A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Ἃγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης(19 Ἀπριλίου)










Ποιός θα ακούσει χωρίς να δακρύσει και να συγκινηθεί το ένδοξο και κατανυκτικό μαρτύριο του Οσιομάρτυρα και Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου, με το οποίο δοξάσθηκε ο Θεός, η Ορθοδοξία και το Γένος μας, ιδιαίτερα δε η Σεβασμία Μονή μας (σημ. Ι.Μ. Εσφιγμένου), η οποία τον προετοίμασε γιά τον δοξασμένο θρίαμβο;



Ο Άγιος καταγόταν από την πόλη της Θράκης Αίνο από γονείς φτωχούς αλλά ευσεβείς και ονομάσθηκε στο άγιο Βάπτισμα Αθανάσιος.
Εξαιτίας της φτώχειας του ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο κάποιου Τούρκου, για να εξοικονομεί τα αναγκαία προς το ζην. Βλέποντας ο μιαρός Τούρκος τα προτερήματα και την επιδεξιότητα του Αθανασίου, σκέφθηκε να τον μεταστρέψει στο μωαμεθανισμό για να τον κάνει κληρονόμο του. Γνωρίζοντας όμως τη σταθερότητα και την ευσέβεια του νέου και ότι με κολακείες δεν μπορεί να τον πείσει, κράτησε το σκοπό του μυστικό, γιά να μεταχειρισθεί βίαια μέσα. Ενώ ταξίδευαν μία φορά από Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη, ο άνομος κριτής των Αγαρηνών της Σμύρνης, βλέποντας και αυτός την προθυμία και επιμέλεια του Αθανασίου, παρακινούσε τον πλοίαρχο να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τον αλλαξοπιστήσει. Μόλις έφθασαν στη Σμύρνη, την ίδια νύχτα διέταξε ο Αγαρηνός τον Αθανάσιο να ανάψει ένα φανάρι και να προπορεύεται απ' αυτόν, τάχα ότι θα πάει σε κάποιο μέρος. Ενώ προχωρούσαν σ' ένα δρόμο κοντά σε τουρκικά μνήματα, διέταξε το νέο να μπεί στο τουρκικό νεκροταφείο και όταν προχώρησαν στο βαθύτερο μέρος, ξαφνικά έβγαλε μαχαίρι ο μιαρός Τούρκος και επιχειρώντας δήθεν να τον σκοτώσει τον πλήγωσε αρκετά. Ο νέος ξαφνιάστηκε και τον παρακαλούσε έμφοβος και με θρήνους, εκείνος όμως του απάντησε ότι είναι αδύνατο να τον αφήσει ζωντανό, εκτός αν γίνει ομόπιστός του. Ο νέος σκέφθηκε ότι η μαρτυρία του Τούρκου εκείνου δεν ίσχυε, διότι όλοι τον ήξεραν σαν ψεύτη, οπότε είπε στον εαυτό του «ας πω αυτόν το λόγο να λυτρωθώ από αυτόν τον αιμοβόρο και αύριο τον αρνούμαι και φεύγω». Τούτο ήταν παγίδα του σατανά, γιά να εξομώσει. Μόλις είπε ότι γίνεται Οθωμανός, αμέσως ο ασεβής εκείνος τον φίλησε και του έδωσε οθωμανικό όνομα και την ίδια ώρα του μεσονυκτίου τον έσυρε στο κριτήριο και δεν τον άφησαν πλέον έως ότου του έκαναν και την περιτομή. Μετά από λίγες μέρες ασθένησε βαριά καί λυπόταν φοβούμενος μήπως πεθάνει στην ασέβεια, αλλ' ο Θεός τον λυπήθηκε. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους αναχώρησε από τον αφέντη του, ο οποίος πάλι λίγο έλειψε να τον σκοτώσει, γιά οικονομική όμως διαφορά. Από τότε άρχισε να σηκώνεται από το βάθος της ασεβείας και χρησιμοποιούσε το χριστιανικό του όνομα.

Αφού διασώθηκε από πολλούς κινδύνους με τη βοήθεια του Θεού, ήρθε στο Άγιον Όρος 
και πρώτα επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια και σκήτες, όπου εξομολογήθηκε σε πολλούς πνευματικούς ζητώντας καταφύγιο. Ύστερα, κατόπιν συμβουλής κάποιου εναρέτου πνευματικού, ήρθε στο ιερό Κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου τον δέχθηκε ο ηγούμενος Ευθύμιος, αφού τον εξομολόγησε και έμαθε όλη την ιστορία του. Απ' αυτόν διωρίσθηκε τραπεζάρης, δηλαδή να υπηρετεί στην τράπεζα των πατέρων, όπου υπηρετούσε με πολλή προθυμία.
Ο διάβολος του προξένησε πολλούς και δυσδιήγητους πειρασμούς και φαντασίες, αλλά ο Αθανάσιος με την εξομολόγηση και την προσευχή νικούσε τον πειράζοντα, επικαλούμενος τον Κύριο και τη Θεοτόκο.
Μία μέρα, υπηρετώντας σε μέρος όπου υπήρχε καπνός, πόνεσαν τα μάτια του και πήγε στο κελλί του, όπου άρχισε να κλαίει λέγοντας «Αλλοίμονο σε μένα, αν τόσο λίγο πόνο δεν μπορώ να υποφέρω, πώς θα υπομείνω το μαρτύριο;» Προσευχήθηκε γιά πολλή ώρα με μεγάλες μετάνοιες κι έπειτα που κοιμήθηκε λίγο είδε σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, η οποία του είπε «Τι λυπάσαι παιδί μου και αδημονείς;» Ο άγιος είπε, «Πώς να μη λυπάμαι ο τρισάθλιος, που εκτός από τις άλλες αμαρτίες μου αρνήθηκα τον Κύριό μου;» Η Κυρία Θεοτόκος του είπε «Έχε θάρρος, παιδί μου, διότι θα απολαύσεις το ποθούμενο μαρτύριο.» Όλα αυτά τα διηγήθηκε στο διδάσκαλό του τον Γερμανό, τον οποίον όρισε ο ηγούμενος να τον καταρτίζει και να δέχεται τους λογισμούς του. Ο ηγούμενος έστειλε τον Γερμανό στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' που ησύχαζε τότε στη Μονή των Ιβήρων κι εκείνος βεβαίωσε ότι αυτά είναι εκ Θεού και ευχήθηκε στον Αθανάσιο να τελειώσει το μαρτύριο, αφού προετοιμασθεί μέχρι το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής.

Όταν έφθασε η αγία Τεσσαρακοστή, κατ' εντολή του ηγουμένου, πήγαν με το διδάσκαλο Γερμανό στην Σκήτη των Ιβήρων, γιά να προετοιμασθεί ο Αθανάσιος από το μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος προετοίμασε παλαιότερα τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο, Ιγνάτιο, Ακάκιο και Ονούφριο. Εκεί προσκύνησαν τα άγια Λείψανά τους, τα οποία όταν είδε ο Αθανάσιος, αγαλλίασε η ψυχή του και θερμάνθηκε περισσότερο στο μαρτύριο. Αφού επέστρεψαν στην Μονή του Εσφιγμένου, άρχισε να προετοιμάζεται με μεγάλους αγώνες, με νηστεία και προσευχή. Κατ' εντολή του ηγουμένου κλείσθηκε στό βορεινό πύργο πάνω από τη θάλασσα, όπου έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και νερό και έκανε κάθε μέρα χίλιες πεντακόσιες μεγάλες μετάνοιες και άλλες τέσσερις χιλιάδες μικρές. Προηγουμένως ο πνευματικός του διάβασε τις ιλαστικές ευχές γιά οκτώ μέρες και στο τέλος τον έχρισε με το Άγιο Μύρο. Την Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών στη Λειτουργία έλαβε το σχήμα του σταυροφόρου και ονομάσθηκε Αγαθάγγελος.
Αφού κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια, επέστρεψε στον πύργο. Το πρόσωπό του άλλαξε και φωτίσθηκε και στην καρδιά του άναψε θεϊκή φλόγα, που τον παρώτρυνε σε περισσότερους αγώνες. Βρήκε και μια αλυσίδα βάρους πάνω από δέκα οκάδες και δέθηκε με αυτήν κατάσαρκα ως αληθής Εσφιγμένος. Επίσης φόρεσε και ένα σάκκο τρίχινο και πλήθυνε τις μετάνοιες, ώστε υπερέβηκε τις τρεις χιλιάδες μεγάλες και οκτώ χιλιάδες μικρές. Διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου δύο φορές τη μέρα, το Ευαγγέλιο, το Νέο Μαρτυρολόγιο και άλλα βιβλία, προσευχόμενος με την ευχή του Ιησού και ποθούσε ολόψυχα το θάνατο γιά το Χριστό.
Μη μπορώντας να συγκρατήσει τον πόθο του γιά το μαρτύριο, παρακαλούσε τον ηγούμενο να τον στείλει όσο το δυνατόν πιό γρήγορα. Ο ηγούμενος σύστησε στους αδελφούς να προσευχηθούν γιά να αποκαλύψει ο Θεός αν είναι τούτο θέλημά Του και κατά την ίδια νύκτα είδε ο ηγούμενος τον άγιο Νικόλαο, ο οποίος έλεγε προς τον Αγαθάγγελο: «Καλό έργο επιθύμησες παιδί μου, κάνε γρήγορα λοιπόν και θα ευδοκιμήσεις». Έκτοτε άρχισαν οι τελικές ετοιμασίες γι'αυτό.
Κατά θεία οικονομία, το Μέγα Σάββατο έφθασε μπροστά στη Μονή ένα Χιώτικο πλοίο, το οποίο ταξίδευε για τη Σμύρνη. Το απόγευμα της Δευτέρας της Διακαινησίμου έντυσε ο ηγούμενος τον Αγαθάγγελο το μέγα και αγγελικό Σχήμα και τον χαιρέτησαν οι αδελφοί με δάκρυα, προσευχόμενοι στον Κύριο να τον ενισχύσει στον αγώνα της άθλησης. Επιβιβάσθηκαν στο πλοίο ο Αγαθάγγελος με τον Γερμανό και έφθασαν την Κυριακή του Θωμά στην Σμύρνη. Την επόμενη Πέμπτη, αφού τον ξύρισαν, τον έντυσαν τουρκικά φορέματα και του έδωσαν στα χέρια ξύλινο σταυρό και εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού. Έπειτα ήρθε στο κριτήριο των ασεβών, ρωτήθηκε τι ζητάει και είπε ότι έχει διαφορά με τον πρώην αφέντη του. Προσκάλεσαν τον Τούρκο εκείνον και ρώτησαν τον Αγαθάγγελο ποιά διαφορά είχε με αυτόν. Ο άγιος αποκρίθηκε με θάρρος: «Όταν με προσέλαβε στη δούλεψή του ο άνθρωπος αυτός ήμουν Χριστιανός. Αυτός δια της βίας με τούρκεψε, εγώ όμως είμαι πάλι Χριστιανός και πιστεύω στόν Ιησού Χριστό, τον οποίο ομολογώ Θεό αληθινό». Οι παριστάμενοι Αγαρηνοί άρχισαν να τον επιπλήττουν κι εκείνος τότε έβγαλε από τα ρούχα του και ύψωσε το Σταυρό και την εικόνα της Αναστάσεως, κήρυττε πάλι τον Χριστό και κατέκρινε τη μιαρή τους θρησκεία. Γιά πολλή ώρα τον κολάκευαν υποσχόμενοι πολλά επίγεια αγαθά, αλλά ο μάρτυς σιωπούσε και προσευχόταν. Μετά τις κολακείες άρχισαν τις φοβερές απειλές και τα παιδευτήρια και ακολούθως τον έστειλαν στον ηγεμόνα. Αυτός μεταχειρίσθηκε ομοίους τρόπους και επειδή έμενε ο ομολογητής στερεός στην ομολογία του, τον έκλεισαν στη φυλακή.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στο κριτήριο και καθ' οδόν τον απειλούσαν με το ξίφος, αλλ' εκείνος μάλλον το ξίφος ποθούσε. Τον οδήγησαν πάλι ενώπιον του κριτή και του ηγεμόνα και με μεγαλύτερες υποσχέσεις και απειλές δεν πέτυχαν τίποτε, διότι ο ομολογητής ούτε τους άκουγε, αλλά έλεγε την ευχή και κήρυττε τον Χριστό Θεό αληθινό, οπότε τον έρριξαν πάλι δεμένο στη φυλακή. Άκουσε τότε εκεί στη φυλακή ότι οι Χριστιανοί μεσίτευαν για να τον απαλλάξουν και έγραψε αμέσως επιστολή παρακαλώντας και εξορκίζοντάς τους στο Θεό να μην ενεργήσουν κατ' αυτό τον τρόπο, αλλά να αφήσουν να τον βασανίσουν οι ασεβείς όπως θέλουν και μόνο να εύχονται γι' αυτόν οι Χριστιανοί να τον ενισχύσει ο Κύριος στο δρόμο του. Όταν διαβάστηκε αυτή η επιστολή μπροστά στον αρχιερέα και τους προύχοντες, δόξασαν όλοι με δάκρυα το Θεό και διαβάστηκαν επιστολές του ηγουμένου Ευθυμίου, ο οποίος παρακαλούσε ομοίως να εύχονται οι Χριστιανοί γιά τον αθλητή. Πράγματι δε κατά την υπόδειξη του αρχιερέα και των κληρικών οι Χριστιανοί έκαναν την νύκτα εκείνη εκτενή δέηση προσευχόμενοι με δάκρυα.
Το πρωί της επόμενης μέρας τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον έφεραν στον τόπο του μαρτυρίου. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν έπαψαν οι υπηρέτες της πλάνης με ποικιλότροπες πανουργίες να προσπαθούν να τον διαστρέψουν, αλλά αυτός ούτε καν τους άκουγε και μόνον προσευχόταν «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Αποκεφαλίσθηκε την πέμπτη ώρα του Σαββάτου 19 Απριλίου του 1819.
Ποιός όμως μπορεί να διηγηθεί τη χαρά και την αγαλλίαση πού ένιωσαν οι Χριστιανοί με τη νίκη του Μάρτυρα και τη δόξα του Θεού; Δοξολογούσαν το Θεό και εγκωμίαζαν το Μάρτυρα και έλεγαν «πολλές φορές δοκιμάσαμε χαρές διάφορες κατά καιρούς, αλλά την χαρά αυτή που πήραμε από το μαρτύριο του Αγίου, όχι μόνο άλλοτε δεν την αισθανθήκαμε, αλλ' ούτε με λόγια μπορούμε να την περιγράψουμε». Το σώμα του Μάρτυρα, το οποίο θαυματούργησε και ευωδίασε αφ' ότου ακόμη βρισκόταν στον τόπο του μαρτυρίου, κατά μία μαρτυρία κατατέθηκε στον τάφο του Αγίου Νεομάρτυρα Δήμου στη Σμύρνη.
Κατά άλλη εκδοχή όμως το σεπτό σκήνωμα του Αγίου το έρριξαν στον περίβολο του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Σμύρνης. Ειδοποιήθηκε γι' αυτό ο εκεί διαμένων τότε (1808 - 1809) σαν Διδάσκαλος της περιώνυμης Σχολής Σμύρνης Μέγας Οικονόμος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων και κατέβηκε στον Ιερό Ναό, ο περίβολος του οποίου επικοινωνούσε με τη Σχολή και στη θέα του ιερού σκηνώματος του μαρτυρήσαντος για το Χριστό και το Έθνος συνέθεσε αυτοσχεδίως αντί του «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» το ακόλουθο τροπάριο:
«Πληθύς η των Σμυρναίων εν ωδαίς ευφημήσωμεν ημών πολιούχον και της Αίνου το βλάστημα, πρόμαχον θερμόν Αγαθάγγελον ιερομάρτυρα εσθλόν. Επλάκη γαρ γενναίως τω δυσμενεί και τούτον κατηκόντισεν. όθεν στεφηφορών ουρανομάρτυσι συναγάλλεται υπέρ ημών εξευμενίζων τον μόνον φιλάνθρωπον»(27. «Θρακικά» Τόμος 10ος, σ.376.)
Το ιερό σκήνωμα του Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου τάφηκε στον περίβολο του ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Σμύρνης, στη ρίζα υπεραιωνοβίου πλατάνου και ο τάφος του σωζόταν μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή το 1922.

Η αγία και θαυματουργική κάρα του νεομάρτυρα Αγαθάγγελου, καθώς και το δεξί του χέρι, το δεξί του πόδι και μια πλευρά του, αποδόθηκαν τιμής ένεκεν στη Μονή Εσφιγμένου το 1844 μ.Χ., κατόπιν αιτήσεως της.
Πηγή: “Αγιορείτικες μνήμες”


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.

Μεγαλυνάριον

Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε. 

ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ (Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ)

Οι συναναστροφές και η κοινωνία έχουν μεγάλη επίδραση επάνω στους ανθρώπους. Το πλησίασμα και η σχέση με ένα διδάσκαλο φέρνει πολλή επιστήμη, η συναναστροφή με ένα ποιητή –φέρνει πολλές σκέψεις και υψηλά αισθήματα, ο συγχρωτισμός με ένα ταξιδιώτη φέρνει πολλές γνώσεις για τις ξένες χώρες, για τις συνήθειες και τα έθιμα άλλων λαών.

Είναι φανερό ότι το πλησίασμα και η συναναστροφή με ένα άγιο φέρνει αγιοσύνη. «Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση, και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση» (Ψς 17, 26-27).

Γνώρισε λοιπόν με τους αγίους ήδη από τώρα, κατά την περίοδο αυτής της επίγειας ζωής, περίοδο την οποία η Αγία Γραφή δεν την ονομάζει καν «ζωή», αλλά «περιπλάνηση»… Θέλεις στον ουρανό να συγκαταλεχθείς στην συνοδεία τους, θέλεις να συμμερίζεσαι την μακαριότητά τους; Γίνε τότε από τώρα συμμέτοχός τους. Και τότε, όταν θα βγεις από την οικία του σώματος σου, αυτοί θα σε υπαντήσουν ως κάποιο γνωστό, ως έναν φίλο (Λκ 16, 9).

Δεν υπάρχει στενότερη φιλία, δεν υπάρχει στενότερος σύνδεσμος από το σύνδεσμο της νοητικής ενώσεως, της των αισθημάτων ενώσεως, της ενώσεως των σκοπών (Α΄ Κορ. 1, 10).

Αφομοίωσε με την ανάγνωση των συγγραμμάτων τους τις σκέψεις και το πνεύμα των Αγίων Πατέρων. Αυτοί έφθασαν στον σκοπό τους: την σωτηρία. Κι εσύ θα φθάσεις στον σκοπό αυτό κατά την φυσική πορεία των πραγμάτων και θα σωθείς εφ’ όσον είσαι ενωμένος με το φρόνημα και στην ψυχή με τους Αγίους Πατέρες. Ο ουρανός δέχθηκε τους Αγίους Πατέρες στους κόλπους του, στις «ιερές μονές του». Και με τον τρόπο αυτό ο ουρανός έδωσε προς όλους μαρτυρία ότι τα φρονήματα, τα αισθήματα και οι πράξεις των Αγίων Πατέρων του είναι ευάρεστα.

Οι δε άγιοι Πατέρες εξιστόρησαν τα φρονήματα, την καρδιά, και το έργο τους στα συγγράμματά τους. Αυτό δείχνει ότι κατά την μαρτυρία του ιδίου του ουρανού, τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων αποτελούν ασφαλείς οδηγίες για να φτάσουμε στον ουρανό.

Όλα τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων συνετάχθησαν υπό την έμπνευση και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Και είναι αξιοθαύμαστη η ομοφωνία τους, θαυμαστή η εξ ουρανού επιβεβαίωσή τους! Γι’ αυτό όποιος καθοδηγείται από τα γραπτά τους έχει αναμφισβήτητα οδηγό το Άγιο Πνεύμα.

Όλα τα νερά της γης χύνονται στον ωκεανό και ο ωκεανός αποτελεί την πηγή όλων των υδάτων της γης. Όλα τα συγγράμματα των Πατέρων ερμηνεύουν το Ιερό Ευαγγέλιο, όλα αυτό μας υπενθυμίζουν για να μας διδάσκουν πως να εργαστούμε επακριβώς τις εντολές του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η πηγή λοιπόν και το τέλος όλων των συγγραμμάτων αυτών είναι το Ιερό Ευαγγέλιο.

Οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν πως να πλησιάζουμε τα Ιερά Ευαγγέλια, πως να τα διαβάζουμε, να τα κατανοήσουμε όπως πρέπει. Διδάσκουν επίσης τι είναι εκείνο που βοηθάει και τι είναι εκείνο που εμποδίζει την σωστή κατανόησή τους. Διάβαζε, επομένως, κατ’ αρχήν, περισσότερο τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και κατόπιν –αφού μάθεις από αυτά πως πρέπει να διαβάζεις τα Ιερά Ευαγγέλια– πήγαινε και διάβαζε με τη σειρά τα ίδια τα Ιερά Ευαγγέλια.

Να μη θεωρείς ότι αρκεί το διάβασμα του Ιερού Ευαγγελίου, χωρίς την ανάγνωση των αγίων Πατέρων! Αυτό αποτελεί μία υπερήφανη και επικίνδυνη σκέψη. Στα Ιερά Ευαγγέλια είναι προτιμότερο να σε φέρουν οι άγιοι Πατέρες σαν έναν αγαπητό υιό που προετοιμάσθηκε κατάλληλα με τα συγγράμματά τους.

Όλοι εκείνοι που αρνήθηκαν με τρέλα και με υπερηφάνεια τους αγίους Πατέρες, και πλησίασαν χωρίς μεσολάβηση, με θρασύτητα, με βρώμικο μυαλό και ακάθαρτη καρδιά το Ιερό Ευαγγέλιο, έπεσαν σε καταστρεπτικές πλάνες. Αυτούς το Ευαγγέλιο τους απέβαλε, διότι δεν ανέχεται κοντά του παρά μόνο τους ταπεινούς.

Η ανάγνωση των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων είναι μητέρα και βασίλισσα όλων των αρετών. Διότι με την ανάγνωση των έργων των αγίων Πατέρων αποκτούμε:

πραγματική κατανόηση των Αγίων Γραφών,

σωστή πίστη,

βίωμα κατά το δείκτη των ευαγγελικών εντολών,

βαθιά εκτίμηση προς τις εντολές αυτές και, με μία λέξη,

αποκτούμε την σωτηρία και την χριστιανική τελειότητα.

Τώρα που μειώθηκε ο αριθμός των πνευματικών καθοδηγητών, η ανάγνωση των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων έγινε κεφαλαιώδης οδηγός για όλους εκείνους που επιθυμούν την σωτηρία ή ακόμη την χριστιανική τελειότητα.

Τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων –όπως επεσήμανε κάποιος από αυτούς– μοιάζουν με το καθρέφτη διότι, κοιτάζοντας κανείς συχνά και με προσοχή σ’ αυτά, μπορεί να διακρίνει όλα τα ελαττώματα της ψυχής του.

Τα συγγράμματα αυτά μοιάζουν ακόμη με ένα φαρμακείο γεμάτο φάρμακα, όπου η ψυχή μπορεί να βρει το σωτήριο φάρμακο για οποιαδήποτε αρρώστια. Γράφει κάπου ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου ότι «Ακόμη και μόνη η θέα των χριστιανικών βιβλίων μας θωρακίζει ενάντια στην αμαρτία και μας προτρέπει να επαινούμε την δικαιοσύνη».

Πρέπει να διαβάζουμε τους αγίους Πατέρες με προθυμία, με προσοχή αλλά και με εμμονή, διότι ο αόρατος εχθρός μας, ο οποίος «μισεί ήχον ασφαλείας» (Παροιμ. 11,15), εχθρεύεται τον «ήχο» αυτό, κυρίως όταν έρχεται εκ μέρους των αγίων Πατέρων. Διότι «ο ήχος» –η φωνή αυτή των αγίων Πατέρων– φανερώνει τα τεχνάσματα του εχθρού μας, την πονηρία του και μας αποκαλύπτει τις παγίδες του και όλες τις μεθόδους του. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, ο εχθρός μας οπλίζεται ενάντια στο ανάγνωσμα των αγίων Πατέρων με διάφορες αλαζονικές και συκοφαντικές σκέψεις. Προσπαθεί δε να ρίξει τον αγωνιζόμενο στην δίνη των ματαίων μεριμνών για να τον αποτρέψει από το σωτήριο ανάγνωσμα. Τον πολεμά με την τεμπελιά, με την ανία, με το να μη θυμάται αυτά που διαβάζει. Ακριβώς από τον πόλεμο αυτό κατά της ανάγνωσης των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μεγάλο όπλο είναι αυτά για μας και πόσο πολύ τα μισεί ο εχθρός μας.

Ο καθένας, λοιπόν, ας διαβάζει από τους αγίους Πατέρες εκείνα τα συγγράμματα που ταιριάζουν περισσότερο στον τρόπο ζωής του. Ο ερημίτης θα διαβάσει εκείνους τους Πατέρες που έγραψαν για την ησυχία, ο μοναχός που ζει στο κοινόβιο εκείνους τους Πατέρες που έγραψαν συμβουλές για την κοινοβιακή ζωή, ο διαβιών εν τω κόσμω χριστιανός, εκείνους τους Πατέρες που έγραψαν περισσότερες συμβουλές για την χριστιανική ζωή. Ο καθένας δηλαδή, ανεξάρτητα από τον κλάδο του, να συλλέγει άφθονες συμβουλές από τα έργα των αγίων Πατέρων.

Είναι απόλυτη ανάγκη η ανάγνωση αυτή να είναι σύμφωνη με τον τρόπο ζωής του καθενός μας. Διαφορετικά, θα γεμίζουμε από απλές σκέψεις, έστω και άγιες, οι οποίες όμως δεν θα μετατραπούν σε έργο, αλλά θα λειτουργήσουν μόνο στην φαντασία και στην επιθυμία μας χωρίς να καρποφορήσουν. Τα δε ευλαβικά έργα που πρέπει να συμβαδίζουν με τον τρόπο ζωής μας θα γλιστρήσουν μέσα απ’ τα χέρια μας. Επιπλέον δε –εκτός του ότι μπορούμε να γίνουμε στείροι ονειροπόλοι– οι σκέψεις μας, αφού βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση με τα έργα μας, θα δημιουργήσουν αναμφισβήτητα ταραχή στο μυαλό μας και αναποφασιστικότητα στην συμπεριφορά μας. Και μετά, η ταραχή αυτή και η αναποφασιστικότητα θα γίνουν καταπιεστικές και επιβλαβείς και για εμάς και για τους τριγύρω μας.

Όταν δεν διαβάζει κανείς με την καθορισμένη τάξη την Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρες, εύκολα μπορεί να λοξοδρομήσει από την οδό της σωτηρίας και να χαθεί σε αδιαπέραστες λόχμες ή σε κάποιο γκρεμό.


Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ (Περσίας) (17 Ἀπριλίου)


Τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἀνέτειλε στή χώρα, ἡ ὁποία ἐκτείνεται μεταξύ τῶν ποταμῶν Τίγρη καί Εὐφράτη, δηλαδή τήν Μεσοποταμία ἤ Περσία ἀπό τόν πρῶτο ἤδη αἰῶνα. Διότι καθώς ἡ παράδοση ἀναφέρει, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Βαρθολομαῖος, Θαδδαῖος καί Θωμᾶς ἔφθασαν καί στήν Περσία, ὅπου κήρυξαν τό Εὐαγγέλιο στό λαό, πού λάτρευε τόν ἥλιο καί τήν φωτιά. Ἐξ’ ἄλλου γνωρίζομε ὅτι: «...οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν» (Πράξη 2,9) παρευρέθηκαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στά Ἱεροσόλυμα. Τότε, μερικοί ἀπό αὐτούς πίστευσαν στόν Χριστό καί ὅταν ἐπέστρεψαν στήν πατρίδα τους, μετέφεραν ἐκεῖ τά σπέρματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Ἔπειτα οἱ σπόροι τοῦ Εὐαγγελίου βλάστησαν καί στήν πορεία τῶν χρόνων ἀπέδωσαν πλούσιους καρπούς. Ὁ ἀριθμός τῶν χριστιανῶν εἶχε αὐξηθεῖ σημαντικά, μέ ἀποτέλεσμα στό τέλος τοῦ γ΄ αἰώνα νά ὑπάρχουν στήν Περσία πολυάριθμες χριστιανικές ἐκκλησίες ἄρτια ὀργανωμένες, ἀπό τίς ὁποῖες πολλοί ἐπίσκοποι παραστάθηκαν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας.

«Μέγας Μητροπολίτης καί κεφαλή ὅλων τῶν ἐπισκόπων» ἦταν ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας-Κτησιφῶντος. Οἱ δύο αὐτές πόλεις ἤ καλύτερα ἡ διπλή αὐτή πόλη ἦταν πόλη ἑλληνική, σπουδαῖο χριστιανικό κέντρο καθώς καί ἡ πρωτεύουσα τῆς Περσίας. Ἦταν δέ κτισμένη στίς δύο ὄχθες τοῦ Τίγρη ποταμοῦ. Ὁ ἅγιος μητροπολίτης Συμεών γεννήθηκε στά Σοῦσα τῆς Περσίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Μάλιστα ὁ πατέρας του ἦταν πορφυροβάφος καί προμηθευτής τῶν βασιλικῶν ἐνδυμάτων τῶν Περσῶν βασιλέων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἅγιος Συμεών ὀνομάσθηκε ἀπό τούς Σύρους συγγραφεῖς Bar-Sabôe(Βαρ-Σαβοέ), πού σημαίνει γυιός βυρσοδέψου. 
 

Δέν γνωρίζομε πότε ἀκριβῶς χειροτονήθηκε ἀρχιερέας. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι παρευρέθηκε στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδοτό 325 μ.Χ. ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ προκατόχου του Παπᾶ. Ἐνῶ ἄλλοι λέγουν, ὅτι τότε ἀκριβῶς ἔλαβε τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί ὅτι ὁ ἴδιος ἔστηλε στή Σύνοδο ἐκείνη ἕνα ἀπό τούς κληρικούς του ὡς ἀντιπρόσωπό του. Πάντως τό βέβαιο εἶναι, ὅτι ἦταν ἕνας φλογερός καί δραστήριος ἀρχιερέας, ἀφοσιωμένος στήν ἐκκλησία καί στό ποίμνιο, τό ὁποῖο ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε: Τό κῦρος του δέ ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε ἀκόμη καί ὁ βασιλιάς τῆς Περσίας, ὁ Σαπώρ ὁ Β΄ (310-379 μ.Χ.) ὁ διαβόητος γιά τόν θρησκευτικό φανατισμό του, τοῦ ἔδειχνε σεβασμό καί ἐκτίμηση.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, τήν ὁποία ὁ ἅγιος μητροπολίτης διακονοῦσε ἄοκνα, διέλαμπε σ’ἕνα βασίλειο, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ζωροαστρική θρησκεία. Ἑπόμενο λοιπόν, ἦταν ὁ χριστιανισμός νά θεωρεῖται “ξένη θρησκεία”, οἱ δέ χριστιανοί, ἐξ’αἰτίας μάλιστα τῶν συνεχῶν πολέμων, μεταξύ τῶν Περσῶν καί τῶν Βυζαντινῶν, νά θεωρῶνται πολιτικῶς ὕποπτοι, ἐπειδή εἶχαν τήν ἴδια θρησκεία μέ τούς Βυζαντινούς.

Γι’αὐτό ἄλλωστε καί ἡ άνθηρή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας ξεσήκωσε τούς φόβους τῶν μάγων, δηλαδή τοῦ περσικοῦ ἱερατείου, καθώς καί τήν ζηλοτυπία τῶν Ἰουδαίων καί Μανιχαίων. Ὅλοι αὐτοί, ἑνωμένοι μ’ ἕνα ἀδιάλλακτο μῖσος κατά τῶν Χριστιανῶν ἐξερέθισαν τόν Σαπώρ Β΄, νά λάβει μέτρα γιά τήν ἐκθεμελίωση τῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐξόντωση τῶν Χριστιανῶν.

Πράγματι. Ὁ Σαπώρ Β΄ ἐξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑποχρέωνε τούς χριστιανούς νά εἰσφέρουν ἕνα ὑπέρογκο κεφαλικό φόρο, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι, ἐφ’ὅσον θά ἀδυνατοῦσαν νά τόν πληρώσουν, θά ἐπέστρεφαν στήν πάτρια θρησκεία. Ἀνάγκαζε, μάλιστα, τόν ἴδιο τόν ἀρχιεπίσκοπο νά εἰσπράξει, μέ κάθε τρόπο, ἀπό τούς χριστιανούς τό ἀπαιτούμενο χρηματικό ποσό.

Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, ὁ ἅγιος, ὡς ἄξιος πνευματικός ἀρχηγός, διαμαρτυρήθηκε καί σέ ἐπιστολή του πρός τόν Σαπώρ Β΄ δήλωσε ἀρχικά τήν ἀκράδαντη πίστη ὅλου τοῦ ποιμνίου του στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Κατόπιν ἀρνήθηκε ἀποφασιστηκά νά ὑποταχθεῖ στίς βασιλικές ἐντολές καί νά πληρώσει τόν βαρύτατο ἐκεῖνο φόρο, τόν ὁποῖο ἐπιφορτίζονται μόνο οἱ σκλάβοι καί ὄχι οἱ ἐλεύθεροι Πέρσες πολίτες.

Ἡ ἐπιστολή, παρότι προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στό δουλικό φρόνημα τῶν Περσῶν, ἀπετέλεσε τό ἔναυσμα γιά ἐξαπόλυση διωγμοῦ (339-379 μ.Χ.). Διότι ὁ Σαπώρ Β΄ ὑποπτεύθηκε ἀπό τά γραφόμενα, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἐπεδίωκε νά ξεσηκώσει τούς χριστιανούς σέ ἐπανάσταση. Γι’αὐτό ἀπείλησε μέ βαρύτερες ποινές.

Ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης, χωρίς νά κλονισθεῖ ἀπό τίς ἀπειλές, ἀπάντησε πάλι θαρραλέα: «Εἶμαι ἕτοιμος εἰς ὅλα καί τήν ζωήν μου ἀκόμη νά θυσιάσω ὑπέρ τοῦ ποιμνίου μου. Δέν δύναμαι ὅμως νά ἀρνηθῶ τήν πίστην μου καί νά προδώσω τόν λαόν μου, προκειμένου νά ἐξασφαλίσω τήν ζωή καί τήν ἀνάπαυση». Ἀμέσως ξάσπασε ἡ μανία τοῦ Σαπώρ Β΄ κατά τῶν χριστιανῶν καί κυρίως κατά τῶν κληρικῶν. Χιλιάδες κληρικοί καί λαϊκοί χριστιανοί πότισαν τότε μέ τό αἷμα τους τήν γῆ τῆς Περσίας, ἐνῶ ἀμέτρητοι ναοί κατεδαφίσθηκαν καί τά τιμαλφῆ τῶν ἐκκλησιῶν δημεύθηκαν. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Συμεών συνελήφθη μέ τήν κατηγορία ὅτι ἦταν φίλος μέ τούς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου (Μέγα Κωνσταντίνο ἤ Κωνστάντιο Β΄) καί ὅτι ὡς προδότης μετέδιδε σέ αὐτούς πληροφορίες, πού ἀφοροῦσαν τά συμφέροντα τῆς Περσίας.

Ὁ ἅγιος ἀρχιερέας μέ δύο ἱερεῖς του, τόν Αὐδελλᾶ καί Ἀννίνα ὁδηγήθηκαν, δεμένοι μέ ἁλυσίδες στήν Κάρκα, ὅπου βρισκόταν ὁ βασιλιάς. Καθώς ὅμως περνοῦσαν ἀπό τά Σοῦσα, ὁ ἅγιος ἀντίκρυσε μία ἐκκλησία, πού εἶχε μετατραπεῖ σέ συναγωγή. Συγκλονίστηκε καί παρακάλεσε τούς φύλακές του νά ἀλλάξουν πορεία, γιά νά ἀποφύγει τήν θλιβερή ἐκείνη εἰκόνα.

Ὅταν παρουσιάσθηκε στόν βασιλιά, ἀρνήθηκε νά τόν προσκυνήσει, σύμφωνα μέ τήν συνήθεια ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στήν Περσία. Ὁ Σαπώρ Β΄ ἐξαγριώθηκε καί ἀπαίτησε ἀπό τόν ἅγιο νά προσκυνήσει τόν ἥλιο μά καί τόν βασιλιά του, ἄν φυσικά ἐπιθυμοῦσε νά σώσει τήν δική του ζωή καθώς καί ὅλου τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλ’ὁ ἐκλεκτός δοῦλος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀποκρίθηκε, ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά ἀπονείνει στόν ἐπίγειο βασιλιά τήν τιμή, πού ἁρμόζει στόν Ἐπουράνιο Βασιλιά καί τόν μόνον ἀληθινό Θεό. Ἡ σθεναρή αὐτή στάση τοῦ ἁγίου εἶχε ὡς συνέπεια τήν φυλάκισή του.

Στήν πύλη τῶν ἀνακτόρων ὁ ἅγιος Συμεών συνάντησε ἕνα παλαιό γνώριμό του, τόν γέροντα Γοθαζάτ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ παιδαγωγός τοῦ Σαπώρ Β΄ καί ὁ πρῶτος τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνος ὅταν ἀντίκρυσε τόν ἅγιο, νά ὁδηγεῖται ἁλυσοδεμένος στή φυλακή, γονάτισε καί ζήτησε τήν εὐλογία του. Ἀλλά ὁ ἅγιος ἀπέστρεψε τό πρόσωπό του, θέλοντας νά τόν προτρέψει σέ μετάνοια. Διότι, ἐνῶ πίστευε στόν Σωτήρα Χριστό, τόν ἀπαρνήθηκε πρόσφατα καί προσκύνησε τόν ἥλιο, ἀπό τόν φόβο τῶν βασάνων. Ὡστόσο, ὁ σιωπηλός αὐτός ἔλεγχος εἶχε τόση ἀπήχηση στήν ψυχή του, ὥστε ἀμέσως ἔνοιωσε δριμύ τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καί ἔκλαψε πικρά.

Κατόπιν ὁμολόγησε θαρραλέα τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἔλαβε μέ ἱερή ἀγαλλίασι τό μαρτυρικό διά ξίφους θάνατο, τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 341 μ.Χ. Καθώς ὁ Γοθαζάτ βάδιζε πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης του, ζήτησε ἀπό τόν βασιλιά, ὡς ἀμοιβή γιά τίς ἐκδουλεύσεις τίς ὁποῖες τοῦ πρόσφερε, μία χάρη. Οἱ κήρυκες νά διασαλπίσουν σέ ὅλη τή χώρα, ὅτι ὁ Γοθαζάτ καταδικάσθηκε ὄχι ἐπειδή ἦταν προδότης ἀλλά ἦταν χριστιανός. Ὁ Σαπώρ Β΄ ὑποσχέθηκε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ θάνατος του θά ἔδινε σέ πολλούς ἕνα ἀποτρόπαιο παράδειγμα.

Ὅταν ὁ ἅγιος Συμεών πληροφορήθηκε στη φυλακή τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ πρώην ἀποστάτη, ἀνέπεμψε ὕμνους εὐχαριστίας στόν Θεό. Ὅλη δέ ἐκείνη τήν νύκτα ἱκέτευε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά προσφέρει τήν ζωή του τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἡ ὁποία ἦταν ἡμέρα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Καί ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε.

Τό πρωί ὁδήγησαν καί πάλι τόν ἅγιο μπροστά στόν βασιλιά, γιά νά λάμψει ἄλλη μία φορά ἡ θερμή καί ἀσάλευτη πίστη του. Ἔκπληκτος τότε ὁ Σαπώρ Β΄ παρατήρησε τήν μορφή τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα νά ἀστράπτει ὥστε διαβεβαίωσε τούς συμβούλους του ὅτι: «ποτέ δέν εἶδα τόσο μεγαλεῖο καί τόση ἀξιοπρέπεια σέ πρόσωπο ἀνθρώπου».

Παρ’ὅλο ὅμως τόν θαυμασμό κατεδίκασε σέ θάνατο τόν ἅγιο καθώς και ἄλλους 1150 κρατουμένους στή φυλακή, ματεξύ τῶν ὁποίων ἄλλοι ἦταν ἐπίσκοποι καί ἄλλοι πρεσβύτεροι. Ἐπιπλέον διέταξε, ὅλοι νά ἀποκεφαλισθοῦν μπροστά στά μάτια τοῦ ἁγίου, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ γηραιός ἐπίσκοπος θά ὑπέκυπτε βλέποντας τήν σφαγή τόσων ἀνθρώπων. Ἀπατήθηκε ὅμως.

Ὁ σεπτός ἱεράρχης παρέμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη. Μάλιστα, στεκόταν δίπλα στούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ καί τούς ἐνδυνάμωνε καί τούς παρότρυνε μέ λόγους ἀπό τήν ἁγία Γραφή σχετικά μέ τόν θάνατο, τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια μακαριότητα, ὥστε νά δεχθοῦν εὐχαρίστως τόν θάνατο. Πράγματι, ὅλοι ὁμολόγησαν μέ δυνατή φωνή τόν ἀληθινό Θεό καί ἀντιμετώπισαν τό μαρτύριο μέ ἀταλλάντευτο θάρρος καί ἡρωϊσμό.

Ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεών, ἀφοῦ ἐξετέλεσε πιστά τά ποιμαντικά του καθήκοντα μέχρι τήν ὕστατη στιγμή, δέχθηκε μέ ψυχική εὐφροσύνη τό ξίφος στήν τιμία του κεφαλή. Ἦταν Μεγάλη Παρασκευή τοῦ ἔτους 341 μ.Χ. Μαζί του τελείωσαν τόν ἀγῶνα καί οἱ γηραλέοι πρεσβύτεροι Αὐδελλᾶς καί Ἀννίνας. Ὡστόσο, ὁ Ἀννίνας, καθώς ἑτοιμαζόταν γιά τήν σφαγή, κυριεύθηκε ἀπό τόσο φόβο, ὥστε ἔτρεμε ὁλόκληρο τό σῶμα του. Τότε ὁ Φουσίκ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπιστάτης ὅλων τῶν ὑπηρετῶν, τόν ἐνθάρρυνε λέγοντας: ‘Κλεῖσε, Ἀννίνα, μία στιγμή τούς ὀφθαλμούς σου καί θά τούς ἀνοίξης ἐντός ὀλίγου εἰς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ’. Ἀμέσως ὅμως συνελήφθη, ὁμολόγησε τόν Χριστό, βασανίσθηκε σκληρά καί ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου το στεφάνι. Ἡ μνήμη τους τελεῖται στίς 17 Ἀπριλίου.


--------------------------------------------------------------


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

(γιά τόν βίο τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Σελευκείας)
- Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία: Α. Μαρτίνου
Τόμος 11ος, Ἀθῆναι 1967, λῆμμα ‘Σελεύκεια-Κτησιφών’ στ.25-26
Τόμος 10ος, Ἀθῆναι 1960, λῆμμα ‘Σαπώρ Β΄’ στ.1154
- Λεξικόν Ἱστορίας καί Γεωγραφίας: Σ.Ι. Βουτυρᾶ
                Τόμος 7ος, ἐν Κωνσταντινούπολη 1889, λῆμμα ‘Σελεύκεια’ σελ.389
Τόμος 7ος, ἐν Κωνσταντινούπολη 1889, λῆμμα ‘Συμεών ὁ Κτησιφῶντος καί         Σελευκείας’ σελ.1000
- Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας
                Ἐν Ἀλεξανδρεία 1951, σελ. 22-23, 96-97
- Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
                Ἔκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1959, σελ. 271
- Κωνσταντίνου Κοντογόνου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Τόμος 1ος ,
                Ἀθῆναι 1866, σελ. 396-399
- π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α: Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας - Ἀπρίλιος, Καθολική Ἔκδοσις 1940, σελ. 131-136
- ΜΕΘΗ ΧΡΙΣΤΟΥ: Μάρτυρες στήν Περσία τοῦ Σαβωρίου
                Ἐκδόσεις ‘Τό περιβόλι τῆς Παναγίας’, Α΄ Ἔκδοση 1989
- Βίκτωρος Ματθαίου: Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου
                Ἐκκλησίας, Τόμος Δ΄, Ἔκδοσις Γ΄, Ἀθῆναι 1968, σελ. 282-284



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.


Ὡς ὑποφήτης τῶν ἐνθέων δογμάτων, Μαρτυρικὸν συνασπισμὸν ἐπαλείφεις, λόγοις ὁμοὺ καὶ πράξεσι πρὸς ἄθλους ἱερούς, μεθ' ὧν καὶ συνήθλησας, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Χριστῷ ἀνέδραμες, σὺν αὐτοὶς ἀνακράζων. Ἰδοὺ ἠμεῖς ὡς πρόβατα σφαγῆς, τὴ σῆ ἀγάπη, Σωτὴρ ἐλογίσθημεν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Α’.



Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τά κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ τόν ἀσώματον ἐχθρόν, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως, καὶ νῦν πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.



Ἐκ Περσίδος ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Συμεών μακάριε, δῆμον Ἁγίων Ἀθλητῶν, ἔχων ἡμῖν συνανίσχοντας, ὥσπερ ἀστέρας· μεθ᾽ὧν εὐφημοῦμέν σε. 






Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ KΖ'




Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι.



Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ Θεό, μίλησε ἔτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ γκρέμισμα».

Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου ἀγαθότητα».

Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει, γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ, Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».

Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια, ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς προφάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα (65) καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο, ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.

Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.

Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.

Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία σου (66) καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά, προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθῃ σὲ συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῇ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο. Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς, γαληνέψῃς τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ ὁρίσῃ.

----------------------------------------------------------------------

65. Τὸ κς´ καὶ κζ´ κεφάλαιο τοῦ β´ μέρους αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, μᾶς διδάσκει καθαρώτερα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ποὺ λέει τὸ παρὸν κεφάλαιο, δὲν ἐννοοῦνται πὼς εἶναι θανάσιμα, ἀλλὰ μὴ θανάσιμα καὶ συγγνωστά, καὶ αὐτοὶ ποὺ σὲ αὐτὰ ἁμαρτάνουν δὲν ἐννοοῦνται ὅτι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε ἁπλὰ καὶ ἀδιάφορα καὶ κάνουνε θανάσιμα πταίσματα κάθε λίγο· (γιατὶ αὐτοὶ πρέπει καὶ νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς νὰ κλαῖνε καὶ μεγάλη σκέψι νὰ ἔχουν στὸ νὰ ἐξετάζουν πάντα τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται· καὶ λύπη ἀνάλογη νὰ ἔχουν πάντα, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη νὰ πέφτουν σὲ ἀπελπισία)· ἄλλα αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε πνευματικὴ ζωή, οἱ ἀγωνιζόμενοι στὴ ἀρετή. Γιατὶ αὐτοὶ αὐτὰ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα κάνοντας (ποιά δὲ εἶναι αὐτά, βλέπε στὴν ἀρχὴ τοῦ κς´ κεφαλαίου) ἢ καὶ βαρύτερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μεγαλύτερα (στὰ ὁποῖα κάποτε πέφτουν καὶ αὐτοί, κατὰ παραχώρησι Θεοῦ), κάνουν κατὰ τὴν διάταξι τοῦ παρόντος κεφαλαίου· πλὴν ἡ διάταξις αὐτή, ὡφελεῖ ἁπλὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ κάνει τὸ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα.

66. Σὲ αὐτὸ ἁρμόζει ἡ ἱστορία ποὺ ἀναγινώσκομε στὸ Γεροντικό· φαίνεται ἐκεῖ ὅτι ἕνας μοναχὸς ἀπὸ συναρπαγὴ ἔπεσε σὲ πορνεία. Καὶ ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπογνώσεως ἀπὸ μέσα τὸν ἐνωχλοῦσαν, ὅτι ἔχασε τὴν ψυχή του καὶ πλέον σωτηρία δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ὡς φρόνιμος καὶ ἔμπειρος στὸν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ ἀόρατο πόλεμο, ἔλεγε στοὺς λογισμούς του· «οὐχ ἥμαρτον, οὐχ ἥμαρτον»· ἕως ὅτου μπῆκε στὸ κελλί του καὶ κλείσθηκε καὶ ἀφοῦ εἰρήνευσε τὴν καρδιά του, τότε ἔδειξε τὴν πρέπουσα μετάνοια διὰ τὴν ἁμαρτία του· ὁπότε καὶ ἀποκαλύφθηκε σὲ ἕνα ἄλλο διορατικὸ Γέροντα, ὅτι ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος, ἔπεσε, ναί, ἀλλὰ σηκώθηκε καὶ νίκησε.

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ KΣΤ'




Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι τὶς ταραχὲς καὶ ἐνοχλήσεις, ἂν θέλῃ νὰ πολεμήσῃ καλά τους ἐχθρούς του.


Ὅπως ἔχει ὑποχρέωσι ἀναπόφευκτη κάθε χριστιανός, ὅταν χάση τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του νὰ κάνῃ τὸ ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὴν ξαναποκτήσῃ, ἔτσι πάλι πρέπει νὰ γνωρίζῃ, ὅτι κανένα γεγονὸς ποὺ συμβαίνει στὸν κόσμο, ποὺ θὰ τοῦ συνέβαινε, δὲν εἶναι σωστὸ καὶ φρόνιμο νὰ τοῦ στερῇ ἢ νὰ τοῦ κλονίζῃ τὴν παρόμοια εἰρήνη. Πρέπει ναί, νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ μὲ ἕναν πόνο εἰρηνικό, κατὰ τὸν τρόπο, ποὺ προηγουμένως ἔδειξα σὲ πολλὰ σημεῖα· καὶ ἔτσι, χωρὶς ἐνόχλησι τῆς καρδιᾶς, νὰ συμπονᾶμε μὲ εὐλαβῆ διάθεσι ἀγάπης κάθε ἄλλο ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ κλαῖμε ἐσωτερικὰ τὸ λιγότερο· δηλαδή, ἂς πενθοῦμε γιὰ τὰ σφάλματά του. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ συμβαίνουν, τὰ βαρειὰ καὶ βασανιστικά, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ὅπως ἀσθένειες, πληγές, θάνατοι τῶν συγγενῶν μας, ἐπιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιὲς καὶ ἄλλα παρόμοια κακά, ἂν καὶ οἱ κοσμικοὶ τὰ ἀποστρέφωνται τὶς περισσότερες φορές, ὡς ἐνοχλήσεις τῆς φύσεως, παρόλα αὐτά, μποροῦμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νὰ τὰ ὑποφέρουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ θέλουμε καὶ νὰ τὰ ἀγαπᾶμε, σὰν δίκαιη τιμωρία στοὺς παράνομους καὶ σὰν ἀφορμὲς τῶν ἀρετῶν στοὺς καλούς· ἐπειδὴ σὲ αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἀποβλέπουμε, καὶ αὐτὸ ἀρέσει ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸν τὸν Κύριό μας καὶ Θεό, ποὺ ἂς τὰ στέλνει· τοῦ ὁποίου τὸ θέλημα ἀκολουθώντας ἐμεῖς, θὰ περάσουμε μὲ καρδιὰ ἥσυχη καὶ ἀναπαυμένη ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς τωρινῆς ζωῆς. Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι κάθε παρενόχλησις καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, δὲν ἀρέσει στὰ θεϊκὰ μάτια· γιατὶ ὅποια καὶ νἆναι αὐτή, πάντα εἶναι συντροφιασμένη ἀπὸ ἀτέλεια καὶ πάντα προέρχεται ἀπὸ κάποια κακιὰ ρίζα τῆς φιλαυτίας.

Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ἄγρυπνη μία σκοπιὰ παρατηρήσεως, ἡ ὁποία ἀμέσως μόλις δεῖ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ σὲ ταράξη, ἂς σοῦ κάνῃ νόημα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς γιὰ τί πρόκειται καὶ νὰ πιάνεις τὰ ὅπλα στὸ νὰ διοικῆσαι σκεπτόμενος, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ ἄλλα παρόμοια πολλά, ἂν καὶ φαίνονται ἐξωτερικὰ κατὰ τὴν αἴσθησι κακά, δηλαδὴ βλαβερά, ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινὰ κακά, οὔτε μποροῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὰ πραγματικὰ καλὰ καὶ ὅτι ὅλα τὰ διατάζει καὶ τὰ παραχωρεῖ ὁ Θεός, γιὰ τοὺς σωστοὺς σκοποὺς ποὺ εἴπαμε πρὶν καὶ μᾶς συμφέρουν καὶ γιὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι γνωστὰ σὲ μᾶς, ἀλλὰ πολὺ δίκαια καὶ πολὺ ἅγια χωρὶς ἀμφιβολία. Καί, ἂν σὲ κάθε θλιβερὸ καὶ ἀντίθετο γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, παραμένῃ ἡ καρδιά σου ἔτσι ἀναπαυμένη καὶ εἰρηνική, μπορεῖ νὰ ἔχῃς πολὺ κέρδος· ἂν ὅμως ταράζεται, γνώριζε ὅτι κάθε ἄσκησι ποὺ κάνεις, σοῦ ἀποδίδει ἢ καμία ἢ πολὺ μικρὴ ὠφέλεια.

Ἐπιπλέον λέω καὶ αὐτό, ὅτι ὅταν ἡ καρδιὰ ἐνοχλῆται καὶ ταράσσεται, εἶναι πάντα κάτω ἀπὸ τὰ διάφορα χτυπήματα καὶ τοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅταν εἴμαστε ταραγμένοι δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε καλὰ καὶ νὰ διακρίνουμε τὸν ἴσιο δρόμο καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς ἀρετῆς· ὁ ἐχθρός μας λοιπὸν διάβολος ποὺ μισεῖ πολὺ αὐτὴν τὴν εἰρήνη (ἐπειδὴ εἶναι μέρος, ποὺ κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ μεγάλα πράγματα), πολλὲς φορὲς ἔρχεται σὰν φίλος καὶ δοκιμάζει νὰ μᾶς τὴν πάρη, χρησιμοποιώντας διάφορες ἐπιθυμίες (63), οἱ ὁποῖες μας φαίνονται πὼς εἶναι καλές· ἀλλὰ πόσο αὐτὲς εἶναι ἀπατηλὲς καὶ ψεύτικες, μπορεῖς μεταξὺ τῶν ἄλλων στοιχείων νὰ τὸ γνωρίσῃς κι ἀπὸ αὐτό· δηλαδή, ἐπειδὴ μᾶς κλέβουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.

Γι᾿ αὐτό, ἂν θέλῃς νὰ ἐμποδίσῃς τὴν τόση μεγάλη ζημιά, ὅταν ὁ παρατηρητής, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ, σὲ προειδοποιήσῃ ὅτι κάποια νέα ἐπιθυμία κάποιου καλοῦ ζητεῖ νὰ μπῆ μέσα σου, μὴν τῆς ἀνοίξης τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς, ἂν δὲν ἐλευθερωθῇς πρῶτα ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ τὴν παρουσιάσης στὸ Θεὸ καὶ ὁμολογώντας τὴν τυφλότητα καὶ ἀγνωσία σου, νὰ τὸν παρακαλέσῃς θερμὰ νὰ σὲ φωτίσῃ μὲ τὸ δικό του φῶς, γιὰ νὰ δῇς, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία προέρχεται ἀπὸ ἀντίδικο ἐχθρό· καὶ γι᾿ αὐτό, τρέξε στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἄφησέ το, ὅσο μπορεῖς, στὴν κρίσι ἐκείνου. Ὅμως, ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει ἐσύ, πρὶν νὰ τὴν ἐπιχειρήσῃς, νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ θανατώσῃς τὴν μεγάλη σου προθυμία καὶ θερμότητα, ποὺ ἔχεις γι᾿ αὐτή· διότι τὸ ἔργο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου προηγεῖται αὐτὴ ἡ δική σου ταπείνωσις, ἀρέσει πολὺ περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ νὰ γίνῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς φύσεως - μάλιστα καμιὰ φορὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ περισσότερο ἐκείνη ἡ δική σου ταπείνωσις, παρὰ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀφοῦ ἀποβάλλεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν εἶναι καλὲς καὶ μὴ κάνονας τὶς καλές, ἂν δὲν καθησυχάσης πρῶτα τὶς φυσικές σου κινήσεις, θὰ κρατήσῃς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀκρόπολι τῆς καρδιᾶς σου.

Γιὰ νὰ διαφυλάξης ἀκόμη τὴν καρδιά σου εἰρηνικὴ σὲ κάθε πρᾶγμα, πρέπει νὰ τὴν ἐλέγχῃς καὶ νὰ τὴν φυλᾷς ἀπὸ κάποιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐσωτερικοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς σου, οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς εἶναι τοῦ διαβόλου, μολονότι φαίνονται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ σὲ κατηγοροῦν γιὰ κάποιο λάθος· τοὺς παρόμοιους ἐλέγχους, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃς ἀπὸ ποῦ προέρχονται. Γιατὶ, ἂν σὲ ταπεινώνουν καὶ σὲ κάνουν ἐπιμελῆ στὸ νὰ ἐργάζεσαι καὶ δὲν σοῦ ἀφαιροῦν τὴν ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὸν Θεό, πρέπει νὰ τοὺς δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῇς· ἂν ὅμως σὲ συγχύζουν καὶ σὲ κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, ἀμελῆ καὶ ὀκνηρὸ στὸ καλό, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό· καὶ μὴ τοὺς δίνης σημασία, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν δρόμο σου καὶ τὴν ἐξάσκησί σου. Γιατὶ, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, πλέον ἀπὸ κοινοῦ, γεννιῶνται στὴ καρδιά μας οἱ παρενοχλήσεις καὶ οἱ συγχύσεις, ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ ἐσύ, γιὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χτυπήματα τῆς συγχύσεως, μπορεῖς νὰ κάνῃς δυὸ πράγματα· τὸ ἕνα εἶναι νὰ σκεφθῇς σὲ ποιὸ εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνα τὰ περιστατικά· στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή; ἢ στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας; Γιατὶ, ἂν εἶναι ἀντίθετα στὶς ἐπιθυμίες σου καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου (ὁ ὁποῖος εἶναι γενικὰ ὁ πρῶτος ἐχθρός σου), δὲν πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζῃς ἀντίθετα, ἀλλὰ νὰ τὰ ἔχῃς γιὰ εὐεργεσίες καὶ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁπότε καὶ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ εὐχαριστία νὰ τὰ ἀποδέχεσαι· ἐὰν ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν πρέπει οὔτε γι᾿ αὐτὸ νὰ χάνῃς τὴν εἰρήνη τῆς καρδίας σου, ὅπως θὰ μάθῃς στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο· τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ὑψώσῃς τὸν νοῦ σου στὸ Θεό, καὶ μὲ μάτια κλειστὰ (χωρὶς νὰ θέλῃς νὰ γνωρίζῃς κάτι ἄλλο), νὰ δέχεσαι κάθε περιστατικὸ ἀπὸ τὸ σπλαγχνικὸ χέρι τῆς θείας πρόνοιάς του, σὰν πρᾶγμα γεμάτο ἀπὸ διάφορα ἀγαθά (64).


-----------------------------------------------------------------------------


63. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὄχημα καὶ ἁμάξι τοῦ διαβόλου ὀνομάζει τὴν σύγχυσι, πάνω στὸ ὁποῖο καθήμενος εἰσέρχεται στὴ ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν καταποντίζει (Λόγος λγ´). καὶ ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Καμμία κακία δὲν εἶναι τόσο εὔκολη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἡ σύγχυσις (Φιλοκαλία).
64. Γι᾿ αὐτό, ἄξιο μνήμης εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγῃ πάντα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ κάθε περίστασι ποὺ τοῦ συνέβαινε, καλὴ καὶ κακή, δυστυχῆ καὶ εὐτυχῆ· εἶναι δὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν· οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (ἐκ τῶν πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα ἐπιστολῶν ια´)· τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος μιμούμενος, αὐτὸ τὸ ἴδιο συνήθιζε καὶ ἔλεγε, ὅπως βλέπουμε στὸ βίο του.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Ὁμιλία εἰς τόν Ἀπόστολο Θωμά (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




«Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»

Έρχομαι επειγόντως να καταβάλω την οφειλή μου. Διότι, αν και είμαι πτωχός, βιάζομαι να αποσπάσω οπωσδήποτε την ευγνωμοσύνη σας. Είχα δώσει υπόσχεση να φανερώσω την απιστία του Θωμά, και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω.

Η πρόθεσίς μου είναι να εξοφλώ πρώτα τις παλαιότερες οφειλές, για να μη με πιέζουν οι τόκοι που συγκεντρώνονται. Συνεργασθείτε μαζί μου στην καταβολή του χρέους, και ικετεύσετε τον Θωμά να ευλογήση τα χείλη μου με την αγία δεξιά του, με την οποίαν ήγγισε την πλευρά του Δεσπότου, ώστε να νευρώση την γλώσσα μου, για να σας εξηγήσω αυτά που ποθείτε. Και εγώ, ενθαρρυνόμενος με τις πρεσβείες του Αποστόλου και μάρτυρος Θωμά, διακηρύττω την αρχικήν αμφιβολία και την τελικήν ομολογία του, η οποία έγινε κρηπίς και Θεμέλιο της Εκκλησίας μας.

Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθηταί του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργασθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκήρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν. Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια΄ και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσότερο στην πίστη.

Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια». Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγονότα. Είδαμε αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την ανάσταση, επροσκυνήσαμε τον αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη. 

Αντικρίσαμε τα χέρια του που εδέχθησαν τις αιχμές των καρφιών, τα χέρια που κατηγορούν την λύσσα των θεομάχων θηρίων. Αντικρίσαμε τα χέρια που μας ύφαναν την αφθαρσία, αντικρίσαμε και την πλευράν που φανερώνει λαμπρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Αυτήν την πλευρά την οποίαν υμνούν οι άγγελοι και ευλαβούνται οι πιστοί και φρίττουν οι δαίμονες. Υποδεχθήκαμε και εμφύσημα θείον από το θείον στόμα του, εμφύσημα πνευματικόν, εμφύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη.

Εχειροτονηθήκαμε από τον Κύριο, κύριοι της αφέσεως των πλημμελημάτων. Αποκτήσαμε και το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε αυτήν την εντολή: «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια είχαμε την βαθειά χαρά να ακούσωμε από τον Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Διότι δεν ήταν δυνατόν να μην πλουτήσωμε, αφού ευρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Αλλά μόνο συ έμεινες πτωχός, αφού απουσίαζες.

Και τι τους είπεν ο Θωμάς; Είδατε τον Κύριο; Καλώς. Αυτόν λοιπόν που είδατε, να τον σέβεσθε περισσότερο. Αυτόν που παρατηρήσατε, μην παύσετε να τον κηρύττετε. Εγώ όμως «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Και σεις δεν θα είχατε πιστεύσει εάν πρώτα δεν εβλέπατε. Έτσι κι εγώ, εάν δεν ίδω, δεν θα πιστεύσω.

Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, διατήρησε τον ζήλο σου, ώστε βλέποντας εσύ να βεβαιωθή η ψυχή μου. Ζήτησε με επιμονή αυτόν που είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε». Μην παύσης να ερευνάς ειλικρινώς, εάν δεν εύρης τον θησαυρό που ζητείς. Μην παύσης να κρούης την θύρα της αναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι να σου την ανοίξη αυτός που είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν». Αγαπώ τον διχασμό των λογισμών σου, επειδή αναιρεί κάθε διχασμό. 

Αγαπώ την φιλομάθειά σου επειδή καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι να σε ακούω πολλές φορές να λέγης: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Διότι με το να απιστής εσύ, εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Σκάπτοντας εσύ με την δικέλλα της γλώσσης το θείον σώμα, εγώ ακόπως θερίζω τον καρπό και τον συλλέγω για μένα.

Εάν δεν ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια τις πληγές τις οποίες άνοιξαν οι ασεβείς στα άγιά του χέρια, δεν πρόκειται να συγκατατεθώ στους λόγους σας. Εάν δεν βάλω το ίδιο μου το δάκτυλο στα κοιλώματα των καρφιών, δεν θα δεχθώ την καλή σας αγγελία. Εάν δεν κρατήσω με το χέρι μου το ίδιο την πλευρά του ευρισκομένου πέραν από κάθε υποψία μάρτυρος της Αναστάσεως, δεν ημπορώ να πιστεύσω στο δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ισχυρός και βέβαιος, αν δεχθή την συνηγορία από τα γεγονότα. Και κάθε λόγος που στερείται την από τα έργα μαρτυρία, εξαφανίζεται στον αέρα. Έχω να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου. 

Πώς λοιπόν θα διηγηθώ με λόγια εκείνα που δεν παρέλαβα με τους οφθαλμούς μου; Πώς θα πείσω τους απίστους να πιστεύσουν αυτά τα οποία ούτε εγώ έχω παρακολουθήσει; Να ειπώ στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι είδα τον Κύριό μου να σταυρώνεται, δεν τον είδα όμως αναστημένο, παρά μόνον ήκουσα; Και ποίος δεν θα περιπαίξη τα λόγια μου; Ποίος δεν θα περιφρονήση το κήρυγμά μου; Άλλο είναι η απαγγελία λόγων, και άλλο η εμπειρία των πραγμάτων.

Αυτούς τους αμφιβόλους λογισμούς είχεν ο Θωμάς, όταν μετά από οκτώ ημέρες επαρουσιάσθη πάλιν ο Κύριος στους συνηθροισμένους μαθητάς του. Άφησε πρώτα τον Θωμά, κατά τις ημέρες που παρεμβάλλονται, να κατηχηθή από τους συμμαθητάς του, παραχωρώντας έτσι να αναφλεγή από την δίψα της συναντήσεώς του. Και όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας, τότε, την κατάλληλη στιγμή, ο ποθούμενος απεκαλύφθη σ’ αυτόν που τον ποθούσε. 

Και το έκανε αυτό με τον ίδιον τρόπον, όπως πριν, κεκλεισμένων των θυρών, και πάλι, όπως την πρώτη φορά, τους είπε: «ειρήνη υμίν», για να ταυτισθή το γεγονός με το θαύμα, για να βεβαιώση την αναγγελία των Αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια της δευτέρας επισκέψεώς του. «Είτα λέγει τω Θωμά. Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου». Ω ύψος απεράντου φιλανθρωπίας! Ω πέλαγος αμετρήτου συγκαταβάσεως! Δεν επερίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν ανέμεινε να προσέλθη αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη αυτό που ήθελε. 

Δεν τον εστέρησε ούτε για λίγο από την εκπλήρωση της επιθυμίας, αλλά αυτός ο ίδιος ο ποθούμενος προσείλκυσε κοντά του δια της βίας τον εραστήν, ο ίδιος έσυρε με την φωνή, στην πληγή το δάκτυλο αυτού που την ποθούσε, ο ίδιος με την Δεσποτική του γλώσσα ετράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου». Ήκουσα, Θωμά, απών ως άνθρωπος, παρών όμως ως Θεός, αυτά τα οποία είπες στους αδελφούς σου. 

Ήμουν μαζί σας κατά την θεότητα, αν και αποχωρισμένος κατά την ανθρωπότητα. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια σου; Δεν είπες: «έαν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω»; Από τα χείλη σου δεν εξήλθαν τα λόγια αυτά; Αυτά τα λόγια δεν εκφράζουν τους λογισμούς σου; Γι’ αυτά λοιπόν ήλθα πάλι, για τα οποία αμφιβάλλεις. Γι’ αυτό ήλθα πάλι κοντά σας, είμαι εδώ γι’ αυτά ακριβώς που επιθυμείς.

Για σε τον ένα ήλθα και τώρα κοντά σου, εγώ που κατήλθα από τους ουρανούς για το πλανώμενο πρόβατο, χωρίς να εγκαταλείψω τους ουρανούς. Μη λοιπόν διστάσης να μάθης αυτά που ποθείς, μην εντραπής να περιεργασθής αυτά που επιζητείς. Μην αποφύγης να βάλης το δάκτυλό σου επάνω στα ίδια μου τα χέρια. Ανέχομαι και τα περίεργα δάκτυλα, όπως ανέχθηκα και τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπέμεινα την επίθεση των εχθρών. 

Όταν εσταυρώθηκα από τους εχθρούς, δεν ηγανάκτησα, και δεν θα υποφέρω την δική σου έρευνα; «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου», που ετραυματίσθησαν για σας, για να θεραπευθούν τα τραύματα των ψυχών σας. «Ίδε τας χείρας μου» και αναλογίσου αν είμαι εκείνος ο οποίος εκουσίως εσταυρώθη ή μήπως κάποιος άλλος; «Ίδε τας χείρας μου», που άφησα να διατηρήσουν τα σύμβολα της ιουδαϊκής μανίας, ώστε όταν με την συνηθισμένη αναίδειά τους οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως, μου ειπούν ότι εμείς, Κύριε, δεν σε εσταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ’ αυτούς που με επολέμησαν τα χέρια μου με τα αποτυπώματα των πληγών, και θα εντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις με αντικρύσουν. Κοίτα τα χέρια μου και μη νομίσης ότι η αλήθεια της Αναστάσεως είναι φαντασία. Κράτα τα χέρια αυτά ως ομήρους της ιδικής σας αναγεννήσεως. 

Κράτα τα χέρια αυτά ως άγκυρα που ανειλκύσθη από τον βυθό του Άδου. Μη φοβηθής κανένα βιοτικόν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμική μη σε τρομάξη, μη φοβηθής τους αντιθέτους ανέμους, μη φροντίσης καθόλου για τις καταιγίδες και τους σκοπέλους της θαλάσσης των εχθρών. Πλεύσε με θάρρος το πέλαγος του βίου, πλεύσε κρατώντας δυνατά την άγκυρα του πνεύματος, πλεύσε προσέχοντας στον ουρανό σαν σε λιμάνι, πλεύσε φοβούμενος μόνο της ιδικής μου αρνήσεως το ναυάγιο. 

Περιγέλασε τον θάνατον ως νεκρό, περίπαιξε την φθοράν ως ανίσχυρη, χαιρέτισε τον υπέρ εμού θάνατον ως αρχήν εσωτερικής ζωής και «φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου…». Άντλησε με το χέρι σου από την κρήνην αυτήν της ζωής το νάμα που ποθείς και παρηγόρησε την δίψα σου. «Φέρε την χαρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», τοποθέτησε το χέρι σου μέσα στο ιατρείο της φύσεως και απόβαλε το δηλητήριο της προαιρέσεώς σου. 

Ανέχομαι άγγιγμα χεριού που με αγαπά, εγώ που εδέχθην την πληγή της λόγχης. «Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», ώστε να ημπορής να λέγης σε όσους αντιστέκονται στην αλήθεια, ότι μετά την Ανάσταση με είδες και με εξέτασες και με εψηλάφησες με ακρίβεια. «Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου», διότι για σε την διετήρησα έτσι, εγώ ο οποίος εθεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων, προγνωρίζοντας ως Θεός ότι θα θελήσεις να την ιδής σ’ αυτήν την κατάσταση, ώστε βλέποντας συ τα ίχνη του πάθους της σαρκός μου, να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου. 

«Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου» την οποίαν εφύλαξα έτσι όπως την βλέπεις, ώστε, όταν επανέλθω από τους ουρανούς και καθίσω Κριτής ζώντων και νεκρών, να ιδούν οι Ιουδαίοι ενώπιον των οφθαλμών τους να φανερώνωνται τα έργα της κακής εργασίας τους, και να γίνουν αυτοκατάκριτοι. «Και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Είναι κακόν η απιστία. Βυθίζει τον νουν. Η πίστις τον εξυψώνει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή΄ η πίστις φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία και τα αόρατα τα βλέπει καθαρά. Ο άπιστος έχει πλήρη άγνοια. «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». 

Αποδίωξε το νέφος της απιστίας και κοίτα τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Πάρε όλα τα εφόδια για να γίνης άξιος Απόστολος της θεότητός μου. Γίνε όπως πρέπει να είναι εκείνος που συνανεστράφη μαζί μου, και είχε τις εμπειρίες που είχες εσύ. Ομοίως με τους άλλους Αποστόλους εκλήθης, ομοίως με αυτούς ετιμήθης, ομοίως με αυτούς εξοπλίσου. Τα ίδια με εκείνους είδες και συ, σου ενεπιστεύθην σαν φίλο όλο μου το μυστήριο, όπως και σ’ αυτούς. 

Ομοίως με αυτούς κήρυττε την δύναμή μου. Μην ειπής πάλι για δευτέρα φορά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Όσον είμαι μαζί σας, όπως θέλης ημπορείς να με περιεργασθής. 

Όσον έχεις κοντά σου το ουράνιον κλήμα, εξερεύνησε όλους τους κλάδους και τα σταφύλια του. Θα ανεβώ στους ουρανούς από όπου ήλθα στην γη, θα ανέλθω εκεί όπου είμαι, θα ανέλθω ως προς την ανθρωπίνη μου φύσιν εκεί από όπου συγκατέβην για χάρη σας ως προς την θεότητα. 

Θα ανέλθω με τούτο το σώμα, εγώ που χωρίς αυτό έχω εκδημήσει από εκεί, αλλά δεν έπαψα να παραμένω εκεί. Θα ανέλθω με την ιδική σας φύση προς τον πατρικόν κόλπο, εγώ που ευρίσκομαι στους κόλπους του Πατρός. Διότι εξεπλήρωσα το έργο για το οποίον έκαμα όλον αυτόν τον δρόμο.

Αφού λοιπόν ο Θωμάς ήγγισε τα δεσποτικά χέρια και την θεία πλευρά, και εκυριεύθη από δειλία και χαρά με την θέα αυτών που επεθύμησε, κινεί ευθύς την γλώσσα προς υμνωδίαν αναφωνώντας προς τον Κύριον: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός, συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ είσαι αξιοθαύμαστος και παράδοξος ιατρός της φύσεως. Δεν αποκόπτεις με νυστέρι τα παθήματα, δεν καυτηριάζεις με φωτιά τις πληγές, δεν αντλείς από τα βότανα την ισχύ των φαρμάκων, δεν επιδένεις με επιδέσμους ορατούς τα πάσχοντα τραύματα. 

Διαθέτεις αοράτους επιδέσμους ευσπλαχνίας, οι οποίοι αοράτως τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγον οξύτερον από το μαχαίρι, έχεις διδασκαλία πιο δυνατή από την φωτιά, έχεις βλέμμα πιο προσιτό από βάλσαμο. Ως δημιουργός, χωρίς δαπάνη και αντίτιμο, αγιάζεις το δημιούργημά σου. Ως πλάστης, χωρίς να κοπιάσης, μεταπλάττεις τα πλάσματά σου. 

Συ εκαθάρισες λεπρούς με το θέλημά σου, συ έκαμες χωλούς να τρέχουν, συ έδωσες στους παραλύτους να σηκώσουν τα κρεβάτια τους, συ επρόσταξες εκ γενετής τυφλούς να ξεπλύνουν το σκοτεινό τους κάλύμμα, συ εξώρισες τους δαίμονες από τα πλάσματά σου, συ συνελήφθης με την θέλησή σου από τους εχθρούς, συ έπαθες τα πάντα από τους Εβραίους εκουσίως προς χάριν μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ανεγνώρισα τον Δεσπότη μου, ανεγνώρισα τον αλιέα μου και φύλακα, τον Βασιλέα και Κύριό μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην πρόσληψη της φύσεώς μου, πιστεύω στον προσκυνητόν Σταυρόν σου, πιστεύω στα Πάθη της σαρκός σου, πιστεύω στον τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στην Ανάστασίν σου. 

Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με εδίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία εψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριον και Θεόν γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότην Χριστό, ω η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.


Ὁμιλία εἰς τῆν Νέα Κυριακή καί εἰς τὴν Κυριακή τοῦ Θωμά (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)





Θ' αντιληφθής καλύτερα την υπεροχή της Κυριακής απέναντι στις άλλες εορτάσιμες ημέρες και από το εξής. Κάθε άλλη εορτάσιμη ημέρα το έτος φέρει μόνο μια φορά, ενώ την Κυριακή μας την επαναφέρει και ο κάθε μήνας μόνος του τέσσερις φορές· έτσι αυτή με την τόσο συχνή επάνοδο μάς καθιστά όλο το έτος της αληθινής αφέσεως, έτος ευπρόσδεκτο από τον Κύριο. Γι' αυτό και ο Κύριος διδάσκοντάς μας να την εορτάζωμε εμπράκτως με το πέρασμα κάθε εβδομάδος ημερών, εμφανίσθηκε πρώτα στους μαθητάς σε οικία, ενώ απουσίαζε ο Θωμάς, και παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανόν, τους πρόσφερε την ειρήνη και με το εμφύσημα εχάρισε τη χάρι του θείου Πνεύματος· ενέβαλε σ' αυτούς θεία δύναμι να δένουν και να λύουν τις αμαρτίες και τους κατέστησε συμμετόχους της ουράνιας κυριαρχίας, λέγοντάς τους, «λάβετε άγιο Πνεύμα, αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιων, τους συγχωρούνται, αν τις κρατήτε, κρατούνται».

Αυτήν λοιπόν τη δύναμι και χάρι παρέσχε ο Κύριος, εμφανισθείς κατά την ιδία την ημέρα της αναστάσεώς του, που πάντως ήταν Κυριακή· έπειτα παραλείποντας τις ενδιάμεσες ημέρες της εβδομάδος, κατά την ογδόη, δηλαδή την Κυριακή που έχομε σήμερα, έρχεται πάλι στην ίδια οικία, για να εγκαινιάση την πανήγυρί του και οδηγήση τον διστακτικό Θωμά προς την πίστι· διότι κατά τον αγαπημένο ευαγγελιστή και μαθητή του Σωτήρος, «έπειτα από οκτώ ημέρες οι μαθηταί ήσαν πάλι μέσα και ανάμεσά τους ο Θωμάς· έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήσαν κλειστές, εστάθηκε στη μέση τους και λέγει σ' αυτούς, ειρήνη σ' εσάς».

Βλέπετε ότι Κυριακή συνέβηκαν και η συνάθροισις των μαθητών του Χριστού και ο ερχομός του Κυρίου προς αυτούς; Διότι Κυριακή ήταν, όταν για πρώτη φορά ήλθε σε συνάθροισί τους, και μετά οκτώ ημέρες πάλι Κυριακή έρχεται σε σύναξί τους. Εκείνες τις συνάξεις εικονίζει διαρκώς η Εκκλησία του Χριστού με το να επιτελή κυρίως κατά Κυριακή τις συνάξεις, όπου κι' εμείς ευρισκόμαστε ανάμεσά σας και κηρύττομε δημοσία τα χρήσιμα για την σωτηρία και οδηγούμε προς την ευσέβεια και τον ευσεβή βίο.

Κανένας λοιπόν να μη απουσιάζη από αυτές τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις είτε από ραθυμία είτε από την συνεχή ασχολία με τα γήινα, ώστε να μη εγκαταλειφθή δικαίως από τον Θεό και πάθη κάτι παρόμοιο με τον Θωμά που δεν ήλθε στην ώρα του· κι' αν πνιγμένος από τις φροντίδες απουσιάση μια φορά, να ανταποδώση την επομένη, φέροντας τον εαυτό του στην Εκκλησία του Χριστού, για να μη μείνη αμείωτος, αφού, ενώ ασθένησε κατά την ψυχή στην απιστία με έργα και λόγια, δεν προσήλθε στο ιατρείο του Χριστού και δεν εδέχθηκε την ιερά ιατρεία, όπως ο θείος Θωμάς. Υπάρχουν πραγματικά, υπάρχουν όχι μόνο λογισμοί και λόγοι, αλλά και έργα και πράξεις πίστεως (διότι, λέγει, «δείξε μου την πίστι σου από τα έργα σου»), από τα οποία αν εκπέση κανείς τελείως απομακρυνόμενος από την Εκκλησία του Χριστού και επιδιδόμενος αποκλειστικώς στα μάταια, έχει την πίστι νεκρά, δηλαδή ανύπαρκτη, γινόμενος κι' αυτός νεκρός διά της αμαρτίας.

Αλλ' απορούν μερικοί, πώς με κλειστές θύρες εισήλθε ο Χριστός έχοντας σώμα; Διότι, όπως φαίνεται, δεν γνωρίζουν να συγκρίνουν τα πνευματικά με τα πνευματικά και να τα κατανοούν δι' αλλήλων, όπως λέγει ο θείος απόστολος. Διότι, αν δεν έφθειρε τη μήτρα της Παρθένου που τον εγέννησε κατά σάρκα, αφού δεν την έθιξε κατά την γέννησί του αλλά διετήρησε σώα τα σημεία της παρθενίας, μ' όλο που τότε έφερε παθητό και θνητό σώμα, τι το παράδοξο, αν τώρα, που απαθανάτισε το ανθρώπινο πρόσλημμα και έχει αθάνατο σώμα, εισήλθε από κλειστές θύρες; Αλλά επειδή πάντως είχε αθάνατο και απαθές σώμα, πώς λοιπόν είχε τις ουλές και τα τρυπήματα στα χέρια και την πλευρά; Διότι λέγει ο ευαγγελιστής ότι ο Κύριος είπε προς τον Θωμά· «φέρε εδώ τον δάκτυλό σου και ιδέ τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου· και να μη είσαι άπιστος, αλλά πιστός». Πώς είχε λοιπόν τις ουλές; Βέβαια θνητό και παθητό σώμα δεν θα μπορούσε να επιδείξη ουλές και τρυπήματα και παρ' όλα αυτά να μένη σώο και υγιές· το δε απαθές και αθάνατο μπορεί και ουλές να δείξη και τρυπήματα, που έπαθε πρωτύτερα, σε όσους θέλει, και παρ' όλα αυτά να μένη απαθές και αθάνατο.

Εμένα δε τούτο μου επιτρέπει ν' αντιληφθώ και αυτό, ότι δηλαδή τις ουλές φέρουν ως αιώνιο στολίδι όσοι έπαθαν για τον Χριστό. Όπως δηλαδή οι φωταγωγοί των παραθύρων χωρίς να μειώνουν κατά τίποτε την ασφάλεια της οικοδομής, δεν αποτελούν ασχήμια αλλά στολίδι αναγκαιότατο στις οικίες,αφού στέλλουν μέσα το φως και προσφέρουν την προς τα έξω θέα των ενοίκων, κατά τον ίδιο τρόπο τα πάθη επί του σώματος γιά τον Χριστό και τα τρυπήματα από αυτά είναι γι' αυτούς, που τα έχουν φωταγωγοί του ανεσπέρου φωτός και κατά τον καιρό της εκφάνσεως του φωτός εκείνου αυτοί αναγνωρίζονται μάλλον από το θείο κάλλος και την λαμπρότητα, αλλ' όχι μόνο δεν φθείρονται από την απάθεια, αλλά μάλλον είναι πρόξενοι της αθανασίας.

Το δε σώμα του Χριστού που έχει μέσα του την πηγή του φωτός, εκλάμποντας από εκεί εφώτισε νοερώς τον διστάζοντα, ώστε ο Θωμάς να φωνάξη αμέσως με τελεία θεολόγησι, «ο Κύριός μου και ο Θεός». Ο δε Κύριος είπε προς αυτόν, «επειδή με είδες επίστευσες; μακάριοι αυτοί που επίστευσαν χωρίς να ιδούν», δεικνύοντας ότι οι αυτόπτες δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα στη δόξα από εκείνους που οδηγούνται δι' αυτών στην προς τον Κύριο πίστι. Αν δε δεν είπε 'πιστεύοντες' αλλά «πιστεύσαντες», το είπε με την θεία και προγνωστική δύναμι του γνωρίζοντος τα πάντα πριν από τη γένεσί τους, ότι τα εσόμενα είναι γεγονότα.

Κάτι που μόλις τώρα μου ήλθε στο νου, θα το ειπώ προς την αγάπη σας. Πραγματικά βλέπω ότι ο Θωμάς, όταν ήταν απών, έγινε άπιστος, όταν δε ήλθε μαζί με τους πιστεύοντας, δεν αστόχησε καθόλου στην πίστι. Γι' αυτό έβαλα στο νου μου ότι, και ο αμαρτωλός άνθρωπος, μόνο αν αποφύγη την συναναστροφή με τους φαύλους και συναναστρέφεται τους δικαίους δεν θα αστοχήση ποτέ στη δικαιοσύνη και στη γι' αυτήν ψυχική σωτηρία. Κι' αυτό νομίζω ότι υπαινίσσεται και ο ψαλμωδός προφήτης, όταν μακαρίζη τους παρεκκλίνοντας από την συμπαράστασι και συνοδοιπορία με τους διεφθαρμένους, και άλλος προφήτης όταν λέγη, να μη είσαι με πολλούς στην κακία, και ο παροιμιαστής, «στη συνάθροισι των αμαρτωλών θα γίνη πυρκαϊά, ενώ αυτός που συμπορεύεται με σοφούς θα είναι σοφός».

Επομένως, αδελφοί, ας συναθροιζώμαστε και ας επισκεπτόμαστε συχνά την Εκκλησία του Θεού· διότι κάθε πραγματικά ευλαβής παρευρίσκεται και παραμένει σ' αυτήν χωρίς απουσίες. Και όταν ο καθένας σας έλθη σ' αυτήν, ας παρατηρή τους ευλαβέστερους, που μπορεί να τους διακρίνη και μόνο με τη θέα της παραστάσεως σε σιωπή και προσοχή. Ας παρατηρή λοιπόν τους ευλαβέστερους και σεβόμενους τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους, και πλησιάζοντας ας προσκολλάται σ' αυτούς και ας συμπαραστέκεται στον Θεό μαζί με αυτούς. Κι αν εξέλθη από εδώ μετά την απόλαυσι, σε ημέρα Κυριακή, σχολάζοντας από τα επίγεια έργα για τον Κύριο, του οποίου επώνυμος είναι αυτή, ας αναζητή με επιμέλεια, μήπως κάποιος μιμούμενος τους Αποστόλους εκείνους μένη τον περισσότερο χρόνο κατάκλειστος, ποθώντας να επικοινωνήση προς τον Κύριο διά της προσευχής και της ψαλμωδίας σε ησυχία, καθώς και διά της άλλης διαγωγής. Ας προσέλθη λοιπόν και αυτός σ' εκείνον, ας εισέλθη στην οικία του με πίστι, σαν σε ουράνιο χώρο που έχει μέσα την αγιαστική δύναμι του Πνεύματος· ας παρακάθεται με τον ένοικο, ας παραμένη μαζί του, όσο μπορεί, και ας συνομιλή μαζί του περί Θεού και θείων πραγμάτων, ερωτώντας, μαθαίνοντας με ταπείνωσι κι επικαλούμενος την βοήθεια δι' ευχής. Πράττοντας έτσι θα έλθη και προς αυτόν αοράτως - το γνωρίζω καλά - ο Χριστός και θα προσφέρη την ειρήνη μέσα στο λογικό της ψυχής, θ' αυξήση την πίστι, θα δώση μεγαλύτερη δύναμι στον στηριγμό και στον καιρό του θα τον κατατάξη μαζί με τους εκλεκτούς του στη βασιλεία των ουρανών.

Αυτήν είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, στο όνομα αυτού που τώρα απέθανε για μας και αναστήθηκε και ύστερα θα έλθη με δόξα, του βασιλέως των αιώνων Χριστού· διότι σ' αυτόν πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΜΑΡΙΩΤΙΣΣΑΣ ΕΝ ΤΗΝ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου)

Φωτογραφία του Αθανάσιος Καλαμαρινός.



Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος 

«Τη αυτή ήμερα, τη Πέμπτη της Διακαινησίμου, έκκλησιαστικήν εορτήν και πανήγυριν τελούμεν εις τιμήν και μνήμην της Παναγίας Θεοτόκου εν τω φερωνύμω Ναώ και τη κώμη Καμαριωτίσση, εις ανάμνησιν της εκ των εικονομάχων διασώσεως, της ιεράς και σεβάσμιας εικόνος, της Παναγίας της Καμαριωτίσσης· ήτις δια θαυμάσιου και παραδόξου τρόπου, εν τη Σαμοθράκη αφίχθη, των θαλασσίων κυμάτων επιβαίνουσα. Κατέστη δε εν ημίν, Προστάτις υπέρμαχος, αγλάισμα και κλέος λαμπρότατον έτι δε και την προσωνυμίαν τω τόπω προσήνεγκε». 

Στο χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. 

Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.

Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.

Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.

Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.

Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.

Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ' όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.

Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.

Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.

Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.

Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως - όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.

Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».

Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.

Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.

Γι' αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».

Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.

Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγ­μές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν' ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα». Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.



 Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν εικόνα της Θεομήτορος, την εν θαλάσση οφθείσαν, την επισκέπτιν ημών, προσκυνούμεν ευλαβώς και ασπαζόμεθα˙ ότι ηυδόκησεν ελθείν, απαλλάξαι των δεινών και χάριτας δωρ.