Τόν
βλέπανε,πού δέν πάταγε στήν γη,αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι,πού χάθηκε
απ' τά μάτια τους.
...Αυτός ό τσοµπάνος, πού
πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη,
γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν
γυναίκα του απ” τόν κόσµο µακρυά, µέ τά
ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό,
παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του
καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε
νά λέη ό Προκόπης. Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου
βρέθηκε στό χωριό γιά τίς δουλειές του,
πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλησιά,
γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής
ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς
στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό
κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού,
πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν
δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει
νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε
συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν
εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή
ψυχηκάρηδες καί νά έλεούµε, γιατί τό
ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν
κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται.
Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο,
τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν
Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο
άτελείωτον! «Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι
ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην
µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ
της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;“Όλοι
ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού
µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν
τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια
του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε
δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί
νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε
ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν
µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:Καί
µετά τί έγινε:Πως πήγε στόν Παράδεισον;“Όταν
γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν
γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο
µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν
άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. “Ετσι
κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι
µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί
ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν
ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά
χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι
αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό
βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο
καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο
δρόµο γιά τόν Παράδεισο.“Εφαγε καί τό
ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε
καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη.Τό
ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε.Τήν
πέµπτη µέρα πείνασε πολύ καί σκέφτηκε
τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν
άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του,
είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι.
“Έσυρε λοιπόν καί πήγε.Χτύπησε τήν
πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό
Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο
του.Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά
του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά
του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο.Κι έβλεπε
ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε,
όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες.
Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε
τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό
σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον
τόν Χριστό, άναφώνησε:“Ωχου, τό παλληκάρι,
τό λαβώσανε οί άτιµοι! “Ωχου καί τόν
έχουν κρεµασµένον ακόµα!
Τήν ίδια στιγµή,
ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα,
τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη,
συνέχισε ο Προκόπης. Ό καλόγερος όµως
µπαίνοντας τόν άκουσε,πού µιλούσε στόν
σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:Μιλούσες µέ
κανέναν, άδερφέ;Ό Μαυρογένης, πού
υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι
απ” αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε
τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε
στόν σταυρωµένον:“Έ, παλληκάρι! Μπορείς
νά κατεβεις; από κεί πάνω, νά “ρθης νά
φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά
“ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;“Οχι. Μπορώ καί
µόνος µου νά κατέβω. “Ερχοµαι.Κατέβηκε
τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε
ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον
πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ
τόν τσοµπάνο. “Εκείνος τούπε νά τόν
πάρη µαζί του,τώρα πού πάει νά συναντήσει
τόν Θεό.Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό
Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί
θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο.“Εγώ
γι” αυτό πάω στόν Θεό. “Ερχεσαι µαζί
µου; Δέν πρόλαβε όµως ο Σταυρωµένος ν”
άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο
καλόγερος.Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε
γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ
ανοιγµένα χέρια.Καί ο καλόγερος ρώτησε
τόν τσοµπάνο:Τώρα µή µου πης πώς δέν
µίλαγες µέ κανέναν.Σ” ακουσα µέ τά ίδια
µου τ” αυτιά.Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;Ό
Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε
καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς
μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι,
πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε
μαζί τό βρισκάμενο.Καί είπε στόν
καλόγερο:Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε,
αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό
παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε
τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε
ψυχοπονιάρηκα;Κατάλαβες;Τό λυπήθηκα
λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά
πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί.Κακό
εκανα;“Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα
νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε
κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του
είπε ό τσομπανος.Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε
όλα στόν Ήγούμενό του.
“Ύστερα, λέγει η
ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ
τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε
μετάνοια στόν τσομπανο,πού έφαγε μαζί
με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν
παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα
καί γι” αύτούς, όταν συναντήσει τόν
Θεό.Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά
σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο
τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε
το νά φάη καί νά ντυθη,πού είναι όλόγυμνος
καί πληγωμένος.Κι αν δέν τόν θέλετε
έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.
Έκείνοι κοκκαλώσανε
απ” τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ
Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα
χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο
στόν ίσιο δρόμο, πού ακολουθούσε κι,όταν
έκείνος απομακρύνθηκε,τόν βλέπανε πού
δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν
αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ” τά μάτια
τους.Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά
πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο.Γιατί
λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως
κάνει κι ό Θεός.Έγώ γράμματα δέν ξέρω
γιά νά τά πώ πιο όμορφα,αλλά θυμάμαι τόν
παππού μου τόν Χαραλάμπη,πού έλεγε πώς
ό,τι κάνεις σ” αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά
σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό
τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού
άκουσα.
Από το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου «Οι
εραστές του παραδείσου»,Εκδόσεις
Αστήρ.Πηγή.Άγια Μετέωρα.Τίτλος,επιμέλεια
κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Ο Άγιος Συμεών
ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949
μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από
γονείς ευσεβείς και εύπολόγος, γεννήθηρους, τον
Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος τολής παιδείας. Όμως ο
Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε Κωνσταντινουπόλεως, πρυ Βασβίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της φυσικό, έτυχε καοσέλαε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήτανενδιαφέρον για μάθηση. Κατά την
εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν
μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου,
ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο
μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο
πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το
έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών
προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου
ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ
χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ
διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών
παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ,
τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο
με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην
Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα
με τον Μωυσή.
Κάποτε ο Γέροντάς του,
του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα
των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και
Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του
προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το
βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού,
που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου
Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια,
ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα
σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια». Ο
Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο
αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε
αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η
συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι
θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα
ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή
και την μελέτη του μέχρι την ώρα που
άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι
τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η
συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν
φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο
βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς
καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα
ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία
θεάματα. Κάποια νύχτα, λοιπόν, που
προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε
με τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο
φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει
προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα
μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς
ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το
φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε
ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του,
ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα,
νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα.
Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο
κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε,
ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό
το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού
μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη,
γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα
δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του
πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή
την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς
να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα,
εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του
σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά
- σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του
και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο
δωμάτιο.
Μετά από αυτή τη θεωρία, ο
Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά
του να τον κείρει μοναχό. Αλλά ο
πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε,
επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι
ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου
του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά.
Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα
των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου
Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του
πνευματικού του.
Κατά το έτος 970 μ.Χ.
ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του
και τους ανακοίνωσε την κλίση του για
τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι
προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση
του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του
Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως
την πατρική περιουσία που του ανήκε και
κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο
αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου
Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο
Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή
του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη
εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους
πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε
τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε
ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την
ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του
Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση
των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε
ηγούμενος της μονής. Ως ηγούμενος
ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές
δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την
κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το
ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν
με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων.
Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε,
η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών
απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες.
Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη
αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι
οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την
διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να
επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά
την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς
χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς
οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ
χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ
φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς
ἀλάστορας». Αυτό ήταν αρκετό να
αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους
μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την
συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο
Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν
αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από
αυτόν, εξεπλάγη από την μανία και τον
φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε
να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών
παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους
συγχωρέσει. Ο Όσιος, παρά τα πολλά
καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό
να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες»,
τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους
«κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά,
Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Δυσάρεστα
ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε
ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης
Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό
ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο
σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο
του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε
προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη
Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου
ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την
Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και
μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν,
εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του
Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε
με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο
και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί
της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός
πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό
και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε
να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί.
Και πάλι βρέθηκε αθώος. Ο Όσιος
παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως
ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. αποσύρθηκε
σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο
της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν
και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής
του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το
έτος 1022 μ.Χ. Η Σύναξη αυτού ετελείτο
στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου
Μάμαντος και στη μονή της Αγίας
Μαρίνας. Για τη θεολογική του
κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος
τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά
τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου,
επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν
από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα
πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους
ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος
φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε,
μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη
και έχοντας τα χέρια υψωμένα και
προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ
ὅλος λαμπρότητος». Από τις συγγραφές
του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και
θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά
ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα
ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.
Την ζωή μας την έχουμε κάνει
παιδικό παιχνίδι· όχι όμως αθώο, αλλά
αμαρτωλό. Γιατί, ενώ γνωρίζουμε τον
σκοπό της ζωής μας, τον παραμελούμε και
ασχολούμαστε με μάταια και άσκοπα
ζητήματα.
* Παραδινόμαστε στην απόλαυση
των ενδυμάτων, αντί να σκεπάζουμε άνετα
και ευπρεπώς το σώμα μας και έτσι να το
προστατεύουμε από επιβλαβείς επιδράσεις. * Παραδινόμαστε στην απόλαυση
του χρυσού και του αργύρου, θαυμάζοντάς
τα στα θησαυροφυλάκια. Αντί να το
χρησιμοποιούμε μόνον για τις πραγματικές
μας ανάγκες και να δίνουμε τα τυχόν
περισσεύματα σε όσους έχουν ανάγκη.
*
Παραδινόμαστε στην απόλαυση των κατοικιών
μας. Αντί να έχουμε απλώς ασφαλή, άνετη
και ευπρεπή στέγη για την προστασία μας
από τα στοιχεία της φύσης.
*
Παραδιδόμαστε στην απόλαυση των
διανοητικών μας χαρισμάτων, του νου και
της φαντασίας και τα μεταχειριζόμαστε
για να υπηρετήσουμε απλώς την αμαρτία
και την ματαιότητα του κόσμου τούτου.
Αντί να χρησιμοποιήσουμε αυτά, προ
παντός, για να γνωρίσουμε τον Πάνσοφο
Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου για
προσευχή· για ικεσία για δοξολογία του
Θεού· και για να εσωτερικεύσουμε αμοιβαία
αγάπη και σεβασμό.
* Παραδινόμαστε στην απόλαυση
της γνώσεως της κοσμικής ματαιότητας
και για την απόκτηση της γνώσεως αυτής
δαπανούμε πολύτιμο καιρό, ο οποίος μας
δόθηκε για να ετοιμασθούμε για την
αιωνιότητα.
* Παραδινόμαστε στην
απόλαυση ωραίων ανθρωπίνων προσώπων
και πολλές φορές τα μεταχειριζόμαστε
για ικανοποίηση των παθών μας.
*
Παραδινόμαστε, τέλος, στην απόλαυση των
εαυτών μας, με το να θεωρούμε είδωλα
τους εαυτούς μας, ενώπιον των οποίων
υποκλινόμαστε (και θαυμάζουμε!). Και,
επιπλέον, περιμένουμε (και κάποτε
απαιτούμε!) και οι άλλοι να υποκλίνονται). Ποιός
μπορεί, με τρόπο ικανοποιητικό, να
περιγράψει και να θρηνήσει τη μεγάλη
ματαιότητα και αθλιότητα, στις οποίες
εκούσια ρίχνουμε τους εαυτούς μας;
Ποιά απάντηση θα δώσουμε στον
αθάνατο Βασιλέα Χριστό, τον Θεό μας, ο
Οποίος θα έλθει πάλι για να κρίνει ζώντες
και νεκρούς; Και να αποκαλύψει τις
κρυμμένες σκέψεις όλων των καρδιών και
να λάβει από μας απάντηση και απολογία
για κάθε λόγο και έργο μας;
Αλλοίμονο
σε μας, οι οποίοι φέρομε το όνομα του
Χριστού, δεν ακολουθούμε όμως την
διδασκαλία του Ευαγγελίου! Ας είναι
ευλογημένο το όνομα του Σωτήρα μας Ιησού
Χριστού, ο Οποίος μας προσκαλεί συνεχώς
κοντά του και μας ενισχύει ποικιλοτρόπως
σε αυτή μας την πορεία.
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ (ΤΟΤΕ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ) ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΚΑΝΤΙΩΤΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΟ 1967! ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ ΛΙΓΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ
ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ:
"ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ
ΟΤΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΜΟΥ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ
ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΑΘΕΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ
ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΚΑΙ
ΤΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΑΥΤΟ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ".
"ΤΙ ΕΙΝΑΙ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ; ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΟ ΚΑΡΥΔΙ,
ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΠΑΝΕ ΤΑ ΣΑΠΙΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΩΝ
ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ ΑΥΤΟ!"
"ΕΙΣΘΕ
ΤΟ ΦΡΕΝΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
ΧΩΡΙΣ ΦΡΕΝΟ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ. ΑΝ ΔΕΝ
ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΟΝΤΟ
ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ!"
Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη
πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας
για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει.
Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε
στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας
μυστικά μέσα στην καρδιά του, όπως ο
Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος,
τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η
καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση,
να μεταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά.
Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το
πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη
στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό
ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ.
32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α' Κορ.
10, 4).
Να μη σας κάνει όμως εντύπωση
που αποκάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί
αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος
Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί
αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία»
(Β' Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ' αυτόν που έχει
τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του
φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα
αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού
προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι
δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος.
Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά
τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται
λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά
δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη
χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν
λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά»
(Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη
που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα
ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδάσκαλό
τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο
Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη
που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν
μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις
ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που
οφείλεται στη ραθυμία του.
Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε
σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε
και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και
όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ,
όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον
ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την
Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το
ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο
όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί
από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε
λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως
εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν
έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί
επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.
Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια
λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς
μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα
πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυπούμαστε
για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με
τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση.
Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε
ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον
όλων την αμαρτία του, κατέκρινε τον
εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο
ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία
Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν
τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ
εβδομήντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού
πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την
βαθιά του κατάνυξη και την ομολογία
της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη
του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο
Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις
αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43,
26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο
Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε
τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε»
(Α' Κορ. 11, 31).
Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται
ότι απέφυγε την καταδίκη του Νόμου,
διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την
αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν,
συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο,
και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη
μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα
ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με
τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν
συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά
και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά
την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα
τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί»
(Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες
και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό
και δαιμονικό βάραθρο της απογνώσεως,
ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο
της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο:
«Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση
ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην
καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν
την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές
τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν
μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς
τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη.
Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή,
γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη
λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν,
σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός:
«Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα
να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.).
Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και
τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους
τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα
στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην
ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του
πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες
της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση
και έλεος από τον Θεό.
Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και
η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη
μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς
να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη
που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν
δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο
Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν
κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως»
(Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι
μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ
εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος
είναι και ο Θεός του Ιωνά.
Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε
μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις
βαριές συνέπειες της αμαρτίας τους,
δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο
Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και
κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε
τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.
Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν
υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός
όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται
Βασιλεία Ουράνια. Ταυτόχρονα, μας
προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του
κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της
εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά
αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά
ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε
όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια,
γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του
κόσμου» (Α' Κορ. 7, 31).
Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους
Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών
πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για
φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε
βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για
ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο
ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος
απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με
αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις
αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν,
αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά
τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα
λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε
τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο.
Και αυτό θα γίνει από την απέραντη
μακροθυμία του Χριστού.
Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού
σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και
λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά
σου και την ανάλγητη καρδιά σου,
«θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή
κατά την ημέρα της συντέλειας και της
δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι
ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά
τα έργα του.
Σ' εκείνους που ζητούν, με τη
ζωή της μετάνοιας και της υπομονής,
με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς,
την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώσει
ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια
και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως
παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και
αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια
αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κόλαση.
Ο προφήτης Δαυίδ επίσης
αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης».
Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει
την αξία της σωτήριας λύπης και της
κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και
την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το
πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που
ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που
δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον
Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον
του Κυρίου την ανομία μου, και Συ
συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου»
(Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια
τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και
ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’
αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή,
θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο
την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του
και τη θεραπεία.
Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε
πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν
οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα
και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως
και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ.
72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και
σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου»
(Ψαλμ. 34, 14)...
Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας
προσκυνήσουμε και ας προσπέσουμε
και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης
μας προτρέπει- ενώπιον του Κυρίου
που μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια
και σ' αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος
και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος
που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει
σ' Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν
έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμένους
Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί
να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει
υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί
Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι
που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν
παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4).
Υπάρχει κανένας που μπορεί να
ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και
γι' αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά
και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα
σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να
έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια
είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή
του λόγου μας αναφέραμε και μια ακόμα
αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού
λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον
τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο
και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα
τη θέα στερούμαστε. Και όχι μόνο
Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου.
Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλλάξαμε
τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και
επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε.
Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο
συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή
με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη
ζωή. Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το
τι έχουμε στερηθεί, δεν θα πονέσει
και δεν θα πενθήσει γι' αυτό; Αν υπάρχει
κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει,
τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.
Επομένως, εμείς τώρα που
γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία
της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας
πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί,
και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που
έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που
έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος.
Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και
τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την
αιώνια παρηγοριά και ανάπαυση θα
απολαύσουμε. * Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την
αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο
πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση,
μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο
και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και
πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
Από την ΚΘ’ ομιλία
του Αγ. Γρηγορίου (P.G. 151, 364-376) στο Ευαγγέλιο
του Ματθαίου της ΣΤ’ Κυριακής . για την
«κατά Θεόν λύπη»
(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο
«ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους
Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά
Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).