Στην
εικόνα αυτή κατέφυγε με δίκαιο παράπονο
και προσυχήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός κρατώντας το κομμένο δεξί
του χέρι, που συνέγραφε τους λόγους υπέρ
των Αγίων Εικόνων και του κόπηκε από
επιβουλή των εικονομάχων. Η Παναγία
θαυματούργησε συγκολλώντας και
ζωογονώντας το νεκρό χέρι του και εκείνος
της αφιέρωσε ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΧΕΡΙ, που η θέση
του στην εικόνα το κάνει να φαίνεταισαν
ένα ΤΡΙΤΟ χέρι της Παναγίας.
Η εικόνα
μέχρι το 12 αιώνα μ.Χ. φυλαγόνταν στη
Λαύρα του αγίου Σάββα, δωρήθηκε στον
Άγιο Σάββα Αρχιεπίσκοπο Σερβίας, κτίτορα
της μονής Χιλανδαρίου κατά την επίσκεψή
του στους Αγίους Τόπους. Αυτός τη μετέφερε
στη Σερβία, από όπου αργότερα μετακομίστηκε
με θαυμαστό τρόπο στο Άγιο Όρος, κατά
τις διαταραχές που συνέβησαν στη Σερβία
, ο ημίονος που την μετέφερε πάντοτε προ
του στρατεύματος στις διάφορες μάχες
χάθηκε και προχωρώντας μόνος του έφθασε
μέχρι το Χιλανδράρι.
Σε μεταγενέστερη
εποχή όταν προέκυψε διχόνια στην
αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου λόγω
εκλογής νέου ηγούμενου, η Τριχερούσα
μετατοπίστηκε θαυματουργικά από το
Ιερό Βήμα, όπου ήταν μέχρι τότε, στο
στασίδι του ηγούμενου,οπου συνεχίζει
να διοικεί τη Μονή που στερείται
Καθηγουμένου.
Τον ενδέκατο
αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου
Κομνηνού, καθιερώθηκε ο κοινός εορτασμός
τριών μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας,
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του
Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως, και του Αγίου
Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου
Καισαρείας Καππαδοκίας, για να τιμηθεί
η υπέρτατη προσφορά τους στην παιδεία,
η ακλόνητη και θερμουργός πίστη πρός
τον Θεό και η απαράμιλλη ποιμαντορική
και φιλανθρωπική τους δράση.
Από
τότε επικράτησε εθιμοτυπικά η εορτή
των Τριών Ιεραρχών να σχετίζεται με την
παιδεία και τα ελληνικά γράμματα, έθος
που συνεχίστηκε και κατά τη περίοδο της
Τουρκοκρατίας, οπότε και πήρε εθνικό
χαρακτήρα. Στους Τούρκους εμφανιζόταν
ως θρησκευτική εορτή και ημέρα εξέτασης
της προόδου των μαθητών, αλλά ουσιαστικά
οι παπάδες-δάσκαλοι καλλιεργούσαν στα
Ελληνόπουλα τον πόθο για ελευθερία.
Μετά
την απελευθέρωση αναγνωρίστηκε επίσημα
ως η πιό λαμπρή εορτή των ελληνικών
σχολείων και της εκπαίδευσης γενικότερα,
πρώτα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με
απόφαση της Συγκλήτου το σχολικό έτος
1843-44, και αργότερα πια νομοθετικά από
την ελληνική πολιτεία.
Στα στενά
όρια ενός άρθρου δεν είναι δυνατόν να
παρουσιάσουμε με πληρότητα το πολυσχιδές
έργο καί την τεράστια προσφορά των Τριών
Ιεραρχών, γι’ αυτό και θα παρουσιάσουμε
μόνο μερικά και κυρίως πρακτικά σημεία
από τη σχέση τους με την παιδεία και την
παιδαγωγία των νέων.
Και οι τρείς
μεγάλοι Πατέρες από την παιδική τους
ηλικία αγάπησαν ολόψυχα την παιδεία,
αναζήτησαν τη γνώση και αφιερώθηκαν με
ζήλο στην επιστήμη.
Ο Μέγας Βασίλειος
μετά τα εγκύκλια μαθήματα που έλαβε από
τον πατέρα του, σπούδασε στις περίφημες
σχολές της Καισάρειας και αργότερα
έκανε ανώτερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη.
Το 351 μ.Χ. μετέβη στην Αθήνα, όπου σπούδασε
ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική,
αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική.
Στα
έργα του αργότερα και κυρίως στην
Εξαήμερό του, φανερώνει την αριστοτεχνική
χρήση του ελληνικού λόγου και την
εκπληκτική γνώση των αρχαίων Ελλήνων
φιλοσόφων και των επιστημονικών δεδομένων
της εποχής του.
Ο Άγιος Γρηγόριος
διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα μάλλον
στη Ναζιανζό και συνέχισε τις σπουδές
του στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια
και στην Αθήνα. Στην Αθήνα υπήρξε
συμφοιτητής με τον Μέγα Βασίλειο και
σπούδασε με ξεχωριστό ζήλο φιλοσοφία,
ρητορική, μουσική, αστρονομία και
γεωμετρία. Εντυπωσίασε τόσο πολύ τους
καθηγητές του, ώστε, μετά το πέρας των
σπουδών του, τον εξανάγκασαν να παραμείνει
στην Αθήνα και να διδάξει φιλοσοφία και
ρητορική. Αναδείχθηκε απαράμιλλος
χειριστής της αττικής διαλέκτου, μεγάλος
ποιητής και συγγραφέας και σαγηνευτικός
ομιλητής.
Ο Άγιος Ιωάννης σπούδασε
στην Αντιόχεια κοντά στους φημισμένους
φιλοσόφους Ανδραγάθιο και Λιβάνιο.
Αμέσως μετά τις σπουδές του άσκησε το
δικηγορικό επάγγελμα και αναδείχθηκε
«δεινός εις το λέγειν και πείθειν».
Θεωρείται ο μεγαλύτερος ρήτορας όλων
των εποχών. Έλαβε το προσωνύμιο
«Χρυσόστομος» για την ευγλωττία του
και την καλλιέπεια των λόγων του. Και
οι τρεις, παρ’ ότι αφιέρωσαν τα χαρίσματα
και τις ικανότητές τους στην διακονία
του Ευαγγελίου του Χριστού, δεν απαξίωσαν
την κοσμική σοφία. Συνιστούσαν τη σοβαρή
σπουδή των επιστημών και μάλιστα τόνιζαν
την αξία της ελληνικής σοφίας. Όχι μόνο
δεν αντιτάχθηκαν στο αρχαιοελληνικό
πνεύμα, αλλά, όπως άλλωστε και όλοι οι
εκκλησιαστικοί Πατέρες, προσέλαβαν όλα
τα θετικά στοιχεία του Ελληνισμού.
Αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο
πολλές απόψεις και θεωρίες της ελληνικής
φιλοσοφικής σκέψης, χωρίς βέβαια να
αλλοιώσουν την ορθόδοξη χριστιανική
αποκαλυπτική αλήθεια. Οι Πατέρες έγραφαν
και εδίδασκαν κατά της ειδωλολατρικής
πλάνης κι όχι εναντίον της ελληνικής
παιδείας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
εξαίρει την αξία της αρχαίας ελληνικής
παιδείας, συμβουλεύοντας τους νέους
της εποχής του να διαβάζουν τα πάντα,
αλλά να απορρίπτουν όλα τα της ειδωλολατρίας
και μάλιστα ορίζει και τον τρόπο αγωγής,
τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ο χριστιανός
θα έχει την αρχαία γραμματεία ως
διδάσκαλο, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα
τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, τον
Καισάριο. Ο Καισάριος επεζήτησε κάθε
αρετή και μάθηση και σπούδασε ρητορική,
ιατρική, γεωμετρία και αστρονομία, χωρίς
όμως να αφήσει τον εαυτό του να επηρεαστεί
από την επικίνδυνη πλάνη της αστρολογίας,
που οδηγεί στην ειδωλολατρία.
Ο
Μέγας Βασίλειος στο περίφημο σύγγραμά
του, Προς τους νέους, για την επωφελή
μελέτη των ελληνικών κειμένων, συνιστά
τη με διάκριση χρήση της ελληνικής
φιλοσοφίας, την οποία ονομάζει και
«προθάλαμο της χριστιανικής αγωγής»,
και θεωρεί απαίδευτους όσους δεν έχουν
σπουδάσει την κληρονομιά της ελληνικής
σκέψης και διανόησης. Στα έργα του
μεγάλου Πατρός παρελαύνουν όλοι οι
μεγάλοι στοχαστές της αρχαιότητος, ο
Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί, ο
Πλούταρχος, ο Πλωτίνος κ.ά.
Οι τρεις
Ιεράρχες αναδείχθηκαν και απαράμιλλοι
παιδαγωγοί. Οι συμβουλές και οι παραινέσεις
τους προς τους γονείς, τους νέους και
τους δασκάλους παραμένουν επίκαιρες
μέχρι και σήμερα.
Ο ιερός Χρυσόστομος
τόνιζε ότι η παιδαγωγική είναι ανώτερη
από κάθε άλλη τέχνη, γιατί διαπλάθει
ψυχές. Παρότρυνε τους παιδαγωγούς
παράλληλα με τη μετάδοση των γνώσεων
να δείχνουν αγάπη στους μαθητές τους
και να σέβονται και να αναγνωρίζουν τις
ιδιαιτερότητες του καθενός. Επιμένει
στον χαρακτήρα του δασκάλου και συνιστά
σε όποιον θέλει να αναλάβει έργο
παιδαγωγού να έχει φιλοστοργία,
αυταπάρνηση και διάθεση θυσίας και να
είναι απαλλαγμένος από την υπερηφάνεια
και την αλαζονεία. Και πάντοτε να
επιβεβαιώνει όσα διδάσκει με το προσωπικό
του παράδειγμα.
Ο Μέγας Βασίλειος
γίνεται ακόμα πιό πρακτικός στις
παιδαγωγικές του παραινέσεις. Συνιστά
τα σχολεία να κατασκευάζονται σε μέρη
ήσυχα και οι δάσκαλοι να προσπαθούν να
ελκύσουν την εμπιστοσύνη των μαθητών
τους. Κατά την ώρα της διδασκαλίας ο
παιδαγωγός πρέπει να είναι σαφής και
σύντομος, όχι όμως τόσο ώστε να μην
προλάβουν να συγκρατήσουν οι μαθητές
αυτά που λέγει. Υποδεικνύει στους
παιδαγωγούς να μην ομιλούν συγχρόνως
για πολλά θέματα, να επαναλαμβάνουν
αυτά που λέγουν, να μην προσπαθούν να
αποδείξουν τα απλά και αυταπόδεικτα,
να χρησιμοποιούν πολλά παραδείγματα
και γενικώς να διδάσκουν με τρόπο
εποπτικό.
Ο ιερός Πατήρ είναι και
πρόδρομος του επαγγελματικού
προσανατολισμού. Παρακινεί τους γονείς
και παιδαγωγούς στη μόρφωση των παιδιών
να λαμβάνουν υπόψη τους την κλίση που
έχουν στις διάφορες τέχνες. Με σοβαρότητα
να δοκιμάζουν τις ικανότητες των παιδιών
και ύστερα να επιλέγουν τον κατάλληλο
διδάσκαλο ή τεχνίτη για να μαθητεύσουν.
Ο Μέγας Βασίλειος, παρ’ ότι καταδικάζει
την υπέρμετρη και φιλάρεσκη απασχόληση
με το σώμα, δεν απαγορεύει τη σωματική
άσκηση. Μάλιστα στην 74η Επιστολή του
εκφράζει την έντονη λύπη του, διότι στην
πατρίδα του έκλεισαν τα γυμναστήρια
και οι νέοι προτιμούν τη μαλθακή ζωή
και τις απολαύσεις. Αξίζει επίσης να
σημειωθεί ότι ο Βασίλειος μεταξύ των
μαθημάτων που συνιστά να διδάσκονται
οπωσδήποτε οι νέοι συμπεριλαμβάνει την
ιστορία, τη φυσική, τη γεωμετρία, την
αριθμητική και την αστρονομία, την οποία
διαχωρίζει από την αστρολογία. Μάλιστα
στην 135η Επιστολή του, προς τον πρεσβύτερο
Διόδωρο, τονίζει ότι το διδακτικό βιβλίο
πρέπει να είναι ευχάριστο και συγχρόνως
«απλούν και ακατάσκευον… έχον την
δύναμιν εν τοις πράγμασι».
Ο ιερός
Βασίλειος, όπως και οι άλλοι δύο Ιεράρχες,
τονίζει προς τους γονείς την υποχρέωση
που έχουν για την ορθή ανατροφή των
παιδιών τους. Καλεί τους γονείς να
εκτρέφουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τα
όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος «μετά
πραότητος και μακροθυμίας, μηδεμίαν
πρόφασιν το όσον επ’ αυτοίς διδόναι
οργής και λύπης». Και βέβαια να διδάσκουν
κι αυτοί με το παράδειγμά τους και να
μην ξεχνούν πως αυτοί είναι και οι πρώτοι
που θα πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους
θρησκευτική αγωγή και να εμφυτεύσουν
στις εύπλαστες παιδικές ψυχές την
ευσέβεια και την αγάπη προς τον
Θεό.
Τέλος, και οι τρείς μεγάλοι
Ιεράρχες, αν συνοψίσουμε τις παραινέσεις
τους σε λίγες φράσεις, συμβουλεύουν
τους νέους όλων των εποχών: «Προχωρείτε,
παιδιά, προχωρείτε πάντοτε μπροστά και
όλο ψηλά. Ποθήστε τη μόρφωση. Δοθείτε
με επιμονή και πνεύμα μαθητείας στις
σπουδές σας. Λαχταράτε να κάνετε κάτι
μεγάλο και ηρωικό; Μάθετε να παραμερίζετε
τον εαυτό σας και να τον θέτετε στην
υπηρεσία των άλλων. Οραματίζεσθε μια
κοινωνία πιό καλή; Δουλέψτε. Οπλισθείτε
με δραστηριότητα κι επιμονή και ζήστε
την αγάπη του Χριστού δυνατά, φλογερά,
μέχρι τέλους».
Η αιτία για την οποία έγινε
ή εορτή αυτή των Τριών Ιεραρχών, είναι
η έξης: Κατά τους χρόνους της βασιλείας
του Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος έγινε
βασιλιάς μετά τον Βοτανειάτη, γύρω στο
1100 από την Γέννηση του Χριστού, τον
καιρό, λέω, εκείνο, προέκυψε στην
Κωνσταντινούπολη διαφορά και φιλονικία
ανάμεσα στους λόγιους και ενάρετους
άνδρες.
Δηλαδή, άλλοι από αυτούς έλεγαν
ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, επειδή με
τους λόγους του ερεύνησε την φύση των
όντων, με τις αρετές του όμως έμοιαζε
και συναγωνιζόταν τους Αγγέλους. Διότι
δεν συγχωρούσε εύκολα, όσους αμαρτάνουν,
αλλά ήταν σοβαρός στο ήθος και δεν είχε
μέσα του κανένα γήινο. Κατώτερο όμως
από τον Βασίλειο έλεγαν τον θείο
Χρυσόστομο. Επειδή εκείνος, κατά κάποιον
τρόπο, ήταν αντίθετος με τον Βασίλειο
και εύκολα συγχωρούσε τους αμαρτάνοντες,
και το ήθος του ήταν ελκυστικό στην
μετάνοια. Άλλοι πάλι αντίθετα ύψωναν
τον θείο Χρυσόστομο και τον έλεγαν
ανώτερο από τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο,
διότι χρησιμοποιεί διδασκαλίες
συγκαταβατικότερες και οδηγεί όλους
με το σαφές και εύκολο της φράσεώς του,
και ελκύει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.
Και επειδή υπερβαίνει τους προηγούμενους
δύο Πατέρες με το πολύ πλήθος των
μελιρρύτων του συγγραμμάτων και με το
ύψος και πλάτος των νοημάτων. Άλλοι
πάλι, προσκείμενοι στα συγγράμματα του
Θεολόγου Γρηγορίου, τον θεωρούσαν
ανώτερο από τον Βασίλειο και τον
Χρυσόστομο, διότι αυτός με το κομψό και
χαριτωμένο της φράσεώς του και με το
υψηλό και δυσνόητο των λόγων του και με
το ανθηρό των λέξεων ξεπέρασε όλους
τους σοφούς, τόσο τους παλαιούς και
περιβόητους στην εξωτερική και ελληνική
σοφία, όσο και τους νεώτερους και δικούς
μας εκκλησιαστικούς. Έτσι από την
παρόμοια διαφορά και φιλονικία διαιρέθηκαν
σε τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών
και άλλοι λέγονταν Ιωαννίτες, άλλοι
Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες. Επειδή λοιπόν έτσι ήταν
διαιρεμένοι οι Χριστιανοί και έτσι
φιλονικούσαν οι λόγιοι άνδρες, για τον
λόγο αυτόν εμφανίσθηκαν σε όνειρο οι
τρεις αυτοί Ιεράρχες και Διδάσκαλοι,
πρώτα ο καθ’ ένας χωριστά και έπειτα
και οι τρεις ενωμένοι μαζί, στον τότε
Ιωάννη, τον Επίσκοπο της πόλεως Ευχαΐτων,
(η οποία και Ευτικατία λέγεται και απλά
Εφλεέμ, η οποία βρίσκεται στην Γαλατία,
και υπάγεται στον Μητροπολίτη Γαγγρών).
Ήταν λοιπόν ο Ιωάννης αυτός άνδρας
λόγιος και έμπειρος της ελληνικής
παιδείας, όπως το μαρτυρούν τα συγγράμματα,
που έχει εκπονήσει, και επί πλέον ήταν
και άνθρωπος που είχε φθάσει στην κορυφή
της αρετής Σ’ αυτόν, λέω, εμφανίσθηκαν
και με ένα στόμα του λένε και οι τρεις
«Εμείς ένα είμαστε κοντά στον Θεό, καθώς
βλέπεις, και καμμία αντίθεση ή διαμάχη
δεν έχουμε, αλλά στους διαφόρους καιρούς,
που ζήσαμε, έτσι ο καθ’ ένας από εμάς
από την χάρη του θείου κινούμενος
Πνεύματος, διαφορετικές διδασκαλίες
συνέγραψε. Και εκείνα που διδαχθήκαμε
από το Άγιο Πνεύμα, αυτά και εκδώσαμε
για την σωτηρία των ανθρώπων. Και πρώτος
ανάμεσα σε εμάς δεν υπάρχει, ούτε
δεύτερος, αλλά εάν πεις τον ένα, αμέσως
και οι άλλοι δύο ακολουθούν. Γι’ αυτό να διατάξεις αυτούς
που φιλονικούν, να μη χωρίζονται εξ
αιτίας μας. Διότι εμείς, όσο μπορούσαμε
φροντίζαμε, τόσο όταν ήμασταν ζωντανοί,
όσο και τώρα που βρισκόμαστε στους
ουρανούς το να ειρηνεύουμε και να
οδηγούμε τον κόσμο στη γνώση και στην
ομόνοια και όχι να τον χωρίζουμε. Αλλά
και σε μία ημέρα ένωσε και τους τρεις
εμάς και να συνθέσεις και τα τροπάρια
και τα άσματα της εορτής μας, όπως αρμόζει
στη δική σου σύνεση, και κατόπιν να
αναφέρεις στους Χριστιανούς, ότι ένα
είμαστε κοντά στον Θεό. Βέβαια και εμείς
μαζί θα συνεργήσουμε για τη σωτηρία
εκείνων, που εκτελούν την κοινή μνήμη
μας Επειδή και εμείς φαινόμαστε, ότι
έχουμε κάποια παρρησία και δύναμη κοντά
στον Θεό». Αφού είπαν αυτά οι Άγιοι,
φάνηκαν ότι ανέβηκαν πάλι στους ουρανούς
λάμποντας από φως υπέροχο και ονομάζοντας
ο ένας τον άλλον με το όνομά του. Αφού λοιπόν σηκώθηκε από τον
ύπνο ο ιερός Ιωάννης έκανε όπως τον
διέταξαν οι θείοι Ιεράρχες. Και το μεν
πλήθος του λαού το καθησύχασε και
εκείνους που φιλονικούσαν τους ειρήνευσε
(διότι ήταν περιβόητος στην αρετή ο
άνθρωπος, γι’ αυτό και ο λόγος του είχε
δύναμη και πειθώ). Και παρέδωσε στην
Εκκλησία του Θεού να επιτελεί αυτή την
εορτή. Και βλέπε, ω αναγνώστα, τη σύνεση
και διάκριση αυτού του αγίου ανθρώπου.
Επειδή βρήκε αυτόν τον Ιανουάριο μήνα,
που είχε και τους τρεις αυτούς Ιεράρχες
να εορτάζονται, τον Μέγα Βασίλειο κατά
την πρώτη, τον Θεολόγο Γρηγορώ κατά την
εικοστή πέμπτη και τον θείο Χρυσόστομο,
κατά την εικοστή εβδόμη, για τον λόγο
αυτόν τους ένωσε πάλι κατά την τριακοστή
του ιδίου μηνός. Και τόσο στόλισε την
Ακολουθία τους με κανόνες και τροπάρια
και με λόγο εγκωμιαστικό, όπως έπρεπε
σε τέτοιους μεγάλους Πατέρες της
Εκκλησίας, ο χαριτώνυμος αυτός Ιωάννης
ώστε φαίνονται, ότι αυτά συντέθηκαν τα
άσματα της ακολουθίας αυτής κατά την
νεύση και τον φωτισμό, όπως νομίζω, των
τριών Αγίων Ιεραρχών. Διότι δεν έχουν
απολύτως καμμία έλλειψη από τα επιχειρήματα
εκείνα, που αποβλέπουν στον έπαινο των
Αγίων. Έτσι τα τροπάρια αυτά είναι
ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν
μέχρι τώρα και από όσα στο μέλλον
πρόκειται να γίνουν.
Ήταν δε κατά την στάση του
σώματος και την μορφή του προσώπου ως
εξής οι τρεις Ιεράρχες, μολονότι
αναφερθήκαμε γι’ αυτό και στην ξεχωριστή
εορτή του καθενός.
Ο θειος Χρυσόστομος,
ήταν κοντός στο ανάστημα του σώματος,
είχε μεγάλη κεφαλή, ήταν αδύνατος και
πολύ λεπτόσαρκος, ήταν μακρομύτης και
είχε πλατιά τα ρουθούνια, ήταν κίτρινος
μαζί και άσπρος, είχε βαθουλωτούς τους
οφθαλμούς και μεγάλους τους βολβούς
Από αυτό συνέβαινε να λάμπει με πιο
χαρούμενα βλέμματα, μολονότι ως προς
τα άλλα μέλη του σώματος έδειχνε, ότι
ήταν λυπηρός Είχε μεγάλο το μέτωπο και
χωρίς τρίχες χαραγμένο με πολλές ρυτίδες
Είχε αυτιά μεγάλα και το γένειο μικρό
και ωραιότατο, στολισμένο με λίγες
άσπρες τρίχες Από δε την νηστεία είχε
τα σαγόνια στην άκρη βαθουλωμένα. Τόσο όμως είναι απαραίτητο να
πούμε γι’ αυτόν τον Άγιο, ότι με τους
λόγους και τη ρητορική του ευφράδεια
φάνηκε ανώτερος από όλους τους σοφούς
και ρήτορες των Ελλήνων. Ιδιαίτερα και
κατ’ εξαίρεση με το πλάτος των νοημάτων
και με το καθαρό και ζωντανό του λόγου.
Μάλιστα τόσο πολύ σαφήνισε και εξήγησε
την θεία Γραφή, όπως κανένας άλλος και
με τις διδασκαλίες του αυτές τόσο πολύ
βοήθησε και αύξησε το κήρυγμα του
Ευαγγελίου, ώστε, αν ο Άγιος αυτός δεν
υπήρχε, (μολονότι και είναι τολμηρό να
το πει κανείς) έπρεπε πάλι να γίνει μία
δευτέρα παρουσία του Χριστού στη γη.
Τόσο μεγάλος έγινε ο χρυσορρήμων αυτός
στην πρακτική και θεωρητική φιλοσοφία,
σε σημείο που υπερέβαλε όλους μαζί τους
ενάρετους, γενόμενος πηγή της αγάπης
και ελεημοσύνης και όλος όντας πάραυτα
φιλαδελφία και διδασκαλία. Αυτός λοιπόν, αφού έζησε χρόνους
εξήντα τρείς και αφού ποίμανε την
Εκκλησία του Χριστού, προς αυτόν
εξεδήμησε. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ως προς
την στάση και το ανάστημα του σώματος
πολύ υψηλός. Ήταν αδύνατος και ολιγόσαρκος,
μαύρος μαζί και κίτρινος στο χρώμα, ήταν
μακρομύτης, είχε τα φρύδια στρογγυλά,
ενώ το δέρμα, που είναι επάνω από τα
φρύδια, το είχε συμμαζεμένο, φαινόταν
όμοιος με έναν που συλλογίζεται και
προσέχει στον εαυτό του. Είχε το πρόσωπο
ζαρωμένο με λίγες ζαρωματιές, είχε τα
μάγουλα μακριά και τους μήνιγγες δασείς
από τρίχες συνεστραμμένες και κυκλοειδείς.
Εξωτερικά φαινόταν, ότι είχε λίγο
κομμένες τις τρίχες. Το γένειο ήταν
αρκετά μακρύ και οι τρίχες ήταν
ανακατεμένες, δηλαδή μαύρες μαζί με
άσπρες. Αυτός ο Άγιος ξεπέρασε στην
παιδεία των λόγων όχι μόνο τους σοφούς
και λόγιους, που ήταν στην εποχή του,
αλλά και αυτούς ακόμη τους παλαιούς.
Διότι, αφού έφθασε σε κάθε είδος παιδείας,
σε κάθε μία από αυτές το κράτος και την
νίκη απόκτησε. Και όχι μόνο αυτά, αλλά
άσκησε και την έμπρακτη φιλοσοφία και
με την πράξη ανέβηκε στη θεωρία των
όντων. Εξ αιτίας αυτών ανέβηκε και στον
θρόνο της αρχιεροσύνης, όταν έγινε
σαράντα ετών και, αφού ποίμανε τήν
Εκκλησί¬α πέντε χρόνια, εξεδήμησε προς
Κύριον.| Ο Θεολόγος πάλι Γρηγόριος ήταν
μέτριος ως προς τη θέση και το ανάστημα
του σώματος λίγο κίτρινος μαζί και
χαρούμενος. Είχε μικρή και πλατειά τη
μύτη, είχε τα φρύδια ίσια, έβλεπε ήμερα
και καταδεκτικά, είχε το δεξιό μάτι
μικρότερο από το αριστερό και φαινόταν
ένα σημάδι πληγής στην άλλη άκρη του
οφθαλμού του. Είχε το γένειο αρκετά
πυκνό, όχι όμως και μακρύ. Ήταν φαλακρός
και άσπρος στην κεφαλή, έδειχνε ότι τα
άκρα του γενείου του ήταν σαν καπνισμένα.
Αξίζει να πούμε για τον Θεολόγο αυτόν,
ότι, αν κάποιος έπρεπε να γίνει ένας
στύλος έμψυχος και ζωντανός, αποτελούμενος
από όλες τις αρετές, αυτός ήταν ο Μέγας
αυτός Γρηγόριος. Διότι, αφού νίκησε με
τη λαμπρότητα της ζωής του, εκείνους
που διακρίνονταν κατά την πράξη, σε
τέτοια κορυφή της θεωρίας ανέβηκε, ώστε
όλοι νικιόνταν από τη σοφία που είχε,
τόσο στους λόγους, όσο και στα δόγματα.
Γι’ αυτό απόκτησε κατ’ εξαίρετο τρόπο
και το να επονομάζεται Θεολόγος. Ποίμανε και την Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως δώδεκα χρόνους,
ζώντας επάνω στη γη γενικά ογδόντα
χρόνια. (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου,
Συναξαριστής, τ. Γ, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος
Ιερομονάχου, Ι. Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων
Α΄» Νέα Σκήτη Άγιον Όρος σ. 200-205).
Ποιός μπορεί να διηγηθή τις αταξίες, που κάνουν οι Χριστιανοί κατά την περίοδο των Αποκρέων, και μάλιστα στα νησιά;
Στ' αλήθεια, θα μπορούσε να πη κανείς,
ότι τότε οι Χριστιανοί δαιμονίζονται
όλοι, διότι χορεύουν, παίζουν, τραγουδούν
ασυνείδητα, μέχρι και αυτοί οι
πλέον γέροντες.
Και, όποιος δεν χορέψει
ή δεν τραγουδήσει, θεωρείται τρελλός,
διότι οι άνδρες φορούν γυναικεία φορέματα
και οι γυναίκες ανδρικά·
διότι ντύνεται ο καθένας με
διαφορετικά ρούχα και μάσκες,
τις κοινώς αποκαλούμενες μουτσούνες·
τότε δεν έχει διαφορά η ημέρα από την
νύκτα· διότι όπως η ημέρα και όλη η νύκτα
ξοδεύεται σε χορούς και μασκαριλίκια·
τότε δεν διαφέρουν οι λαϊκοί από τους
κληρικούς και τους ιερωμένους·
διότι όλοι εξ ίσου ατακτούν· τότε, για
να πω έτσι, πανηγυρίζει η ασέλγεια·
γιορτάζει η ακολοσία· ευφραίνεται η
μέθη· αγάλλεται η τρυφή και η ασωτεία·
χορεύει ο διάβολος με δέκα μανδύλια και
μαζί με αυτόν χορεύει όλο το πλήθος των
δαιμόνων· διότι το κέρδος, που κάνουν
μόνο στις αποκριές, δεν μπορούν να το
αποκτήσουν σε ολόκληρο τον χρόνο.
Λυπάται δε η αρετή· στενοχωριέται η
σωφροσύνη· οδύρεται η χριστιανική
σεμνότητα και η ευταξία· διώχνεται
ο φόβος του Θεού και ο φόβος της κολάσεως
και της κρίσεως· πενθεί ο Χριστός
και θρηνούν όλοι οι άγγελοι και οι
δίκαιοι."Ω, και ποιός
να μη κλάψη; και ποιός να μη χύση
καρδιοστάλακτα δάκρυα, βλέποντας
την απώλεια και την ανοησία αυτών των
Χριστιανών; Aυτοί
είναι τόσο ανόητοι, που αντί να κερδίσουν
από την νηστεία της αγίας Τεσσαρακοστής,
περισσότερο ζημιώνονται από τις απόκριες,
και, για να κερδίσουν ένα, χάνουν εκατό·
και κάνουν οι άθλιοι σαν τους ανόητους
εμπόρους, τρέχοντας σε ζημία και όχι σε
κέρδος· διότι ασύγκριτα μεγαλύτερη
είναι η βλάβη που δέχονται κατά τις
απόκριες, παρά η ωφέλεια που λαμβάνουν
από την Τεσσαρακοστή που έρχεται· ίλεως,
ίλεως, ίλεως να γίνη ο Θεός. Και μακάρι
αυτός να φωτίση τους άγιους Αρχιερείς
και τους πνευματικούς και τους διδασκάλους,
να εμποδίσουν αυτά τα κακά με αφορισμούς
και με επιτίμια, όπως ορίζει και ο ξβ'
Κανόνας της αγίας και Οικουμενικής ς’
Συνόδου.
(Πηγή: «Χρηστοήθεια
των Χριστιανών», Αγίου Νικοδήμου
Αγιορείτου, Λόγος Β’, Μεταφραστής:
Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης,
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, Έτος έκδοσης:
2010)
Ο Όσιος Εφραίμ
καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε
στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας
πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε
επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337 μ.Χ.),
Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.) και
των διαδόχων αυτού. Από την μικρή του
ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή
από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του
Ιάκωβο (309 - 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον
χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος
αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα.
Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο
και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε
πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και
ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται
για το πλήθος και το κάλλος των έργων
του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών
θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις
και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια
την Ορθοδοξία. Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε
σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο
και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να
επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.
Όταν,
διά της συνθήκης του έτους 363 μ.Χ., που
υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του
Παραβάτου, Ιοβιανός (363 - 364 μ.Χ.), η Νίσιβης
παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ
εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε
στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο
όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα
Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας
και λίγο αργότερα τους Πατέρες και
Ασκητές της Αιγύπτου.
Ο Όσιος Εφραίμ
κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 μ.Χ. και
η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της
Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου,
κοντά στην αγορά.