A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Ἡ Σύναξις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (7 Ἰανουαρίου)



Ἡ Ἐκκλησία συνηθίζει τὴν ἐπαύριο ὁρισμένων Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν νὰ τιμᾶ ἐκεῖνον ποὺ ὑπηρέτησε τὸ ἐν λόγῳ μυστήριο. Σήμερα, ἐπαύριο τῶν Θεοφανείων, τιμᾶ τὸν Βαπτιστὴ καὶ Πρόδρομο, καὶ τὸν ἐγκωμιάζει ὡς μεγαλύτερο τῶν προφητῶν, μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, φωνὴ τοῦ Λόγου, κήρυκα τῆς χάριτος, χελιδόνα ἀναγγέλλουσα τὴν Ἄνοιξη τὴν πνευματική, Λύχνο τοῦ Θείου Φωτός, πνευματικὴ αὐγὴ ἀναγγέλλουσα τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ἐπίγειο ἄγγελο καὶ οὐράνιο ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο γῆς καὶ οὐρανοῦ καὶ ἑνώνει τὴν Παλαιὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, γιὰ νὰ ἀναγγείλει καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁλοκληρώνει ὁ Ἰωάννης τὴν ἀποστολή του βαπτίζοντας τὸν Κύριο στὸν Ἰορδάνη ποταμό: Αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται· ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι (Ἰω. γ´ 30). Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν φανέρωση τῆς χάριτος καὶ τὸν μαρτυρικό του θάνατο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς παραμένει γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὁ «Πρόδρομος», μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια, τοῦ Χριστοῦ.

Πρότυπο ἐγκρατείας, παρθενίας, μετανοίας καὶ κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, καθίσταται μυσταγωγὸς τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ ἀδιάκοπα προετοιμάζει δι’ ἡμᾶς τὴν ὁδὸν ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Κύριο. Ἀκολουθώντας τὸ μήνυμα μετανοίας τοῦ Τιμίου Προδρόμου μποροῦμε ἐπάξια νὰ προετοιμασθοῦμε, ὥστε νὰ λάβουμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καί, μιμούμενοι μετὰ τὸν φωτισμὸ τὴν ἁγία βιοτή του στὴν ἔρημο, θὰ μπορέσουμε νὰ διαφυλάξουμε τὴν χάρη καὶ νὰ τὴν κάνουμε νὰ αὐξάνει ἀδιάκοπα, ἕως ὅτου ὁ Χριστὸς σκηνώσει μέσα μας μὲ ὅλη τὴν δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.

Σχετική εικόνα
Ὅμως, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τῆς τιμίας Χειρὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: τὸ σκήνωμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου τὸ ἐνεταφίασαν οἱ μαθητές του στὴν Σεβάστεια, ὅπου λίγο ἀργότερα ἔφθασε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ πῆρε τὴν δεξιὰ τοῦ Προδρόμου, ὥστε νὰ τὴν καταθέσει στὴν πατρίδα του τὴν Ἀντιόχεια, ὅπου τὸ τίμιο λείψανο ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα. Μεταξὺ ἄλλων διηγοῦνται ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες τῆς πόλης συνήθιζαν νὰ θυσιάζουν κάθε χρόνο μία παρθένα κόρη, ἡ ὁποία μόλις εἶχε μπεῖ στὴν ἐφηβία, σ’ ἕναν φοβερὸ δράκοντα ποὺ τὸν τιμοῦσαν ὡς θεό. Μία ἡμέρα, ὁ πατέρας τῆς δύστυχης κόρης ποὺ εἶχε ἐπιλεγεῖ γιὰ τὴν θυσία, προσέτρεξε στὴν ἐκκλησία ὅπου ἐτιμᾶτο τὸ πολύτιμο λείψανο, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τοῦ Τιμίου Προδρόμου, καὶ ἅρπαξε κρυφὰ ἕνα του δάκτυλο. Τὴν ὥρα πού, ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ, οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἑτοιμάζονταν νὰ ρίξουν τὴν κόρη στὸ ὀρθάνοικτο στόμα τοῦ τέρατος, ὁ πατέρας ἔρριξε μέσα τὸ δάκτυλο τοῦ ἁγίου καὶ στὴν στιγμὴ τὸ θηρίο ἔπεσε νεκρό. Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης ἔκτισαν ἐκεῖ μία λαμπρὴ ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τοῦ Προδρόμου.
Πολλὰ χρόνια ἀργότερα, οἱ εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες Κωνσταντῖνος Ζ΄ καὶ Ρωμανὸς Β΄ πληροφορήθηκαν τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἐπιτέλσε τὸ τίμιο λείψανο τῆς χειρὸς τοῦ Προδρόμου καὶ ἔδωσαν ἐντολὴ σ’ ἕναν διάκονο, ὀνόματι Ἰώβ, νὰ τὸ φέρει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ὑποδοχὴ τῆς δεξιᾶς τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ στὴν Βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα τὸ βράδυ ἀκριβῶς τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων.

Τὸ ἅγιο λείψανο τῆς δεξιᾶς του Προδρόμου βρίσκεται σήμερα κατατεθειμένο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπου τιμᾶται μὲ εὐλάβεια.



Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος β’.

Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον
Ἦχος πλάγιος β’.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικώς ὁ Ἰορδάνης, φόβῳ ἀπεστρέφετο· τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμῳ ὑπεστέλλετο· τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὁρῶσαί σε ἐν ῥείθροις σαρκί βαπτιζόμενον· καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα, καί φωτίσαντα τά πάντα.

Μεγαλυνάριον
Χειρί σου βαπτίσας, ὦ Βαπτιστά, τὸν διὰ θαλάσσης, ἀγαγόντα τὸν Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης· διὸ ἀνευφημοῦμεν τὴν θείαν χάριν σου.

ΠΛΗΘΟΣ ΠΙΣΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΤΡΙΟΝ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ (ΦΩΤΟ-ΒΙΝΤΕΟ)

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ἡ Θεία Κοινωνία (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν Ἁγία Τράπεζα, πίστευε ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων. Ὅταν δεῖς τὸν ἱερέα νὰ σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, μὴ νομίσεις ὅτι ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία Του τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς Θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ Ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ πράξεις μολυσμένες.

Ἀναλογίσου
λοιπὸν κι ἐσὺ ποιό ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε νὰ πλησιάσεις.

Νὰ προσέρχεστε λοιπὸν στὴ Θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ συνείδηση καθαρή, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν Θείων Μυστηρίων.


Πές μου, ἄνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σὲ πιέζει τάχα ἡ ἀνάγκη νὰ κάνεις τὶς δουλειές σου; Καί σοῦ περνάει ἄραγε, τὴν ὥρα πού πᾶς νὰ κοινωνήσεις, ἡ σκέψη ὅτι ἔχεις δουλειές; Ἔχεις μήπως τὴν αἴσθηση ὅτι εἶσαι πάνω στὴ γῆ; Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζὶ μὲ ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων; Μὰ κάτι τέτοιο εἶναι δεῖγμα πέτρινης καρδιᾶς…

Ἀπό τό βιβλίο :
«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»,
Τόμος Γ΄ (Τεύχη 21-30), A΄ Ἔκδοση 2003.
Ἐκδόσεις: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΠΤΙΣΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΙΩΑΝΝΗ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Σχετική εικόνα




(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)



Η μετάνοια και αρχή είναι και μεσότης και τέλος της διαγωγής των Χριστιανών. Γι' αυτό και ζητείται και χρεωστείται τόσο προ του βαπτίσματος όσο και κατά το άγιο βάπτισμα, καθώς και μετά το άγιο βάπτισμα.

Ζητείται η μετάνοια από μας με λόγο κατά το θείο βάπτισμα με τις ερωταποκρίσεις για την απέναντι στο Θεό αγαθή συνείδηση, καθώς και συμφωνία και υπόσχεση θεάρεστης ζωής και θεοφιλούς βίου. Διότι αφού πιστεύσαμε, συντασσόμαστε με τον αγαθό και φιλάγαθο Χριστό, απομακρυνόμενοι από το πονηρό και παμπόνηρο εχθρό. 


Ερωτώμενοι οι ίδιοι ή δια των αναδόχων, όπως γίνεται στα βαπτιζόμενα νήπια, αφού πιστεύσαμε, δεχθήκαμε εσωτερικά και συμφωνήσαμε στη διάνοια. Και δεχόμαστε τη σωτηρία δια του λουτρού της παλιγγενεσίας.
Επειδή δε στο Θείο αυτό λουτρό οι περισσότεροι είναι νήπιοι και δεν αντιλαμβάνονται τη δύναμη του μυστηρίου, ας τη φανερώσωμε.


Όταν μάθει ο ιερέας ότι προσήλθε ο βαπτιζόμενος, αναπέμπει ευχαριστία στο Θεό και συγκαλεί όλους να συνεορτάσουν, δηλαδή την Εκκλησία. Αφού σταθεί στην ιερά τράπεζα ευχαριστώντας το Θεό μετά εξέρχεται στα δυτικά και ρωτά δημόσια τον βαπτιζόμενο αν αποτάσσεται το Σατανά, ζητώντας του να φυσήξει τρείς φορές. Η διεύθυνση του προσώπου στα δυτικά δηλώνει την αποτροπή της αμαρτίας και το φύσημα εκπνέοντας είναι σαν κατά κάποιο τρόπο να πετά προς το διάβολο την από τη προηγούμενη αμαρτία γενόμενη μέσα του διάθεση.
Η τριπλή ομολογία της αποταγής σημαίνει βέβαια την από τον αντικείμενο στο Θεό βεβαία και ολοκληρωτική φυγή. 


Κατόπιν ο βαπτιζόμενος στρέφεται στα Ανατολικά απλώνοντας τα χέρια ψηλά και με ερωταποκρίσεις ζητάται τρεις φορές, να συνταχθεί με το Χριστό. Η προς το Θείο φως ανάβλεψη υπαινίσσεται την φυγή από τη κακία, η δε ανάταση των χεριών δείχνει την ειλικρινή προσευχή και η τριπλή ομολογία παριστάνει την εμπέδωση της υποσχέσεως προς το Θεό. Στη συνέχεια ο ιερέας τον σφραγίζει τρεις φορές με το άγιο έλαιο της χρίσεως σε ολόκληρο το σώμα. Η χρίσις αυτή δηλώνει την ετοιμασία προς τους ιερούς αγώνες και μετά την ιερά αλοιφή οδηγείται στην ιερά κολυμβήθρα που έχει προκαθαγιασθεί με πολυειδείς και πανίερες πράξεις. Εκεί ο ιερέας τον βαπτίζει με τρεις καταδύσεις, εκφωνώντας σε κάθε κατάδυση τη κάθε μία από τις τρεις προσκυνητές υποστάσεις.


Το νερό βέβαια είναι για καθαρισμό των σωμάτων, αλλά με την επερχόμενη εορτή των Φώτων κατέρχεται σε αυτό να βαπτισθεί ο Χριστός, ο ιατρός των ψυχών. Και έτσι μαζί με τον εαυτό Του ο Χριστός, ο πατέρας των πνευμάτων, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, ενοικίζει στο νερό τη χάρη του παναγίου Πνεύματος που έλκυσε από πάνω.
Έτσι ώστε για τους έπειτα κατά το παράδειγμά του βαπτιζομένους, όταν κατέρχονται στο νερό της κολυμβήθρας να βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε αυτό περιβάλλοντάς τους απορρήτως με το Πνεύμα του και γεμίζοντάς τους με την καθαρκτική και φωτιστική χάρη των λογικών πνευμάτων. Είναι αυτό που λέγει ο θείος Πάυλος: <<όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ενδυθήκατε το Χριστό>>.


Οι τρείς καταδύσεις στο νερό γίνονται μεν για τη σωστική επίκληση της ζωαρχικής Τριάδος, εικονίζουν δε τη τριήμερη ταφή του Κυρίου. Δηλώνουν συνάμα και την ανάσταση του τριμερούς της ψυχής από την αμαρτία και την επάνοδο του νου, της ψυχής και του σώματος μαζί, προς την αφθαρσία. Ώστε μέσα στο θείο βάπτισμα και ο θάνατος να βλέπεται και η ζωή, η ταφή και η ανάσταση μαζί. Αφού με το θείο βάπτισμα πεθάναμε στην αμαρτία και οφείλουμε να ζούμε με την αρετή για το Θεό.
Γι' αυτό και ο ιερέας, αφού ντύσει τον βαπτισθέντα με λευκή φωτοειδή στολή και τον χρίσει με θείο μύρο (που είναι η σφραγίδα της υιοθεσίας) και τον καταστήσει κοινωνό του σώματος και αίματος του Χριστού, τον απολύει δεικνύοντας ότι έγινε από εδώ τέκνο φωτός, σύσσωμος με το Χριστό και μέτοχος του θείου Πνεύματος.


Μετά το θείο βάπτισμα επιζητούνται τα έργα της μετανοίας, γιατί αν απουσιάζουν αυτά, τότε ο λόγος της υποσχέσεως προς το Θεό όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά και καταδικάζει τον άνθρωπο. 'Οπως λέγει ο απόστολος Πέτρος: <<καλύτερο θα ήταν να μην είχαν γνωρίσει την οδό της δικαιοσύνης παρά αφού την γνώρισαν, να εγκαταλείψουν τη παραδοθείσα σε αυτούς αγία εντολή>>.


Αλλά επειδή αρχή και τέλος της κατά Χριστό διαγωγής είναι η μετάνοια, γι' αυτό και ο πρόδρομος του Κυρίου και βαπτιστής Ιωάννης, ως αρχή της κατά το Χριστό διαγωγής, κήρυττε με τους λόγους, το μετανοείτε γιατί πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Μάλιστα και ο ιδιος ο Κύριος, η τελειότης κάθε καλού, με το ίδιο κήρυγμα ξεκίνησε τους λόγους του.
Μετάνοια δε είναι το να μισήσει κανείς της αμαρτία και να αγαπήσει την αρετή, να αποφύγει το κακό και να εκετελεί το αγαθό. Να μεταμελήται ενώπιο του Θεού με συντετριμμένη καρδιά και να προσπίπτει στο πέλαγος της ευσπλαχνίας του, κατακρίνοντας τον εαυτό του με καρπούς μετανοίας. Ποιούς δηλαδή; 


Πρώτα την εξομολόγηση των αμαρτιών, όπως τους οδηγούσε ο Πρόδρομος του Κυρίου. Έπειτα τη δικαιοσύνη, την ελεημοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την αγάπη, την αλήθεια. Να μην εκβιάζετε μήτε να συκοφαντήτε και γενικά να μη κάνετε τίποτε διαφορετικό από όσα έχετε διδαχθεί. (Λουκά 3,11-14).


Επίσης έλεγε ο Πρόδρομος τα στραβά να γίνουν ίσια, στραβό είναι το ψεύδος, ο δόλος, η διαβολή. Οι τραχείς δρόμοι θα γίνουν ομαλοί, τραχύς δρόμος είναι η οργή, το μίσος, ο φθόνος, η μνησικακία, τα οποία ισιώνται όλα και ομαλύνονται, μεταβαλλόμενα με τα έργα της μετανοίας.
Ενώ ο Ιωάννης τα έλεγε αυτά, ο Ιησούς έρχεται σε ηλικία τράντα ετών, όπως ιστόρησε ο Λουκάς (3,16) σαν ένας από τον όχλο με τίποτε το διαφορετικό, με λιτότητα και εσχάτη ευτέλεια και αφάνεια.


Ο πρόδρομος όμως με το διορατικό Πνεύμα τον γνώρισε και έλεγε: <<στέκεται ανάμεσά μας αυτός που εσείς δεν τον γνωρίζετε, αυτός που ενώ είναι έπειτα από εμένα (ως προς την κατά σάρκα γέννηση), ήταν πρώτος μου (ως Θεός και Λόγος και Υιός Θεού, που γεννήθηκε προ αιώνων από το Θεό Πατέρα) και του οποίου δεν είμαι ικανός να λύσω το λουρί του υποδήματός του. Υπόδημα του Λόγου του Θεού είναι η σάρκα και λουρί είναι ο τρόπος της συνάφειας μεταξύ της Θεότητας και της σάρκας, που ως απόρρητο μυστήριο δεν είναι ικανός να λύσει και διευκρινήσει ούτε ο ίδιος που είναι κατά τη γνώμη του Χριστού ο υψηλότερος ανάμεσα στα γεννήματα των γυναικών. (Ματθ. 11,11).
Και στη συνέχεια αρνήθηκε να βαπτίσει το Κύριο από ταπείνωση λέγοντάς του ότι εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα. Ο Χριστός του είπε:<<άφησε τώρα, έτσι πρέπει να γίνει σε μας, να εκπληρώσουμε τη δικαιοσύνη>>. Διότι έχοντας δεχθεί από σένα το βάπτισμα φανερά θα ελκύσω από άνω το πνεύμα της υιοθεσίας πάνω σε αυτή.


Μέγα και υψηλό είναι το μυστήριο του βαπτίσματος του Χριστού, δυσθεώρητο και δυσερμήνευτο, αλλά επειδή είναι εξαιρετικά σωτήριο ας το ανιχνεύσουμε όσο είναι εφικτό.
<<Καί νά, με το να αναδυθεί μόνο, του ανοίχθηκαν οι ουρανοί>> Δεν είπε ο ουρανός, αλλά οι ουρανοί, δηλαδή όλοι, όλα τα επάνω από εμάς επικείμενα. Γαια να δειχθεί φανερώτατα ότι αυτός είναι που και προ των ουρανών υπάρχει και πριν από όλα τα όντα και είναι Θεός και είναι Θεού Λόγος και Υιός, μόνο αυτός παρουσιαζόταν συνημμένος με τον Πατέρα και το Πνεύμα. Με την έκφραση ανοίχθηκαν μας έδειξε ότι οι ουρανοί ήσαν κλειστοί προηγουμένως λόγω της αμαρτίας και της παρακοής μας προς το Θεό. Ο δε Λουκάς λέγει ότι όταν βαπτίσθηκε και προσευχόταν ο Ιησούς, ανοίχθηκε ο ουρανός. Διδασκόμεθα από αυτό ότι όχι μόνο ο ιερέας και τελεστής των μυστηρίων πρέπει να προσεύχεται, αλλά και ο τελούμενος. Αν ο τελεστής είναι τελειότερος κατά την αρετή, ανεβαίνει η χάρη προς τον τελούμενο, αν όμως ο τελούμενος είναι αξιώτερος ο θελητής του ελέους (τί άφατη χρηστότης κι' αυτή) δεν αρνείται να μεταδώσει δι' αυτού από τη χάρη και στον τελεστή! Όπως και τώρα έγινε φανερά στη περίπτωση του Ιωάννη, όπως και ο ίδιος μαρτυρεί δημόσια λέγοντας ότι όλοι λάβαμε από το πλήρωμά του.


Και ανοίχθηκαν οι ουρανοί μόνο στον Ιησού όταν προσευχόταν και σε κανένα από τους προ αυτού. Γιατί; Για να κατανοήσεις το ύψος της υπεροχής του τώρα βαπτιζομένου. Όχι μόνο του ανοίχθηκαν οι ουρανοί, αλλά ο ίδιος ο κόλπος του υψίστου Πατρός, διότι από εκεί ήλθε το Πνεύμα και η φωνή που μαρτυρούσε τη γνησιότητα της υιότητος.
Οι ουρανοί είναι κήρυκες σαν παγκόσμια στόματα και προς τους αγγέλους, αλλά και προς τους ανθρώπους διατρανώνοντας την ομοτιμία του Υιου του Θεού προς τον ουράνιο Πατέρα και προς το από αυτόν προελθόν εκπορευτώς Πνεύμα, κατά την ουσία και δύναμη και δεσποτεία προς το σύμπαν. Βλέπετε ότι το άγιο βάπτισμα είναι η πύλη των ουρανών που εισάγει εκεί τους βαπτιζομένους;


Και είδε ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει σαν περιστερά και να έρχεται σε αυτόν. Μαρτυρεί το περιστέρι τη καθαρότητα αυτού προς τον οποίο κατέβηκε, γιατί δεν πετά πάνω από ακάθαρτους και δυσώδεις τόπους. Συνεπιβεβαιώνει δε και με τη φωνή του Πατρός από άνω ότι αύτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός, τον οποίο επέλεξα.
Πραγματικά ο Πατέρας χρησιμοποιώντας σαν δάκτυλο το συναϊδιο και ομοούσιο και υπερουράνιο Πνεύμα του, φωνάζοντας και δακτυλοδεικτώντας μαζί, απέδειξε δημόσια και κήρυξε σε όλους ότι ο βαπτιζόμενος τότε από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη είναι ο αγαπητός του Υιός. Και έδειξε ότι όλα εκείνα τα άλλα που ελέχθηκαν πρωτύτερα δια των προφητών, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες απέβλεπαν προς τον τωρινό σκοπό, προς την θεανδρική οικονομία.


Ευδοκία είναι το κυριαρχικό και αγαθό και τέλειο θέλημα του Θεού. Αυτός δε είναι ο μόνος στον οποίο ευδοκεί και επαναπαύεται και αρέσκεται τελείως ο Πατέρας, <<ο θαυμαστός του σύμβουλος, ο άγγελος της μεγάλης βουλής του>>, αυτός που ακούει και ομιλεί από τον Πατέρα του και παρέχει στους ευπειθείς ζωή αιώνια. Αυτήν είθε να πετύχωμε όλοι μας μέσα σε αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό, που του πρέπει κάθε δόξα τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε. Γένοιτο.



TΗΝ ΑΓΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι' αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.

Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.

Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι' αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι' ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι' ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι' ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ» .

Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι' ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ' ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».

Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι' αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ' αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι' ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.

Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι' αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ' ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ' εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.

Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι' αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.

«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.

Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί· ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ' ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως .

Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι' ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι' αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι' ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺ-ναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.

Γι' αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ' αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ' αὐτόν.
«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι' αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι' αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι' αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».

Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι' αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν' ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;

Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι' ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ' ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.
Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι' αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.

«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ' αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι' αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι' αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι' ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.

Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι' ἐγώ εἶδα κι' ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ' αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.

Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ' αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ' αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ' αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ' αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι' αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».

Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.

Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι' Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.

Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του;

Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ' ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι' ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.

Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι' ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.

Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι' αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι' αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.

Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ' αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Λόγος εἰς τά Ἅγια Φῶτα (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)




Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.
Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν μαζί του.

 Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν ναυτικόν.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» - πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας - «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.

Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ. 13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.

Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων, διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿ αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος, τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´ Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18, 13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.

Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2).

 Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου; Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει ἀθεράπευτον.

 Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν (Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του; Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. 5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον, ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν. Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.

Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ, παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ἁγίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου)




ΜΕΤΑ την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως ηκούσατε εις τα Χριστούγεννα, όταν ενεπαίχθη ο Ηρώδης από τους Μάγους, έστειλε και κατέσφαξε βρέφη μικρά από δυο ετών και κάτω. Μεταξύ των παιδιών εκείνων έλαχε και ο τίμιος Πρόδρομος βρέφος μικρόν εις τας χείρας της μητρός του Ελισάβετ. Και όταν έμελλε να τον κατασφάξουν εσχίσθη το όρος και επέρασεν αντίπερα η Ελισάβετ με τον Πρόδρομο. Άγγελος δε Κυρίου τον επήρεν εις την έρημον, και τον ανέθρεψεν εκεί, έως ου ηνδρώθη, και έφθασεν εις ηλικίαν τριάκοντα χρόνων και μηνών τριών. Η τροφή του δεν ήτο εις την έρημον ει μη μέλι, άγριον και βλαστάρια από των δένδρων της ερήμου. Λόγος δε Θεού ήλθε και είπεν εις αυτόν να αφήσει την έρημον, και να υπάγη εις τα μέρη της Ιουδαίας και τα έθνη της Γαλιλαίας να κηρύττη μετάνοιαν’ το δε πλήθος των Εβραίων προσήρχοντο και εξωμολογούντο τας αμαρτίας των, και εβαπτίζοντο εις τον Ιορδάνην υπ' αυτού.

Εκεί λοιπόν ηρώτησαν τον Πρόδρομον «Μη είσαι συ ο Προφήτης;» Και αυτός είπεν «Όχι, δεν είμαι εγώ». Διατί είπε τούτο; μήπως δεν ήτο Προφήτης; Ναι, Προφήτης ήτο, αλλά δεν τον ηρώτησαν «Μη είσαι Προφήτης», αλλά «Μη είσαι συ ο Προφήτης;» Ήτοι, μη είσαι συ εκείνος, όπου είπεν ο Προφήτης Μωυσής' «Ότι Προφήτην ημίν αναστήσει Κύριος ο Θεός ημών, εκ των αδελφών ημών». Ήτοι, ότι μέλλει να έλθη είς μέγας Προφήτης από το γένος των Εβραίων. Ενόμιζον λοιπόν οι Εβραίοι, ότι ο Πρόδρομος είναι εκείνος ο προφήτης, και δια τούτο τον ηρώτων. Αυτός δε απεκρίθη και είπε προς αυτούς' «Δεν είμαι εγώ Εκείνος’ μέλλει
όμως να έλθει μετά από εμέ, δεν είμαι δε εγώ άξιος να λύσω τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, ήτοι δεν δύναμαι εγώ να καταλάβω πως εγεννήθη Εκείνος.

Αληθώς υστερώτερα εγεννήθη από εμέ, ως άνθρωπος, αλλά ως Θεός είναι πρωτύτερος από εμέ εις τον χρόνον της Θεότητος. Εγώ σας βαπτίζω μόνον με ύδωρ, αυτός όμως θέλει σας βαπτίσει με Άγιον Πνεύμα και πυρ. Αυτός έχει εις την χείρα του το πτύον, και καθαρίζει το άχυρον από τον σίτον, ήτοι καρδιογνώστης είναι ως Θεός και γνωρίζει τους αμαρτωλούς και τους δικαίους, και τους μεν αμαρτωλούς καταδικάζει εις το πυρ το αιώνιον, τους δε δικαίους καλεί εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Οι άνθρωποι δε όλοι προσήρχοντο και ηρώτων αυτόν’ ‘’τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν;’’ Και έλεγε προς αυτούς’ «όστις έχει δύο χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον πού δεν έχει’ και όστις περισσεύει άρτον, ας δίδη εις εκείνον όστις στερείται». Προσήρχοντο δε και οι τελώναι και τον ηρώτων «Τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν και έλεγε προς αυτούς’ «Προσέχετε από το άδικον’ περισσότερο από εκείνο το οποίον δικαιούσθε μη παίρνετε’ μόνον το διατεταγμένον σας, εκείνο ζητείτε». Επήγαν δε και στρατιώται και τον ηρώτησαν’ «Και ημείς τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν;» Και έλεγε προς αυτούς: «Προσέχετε, ώστε κανένα να μη πειράζετε, κανένα να μην συκοφαντείτε». Και πάλιν ηρώτησαν αυτόν εάν είναι ο Χριστός. Και πάλιν απεκρίθη και είπε προς αυτούς’ «Δεν είμαι εγώ εκείνος τον οποίον υπολαμβάνετε, αλλ’ Αυτός ο οποίος Ιδού έρχεται». Είπε δε τούτο ο Πρόδρομος, διότι, καθώς συνωμίλει με το πλήθος των ανθρώπων, έφτασε και ο Χριστός δια να βαπτισθή. Τότε, ως είδεν αυτόν ο Πρόδρομος, είπε προς τους Εβραίους’ «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ήτοι Αυτός είναι εκείνος, τον οποίο σας έλεγα ο Υιός του Θεού του αληθινού, όστις ανέλαβε τας αμαρτίας των ανθρώπων δια να τας εξαλείψη.

Τότε προσήλθεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και είπε προς αυτόν’ «Έλα να με βαπτίσεις, ότι δι' αυτό ήλθα». Λέγει ο Πρόδρομος «Εγώ έχω ανάγκην να βαπτισθώ από Σε, ίνα μαρτυρήσω και να δεχθώ άλλο βάπτισμα διά το όνομα σου και Συ έρχεσαι να σε βαπτίσω εγώ; Ο Ιορδάνης βλέπων σε εστράφη εις τα οπίσω, και εγώ να αποτολμήσω να σε βαπτίσω; Εάν ο Μωυσής εκείνος ο θεοπτικότατος και μέγας Προφήτης ηυλαβείτο να ίδει προς το πρόσωπόν Σου, εγώ πως να εγγίσω την αγίαν σου κορυφήν με τας αμαρτωλάς χείρας μου; χόρτος της γης είμαι, και πως να πλησιάσω προς το πυρ το άστεκτον; Συ αγίασον με, Κύριε’ Συ βάπτισόν με, Δέσποτα’ Συ καθάρισόν με από τον ρύπον της αμαρτίας, αλλ’ εγώ δεν αποτολμώ να σε βαπτίσω. Λέγει προς αυτόν ο Χριστός’ «Ιωάννη, άφες τους τοιούτους λόγους’ τώρα δεν είναι καιρός της τοιαύτης πολυλογίας, Οικονομίας καιρός είναι’ διά τούτο έγινα άνθρωπος’ διά τούτο σάρκα εφόρεσα’ διά τούτο πτωχός και ταπεινός εφάνην, διά να πληρώσω όλην την δικαιοσύνην’ λοιπόν βάπτισον με δια να πληρωθή η οικονομία και η συγκατάβασης μου όλη». Τότε ο Τίμιος Πρόδρομος εβάπτισε τον σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον του Θεού, το δε Άγιον Πνεύμα ως περιστερά κατέβη επάνω εις την κεφαλήν του Χριστού' και φωνή ηκούσθη από τους ουρανούς, λέγουσα" «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Δηλαδή αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, με τον οποίον Υιόν μου ωκονόμησα και έκαμα την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τότε εξήλθεν ο Χριστός από τον ποταμόν βαπτισμένος.

Ούτω μας διδάσκουσιν οι θείοι και ιεροί Ευαγγελισταί ότι εβαπτίσθη ο Χριστός’ πλην έχομεν και εις την σημερινήν εορτήν να εξετάσωμεν ζητήματα τινά. Και πρώτον ζητούμενο διατί ο Χριστός αναμάρτητος ων εβαπτίσθη; Δεύτερον’ Διατί δεν εβαπτίσθη εις άλλον ποταμόν, αλλά εις τον Ιορδάνην; Τρίτον Το Πνεύμα το Άγιον διατί κατέβη; Τέταρτον Διατί κατέβη εις είδος περιστεράς; Πέμπτον Πόσα βαπτίσματα υπάρχουν; Έκτον Πόσα ονόματα έχει το Άγιον Βάπτισμα; Έβδομον Τι ονομάζεται Πνεύμα; Όγδοον Τι ονομάζεται Φως; Ένατον Διατί γίνεται Βάπτισμα με ύδωρ και Πνεύμα; Δέκατον Τι δύναται να χαρίση το Άγιον Βάπτισμα εις τον άνθρωπον; Αυτά τα δέκα ζητήματα έχομεν σήμερον να εξετάσωμεν και να επιλύσωμεν, αλλά αν τύχη και είναι άλλα περισσότερα, ημείς μόνον τα αναγκαιότερα λέγομεν διότι αυτά τα δέκα δύνανται και τα άλλα να λύσουν.

Σεις δε, ώ ευλογημένοι χριστιανοί, όσοι προσήλθατε σήμερον να εορτάσητε την πανήγυριν, όσοι εις την Εκκλησίαν συνήχθητε χάριν της εορτής, ανοίξατε τους οφθαλμούς σας, όχι μόνον του σώματος, αλλά και της ψυχής, διά να αντιληφθήτε σαφώς τα λεγόμενα, ότι δεν είναι πράγματα και υποθέσεις του κόσμου, αλλά περί του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων, επειδή και ο σκοπός της εορτής μας της αγίας διά την σωτηρίαν των ανθρώπων έγινε’ διότι πόθεν άλλοθεν εφιλανθρωπεύθη ο Θεός να σαρκωθή; πόθεν κατεδέχθη ο ποιητής και πλάστης του κόσμου να καταβή σωματικώς επί της γης; πόθεν και από ποίαν αφορμήν ο βασιλεύς των αιώνων και άχρονος ηθέλησε να γεννηθεί εις χρόνον, και να ονομασθή χρονικός; πόθεν και διά ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι Χερουβείμ, τον οποίον δοξολογούσι Σεραφείμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονισμένος; διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, και τελευταίον θάνατον σταυρικόν; Φανερόν είναι ότι διά την σωτηρίαν των ανθρώπων τα κατεδέχθη όλα, θέλων να σώση τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ, θέλων να ελευθερώση τας ψυχάς των ανθρώπων από τας χείρας του μισοκάλου διαβόλου.

Διότι αφού η φύσις των ανθρώπων εξέπεσε διά την παρακοήν, και από τον Παράδεισον εδιώχθη, δεν ηδύνατο πλέον να αναβή οπόθεν εξέπεσε, διότι η αμαρτία του Αδάμ, ήτοι η παρακοή, έκλεισε και την θύραν του Παραδείσου. Εδέχετο ο Θεός τον Αδάμ να τον εισαγάγη πάλιν εις τον Παράδεισον, αλλά η αμαρτία θέλει μετάνοιαν διά να διορθωθεί, ο δε Αδάμ δεν μετενόησε, δεν έκλαυσεν ούτε είπε προς τον Θεόν, όταν τον ηρώτα μήπως έφαγες από το ξύλον, ότι έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημα σου' διά τούτο κλαίω και θρηνώ και δέομαι σου, δέξαι με πάλιν τον παρήκοον δεν είπεν ούτω, αλλά έρριψε την αφορμήν εις τον Θεόν, και είπεν, ότι η γυνή, την οποίαν μου έδωσες, εκείνη με παρέσυρεν' έδειξε παρευθύς, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ' ο Θεός, όστις του έδωσε σύντροφον την Εύαν, την γυναίκα, εκείνος πταίει’ ηρώτησε και την Εύαν ο Θεός, και ούτε αύτη είπεν ότι έσφαλεν, άλλ' έρριψε την αφορμήν εις τον όφιν, ότι εκείνος την επλάνησεν. Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν, ούτε ο Θεός τους εδέχθη διά την υπερηφάνειάν των, και ωκονόμησεν ύστερον εις τους τελευταίους χρόνους και καιρούς να έλθη να φορέση σάρκα εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, και να βαπτισθή από τας χείρας του δούλου του Προδρόμου. Αλλά ας έχω συγχώρησιν, ότι ο λόγος με ηνάγκασε να εξέλθω από τον σκοπόν μου' πλην ας επανέλθω εις το προκείμενον να διαλύσω τα ζητήματα της εορτής.

Και πρώτον μεν ζήτημα είπομεν: Διατί ο Χριστός, αναμάρτητος ων, εβαπτίσθη; Το βάπτισμα είναι ελευθέρωσις από των αμαρτιών του ανθρώπου, και καθαρισμός από της προπατορικής αμαρτίας ο δε Χριστός ήτο αμέτοχος αμαρτίας, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Ησαΐας’ «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Τίνος ένεκεν λοιπόν εβαπτίσθη; Και λέγομεν εις αυτό’ τέσσαρα στοιχεία είναι, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, αλλά και ο κόσμος όλος από αυτά σύγκειται, και πάλιν εις αυτά τα στοιχεία μέλλει ο άνθρωπος να αναλύση εις την δευτέραν παρουσίαν του Κυρίου και πάλιν να συναρμοσθή από αυτά. Είναι δε πρώτον στοιχείον και αναγκαιότατον ο αήρ διότι χωρίς αναπνοήν ο άνθρωπος δεν δύναται να ζήση ούτε στιγμήν δεύτερον στοιχείον και υψηλότερον είναι ο αιθήρ, τρίτον στοιχείον είναι το ύδωρ, και τέταρτον στοιχείον είναι η γη' από αυτά τα τέσσαρα στοιχεία είναι συνιστάμενος ο άνθρωπος’ και ο μεν αήρ λέγεται αήρ, ότι γίνεται από το άω, ήτοι αναπνέω, ότι αυτόν τον αέρα αναπνέομεν’ ο δε αιθήρ λέγεται αιθήρ, ότι γίνεται από του αίθω, ήτοι καίω, και το ύδωρ από το ύω, ήτοι βρέχω, ότι ύδωρ βρέχουσι τα νέφη’ η δε γη λέγεται γη, ότι είναι από του γώ, ήτοι χωρώ, ότι η γη χωρεί το πλήθος των ανθρώπων όλων. Αυτά λοιπόν τα τέσσαρα στοιχεία, επειδή είναι σύστασις του ανθρωπίνου σώματος, πρέπον είναι να αγιασθούν από την συγκατάβασιν του Κυρίου’ και ο μεν αήρ και ο αιθήρ ηγιάσθησαν από την συγκατάβασιν του Θεού Λόγου, όπως και από τον ήλιον φωτίζονται’ η δε γη ηγιάσθη, όταν εγεννήθη σωματικώς εις το σπήλαιον έπρεπε και το ύδωρ, όπερ είναι εν από τα τέσσαρα στοιχεία, να αγιασθή και αυτό' αλλέως δε δεν ήτο δυνατόν να αγιασθή το ύδωρ, εάν δεν ήθελε βαπτισθή ο Κύριος σωματικώς εις τον Ιορδάνην ποταμόν.

Είναι όμως και άλλος λόγος’ όταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είδε την πτώσιν των δαιμόνων, η οποία ηκολούθησεν εις την έπαρσιν του Εωσφόρου, εστάθη και είπε’ «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου», τότε εστάθησαν όλοι εκεί όπου έκαστος ευρέθη, οι μεν αγαθοί Άγγελοι εις τους ουρανούς, οι δε πονηροί δαίμονες εκεί όπου έπεσον, ήτοι άλλοι εις την άβυσσον, οίτινες και έμειναν εκεί κάτω εις την κόλασιν, άλλοι εις την γην, άλλοι εις το ύδωρ και άλλοι εις τον αέρα, οίτινες λέγονται εναέρια τελώνια. Με την κατάβασιν όμως του θείου Λόγου ενικήθη η δύναμις των δαιμόνων εκείνων, οίτινες ήσαν εις τον αέρα και εις την γην έπρεπεν όθεν να νικηθή η δύναμις και εκείνων οίτινες ήσαν εις το ύδωρ (1), (1) [Η δε δύναμις εκείνων, οίτινες κατέπεσον εις τα καταχθόνια, συνετρίβη με την κάθοδον του Κυρίου εις τον Άδην μετά την σταύρωσιν, αφ' ότου αναστάς συνεξανέστησε και άπαν το γένος των ανθρώπων.] δι’ ο και ο μόνος αναμάρτητος Χριστός κατήλθεν εις το ύδωρ και εβαπτίσθη δια να συντρίψη τους δαίμονας, όπως μαρτυρεί και ο Προφητάναξ Δαυΐδ λέγων διά τον Χριστόν' «Συ συνέτριψας τας κεφάλας των δρακόντων επί των υδάτων».

Εκτός όμως από τους δυο προαναφερθέντας λόγους, οίτινες λύνουν το ζήτημα, υπάρχει και τρίτος λόγος, και αυτός είναι ότι τούτο έπραξε διά να μας δείξη, ότι είναι μέγα και θαυμαστόν το μυστήριον του αγίου Βαπτίσματος και ένα από τα επτά μυστήρια της πίστεως μας.

Και πρώτον μεν μυστήριον είναι αυτό το Βάπτισμα’ δεύτερον, το Άγιον Μύρον' τρίτον, η αγία Κοινωνία’ τέταρτον, ο πρώτος γάμος’ πέμπτον, η ιερωσύνη' έκτον, η Μετάνοια και έβδομον το Ευχέλαιον. Ως μέγα λοιπόν και πρώτον μυστήριον της πίστεως μας όπου είναι, δια να το βεβαιώση ο Χριστός, διά τούτο εβαπτίσθη, ότι είτις δεν βαπτισθή, δεν σώζεται, ως ο ίδιος ορίζει εις το άγιον Ευαγγέλιον ότι εάν τις δεν αναγεννηθή διά του αγίου Βαπτίσματος, εκείνος δεν είναι δυνατόν να εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Επειδή λοιπόν μέγα και αναγκαίον είναι το άγιον Βάπτισμα, και διά να μας βεβαιώση τούτο ο Χριστός, δι’ αυτό εβαπτίσθη και όχι διά να καθαρισθή από αμαρτίας. Ιδού συν Θεώ εδιαλύσαμεν το πρώτον ζήτημα.

Δεύτερον ζήτημα είναι’ Διατί δεν εβαπτίσθη εις άλλον ποταμόν, αλλ' εις τον Ιορδάνην; Και λέγομεν εις αυτό, ότι πολλά θαύματα είχον γίνει εις αυτόν τον ποταμόν, και ήτο πλήρης χαρίτων ως ηγιασμένος, διά τούτο όθεν και ο Χριστός επήγεν εις αυτόν. Έγιναν δε εκεί τα εξής θαύματα. Πρώτον θαύμα έγινεν, όταν διήλθε δι' αυτού ο Ιησούς του Ναυή με την κιβωτόν, τούτο δε έγινεν ούτως. Ο μέγας εκείνος Προφήτης Μωυσής, όταν απέθνησκεν, αφήκε διάδοχον της αρχηγίας του τον Ιησούν του Ναυή. Όταν ο Ιησούς του Ναυή επήρε την ηγεσίαν των Εβραίων, πορευόμενος προς την Ιερουσαλήμ, εκυρίευσε τα φρούρια όλα, και τους βασιλείς όσους συνήντα εις τον δρόμον του. Μέλλων δε να υπάγη και εις την Ιεριχώ, έστειλε δυο νέους έμπροσθεν του να υπάγουν εις την Ιεριχώ να την κατασκοπεύσουν. Επήγαν λοιπόν οι στρατιώται εις τον οίκον μιας πόρνης και εκρύβησαν. Οι δε άνθρωποι της πόλεως, όταν τους είδον, εγνώρισαν αυτούς από την ενδυμασίαν, ότι είναι ξένοι και εζήτουν να τους φονεύσουν, η δε πόρνη εκείνη, Ραάβ το όνομα, έδειξεν εις αυτούς οδόν διαφυγής. Δι’ αυτήν την καλωσύνην της είπον οι στρατιώται, ότι ημείς ανάγκη είναι να πάρωμεν το φρούριον αυτό, μόνον βάλε σημείον αναγνωρίσεως εις την οικίαν σου, όταν λεηλατώμεν τας άλλας οικίας, να μη πειράξωμεν την ιδικήν σου, μήτε να πάθης κακόν.

Εξελθόντες της πόλεως κρυφίως οι στρατιώται, επήγαν εις τον Ιησούν του Ναυή και είπον εις αυτόν όσα είδον. Την πρωΐαν εσηκώθησαν από τον τόπον, όπου ήσαν στρατοπεδευμένοι, όστις ωνομάζετο Σαττίν, και επήγαν κοντά εις τον Ιορδάνην, έμειναν δε εκεί τρεις ημέρας. Τότε εξήλθον οι ιερείς των Εβραίων και διεκήρυξαν εις όλον το πλήθος, ότι, όταν ίδητε την Κιβωτόν και την σηκώνουν οι δώδεκα ιερείς, να σταθήτε όλοι οπίσω, μακράν από αυτήν έως δύο χιλιάδας πήχεις, αύριον δε να μη κοιμηθή κανείς με την γυναικά του, μόνον να είσθε καθαρισμένοι, ότι αύριον θέλει δείξει ο Θεός μέγα θαύμα εις όλα τα έθνη. Την πρωΐαν, όταν εξημέρωσεν, εσήκωσαν οι ιερείς την Κιβωτόν εις τον ώμον των, και ο Ιησούς του Ναυή είπε: «Σταθήτε εις τον ποταμόν με την Κιβωτόν, έως ότου να περάσουν όλοι οι Εβραίοι». Τότε εισήλθον εις τον Ιορδάνην οι ιερείς και θαύμα έγινε παράδοξον’ ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω, και μόνον τόσον νερόν απέμεινεν, ώστε εβράχησαν οι ιερείς μόνον μέχρι των σφυρών (αστραγάλων). Εκεί λοιπόν εστάθησαν με την Κιβωτόν, έως ότου επέρασε το πλήθος όλον τον Ιορδάνην και δεν εβράχησαν. Τότε εδιαλάλησεν ο Ιησούς εις τον λαόν και είπε: «Θαρσείτε, ότι ο Θεός παρέδωκεν εις τας χείρας μας όλα τα έθνη, τους Χαναναίους. τους Χετταίους τους Φερεζαίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους και τους Ιεβουσαίους' αυτά τα επτά έθνη παρέδωκεν εις ημάς ο Θεός, πλην δώδεκα φυλαί είσθε όλοι' ας πάρη εις άνθρωπος εξ εκάστης φυλής από μίαν πέτραν μεγάλην να τας βάλετε εδώ εις τους πόδας των ιερέων δια να είναι σημείον παντοτεινόν όταν ευρεθή κανείς και σας ερωτήση: Τι είναι αύται αι πέτραι; να είπητε ότι εδώ εστάθησαν οι ιερείς με την Κιβωτόν και δεν εβράχησαν, ο δε Ιορδάνης εγύρισεν εις τα οπίσω, έως ότου επεράσαμεν όλοι οι Εβραίοι. Να πάρετε δε και άλλους δώδεκα λίθους από τον Ιορδάνην να τους έχετε μαζί σας εις την κατοικίαν σας». Έκαμαν λοιπόν οι Εβραίοι καθώς επροστάχθησαν. Αι δε πέτραι εκείναι ευρίσκονται εις τον Ιορδάνην έως την σήμερον. Πρώτον λοιπόν θαύμα έγινεν αυτό εις τον Ιορδάνην ποταμόν.

Δεύτερον θαύμα έγινεν, όταν ο Ηλίας ο Προφήτης επέρασε τον Ιορδάνην με τον Ελισσαίον, ως εις στερεάν, έγινε δε και αυτό ούτως. Ο Προφήτης Ηλίας, όταν έμελλε να αναληφθή, είχεν ένα μαθητή Ελισσαίον το όνομα, και λέγει προς αυτόν «Κάθου αυτού, ότι ο Κύριος με έστειλεν εις άλλον τόπον». Λέγει ο Ελισσαίος' «Να μη το δώση ο Θεός να σε αφήσω, αλλ' έρχομαι και εγώ όπου υπάγεις». Εσηκώθησαν λοιπόν από τα Γάλγαλα και επήγαν εις την Βαιθήλ’ εκεί δε ήσαν τέκνα των Προφητών, και έλεγον εις τον Ελισσαίον «Να ηξεύρης, ότι ο Θεός θέλει να πάρη τον διδάσκαλον σου Ηλίαν». Λέγει ο Ελισσαίος' «Το ηξεύρω και εγώ, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Προφήτης Ηλίας εις τον Ελισσαίον’ «Κάθου αυτού, έως ότου να υπάγω παρέκει». Και δεν ήθελεν ο Ελισσαίος να τον αφήση, ότι εφοβείτο να μη αναληφθή και δεν τον ίδη. Και απ' εκεί εσηκώθησαν και επήγαν εις την Ιεριχώ. Είπον δε εις τον Ελισσαίον και εκεί τα τέκνα των Προφητών «Να ηξεύρης, ότι ο Θεός θέλει να πάρη τον διδάσκαλον σου τον Ηλίαν». Και είπε πάλιν προς αυτούς' «Το ηξεύρω και εγώ, μόνον σιωπάτε». Και πάλιν είπε προς αυτόν ο Ηλίας' «Κάθου εδώ, έως ότου να υπάγω εις τον Ιορδάνην». Λέγει ο Ελισσαίος' «Να μη το δώση ο Θεός να σε αφήσω, έρχομαι και εγώ όπου υπάγεις». Τότε εκίνησαν από την Ιεριχώ με τον Ελισσαίον και με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους, οίτινες ήσαν τέκνα των Προφητών.

Επήγαν λοιπόν και εστάθησαν εις το πέραν του ποταμού του Ιορδάνου, ο δε Προφήτης Ηλίας είχε μίαν μηλωτήν, και με αυτήν έκρουσε τον Ιορδάνην, και παρευθύς έγινεν οδός εις το μέσον του ποταμού. Και οι μεν άνθρωποι εκείνοι οι πεντήκοντα απέμειναν πίσω του ποταμού, ο δε Προφήτης Ηλίας διήλθε με τον Ελισσαίον αντίπερα και ουδόλως εβράχησαν. Όταν διήλθον τον ποταμόν, λέγει ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον «Ζήτησε, τι χάρισμα θέλεις να λάβης πριν αναληφθώ». Και λέγει ο Ελισσαίος' «Θέλω το χάρισμα όπερ έχεις, να έλθη διπλούν εις εμέ». Λέγει ο Ηλίας’ «Πολύ μεγάλον χάρισμα εζήτησες’ πλην εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να λάβης αυτό που ζητείς». Ενώ συνωμίλουν ταύτα, άρμα πύρινον με τέσσαρας ίππους ήρπασε τον Προφήτην Ηλίαν από προσώπου του Ελισσαίου. Ο Ελισσαίος τόσον μόνον ηδυνήθη, ότι ήρπασε την μηλωτήν του Ηλία και εστέκετο και τον εκύτταζε, πως ανέβαινεν ως εις τον ουρανόν. Τότε εγύρισε να περάση μοναχός τον Ιορδάνην, και έκρουσε μίαν φο¬ράν τον Ιορδάνην ποταμόν, και δεν εσχίσθη ως εις τον Ηλίαν. Τότε λέγει' «Πού είναι ο Θεός του πατρός μου του Ηλιού;» Έκρουσε δε δεύτερον, και εσχίσθη ο ποταμός και επέρασε και αυτός αντίπερα χωρίς να βραχή• και το δεύτερον τούτο θαύμα έγινεν εις τον Ιορδάνην.

Τρίτον θαύμα είναι το εξής: Εις την Συρίαν ήτο βασιλεύς τις, ο οποίος είχεν ένα στρατηγόν, Νεεμάν το όνομα, όστις ήτο λεπρός εις το πρόσωπον, είχε δε μίαν δούλην Εβραίαν, ήτις, βλέπουσα αυτόν λεπρόν, είπεν ημέραν τινά προς την κυρίαν της, την γυναίκα του Νεεμάν «Αν ευρίσκετο ο κύριος μου εις την Σαμάρειαν, θα εθεραπεύετο». Η δε γυνή είπεν εις τον άνδρα της τον Νεεμάν, ό,τι είπεν η δούλη. Εσηκώθη λοιπόν ο Νεεμάν και επήγεν εις τον βασιλέα, και είπε προς αυτόν' «Παρακαλώ σε, άφησέ με να υπάγω εις την Σαμάρειαν να ιατρευθώ». Δίδει τότε εις αυτόν ο βασιλεύς δέκα τάλαντα αργύρου, ήτοι χιλίας διακοσίας πεντήκοντα λίτρας άργυρον, έδωκε δε εις αυτόν και εξ χιλιάδας φλωρία, και δέκα ενδυμασίας καινουργείς και γράμ¬ματα βασιλικά προς τον βασιλέα της Σαμαρείας. Τότε εσηκώθη ο Νεεμάν και επήγεν εις την Σαμάρειαν και έδωκε τας επιστολάς εις τον βασιλέα της Σαμαρείας, ως δε τον είδεν εκείνος διέρρηξε τα ιμάτια του, και είπε προς τον Νεεμάν «Μήπως είμαι εγώ θεός, και σε έστειλεν ο βασιλεύς να σε ιατρεύσω;» Είχε δε θλίψιν μεγάλην ο βασιλεύς της Σαμαρείας την ημέραν εκείνην δια τον ορισμόν του βασιλέως της Συρίας. Τότε ήκουσεν ο Προφήτης Ελισσαίος, ότι εστενοχωρήθη ο βασιλεύς και έσχισε τα ιμάτια του’ όθεν εμήνυσε προς αυτόν ταύτα’ «Τι λυπείσαι, βασιλεύ; ας έλθη να τον ιατρεύσω, δια να γνωρίση ότι μέγας Θεός είναι εις το γένος μας».

Εσηκώθη λοιπόν ο άρχων Νεεμάν και επήγεν εις την θύραν του Προφήτου Ελισσαίου, και εστάθη έξω, περιμένων να εξέλθη ο Ελισσαίος να τον προϋπαντήση. Ο δε Ελισσαίος είπε προς αυτόν «Πορεύθητι εις τον Ιορδάνην ποταμόν, και λούσου εκεί επτά φοράς, εάν θέλης να καθαρισθείς». Ως ήκουσε τούτο ο Νεεμάν, εθυμώθη και είπεν «Εγώ ανέμενον να εξέλθη, να με ευλογήσει εις το πρόσωπον, να ιατρευθώ, και αυτός με στέλλει, να υπάγω εις τον Ιορδάνην ποταμόν να λουστώ; μήπως δεν είναι και αλλού ποταμοί καλλίτεροι; Δεν είναι ο Αρβανάς και ο Φαρφάρ, οι δυο ποταμοί της Δαμασκού, καλλίτεροι από τον Ιορδάνην; υπάγω εκεί να λουσθώ». Και εκίνησε να υπάγη εις τον τόπον του. Λέγουν προς αυτόν οι υπηρέται του’ «Ίδε μέγαν λόγον σου είπεν ο Προφήτης, και δεν τον έκαμες! Τι είναι αυτό; «Ύπαγε να λουσθής, τι έχεις να πάθης με τούτο;» Επήγε λοιπόν και ελούσθη επτά φοράς, και παρευθύς εκαθαρίσθη, και έγινε το πρόσωπόν του τρυφερόν ως μικρού παιδιού. Τότε εγύρισεν οπίσω και επήγεν εις την οικίαν του Ελισσαίου, και έδωκεν εις αυτόν από τον άργυρον, αυτός δε δεν τον εδέχθη. Αυτό είναι το τρίτον θαύμα όπερ έγινεν εις τον Ιορδάνην.

Τέταρτον θαύμα ήτο το εξής: Εις τον καιρόν του Ελισσαίου του Προφήτου μετέβησαν τινές εις την όχθην του Ιορδάνου ποταμού να κόψωσι ξύλα, μεταξύ αυτών δε επήγε και ο Ελισσαίος. Εκεί, κόπτοντες τα ξύλα, έπεσε τινος από την λαβήν του εις τον ποταμόν ο πέλεκυς, και εφώναζεν εν μέσω αυτών. Λαμβάνει τότε ο Ελισσαίος την λαβήν και ετοποθέτησεν αυτήν εις το χείλος του ποταμού, και είπε' «Δείξον θαύμα, Θεέ μου». Και παρευθύς ανεπήδησεν ο πέλεκυς και εισήλθεν εις το μέσον της λαβής και εγένετο ως σταυρός. Αυτό το θαύμα ήτο προεικόνισμα του αγίου Βαπτίσματος και του Τιμίου Σταυρού, καθώς το λέγει και ο Άγιος Κοσμάς ο μελωδός εις εν Τροπάριον της Υψώσεως. «Ο βυθώ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και τω Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος», ήτοι ο Ιορδάνης ποταμός, όστις εδέχθη εις τα ύδατα του τον σίδηρον, όστις έκοπτε, πάλιν τον έδωκεν οπίσω εις το ξύλον του, και εσημείωσεν, ότι όπως με τον πέλεκυν έκοπτον τα ξύλα, ούτω εκόπη με την δύναμιν του Σταυρού και του αγίου Βαπτίσματος η πλάνη των ειδωλολατρών η πολύθεος.

Δια ταύτα λοιπόν τα θαύματα και δι’ άλλα περισσότερα εβαπτίσθη ο Χριστός εις αυτόν τον ποταμόν. Εν τη Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται και άλλα θαύματα και έργα, τα οποία εγένοντο εις τον Ιορδάνην, όπως ο Γεδεών ο Κριτής, όστις τον διήλθε και ο Ιακώβ ο υιός του Ισαάκ, ο αδελφός του Ησαύ, και αυτός τον διήλθε με μίαν ράβδον, την οποίαν είχεν, ως το λέγει μόνος του' «Εν γάρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην». Αλλά εγώ τα παρατρέχω, ότι αρκούσιν όσα είπομεν, ίνα βεβαιώσωσι την λύσιν του ζητήματος μας. Έχομεν λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και την λύσιν του δευτέρου ζητήματος. Ας προχωρήσωμεν τώρα και εις το τρίτον.

Τρίτον ζήτημα είναι τούτο' Διατί κατέβη το Πνεύμα το Άγιον; Και λέγομεν εις αυτό' Όταν εβαπτίζετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσχίσθησαν οι ουρανοί, και ο Πατήρ εμαρτύρησε τον Υιόν ειπών' «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Επειδή λοιπόν ο Πατήρ εμαρτύρησεν, ενόμιζον οι Εβραίοι, ότι δια τον Πρόδρομον ελαλήθη η φωνή εκείνη, διότι τον εγνώριζον ως Προφήτην και Υιόν Προφήτου, ασκητήν και ερημίτην. Διά να μη λέγωσιν όθεν, ότι τον Πρόδρομον λέγει Υιόν ηγαπημένον, δια τούτο κατήλθε το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς επάνω εις την κεφαλήν του Κυρίου, δείξαν ότι δια τον Χριστόν μαρτυρεί ο Πατήρ άνωθεν. Άλλο δε, ότι επειδή Τριάς αγία είναι ο εις Θεός ο αληθινός, έπρεπε να φανή και εις τον κόσμον όθεν ενώ ο Υιός εβαπτίζετο, ο Πατήρ εμαρτύρησε, και το Πνεύμα έδειξε ποιόν μαρτυρεί ο Πατήρ άνωθεν. Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις έργοις αυτού! Πόσα ωκονόμησε διά την σωτηρίαν μας, και ημείς οι ταλαίπωροι είμεθα αχάριστοι προς Αυτόν!

Πολλοί, πιστεύσατέ με, υπάρχουν σήμερον, οι οποίοι αθετούσι το Άγιον Βάπτισμα, και μάλιστα οι Εβραίοι. Πλην ο Χριστός άνωθεν έλαβε την μαρτυρίαν, και όχι εξ ιδίων ή από οιονδήποτε άνθρωπον, καθώς διηγείται και εις το άγιον Ευαγγέλιον ο Ιωάννης, ότι «Η μαρτυρία η εμή ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου». Και πάλιν αλλού λέγει ότι, «Άλλος εστίν ο μαρτυρών περί εμού». Αν λοιπόν την μαρτυρίαν του Πατρός δεν πιστεύωσιν, αλλά καν εις τα έργα αυτού ας πιστεύωσι, τα οποία έκαμεν.

Τέταρτον ζήτημα είναι’ Διατί κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις είδος περιστεράς; Και λέγομεν εις αυτό μίαν ιστορίαν της Παλαιάς Διαθήκης, την οποίαν όλοι γνωρίζετε και δια τούτο απλώς θα την υπομνήσωμεν. Εις του Νώε τον καιρόν ήσαν όλοι οι άνθρωποι άδικοι και αμαρτωλοί, και ουδόλως εσέβοντο τον Θεόν οι πεπλανημένοι εκείνοι. Μόνον οκτώ ψυχαί ήσαν ευσεβείς εις τον κόσμον όλον, ο Νώε, η γυνή αυτού, τα τρία τέκνα του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, και αι τρεις γυναίκες των υιών του. Όθεν ο Θεός εβαρύνθη τας αμαρτίας των ανθρώπων εκείνων, και ηθέλησε να τους καταποντίση. Είπε λοιπόν προς τον Νώε’ «Κάμε μίαν κιβωτόν και είσελθε εις αυτήν συ και η γυνή σου, και αι γυναίκες των υιών σου και οι υιοί σου, διότι θέλω καταστρέψει τον κόσμον όλον». Έκαμε λοιπόν ο Νώε μίαν κιβωτόν μεγάλην και έβαλεν εντός αυτής την γυναίκα του και την συνοδείαν του όλην, επήρε δε και από παν είδος ζώων δυο ζεύγη από τα ακάθαρτα, από δε τα καθαρά επήρεν επτά ζεύγη. Όταν δε εισήλθον εις την κιβωτόν, έκλεισε την θύραν. Παρευθύς τότε ο Θεός έβρεξε τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας τόσον, ώστε επνίγησαν τα ζώα όλα, τα θηρία και οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η δε κιβωτός εκείνη έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, έως ότου κατήντησεν εις ένα όρος ονομαζόμενον Αραράτ.

Όταν λοιπόν έπαυσεν η μεγάλη βροχή, έστειλεν ο Νώε ένα κόρακα, δια να ιδή αν έπαυσεν ο κατακλυσμός ή όχι. Ο κόραξ εξελθών και ευρών τα πτώματα των ζώων και των ανθρώπων, δεν εγύρισε να δείξη σημείον τι ότι έπαυσεν ο κατακλυσμός. Έστειλε τότε άλλον ένα κόρακα, και ούτε εκείνος εγύρισεν. Ανάμεινε τότε επτά ημέρας, και στέλλει μίαν περιστεράν, η δε περιστερά, ως καθαρά που είναι, δεν ήθελε να καθήση εις την λάσπην. Έλαβε μόνον ένα κλώνον από ελαίαν και επέστρεψε πάλιν οπίσω εις την κιβωτόν. Τότε εγνώρισεν ο Νώε, ότι κατέπαυσεν ο κατακλυσμός. Όπως λοιπόν εκείνη η περιστερά έδειξεν ότι έπαυσεν ο κατακλυσμός, ούτω και το Άγιον Πνεύμα, το οποίον εφάνη εις είδος περιστεράς επάνω της κεφαλής του Κυρίου, έδειξεν, ότι έπαυσεν ο μέγας και πολύς κατακλυσμός των αμαρτιών των ανθρώπων και ότι επειδή ο Χριστός, ο οποίος εχρίσθη υπό του Πατρός με το έλαιον της αγαλλιάσεως, καθώς το λέγει και ο Δαβίδ, βαπτίζεται, ούτω μέλλουσιν οι μεν δαίμονες, οι εχθροί του Θεού, να αφανισθούν από τον κατακλυσμόν, ήτοι τους λόγους του Κυρίου, οι δε δίκαιοι να διαφυλαχθούν και να ελευθερωθούν από τας αμαρτίας των τας πολλάς, ως ο Νώε εσώθη με όλον το οίκον του από τον κατακλυσμόν με την κιβωτόν εκείνην.

Δια τούτο λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εφάνη το Πνεύμα το Άγιον εις είδος περιστεράς. Αλλά και δι’ άλλον λόγον εγένετο τούτο. Ότι η περιστερά είναι ακεραία, ήτοι πλέον άκακον από όλα τα πετεινά, καθώς λέγει και το Ευαγγέλιον «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί» Ήτοι ο όφις έχει συνήθειαν, όταν τον κτυπούν, να αφήνη το σώμα του να το θανατώσουν, μόνον την κεφαλήν του προφυλάσσει. Ούτω και ημείς οι Χριστιανοί να είμεθα φρόνιμοι, τα πλούτη μας όλα και το σώμα μας να δίδωμεν εις τον θάνατον δια την αγάπην του Χριστού, μόνον την πίστιν μας να φυλάττωμεν από όλα περισσότερον, και να είμεθα ως η περιστερά κατά πάντα άκακοι, να μη κρατώμεν κακίαν και έχθραν κατά τίνος Χριστιανού, ούτε να πονηρευώμεθα εις κάθε λόγον. Επειδή λοιπόν η περιστερά είναι από όλα τα πετεινά καθαρωτέρα και άκακος, δια τούτο το Άγιον Πνεύμα εφάνη εις είδος περιστεράς. Ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, το τέταρτον ζήτημα. Ας είπωμεν και το πέμπτον και ενθυμείσθε ποιον είναι, ή από την πυκνότητα του λόγου το ελησμονήσατε; Νομίζω ολίγοι να το ενθυμήσθε, πλην να σας το επενθυμίσω.

Πέμπτον ζήτημα είναι’ Πόσα βαπτίσματα υπάρχουν; Και λέγομεν εις αυτό, ότι βαπτίσματα είναι πέντε. Πρώτον βάπτισμα είναι του Μωυσέως, όστις επέρασε τους Εβραίους εις την Ερυθράν θάλασσαν, καθώς το μαρτυρεί ο Άγιος Κοσμάς εις ένα τροπάριον της σημερινής εορτής εις την εβδόμην ωδήν, και λέγει «Θάλασσα δε ην τύπος ύδατος, και νεφέλη του πνεύματος». Ήτοι αντί ύδατος υπήρχεν η θάλασσα η Ερυθρά, και αντί του Αγίου Πνεύματος ήτο η νεφέλη εκείνη, η οποία τους εσκέπαζε την ημέραν, και δεν εκαίοντο από το καύμα του ηλίου. Δεύτερον βάπτισμα είναι το του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, όστις εβάπτιζε τους Εβραίους, καθώς το λέγει και το Άγιον Ευαγγέλιον το κατά Ιωάννην, ότι «ην δε και Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς του Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ην εκεί». Σαλείμ ελέγετο η Ιερουσαλήμ. Πλην το βάπτισμα του Ιωάννου μόνον προς μετάνοιαν εγένετο, ήτοι ως προετοιμασία του βαπτίσματος του Κυρίου, διότι αυτό το βάπτισμα Πνεύμα Άγιον δεν εχάριζεν εις τους βαπτιζομένους, καθώς λέγουσιν αι Πράξεις των Αγίων Αποστόλων. «Εγένετο Παύλον διελθόντα τα ανωτερικά μέρη, ελθείν εις Έφεσον' και ευρών μαθητάς τινάς είπε προς αυτούς’ «Ει Πνεύμα Άγιον ελάβετε πιστεύσαντες»; Οι δε είπον. «Αλλ' ουδέ ει Πνεύμα Άγιον έστιν ηκούσαμεν». Είπε δε Παύλος' «Εις τι ουν εβαπτίσθητε»; οι δε είπον' «Εις το Ιωάννου βάπτισμα». Είπε δε προς αυτούς ο Παύλος' «Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τω λαώ λέγων εις τον ερχόμενον μετ' αυτόν ίνα πιστεύσωσι, τουτ' εστίν εις τον Κύριον Ιησούν».

Ο Παύλος δηλαδή ο Απόστολος, όταν εκήρυξεν εις τας άνω τοποθεσίας της Ανατολής, κατέβη εις την Έφεσον, εκεί δε εύρε δώδεκα ανθρώπους, οι οποίοι έλεγον, ότι είναι και αυτοί από τους μαθητάς των Αποστόλων, ήτοι Χριστιανοί. Ηρώτησε δε αυτούς ο Παύλος• «Ελάβετε Πνεύμα Άγιον, όταν εβαπτίσθητε και επιστεύσατε εις Χριστόν η όχι;» Και εκείνοι του είπον’ «Ημείς ούτε καν ότι υπάρχει Πνεύμα Άγιον ηκούσαμεν». λέγει προς αυτούς ο Παύλος" «Πως εβαπτίσθητε;» ή «Εις τι βάπτισμα εβαπτίσθητε;» λέγουν εκείνοι, ότι «Εις το βάπτισμα του Ιωάννου εβαπτίσθημεν». Τότε απεκρίθη ο Άγιος Παύλος ο Απόστολος και λέγει προς αυτούς’ «Ο Ιωάννης εβάπτιζε τους ανθρώπους μόνον με ύδωρ και εις μετάνοιαν». Ήτοι, διά να μετανοήσουν και να βαπτισθούν εις το Βάπτισμα, το οποίον έδειξεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τότε, ως ήκουσαν οι άνθρωποι εκείνο οι δώδεκα, εβαπτίσθησαν εις το Βάπτισμα του Κυρίου Ιησού. Αυτό λοιπόν το αναφέρομεν δια την υμετέραν αγάπην, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια να καταλάβετε, ότι βάπτισμα ήτο και το βάπτισμα του Προφήτου Ιωάννου, αλλά μόνον προς μετάνοιαν ήτο.

Τρίτον Βάπτισμα είναι το του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το οποίον αυτός ούτος ο Κύριος έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, και το οποίον γίνεται δια του ύδατος και του Αγίου Πνεύματος, εις το οποίον Βάπτισμα όστις δεν βαπτισθή, δεν είναι Χριστιανός. Τέταρτον Βάπτισμα, είναι το μαρτύριον, πλην είναι από όλα τα Βαπτίσματα τιμιώτερον και καλλίτερον, ότι πλέον δεν φοβείται να μολυνθή από αμαρτίας’ αυτό το Βάπτισμα πρώτος ο Χριστός το έδειξε και εβαπτίσθη εις αυτό, όταν δια τας αμαρτίας ημών των αμαρτωλών ανθρώπων εσταυρώθη και έχυσε το Πανάγιον του Αίμα’ αλλά οι Μάρτυρες όλοι με αυτό το Βάπτισμα εβαπτίσθησαν της Βασιλείας των Ουρανών. Πέμπτον βάπτισμα είναι το των δακρύων, ήτοι το να ενθυμηθή τις τας αμαρτίας του, να κλαύση και να θρηνήση. Τα δάκρυα εκείνα ως νέον Βάπτισμα είναι’ ότι με τα δάκρυα καθαρίζει ο άνθρωπος το πρώτον Βάπτισμα, το οποίον εμόλυνε' πλην είναι κοπιαστικώτερον από όλα, ότι έχει και κόπον περισσότερον από τα άλλα τέσσαρα Βαπτίσματα’ ότι και το μαρτύριον έχει κόπον και πόνον, αλλά μόνον εις μίαν ώραν ή ημέραν ή εβδομάδα’ όμως το δάκρυ θέλει να το έχη ο άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, και διά τούτο είναι και κοπιαστικώτερον από όλα τα βαπτίσματα. Είπομεν λοιπόν και πόσα βαπτίσμα¬τα είναι και διελευκάναμεν το πέμπτον ζήτημα.

Έκτον ζήτημα είναι’
Πόσα ονόματα έχει το άγιον Βάπτισμα;
Ας είπωμεν λοιπόν επ' αυτού όσα λέγει ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λέγεται δώρον, διότι, χωρίς να δώσωμεν τίποτε εις τον Θεόν, μας το δίδει. Λέγεται Βάπτισμα, ότι θάπτει την προπατορικήν αμαρτίαν, ήτοι την αμαρτίαν του Αδάμ, την οποίαν έχει κάθε παιδίον, αυτό την εξαφανίζει. Το άγιον Βάπτισμα λέγεται και χρίσμα, ότι τον παλαιόν καιρόν, όταν ήθελον να κάμουν Βασιλέα η Αρχιερέα, τον ήλειφον με έλαιον. Ούτω και ημάς τους Χριστιανούς, επειδή βασιλείς των παθών μας κάμνουν, μας βαπτίζουν με το άγιον Βάπτισμα και μας χρίουν με το άγιον Μύρον εις τους οφθαλμούς, εις τας χείρας και εις το στήθος, δια να μη έχη ο διάβολος χώραν και τόπον εις όλα μας τα μέλη. Εις τους οφθαλμούς μας χρίουν δια να μη δύναται ο διάβολος να μας νικήση με την όρασιν εις κάλλος μάταιον η εις ευτυχίαν άλλου. Εις τας χείρας δε, δια να μη δύναται ο διάβολος να μας νικά εις αρπαγήν, και εις όσας αμαρτίας κάμνουσιν αι χείρες. Εις το στήθος δε, δια να μη ενθυμούμεθα πονηράς ενθυμήσεις’ ότι το επιθυμητικόν του ανθρώπου εις το στήθος ευρίσκεται. Λέγεται φώτισμα, ότι φωτίζει και λαμπρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, και την σώζει από το σκότος της αιωνίου κολάσεως. Λέγεται αφθαρσίας ένδυμα, ότι με το άγιον Βάπτισμα εξαλείφονται αι αμαρτίαι του ανθρώπου και ενδύεται ο άνθρωπος αφθαρσίαν, ήτοι δεν φοβείται πλέον ο άνθρωπος εκείνος να κολασθή, αλλά υπάγει εις λουτρόν παλιγγενεσίας, ότι πλύνει και καθαρίζει τον άνθρωπον από τας αμαρτίας του, και το Βάπτισμα εκείνο είναι ως να εδευτερογεννήθη χωρίς αμαρτίας’ λέγεται και σφραγίς, ότι τούτο είναι σημείον της χριστιανωσύνης’ και όπως οι Εβραίοι ήλειψαν εις την Αίγυπτον τα ανώφλια των θυρών με το αίμα του αρνίου και δεν τους ηνώχλησεν ο θάνατος, τοιουτοτρόπως ούτε τους Χριστιανούς δύναται να νικήση ο διάβολος, διότι είναι σεσημειωμένοι με το άγιον Βάπτισμα. Τόσα και ακόμη περισσότερα ονόματα έχει το άγιον Βάπτισμα.

Έβδομον ζήτημα είναι’ Τι ονομάζεται Πνεύμα; Και λέγομεν εις αυτό, ότι κατά πρώτον λόγον Πνεύμα ονομάζεται αυτό τούτο το Πανάγιον Πνεύμα, τον εν πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, περί του οποίου και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει’ «Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Το δε βιβλίον του Ιώβ λέγει «Πνεύμα Κυρίου το ποιήσαν με, πνοή δε παντοκράτορος η συνέχουσά με». Και πάλιν το Λευιτικόν λέγει’ «Ενέπνευσε Πνεύμα Κυρίου τον Βεσελεήλ». Πνεύμα όμως ονομάζεται και ο Άγγελος, ως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ. «Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα». Και πάλιν, ως λέγει και ο μέγας Παύλος ο Απόστολος’ «Ουχί πάντες εις λειτουργικά πνεύματα προς διακονίαν αποστελλόμενα;». Πνεύμα ονομάζεται και ο δαίμων, ως λέγει και το άγιον Ευαγγέλιον, ότι ο Κύριος επρόσταξεν ένα δαίμονα να εξέλθη από τον άνθρωπον και είπε. «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εκ του ανθρώπου τούτου». Πνεύμα ονομάζεται και ο άνεμος, ως λέγει το βιβλίον του Προφήτου Ιωνά. «Και εξήρε Κύριος πνεύμα μέγα εν τη θαλάσση' ήτοι ήγειρεν ο Θεός άνεμον μέγαν εις την θάλασσαν, όταν ήτο ο Προφήτης Ιωνάς εις το πλοίον και πάλιν ο Προφήτης ο Ησαΐας λέγει’ «Ο στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα». Και ο Δαβίδ' «Πνεύσει το πνεύμα αυτού, και ρυήσεται ύδατα».

Πνεύμα ονομάζεται και η ψυχή, ως το λέγει ο Προφήτης Δαβίδ. «Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού, και επιστρέψει εις την γην αυτού», ήτοι η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα, και το σώμα απομένει εις την γην και πάλιν αλλαχού ο αυτός Προφήτης λέγει’ «Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ουχ υπάρξει»’ και πάλιν αλλού’ «Και ηκηδίασεν επ' εμέ το πνεύμα μου». Πνεύμα ονομάζεται και ο νους, ως λέγει ο Κύριος προς την Σαμαρείτιδα' «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν»’ ήτοι ο Θεός είναι νους' πρέπει δε και εκείνοι οι οποίοι τον προσκυνούν, με νουν καθαρόν να τον προσκυνούν και να τον λατρεύουν. Πνεύμα ονομάζεται και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ως λέγει ο Προφήτης Ησαΐας’ «Και επαναπαύσεται έπ’ αυτώ επτά πνεύματα, πνεύμα σοφίας» και τα εξής. Πνεύμα ονομάζεται το χάρισμα της υιοθεσίας, και το τούτου εναντίον, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος' «Ου γάρ ελάβετε πνεύμα δουλείας, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας». Πνεύμα ονομάζεται και το αντιδιαστελλόμενον εις το γράμμα, τούτο δε μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος λέγων «Το μεν γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Πνεύμα ονομάζεται η γνωστική διάθεσις, ως λέγει ο Προφήτης Ησαΐας’ «Και τότε γνώσονται οι πλανώμενοι τω πνεύματι». Πνεύμα ονομάζεται και η ζωτική δύναμις, ως λέγει ο σοφός Σολομών «Πνεύμα εν τοις πάσιν», ήτοι όλα τα ζώντα έχουν μίαν ζωήν. Αλλά ποιαν να διαλύσω και ποιαν να αφήσω; από την έννοιαν την πολλήν πίπτω εις απορίαν’ ο λόγος με αναγκάζει, και η αγάπη της εορτής με κάμνει να πολυλογώ, πλην να κόψω τον λόγον μου το ταχύτερον και να διαλύσω το όγδοον ζήτημα.

Όγδοον ζήτημα είναι. Τι ονομάζεται Φως; Και λέγομεν εις αυτό. Φως ονομάζεται ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα. Φως ονομάζεται και ο Άγγελος, ότι είναι του πρωταιτίου φωτός της Αγίας Τριάδος μέτοχος, μετέχων από την λάμψιν του Θεού’ Φως ονομάζεται και ο άνθρωπος, διότι έχει την φωνήν, και ό,τι βουληθή το φανερώνει με την φωνήν του’ Φως ονομάζεται και εκείνο που έδιωξε το πρωτόγονον σκότος’ Φως ονομάζεται και η εντολή, πού έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ’ «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου, και Φως ταις τρίβοις μου». Και πάλιν αλλαχού «Διότι φως τα προστάγματα σου»' φως ονομάζεται και ο νόμος που έδωκεν ο Θεός εις τους Εβραίους’ φως ονομάζεται και το πυρ εκείνο, που εφλόγιζε την βάτον, και δεν την έκαιε’ φως ονομάζεται και ο στύλος πυρός, που ωδήγει τους Εβραίους μετά την Ερυθράν θάλασσαν, και επεριπατούσαν την νύκτα’ φως ονομάζεται και εκείνο το πυρ, που ήρπασε τον Προφήτην Ηλίαν' Φως ονομάζεται και εκείνο που εφάνη εις τους ποιμένας, όταν εγεννήθη ο Χριστός εις το σπήλαιον’ Φως ονομάζεται και του αστέρος η λάμψις, που ωδήγει τους Μάγους από την Ανατολήν έως την Βηθλεέμ’ Φως ονομάζεται και εκείνο που έδειξεν ο Χριστός εις το Θαβώριον όρος, και έλαμψεν εμπρός εις τους Μαθητάς' Φως ονομάζεται και η φαντασία εκείνη, που εσκότισε τους οφθαλμούς του Αποστόλου Παύλου’ Φως ονομάζεται και εκείνο, που μέλλουν να λάμψουν οι δίκαιοι εις την δευτέραν Παρουσίαν’ Φως ονομάζεται καθαρώς και καθολικά το Άγιον Βάπτισμα. Ιδού βοηθεία Θεού ελύσαμεν και το όγδοον ζήτημα.

Ένατον ζήτημα είναι’ Διατί γίνεται το Βάπτισμα δι' ύδατος και Αγίου Πνεύματος; Λέγομεν εις αυτό, ότι ο άνθρωπος είναι διπλούς, από το σώμα και από την ψυχήν’ και το μεν σώμα είναι αισθητόν, ως το προείπομεν εις την αρχήν του λόγου, η δε ψυχή είναι νοερά και άϋλος. Ομοίως και το Βάπτισμα γίνεται διά του ύδατος μεν, το οποίον είναι αισθητόν, και του Αγίου Πνεύματος, το οποίον είναι νοητόν και άϋλον. Και ότι το μεν σώμα, όταν θέλωμεν να το καθαρίσωμεν, δι' ύδατος το καθαρίζομεν, την δε ψυχήν το Πνεύμα το Άγιον την καθαρίζει και την λαμπρύνει’ διά τούτο έλεγε και ο Προφήτης Ησαΐας" «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλεσθε τας πονηρίας από των καρδιών υμών απέναντι των οφθαλμών μου»' ήτοι, η μεν πλύσις διά του ύδατος καθαρίζει το σώμα, η δε χάρις του Αγίου Πνεύματος λαμπρύνει την ψυχήν και την ελευθερώνει από τας αμαρτίας. Έχομεν λύσει ούτω και το ένατον ζήτημα. Βούλεσθε τώρα να είπω και το δέκατον ζήτημα η να το αφήσω; Νομίζω, ότι όλοι το καταλαμβάνετε, ως απλούν και φανερόν' διότι, ποίος Χριστιανός είναι, όστις δεν καταλαμβάνει ποίαν χάριν έχει το Άγιον Βάπτισμα, ή τι καλόν δίδει εις τον άνθρωπον; πλην να είπω και περί τούτου ολίγα, διά να μη φανώ ότι αμελώ.

Δέκατον ζήτημα είναι’ Τι δύναται να χαρίση το Βάπτισμα εις τον άνθρωπον; Και λέγομεν εις αυτό: Ο άνθρωπος εξ αρχής αναμάρτητος έγινεν από την γην χειρί Θεού' όμως, όταν παρέβη την εντολήν του Θεού και έφαγε απ' εκείνο το ξύλον της γνώσεως, τότε απέκτησε και την αμαρτίαν, και από τότε όσοι άνθρωποι εγεννώντο μετείχον όλοι της αμαρτίας του Αδάμ. Διά τούτο και δεν ηδύναντο να αναβούν εις την Βασιλείαν των ουρανών, εκεί από όπου εξέπεσεν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ. Ο Χριστός λοιπόν, ως φιλάνθρωπος και ελεήμων, δεν αφήκε το γένος των ανθρώπων, ήτοι το πλάσμα του, να το κερδήση ο διάβολος, αλλά ήλθε και εβαπτίσθη και μας έδειξε τον τρόπον και την οδόν της σωτηρίας μας, ότι διά του Αγίου Βαπτίσματος θα αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών, της πρώτης μας πατρίδος. Είναι λοιπόν το Άγιον Βάπτισμα σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου και ελευθέρωσις από των αμαρτιών. Το Βάπτισμα είναι η κλεις της Βασιλείας των ουρανών. Το Βάπτισμα είναι φωτισμός της ψυχής του ανθρώπου, το Βάπτισμα είναι αγιασμός και λαμπρότης των ανθρώπων το Βάπτισμα είναι ζωή και σωτηρία των Χριστιανών’ το Βάπτισμα είναι ελευθερία από της κολάσεως’ διότι, όστις το φυλάξη καθαρώς, αξιώνεται της Βασιλείας των ουρανών το Βάπτισμα είναι νοητόν, είναι δευτέρα πλάσις του ανθρώπου, διότι όταν βαπτισθή ο άνθρωπος γίνεται αναμάρτητος, καθώς τον έκαμεν ο Θεός εξ αρχής, θέλεις να μάθης την αλήθειαν, τι δύναται να χαρίση το Άγιον Βάπτισμα; Άκουσον πως ορίζει τούτο ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Άγιον Ευαγγέλιον «Ει τις ουκ αναγεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των ουρανών», ήτοι όστις δεν δευτερογεννηθή από το Άγιον Βάπτισμα, εκείνος δεν εισέρχεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, εκείνος δε ο άνθρωπος όστις βαπτισθή πηγαίνει εις την Βασιλείαν των ουρανών. Τι άλλο περισσότερον θέλεις, η τι άλλο χάρισμα ζητείς καλλίτερον από αυτό, που σου δίδει το Άγιον Βάπτισμα;

Διά τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσοι εβαπτίσθημεν εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την Μίαν Αγίαν και σεβάσμιον Τριάδα, ας μη μολυνθώμεν με πράξεις και έργα δαιμονικά. Όσα υπεσχέθημεν εις το Άγιον Βάπτισμα, ας σπουδάσωμεν να τα εκτελέσωμεν, ότι υπεσχέθημεν να υπακούωμεν εις τους λόγους του Ευαγγελίου. Τας παραγγελίας του Χριστού να κάμνωμεν, τας εντολάς του να τηρώμεν, την σωτηρίαν μας να φροντίζωμεν, την Βασιλείαν των ουρανών να ζητώμεν, τον δαίμονα να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα τα έργα αυτού, πορνείαν να μη κάμνωμεν, να μη φονεύωμεν, να μη αρπάζωμεν, να μη πλεονεκτώμεν, να μη εχθρευώμεθα αλλήλους, να μη καταδίδωμεν ο ένας τον άλλον, να μη είμεθα ανελεήμονες, να μη είμεθα άσπλαγχνοι, να μη οργιζώμεθα, να μη υπερηφανευώμεθα, να μη κενοδοξώμεν, να μη πράττωμεν κανένα έργον του διαβόλου, αλλά του Χριστού τα έργα να μελετώμεν και να κάμνωμεν. Να έχωμεν παρθενίαν, φιλοξενίαν, αγάπην εις πάντας, πίστιν εις τον Χριστόν, ελπίδα εις τον Θεόν, ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, αγαθωσύνην εις τους εχθρούς μας τους σωματικούς, υπομονήν εις τους πειρασμούς του σώματος, υποταγήν εις τους μεγαλύτερους μας, υπακοήν εις τα βιβλία της Εκκλησίας μας, εγκράτειαν των παθών, αποχήν των κακών και αποφυγήν των αμαρτιών.

Αυτά όλα και περισσότερα αγαθά υπεσχέθημεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να κάμνωμεν. Δια τούτο αυτά ας φυλάξωμεν, αυτά ας κατορθώσωμεν’ μη φανώμεν αχάριστοι και αγνώμονες, ας τιμήσωμεν τον Χριστόν, ας δοξάσωμεν την Δεσποτικήν εορτήν και αγίαν ταύτην ημέραν όχι με θυσίας ειδωλατρικάς ή με απρεπείς και ατάκτους χορούς, η με πολυποσίας και πολυφαγίας’ διότι αυτά ζητούσι τα έθνη, καθώς το λέγει και ο μέγας Παύλος ο Απόστολος’ «Ταύτα γαρ πάντα τα έθνη επιζητεί». Μη νομίζωμεν, ότι με τοιαύτα έργα ευαρεστείται ο Θεός, αλλά εάν νηστεύσωμεν διά τον γευσάμενον όξος και χολήν, τότε ευχαριστείται ο Θεός' εάν υβρισθώμεν διά την αγάπην του Χριστού του υβρισθέντος δι’ ημάς, τότε έχομεν χάριν εκ Θεού εάν ονειδισθώμεν, εάν διωχθώμεν, εάν πειρασθώμεν, εάν φυλακισθώμεν, εάν εξορισθώμεν, εάν κάθε άλλο κακόν πάθωμεν διά την αγάπην του Χριστού, τότε ας χαιρώμεθα, ας ευφραινώμεθα, ότι πολύν μισθόν έχομεν εις την Βασιλείαν των Ουρανών, καθώς λέγει και το κατά Ματθαίον άγιον Ευαγγέλιον «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».

Ούτω λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εάν ποιώμεν, τότε θα δεχθή ο Θεός τας εορτάς μας και τας πανηγύρεις μας. Και εδώ μεν θα μας αξιώση να διέλθωμεν ζωήν ειρηνικήν, ασκανδάλιστον και αναμάρτητον, εκεί δε θα μας καταξιώση της στάσεως των Αγίων Πάντων, της αιωνίου ζωής, της αγήρω μακαριότητος, της τιμής των εκλεκτών, και της Βασιλείας των Ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω Θεώ ημών ω πρέπει δόξα, τιμή, προσκύνησις, αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγάθω και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους απέραντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.