ησ. 58:9). Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ' ακούει πάντα και παντού.

Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία. Θέ­λεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέ­τρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι' αυτόν» (Πράξ. 12:5). Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τί, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;

Και όσο για τους κατηχουμένους, βέβαια, δεν επι­τρέπεται να προσεύχονται μαζί με τους πιστούς στο ναό, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μεγάλη παρ­ρησία. Όσο για μας, όμως, μας έχει δοθεί η παραγ­γελία να προσευχόμαστε για την οικουμένη και για την Εκκλησία, που έχει απλωθεί ως τα πέρατα της γης. Συνειδητοποιείτε πόσο υψηλό και τιμητικό για τη μικρότητά μας είναι το να προσερχόμαστε εδώ και να παρακαλάμε το Θεό για τόσο λαό; Το να παρακα­λάει ένας για τους πολλούς, είναι πολύ τολμηρό και χρειάζεται μεγάλη παρρησία. Γιατί, αν εγώ ο ίδιος δεν τολμώ να παρακαλέσω για τον εαυτό μου, πολύ περισσότερο για τους άλλους· αυτό μόνο οι δίκαιοι μπορούν να το κάνουν, όχι ένας αμαρτωλός σαν κι εμένα. Όταν, όμως, συγκεντρωμένοι όλοι μαζί κά­νουν δέηση για έναν, το πράγμα δεν φαίνεται άπρεπο.

Είναι, βέβαια, δυνατόν, όπως είπα πριν, να προ­σευχόμαστε και στο σπίτι μας και σε κάθε τόπο, όχι πάντως όπως προσευχόμαστε στην εκκλησία, όπου κοινή ικεσία κλήρου και λαού απευθύνεται στο Θεό. Δεν εισακούεσαι τόσο από τον Κύριο, όταν Τον πα­ρακαλάς μόνος, όσο όταν βρίσκεσαι μαζί με τους αδελ­φούς σου. Γιατί στην κοινή προσευχή υπάρχουν πε­ρισσότερα: η ομόνοια και ο δεσμός της αγάπης και οι ευχές των ιερέων. Οι ιερείς γι' αυτό ακριβώς βρίσκο­νται εδώ, για να ενισχύσουν με τις ισχυρές ευχές τους τις αδύναμες προσευχές του λαού, βοηθώντας τες ν' ανέβουν στον ουρανό. Να, λοιπόν, πως κατόρθωσε να βγάλει από τη φυλακή τον απόστολο Πέτρο η προσευχή της Εκκλησίας. Η απόσταση ενός τόπου, βλέ­πεις, δεν εμποδίζει την ενέργεια της προσευχής, όπως άλλωστε δεν μειώνει και τη δύναμη της αγάπης. Όσο η βαθειά αγάπη συνδέει ακατάλυτα, άλλο τόσο και η ζωντανή προσευχή ωφελεί υπερβολικά ανθρώπους που βρίσκονται μακριά.

Ο Μωυσής δεν βρισκόταν σωματικά στο πεδίο της μάχης, όταν οι Ισραηλίτες πολεμούσαν με τους Αμαληκίτες, ωστόσο συνέβαλε στη νίκη πολύ περισσότερο από τους πολεμιστές, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλώντας το Θεό για το έθνος του (Έξ. 17:8-16). Έτσι έσωσε έναν ολόκληρο λαό. Υπάρ­χει κατόρθωμα μεγαλύτερο απ’ αυτό, από την ωφέ­λεια δηλαδή των συνανθρώπων και αδελφών μας; Όχι. Κι αν νηστεύεις κι αν κοιμάσαι καταγής κι αν κλαις σ' όλη σου τη ζωή, τίποτε το μεγάλο δεν κατορ­θώνεις, εφόσον δεν ωφελείς κανέναν άλλο. Να, κι από τον Μωυσή έγιναν πολλά θαύματα και σημεία. Κανέ­να απ’ αυτά, όμως, δεν τον έκανε τόσο μεγάλο, όσο η ικετευτική κραυγή του προς τον Κύριο για τη συγχώ­ρηση των Ισραηλιτών, που είχαν πέσει στο βαρύ αμάρτημα της ειδωλολατρίας: «Αν θέλεις, συγχώρη­σε την αμαρτία τους· αν πάλι όχι, τότε εξαφάνισε κι έμενα!» (Έξ. 32:32).

Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν, για μια του αμαρτία, ο Θεός παραχώρησε να πέσει θανατικό στους Ισραηλί­τες, έδειξε την ίδια διαγωγή. «Εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε», είπε. «Εγώ, ο ποιμένας, έκανα το κακό. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου» (Β' Βασ. 24:17).

Του αποστόλου Παύλου η φιλαδελφία, όμως, ήταν  η πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή: Ευχόταν ακόμα και να χωριστεί από το Χριστό, αν έτσι θα πήγαιναν κο­ντά σ' Εκείνον οι ομοεθνείς αδελφοί του (Ρωμ. 9:3). Ο Μωυσής ζητούσε να εξαφανιστεί κι αυτός μαζί με τους άλλους· ο Παύλος δεν ζητούσε να χαθεί μαζί τους, αλλά, για τη σωτηρία τους, να χάσει μόνο αυτός την ασύλληπτη δόξα του παραδείσου!

Οι προσευχές τέτοιων αγίων, βέβαια, φέρνουν αγα­θά αποτελέσματα, όταν κι εμείς οι ίδιοι βοηθάμε. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ούτε κι εκείνων η βοήθεια ωφελεί. Σε τί ωφέλησε, λ.χ., η προσευχή του Ιερεμία τους Ιουδαίους; Τρεις φορές παρακάλεσε ο προφήτης το Θεό και τρεις φορές άκουσε: «Μην προσεύχε­σαι πια για το λαό αυτό και μη μου ζητάς να τους ελε­ήσω, γιατί δεν θα σε ακούσω!» (Τερ. 7:16). Σε τί ωφέ­λησε τον Σαούλ ο Σαμουήλ, που προσευχόταν και πεν­θούσε γι' αυτόν ως την τελευταία μέρα, και σε τί ωφέ­λησε τους Ισραηλίτες; «Ποτέ δεν θα κάνω το αμάρ­τημα να διακόψω την προσευχή μου για τη σωτηρία σας», τους είπε (Α' Βασ. 12:23). Και όμως, όλοι χάθηκαν. Γιατί; Το εξηγεί ο Θεός με το στόμα του προφή­τη Ιερεμία: «Αν ακόμα και ο Μωυσής και ο Σαμου­ήλ σταθούν μπροστά μου και προσευχηθούν γι' αυτούς, δεν θα τους λυπηθώ, γιατί έχει αυξηθεί υπερβολικά η κακία τους» (πρβλ. Ιερ. 15:1).

Ώστε, λοιπόν, σε τίποτα δεν ωφελούν οι προσευχές; Ωφελούν και πολύ μάλιστα, αλλά, όπως είπα, όταν κι εμείς βοηθάμε, θυμηθείτε τον εκατόνταρχο Κορνή­λιο, που αξιώθηκε να γνωρίσει την αληθινή πίστη, επειδή «έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν αδιάλειπτα στο Θεό» (Πράξ. 10:2). Θυμηθείτε και τη δίκαιη Ταβιθά, που «έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες» (Πράξ. 9:36) και, όταν πέθανε, αναστή­θηκε με την προσευχή του αποστόλου Πέτρου. Αλλά και στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ από τους Ασσυρίους. Γιατί; Επειδή ο Εζεκίας ήταν δίκαιος και προσευχήθηκε θερμά για την πόλη και το λαό του. «Εγώ θα υπερασπίσω τούτη την πόλη», είπε ο Κύριος στον καλό βασιλιά (Δ' Βασ. 19:34). Κι έτσι ακριβώς έκανε.

Όλα αυτά τα παραδείγματα, και πολλά άλλα πα­ρόμοια, που βρίσκουμε μέσα στις Γραφές, τί μας δεί­χνουν; Ότι οι προσευχές των αγίων για μας, αλλά και οι δικές μας προσευχές, εισακούονται από το Θεό, όταν είμαστε δίκαιοι, ενάρετοι, ελεήμονες, φιλάνθρω­ποι. Όταν, απεναντίας, και με τα χέρια και με τα πό­δια και με τη γλώσσα και με το νου και με την καρδιά διαπράττουμε την αμαρτία, παραβαίνοντας τον θείο νόμο, πώς τολμάμε ν' απευθυνόμαστε στον Κύριο, ζη­τώντας Του βοήθεια ή ευεργεσία; Και πώς τολμάμε να ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων;

Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Αλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πρά­ξεις, γι' αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώ­νουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ' απομακρύνει από την αμαρτία. Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν' αρπά­ξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ' αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής. Γι' αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντρο­πιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή. Αν δεν προ­σεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο· το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού.

Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας; Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας! Αναπολό­γητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επι­θυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας. Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας. Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάν­θρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκεί­νου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία. Ασύνε­τα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.

Τί κάνεις, άνθρωπε μου; Ζητάς από το Θεό να σε σπλαχνιστεί, κι εσύ καταριέσαι τον άλλο; Μη γελιέσαι. Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις.
Και όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς, αλλά παρακαλάς και το Θεό να μη συγχωρήσει! Αν, όμως, δεν συγχω­ρείται εκείνος που δεν συγχωρεί, πώς θα συγχωρηθεί εκείνος, που και τον Κύριο παρακαλάει να μη συγ­χωρήσει; Αν είναι κακό να έχεις εχθρούς, σκέψου πό­σο χειρότερο είναι να τους κατηγορείς και να τους καταριέσαι. Εσύ πρέπει να δώσεις λόγο για το ότι έχεις εχθρούς, και κατηγορείς εκείνους; Πώς θα σου δώσει άφεση ο Θεός, όταν Του ζητάς να βλάψει άλλους, την ώρα που Τον παρακαλάς για τα δικά σου αμαρτήματα κι έχεις ανάγκη από μεγάλο έλεος; Όταν μάλιστα, προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, γυρίζεις τη ματιά σου δεξιά κι αριστερά, χασμουριέσαι και φέρ­νεις στο νου σου χίλιους δυο λογισμούς. Όταν, όμως, προσεύχεσαι εναντίον των εχθρών σου, το κάνεις με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ο διάβολος πως, όταν ζητάμε το κακό των άλλων, στρέφουμε το ξίφος εναντίον μας, γι' αυτό τότε δεν διασπά την προσοχή μας και δεν τραβάει το νου μας εδώ κι εκεί.

Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, "Τιμώρησε τον εχθρό μου", έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό. Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πώς μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέ­τυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δι­κές σου αμαρτίες.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακά­θαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Ανθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δό­θηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου. Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντο­λή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διά­βολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλο­γίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου;
"Μα αδικήθηκα", λες, "και είμαι πικραμένος". Τό­τε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ. Ο συ­νάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι' αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του.

Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύ­χουμε τη βασιλεία των ουρανών.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΔΙΔΑΧΕΣ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΣ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ



''Λέγουν χαρακτηριστικώς,ότι ένεργούν έτσι,διότι έπθυμοΰν νά εύρισκωνται έντός ‘Εκκλησίας,άφοΰ,όπως ισχυρίζονται,μόλις διακόψουν κοινωνίαν μέ τούς αιρετικούς προϊσταμένους των ή τούς κοινωνούντας μέ αύτούς,θά εΰρεθοΰν αμέσως έκτός Εκκλησίας.Όποια διαστροφή τής όρθοδόξου διδασκαλίας!Ένώ οί Iεροί Κανόνες καί ό σύνολος χορός τών όμολογητών Πατέρων χαρακτηρίζουν,ώς σωτηριώδη άντίδρασιν καί προστασίαν τής ‘Εκκλησίας τήν διακοπήν κοινωνίας μέ τούς αιρετικά κηρύσσοντας,αύτοί ισχυρίζονται τα ακριβώς άντίθετα!Έτσι όχι μόνον συμμαχούν πρός τήν αΐρεσιν καί τήν ένισχύουν διατηροΰντες τό ποίμνιόν τους άνύποπτο στό πλευρό τών κακοδόξων,άλλά καί υβρίζουν όλους τούς όμολογητάς πατέρας τού παρελθόντος,χαρακτηρίζοντας αύτούς,ώς έκτός ‘Εκκλησίας άγωνισθέντας,άφοΰ,ώς γνωστόν,έπραξαν τά ακριβώς αντίθετα ,πό ό,τι πράττουν αύτοί σήμερα.''

Αποτελεί αυταπόδεικτη άλήθεια γιά τόν πολιτικό χώρο,ότι κανείς δικτάτορας δέν θά μπορούσε νά σταθή χωρίς συνεργάτες.Τό ίδιο ακριβώς συμβαίνει καί στον εκκλησιαστικό χώρο.Κανείς αιρετικός δέν θά μπορούσε νά ευδοκίμηση, αν δέν είχε αύτούς πού θά επικροτούσαν, ή τουλάχιστον θά άνέχονταν σιωπηρός τήν αΐρεσίν του, θά κοινωνοΰσαν μαζί του καί θά τόν ακολουθούσαν.Καί γιά νά γίνουμε πιό συγκεκριμένοι. Άπό θεολόγους καί κληρικούς όλων τών μετώπων έχει χαρακτηρισθή ό Οικουμενισμός,ώς παναίρεσις.Ενώ ξεκίνησε δειλά μέ τό σύνθημα τής άγάπης, κατέληξε σήμερα νά διακηρύσση «γυμνή τή κεφαλή» ότι ή "Ορθοδοξία δέν είναι ή 'Εκκλησία, άλλα μαζι μέ τις λοιπές αιρέσεις, παπισμού καί προτεσταντισμού, συναποτελούν τήν ‘Εκκλησίαν!Καί τό κατόρθωσαν αύτό οι οίκουμενισταί πατριάρχαι,διότι είχαν βοηθούς καί συναντιλήπτορας στην άνίερη προσπάθεια τους εκατοντάδας επισκόπων και χιλιάδας ιερέων καί μοναχών, πού είτε έπικροτοΰσαν, είτε σιωπούσαν διά τήν προδοσία!


Έτσι ή αίρεσις τού Οίκουμενισμοΰ έχει δύο χαρακτηριστικά,πού δέν είχαν οί παλαιές αιρέσεις πρώτον, τήν καθολικήν κατά τής ‘Ορθοδόξου Εκκλησίας έπίθεσιν καί όχι μόνον έναντιον ένός δόγματος καί δεύτερον, τήν καθολικήν σχεδόν άποδοχήν τής αίρεσεως άπό τούς κορυφαίους κληρικούς καί θεολόγους τής Ορθοδοξίας, μέ έλαχίστας εξαιρέσεις στό χώρο τών ίερέων καί μοναχών.Σημειωτέον,ότι οί έξαιρέσεις αύτές αναφέρονται μόνο στό θεωρητικό πεδίον, δηλαδή στά λόγια καί τήν πέννα. χωρίς ούδεμίαν πρακτικήν έκφρασιν άντιστάσεως, όπως είναι ή διακοπή κοινωνίας μέ τήν αΐρεσιν κ.λ.π.Τό θλιβερώτερον,όμως έν προκειμένω είναι ή δικαιολογία πού προβάλλουν αύτοί οϊ ρασοφόροι παντός βαθμού προκειμένου νά υποστηρίξουν τήν θέσιν τους.Λέγουν χαρακτηριστικός,ότι ένεργούν έτσι,διότι έπθυμοΰν νά εύρισκωνται έντός ‘Εκκλησίας,άφοΰ,όπως ισχυρίζονται,μόλις διακόψουν κοινωνίαν μέ τούς αιρετικούς προϊσταμένους των ή τούς κοινωνούντας μέ αύτούς,θά εΰρεθοΰν αμέσως έκτός Εκκλησίας.Όποια διαστροφή τής όρθοδόξου διδασκαλίας!Ένώ οί Iεροί Κανόνες καί ό σύνολος χορός τών όμολογητών Πατέρων χαρακτηρίζουν,ώς σωτηριώδη άντίδρασιν καί προστασίαν τής ‘Εκκλησίας τήν διακοπήν κοινωνίας μέ τούς αιρετικά κηρύσσοντας, αύτοί ισχυρίζονται τα ακριβώς άντίθετα!Έτσι όχι μόνον συμμαχούν πρός τήν αΐρεσιν καί τήν ένισχύουν διατηροΰντες τό ποίμνιόν τους άνύποπτο στό πλευρό τών κακοδόξων, άλλά καί υβρίζουν όλους τούς όμολογητάς πατέρας τού παρελθόντος, χαρακτηρίζοντας αύτούς ώς έκτός ‘Εκκλησίας άγωνισθέντας ,άφοΰ ώς γνωστόν, έπραξαν τά ακριβώς αντίθετα άπό ότι πράττουν αύτοί σήμερα.

Σαφέστατη όπόδειξις τής υποκειμενικής καί άκρως άντορθοδόξου θέσεώς των είναι, ότι οΰδεμία μαρτυρία αναφέρουν πρός στηριγμόν τών λεγομένων των.Έλλειψει δέ πατερικών επιχειρημάτων δημιουργούν συνεχώς νέα έκ τού προχείρου, πρός παρηγοριάν τών οπαδών τους, διότι κάθε λίγο οί αιρετικοί οίκουμενισταί πού άκολουθούν, διά λόγων καί έργων τούς αχρηστεύουν τά παλαιά!..Γράφομεν τά ανωτέρω διότι προσφάτως έδημοσιεύθη στόν «‘Ορθόδοξον Τύπον» (12.3) άρθρον τού ήγουμένου τής Ί. Μονής Γρηγορίου ‘Αγίου Όρους,εις τό όποΐον,ένώ καταδικάζεται τό «οίκουμενιστικό παραλήρημα» τών ήμερόν μας , τονίζεται συγχρόνως ότι «έμείς μένουμε στήν Αγία μας ‘Εκκλησία,διότι πιστεύουμε,ότι μέσα άπό τήν Εκκλησία καί όχι έκτός αύτής ήμποροΰμε νά άγωνισθούμε».Ή άλήθεια όμως έν προκειμένω είναι ότι ή στάσις τους αυτή τούς τοποθετεί έκτός άγωνιζομένης κατά τής αίρεσεως 'Εκκλησίας καί συνεπώς μετά τής μερίδος τών αιρετικών πού κοινωνοΰν."Αν δέ ληφθή ύπ' όψιν,ότι οί Άγιορεΐται μνημονεύουν τον Βαρθολομαίο, τόν πρυτάνη τών οίκουμενιστών, τότε άντιλαμβάνεται κανείς τήν τραγικότητα τής άνωτέρω προτάσεως τού ήγουμένου, ό όποιος δυστυχώς, έκφράζει τό κοινό πιστεύω τών 'Αγιορειτών. (Έκτός βεβαίως τών ζηλωτών πατέρων).

Καί μόνον οί λόγοι τού Μ. 'Αθανασίου όπου προτρέπει τούς πιστούς νά προσεύχωνται στό ύπαιθρον προκειμένου νά μήν κοινωνήσουν μέ τούς Άρειανούς (ΒΕΠΕΣ, 33, 199), καί τών άγιων Χρυσοστόμου καί θεοδώρου τού Στουδίτου, πού τονίζουν:ότι εχθροί τού θεού δέν είναι μόνο οι αίρετικοί, άλλα καί οί κοινωνούντες μέ αύτούς, έστω καί άν θεωρητικός απορρίπτουν τήν αΐρεσιν (P.G. 99. 1164 Α),ανατρέπει εκ θεμελίων τό άνωτέρω άρθρον τού ήγουμένου.Τό τραγικόν είναι,ότι ό 'Αγιορείτης ηγούμενος στό τέλος του άρθρου του έπικαλεΐται τάς εύχάς «τών μέχρι θανάτου» άγωνισθέντων κατά τής αίρεσεως όμολογητών. Είναι όμως άποδεδειγμένον ιστορικώς,ότι άντίστασιν «μέχρι θανάτου» στήν αΐρεσιν έκαναν μόνον όσοι διέκοπτον κοινωνίαν πρός αύτήν,καί διά τούτο έξωρίζοντο ή έθανατούντο.Άντιθέτως ή διακονία τών «έντός έκκλησίας» δήθεν άγωνιζομένων εκφράζεται άριστα ύπό τού κατωτέρω λόγου τού Μ. Βασιλείου: «Ήμίν δέ πρός τώ φανερώ πολέμω τών αίρετικών έτι καί ό παρά τών δοκούντων όρθοδοξεΐν επαναστάς, πρός έσχατον άσθενείας τάς έκκλησίας κατήγαγεν» (έπ. 92).


ΣΗΜΕΙΩΣΗ.Ο μακαριστός π. Θεοδώρητος, κατά κόσμον Ιωάννης Μαύρος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 17-11-1935. Σπούδασε Θεολογία και έλαβε το πτυχίο του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1963. Διετέλεσε βοηθός του Καθηγητού Μάρκου Σιώτου, με προοπτική την Πανεπιστημιακή έδρα. Όμως την ίδια χρονιά εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ακολούθησε την μοναχική οδό. Το 1968 έγινε υποτακτικός του Γέροντος Καλλινίκου του Αγιαννανίτου. Στη Σκήτη της Αγίας Άννης έλαβε και το Μέγα Αγγελικό σχήμα από τον Γέροντα Ευθύμιο, μετέπειτα Ηγούμενο της Ι. Μ. Εσφιγμένου. Παρών στην κουρά του ήταν και ο Γέροντας Χρυσόστομος Σπετσών. Το 1971 με την έκδοση του βιβλίου του "Διάλογοι της ερήμου περί Οικουμενισμού" αποτειχίζεται, μαζί με τον Γέροντά του Καλλίνικο, από τους έχοντας κοινωνίαν με τον Αθηναγόρα μνημονευτές και συντάσσεται με τους Ζηλωτές. Στα τέλη της δεκατίας του 1980 και μετά από τον διωγμό του από το Άγιον Όρος, λόγω των γραπτών του, ο νέος αυτός Κολλυβάς ακολουθούντας γνώριμους δρόμους, κατεβαίνει στην Πάρο, όπου το 1990 ιδρύει με τον Γέροντά του το Ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού. Το 1986 είχε λάβει και την ιερωσύνη από τον Πρόεδρο της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς Επίσκοπο Βιτάλιο.Τέλεσε την τελευταία Θεία Λειτουργία την Πέμπτη 14/27-9-2007 της Τιμίας Υψώσεως του Σταυρού και σαν σήμερα Πέμπτη 21/9-4/10 το απόγευμα στις 8.30 παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Αιωνία η μνήμη αυτού!
(Ιστολόγιο Κρυφό Σχολειό).







Πηγή.Νέα Εποχή.Περιοδικό,Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ,Μάρτιος 1999.Τίτλος,επιμέλεια κειμένου,ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.  http://353agios.blogspot.gr/2014/11/blog-post_72.html


ΓΙΑΤΙ Η ΛΕΞΗ ΠΙΣΤΗ ΕΧΕΙ ΔΙΠΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑ (Ἁγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)



Καί ὅπως τό πλοῖο πού κλυδωνίζεται ἀπό τό φύσημα τῶν ἀνέμων καί καταποντίζεται ἀπό τά ἀγριεμένα κύματα ἡ ἄγκυρα πού ρίχνεται τό κρατάει ἀπό παντοῦ καί τό σταθεροποιεῖ στή μέση τοῦ πελάγους, ἔτσι ἀκριβῶς καί τό δικό μας νοῦ, ὅταν τόν κλυδωνίζουν οἱ λογισμοί πού ἐπιτίθενται ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται ἡ πίστη καί μέ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπό τήν ἄγκυρα τόν σώζει ἀπό τό ναυάγιο καί σάν σέ γαλήνιο λιμάνι ὁδηγεῖ τό σκάφος μέ τή βεβαιότητα πού παρέχει στή συνείδηση.

Καί αὐτό πάλι φανερώνοντας ὁ Παῦλος ἔλεγε “διά τοῦτο ἔδωκεν ἀποστόλους ὁ θεός πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ”

Βλέπεις τό κατόρθωμα τῆς πίστης, πού σάν κάποια ἄγκυρα ἀσφαλής ἔτσι διώχνει τήν τρικυμία, πράγμα πού ὁ ἴδιος πάλι λέγει γράφοντας στούς Ἑβραίους καί λέγοντας αὐτά ἀκριβῶς γιά τήν πίστη “αὐτή τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα ἀσφαλή καί σταθερή καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος”... Γιατί ὅπως τό καταπέτασμα χώριζε τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ οὐρανός, σάν καταπέτασμα παρεμβαλλόμενος ἀνάμεσα στήν κτίση, χωρίζει τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, δηλαδή ἀπό τόν ὁρατό κόσμο, δηλαδή τά οὐράνια καί τά πάνω ἀπ’ ἀυτά, ὅπου εἰσῆλθε γιά χάρη μας πρίν ἀπό μᾶς ὁ Χριστός.

Αὐτό πού λέγει σημαίνει τό ἑξῆς, ἐκεῖ, λέγει, ὑψώνει τήν ψυχή μας ἡ πίστη, μήν ἀφήνοντας σέ κανένα ἀπό τά παρόντα δεινά νά τή ρίξει κάτω καί ἀνακουφίζοντας τούς πόνους μέ τήν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀποβλέπει πρός τά μελλοντικά, πού περιμένει τήν ἐλπίδα ἀπό τούς οὐρανούς καί κατευθύνει ἐκεῖ τά μάτια τοῦ νοῦ του οὔτε αἰσθάνεται τόν πόνο τῶν δεινῶν τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Παῦλος δέν αἰσθανόταν καί δίδασκε τήν αἰτίαν τῆς φιλοσοφίας αὐτῆς λέγοντας “γιατί ἡ προσωρινή ἐλαφριά θλίψη προετοιμάζει γιά μᾶς ὑπερβολικά μεγάλο πλοῦτο αἰώνιας δόξης”. Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; “Ἐπειδή” μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς “δέν προσέχουμε αὐτά πού φαίνονται ἀλλά ἐκεῖνα πού δέ φαίνονται”. Γιατί, ὅπως τά μάτια τοῦ σώματος δέ βλέπουν τίποτε πνευματικό, ἔτσι τά μάτια τῆς πίστης δέ βλέπουν τίποτε τό ὑλικό.
Γιατί ἡ λέξη πίστη ἔχει διπλῆ σημασία. Πίστη δηλαδή λέγεται καί ἐκείνη σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἀπόστολοι ἔκαναν τότε τά θαύματα, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔλεγε “ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο συναπίου, θά πεῖτε σ’ αὐτό τό βουνό, πήγαινε ἀπό ἐδῶ ἐκεῖ, καί θά μεταβεῖ” ... Λέγεται λοιπόν πίστη ἐκείνη πού κάνει τά σημεῖα καί τά θαύματα, πίστη ὅμως λέγεται καί ἐκείνη πού μᾶς προετοιμάζει στό νά γνωρίσουμε τό Θεό, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ καθένας μας εἶναι πιστός, ὅπως ὅταν λέγει γράφοντας στούς Ρωμαίους “εὐχαριστῶ τῷ θεῷ μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καταγγέλλεται”. Καί στούς Θεσσαλονικεῖς πάλι γράφει “ἀφ’ ἡμῶν ἐξήχηται (διαδόθηκε) ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ, ἀλλά καί ἐν τῇ Ἀχαΐα, καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν θεόν ἐξελήλυθε (ἔγινε γνωστή)”.

Ποιά πίστη ὑπαινίσσεται ἐδῶ; Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὑπαινίσσεται τήν πίστη τῆς γνώσης. Καί τό φανερώνουν αὐτό τά ἑπόμενα. “πιστεύουμε”, λέγει, “γι’ αὐτό καί κυρύσσουμε”. Τί πιστεύουμε; “Ὅτι ἐκεῖνος πού ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς μέ τή δύναμή του”. Ἀλλά γιατί τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης καί τήν κατατάσσει στήν τάξη τῶν χαρισμάτων; Γιατί, ἄν ἡ πίστη εἶναι χάρισμα καί κατόρθωμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος μόνο καί ὄχι δικό μας, οὔτε οἱ ἄπιστοι θά τιμωρηθοῦν οὔτε οἱ πιστοί θά ἐπαινεθοῦν.
Ἄν λοιπόν καί ἡ πίστη εἶναι τέτοιο πρᾶγμα καί ἐμεῖς δέν προσφέραμε τίποτε ἀλλά τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος καί αὐτή τήν ἔσπειρε μέσα στίς ψυχές μας καί δέ θά λάβουμε κανένα μισθό γι’ αὐτά, πῶς λοιπόν ἔλεγε, “ὅποιος πιστεύει μέ τήν καρδιά του ὁδηγεῖται στή δικαίωση, καί ὅποιος ὁμολογεῖ μέ τό στόμα ὁδηγεῖται στή σωτηρία”; Γιατί ἡ πίστη εἶναι κατόρθωμα καί τῆς ἀρετῆς τοῦ πιστοῦ. Πῶς ὅμως ἀλλοῦ ὑπαινίσσεται πάλι τό ἴδιο λέγοντας “ὅποιος ὅμως δέν ἔχει ἔργα ἀλλά πιστεύει στό Θεό πού σώζει τόν ἀσεβῆ, λογαριάζεται ἡ πίστη του γιά δικαίωση”, ἄν τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος; Καί πῶς ἀκόμη τόν πατριάρχη Ἀβραάμ τόν στόλισε γι’ αὐτή μέ ἄπειρα ἐγκωμιαστικά στεφάνια, γιατί παραβλέποντας ὅλα τά παρόντα πίσεψε, παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε λόγο νά ἐλπίζει;

Γιά ποιό λόγο τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης; Γιατί θέλει νά δείξει ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς τό νά πιστέψουμε στήν ἀρχή καί τό νά ὑπακούσουμε ὅταν κληθοῦμε, καί ὅτι μετά τή θεμελίωση τῆς πίστης χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά μένει αὐτή διαρκῶς σταθερή καί ἀμετάβλητη. Γιατί οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ἔρχεται πρίν ἀπό τή δική μας προαίρεση, ἀλλά προσκαλεῖ καί περιμένει ὥστε ἀπό μόνοι μας καί μέ τή θέλησή μας νά προσέλθουμε· ἔπειτα, ὅταν προσέλθουμε, τότε μᾶς παρέχει ὅλη τή δική του συμμαχία. Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ διάβολος μετά τήν προσέλευσή μας στήν πίστη ἐμφανίζεται ἀμέσως θέλοντας νά ξεριζώσει τήν καλή αὐτή ρίζα και ἐπειγόμενος νά σπείρει τά ζιζάνια καί νά καταστρέψει τά γνήσια καί καθαρά σπέρματα, τότε χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, γιά νά προστατεύει ἀπό παντοῦ τό νέο φυτό τῆς πίστης μέ κάθε μέριμνα καί φροντίδα σάν ἕνας φιλόπονος γεωργός ἐγκατεστημένος στήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς ἔλεγε “μή σβήνετε τό Πνεῦμα”, δηλώνοντας πώς ὅταν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, θά εἴμαστε ἀκαταμάχητοι πιά γιά τόν κακό δαίμονα καί ὅλες του τίς πονηρίες. Γιατί ἄν “κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος”, πολύ περισσότερο δέ θά μπορέσει νά κρατήσει τήν πίστη του σταθερή καί ἀκλόνητη παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά ἀποσπάσουμε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος καί νά τό πείσουμε νά μείνει κοντά μας; Μέ ἔργα ἀγαθά καί ἄριστο τρόπο ζωῆς. Γιατί ὅπως τό φῶς τοῦ λυχναρίου διατηρεῖται μέ λάδι καί ὅταν ξοδευθεῖ αὐτό σβήνει καί τό φῶς μαζί του καί τελειώνει, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἔχουμε νά παρουσιάσουμε ἔργα ἀγαθά καί ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη ἀπό πολλή ἐλεημοσύνη, μένει ἡ φλόγα σάν νά διατηρεῖται ἀπό λάδι, ὅταν ὅμως αὐτή δέν ὑπάρχει, φεύγει καί ἀναχωρεῖ, πρᾶγμα πού ἔγινε καί στίς πέντες παρθένες... Γιατί τό παράπτωμά τους προῆλθε μόνο ἀπό ἀδιαφορία... Εἶναι καλό πρᾶγμα ἡ παρθενία καί ὑπερφυσικό τό κατόρθωμα. Ἀλλά τό καλό καί μεγάλο καί ὑπερφυσικό αὐτό πρᾶγμα ἄν δέν εἶναι ἑνωμένο μέ τή φιλανθρωπία, δέν θά μπορέσει νά φθάσει οὔτε στά πρόθυρα τοῦ νυμφώνα”.

Πηγή: HΓΟΥΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ”

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ (1 Νοεμβρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα


Τ ήν 1ην Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας , πού σύμφωνα μέ τό Συναξάριο τοῦ Μηναίου (1ης Νοεμβρίου) καλώς τόν ἐαυτών βίο διαπεράσαντες, ἐτελειώθησαν ἐν εἰρήνη, δηλαδή ἀφοῦ πέρασαν ἢσυχα τά χρόνια τῆς ζωής τους, πέθαναν εἰρηνικά, τά δέ λείψανά τους κατατέθηκαν ἐν τόπω καλουμένω Φερεμάν.

Ἐπειδή ἔχουμε τρία ζεύγη ἁγίων Ἀναργύρων μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅταν ἀκοῦμε τὰ ὀνόματά τους, καλό εἶναι νὰ κάνουμε μὶα σύντομη διευκρίνηση. Μία συζυγία εἶναι, λοιπόν, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός  οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, οἱ ὁποίοι ἑορτάζουν τήν 1η Ἰουλίου ,ἄλλη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀραβίας, πού ἐορτάζουν τὴν 17ην Ὀκτωβρίου καὶ ἡ τρίτη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός  οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, πού ἑορτάζουν τὴν 1η Νοεμβρίου,  στοὺς ὁποῖους καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε.

Οι Άγιοι αυτοί κατάγονταν από τη Μικρά Ασία και δή την Κιλικία. Ο πατέρας τους, αρχικά ειδωλολάτρης, έγινε χριστιανός χάρη στη συμβολή της πιστής γυναίκας του αγίας Θεοδότης, Πού τιμάται αυτό την Εκκλησία μας στις 2 Ιανουαρίου.

Τα δύο αδέλφια, πού έζησαν επίσης τον 3ο αιώνα, ανατράφηκαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου (Έφεσ. 6, 4) από τη μητέρα τους, η οποία ενωρίς είχε μείνει χήρα, και εμπνεύσθηκαν να ζήσουν αφιερωμένα στον Ιησού Χριστό. Αφού απέκτησαν τα εφόδια και τις γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, αποχαιρέτισαν όλα του κόσμου τούτου τα τερπνά και επιδόθηκαν στην ιατρεία των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύοντες πάσαν νόσον... και ουκ ανθρώποις μόνον επικουρούντες αλλά και κτήνεσιν, καθώς αναφέρει ο συναξαριστής τους. Δηλαδή, αφοσιώθηκαν στο να γιατρεύουν ψυχές και σώματα, θεραπεύοντας κάθε αρρώστια και βοηθώντας ως προς αυτό όχι μόνο ανθρώπους αλλά και ζώα.

Έχοντας έντονο αποστολικό ζήλο έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια και για τη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος στους ασθενείς και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Τούς μιλούσαν για το Σωτήρα Χριστό. Τούς βοηθούσαν να γνωρίσουν τη διωκόμενη τότε πίστη για να σώσουν την αθάνατη ψυχή τους. Έτσι πολλοί από τούς ειδωλολάτρες γίνονταν χριστιανοί χάρη στη διδασκαλία των δύο ιατρών.

Όπως και οι συνώνυμοι τους Κοσμάς και Δαμιανός, οι Ρωμαίοι, έτσι και αυτοί δεν έπαιρναν αμοιβή για τις ιατρικές τους υπηρεσίες. Ήταν ανάργυροι. Και μάλιστα πρόσφεραν στους έχοντες ανάγκη ασθενείς από τη δική τους περιουσία. Εξαιτίας της βαθιάς τους πίστης εισακουόταν η προσευχή τους στον Θεό και στις πολύ δύσκολες περιπτώσεις θαυματουργούσαν. Το αποτέλεσμα ήταν να προστρέχουν σ' αυτούς δαιμονισμένοι, χωλοί, τυφλοί, άρρωστοι πού έπασχαν από ανίατα νοσήματα και να βρίσκουν τη θεραπεία τους.

Οι άγιοι της Κιλικίας Κοσμάς και Δαμιανός δεν έδρασαν μόνο στην περιοχή αυτή, αλλά πήγαιναν και στις γειτονικές, επιτελώντας σημαντικό ιεραποστολικό και θεραπευτικό έργο. Έτσι η φήμη τους διαδόθηκε σ' όλη τη μικρασιατική χερσόνησο.

Οι δύο αυτοί άγιοι τιμώνται από τούς σημερινούς χριστιανούς πάρα πολύ, αλλά ίδια τιμή γνώρισαν και κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη τα λείψανά τους και τα τοποθέτησε σε μεγαλοπρεπή ναό πού έχτισε, ενώ λίγο αργότερα αυτά μεταφέρθηκαν στη Ρώμη και εναποτέθηκαν σε βασιλική πού ανηγέρθη προς τιμήν τους. Ο ναός αυτός σχετίζεται με το θαύμα της μεταμόσχευσης ποδιού, πού είναι γνωστό ως «θαύμα του μαύρου ποδιού».

Δημοσιεύματα σε επιστημονικά ιατρικά περιοδικά, ξένα και ελληνικά· αποδίδουν στους άγιους Κοσμά και Δαμιανό την πρώτη μεταμόσχευση ποδιού, όταν «ακρωτηρίασαν ενός ανδρός το κάτω άκρον, το οποίον έπασχεν από γάγγραιναν και το αντικατέστησαν με ενός άλλου υγιούς Άραβος, ο όποιος μόλις είχε πεθάνει».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, τῇ χειρουργίᾳ, θεραπεύετε, παντοίας νόσους, σὺν Κοσμᾷ Δαμιανὲ οἱ Ἀνάργυροι· ὁ γὰρ Σωτὴρ ἰατροὺς ὑμᾶς ἔδειξεν, εἰς περιποίησιν πάντων 

καὶ ἴασιν· ὅθεν ῥύσασθε, παθῶν δυσαλθῶν καὶ θλίψεων, τοὺς ποθῷ τῷ ναῷ ὑμῶν προστρέχοντας.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐκ τῆς Ἀσίας ὥσπερ δύο ἀστέρες, ἐξανατείλαντες Ἀνάργυροι θεῖοι, τῇ οἰκουμένῃ λάμπετε θαυμάτων ταῖς αὐγαῖς, νόσους μὲν ἰώμενοι, καὶ δεινὰς καχεξίας, 
χάριν δὲ παρέχοντες, τοῖς πιστοῖς εὐρωστίας, Δαμιανὲ θεόφρον καὶ Κοσμᾶ, χειμαζομένων, λιμένες πανεύδιοι.

Έτερον Κοντάκιον Ἦχος β’.

Οἱ τὴν χάριν λαβόντες τῶν ἰαμάτων, ἐφαπλοῦτε τὴν ῥῶσιν τοῖς ἐν ἀνάγκαις, Ἰατροὶ θαυματουργοὶ ἔνδοξοι, ἀλλὰ τῇ ὑμῶν ἐπισκέψει, καὶ τῶν πολεμίων τὰ θράση 

κατευνάσατε, τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασιν.


Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.

Οὐρανόθεν θαυμάτων τὴν δωρεάν, παραδόξως λαβόντες παρὰ Χριστοῦ, πάντα θεραπεύετε, ἀενάως τὰ πάθη· ἐν ὑμῖν γὰρ ὤφθη, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, 

χορηγοῦσα θείων, ἰάσεων δύναμιν· ὅθεν καὶ ἀφθάρτων, ἀγαθῶν εὐπορίαν, τῇ πίστει ἐκτήσασθε, ἀναργύρῳ φρονήματι, Θεοφόροι Ἀνάργυροι, πρεσβεύσατε 

Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.

Ὁ Οἶκος

Πάσης συνέσεως καὶ σοφίας ὑπέρκειται ὁ λόγος τῶν σοφῶν ἰατρῶν· τοῦ γὰρ Ὑψίστου χάριν λαβόντες, ἀοράτως τὴν ῥῶσιν δωροῦνται πᾶσιν· ὅθεν καμοί, 

διηγήσεως χάριν δεδώρηνται, ὑμνῆσαι ὡς θεοφόρους, εὐαρέστους Θεοῦ καὶ θεράποντας, ἰαμάτων πλήθη παρέχοντας· ἀλγηδόνων γὰρ πάντας λυτροῦνται, 

τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασι.

Μεγαλυνάριον.
Οἷά περ θεράποντες ἰατροί, ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀσθενείας ὀδυνηράς, ἰάσασθε τάχος, ἀρρήτῳ ἐπισκέψει, ἡμῶν θαυματοβρύται, σοφοὶ Ἀνάργυροι. 


Πηγή:
- www.ag-anargyroi.info 
- xristianos.gr

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ (Βίντεο)






Βασίλισσα του κόσμου
Δέσποινα τ’ ουρανού
Μυριοχαριτωμένη
Παρθένε ευλογημένη
Μητέρα του Θεού

***

Μη μας εγκαταλείπεις
στα μακρινά της γης
ιδέ τους στεναγμούς μας
τους πόνους κι οδυρμούς μας
για να μας λυπηθείς

***

Ω! Μάνα, γλυκιά Μάνα
Μάνα ευσπλαχνική
ημών των πικραμένων
και μετανοημένων
σπλαχνίσου την ψυχή

***

Τα σπλαχνικά σου μάτια
στρέψε προς εμάς
τρέξε και σκέπασε μας
τα ξένα κι ορφανά

***

Και όταν η ψυχή μας
από το σώμα βγει
δείξε μας στον Υιόν Σου
τον Λυτρωτή του κόσμου
Μητέρα ευσπλαχνική


Ψαλτοτράγουδο