A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ:ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Ἀπόστολος (Πῶς θά μάς κρίνει ὁ Θεός)




Ἀπόστολος Κυριακής: (ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Β´ 10 – 16)


10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· 11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων, 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΡΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ

1. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐθύνη

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι διαφορετικὰ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ γνώριζαν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ διαφορετικὰ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ τὸν ἀγνοοῦσαν: «Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥ­μαρ­τον, ἀνόμως καὶ ἀπο­λοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμα­ρτον, διὰ νόμου κριθήσονται»· δηλαδή, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ καταδικασθοῦν σὲ ἀπώλεια χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸ νόμο αὐτό. Ὅσοι ὅμως ἁμάρ­τη­σαν, ἐνῶ εἶχαν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ κριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο αὐτό.

Οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Τοὺς διάλεξε μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς ἐμπιστεύ­θηκε τὸ Νόμο Του. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ Θεός. Ἀλ­λοίωσαν τὸ πνεῦμα τοῦ Νόμου, φόνευσαν τοὺς Προ­φῆτες καὶ σταύρωσαν τὸν Μεσσία Χριστό, ὁ ὁ­­­ποῖος εἶχε ἀποκαλύψει τόσες ἀλήθειες καὶ εἶχε κάνει ἄπειρα εὐεργετικὰ θαύματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ­ἐπισημαίνει ὅτι θὰ κριθοῦν πιὸ αὐστηρὰ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες· θὰ ἐξετασθοῦν μὲ περισσότερη ἀκρίβεια.
Κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ποὺ δεχθήκαμε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία βιώνουμε διαρκῶς θαύματα, ἂς γνωρίζουμε ὅτι οἱ δωρεὲς αὐτὲς τοῦ Θεοῦ μᾶς χρεώνουν μὲ μεγαλύτερη εὐθύνη. Διότι, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ΄ 47). Δηλαδή, ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν ἑτοίμασε οὔτε ἔκανε αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ κύριός του, θὰ δεχθεῖ πολλὲς μαστιγώσεις καὶ θὰ τι­μω­ρηθεῖ αὐστηρά, διότι συνειδητὰ παρέβη τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του.

2. Ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως

Μὲ ποιὸν νόμο ὅμως θὰ κριθοῦν οἱ ἄν­θρωποι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει τὸ Νόμο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ; Μὲ τὸ νόμο τῆς συνειδήσεως, μᾶς ἀ­­­παντᾶ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος. Διότι ἀκόμα καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ «γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμ­μαρ­τυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως»· ἔχουν τὸν θεῖο Νόμο ἀποτυπωμένο στὴν καρδιά τους κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ συνείδησή τους τοὺς δίνει μαρτυρία γιὰ κάθε πρά­­ξη τους, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή.
Πράγματι, ἡ συνείδηση εἶναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε ποτὲ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του μιὰ φωνὴ νὰ τὸν ἐπιδοκιμάζει ἢ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει γιὰ τὶς ἐπιλογές του. Ἡ συνείδηση εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ὁ ἔμφυτος διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς. Εἶναι ἡ ἄγκυρα, ποὺ ὁ κυβερνήτης Θεὸς ἔβαλε στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ μᾶς συγκρατεῖ, ὥστε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ μὴν καταποντισθοῦμε στὸ βυθὸ τῆς ἁμαρτίας (P.G. 48, 1013). 
Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπανα-παυ­όμαστε στὴ συνείδηση ποὺ ἔχουμε προσωπικὰ διαμορφώσει. Ὀφείλουμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴ συνείδησή μας καὶ νὰ τὴ φωτίζουμε μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅσο περισσότερο φῶς τῆς δίνουμε, τόσο καλύτερα θὰ μᾶς πληροφορεῖ. Ἂν σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο ἀνάψεις ἕνα σπίρτο, μόλις ποὺ μπορεῖς νὰ διακρίνεις κάποια μεγάλα ἀντικείμενα. Ἂν ὅμως ἀνάψεις τὴ λάμπα, βλέπεις πολὺ καλύτερα· κι ἂν ἀνοίξεις τὰ παράθυρα στὸν ἥλιο, βλέπεις καὶ τοὺς κόκκους τῆς σκόνης. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ τὴ συν­είδηση: Ὅσο ­περισσότερο ­φωτίζεται ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόσο καλύτερα θὰ λειτουργεῖ.

3. Ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ­φέρνουμε συχνὰ στὸ νοῦ μας τὴ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. Λέει ὅτι θὰ ἔρθει ἡμέρα, «ὅτε κρινεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀν­θρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλι­όν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»· δηλαδή, τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τὶς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κηρύσσω. Καὶ θὰ τὶς κρίνει διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπέρτατου Κριτῆ.
Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦ­με τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Πράγματι, θὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς καὶ θὰ καθίσει «ἐπὶ θρόνου δόξης» γιὰ νὰ κρίνει, νὰ δικάσει τὸν κόσμο. Καὶ θὰ ἔρθει ξαφνικά, σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ βγαίνει στὴν ἀνατολὴ καὶ φαίνεται στὴ δύση (Ματθ. κδ΄ 27). Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸν ἀκριβὴ ­χρόνο τῆς ἐλεύσεώς Του. Ὅλοι μας ὅμως ἔχουμε χρέος νὰ ζοῦμε «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ».

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Πηγή: aktines.blogspot.gr




Δείτε σχετικά:
2. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Oι όσιοι Αγιορείτες Πατέρες και οι σύγχρονοι Αγιορείτες

Κυριακή Β΄ Ματθαίου (Ὁμιλία Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)





Γιὰ ποιό λόγο ἀναχωρεῖ; Ἐπειδὴ θέλει νὰ μᾶς διδάξη πάλι νὰ μὴν συμπλεκώμαστε μὲ τὸν πειρασμὸ ἀλλὰ νὰ ὑποχωροῦμε καὶ νὰ παραμερίζωμε μπροστά του. Δὲν εἶναι ἔγκλημα νὰ μὴ ρίχνης τὸν ἑαυτὸ σου στὸν κίνδυνο, ἀλλὰ νὰ μὴ σταθῆς μὲ γενναιότητα, ὅταν πέσης σ’ αὐτόν.  Αὐτὸ λοιπόν θέλει νὰ διδάξη καὶ νὰ διασκεδάση τὸ φθόνο τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτὸ ἀναχωρεῖ στὴν Καπερναούμ.  Καὶ τὴν προφητεία ἐκπληρώνει καὶ βιάζεται νὰ συλλάβη στὸ δίχτυ του τοὺς δασκάλους τῆς οἰκουμένης, ἀφοῦ  ἐκεῖ τοὺς εἶχε φέρει ἡ τέχνη τους. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμεν πῶς ἔχοντας στὸ νοῦ παντοῦ νὰ φύγη στοὺς Ἐθνικούς, παίρνει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους αἰτίες. Γιατὶ ἐδῶ μὲ τὴν ἐπιβουλή τους ἐναντίον του Προδρόμου καὶ τὸ κλείσιμό του στὴ φυλακὴ τὸν ὠθοῦν στὴν εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία. Ὅτι δὲν ἐννοεῖ ἕνα μέρος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, ἔθνους, οὔτε ὅλες τὶς φυλές, πρόσεξε πῶς ὁρίζει ἐκεῖνο τὸ χωρίο ὁ προφήτης λέγοντας ἔτσι. «Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλεὶμ ποὺ ἁπλώνεται κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἡ εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία. Ὁ λαὸς ποὺ κάθεται στὸ σκοτάδι εἶδε μέγα φῶς». Σκότος ἐδῶ λέγει ὄχι τὸ αἰσθητὸ ἀλλὰ τὴν πλανημένη πίστη καὶ ἀσέβεια. Γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάθονται στὴ χώρα ποὺ τὴ σκεπάζει ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, ἀνέτειλε τὸ φῶς γι’ αὐτούς. Γιὰ νὰ ἐννοήσωμε ὅτι δὲν λέει οὔτε τὸ φῶς, οὔτε τὸ σκότος τὸ αἰσθητό, μιλῶντας γιὰ τὸ φῶς, δὲν εἶπε ἁπλῶς φῶς ἀλλᾶ φῶς μεγάλο, ποὺ σ’ ἄλλο σημεῖο τὸ λέει ἀληθινό. Τὸ σκοτάδι πάλι μὲ περίφραση τὸ εἶπε «σκιά θανάτου». Κι ἔπειτα δείχνοντας ὅτι δὲ βρῆκαν αὐτοὶ ἐπειδὴ εἶχαν ζητήσει ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τοὺς φανερώθηκε λέει·  «Φῶς ἀνέτειλε γι’ αὐτούς» δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀνέτειλε, καὶ ἔλαμψε δὲν ἔτρεξαν αὐτοὶ πρῶτοι πρὸς τὸ φῶς.  Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν φτάσει στὰ τελευταῖα τους πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περπατοῦσαν στὸ σκοτάδι ἀλλὰ ἐκάθοντο στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι μήτε κἄν ἔλπιζαν ὅτι θὰ γλυτώσουν ἀπ’ αὐτό. Γιατὶ σὰν νὰ μὴν ἤξεραν κἄν ποῦ πρέπει νὰ προχωρήσουν, ἔτσι τοὺς εἶχε προλάβει τὸ σκοτάδι κι ἐκάθησαν, ἀφοῦ στὸ τέλος μήτε  νὰ σταθοῦν δὲν μποροῦσαν.
Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Χριστὸς νὰ κηρύττη καὶ νὰ λέη·  «Μετανοεῖτε, πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Πότε ἀπό τότε; Ἀφότου φυλακίστηκε ὁ Ἰωάννης. Καὶ γιατὶ δὲν τοὺς μίλησε ἀπ’ τὴν ἀρχή; Καὶ τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Ἰωάννης, ὅταν τὰ ἔργα μαρτυροῦσαν γι’ αὐτὸν μεγαλόφωνα; Γιὰ νὰ ἀναγνωρίσης κι’ ἀπὸ δῶ τὴν ἀξία του·  ὅτι δηλαδὴ ὅπως ὁ Πατέρας του, ἔχει κι αὐτὸς τοὺς προφῆτες. Αὐτὸ ἔλεγε κι ὁ Ζαχαρίας, Καὶ, σύ, παιδί, θὰ ὀνομαστῆς προφήτης τοῦ Ὑψίστου. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀφήση καμμιὰ δικαιολογία στοὺς ἀναίσχυντους Ἰουδαίους, ἀκοῦτε κι ὁ ἴδιος τὶ εἶχε πεῖ. Ἦρθε ὁ Ἰωάννης ποὺ μήτε τρώει, μήτε πίνει καὶ λένε· ἔχει δαιμόνιο μέσα του. Ἦρθε ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ καὶ τρώει καὶ πίνει καὶ λένε, νὰ, ἕνας φαγᾶς καὶ μέθυσος φίλος τῶν τελωνῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ δικαιώθηκε ἡ σοφία του, ἀπὸ τὶς συνέπειές της. Ἐξ ἄλλου ἦταν κι ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἄλλον πρωτύτερα νὰ λεχθοῦν οἱ λόγοι γιὰ κεῖνον κι ὄχι ἀπὸ τὸν ἴδιο.  Γιατὶ ἄν ἀκόμα κι ὕστερα ἀπὸ τόσε πολλὲς καὶ μεγάλες μαρτυρίες καὶ ἀποδείξεις ἔλεγαν· Σὺ μαρτυρεῖς γιὰ τὸν ἑαυτὸ σου· ἡ μαρτυρία σου δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἄν χωρὶς νὰ ἔχη πεῖ τίποτε ὁ Ἰωάννης, ἔβγαινε στὴ μέση ὁ ἴδιος καὶ μαρτυροῦσε, τί δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν; Γι’ αὐτὸ οὔτε ἐκήρυξε πρὶν ἀπ’ αὐτόν, οὔτε ἔκαμε θαύματα προτοῦ ἐκεῖνος κλειστῆ στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μὴ γίνη ἔτσι διχασμὸς στὸ πλῆθος. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκαμε κανένα θαῦμα γιὰ νὰ παραδώση τὸ πλῆθος καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο στὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ τὰ θαύματα θὰ τὸ τραβοῦσαν κοντά του. Γιατὶ ἄν ἔγιναν τόσα πρὶν καὶ μετὰ τὴ φυλακὴ κι ὅμως οἱ πολλοὶ ὑποψιάζονται ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ Χριστὸς κι ὄχι ἐκεῖνος, τί θὰ γινόταν, ἄν δὲν εἶχε συμβῆ τίποτε ἀπ’ αὐτά;  Γι’ αὐτὸ ὁ Ματθαῖος ὑπογραμμίζει, ὅτι ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ κηρύττη.  Καὶ ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμα, ἐδίδασκε ὅ,τι καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ τίποτε ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν λέγει το κήρυγμά του.  Γιατὶ αὐτὸ ὡς τότε μποροῦσαν νὰ παραδεχθοῦν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη γι’ αὐτὸν τὴ γνώμη ποὺ ἔπρεπε.
β΄ Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρχίζοντας δὲν τοὺς φορτώνει κανένα βαρὺ φορτίο, ὅπως ἐκεῖνος τσεκούρι καὶ δένδρο ποὺ κόβεται, μήτε τοὺς ἀναφέρει τὸ φτυάρι καὶ τὸ ἁλώνι καὶ τὴν ἄσβεστη φωτιά. Ἀλλὰ στὸ προοίμιο τῆς διδασκαλίας του ἀναφέρεται σὲ ἐπιθυμητά, μιλῶντας σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀκοῦνε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ βασιλεία τὴν οὐράνια. Καὶ περπατῶντας κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δὺο ἀδελφούς, τὸ Σίμωνα ποὺ τὸν ἔλεγαν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδεφλό του. Ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα, σὰν ψαράδες ποὺ ἦσαν. «Ἀκολουθῆστε με, τοὺς εἶπε, καὶ θὰ σᾶς κάων ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Ὁ Ἰωάννης βέβαια ἀναφέρει ἀλλοιώιτκα τὴν κλήση τους, κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη πρόσκλησή τους, ποὺ μπορεῖ κανεὶς ἀπὸ πολλὰ νὰ διαπιστώση. Γιατὶ ἐκεῖ λέει ὅτι ἦλθαν κοντά του προτοῦ κλειστῆ ὁ Ἰωάννης στὴ φυλακή. Ἐνῶ ἐδῶ ἀφῦ κλείστηκε σ’ αὐτήν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀνδρέας καλεῖ τὸν Πέτρο·  ἐνῶ ἐδῶ καὶ τοὺς δύο ὁ Ἰησοῦς. Κι ἐνῶ ὁ Ἰωάννης γράφει ὅτι ὅταν εἶδε·  ὁ Ἰησοῦς τὸν Σίμωνα νὰ ἔρχεται τοῦ εἶπε «Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, θὰ ὀνομαστῆς Κηφάς, ποὺ θὰ πῆ Πέτρα» -ὁ Ματθαῖος γράφει ὅτι εἶχε αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁ Πέτρος. Ὅταν εἶδε, λέει τὸ Σίμωνα ποὺ τὸν ἔλεγαν Πέτρο. Καὶ ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἔγινε ἡ κλήση καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα θὰ τὸ διαπίστωνε κανένας κι ἀπὸ τὴν πρόθυμη ὑπακοὴ κι ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν πάντων. Ἦσαν ἤδη καλὰ προετοιμασμένοι. Στὴν πρώτη ὁ Ἀνδρέας ἔρχεται στὸ σπίτι καὶ ἀκούει πολλά. Στὴ δεύτερη γίνεται μιὰ ἁπλὴ πρόσκληση κι ἀκολουθοῦν ἀμέσως. Γιατὶ βέβαια εἶναι φυσικὸ μόλο ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ τὸν ἀφήσουν ξανὰ κι ἐπειδὴ εἶδαν τὸν Ἰωάννη στὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἴδιο νὰ φεύγη –καὶ νὰ ξαναγυρίζουν στὴν τέχνη τους. Γι  αὐτὸ καὶ τοὺς βρίσκει νὰ ψαρεύουν. Κι ἐκεῖνος οὔτε ὅταν πρῶτα θέλησαν ν’ ἀναχωρήσουν τοὺς ἐμπόδισε οὔτε ὅταν ἔφυγαν τοὺς ἄφησε ὡς τὸ τέλος. Ὑποχώρησε ὅταν ξεγλίστρησαν καὶ τώρα ἔρχεται γιὰ νὰ τοὺς ξανακερδίση. Αὑτὸς εἶναι καλύτερος τρόπος ψαρέματος.
Πρόσεξε ὅμως καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοή τους. Ὅταν ἄκουσαν τὸ κάλεσμα του, ἦσαν στὴ μέση τῆς ἐργασίας καὶ ξέρετε πόσο ἀχόρταγο εἶναι τὸ ψάρεμα. Κι ὅμως δὲν ἄφησαν γι’ ἀργότερα, δὲν εἶπαν· «Ἅμα γυρίσωμε στὸ σπίτι θὰ μιλήσωμε μὲ τοὺς δικούς μας». Ἀλλὰ τ’ ἄφησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἐλισσαῖος στὰ χρόνια τοῦ Ἠλία. Τέτοια ὑπακοὴ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, ὥστε μήτε δευτερολέπτου ἀναβολὴ νὰ μὴν κάνωμε, ἀκόμα κι ἄν κάτι ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα μᾶς βιάζη. Γι αὐτὸ καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ θάψη τὸν πατέρα του, μήτε αὐτὸ δὲν τὸν ἄφησε νὰ κάμη δείχνοντας ὅτι ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ προτιμοῦμε νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε.  Καὶ νὰ πῆς ἦταν μεγάλη ἡ ὑπόσχεση; Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς θαυμάζω πιὸ πολύ, ἐπειδὴ μόλο ποὺ δὲν εἶχαν δεῖ ἀκόμα κανένα σημεῖο, ἐπίστεψαν σὲ τόσο μεγάλη ὑπόσχεση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστὰ στὸ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Γιατὶ μὲ ὅποια λόγια πιάστηκαν οἱ ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν κι ἄλλους νὰ πιάσουν. Τοῦτο εἶχε ὑποσχεθῆ σ’ αὐτούς, σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη τίποτα τέτοιο δὲ λέει. Γιατὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν πρώτων ἄνοιξε ἔπειτα τὸ δρόμο καὶ σ’ αὐτούς. Ἐξ ἄλλου εἶχαν ἀκούσει προηγουμένως πολλά γι’ αὐτόν. Κοίταξε καὶ πόσο καθαρὸ ὑπαινιγμὸ κάνει καὶ γιὰ τὴν φτώχεια τους·  τοὺς βρῆκε νὰ ράβουν τὰ δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φτώχεια τους, ὥστε νὰ διορθώνουν τὰ χαλασμένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀγοράσουν ἄλλα. Δὲν ἦταν κι αὐτὸ τότε μικρὸ δεῖγμα ἀρετῆς, ἡ εὔκολη ἀνοχὴ τῆς φτώχειας, ἡ ἀπόκτηση τῆς τροφῆς ἀπὸ τίμιο μόχθο, ὀ σύνδεσμος μεταξύ τους μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης τὸ γηροκόμισμα κι ἡ περιποίηση τοῦ πατέρα τους. Κι ὅταν τοὺς ἔπιασε στὰ δίχτυα του, τότε ἀρχίζει, ἐνῶ εἶναι μαζί του, νὰ θαυματουργῆ, βεβαιώνοντας μὲ τὰ ἔργα του ὅ,τι εἶχε πεῖ γι’ αὐτὸν ὁ Ἰωάννης.  Βρισκόταν ἀδιάκοπα στὶς συναγωγὲς κι ἐκεῖ τοὺς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι κάποιος ἀντίθετος οὔτε πλάνος ἀλλὰ ἔχει ἔρθει μὲ τὸ θέλημά τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ δὲν ἐκήρυττε μόνο παρὰ ἔκαμε καὶ θαύματα.
γ. Γιατὶ παντοῦ ὅπου γίνεται κάτι διαφορετικὸ καὶ παράδοξο καὶ ἡ νομοθέτηση καινούργιας ζωῆς, συνηθίζει ὁ Θεὸς νὰ κάμη θαύματα, δίνοντας ἐνέχυρα γιὰ τὴ δύναμή του σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι νὰ δεχτοῦν τοὺς νόμους. Ἔτσι ὅταν ἦταν νὰ πλάση τὸν ἄνθρωπο, δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ τότε τοῦ ἔδωσε τὸ νόμο ἐκεῖνο μέσα στὸ παράδεισο. Καὶ ὅταν ἦταν νὰ δώση τὸ νόμο τοῦ Νῶε, πάλι μεγάλα θαύματα ἔκαμε, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναδημιούργησε ὅλη τὴ πλάση καὶ κράτησε ὁλόκληρο χρόνο τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πέλαγος κι ἔκανε ὅλα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποία ἔσωσε τὸν δίκαιον ἐκεῖνον μέσα σὲ τὸσα χαλασμό. Καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ἀβραάμ παρουσίασε πολλὰ θαύματα, τὴ νίκη στὸν πόλεμο, τὴν πληγὴ ποὺ ἔδωσε στὸ Φαραώ, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Κι ὅταν νομοθετοῦσε στοὺς Ἑβραίους παρουσίασε τὰ θαυμαστὰ καὶ τρισμεγάλα ἐκεῖνα σημεῖα καὶ τότε τοὺς ἔδωσε τὸ νόμο. Ἔτσι κι ἐδῶ θέλοντας νὰ δώση ἕναν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ τοὺς πῆ ὅσα ποτὲ δὲν εἶχαν ἀκούσει, ἐπιβεβαιώνει τοὺς λόγους μὲ τὴν παρουσίαση τῶν θαυμάτων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲ φαινόταν ἡ βασιλεία ποὺ κήρυττε, αὐτὴν τὴν ἀόρατη μὲ τὰ φαινόμενα τὴ φανερώνει καὶ πρόσεξε τὴ λιτότητα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, πῶς δὲ μᾶς διηγεῖται γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ ὅσους ἐθεραπεύονταν ἀλλὰ μὲ δυὸ λόγια παρατρέχει νιφάδες ὁλόκληρες ἀπὸ θαύματα. Τοῦ ἔφεραν λέει ὅλους ὅσοι ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ λογῆς ἀσθένειες καὶ βασανίζονταν, δαιμονισμένους, σεληνιακούς, παραλυτικοὺς καὶ τοὺς ἐθεράπευσε. Ἀλλὰ τι περίεργο εἶναι τοῦτο; Γιατὶ δὲν ζήτησε ἀπὸ κανένα τους πίστη οὕτε εἶπε αὐτὸ ποὺ ἔπειτα φανερά ἔλεγε·  «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάμω αὐτό»; Ἐπειδὴ δὲν εἶχε δώσει ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του. Ἐξ ἄλλου καὶ μόνο ὅτι ἔρχονταν εἴτε τοὺς ἔφερναν μαρτυτοῦσε ὄχι τυχαία πίστη. Τοὺς ἔφερναν ἀπὸ μακρυὰ καὶ δὲ θὰ τοὺς εἶχαν φέρει, ἄν δὲν εἶχαν πείσει ὁλότελα τὸν ἑαυτὸ τους γι’ αὐτόν. Ἄς τὸν ἀκολουθήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς. Γιατὶ ἔχομε πολλὲς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς κι αὐτὲς θέλει πρῶτα νὰ θεραπεύση. Γι’ αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες γιὰ νὰ ἐξορίση τὶς ψυχικὲς ἀπὸ τὴν ψυχή μας.

 Ἄς ἔρθωμε λοιπὸν κοντά του καὶ τίποτα βιοτικὸ ἄς μὴ τοῦ ζητήσωμε παρὰ μόνο συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας·  τὴν παραχωρεῖ καὶ τώρα ἄν τὴ ζητοῦμε σοβαρά. Τότε εἶχε φτάσει ἡ φήμη του ὡς τὴ Συρία τώρα ἔχει φτάσει σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Κι ἐκεῖνοι ἔτρεχαν μαζεμένοι, ὅταν ἄκουγαν μόνο πὼς ἐθεράπευσε δαιμονισμένους· σὺ ὅμως ποὺ ἔχεις περισσότερες καὶ μεγαλύτερες ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμή του, γιατὶ δὲ σηκώνεσαι νὰ τρέξης σ’ αὐτόν;  Κι ἐκεῖνοι ἄφησαν καὶ πατρίδα καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς· σὺ ὅμως δὲ θέλεις μήτε τὸ σπίτι σου ν’ ἀφήσης, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του καὶ νὰ λάβης πολὺ περισσότερα; Καὶ μήτε ποὺ ζητοῦμε αὐτὸ ἀπὸ σένα. Ἄφησε μόνο τὴν κακὴ συνήθεια καὶ μένοντας στὸ σπίτι σου μαζὶ μὲ τοὺς δικούς σου θὰ μπορέσης εὔκολα νὰ σωθῆς. Τώρα ἄν ἔχωμε ἕνα πάθος σωματικό, κάνουμε τὸ κάθε τι καὶ προσπαθοῦμε ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ ὅ,τι μᾶς στενοχωρεῖ. Ἄν ὅμως ἡ ψυχὴ μας εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση ἀναβάλλομε καὶ ἀποφεύγομε. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν γλυτώνωμε οὔτε ἀπὸ κεῖνα. Ἐπειδὴ ἐμεῖς μετατρέπομε τὰ ἀναγκαῖα σὲ πάρεργα καὶ τὰ πάρεργα σὲ ἀναγκαῖα καὶ ἀφήνοντας τὴν πηγὴ τῶν κακῶν θέλομε τὰ ρυάκια νὰ καθαρίσουμε.  Γιατὶ ὅτι αἰτία τῶν σωματικῶν κακῶν εἶναι ἡ κακία τῆς ψυχῆς τὸ ἐδήλωσε καὶ ὁ παράλυτος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια κι αὐτὸς ποὺ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὴ στέγη κι ὁ Κάιν πρὶν ἀπ’  αὐτούς. Κι ἀπὸ πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ διαπιστώση. Ἄς βγάλωμε ἀπὸ τὴ μέση τὴν πηγὴ τῶν κακῶν κι ὅλα τὰ ρεύαμτα τῶν ἀσθενειῶν θὰ σταματήσωμε. Δὲν εἶναι μόνο ἡ παράλυση ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ ἡ ἁμαρτία·  καὶ ἡ δεύτερη σημαντικώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχή.

Ἄς ἔρθωμε λοιπὸν καὶ τώρα κοντά του καὶ ἄς τὸν παρακαλέσωμε νὰ σφίξη τὴν ψυχή μας ποὺ ἔχει παραλύσει καὶ παραμερίζοντας τὰ βιοτικὰ ἄς λογαριάζωμε τὰ πνευματικά μόνο.
 Κι ἄν μὲ δύναμη προσηλωθῆ σ’ αὐτά, τότε φρόντιζε καὶ γιὰ κείνα. Μήτε ν’ ἀδιαφορῆς γιὰ τὴν ἁμαρτία σου, ἐπειδὴ δὲ σοῦ προκαλεῖ λύπη· γι’  αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ στενάζης περισσότερο, ἐπειδὴ δὲ δοκιμάζεις πόνο γιὰ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ δὲ συμβαίνει ἐπειδὴ δὲν δαγκώνει ἡ ἁμαρτία ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἀναίσθητη ἡ ψυχὴ ποὺ σφάλλει. Σκέψου λοιπὸν ἐκείνους ποὺ νιώθουν τὰ ἁμαρτήματά τους, πῶς θρηνοῦν πιὸ λυπηρὰ ἀπ’ ὅσους κάνουν ἐγχειρήσεις ἤ καυτηριάσεις, π΄σοα κάνουν καὶ πόσα ὑποφέρουν, πόσους θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς κάνουν γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ κακὴ συνείδηση. Δὲ θὰ τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἄν δὲν ἕνιωθαν σφοδρὸ ψυχικὸ πόνο.
δ.Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτάνης καθόλου· τὸ δεύτερο, νὰ νιώθης τὴν ἁμαρτία σου καὶ νὰ διορθώνεσαι. Ἄν μᾶς λείπη αὐτό, πῶς θὰ παρακαλέσωμε τὸ Θεὸ καὶ θὰ ζήσωμε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐμεῖς ποὺ καθόλου δὲ τὶς λογαριάζομε; Ὅταν σύ, ποὺ ἁμάρτησες, δὲ θέλης μήτε αὐτὸ ν’ ἀναγνωρίσης, ὅτι δηλαδὴ ἁμάρτησες, γιὰ ποιὰ ἁμαρτήματα θὰ παρακαλέσης τὸ Θεό; Γι’ αὐτὰ ποὺ δὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς θὰ γνωρίσης τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας; Ἀνάφερε λοιπὸν χωριστὰ τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ μάθης γιὰ ποιὲς παίρνεις συγχώρηση, γιὰ νὰ νιώσης εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν εὐεργέτη σου. Ὅταν ἐρεθίσης κάποιον ἄνθρωπο, καὶ φίλους καὶ γείτονες καὶ θυρωροὺς παρακαλεῖς καὶ ξοδεύεις χρήαμτα καὶ χάνεις πολλὲς ἡμέρες νὰ πηγαίνης νὰ τὸν βρίσκης καὶ νὰ παρακαλῆς καὶ ἄν μιὰ καὶ δυὸ καὶ ἀμέτρητες φορὲς σὲ ἀποκρούση ὁ θυμωμένος, δὲν ἡσυχάζεις ἀλλὰ μεγαλώνει ἡ ἀγωνία σου καὶ πληθύνεις τὶς παρακλήσεις. Ἐνῶ, ὅταν θυμώση ὁ Θεὸς τῶν ὅλων, ἀδρανοῦμε καὶ ἡσυχάζουμε καὶ διασκεδάζομε καὶ μιλοῦμε κι ἀπὸ τὰ συνηθισμένα μας καθόλου δὲ βγαίνομε. Πότε θὰ μπορέσωμε νὰ τὸν ἐξιλεώσωμε. Πῶς μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲ θὰ τὸν ἐξοργίσωμε περισσότερο; Πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸν κάνει νὰ ἀγανακτῆ περισσότερο καὶ νὰ ὀργίζεται ἡ ἀπουσία τῆς λύπης γιὰ τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτὸ ἀξίζει νὰ κατεβοῦμε μέσα στὴ γῆ καὶ μήτε τὸν ἤλιο ν’ ἀντικρύζωμε μήτε ν’ ἀναπνέωμε καθόλου, γιατὶ παρόλο ποὺ ἔχομε ἕναν τόσο καλόβουλο Κύριο, τὸν θυμώνομε καὶ ἀφοῦ τὸν θυμώνομε τοὐλάχιστο δὲ μετανοοῦμε. Μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖνος κι ὅταν θυμώνη, δὲ μᾶς μισεῖ οὔτε μᾶς ἀποστρέφεται ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς τραβήξη ἔστω καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Γιατὶ ἄν μᾶς εὐεργετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ μεῖς τὸν ὑβρίζαμε, περισσότερο θὰ τὸν περιφρονούσαμε. Γιὰ νὰ μὴ γίνη αὐτό, μᾶς ἀποστρέφεται προσώρας, γιὰ νὰ μᾶς ἔχη κοντά του παντοτινά. Ἄς ἔχωμε θάρρος λοιπὸν στὴν φιλανθρωπία του κι ἄς δείξωμε μετάνοια μελετημένη, πρὶν φτάση ἡ ἡμέρα ποὺ ἡ μετάνοια δὲ θὰ μᾶς ὠφεληση. Τώρα ὅλα εἶναι στὸ χέρι μας·  τότε ὅμως ἡ ἀπόφαση εἶναι μόνο στὸ χέρι τοῦ δικαστοῦ. Ἄς τὸν προσπέσωμε λοιπὸν κι ἄς ἐξομολογηθοῦμε, ἄς κλάψωμε κι ἄς θρηνήσωμε. Ἄν μπορέσωμε νὰ παρακαλέσωμε τὸν δικαστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν δίκη νὰ συγχωρέση τὶς ἁμαρτίες, δὲ θὰ χρειαστὴ μήτε νὰ μποῦμε στὸ δικαστήριο. Ὅπως πάλι ἄν δὲ γίνη αὐτό, θὰ ἀκούση τὴν ἀπολογία μας μπροστὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ θὰ εἶναι παροῦσα καὶ δὲν ἔχομε καμμιὰ ἐλπίδα γιὰ συγχώρηση. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἐδῶ ποὺ δὲν πῆρε ἄφεση γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του, δὲ θὰ μπορέση ν’ ἀποφύγη τὶς εὐθύνες του γι’ αὐτά. Ἀλλὰ ὅπως οἱ φυλακισμένοι ἐδῶ μὲ τὶς ἁλυσίδες τους ὁδηγοῦνται στὸ δικαστήριο, ἔτσι κι ὅλες οἱ ψυχὲς ὅταν φύγουν ἀπὸ δῶ βαρημένες μ’ ὅλες τὶς σειρὲς τῶν ἁμαρτημάτων τους, ὁδηγοῦνται στὸ φοβερὸ βῆμα.

Γιατὶ καθόλου κλύτερη ἀπὸ φυλακὴ δὲν εἶναι ὁ βίος αὐτός. Ἀλλὰ ὅπως στὸ κτίριο ἐκεῖνο ὅταν μποῦμε τοὺς βλέπομε ὅλους ἁλυσοδεμένους, ἔτσι καὶ τώρα ὅταν ἀπομακρύνωμε ἀπὸ τὰ μάτια μας τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα καὶ εἰσέλθωμε μέσα στὴ ζωὴ καθενὸς καὶ μέσα στὴν ψυχή του θὰ τὴ βροῦμε δεμένη μὲ ἁλυσίδες χειρότερες ἀπὸ τὶς σιδερένιες. Ἀκόμα χειρότερα ἄν μπῆς μέσα στὶς ψυχὲς  τῶν πλουσίων. Ὅσο περισσότερα εἶναι τὰ ἐνδύματά τους τόσο χειρότερα εἶναι τὰ δεσμά τους. Ὅπως λοιπὸν ὅταν δῆς τὸ δεσμώτη νὰ εἶναι σιδεροδεμένος καὶ στὴν πλάτη καὶ στὰ χέρια καὶ συχνὰ καὶ στὰ πόδια, γι’ αὐτὸ καὶ περισσότερο τὸν ἐλεεινολογεῖς, ἔτσι καὶ τὸν πλούσιο, ὅταν δῆς νὰ εἶναι ντυμένος μύρια ὅσα, μὴν τὸν θεωρῆς πλούσιο γι’ αὐτὰ ἀλλὰ ἄθλιο ἐξ αἰτίας τους, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτά, ἔχει καὶ δεσμοφύλακα βαρύ, τὴν κακὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πηδήση τὴ φυλακὴ αὐτὴν καὶ φτιάχνει μύρια ἐμπόδια καὶ φύλακες καὶ πόρτες καὶ μάνταλα καὶ ἀφοῦ τὸν ρίξη στὸ βαθύτερο κελλί, τὸν καταφέρνει ἀκόμα καὶ νὰ χαίρεται γι’ αὐτὰ τὰ δεσμὰ κι ἔτσι μήτε μιὰ ἐλπίδα νὰ μὴν τοῦ γεννηθῆ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὶς συμφορές ποὺ τὸν περιμένουν. Κι ἄν μὲ τὴ σκέψη ἀντικρύσης τὴν ψυχὴ κάποιου, θὰ τὴν βρῆς νἆναι ὄχι μόνο ἁλυσοδεμένη ἀλλὰ κι ἀχτένιστη κι ἄπλυτη καὶ γεμάτη ζωύφια. Γιατὶ καθόλου καλύτερα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι οἱ σαρκικὲς ἡδονὲς ἀλλὰ καὶ πιὸ σιχαμερὲς καὶ χειρότερα ἀπ’ αὐτὰ καταστρέφουν τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ προξενοῦν καὶ σ’ αὐτὸ καὶ σ’ ἐκεῖνη ἀμέτρητες πληγές.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς παρακαλέσωμε τὸ Λυτρωτή τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καὶ τὰ δεσμά μας νὰ σπάση, καὶ τὸν κακὸ αὐτὸν φύλακα ν’ ἀπομακρύνη κι ἀφοῦ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν σιδερένιων ἁλυσίδων ἄς κάμη τὸ φρόνημά μας ἐλαφρότερο κι ἀπὸ τὸ φτερό. Καὶ πρακαλῶντας τὸν ἄς τοῦ φέρωμε καὶ τὰ δικὰ μας δῶρα, ζῆλο καὶ γνώμη καὶ προθυμία ἀγαθή. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ μάλιστα σὲ σύντομο χρόνο ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς κατέχουν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε ποῦ βρισκόμαστε πρῶτα καὶ νὰ ἀποκτήσωμε τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἁρμόζει. Αὐτὴν μακάρι νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή: “Ἀναβάσεις”




Δείτε σχετικά:
3. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Oι όσιοι Αγιορείτες Πατέρες και οι σύγχρονοι Αγιορείτες

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Εὐαγγέλιον (Λόγος Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σαλευκείας)




Εὐαγγέλιο Κυριακής: (Ματθ. δ΄18-23)


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, 18 περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ  Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. 19 καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς,  Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ  Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. 22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ  Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σαλευκείας

Λόγος εἰς τό «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»

Όσοι είναι σοφοί ιατροί, τότε αποδεικνύουν πιο θαυμαστή την τέχνη τους, όχι όταν καταπολεμήσουν το πάθος δια πυρός και σιδήρου, συμφώνως με τον νόμο του πολέμου, αλλά όταν, κολακεύοντας το πάθος με κάποια γλυκά φάρμακα, επινοήσουν την ίαση του πάσχοντος, και, αποφεύγοντας τις τεχνικές που του προκαλούν φόβο, κοιμίσουν τους πόνους με κάποια ήπια και εύληπτα παρασκευάσματα, και τον ελευθερώσουν από το πάθος. Έτσι ο πάνσοφος ιατρός και βασιλεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βλέποντας την Οικουμένη να νοσεί από το πάθος της ασεβείας και να φλεγμαίνει από τις κοσμικές απάτες που την οδήγησαν στην ειδωλομανία, δεν ρίπτει πύρινη βροχή, ούτε ωθεί τη θάλασσα να εκστρατεύσει κατά της ξηράς, ούτε εξοπλίζει κατά της ασεβείας τη βία των στοιχείων της φύσεως, αλλά πείθει με θαύματα, προσελκύει με ευεργεσίες, και με ουράνιους λόγους μεταπλάθει τα φλεγμονώδη πάθη της ψυχής. Ήδη δε επιλέγει και μερικούς ευτελείς μαθητάς και εμπιστεύεται στα χέρια και στις γλώσσες τους την ιατρεία της Οικουμένης.

«Περιπατών» λέγει «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον (δίκτυ) εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Ω της αληθώς μεγάλης βουλής και της αθανάτου σοφίας! Θέλοντας να διδάξει τους ανθρώπους πράγματα παράδοξα και δόγμα νέον και πολιτείαν ουράνιον, και αναζητώντας εκείνους που θα υπηρετήσουν ένα τέτοιο δόγμα, παρέβλεψε πόλεις, διέγραψε δήμους, δεν εζήτησε τη βοήθεια κάποιας βασιλείας, περιφρόνησε τη δύναμη του πλούτου, εμίσησε την ισχύ των ρητόρων, δεν εστήριξε την ελπίδα του σε γλώσσες φιλοσόφων. Παρέτρεξε έθνη και δεν υπελόγισε ούτε σε στρατιωτική προπαρασκευή ούτε σε ικανότητα χειρών ούτε σε ταχύτητα ποδών. Και γιατί απαριθμώ τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα; Αφήνοντας τις τάξεις των αγγέλων να παραμένουν στην ησυχία, περιήρχετο λιμένες και ποταμούς, ακρογιαλιές και εργαστήρια, θέλοντας να δανεισθεί από αυτά τους υπηρέτες των δογμάτων. Και παρουσιαζόμενος ενώπιόν τους παρακαλούσε λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Εσάς, λέγει, ήλθα να θηρεύσω. Αλιείς επιζητώ και όχι βασιλείς. Ναύτες προτρέπω, όχι δυνάστες. Παύσετε να αγωνίζεσθε κατά της αψύχου θαλάσσης. Μεταφέρετε για χάρη μου την αλιευτική τέχνη στην ξηρά. Εδώ υπάρχει πέλαγος ασεβείας. Σ’ αυτό απλώστε προς χάριν μου τα δίκτυα σας και θηρεύσετε την ευσέβεια. «Δεύτε οπίσω μου» μαθηταί ιδικοί μου και καθηγηταί της Οικουμένης. Χρησιμοποιήστε την τέχνη σας για αλιεία ουράνια. Θάλασσα ειδωλολατρίας απλώνεται παντού, από νέφος πολυθεΐας καλύπτεται η κτίσις. Βυθός ασεβείας έχει κατακλύσει τα πάντα. Πνίγονται άνθρωποι κάτω από τα δαιμονικά κύματα. Πλήρης ο κόσμος από τη δυσωδία των αιμάτων, μολύνεται από τις ζωές που θυσιάζονται. Σε αλιείς θα αναθέσω τη θεραπεία τους, την ιδική σας τέχνη επιζητεί το πάθος τούτο. Ας χρησιμοποιήσουμε σωτήριο φάρμακο για την κτίση που κινδυνεύει.

«Δεύτε οπίσω μου. Οι δε, αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Συντρέχει από τον πόθο του Δεσπότου ο χορός των μαθητών. Δεν εθεώρησε ως φαντασία την κλήση, ούτε το μέγεθος της υποσχέσεως τους στέρησε τις ελπίδες, ούτε τους ανάγκασε να εκστομίσουν παρόμοια λόγια προς τον Δεσπότη: Γιατί μας χλευάζεις άνθρωπε, βλέποντάς μας να παλεύουμε με τα κύματα; Γιατί εμπαίζεις τον κόπο μας με λόγια άξια γέλωτος; Μας βλέπεις να ταλαιπωρούμεθα με τη θάλασσα, και ενώ η τέχνη κηρύττει την ευτέλεια, εσύ λέγεις «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»; Ποίον πλούτον επικαλούμενοι, ειπέ μας, θα ελκύσουμε τους ακροατάς; Μήπως θα τους δείξουμε τα σχισμένα δίκτυα και θα συλλάβουμε σαν θηράματα τους λαούς; Ποίαν ρητορικήν ικανότητα χρησιμοποιώντας θα σαγηνεύσουμε με την καλλιέπεια του λόγου τις ακοές; Ή μήπως με ναυτικές εκφράσεις θα αιχμαλωτίσουμε τις ψυχές των βασιλέων; Ιχθείς εμάθαμε να αλιεύουμε, όχι ανθρώπους.

Τίποτε από αυτά δεν είπαν, ούτε εσκέφθησαν, αλλά πραγματικά, αφού τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας. Να αγρεύουν μάθαιναν, και εκείνα που επρόκειτο να πράξουν, τα υπέμειναν πρώτα εμπράκτως. Έλεγε: «Δεύτε», και καλούμενοι ακολουθούσαν. Ω! η έμπρακτος απόδειξις των λόγων! «Δεύτε», εγώ παρασκευάζω το δόλωμα με τα δικά σας λόγια. Εγώ θα επιστρέψω πόλεις και λαούς με τις φωνές τις δικές σας, σεις είσθε η απαρχή της αλιείας μου. Σας καλλιεργώ χρησιμοποιώντας προς τούτο εσάς τους ίδιους. Μου ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω βασιλείς ως υπηρέτες. Μου ήταν δυνατόν να προσελκύσω γλώσσες ρητόρων για να υπηρετήσουν το δόγμα μου. Ημπορούσα να εμπιστευθώ στα αγγελικά τάγματα το κήρυγμα. Αλλά τότε η σπουδαιότης των υπηρετών θα αποσπούσε από εμένα τη δοξολογία. Διότι η δύναμις του υπηρετούντος υποκλέπτει τη δόξα του ενεργούντος. Δεν δέχομαι να υπηρετηθώ από τον πλούτο, μήπως συνεργαζόμενος νοθεύσει το θαύμα. Εσάς ευρίσκω έμπιστους φύλακες των θαυμάτων μου. Διότι από όποιους δεν διαθέτουν κανένα ανθρώπινο πλεονέκτημα, από εκείνους διαφυλάττεται ακεραία η δύναμις της Θεότητος. Έτσι θαυμάζεται και ο στρατιώτης, όταν επιτύχει κάποιο ανδραγάθημα με όπλα ευτελή. Η αρετή θέλει να διαμοιράζεται τη δόξα του κατορθώματος με εκείνον που το κατόρθωσε.

Ας αναχαιτισθούν τα λόγια της απιστίας, ας φραγεί η γλώσσα, δεν χωρεί συκοφαντία. Ας μη λέγει κάποιος ασεβής, όταν βλέπει πόλεις και χώρες να αυτομολούν σύσσωμες προς το κήρυγμα: πώς δεν θα έπειθε ο Χριστός, αφού προέβαλε τους σοφιστάς ως κήρυκες; Εφόβισε με όπλα και υπέταξε ψυχές. Δεικνύοντας χρήματα δελέασε οφθαλμούς. Με τον φόβο κυρίευσε τη γνώμη. με πλήθη έφερε τα πλήθη με το μέρος του.

Σεις όμως, απογυμνωμένοι από όλα αυτά, απογυμνώστε από κάθε πρόφαση τους συκοφάντες. «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Γίνετε μετά την θάλασσα αλιείς της ξηράς, ας περιβληθεί με δίκτυα η γη. Από τώρα θα είσθε αλιείς ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι επινόησαν τους αλληλοσπαραγμούς κατά το παράδειγμα των ιχθύων, ας συλληφθούν από τα μεγάλα σας δίκτυα, ας υποστούν ό,τι και οι ιχθείς για να σωθούν.

Αμέσως σαν να διαπέρασε άγκιστρο τις ακοές τους, ηκολούθησαν προθύμως αυτόν που αναζητεί ελεύθερα θύματα. Και χαιρετώντας τα δίκτυα απαρνήθηκαν τη θάλασσα και ακολούθησαν τα νεύματα του Σωτήρος. Έτσι λοιπόν, αφού προμηθεύθηκαν τα δίκτυα του Δεσπότου και έγιναν μαθηταί της παραδοξοτάτης αλιείας, όταν ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς, οι μαθηταί αλίευαν με τα δίκτυα της χάριτος τα γένη των ανθρώπων. Και χρησιμοποιώντας τη νέα τέχνη σε συγκεντρώσεις Ιουδαίων, συνέλαβαν αμέσως τρεις χιλιάδες. Δευτέρα βολή, και τα δίκτυα ήρπασαν πέντε χιλιάδες. Ίσως ποθείτε να μάθετε το δόλωμα με το οποίο συνέλαβαν τους πέντε χιλιάδες. Ήταν ένας χωλός εμπρός στην ωραία πύλη, τον οποίο η φύσις, αδρανοποιώντας τις βάσεις των ποδών με μίαν ασθένειαν, τον παρέδωσε στη χάρη να τον μεταχειρισθεί όπως θέλει. Και αφού τον έδεσε ο Πέτρος με το άγκιστρο της πίστεως, έκαμε όλον τον δήμο δεσμώτη της γλώσσης του. Έγινε και εκείνος ο μέγας Κορνήλιος θήραμα αυτής της σαγήνης.

Αφού συνέλαβαν έτσι τους Παλαιστίνιους, έφεραν στις νήσους την τέχνη της χάριτος, σαγηνεύοντας μετά την ξηρά τη θάλασσα. Είδαν την Κύπρο, αφού είχαν την Αντιόχεια. Μετά από αυτό κατέλαβαν την Παμφυλία. Εσυλήθη η Μακεδονία. Η Θράκη προσέτρεξε, η Ελλάς συνελήφθη από την γλώσσα. Η Ρώμη έκρυψε το διάδημα και προσεκύνησε το κήρυγμα του σταυρού. Αλλεπάλληλες πόλεις εδέχθησαν αυτομάτως να συλληφθούν από τα αποστολικά δίκτυα. Δεν έπαυσαν να τα απλώνουν μέχρι που όλος ο περίβολος της οικουμένης συνελήφθη από τα δεσποτικά δίκτυα. Αλλά ω των παραδόξων και υπερφυσικών γεγονότων! Επειδή ο διάβολος πλήττεται με αυτά που βλέπει, μην υποφέροντας να βλέπει τη σωτηρία εξαπλουμένη, μηχανεύεται να θανατώσει τους κήρυκες, σαν να διεγείρει κάποια αγριότερα θαλάσσια κήτη εναντίον των αλιέων. Αλλά εκείνοι τον μεν θάνατον δέχονται, δεν έπαυσαν όμως την αλιεία και μετά το τέλος τους. Εργάζονται και μετά τον θάνατο το πρόσταγμα του Δεσπότου, και μολονότι κρύπτονται στον τάφο, δεν λησμόνησαν την αποστολή τους. Διότι και οι τάφοι ομιλούν, όταν θελήσει η χάρις. Επειδή είναι αληθής εκείνος που τους εκάλεσε λέγοντας: «Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

(5ος αιών - Migne, P.G. τομ. 85, στ. 332. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 131 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


Πηγή: www.alopsis.gr


Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη

ioudas-iskariotis-kremasmenos
Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.

Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.

Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του.

Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα.

Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ.


Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα.

Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ. Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της.

Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του.

Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9).

Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.

ΠΗΓΗ : Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 – 85.

orthodoxianpress.com

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ, ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ Σ᾽ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Σχετική εικόνα



Φωτογραφία του Αθανάσιος Καλαμαρινός.

1. Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη 
τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται. Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία. Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶνἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.

«Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ὁ Δαυίδ, γιά τή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί τό λίγο αὐτό πού στεροῦνταν οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀγγέλους, τό συμπλήρωσε ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. Ἐγώ ὅμως δέν ἀντλῶἀπ᾽ ἐδῶ τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά ἀπό τό ὅτι τό μειονέκτημα αὐτό τοῦ θανάτου ἔγινε πλεονέκτημα. Γιατί ἄν δέν ἦταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες. Ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος δέν θά ὑπῆρχε καί στεφάνι. Ἄν δένὑπῆρχε θάνατος, δέν θά ὑπῆρχε καί μαρτύριο. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού ἔχω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 15, 31). Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροῦσε πάλι ὁ ἴδιος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σᾶς, καίἀναπληρώνω στή σάρκα μου τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 24). Ἄς μήν λυπούμαστε λοιπόν ἐπειδή γίναμε θνητοί, ἀλλά ἄς εὐχαριστοῦμε, ἐπειδή ἀπό τό θάνατο μᾶς ἀνοίχτηκε τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου,ἀπό τή φθορά λάβαμε ἀφορμή γιά τά βραβεῖα. Ἀπό ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀφορμή γιά ἀγωνίσματα.

Βλέπεις τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό πιό μεγάλο κακό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμφορᾶς πού μᾶς ἔφερε ὁδιάβολος, ἐννοῶ τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, ὁδηγώντας μ᾽ αὐτόν τούς ἀθλητές στά βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε ὅμως; Θά εὐχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Ὁ Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς του θελήσεως, ἀλλά εἶναι χάρισμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.Ἐκεῖνος τόν ἔφερε γιά νά μᾶς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γῆ νά ξεκόψει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας.Ὁ Χριστός ὅμως, μέ τό δικό του θάνατο ἄλλαξε τήν πορεία καί μέ τόν ἴδιο τό θάνατο μᾶς ἀνέβασε πάλι στόν οὐρανό. Κανείς σας λοιπόν ἄς μήν μέ κατηγορήσει, ἄν ὀνόμασα τό σύνολο τῶν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ἀντίθετα ὀνόματα στό ἴδιο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εἶναι ἀντίθετα πράγματα, ἐδῶὅμως ἔγιναν ἕνα. Ἐπειδή βάδιζαν μ᾽ εὐχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί ἔδειξαν τόση ἀνδρεία καί ἀντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς ἐχθρούς. Ἄν βέβαια ἐξετάσουμε τή φύση τῶν ὅσων γίνονταν, ἦταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. Ἄν ὅμως ἐξετάσεις τή διάθεση αὐτῶν πού ἔπασχαν, ἦταν χοροί, ὅσα συνέβαιναν, ἦταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί ἡ πιό μεγάλη ἀπόλαυση.

Θέλεις νά μάθεις ὅτι αὐτά ἦταν πιό τρομερά ἀπό τόν πόλεμο; Ἐννοῶ τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εἶναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί ἀπό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν ἀπό τά ὅπλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας ἀπό παντοῦ σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλῆθος τους κρύβουν τόν οὐρανό, τρέχουν αὐλάκια τά αἵματα πάνω στή γῆ καί εἶναι πολλοί ὁλόγυρα οἱ νεκροί.Ὅπως ἀκριβῶς στό θερισμό πέφτουν στή γῆ τά στάχυα, ἔτσι καί ἐδῶ εἶναι οἱ στρατιῶτες, καθώς πέφτουν ὁἕνας πάνω στόν ἄλλο. Ἔλα λοιπόν νά σέ ὁδηγήσω ἀπό ἐκεῖνα σ᾽ αὐτή ἐδῶ τή μάχη. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν δυό παρατάξεις, ἡ μία τῶν μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τῶν τυράννων. Ἀλλά οἱ τύραννοι εἶναι ὁπλισμένοι τέλεια, οἱμάρτυρες ὅμως μάχονται μέ γυμνό τό σῶμα καί ἡ νίκη ἀνήκει στούς γυμνούς καί ὄχι στούς ὁπλισμένους. Ποιός δέν θά ἀποροῦσε, μέ τό ὅτι αὐτός πού μαστιγώνεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν μαστιγώνει; Ὁ δεμένος νικάει τόνἐλεύθερο; Αὐτός πού κατακαίγεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν καίει; Αὐτός πού πέθαινει νικάει ἐκεῖνον πού τόν σκοτώνει;

Εἶδες πώς αὐτά εἶναι πιό φοβερά ἀπό ἐκεῖνα; Ἐκεῖνα ἄν καί εἶναι φοβερά, γίνονται ὅμως μέ φυσικό τρόπο, αὐτάὅμως ξεπερνοῦν κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τῶν πραγμάτων, γιά νά μάθεις ὅτι τά κατορθώματα εἶναι τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί τί εἶναι πιό ἄδικο ἀπό τή μάχη αὐτή; Τί πιό παράνομο ἀπό τά ἀγωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί οἱ δύο πού μάχονται προστατεύονται, ἐδῶ ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὁ ἕνας εἶναι γυμνός καί ὁ ἄλλος ὁπλισμένος. Στούς ἀγῶνες πάλι ἐπιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια ὁ ἕναςἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἕνας εἶναι δεμένος καί ὁ ἄλλος κτυπάει ἐλεύθερος καί πληγώνει. Καί αὐτοί πού δίκαζαν σάν νά ᾽ταν ἐξουσιαστές ἐξασφάλισαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιοῦν.

Στούς δίκαιους μάρτυρες ὅμως ἔδωσαν τό προνόμιο νά κακοποιοῦνται. Ἔτσι μάχονται μέ τούς ἁγίους καί οὔτε ἔτσι τούς νικοῦν. Ἀλλά μετά τήν ἄνιση αὐτή μάχη, ἀφοῦ νικήθηκαν ὑποχώρησαν. Καί αὐτό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει ἕνα πολεμιστή στόν πόλεμο, τοῦ κόβει τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, τοῦ βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται ἔτσι μέ γυμνό σῶμα. Ἀλλά ὁ πολεμιστής ἄν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.

Καθώς ὁδηγοῦσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί ἀπό παντοῦ τούς χτυποῦσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικοῦνταν, ὅμως αὐτοί ἄν καί τραυματίζονταν, ἔστηναν τό τρόπαιο τῆς νίκηςἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καί ὅπως τό διαμάντι ὅταν χτυπιέται δέν σπάζει, οὔτε μαλακώνει, ἀλλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, ἐνῶ βασανίζονταν τόσο πολύ, οἱ ἴδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, ἀλλά διέλυαν τή δύναμη ἐκείνων πού τούς χτυποῦσαν καί τούς ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀγῶνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί ἔδεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποῦσαν τά πλευρά τους, ἀνοίγοντας βαθιά αὐλάκια, σάν νά ὄργωναν τή γῆ, ἀλλά δέν ἔσκιζαν τά σώματά τους. Καί μποροῦσε νά δεῖ κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ἀνοιγμένα καί στήθη τσακισμένα.

 Οὔτε ἐδῶὅμως σταματοῦσαν τή μανία τους τά αἱμοβόρα ἐκεῖνα θηρία, ἀλλά, ἀφοῦ τούς κατέβαζαν ἀπό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ἀναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροῦσες νά δεῖς ἀκόμη σκληρότερα θεάματα ἀπό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες ἀπό τά σώματά τους, ἄλλες ἀπό τό αἷμα πού χυνόταν καί ἄλλες ἀπό τίς σάρκες πού ἔλειωναν. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού ἦταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ἦταν ρόδα, παρακολουθοῦσαν μέ πολλή εὐχαρίστηση τά ὅσα γίνονταν.

2. Ἐσύ ὅμως ὅταν ἀκούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νοῦ σου τή νοητή σκάλα, πού εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ νά ἁπλώνεται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκείνη κατέβαιναν ἄγγελοι, ἀπό αὐτήν ἀνεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει ὁ Κύριος. Δέν θά ἄντεχαν τούς πόνους αὐτοί οἱ ἅγιοι, ἄν δέν στηρίζονταν σ᾽ αὐτή τή σκάλα. Ἀπό ἐκείνη ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καί ἀπό αὐτή, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἀνεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί αὐτό; Ἐπειδή οἱ ἄγγελοι στέλνονται γιά νά ὑπηρετήσουν αὐτούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Οἱ μάρτυρες ὅμως σάν ἀθλητές καί νικητές, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς ἀγῶνες, ἔφυγαν στή συνέχεια γιά τόν ἀγωνοθέτη.

Ἀλλά ἄς μήν ἀγγίζουν μονάχα τ᾽ ἀφτιά μας τά ὅσα λέγονται. Ὅταν δηλαδή ἀκοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν κάρβουνα, κάτω ἀπό τά καταπληγωμένα σώματα, ἄς ἀναλογιστοῦμε πῶς νιώθουμε ὅταν μᾶς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετοῦμε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας ὅτι ἡ φλόγα τοῦ πυρετοῦ δέν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπό τήν κόλαση. Αὐτοί ὅμως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, ἀλλά ἔχοντας ὁλόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδοῦν ἐπάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό ἄγρια ἀπό κάθε θηρίο, ἦταν σάν ἀδαμάντινοι καί ἔβλεπαν τά ὅσα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα. Ἔτσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή ἀνδρεία στέκονταν σταθεροί στήν ὁμολογία τους, μένοντας ἀκλόνητοι σ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί ἡ δική τους ἀνδρεία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε δεῖ πολλές φορές ν᾽ ἀνεβαίνει ψηλά τήν αὐγή ὁ ἥλιος καί νά στέλνει τίς χρυσές ἀκτίνες του; Ἔ, τέτοια ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων. Σάν χρυσές ἀκτίνες τούς περικύκλωναν ἀπό παντοῦ σάν ρυάκια μέ τό αἷμα καί ἔκαναν νά λάμπει τό σῶμα τους πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κάνει ὁ ἥλιος τόν οὐρανό.

Βλέποντας αὐτό τό αἷμα οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες φοβοῦνταν καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔτρεμε. Γιατί δένἦταν ἁπλῶς αἷμα αὐτό πού τώρα ἔβλεπαν, ἀλλά αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο γιά τούς οὐρανούς, αἷμα πού διαρκῶς ποτίζει τά καλά φυτά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδε τό αἷμα καί ἔφριξε ὁ διάβολος, γιατί θυμήθηκε ἄλλο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιά χάρη ἐκείνου τοῦ αἵματος χύθηκε αὐτό. Γιατί ἀπό τότε πού κεντήθηκεἡ πλευρά τοῦ Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντοῦνται ἀμέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δέν θά ἔπαιρνε μέρος μ᾽ εὐχαρίστηση πολλή σ᾽ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦΔεσπότου καί νά ἔχει τόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀνταπόδοση καί μεγαλύτερη ἡ τιμή.Ἡ ἀμοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ἔρχεται πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε μαρτύρησε, ἀλλά ἄς τρομάζουμε ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε δειλίασε καί ἔπεσε, ἐνῶ μπροστά του εἶχε τέτοια βραβεῖα.

Καί ἄν θέλεις ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγινε ὕστερα μάθε πώς αὐτά δέν μπορεῖ νά τά παραστήσει κανένας ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦςἀναλογίστηκε αὐτά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας ἀπό τούςἀνθρώπους δέν ἀγάπησε τόσο τό Θεό, ὅσο οἱ μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, ἐπειδή τό μέγεθος τῶνἀγαθῶν πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ξεπερνᾶ καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, ἀλλά ὅσο εἶναι δυνατόν καί ἐμεῖς νά ποῦμε καί ἐσεῖς ν᾽ ἀκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σᾶς δείξουμε ἀμυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν οὐρανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά τήν ἀπολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά αὐτά καί ἀβάστακτα τά ὑποφέρουν οἱ μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά ὅμως ἀπό τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀνεβαίνουν στούς οὐρανούς, ἐνῶ προπορεύονται ἄγγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ἀρχάγγελοι. Γιατί οἱ ἄγγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, ἀλλά θά ἤθελαν νά κάνουν τά πάντα γι᾽ αὐτούς, ἐπειδή καί ἐκεῖνοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.

Καί ὅταν ἀνεβοῦν στόν οὐρανό, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἅγιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. Ἄν λοιπόν,ὅταν ξένοι ἀθλητές ἔρχονται στήν πόλη, ὅλος ὁ λαός τρέχει ἀπό παντοῦ καί ἀφοῦ τούς περικυκλώσουν παρατηροῦν καλά ἀπό κοντά τή δύναμη πού ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, πολύ περισσότερο ὅταν οἱἀθλητές τῆς εὐσέβειας ἀνεβοῦν στούς οὐρανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱοὐράνιες δυνάμεις. Τρέχουν ἀπό παντοῦ γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ὑποδέχονται ὅλους καί τούς ἀσπάζονται σάν ἥρωες πού γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί ὕστερα ἀπό πολλά τρόπαια καί νίκες. Ἔπειτα τούς ὁδηγοῦν μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, στό θρόνο ἐκεῖνο πού εἶναι γεμάτος ἀπό πολλή δόξα, ὅπου βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ὅταν φτάσουν ἐκεῖ καί προσκυνήσουν ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, ἀπολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή ἀπό τό Δεσπότηἀπό ἐκείνη πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τούς συνδούλους τους ἀγγέλους.

Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους - ἄν καί αὐτό θά ἦταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἴση μ᾽ αὐτήν - ἀλλά σάν φίλους Του. «Γιατί ἐσεῖς», λέει ὁ Κύριος, «εἴσαστε φίλοι μου» (Ἰωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί ἀλλοῦ εἶπε: «Μεγαλύτερηἀπό αὐτή τήν ἀγάπη δέν ἔχει κανένας, ὥστε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τῶν φίλων του» (Ἰωαν. 15, 13).

Ἐπειδή λοιπόν ἔδειξαν τήν πιό μεγάλη ἀγάπη, τούς ὑποδέχεται καί ἀπολαμβάνουν ἐκείνη τή δόξα. Ἑνώνονται μέ τούς ἀγγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν ὑπερκόσμια δοξολογία. Ἄν λοιπόν καί ὅταν εἶχαν τό σῶμα μετεῖχαν στό χορό ἐκεῖνο μέ τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί ἔψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο ὕμνο, καθώς γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία ἐκείνη, μέ πολλή παρρησία. Ἄραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν ἐπιθυμεῖτε τώρα τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν λυπᾶστε τώρα, πού δέν εἶναι καιρός μαρτυρίου; Ἄς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου. Περιφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, περιφρόνησε ἐσύ τίς ἀπολαύσεις. Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε ἐσύ τώρα χρήματα στά χέρια τῶν φτωχῶν.

Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τά ἀναμμένα κάρβουνα, σβῆσε ἐσύ μέσα σου τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι ἐνοχλητικά αὐτά, ἀλλά μᾶς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εἶναι δυσάρεστα, ἀλλά τά μέλλοντα πού εἶναι εὐχάριστα. Ὄχι τά βάσανα πού περνᾶς τώρα,ἀλλά τά ἀγαθά πού ἐλπίζεις. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά τά βραβεῖα. Ὄχι τούς κόπους, ἀλλά τά στεφάνια. Ὄχι τούς ἱδρῶτες, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Ὄχι τούς πόνους, ἀλλά τίς ἀνταποδόσεις. Ὄχι τήν ἀναμένη φωτιά, ἀλλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. Ὄχι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, ἀλλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.

3. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος καί ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τήν ἀρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, ἀλλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεῖα. Καί ὄχι ξεχωριστά τό καθένα. Ὅταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις ἐλεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, ἀλλά τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοῦτο σου πού λιγοστεύει, ἀλλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. Ἄν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλά τήν ἄνεση πού θά προέρθει ἀπό τή σωματική ἀδυναμία. Ἄν ἀγρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλά τήν παρρησία πού θά ἀποκτήσεις ἀπό τήν προσευχή. Ἔτσι κάνουν καί οἱ στρατιῶτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, ἀλλά τίς νίκες. Οὔτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τῆς μάχης, ἀλλά τούς ἥρωες πού στεφανώνονται. Ἔτσι καί οἱ κυβερνῆτες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τάἐμπορεύματα, μπροστά στά δεινά τῆς θάλασσας τά ἀγαθά μετά τή θάλασσα.

Ἔτσι κάμε καί ἐσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι οἱἄνθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζῶα, ὅταν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐσύ μόνο νά σηκωθεῖς καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος; Ἀλλά τίποτε δέν εἶναι πιό γλυκό ἀπό τήν προσευχή. Ἄν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ ἐνοχλεῖ κανείς, οὔτε θά ἐμποδίσει τήν προσευχή σου. Ἔχεις καί τήν ὥρα σύμμαχο γιά νά ἐπιτύχεις αὐτά πού θέλεις. Ἐσύ ὅμως βαριέσαι νά σηκωθεῖς καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρῶμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εἶναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρῶμα ἀπό κάτω, ἀλλά ἀναμένα κάρβουνα.

Ἐδῶ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε ἔχοντας ἔντονη καί ζωηρή τή μνήμη ἐκείνης τῆς σχάρας καί νά τήν θυμᾶστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατοῦν ἄπειρα δεσμά, ὅταν ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε ὅλα μέ εὐκολία καί νά σηκωθοῦμε γιά προσευχή. Ὄχι μόνο τή σχάρα, ἀλλά καί τίς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων ἄς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μας. Ἄς σκεφτοῦμε καί ἐμεῖς σάν αὐτούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμᾶνε σ᾽ ὅλα τά σημεῖα ὄμορφες ζωγραφιές.Ἄς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τῆς δικῆς μας ψυχῆς τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων. Γιατί ἐκεῖνες οἱ ζωγραφιές εἶναι ἀνώφελες, αὐτές ὅμως ἐπικερδεῖς. Αὐτή ἡ ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οὔτε ἔξοδα, οὔτε κάποια τέχνη. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ᾽ αὐτή σάν χέρι ἄριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων.

Ἄς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας ἄλλους νά εἶναι στά τηγάνια, ἄλλους ξαπλωμένους σ᾽ ἀναμμένα κάρβουνα, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους στά καζάνια, ἄλλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, ἄλλους νά ξεσκίζονται, ἄλλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, ἄλλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. Ἄλλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, ἄλλους νά τούς ὁδηγοῦν στό βάραθρο καί ἄλλους ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας νά τελειώσει ἡ ζωή του. Ὥστε μέ τήν ποικιλία αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς, ἀφοῦ λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τῆς ψυχῆς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄν δεῖ τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θάἔρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά κατοικήσει μέσα μας. Καί θά γίνει στή συνέχεια ἡψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, ἀφοῦ ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά ὑπάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπᾶ πολλή λάμψη καί θά κατοικεῖ συνεχῶς μέσα μας ὁ βασιλιάς τῶν ὅλων Θεός.

 Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὑποδεχτοῦμε τό Χριστό ἐδῶ, θά μπορέσουμε μετά τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή γῆ νά Τόν ὑποδεχτοῦμε στίς αἰώνιες κατοικίες μας, τίς ὁποῖες εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μέ τόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στόν Πατέρα καί στό ἅγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Πηγή: www.alopsis.gr


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ - Ἀπόστολος (Ἀληθινοὶ νικητὲς - Τὸ μυστικὸ τῆς νίκης - Μαθητεία στούς βίους τῶν Ἁγίων)




Ἀδελφοί, οἱ ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαν­το δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀ­­­­σθενείας, ­ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ­ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπα­­νίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύ­τρωσιν, ἵνα κρείττονος ­ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖ­­ραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ ­φυλα­κῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειρά­σθη­σαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ­ἀπέθανον, περι­ῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις ­δέρ­­μασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακου­χούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀ­­­παῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες ­μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ­ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, ­τοσοῦτον ἔχον­τες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύ­ρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐ­­­περί­στατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέ­­­χωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφο­­­ρῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν.



1. Ἀληθινοὶ νικητὲς

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων σήμερα, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη ὅλων τῶν ἁγίων ποὺ ἔζησαν σὲ κάθε τόπο καὶ ἐποχὴ καὶ ἀγωνίσθηκαν μὲ πίστη καὶ αὐταπάρνηση νὰ μείνουν σταθεροὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τοὺς φίλους», λέει ὁ στίχος στὸ Συναξάρι τῆς ἑορτῆς κι εἶναι, στ’ ἀλήθεια, ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εὐκαιρία νὰ τιμήσουμε καὶ νὰ ὑμνήσουμε ὅλους τοὺς ἁγίους, τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ.
Τί ἔκαναν λοιπὸν οἱ ἅγιοι καὶ τοὺς ἀξίζουν ὕμνοι καὶ ἐγκώμια;... Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρει πολλὰ καὶ ἀ­­ξιοθαύμαστα κατορθώματά τους: ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, πῆραν δύναμη κι ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀναδείχθηκαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρικὲς πα­ρατάξεις.
Ἐπιπλέον ὁ θεόπνευστος ­Ἀπόστολος ἐγκωμιάζει καὶ αὐτοὺς ποὺ δοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, δεσμὰ καὶ φυλακίσεις, καθὼς καὶ αὐτοὺς ποὺ λιθο­βολήθηκαν, πριονίσθηκαν καὶ ὑπέμει­ναν κι ἄλλα μαρτύρια καὶ κακουχίες. Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ θαυμαστὸ σὲ ὅλα αὐτά; Στὴν περίπτωση ἐκείνων ποὺ γλύτωσαν καὶ «ἔφυγον στόματα μαχαίρας» τὸ θαῦμα εἶναι φανερό· στὴν περίπτωση αὐτῶν οἱ ὁποῖοι «ἐν φό­νῳ μαχαίρας ἀπέθανον» ποιὸ τὸ θαυμαστό;... Καὶ τὰ δύο εἶναι θαυμαστά, ἐξηγεῖ ὁ ἐρμηνευτὴς Ζιγαβηνός, διότι φανερώνουν πίστη ἡ ὁποία «καὶ ἀνύει (=κατορθώνει) μεγάλα, καὶ πάσχει μεγάλα». Πίστη ἔχει κι αὐτὸς ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ πράγματι σώζεται, πίστη ὅμως ἔχει κι αὐτὸς ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθυμεῖ τὰ αἰώνια ἀγαθά, ὥστε νὰ προχωρεῖ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο ὄχι ἁπλῶς χωρὶς φόβο ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ χαρά! Νικητὴς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ γλυτώνει προσωρινὰ τὴ ζωή του, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ὑπομένει τὴν ὅποια δυσκολία καὶ μένει σταθερὸς μέχρι τὸ τέλος στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς πραγματικὰ βαδίζει στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸ δρόμο τῆς νίκης καὶ τῆς αἰωνίου δόξης.


2. Τὸ μυστικὸ τῆς νίκης

Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ μυστικὸ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ εὐαρέστησαν στὸν Θεὸ καὶ ἀπέκτησαν τόσο μεγάλη τιμὴ καὶ δόξα; Μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Εἶναι ἡ πίστη: «Οἱ ἅγιοι Πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας»· ἐπειδὴ εἶχαν πίστη, καταπολέμησαν καὶ ὑπέ­ταξαν βασίλεια καὶ ἐπέτυχαν πολλὰ ἀκόμη κατορθώματα.
Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ πίστη, ἐννοοῦμε πίστη στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό. Πίστη στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεὸ Λόγο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Πίστη ποὺ ξεπερνᾶ τὴ λογικὴ καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ μεταγγίζει στὴν ψυχὴ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν παντοδυναμία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πίστη ποὺ βλέπει τὰ «μὴ βλεπόμενα» καὶ ἐνισχύει τὴν προσδοκία «ἄλλης βιοτῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ πίστη, ποὺ θέρμαινε τὶς ψυχὲς ὅλων τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων, ἂς ἐμπνέει καὶ τὴ δική μας ζωή, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἀνδρεία καὶ ὑπομονὴ τὶς κάθε εἴδους δυσ­­κολίες «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τε­λει­ω­τὴν Ἰησοῦν», δηλαδή, στρέφοντας τὰ βλέμματα καὶ τὴν προσοχή μας στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεώς μας.


3. Μαθητεία στοὺς βίους τῶν Ἁγίων

Τὸ 11ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐ­­πιστολῆς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ «ὕμνος τῆς πίστεως». Ὡστόσο τὰ ἐντυπωσιακὰ κατορθώματα τῆς πίστεως ποὺ ἀναφέρονται ἐκεῖ εἶναι ἐλάχιστα σὲ σχέση μὲ τὰ ἀναρί­θμητα θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ συναν­τοῦμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τονίζει μάλιστα ὅτι μᾶς περιβάλλει «νέφος μαρτύρων», δηλαδὴ ἀπειράριθμο πλῆθος ἁγίων μαρτύρων. Πόσα ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας!
Ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος καὶ σύγχρονος ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ποὺ τὸν ἑορτάζουμε αὐτὲς τὶς μέρες, στὶς 14 Ἰουνίου, ἔλεγε: «Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων εἶναι Ὀρθόδοξη Ἐγκυκλοπαίδεια... Ἐὰν ποθεῖς τὴν ἀγάπη, τὴν ἀλήθεια, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἐλπίδα, τὴν πραότητα. τὴν ταπείνωση, τὴ μετάνοια, τὴν προσευχὴ ἢ ὁποιαδήποτε ἀρετὴ καὶ ἄσκηση, στοὺς Βίους τῶν Ἁγίων θὰ βρεῖς ἕνα πλῆθος ἁγίων διδασκάλων γιὰ κάθε ἄσκηση καὶ θὰ λάβεις τὴ βοήθεια τῆς χάριτος γιὰ κάθε ἀρετή. Ἐὰν περνᾶς μαρτύρια γιὰ τὴν πίστη σου στὸν Χριστό, οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων θὰ σὲ παρηγορήσουν καὶ θὰ σὲ ἐνθαρρύνουν, θὰ σὲ ἐνδυναμώσουν καὶ θὰ σὲ ἀναπτερώσουν, ὥστε τὰ μαρτύριά σου νὰ μεταβληθοῦν σὲ χαρά. Ὁποιονδήποτε πειρασμὸ οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ τὸν νικήσεις καὶ τώρα καὶ πάντοτε...».
Ἂς ἀγαπήσουμε λοιπὸν τὰ Συναξάρια καὶ τὰ Μαρτυρολόγια, ποὺ μᾶς περιγράφουν τοὺς βίους καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων. Ἂς γνωρίζουμε ὁ καθένας μας τουλάχιστον τὸν βίο τοῦ ἁγίου ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομά του ἢ τοῦ προστάτου καὶ πολιούχου μας. Γενικά, ἂς ἔρθουμε πιὸ κοντὰ στοὺς ἁγίους μας, γιὰ νὰ ξεκολλήσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὰ φθαρτὰ καὶ νὰ στραφεῖ στὰ οὐράνια καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ - Εὐαγγέλιον (Ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων)


32 Εἶπεν ὁ Κύριοs τοῖs ἑαυτοῦ µαθηταῖς· πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 37  Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ  Ἰσραήλ. 29 καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.

Ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων

Ομολογία της θείας του φύσεως

Στο ιερό Ευαγγέλιο της εορτής των Αγίων Πάντων ο Κύριος μας παρουσιάζει δυο βασικές προϋποθέσεις για να ακολουθήσουμε όλοι μας τον δρόμο των Αγίων.

Η πρώτη προϋπόθεση η ομολογία της πίστεως. Μας διαβεβαιώνει ο Κύριος: Καθένα που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως πιστό ακόλουθό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Εκείνον όμως που θα με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς.

Ο Κύριος λοιπόν θέτει ως βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας να ομολογούμε τον Χριστό μπροστά στους διώκτες και αρνητές του. Ποιο όμως ακριβώς είναι το νόημα των λόγων αυτών του Κυρίου;  Αν κανείς μελετήσει τις αναλύσεις των ιερών ερμηνευτών, θα δει ότι εδώ ο Κύριος δεν ζητεί μία γενική και αόριστη ομολογία. Αλλά ζητεί να Τ ον ομολογούμε με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, να Τ ον ομολογούμε ως Σωτήρα μας και Θεό μας.

Γιατί όμως ο Χριστός μας μας ζητά μία τέτοια ομολογία; Διότι μέσα στους αιώνες κανείς δεν αρνήθηκε ότι ο Κύριος είναι ένας μεγάλος διδάσκαλος, προφήτης, αναγεννητής, φιλόσοφος. Κανείς δεν αρνήθηκε το πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Το σημείο που ενοχλεί τους διώκτες του Κυρίου είναι ένα και μοναδικό: η θεότητά του. Διότι αυτό καθορίζει τα πάντα στη ζωή μας.

Εάν δεχθούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό απλώς και μόνον ως ένα ιστορικό πρόσωπο ξεχωριστό και τέλειο, τότε αυτό δεν έχει καμία επίδραση στη ζωή μας. Εάν όμως Τον αποδεχθούμε και Τον ομολογούμε ως Θεάνθρωπο Διδάσκαλο Σωτήρα μας, τότε αυτό έχει καθοριστική σημασία για τη ζωή μας. Διότι τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε όλα όσα ζητάει από εμάς και να συμμορφώσουμε τη ζωή μας με το θέλημά του.

Ο δρόμος λοιπόν προς την αγιότητα προϋποθέτει όχι μία γενική και αόριστη ομολογία πίστεως, αλλά μία πίστη και ομολογία συγκεκριμένη. Να ομολογούμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό ως «Θεόν αληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα». Και να ζούμε όπως Εκείνος θέλει. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στο δρόμο των Αγίων, στο δρόμο του Χριστού.

Η πρώτη αγάπη μας

Στη συνέχεια ο Κύριος μας παρουσιάζει τη δεύτερη προϋπόθεση για τον δρόμο της αγιότητος. Ζητά απ’ όλους μας να Τον αγαπούμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Εκείνος, λέει, που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από έμενα και με αρνείται για να μη χωρισθεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Κι Εκείνος που αγαπά τον γυιό του ή την κόρη του περισσότερο από έμενα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου. Κι Εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση να ακολουθήσει το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα.

Τότε Του αποκρίθηκε ο Πέτρος: Κύριε, εμείς αφήσαμε τα πάντα και Σε ακολουθήσαμε. Τι άραγε θα γίνει μ’ εμάς; Και ο Κύριος απάντησε: Όταν θα καθίσω στον θεϊκό μου θρόνο, θα καθίσετε κι εσείς Σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μη χωρισθεί από εμένα, θα λάβει πολλαπλάσια σ’ αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Και πολλοί που είναι εδώ πρώτοι, θα είναι στην αιώνια βασιλεία τελευταίοι, ενώ πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι.


Ο Κύριός μας εδώ θέτει ως βασική προϋπόθεση για να μας αποδεχθεί ως άξιους μαθητές του να Τον αγαπάμε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ακόμη και από τα πλέον αγαπημένα ιερά μας πρόσωπα, τον πατέρα μας και τη μητέρα μας. Και γιατί μας το ζητάει αυτό; Μας το ζητάει όχι γιατί έχει ανάγκη από την αγάπη μας, αλλά για το δικό μας συμφέρον. Πρωτίστως διότι όταν τα συγγενικά μας πρόσωπα βρίσκονται μακριά από το δρόμο του Θεού, υπάρχει ο κίνδυνος να επηρεάσουν κι εμάς. Έπειτα υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί που έχουν αρρωστημένη προσκόλληση στο παιδιά τους, στους γονείς τους ή Σε άλλα συγγενικά πρόσωπα, σε βαθμό που να τα αγαπούν περισσότερο και από τον Θεό!

Ο Κύριος όμως μας ζητά να Τον αγαπούμε πάνω απ’ όλους και για έναν άλλο λόγο καθοριστικό για τη ζωή μας: Διότι θέλει να μας καταστήσει μετόχους της δικής του μακαριότητας, να μας προσφέρει ασύλληπτης αξίας δώρα, να μας προσφέρει τα πάντα. Διότι όταν αγαπάμε τον Χριστό μας περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ζούμε από αυτή τη ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο· στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Όταν έχουμε στραμμένα τα μάτια μας σ’ Εκείνον, τότε μπορούμε να γευθούμε τα αόρατα μυστικά, τις πνευματικές ομορφιές, τα μυστήρια του Θεού. Μπορούμε να γευθούμε τη γλυκύτητα της παρουσίας του· ν’ απολαύσουμε τη μυστική κοινωνία μαζί του. Να ζούμε καθημερινά μια πνευματική ζωή αγιότητος, χάριτος. Να απολαμβάνουμε τη λατρεία και την προσευχή ως ύψιστες πνευματικές ηδονές. Έτσι θα έχουμε μέσα μας τόσο δυνατά βιώματα, που θα συνεπαίρνουν την ύπαρξή μας. Έτσι θα γίνουμε πολίτες της Βασιλείας του από αυτή τη ζωή. Ας Τον αγαπήσουμε λοιπόν πάνω απ’ όλους και απ’ όλα. Και ας εισέλθουμε στο μυστήριο της εν Χριστώ αγάπης και ζωής.

Πηγή: www.xfd.gr

Ἀπολυτίκιον


Τῶν ἐν ὅλω τῶ κόσμω Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δι' αὐτῶν βοᾷ σοὶ Χριστὲ ὁ Θεός. Τῶ λαῶ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τὴ πολιτεία σου δώρησαι, καὶ ταὶς ψυχαὶς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.







Δείτε σχετικά: