A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Ὁ Ἅγιος Λογγῖνος ὁ Ἑκατόνταρχος (16 Ὀκτωβρίου)



Εκεί,επάνω στο λόφο του Γολγοθά,εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού,ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας ανοίγει το στόμα του,για να κάνει - αυτός,πρώτος την μεγάλη ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού».

 Ο Άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.Ο Συμεών ο Μεταφραστής στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός Μαρτίου αναφέρει ότι, ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή.Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας.Εκεί, αποσύρθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν παραιτήθηκε από το Ρωμαϊκό στρατό που υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».Ο Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του Κεντυρίωνα - Εκατόνταρχου.(Η λέξη Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική λέξη Centum που σημαίνει εκατό, διοικητής δηλαδή εκατό στρατιωτών , εκατόνταρχος).Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Κυρίου επί της γης τελούσε υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία.Εποπτεύει κατά τη Σταύρωση του Χριστού.Κατά την παράδοση του Ιησού στους Εβραίους για να τον σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα τίμια πάθη και τη σταύρωση, μετά των στρατιωτών του.

Το όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια.Σ' όλα μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.Έτσι, ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του Πιλάτου, επιστάτησε καθ' όλη τη διάρκεια των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά. Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά τη Σταύρωση του Κυρίου.Ο μακάριος θα μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο Γολγοθά, ότι - ευθύς μετά τη Σταύρωση του Χριστού - θα γινόταν ο πρώτος ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον! Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση, οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος.Και όντως, έτσι ήταν!

Τα θαυμαστά γεγονότα που επακολούθησαν τον συντάραξαν και του μετέβαλαν σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, την εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη πίστη. Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό σκοτάδι σ' όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις ώρες (Ματθ. κζ' 45, Μάρκου ε' 33 και Λουκά κγ' 44).Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος. Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς, μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. κζ' 51-53, Μάρκου ιε' 38 και Λουκά κγ' 45-46).

Ο Λογγίνος ως συνετός άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας.Ήταν θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία, κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη σταυρική Του θυσία.Ο Εκατόνταρχος συναισθάνεται την Παντοδυναμία του Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι' αυτόν τον αθώο. Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς Θεού Υιός ήν». Μετ' απ' όλα αυτά τα θαύματα, που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό άρχισε να συντελείται στην ψυχή του. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει, γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή πίστη.

Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς τον εσταυρωμένο.Τώρα πια, δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού, ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα του για να κάνει - αυτός πρώτος - τη μεγάλη ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού» (Μάρκου ιε' 39, Λουκά κγ' 47 και Ματθ. Κζ' 54).
Είναι ο πρώτος Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.Την ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό τις διαταγές του (Ματθ. κζ' 54).Η ομολογία ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα, υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της Θεότητας του Ιησού Χριστού.

Έτσι, μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας, της μοχθηρίας και της κακίας, των βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της ομολογίας και της δοξολογίας προς το Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της ταπεινώσεως.«Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων, όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν» (Λουκά κγ' 46 - 47 και Μάρκου ιε' 39).Και το στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων, ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν, αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Πιλάτου.Όμως, ο θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος, ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους, αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε αγαθή ψυχή και διάθεση.

Ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και επανέλαβε: «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος». Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο να φυλάξει με την κουστωδία του τον τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός Θεού. Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.Έτσι, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία της Αναστάσεως του Χριστού υπό του Γαβριήλ στις Μυροφόρες.Συγκλονίστηκε μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια, μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε «πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους φρουρούς - Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία».«Τώρα, ποιος μπορεί να μου κλονίσει το "πιστεύω" μου, έλεγε. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια, το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος».

Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου - όντως - αυτού και φυλασσομένου από Ρωμαϊκή κουστωδία.Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς.Εκείνοι δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα του Χριστού (Ματθ. κη' 13).Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο;
Ο πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη εκ νεκρών.

Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ενωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που επίστευσαν στον Χριστό.Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.Αυτό, όταν το έμαθαν οι Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του. Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο.Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους του.Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν, αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες προς το σκοπό αυτό.

Ο αγαθός Λογγίνος διέμενε έξω από την πόλη σ' ένα κτήμα που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού χριστιανικού βίου.Οι στρατιώτες, λοιπόν, που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο, έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό, γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος το Πάθος Του.Οι διώκτες του τον καταζητούν και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας ποιος είναι ο οικοδεσπότης. Ο Λογγίνος εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν. Παρ' όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη καλωσύνη.«Μην ανησυχείτε, εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που ζητείτε». Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη προς τον Κύριο.

Ο Λογγίνος φλογερός εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ και σπεύδει να Τον συναντήσει.Επειδή εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε προς τον εαυτό του:

«Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι' 15, Ησαΐου νβ' 7).«Τώρα , αξιώνομαι να ίδω τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός, να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη όλου του χορού των αγίων...Τώρα, γυμνώνομαι από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι από τους πολυστενάκτους δεσμούς της σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά. Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο, γι' αυτή σου την κλήση».
Με αυτές τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα, έδωκε εντολή στους οικείους του: «Πολυτελή παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον ημών καλούσι το βασιλικόν». Οποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του μελλοθανάτου. Οι δήμιοι φονεύοντας το Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία ζητούσαν το Λογγίνο.Εκείνοι ανύποπτοι, αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο στρατιώτες που τον ακολούθησαν.Τότε, ο Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί των συντρόφων του, τους είπε: «Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε».Αυτό το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε κάποια υπηρεσία.Έχοντας πόθο να μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων που μετ' ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.Απεναντίας έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν οι αδελφοί-στρατιώτες του.

Όταν άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο, τότε είπε προς τους δημίους του ο Λογγίνος:«Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς ζητείτε».Εκείνοι, μόλις άκουσαν την πληροφορία - απο-κάλυψη, εξεπλάγησαν. Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως, βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος, επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν. Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ' ότι τους εφιλοξένησε με τόση καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με πόνο και θλίψη: «Γιατί, φίλε Λογγίνε, έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς τους δημίους σου στο σπίτι σου και η φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος; Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;Πήγαινε εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου. Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα».

Αυτά έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου, διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ' εκείνος πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς αποκρίνεται».«Γιατί φθονείτε τα αγαθά, που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό. Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως - όλα τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου πάθους του - ομολόγησαν. Ο ουρανός εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε προδότην της ζωής κι' αποστερημένον της θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον, τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο».

Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε, χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε: «Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού, νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε, γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου, αγαλλόμενοι».Το θαύμα οφείλεται στην πίστη την «δι' αγάπης ενεργουμένην» (Γαλάτ. ε' 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολήν καθαράν...ως επί γάμον και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται, μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.Μία μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε να ενταφιασθεί σ' ένα λόφο, τον οποίον και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.Ο άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου, έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το Χριστό και τους δημίους, πείθει τους φιλοξενηθέντες στρατιώτες - δημίους, κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι, έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι, προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους Μάρτυρες.Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.

Όντως, στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).Είναι γεγονός, ότι η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του Εκατοντάρχου, ο οποίος θανατώθηκε γιατί εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του, για τον ίδιο λόγο αποτελούν, θα λέγαμε, αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του Κυρίου εκ νεκρών.

Οι δήμιοι, μετά την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου και την έφεραν στον Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν και να ευφρανθούν και οι Ιουδαίοι βλέποντας αυτή.Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους - στρατιώτες πολλά αργύρια. Ο Πιλάτος, για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε και πέταξαν την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά, έξω από την Πόλη.

Αλλά ο Κύριος, για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που την έρριψαν. Την εφύλαξε αοράτως και δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ' ότι έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο τόπο.Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε,αλλά και άλλα,πιο θαυμαστά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῶ προσηλωθέντα, καὶ τοὶς ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐνάσθης αὐτοῦ ταὶς ἀστραπαίς, καὶ ἤθλησας Λογγίνε εὐσεβῶς, διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτρούσαι τοὺς ἐκβοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvως γέγηθεν ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ μνὴμη σήμεροv, τοῦ ἀοιδίμου ἀθλητοῦ, Λογγίvου ἀνακραυγάζουσα. Σὺ μου τὸ κράτος, Χριστὲ καὶ στερέωμα.

Ὁ Οἶκος
Τὸν οὐρανὸν σκότει πολλῷ, τὴν γῆν τε σειομένην, καὶ πέτρας ῥηγνυμένας, ναοῦ τε τὸ καταπέτασμα σχισθὲν εἰς δύο θεωρῶν ἐν τῷ θείῳ πάθει τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀθλητής, Θεοῦ Υἱὸν αὐτὸν ἐγνώρισε, πάσχοντα τῇ οἰκείᾳ εὐσπλαγχνίᾳ, ἀπαθῆ δὲ ὄντα τῇ θεότητι καὶ δόξῃ, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ συνέχοντα τὸ πᾶν καὶ διακρατοῦντα, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Βασιλέα· ὅθεν ἐν χαρᾷ Λογγῖνος ἀνακραυγάζει· Σύ μου τὸ κράτος Χριστὲ καὶ στερέωμα. 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΧΙΟΣ (14 Ὀκτωβρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο


Ὁ Ὃσιος Παχώµιος (1839-1905), κατὰ κόσµον Παναγιώτης Ἀρελλᾶς,
καταγόµενος ἀπὸ τὴν Ἐλάτα τῆς Χίου, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς
ταλαιπωρίες καὶ περιπλανήσεις στὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου
δεκαεπτὰ ἐτῶν µετέβη διὰ νὰ ἐργαστεῖ, ὁδηγήθηκε Θείᾳ Προνοίᾳ
στὴν κοινοβιακὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυµα, ἀφοῦ ὁ
ἴδιος, καταζητούµενος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς Ἀρχές, προσευχηθεὶς
καὶ αἰτήσας τὴ σωτηρία του, ὑπεσχέθη στὸ Θεὸν τὴν ἀφιέρωσίν
του στὴ µοναχικὴ ζωή.



Ὁ δυναµικός, ζωηρός, εὐέξαπτος καὶ εὐκίνητος νεαρὸς µὲ

τὸν ἐνθουσιώδη καὶ αὐθόρµητον χαρακτῆρα του, ἀφοσιώθηκε στὰ
ἱερά του καθήκοντα ὡς µοναχός, Παχώµιος ὀνοµασθείς,
κατεδάµασε τὰ πάθη του καὶ ἐνεφάνισε πνευµατικὴ πρόοδο στὸ
κοινόβιο, ἡ ὁποία προσείλκυσε τὴν προσοχὴ τοῦ Ἡγουµένου τῆς
Μονῆς.


Μετὰ ἀπὸ παραµονὴ λίγων ἐτῶν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Σάββα ἐπέστρεψε στὴ Χίο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ ἱστορικὸ
σπήλαιο τοῦ Προβατᾶ, ὅπου πρὸ πολλῶν αἰώνων ἀσκήτευσαν οἱ

τρεῖς Ἅγιοι Πατέρες, Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι καὶ

ἵδρυσαν τὴν ἱστορικὴ Νέα Μονὴ Χίου.


Ἐδῶ, ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ γονυκλισίαις διήρχετο τὰς
ἡµέρας καὶ τὰς νύκτας καὶ ἀσκούµενος µὲ θεῖον ζῆλον ἵδρυσε τὴν
Ἱερὰ Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς,
µακριὰ ἀπὸ τὴν τύρβη τῆς κοινωνίας, ἀποµονωµένος ἀγωνιζόταν
τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση,
πάλεψε κυριολεκτικὰ µὲ τοὺς δαίµονας καὶ τὶς ἀντιξοότητες, τὶς
ὁποῖες ἀντιµετώπιζε ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ σατανᾶ.


Ἡ κοινοβιακὴ Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων σύντοµα ἄρχισε
νὰ ἐπανδρώνεται, ὥστε κατὰ τὴν κοίµησιν τοῦ Γέροντος καὶ
ἱδρυτοῦ της ἀριθµοῦσε περὶ τοὺς 65 µοναχούς. Παρὰ τὶς αὐστηρές
του µεθόδους ἀσκήσεως ἔσπευδαν νὰ συµµονάσουν ἄνθρωποι
ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Ἰωνία (Τσεσµέ), τὴ Χίο, ἀλλὰ καὶ διάφορα µέρη
τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ ἀπήχησίς του στὴ Χιακὴ Κοινωνία ὑπῆρξε πολὺ µεγάλη.
Οἱ παλαιότεροι τὸν ἀνέφεραν µὲ πολὺ σεβασµό, ἀνάµεικτο µὲ
φόβο, ποὺ ἐπήγαζε ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τῆς βιοτῆς του, σὲ
σηµεῖο ποὺ ἂν κάποιος διακρινόταν γιὰ αὐστηρότητα
χαρακτῆρος, συνήθιζαν νὰ λέγουν τὴ φράσιν «σὰν τὸν Παχώµιο
εἶσαι (ἢ εἶναι)». Ὅταν κατέβαινε στὴν πόλιν τῆς Χίου, φοροῦσε
πάντοτε πολὺ χαµηλὰ τὸ κουκούλι του, ὥστε µετὰ βίας διέκρινε
κανεὶς τὸ πρόσωπόν του. Ἐτιµᾶτο πολὺ ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ τὶς
ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τοῦ τόπου γιὰ τὴν ἄµεµπτη ἐν γένει βιοτή
του. Χαρακτηριστικὸ παράδειγµα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος
γνώρισε στὰ πρῶτα χρόνια τῆς πνευµατικῆς του πορείας τὸν
Ὅσιο καὶ ἡ γνωριµία τους αὐτὴ ἦταν καταλυτικὴ γιὰ τὴ µετέπειτα
ζωή του. Διὰ συνδροµῆς τοῦ Ὁσίου Παχωµίου καὶ δι' ἐξόδοις τοῦ
Ἰωάννη Χωρέµη ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐσπούδασε τὴ Θεολογία. Ὁ δὲ
Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος τηροῦσε συχνὴ ἀλληλογραφία µὲ τὸν Ὅσιο γιὰ πνευµατικὰ θέµατα, ἐνήργησε τὰ δέοντα, ὥστε λίγο
πρὶν τὴν τελευτὴ τοῦ Ὁσίου νὰ νοσηλευθεῖ στὸν «Εὐαγγελισµόν».

Ὁ Παχώµιος, βαθύτατα εὐσεβής, ἐλεήµων καὶ
ἀφιλοχρήµατος, ὅλες τὶς εἰσπράξεις τῆς Σκήτεως τὶς διέθεσε ὄχι
µόνο πρὸς πλήρη κάλυψιν τῶν ἀναγκῶν τῶν µοναχῶν καὶ τῶν
µοναζουσῶν τοῦ Παρθενῶνος, σὲ τροφή, ἔνδυση καὶ στέγασιν,
ἀλλὰ διὰ συνδροµῆς του ἐκτίσθη µεγαλόπρεπος ναὸς στὴ
γενέτειρά του καὶ ἐπισκευάσθηκε ὁ κατακρηµνησθεὶς τροῦλος τῆς
Νέας Μονῆς.

Οἱ προσφορές του στὴ Χίο εἶναι πολλές. Ὁ Γέροντας
συµβουλεύει, παροτρύνει, καθοδηγεῖ, παραινεῖ τοὺς πιστοὺς ποὺ
συρρέουν στὴ Σκήτη, διδάσκει λόγῳ καὶ ἔργῳ, µεσολαβεῖ στὶς
τοπικὲς ἀρχὲς γιὰ τὰ καθηµερινὰ θέµατά τους. Ἡ Σκήτη
καθίσταται πόλος ἕλξεως, ἀνεγείρονται νέα κτήρια, µοναχοὶ
συγκεντρώνονται ἀπὸ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Ἑλλάδος. Εἶχε
εἰσχωρήσει εὐεργετικὰ στὴ χιακὴ κοινωνία ἡ προσωπικότητα τοῦ
ἀοιδίµου Γέροντα.

Γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἦλθε σὲ σύγκρουσιν µὲ
αἱρετικοὺς καὶ ἔγραψε ἐναντίον τους τὴν «Ὑπεράσπισιν τῆς
ἀλήθειας καὶ νίκην κατὰ τοῦ διαβόλου», ὅπου ἀναιρεῖ τὰ
φληναφήµατα τῶν αἱρετικῶν. Τὸ αὐτὸ ἔπραξε ὡς πρώιµος
ἀντιοικουµενιστὴς κατὰ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ
καθηγητοῦ Δ. Μικρούδη, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσε σὲ δηµόσιο διάλογο,
ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν προσῆλθε.

Οἱ µοναχοὶ διηγοῦνται ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους ὅτι εἶχε τὸ
χάρισµα τῶν δακρύων καὶ τῆς προοράσεως.
Γενικῶς, ὁ σεπτὸς πατὴρ καὶ Γέροντας Παχώµιος ὑπῆρξε µία
ἔντονη µοναχικὴ καὶ θρησκευτικὴ προσωπικότης τοῦ τέλους τοῦ
19ου αἰῶνος καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου, µὲ ὑψηλὸ κῦρος καὶ βαθειὰ
ἐπιρροὴ στὴν πνευµατικότητα τῶν µαζῶν τοῦ Χιακοὺ λαοῦ.



Ἡ µνήµη του εἶναι ζωντανὴ καὶ ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ πρότυπον τῆς

εὐσεβείας καὶ κανόνα τῆς µοναχικῆς ζωῆς. Τὰ θαύµατα ποὺ
ἐγένοντο καὶ γίνονται στὶς ἡµέρες µας διὰ πρεσβειῶν του, δίνουν
τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ στήριξη στοὺς ἀδύνατους τῶν ἡµερῶν.



Κλῆρος καὶ λαὸς αἰτούµεθα τὴν πρεσβεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς

ἡµῶν Παχωµίου τοῦ νέου, πρὸς τὸν Κύριον ἡµῶν, ὅπως
καταπέµπει διηνεκῶς τὴ θεία του Χάρη, τὴν πάντοτε τὰ ἀσθενῆ
θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, πρὸς φωτισµὸν
τοῦ ἱεροῦ κλήρου νὰ φυλάσσει µὲ βαθείαν πίστην τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῆς ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, πρὸς θεραπείαν
πάντων τῶν ψυχικῶς καὶ σωµατικῶς πασχόντων, πρὸς ἐνίσχυση
τῶν ἐµπεριστάτων ἐν γένει ἀδελφῶν µας καὶ ἀπαλλαγὴ τῆς
πολυπαθοῦς πατρίδος µας ἀπὸ τὰ ὄρνεα ποὺ τὴν κατατρώγουν!


Ὅσιε τοῦ Θεοῦ Παχώµιε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡµῶν!




Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀρετῆς τὸν διδάσκαλον καὶ χρηστότητος, ἀζύγων θεῖον ἀλείπτην πρὸς σωτηρίαν λαμπρῶς ὡς νεόφωτον τῆς Χίου ἄστρον μέλψωμεν ὕμνοις, Παχώμιον, φαιδροῖς ἐκβοῶντες μυστικῶς· μυράλειπτρον εὐσεβείας τῇ εὐωδίᾳ εὐχῶν σου, χοροὺς προσφύγων σου κατεύφρανον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Τοῦ σπηλαίου Ἁγίων Πατέρων ἔνοικον, ἐν Προβατείῳ τῆς Χίου ὄρει καὶ πάλαι κλεινῶν ἀσκητῶν, καμάτων ἄρτι τὸν ὁμόζηλον, θεῖον Παχώμιον, εὐχῆς ὡς σοφὸν ὑφηγητὴν καὶ πρύτανιν μετανοίας ἐγκωμιάσωμεν πόθῳ, αὐτοῦ πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, τὴν Χίον ἡγίασας ἱδρώτων ἀσκητικῶν, Παχώμιε, ῥείθροις σου· βίῳ γὰρ ἐναρέτῳ θεωθεὶς ἐποπτεύεις, ἄνωθεν ὑμνηπόλων εὐλαβῶν σοῦ χορείας, καὶ ἅπασι βραβεύεις ἰσχύν, ῥῶσιν καὶ δύναμιν. 

Η ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΣΤΗ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟΥ

5QWOIEO



  Μὲ ἐκκλησιαστικὴ τάξη  καὶ συγκίνηση τελέσθηκε ἡ  πολυαρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Σκήτεως τῶν Ἁγίων Πατέρων στὸ Προβάτειον Ὄρος τῆς Χίου, ἡμέρα μνήμης καὶ ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παχωμίου τοῦ Χίου, προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἀθηνῶν κ. Καλλινίκου, συλειτουργούντων τῶν Σεβασμιωτάτων  Μητροπολιτῶν : τοῦ Ποιμενάρχου μας,  Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, κ. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποίος μίλησε  ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, κάνετε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: ΟΜΙΛΙΑ, τοῦ Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος, κ. Γεροντίου, τῶν Θεοφιλεστάτων Ἐπισκόπων: Μαραθῶνος, κ. Φωτίου, Γαρδικίου, κ. Κλήμεντος, Ἀρχιγραματέως καὶ Γραμματέως ἀντιστοίχως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τοῦ Γέροντος τῆς Σκήτεως, Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀμβροσίου, ἱερέων καὶ τῶν Διακόνων π. Παχωμίου καὶ Λεωνίδα.

    Πρὶν τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἐψάλησαν τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Παχωμίου κι ἀνεγνώσθη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιγραμματέως Ἐπισκόπου, κ.Φωτίου, ἡ Συνοδικὴ πράξη γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσιου,κάνετε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Συνοδικὴ Πράξη,   ἡ ὁποία ὑπογράφηκε ὑπὸ τῶν ἱερουργούντων ἁγιοτάτων Ἀρχιερέων . Ὁ Μακαριώτατος  μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση εὐλόγησε σταυροειδῶς τὸν πιστὸ λαὸ μὲ τὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Παχωμίου καὶ ἀκολούθησε ἡ λιτάνευση αὐτῶν καὶ τῆς ἁγίας εἰκόνος του στὸν προαύλιο χῶρο τῆς Σκήτεως, ὅπου ἐνώπιον τοῦ τάφου του ἐδιαβάσθη τὸ κόλλυβό του ὡς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας ζοῦμε πνευματικὰ ἀνεπανάληπτες στιγμὲς μὲ ὅλα ὅσα γίνονται στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση ἀπερίγραπτη σὲ ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴ τὴ λατρευτικὴ σύναξη τῆς ἱερᾶς μνήμης καὶ ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ὁσίου Παχωμίου .

   Ἀκολούθησε μοναστηριακὴ τράπεζα γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τῆς Ἱερὰς Σκήτεως.

  Ὁ Μακαριώτατος, οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς ποὺ τοὺς συνόδευαν εἶχαν τὴν εὐκαιρία πρὶν τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τὸ νησὶ νὰ προσκυνήσουν τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅπου φυλάσσονται τὰ χαριτόβρυτα λείψανα τοῦ Ὁσίου Παρθενίου τοῦ Χίου.

1RGPKMHTOM

4WOIEGIO

6OIIOPOI

2SOIGIOOI

3OWIEEGIO

7ORSIGOI

8GOAHIIOIO

9SADOGGHIO

10SRHOO

11ONWSORGI

12OSNGIO

13OHTIOIOIO

sbrhm

14OSBSGHIO

15SDOBFDHIO

16EWROGIHEIO

17DOIHIIOIO

18DFIHOHIO

19SGGJGIJ

20WRGGR

21SDJGOSGRIO

22WEEOFGOI

23WORGOI

24EJIRHIU

25OEITHHIO

26EOHHTIO

27EORIHOI

28EDOHHIO

29FSGDHH

30SRGHJNIK

31JSNGOIN

32OSGGIO

33RWOGIRHGIO

34OETHIOOI

35TEHOITJHIOJ


Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ



Τόν βλέπανε,πού δέν πάταγε στήν γη,αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι,πού χάθηκε απ' τά μάτια τους.

...Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ” τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.

Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθηκε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρηδες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! «Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου.


Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;“Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:Καί µετά τί έγινε:Πως πήγε στόν Παράδεισον;“Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. “Ετσι κι έγινε.

Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.“Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη.Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε.Τήν πέµπτη µέρα πείνασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. “Έσυρε λοιπόν καί πήγε.Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του.Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο.Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:“Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! “Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!

Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης. Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε,πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ;Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ” αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:“Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβεις; από κεί πάνω, νά “ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά “ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;“Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. “Ερχοµαι.Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. “Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του,τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο.“Εγώ γι” αυτό πάω στόν Θεό. “Ερχεσαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε όµως ο Σταυρωµένος ν” άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος.Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν.Σ” ακουσα µέ τά ίδια µου τ” αυτιά.Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο.Καί είπε στόν καλόγερο:Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηκα;Κατάλαβες;Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί.Κακό εκανα;“Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος.Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.

“Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο,πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι” αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη,πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος.Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.

 Έκείνοι κοκκαλώσανε απ” τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο, πού ακολουθούσε κι,όταν έκείνος απομακρύνθηκε,τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ” τά μάτια τους.Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο.Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός.Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα,αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη,πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ” αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα.

Από το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου»,Εκδόσεις Αστήρ.Πηγή.Άγια Μετέωρα.Τίτλος,επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΩΝ ΤΟΥ '40 (Ποίημα)


Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ό
ταν τα παλικάρια μας εκεί ψηλά στα χιόνια 

μάχονταν για τη λευτεριά, τα ένδοξα εκείνα χρόνια,

αόρατο το χέρι Σου, Μητέρα του Θεού μας,

δυνάμωνε, κι εμψύχωνε τη σκέψη του λαού μας!

Το όραμα, Παρθένα μου, της άγιας μορφής Σου

κι η χάρη Παναγία μου, της μητρικής στοργής Σου,

συνόδευε, προστάτευε, κάθε πολεμιστή μας,

που έγινε ο κεραυνός του άθλιου υβριστή μας!

Στις εκκλησιές ολόθερμα άναβε το κεράκι,

με δέος και με σεβασμό το κάθε γεροντάκι,

που είχε το γιο, τον εγγονό, πάνω στο μετερίζι,

εκεί που η πατρίδα μας πάντοτε τον ορίζει.

Αγνή! Ηλιοστάλακτη! Πάναγνη! Ευλογημένη!

Σε Σε θερμή την προσευχή λέμε συγκινημένοι!

Ευγνώμονα τα χείλη μας εμπρός σου μουρμουρίζουν,

ενώ οι καρδιές τα άνθη τους, Μαρία, Σου χαρίζουν.





Περιοδικό Χειραψία « ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ »

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ - Ἡ Ἐθνικὴ Ἐπέτειος τῶν Νικητηρίων

Αποτέλεσμα εικόνας για 28η ᾿Οκτωβρίου 1940


Ἡ Ἐθνικὴ Ἐπέτειος τῶν Νικητηρίων (15/28.10.1940)



Ὃταν τὸ πρωϊνὸ τῆς Δευτέρας 28 ᾿Οκτωβρίου 1940 οἱ σειρῆνες σὲ

ὅλη τὴν Χώρα ἤχησαν σκορπίζοντας τὸ θλιβερὸ μήνυμα ἑνὸς ἄδικου
πολέμου, ταὐτόχρονα διαλαλοῦσαν ἕνα μεγάλο μήνυμα-γνώρισμα τῆς
῾Ελληνικῆς Φυλῆς σὲ δύσκολες περιστάσεις: Τὸ μήνυμα τῆς ἑνότητας.
῞Ολοι οἱ ῞Ελληνες μαζὶ στὴν πρώτη γραμμή.


Δὲν ἦταν εὐκαιριακὴ αὐτὴ ἡ συμπεριφορά. ῏Ηταν θησαυρὸς κρυμμέ-
νος στὶς καρδιὲς τῶν ῾Ελλήνων καὶ ξεχείλισε μὲ κάθε τρόπο:


-Ὅταν ὁ τότε Πρωθυπουργὸς ἔλαβε τὸ διάταγμα ἐπιστράτευσης γιὰ
νὰ τὸ ὑπογράψει, σὰν συνέπεια τοῦ ἱστορικοῦ «ΟΧΙ» ποὺ εἶπε «ὡς ἐν-
τολοδόχος τῆς θελήσεως τοῦ ῾Ελληνικοῦ λαοῦ ὅπως ὑπεραμυνθῇ τῆς
Πατρίδος» (᾿Αδ. Κύρου), ἔκανε πρῶτα τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «῾Ο Θεὸς
σώζοι τὴν ῾Ελλάδα» (Διον. Κόκκινος).


-Ἡ καταληκτικὴ φράση τοῦ πρώτου πολεμικοῦ ἀνακοινωθέντος
ἀποδεικνύει περίτρανα τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ λαοῦ μας: «Αἱ ἡμέτεραι
δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους».


-Τὰ ἐκδοθέντα διαγγέλματα τῆς ῾Ηγεσίας τῆς Χώρας, ἐμπνέονται
ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀρχές: «Μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὰ πεπρωμένα τῆς
Φυλῆς, τὸ ῎Εθνος σύσσωμον καὶ πειθαρχοῦν ὡς εἷς ἄνθρωπος θὰ ἀγω-
νισθῇ ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, μέχρι τῆς τελικῆς νίκης». Καὶ «ἡ στιγμὴ
ἐπέστη ποὺ θὰ ἀγωνισθῶμεν διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς ῾Ελλάδος, τὴν
ἀκεραιότητα καὶ τὴν τιμήν της».


Τὸ «Μολὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα, «τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὐτ᾿
ἐμὸν ἐστίν, οὔτε ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ» τοῦ Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου, τὸ «᾿Ελευθερία ἢ Θάνατος» τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμα-
νοῦ καὶ ὅλων τῶν ξεσηκωμένων, ξαναζοῦσαν στὶς καρδιὲς τῶν ῾Ελλή-
νων μὲ τὸ ἡρωϊκὸ «ΟΧΙ», ποὺ ἐπαναλαμβανόταν ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων, ὡς
παιάνας νίκης.

* * *

Μία νίκη, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐδίδοντο σκληρὲς μάχες, ὄχι μὲ λόγια, εὐ-
χὲς ἢ κάπου μακριά. ᾿Αλλὰ ὅλοι στὴν πρώτη γραμμή:

-Πρῶτα ἀπὸ ὅλους οἱ ἡρωϊκοὶ στρατιῶτες μας, μὲ τὴν λόγχη στὰ χέ-
ρια, μὲ ψυχὴ γεμάτη ῾Ελλάδα καὶ γερὰ στήθη ὅλο ἐνθουσιασμό, νὰ γεμί-
ζουν τὶς γύρω κορυφὲς μὲ τὴν ἰαχὴ τῆς δόξας ΑΕΡΑ! ᾿Αδιάφοροι γιὰ τὶς
κακουχίες, ἀτρόμητοι μπροστὰ στὸν θάνατο. Καὶ ἡ πίστη τους; «Μὲ
τὴν Μεγαλόχαρη πάντα ἐμπρὸς» καὶ ἡ σχετικὴ ἀπεικόνιση βρισκόταν
ἀκόμη καὶ στὰ χαρακώματα.

-Κοντὰ στοὺς λεβεντόκορμους στρατιῶτες μας καὶ τοὺς ἀετόφτερους
τσολιάδες μας, οἱ λυγερόκορμες μὲ τὴν γενναία καρδιὰ ῾Ελληνίδες! ῾Ηλι-
κιωμένες, ὥριμες, κοριτσόπουλα, μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὴν παγωνιὰ νὰ ἔχουν
ἀφήσει τὰ σημάδια τους στὶς ὄμορφες καὶ καθαρὲς μορφές τους. Οἱ
γυναῖκες τῆς Πίνδου. Δίπλα στοὺς στρατιῶτες μας, φορτωμένες μὲ κι-
βώτια γεμάτα τρόφιμα, φάρμακα, ἐφόδια, ὁπλισμὸ καὶ κυρίως πυρομα-
χικά.

-Μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες μας, πολὺ κοντά, δίπλα τους, οἱ ἡρωϊκὲς
ἐθελόντριες ἀδελφὲς νοσοκόμες, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους,
νὰ ἀνακουφίζουν τὸν πόνο, μερικὲς φορὲς νὰ σώζουν ἀπὸ τὸν θάνατο.
᾿Αρκετὲς ἀπὸ αὐτὲς βρῆκαν ἡρωϊκὸ τέλος.

-Οἱ κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν χωριῶν τῆς Πίνδου, ἀλλὰ καὶ τῆς Βορείου
᾿Ηπείρου μας, πολλὰ πρόσφεραν στὸν ῾Ελληνικὸ Στρατό, σὰν ὁδηγοὶ
στὶς κακοτοπιές, στὰ δύσκολα μονοπάτια, ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸν προο-
ρισμὸ τῶν στρατιωτικῶν μας μονάδων.

* * *

Καὶ πολλὰ ἄλλα ἔχουν συμβεῖ στὴν πρώτη γραμμή, χωρὶς νὰ λησμο-
νοῦμε καὶ τὶς μεγάλες ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφερε στὸν ἀγῶνα ὅλος ὁ ἑλ-
ληνικὸς λαός, ἡλικιωμένοι, γυναῖκες καὶ παιδιὰ στὰ μετόπισθεν.
Θὰ κλείσουμε μὲ μία πολεμικὴ ἀνταπόκριση στὴν ἐφημερίδα «᾿Αθη-
ναϊκὰ Νέα» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης:

᾿Επρόκειτο σὲ ἕνα Σύνταγμα στὸ μέτωπο νὰ παρασημοφορηθοῦν
ὁρισμένοι ἄνδρες ποὺ διακρίθηκαν ἰδιαίτερα στὶς ἐπιχειρήσεις. ᾿Ανά-
μεσά τους καὶ ἕνας στρατιώτης χαμηλοῦ ἀναστήματος. ῏Ηταν ὁ σαλπι-
γκτὴς τῆς Μονάδας. Τὸ ἡρωϊκὸ κατόρθωμά του; Χρειάσθηκε τρεῖς
ὧρες νὰ ἐπιτίθεται συνεχῶς τὸ Σύνταγμα καὶ ὁ ἥρωάς μας σάλπιζε «προ-
χωρεῖτε» τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες χωρὶς διακοπή, ὥστε νὰ ματώσουν τὰ
χείλη του, νὰ συνεχίζει μὲ ματωμένα χείλη καὶ τελικὰ νὰ καταλήξει στὸ
ἰατρεῖο ἐκστρατείας.

᾿Αθάνατη ἑλληνικὴ ψυχή!
᾿Αθάνατοι... ἥρωες!

(*) Περιοδ. «Σύνδεσμος» Χριστιανικῆς Στέγης Καλαμάτας, ἀριθ. 452, Ὀκτώβριος
2010, σελ. 192-193.





«Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,

Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.

Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,

Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε». 








Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (12 Ὀκτωβρίου)




Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπολόγος, γεννήθηρους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος τολής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε Κωνσταντινουπόλεως, πρυ Βασβίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της  φυσικό, έτυχε καοσέλαε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήτανενδιαφέρον για μάθηση.

Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου μονής 
Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τον Μωυσή.

Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή 
μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε με τον Θεό, 
είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά - σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.

Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.

Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.

Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του 
Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.

Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών 
σωμάτων. Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη 
από την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.

Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, 
Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.

Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. 
αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1022 μ.Χ.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάμαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.

Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.







Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

 ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ  ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ  ΧΑΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΣ




Ἀδελφοί μου, ἄς μεριμνήσουμε μέ ἄγρυπνη φροντίδα γιά τίς ψυχές μας. Ποιός θά μᾶς ξαναδώσει αὐτό τό χρόνο, ἄν τόν χάσουμε; Πραγματικά θά ᾿ ρθει ὥρα πού θ᾿ ἀναζητοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες καί δέν θά τίς βρίσκουμε. Ὁ ἀββάς Ἀρσένιος ἔλεγε πάντοτε στόν ἑαυτόν του: «Ἀρσένιε, γιά ποιό λόγο ἄφησες τόν κόσμο;»1 Ἐμεῖς ὅμως ζοῦμε μέ τόση ἀμέλεια πού οὔτε ξέρουμε γιατί ἀφήσαμε τόν κόσμο, οὔτε ξέρουμε τί σημαίνει αὐτό πού θελήσαμε. Γι᾿ αὐτό, ὄχι μόνο δέν προκόβουμε, ἀλλά καί πάντοτε εἴμαστε γεμάτοι θλίψη. Καί αὐτό μᾶς συμβαίνει ἐπειδή δέν παρακολουθοῦμε ἄγρυπνα τήν καρδιά μας. Πραγματικά, ἄν θελαμε λίγο ν᾿ ἀγωνιστοῦμε δέν θά στενοχωριόμαστε καί δέν θά κουραζόμαστε γιά πολύ. Γιατί καί ἄν ἀκόμα στήν ἀρχή βιάζει κανείς τόν ἑαυτόν του, ὅμως μέ τόν ἀγώνα σιγά – σιγά προοδεύει, καί στή συνέχεια τά κάνει ὅλα ξεκούραστα, γιατί ὁ Θεός βλέπει ὅτι πιέζει τόν ἑαυτόν του καί τόν βοηθάει.

Καί ἐμεῖς λοιπόν ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς βάλουμε ἀρχή, ἄς ἐπιθυμήσουμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή τό καλό. Γιατί καί ἄν ἀκόμα δέν βρισκόμαστε στήν τελειότητα, ὅμως καί μόνο τό νά θέλουμε εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Γιατί ἀπό τή θέληση προχωρᾶμε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στόν ἀγώνα καί ἀπό τόν ἀγώνα βοηθιόμαστε ν᾿ ἀποκτήσουμε τίς ἀρετές. Γι᾿ αὐτό καί ἕνας ἀπό τούς Πατέρες ἔλεγε:
«Δῶσε αἷμα καί πάρε πνεῦμα»2. Αὐτό σημαίνει τό «ἀγωνίσου καί ἡ ἀρετή θά ταυτιστεῖ μέ τό εἶναι σου».

Ὅταν σπούδαζα στόν κόσμο, στήν ἀρχή κουραζόμουνα πάρα πολύ, καί ὅταν ἐρχόταν ἡ ὤρα νά πιάσω βιβλίο στά χέρια μου, ἔνιωθα σάν νά πήγαινα νά πιάσω ἄγριο θηρίο. Καθώς ὅμως ἐπέμενα, βιάζοντας τόν ἑαυτό μου, βοήθησε ὁ Θεός, καί τόσο πολύ συνήθισα τή μελέτη, ὥστε νά μήν καταλαβαίνω τί ἔτρωγα καί τί ἔπινα ἤ πῶς κοιμόμουνα ἀπό τήν πολλή εὐχαρίστηση πού ἔνιωθα ἀπό τήν ἀνάγνωση. Καί ποτέ δέν μέ τράβηξε ἡ ἐπιθυμία νά πάω νά φάω μέ ἕναν ἀπό τούς φίλους μου, ἀλλά οὔτε κἄν τούς συναντοῦσα ὅταν εἶχα διάβασμα, παρόλο ὅτι ἤμουν κοινωνικός καί ἀγαποῦσα τούς φίλους μου.


…….


Παρόμοια, ἄν θέλει κανείς ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετή δέν πρέπει ν᾿ ἀδιαφορεῖ οὔτε ν᾿ ἀφήνει τό νοῦ του νά σκορπάει. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς κάποιος πού θέλει νά μάθει ἀρχιτεκτονική, δέν ἔχει τό νοῦ του σέ ἄλλη τέχνη, ἔτσι καί αὐτοί πού θέλουν νά μάθουν τήν πνευματική τέχνη, δέν πρέπει νά ἔχουν τό νοῦ τους σέ κανένα ἄλλο πράγμα, ἀλλα νύχτα – μέρα νά σκέπτονται γι᾿ αὐτή, πῶς θά μπορέσουν νά τήν ἀποκτήσουν. Ὅσοι ὅμως δέν καταπιάνονται μ᾿ αὐτό τό ἔργο μέ τέτοια διάθεση, ὄχι μόνο δέν προκόβουν, ἀλλά καί τσακίζονται γυροφέρνοντας ἔτσι ἄσκοπα. Γιατί, ἄν καθένας μας δέν ἀγωνιστεῖ μέ ἀνύστακτη φροντίδα καί προσοχή, πολύ εὔκολα θά ξεστρατίσει ἀπό τό σωστό δρόμο πού ὁδηγεῖ στίς ἀρετές.

Γιατί οἱ ἀρετές βρίσκονται στό μέσον. Εἶναι ἡ βασιλική ὁδός γιά τήν ὁποία εἶπε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος Γέροντας:
«Νά βαδίζετε τή βασιλική ὁδό καί νά ξέρετε πόσα μίλια ἔχετε διανύσει»3.

Οἱ ἀρετές λοιπόν, ὅπως εἶπα, βρίσκονται ἀνάμεσα στίς ὑπερβολές καί στίς ἐλλείψεις. Γι᾿ αὐτό ἔχει γραφτεῖ:
«Μή ξεφεύγεις στά δεξιά, οὔτε στ᾿ ἀριστερά (Παροιμ. Δ΄ : 27), ἀλλά νά βαδίζεις στή βασιλική ὁδό» (Ἀριθ. 20, 17).

Καί ὁ Ἅγ. Βασίλειος λέει:
«Εὐθύς στήν καρδιά εἶναι ἐκεῖνος πού ὁ λογισμός του δέν ρέπει σέ ὑπερβολή ἤ σέ ἔλλειψη, ἀλλά ἐκεῖνος πού σκοπεύει τό μέσον, δηλαδή τήν ἀρετή»4.

Νά, τί ἐννοῶ. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ κακία δέν εἶναι τίποτα, δέν ἔχει οὔτε οὐσία οὔτε ὑπόσταση. Ἀλλοίμονο καί ἄν δέν ἦταν ἔτσι! Ἀλλά νά, τί συμβαίνει. Ἡ ψυχή μέ τό νά ξεφύγει ἀπό τή βασιλική ὁδό τῆς ἀρετῆς ἀποκτάει ἐμπάθεια καί τελεσιουργεῖ τό κακό. Στή συνέχεια λοιπόν τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτό τό ἴδιο τό κακό, γιατί χάνει τήν ἀνάπαυση πού εὕρισκε ζώντας φυσικά μέσα στήν ἀρετή…. Ἔτσι καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή κάνει τό κακό εἰς βάρος της, χωρίς αὐτό νά ἔχει προηγουμένως καμιά οὐσία καί ὑπόσταση καί στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ ψυχή τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτό τό κακό.

 Καί καλά εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος:

«Ἡ φωτιά βέβαια γεννιέται ἀπό τά ξύλα καί καίει τά ξύλα, ὅπως ἀκριβῶς τούς κακούς ἡ κακία5, πού γεννιέται ἀπό τούς κακούς καί καταστρέφει τούς κακούς».
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά ἀρρωστημένα σώματα. Ὅταν κανείς δέν προσέξει καί δέν φροντίσει τόν ἑαυτόν του στά θέματα τῆς ὑγείας, προκύπτει στόν ὀργανισμό ἤ πλεονασμός ἤ ἔλλειψη καί ἀπ᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ὑγεία του. Ὥστε πρίν ἀπ᾿ αὐτό δέν ὑπῆρχε καμιά ἀρρώστια, οὔτε τίποτα ἄλλο συνέβαιννε. Καί πάλι ἀφοῦ γιατρευτεῖ τό σῶμα δέν ὑπάρχει πουθενά ἡ ἀρρώστια. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ κακία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, γιατί μ᾿ αὐτήν ἡ ψυχή χάνει τή φυσική κατάσταση τῆς ὑγείας της, πού δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ ἀρετή6. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι οἱ ἀρετές βρίσκονται στή μέση, π.χ. ἡ ἀνδρεία βρίσκεται μεταξύ τῆς δειλίας καί τῆς θρασύτητας. Ἡ ταπεινοφροσύνη βρίσκεται μεταξύ τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Παρόμοια ὁ σεβασμός βρίσκεται μεταξύ τῆς ντροπῆς καί τῆς ἀναίδειας. Ἔτσι, μέ τήν ἴδια ἀναλογία καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές. Ἄν λοιπόν βρεθεῖ ἄνθρωπος πού ἀξιώθηκε ν᾿ ἀποκτήσει αὐτές τίς ἀρετές, αὐτός βρίσκεται ἔντιμος στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ φαίνεται πάντοτε ὅτι τρώει καί πίνει καί κοιμᾶται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἰδιαίτερα ἔντιμος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τίς ἀρετές πού ἔχει. Ἄν ὅμως δέν παρακολουθεῖ κανείς μέ ἄγρυπνο μάτι τόν ἑαυτόν του καί δέν τόν προφυλάσσει, εὔκολα ξεστρατίζει ἤ στά δεξιά ἤ σταριστερά, δηλαδή ἤ στήν ὑπερβολή ἤ στήν ἔλλειψη καί γεννάει τήν ἀρρώστια πού εἶναι ἡ κακία.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ βασιλική ὁδός πού βάδισαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τά δέ μίλια εἶναι οἱ διάφορες καταστάσεις πού πρέπει νά μετράει κανείς πάντοτε γιά νά βλέπει ποῦ βρίσκεται σέ ποιό σημεῖο ἔφτασε, σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται. Νά, τί ἐννοῶ.
Ἐμεῖς μοιάζουμε μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν σκοπό νά περπατήσουν μέχρι τούς Ἁγίους Τόπους.
Καί ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό μιά πόλη, μερικοί περπάτησαν πέντε μίλια καί σταμάτησαν.

Ἄλλοι περπάτησαν δέκα καί ἄλλοι ἔφτασαν μέχρι τή μέση τοῦ δρόμου.

Ἄλλοι δέν περπάτησαν καθόλου, ἀλλά βγῆκαν μέν ἀπό τήν πόλη, παρέμειναν ὅμως ἔξω ἀπό τίς πύλες ἀνάμεσα στά σκουπίδια.

Ἄλλοι ἐνῶ βρίσκονται στό δρόμο, μερικές φορές περπατᾶνε δυό μίλια καί χάνονται καί γυρίζουν πίσω ἤ περπατᾶνε δυό μίλια καί γυρίζουν πίσω πέντε.

Ἄλλοι περπάτησαν μέχρι τήν ἅγια Πόλη, παρέμειναν ὅμως ἔξω καί δέν μπῆκαν μέσα ἀπό τά τείχη της.

………
.

Γιατί ὑπάρχουν τρεῖς καταστάσεις στόν ἄνθρωπο.
Εἶναι αὐτός πού ἀφήνει τά πάθη του νά ἐκδηλώνονται ἐλεύθερα καί ἀνενόχλητα, εἶναι καί ἐκεῖνος πού δέν τά ἀφήνει νά ἐκδηλωθοῦν καθόλου, εἶναι καί αὐτός πού τά ξεριζώνει. Ἐκεῖνος πού ἀφήνει τά πάθη του νά ἐκδηλώνονται εἶναι αὐτός πού συμμορφώνει τή ζωή του μ᾿ αὐτά, αὐτός πού ἀπαιτεῖ νά τοῦ δίνονται οἱ συνθῆκες τῆς δραστηριότητας τοῦ πάθους, σάν νόμιμο δικαίωμα.

Αὐτός πού δέν ἐπιτρέπει στό πάθος νά ἐκδηλωθεῖ, εἶναι ἐκεῖνος πού οὔτε τό ἀφήνει ἐλεύθερο νά ἐκδηλωθεῖ, οὔτε τό ξεριζώνει, ἀλλά μέ περίσκεψη καί κυριαρχημένη θέληση τό ξεπερνάει τή στιγμή τοῦ πειρασμοῦ. Τό κρατάει ὅμως μέσα του.

Αὐτός δέ πού ξεριζώνει τό πάθος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται διαρκῶς καί κάνει ὅλα τά ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει τό πάθος.|

Καί οἱ τρεῖς αὐτές καταστάσεις ἔχουν πολύ πλάτος. Νά, τί ἐννοῶ. Θέλετε ν᾿ ἀναφέρουμε ὁποιοδήποτε πάθος καί νά τό ἐξετάσουμε; Θέλετε νά μιλήσουμε γιά τήν ὑπερηφάνεια ἤ γιά τήν πορνεία; Ἤ θέλετε καλύτερα νά ποῦμε γιά τήν κενοδοξία, ἐπειδή πέφτουμε πολύ σ᾿ αὐτή; Ἀπό κενοδοξία δέν ἀνέχεται ν᾿ ἀκούσει κανείς μιά κουβέντα ἀπό τόν ἀδελφό του. Εἶναι κάποιος πού μόλις ἀκούει ἕνα λόγο ταράσσεται καί λέει πέντε λόγια ἤ δέκα, ἀντί γιά τή μιά κουβέντα πού τοῦ εἶπαν, καί μαλώνει καί ταράσσει. Ἀφοῦ δέ τελειώσει ἡ διαμάχη ἐξακολουθεῖ νά σκέπτεται ἄσχημα ἐναντίον ἐκείνου πού τοῦ εἶπε τό λόγο, καί νά θυμᾶται μέ ἐμπάθεια τό κακό πού τοῦ ἔγινε καί νά λυπᾶται γιατί δέν εἶπε περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα εἶπε. Καί ἑτοιμάζει μέσα του πολύ χειρότερα λόγια γιά νά τοῦ πεῖ καί πάντοτε λέει: «Ἄχ! Γιατί νά μήν τοῦ πῶ κι αὐτό; Καί πρέπει νά τοῦ πῶ καί αὐτό». Καί βρίσκεται πάντοτε ὀργισμένος. Νά, αὐτή εἶναι ἡ μιά κατάσταση. Σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση ἡ ἐνέργεια τοῦ κακοῦ ἔχει παγιωθεῖ στόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό τέτοια κατάσταση. Αὐτή ἡ κατάσταση κάνει τόν ἄνθρωπο ἄξιο τῆς κολάσεως. Γιατί κάθε ἁμαρτία πού δέν ἐξαφανίζεται μέ τή διόρθωση καί τή μετάνοια ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν ἅδη. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμα ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θελήσει νά μετανοήσει, δέν μπορεῖ μόνος του νά ξεφύγει ἀπό τό πάθος, ἄν δέν ἔχει βοήθεια καί ἀπό μερικούς Ἁγίους, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες. Γι᾿ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω, φροντίστε νά κόψετε τά πάθη, πρίν γίνουν μόνιμα ἰδιώματα τῆς ψυχῆς σας.

Εἶναι καί ἄλλος πού ταράσσεται μέν ὅταν ἀκούσει ἕνα λόγο καί λέει καί αὐτός πέντε λόγους ἤ καί δέκα ἀντί γιά τόν ἕνα. Καί στενοχωριέται γιατί δέν εἶπε ἄλλα τρίς χειρότερα ἀπ᾿ αὐτά καί λυπᾶται καί τό θυμᾶται μέ ἐμπάθεια. Μένει δέ μερικές ἡμέρες ἔτσι καί μετά μετανοιώνει.

Ἄλλος μένει ἔτσι μιά μέρα καί μετά μετανοιώνει.

Ἄλλος βρίζει, μαλώνει, ταράσσεται, ταράσσει καί ἀμέσως μετανοιώνει.

Κυτάξτε πόσες διαφορές καταστάσεων. Καί ὅμως ὅλοι αὐτοί εἶναι γιά τόν ἅδη, ἐφόσον ἐπιτρέπουν στό πάθος νά δρᾶ μέσα στήν ψυχή τους.

……….

Καθένας μας λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἄς μάθει σέ ποιά κατάσταση ἀνήκει. Ἄν δηλαδή μέ τή θέλησή του δουλεύει στό πάθος καί τό ἀπολαμβάνει ἤ δέν τό κάνει μέ τή θέλησή του ὅμως νικιέται ἤ παρασύρεται ἀπό τή συνήθεια καί τό κάνει, καί μετά ἀπό τήν πράξη στενοχωριέται καί μετανοεῖ γιατί τό ἔκανε, ἤ ἀγωνίζεται νά συγκρατήσει τό πάθος μέ ἐπίγνωση ἤ μέ τή βοήθεια ἄλλου πάθους ἀγωνίζεται. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, πολλές φορές σιωπᾶ κανείς ἤ ἀπό κενοδοξία ἤ ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ μέ λίγα λόγια ἀπό ἕναν ἐμπαθή ἀνθρώπινο λογισμό. Νά διερωτᾶται ἀκόμα ἄν ἄρχισε νά ξεριζώνει τό πάθος, καί ἄν τό ξεριζώνει μέ ἐπίγνωση καί κάνει ὅλα τά ἀντίθετα ἀπό τό πάθος. Καθένας ἄς μάθει σέ ποιό σημεῖο βρίσκεται, σέ ποιό μίλι τοῦ δρόμου.

Ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἐρευνᾶμε τούς ἑαυτούς μας ὄχι μόνο καθημερινά, ἀλλά καί σέ τακτά χρονικά διαστήματα καί κάθε μήνα καί κάθε ἑβδομάδα, καί νά λέμε:
«Τήν πρώτη ἑβδομάδα τόσο πιεζόμουνα ἀπ᾿ αὐτό τό πάθος, ἄραγε τώρα πῶς εἶμαι»; Κατά παρόμοιο τόπο κατά διαστήματα νά λέμε ὅτι: «Πέρυσι, μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημεῖου μέ νικοῦσε αὐτό τό πάθος. Τώρα ποῦ βρίσκομαι»; Καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καθημερινά νά ἐξετάζουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄν προκόψαμε λίγο ἤ βρισκόμαστε στά ἴδια ἤ χειροτερέψαμε.

Ὁ Θεός νά μᾶς χαρίσει δύναμη, ὥστε καί ἄν ἀκόμα δέν ξεριζώνουμε τό πάθος, τουλάχιστον νά μήν τό ἐνεργοῦμε, ἀλλά νά τό συγκατοῦμε. Γιατί πραγματικά εἶναι πολύ βαρύ πράγμα νά δουλεύουμε τό πάθος καί νά μήν τό ἐλέγχουμε. Καί σᾶς κάνω μιά σχετική παραβολή, μέ τί μοιάζει αὐτός πού ἀφήνει ἀνεξέλεγκτα τά πάθη του καί τά ἐνεργεῖ μέ τό θέλημά του. Μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ὁ ἐχθρός τοῦ ρίχνει ἄπειρα βέλη μέ τό τόξο καί ἐκεῖνος παίρνει αὐτά τά βέλη καί μέ τά ἴδια του τά χέρια τά μπήγει στήν καρδιά του. Ἐκεῖνος πού συγκατεῖ τό πάθος μοιάζει μ᾿ αὐτόν πού χτυπιέται δυνατά ἀπό τόν ἐχθρό του μέ τόξα, ἀλλά εἶναι προφυλαγμένος μέ θώρακα καί δέν τόν τρυποῦν τά βέλη. Ἐκεῖνος τέλος πού ξεριζώνει τό πάθος μοιάζει μ᾿ αὐτόν πού χτυπιέται δυνατά μέ τόξα καί δέχεται τά βέλη καί τά κατατσακίζει ἤ τά στέλνει πίσω στήν καρδιά τοῦ ἐχθροῦ του, ὅπως ἀναφέρεται στόν Ψαλμό: «Ἡ ρομφαία τους ἄς μπεῖ στήν καρδιά τους καί τά τόξα τους ἄς κατατσακιστοῦν» (Ψαλμ. 36 : 15).

Ἄς φροντίσουμε καί ἐμεῖς ἀδελφοί μου, καί ἄν ἀκόμα δέν μποροῦμε τελείως νά στρέψουμε τή ρομφαία τοῦ ἐχθροῦ στήν καρδιά του, τουλάχιστον νά μήν δεχόμαστε τά βέλη καί νά μήν τά μπήγουμε οἱ ἴδιοι στίς καρδιές μας ἀλλ, ἄν εἶναι δυνατόν, νά προφυλαχθοῦμε μέ θώρακα, γιά νά μήν πληγωθοῦμε ἀπό αὐτά.

Ὁ καλός Θεός ἄς μᾶς προστατέψει ἀπό αὐτά καί ἄς μᾶς δώσει ψυχική ἀγρύπνια καί ἐπιμέλεια καί ἄς μᾶς ὀδηγήσει στό δρόμο Του. Ἀμήν.

 Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν!

 Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ι΄ σελ. 251)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,

Ἱερά Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Πηγή: www.hristospanagia.gr

-------------------------------------------------------------

1Ἀβ. Ἀρσεν. P. G. 65, 1054.
2Ἀβ. Λογγίνος P.G. 65, 257B.
3Ἀβ. Βεν. P. G. 65, 145A.
4Μ. Βασ. P.G. 29, 244 D. Μ. Βασ. P.G. 30, 409 C. Γρηγ. Νύσ. P. G. 35, 1152 C.
5Γρη. Ναζ. P. G. 35, 1152 C.
6«Εἰσί δέ καί παρ᾿ ἡμῖν αἱ ἀρεταί κατά φύσιν, πρός ἅς ἡ οἰκείωσις τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκ διδασκαλίας ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεως ἐνυπάρχει. Ὡς γάρ οὐδείς ἡμᾶς λόγος διδάσκει τήν νόσον μισεῖν, ἀλλ᾿ αὐτόματον ἔχομεν τήν πρός τά λυποῦντα διαβολήν· οὕτω καί τῇ ψυχῇ ἔστι τις ἀδίδακτος ἔκκλισις τοῦ κακοῦ. Κακόν δέ πᾶν ἀρρωστία ψυχῆς· ἡ δέ ἀρετή λόγον ὑγείας ἐπέχει. Καλῶς γάρ ὡρίσαντό τινες ὑγιείαν εἶναι τήν εὐστάθειαν τῶν κατά φύσιν ἐνεργειῶν. Ὅ καί ἐπί τῆς ψυχήν εὐεξίας εἰπών, οὐχ ἁμαρτήσει τοῦ πρέποντος. Ὅθεν ὀρεκτική τοῦ οἰκείου καί κατά φύσιν αὐτῇ ἀδιδάκτως ἐστίν ἡ ψυχή».
(Μ. Βασ. P.G. 29, 196C ).