A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Εὐχετήριο μήνυμα πρός μελλονύμφους καὶ Συμβολισμοὶ Γάμου


 Αποτέλεσμα εικόνας για Συμβολισμοὶ Γάμου


Ἀγαπητοί μου,

Σὲ λίγο θὰ σταθῆτε μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ ἑνώσετε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ ὄνειρά σας, νὰ ξεκινήσετε μιὰ νέα πορεία, νὰ ἀρχίσετε μιὰ καινούργια ζωή, νὰ θεμελιώσετε μιὰ εὐλογημένη οἰκογένεια. Ἀνθισμένα στεφάνια θὰ στεφανώσουν τὰ μέτωπά σας καὶ θὰ σᾶς συνοδεύσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν νέα πορεία σας καὶ τὴν καινούρια ζωή σας οἱ εὐλογίες τῶν λειτουργῶν της Ἐκκλησίας, ἡ ἀγάπη καὶ οἱ εὐχὲς τῶν γονέων σας, τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων σας ὅλων ἐκείνων ποὺ σᾶς ἀγαποῦν. Ὅλοι θὰ σᾶς καμαρώνουν καὶ θὰ στηρίζουν σὲ σᾶς μεγάλες προσδοκίες καὶ ὄνειρα. Εὐχὴ καὶ προσευχὴ ὅλων θὰ εἶναι ἡ πορεία ποὺ ἀρχίζετε νὰ εἶναι γαλήνια καὶ εἰρηνική. Νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπιτυχία. Στὴν ἐκπλήρωση τῶν ὀνείρων σας καὶ στὴν πραγμάτωση τῶν προσδοκιῶν σας.

Ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι στὴ ζωὴ δὲν εἶναι πάντα ὅλα ρόδινα. Ἔρχονται συχνὰ προβλήματα καὶ δυσκολίες. Τὴν θάλασσα τοῦ βίου πολλὲς φορὲς ἀναστατώνουν θύελλες καὶ καταιγίδες. Κάποτε τὰ ὄνειρα σβήνουν καὶ οἱ ἐλπίδες διαψεύδονται. Αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες γιὰ νὰ σταθῆτε ὄρθιοι καὶ νὰ μὴ λυγίσετε, στηριχθῆτε στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Θὰ παίρνετε τότε δύναμη καὶ ὑπομονή. Θὰ διατηρῆτε ἀμείωτη τὴν ἀγάπη σάς, ἀταλάντευτο τὸν ἀλληλοσεβασμό σας, ἀρραγῆ τὴν ἑνότητά σας.

Ὅπως κατὰ τὴν Ἱεροτελεστία τοῦ Γάμου σας πίνετε τὸ ἴδιο κρασὶ ἀπὸ κοινὸ ποτήρι, ἔτσι νὰ μοιράζεσθε ἀπὸ κοινοῦ στὴν ὑπόλοιπη ζωή σας τὶς χαρὲς καὶ τὶς πίκρες τοῦ βίου. Καὶ τότε οἱ λῦπες θὰ μειώνονται καὶ οἱ χαρὲς θὰ πολλαπλασιάζονται. Οἱ καρδιές σας θὰ θερμαίνονται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἑνωμένοι καὶ δυνατοὶ θὰ διασχίζετε τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς. Θὰ παλεύετε καὶ θὰ νικᾶτε. Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς προστατεύει καὶ ἡ Παναγία θὰ σᾶς σκεπάζει. Κανένας καὶ τίποτα δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸ ναυάγιο. Καὶ νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι θὰ φτάσετε ἀσφαλεῖς στῆς χαρᾶς τὸ λιμάνι. Θὰ ζήσετε στερωμένοι καὶ εὐτυχισμένοι καὶ θὰ καμαρώσετε παιδιά, ἐγγόνια καὶ δισέγγονα «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σας». Αὐτὸ σᾶς εὔχομαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη


ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ


1. Οἱ ἀναμμένες λαμπάδες φέρουν στὴ μνήμη μας τὶς πύρινες φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι οἱ μελλόνυμφοι προσκαρτεροῦν τὴν κάθοδο τῆς Θείας Χάριτος γιὰ τὴν δική τους Πεντηκοστή. Ἒρχονται σβησμένες στήν Εκκλησία, καί φεῦγουν ἀναμμένες. Βρίσκονται πάντοτε μπροστά ἀπό τό ζευγάρι, συμβολίζοντας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ παίρνουν ἀπό τό Μυστήριο ποῦ θά φωτίζει τό δρόμο τους, στήν καινούργια τους ζωῆ.

2. Τὸ δακτυλίδι, συμβολίζει τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας καθὼς καὶ τὴν εὐλογία ποὺ παίρνει τὸ ζευγάρι ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ νὰ θεμελιώσει μιὰ νέα οἰκογένεια.

3. Τὸ κοινὸ ποτήριο συμβολίζει τὴν κοινὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ ζευγάρι. Θὰ γευθοῦν καὶ θὰ μοιρασθοῦν τὶς ἴδιες χαρὲς καὶ τὶς ἴδιες λῦπες, ποὺ τοὺς ἐπιφυλάσσει ὁ βίος, ἀφοῦ οἱ δρόμοι τους ἑνώθηκαν σὲ ἕνα. - Μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τήν εὐχῆ τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ὁ ἰερέας δίδει στοῦς νεόνυμφους νά πιοῦν ἀπό 3 φορές ὁ καθένας ἀπό τό κοινό ποτήριο. Ἡ πράξη αὐτή ἒχει τήν ἒννοια νά μᾶς θυμίζει ὂτι ῶς τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὀ γάμος γινόταν μέσα στῆ Θεία Λειτουργία καί οί νεόνυμφοι κοινωνούσαν. Μέ τήν κρίση πού διέρχεται σῆμερα ὀ γάμος, καθίσταται ἐπιτακτική ἠ ανάγκη νά ξανασυνδεθεί μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς σπάει τό φράγμα τοῦ εγωισμοῦ καί ἐμπνέει τήν ἀγάπη ποῦ ἐνῶνει, καί ἀντί τοῦ Εγῶ τοῦ κάθε συζύγου δημιουργεί τό συζυγικό Ἐμεῖς.

4. Ὁ κυκλικὸς χορός, γύρω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῶν νεόνυμφων καὶ τὴν ὑπόσχεση νὰ περιστρέφεται ἡ ζωή τους γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἰερέας «εἰσοδεύει» τοῦς νεόνυμφους 3 φορές γύρω ἀπό τό τραπέζι, σέ σχῆμα κύκλου ψάλλοντας μαζί μέ τοῦς ψάλτες 3 τροπάρια: «Ἡσαΐα χόρευε...», «Ἅγιοι μάρτυρες...» καί «Δόξα σοι Χριστέ...». Ὁ παράνυμφος κρατά ἀπό πίσω τά στέφανα. Ὁ κυκλικός χορός συμβολίζει τή νοσταλγία τοῦ παραδείσου καί τήν ἀναζήτηση τῆς αἰωνιότητας. Ἐκφράζει τή φυσική χαρά καί τό πανηγυρικό αἲσθημα. Τό ρύζι ἒχει τήν ἒννοια τῆς εὐχής γιά τό ρίζωμα τῶν νεονήμφων.

5. Οἱ στέφανοι εἶναι τὰ ἔπαθλα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἁγνότητας ποὺ ἔφτασαν ὡς τὴν κατάκτηση τῆς νίκης.



Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Παρθένος (8 Ὀκτωβρίου) , Λόγος Ἐγκωμιαστικός τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια
του βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284).

Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή,
ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της
καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς
στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια
της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ
τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ, ἁγνὴ καὶ
παρθένος.

Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της
στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν
ἀγροίκων στρατιωτῶν


Λόγος Ἐγκωμιαστικός εἰς τῆν Ἁγία Πελαγία τῆν Παρθένο τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου
Ας είναι ευλογητός ο Θεός· διότι και γυναίκες πλέον περιπαί­ζουν το θάνατο, και κόρες τον περιγελούν, και παρθένες, και μά­λιστα πολύ νέες και που δεν γνώρισαν γάμο, σκιρτούν επάνω στα ίδια τα κεντριά του άδη χωρίς να παθαίνουν τίποτε το φοβερό. Όλα αυτά λοιπόν τα αγαθά μάς δόθηκαν εξαιτίας του Χριστού που γεν­νήθηκε από Παρθένο· διότι μετά τους μακάριους εκείνους ανυπό­φορους πόνους και την φρικωδέστατη γέννηση ατόνησαν τα νεύρα του θανάτου, παρέλυσε η δύναμη του διαβόλου, και όχι μόνο στους άνδρες πλέον, αλλά και στις γυναίκες έγινε ευκαταφρόνητος, και όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στις κόρες.

Όπως ακριβώς δηλα­δή κάποιος άριστος ποιμένας συλλαμβάνοντας το λιοντάρι που προκαλεί φόβο στα πρόβατα και εξολοθρεύει όλο το κοπάδι, αφού βγάλει τα δόντια του, κόψει τα νύχια του και κουρέψει τα μαλλιά του, το κάνει ευκαταφρόνητο και καταγέλαστο, παραδίνοντάς το έτσι στα αγόρια και τα κορίτσια των βοσκών να το περιπαίζουν, έτσι λοιπόν και ο Χριστός, τον θάνατο, που ήταν φοβερός στη φύση μας και προκαλούσε φόβο σ’ ολόκληρο το γένος μας, αφού τον συνέλαβε και διέλυσε όλο το φόβο που προκαλούσε, τον παρέ­δωσε, ώστε να τον περιπαίζουν και παρθένες.
Γι’ αυτό και η μακαρία Πελαγία έτρεξε προς αυτόν με τόση μεγάλη ευχαρίστηση, ώστε να μη περιμένει ούτε τα χέρια των δημίων, ούτε να οδηγηθεί σε δικαστήριο, αλλά με την υπερβολική προθυμία της να προλάβει την σκληρότητα εκείνων. Διότι είχε προετοιμαστεί και για τα βασανιστήρια και κολαστήρια και για κάθε εί­δος τιμωριών, αλλά φοβόταν μήπως χάσει το στεφάνι της παρθε­νίας. Και για να μάθεις ότι φοβόταν την ασέλγεια των ασεβών, προλαβαίνει και αρπάζει από πριν τον εαυτό της από την αισχρή ατίμωση· εκείνο που κανένας από τους άνδρες δεν επιχείρησε ποτέ να κά­νει, αλλά οδηγήθηκαν όλοι στο δικαστήριο και εκεί επέδειξαν την ανδρεία τους, οι γυναίκες, εξαιτίας της εύκολης επιδράσεως που δέχεται η φύση τους, επινόησαν για τον εαυτό τους αυτόν τον τρόπο θανάτου.

Διότι, εάν ήταν δυνατό και την παρθενία να διαφυλάξει και να επιτύχει τα στεφάνια του μαρτυρίου, δεν θα απέφευγε την ει­σαγωγή της στο δικαστήριο· και επειδή έπρεπε οπωσδήποτε το ένα από τα δύο να το χάσει, θεωρούσε σαν την πιο χειρότερη μορφή παραλογισμού, ενώ μπορούσε να επιτύχει τη νίκη και των δύο, να φύ­γει από τη ζωή λαμβάνοντας το ένα μόνο στεφάνι. Γι’ αυτό δεν θέ­λησε να μεταβεί στο δικαστήριο, ούτε να γίνει θέαμα στα ακόλαστα μάτια, ούτε να επιτρέψει στα ασελγή βλέμματα να νοιώσουν απόλαυση βλέποντας το πρόσωπό της και ν’ ατιμάσουν το άγιο εκείνο σώμα, αλλά από το σπίτι και τον γυναικωνίτη ήλθε σε άλλο σπίτι, τον ουρανό.

Πράγματι είναι μεγάλο πράγμα το να δει κανείς δημίους να στέκονται γύρω-γύρω και να τρυπούν τις πλευρές, δεν είναι όμως καθόλου κατώτερο και αυτό από εκείνο. Διότι σ’ εκείνους, επειδή οι αισθήσεις έχουν ήδη παραλύσει εξαιτίας των ποικίλων βασανι­στηρίων, δεν φαίνεται πλέον ο θάνατος φοβερός, αλλά θεωρείται σαν κάποια απαλλαγή και ανακούφιση από τα μελλοντικά κακά. Αυτή όμως που δεν έπαθε ακόμη τίποτε τέτοιο, αλλ’ είχε ακέραιο ακόμη το σώμα της και δεν αισθανόταν κανένα πόνο μέχρι στιγμής, χρειάζεται κάποιο μεγάλο και γενναίο φρόνημα, εάν πρόκειται με βίαιο θάνατο να στερήσει από τον εαυτό της την παρούσα ζωή.

Ώστε, όταν θαυμάζεις εκείνους για την καρτερία τους, θαύμασε και αυτήν για την ανδρεία της· όταν νοιώσεις έκπληξη για την υπο­μονή εκείνων, νοιώσε έκπληξη και για το γενναίο φρόνημα της, διότι είχε την τόλμη να υποστεί τέτοιο θάνατο. Και μη προσπερά­σεις έτσι απλώς το συμβάν, αλλά σκέψου ποια φυσικό ήταν να είναι η διάθεση μιας απαλής κόρης, που δεν γνώριζε τίποτε επί πλέον από το θάλαμό της, βλέποντας για μια στιγμή να καταφθάνουν στρατιώτες, να στέκονται μπροστά στη πόρτα της και να την καλούν στο δικαστήριο, να την σύρουν στην αγορά για τέτοια και τόσο με­γάλα πράγματα. Δεν υπήρχε μέσα ούτε ο πατέρας της, ούτε η μητέ­ρα της, ούτε η τροφός της, ούτε η υπηρέτρια, ούτε γείτονας, ούτε φίλη, αλλ’ είχε απομείνει μόνη ανάμεσα σ’ εκείνους τους δημίους.

Το ότι λοιπόν μπόρεσε να βγει και ν’ αποκριθεί σ’ εκείνους τους δημίους στρατιώτες, ν’ ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, το να τους δει, το να σταθεί και ν’ αναπνεύσει, πώς δεν είναι άξιο εκπλήξεως και θαυμασμού; Δεν ήταν αυτά γνωρίσματα της ανθρώπι­νης φύσεως. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος το πρόσφερε η βοήθεια του Θεού. Όμως ούτε αυτή στάθηκε τότε αργή, αλλά πρόσφερε όλα όσα εξαρτιόνταν από την ίδια, όπως την προθυμία, το φρόνημα, τη γενναιότητα, τη θέληση, την προαίρεση, την προσέλευση με εν­θουσιασμό και βιασύνη. Το να γίνουν όμως όλα αυτά, αυτό κατορθώθηκε με τη βοήθεια του Θεού και την ουράνια εύνοια. Ώστε αξίζει και να τη θαυμάζει κανείς και να την μακαρίζει· να την μακαρίζει εξαιτίας της συμμαχίας του Θεού, και να την θαυμάζει για τη δική της προθυμία. Διότι ποιος θα ήταν δυνατό να μην εκπλαγεί δίκαια, ακούοντας, ότι μέσα σε μια στιγμή έλαβε μια τόσο μεγά­λη απόφαση, την ενέκρινε με προθυμία και την πραγματοποίησε;

Διότι βέβαια γνωρίζετε όλοι, ότι εκείνα που πολλές φορές με­λετήσαμε επί μακρόν χρόνο, όταν ήρθε ο καιρός που ζητούσε την πραγματοποίησή τους, επειδή ο νους μας κυριεύθηκε από λίγο φόβο, όλες εκείνες τις σκέψεις τις απορρίψαμε και φοβηθήκαμε για μια στιγμή από την αγωνία. Αυτή όμως μπόρεσε μέσα σε μια στιγμή και να δεχθεί και ν’ αποφασίσει και να πραγματοποιήσει μια τόσο φρικτή και φοβερή απόφαση, και ούτε το φοβερό των παρό­ντων εκεί στρατιωτών, ούτε το δύσκολο του καιρού, ούτε η ερημία της επιβουλευόμενης, ούτε το ότι είχε εγκαταλειφτεί μόνη μέσα στο σπίτι, ούτε τίποτε άλλο θορύβησε τη μακαριά εκείνη, αλλά σαν να υπήρχαν εκεί παρόντες κάποιοι φίλοι και γνωστοί, έτσι όλα τα έκαμε χωρίς φόβο, και πολύ σωστά. Διότι δεν ήταν μέσα μόνη, αλλ’ είχε σύμβουλο τον Ιησού· εκείνος τη βοηθούσε, εκείνος άγγι­ζε την καρδιά της, εκείνος έδινε θάρρος στη ψυχή της, εκείνος μόνος απομάκρυνε το φόβο. Και αυτά δεν τα έκανε τυχαία, αλλ’ επει­δή η μάρτυς είχε προετοιμάσει προηγουμένως τον εαυτό της άξιο της βοήθειας εκείνου.

Αφού βγήκε λοιπόν έξω ζήτησε χάρη από τους στρατιώτες, να της επιτραπεί να μπει πάλι μέσα και ν’ αλλάξει ενδύματα’ και αφού μπήκε άλλαξε και φόρεσε αντί της φθοράς την αφθαρσία, αντί του θανάτου την αθανασία, αντί της πρόσκαιρης ζωής την αιώνια ζωή. Εγώ όμως μαζί με τα όσα λέχθηκαν θαυμάζω και αυτό, πώς εξαπάτησε η γυναίκα τους άνδρες, πώς εκείνοι δεν υποπτεύτηκαν τίποτε από εκείνα που επρόκειτο να συμβούν, πώς δεν αντιλήφτηκαν το δόλο; Διότι δεν μπορεί να πει κανείς, ότι κανένας δεν έκανε τίποτε παρόμοιο· πολλές ίσως και να έπεσαν στους γκρεμούς, να ρίχθηκαν στο πέλαγος, και ξίφος να ώθησαν στο στήθος τους, και θηλιά να πέρασαν στο λαιμό τους, και από πολλά τέτοια δράματα ήταν γεμά­τος ο καιρός εκείνος αλλ’ ο Θεός τύφλωσε την καρδιά τους, ώστε να μην αντιληφθούν το δόλο.

Γι’ αυτό και ξέφυγε μέσα από τα δί­χτυα. Και όπως ακριβώς το ελάφι που έπεσε στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και έπειτα, αφού διέφυγε, σταματά πλέον το τρέξιμό του στην κορυφή όρους που είναι δύσβατο για τα πόδια των κυνηγών και αδύνατο στο ρίξιμο των βέλων, και από εκεί βλέπει χωρίς φόβο εκείνους που προηγουμένως θέλησαν να του κάνουν κακό, έτσι λοι­πόν και αυτή, αν και έπεσε μέσα στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και ήταν κλεισμένη, σαν μέσα σε δίχτυα, μέσα στους τοίχους του σπιτιού της, έτρεξε όχι στην κορυφή όρους, αλλά στην ίδια την κορυ­φή του ουρανού, όπου δεν ήταν πλέον δυνατό να ανεβούν εκείνοι και βλέποντας τους στη συνέχεια ν’ αναχωρούν από εκεί με άδεια χέρια, χαιρόταν, βλέποντας τους άπιστους να περιβάλλονται από πολλή ντροπή.

Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλο πράγμα ήταν να κάθεται ο δικα­στής στην έδρα του, να είναι παρόντες οι δήμιοι, να είναι έτοιμα τα βασανιστήρια, όλο το πλήθος να είναι συγκεντρωμένο, οι στρατιώ­τες να περιμένουν, και όλοι να είναι μεθυσμένοι από την ηδονή με την ελπίδα ότι θα έχουν το θήραμα, και εκείνοι που πήγαν να το συλλάβουν να επιστρέφουν με σκυμμένα τα κεφάλια και να διηγού­νται το δράμα που συνέβηκε. Πόση ντροπή και πόση οδύνη και χλευασμός φυσικό ήταν να διαχυθεί επάνω σ’ όλους τους άπιστους;

Πώς φυσικό ήταν ν’ αναχωρούν σκύβοντας κάτω από ντροπή το κε­φάλι, μαθαίνοντας από τα έργα, ότι ο πόλεμός τους ήταν όχι προς ανθρώπους, αλλά προς το Θεό; Και ο Ιωσήφ βέβαια, όταν επιβουλευόταν από την κυρία του, εξήλθε τότε γυμνός, αφήνοντας το έν­δυμα που είχε κρατηθεί από τα μιαρά χέρια της βάρβαρης γυναίκας, ενώ αυτή δεν άφησε ούτε να πιάσουν το σώμα της τα ακόλαστα χέρια, αλλά αφού ανέβηκε με γυμνή τη ψυχή και άφησε την αγία σάρκα της στους εχθρούς της, τους έβαλε σε πολλή αμηχανία· διότι δεν ήξεραν τι να κάνουν το λείψανό της.

Τέτοια είναι τα κατορθώματα του Θεού· τους δούλους του από δύσκολες καταστάσεις τους οδηγεί σε πολλή ευκολία, ενώ εκείνους που αντιτίθενται προς αυτόν και τον πολεμούν ακόμη και από εκείνα που φαίνονται ότι είναι εύκολα, τους οδηγεί στην πιο μεγάλη αμηχανία. Διότι τι υπήρχε χειρότερο από την αμηχανία εκείνη, στην οποία είχε πέσει τότε η κόρη; Και τι πιο εύκολο από την ευκολία στην οποία βρίσκονταν τότε οι στρατιώτες; Την κρα­τούσαν μόνη, κλεισμένη μέσα στο σπίτι σαν μέσα σε φυλακή, και όμως έφυγαν από εκεί αποτυγχάνοντας να συλλάβουν το θήρα­μα.

Επίσης, ενώ η κόρη ήταν έρημη από συμμάχους και βοηθούς και δεν έβλεπε από πουθενά καμιά διέξοδο από τα δεινά, και τα στόματα των θηρίων εκείνων που βρίσκονταν κοντά της, διέφυγε τις επιβουλές, σαν να την άρπαξαν, θα μπορούσε να πει κάποιος, μέσα από τον φάρυγγα τους, και νίκησε τους στρατιώτες, τους δικαστές και τους άρχοντες. Και όταν βέβαια ζούσε είχαν την ελπίδα όλοι αυτοί ότι θα την νικούσαν, όταν όμως πέθανε, τότε έπεσαν σε μεγαλύτερη αμηχανία, για να μάθουν ότι ο θάνατος των μαρτύ­ρων είναι νίκη των μαρτύρων. Και συνέβαινε το ίδιο, όπως έγινε με ένα πλοίο, που ήταν γεμάτο από πολύτιμα μαργαριτάρια, το οποίο εξαιτίας της εισβολής κάποιου κύματος στην είσοδο ακριβώς του λιμανιού,  κινδύνευσε να βυθιστεί και να βρεθεί κάτω από τα κύματα, αλλά διαφεύγοντας τον κίνδυνο και ωθούμενο από το ρεύμα των υδάτων κατόρθωσε να φθάσει στο λι­μάνι με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Έτσι λοιπόν συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία. Διότι η έφοδος των στρατιωτών και ο φόβος των αναμενόμενων βασανιστηρίων και η απειλή του δικαστή πέφτοντας επάνω της σφοδρότερα από οποιοδήποτε κύμα, την εξανάγκασαν να πετάξει προς τον ουρανό με μεγαλύτερη ταχύτητα· και το κύμα που επρόκειτο να καταποντίσει το πλοίο, την έστειλε στο γαλήνιο λιμάνι, και έτσι μεταφερό­ταν το σώμα λαμπρότερο από κάθε αστραπή, θαμβώνοντας τα μάτια του διαβόλου. Διότι δεν μας είναι τόσο φοβερός ο κεραυνός που πέφτει από τον ουρανό, όσο φόβιζε το σώμα της μάρτυρος, φο­βερότερα από κάθε κεραυνό, τις φάλαγγες των δαιμόνων.

Και αυτά δεν γίνονταν χωρίς την επέμβαση του Θεού. Αυτό βέβαια γίνεται φανερό κυρίως από το μέγεθος της προθυμίας και από το ότι δεν κατάλαβαν οι στρατιώτες τον δόλο, και από το ότι της έκαναν τη χάρη, και από το ότι η πράξη έφθασε σε τέλος, αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και από τον ίδιο τον τρόπο του θα­νάτου. Πολλοί δηλαδή που έπεσαν από ψηλή στέγη δεν έπαθαν τί­ποτε το κακό· άλλοι πάλι που υπέστησαν αναπηρία σε κάποια μέλη του σώματός τους, έζησαν πολλά χρόνια μετά από την πτώση· στην περίπτωση όμως της μακάριας εκείνης ο Θεός δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτε από αυτά, αλλ’ αμέσως πρόσταζε το σώμα ν’ αφήσει ελεύθερη τη ψυχή, και την δεχόταν σαν να είχε αγωνιστεί όσο έπρεπε και να τα εκπλήρωσε όλα.

Διότι ο θάνατός της δεν οφειλόταν στην πτώση του σώματός της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της προ­σταγής του Θεού. Και ήταν λοιπόν ξαπλωμένο το σώμα όχι πάνω σε κρεβάτι, αλλά πάνω στο έδαφος· δεν ήταν όμως ξαπλωμένο πά­νω στο έδαφος ατιμασμένο, αλλά το έδαφος ήταν τίμιο, επειδή δέ­χθηκε σώμα ντυμένο με τόση δόξα. Και ακριβώς γι’ αυτό κυρίως το σώμα εκείνο ήταν τιμιότερο με το να βρίσκεται στο έδαφος, διότι οι ατιμώσεις που υπομένουμε για χάρη του Χριστού μάς παρέ­χουν περισσότερη τιμή.

Βρισκόταν λοιπόν ξαπλωμένο πάνω στο έδαφος ενός στενού δρόμου το παρθενικό εκείνο σώμα το καθαρότερο από κάθε χρυσό, και οι άγγελοι το νεκροστόλιζαν, όλοι οι αρχάγγελοι το τιμούσαν, και ο Χριστός ήταν παρών. Διότι, εάν οι οικοδεσπότες τους καλύτε­ρους από τους δούλους τους όταν πεθάνουν τους συνοδεύουν κατά την εκφορά τους και δεν ντρέπονται, πολύ περισσότερο ο Χριστός δεν θα ήταν δυνατό να ντραπεί να τιμήσει με την παρουσία του εκείνην που παρέδωσε τη ψυχή της για χάρη του και δέχθηκε να υποστεί έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο. Βρισκόταν λοιπόν στο έδαφος έχοντας μεγάλο εντάφιο το μαρτύριο, καλλωπισμένη με το κόσμημα της ομολογίας, ντυμένη με στολή τιμιότερη από κάθε βασιλικό ένδυμα και από κάθε τίμια πορφύρα, και έχοντας αυτήν διπλή· τη στο­λή της παρθενίας και τη στολή του μαρτυρίου· με αυτά τα εντάφια θα παρουσιαστεί στο βήμα του Χριστού.

Μία τέτοια στολή ας φροντίζομε και εμείς να φορούμε και όσο ζούμε και όταν πεθάνομε, γνωρίζοντας ότι, εάν κάποιος καλ­λωπίσει το σώμα με χρυσά ενδύματα, δεν το ωφέλησε καθόλου, αλλά και έχει πολλούς κατηγόρους, διότι δεν εγκατέλειψε την κενοδοξία ούτε και κατά το θάνατο· εάν όμως ντυθεί την αρετή, θα έχει πολλούς επαίνους και μετά το θάνατο. Διότι ο τάφος εκείνος, στον οποίο βρίσκεται το σώμα που έζησε με αρετή και ευσέβεια, θα εί­ναι λαμπρότερος σ’ όλους κι απ’ αυτές ακόμη τις βασιλικές αυλές. Και αυτού μάρτυρες είμαστε εμείς, οι οποίοι, παραβλέποντας τους τάφους των πλουσίων σαν σπήλαια, αν και έχουν χρυσά ενδύματα, τρέχομε με μεγάλη προθυμία προς την αγία αυτή, επειδή έφυγε η μάρτυς από την εδώ ζωή έχοντας ντυμένο τον εαυτό της με την παρθενία αντί με χρυσά ενδύματα.

Ας την μιμηθούμε, λοιπόν, με όλη τη δύναμή μας. Περιφρό­νησε εκείνη τη ζωή· ας περιφρονήσουμε εμείς την τρυφηλή ζωή, ας περιγελάσουμε την πολυτέλεια, ας απομακρυνθούμε από τη μέθη, ας αποφύγουμε την πολυφαγία. Γι’ αυτό σας ικετεύω και σας παρακαλώ να έχετε πάντοτε στη μνήμη και τη διάνοιά σας την αγία αυτή, και να μη καταντροπιάζετε την πανήγυρη, ούτε να στερήσουμε τον εαυτό μας από την παρρησία που μας παρέχεται από την εορτή αυτή. Διότι δεν νοιώθουμε τυχαία υπερηφάνεια συνομιλώ­ντας με τους ειδωλολάτρες για το πλήθος της εορτής, καταντροπιάζοντάς τους και λέγοντας, ότι μία κόρη πεθαμένη συγκεντρώνει ολόκληρη πόλη και τόσο πλήθος, κάθε χρόνο και μετά από τόσα χρόνια, και κανένας χρόνος δεν διέκοψε τη συνέχεια της τιμής αυτής. Διότι το πλήθος αυτό που συγκεντρώθηκε τώρα αν προσέρχεται με ευταξία θ’ αποτελεί για μας κόσμημα μέγιστο, αν όμως με ραθυμία και αδιαφορία, θ’ αποτελεί ντροπή και κατηγορία.

Για να νοιώθουμε λοιπόν υπερηφάνεια για το πλήθος της αγάπης σας, ας αναχωρούμε από εδώ για το σπίτι μας με την ίδια ευταξία, με όση αρμόζει ν’ αναχωρούν εκείνοι που συγκεντρώθηκαν για μια τέτοια μάρτυρα. Διότι, αν κάποιος δεν αναχωρήσει έτσι για το σπίτι του, όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά και απέσπασε μέγιστο κίνδυνο κατά του εαυτού του. Γνωρίζω ότι σεις είστε καθαροί από τα νοσήματα αυτά, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για την απολογία σας, αλλά πρέπει και τους αδελφούς που παρεκτρέπονται να τους επαναφέρετε σε απόλυτη ευταξία και στην πρέπου­σα τάξη. Τίμησες την μάρτυρα με την παρουσία σου;

Τίμησέ την και με τη διόρθωση των δικών σου μελών. Αν δεις γέλιο και βάδισμα άτακτο και εμφάνιση άπρεπή, πλησίασέ τους και κοίταξε με βλέμμα αυστηρό και φοβερό εκείνους που τα κάνουν. Αλλά σε περιφρονούν και σε κοροϊδεύουν περισσότερο; Πάρε μαζί σου δύο-τρεις ή και περισσότερους αδελφούς, ώστε με το πλήθος να γίνετε σεβαστότεροι. Εάν όμως δεν μπορέσεις ούτε έτσι να τους συνετίσεις, τότε φανέρωσέ τους στους ιερείς· μάλλον όμως είναι αδύνατο να φθάσουν αυτοί σε τόση αδιαντροπιά, ώστε, επιτιμώμενοι και παρακαλούμενοι, να μην υποχωρήσουν και να ντραπούν και ν’ απομακρυνθούν από την άτακτη και παιδική συμπεριφορά. Και είτε κερδίσεις δέκα, είτε τρεις, είτε δύο, είτε και έναν μόνο, θα εισέλθεις έχοντας λάβει πολύ κέρδος.

Είναι μεγάλο το μήκος του δρόμου· ας το χρησιμοποιήσομε λοιπόν για την περισυλλογή αυτών που αναφέραμε· ας γεμί­σουμε τη λεωφόρο με θυμιάματα. Διότι δεν θα γίνει ο δρόμος τόσο ευπρεπής, εάν κανείς καθ’ όλο το μήκος του τοποθετήσει θυμια­τήρια και με την ευωδιά τους αλλάξει την μυρωδιά του αέρα, όσο ευ­πρεπής θα γίνει τώρα, εάν όλοι, όσοι τον βαδίζουμε σήμερα, διηγούμενοι αναμεταξύ μας τα κατορθώματα της μάρτυρος, πηγαίνουμε στο σπίτι μας, μετατρέποντας ο καθένας θυμιατήρι τη γλώσσα του. Δεν βλέπετε, όταν εισέρχεται ο βασιλιάς στην πόλη, με πόση ευταξία βαδίζουν οι στρατιώτες και στα δύο μέρη του δρόμου οπλισμένοι και στοιχισμένοι, δίνοντας αναμεταξύ τους χαμηλόφωνα το παράγγελμα και προχωρώντας με πολύ φόβο, ώστε να φαίνονται αξιοθέατοι σ’ εκείνους που τους βλέπουν; Εκείνους λοιπόν ας μιμηθούμε· διότι και εμείς βαδίζομε μπροστά από βασιλιά, από βασιλιά όχι αισθητό, ούτε επίγειο, αλλά από τον Δεσπότη των αγγέλων.

Έτσι λοιπόν ας μπούμε και εμείς με ευταξία και προτρέποντας ο ένας τον άλλο, να βαδίζουμε με ρυθμό και τάξη, ώστε όχι μόνο με το πλήθος, αλλά και με την κοσμιότητά μας να εκπλήξουμε τους θεατές. Βέβαια, κι αν ακόμα δεν παραβρισκόταν κανένας άλ­λος, αλλά βαδίζαμε μόνοι στο δρόμο, ούτε έτσι έπρεπε να κάνουμε ασχημοσύνες, επειδή υπάρχει ο ακοίμητος οφθαλμός που είναι πα­ντού παρών και τα βλέπει όλα. Τώρα όμως σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλοί αιρετικοί ανάμεσά μας, και αν μας δουν να χορεύομε έτσι, να γελούμε, να φωνάζουμε και να μεθούμε, θα φύγουν αφού μας αποδώσουν τις χειρότερες κατηγορίες. Και αν κάποιος που σκαν­δαλίζει έναν υπομένει κατ’ ανάγκη τιμωρία, εμείς που σκανδαλίζο­με τόσους, ποιά τιμωρία θα υποστούμε; Αλλ’ είθε να μη συμβεί μετά τους λόγους αυτούς και την παραίνεση αύτη να βρεθεί κάποιος υπεύθυνος γι’ αυτά που είπαμε. Διότι, εάν αυτά διαπραττόμενα και πριν από αυτά που σας είπα ήταν ασυγχώρητα, μετά τη συμβουλή αυτή και την επίπληξη κάνουν πολύ περισσότερο αναγκαία την τι­μωρία και σ’ εκείνους που τα κάνουν και σ’ εκείνους που τα βλέ­πουν να γίνονται και τα παραβλέπουν.

Για ν’ απαλλάξετε λοιπόν και εκείνους από την τιμωρία και στον εαυτό σας να γίνετε πρόξενοι μεγαλύτερης αμοιβής, να αναλάβετε την κηδεμονία των αδελφών σας, οδηγήστε τους στη συγκέ­ντρωση και τη διήγηση των όσων λέχθηκαν, ώστε, αφού τα μελετή­σουν κατά τη διαδρομή όλου του δρόμου και μεταφέρουν υπολείμματα αυτής της τράπεζας και σ’ εκείνους που έμειναν στο σπίτι και απουσίασαν από εδώ, να κάμετε λαμπρή και εκεί την πνευματι­κή απόλαυση. Διότι έτσι και θα αισθανθούμε περισσότερο την εορτή αυτή, και την αγία μάρτυρα θ’ αποσπάσουμε σε περισσότερη εύνοια, τιμώντας την με την αληθινή τιμή. Διότι από το να έλθετε εδώ και να θορυβήσετε, πολύ πιο μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα προσφέ­ρετε σ’ αυτήν με το να φύγετε από εδώ αφού γεμίσετε και απο­κομίσετε κάποια πνευματική ωφέλεια.

Μακάρι λοιπόν με τις ευχές της αγίας αυτής και εκείνων που επέτυχαν τα ίδια κατορθώματα μ’ αυτήν, και αυτά και τα άλλα που λέ­χθηκαν να τα θυμάστε με ακρίβεια και να τα φανερώσετε όλα με τα έργα, και να ζείτε ευαρεστώντας σε όλα το Θεό, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε τ.37, σ. 83-99)





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗ

Untitled-6


 Μετὰ ἀπὸ σχετικὴ εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος, κ. Γεροντίου, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος  πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξη στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἱερονύμουκατὰ κόσμον Βασιλείου Ἀποστολίδη ἀπὸ τὴν Καρβάλη τῆς Καππαδοκίας.,

  Στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὴν Αἴγινα, τοῦ ὁποίου κτήτωρ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ τιμώμενος Ἅγιος, τελέστηκε ὄρθρος καὶ Πολυαρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, κ. Καλλινίκου, συμπαραστατουμένου ὑπὸ τοῦ οἰκείου Ἱεράρχου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος, κ. Γεροντίου, ὁ ὁποῖος καὶ ἐκφώνησε τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας, καὶ τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ρουμανίας, Ἐπισκόπου Σουτσεάβας, κ. Σωφρονίου καὶ Γκαλατσίου, κ. Διονυσίου, δεκάδος ἱερέων καὶ τετράδος Διακόνων. Στὸ ἱερὸ βῆμα παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, κ. Χρυσόστομος, ὁ Σεβασμιώτατος Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς, κ. Κυπριανός, ὁ Θεοφιλέστατος Γαρδικίου, κ. Κλήμης, ὁ Θεοφιλέστατος Φωτικῆς, κ. Αὐξέντιος καὶ ὁ Θεοφιλέστατος Ἀρχιγραμματεὺς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Μαραθῶνος, κ. Φώτιος, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε στὸ τέλος τῆς πανηγυρικῆς Θείας Λειτουργίας τὴν ἐπίσημη Συνοδικὴ Πράξιν Ἁγιοκατάξεως τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου.

 Στὸ μέσο τοῦ κατανυκτικοῦ Ἱεροῦ ναοῦ εἶχαν τοποθετηθεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου, τὰ ὁποῖα εἶχαν μεταφερθεῖ χάριν εὐλογίας τοῦ πολυπληθοῦς ἐκκλησιάσματος, ἀπὸ τὸ παρακείμενο Ἡσυχαστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου καὶ ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου. Εὐπρεπισμένο ἐπίσης, πίσω ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα, δέσποζε τὸ ἱερὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο φιλοτεχνήθηκε γιὰ αὐτὴ τὴν περίσταση δαπάναις τοῦ οἰκείου Ἱεράρχη.

  Δάκρυα χαρᾶς καὶ συγκίνησης πλημμύρισαν τὰ μάτια τῶν παρευρισκομένων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν,ὅταν ὁ Μακαριώτατος ὕψωσε τὴν ἱερὰ λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, σταυρώνοντας τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα,ἐνῶ ψαλλόταν τὸ «Τίς Θεὸς μέγας» ἀπὸ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα καὶ ὑπὸ τοὺς πανηγυρικοὺς ἤχους τῶν κωδωνοκρουσιῶν.

  Ὅπως εὔστοχα ἐλέχθη ἀπὸ τὸ Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας, τέτοιες ἱστορικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμές, ὅπως κι ἄλλες ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Δωρεοδότης Κύριος, ἀποτελοῦν καρποὺς εὐλογίας καὶ χάριτος ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν Ἕνωσιν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων στὸ ἕνα καὶ αὐτὸ Συνοδικὸ Σῶμα.

Untitled-2

3QOLGINWRE

9SORIGNIO

19XDTONJK

35ORKHGMETHOK

Untitled-18



Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ὁμιλία Συνάξεως κατά ἀποχριστιανοποιήσεως τῆς πατρίδος μας

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΥΣΙΩΔΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ
ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

EMF


Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων  Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν κ. Καλλίνικε,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Τίμιον Πρεσβυτέριον, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,

Τὴν Μ. Παρασκευὴ ψάλλουμε στὴν Ἐκκλησία: «Δεῦτε χριστοφόροι λαοὶ κατίδωμεν, τὶ συνεβουλεύσατο Ἰούδας ὁ προδότης, σὺν ἱερεῦσιν ἀνόμοις, κατὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, σήμερον ἔνοχον θανάτου, τὸν ἀθάνατον Λόγον πεποίηκαν, καὶ Πιλάτῳ προδώσαντες, ἐν τόπῳ Κρανίου ἐσταύρωσαν, καὶ ταῦτα πάσχων, ἐβόα ὁ Σωτὴρ ἡμῶν λέγων, Ἄφες αὐτοῖς Πάτερ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, ὅπως γνῶσι τὰ ἔθνη, τὴν ἐκ νεκρῶν μου Ἀνάστασιν.»


Σὲ αὐτὸ τὸ τροπάριο διακρίνουμε τὴν ἀναφορά στοὺς χριστοφόρους λαούς, ποὺ καλοῦνται νὰ στηλιτεύσουν τὸ κακό καὶ ταυτόχρονα διδάσκονται τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴν συγχωρητικότητα κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Ἐμεῖς, ὡς Ἕλληνες, ἄραγε ἐξακολουθοῦμε νὰ ἀνήκουμε στοὺς χριστοφόρους λαούς; Ἀποστρεφόμεθα τὴν κακία καὶ διδασκόμεθα τὴν ἀρετή; Διατηροῦμε τὶς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ μας;


Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀναζητοῦσαν τὴν σοφία. Ὅπως λέγει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή· οἱ «Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν» (A´ Κορινθ. Α´ 22). Ἤταν τὸ ἀνώτερο ἰδανικό γι’ αυτοὺς καὶ αὐτὴν ἀγαποῦσαν ὡς φίλοι τῆς σοφίας – Φιλόσοφοι. Ὅταν ὅμως ἡ Σοφία φανερώθηκε σ’ αὐτοὺς, ἔπαψαν τὶς ἀναζητήσεις καὶ βρῆκαν τὴν Σοφία. Ἢ μᾶλλον ἡ Σοφία βρῆκε αὐτούς, «ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς, αὐτὴ περιέρχεται ζητοῦσα» (Σοφ. Σολομ. ΣΤ´ 16), ὅπως λέγει ὁ σοφός Σολομών. Οἱ ἀξίες τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιστισμοῦ, βρῆκαν τὴν τελείωσή τους στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἐνέπνευσε τὴν ὑπερχιλιετῆ Χριστιανικὴ Αυτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης.


Ὑπὸ τὴν εὐεργετικὴν ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ Ρωμαϊκοί θεσμοί ἐκχριστιανίσθηκαν καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐξαλείφθηκε ὁ θεσμός τῆς δουλείας καὶ ἀναβιβάσθηκε ἡ θέση τῶν γυναικῶν διότι κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. Γ’ 28). Διάφορα ἔθνη κατηχήθηκαν καὶ ἀσπάσθησαν τὸν Χριστιανισμό ὄχι μὲ ἐπιβολή καὶ βία, ἀλλὰ μὲ τὸν Ἀποστολικό τρόπο: τὸν λόγο καὶ τὴν πειθώ. Μὲ τὴν δύναμη τοῦ λόγου καὶ τοῦ διαλόγου. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας πάντοτε ἀντιτάχθηκαν μὲ ἐπιτυχία ἀκόμη καὶ στὴν ἐξουσία τοῦ Καίσαρος, ὅταν οἱ Αὐτοκράτορες ἤθελαν εἴτε τὴν ἀνακήρυξη ὡς Ἁγίων ὅσων εὕρισκαν τὸν θάνατο στὸ πεδίο τῆς μάχης, εἴτε τὴν θανάτωση τῶν αἱρετικῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ὅσα συνέβαιναν στὸν ἀνατολικό καὶ δυτικό περίγυρο τῆς Αὐτοκρατορίας, στὶς χῶρες ποὺ ἐπικρατοῦσε ὁ Παπαισκός καὶ ὁ Μωαμεθανισμός. Γιὰ τὸ δεύτερο, ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ἡ στάση ἑνός κατ΄ ἐξοχήν ζηλωτοῦ τῆς Πίστεως (ὄντως κατ’ἐπίγνωσιν Ζηλωτοῦ) τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ὁ ὁποῖος σὲ ἐπιστολή του σὲ κάποιον Ἐπίσκοπο ποὺ ὑπεραπιζόταν τὴν τότε πρόταση τοῦ Αὐτοκράτορα περὶ τῆς θανατώσεως τῶν αἱρετικῶν, ἀντικρούει μὲ σφοδρότητα αὐτήν τὴν ἄποψη. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος λέγει κατὰ τὴν ἐπιχειρηματολογία του, ὅτι ὁ Κύριος ἔχει ἀπαγορεύσει τὸ νὰ θανατώνονται οἱ αἱρετικοί στὸ Εὐαγγέλιο, λέγοντας «ὄχι, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε μαζί μὲ αὐτά καὶ τὸν σῖτον· ἀφῆστε νὰ μεγαλώσουν μέχρι τοῦ θερισμοῦ», καθώς καὶ ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θανατώνωμεν τούς αἱρετικούς, ἀλλ’ οὔτε κἄν νὰ εὐχώμεθα τὴν θανάτωσίν τους, ἀλλά μᾶλλον νὰ προσευχώμεθα γι’ αὐτούς, ὅπως ὁ Κύριός μας προσευχόταν γιὰ τοὺς σταυρωτές Του «λέγων πρὸς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα· πάτερ, ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν· οὐ γὰρ οἴδασί τι ποιοῦσιν».


Κατὰ τὶς σύγχρονες περιστάσεις ὅλους τοὺς Ἕλληνες μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ ἐπελθοῦσα κρίση καὶ οἱ συνέπειές της στὴν καθημερινή μας ζωή. Καὶ ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν κρίση, ἐννοῦμε κυρίως τὴν οἰκονομικὴ κρίση. Ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ τὸ σύμπτωμα τῆς πραγματικῆς κρίσεως ποὺ εἶναι κυρίως πνευματικὴ καὶ κρίση ἀξιῶν. Ὡς μεμονωμένα πρόσωπα ἐξεκλίναμε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τὴς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὡς κοινωνία ἀρχίσαμε νὰ περιφρονοῦμε τὶς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ οἰκονομική - ὑλικὴ κρίση ἴσως βοηθήσει πνευματικῶς τὸ γένος μας ἐὰν ἐπιστραφεῖ πρὸς τὸν Θεό ἐν μετανοίᾳ. Ὅπως κατ’ ἀντιστροφήν ἡ σχετικῶς ὑλικὴ εὐμάρεια τῆς προηγουμένης περιόδου μᾶς ἐζημίωσε πνευματικῶς, ὅπως κάποτε ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ περὶ τοῦ ὁποῖου ἐγράφη: «καὶ ἔφαγεν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ» (Δευτερον. ΛΒ’, 15).


Ἀπὸ τὰ προηγούμενα, προκύπτει ὅτι ὁ Νεοελληνικός Πολιτισμός μας ἀπέκτησε δύο βασικά χαρακτηριστικά καὶ διαμόρφωσε ὡς πολύτιμα ἰδανικά κάποιες ἀξίες. Τὰ βασικά αὐτὰ χαρακτηριστικά εἶναι:


α. Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας πίστη καὶ 

β. Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα.
Οἱ διαχρονικές ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ μας μποροῦν νὰ περιγραφοῦν συνοπτικῶς ὡς ἑξῆς:

1. Ἡ Διαλεκτικότητα. Ὁ διάλογος, διὰ λόγου διδασκαλία. Ὁ λόγος καὶ ὄχι τὸ ξίφος ἦταν τὸ ἐργαλεῖο τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ (τῆς Ὀρθοδοξίας).


2. Ἡ Ἀγάπη (ὄχι ἁπλῶς φιλάνθρωπη διάθεση). Ἀγάπη καἰ τοῦ ἐχθροῦ ἀκόμη. Ἡ Ὀρθοδοξία ποτέ δὲν ἀποδέχθηκε τὸν διωγμὸ τοῦ διαφορετικοῦ, τοῦ αἱρετικοῦ (Ἄγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης).


3. Ἡ Ἰσότητα, λαῶν καὶ φύλων, ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ (κατ’ ἐπέκτασιν) ἔναντι τοῦ νόμου.


4. Ἀπό τό προηγούμενο προέρχεται καί ἡ ἀναβάθμιση τῆς θέσεως τῆς γυναικὸς καὶ ἡ ἱερότητα τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας.


5. Ἡ Ἐλευθερία σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν δουλεία. Ὀ Θεός σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐλευθερία εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένου ἀνθρώπου.


6. Σὲ συνάρτηση μὲ τὸ προηγούμενο εἶναι καὶ ἡ Φιλοπατρία. Ἡ μόνη περίπτωση ποὺ ὁ πόλεμος εἶναι ἀνεκτός εἶναι γιὰ τὴν ἀπώθηση εἰσβολέα καὶ τὴν ἀπόκρουση κατακτητοῦ, δηλαδή γιὰ τὴν ἐλευθερία. Κατ’ ἐξοχὴν τὸ ἰδανικό τῆς Ἐλευθερίας χαρακτηρίζει τὸν Ἑλληνισμό, γι’ αὐτό καί ὁ Ἐθνικός μας ὕμνος εἶναι ὁ «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν».


Σήμερα ὅμως οἱ άξίες αὐτές καὶ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ πολιτισμοῦ μας δέχονται καταιγισμό ἐπιθέσεων. Ἡ Παγκοσμιοποίηση καὶ ὁ Οἰκουμενισμός προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλουν τὴ λεγόμενη πολυ-πολιτισμικότητα!


Εἴδαμε ὅτι ὀ Πολιτισμός μας ἤδη διαθέτει τὸ χαρακτηριστικό, ὄχι ἁπλῶς τῆς ἀνοχῆς τοῦ διαφορετικοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐχθροῦ ἀκόμη. Ἡ ἔννοια τῆς πολυ- πολιτισμικότητας εἶναι ἀνευ ούσίας, ἄτοπος, διότι ὁ γνήσιος Πολιτισμός δὲν ἔχει ἀνάγκη ἐπιπλέον χαρακτηριστικοῦ γιὰ να τελειοποιηθεῖ, όπως δὲν νοεῖται ἡ πολύ-ἐλευθερία καὶ πολύ-ἀγάπη ὡς ἔννοιες τελειότερες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας. Προβάλεται ὅμως σήμερα μὲ σκοπό τὴν ἀλλοίωση τῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισμοῦ μας, διότι δὲν ἀναφέρεται στὴν αὐτονόητη ἁρμονική συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴν εἰσαγωγή στὴν ἔννοια τοῦ πολιτισμοῦ ἀντικρουόμενων ἀξιῶν ποὺ τὸ μόνο ποὺ προξενοῦν εἶναι τὸ χάος καὶ τελικῶς τὴν ἀναίρεση τοῦ πολτισμοῦ μας καὶ τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν του.


Χαρακτηριστικό εῖναι τὸ παράδειγμα τῶν ἐννοιῶν Πίστεως, τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Οἰκογενείας στὴ σημερινή Εὐρώπη: οἱ πιστοί Χριστιανοί χαρακτηρίζονται ὡς φονταμενταλιστές, οἱ πατριῶτες ὡς ἐθνικιστές, οἱ προσηλωμένοι στὴν γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ἔννοια τῆς οἰκογενείας καὶ τοῦ γάμου ὡς ρατσιστές. Αυτὸ εἶναι γενικό φαινόμενο στὴν Ευρώπη. Πρίν 2 ἔτη ὁ Οὔγγρος Πρωθυπουργός Viktor Orban σὲ μία του ὁμιλία ποὺ δόθηκε στὴν Διάσκεψη «Ἐλπίδα καὶ ἡ Χριστιανική Ἀντιμετώπιση τῆς Κρίσεως», ποὺ ἔλαβε χώρα στὴ Μαδρίτη τῆς Ἰσπανίας εἶπε μεταξὺ τῶν ἄλλων:


«Η κρίση που συμβαίνει στην Ευρώπη είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αποσύνθεσης που έχει παρουσιάσει εδώ και αρκετό καιρό η ήπειρός μας. Πιστεύω ότι πρέπει να μιλήσουμε και να δηλώσουμε ότι στην Ευρώπη σήμερα, αυτές οι μορφές και διαμορφώσεις της ανθρώπινης συμβίωσης, όπως το έθνος και η οικογένεια έχουν πέσει σε μια αμφισβήτηση. Ομοίως, οι αληθινές και αυθεντικές έννοιες της εργασίας και της πίστωσης έχουν γίνει αβέβαιες στην οικονομική ζωή. Αυτό γιατί αυτά τα σημαντικά πράγματα – η εργασία, οι πιστώσεις, η οικογένεια, το έθνος – διαλύονται από τα ηθικά θεμέλια που ο Χριστιανισμός μας παρείχε και έτσι έχουν χάσει το βάρος και τη σημασία τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν ξέρω πότε ξεκίνησε η διαδικασία αυτή, ίσως οι ιστορικοί να γνωρίζουν, αλλά αυτό που βλέπω είναι ότι αυτή η κατάσταση έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη σήμερα, η οποία Ευρώπη – στην πολιτική βεβαίως – έχει αρχίσει να αισθάνεται ντροπή για τις ρίζες της. Για το λόγο αυτό το νέο ευρωπαϊκό «Σύνταγμα» δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στις χριστιανικές ρίζες. Όχι ότι το ξέχασαν, αλλά, αντίθετα, υπήρξε μια μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκή συζήτηση η οποία κατέληξε στο ότι δεν πρέπει να περιληφθεί. Ο Schuman, ένας από τους ιδρυτές της ιδέας της Ευρώπης, είπε κάποτε ότι η Ευρώπη είτε θα είναι χριστιανική, είτε δεν θα υπάρχει. Ωστόσο, σήμερα, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτικών εργάζεται και κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να εξοριστεί ο Χριστιανισμός και να περιοριστεί μόνο στις εκκλησίες, στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και στα βιβλία της ιστορίας.»


Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο:
«Αν μια ισλαμική χώρα αρχίσει να αισθάνεται ντροπή, λόγω των διδασκαλιών του Κορανίου, θα ξυπνήσει ο θυμός των άλλων ισλαμικών χωρών. Αν κάποιος στην Ινδία αρχίσει να αμφισβητεί τις θεμελιώδεις αρχές του Ινδουισμού, ή κάποιος στην Κίνα, τις θεμελιώδεις αρχές του βουδισμού, τότε πολύ γρήγορα θα θεωρηθεί προβληματικός και ακατανόητος. Αντίθετα, στην Ευρώπη βλέπω κάθε μέρα εκείνους που επιθυμούν να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις αξίες του Χριστιανισμού στην πολιτική και κοινωνική ζωή, να θεωρούνται «προβληματικοί».»


Ἀξίζει κανεὶς νὰ διαβάσει ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία του, τὴν ὁποία ὅταν ἀνέγνωσα ἐθλίβην, διότι αὐτός δὲν εἶναι ὁ Πρωθυπουργός τῆς δικιᾶς μας χώρας καὶ μάλιστα δὲν εἶναι κἄν Ὀρθόδοξος. Αὐτὰ ποὺ προανέφερε ὁ Οὖγγρος Πρωθυπουργός τὰ βιώνουμε καθημερινῶς καὶ στὴν Ἑλλάδα.


Ἰδίως ἐμεῖς, οἱ Γνήσιοι Όρθόδοξοι Χριστιανοί «παλιοημερολογῖτες» χαρακτηρίζονται περιφρονητικῶς μὲ μεγάλη εὐκολία ὡς φανατικοί ἢ καὶ σκοταδιστὲς ἀκόμη γιὰ τὴν προσήλωσή τους στὶς Παραδοσιακές ἀξίες τοῦ Πολιτισμοῦ μας καὶ μἀλιστα ἀπὸ κάποιους Προοδευτικοὺς Καινοτόμους. Ἂς μᾶς ποῦν ὅμως, οἱ κατήγοροι, ποῖον νεοημερολογίτη ἐθανάτωσαν οἱ φανατικοί παλαιοημερολογῖτες; Κανέναν, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο συνέβη. Μήπως οἱ παλαιοημερολογῖτες διέλυαν βιαίως τὶς λιτανεῖες τῶν Νεοημερολογιτῶν, μήπως αὐτοί ἔσπασαν ποτέ τοὺς ἐπιταφίους τῶν νεοημερολογιτῶν, μήπως οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι εἰσέβαλαν ἐν ὥρα λειτουργίας νεοημερολογιτῶν καὶ ποδοπάτησαν τὸ Ἅγιο Ποτήριο ἀδειάζοντας τὸ περιεχόμενό του; Μήπως οἱ ζηλωτές τῆς πατρῶας πίστεως κατεδάφισαν ποτέ ναοὺς τῶν καινοτόμων; Μήπως σφράφισαν ποτέ καὶ ὅσουν ἄφησαν ὄρθιους; Μήπως οἱ παλαιοημερολογῖτες συνέλαβαν ποτέ νεοημερολογῖτες κληρικούς γιὰ νὰ τοὺς ἀποσχηματίσουν καὶ τοὺς ξυρίσουν βιαίως; Μήπως οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἦταν αὐτοί ποὺ ἔσυραν στὴν ἐξορία γέροντες κληρικούς καὶ Ἐπισκόπους τῶν Νεοημερολογιτῶν; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ἔρχονται ὅμως οἱ έκπρόσωποι αὐτῶν ποὐ ἔπραξαν τὰ ἀνωτέρω καὶ ἀποκαλοῦν μὲ περισσὴ ὑποκρισία τὰ θύματά τους ὡς «φανατικούς», «μισαλόδοξους» καὶ (ἐπὶ τὸ συγχρονώτερον) «φονταμενταλιστές»!


Καὶ ἰδοῦ λοιπόν σήμερα, μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ πνεύματος τῆς ἀλλοιώσεως τῶν παραδοσιακῶν μας ἀξιῶν, ἔφθασε ἡ κοινωνία μας νὰ νομιμοποιεῖ καὶ νὰ ἐπιδοτεῖ ἀκόμη (μἐσω τῶν ἀσφαλιστικῶν ταμείων) τὴν βρεφοκτονία τῶν ἐκτρώσεων. Μέγα ἔγκλημα στὸ ὁποῖο κατέχουμε τὰ πρωτεῖα στὴν Εὐρώπη ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ μας.


Ἀκόμη ἀκούγονται ἐκ τῆς Δύσεως φωνές καὶ γιὰ θεσμοθέτηση «γάμου» μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου. Αὔριο ἴσως ἐπιτραπεῖ καὶ «γάμος» καὶ μεταξὺ τριῶν ἢ καὶ περισσοτέρων ἀτόμων, ἢ ἀκόμη καὶ μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ ζώων! Κάπου ἀπό τὴν κεντρικὴ Εὐρώπη ἀκούγονται τέτοιες φωνές. Ἐκεῖ λοιπόν θὰ ὁδηγήσει ἡ λεγομένη «Πρόοδος» τῆς Νέας Ἐποχῆς;


Μέτρα ἀποχριστιανοποιήσεως θεσπίζονται σὲ ἀνύποπτο χρόνο, ὅπως ἡ κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας. Ἐφθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ γίνωνται συζητήσεις στὴν Πατρίδα μας γιὰ τὴν ἀποβολὴ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν χριστιανικῶν συμβόλων ἀπὸ τὰ δημόσια κτίρια. Καὶ αὔριο ἴσως τεθεῖ θέμα ἀφαιρέσεως καὶ τοῦ συμβόλου τοῦ Τ. Σταυροῦ ἀπό τὴν σημαία.


Ἡ ἀνεξέλεγκτη εἴσοδος ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοθρήσκων καὶ ἡ ἐγκατάστασίς τους στὴν πατρίδα μας, μὲ ταυτόχρονη φυγὴ Ἑλλήνων (κυρίως νέων ἐπιστημόνων) σὲ συνδυασμό μὲ τὴν ὑπογεννητικότητα τῶν Ἑλλήνων, προμηνύει τὴν κατάκτηση τῆς Πατρίδος μας ἄνευ πολέμου. Ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται γιὰ τὴν ἀποτροπή «λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου». Αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα εἶναι χειρότερο ὰπὸ ἐπιδρομή ἀλλοφύλων, διότι οἱ ἀλλόφυλοι δέν ἐρχονται, ὅπως παλαιότερα, νὰ σκοτώσουν, λεηλατήσουν καὶ φύγουν, ἀλλ΄ ἐγκαθίστανται ἐδῶ, μεταφέροντας μαζί τους, ἕναν πολιτισμὸ ποὺ βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τοῦ Πολιτισμοῦ μας, ὁ ὁποῖος δὲν ἐκδηλώνεται ἄμεσα, ἀλλὰ σὲ μία δεδομένη στιγμή θὰ ἐκκολαφθεῖ, γιὰ νὰ καταστρέψει τὸν δικό μας Πολιτισμό. Καὶ λέγω, ὅτι «βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τοῦ Πολιτισμοῦ μας» διότι φέρει ἀρχές καὶ ἀξίες ἀντίθετες τοῦ δικοῦ μας Πολιτισμοῦ, ἀρχές ποὺ εἶναι ἀντίθετες στὴν ἀνεκτικότητα, τόν διάλογο, τὴν ἐλευθερία, τὴν ἰσότητα, τὴν ἀγάπη καὶ τὶς ἀντικαθιστοῦν μὲ τὴν ἐπιβολή, τὸ ξίφος, τὴν ὑποταγὴ στὸν ἄνομο νόμο τους, τὴν κυριαρχία τῶν μωαμεθανῶν ἔναντι τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν ἑβραίων (τοὺς ὁποίους μόλις ἀνέχονται ὡς ὑποδουλους ραγιάδες, μόνον ὅσο πληρώνουν τὸν κεφαλικό φόρο) καὶ τὸ μίσος ἔναντι τῶν ἀλλοθρήκων οἱ ὁποῖοι σφαγιάζονται ἀνηλεῶς.


Βλέπετε τὶ γίνεται στὴν γειτονιά μας. Αὐτὸς ὁ «διαφορετικός πολιτισμός» τοῦ λεγομένου Ἰσλαμικοῦ Κράτους ἀποκεφαλίζει δημοσίως ἀκόμη καὶ ἀνθρώπους ποὺ πῆγαν ἐθελοντικῶς νὰ προσφέρουν ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια στούς συμπατριῶτες καὶ ὁμοθρήκους τους. Ποία συνύπαρξη μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ τῆς ἀξίας ποὺ πρεσβεύει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἐχθρό μὲ τὴν «ἀξία» ποὺ πρεσβεύει τὸ μῖσος ἀκόμη καὶ πρὸς τὸν φίλο καὶ εὐεργέτη! Ἄλλο συνύπαρξη άνθρώπων καὶ ἄλλο συνύπαρξη ἀντιθέτων ἀξιῶν στὰ πλαίσια τοῦ πολιτισμοῦ. Ἐμεῖς, ὅμως, ὡς Ἑλληνικὸ Κράτος, μὲ περισσὴ γενναιοδωρία οἰκοδομοῦμε τεμένη καὶ συνιστοῦμε τμήματα ἰσλαμικῶν σπουδῶν, εὐελπιστοῦντες ὅτι ἐκεῖ θὰ διδάσκεται μία πιὸ «ἐλαφριὰ» ἐκδοχὴ τοῦ ἰσλάμ. Θὰ εἶναι ὄμως ἔτσι;


Ἐμεῖς, ὡς Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι ὀφείλουμε νὰ ἀγαποῦμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀποστρεφόμεθα ὅμως τὶς πεπλανημένες καὶ νοσηρές αὐτές ἀρχές πού μεταφέρουν. Ὅπως ἀκριβῶς ὀφείλουμε νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἁμαρτωλούς, μισῶντας τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἀγαποῦμε τὸν αἱρετικό, ἀποστρεφόμενοι τὴν αἵρεση. Ὅπως, ὅμως, οἱ ἰατροί ἀγαποῦν τοὺς ἀσθενεῖς, πολεμοῦν ὅμως τὴν ἀσθένεια, καὶ οἱ ὑγιεῖς δίχως νὰ μισοῦν αὐτοὺς ποὺ ἀσθένησαν, ὀφείλουν νὰ λαμβάνουν μέτρα προφυλάξεως κατὰ τῶν μικροβίων καὶ τῶν θανατηφόρων ἰῶν (βλέπετε τί γίνετε στὶς ἡμέρες μας μὲ τὶς προσπάθειες ἀνασχέσεως τῆς ἐπισημίας τοῦ ἰοῦ ἔμπολα στὴν Ἀφρική). Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ἐν ὀνόματι τῆς ἀνεκτικότητος δὲν εἶναι φρόνιμο νὰ εὐνοήσουμε νὰ ἀναφυεῖ ἡ ἀναίρεση τῆς ἀνεκτικότητος καὶ ἡ βίαιη ἐπιβολή μία θρησκείας ἢ μιᾶς ἰδέας ἔναντι τῶν ἄλλων. Διότι εἶναι ἀνόητο ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης νὰ ἀγαπήσουμε καὶ τὸ μῖσος, καθὼς τότε ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη ἀναιρεῖται καὶ γίνεται μῖσος. Εἶναι ἁπλὴ λογική: Ἁγάπη τοῦ μίσους ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ μίσος τῆς ἀγάπης δηλαδή τὸ μῖσος. Ἄντίθετα τὸ μῖσος τοῦ μίσους ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τῆς ἀγάπης, δηλαδή τὴν ἀγάπη.
Ὅμως ἀγαπητοί μου, ἑμεῖς ἂς μισήσουμε τὸ μίσος καὶ ἄς μείνουμε φανατικά προσκολλημένοι στὴν θρησκεία τῆς ἀγάπης. Ἂς ἐχουμε αὐτόν τὸν «φανατισμό» (ποὺ εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας) νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας ἀκόμη καὶ ἂς κρατήσουμε ἀπαραχάρακτη τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας. Ὡς Ἕλληνες πολίτες ταυτοχρόνως, ἂς περιφρουρήσουμε τὶς αἰώνιες ἀξίες τοῦ πολιτιμοῦ μας ποὺ προαναφέραμε μὲ γνήσιο πατριωτισμό.


Ἂς διαφυλάξουμε τὴν προσήλωσή μας στὸν ἱερό θεσμό τῆς οἰκογενείας.
Ἂς ὑποστηρίξουμε μέσω τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν τῆς κοινωνίας μας αὐτοὺς ποὺ συμμερίζονται αὐτές τὶς ἀξίες.
Ἂς ξεκινήσουμε ὅσο εἶναι καιρός, ἀπό τὸν ἑαυτό του ὁ καθένας, ἐπιστρέφοντας ἐν μετανοίᾳ πρός τὸν Θεόν καὶ πολεμῶντας τὰ πάθη μας καὶ διαφυλάσσοντας τὶς χριστιανικές μας ἀξίες. Μὴ μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ δικὴ μας μετάνοια, ἐνάρετος διαγωγή καὶ εὐσέβεια εἶναι ἰκανή νὰ βοηθήσῃ καί τά πλήθη τῶν συμπολιτῶν ἡμῶν στήν ἀπαλλαγήν τῶν δεινῶν. Ὁ Κύριος ἡμῶν ἄλλωστε ὑποσχέθηκε στόν Ἀβραάμ, στὶς διαδοχικὲς ἐρωτήσεις του ὅτι ἀκόμη καί χάριν δέκα μόνον δικαίων, δέν θὰ κατέστρεφε μία πολυάνθρωπο πόλη ὅπως αὐτὴν τῶν Σοδόμων: «Ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει ἀπολεῖς αὐτούς...ἐάν δε εὑρεθῶσν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν, οὐ μὴ ἀπωλέσω, ἕνεκεν τῶν δέκα». (Γένεσις ΙΗ΄ 24-33). Ἡ πόλις κατεστράφη, διότι οὔτε κἄν δέκα δίκαιοι εὑρέθησαν ἐκεῖ τότε ἀλλὰ μόνον ἡ οἰκογένεια τοῦ Λώτ, ἡ ὁποία διέφυγε καὶ διεσώθη.


Ἂς ἀναπέμψουμε σήμερα θερμές ἰκεσίες πρὸς τὸν Θεόν, συνδυάζοντας τὴ νηστεία (καθὼς σήμερα εἶναι Τετάρτη) μὲ τὴν προσευχὴ γιὰ νὰ στείλει τὸ ἔλεός του στὸ γένος μας καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπό κάθε ἐπερχόμενο κίνδυνο. Ἂς μιμηθοῦμε τοὺς Νινευῖτες οἱ ὁποῖοι μετὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ πίστευσαν καὶ μετενόησαν ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή:


«...καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν (...) καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες· τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα; καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε..» (Ἰωνᾶς Γ, 5-10).
Εἴθε καὶ ἐμεῖς νὰ μετανοήσουμε εἰκρινὰ καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο. Ἀμὴν.



Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Ἡ αἰτία τῆς ἐσωτερικῆς συγχύσεως καί ταραχῆς. Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἀμαρτήματος (Ἁγίου Θεοφάνου τοῦ Ἐγκλείστου)




Σε παρακίνησα να σκεφτείς από που μπορεί να προέρχονται τα σπέρματα της εσωτερικής συγχύσεως και ταραχής, και σου υποσχέθηκα να το συζητήσουμε. Είναι αλήθεια, όμως, πως ήδη γνωρίζεις την προέλευσή τους. Δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν να σκεφτείς, αλλά μόνο να θυμηθείς ποιά είναι η σχετική πίστη μας.

Πιστεύουμε πως αυτά τα σπέρματα δεν τα έβαλε ο Δημιουργός μέσα στη φύση του άνθρωπου, όταν τον έπλασε. Μπήκαν αργότερα, μετά την πτώση των προπατόρων μας, που, με την παράβαση της εντολής, διέφθειραν και διέστρεψαν τη φύση μας. Έτσι διεφθαρμένη και διεστραμμένη τη μεταβίβασαν στους απογόνους τους, δηλαδή σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Έτσι διεφθαρμένη και διεστραμμένη, λοιπόν, έχει φτάσει μέχρι κι εμάς. Η μεταπτωτική αυτή κατάσταση της φύσεως μας αποτελεί την αιτία της εσωτερικής μας συγχύσεως και ταραχής. Απ’ αυτήν, πάλι, προκαλείται όλη η εξωτερική αναταραχή στην προσωπική ζωή κάθε ανθρώπου, στην οικογενειακή ζωή και στην κοινωνική ζωή.
Τα σπέρματα, λοιπόν της συγχύσεως και ταραχής, μολονότι υπάρχουν μέσα μας εκ γενετής, δεν είναι φυσικά. Δεν είναι συστατικά της φύσεως μας. Δεν μπορούμε να πούμε, δηλαδή, ότι ένας άνθρωπος που δεν τα έχει, δεν είναι άνθρωπος. Απεναντίας, δίχως αυτά ο άνθρωπος γίνεται αληθινός άνθρωπος. Η κατάσταση της συγχύσεως και της ταραχής είναι η αρρώστια μας. Και μόνο όταν απαλλαγούμε απ’ αυτήν, γινόμαστε υγιείς, έτσι όπως πρέπει να είμαστε από τη φύση που μας έδωσε ο Δημιουργός. Θυμάμαι την επιθυμία σου να βρεθείς “στο επίπεδο της ανθρώπινης αξίας”. Θεράπευσε την παραπάνω αρρώστια, που έχεις μέσα σου, και θα φτάσεις σ’ αυτό το επίπεδο.
Μην ξεχνάς πως η σύγχυση και η ταραχή είναι έμφυτες, όχι όμως και φυσικές. Δεν αποτελούν ουσιώδες μέρος της φύσεώς μας. Επηρεάζουν, πάντως, τα ουσιώδη μέρη της, προκαλώντας διαταραχή στη λειτουργία του καθενός και στις αμοιβαίες σχέσεις τους. Αν η σύγχυση και η ταραχή ήταν φυσικές, η παρουσία τους δεν θα μας έκανε να υποφέρουμε και να βασανιζόμαστε, όπως συμβαίνει. Φυσικό είναι ό,τι ευφραίνει και αναπαύει τη ψυχή, ενώ αφύσικο ό,τι την καταπιέζει και την κουράζει. Από το άλλο μέρος, αν η σύγχυση και η ταραχή ήταν φυσιολογικές, τότε, όποιος ήταν απαλλαγμένος και καθαρός απ’ αυτές, δεν θα ήταν άνθρωπος. Ξέρουμε, ωστόσο, έναν άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο Χριστό, που, μολονότι ήταν ολότελα καθαρός από σύγχυση και ταραχή, είχε τέλεια την ανθρώπινη φύση. Ξέρουμε, επίσης, ότι όποιος ντύνεται το Χριστό, παίρνει απ’ αυτόν τη δύναμη να καθαρίσει τον εαυτό του και να γίνει όμοιός του στη καθαρότητα.

Να θυμάσαι, επαναλαμβάνω, ότι η σύγχυση και η ταραχή είναι εγγενείς, όχι όμως και φυσικές· να το θυμάσαι και να το πιστεύεις ακλόνητα. Έτσι θα επιθυμήσεις σφοδρά και τη θεραπεία σου. Γιατί, αφού αυτή η κατάσταση δεν είναι φυσιολογική, τότε μπορείς να θεραπευθείς, φτάνει να το θέλεις. Και είναι δυνατό να μην το θέλεις; Υγιής και καθαρή η φύση μας είναι υπέροχη. Οι ίδιοι οι άγγελοι την ατενίζουν με αγάπη και δέος. Δεν θα θέλαμε, λοιπόν, να τη δούμε κι εμείς έτσι; Αναμφίβολα, όλη η ευτυχία και η ευδαιμονία μας εξαρτάται από τη θεραπεία μας. Γιατί, όταν θα έχουμε απαλλαγεί πια απ’ αυτή την αρρώστια, τί άλλο θα μας στερήσει τη μακαριότητα;

Είπα πριν, πως, επειδή η κατάσταση της ταραχής και της συγχύσεως δεν είναι φυσική, μπορεί κανείς να θεραπευθεί. Τώρα λέω, υποθετικά, το αντίθετο: Αν ήταν φυσική, δεν θα μπορούσε κανείς να θεραπευθεί, όσο σκληρά κι αν αγωνιζόταν. Πιστεύοντας κάτι τέτοιο, θα έχανες το θάρρος σου. “Έτσι είμαι και δεν μπορώ ν’ αλλάξω”, θα σκεφτόσουνα και θα κυριευόσουν από την ολέθρια απόγνωση. Ολέθρια, ναι! Γιατί, όταν κυριεύσει τους ανθρώπους, τότε αυτοί παραδίνονται στην αμαρτία και εκτελούν κάθε λογής βρώμικη πράξη δίχως φραγμό.

Θα το ξαναπώ: Διατήρησε την πεποίθηση ότι η ταραχή μας δεν είναι φυσική. Μην ακούς εκείνους που λένε, “Είναι ανώφελο να το συζητάμε, γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι και δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε”. Δεν είμαστε φτιαγμένοι έτσι. Και, αν αγωνιστούμε, μπορούμε ν’ αλλάξουμε.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής», σ.84-87, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου)


Πηγή: www.alopsis.gr

Ἀληθινή καί ὄχι ψεύτικη χαρά (Φώτης Κόντογλου)



Ἀληθινή καί ὄχι ψεύτικη χαρά

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

«Ἀληθινὴ κι᾿ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα τουκ᾿ εἶναι ταπεινός,πρᾶοςγεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε
στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦΧριστοῦ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ
καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ
γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόματοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναιλυπημένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει:… «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατὶ θὰγελάσετε.» (Λουκ. στ´ 21).

Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστόπέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη
ἀθόλωτηΠαράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος,δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶεἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα
ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11). 

Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺςἉγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται• ὑμεῖςδὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20).

Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποιδὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές• μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά,τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψηγιὰ τοῦτο
κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει«πεπληρωμένη», δηλτέλειαἀληθινήσίγουρη(Ἰω. ιστ´ 25). Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγειπολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνοςὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡλύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10).
Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι,
μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοέναστοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16).

«Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Ζ΄16)

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΩΜΑ ΣΤΙΣ ΙΝΔΙΕΣ




Ο Απόστολος Θωμάς πωλήθηκε κατά παραχώρηση Κυρίου στον έμπορο Αμβάνη ως δούλος και πολύ ικανός και έμπειρος οικοδόμος. Ο Αμβάνης έφερε τον δούλο στις Ινδίες και τον παρουσίασε στον Βασιλέα ως μέγα αρχιτέκτονα και οικοδόμο. Εκείνος τον δέχθηκε και του πρόσφερε πολλά χρήματα για να του οικοδομήσει καινούργια παλάτια.

Ο Απόστολος του Χριστού μόλις πήρε τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς και στους έχοντας ανάγκη.

Μετά από λίγο χρόνο έστειλε ο Βασιλεύς τους αυλικούς του για να δουν πως πηγαίνουν οι νέες οικοδομές. Όταν είδαν κατάπληκτοι ότι ούτε τα θεμέλια δεν έχει τοποθετήσει ο οικοδόμος και μαθαίνοντας ότι τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς, έτρεξαν στον βασιλέα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Εκείνος διέταξε να δέσουν τον Απόστολο οπισθάγκωνα και να τον φέρουν μπροστά του. Αφού ήλθε, του είπε με οργή:
-Μου έκτισες το παλάτι;
-Ναι, απάντησε με ηρεμία ο Απόστολος και μάλιστα είναι πολύ ωραίο.
-Εμπρός λοιπόν, είπε ο βασιλιάς, πάμε να το δω και εγώ.
-Δεν είναι δυνατόν, βασιλιά να δεις αυτό το ανάκτορο σ' αυτή την ζωή. Μετά την αναχώρηση σου απο τον κόσμο αυτό θα το απολαύσεις και θα αγαλλιασθεί η ψυχή σου.
Τα λόγια αυτά του αληθινού δούλου του Θεού, θεώρησε ο βασιλιάς Γουνδαφόρος, διότι αυτό ήταν το όνομά του, ως εμπαιγμό και χλεύη. Και επειδή έμαθε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πτωχός και δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να του επιστρέψει τα σπαταληθέντα χρήματα, σκέφθηκε ότι μόνο ο θάνατος του θα ικανοποιήσει κάπως τον θυμό του. Γι' αυτό διέταξε να τον γδάρουν ζωντανό και ύστερα να τον ρίξουν στην φωτιά να καεί.
Τι κάνει όμως ο Παντοδύναμος Θεός; ο αδελφός του βασιλιά οργίστηκε περισσότερο κατά του Αποστόλου και βίαζε τον βασιλιά να τον τιμωρήσει. Ξαφνικά όμως πέθανε και ο θάνατος του αγίου Θωμά ματαιώθηκε. Έτσι όλοι πλέον ασχολούνταν με την εκφορά του νεκρού.
Ο Θεός όμως που δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού, επιτέλεσε εδώ καταπληκτικό θαύμα. Μόλις πέθανε ο Γάδ, αυτό ήταν το όνομά του, παρέλαβαν την ψυχή του άγγελοι και της έδειχναν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπων που σώθηκαν από την αμαρτία ή μετανόησαν.
Η ψυχή του Γάδ κυριεύθηκε από θαυμασμό για το έξοχο κάλλος εκείνης της ουράνιας έπαυλης που ξεχώριζε από τις άλλες και παρακαλούσε τους συνοδούς αγγέλους της να την αφήσουν να κατοικήσει σ' ένα απ' αυτά τα μικρά δωμάτια που έβλεπε. Οι άγγελοι όμως δεν δέχονταν την παράκληση του λέγοντας ότι αυτό το παλάτι ανήκει στον αδελφό του Γουνδαφόρο και το έκτισε ένας ξενόφερτος άνθρωπος ονόματι Θωμάς.
Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο Γάδ παρακαλούσε επίμονα τους αγγέλους να του επιτρέψουν να γυρίσει στον κόσμο για ν' αγοράσει αυτό το λαμπρό παλάτι από τον αδελφό του.
Με το θέλημα λοιπόν του Θεού επανήλθε η ψυχή του Γάδ στο σώμα της για να λυτρωθεί έτσι ο Απόστολος από τον θάνατο και πολλοί άνθρωπο να σωθούν από το θαύμα της αναστάσεως του Γάδ.
Ενώ οι συγγενείς του, ετοίμαζαν το νεκρό σώμα του Γάδ για τον ενταφιασμό, ξαφνικά άρχισε να αναπνέει. Όλοι εξεπλάγησαν και φώναξαν τον βασιλιά στον οποίο είπε ο αναστημένος αδελφός του:
-Αν με αγαπάς, αδελφέ μου, έχω την αξίωση να μου πουλήσεις αυτό το ωραίο παλάτι που σου έκτισε στον ουρανό ο χριστιανό Θωμάς.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο βασιλιάς φωτίστηκε εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Θωμάς είναι αληθινός Απόστολος του Θεού και φωτισμένος στην ψυχή είπε στον αδελφό του:
-Αδελφέ μου, δεν μπορώ να σου πουλήσω αυτό το παλάτι γιατί η απόκτηση του δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Θεωρώ προτιμότερο να συστήσω σε εσένα τον τεχνίτη του, ο οποίος ζει ακόμη, και εκείνος προς χάριν σου θα οικοδομήσει παρόμοιο ανάκτορο.
Αμέσως διέταξε ν' αποφυλακίσουν και φέρουν ενώπιόν του τον Θωμά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους, εκείνοι έπεσαν και οι δύο γονατιστοί στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση διότι από άγνοια, διέπραξαν το κακό σε βάρος του και τον παρακάλεσαν να κηρύξει στην χώρα τους τον αληθινό Θεό που λατρεύει και την διδασκαλία του, ώστε όλοι οι άνθρωποι να απολαύσουν τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, τα οποία αξιώθηκε να γνωρίσει ο Γάδ.
Με κατάπληξη άκουσε όλα αυτά ο Απόστολος Θωμάς και ευχαρίστησε εκ βάθους καρδίας τον Θεό για τα θαυμάσια Του και την Θεία Πρόνοιά Του. Αμέσως τους κατήχησε και τους βάπτισε όλους και άλλα αναρίθμητα πλήθη ινδών, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Απο το βιβίο "Ψυχωφελείς Οπτασίες και Διηγήσεις"

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


Πηγή: tokandylaki.blogspot.ca

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ (24 Σεπτεμβρίου)


ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΩΝ 
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ 
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ

Εὐλόγησον Πάτερ.
Εὑρισκόμενος εἰς ταύτην, τὴν νῆσον τῶν Κυθήρων ἕνας ἐρημότοπος, λεγόμενος Μυρτίδια, (διατὶ ὅλος δασωμένος ἀπὸ μυρτίαις, καὶ ἀκατοίκητος, μόνον τὰ ζῶα τῶν ἀγροίκων ἐκεῖ ἔβοσκαν), ἔπραττεν ἐκεῖ κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανός, καὶ αὐτὸς ὁδηγηθεὶς ἀπὸ κάποιαν θεωρίαν ὁποῦ εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του, ἔχωντας περισσὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν κυρίαν Θεοτόκον, ἐπήγαινε συχνότερα εἰς αὐτὸν τὸν τόπον· καὶ στέκωντας ἐκεῖ, στοχαζόμενος τοῦ τόπου τὴν ἀγριότητα, ἤκουσε φωνὴν ἀοράτως ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν· ἂν μὲ γυρεύσῃς ἐδῶ σιμὰ εὑρίσκεις τὴν εἰκόνα μου, καὶ εἶναι καιρὸς ὁποῦ ἦλθα, καὶ εὑρίσκομαι ἐδῶ, διὰ νὰ δώσω βοήθειαν ἐτούτου τοῦ τόπου. Ἀκούωντας δὲ τὴν φωνὴν ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος Χριστιανός, καὶ στρεφόμενος ἔνθεν κᾀκεῖθεν, τάχα νὰ ἰδῇ ποῖος εἶναι ὁποῦ ὡμίλησε, καὶ μὴ θεωρῶντας τινά, ἔμεινε περίφοβος. Καὶ κάνωντας τὸ Σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἶπε· Κύριε Κύριε Χριστὲ βοήθει μοι· καὶ σὺ Κυρία μου καὶ Δέσποινα ὁποῦ ἔχεις πολλὴν τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, μὴν ἀργήσῃς νὰ μοῦ φανερώσῃς, ἂν εἶναι τὸ θέλημά σου, τὴν φωνὴν ταύτην ὁποῦ ἤκουσα, τί εἶναι. Καὶ θαρρῶντας πῶς ἡ φωνὴ αὕτη ἦτον διὰ καλόν, παραμερίζοντας ὀλίγον ὡσὰν νὰ ἐγύρευε τὸ ποθούμενον, θεωρεῖ μέσα εἰς μίαν μυρτίαν μίαν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Εὐθὺς ὁποῦ τὴν εἶδεν, ἔλαβε μεγάλην χαράν, καὶ ἐγνώρισε, πῶς ἡ φωνὴ ὁποὺ ἤκουσε ἦτον ἀπὸ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, καὶ τὸν ὡδήγησεν ἐκεῖ διὰ νὰ εὕρῃ αὐτὴν τὴν ἁγίαν Εἰκόνα. Ἔπεσε λοιπὸν καὶ τὴν ἐπροσκύνησε, καὶ μετὰ δακρύων καὶ εὐχαριστιῶν τὴν ἠσπάσθη. Ἠσθάνετο δὲ πολλὴν εὐωδίαν θυμιαμάτων εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Εὐθὺς λοιπὸν βοηθούμενος ἀπὸ τὴν Θεομητορικὴν δύναμιν, ἄρχησε καὶ ἔκοπτε τὸ δάσος· καὶ καθαρίσας τὸν τόπον ἐκεῖνον κατὰ τὸ δυνατόν του, ἔκτισεν ἐκεῖ μικρὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, καὶ ἔθεσεν εἰς αὐτὸν τὴν ρηθεῖσαν ἁγίαν Εἰκόνα, καὶ τὴν ἐπωνόμασε Μυρτιδιώτισσαν, ὡσὰν ὁποῦ τὴν εὗρεν εἰς ταῖς μυρτίαις. Καὶ ἔτζη ὁ τόπος ἐκεῖνος μέχρι τῆς σήμερον λέγεται μυρίδια, διὰ τὴν ἀφορμὴν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου δάσους. Ἔκαμε δὲ καὶ αὐτὸς μικρὸν κελλίον, καὶ γενόμενος μοναχὸς ἐκατοίκησεν ἐκεῖ, λατρεύωντας μετὰ πάσης εὐλαβείας πάντοτε αὐτὴν τὴν ἁγίαν καὶ θαυμαστὴν εἰκόνα. Ἀπὸ ὀλίγον εἰς ὀλίγον ἐκαθάρισε τὸ μυρτερὸν ἐκεῖνο δάσος, ἐπλάτυνεν ἡ φήμη, καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐπροστρέχασι συνεχῶς μὲ πολλαῖς ἐλεημοσύναις εἰς προσκύνησιν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, καὶ πολλὰ θαύματα ἔκαμεν εἰς ὅσους ἐπρόστρεξαν μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν, εἰς τόσον ὁποῦ ἐξαπλώθη ἡ δόξα της εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Ἀποθανόντος δὲ αὐτοῦ, ἔμεινεν ὕστερα κάποιος μοναχὸς εὐλαβὴς Λεόντιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ηὔξησε τὸν αὐτὸν ναόν, καὶ τὰ κελλία, καὶ ἐκατάστησε Μοναστήριον.

Κάποιος εὐλαβὴς ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς ὀνομαζόμενος Θεόδωρος Κουμπανιός, ἔχωντας ξεχωριστὴν εὐλάβειαν εἰς αὐτὴν τὴν ἁγιωτάτην καὶ θαυμασιωτάτην εἰκόνα, ἔξω ἀπὸ ταῖς ἄλλαις Λειτουργίαις, καὶ πανηγύρεις ὁποῦ ἔκανεν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον, εἶχε συνήθειαν, καὶ ἔπαιρνεν ὅλους του τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, καὶ ἐπήγαινεν ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου σαράντα ἡμέραις, ὁποῦ εἶναι ἡ κδ´ τοῦ Σεπτεμβρίου, καὶ ἔκαναν μὲ εὐλάβειαν λειτουργίαν, καὶ μεγάλην πανήγυριν ἐκεῖ. Καὶ ἀπὸ τότε ἐσυνηθίσθη ἡ αὐτὴ ἑορτή, νὰ γίνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν Νῆσον.

Ἔτυχε μετὰ καιρόν, καὶ σφοδρῶς ἀσθενήσας ὁ αὐτὸς Θεόδωρος ἐκατεστάθη παράλυτος, καὶ ἐκατέκειτο εἰς τὸν κράββατον χρόνους πολλούς. Ἀγκαλὰ καὶ αὐτὸς κατὰ τὸν καιρὸν διὰ τὴν δεινὴν αὐτοῦ ἀσθένειαν δὲν ἐδύνετο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν συνηθισμένην του ἑορτήν, ἔπεμπον ὅμως πάντοτε τὰ παιδία του, καὶ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἔκαναν εὐλαβῶς τὴν πανήγυριν μὲ ἐλεημοσύνην πλουσιοπάροχον εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἡ πίστις αὐτοῦ καὶ ἡ εὐλάβεια δὲν ὠλιγόστευσε ποτέ, μόνον καὶ μακρόθεν ἀπὸ τὴν κλίνην του μετὰ δακρύων προσευχόμενος ἔλεγε· Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα ἐλεήσου καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν ἐσὺ ὁποῦ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ καταφυγὴ καὶ ἐπίσκεψις ἐκείνων ὁποῦ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἡ σκέπη καὶ προστασία, ἐκείνων ὁποῦ σὲ παρακαλοῦσι, βοήθησον κᾀμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἀναξίῳ δούλῳ σου, καὶ ἀξίωσόν με τῆς ποθουμένης ὑγείας, νὰ ἔλθω σωματικῶς κᾂν τὸν ἐρχόμενον χρόνον πρὶν τελειώσῃ ἡ ζωή μου, νὰ προσκυνήσω τὴν ἁγίαν σου εἰκόνα. Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα λόγια εὐλαβείας ἔλεγε μετὰ δακρύων ὁ αὐτὸς Θεόδωρος κάθε χρόνον, καὶ πάντοτε ἐδόξαζε, καὶ ἔκανε τὴν ἑορτὴν κατὰ τὴν συνήθειαν. Μετὰ δὲ χρόνους ὁποῦ ἦτον ἔτζη παράλυτος, φθάνωντας ὁ καιρὸς τῆς συνηθισμένης ἑορτῆς, ἀφ᾿ οὗ ἔγινεν ἡ χρειαζόμενη ἑτοιμασία νὰ κινήσουν ὅλοι, κράζει ὁ αὐτὸς Θεόδωρος τὰ παιδία του, καὶ λέγει των κλαίωντας· Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἐγὼ βλέπω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τούτην τὴν πολυχρόνιον, καὶ πολύπονον παραλυσίαν, καὶ τρόπος ἰατρείας δὲν εὑρίσκεται εἰς ἐμένα. Λοιπὸν παρακαλῶ σας νὰ ἑτοιμάσετε κράββατον διὰ νὰ μὲ ἀσυκώσετε νὰ μὲ πάρετε, κᾂν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου νὰ ἰδῶ, καὶ νὰ προσκυνήσω τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς κυρίας μου τῆς Μυρτιδιώτισσας, ἴσως κάμῃ εὐσπλαγχνίαν καὶ εἰς ἐμένα τὸν ἄθλιον, καθὼς κάνει εἰς ὅλους ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνται. Αὐτοὶ δὲ ἀκούοντες τέτοια λυπηρὰ λόγια, πίστεως εὐλαβείας καὶ κατανύξεως γέμοντα, ἡτοίμασαν τὸν κράββατον, καὶ τὸν ἐπῆραν ὑπὸ τεσσάρων αἱρόμενον. Καὶ φέρνοντές τον εἰς τὸν ναὸν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν τῶν Μυρτιδίων, τὸν ἔθεσαν καθὼς ἐζήτησεν ἔμπροσθεν τῆς σεβασμίας εἰκόνος. Φθάσας ἐκεῖ, εὐθὺς ἀσυκώνωντας τὰ ὀμμάτιά του πρὸς τὴν Θεοτόκον, εὐλαβῶς κλαίωντας ἔλεγε· Κυρία μου καὶ Δέσποινα, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐσὺ εἶσαι ἡ προφητευομένη Κόρη, ὁποῦ ἐγέννησες τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, καὶ Ἀειπάρθενος ἔμεινας, καὶ ἔλαβες τόσην χάριν, ὁποῦ ἔγινες Μητέρα τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, τὸν ὁποῖον κρατῶντας ὡς βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας σου ἔχεις τόσην ἐξουσίαν καὶ τὸ θέλειν, καὶ τὸ δύνασθαι, νὰ δίδῃς κάθε χάριν ὁποῦ σοῦ ζητήσουν, ὡσὰν ὁποῦ ἔχεις εἰς τὰς χεῖράς σου τὴν αἰτίαν πασῶν τῶν χαρίτων. Ἐσὺ λοιπὸν ὁποῦ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, τῶν ὀρφανῶν ἡ προστασία, τῶν ἀσθενῶν ἡ ἰατρεία, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ σωτηρία, κάμε ἔλεος καὶ εἰς ἐμένα, μεσίτευσαι εἰς τὸν πολυεύσπλαγχνον μονογεῆ σου Υἱόν, νὰ ἐλεήσῃ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν. Καὶ καθὼς πολλοὺς ἀσθενεῖς ἰάτρευσε, πολλοὺς νεκροὺς ἀνέστησε, καὶ παραλύτους ἀνώρθωσε μόνον μὲ τὸν θεϊκόν του λόγον, ὅταν ἦτον εἰς τὸν Κόσμον, οὕτως νὰ κάμῃ καὶ εἰς ἐμένα τὸν ταπεινόν. Σήμερον ὁποῦ πανηγυρίζομεν οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν τεσσαρακονθήμερον ἐνθύμησιν τῆς ἁγίας σου κοιμήσεως, δεῖξαι τὰ ἐλέη σου, δεῖξαι τὴν δυναστείαν σου εἰς ἐμένα, καθὼς καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς ἔδειξες εἰς τούτην τὴν ἁγίαν ἡμέραν. Πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν δεσπότου. Μὴ μοῦ παρίδῃς τὰ δάκρυα, μὴ μοῦ παραβλέψῃς τοὺς στεναγμούς, σπλαγχνίσθητι τὸ βάρος τῆς μακρᾶς μου ἀσθενείας, τοὺς μεγάλους καὶ ἀνυπομονήτους πόνους. Μὴ κωλύσωσι τὰ ἀπὸ νεότητός μου ἁμαρτήματα τὴν ἄπειρόν σου ἀγαθότητα, ἀλλὰ χάρισαί μοι τὴν ζητουμένην καὶ ποθουμένην ὑγείαν. Οἱ συναθροισθέντες ἀκούοντες τέτοια παρακαλεστικὰ λόγια ὁποῦ μετὰ δακρύων ἔλεγεν ὁ παράλυτος Θεόδωρος, ὅλοι ἔκλαυσαν, καὶ ἐπαρακαλοῦσαν διὰ τὴν βοήθειάν του. Κατὰ τὴν τάξιν, καὶ Ἱερεῖς καὶ Λαϊκοὶ ἔψαλλαν τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἑσπερινοῦ, καὶ τοῦ Ὄρθρου τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ ψάλλοντες τὸν Κανόνα εἰς τὸν Ὄρθρον, εὐγῆκεν ἕνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν διὰ κάποιαν ἀνάγκην, καὶ γυρίζωντας μετὰ βίας εἶπεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· νὰ ἠξεύρετε ἀδελφοί, πῶς μοῦ ἐφάνηκε νὰ ἤκουσα πολλοῦ λαοῦ ταραχήν, καὶ θόρυβον πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης, ὡσὰν νὰ ἔρχωνται πρὸς ἐδῶθεν. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐφοβήθησαν, ἐπειδὴ τὸ Μοναστήριον εὑρίσκεται σιμὰ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ συχνὰ ἐπειράζετο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους, μάλιστα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν στράταν εὐγένασι καὶ ἔκαναν πολλοὺς σκλάβους ἀπὸ τὰ περίγυρα χωρία. Εὐγήκασι καὶ ἄλλοι νὰ βεβαιωθοῦν τὰ λεγόμενα, καὶ γυρίζοντες εἶπαν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅμοια, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ταραχὴ δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ βαρβάρων ἐπιδρομὴ ὁποῦ ἔρχονται νὰ μᾶς σκλαβώσουν. Ἀκούσαντες οἱ ἐπίλοιποι, ἔφυγαν ὅλοι, καὶ ἄφησαν τὴν Ἀκολουθίαν, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ἄλλοι ἐπίασαν τὰ βουνά, ἄλλοι τὴν στράταν, ἄλλοι ἐκρύφθησαν εἰς τὰ κλαδία, καὶ ἐπάσχησαν ὅλοι νὰ φυλαχθοῦν ἀπὸ τέτοιον κίνδυνον. Ἦτον νύκτα ἀκόμη καὶ δὲν ἔβλεπαν τίποτες. Ὁ παράλυτος Θεόδωρος ὡσὰν ὁποῦ δὲν ἐδύνετο νὰ φύγῃ, ἀπαρατήθη ἀπὸ ὅλους ὡς νεκρὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἔστεκεν ἐκεῖ περίλυπος, καὶ καταφρονεμένος ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε οὔτε τέκνα, οὔτε ἄλλους συγγενεῖς καὶ κᾂν τινὰς δὲν τοῦ ὡμίλησεν, ἀλλὰ ἐβιάζουνταν ποῖος θὰ φύγῃ προτήτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ δὲν τοῦ ἀνήγγειλαν τὴν αἰτίαν, μόνον ὁποῦ ἤκουσε τὴν σύγχυσιν τῆς φυγῆς αὐτῶν. Φοβούμενος καὶ δειλιῶντας ὡσὰν ἀπελπισμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, προσευχόμενος εἶπε μετὰ δακρύων μεγαλοφώνως· Ὦ παρθενομῆτορ Μαρία Θεοτόκε, Δέσποινα τοῦ κόσμου καὶ ἐλπίδα ἐμοῦ τοῦ δυστυχισμένου, ἰδοὺ πάντες ἔφυγον, καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆκαν, καὶ ἀπέρριψάν με ἀβοήθητον. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ τὴν ἁγίαν σου χάριν νὰ μοῦ βοηθήσῃς, καὶ νὰ μὲ σκεπάσῃς ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου, νὰ φύγω ἀπὸ τὰ ἄσπλαγχνα χέρια τῶν ἀθέων βαρβάρων. Ταῦτα λέγωντας μετὰ δακρύων θερμῶν, τοῦ ἐφάνη ὡσὰν νὰ τοῦ εἶπε τινάς, ἀσυκώσου καὶ σύ, φεῦγε. Καὶ οὕτως, ὢ τοῦ θαύματος, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν ἀθύμησίν του, πῶς ἦτον ἀσθενής, καὶ παράλυτος, καὶ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον σαλεύωντας ἀπὸ τὸν κράββατον, ὅπου ἐκείτετο, ἄρχισε καὶ ἔτρεχε φεύγωντας καὶ σπουδάζωντας νὰ φθάσῃ τοὺς ἄλλους ὁποῦ ἔφυγαν, καὶ μένωντας ἐξεστηκός, τοῦ ἐφαίνετο τὸ πρᾶγμα ὡσὰν ὄνειρον. Εἰς τὸ διάστημα δὲ τῶν γενομένων ἔφθασεν ἡ ἡμέρα καὶ ὁ αὐτὸς Θεόδωρος μὴ βλέπωντας τινὰ οὔτε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ὁποῦ ἔλεγαν, οὔτε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἦλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔστεκε μὲ λογισμόν, καὶ γνωρίζωντας τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ καμμίαν ἀσθένειαν ἀπερασμένην, κατενόησε τέλος πάντων, καὶ ἐγνώρισε τὴν θαυμαστὴν καὶ ἀπροσδόκητον βοήθειαν καὶ ἰατρείαν, ὁποῦ ἡ Δέσποινα καὶ Κυρία τοῦ κόσμου ἔκαμεν εἰς αὐτόν· καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν χαρὰν ὁποῦ ἔλαβεν, ἄρχισε καὶ ἔλεγε πολλὴν ὥραν τό, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον. Δοξάζω σε Θεέ μου, δοξάζω σε Παναγία μου, δοξάζω Δέσποινά μου τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, δοξάζω Κυρία μου τὴν ἐλεημοσύνην σου, εὐχαριστῶ ἀμέτρως Μυρτιδιώτισσά μου χαριτωμένη τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον, εἰς τὴν μεγάλην καὶ ὑπερθαύμαστον βοήθειαν, ὁποῦ εἰς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου ἔδωκες. Ἐπειδὴ καὶ γνωρίζω τὸν ἑαυτόν μου ὅλον ὑγιῆ ὁ πρὸ ὀλίγου ἀσθενὴς καὶ παράλυτος. Ἔπειτα ἐφώναξε τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἔλεγε· παιδιά μου, συγγενεῖς μου καὶ φίλοι Χριστιανοί, ἐλᾶτε νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, νὰ δοξολογήσωμεν τὸ ἅγιόν της ὄνομα, καὶ μὴν φοβᾶσθε. Διατὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἐχθροὶ βάρβαροι ὁποῦ ἐλογιάζετε, μόνον νὰ ἐλθῆτε νὰ φρίξετε τὸ ἐξαίσιον θαῦμα, ὁποῦ ἔκαμεν εἰς ἐμένα, νὰ δοξάσωμεν τὴν χάριν της. Αὐτοὶ δὲ ἀκούοντες ταῖς φωναῖς, ἀπὸ τὸν φόβον τους λογιάζοντες νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ φωνάζουσι διὰ νὰ τοὺς ἐξαπατήσουν, ἄλλοι μὲ περισσότερον φόβον ἐκρύπτουνταν εἰς τὰ βαθύτερα μέρη τοῦ δάσους, καὶ ἄλλοι ἔφευγαν τρέχοντες περισσότερον· ὁ δὲ Θεόδωρος μὲ μεγαλήτερην φωνὴν ἔλεγεν· ἐλᾶτε παιδιά μου, κράζωντας καθ᾿ ἕνα κατὰ τὸ ὄνομά του, καὶ λέγωντας· ἐγὼ εἶμαι ὁ πατέρας σας, ὁποῦ εἴμουν παράλυτος, καὶ ἡ Κυρία μας μὲ ἰάτρευσε, καὶ σιμώσετε χωρὶς φόβον νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν χάριν της. Ἀκούοντες οὖν τινὲς τὴν Φωνήν του, καὶ γνωρίζοντές την, καὶ μὴ βλέποντες ἄλλον τινά, εἰμὴ αὐτὸν μόνον, σιμώνοντές του, ἐγνώρισαν πῶς εἶναι αὐτός, ὁ πρώην παράλυτος. Ἐφώναξαν λοιπὸν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἐσυναθροίσθησαν ἅπαντες, καὶ θεωρῶντες αὐτὸν ὅλον γερόν, καὶ παντελῶς ὑγιῆ, χωρίς κανένα σημάδι ἀσθενείας, ἔμειναν ὅλοι ἐξεστηκοί, καὶ ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον· καὶ ἐρωτῶντές τον πῶς ἰατρεύθη, ἐδιηγήθη καταλεπτῶς τὰ πάντα ὡς ἄνωθεν. Καὶ λοιπὸν γνωρίσαντες ὅλοι τὴν φανερὴν θαυματουργίαν τῆς Θεομήτορος, ἐγύρισαν εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ αυτὸν τὸν πρώην παράλυτον σκιρτῶντα, καὶ ἀγαλλόμενον, καὶ ἔδωσαν δόξαν καὶ εὐχαριστίαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης τῆς Ὑπεραγίας, ὁποῦ ἀγκαλὰ νὰ ἀργῇ τὴν βοήθειάν της διὰ νὰ ἰδῇ τὴν ὑπομονὴν τοῦ παρακαλοῦντος, ὅμως δὲν ἀλησμονεῖ, ἀλλ᾿ εἰς ὥραν ὁποῦ δὲν ἐλπίζει τινὰς λαμβάνει τὴν ποθουμένην ὑγείαν. Ἀδύνατον εἶναι δὲ νὰ φανερώσωμεν τὰ ὅσα ἔλεγεν ὁ ἰατρευθεὶς παράλυτος εἰς δόξαν τῆς Θεοτόκου. Καὶ οὔτως ἐτελείωσαν τὴν ἀκολουθίαν, καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν μετ᾿ εὐχαριστίας, καὶ δοξολογίας. Ἑόρταζεν ὁ αὐτὸς Θεόδωρος τὴν αὐτὴν ἡμέραν, τὰ τεσσαράκοντα τῆς Θεοτόκου ὁποῦ τὸν ἰάτρευσε θαυμασίως, ἕως ὅλην του τὴν ζωήν, καὶ ἔκανε μεγάλας πανηγύρεις, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του ἄφηκε παραγγελίαν τῶν συγγονῶν του νὰ κάνουσι τὴν αὐτὴν ἑορτήν· καὶ ἕως τὴν σήμερον οἱ ἀπόγονοί του κατὰ τὸ δυνατόν τους ἐπιτελοῦσι τὴν αὐτὴν πανήγυριν.

Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐπλάτυνε περισσότερον ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Καὶ εἰς ἐνθύμησιν τοῦ αὐτοῦ θαύματος, συναθροίζεται ὅλος ὁ λαὸς τῆς Νήσου ἀπὸ τὴν χώραν καὶ ἀπὸ τὰ χωρία, καὶ κάνουν εἰς τὸ μοναστήριον μεγάλην ἑορτὴν εἰς αὐτὴν τὴν ἡμέραν.

Νὰ διηγηθῇ τινὰς τὰ ἀμέτρητα θαύματα ὁποῦ καθ᾿ ἑκάστην κάνει ἡ αὐτὴ ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων εἶναι ἀδύνατον. Ἀλλ᾿ ὅμως ὀλίγα τινὰ νὰ εἰποῦμεν εἰς δόξαν αὐτῆς, καὶ οὔτως νὰ τελειώσωμεν τὸν λόγον.

Ποτὲ καιρὸν ἤλθασιν οἱ βάρβαροι νὰ κουρσεύσουν τὸ Μοναστήριον, καὶ σιμώνωντες ταχύτερον ἀντίκρυτα αὐτοῦ, εἴδασι πλῆθος ἀπὸ φωτίαις ἁρμάτων, ἤγουν φυτιλίων σιμὰ εἰς τὸ Μοναστήριον. Καὶ λογιάζοντες ὅτι νὰ τοὺς ἐκατάλαβαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νησίου, καὶ ἐκατέβη λαὸς διὰ νὰ τοὺς πολεμήσουν, φοβηθέντες μεγάλως ἔφυγαν. Καὶ ἔτζη ἐφυλάχθη καὶ τὸ Μοναστήριον ἀβλαβές, καὶ ὅλη ἡ νῆσος διὰ προστασίας τῆς Κυρίας ἡμῶν.

Ἄλλοτε πάλιν περνῶντας ἕνα καράβι ἀπ᾿ ἔξωθεν τοῦ Μοναστηρίου, ὑπήντησεν εἰς τὸ πέλαγος μεγάλον κλύδονα τῆς θαλάσσης, καὶ κινδυνεύοντας νὰ καταποντισθῇ, ἐπεκαλέσθησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιου τὴν Κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, καὶ τὸν μέγαν Νικόλαον νὰ τοὺς βοηθήσωσι νὰ πιάσουν λιμένα, καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν οἶκόν της ἐλεημοσύνην ἕκαστος κατὰ τὸ δυνατόν εἰς βοήθειαν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ νὰ κτισθῇ καὶ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καὶ οὕτως εἰς ὀλίγην ὥραν ἔφθασαν εἰς λιμένα ἐκεῖ σιμὰ τοῦ Μοναστηρίου, καὶ εὐθὺς ἐπῆγαν ὅλοι, καὶ ἔδωκαν εὐχαριστίαν, καὶ ἐλεημοσύνην πλουσίαν, καὶ ἔκαμαν εἰς τὸ Μοναστήριον οἰκοδομήν, καὶ ἐκτίσθη καὶ ὁ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου εἰς τὸ μαυροβράχο, εἰς ἐνθύμησιν τοῦ θαύματος.

Πολλαῖς φοραῖς ἔτυχεν εἰς αὐτὸ τὸ νησὶ τῶν Κυθήρων πεῖνα μεγάλη ἀπὸ ἀστοχίαν καρπῶν, καὶ μὲ τὴν προμήθειαν τῆς κυρίας Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνταν εἰς βοήθειαν πάντες, οἰκονόμησε καὶ ἔφερναν καρποὺς ἀπὸ ξένους τόπους, καὶ ἐκυβερνᾶτον ὁ λαός.

Ἀπὸ ταῖς εὐεργεσίαις καὶ χάριτες ὁποῦ ἐλάμβανον, καὶ λαμβάνουσιν οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ προστρέχουσιν εἰς τὴν χάριν της μὲ ταξήματα, ἄλλοι ἔκτισαν κελλία, ἄλλοι ἀφιέρωσαν χωράφια, καὶ ἄλλα πράγματα εἰς μνημόσυνον αὐτῶν, καὶ ἐκαταστάθη τὸ Μοναστήριον οὕτως εὐπρεπὲς καθὼς φαίνεται.

Ὁ Λαὸς τοῦ αὐτοῦ θεωρῶντας τὰ ἄπειρα θαύματα, ὁποῦ ἐγίνουνταν ἀπὸ τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα, εἰς εὐχαριστίαν τῆς Θεοτόκου, ἐσυμφώνησαν καὶ ἔκαμαν ἐξοδίαν νὰ ἐνδύσουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα ὅλην μὲ ἀσῆμι. Καὶ πέμπωντας εἰς τὴν Κρήτην τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ κάμουν τὸ ἀργυρὸν ἔνδυμα, ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸν λιμένα τῆς Νήσου λεγόμενον Καψάλη, ὑπήντησε τὸ πλοῖον ὁποῦ τὸ ἔφερνε, φούσταις ἀγαρηνῶν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Ἔπλεαν τὰ αὐτὰ πλοῖα ἔξω ἀπὸ τὴν βρουλέα, μακρὰν ἀπὸ τὸ κάστρο, ὡς φαίνεται, ὁποῦ δὲν φθάνει δύο φοραῖς τὸ βόλι τοῦ πλέον μεγάλου κουφωτοῦ σιδήρου, ἤτοι κανονιοῦ· φωτισθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὁ αὐθέντης τοῦ τόπου μὲ παρακίνησιν τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔστεκαν βλέποντες, ἐπρόσταξε καὶ ἔσυραν μίαν μικρὴν λουμπάρδαν ἀπὸ τὸ κάστρο, διὰ νὰ δώσουν παρὰ μικρὸν θάρρος τοῦ πλοίου ὁποῦ ἐσήμωνε νὰ ἐμπῇ εἰς τὸν Λιμένα, μὴ ἠξεύρωντας τινὰς πῶς εἰς αὐτὸ νὰ ἦτον τὸ ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου, καὶ διὰ νὰ δώσουν τάχα καὶ φόβον τῶν φούστων ὁποῦ τὸ ἐζύγωναν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Αὐτὸ τὸ βόλι τῆς μικρᾶς λουμπάρδας ἔφθασεν ἕως ἔξω εἰς τόπον λεγόμενον Κοφινίδια, μακρὰν ἀπὸ τὸν λιμένα εἰς τὸ πλάγι τῶν φούστων, καὶ φοβηθεῖσαι νὰ σιμώσουν περισσότερον, ἄφησαν τὸ πλοῖον καὶ ἔφυγον. Θεωρῶντες ὁ αὐθέντης, καὶ οἱ ἐπίλοιποι τὸ διάστημα ὁποῦ ὑπῆγε τὸ βόλι, ἐλογίασαν πῶς ἐσημείωνε πρᾶγμα παράδοξον. Φθάσας μετ᾿ ὀλίγον τὸ πλοῖον εἰς τὸν λιμένα, καὶ ἀκούσας ὁ λαὸς πῶς εἶχε μέσα τὸ ἔνδυμα τῆς ἁγίας εἰκόνος, ὅλοι ἐδόξασαν τὴν χάριν της εἰς τὸ θαῦμα ὁποῦ ἔκαμε, καὶ ἐφύλαξε τὸ προσφερόμενον δῶρον τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀγαρηνῶν· καὶ οὕτως μετὰ μεγάλης εὐχαριστίας τὸ ἔβαλαν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα.

Τίς δὲ νὰ διηγηθῇ ταῖς καθημεριναῖς θαυματοποιΐαις ὁποῦ κάνει εἰς τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτὴν μετὰ πίστεως! Πολλαῖς φοραῖς ὅταν τύχῃ ἀνομβρία, καὶ εὐγάλουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα κάνωντας λιτανίαν, εὐθὺς πέμπει ὑετὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ τὴν δροσίζει εἰς βοήθειαν, καὶ κυβέρνησιν τῆς Νήσου.

Μερικαῖς φοραῖς ἐπίασε καὶ θανατικὴ νόσος, καὶ μὲ λιτανείαις, καὶ δεήσεις, εὐγάνωντας τὴν ἁγίαν αὐτὴν Εἰκόνα, καὶ παρακαλῶντας την ὁ λαὸς ἐκατέπαυσε, καὶ δὲν ἐπλάτυνε νὰ ἀφανίσῃ τὸν τόπον, καθὼς συμβαίνει εἰς ἄλλαις χώραις.

Εἰς τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολεμᾶτον ἡ περίφημος Κρήτη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἔφθασεν ἡ τῶν ἀγαρηνῶν ἁρμάδα εἰς τούτην τὴν Νῆσον, καὶ εὐγῆκε πολὺ πλῆθος ἀπ᾿ αὐτοὺς εἰς ἕνα χωρίον λεγόμενον τῆς κερᾶς, εἰς τὸν ποταμὸν τὴν νύκτα· κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ τῆς Κυρίας Μυρτιδιώτισσας τοὺς ἐγνώρισαν τινές, καὶ κηρύσσοντας μὲ φωναῖς πῶς ἔφθασαν οἱ τοῦρκοι εἰς τὰ χωρία, ἔφυγαν ὅλοι γυναῖκες, καὶ παιδία, καὶ ὅσοι ἦτον ἄνδρες τῶν ἀρμάτων ἐστάθησαν, καὶ ἐπολέμησαν. Εἶχαν πρόσταγμα ἀπὸ τὸν πασιά τους, ὅτι ὡσὰν ἀκούτουν κτύπον ἀπὸ τὰ κάτεργα νὰ γυρίσουν εὐθύς. Μετ᾿ ὀλίγον λοιπὸν ἤκουσαν οἱ ἀγαρηνοὶ δύο βρονταῖς καὶ λογαριάζοντας ὅτι εἶναι λουμπαρδιαῖς, ἐγύρισαν κατὰ τὴν προσταγὴν εἰς τὰ κάτεργα, καὶ μόνον ὅτι ἐδυνήθησαν ἔκαψαν, καὶ ἔκλεψαν, μὰ τινὰς τῶν Χριστιανῶν οὔτε ἐβλάβη, οὔτε ἐθανατώθη, μάλιστα πολλοὶ τῶν ἀγαρηνῶν ἔχασαν τὴν στράταν, καὶ ἔμειναν εἰς τὸ νησί, καὶ ὕστερον τοὺς εὕρηκαν. Θεωρῶντας δὲ ὁ πασιᾶς τὸ φουσάτον του ὁποῦ ἐγύρισεν ἔτζη ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τοὺς κάμῃ τὸ σημάδι ὁποῦ τοὺς εἶχε παραγγείλῃ, ἠρώτα τὴν αἰτίαν. Καὶ αὐτοὶ ἔλεγαν πῶς ἤκουσαν δύο λουμπαρδιαῖς, καὶ ἐγύρισαν. Αὐτὸς δὲ θαυμάζωντας διὰ τὴν ἐπιστροφήν των, ἔλεγε, πῶς βέβαια δὲν τοὺς ἔκραξε καθὼς τοὺς εἶχε σημειώσῃ, ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι ἐγνωρίσασι πῶς ἦτον ἡ βρονταῖς ἀπὸ προστασίαν τῆς Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλέσθησαν εἰς βοήθειαν, καὶ ταῖς ὥραις ἐκείναις ἔκαναν παρακλήσεις καὶ λιτανείαις ἔμπροσθεν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Μυρτιδιώτισσας.

Εἰς τὸν Χρόνον ᾳψκβ´, τῇ πρώτῃ τοῦ Φευρουαρίου μηνὸς εὑρισκόμενος ἕνας ἄρχοντας τὸ ὄνομά του Ἰωάννης, τὸ γένος του Καλούτζης εἰς τὸ ὀφφίκιον τῆς Καγγελλαρίας (ἦτον δὲ ἡμέρα Κυριακὴ ἡ πρώτη τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς ταῖς πέντε ὥραις τῆς αὐτῆς ἡμέρας), καὶ ἀναγινώσκωντας κάποια χαρτία ὁποῦ ἐδιελάμβανον ὑποθέσεις ἐδικάς του, ἄρχησεν ἡ γλῶσσά του νὰ τραυλίζῃ, καὶ μετ᾿ ὀλίγον σφαλίζωντας τὰ ὀμμάτιά του, καὶ μένοντας ἀκίνηταις αἱ αἰσθήσεις αὐτοῦ ἔμεινεν ἄφθογγος, καὶ ἄλαλος μὲ βρυγμὸν μεγάλο ντῶν ὀδόντων αὐτοῦ καὶ ταραγμὸν ὅλου τοῦ σώματος αὐτοῦ· ὅθεν ἐξέστησαν οἱ παρόντες διὰ τὸ συμβεβηκός, καὶ ἀσυκώνοντες τὸν ἀσθενῆ τὸν ἔθεσαν εἰς τὴν κλίνην, ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ αὐτὸ ὀφφίκιον. Καὶ κηρυχθέντος αὐτοῦ τοῦ ἐλεεινοῦ συμβάματος, ἔφθασαν εἰς τὴν θεωρίαν αὐτοῦ ὅλοι οἱ συγγενεῖς, καὶ φίλοι τοῦ ἀσθενοῦς, καὶ μετ᾿ αὐτοὺς ἡ γυνή του, ἡ ὁποία κλαίουσα δεινῶς, καὶ τύπτωντας τὸ στῆθος ἐπικαλεῖτο μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν ἔνθερμον τὸ θεόσεπτον ὄνομα τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. Ἔκραξαν δὲ καὶ τὸν Ἀκέστορα, ὅστις ἦτον ἔμπειρος, καὶ τέλειος εἰς τὴν ἰατρικήν· καὶ ἐπιμελῶς ἐπιχειρισθεὶς πολλὰ φάρμακα ποσῶς δὲν ὠφέλησαν· καὶ βλέποντες τὴν σφοδρότητα τοῦ κακοῦ, ἐπῆραν τὸν ἀσθενῆ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ὑπὸ τεσσάρων βασταζόμενον διὰ νὰ δώσῃ τέλος, νομίζοντές τον ὅλοι ὡς νεκρόν. Ἔμεινεν οὖν εἰς τέτοιαν κατάστασιν ἕως τὸ πρωῒ τῆς τρίτης, καὶ εἰς ὅλον ἐτοῦτο τὸ διάστημα δὲν ἔπαυεν ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων αὐτοῦ, ἡ στρέβλωσις τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἡ ἐπίδεσις τῆς γλῶσσης αὐτοῦ, ἡ κωφότης τῶν ὠτίων αὐτοῦ, καὶ τὸ κλεῖθρον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, εἰς τόσον ὁποῦ ἔδωσεν ἀφορμὴν νὰ τοῦ ἑτοιμάσουσι τὰ ἀναγκαῖα πάντα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐσυνέβη ὁποῦ ἡ πανθαύμαστος ἁγία Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων ἦτον εἰς τὴν ἐπισκοπήν· ἐπειδὴ κατὰ τὴν συνήθειαν κάθε χρόνον κάνουσι λιτανείαν εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ἤγουν εἰς τὴν χώραν, καὶ εἰς ὅλα τὰ χωρία, διὰ νὰ εὐλογήσῃ μὲ τὴν προσκυνητὴν παρρησίαν της ὅλον τὸν Κόσμον· καὶ τότε ὁ Ἀρχιερεύς, καὶ ἱερεῖς μετὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν, προσελθοῦσα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ τὰ τέκνα ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Εἰκόνος, ὅλοι κλαίοντες μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ συντετριμμένης καρδίας ἔκαμαν παράκλησιν καὶ λιτανείαν διὰ τὴν ὑγείαν καὶ βοήθειαν τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰωάννου. Καὶ τελειωθείσης τῆς Ἀκολουθίας, ἐπιστρέψαντες ὅλοι εἰς τὸν οἶκον νὰ ἰδοῦσι τὸν ἄρρωστον, ὢ τοῦ θαύματος, τὸν ηὕρηκαν ἐλεύθερον παντὸς κακοῦ, καὶ λαλοῦντα ὡς τὸ πρότερον, δίχως τινὸς σημείου ἀνάγκης. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἔφερε τόσην ἔκπληξιν εἰς ὅλους ὁποῦ τὸ εἶδαν καὶ ἤκουσαν, ὁποῦ μεγαλοφώνως ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον. Λαβὼν λοιπὸν τὴν προτέραν αὐτοῦ ὑγείαν, ὑπῆγε σωματικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πανοικεὶ εὐφραινόμενος, καὶ ἀγαλλόμενος, ὑμνῶντας καὶ εὐχαριστῶντας μὲ μεγάλην εὐλάβειαν καὶ κατάνυξιν τὴν κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, εἰς τὸ ἐξαίσιον καὶ φρικτὸν τερατούργημα, ὁποῦ ἔκαμε πρὸς αὐτόν, καὶ ἀφιέρωσεν εἰς σημεῖον εὐχαριστίας εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα ἕνα ζευγάρι βραχιόλια χρυσᾶ, εἰς ἀΐδιον μνήμην τοῦ θαυμαστοῦ ἔργου τῆς Θεομήτορος.

Ὄχι μ όνον αὐτὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ καὶ ἄλλα ἄπειρα ἔκαμε καὶ κάμει καθεκάστην ἡμέραν, ὁποῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὰ φανερώσωμεν ἐγγράφως. Καὶ τί λέγω; μόνον ἡ θεωρία τῆς αὐτῆς Εἰκόνος φανερώνει τὴν μεγάλην χάριν ὁποῦ ἔχει. Καὶ τόσον αὔξησεν ἡ κοινὴ εὐλάβεια εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἀπὸ τὰ ταξήματα, ἀγκαλὰ καὶ εἰς πτωχὴν νῆσον, εἶναι ὁλόχρυση, μὲ ἔμπροσθέν της ἕνα χλιδῶνα ἤτοι κολόναν μεγάλην, καὶ ἐγκόλπιον μὲ πολύτιμαις πέτραις καὶ μαργαριτάρια. Ἔξω ἀπὸ ἄλλα χρυσάφια, ἀσήμια, καὶ ἄλλα σκεύη, καὶ ὑποστατικὰ ὁποῦ ἔχει τὸ Μοναστήριόν της, ὁποῦ εἶναι τόπος ἅγιος, καὶ μόνον νὰ ὑπάγῃ τινὰς γέμει ψυχικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως.

Λοιπὸν πατέρες καὶ ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἐπειδὴ καὶ ἔχομεν τέτοιον θησαυρὸν πλήρη θείας χάριτος, καὶ δωρεᾶς, ὅλοι ἀσηκωθεῖτε μὲ εὐλάβειαν, καὶ μὲ μίαν συμφωνίαν στερεᾶς πίστεως, ἂς παρακαλέσωμεν, ἂς εὐχαριστήσωμεν, ἂς δοξολογήσωμεν τὴν χάριν της λέγοντες·

Μαρία, Κυρία καὶ Δέσποινα πάντων ἡμῶν, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Μητέρα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, Παρθένε τῶν παρθένων, Μητέρα τῶν Μητέρων, ἡ σκέπη καὶ καταφυγὴ τῶν πιστῶν, ἡ προστασία τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν πλανωμένων ἡ ὁδηγία, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ λύτρωσις, τῶν ἀσθενούντων ἡ ἰατρεία, τῶν πεινώντων ἡ τροφή, τῶν ὀρφανῶν ἡ ἐπικουρία, τῶν χηράδων ἡ ἐπίσκεψις, τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων τὸ κραταίωμα, τῶν εὐλαβῶν ἱερέων τὸ καύχημα, τῶν μοναχῶν τὸ ἀγλάϊσμα, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν τὸ καταφύγιον, ὁμολογοῦμεν τὰς χάριτας, κηρύττομεν τὰ ἄπειρά σου θαύματα, εὐχαριστοῦμέν σου τὴν εὐσπλαγχνίαν, δοξάζομέν σου τὴν εὐεργεσίαν, προσκυνοῦμεν τὴν ἄκραν σου ἐλεημοσύνην καὶ βοήθειαν, ὁποῦ ἔκαμες καὶ καθεκάστην κάνεις εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἔτι δὲ παρακαλοῦμεν τὴν μεγάλην σου παρρησίαν μητρόθεε Δέσποινα, καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἐρχόμενον, μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, ἀλλὰ δίδε εἰς ὅλους τὴν συνηθισμένην σου βοήθειαν· διατὶ ἄλλην καταφυγὴν δὲν ἔχομεν ὅλοι οἱ κατοικοῦντες εἰς ταύτην τὴν Νῆσον, παρὰ τὴν χάριν σου. Ἐσὲνα ἔχομεν καύχημα· ἐσὲνα ἔχομεν βοηθόν· εἰς τὰ χείλη μας πάντα ἐσὺ ἡ Μυρτιδιώτισσά μας μελετᾶται· εἰς τὸ στόμα μας πάντοτε τὸ ἅγιόν σου ὄνομα εὑρίσκεται δεδοξασμένον, καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας πάντα ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς βοηθᾷς· καὶ ἀγκαλὰ νὰ σοῦ πταίωμεν μὲ χίλιαις κακαῖς πράξεις κάθε ἡμέραν, ἀλλ᾿ εἰς ἄλλον πάλιν δὲν προστρέχομεν παρὰ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, ὦ Μήτηρ τοῦ Ὑπερευσπλάγχνου Θεοῦ ἡμῶν νὰ μᾶς ἀξιώσῃ τῆς συγχωρήσεως. Εἰς τὰς χεῖράς σου ὅλην μας τὴν ἐλπίδα ἀποθέττομεν, καὶ ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς λυτρώνῃς ἀπὸ κάθε πειρασμὸν ὁρατῶν, καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ νὰ μᾶς φωτίζῃς νὰ κάμωμεν πάντοτε τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας μας, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν τῇ θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Συναξάριον τῆς Ἀκολουθίας τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Ποίημα Σωφρονίου Παγκάλου, Ἐπισκόπου Κυθήρων, 1640.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε. 
Λαοί νῦν κροτήσωμεν, δεῦτε τὰς χεῖρας πιστῶς, καὶ ἄσωμεν ἄσμασι, τῇ Θεομήτορι, ἐν πόθῳ, κραυγάζοντες˙ Χαῖρε ἡ προστασία πάντων τῶν δεομένων, Χαῖρε ἡ σωτηρία, τῶν τιμώντων Σε πόθῳ, Χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ, τὴν ἴασιν βραβεύσασα.



Οἱ κατὰ Θεὸν Ἀγῶνες καὶ τὰ Θαυμαστὰ Παλαίσματα τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἱεράρχου Ἁγίου Γλυκερίου ἐν Ρουμανίᾳ (1891-1985)