A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ ΣΤΗ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ (9 Μαρτίου)




«Συντεταγμένοι εὐσεβείᾳ καὶ στερρότητι μαρτυρικῶς τὸν δυσμενῆ ἐθριαμβεύσατε, Τεσσαράκοντα γενναῖοι Χριστοῦ ὁπλῖται· Ἀλλ’ ὡς σύμμορφοι ἐν ἄθλοις καὶ ἐν χάριτι, Ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰρήνῃ συντηρήσατε τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ἅγιον σύνταγμα» .

Και οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ' ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι' αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;» Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».

Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.

Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας:
«Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».

Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.

Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.

Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν:
Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).






Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα, διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.






Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’.

Τάς ἀλγηδόνας τῶν Ἁγίων, ἃς ὑπέρ σοῦ ἔπαθον, δυσωπήθητι, Κύριε· καί πάσας ἡμῶν τάς ὀδύνας ἴασαι, φιλάνθρωπε δεόμεθα.





Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τοὺς γενναίους ὁπλίτας τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, τοὺς συγκροτηθέντας ἐν πίστει, ὁμοφώνος τιμήσωμεν· Χριστῷ γὰρ στρατευθέντες εὐσεβῶς, δι’ ὕδατος διῆλθον καὶ πυρός, καὶ πρὸς θείαν εἰσέλθοντες ἀναψυχήν, προΐστανται τῶν βοώντων· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.



Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Συντεταγμένοι εὐσεβείᾳ καὶ στερρότητι μαρτυρικῶς τὸν δυσμενῆ ἐθριαμβεύσατε, Τεσσαράκοντα γενναῖοι Χριστοῦ ὁπλῖται· Ἀλλ’ ὡς σύμμορφοι ἐν ἄθλοις καὶ ἐν χάριτι, Ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰρήνῃ συντηρήσατε τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ἅγιον σύνταγμα.



Ἕτερον Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.

Πάσαν στρατιὰν, τοῦ κόσμου καταλιπόντες, τῷ ἐν οὐρανοῖς Δεσπότῃ προσεκολλήθητε, Ἀθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα, διά πυρός γάρ καί ὕδατος, διελθόντες μακάριοι, ἐπαξίως ἐκομίσασθε, δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί στεφάνων πληθύν.



Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν.

Τῷ Χριστῷ στρατευθέντες μαρτυρικῶς, τὸν ἐχθρὸν καθελόντες ἀθλητικῶς, ἔργοις ἐκπληρώσαντες, τοῦ Προφήτου τὰ ῥήματα· διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος, γενναίως διήλθετε, ἀναψυχὴν εὑράμενοι, ζωὴν τὴν αἰώνιον· ὅθεν καὶ στεφάνους οὐρανόθεν λαβόντες, χοροῖς συνευφραίνεσθε, Ἀσωμάτων δυνάμεων, Ἀθλοφόροι πανεύφημοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν. 



Ὁ Οἶκος


Τῷ ἐν θρόνῳ ἀστέκτῳ ἐποχουμένῳ, τῷ ἐκτείναντι τὸν οὐρανὸν καθάπερ δέρριν, τῷ τὴν γῆν ἑδράσαντι, καὶ συνάξαντι τὰ ὕδατα εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, τῷ τὰ πάντα ἐκ μὴ ὄντων ποιήσαντι ὑπάρχειν, καὶ πᾶσι χορηγοῦντι πνοὴν καὶ ζωήν, τῷ προσδεχομένῳ τῶν Ἀρχαγγέλων τὸν ὕμνον, καὶ ὑπ' ἀγγέλων δοξαζομένῳ, καὶ ὑπὸ πάντων προσκυνουμένῳ, Χριστῷ τῷ παντοκράτορι, τῷ Πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν, προσπίπτω ὁ ἀνάξιος προσάγων μου τὴν δέησιν, λόγου χάριν αἰτῶν, ἵνα ἰσχύσω εὐσεβῶς ὑμνῆσαι κἀγὼ τοὺς Ἁγίους, οὓς αὐτὸς ἔδειξας νικητάς, δωρησάμενος αὐτοῖς δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ στεφάνων πληθύν. 



Μεγαλυνάριον


Τὸ τετραδεκάριθμον καὶ λαμπρόν, σύνταγμα τοῦ Λόγου, εὐφημήσωμεν ἐν ᾠδαῖς· κρύει καὶ πυρὶ γάρ, στερρῶς δοκιμασθέντες, ἐστέφθησαν ἀξίως, οἱ Τεσσαράκοντα.


Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ OMIΛIA ΙΘ´. Εἰς τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας




Ἡ μνήμη τῶν ὁποίων τιμᾶται στὶς 9 Μαρτίου


Τὸ θαυμάσιο τοῦτο κείμενο δὲ ξέρουμε ποιὸ χρόνο γράφηκε. Ἐκφωνήθηκε ὅμως στὴ μνήμη τῶν 40 Μαρτύρων, ποὺ τὸ 320 θανατώθηκαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου. Τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀθλητές, ἐπειδὴ γενναίως ὁμολόγησαν πίστη στὸν Χριστό, τοὺς σύναξαν καὶ τοὺς ἔστησαν στὴν παγωμένη λίμνη στὸ κέντρο τῆς Σεβαστείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χάρη στὶς ἄριστες ἰατρικές του γνώσεις, περιγράφει μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὶς διεργασίες ποὺ συντελοῦνται στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸ ψύχος καὶ τὸ πάγωμα καὶ πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Πέραν ὅμως τούτου ἔχουμε στὰ μάτια μας ἕνα πολὺ ἀρρενωπὸ κείμενο, ἔξοχα δομημένο, ποὺ δίνει ἀνάγλυφη τὴ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, τὴ σημασία ποὺ αὐτὸ ἔχει γιὰ τὸν ἴδιο τὸ μάρτυρα, γιὰ τοὺς λοιποὺς πιστοὺς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία γενικά. 

Ποῖος κορεσμὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν μαρτύρων, δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς μάρτυρας; Διότι ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἀνδρείους ἀπὸ μέρους τῶν συνδούλων των, ἀποδεικνύει τὴν εὔνοιαν πρὸς τὸν κοινὸν Κύριον. Εἶναι ἄλλωστε ὁλοφάνερον ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραδέχεται τοὺς γενναίους ἄνδρας, δὲν θὰ ὑστερήσῃ κατὰ τὴν μίμησιν, ὅταν εὑρεθῇ εἰς παρομοίας περιστάσεις. Νὰ μακαρίσῃς ἀληθινὰ αὐτὸν ποὺ ἐμαρτύρησε, διὰ νὰ γίνῃς μάρτυς κατὰ τὴν διάθεσιν, καὶ θὰ καταλήξῃς νὰ ἀξιωθῆς τοὺς ἰδίους μισθοὺς μὲ ἐκείνους, χωρὶς νὰ διωχθῆς, χωρὶς νὰ καῆς εἰς τὴν φωτιάν, χωρὶς νὰ μαστιγωθῆς. Ἠμεῖς δὲ δὲν πρόκειται νὰ θαυμάσωμεν ἕνα, οὔτε μόνον δύο, οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν μακαριζομένων φθάνει μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δέκα. Ἀλλὰ σαράντα ἄνδρες, ποὺ ὡσὰν νὰ εἶχαν μίαν ψυχὴν εἰς ξεχωριστὰ σώματα, μὲ μίαν σύμπνοιαν καὶ ὁμόνοιαν τῆς πίστεως, μίαν ἐπέδειξαν καὶ τὴν καρτερίαν εἰς τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀντίστασιν, χάριν τῆς ἀληθείας. Ὅλοι ὑπῆρξαν ἕνας καὶ ἕνας· ἴσοι εἰς τὴν διάθεσιν καὶ ἴσοι εἰς τὸν ἀγῶνα. Διὰ τοῦτο καὶ μὲ τὴν ἰδίαν τιμὴν κατηξιώθησαν νὰ λάβουν τὰ στεφάνια τῆς δόξης. Ποιὸς λόγος θὰ ἠμποροῦσε νὰ περιγράψῃ τὴν ἀξίαν των; Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν οὔτε σαράντα γλῶσσαι νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀρετὴν τόσων μεγάλων ἀνδρῶν. Καὶ ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἕνας ὁ τιμώμενος, θὰ ἑξαρκοῦσε νὰ νικήσῃ τὴν δύναμιν τῶν λόγων μου, πολὺ δὲ περισσότερον τώρα ποὺ εἶναι τόσον μεγάλο πλῆθος, στρατιωτικὴ φάλαγγα, παράταξις δυσκολοκαταγώνιστος, ἐξ ἴσου ἀνίκητος εἰς τοὺς πολέμους καὶ ἄφθαστος εἰς τοὺς ἐπαίνους.

Ἐμπρὸς λοιπὸν τώρα, ἀφοῦ τοὺς φέρομεν ἐνώπιόν μας διὰ τῆς ἐνθυμήσεως, ἂς καταστήσωμεν κοινὴν τὴν ὠφέλειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δείξωμεν πρῶτα εἰς ὅλους ὡσὰν εἰς ζωγραφιάν, τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν. Ἄλλωστε καὶ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, πολλᾶς φορὰς καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐξιστοροῦν. οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐγκωμιάζουν μὲ τὸν λόγον, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ τὰ ζωγραφίζουν εἰς τοὺς πίνακας, διεγείρουν πολλοὺς πρὸς τὴν ἀνδραγαθίαν, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἱστοριογραφία παρουσιάζει διὰ τῆς ἀκοῆς, αὐτὰ τὰ ἴδια ἡ ζωγραφικὴ σιωπηλῶς τὰ παριστάνει διὰ τῆς μιμήσεως. Ἔτσι τώρα καὶ ἠμεῖς θὰ ὑπενθυμήσωμεν εἰς τοὺς παρόντας τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν. καὶ ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπον φέρωμεν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια σας τὰς πράξεις των, θὰ παρακινήσωμεν πρὸς μίμησιν, αὐτοὺς ποὺ εἶναι γενναιότεροι καὶ οἰκειότεροι κατὰ τὴν διάθεσιν πρὸς αὐτούς. Διότι «ἐγκωμιασμὸς μαρτύρων» σημαίνει προτροπὴ πρὸς ἀρετήν, αὐτῶν ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι. Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ἁγίους δὲν καταδέχονται νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς κανόνας τῶν ἐγκωμίων. Διότι οἱ ἐγκωμιασταὶ παίρνουν τὰς ἀρχὰς τῶν εὐφημιῶν, ἀπὸ τὰς ἀφορμᾶς τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταυρώσει τὸν κόσμον, πῶς ἠμπορεῖ, κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, νὰ δώσῃ ἀφορμὴν δι᾿ ὑπερηφάνειαν; Οἱ ἅγιοι δὲν εἶχαν μίαν πατρίδα. Διότι ὁ καθένας κατήγετο ἀπὸ διαφορετικὴν πατρίδα. Τί λοιπόν; θὰ τοὺς εἴπωμεν ἀπάτριδας, ἢ οἰκουμενικοὺς πολίτας; Διότι ὅπως εἰς τὰς συνεισφορὰς ἀπὸ τοὺς ἐράνους, αὐτὰ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν καθένα, γίνονται κοινὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ τὰ προσέφεραν, ἔτσι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν μακαρίων τούτων ἀνδρῶν, τοῦ καθενὸς ἡ πατρίδα εἶναι κοινὴ δι᾿ ὅλους. καὶ ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ παντοῦ, ἀνταποδίδουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν πατρίδα ποὺ τοὺς προσέφερεν. Ἄλλωστε διατί πρέπει νὰ ἀναζητοῦμεν τὰς εὐρισκομένας εἰς τὴν ὕλην πατρίδας, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν ποία εἶναι ἡ τωρινὴ πατρίδα τους; Πόλις λοιπὸν μαρτύρων εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τεχνίτης καὶ ὁ δημιουργός. Εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα τοῦ Παύλου καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ ἔθνος, αὐτὸ μὲν ποὺ εἶναι ἀνθρώπινον, εἶναι διάφορον διὰ τὸν καθένα, τὸ πνευματικὸν ὅμως ἔθνος εἶναι ἕνα δι᾿ ὅλους. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς πατέρας αὐτῶν, καὶ ὅλοι εἶναι ἀδελφοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν γεννηθῆ ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ μίαν μάνναν, ἀλλ᾿ ἔχουν συναρμοσθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὁμόνοιαν διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν υἱοθεσίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἕτοιμος χορός! Μεγάλη συνδρομὴ αὐτῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας δοξάζουν τὸν Κύριον! Δὲν ἔχουν μαζευθῆ ἕνας-ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ ἔχουν μετατεθῆ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μεταθέσεως; Αὐτοὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχαν καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ ὅλους τοὺς συνομήλικάς των, ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὰς στρατιωτικᾶς τάξεις. Λόγω δὲ τῆς πολεμικῆς πείρας καὶ τῆς ψυχικῆς γενναιότητος, εἶχαν λάβει κιόλας τὰς πρώτας τιμὰς ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἦταν ξακουστοὶ εἰς ὅλους διὰ τὴν ἀνδρείαν των.

Ὅταν δὲ ἐξηγγέλθη ἐκεῖνο τὸ ἄθεον καὶ ἀσεβὲς διάταγμα, νὰ μὴ ὁμολογοῦν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, ἢ διαφορετικὰ νὰ τιμωροῦνται, ἠπειλεῖτο δὲ κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ εἶχε ξεσηκωθῆ πολὺς καὶ ἄγριος ὁ θυμὸς ἀπὸ μέρους τῶν ἀδίκων δικαστῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐμηχανορραφοῦντο δὲ ἐπιβουλαὶ καὶ δολοπλοκίαι ἐναντίον των, καὶ ἐπενοοῦντο ποικίλα εἴδη βασανισμοῦ, -καὶ οἱ βασανισταὶ ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖοι-, ἡ φωτιὰ ἦταν ἑτοιμασμένη, τὸ ξίφος ἀκονισμένον, ὁ σταυρὸς εἶχε στηθῆ, ὁ λάκκος, ὁ τροχός, τὰ μαστίγια ἔτοιμα· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφευγαν εἰς τὴν ἐρημίαν, ἄλλοι δὲ ὑπέκυπταν καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἄλλοι δὲ ἐκλονίζοντο, μερικοὶ δὲ κατετρόμαζαν καὶ μὲ μόνην τὴν δοκιμασίαν τῆς ἀπειλῆς, ἄλλοι δὲ ἀφοῦ ἤρχοντο κοντὰ εἰς τὰ δεινὰ ἐτρελλαίνοντο, ἄλλοι δὲ μόλις ἔμβαιναν εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔπειτα ἀδυνατοῦσαν νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὰ βασανιστήρια, διότι ἐλύγιζαν εἰς τὸ μέσον περίπου τῆς ἀθλήσεως, ὅπως αὐτοὶ ποὺ κλυδωνίζονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ καταποντίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα τοῦ μόχθου των. Τότε λοιπὸν οἱ ἀνίκητοι καὶ γενναῖοι στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, παρουσιασθέντες εἰς τὸ μέσον, ἐνῷ ὁ ἄρχων τοὺς ἐπεδείκνυε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ὑπακοήν, μὲ θαρρετὴν τὴν φωνήν, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, χωρὶς νὰ τρομάξουν ἀπὸ τὰς ἀπειλάς, ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριοι γλῶσσαι, ποὺ ἀφήκατε ἐκείνην τὴν ἱερὰν ὁμολογίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀέρας μὲν ποὺ τὴν ἐδέχθη ἠγιάσθη, οἱ Ἄγγελοι δὲ ποὺ τὴν ἤκουσαν τὴν ἐπεκρότησαν, ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια ἐπληγώθη, ὁ δὲ Κύριος τὴν κατέγραψεν εἰς τοὺς οὐρανούς!

Ὁ καθένας λοιπὸν παρουσιασθεὶς εἰς τὸ μέσον εἶπεν «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ὅπως εἰς τὰ στάδια αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται εἰς τὴν ἄθλησιν, λέγουν συγχρόνως καὶ τὰ ὀνόματά τους, καὶ μεταβαίνουν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγωνίσματος, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ τότε, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησίν των, ὁ καθένας ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. καὶ ὅλοι ἔκαμναν τὸ ἴδιον μὲ τὸ νὰ συνδέῃ ὁ ἑπόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν προηγούμενον. Ὥστε ὅλοι εἶχαν ἕνα ὄνομα, διότι δὲν ἦταν πιὰ ὁ δεῖνα ἢ ὁ τάδε, ἀλλ᾿ ὅλοι ὠνομάζοντο Χριστιανοί. Τί λοιπὸν ἔπραττεν ὁ τότε κυρίαρχος; Διότι ἦταν φοβερὸς καὶ πολυμήχανος εἰς τὸ νὰ μεταχειρίζεται τὰς κολακείας, καὶ νὰ μεταπείθῃ μὲ τὰς ἀπειλάς. Κατ᾿ ἀρχὴν τοὺς ἐδελέαζε μὲ τὰς κολακείας, προσπαθώντας νὰ παραλύσῃ τὸν τόνον τῆς πίστεως. Μὴ χαραμίζετε τὰ νειάτα σας καὶ ἀνταλλάσσετε τὴν γλυκεῖαν αὐτὴν ζωὴν μὲ τὸν ἄγωρον θάνατον. Διότι εἶναι πρᾶγμα ἀνάρμοστον, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀριστεύουν εἰς τοὺς πολέμους, νὰ πεθαίνουν τὸν θάνατον τῶν κακούργων. Κοντὰ εἰς αὐτὰ ὑπέσχετο καὶ χρήματα. Ἄλλα δὲ προσέφερε, δηλαδὴ τὰς βασιλικὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπονομὰς τῶν ἀξιωμάτων καὶ μὲ μυρίας ἐπινοήσεις τοὺς ἐδελέαζεν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐκάμτττοντο μὲ τὴν δοκιμασίαν αὐτήν, ἐχρησιμοποίει τὸ ἄλλο εἶδος τῶν τεχνασμάτων. Τοὺς ἀπειλοῦσε μὲ πληγὰς καὶ θανάτους, καὶ μὲ δοκιμασίαν ἀθεραπεύτων κακῶν. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττεν αὐτός. Ποῖα ὅμως ἦταν τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων; Διατί, λέγουν, μᾶς δελεάζεις, ὦ θεομάχε, νὰ ἀποστατήσωμεν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεόν, καὶ νὰ δουλεύωμεν εἰς τοὺς καταστρεπτικοὺς δαίμονας, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτείνῃς τὰ ἀγαθά σου; Τί προσφέρεις τόσα πολλά, ὅσα φροντίζεις νὰ ἀφαιρέσῃς; Μισῶ τὴν δωρεὰν ποὺ προξενεῖ ζημίαν. Δὲν δέχομαι τὴν τιμὴν ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀτιμίας. Προσφέρεις χρήματα ποὺ παραμένουν ἐδῶ, καὶ δόξαν ποὺ μαραίνεται. Μὲ κάμνεις γνωστὸν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλὰ μὲ ἀποξενώνεις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα. Διατὶ μὲ τσιγκουνιὰν προτείνεις ὀλίγα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ἠμεῖς ὁλόκληρον τὸν κόσμον περιεφρονήσαμεν. Αὐτὰ ποὺ βλέπομεν δὲν εἶναι ἀντάξια τῆς ποθητῆς ἐλπίδος μας. Βλέπεις τὸν οὐρανὸν αὐτόν, πόσον καλὸς εἶναι εἰς τὸ νὰ τὸν βλέπῃς, καὶ πόσον μεγάλος; Καὶ τὴν γῆν πόσον μεγάλη εἶναι; Καὶ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπάνω εἰς αὐτήν; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι ὅλα αὐτὰ παρέρχονται. Τὰ ἰδικά μας ὅμως παραμένουν αἰώνια. Μίαν χάριν ποθῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μίαν δόξαν λαχταρῶ, αὐτὴν τῆς οὐρανίου βασιλείας. Εἶμαι φιλόδοξος διὰ τὴν οὐρανίαν τιμήν. Μίαν δὲ τιμωρίαν φοβοῦμαι, αὐτὴν τῆς κολάσεως. Ἐκεῖνο τὸ πῦρ εἶναι δι᾿ ἐμὲ φοβερόν, αὐτὸ δὲ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁμόδουλον. Γνωρίζει νὰ σέβεται αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὰ εἴδωλα. Τὰ κτυπήματά σας τὰ λογαριάζω σὰν παιδικὰ βέλη. Διότι κτυπᾷς τὸ σῶμα, ποὺ ἐὰν ἀνθέξῃ περισσότερον, στεφανώνεται λαμπρότερα. Ἐὰν δὲ γρηγορώτερα ὑποκύψη, φεύγει ἀπαλλαγμένον ἀπὸ δικαστᾶς τόσον σκληρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἔχετε ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσίαν τῶν σωμάτων, φιλοδοξεῖτε νὰ κυριαρχήσετε καὶ ἐπάνω εἰς τὰς ψυχάς. Σεῖς οἱ ὁποῖοι βεβαίως, ἐὰν δὲν τιμηθῆτε περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν μας, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὑβρίζεσθε ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὸ ἔπακρον, δυσανασχετεῖτε, καὶ ἀπειλεῖτε τὰς φοβερὰς αὐτὰς τιμωρίας, μὲ τὸ νὰ κατηγορῆτε τὴν πίστιν μας ὡς ἔγκλημα. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν θὰ εὕρετε δειλούς, οὔτε φιλοτομαριστάς, οὔτε εὐκολοτρομάκτους, λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Νά, ἠμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ νὰ τροχισθοῦμεν καὶ νὰ στρεβλωθοῦμεν καὶ νὰ κατακαοῦμεν καὶ νὰ καταδεχθοῦμεν κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.

Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἀλαζὼν καὶ βάρβαρος ἤκουσεν αὐτά, μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὸ θάρρος τῶν ἀνδρῶν καὶ βράζων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ἐσκέπτετο, τί τρόπον θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξεύρῃ, ὥστε νὰ κάμῃ δι᾿ αὐτοὺς καὶ διαρκῆ καὶ πικρὸν τὸν θάνατον. Εὑρῆκε λοιπὸν τὸν τρόπον. Καὶ κυττάξετε πόσον εἶναι φοβερός· Ἀφοῦ δηλαδὴ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸ κλῆμα τῆς χώρας, ὅτι ἦταν ψυχρόν, καὶ ὅτι ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους ἦταν χειμῶνας, καὶ παρεφύλαξε νὰ εἶναι νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ψῦχος ἐπιτείνεται πολύ, ἄλλωστε δὲ τότε κατ᾿ αὐτὴν ἐφυσοῦσε καὶ βοριᾶς, τοὺς διέταξεν ὅλους, ἀφοῦ ξεγυμνωθοῦν εἰς τὸ ὕπαιθρον, νὰ πεθάνουν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν παγωνιάν. Ἐξάπαντος δὲ γνωρίζετε, ὅσοι ἔχετε πεῖραν ἀπὸ τὸν χειμῶνα, πόσον ἀνυπόφορον εἶναι τὸ βασανιστικὸν αὐτὸ εἶδος. Διότι εἰς τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ, παρὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ παραδείγματα αὐτῶν ποὺ λέγομεν ἐκ τῶν προτέρων ἀποκείμενα μέσα τῶν ἀπὸ τὴν ἴδιαν τὴν πεῖραν. Διότι, τὸ σῶμα ποὺ θὰ ἐκτεθῇ εἰς τὸ ψῦχος, κατ᾿ ἀρχὴν μέν, ἐνῷ τὸ αἷμα πήζει, γίνεται ὁλόκληρον μαυροκίτρινον, ἔπειτα δὲ χοροπηδᾷ καὶ ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῷ τὰ δόντια κτυποῦν, αἱ ἶνες συσπῶνται καὶ ὅλον τὸ σῶμα χωρὶς νὰ θέλῃ συσπᾶται. Κάποιος δὲ τσουχτερὸς πόνος, καὶ πόνος ἀνείπωτος, ποὺ φθάνει ὡς τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν, κάμνει δυσκολοβάστακτον τὸ αἴσθημα εἰς αὐτοὺς ποὺ παγώνουν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ἐνῷ τὰ ἄκρα καίονται, ὡσὰν ἀπὸ φωτιάν. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἡ θερμότης ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, καὶ νὰ φεύγῃ συγχρόνως εἰς τὸ βάθος, ἀφήνει νεκρὰ μὲν τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου ἀπεμακρύνθη, παραδίδει δὲ εἰς δυνατοὺς πόνους αὐτὰ πρὸς τὰ ὁποῖα ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὁ θάνατος πλησιάζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μὲ τὸ πάγωμα. Τότε λοιπὸν κατεδικάσθησαν νὰ διανυκτερεύουν ὑπαίθριοι, ὅταν ἡ μὲν λίμνη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ πόλις εἶναι κτισμένη, καὶ μέσα εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἅγιοι ἠγωνίζοντο τὰ ἀγωνίσματα αὐτά, ἦταν ἱπποδρόμιον εἰς τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε μεταβάλλει ἡ παγωνιά, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ κρύον εἶχε μεταβληθῆ εἰς ξηράν, μὲ ἀσφάλειαν προσεφέρετο εἰς τοὺς περιοίκους νὰ περιπατοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειάν της. Τὰ δὲ ποτάμια ποὺ συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ ἐπάγωσαν, ἐσταμάτησαν τὴν ροήν των, καὶ ἡ ἁπαλὴ φύσις τοῦ νεροῦ μετεβλήθη εἰς τὴν σκληρότητα τῶν λίθων. Σφοδρὰ δὲ φυσήματα τοῦ βοριᾶ ἔσπρωχναν κάθε τι τὸ ἔμψυχον εἰς τὸν θάνατον.

Τότε λοιπὸν ἀφοῦ ἤκουσαν τὴν προσταγὴν (καὶ νὰ παρατηρήσῃς ἐδῶ, παρακαλῶ, τὸ ἀνίκητον φρόνημα τῶν ἀνδρῶν), εὐχαρίστως ὁ καθένας ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω του καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, καὶ ἐβάδιζαν διὰ νὰ πεθάνουν τὸν θάνατον τοῦ ψύχους, προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν εἰς διαρπαγὴν λαφύρων. Ἂς μὴ βγάλωμεν, ἔλεγαν, τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ ἀποβάλλωμεν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, αὐτὸν ποὺ φθείρεται σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης . Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, διότι μαζὶ μὲ τὸ ἱμάτιον τοῦτο ἀποβάλλομεν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ τὸ ἐφορέσαμεν, ἂς τὸ βγάλωμεν διὰ τὸν Χριστόν. Ἂς μὴ κρατήσωμεν τὰ ἱμάτια, πρὸς χάριν τοῦ παραδείσου ποὺ ἐχάσαμεν. Τί θὰ ἀνταποδώσωμεν εἰς τὸν Κύριον; Καὶ ὁ Κύριός μας ἐξεγυμνώθη. Τί εἶναι πιὸ μεγάλη τιμὴ διὰ τὸν δοῦλον, ἀπὸ τὸ νὰ πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθεν ὁ Κύριος του; καὶ μάλιστα ἠμεῖς εἴμεθα ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξεγυμνώσαμεν καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον. Διότι τὸ ἐγχείρημα ἐκεῖνο ἦταν ἔργον τῶν στρατιωτῶν. Ἐκεῖνοι ἐξεγύμνωσαν τὸν Κύριον καὶ ἐμοίρασαν τὰ ἱμάτιά του. θὰ ἑξαλείψωμεν λοιπὸν ἀπὸ μόνοι μας τὴν κατηγορίαν ποὺ ἔχει καταγραφῆ εἰς βάρος μας. Ὁ χειμὼν εἶναι δριμύς, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Τὸ πάγωμα ὀδυνηρόν, ἀλλὰ γλυκεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Ἂς Ἀναμείνωμεν λιγάκι, καὶ ὁ κόλπος τοῦ πατριάρχου θὰ μᾶς περιθάλψη· θὰ ἀνταλλάξωμεν μίαν νύκτα μὲ ὁλόκληρον τὴν αἰωνιότητα. Ἂς κατακαοῦν τὰ πόδια, διὰ νὰ χορεύουν διαρκῶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ἀποκοποῦν τὰ χέρια, διὰ νὰ ἔχουν παρρησίαν νὰ ὑψώνωνται πρὸς τὸν Δεσπότην. Πόσοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας δὲν ἔπεσαν εἰς τὴν μάχην, μὲ τὸ νὰ τηροῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν φθαρτὸν βασιλέα; Ἠμεῖς δὲ διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, δὲν θὰ χαρίσωμεν τὴν ζωὴν αὐτήν; Πόσοι ἀπὸ τοὺς κακούργους ἐθανατώθησαν, ἀφοῦ συνελήφθησαν δι᾿ ἀδικήματα; Ἠμεῖς δὲ δὲν θὰ ὑποφέρωμεν τὸν θάνατον χάριν τῆς δικαιοσύνης; Ἂς μὴ ξεστρατήσωμεν, ὦ στρατιῶται, ἂς μὴ δώσωμεν τὰ νῶτα μας εἰς τὸν διάβολον. Σάρκες εἶναι, ἂς μὴ λυπηθοῦμεν. Ἐπειδὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ πεθάνωμεν, ἂς πεθάνωμεν διὰ νὰ ζήσωμεν. «Ἂς γίνῃ, Κύριε, ἡ θυσία μᾶς ἐνώπιόν σου». Καὶ μακάρι νὰ γίνωμεν δεκτοὶ «ὡς ζωντανὴ θυσία» ἡ, εὐάρεστος εἰς σέ, μὲ τὸ νὰ γίνωμεν ὁλοκαυτώματα διὰ μέσου του ψύχους τούτου, καλὴ προσφορά, καινούργια θυσία, ποὺ προσφέρεται ὄχι ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰν ἀλλὰ μὲ τὸ ψῦχος. Αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια μεταδίδοντες ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ προτρέποντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὡσὰν νὰ ἐκτελοῦν κάποιαν προφυλακὴν εἰς τὸν πόλεμον, περιεφρονοῦσαν τὴν νύκτα. Ὑπέμεναν τὰ παρόντα μὲ γενναιότητα, ἔχαιραν διὰ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ καὶ περιεφρονοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Ὅλων δὲ μία ἦταν ἡ εὐχή. Σαράντα ἐμβήκαμεν εἰς τὸ στάδιον, μακάρι, Δέσποτα, σαράντα νὰ στεφανωθοῦμεν. Ἂς μὴ λείψῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἀριθμόν. Εἶναι τίμιος αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐτίμησες μὲ τὴν νηστείαν τῶν σαράντα ἡμερῶν, διὰ τοῦ Ὁποίου ἡ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον. Μὲ νηστείαν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας ὁ Ἠλίας ἀφοῦ παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἐπέτυχε νὰ τὸν ἴδῃ. Καὶ τέτοια μὲν ἦταν ἡ εὐχὴ ἐκείνων. Ἕνας δὲ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ δεινά, ἔφυγεν ὡς λιποτάκτης, καὶ ἄφησεν ἀπαρηγόρητον πένθος εἰς τοὺς ἁγίους. ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ἀτελεσφόρητοι αἱ παρακλήσεις των. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶχεν ἀναλάβει τὴν φρούρησιν τῶν μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον εἰς κάποιο φυλάκιον, παρετήρει αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ, ἕτοιμος διὰ νὰ δεχθῇ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ποὺ θὰ κατέφευγαν. Πράγματι καὶ τοῦτο πάλιν ἐπενοήθη, νὰ εἶναι δηλαδὴ κοντὰ ἐκεῖ λουτρόν, διὰ νὰ ὑπόσχεται ταχεῖαν τὴν βοήθειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως κατὰ τρόπον κακοῦργον ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Νὰ ἐξεύρουν δηλαδὴ τέτοιον τόπον κοντὰ εἰς τὸ μαρτύριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἕτοιμος περιποίησις ἔμελλε νὰ ἐξουδετερώνῃ τὴν ἀντίστασιν τῶν ἀγωνιζομένων. Αὐτὸ ἀνεδείκνυε λαμπροτέραν τὴν ὑπομονὴν τῶν μαρτύρων. Διότι ὑπομονητικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, καὶ ὑπομένει τὰ δεινά!

Καθ᾿ ὃν χρόνον δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο, αὐτὸς δὲ παρετηροῦσε τὴν ἔκβασιν, εἶδε παράδοξον θέαμα· Δυνάμεις νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ τρόπον τινὰ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς στρατιώτας μεγάλα δῶρα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Αὗται εἰς ὅλους μὲν τοὺς ἄλλους ἐμοίραζαν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μονάχα ἄφησαν ἀβράβευτον, διότι τὸν ἔκριναν ἀνάξιον διὰ τὰς οὐρανίους τιμάς. Αὐτὸς ἀμέσως ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ βασανιστήρια, ἐλιποτάκτησε πρὸς τοὺς ἀντιπάλους. Ἦταν ἐλεεινὸν θέαμα διὰ τοὺς δικαίους. Ὁ στρατιώτης νὰ γίνῃ φυγάς, ὁ ὑποψήφιος διὰ τὸ βραβεῖον νὰ γίνῃ αἰχμάλωτος, τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὰ θηρία. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸν βέβαια ἦταν ὅτι καὶ ἠστόχησεν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὴν παροῦσαν, διότι ἀμέσως ἡ σάρκα μὲ τὴν ἐπαφὴν τοῦ θερμοῦ διελύθη. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἠγάπησε τὴν ζωήν, ἔπεσεν, ἠμάρτησε χωρὶς κανένα κέρδος· ὁ δήμιος ὅμως, μόλις τὸν εἶδε νὰ ξεπέφτῃ ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ λουτρόν, ἔλαβεν ὁ ἴδιος τὴν θέσιν τοῦ λιποτάκτου, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ ροῦχα του, ἀνεμίχθη μὲ τοὺς γυμνούς, κραυγάζοντας τὴν ἰδίαν φωνὴν μὲ τοὺς Ἁγίους «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ μὲ τὴν ἀπότομον μεταβολὴν ἐξέπληξε αὐτοὺς ποὺ παρίσταντο, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸν ἀριθμὸν καὶ μὲ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπαρηγόρησε τὴν λύπην των δι᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀδυναμίαν ἐκάμφθη. Ἔτσι ἐμιμήθη τοὺς στρατιώτας ποὺ ἀγωνίζονται εἰς τὴν στρατιωτικὴν παράταξιν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τὴν θέσιν αὐτοῦ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὥστε νὰ μὴ διαρραγῇ ὁ συνασπισμός τους μὲ αὐτὸν ποὺ ἔλειψε. Τέτοιαν λοιπὸν πρᾶξιν ἔκαμε καὶ αὐτός! Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, ἐγνώρισε τὴν ἀλήθειαν, προσέφυγεν εἰς τὸν Δεσπότην καὶ συνηριθμήθη μὲ τοὺς μάρτυρας. Ἐπανέλαβε τὴν πρᾶξιν τῶν μαθητῶν. Ἀπεχώρησεν ὁ Ἰούδας, καὶ εἰς τὴν θέσιν του ἦλθεν ὁ Ματθίας. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ποὺ χθὲς ἦταν διώκτης, σήμερα γίνεται κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν κλῆσιν καὶ «ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου». Ἐπιστευσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐβαπτίσθη εἰς αὐτόν, ὄχι ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν του. Ὄχι εἰς τὸ νερόν, ἀλλὰ εἰς τὸ αἷμα του.

Καὶ ἔτσι ὅταν ἐξημέρωσε, ἐνῷ ἐζοῦσαν ἀκόμη, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τὰ λείψανα ἀπὸ τὴν φωτιάν, τὰ ἔρριψαν εἰς τὸ ποτάμι, ὥστε ἡ ἄθλησις τῶν μακαρίων ἐπέρασεν ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Ἠγωνίσθησαν εἰς τὴν γῆν, ὑπέμειναν εἰς τὸν ἀέρα, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τέλος, τοὺς ἐδέχθη τὸ νερόν. Ἰδικός των εἶναι ὁ λόγος· «ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ τὸ νερόν, καὶ μᾶς ἔβγαλεν εἰς ἀνάπαυσιν». Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιέβαλαν τὴν χώραν μας, ὡσὰν κάποιοι συνεχεῖς πύργοι, προσφέροντες ἀσφάλειαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ἐχθρῶν. Δὲν περιώρισαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς ἕνα τόπον, ἀλλ᾿ ἔχουν γίνει κιόλας φίλοι εἰς πολλὰς περιοχὰς καὶ κοσμοῦν πολλὰς πατρίδας. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν ἐπισκέπτονται ὁ καθένας χωριστὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονται, ἀλλ᾿ ὅλοι μαζὶ ὡς χορός, ἡνωμένοι μεταξύ των. Ὢ τί θαῦμα! Οὔτε εἶναι ἐλλιπεῖς εἰς τὸν ἀριθμόν, οὔτε ἐπιδέχονται προσθήκην. Ἐὰν τοὺς διαιρέσῃς εἰς ἑκατόν, δὲν βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀριθμόν τους· ἐὰν εἰς ἕνα τοὺς μαζεύσῃς, καὶ ἔτσι σαράντα παραμένουν, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Διότι καὶ ἐκείνη προχωρεῖ πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάπτει, καὶ ὅλον μένει εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Καὶ οἱ σαράντα μάρτυρες καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι, καὶ εὑρίσκονται ὅλοι εἰς τὸν καθένα. Αὐτοὶ εἶναι ἡ πλούσια εὐεργεσία, ἡ χάρις ποὺ δὲν ἐξοδεύεται, εἶναι ἑτοίμη βοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς ἀπὸ δοξολογοῦντες. Τί δὲν θὰ ἔπραττες διὰ νὰ εὕρῃς ἕνα ποὺ νὰ παρακαλῇ διὰ σὲ τὸν Κύριον; Σαράντα εἶναι, ποὺ ἀναπέμπουν σύμφωνον προσευχήν. «Ὅπου εἶναι μαζευμένοι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Κύριος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς». Ὅπου ὅμως εἶναι σαράντα, ποιὸς ἀμφιβάλλει διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ θλίβεται καταφεύγει εἰς τοὺς σαράντα, αὐτὸς ποὺ εὐφραίνεται πρὸς αὐτοὺς σπεύδει· ὁ ἕνας μὲν διὰ νὰ εὕρῃ λύσιν εἰς τὰς δυσκολίας, ὁ ἄλλος δὲ διὰ νὰ διαφυλάξῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὰ πιὸ καλά, τὰ ἀγαθά. Ἐδῶ ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα συναντᾶται νὰ προσεύχεται διὰ τὰ τέκνα της, νὰ ζητῇ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὴν ξενητείαν, τὴν ὑγείαν διὰ τὸν ἄρρωστον. Τὰ αἰτήματά σας ἂς γίνουν μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας· οἱ νεαροὶ ἂς μιμηθοῦν τοὺς συνομήλικάς των, οἱ πατέρες ἂς εὐχηθοῦν νὰ εἶναι πατέρες τέτοιων παιδιῶν. Αἱ μητέρες ἂς διδαχθοῦν τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς μητρός. ἡ μητέρα κάποιου ἀπὸ τοὺς μακαρίους ἐκείνους, ὅταν ἀντικρυσε τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν κιόλας πεθάνει ἀπὸ τὸ ψῦχος, τὸ παιδί της δὲ ἀκόμη νὰ ἀναπνέῃ λόγω καὶ τῆς ρωμαλεότητος καὶ τῆς καρτερίας εἰς τὰ δεινά, καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι τὸ ἄφηναν μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, αὐτὴ ἀφοῦ τὸ ἐσήκωσε μὲ τὰ χέρια της, τὸ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι, εἰς τὸ ὁποῖον εὐρισκόμενοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὡδηγοῦντο εἰς τὴν φωτιάν, γνησία πράγματι μητέρα μάρτυρος. Δὲν ἄφησε δάκρυα ἀπρεπῆ, δὲν ἐξεστόμισε κάτι τί τὸ ταπεινὸν καὶ ἀνάξιον πρὸς τὴν περίστασιν. Ἀλλ᾿ εἶπε «βάδιζε, παιδί μου, τὸν καλὸν δρόμον, μαζὶ μὲ τοὺς συνομηλίκους σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοσκήνους. Μὴ ἀπουσιάσῃς ἀπὸ τὴν χορείαν, μὴ ἐμφανισθῇς δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸν Κύριον».

Πράγματι ὑπῆρξε βλαστάρι καλόν, ἀπὸ καλὴν ρίζαν. Ἔδειξεν ἡ γενναία μητέρα ὅτι τὸν εἶχεν ἀναθρέψει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως μᾶλλον, παρὰ μὲ τὸ γάλα της. καὶ αὐτὸς μὲν ἔτσι ἀφοῦ ἀνετράφη, ἔτσι κατευωδώθη ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ὁ δὲ διάβολος ἔφυγεν ἐντροπιασμένος. Διότι ἀφοῦ ἐξεσήκωσεν ἐναντίον αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, ὅλα τὰ εὑρῆκε νὰ νικώνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν δηλαδὴ τὴν ἀνεμοτάρακτον νύκτα, τὴν πατρίδα μὲ τὸν βαρὺν χειμῶνα, τὴν ἐποχὴν τοῦ ἔτους, τὴν γύμνιαν τῶν σωμάτων. Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερόν! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι εἰς τὰς φροντίδας, συνεργοὶ εἰς τὴν προσευχήν, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς ἐκάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑπεδέχθη. ἀνοίχθησαν εἰς σᾶς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου. Ἄξιον θέαμα εἰς τὴν Ἀγγελικὴν στρατιάν, ἀντάξιον τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. Ἄνδρες ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τῆς νεότητος ποὺ κατεφρόνησαν τὴν ζωήν, ποὺ περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὰ τέκνα τοὺς ἠγάπησαν τὸν Κύριον. Ἐνῷ διῆγον αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, περιεφρόνησαν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν διὰ νὰ δοξάσουν μὲ τὰ μέλη των τὸν Θεόν, «μὲ τὸ νὰ γίνουν θέαμα εἰς τὸν κόσμον καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους», ἐσήκωσαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἐστερέωσαν τοὺς ἀμφιβόλους, ἐδιπλασίασαν τὸν πόθον εἰς τοὺς εὐσεβεῖς. Ὅλοι, ἀφοῦ ὕψωσαν ἕνα τρόπαιον ὑπὲρ τῆς πίστεως, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ἐστεφανώθησαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Ἀπόδοσις εἰς τὴν νέαν ἑλληνικὴν ὑπὸ Βασιλείου Μουστάκη (†), 
ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1980).


 Δείτε σχετικά:

 

ΕΓΙΝΕ Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ



ΔΕΛΤΙΟN ΤΥΠΟΥ


Μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Ἐπισήμου Διαλόγου τῆς  Ἐκκλησίας Γ
.Ο.ΧἙλλάδος μετὰτῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος τῶν Ἐνισταμένωντὸ Γραφεῖο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς ἘκκλησίαςΓ.Ο.ΧἙλλάδος προβαίνει στὴν ἀκόλουθη δήλωση:

  Σήμερα 5/18 Μαρτίου 2014 στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «Ρόδον τὸ Ἀμάραντον»Πειραιῶςσυνῆλθε ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶντῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὴν Προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ.Καλλινίκου μὲ θέμα τὴν ἕνωση καὶ ἐνσωμάτωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητος τῶνἘνισταμένων στὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος.
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν διαπίστωση τῆς ἐκκλησιολογικῆς συμφωνίας καὶ τὴν ἄρση τῶνἱεροκανονικῶν ἐμποδίωνοἱ Ἐπίσκοποί της Ὀρθοδόξου Κοινότητος τῶν Ἐνισταμένων ἀποτελοῦνπλέον πλήρη καὶ κανονικὰ Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.ΧἙλλάδος.
Ἐν συνεχείαἡ Ἱερὰ Σύνοδος μὲ τὴν νέα διευρυμένη σύνθεση Αὐτῆςἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς τὰποικίλα ὀργανωτικὰ καὶ διαδικαστικὰ θέματαἀφορώντα τὸ πρακτικὸ μέρος τῆς Ἑνώσεως.
Τέλοςἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅρισε τὴν ἐρχομένη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, 10/23 Μαρτίου,Ἀρχιερατικὸ Συλλείτουργο εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Παιανίας προεξάρχοντοςτοῦΜακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κΚαλλινίκου.      

Ἐκ τοῦ Γραφείου Τύπου


ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (Δύναμη, Σημασία καὶ Θαύματά του)



«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης.
Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωμα.

Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγμα.

Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα

καὶ τῶν δαιμόνων
τὸ τραῦμα»
(Ἐξαποστειλάριον) 








Εἰσαγωγικά

Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες ὁ σταυρὸς ἦταν ὄργανο ἀτιμωτικῆς τιμωρίας καὶ φρικτοῦ θανάτου. Οἱ Ρωμαῖοι καταδίκαζαν στὴν ποινὴ τῆς σταυρώσεως τοὺς πιὸ μεγάλους ἐγκληματίες.
Σήμερα ὁ σταυρὸς κυριαρχεῖ σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν, σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς ὄργανο θυσίας, σωτηρίας, χαρᾶς, ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος. Ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «αὐτὸ τὸ καταραμένο καὶ ἀποτρόπαιο σύμβολο τῆς χειρότερης τιμωρίας τώρα ἔχει γίνει ποθητὸ καὶ ἀξιαγάπητο». Παντοῦ τὸ βλέπεις. «Στὴν ἁγία Τράπεζα, στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, στὴ θεία λειτουργία, στὰ σπίτια, στὶς ἀγορές, στὶς ἐρημιὲς καὶ στοὺς δρόμους, στὶς θάλασσες, στὰ πλοῖα καὶ στὰ νησιά, στὰ κρεββάτια καὶ στὰ ἐνδύματα, στοὺς γάμους, στὰ συμπόσια, στὰ χρυσὰ καὶ τ᾿ ἀσημένια σκεύη, στὰ κοσμήματα καὶ στὶς τοιχογραφίες... Τόσο περιπόθητο σ᾿ ὅλους ἔγινε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτὴ χάρη.»
Πράγματι, ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σὰν ὁρατό, σχηματικὸ σύμβολο, ἀλλὰ καὶ σὰν ἱερὴ χειρονομία. Τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ δεσπόζει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί ὅμως;
Γιατὶ ἀπὸ τότε, ποὺ πάνω στὸν σταυρὸ καρφώθηκε καὶ πέθανε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς τιμωρίας ἔγινε ὄργανο σωτηρίας. «... Οὐ γὰρ ἔτι καταδίκης ἐστι τιμωρία, ἀλλὰ τρόπαιον ἐδείχθη ἡμῖν σωτηρίας», λέει ἕνα τροπάριο. Τὸ ἀντικείμενο τῆς αἰσχύνης ἔγινε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς κατάρας τὸ σύμβολο, ἔγινε «ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον». Τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ θανάτου τὸ ξύλο, ἔγινε «χαρᾶς σημεῖον» καὶ «ζωῆς ταμεῖον». Καὶ ὅλ᾿ αὐτά, ἐπειδὴ πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, μαζὶ μὲ τὸ πανάχραντο σῶμα Του, ὁ Κύριος κάρφωσε καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς χάρισε «πάντα τα παραπτώματα, ἑξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον... προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῶ.»
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο μᾶς εἶχε χωρίσει ὁ διάβολος, ἐξαπατώντας τοὺς προπάτορες. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἄνοιξε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ μέχρι τὴ σταύρωση Ἐκείνου ὁ ἅδης κατάπινε ἀχόρταγα ἀκόμη καὶ τοὺς δικαίους. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει τόση δύναμη καὶ χάρη, τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού, ὅταν σταυρώθηκε, τὴ μεταβίβασε μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀκατάληπτο στὸν τίμιο σταυρό Του, ὅπως σοφὰ μᾶς λέει καὶ ἡ ὑμνολογία: «Ὁ σταυρός σου, Χριστέ, εἰ καὶ ξύλον ὁρᾶται τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ θείαν περιβέβληται δυναστείαν, καὶ αἰσθητῶς τῷ κόσμω φαινόμενος, νοητῶς τὴν ἡμῶν θαυματουργεῖ σωτηρίαν...».
Ὁ σταυρὸς λοιπὸν ἔγινε τὸ σύμβολο τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Σύμβολο, ποὺ τρέμουν τὰ δαιμόνια.

Ἡ ἀνεκτίμητη ἀξία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἂν εἶναι ὅμως πράγματι ἔτσι, γιατί τότε ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἀρνοῦνται, ἀποστρέφονται καὶ ἀτιμάζουν τὸν σταυρό; «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμίν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια...».
Πράγματι, ὁρισμένοι αἱρετικοὶ εἶναι «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ». Ὁ σταυρός, λένε, εἶναι ὄργανο ἐγκλήματος, καὶ ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία ἡ ἀπόδοση σ᾿ αὐτὸν τιμῆς. Ὑποστηρίζουν μάλιστα πὼς ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιοῦσε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι πλανεμένη. Πρῶτον, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρό, σὰν ἕνα τυχαῖο γεωμετρικὸ σχῆμα. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ τιμὴ πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔχει τὴν ἀρχή της στοὺς ἀποστολικοὺς ἤδη χρόνους. Τρίτον, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανέρωσε μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, σὲ διάφορες περιπτώσεις καὶ ἐποχές, ὅτι ὁ σταυρὸς ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του. Καὶ τέταρτον, ἐπειδὴ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔγιναν καὶ γίνονται ἐξαίσια θαύματα.
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά.

Α´. Ἡ τιμὴ στὸν σταυρὸ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη 
μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό

Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρὸ αὐτὸ καθεαυτό, ὡς ἁπλὸ σχῆμα, ἀποδεσμευμένο ἀπὸ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Αὐτὸ θὰ ἦταν πράγματι εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ τὸν τιμᾶ, ὡς τὸ σύμβολο τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει ἡ χάρη, ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἀσπάζεται καὶ τὸν προσκυνεῖ ὡς τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. 24, 30), ποὺ ἔχει προσλάβει μυστικὰ καὶ ἀκατάληπτα, ὅπως εἴπαμε, τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του.
Βλέποντας ὁ πιστὸς τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσκυνώντας τὸν «τύπον» καὶ τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ προσκυνεῖ τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. «Δὲν ἀσπαζόμαστε τὸν σταυρὸ ὡς Θεό, ἀλλὰ δείχνουμε ἔτσι τὴ γνήσια διάθεση τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο», γράφει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τίμιο Ξύλο, «προσκυνοῦμε καὶ τὸν τύπο τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ἂν καὶ εἶναι ἀπὸ διαφορετικὴ ὕλη κατασκευασμένος, ὄχι βέβαια τιμώντας τὴν ὕλη, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τὸν τύπο, ὡς σύμβολο τοῦ Χριστοῦ».
Πόσο δίκαιο ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, θὰ διαπιστώσουμε παρακάτω, ἐξετάζοντας τὴν ἁγιαστικὴ καὶ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.

Β´. Ἡ τιμὴ στὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ 
ὑπῆρχε πάντοτε καὶ ἐξαρχῆς στὴν Ἐκκλησία

Ἡ ἀρχὴ τῆς τιμῆς πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ χάνεται στὰ βάθη τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, μιὰ καὶ μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει: «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ».
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος καταδικάστηκε σὲ θάνατο σταυρικό, ὅπως ὁ Κύριος. Τόσο τιμοῦσε ὅμως τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὥστε ἱκέτευε τοὺς δημίους του: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μὲ σταυρώσετε ὄρθιο, ὅπως τὸν Χριστό μου. Ἐκεῖνος σταυρώθηκε ἔτσι γιὰ νὰ βλέπει στὴ γῆ, ἐπειδὴ θὰ πήγαινε στὸν ἅδη νὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχές, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἐμένα ὅμως νὰ μὲ σταυρώσετε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, γιὰ νὰ βλέπω τὸν οὐρανό, ὅπου πρόκειται νὰ πάω.»
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ (σχήματος Χ), ἀναφώνησε μὲ δέος καὶ συγκίνηση: «Χαῖρε, σταυρέ, ποὺ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάστηκες καὶ μὲ τὰ μέλη του, σὰν μὲ μαργαριτάρια, στολίστηκες! Πρὶν καρφωθεῖ ἐπάνω σου ὁ Κύριός μου, ἤσουν φοβερὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τώρα ὅμως ὅλοι οἱ πιστοὶ γνωρίζουν πόση χάρη εἶναι κρυμμένη μέσα σου. Ἄφοβα καὶ χαρούμενα σὲ πλησιάζω. Πρόθυμα δέξου με κι ἐσύ, τὸν μαθητὴ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ... Ὦ μακάριε καὶ παμπόθητε σταυρέ, πάρε με ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παράδωσέ με στὸν Δάσκαλό μου!».
Τὴν ἀρχαιότητα τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀπολογητές, ὁ Τερτυλλιανός (περίπου 160-220 μ.Χ.), ποὺ γράφει: «Ὁπουδήποτε κι ἂν πρόκειται νὰ φθάσουμε, γιὰ ὁπουδήποτε κι ἂν πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, ὅταν φθάνουμε καὶ ὅταν ξεκινοῦμε, ὅταν βάζουμε τὰ παπούτσια μας, ὅταν πλενόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι, ὅταν πέφτουμε στὸ κρεββάτι, ὅταν καθόμαστε στὸ σκαμνί, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια συζήτηση, κάνουμε στὸ μέτωπό μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ» (De corona 3,11).

Γ´. Ὁ Θεὸς φανερώνει μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα 
τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις, μὲ τρόπο κραυγαλέο, πὼς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε σ᾿ ἐλάχιστα παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ ἀναρίθμητα ποὺ διασώζουν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ τὰ Συναξάρια.
1. Ὁ γνωστὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (†340), σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, περιγράφει ἐναργέστατα καὶ ἀδιάψευστα τὸ πασίγνωστο περιστατικὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ φωτεινοῦ σταυροῦ στὸν Μ. Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.
2. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραπάνω ὑπερφυσικὴ φανέρωση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ἔγινε καὶ μία ἄλλη, πάλι μπροστά σε ἀναρίθμητους αὐτόπτες μάρτυρες, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Κωνστάντιος, γιὸς τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Κύριλλος. Τὸ θαῦμα διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Κύριλλος στὸν βασιλιὰ μὲ μία ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἀναφέρει ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη (7 Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς), γύρω στὴν τρίτη ὥρα (9 π.μ.), φάνηκε στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ, τεράστιο, ὁλοφώτεινο, ἐκτεινόμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Γολγοθᾶ μέχρι τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δὲν τὸ εἶδαν ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ δὲν φάνηκε γιὰ μία στιγμὴ μόνο, ἀλλὰ γιὰ ὧρες πολλὲς κρεμόταν στὸ στερέωμα. Καὶ ἦταν τόσο λαμπρό, ὥστε ξεπερνοῦσε στὴ λάμψη τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν φανερὰ μέρα μεσημέρι. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔτρεξε στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλοι ἔσπευσαν νὰ δοξάσουν μ᾿ ἕνα στόμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔχοντας τώρα διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὅτι τὸ πανευσεβὲς δόγμα τῶν χριστιανῶν δὲν στηρίζεται σὲ ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ πείθει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ στὶς ἀποδείξεις, ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θαυματουργικὲς δυνάμεις. Καὶ τὸ δόγμα δὲν κηρύσσεται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Τὴν ἀνάμνηση «τοῦ ἐν οὐρανῶ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεώς του.
3. Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος (20 Σεπτεμβρίου) ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, χάρη στὸ ὁποῖο μεταστράφηκε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνετός, ἐγκρατής, φιλάνθρωπος καὶ φιλοδίκαιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος (ποὺ λεγόταν τότε Πλακίδας) εἵλκυσε πάνω του τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε μὲ παράδοξο τρόπο. Συγκεκριμένα, ἐνῶ μιὰ μέρα κυνηγοῦσε στὸ δάσος, βλέπει ἀπὸ μακριὰ ἕνα ὡραιότατο καὶ μεγαλόσωμο ἐλάφι, πού, ἐνῶ ἔφευγε, ἔστρεφε κάθε τόσο τo κεφάλι καὶ τὸν παρατηροῦσε κατάμματα. Ὁ ἅγιος σπιρούνισε τὸ ἄλογό του γιὰ νὰ τὸ φτάσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Ἔτρεξαν πίσω του καὶ οἱ σύντροφοί του, ἀλλὰ μάταια. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προσπάθεια, γιατὶ τὰ ἄλογά τους εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Μόνο ὁ ἅγιος ἐπέμεινε νὰ καλπάζει πίσω ἀπὸ τὸ ἀκούραστο ἐλάφι. Τελικά, καταϊδρωμένοι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογό του, ἔφτασαν μπροστὰ σ᾿ ἕνα μεγάλο χάσμα. Τὸ ἐλάφι εὔκολα πήδηξε ἀπέναντι, ὅπου στάθηκε καὶ κοίταζε τὸν ἅγιο. Τὸ ἄλογο ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ πηδήξει, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει. Τότε, μὲ ἀπερίγραπτη ἔκπληξη, βλέπει ὁ ἅγιος ἀνάμεσα στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕναν ὑπέρλαμπρο φωτεινὸ σταυρό, ποὺ ἔφερε τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, καὶ ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μ᾿ εὐαρεστεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μ᾿ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, πρὶν τὸν στείλει στὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐστάθιος.
Τρία ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα παραδείγματα θεϊκῶν ἀποκαλύψεων, σχετικὰ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶναι ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω, μὲ τὰ ὁποῖα διδασκόμαστε ὅτι τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.

Δ´. Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θαυματουργεῖ

Γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ μὲ περισσότερα στοιχεῖα ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδει στὸν σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία, καὶ γιὰ νὰ φανεῖ παραστατικὰ ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ὡς σημείου τοῦ Χριστοῦ, θὰ διηγηθοῦμε παρακάτω μερικὰ σποραδικὰ θαύματα -τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων- ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς μ᾿ αὐτὸ τὸ πανίερο σύμβολο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (26 Σεπτεμβρίου) θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου), θέλοντας νὰ καταισχύνει κάποιους εἰδωλολάτρες σοφούς, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν πειράξουν, ἔφερε μπροστά τους μερικοὺς δαιμονισμένους καὶ εἶπε: «Ἢ καθαρίστε τους ἐσεῖς μὲ τοὺς συλλογισμούς σας καὶ μ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη τέχνη ἢ μαγεία θέλετε, ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλά σας, ἤ, ἂν δὲν μπορεῖτε, παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ ἐναντίον μας, καὶ θὰ δεῖτε τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ!». Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, σφραγίζοντας τοὺς δαιμονισμένους τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀμέσως ἐκεῖνοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ σηκώθηκαν θεραπευμένοι, δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὅταν ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαΐου) ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸν μηρὸ καὶ τὸν ἔριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας (1 Ἰανουαρίου), ὅταν ὁ ἀρειανὸς βασιλιὰς Οὐάλης διέταξε νὰ παραδοθεῖ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς Νίκαιας στοὺς ἀρειανούς, ζήτησε ν᾿ ἀφήσουν τὸν Θεὸ ν᾿ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ ζήτημα. Πρότεινε νὰ κλείσουν τὸν ναό, κι ἔπειτα νὰ προσευχηθοῦν, τόσο οἱ ἀρειανοί, ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι. Κι ἂν ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ὀρθοδόξων, νὰ παραμείνει σ᾿ αὐτούς. Ἀλλιῶς, ἂν δηλαδὴ ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἀρειανῶν ἢ ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀνοίξει καθόλου, νὰ τὸν πάρουν οἱ ἀρειανοί. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν αἱρετικῶν δὲν καρποφόρησαν. Ἀντίθετα, μόλις ὁ ἅγιος Βασίλειος σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὴν κλειστὴ πύλη τοῦ ναοῦ, λέγοντας, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἀμέσως ἔσπασαν οἱ μοχλοὶ κι ἀνοίχτηκαν τὰ θυρόφυλλα. Ἔτσι ἡ ἐκκλησία παρέμεινε στοὺς ὀρθοδόξους.
Ἡ ἁγία Βασίλισσα (3 Σεπτεμβρίου), ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχτηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά.
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τους ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους, ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος (20 Μαΐου).
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (28 Μαΐου) καὶ ὁ ἅγιος Ζαχαρίας ὁ σκυτοτόμος (17 Νοεμβρίου) ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Ἀλλὰ δὲν ἔχουν τέλος τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ!
Ἕνα διαρκές, ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἀληθείας, ἔχει αὐτὸ τὸ θεϊκὸ δῶρο καὶ προνόμιο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει ἁγιασμό. Μὲ τὴ σταυροειδὴ εὐλογία τοῦ ἱερέως καὶ τὴν τριπλῆ σταυροειδὴ βύθιση τοῦ σταυροῦ στὸ νερό, αὐτὸ ἁγιάζεται καὶ γίνεται «ἰαματικὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, καὶ πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν», ἐνῶ, ἐπιπλέον, παραμένει ἀκέραιο καὶ ἀναλλοίωτο μέσα στὸν χρόνο!
Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὅταν γράφει: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιὰ τοῦ ἀκόμα μόνη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σκέπη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Γι᾿ αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸν σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια.»

Ἡ ἀξία τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 
καὶ ἡ ἀνάγκη συχνότατης χρήσης του ἀπὸ τοὺς πιστούς

Μὲ ὅλα ὅσα πολὺ συνοπτικὰ ἐκθέσαμε ὡς ἐδῶ αἰτιολογεῖται καὶ κατανοεῖται ἀπόλυτα ἡ μεγάλη τιμή, μὲ τὴν ὁποία περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς καὶ ἡ συχνότατη χρήση του, τόσο στὴ θεία λατρεία, ὅσο καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν:
Σ᾿ ὅλες τὶς κινήσεις τοῦ λειτουργοῦ, κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», κυριαρχεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Σ᾿ ὅλες τὶς λατρευτικὲς πράξεις καὶ τελετές, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ εὐλογία, κατὰ τὴν ἄγραφη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ σχηματίζεται ἀπὸ τὸν ἱερέα «σταυροῦ τύπος».
Ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτυπωμένο: στὴ ναοδομία, στὴν εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ διακοσμητική, στὰ λειτουργικὰ βιβλία, στὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ σκεύη...
Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὅλοι οἱ πιστοὶ διαφυλάσσουμε, ὡς πολύτιμη πνευματικὴ καὶ ἁγιαστικὴ παρακαταθήκη, τὴν ἱερὴ συνήθεια τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.
Οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ κάνουν πολὺ συχνὰ τὸν σταυρό τους: Τὸ πρωί, ποὺ σηκώνονται ἀπὸ τὸν ὕπνο. στὴ διάρκεια ὅλων των προσευχῶν τους. ὅταν φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι τους. ὅταν περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ ἱεροὺς ναούς. ὅταν ἀρχίζουν κάποια ἐργασία, ὅταν τελειώνουν τὴν ἐργασία, πρὶν πιοῦν νερὸ ἢ ἄλλο ποτό, πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητό, μετὰ τὸ φαγητό, πρὶν κατακλιθοῦν γιὰ ὕπνο, ὅταν ἀκούσουν, εἴτε εὐχάριστη, εἴτε δυσάρεστη εἴδηση... Σὲ κάθε περίσταση, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ!... Ἡ ἡμέρα τοῦ πιστοῦ ἀρχίζει -καὶ πρέπει ν᾿ ἀρχίζει- μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τελειώνει μὲ τὸν σταυρό! Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα, ἡ νύχτα του ἀρχίζει καὶ τελειώνει πάλι μὲ τὸν σταυρό!
Πολλὲς φορὲς ἐπίσης οἱ χριστιανοὶ καταφεύγουν στὸν ναό, ἀναζητώντας τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ τοὺς «σταυρώσει», δηλαδὴ νὰ τοὺς εὐλογήσει σταυροειδῶς (εἴτε μὲ σταυρό, εἴτε μὲ ἄλλο ἱερὸ σκεῦος ἢ ἄμφιο), προκειμένου νὰ ἐνισχυθοῦν ἐναντίον τῶν πειρασμῶν ἢ ν᾿ ἀνακουφιστοῦν ἀπὸ κάποια ἀσθένεια.
Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, σημείου τοῦ παντοδυνάμου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τόσο μεγάλη ἡ χάρη, ποὺ περικλείει μυστικὰ μέσα του! Ὅπως συνοπτικὰ καὶ παραστατικὰ διατυπώνει ὁ ἅγιος Μακάριος Μόσχας (†1563), «πολλὲς φορὲς ἕνα καὶ μόνο σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ποὺ γίνεται μὲ πίστη καὶ ἔντονα βιώματα, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ πολλὰ λόγια προσευχῆς μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Ὑψίστου. Σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει τὸ φῶς, ποὺ καταυγάζει τὴν ψυχή, ἡ ἰαματικὴ δύναμη, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενήματα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ἡ μυστικὴ δύναμη, ποὺ ἀντιδρᾶ σὲ κάθε βλάβη. Ταράζουν τὴν ψυχή σου ἀκάθαρτοι λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίες; Περιτειχίσου μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, διπλασίασε καὶ τριπλασίασε αὐτὸ τὸ τεῖχος, καὶ οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ θὰ δαμαστοῦν. Κατατυραννιέται ἡ καρδία σου ἀπὸ τὴ μελαγχολία καὶ τὴ θλίψη; Σὲ κυριεύει ὁ φόβος ἢ σὲ περιστοιχίζουν οἱ πειρασμοί; Αἰσθάνεσαι τὶς πονηρίες τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν; Καταφύγε σ᾿ αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ, καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς θὰ ξαναγυρίσει, οἱ πειρασμοὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἡ παρηγορία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη θὰ πλημμυρίσουν τὴν καρδία σου.»

Γιατί δὲν ἀπολαμβάνουμε πάντοτε 
τὴν εὐλογία τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ;

Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως, εὔλογα μᾶς γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Ἂν ἔχει τόση χάρη καὶ τόση δύναμη τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί δὲν μποροῦμε κι ἐμεῖς ὅλοι ν᾿ ἀπολαύσουμε πάντοτε τὶς εὐλογίες καὶ τὶς δωρεές του;
Δὲν εἶναι δύσκολη ἡ ἀπάντηση: Ἐπειδὴ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε σωστά, ὅπως πρέπει, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε ἐνδεικτικὰ μόνο σὲ τέσσερις αἰτίες:
α) Ἴσως ἐπειδὴ εἴμαστε ὀλιγόπιστοι καὶ χλιαροί. Δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ ζωντανὴ πίστη στὸν ἐσταυρωμένο Κύριο καὶ στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ σταυροῦ Του.
β) Ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη. Ἔτσι, ἂν ὁ Κύριος ἐνεργοποιήσει τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ Του, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πέσουμε σὲ ὑπερηφάνεια, θεωρώντας τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς θείας δυνάμεως ὡς δικά μας κατορθώματα.
γ) Ἴσως γιὰ τὴ σκληροκαρδία, τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἀμετανοησία μας. Ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πρέπει, «νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ ἀμόλυντο, καὶ τότε, ὡσὰν κάνωμεν τὸν σταυρόν, κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Εἰδὲ καὶ εἴμεσθεν μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίες, δὲν πιάνεται ὁ σταυρός, ὅπου κάνωμεν... [καὶ τότε] οἱ δαίμονες δὲν φοβοῦνται.»
δ) Τέλος, ἴσως ἐπειδὴ δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σωστά, μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ἔχει παραδώσει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, προσβάλλοντας ἔτσι τὴν ἱερότητά του καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε πολύ. Πάρα πολύ. Ὅλοι μας -κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ- εἴμαστε ἔνοχοι, ἄλλος λίγο, ἄλλος πολύ, γιὰ ἀπρόσεκτη ἢ μηχανικὴ ἢ καὶ ἀσεβῆ ἐκτέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ σῶμα μας.
Ὁρισμένοι κινοῦν βιαστικὰ τὸ χέρι πάνω στὸ στῆθος ἢ καὶ στὸν ἀέρα, χωρὶς ν᾿ ἀκουμποῦν καθόλου τὸ σῶμα τους, ἄλλοτε σχηματίζοντας τρίγωνο ἢ Χ, καὶ ἄλλοτε παίζοντας, θαρρεῖς, κιθάρα. Πῶς νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς μιὰ τέτοια ἄσκοπη καὶ ἀκατανόητη κίνηση, ποὺ φτάνει στὰ ὅρια τῆς βλασφημίας; Βαρύς, μὰ ἀληθινός, εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ γράφει κάπου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος κινεῖ τὸ χέρι τῶν ἀπρόσεκτων αὐτῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ χλευάσει τὸ πανίερο σύμβολο τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ γιὰ νὰ κολάσει τοὺς ἰδίους!
Κάποιοι χριστιανοὶ πάλι πέφτουν σὲ ἄλλο σφάλμα. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, στέκονται συνήθως σὲ ἐμφανῆ σημεῖα, καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ σὲ ὅλους, μὲ κούφια ἐπιδεικτικότητα, λυγίζουν τὴ μέση σὲ βαθιὲς μετάνοιες, ἁπλώνουν ἀνεξέλεγκτά τα χέρια πέρα-δῶθε καὶ σταυροκοπιοῦνται μὲ κινήσεις πληθωρικές, ἀδιάκριτες, κάποτε μάλιστα καὶ γελοῖες...
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη κατηγορία χριστιανῶν, ποὺ ἀποφεύγουν ἐντελῶς νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μάλιστα δημόσια. Εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ντρέπονται νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ στὸν σταυρό Του. Φοβοῦνται τὴν εἰρωνεία, τὴν περιφρόνηση, τὴ χλεύη τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. Ἀγαποῦν, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἂν ἀνήκουμε σ᾿ αὐτούς, ἂς θυμηθοῦμε τὴν παραγγελία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτω», καθὼς καὶ τὴ σοβαρὴ προειδοποίηση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.» Καί, πέρα ἀπ᾿ αὐτά, ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι στεροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ ἕνα πανίσχυρο ὅπλο κατὰ τῶν πειρασμῶν, τῶν παθῶν, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν δαιμόνων. Ἂς προσέξουμε τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Μὴ ντρεπόμαστε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἄλλος ντρέπεται καὶ τὸν κρύβει, ἐσὺ κάνε φανερὰ τὸν σταυρό σου, γιὰ νὰ δοῦν οἱ δαίμονες τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ, καὶ νὰ φύγουν μακριά, τρέμοντας. Κάνε μάλιστα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ συχνά, εἴτε τρῶς, εἴτε πίνεις, εἴτε κάθεσαι, εἴτε ξαπλώνεις, εἴτε σηκώνεσαι, εἴτε μιλᾶς, εἴτε περπατᾶς, δηλαδὴ σὲ κάθε περίσταση. Γιατὶ ὅποιος σταυρώνεται ἐδῶ στὴ γῆ, βρίσκεται νοερὰ πάνω στὸν οὐρανό... Εἶναι μεγάλο τὸ φυλακτήριο. Δωρεὰν τὸ παίρνουν οἱ φτωχοὶ καὶ ἄκοπα οἱ ἄρρωστοι, ἐπειδὴ ἡ χάρη τοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Σημάδι εἶναι τῶν πιστῶν καὶ φόβος τῶν δαιμόνων.»

Πῶς κάνουμε σωστὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ;

Πῶς ὅμως θὰ γίνει καὶ γιὰ μᾶς φυλακτήριο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Πῶς θὰ γίνει στὰ χέρια μᾶς φόβητρο τῶν δαιμόνων; Ἂν τὸ κάνουμε σωστά! Ἂν τὸ κάνουμε, ὅπως μᾶς παραδίδει καὶ μᾶς διδάσκει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ μὲ πίστη, εὐλάβεια, συναίσθηση, ἱεροπρέπεια, ταπείνωση καὶ διάκριση.
Πῶς δηλαδή;
Ἀρχικὰ ἑνώνουμε τὰ τρία πρῶτα δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, ὀμολογώντας ἔτσι τὴν πίστη μας σ᾿ ἕνα Θεό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα -ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα-, ὁμοούσια, ἑνωμένα μεταξύ τους «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως». Τὰ ἄλλα δύο δάκτυλα, ποὺ ἀκουμποῦν στὴν παλάμη, συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις, δύο θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο κάνουμε μιὰ συμβολικὴ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ποὺ βάσεις καὶ θεμέλιά της ἀποτελοῦν τὸ τριαδολογικὸ καὶ τὸ χριστολογικὸ δόγμα.
Μετὰ φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, τὴ σωματικὴ περιοχὴ τῆς διανοητικῆς λειτουργίας, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ μ᾿ ὅλη τὴ διάνοιά μας, καὶ ὅτι ἀφιερώνουμε σ᾿ Αὐτὸν ὅλες τὶς σκέψεις μας.
Τὸ χέρι ἔρχεται κατόπιν στὴν κοιλιά. Ἔτσι δηλώνουμε συμβολικὰ ὅτι προσφέρουμε στὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ ὅλα τα συναισθήματά μας.
Τέλος, φέρνουμε τὸ χέρι στοὺς ὤμους, πρῶτα στὸν δεξιὸ καὶ μετὰ στὸν ἀριστερό, ὀμολογώντας ἔτσι ὅτι καὶ κάθε σωματική μας δραστηριότητα ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον.
Μιὰ ἄλλη συμπληρωματικὴ ἑρμηνεία, θεολογικώτατη μέσα στὴν ἁπλότητά της, μᾶς δίνει στὴν πέμπτη διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὃ Αἰτωλός:
«Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον πὼς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τί πρέπει νὰ κάμῃς καὶ ἐσύ; Σμίγεις τὰ τρία σου δάκτυλα μὲ τὸ δεξιὸν τὸ χέρι σου καί, μὴν ἠμπορώντας νὰ ἀνεβῇς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὸ χέρι σου εἰς τὸ κεφάλι σου, διότι τὸ κεφάλι σου εἶναι στρογγυλὸ καὶ φανερώνει τὸν οὐρανόν, καὶ λέγεις μὲ τὸ στόμα: Καθὼς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τὴν ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγώ, ὡς δοῦλος ἀνάξιος, δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν ἁγίαν Τριάδα. Καὶ καθὼς αὐτὰ τὰ δάκτυλα εἶναι τρία -εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καὶ μαζὶ- ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καὶ ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τὸ χέρι σου ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὸ βάνεις εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ λέγεις: Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις πάλιν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὰ δεξιὰ μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλι εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον, λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλῃς εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα, κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω ὅτι, καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνεις τὴν Ἀνάστασιν, καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πὼς ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός.»

Συμπέρασμα

Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὰ παραπάνω, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κλείνει μέσα του ὅλα τα σωτηριώδη γεγονότα, ποὺ οἰκονόμησε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν «πεπτωκότα» ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι σημεῖο σωτήριο, σημεῖο ζωοποιό, σημεῖο ἁγιαστικό, «νικοποιὸν ὅπλον» (ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων), «τῶν κακῶν ἀλεξιτήριον» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης), «κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἂς τὸ χρησιμοποιοῦμε λοιπόν, ὅσο μποροῦμε πιὸ συχνά, ἀγιάζοντας μ᾿ αὐτὸ κάθε πτυχὴ τῆς καθημερινῆς καὶ τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
2011

*  Κορυφαῖο θαῦμα εἶναι ἡ ἐμφάνιση τό 1925 τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν Οὐρανό, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας ἐπί τῆ ἑορτῆ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στόν Ὑμηττό. 
Τόν φωτεινό Σταυρό εἶδαν πάνω ἀπό 2.000 πιστοί πού συμμετεῖχαν στήν ἀγρυπνία, ἐνῶ ἦτο ὁρατός στά περίχωρα καί στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν πλέον τῆς ἡμίσειας ὥρας. Τό γεγονός δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα ΣΚΡΙΠ.

Δείτε σχετικά: 

ΟΙ ΕΠΤΑ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ




Ἀπ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ λατρευτοῦ μας Χριστοῦ ξαπλώθηκε πάνω στὸ Σταυρό, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ σταυρωμένη ἀγάπη παρέδωσε τὸ πνεῦμα, ἑπτὰ λόγοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ ἄκακο ἐκεῖνο στόμα του. Καὶ εἶναι δικό μας καθῆκον νὰ ἀκούσουμε καὶ σήμερα μὲ ἱερὸ δέος αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὄχι μόνο γιατί εἶναι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ πρέπει νὰ τὰ θυμόμαστε συχνά, ἀλλὰ καὶ γιατί ἀποτελοῦν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὴν διαθήκη Του, τὴν ἔκφρασι τῆς μεγίστης Του δωρεᾶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσι ὅλης της διδασκαλίας Του. 

* **

Ο Πρώτος Λόγος  ἀκούσθηκε τὶς πρῶτες κιόλας Στιγμές Της σταυρώσεως. Κι ἐνῶ πάνω σὲ κεῖνον τὸν λόφο ἀποκορυφώνεται ἡ ἔσχατη κραιπάλη καὶ μανία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ καρφώνουν, βρίζουν καὶ βλασφημοῦν τὸν Ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνος ἐκδηλώνει ἀνάμεσα ἀπ τοὺς φρικτοὺς πόνους τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς Τοῦ τὴν ὑπέρτατη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς παραστρατημένους. «ΠΑΤΕΡ, ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ, ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ » . Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντησί Του στὴν ἀνθρώπινη κακία. Στὴν ἄβυσσο τῆς ψυχικῆς πυρώσεως, ἀντιπαρατάσσεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας συγγνώμης, ποὺ βρίσκει, στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες, λόγους ἀφέσεως καὶ μεσιτείας γιὰ κείνους πού, ἐκτροχιασμένοι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἔκδικησεως καὶ τοῦ φθόνου, εἶχαν αὐτοκαταδικασθῆ στὴν ἴδια τὴν ταλαίπωρη συνείδησί τους, τὴν βάναυσα κακοποιημένη. Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ καὶ ἐπικύρωσις τοῦ μοναδικοῦ στὸν κόσμον ὅλο κηρύγματος ποὺ ἀκούσθηκε ποτὲ στὸν πλανήτη μας. Τοῦ κηρύγματος τῆς ἀφειδώλευτης καὶ γνήσιας ἀγάπης πρὸς ὅλους, καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς μας. Ἦταν μία δέησι καὶ ἱκεσία, μὲ ἐπίκλησι σὰν ἐλαφρυντικοῦ της ἀγνοίας, ὑπὲρ τῶν διωκτῶν καὶ δημίων Του, ἔτσι γιὰ νὰ ἀντηχεῖ ἔκτοτε σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς ὁ ἀπόηχός της, ἐμπνέοντος τὶς μυριάδες τῶν χριστιανῶν, ποὺ θὰ ἤθελαν, μιμούμενοι τὸν ἀρχηγό Τους, νὰ δείξουν πὼς μποροῦν νὰ νικοῦν τὸ κακὸ μὲ τὸ καλό, τὴ μοχθηρία μὲ τὴν ἀγάπη, τὸ συμφέρον μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια.

***

Ο δεύτερος Λόγος  ΤΟΥ Σταυρού ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΜΙΑ Απάντησις Φωνή μετανοίας ΚΑΙ πίστεως. Στὴ φωνὴ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ μπροστὰ στὴν ὑπέρτατη κένωσι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πραγματικές της διαστάσεις τὴν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας Του. «ΑΜΗΝ, ΛΕΓΩ ΣΟΙ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ ΕΜΟΥ ΕΣΗ ΕΝ ΤΩ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩ». Ποιά, ἄραγε, πιὸ αὐθεντικὴ μαρτυρία περιμένουν ν ἀκούσουν ἢ νὰ βροῦν ποτέ, ὅσοι μὲ δυσπιστία στέκονται μπροστὰ στὴ μεταθανάτια ὀντολογικὴ πραγματικότητα? Καὶ πόσους, ἀλήθεια, θὰ καταδικάση καὶ ἡ μετάνοια ἡ ἔστω ὄψιμος καὶ ἡ πίστις τοῦ ληστοῦ αὐτοῦ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παρὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἰησοῦ μένουν ἀκόμη ἄπιστοι. Ὢ ναί. Ὅταν τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου διασκελίζει πρῶτος ἕνας μέγιστος ἁμαρτωλὸς ἀνανήψας ἐγκαίρως, ποιὸς ἀπὸ μᾶς τοὺς ταλαίπωρους ἁμαρτωλούς της ζωῆς θὰ βρεῖ ποτὲ δικαίωσι γιὰ τὴν ἐμμονή του στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως? Γιατί τὸ παράδειγμα τοῦ ληστοῦ ὄχι μόνο βεβαιώνει τὴν ὕπαρξι τῆς οὐράνιας Βασιλείας, ἀλλὰ καὶ πείθει πὼς ὅλοι, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, ἔχουν δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν αἰωνιότητα ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουν καὶ ἀνάλογα νὰ πράξουν ὅσο εἶναι καιρός.

***

Καθὼς ΤΩΡΑ ΓΙΑ  Τρίτη ΦΟΡΑ  ἀνοίγει τό στόμα Του Ο Ἐσταυρωμένος ἀφήνει ΝΑ ξεπηδήσουν λόγοι στοργής ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ προνοίας ΜΗΤΕΡΑ Του. «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ: . ΓΥΝΑΙ, ΙΔΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ΙΔΟΥ το η Μήτηρ ΣΟΥ ». Καμιὰ μητέρα στὸν κόσμο δὲν ἔδειξε τόση στοργὴ γιὰ τὸ παιδί της, καὶ καμιὰ μητέρα δὲν δέχθηκε τόση στοργὴ ἀπὸ τὸ παιδί της, ὅσο ἡ Παναγία. Κι ἔπρεπε στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες τῆς μεγάλης Του ὀδύνης νὰ μιλήσει τόσο εὔγλωττα ὁ Ἰησοῦς, γιὰ ν ἀφήση σὰν παρακαταθήκη σὲ ὅλους μας τὴν ἀνάγκη γιὰ ἰσόβιο σέβας καὶ φροντίδα γιὰ κείνους, ποὺ μᾶς χάρισαν τὴ ζωή. 

***

Ὁ τέταρτος λόγος  . τοῦ Χριστοῦ ἀπ τὸν Σταυρὸ ἔχει μίαν ἀνείπωτη τραγικότητα καὶ δυσθεώρητο βάθος καὶ πλάτος «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑ ΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ?». Αὐτὸς εἶναι ὁ δυσκολότερος λόγος, ποὺ κρύβει μέσα του ὠκεανὸ θεολογίας. Πολλοὶ τὸν ἐξήγησαν σὰν ξέσπασμα ἀπελπισμοῦ. Ἄλλοι σὰν γογγυσμὸ καὶ ἄλλοι σὰν ἀπογνώσεως φωνή. Ὄχι. Ὁ Κύριος δὲν ἐγόγγυσε ὅταν τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ φίλοι, οὔτε ὅταν τὸν κατεδίκασαν ἀδίκως, οὔτε ὅταν τὸν ἐμαστίγωσαν. Παραπονεῖται τώρα γιὰ κάτι ποὺ τοῦ κοστίζει ἀκριβά. Κι αὐτὸ εἶναι ὁ χωρισμός Του, ἔστω καὶ πρόσκαιρος, ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἕνας χωρισμὸς ποὺ ὀφείλεται στὴν ἁμαρτία, ποὺ θεληματικὰ σηκώνει στοὺς ὤμους Του ὁ ἀναμάρτητος. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει σὲ μία του ἐπιστολὴ πὼς ὁ Χριστὸς ἔγινε γιὰ χάρι μας κατάρα. Καὶ ἡ ἔκφρασις αὐτῆς τῆς κατάρας φάνηκε στοὺς λόγους Του αὐτούς, ποὺ εἶναι ἕνα αὐθόρμητο .ξέσπασμα ψυχικοῦ πόνου γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι τοῦ Πατέρα, γιὰ τὸ ἀβυσσαλέο χάσμα ποὺ ἀνοίγει ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεὸ ἡ ἁμαρτία. Καὶ νὰ σκεφθῆ κανεὶς μὲ πόση εὐκολία ἐμεῖς δουλεύουμε στὴν ἁμαρτία καὶ ἀψηφοῦμε αὐτή της τὴν συνέπεια.

***

ΜΙΑ ΚΑΙ μονή λέξις ΕΙΝΑΙ Ο κατὰ σειρὰν  πέμπτος Λόγος  ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Μικρὴ ἀλλὰ περιεκτική. «ΔΙΨΩ». Ἦταν μία δίψα βασανιστική, σωματικὴ δίψα, ἀπότοκός της αἱμορραγίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰ ἦταν καὶ μία ἄλλη ψυχικὴ δίψα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἡ δίψα νὰ ἰδῆ τὰ ἀποστατήσαντα παιδιά Του νὰ ἐπιστρέφουν κοντά Του. Ἡ δίψα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν σταυρωτῶν Του, γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ἀξιοποίησι τῶν νέων, γιὰ τὴν ἀνάδειξι ἐκλεκτῶν ποιμένων στὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ τὴν παγίωσι τῆς εἰρήνης στὸν κόσμο. Ἦταν δίψα γιὰ πνευματικὲς κατακτήσεις, γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀγάπης παντοῦ, γιὰ τὴν στερέωσι τῆς πραγματικῆς δικαιοσύνης στὶς διανθρώπινες καὶ διεθνεῖς σχέσεις, γιὰ τὴ θεμελίωσι τοῦ πολιτισμοῦ πάνω στὴν κρηπίδα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, γιὰ τὴν ἀναχαίτισι τοῦ βαρβαρισμοῦ, γιὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς ἀλήθειας. Ἦταν ἀκόμα δίψα γιὰ τὴ δικαίωσι τῶν ἀνθρώπινων προσδοκιῶν, γιὰ τὴν κατίσχυσι τῆς ἀρετῆς, γιὰ τὴ λάμψι τοῦ φωτὸς στὴν οἰκουμένη. Κι εἶναι ὥρα τώρα νὰ διερωτηθοῦμε ἂν ὕστερα ἀπὸ 2.000 χρόνια σήμερα μποροῦμε νὰ λέμε πὼς αὐτή Του ἡ δίψα ἔσβησε, ἢ ἂν ἀντίθετα τὰ γεγονότα μᾶς ἀναγκάζουν νὰ παραδεχθοῦμε πὼς ὁ Ἰησοῦς καὶ σήμερα ἀκόμα διψάει ...

***
«ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ». Εἶναι ὁ προτελευταῖος,  ακινήτου Εκτός Λόγος  Της ἀγωνίας ΤΟΥ Σταυρού. Ὅλα πιὰ ἐτελείωσαν. Τὸ φοβερὸ μαρτύριο, μὲ τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς εἰρωνεῖες, τὸ μαστίγωμα, τὴν προδοσία, τὴν ἐγκατάλειψι, τοὺς πόνους, τὴ χολή. Τὸ ποτήρι τῆς πίκρας τὸ ἤπιε μέχρι τέλους. Ὅλα πιὰ τέλειωσαν. Τὸ γιγάντιο ἔργο τῆς λυτρώσεως. Ὁ διάβολος νικήθηκε. Ὁ νόμος παρῆλθεν, ἡ χάρις ἐξέλαμψεν, ὅπως ψάλλει ἐπινίκια ἡ Ἐκκλησία. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἐξηγόρασε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ὅλα τώρα τέλειωσαν. Οἱ προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα, τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα ἔγινε, ὁ κόσμος ὅλος σώθηκε. Καὶ δὲν μένει πιὰ παρὰ ὁ τελευταῖος λόγος.

***


« ΠΑΤΕΡ, ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ ». Αὐτὸς Ο Λόγος ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ Φωνή θριάμβου. Μὲ αὐτὴν ὁ Χριστὸς διακηρύσσει πὼς νίκησε τὴν ἁμαρτία. Ἀποθνήσκει ὄχι γιατί τὸ θέλουν οἱ ἐχθροί Του, ἀλλὰ γιατί τὸ θέλησεν αὐτός. Καὶ τώρα παραδίδοντας τὸ σῶμα Του στὸν θάνατο, γίνεται ὁ ἴδιος κυρίαρχός του θανάτου. Γι αὐτὸ τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος γίνεται Ζωή, ποὺ διοχετεύεται στὶς ἀγωνιζόμενες ψυχὲς καὶ χαρίζει τὴ δυνατότητα τῆς νίκης στὴν κονίστρα τῆς ζωῆς.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ποιος νηστεύει; Αυτός που τρώει δύο πιάτα φασολάδα άλαδη ή αυτός που τρώει μόνο ένα αυγό;




Ποιος νηστεύει καλύτερα, πάτερ, σε περίοδο νηστείας, αυτός που τρώει δυο πιάτα ανάλαδη φασουλάδα, χαλβά κ.λπ., ή αυτός που τρώει ένα αυγό σφικτό;

Χωρίς περιστροφές ο Γέροντας απάντησε:

-Ο πρώτος! Ο δεύτερος κάνει απλώς δίαιτα.

Και το αιτιολογούσε:
-Η νηστεία έχει δύο στόχους: την άσκηση εγκρατείας στο σώμα δια του περιορισμού των πλούσιων σε θρεπτικές ουσίες τροφών, και τη συμμόρφωση στις εντολές της Εκκλησίας, που αποτελεί άσκηση για την ψυχή.

Αυτός ο οποίος τρώει ένα αυγό σε περίοδο νηστείας, χωρίς να υπάρχουν λόγοι υγείας, οπωσδήποτε αθετεί την εντολή της Εκκλησίας.

Σαν αυτούς που επιδιώκοντας να έχουν για λόγους καλής διατροφής ένα ποικίλο διαιτολόγιο τρώνε Τρίτη και Πέμπτη όσπρια και λαχανικά, ενώ Τετάρτη και Παρασκευή αρτύσιμα.

Η περιφρόνηση αυτή προς την Εκκλησία είναι προκλητική, δεδομένου ότι η συμμόρφωση προς τα καθιερωθέντα από αυτήν είναι και ανέξοδη και εύκολη.
Να τρώνε δηλαδή Τρίτη και Πέμπτη αρτύσιμα και Τετάρτη και Παρασκευή τα νηστίσιμα. Έτσι και το αποτέλεσμα από απόψεως διατροφής θα ήταν το ίδιο και δεν θα γινόταν καταπάτηση της νηστείας. Είναι προφανές ότι υπάρχει παχυλή άγνοια και αδιαφορία για ό,τι έχει θεσπίσει η Εκκλησία, αν δεν υπάρχει το ακόμη χειρότερο, εωσφορική οίηση.

Εννοείται ότι ο Γέροντας δεν ευνοούσε την πολυφαγία σε νηστήσιμες τροφές ή τα πολυτελή και εξεζητημένα εδέσματα κατά της περιόδους της νηστείας, έστω κι αν αυτά κατατάσσονται στις νηστίσιμες τροφές.

Πάντοτε συνιστούσε λιτότητα, ανεξαρτήτως αν υπήρχε νηστεία ή όχι, και σε μοναχούς και σε λαικούς. Προέβαλλε μάλιστα συχνά προς έλεγχον τον βασανιστικό αυτοπεριορισμό περί το φαγητό, στον οποίο υποβάλλονται τακτικά κοσμικοί άνθρωποι για να διατηρούν τη σιλουέττα τους, και βέβαια όχι από λόγους υγείας αλλά επιδείξεως....

“ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ “

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος - Ἡ Ὀρθοδοξία Πολεμουμένη Νικᾶ




Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ  Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως  Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν,  Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ  Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ  Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς  Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ  Ἰσραήλ. Ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.



Aδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσ­­καιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰ­­γύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προ­­φητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρί­σθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑ­­­στερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρη­μίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.









[Ὁμιλία κατά τήν ἐκδήλωση ἑορτασμού τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας 2014, στήν αἴθουσα ἐκδηλώσεων τοῦ Ὀργανισμοῦ Λιμένος Πειραιῶς]


Τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος Γ.Ο.Χ. κ. ΦΩΤΙΟΥ 

«Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ», εἶναι ἡ περίφημη φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Πράγματι, πόση ἀλήθεια περικλείεται μέσα σ’ αὐτό τὸ τόσο σύντομο ρητό! Ἤδη ἀπὸ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ ἡ Ἐκκλησία τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπολεμήθη. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τοὺς Δικαίους: «Ἐπιλείψει γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος, περὶ Γεδεῶν, Βαράκ τε, καὶ Σαμψῶν, καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουήλ, καὶ τῶν Προφητῶν, Οἳ [οἱ ὁποῖοι] διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων, Ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν, ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πείραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς, ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν [δηλαδὴ πριονίσθηκαν, ὅπως ὁ Προφήτης Ἡσαΐας], ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν [δηλαδή, περιπλανήθηκαν φορῶντας προβιές καί δέρματα ζώων, ὅπως οἰ Προφῆτες Ἠλίας καὶ Ἐλισαῖος], ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, (ὧν οὐκ ἣν ἄξιος ὁ κόσμος) [τῶν ὁποίων δὲν ῆταν ἄξιος ὁ κόσμος] ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι, καὶ ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις, καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ΙΑ’ 32-38). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διηγεῖται τόν πόλεμο καὶ τοὺς διωγμοὺς πού δέχθηκαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια. Ἀνέφερε
δειγματολειπτικῶς ὁρισμένα παραδείγματα Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ πολεμήθηκαν.  Γι’ αὐτὸ καὶ λέγει στὴν ἀρχή «Ἐπιλείψει γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος».  Οἱ Προφῆτες ὅσο καὶ ἄν πολεμήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἐποχῆς τους δὲν ἔπαυσαν νὰ προφητεύουν –μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους- περὶ τοῦ ἐπερχομένου Χριστοῦ καὶ πράγματι, ὁ Υἱός καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦλθε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. Οἱ Προφῆτες βγῆκαν ἀληθινοί καί ἡ ἀλήθεια ἐνίκησε.

          Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς, ἡ ἐνυπόστατος Ἀλήθεια, ἐγεννήθη ὡς ἄνθρωπος,  ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐπολεμήθη. Ὁ Ἡρώδης τὸν ἀναζητοῦσε ὡς νεογέννητο βρέφος γιὰ νὰ τὸν θανατώσει καὶ συνέβησαν ἡ φυγὴ εἰς Αἴγυπτον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ θανάτωσις τῶν βρεφῶν. Ἀλλὰ ὁ μὲν Ἡρώδης εἶχε φρικτὸ τέλος, ὁ δὲ διωκώμενος ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία Χριστὸς, ἐπέστρεψε καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ἡμῶν.

          Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπολεμήθη ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσυκοφαντήθη, ὡς πλάνος, ἐπαναστάτης, δαιμονισμένος καὶ βλάσφημος καὶ ὁδηγήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς στὸν Σταυρό. Ἀκολούθησε ὅμως ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ ἡ Ἀνάσταση.

          Σ’ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ νομοτέλεια ἀναφερόμεθα σήμερα, ἀγαπητοὶ μου αδελφοί, ἐκφωνοῦντες τὸν πανηγυρικὸν τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπὶ τῶν αἱρέσεων, ἐνθυμούμενοι παραδείγματα ἀπὸ τὸ παρελθόν, λαμβάνοντες δύναμη γιὰ τὸ παρόν καὶ ἀποκτοῦντες ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον.

          Σ’ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ νομοτέλεια ἀναφέρθηκε ὁ Χρυσορρήμων Ἱερὸς πατὴρ, λέγοντας περὶ τῆς Ἐκκλησίας αὐτὰ τὰ μελίρρυτα ρήματα, τὰ ὁποῖα ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπαναλάβω αὐτούσια μέ ταυτόχρονη ἑρμηνεία:

«Ἐκκλησίας οὐδέν ἴσον. Μή μοι λέγε τείχη καὶ ὅπλα· τείχη μὲν γὰρ τῷ χρόνῳπαλαιοῦνται, ἡ Ἐκκλησία δὲ οὐδέποτε γηρᾷ. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίνονται [νικοῦν]. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος [καύχηση] τὰ ῥήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τῶν οὐρανῶν ἀναβέβηκε. Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται [θριαμβεύει]· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν [πληγές]· κλυδωνίζεται, ἀλλ' οὐ
καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ' οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ' οὐ νικᾶται. Διὰ τί οὖν συνεχώρησε τὸν πόλεμον; Ἵνα δείξῃ λαμπρότερον τὸ τρόπαιον.»  (Ὁμιλία Εἰς Εὐτρόπιον, ΕΠΕ 33, 110). Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε καί την περίσταση ἐξ ἀφορμῆς τῆς ὁποίας εἶπε τὰ προηγούμενα. Ὀ Εὐτρόπιος ἦταν Πατρίκιος καὶ Ὕπατος καὶ εἶχε ἀξίωμα, ὅπως σήμερα τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Κάποτε εἶχε θεσπίσει νόμο περί καταργήσεως του ἀσύλου τῶν ναῶν. Ὅταν ὅμως περιέπεσε στὴ δυσμένεια τοῦ Αὐτοκράτορα κατέφυγε στὸ ναό γιὰ να σωθεῖ καὶ σώθηκε τότε –παρά τό ὅτι εἶχε καταργηθεῖ τὸ ἄσυλο-μέ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὅταν ἀργότερα μὲ δική του πρωτοβουλία ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ ναό, συνελήφθη. Τὸ γεγονός αὐτό ἔδοσε τὴν ἀφορμή στὸν Ἅγιο νὰ ἐκφωνήσει τὴν ὁμιλία ἐξαίροντας τὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου εἶπε καὶ αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε.

Ἀργότερα, ὅταν ὁ ἴδιος Ἅγιος πολεμήθηκε καὶ ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ στὴν ἐξορία εἶπε στὴν ὁμιλία του ἀναφερόμενος πάλι στὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας:

          «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπόν τὸ κλυδώνιον [τρικυμία]∙ ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν, μὴ καταποντισθῶμεν∙ ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἐστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλύσαι οὐ δύναται∙ ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει. Τί δεδοίκαμεν, εἰπέ μοι; Τὸν θάνατον; Ἐμοὶ τὸ ζῇν Χριστὸς, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ' ἐξορίαν, εἰπέ μοι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ, καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλὰ χρημάτων δήμευσιν; Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα· καὶ τὰ φοβερὰ τοῦ κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα, καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ· οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μὴ διὰ τὴν ὑμετέραν προκοπήν» (Πρὸ τῆς Ἐξορίας, ΕΠΕ 33, 384).

          Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Πολλοί νομίζουν ὅτι ὄντες «κοντά στὴν Ἐκκλησία», θὰ ἐξασφαλίσουν ἀσφάλεια καί ἄνεση καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ τοὺς συμβεῖ καμία δυστυχία. Ὅταν, λοιπόν,  συμβεῖ κάτι δεινό, ἀγανακτοῦν κατά τοῦ Θεοῦ λέγοντες «Γιατὶ Θεέ μου, τὶ ἔκανα; Ἐγώ δὲν ἔρχομαι στὴν Ἐκκλησία; Δὲν νηστεύω; Δέν ἐξομολογοῦμαι; Δέν κοινωνῶ; Γιατί νὰ μοῦ συμβεῖ αὐτό»; Πλανῶνται ὅσοι ἔχουν αὐτὴν τὴν πεποίθηση. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔταξε ἄνεση σ’ αὐτή τὴ ζωή, ἀλλὰ θλίψεις καὶ δοκιμασίες τὶς ὁποῖες ὅμως ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ θάρρος, ἐλπίδα καὶ ὑπομονή: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» λέγει ὁ Κύριος (Ἰωάνν. ΙΣΤ’ 33). Ἂς ἐνθυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖνο τὸ ρητὸ ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη: «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν» (Σοφ. Σειράχ Β΄1).

Εἴδαμε προηγουμένως τὰ λόγια τοῦ Σοφοῦ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ τί ἦταν ἔτοιμος νὰ ὑπομείνει χάριν τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο καὶ ἄν πολεμᾶ κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἡ βλάβη εἶναι πρόσκαιρη, οἱ χριστιανοί βγαίνουν κερδισμένοι καὶ ἡ Ἐκκλησία θριαμβεύει. Καὶ ἐκεῖνος, ὁ τότε Σαούλ καὶ μετέπειτα Παῦλος πολέμησε τὴν Ἐκκλησία. Λέγει ὁ ἴδιος περὶ ἑαυτοῦ: «Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν [συμπεριφορά] ποτὲ ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν [ἐπεδίωκα νὰ τὴν καταστρέψω], καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. Α΄13-14). Τότε εἶχε ζῆλο, ἀλλ’ «οὖ κατ’ ἐπίγνωσιν» καί πολεμοῦσε τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εὐδόκησε ὁ Θεός ποὺ γνώριζε τὴν ἀγαθή του προαίρεση, τότε στόν δρόμο πρός τήν Δαμασκό ποὺ πήγαινε γιὰ νὰ καταδιώξει καὶ ἐκεῖ τοὺς Χριστιανούς καὶ τὴν Ἐκκλησία, εἶδε τὸ ἐκτυφλωτικό ἐκεῖνο φῶς ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖται ἀπολογούμενος στὸν Βασιλέα Ἀγρίππα: «Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους·  πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις» (Πράξ. ΚΣΤ’12-15).

Αὐτὸ γεγονὸς ἐνθυμεῖται καὶ ὁ Ἱερὸς καὶ ὄντως Χρυσόστομος καὶ συνεχίζοντας τὴν ὁμιλία του λέγει ἀπευθυνόμενος σὲ ὅποιον πολεμᾶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Χριστιανούς: «ἀλλὰ πολεμεῖς αὐτὴν, οὐ δυνάμενος βλάψαι τὸν πολεμούμενον. Ἀλλ' ἐμὲ μὲν ἐργάζῃ λαμπρότερον, ἑαυτοῦ δὲ τὴν ἰσχὺν καταλύεις [διαλύεις τὴ δύναμή σου μέ] τῆς πρὸς ἐμὲ μάχης· Σκληρὸν γάρ σοι πρὸς κέντρα ὀξέα λακτίζειν. Οὐκ ἀμβλύνεις τὰ κέντρα [παραμορφώσεις τά καρφιά], ἀλλὰ τοὺς πόδας αἱμάσσεις· ἐπεὶ καὶ τὰ κύματα τὴν πέτραν οὐ διαλύει, ἀλλ' αὐτὰ εἰς ἀφρὸν διαλύονται. Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον, ἄνθρωπε. Λῦσον τὸν πόλεμον, ἵνα μὴ καταλύσῃ σου τὴν δύναμιν· μὴ εἴσαγε πόλεμον εἰς οὐρανόν. Ἄνθρωπον ἐὰν πολεμῇς, ἢ ἐνίκησας, ἢ ἐνικήθης. Ἐκκλησίαν δὲ ἐὰν πολεμῇς, νικῆσαί σε ἀμήχανον· ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ πάντων ἰσχυρότερος. Μὴ παραζηλοῦμεν [προκαλοῦμε] τὸν Κύριον. μὴ ἰσχυρότεροι αὐτοῦ ἐσμεν; (...) Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα· Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. Ποῖοι λόγοι; Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ μου τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Πρὸ τῆς Ἐξορίας, ΕΠΕ 33, 384-386).

Τὴν Ἐκκλησία ἐπολέμησαν Βασιλεῖς καὶ Αὐτοκράτορες. Ἡ Ρωμαϊκή ἐξουσία ἔστειλε στοὺς Οὐρανοὺς ἐκατομμύρια μάρτυρες τῆς πίστεως. Ποιὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα; Ὄχι μόνον δὲν ἐξαφανίσθηκε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεναντίας, οἱ διῶκτες λησμονήθηκαν καὶ ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἐκχριστιανίσθηκε ὁλόκληρη καὶ ἔζησε περισσότερα ἀπό 1000 ἔτη.  «Εἰ ἀπιστεῖς τῷ λόγῳ, πίστευε τοῖς πράγμασι. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι [νὰ νικήσουν] τῆς Ἐκκλησίας; πόσα τήγανα; πόσοι κάμινοι, θηρίων ὀδόντες, ξίφη ἠκονημένα; καὶ οὐ περιεγένοντο. Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Σεσίγηνται καὶ λήθῃ παραδέδονται. Ποῦ δὲ ἡ Ἐκκλησία; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσται, τὰ ταύτης ἀθάνατα.» (Πρὸ τῆς Ἐξορίας, ΕΠΕ 33, 386).

Κατά τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς χιλιόχρονης πορείας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία κυριαρχοῦσε στὴν ἐκχριστιανισμένη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (αὐτὴ ποὺ σήμερα συνήθως ἀποκαλεῖται «βυζαντινή») ὑπῆρξε μία θλιβερή παρένθεση. Ἡ περίοδος τῆς Εἰκονομαχίας. Ἄρχισαν πάλι οἱ διωγμοὶ κατὰ τῆς Ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τὴν εἰκονομαχικὴ ἐξουσία. Συνολικῶς ὑπῆρξαν 90 ἔτη περίπου διωγμῶν καὶ στὶς δύο φάσεις τῆς εἰκονομαχίας (~60 κατὰ τὴν Α’ καὶ ~30 κατὰ τὴν Β’[1]) μέχρι τὴν ὁριστική κατάπαυση τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων τὸ 842 ἀπὸ τὴν Αὐτοκράτειρα Θεοδώρα.
Ἡ Αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα, ἡ ὁποία ἔζησε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ὡς Μοναχή καὶ τὸ ἄφθαρτό της λείψανο εἶναι θησαυρισμένο στὴν Κέρκυρα,  ὑπῆρξε σύζυγος τοῦ τελευταίου εἰκονομάχου Αὐτοκράτορα Θεοφίλου. Ἦταν ὅμως Ὀρθόδοξη. Μετὰ τὸν θάνατό τοῦ Αὐτοκράτορα, ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀναστήλωσε τὴν Ὀρθοδοξία στὴν Αὐτοκρατορία:  Ἐπανῆλθαν Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς στοὺς Ἐπισκοπικοὺς θρόνους, ἀναστηλώθηκαν οἱ εἰκόνες στοὺς ναούς, ἔγινε Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη πού ἐπανέφερε σὲ ἰσχὺ τὶς ἀποφάσεις της 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῷ οἱ Εἰκονομάχοι ἀναθεματίσθηκαν.  Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ζήτησε μόνον νὰ ἐξαιρεθῇ ὁ κεκοιμημένος σύζυγός της Αὐτοκράτορας Θεόφιλος ἀπό τὸν ἀναθεματισμὸ τῶν Εἰκονομάχων ἐκ μέρους τῶν Όρθοδόξων, διότι ὀλίγο πρὸ τῆς ἐκδημίας του, ἡ Ἁγία Θεοδώρα τοῦ εἶχε προσφέρει μία εἰκόνα καὶ ἐκεῖνος τὴν ἀσπάσθηκε. Τὸ γεγονός τῆς ὁριστικῆς παύσης τῆς εἰκονομαχίας, ἄρχισε νὰ ἑορτάζεται ἀργότερα ὡς ἡ ἑορτὴ τοῦ Θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας.

Μακαριώτατε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἐν Χριστῶ ἀδελφοί, ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε κάτι ποὺ δὲν εἶναι καὶ τόσο γνωστό. Ὁ θρίαμβος τὴς Ὀρθοδοξίας ἑορτάσθηκε γιὰ πρώτη φορά 25 ἔτη μετὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, τὸ Μ. Σάββατο 19 Μαρτίου τοῦ 867. [Ὁ ἑορτασμός τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν καθιερώθηκε ἀργότερα[2]]. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγιναν τὰ ἀποκαλυπτήρια μίας ἀριστουργηματικῆς ψηφιδωτῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου στὸν περίλαμπρο ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ἡ ὁποία διασώζεται μέχρι σήμερα. Δυστυχῶς ἡ εἰκονομαχία εἶχε ἀπογυμνώσει τοὺς ναοὺς ἀπὸ τὸν στολισμό τους, τὶς ἱερές εἰκόνες καὶ ἔπρεπε τὰ ψηφιδωτά καὶ οἱ εἰκόνες νὰ γίνουν ἐξ ὑπαρχῆς.

Ὁ ὄντως Ἁγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ὁ Μέγας ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τῆς Ἀγίας Σοφίας ἦταν ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν τιμὴ νὰ ἐκφωνήσει ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

  Ἡ ὁμιλία του ἔχει τίτλο: «Ὁμιλία λεχθεῖσα ἐν τῷ ἄμβωνι τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας τῷ Μεγάλῳ Σαββάτω, ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν φιλοχρίστων Βασιλέων, ὅτε τῆς Θεοτόκου ἐξεικονίσθη καὶ ἀνεκαλύφθη μορφή». Ἐπιστρέψτε μου νὰ ἀναφέρω ὀλίγα ἀποσπάσματα ἀπό τὴν πρώτη ὁμιλία πού ἔγινε ποτέ γιὰ τὴν ἑορτή τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων[3]:
«...Αὐτὰ ὅμως ποὺ κάνουν τὴν πανήγυρη καὶ μὲ τὰ ὁποῖα λάμπει ξεχωριστὰ ἡ σημερινὴ ἑορτή, ὅπως εἴπαμε καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο εἶναι αὐτά. Εὐσέβια λαμπρὴ ποὺ στήνει τρόπαια ἐναντίον τῆς ἐχθρικῆς πρὸς τὸν Χριστὸ αἵρεσης∙ δυσσέβεια ἐπίσης πεσμένη κάτω στὸ ἔδαφος, τῆς ὁποίας ἔχουν λαφυραγωγηθεῖ ἀκόμα καὶ αὐτὲς σχεδὸν οἱ τελευταῖες ἐλπίδες της∙ καὶ τῶν μιξοβαρβάρων καὶ νόθων λαῶν, οἱ ὁποῖοι λαθραῖα γλίστρησαν στὸ κράτος τῶν Ρωμαίων καὶ ἀποτελοῦσαν προσβολὴ καὶ ὄνειδος τῶν βασιλέων, αὐτῶν στηλευομένη ἡ ἐχθρόθεη γνώμη, κείτεται μπροστά σε ὅλους μισητὴ καὶ βδελυρή». (Μ. Φωτίου,Ἔργα, ΕΠΕ, 12, 445).

«Βλέπεις ἀπὸ ποιὰ ὀμορφιὰ χήρευε τὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, πόση λάμψη στερήθηκε, πόσες χάριτες στερήθηκε, ἐπικρατώντας σκυθρωπότητα καὶ κατήφεια; Ἐκεῖνο ἦταν τόλμημα  ἐγκληματικοῦ ἰουδαϊκοῦ χεριοῦ, ποὺ δὲν τοῦ λείπει καθόλου ἡ θρασύτητα, ἐνῶ αὐτὸ εἶναι περιφανέστατο γνώρισμα διάνοιας θεολήπτης καὶ ἀγάπης δεσποτικῆς, μὲ τὴν ὁποία διδασκόταν καὶ τελειοποιοῦνταν ἡ ὁμάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναπτερωνόταν καὶ ὁ δρόμος τῶν ἀθλοφόρων πρὸς τὴ νίκη μέχρι τὸ στεφάνωμα, καὶ οἱ προφῆτες, τὰ στόματα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ γνώση τῶν μελλοντικῶν καὶ τὴν παναληθῆ πρόρρηση στοὺς ἀνθρώπους, ἔφθασαν σὲ ἀδιαφιλονείκητη δόξα. (...) Ἐκεῖνοι τὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀφοῦ τὴν ξέντυσαν ἀπὸ τὸν οἰκεῖο στολισμό της κι ἀφοῦ τὴν ἀτίμασαν μὲ ὀδυνηρὰ τραύματα, μὲ τὰ ὁποῖα κατέστρεψαν τὰ γνωρίσματα τῆς μορφῆς της, κυριεύθηκαν ἀπὸ τὴ μανία τους νὰ τὴν παραπέμπψουν στὸ βυθὸ τῆς λήθης γυμνὴ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἄμορφο χωρὶς μορφὴ καὶ ἀποτρόπαια ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πολλὰ τραύματα ζηλεύοντας κι ἐδῶ τὴν Ἰουδαϊκὴ ἀνοησία∙ ἐνῶ αὐτὴ φέροντας τώρα ἐπάνω στὸ σῶμα της τὶς οὐλὲς ἐκείνων τῶν πληγῶν πρὸς ἀπόδειξη τῆς χριστομάχου γνώμης τῶν Ἰσαύρων καὶ ἀπαλείφοντας αὐτές, καὶ ἀντὶ αὐτῶν προβάλλοντας τὴν λαμπρότητα τῆς δόξας της, ἀναμορφώνεται ἡ παλαιὰ τιμὴ της ὡραιότητάς της, καταχύνοντας πλατὺ χλευασμὸ σ’ἐκείνους ποὺ κυριεύθηκαν ἀπὸ μανία ἐναντίον τῆς ἀποδεικνύοντας ἐλεεινὴ τὴν ἀληθινὰ ἄνομη φρενοβλάβειά τους. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἂν τὴν καλοῦσε κανεὶς ἀρχὴ καὶἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ νὰ μὴν πῶ κάτι ὑπερβολικό, δὲν θὰ ἔκανε λάθος στὸ πρέπον. Γιατί ἂν καὶ ὁ χρόνος εἶναι λίγος, ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε στάχτη τὸ φρόνημα τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως καὶ τὰ ὀρθὰ δόγματα φώτισαν ὅλα τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, γινόμενα πύργοι τῆς βασιλικῆς καὶ θείας προσταγῆς, εἶναι κι αὐτὸ δικό μου καλλώπισμα∙ γιατί εἶναι ἄθλος τῆς ἴδιας τὴς θεοφιλοῦς βασιλείας.

Ἀλλὰ ὅμως ἐπειδὴ ὁ ὀφθαλμὸς τῆς οἰκουμένης αὐτὸς ὁ περίφημος καὶ θεῖος ναός, σκυθρώπαζε. Ἐκκολαπτόμενος τὰ μυστήρια τῆς ὁράσεως (γιατί δὲν εἶχε ἀκόμα λάβει τὸ δικαίωμα τῆς εἰκονόφιλης ἀναστήλωσης) ἔριχνε ἀμυδρὲς τὶς ἀκτίνες τῆς ὄψης σ’αὐτοὺς ποὺ προσέρχονταν καὶ ἔδειχνε λυπημένο ἐξαιτίας αὐτοῦ, τὸ πρόσωπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τώρα ὅμως ἀποβάλλοντας κι αὐτὴ τὴ σκυθρωπότητα καὶ ἐξωραϊσμένη καὶ διαπρέποντας μὲ ὅλον τὸν δικό της στολισμὸ καὶ ἔχοντας προίκα τὸν πλοῦτο καὶ χαίροντας γεμάτη ἀπὸ ἀκτινβολία, μὲ μεγάλη χαρὰ ὑπακούει στὴ φωνὴ τοῦ νυμφίου ποὺ φωνάζει καὶ λέγει∙ «Εἶναι ὅλη ὡραία αὐτὴ ποὺ εἶναι πλησίον μου καὶ ἐλάττωμα ἐπάνω της δὲν ὑπάρχει». «Εἶναι ὡραία αὐτὴ ποῦ εἶναι πλησίον μου» ἀναμειγνύοντας τὰ ἄνθη τῶν χρωμάτων μὲ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ μορφώνοντας μὲ ἱεροπρέπεια μὲ τὰ  δύο ἱερὸ κάλλος γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ κατά κάποιο τρόπο καὶ προβάλλοντας σὰν τέλειο ἄγαλμα ὁλόκληρη τὴν εὐσέβεια, δὲν ἀναγνωρίζεται ὡραία ὡς πρὸς τὸ κάλλος περισσότερο ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάποιους ἄλλους ὑψώθηκε σὲ ἄφραστη ὡραιότητα καὶ ὀμορφιά...» (Μ. Φωτίου,Ἔργα, ΕΠΕ, 12, 447-9).

«...Μισεῖ κάποιος τὴν διδασκαλία μέσω τῶν εἰκόνων; Πῶς αὐτὸς δὲν ἀπέρριψε τὸ κήρυγμα τῶν Εὐαγγελίων μὲ μῖσος; Γιατί, ὅπως ὁ λόγος γίνεται δεκτὸς μέσω τῆς ἀκοῆς, ἔτσι μέσω τῆς θέας ἡ μορφὴ χαράσσεται στοὺς πίνακες τῆς ψυχῆς, καταγράφοντας τὴ μάθηση σ΄αὐτούς, στοὺς ὁποίους δὲν ἔχει ἐγχαραχθεῖ προηγουμένως ἡ πρόσληψη τῶν πονηρῶν δογμάτων. Οἱ μάρτυρες πραγματοποίησαν τὰ ὑπεραθλήματα γιὰ χάρη τῆς δεσποτικῆς ἀγάπης, παρουσιάζοντας τὸ φίλτρο τοῦ πόθου μὲ τὰ αἵματά τους καὶ τὴ μνήμη αὐτῶν τὴν περιέχουν τὰ βιβλία. Αὐτὰ βλέπουμε νὰ διαπράττουν καὶ στὶς εἰκόνες, ἀφοῦ ἡ ζωγραφικὴ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ πληροφορηθοῦμε πιὸ ζωντανὰ τὴν ἄθληση ἐκείνων τῶν μακαρίων... (Μ. Φωτίου,Ἔργα, ΕΠΕ, 12, 451).

... Ἀθετεῖ κάποιος αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς λόγους καὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἀποδιώκεται κάθε ψέυδος καὶ δὲν τοὺς θεωρεῖ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση; Αὐτὸς πολὺ πιὸ πρὶν ἔχει πέσει στὴν πλάνη νὰ περιφρονήσει τὸν σεβασμὸ τῶν σεπτῶν εἰκονισμάτων. Ἀντίθετα, τὰ τιμᾶ αὐτὰ καὶ ἀποδίδει σ’αὐτὰ τὸν πρέποντα σεβασμό; Θὰ ἔχει τὴν ἴδια διάθεση καὶ μὲ τοὺς λόγους∙ γιατί σὲ ὅποιο ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ προσφέρει κανεὶς τὴν τιμὴ ἢ τὴν περιφρόνηση εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ τὴν ἀποδώσει καὶ στὸ ἄλλο, ἂν κάποιος δὲν ἔχει παρασυρθεῖ τελείως ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀσέβεια καὶ ἀπὸ τὴν φρόνηση, καὶ δὲν ἀσεβεῖ μόνο, ἀλλὰ πρεσβεύει καὶ πράγματα ποὺ ἀντιμάχονται τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ὅσοι ὀλίσθησαν στὴν ἀντίθεση πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν φυλάγουν οὔτε τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων, ἀλλὰ μὲ τὸ ἕνα ἀρνοῦνται τὸ ἄλλο καὶ δὲν ἔχουν τὸ θάρρος νὰ ὁμολογοῦν αὐτὸ ποὺ πιστεύουν, γιατί φυλάγονται ὄχι ἀπὸ τὴν ἀσέβεια, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ νὰ μὴ νομίζονται ἀσεβεῖς καὶ ἀποφεύγουν τὴν ὀνομασία, τῆς ὁποίας μὲ προθυμία ἐπιδιώκουν τὴν πραγμάτωση...

...Στὰ μάτια μας ἡ Παρθένος κρατατώντας ὡς βρέφος τὸν Κτίστη στὴν ἀγκαλιά της, ἔστω κι ἂν στὶς γραφές, ὅπως καὶ στοὺς λόγους καὶ στὶς θεωρίες στέκεται ἀκλόνητη, εἶναι ἀπὸ τὴ μιὰ πρεσβεύτρια γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη διδάσκαλος τῆς θεοσέβειας καὶ χάρη βέβαια τῶν ματιῶν, χάρη ὅμως καὶ τῆς διάνοιας μὲ τις οποῖες φέρεται ὁ μέσα μας θεῖος ἔρωτας καὶ προχωρεῖ στὸ νοητὸ κάλλος τῆς ἀλήθειας» (Μ. Φωτίου,Ἔργα, ΕΠΕ, 12, 453).

Μακαριώτατε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Σεβαστοί Πατέρες καὶ ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Σήμερα ὁμιλήσαμε μὲ τὸ στόμα κυρίως δύο Ἁγίων Πατριαρχῶν  Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μ. Φωτίου γιὰ νὰ τονίσουμε ὅτι κάτω ἀπό ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες ποῦ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίζει, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία ἐξέρχεται νικήτρια. Καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διέρχεται μία μεγάλη δοκιμασία. Καὶ πάλι γιὰ ἐνενήντα ἔτη κυριαρχεῖ στὴν πατρίδα μας ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν διείσδυσή της ἦταν ἡ ἑορτολογική μεταρρύθμιση τοῦ 1924. Ἔκτοτε, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι διώκονται μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο.
Ἀκόμη καὶ τώρα, ἄν καὶ ὁ διωγμός δὲν ἔχει τὴν ἔνταση καὶ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε ἄλλες δεκαετίες, μὲ νομικά τερτίπια οἱ Οἰκουμενιστὲς «Ὀρθόδοξοι» προσπαθοῦν νὰ ἀποσπάσουν λατρευτικούς χώρους τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων. Ἐπί παραδείγματι, στὸ Ἅγιο Ὄρος, ὁ οἰκουμενιστής καὶ λατινόφρων Πατριάρχης ἐχαρακτήρισε τοὺς πραγματικούς Μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου ὡς σχισματικούς καὶ καταληψίες, ἐνῶ κάποιους ἄλλους ἐπήλυδες ρασοφόρους τοὺς βάπτισε «Ἐσφιγμενίτες», οἱ ὁποῖοι μὲ νομιμοφανεῖς διαδικασίες νὰ ἁρπάξουν τὰ κτίρια τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ἐκδιώκοντας ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς νόμιμους ἰδιοκτῆτες. Πραγματοποιοῦν αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ λαός, «φωνάζει ὁ κλέφτης νὰ φύγει ὁ νοικοκύρης»∙ καὶ ἐνῶ αὐτό πράττουν, χρησιμοποιοῦν τὴν ἴδια παροιμία ἀντιστρέφοντάς την καὶ ἀποκαλοῦν τοὺς ὄντως νοικοκύρηδες κλέπτες καὶ τοὺς ἑαυτούς τους ὡς νοικοκύρηδες!

Ἐπιπλέον, αὐτή ἡ ψευδο-Εσφιγμενιτική ἀδελφότης, ἔχει ἐπιδοθεῖ καὶ σὲ ἕναν πολυδαίδαλο δικαστικό ἀγῶνα γιὰ νὰ ἀποσπάσει ἀπό τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία Ναούς καὶ Μοναστήρια τὰ ὁποῖα κάποτε ἦσαν μετόχια τῆς γνησίας Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, γιὰ νὰ τὰ ἀποδώσει κάποτε στὴ λατρεία τῆς δικῆς τους Οἰκουμενιστικῆς πλάνης. Τὸ ἴδιο ἐπιχειροῦν νὰ πράξουν καὶ ἄλλα ἁγιορείτικα μοναστήρια. Ἤδη τὸ ἔχουν κατορθώσει μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἄξιον Ἐστίν τῆς Βαρυμπόμπης. Καὶ, ἐκεῖ ποὺ κάποτε λειτουργοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι, σήμερα λειτουργοῦν οἱ Λατινόφρονες Οἰκουμενιστές.

Σήμερα, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ, στὸ ἐσβεσμένο δυστυχῶς πλέον Φανάριον, εἶναι συνηγμένοι οἱ προκαθήμενοι τῶν ἐπισήμων «Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» προκειμένου νὰ ἐπισπεύσουν τὶς διαδικασίες γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία, ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ, θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθεῖ ὡς ἡ «Α’ Οἰκουμενιστική Σύνοδος». Μάλιστα ἤθελαν νὰ τὴν συγκαλέσουν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας γιὰ νὰ βεβηλώσουν τὸν χῶρο ὅπου συνεκλήθη ἡ Ἁγία Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ τελικῶς θὰ τὴν κάνουν στὴν Κπολη.

Πρόκειται γιὰ τὴ σύνοδο αὐτή ποὺ ὁ ἀοίδιμος Κοσμᾶς ὁ Φλαμιάτος εἶχε πεῖ, ὅταν ἔβλεπε τὶ εἴδους καθηγητές θὰ δίδασκαν Θεολογία στὴν τότε νεοΐδρυτη Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης: «Τούτου τοῦ νεωστὶ δι’ ἐνεργείας τῆς ἐπιβουλῆς [δηλ. τῆς Μασονίας] καθιδρυθέντος Σεμιναρίου, εἰς τὴν Χάλκην τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σκοπὸς πρὸς τοῖς ἄλλοις πολλοῖς, ὑπάρχει, ἴνα νοθεύση κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς πλάνης καὶ κατὰ τὸν προσηλυτισμὸ τῆς Ἀγγλίας, ὅλους τους ἐσομένους Πατριάρχας, καὶ ὅλην ἐν γένει τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως μίαν ἡμέραν νομοθετηθῆ δι’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ κατάργησις τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ ἀντεισαγωγὴ τῆς Λουθηρο-Καλβινικῆς αἱρέσεως, ἐν ᾧ συγχρόνως ὅλα τα ἄλλα σχολεῖα, προπαρασκευάζουσιν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου νεολαίας, τόσα χιλιάδας, καὶ μυριάδας ὁμόφρονας καὶ συναγωνιστὰς, κληρικούς, διδασκάλους τὲ καὶ λαικούς» (Κοσμᾶ Φλαμιάτου ''Φωνή Ὀρθόδοξος καὶ σπουδαία'' ἔκδ. 1911 σελίς 99).

Ἐμεῖς ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἂς μείνουμε σταθεροί καὶ ἑδραῖοι στὴν παρακταθήκη τῆς πίστεως. Ἀντιστεκόμενοι στὴν σύγχρονη παναίρεση τοῦ συκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ συνδυάσουμε μαζί μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἂς μετανοήσουμε εἰλικρινῶς ὡς οἱ Νινευΐτες. Μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ σωθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθήσουμε καὶ τοὺς συναθρώπους μας καὶ μάλιστα τήν φίλτατή μας Πατρίδα στὴ δύσκολη περίσταση ποὺ βρίσκεται. Νὰ ἔχουμε δὲ σταθερή τὴν πεποίθηση, πὼς ὅσες δοκιμασίες καὶ ἂν ὑποστοῦμε, στὸ τέλος πάντοτε
«ἡ Ὀρθοδοξία πολεμουμένη νικᾶ!»
Σᾶς εὐχαριστῶ.
    


[1] 726-787 & 814-842

[2] Μερετάκης Ε., Φωτίου Πατριάρχου Κπόλεως, Ἔργα, τ. 12, σ. 16
[3] Ἀνεγνώσθησαν ἐπιλεκτικῶς ὀλίγα ἐδάφια. Ἐδῶ παρατίθενται εὑρύτερα ἀπισπάσματα ἐκ τῆς ὁμιλίας τοῦ Μ. Φωτίου.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος β'.
Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ, Αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών βουλήσει γαρ ηυδόκησας ανελθείν εν τω Σταυρώ ίνα ρύση ους έπλασες εκ της δουλείας του εχθρού όθεν ευχαρίστως βοώμεν χαράς επλήρωσας τα πάντα ο σωτήρ ημών ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.