A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Μεγαλομάρτυς ἡ Φαρμακολύτρια (22 Δεκεμβρίου)






Από οικογένεια Συγκλητικών

Γεννήθηκε στην Ρώμη την εποχή που αυτοκράτορας στην αμαρτωλή και αντίχριστο αυτή πόλη ήταν ο ασεβής τύραννος Διοκλητιανός. Ο αυτοκράτορας εκείνος ήταν από τους πιο θηριώδεις διώκτες του Χριστιανισμού.
Η οικογένεια της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας ήταν πλούσια και ευγενεστάτη. Ήταν οικογένεια Ρωμαίου συγκλητικού. Ο πατέρας της ονομαζότανε Πραιτεξτάτος και ήταν δυστυχώς εθνικός, ειδωλολάτρης. Η μητέρα της όμως Φλαβία ήταν Χριστιανή, ευσεβής και γι αυτό την βάφτισε την Αναστασία και την ανέθρεψε σύμφωνα με την Χριστιανική Πίστη.
Η μικρή Αναστασία δυστυχώς έμεινε πολύ ενωρίς ορφανή από την ευσεβή μητέρα της. Ευτυχώς όμως την φροντίδα της περαιτέρω ανατροφής και μορφώσεώς της την ανέλαβε ένας ενάρετος και συνετός διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσόγονος. Δεν ήταν ένας τυχαίος διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσογόνος. 

Παρθενία και ταπείνωση

Η νεαρή κόρη θυμόταν πάντοτε τις συμβουλές της αγίας μητέρας της. Ζούσε κάτω από την καθοδήγηση του σοφού διδασκάλου Χρυσογόνου και προέκοπτε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Γνώριζε τώρα τον Αληθινό Θεό και με πλήρη επίγνωση Τον λάτρευε, καταφρονώντας τα είδωλα. Η Αναστασία είχε κάλλος σώματος. Ήταν ωραία. Ωραιότερη όμως ήταν στην ψυχή. Γνώριζε τι μεγάλος θησαυρός είναι η παρθενία και πόσον μισθό θα έχουν όσοι μείνουν παρθένοι.
Ο πατέρας της, όπως είπαμε, ήταν μανιακός ειδωλολάτρης και χωρίς η Αναστασία να το θέλει, την πάντρεψε. Της έδωσε κάποιον ειδωλολάτρη, Πόπλιο ονομαζόμενο. Αυτή
προφασιζόταν συχνά ασθένεια και ποτέ δεν θέλησε να έλθει σε σαρκική επικοινωνία με τον ειδωλολάτρη σύζυγο. Έτσι κατόρθωσε και διατήρησε την παρθενία της διά παντός.
Κάθε ημέρα όμως προσευχόταν και φύλαξε τις εντολές του Θεού. Αγωνιζότανε για την σωτηρία της και προσπαθούσε πώς να αρέσει στο Θεό.
Ο Πύπλιος εξάλλου ήταν άσωτος άνθρωπος και την επήρε κυρίως για τα πλούτη της. Έτσι δεν τον πολυαπασχολούσε το ζήτημα της Αναστασίας σαν γυναίκας. Εκείνο, που τον ενδιέφερε αυτόν, ήταν τα χρήματα της, που σπαταλούσε με άλλες ελεύθερες και κοινές γυναίκες.

Έτσι η Αναστασία επωφελείται την ελευθερία της. Στο σπίτι της ζει ζωή ασκητική, κάτω από τις οδηγίες του Χρυσογόνου, του διδασκάλου της, που ήταν θειος της και διετέλεσε έπαρχος Θεσσαλονίκης.
Ήταν η μακαρία και ταπεινή. Η ταπείνωση της ήταν τέτοια, που τακτικά ξεντυνόταν τα πολύτιμα και λαμπρά της φορέματα, ντυνόταν φτωχικά για να μη την γνωρίζουν και πήγαινε με τη δούλη της στις φυλακές.
Εκεί φρόντιζε τους ομολογητές Χριστιανούς. Τους περιποιόταν και τους καθάριζε τις πληγές τους και τα αίματα. Τους καταφιλούσε τις πληγές που είχαν για το Χριστό. Τους παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στους Μάρτυρες και τους βασανιζομένους Χριστιανούς για να μη δειλιάσουν στις πρόσκαιρες τιμωρίες. Τους έδινε τροφές, ενδύματα και ότι άλλο είχαν ανάγκη. όλα δε αυτά τα έκανε κρυφά και ιδίως την νύκτα, για να μη την πάρουν είδηση.
Πώς το κατόρθωνε; Έδινε αρκετά χρήματα στους δεσμοφύλακες και εκείνοι την άφηναν και έμπαινε ελεύθερα μέσα. Φυσικά, όλα αυτά απαιτούσαν χρήματα και χρήματα πολλά.
Αλλά η Αναστασία τα έδινε με απλοχεριά, και με χαρά.

Η Αγία υπό περιορισμό!

Μόλις πληροφορήθηκε ο άνδρας της ο Πόπλιος αυτά, την φυλάκισε και δεν την άφηνε να βγαίνει καθόλου έξω. Δεν άφηνε να δει και να μιλήσει με κανένα. Την φυλάκισε με την κατηγορία, ότι ήταν φαρμακός και ιερόσυλος. Από αυτό ίσως πήρε και το όνομα φαρμακολύτρια. Η Εκκλησία την ονόμασε έτσι διότι έλαβε από τον Θεό δύναμη αργότερα να
θεραπεύει τους πάσχοντες από την δύναμη των δηλητηρίων και των φαρμάκων των φαρμακευτριών, των μαγισσών. Πολλά τέτοια θαύματα αναφέρονται.
Η λύπη της φυλακισμένης Αγίας ήταν ανείπωτη. Στενοχωριόταν αφάνταστα, διότι δεν μπορούσε πια να πηγαίνει στις φυλακές και να περιποιέται τους φυλακισμένους Μάρτυρας.
Δεν μπορούσε να περιποιηθεί και τον διδάσκαλο της Χρυσόγονο, που τον είχε φυλακισμένο και αυτόν ο βασιλιάς, για την πίστι του Χριστού.
Δεν μπορούσε να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουν. Μόνον μέσω μιας γριάς γυναίκας κατόρθωνε και αλληλογραφούσε με τον διδάσκαλο της. Τον παρακαλούσε να δεηθεί στον Θεό να την λυτρώσει από τον απαίσιο σύζυγο της.

Φονεύεται ο σύζυγος της και ελευθερώνεται

Ο Χρυσόγονος, Χριστιανός ενάρετος και φλογερός, πλημμυρισμένος από τη χάρη του Παντοδυνάμου Θεού παρήγγειλε στην Αγία να έχει υπομονή και της προείπε ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άνδρας της και ότι θα μείνει τελείως ελεύθερη, ώστε να μπορεί να τρέχει ελεύθερα στις φυλακές και να περιποιέται τις πληγές των μαρτύρων.
Πράγματι ύστερα από λίγες μέρες με διαταγή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ο άνδρας της Πόπλιος διορίστηκε πρέσβης στους Πέρσες και αναχώρησε για την καινούργια του θέση. Στο δρόμο όμως προς την Περσία εκείνος σκοτώθηκε. Ύστερα απ’ αυτό η Χριστιανή Αναστασία έμεινε ελεύθερη. Μπορούσε, λοιπόν, τότε να τρέχει παντού όπου την καλούσε το Χριστιανικό καθήκον.

Η γενναιότητα της Αναστασίας


Ο μανιασμένος Διοκλητιανός πληροφορείται και για τον Χρυσόγονο, ότι καίτοι φυλακισμένος κήρυττε στους φυλακισμένους αντίθετα προς τις βασιλικές διαταγές. Επίσης έμαθε ότι ενθουσιάζει τους φυλακισμένους και ότι δεν σκέπτεται να υποκύψει στον βασιλιά. Διατάσσει, λοιπόν, τους μεν άλλους να βασανίζουν πολύ, τον δε Χρυσόγονο να τον φέρουν
μπροστά του, σαν κατάδικο στην Ακυϊλία της Ιλλυρίας. Η Ιλλυρία, ήταν η σημερινή Αλβανία και μέρος της Γιουγκοσλαβίας.
Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Χρυσόγονο και τον οδηγούσαν στον αυτοκράτορα. Η Αναστασία ακολουθεί με θαυμαστή γενναιότητα τον διδάσκαλο της. Τον ακολουθεί, λοιπόν, για να ανακουφίζει τα δεινά του.


Το μαρτύριο του Δασκάλου Χρυσογόνου

Ο Δάσκαλος Χρυσογόνος με καταπληκτική παρρησία ομολόγησε την Πίστη του στον μόνο Αληθινό Θεό, θαύμασε βεβαίως ο βασιλεύς, αλλά τυφλωμένος από την πώρωση και τον εγωισμό, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν σε έρημο τόπο.
Εκεί κοντά ζούσε ο ασκητής Ιερομόναχος Ζωίλος. Σ’ αυτόν παρουσιάζεται σε δράμα ο Άγιος Χρυσόγονος και του υποδεικνύει τον τόπο, όπου ήταν το άγιο Λείψανο του.
Με ευλάβεια, τότε, παραλαμβάνει το Ιερό Λείψανο και το ενταφιάζει κοντά στο κελί του.
Εκεί κοντά στο μέρος που πέταξαν το Άγιο Λείψανο του μάρτυρος Χρυσογόνου ζούσαν τρεις ενάρετες αδελφές, η Αγάπη, η Χιονία και η Ειρήνη. Ένα μήνα μετά τον ενταφιασμό του Ιερού Λειψάνου έρχεται με δράμα στον Ιερομόναχο Ζωΐλο ο μάρτυς Χρυσόγονος και του λέγει:
—Ο ασεβής βασιλεύς έμαθε για τις τρεις αδελφές, χριστιανές νέες. Έμαθε, Ζωΐλε, για το χριστιανικό φρόνημα και την αρετή τους και σε 9 μέρες θα τις θανατώσει... Θα έρθει όμως, για να τις ενισχύσει στην πίστη τους η Αναστασία, η οποία και θα τις ενθαρρύνει στην πορεία τους προς το μαρτύριο... Ετοιμάσου και συ Ζωΐλε, διότι και συ θα έρθεις σε λίγο κοντά μας για να απολαύσεις τους καρπούς των κόπων σου, για ν’ ανταμειφθείς για τους αγώνες σου τους πνευματικούς και τις στερήσεις σου...
Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία. Γι’ αυτό, λοιπόν, πήγε αμέσως στο ασκητικό κατοικητήριο του Ζωΐλου και προσκύνησε τον τάφο του Χρυσογόνου.

Εκεί η Αναστασία συνάντησε τις τρεις αδελφές, με τις οποίες εν συνεχεία κατέβηκε προς την Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο είχε την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους, να τις τονώσει και τις εμψυχώσει στην αγάπη του Χριστού και την απόφαση για μαρτύριο. Είπε στις Χριστιανές νέες, ότι πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τα μαρτύρια και τον θάνατο υπέρ του Χριστού με θάρρος, καρτερία, προσευχή και πνεύμα θυσίας. Έτσι και έγινε και οι Αγίες Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη μαρτύρησαν δια πυρός για την Αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εν τω μεταξύ ο Ζωΐλος κοιμήθηκε εν Κυρίω, όπως του είχε προαναγγείλει στην οπτασία ο Χρυσόγονος.

Φυλάκιση και παντοειδή βασανιστήρια της Αγίας Αναστασίας

Έμαθε ο άρχοντας ότι η Αναστασία παρέλαβε τα Λείψανα των Αγίων και τα ενταφίασε και έδωσε διαταγή να φυλακιστεί. Σκόπευε να την τιμωρήσει με βασανιστήρια.
Πληροφορήθηκε, όμως, ότι ήταν από τις ευγενέστερες της Ρώμης. Γι’ αυτό την έστειλε στον Αυτοκράτορα να την δικάσει.
Εκείνος εξέτασε, τι είχε κάμει τα πατρικά της πλούτη. Η μακαρία δε Αναστασία απήντησε με όλη την ειλικρίνεια και το θάρρος της.
—Τα μοίρασα, του είπε, στους φτωχούς αδελφούς μου εν Χριστώ. Σ’ ανθρώπους δηλ. που είχαν ανάγκη. Σε ψυχές, που υπέφεραν για τη δόξα του Χριστού και που βρισκόντουσαν μέσα στις φυλακές, διότι άγριοι, απολίτιστοι και ειδωλολάτρες τους έστειλαν στα μπουντρούμια των φυλακών. Έπειτα ήλθα να προσφέρω το σώμα μου να θυσιαστεί για την αγάπη του Χριστού. Άλλο δεν εξουσιάζω να προσφέρω στον Σωτήρα μου.
Ο βασιλιάς την στέλνει στον Έπαρχο. Ο Έπαρχος την καλόπιασε στην αρχή.
—Γιατί, της λέγει, δεν προσκυνάς τους θεούς, που προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
—Αυτούς τους θεούς (τα ξόανα) τους έκαψα και τους απάλλαξα από τις αράχνες και τις μύγες, που καθόντουσαν επάνω τους και τους βρωμούσαν.
Αγρίεψε τότε ο Έπαρχος και είπε:
—Μα τους θεούς, εγώ θα την παιδέψω πολύ αυτή την ιερόσυλο.
—Θαυμάζω την εξυπνάδα σου, του είπε η Αγία, διότι αυτήν την καλή πράξη, την ονομάζεις ιεροσυλία. Εάν τα άψυχα ξόανα είχαν αίσθηση και κάποια δύναμη, γιατί δεν βοηθούσαν τον εαυτόν τους να μη τους κάψω; Και γιατί δεν με τιμωρούσανε, όταν τους έκαιγα.
Ο Έπαρχος, αφού με όλες τις υποσχέσεις, τις κολακείες και τις φοβέρες, που χρησιμοποίησε, δεν μπόρεσε να της αλλάξει το μυαλό, το ανέφερε στον Αυτοκράτορα.
Ο Αυτοκράτορας την παρέδωσε στον ειδωλολάτρη Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανό, με την υποχρέωση ή να την κάνει ειδωλολάτρισσα ή να την θανατώσει με όποιον τρόπο εκείνος νόμιζε καλύτερα.

Για να την παρασύρει εκείνος, διάλεξε και το εξής δελεαστικό, γλυκό και βασανιστικό μαρτύριο: Στο ένα μέρος τοποθέτησε λαμπρά και πολύτιμα γυναικεία φορέματα, με
φανταχτερά στολίδια. Από το άλλο μέρος έστησε διάφορα φονικά όργανα, τηγάνια, καζάνια, τροχούς, ξίφη, εσχάρες, σιδερένια νύχια κ.λ.π. Νόμιζε ο δυστυχής ότι με τα μέσα αυτά θα την φοβίζει και με τα άλλα θα την δελεάσει.
Η αποτυχία του, όμως, υπήρξε παταγώδης. Διαψεύστηκε στις ελπίδες του ο ταλαίπωρος. Η Αγία δεν φοβήθηκε καθόλου τα φονικά όργανα. Κανένα ίχνος δειλίας η φοβίας δεν έδειξε. Αντίθετα έμενε σταθερή και ακλόνητη στην απόφαση της να μαρτυρήσει, για την Πίστη του Χριστού. Εν τω μεταξύ τρεις διεφθαρμένες γυναίκες ήρθαν δασκαλεμένες από τον βασιλέα, με σκοπό να διαστρέψουν την Αγία. Αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε. Η Αγία έμεινε σταθερή και ακλόνητη στο Χριστό.
Αλλά και ο δικαστής ξεκίνησε να μολύνει την Παρθένο. Στο δρόμο, όμως, τυφλώθηκε από τον Κύριο. Οι δε πόνοι ήσαν τρομακτικοί. Μαζεύτηκαν οι γείτονες και τον μετέφεραν στο σπίτι του ουρλιάζοντας. Δεν μπορούσε, όμως, να ησυχάσει καθόλου από τους πόνους. Κατέφυγε στους ναούς των ειδώλων και ζητούσε βοήθεια. Αλλ’ εις μάτην. Απελπισμένος παρεκάλεσε και τον μετέφεραν τελευταία σ’ ένα απ’ αυτούς. Εκεί ο ταλαίπωρος εν μέσω φρικτών πόνων ξεψύχησε. Τότε ελευθερώθηκε και η Αναστασία και αποφυλακίστηκε.


Παρηγοριά προς την Θεοδότη

Ελεύθερο πουλί πλέον πέταξε η Αναστασία στους αγαπημένους της χώρους των φυλακών των διαφόρων πόλεων, όπου υπήρχαν λευκές, σαν τα κρίνα, χριστιανικές ψυχές φυλακισμένες για την πίστη τους. Σε μια, όμως, πόλη ήταν φυλακισμένη η μάρτυς Θεοδότη. Αυτή είχε υποστεί πολλά μαρτύρια από ένα κόμη, Λευκάδιο ονόματι.
Η Αναστασία την επισκέφθηκε, της διηγήθηκε τα δικά της βασανιστήρια, την εμψύχωσε και την στερέωσε περισσότερο στην Πίστη και στην απόφαση να μαρτυρήσει.
Πληροφορείται τα συμβάντα ο κόμης Λευκάδιος και φυλακίζει την Αναστασία.
Την Θεοδότη, όμως, την έστειλε δεμένη στον ύπατο της Βιθυνίας. Εκείνος προσπαθεί να την πείσει με διαφόρους τρόπους ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Την βασάνισε πολύ.
Αλλ’ εκείνη μένει σταθερή. Η Θεοδότη μαρτύρησε μαζί με τα παιδιά της για την Αγάπη του Χριστού και παρέδωσαν όλοι μαζί τις αγίες ψυχές τους.

Τελευταία μαρτύρια της Αναστασίας
Η Αναστασία βρισκόταν τότε στις φυλακές από τον έπαρχο του Ιλλυρικού. Φιλάργυρος άνθρωπος εκείνος προσπάθησε να της πάρει τα χρήματα, που πληροφορήθηκε ότι έχει.
Γι’ αυτό της λέγει:
—Σαν αληθινή Χριστιανή, που είσαι, πρέπει να περιφρονείς τα πλούτη. Δός τα, λοιπόν, σε μένα και θ’ απολαύσεις την ελευθερία σου.
Επήρε όμως την απάντηση, που έπρεπε.
—Ο Κύριος μας είπε να δίνουμε στους φτωχούς τα υπάρχοντα μας. Σ’ εκείνους δηλαδή που έχουν ανάγκη. Συ τώρα δεν έχεις απολύτως καμία ανάγκη. Αν όμως, φτάσεις σ’ αυτή την κατάσταση, τότε με όλη μου την ψυχή θα σε ενισχύσω.
Θύμωσε τότε ο τύραννος και αμέσως διέταξε να την φυλακίσουν και να της δίνουν ελάχιστο ψωμί. Ίσα να μη πεθάνει. Νόμισε, ο δυστυχής, ότι θα την νικούσε με αυτόν τον τρόπον. Η Αναστασία, όμως ενισχυόμενη από τον Θεό, έπειτα από ένα μήνα βγήκε από τη φυλακή περισσότερο ακμαία, χαρούμενη και θαρραλέα. Αυτό εκνεύρισε τον άρχοντα
πιο πολύ. Την ξαναφυλακίζει, αντικαθιστά τους δεσμοφύλακες και σφραγίζει τις πόρτες, νομίζοντας, ότι εκείνοι της δίνανε τροφή.
Και πάλιν η Αγία έμεινε προσευχόμενη ημέρα και νύχτα. Η δε Θεοδότη, που προ ολίγου μαρτύρησε, παρουσιαζόταν πολλές φορές στο σκοτεινό κελί της φυλακής και της έδινε δύναμη. Ετσι και πάλιν μετά ένα μήνα σφριγηλή και ωραία βγήκε από τη φυλακή.

Την σταυρώνουν και την καίνε

Ο άρχοντας έσκασε από το κακό του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Διατάζει τότε, να την βάλουν σε μια βάρκα με εκατόν είκοσι άλλους καταδίκους ειδωλολάτρες και ένα Χριστιανό,ονόματι Ευτυχιανό. Να πάνε στα ανοιχτά της θάλασσας, να τρυπήσουν την βάρκα και να τους πνίξουν.
Έτσι και έγινε. Οι στρατιώτες τους πηγαίνουν στα βαθειά, τρυπούν τη βάρκα και τους εγκαταλείπουν, περιμένοντας να βυθιστούν. Αλλ’ ώ των θαυμασίων Σου Χριστέ!!
Εμφανίζεται η Θεοδότη στο τιμόνι και κατευθύνει σταθερά την τρυπημένη βάρκα στο γιαλό.
Οι ειδωλολάτρες είδαν το θαύμα κι πίστευσαν. Παρεκάλεσαν δε την Αναστασία και τον Χριστιανό Ευτυχιανό να τους κατηχήσουν στην Αλήθεια του Χριστού. Έτσι πίστευσαν όλοι στο Χριστό και οι εκατόν είκοσι.
Τους υπέβαλε σε μαρτύρια διά να αρνηθούν τον Χριστό ο άρχοντας, αλλά όλοι οι μακάριοι τα υπέμειναν. Αυτά τα έμαθε ο Έπαρχος. Μετά τρεις ημέρες διέταξε να αποκεφαλίσουν τους μόλις πιστεύσαντες, την δε Αναστασία να δέσουν σε πασσάλους και να την κάψουν ζωντανή.
Πράγματι! Την καθήλωσαν κάτω δεμένη και γύρω - γύρω άναψαν φωτιά. Το μαρτύριο ήταν τρομερό, αλλ’ η Αγία το δέχθηκε με χαρά.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον μέσα στις φλόγες η Αναστασία παρέδωκε την αγία της ψυχή στο Θεό, που τόσον αγάπησε εδώ. Ήταν η 22α Δεκεμβρίου


Ενταφιασμός - Ιερός Ναός Μετακομιδή του Λειψάνου


Το Λείψανο της Αγίας το πήρε μια ευγενική γυναικεία ψυχή, Απολλωνία λεγομένη, μέσω της συζύγου του έπαρχου. Ενταφίασε το σώμα στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό εις τιμήν της. Πού ακριβώς ήταν; Δεν αναφέρεται. Πιθανότατα στις Ιλλυρικές ακτές. Κατά την γνώμη ορισμένων στη Ζάρα, απ’ όπου αργότερα μεταφέρθηκε ατό Σίρμιο, την πρωτεύουσα του Ιλλυρικού.
Από εκεί το Λείψανο της μετακομίσθηκε επί Πατριάρχου Γενναδίου (457 - 471) και του αυτοκράτορα Λέοντος Α. (457-474) στην Κωνσταντινούπολη. Εναπετέθη στον Ναό της
Αναστάσεως, εκεί που ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς του Λόγους. Εκεί η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια τελούσε πολλά θαύματα. Από αυτό ονομάστηκε κατόπιν Ναός της Αγίας Αναστασίας.

Ο Όσιος Μαρκιανός Οικονόμος, σύγχρονος του Λέοντος, ανήγειρε προς τιμήν της Αγίας Αναστασίας Ναό μεγαλοπρεπή, που τον εγκαινίασε ο Πατριάρχης Γεννάδιος.

Η Ι. Μονή της Αγίας Αναστασίας έξω από την Θεσσαλονίκη είναι εις τιμήν της. Εντός αυτής φυλάσσεται η Κάρα της Αγίας και μέρος από το δεξιό πόδι της. Η Μονή αυτή κτίστηκε το 833 από την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ σύζυγο του Λέοντος του Σοφού.

Πηγή: xristianos.gr 

Στίχος

Ἀναστασία φάρμακον πιστοῖς μέγα, πᾶν φάρμακον λύουσα, καὶ κεκαυμένη. Καύθη Ἀναστασία πυρὶ δευτέρᾳ εἰκάδι λαύρῳ.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα• ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς 
χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.


Ἀπολυτίκιον ἕτερον Ἦχος δ΄. Οὐ σιωπήσωμεν
Τήν ἀθληφόρον τοῦ Χριστοῦ τήν πανένδοξον, Ἀναστασίαν, οἱ πιστοί ἰκετεύσωμεν, ὅπως Χριστός δεήσεσιν αὐτήν τειχίσηται ἡ μᾶς, ὅνπερ ἐπεπόθησεν 
ὡς νυμφίον οὐράνιον, πάντα ἀποπτύσασα πρός τήν τούτου ἀπόλαυσιν. Κατ’ ἀοράτων γάρ ἔχθρων καί ὁρατῶν μεσίτης πέλει Κυρίω εὐπρόσδεκτος.


Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἔν σοὶ ἐνοικούσης θείας χάριτος 
Ἀναστασία• σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶ
Τὰ πάθη ἡμῶν, τὰ μυσαρὰ καὶ χρόνια, ῥοπῇ μυστικῇ, Ἀναστασία ἴασαι, καὶ ζωὴν ἀκίνδυνον, διανύειν ἡμᾶς, καταξίωσον, ὡς ἂν τῶν θείων ἐντολῶν, 
τρυγήσωμεν πάντες τοὺς ἐνθέους καρπούς.


Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν

Τῶν Μαρτύρων ζηλοῦσα τὴν ἀρετήν, συμπαθείᾳ καρδίας τούτων θερμῶς, ταῖς χρείαις ἑκάστοτε, διηκόνεις θεόπνευστε, καὶ τοὺς ἰχῶρας πίστει, ἐξέματτες 

χαίρουσα, ἐν μηδενὶ θεμένη, τὰ πρόσκαιρα βάσανα• ὅθεν ἐπὶ τέλει, συσχεθεῖσα καὶ πόνους, πολλοὺς ὑπομείνασα, στερροτάτως ἐνήθλησας, Ἀναστασία

πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεπώνυμος οὖσα, πεπτωκότα με νῦν ἀνάστησον ταῖς πρεσβείαις σου, ἐκ τῶν θαυμάτων τῶν σῶν, σταγόνα ἐπιστάξασα, 
Μάρτυς τῇ ψυχῇ μου, καὶ τὸν φλογμὸν τῆς δεινῆς ἁμαρτίας κατασβέσασα• τὸν κόσμον γὰρ διασῴζεις ἐκ παθῶν πολυτρόπων ἑκάστοτε, ὧν περ κἀγὼ 
πεπείραμαι• σὺ γὰρ πάντα τοῖς πᾶσι παρέχουσα, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Μεγαλυνάριον
Φάρμακα προχέουσα μυστικά, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά, ὦ Ἀναστασία, τῇ θείᾳ ἐνεργείᾳ• διὸ τὰς χάριτάς σου, πάντες κηρύττομεν.



Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος, Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καὶ Προεόρτια τῶν Γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. (20 Δεκεμβρίου)




ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ


Όταν  βασίλευε ο Τραϊανός, επίσκοπος στην Αντιόχεια ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (αυτός που φέρει μέσα του τον Θεό). Λένε κάποιοι ότι τον Ιγνάτιο τον πήρε στα άγια χέρια του ο Δεσπότης Χριστός, όταν ήταν ακόμη μικρό βρέφος, κατά την ώρα της διδασκαλίας του.  Σε μια στιγμή, ενώ δίδασκε στα Ιεροσόλυμα, είπε στον λαό:
- Όποιος δεν ταπεινώνει τον εαυτό του σαν αυτό το μικρό παιδί, δεν μπορεί να μπει στην βασιλεία των Ουρανών και όποιος υποδεχτεί ένα απ’ αυτά τα παιδιά στο όνομά μου, εμένα δέχεται.


Αυτά λέγοντας ο Δεσπότης Χριστός μίλησε για την μελλοντική προκοπή  και  πρόοδο του παιδιού, φανερώνοντας ξεκάθαρα την αποστολική του διδασκαλία.

Αυτός, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, μαζί με τον Πολύκαρπο, έγινε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Αργότερα, ο Πολύκαρπος, για τον μεγάλο ζήλο και την αγάπη που έδειξε στον Χριστό, έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Ό Ιγνάτιος, χειροτονήθηκε ιερέας από τους ιερούς Αποστόλους, ψηφίστηκε επίσκοπος Αντιοχείας. Από τους αποστόλους έμαθε πολλά που έπρεπε να γνωρίζουν οι ιερείς και μαζί τους κόπιασε πολύ, βασανίστηκε να κηρύττει το λόγο της πίστης και κακοπάθησε ο ζηλωτής των αποστόλων, διδάσκοντας τα  έθνη. Και, τέλος, γενόμενος διάκονος των μυστηρίων του Χρίστου, παραδόθηκε στ' άγρια θηρία και μαρτύρησε με πρωτοφανή αγριότητα, όπως θα γράψουμε παρακάτω.

Μετά την νίκη κατά των Ταρτάρων ο Τραϊανός φούσκωσε από υπερηφάνεια. Έτσι, άρχισε χειρότερο πόλεμο κατά των Χριστιανών, για να τους αναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, επειδή νόμισε ότι αυτοί τον βοήθησαν στην νίκη του κατά των Ταρτάρων. Έστειλε λοιπόν, σ’ όλα τα  κάστρα προσταγές ότι όσοι χριστιανοί δεν θελήσουν να θυσιάσουν στα είδωλα να τους βασανίζουν πρώτα σκληρά και κατόπιν να τους θανατώνουν χωρίς έλεος.

Ο Τραϊανός βρισκόταν στην Αντιόχεια και ετοίμαζε πόλεμο κατά των Περσών και μερικοί του μίλησαν για τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο όποιος δίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνούν κάποιον νέο Θεό που πέθανε πάνω στον Σταυρό και την τρίτη μέρα αναστήθηκε. Επίσης, να φυλάνε παρθενία και να μισούν κάθε απόλαυση και καλοπέραση της ζωής. Και το χειρότερο απ' όλα να καταφρονούν τους θεούς και τις διαταγές των αρχόντων.

Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Τραϊανός, θύμωσε τοσο  πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την οργή του. Ποιος τάχα ήταν αυτός ο επίσκοπος που αψηφούσε τις διαταγές του; Ποιός ήταν αυτός ο επίσκοπος που όχι μόνο δεν προσκυνούσε τους θεούς του, αλλά παρακινούσε των άλλους ν’  ασεβούν; Θάνατος σ' αυτόν τον επίσκοπο. Αυτοί οι λογισμοί του, έπρεπε να πραγματοποιηθούν αμέσως. Γι’ αυτό πρόσταξε άγρια τους ακολούθους του:

-    Φέρτε τον αμέσως στο θέατρο. 
Ό Ιγνάτιος, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν  φαντάστηκε ότι θ’ αντιμετώπιζε έναν τόσο σκληρό και απάνθρωπο βασιλιά.
 
-    Συ είσαι ο Θεοφόρος εκείνος Ιγνάτιος -του λέει ο Τραϊανός με άγριο ύφος- που καταφρονείς τα  προστάγματά μας, διαστρέφεις με την διδασκαλία σου τους Αντιοχείς και παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και το χειρότερο να καταφρονούν τους θεούς μας, αναιδέστατε.

Νόμισε ο βασιλιάς πώς έχει μπροστά του ένα στρατιώτη και τον διατάζει να εκτελέσει μια διαταγή του. Όμως η απάντηση του θαρραλέου επισκόπου ήρθε σαν κεραυνός στο κεφάλι του.
-    Αλίμονο! πώς ονομάζεις θεούς τα  άψυχα είδωλα; Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο όποιος δημιούργησε όλο τον κόσμο· αν τον γνώριζες βασιλιά, θα σου στερέωνε το θρόνο της βασιλείας σου και το στέμμα. 
Τέτοια κεραυνοβόλα απάντηση δεν την περίμενε ο Τραϊανός. Γι' αυτό απαντάει στον Άγιο:
-    Άφησε τις πολυλογίες και προσκύνησε τους θεούς. Θα σε κάνω αρχιερέα του μεγάλου Δία, θα σε ονομάσω πατέρα της βουλής και θα σε τιμούν όλοι.
Τέτοιες μεγάλες τιμές οι αυτοκράτορες των Ρωμαίων δύσκολα έδιναν σε κάποιον. Όμως ο επίσκοπος Ιγνάτιος φαίνεται πώς ήταν για τον Τραϊανό ο άνθρωπος που θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του· ν’  αλλάξει την πίστη των Χριστιανών και να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία.
-    Βασιλιά, του απάντησε ο άγιος, είσαι γενναιόδωρος και σπουδαία είναι τ’ αξιώματα πού μου προσφέρεις. Τι ανάγκη έχω εγώ από τέτοιες τιμές, πού είμαι ιερέας του αληθινού Θεού, στον όποιο θυσιάζω κάθε μέρα θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να του θυσιάσω των τον εαυτό μου.

Για την αγάπη του μπορώ να θανατωθώ με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί Αυτός ο αθάνατος έπαθε θεληματικά για μένα. Επομένως, ακόμη και αν με παραδώσεις στα θηρία η σε ξίφος η με σταυρώσεις η με οδηγήσεις σε οποιοδήποτε πικρότατο θάνατο, ποτέ  δεν θα προσκυνήσω τα  δαιμόνια· ούτε κανένα θάνατο φοβούμαι και ούτε επιθυμώ πράγματα προσωρινά και επίγεια, αλλά ποθώ και επιθυμώ μόνο τα αιώνια. Μάθε, βασιλιά, πώς όλη μου η σκέψη και η καρδιά είναι στον Χριστό και επιθυμώ να πάω κοντά του με πικρό και επώδυνο θάνατο, επειδή και Αυτός πέθανε από αγάπη για μένα.

Στα λόγια αυτά του αγίου οι συγκλητικοί, για να τον περιγελάσουν, όπως νόμιζαν, του απάντησαν.
-    Τί λες; ομολογείς και συ μαζί μας πώς ο Θεός σου πέθανε; Και αν αυτός θανατώθηκε με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο, πώς μπορεί να ωφελήσει τους δούλους του; 
Ο Ιγνάτιος τους απάντησε με θεία φώτιση. 
- Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μου και Κύριος, πρώτα έγινε άνθρωπος και για την σωτηρία μας υπέμεινε με την θέλησή του τον Σταυρό και τον θάνατο, αλλά την τρίτη μέρα αναστήθηκε, αφού κατέλυσε την δύναμη του διαβόλου και μας έσωσε από την προπατορική αμαρτία. Και αφού ανέβηκε στους ουρανούς -από τους οποίους κατέβηκε ως άνθρωπος από την αειπάρθενο Μαρία- μας συνανύψωσε και μας χάρισε περισσότερα αγαθά. Ενώ οι δικοί σας θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν μπορούν να σας δώσουν κανένα καλό, αλλά σας έδωσαν περισσότερα πράγματα επιζήμια και βλαβερά. Δεν είναι θεοί, αλλά καταστροφικοί και αμαρτωλοί άνθρωποι που πέρασαν την ζωή τους αισχρά, άσχημα και ως υπαίτιοι πολλών θανάτων καταδικάστηκαν με αιώνιο θάνατο. Όπως φαίνεται στα βιβλία σας, ο πρώτος και μεγαλύτερος από τους θεούς, κατά την πλάνη σας, πέθανε στην Κρήτη και τον ενταφίασαν σ’ ένα όρος κοντά στο μεγάλο Κάστρο, το όποιο μέχρι σήμερα εξαιτίας αυτού του τάφου το ονομάζουν Όρος του Δία. Οι χωρικοί το λένε βαρβαρικά Γιούκουτα και οι Ιταλοί Monte Iovis, δηλαδή Όρος του Δία. Ο Ασκληπιός, αφού κατακάηκε από αστραπή, ξεψύχησε. Ο τάφος της Αφροδίτης στην Πάφο μέχρι σήμερα φαίνεται. Ό Ηρακλής πυρπολήθηκε από φωτιά και έτσι όλοι οι υπόλοιποι θεοί σας, ως καταστροφείς και κακοί, χάθηκαν κακήν κακώς με διάφορους τρόπους.
 
Καθώς διηγούνταν αυτά ο άγιος, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν να μη φανερωθεί περισσότερο η πλάνη τους και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό και γι’  αυτό αποφάσισαν να τον φυλακίσουν μέχρι να τον εξετάσουν πάλι. Όμως, όλη την νύχτα ο βασιλιάς σκεπτόταν τίι να κάνει, για να γλιτώσει από την παρουσία του Ιγνατίου, ώστε να μην παρασύρει και άλλους Έλληνες στην δική του πίστη ως λόγιος που ήταν. Η διαβολική του σκέψη επικράτησε. Να τον φάνε τα  θηρία, για να εξαφανίσει κάθε ίχνος του αγίου και να μην έχουν τους χριστιανοί κανένα λείψανο του και φέρουν αναταραχή στην ηρεμία της Αντιόχειας. Την σκέψη του αυτήν την συζήτησε και με την σύγκλητο, η οποία την βρήκε σωστή. 

- Βασιλιά, του είπαν οι συγκλητικοί, η σκέψη σου είναι η καλύτερη. Να τον φάνε τα  θηρία, αλλά να τον στείλουμε στην Ρώμη δεμένο και εκεί να τον ρίξουν στα άγρια θηρία, για δύο λόγους. Ο πρώτος, να μη θανατωθεί στην Αντιόχεια και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντας τα  κόκκαλά του σε αγιασμό κατά την τάξη και συνήθειά τους. Ο δεύτερος, με ένα τέτοιο δρόμο μακρινό να κακοπάθει, να ταλαιπωρηθεί και να θανατωθεί ως κακούργος σε ξένη γη, ώστε να μην αξιωθεί να έχει καμιά επιμέλεια και ενθύμηση μετά τον θάνατο του. 

Το σατανικό τους σχέδιο, λοιπόν, μπαίνει σ’ εφαρμογή. Τον βγάζουν από την φυλακή και πριν τον στείλουν στην Ρώμη, ξαναδοκιμάζει ο δαιμονισμένος Τραϊανός ν’  αλλάξει την πίστη του αγίου. Με υποσχέσεις και μεγάλα αξιώματα, με πλουτισμό, με φοβέρες για βασανιστήρια και τιμωρίες σκληρές, προσπαθεί να κερδίσει την μάχη. Όμως, δεν μπόρεσε να κλονίσει καθόλου τον «πύργο» της ομολογίας του και γι’  αυτό, απελπισμένος από την αποτυχία του, διέταξε να τον δέσουν και να τον στείλουν στην Ρώμη, προκειμένου να εκτελεστεί η απόφαση που πήραν για τον θάνατο του. 

Αλυσοδεμένος σφιχτά σαν κακούργος, παραδίνεται σ’ ένα στρατιωτικό τάγμα, για να τον οδηγήσει στην Ρώμη, όπου επρόκειτο να τον ρίξουν στο θέατρο, όταν θα είχαν μεγάλη πανήγυρη και πολύ κόσμο, με σκοπό να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία. 

Έτσι, ενώ ο Τραϊανός εκστρατεύει κατά και Περσών, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγείται στην Ρώμη. Η χαρά του είναι μεγάλη. Από καιρό ποθούσε τέτοιο θάνατο, για να πάει κοντά στον Σωτήρα Χριστό. Ευχαριστούσε μεγαλόφωνα τον Κύριο. Και κάνοντας προσευχή παρακάλεσε για την Εκκλησία, παραδίδοντας στον Θεό την ποίμνη του με δάκρυα στα μάτια και παρακαλώντας τον να τους σκεπάζει και να τους διαφυλάττει στην ευσέβεια μέχρι τέλους. Έπειτα ακολούθησε τους στρατιώτες με χαρά και αγαλλίαση ψυχής. Τι κι αν έφευγε μακριά από το ποίμνιο του; Η σκέψη του, η καρδιά του, η ευλογία του ήταν παντοτινά σ’ αυτούς. Τους αποχωριζόταν σωματικά, αλλά πνευματικά ήταν κοντά τους. Και καθώς απομακρυνόταν από την Αντιόχεια, τα μάτια της ψυχής του ήταν εκεί. Τους έβλεπε και τους ευλογούσε. Στην Σελεύκεια μπήκε σε πλοίο και περνώντας από την Σμύρνη χαιρέτησε τον Πολύκαρπο και τους άλλους επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν απ’ όλη την Εκκλησία της Ασίας, για να τον δουν, και ν’  απολαύσουν την γλυκύτατη διδασκαλία του. Και, αφού τους ασπάστηκε όλους, τους παράγγειλε να εύχονται για χάρη του να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του, αλλά ν’  αξιωθεί να τον φάνε τα  θηρία, ώστε να συναντήσει γρήγορα τον ποθούμενο Κύριο. Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν τον μεγάλο του πόθο και να μην πικραίνονται για τον θάνατο του, γιατί τους έβλεπε πώς ήταν πολύ λυπημένοι και φοβόταν μην στασιάσουν και τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν έτσι την ποθούμενη οδοιπορία του. Το ίδιο φοβόταν μην κάνουν και οι ευσεβείς στην Ρώμη. Γι’ αυτό, πρόλαβε και τους έστειλε επιστολή γράφοντας αυτά:
 
- Ιγνάτιος, ο καλούμενος και Θεοφόρος, επίσκοπος στην Αντιόχεια της αγίας Εκκλησίας τού Θεού. Προς την φωτισμένη και ελεημένη από τον Θεό Εκκλησία των Ρωμαίων, την οποία χαιρετώ και ασπάζομαι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τον οποίο παρακάλεσα να με αξιώσει να δω τ’ αξιοθέατα και σεβάσμια πρόσωπά σας. Αυτή μου την επιθυμία εισάκουσε ο Πανάγαθος Θεός και να, έρχομαι να σας απολαύσω. Παρακαλώ την αγάπη σας να μη μ’  εμποδίσετε από τον ποθούμενο Χριστό, τον όποιο πηγαίνω να συναντήσω. 

Μόνο προσευχηθείτε σ’ Αυτόν να μου δώσει δύναμη, για να είμαι Χριστιανός με τα  έργα και όχι μόνο με τ’ όνομα. Έτσι γράφω και σ’ όλες τις Εκκλησίες ότι θεληματικά και με προθυμία πεθαίνω για τον Κύριο και αφήνω τα  επίγεια και φθαρτά πράγματα, για ν’  απολαύσω τα  άφθαρτα και αιώνια. 

Μη με λυπηθείτε, λοιπόν, αλλ’  αφήστε να με φάνε τα  θηρία, γιατί είμαι σιτάρι του Θεού και πρέπει να μ’  αλέσουν τα  δόντια των θηρίων, για να βρεθώ στον Χριστό άρτος καθαρός και άγιος. Θα παρακαλούσα να κολακεύσετε τα  θηρία να φάνε όλο το σώμα μου, γιατί τότε θα θεωρούμαι αληθινός μαθητής του Χριστού, όταν δεν δει πλέον ο κόσμος το σώμα μου. Τώρα αρχίζω να είμαι μαθητής Χριτού. Ας έρθουν σε μένα αναρίθμητα βάσανα· φωτιά, θηρία, σταυρός και άλλα δαιμονικά βασανιστήρια, αρκεί μόνο να συναντήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό.

Καλύτερα να πεθάνω γι’  Αυτόν παρά να εξουσιάσω όλα τα  βασίλεια του κόσμου. Γιατί, ποια ωφέλεια παίρνει ο άνθρωπος, αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιώσει την ψυχή του ως άθλιος; Συγχωρείστε με, αδελφοί, και μη μ’ εμποδίσετε σάς παρακαλώ από τον θάνατο, αλλ’ αφήστε με ν’  απολαύσω τον ποθούμενο Χριστό μου με τον θάνατο,  καθώς και αυτός σταυρώθηκε για την αγάπη μου. Δεν είναι για μένα φωτιά που αγαπά την ύλη, αλλά περισσότερο νερό ζωής που μου μιλά μέσα μου, λέγοντάς με να πάω προς τον Πατέρα. Δεν επιθυμώ υλικές τροφές που καταστρέφονται ούτε απολαύσεις της τωρινής ζωής αλλά μόνο ουράνιο άρτο, ο όποιος είναι το σώμα του Ιησού Χριστού Υιού του Θεού. Αυτά σας γράφω από την Σμύρνη την εικοστή Σεπτεμβρίου και υγιαίνετε, αγαπητοί, στο όνομα του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας. Αμήν. 

Αφού έστειλε την επιστολή, τον πήραν οι στρατιώτες και βάδιζαν από την ξηρά, περνώντας πεζοί από τις Τρωάδα, Νεάπολη, Φιλιππούπολη, Μακεδονία και άλλες περιοχές, όπου σε όλες δίδασκε τον λόγο του Θεού, στηρίζοντας τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και νουθετώντας τους νεωτέρους να είναι σταθεροί στην ευσέβεια. Και αφού διέπλευσε το Αδριατικό και Τυρρηνικό πέλαγος, έφτασε στην Ρώμη και παραδόθηκε από τους στρατιώτες στον έπαρχο της πόλης.
Όταν αυτός είδε τα  γράμματα και τις προσταγές του βασιλιά, φυλάκισε αυστηρά τον άγιο.

Όταν είχαν μεγάλη πανήγυρη, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, όχι μόνο για την γιορτή αλλά και για να δουν τον Ιγνάτιο. Η φήμη κυκλοφόρησε παντού, ότι έφεραν τον επίσκοπο Αντιοχείας να τον ρίξουν στα θηρία για διασκέδαση του λαού. Γι’ αυτό το λόγο συγκεντρώθηκαν αμέτρητοι από παντού για να δουν. Τότε τον έφεραν οι στρατιώτες και τον παρουσίασαν στο θέατρο. Ο άγιος, όταν είδε τόσο πλήθος λαού, δεν κλονίστηκε στην πίστη του και στον πόθο για τον Χριστό αλλά με γενναίο και σταθερό φρόνημα είπε:
- Άντρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου, να ξέρετε ότι δεν έκανα κανένα έγκλημα ούτε έφταιξα σε τίποτα, για να είμαι άξιος θανάτου. Αλλ’ αυτόν τον θάνατο τον δέχομαι σήμερα θεληματικά και χαρούμενα, για να συναντήσω τον αληθινό Θεό, τον όποιο διψώ και επιθυμώ ν’ απολαύσω. Και επειδή είμαι σιτάρι δικό του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων, για να του γίνω άρτος καθαρός και άσπιλος.

Αυτά αφού είπε, παρακάλεσε τα  λιοντάρια και τον κατέφαγαν ολόκληρο, όπως ο ίδιος ποθούσε. ΙΙοια ψυχική δύναμη στ’ αλήθεια είχε ο άγιος μπροστά στα θηρία σε μια τέτοια δύσκολη ανθρώπινη ώρα! Ποια ανείπωτη αγάπη και πόσο πόθο έκρυβε στην καρδιά του και στο σώμα του ολόκληρο ο άγιος, για να υποστεί αυτό το φρικιαστικό θέαμα! Γλυκύτατε Ιησού! Όλα για την αγάπη σου, όχι μόνο ο άγιος Αντιοχείας, αλλά και πλήθος χριστιανών καθημερινά μαρτυρούσαν και μαρτυρούν για το όνομά Σου.

Από το άγιο σώμα του Αγίου δεν έμεινε τίποτε παρά μόνο λίγα μεγάλα λείψανα, τα  όποια συμμάζεψαν οι πιστοί, αφού τελείωσε το θέαμα. Τα ενταφίασαν σε ξένο επίσημο τόπο με όλες τις καθιερωμένες τιμές και μ’ ευλάβεια μεγάλη στις είκοσι Δεκεμβρίου. Μετά από καιρό μετακόμισαν τα  οστά του στην Αντιόχεια. Μαρτύρησε επί Τραϊανού πιθανόν το 109 η 110 μ.Χ.

Λέγεται ότι μετά τον αγιασμένο του θάνατο έκλαιγαν οι πιστοί στην Ρώμη για την στέρησή του και θρηνούσαν απαρηγόρητα με μεγάλο πόνο στον τάφο του, αγρυπνούντες και υμνούντες ακατάπαυστα τ’ άγιο όνομά του. Ο άγιος τους φανερώθηκε σε όραμα και, αφού τους ασπάστηκε, τους φίλησε και τους παρηγόρησε λέγοντας να μην θρηνούν, αλλά περισσότερο να χαίρονται, γιατί είναι με τον Κύριο. Έτσι καταπράυνε την λύπη τους.

Κάποιοι άλλοι πιστοί και ευσεβείς τον είδαν σε όραμα ιδρωμένο, όπως ήταν στον αγώνα της άθλησής του, και προσευχόμενο για την σωτηρία της πόλης και όλων των χριστιανών.

Τέτοιο ήταν το τέλος του Θεοφόρου, οι αγώνες και η αγάπη του για τον Χριστό. Αυτό το μαρτυρεί και ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, ο όποιος τον εγκωμίαζε πολύ στα συγγράμματά του και τον μνημόνευε. Ακόμη δε και ο πρόεδρος Σμύρνης Πολύκαρπος, ο όποιος τον ακλουθούσε από κοντά στην πορεία του από την Αντιόχεια στην Ρώμη και είδε με τα  μάτια του όσα έπαθε. Ό Πολύκαρπος γράφει σε μια επιστολή του, για να τονώσει την πίστη και την ευσέβεια και Χριστιανών:
- Σάς παρακαλώ, αδελφοί, να έχετε υπακοή και υπομονή, καθώς είδατε και τον μακάριο Ιγνάτιο και πολλούς άλλους και σ’ αυτόν τον απόστολο των εθνών και διδάσκαλο Παύλο και άλλων που πίστεψαν. Όλοι αυτοί δεν έτρεξαν άσκοπα και χαμένα, αλλά κοπίασαν στην πίστη και δικαιοσύνη τού Θεού. Δεν αγάπησαν αυτόν τον ψεύτικο και αμαρτωλό κόσμο αλλά τον Δεσπότη Χριστό, με τον όποιο και συμμαρτύρησαν. Γι' αυτό και απ’ Αυτόν δοξάστηκαν.

Έτσι, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, επιθυμώντας να γίνουν τα  θηρία ο τάφος του, κατοίκησε περισσότερο στις ψυχές και φιλόθεων αντρών και όλοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια.

Αλλά και ο βασιλιάς Τραϊανός, ακούγοντας αργότερα τις αρετές αυτού του αγίου και ότι γενναία υπέμεινε το μαρτύριο και με χαρούμενο πρόσωπο, ευχαριστώντας τον βασιλιά που του έδωσε τέτοια ευκαιρία να γίνει ευχάριστη τροφή και θηρίων, τόσο πολύ ευλαβήθηκε τον Ιγνάτιο αλλά και τους άλλους χριστιανούς, επειδή εγκρατεύονταν από κάθε κακή πράξη, νήστευαν, προσεύχονταν όλη τη νύχτα και έκαναν άλλες αξιέπαινες πράξεις, ώστε μετάνιωσε για τα  περασμένα και εξέδωσε διάταγμα να μην σκοτωθεί πλέον κανένας χριστιανός από τους ηγεμόνες και τους άρχοντες.
 Έτσι, όχι μόνο στην ζωή του ο Ιγνάτιος ήταν ωφέλιμος στους χριστιανούς, αλλά και μετά το θάνατο του έγινε καύχημα της πίστης μας στον Χριστό, επίδοση ευσέβειας, παράκληση θλιβομένων, καταφρόνηση της πρόσκαιρης ζωής, εγκράτεια των βλαβερών, καθαρότητα ζωής και διόρθωση σφαλμάτων. Με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δοξάζεται με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Πηγή: www.impantokratoros.gr 


Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείω έρωτι, επτερωμένος, του σε ψανσαντος, χερσίν αχράντοις, Θεοφόρος ανεδείχθης Ιγνάτιε και εν τη Δύσει τελέσας τον δρόμον σου, προς την ανέσπερον λήξιν εσκήνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομών, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε, Πρεσβεῦε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Tῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα· τούτου γὰρ διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὥσπερ ἀστήρ, καὶ ἀκτῖσι τῶν λόγων λαμπαδουχῶν, τὸν κόσμον ἐφώτισας, καὶ τὸ σκότος ἐμείωσας, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὸν δρόμον, γενναίως διήνυσας, ὑπομείνας κινδύνους, ἐν Ἔθνεσί τε καὶ πόλεσιν· ὅθεν καὶ ὡς σῖτος, τῶν θηρῶν τοῖς ὁδοῦσιν, ἠλέσθης γενόμενος, προσφορὰ τῷ Κυρίῳ σου, Θεοφόρε Ἰγνάτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος

Ἀβραὰμ μὲν ποτε τὸν υἱὸν ἐθυσίαζε, τὴν σφαγὴν προτυπῶν τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος, καὶ νῦν ἐν Σπηλαίῳ σπεύδοντος τεχθῆναι, σὺ δὲ θεόφρον, ὅλον προσήγαγες σαυτόν ὥσπερ σφάγιον, καὶ τῶν θηρίων βρῶμα γενόμενος, σῖτος καθαρὸς ὤφθης τῷ Κτίστῃ σου, ἐν ἀποθήκαις ἐπουρανίαις διαιωνίζων ἀληθῶς, καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν· δι' ὃν πάντα τὸν κόσμον καταλείψας παμμάκαρ, Θεοφόρος προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.


«῾Ο λόγος ὁ καλὸς» ῾Η θεραπευτικὴ δύναμίς του (Ο Άγιος Μακάριος ο Μέγας)





Μνήμη: 19η Ἰανουαρίου


«῾Ο λόγος ὁ καλὸς»
Η θεραπευτικὴ δύναμίς του

Κάποτε ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του
ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Σκήτη τῆς Αἰγύπτου
στὸ ῎Ορος τῆς Νιτρίας.
Σὰν πλησίαζαν στὸν προορισμό τους,
εἶπε στὸν μαθητή του νὰ προπορευθῆ.
῾Ο ὑποτακτικός, καθὼς προχωροῦσε,
συνάντησε ἕναν εἰδωλολάτρη...
῏Ηταν ἱερέας καὶ περπατοῦσε βιαστικά,
κρατώντας ἕνα ξύλο.

— Αἴ, σατανᾶ, ποῦ τρέχεις;...
τοῦ φώναξε ἀπερίσκεπτα ὁ καλόγερος.


Τότε ἐκεῖνος ἐθύμωσε τόσο πολύ,
ὥστε στράφηκε ἐναντίον τοῦ Μοναχοῦ
καὶ τὸν ἐκτύπησε ἀδυσώπητα...



Τελικά, τὸν ἄφησε μισοπεθαμένο...
Κατόπιν, πῆρε τὸ ξύλο
καὶ ἔσπευσε νὰ ἀπομακρυνθῆ...
Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸν εἶδε ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος...
᾿Αμέσως, ἄρχισε νὰ τὸν εὔχεται
μὲ βαθειὰ καλωσύνη:

— ῾Ο Θεὸς νὰ σὲ εὐλογῆ, προκομμένε ἄνθρωπε!...
Νὰ εἶσαι καλὰ ἄνθρωπε τοῦ μόχθου!...
Εἴθε νὰ σωθῆς!... Νὰ σωθῆς!...


῾Ο εἰδωλολάτρης ἐσάστισε...
Πλησίασε τὸν ῞Οσιο καὶ τὸν ἐρώτησε:
— Τί καλὸ εἶδες σὲ μένα, ᾿Αββᾶ, καὶ μοῦ εὔχεσαι νὰ σωθῶ;...
— Σὲ βλέπω νὰ μοχθῆς καὶ νὰ τρέχης...,
τοῦ ἀπάντησε ὁ ῞Οσιος. ...Καὶ δὲν γνωρίζεις, εὐλογημένε,
ὅτι στὰ χαμένα κοπιάζεις...
— Μαλάκωσε καὶ γλύκανε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸν χαιρετισμό σου...,
εἶπε ἤρεμος πιὰ ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων...
Κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ...
Κάποιος ἄλλος ὅμως, ἄθλιος
καλόγερος, μὲ ἔβρισε ὅταν πρὶν ἀπὸ λίγο μὲ συνάντησε...
Κι ἐγὼ ὅμως τὸν ἐσυγύρισα καλά...
Τὸν ἄφησα μισοπεθαμένο ἀπὸ τὰ κτυπήματα...



Καὶ ἀμέσως, πέφτει στὰ πόδια τοῦ ᾿Αββᾶ Μακαρίου, τὰ
ἀγκαλιάζει καὶ τοῦ λέει:
— ῍Αν δὲν μὲ κάνης Μοναχό, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ φύγης!...
῾Ο ῞Οσιος τὸν ἀνεσήκωσε καὶ πῆγαν μαζὶ
ἐκεῖ ποὺ ἦταν κατάκοιτος ὁ μαθητής του...
Τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν μετέφεραν
στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ ῎Ορους τῆς Νιτρίας...
῞Οταν οἱ Μοναχοὶ εἶδαν τὸν εἰδωλολάτρη ἱερέα
μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αββᾶ, κατεπλάγησαν!...
Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἐβάπτισαν, τὸν ἔκαναν Μοναχὸ
καὶ ἐξ αἰτίας του πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν Χριστιανοί.

Καὶ ἔλεγε λοιπὸν ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος: ὁ λόγος ὁ κακὸς
καὶ τὸν καλὸ τὸν κάνει κακό... ᾿Ενῶ ὁ λόγος ὁ καλὸς καὶ τὸν
κακὸ τὸν μεταβάλλει σὲ καλό....


«῾Ο λόγος ὁ κακὸς
καὶ τοὺς καλοὺς ποιεῖ κακούς·
καὶ ὁ καλὸς λόγος
καὶ τοὺς κακοὺς ποιεῖ καλούς»

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον (Φώτης Κόντογλου)




Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.

Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.

Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.

Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».

Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».

Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».

Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».