A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ - Ἁγίων Προπατόρων: Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος (Ὁμιλία Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)


Σχετική εικόνα


Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιδ΄ 16-24


Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ῎Ανθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ῎Ερχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ῾Ο πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· Γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ῎Εξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ῎Εξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.


Ἀπόδοση:

  Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή· «῞Ενας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. ῞Οταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ πεῖ στοὺς καλεσμένους· “ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιὰ ἕτοιμα”. Τότε ἄρχισαν, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, νὰ βρίσκουν δικαιολογίες· ῾Ο πρῶτος τοῦ εἶπε· “ἔχω ἀγοράσει ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”. ῎Αλλος τοῦ εἶπε· “ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, δικαιολόγησέ με”. Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε· “εἶμαι νιόπαντρος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω”. Γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ στὸν κύριό του. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργισμένος εἶπε στὸν δοῦλο του· “πήγαινε γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλης καὶ φέρε μέσα τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀνάπηρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλούς”. ῞Οταν γύρισε ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε· “κύριε, αὐτὸ ποὺ πρόσταξες ἔγινε καὶ ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος”. Εἶπε πάλι ὁ κύριος στὸν δοῦλο· “πήγαινε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στοὺς δρόμους καὶ στὰ μονοπάτια κι ἀνάγκασέ τους νὰ ἔρθουν, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου· γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου”. Γιατί, πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί».



Τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα(Κολ. Γ'4-11)



ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία,

δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας,

ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς·

νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν·
 μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ  καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.


Ἀπόδοση: 


Οταν δε ο Χριστός, που είναι η ζωή και η πηγή της ζωής μας, φανερωθή ένδοξος κατά την δευτέραν παρουσίαν, τότε και σεις μαζή με αυτόν θα φανερωθήτε και θα λάμψετε εν δόξη.
 Λοιπόν, νεκρώσατε τα μέλη σας, τα μέλη του παλαιού ανθρώπου, που ζητούν γηΐνας αμαρτωλάς απολαύσεις και ηδονάς· νεκρώσατε και διώξτε από τον εαυτόν σας την πορνείαν, την σαρκικήν ακαθαρσίαν, κάθε αμαρτωλόν πάθος, κάθε κακήν επιθυμίαν, που μολύνει τον άνθρωπον και τον ωθεί προς την κακήν πράξιν, και την πλεονεξίαν, η οποία είναι ειδωλολατρία που θεοποιεί και λατρεύει το χρήμα.  Δια τα αμαρτήματα αυτά έρχεται και ξεσπάει η οργή του Θεού εναντίον των τέκνων της παρακοής, εναντίον αυτών που επεμένουν αμετανόητοι εις την κακίαν των.
Εις τα αμαρτήματα αυτά και σεις είχατε περιπατήσει και παρασυρθή άλλοτε, τότε που εζούσατε μεταξύ αυτών.
  Τωρα όμως πετάξτε και σεις από πάνω σας όλα αυτά, ακόμη δε και την οργήν, τον θυμόν, την κακότητα και πονηρίαν, την υβρεολογίαν και την αισχρολογίαν από το στόμα σας.
   Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλον, αφού έχετε αποβάλει πλέον τον παλαιόν άνθρωπον μαζή με τας πονηράς αυτού πράξεις   και έχετε ενδυθή τον νέον, ο οποίος συνεχώς ξανακαινουργώνεται, ώστε να προχωρή εις βαθυτέραν γνώσιν του Θεού και να γίνεται συνεχώς τελειοτέραν εικών του Χριστού, ο οποίος τον έκτισεν.
 Εις την νέαν δε αυτήν κατάστασιν των ανακαινισμένων υπό του Χριστού ανθρώπων, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Ελληνος και Ιουδαίου, περιτμημένου Ισραηλίτου και απεριτμήτου εθνικού. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ βαρβάρου, Σκύθου, δούλου, ελευθέρου, αλλά όλα αυτά και εις όλους τους πιστούς είναι ο Χριστός.


Κυριακήν τῶν Ἁγίων Προπατόρων (Ἃγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς)



Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού εσαρκώθη προς χάριν μας από την Παρθένον, δια της μετά σαρκός πολιτείας του, ετελειοποίησε τον νόμον, ο οποίος είχε δοθή δια του Μωυσέως. Τον ολοκλήρωσε δίδοντας τον νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην ιδική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιεράν Εκκλησία, και αντί αυτών εισαγόμεθα εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη. Και μας συνήνωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνησίους νέους και αδελφούς, ακόμη δε, ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας, και γονείς ιδικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί».


Σήμερα όμως, εορτάζουμε στην ‘Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιον λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι, δεν απεκηρύχθησαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθησαν αδίκως, ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεόν, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνον όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον ‘Αδάμ μέχρι αυτήν την γενεάν, είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί μόνον είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης που εγέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεόν των όλων Χριστόν, έπειτα δε δι’ αυτού και ιδικοί μας. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν βεβαίως από την ‘Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως από εμάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ έστι παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και «ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλά ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτήν την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεόν, και με αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο, και οι μέσα στον νόμο, και όσοι μετά τον νόμον επολιτεύθησαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιον της Χάριτος. Ώστε αν ιδεί κανείς με σύνεση την οικονομίαν του Θεού για το ανθρώπινον γένος, θα την ιδεί σύμφωνο και συνεπή με τον εαυτόν της. Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανικήν ονομασία μόνον οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπεν ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωσιν εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνον όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’ εκείνους το αχρείον πλήθος εκβάλλεται. Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάσθησαν υιοί Θεού, κατελήφθησαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφεί, απεκηρύχθησαν. Αχρείον δε πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι ήσαν μεν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ιδίου του Ιακώβ, ο οποίος πρώτος ονομάσθη Ισραήλ, αλλά εφάνησαν παρήκοοι σαν τον Ησαύ. Ακόμη και ο υιός του Προφήτου και βασιλέως Δαυίδ, του πρώτου μετά τον Σαούλ βασιλέως των, είναι ξένος προς το ιερόν γένος, επειδή επεβουλεύθη την ζωή του πατέρα του.

Έτσι λοιπόν και σε εμάς, πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, και τηρούν τις εντολές Του, και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνον από τους κλητούς, αλλά και από τους Αποστόλους, και όχι απλώς από τους Αποστόλους, αλλά και από την χορεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων. Ήταν όμως αποξενωμένος από την συγγένεια προς τον Χριστό, και απεμακρύνθη από αυτόν περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυττομένην Βασιλείαν των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος.

Πράγματι, τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, οδηγούν προς την πίστιν όσους ποθούν να τα γνωρίσουν, η δε ακρόασις της ιεράς διδασκαλίας υποδεικνύει την εν Θεώ αλήθεια και τον θεάρεστον βίον. Αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσομε τα σωματικά και γήινα, και να ανυψώσομε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς.
Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς την γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά. Και απεδείχθη εραστής τούτων των απηγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως, από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και Διδάσκαλον. Ήταν λοιπόν συγγενής όχι του Χριστού ούτε των τότε συναποστόλων, αλλά εκείνων προς τους οποίους ο Κύριος έλεγε, «ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε». Όπως δηλαδή εκείνοι, με όλο που και τα θαύματα είδαν και τους άρτους έφαγον και τους λόγους ήκουσαν του ενυποστάτου Λόγου ο οποίος ενηνθρώπησε για εμάς, εφώναζαν ύστερα προς τον Πιλάτον «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», έτσι ακριβώς και αυτός αν και είδε με τους οφθαλμούς του και απέκτησε περισσότερον από τους άλλους, πείρα της μεγαλειότητος και της θεότητος του Κυρίου, έπειτα τον παρέδωκε στους φονευτάς του. Και αυτός υπέμεινε —ω, τι απερίγραπτος μακροθυμία!— «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», οδηγώντας και εμάς προς υπομονήν, εκτός από τον ιδικόν του θρίαμβο κατά του αρχεκάκου, και μάλιστα έδειξε ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις μας οφελούν. Διότι λέγει, «εν θλίψει εμνήσθημέν σου», και «παιδείαν Κυρίου υποίσω (θα υπομείνω δηλαδή)», και «η παιδεία σου, Κύριε, ανόρθωσέ με», ενώ δηλαδή ήμουν σκυμμένος προς το σώμα και τις σωματικές φροντίδες, με ανήγειρε και με έπεισε να βλέπω μόνον προς εσέ.

Σ’ εσένα όμως, εάν στον καιρό των θλίψεων δεν προστρέχεις στον Θεόν, εάν δεν διορθώνεσαι με την παιδαγωγία του, ποία άλλη ευκαιρία, ποίον από τα όντα ή τα γεγονότα θα συντελέσει στην επανόρθωσή σου; Αλλά όμως, θα έλεγε κάποιος, έχει ανάγκη και το σώμα από την σωματικήν τροφήν και τα άλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί όχι; Αν λοιπόν αυτά τα έχεις, αφού οπωσδήποτε από τον Θεόν τα έλαβες, διότι λέγει, «τι έχεις o ουκ έλαβες;»─ ευχαρίστησε αυτόν που σου τα έδωσε, ανταπόδωσέ του εμπράκτως την ευχαριστίαν. Όπως αυτός επήκουσε στο θέλημά σου και εξεπλήρωσε την επιθυμία σου, έτσι και συ πρόσελθε και άκου και μάθε καλά το θέλημά του, και υπάκουσε και πραγματοποίησέ το, ώστε και να επαινεθείς ως φρόνιμος. «Ο ακούων μου», λέγει, «τους λόγους και ποιών αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω».

Και στο εξής να τον έχεις πλουσιοπάροχον ευεργέτην, όχι μόνο για τα παρερχόμενα και τα γήινα, αλλά και για τα μέλλοντα και μένοντα και ουράνια. Διότι λέγει, «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Εάν όμως δεν διαθέτεις τώρα τα αναγκαία του σώματος ή φοβήσαι προσδοκωμένην απορίαν, πάλι σ’ αυτόν πρόσελθε, πάλιν από αυτόν ζήτησε, πάλι σ’ αυτόν υπάκουσε. «Υποτάγηθι», λέγει, «τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν». Πάλι λοιπόν δείξε με τα έργα ότι είσαι δούλος του αγαθός. Πράγματι, αυτός είναι, κατά το ψαλμικόν, «ο διδούς τροφήν εν ευκαιρία (εγκαίρως δηλαδή). Ο ανοίγων την χείρα αυτού, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Αυτός που είπε «ου μη σε ανώ (δεν θα σε αφήσω δηλαδή) ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω».

Γιατί από τις ιδιότητες των αλόγων ζώων, μιμείσαι εκείνην που σε βλάπτει, το να υποκύπτεις στην γαστέρα, και να μην ανυψώνεσαι από τα γήινα, αν και επλάσθης όρθιος για να φρονείς τα άνω, να ζητείς τα άνω; Γιατί θέλεις να είσαι δεμένος όπως εκείνη η «συγκύπτουσα, ην έδησεν ο Σατανάς δέκα και οκτώ έτη», αν και αυτός, ο Λόγος της ζωής που έλυσε και εκείνην, εύκολα και ημπορεί και θέλει να λύσει και σένα, εάν μόνον προστρέχεις σ’ αυτόν, και τον ακούεις, και του υπακούσεις, και δεν κωφεύεις, δεν αντιδράς, δεν επαναστατείς;

Γιατί, λοιπόν, μιμείσαι την επιβλαβή για σένα ιδιότητα των αλόγων ζώων και δεν μιμείσαι την επωφελή; Άκου τον Προφήτη που λέγει ότι και οι σκύμνοι (οι μικροί λέοντες δηλαδή) όταν χρειάζονται τροφήν, ωρύονται και ζητούν από τον Θεόν, και έτσι λαμβάνουν για να καταβροχθίσουν. Όταν λέγει σκύμνους λεόντων, αφήνει με αυτό να εννοηθεί από τους νοήμονες ευκόλως ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα ζώα. Διότι, αν ο λέων που είναι το πιο ωμοφάγον και αρπακτικόν και ρωμαλέον από τα θηρία, δεν ευρίσκει τι να αρπάξει, τι θα ειπούμε για τα άλλα ζώα; Αυτό μας το παρουσιάζει και ο Χριστός στο Ευαγγέλιον, λαμβάνοντας αφορμήν από τα πτηνά και λέγοντας, «ίδετε τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά».

Αδελφοί, «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού», και θα είσθε αιωνίως κληρονόμοι, όχι μόνο της αδιαδόχου αυτής Βασιλείας του Θεού, δικαιωμένοι με την χάρη του, αλλά και τα παρόντα «προστεθήσεται υμίν». Εάν όμως δεν ζητείτε πρωτίστως την Βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που πηγάζει από αυτόν, αλλά μόνον εκείνα που τρέφουν και θάλπουν το ρευστόν τούτο σώμα, ούτε αυτά θα λάβετε. Αλλά και αν τα λάβετε, θα είναι για μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν και του ιδίου του σώματος και καταδίκην και ζημίαν της ψυχής αιώνιον.

Αυτό έδειξε και εκείνος που ήκουσε από τον Αβραάμ ότι «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Εζήτησαν κάποτε και οι Ιουδαίοι να φάγουν κρέας στην έρημο. Και ο Θεός τους έδωσε αναρίθμητον πλήθος ορτυγομήτρας, «και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς (την ικανοποίησε δηλαδή). Αλλά έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς, και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν (τούς έριξε νεκρούς δηλαδή)». Γιατί η οργή του Θεού εφόνευσεν μεγάλο μέρος από το πλήθος; Ακριβώς επειδή εγόγγυζαν αφόβως εναντίον του Θεού και του κατά Θεόν προϊσταμένου των, και τους κατηγορούσαν. Και γιατί έριψε κάτω νεκρούς τους εκλεκτούς του Ισραήλ; Διότι δεν συγκρατούσαν το πλήθος από την ορμήν προς το χειρότερο. Τοιούτοι είναι όσοι εκβάλλονται από την ιεράν Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού, είτε στον παλαιόν είτε στον νέο λαό του Ισραήλ ανήκουν. Αυτό δεικνύει και ο Κύριος όταν λέγει στα Ευαγγέλια, «ελεύσονται από ανατολών και δυσμών και βορρά, και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω, εις το σκότος το εξώτερον». Ποίοι είναι λοιπόν οι υιοί της Βασιλείας που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται τον Θεόν, και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε αγαθόν έργο.

Ποίοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνον της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστιν ειλικρινή τον νόμο και την διδασκαλία του Πνεύματος, και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους.

Όποιος θέλει να συνταχθεί με αυτούς, και να απαλλαγεί από το σκότος το εξώτερον και να αξιωθεί του ανεσπέρου φωτός της Βασιλείας του Θεού και να συνδιαιωνίζει με τους αγίους που αναπαύονται στους ουρανούς, ας εκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπο που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες, δηλαδή μέθη, πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μίσος, οργή, καταλαλιά και κάθε πονηρόν πάθος. Ας ενδυθεί δε με έργα «τον νέον άνθρωπον τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», μέσα στον οποίον υπάρχει αγάπη, φιλαδελφία, καθαρότης, εγκράτεια και κάθε είδος αρετής. Με τις αρετές αυτές ενοικίζεται μέσα μας ο Χριστός, και μας ειρηνοποιεί με τον εαυτόν του και μεταξύ μας «εις δόξαν εαυτού και του ανάρχου αυτού Πατρός και του συναϊδίου και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ



Δοξαστικὸν τῶν Αἴνων

Ἦχος βαρύς
Δεῦτε ἅπαντες, πιστῶς πανηγυρίσωμεν, τῶν πρὸ νόμου Πατέρων, Ἀβραὰμ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, τὴν ἐτήσιον μνήμην· τοῦ Ἰούδα τὴν φυλήν, ἀξίως τιμήσωμεν· τοὺς ἐν Βαβυλῶνι Παῖδας, τοὺς σβέσαντας τὴν ἐν καμίνῳ φλόγα, ὡς τῆς Τριάδος τύπον, σὺν τῷ Δανιὴλ εὐφημήσωμεν· τῶν Προφητῶν τὰς προῤῥήσεις ἀσφαλῶς κατέχοντες, μετὰ τοῦ Ἡσαΐου μεγαλοφώνως βοήσωμεν· ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται, καὶ τέξεται Υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ· ὃ ἐστι μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός.






Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΑΝΘΙΑΣ (15 Δεκεμβρίου)


Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε τον 2o αιώνα μ. Χ. στην Ελλάδα (κατά άλλους
στην 
Ρώμη) από πλούσιους γονείς. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία (της Ευανθίας γόνος, στιχηρό Εσπερινού) (βλέπε ίδια ημέρα) η οποία έγινε χριστιανή ακούοντας το κήρυγμα από μαθητές του Απ. Παύλου.

Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. Ο επίσκοπος Ρώμης Ανίκητος (βλέπε 17 Απριλίου), όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του.

Σε ηλικία 15 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο, διάκονος και έπειτα από τρία χρόνια χειροτονήθηκε ιερέας. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας. Αργότερα και σε ηλικία είκοσι ετών, με κοινή ψήφο κλήρου και λαού έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού, σημερινής Αλβανίας με έδρα την Αυλώνα.

Μα χειροτονήθηκε τόσο μικρός; Στο ερώτημα δίνει απάντηση ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.... Γράφει σε υποσημείωση του Συναξαριστού του: «Ας μη θαυμάζει κανείς ότι αυτός ο άγιος χειροτονήθηκε σε ηλικία αντίθετη με τους ιερούς κανόνες της 6ης Οικ. Συνόδου και της τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, οι οποίοι ορίζουν ότι ο διάκονος χειροτονείται στη ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στα 30 και ο επίσκοπος πάνω από 30. Αυτό έγινε γιατί ο άγιος Ελευθέριος έζησε πριν ακόμη γίνουν οι παραπάνω κανόνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα».

Η χειροτονία του αγίου Ελευθερίου, όπως γράφει κάποιος βιογράφος του, έγινε «κατ’ οικονομίαν» Θεού, λόγω των μεγάλων αρετών και της σοφίας του με την οποία προσείλκυε στον Χριστό τους ειδωλολάτρες. Η γλυκύτητα του λόγου του, που επιβεβαιωνόταν με τα πολλά θαύματα του, έκανε αυτούς που βρίσκονταν στην πλάνη να ασπαστούν την χριστιανική αλήθεια.

Η φήμη της αρετής του Αγίου Ελευθερίου ήταν τόσο μεγάλη που έφτασε μέχρι τη Βρεττανία. Έτσι, ο βασιλιάς της, Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του.

Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε την χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε την σύλληψή του. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε από τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με την μητέρα του.

Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Προς Ρωμαίους, η' 21). Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού.

Η Σύναξή του τελείται στο μαρτύριο αυτού, πλησίον του Ξηρολόφου.

Ο Άγιος Ελευθέριος θεωρείται βοηθός των εγκύων γυναικών. Τους δίνει «καλή λευτεριά». Πολλές γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους. Η αντίληψη αυτή αναφέρεται και σ’ ένα προσόμοιο στιχηρό της εορτής. «Τῶν ἐπιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ἐλευθερίαν δίδως, τῷ Ναῷ σου φοιτώσαις....», δηλαδή, Φροντίζεις Πάτερ τις έγκυες γυναίκες που καταφεύγουν στο ναό σου δίνοντας του ελευθερία....



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.

Φερωνύμῳ σου κλήσει καλλωπιζόμενος, ἐλευθερίαν παρέχεις καὶ ἀπολύτρωσιν, τοῖς προσκάμνουσι δεινῶς, ποικίλας θλίψεσιν, Ἐλευθέριε σοφέ, ἱερῶν καλλονή, Μαρτύρων ὡραιότης· διὸ μὴ παύσῃ βραβεύων, ἀναψυχὴν τοῖς σὲ γαιρέρουσι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἱερέων ποδήρει κατακοσμούμενος, καὶ αἱμάτων τοῖς ῥείθροις ἐπισταζόμενος, τῷ Δεσπότῃ σου Χριστῷ μάκαρ ἀνέδραμες, Ἐλευθέριε σοφέ, καθαιρέτα τοῦ Σατᾶν. Διὸ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πίστει τιμώντων, τὴν μακαρίαν σου ἄθλησιν.




Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς καλλονὴν τῶν ἱερέων Ὅσιε, καὶ προτροπὴν τῶν Ἀθλοφόρων ἅπαντες, εὐφημοῦμεν καὶ αἰτοῦμέν σε, Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριε· Τοὺς πόθῳ σου τὴν μνὴμην ἑορτάζοντας, κινδύνων πολυτρόπων ἐλευθέρωσον, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐλεύθερον τὸν νοῦν, ἐκ παθῶν κεκτημένος, ἐγένου τοῦ Θεοῦ, γνησιώτατος δοῦλος, καὶ πλάνης ἠλευθέρωσας, τοὺς καλῶς σοι ποθήσαντας, ἐναθλήσας δέ, ὡς ἱερεύς τε καὶ Μάρτυς, Ἐλευθέριε, διπλοῦν ἐδέξω τὸ στέφος, πρεσβεύων σωθῆναι ἡμᾶς.

Οἶκος
Ἔπιδε εὔσπλαγχνε Ζωοδότα, ὡς φιλάνθρωπος μόνος καὶ οἰκτίρμων Θεός, τὴν τῆς ψυχῆς μου σκοτόμαιναν, καὶ πανσθενεῖ δεξιᾷ σου Λόγε, τῶν παθῶν ἐλευθέρωσον τῆς αἰσχύνης, ὅπως τὸν σὸν Ἱεράρχην ὑμνήσω Ἐλευθέριον· αὐτὸς γὰρ ὄντως ἐκ μήτρας ἐγνωρίσθη σοι, καὶ καθηγίασται, καὶ ἀνετέθη σοι, ὡς Σαμουήλ, ἀπὸ μητρὸς ἱερᾶς σοι τῷ Κτίσαντι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐν Χριστῷ, τοῖς δεδουλωμένοις, χρηματίσας μυσταγωγός, κληρονόμος ὤφθης, Σιὼν τῆς ἐλευθέρας, ἀθλήσας Ἐλευθέριε ὡς ἀσώματος.



Πηγή: www.saint.gr 

Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ (Ἃγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός)


«Ο Πατήρ δε μεταπίπτει στον Υιό, παραμένει πάντα Πατήρ, ο Υιός δε μεταπίπτει στον Πατέρα, παραμένει πάντα Υιός, το Πνεύμα δε μεταπίπτει στον Πατέρα ή τον Υιό, παραμένει πάντα Πνεύμα άγιο. Η ιδιότητα καθενός προσώπου της Αγίας Τριάδας είναι σταθερή και αμετάβλητη. Πώς, άλλωστε, θα παρέμενε ιδιότητα αν εναλλασσόταν συνεχώς περνώντας κάθε φορά σε άλλο πρόσωπο; Γι’ αυτό ο Υιός του Θεού είναι που γίνεται Υιός του ανθρώπου, για να παραμείνει ακριβώς η ιδιότητα αμετακίνητη. Γιατί, όντας Υιός του Θεού, όταν έγινε Υιός του ανθρώπου παίρνοντας σάρκα ανθρώπινη απ’ την αγία Παρθένο, δεν αλλοτριώθηκε από την υιική του ιδιότητα.

Ο Υιός του Θεού ενανθρώπησε για να χαρίσει ξανά στον άνθρωπο εκείνο για το οποίο δημιουργώντας τον τον προόρισε. Τον δημιούργησε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, διανοητή και ελεύθερο, προορισμένο να του μοιάζει, δηλαδή να ‘ναι, όπως κι ο δημιουργός του, τέλεια ενάρετος, πράγμα κατορθωτό για την ανθρώπινη φύση. Γιατί οι αρετές, δηλαδή η νηφαλιότητα, η ηρεμία, η ακεραιότητα, η αγαθοσύνη, η σοφία, η δικαιοσύνη, η ανεξικακία είναι, πρωταρχικά, γνωρίσματα της θείας φύσης.

Ο Θεός, λοιπόν, δημιούργησε τον άνθρωπο σε πλήρη κοινωνία μαζί του (τον δημιούργησε για να μείνει άφθαρτος, τον ανέβασε στην αθανασία με το να τον κρατά κοντά του). Εμείς, όμως, αυτά τα γνωρίσματα της θείας φύσης τα αλλοιώσαμε και τα μπερδέψαμε με την παράβαση της εντολής, και περάσαμε στην παράταξη της κακίας με αποτέλεσμα να χάσουμε την κοινωνία με το Θεό. Τις γαρ μετουσία φωτί προς σκότος; Και όταν πια στερηθήκαμε τη ζωή, πέσαμε στη φθορά του θανάτου.


Επειδή, τώρα ο Θεός μας προσέφερε το ύψιστο και δεν το διαφυλάξαμε,χρειάστηκε να
 κατεβεί αυτός στο χείριστο, δηλαδή στη δική μας ξεπερασμένη φύση, ώστε να μας ξαναδώσει, προσφέροντας και ενεργώντας ο ίδιος, την εξομοιωμένη μ’ αυτόν εικόνα και τον αρχαίο προορισμό.

Κι ακόμα να μας διδάξει το ενάρετο ήθος της βιωτής, αυτό το ήθος που ο ίδιος με την επίγεια ζωή του κατέστησε συγκεκριμένο και ευκολοκατόρθωτο.

Κι ακόμα να μας ελευθερώσει από τη φθορά φέρνοντάς μας πάλι σε κοινωνία με τη ζωή, με το να ανοίξει ο ίδιος το δρόμο της δικής μας ανάστασης.

Και ακόμα να ξανακάνει καινούριο το θρυμματισμένο κι αγνώριστο κανάτι της ύπαρξής μας, να λύσει τα δεσμά της κυριαρχίας του διαβόλου επάνω μας προσκαλώντας μας να αναγνωρίσουμε την κυριαρχία του Θεού.

Και ακόμα να μας γεμίσει κουράγιο και να μας εκπαιδεύσει να πολεμούμε τον τύραννο με την υπομονή και την ταπείνωση.

Με την ενανθρώπηση, λοιπόν, του Υιού του Θεού καταργήθηκε η λατρεία των δαιμόνων, όλη η κτίση αγιάστηκε με το θείο του αίμα, οι βωμοί και οι ναοί των ειδώλων κατεδαφίστηκαν, ρίζωσε η γνώση του Θεού, λατρεύεται πια η ομοούσια Τριάδα, η άκτιστη θεότητα, ο ένας αληθινός Θεός ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος.

Τώρα πια, πάλι, οι αρετές είναι κατορθωτός τρόπος ζωής, προσφέρθηκε η ελπίδα με την ανάσταση του Χριστού, τώρα πια οι δαίμονες τρέμουν τους ανθρώπους που προηγουμένως ήταν του χεριού τους.

Και το πράγματι αξιοθαύμαστο, είναι πως όλα αυτά κατορθώθηκαν με το σταυρό και τα πάθη και το θάνατο. Κηρύχθηκε σ’ όλη τη γη το Ευαγγέλιο της υποταγής στο Θεό, όχι με πολέμους και όπλα και στρατούς που συντρίβαν εχθρούς. Κηρύχθηκε από λίγους γυμνούς, φτωχούς κι αγράμματους, που διώχνονταν από παντού, που δέχονταν κτυπήματα, που θανατώνονταν, που κήρυτταν ένα σταυρωμένο και νεκρό, που όμως επικράτησαν απέναντι στους σοφούς και τους ισχυρούς γιατί ακριβώς τους ακολουθούσε η ακαταμάχητη δύναμη του σταυρωμένου. Ο θάνατος, ο πριν τρομοκρατικός, νικιέται, και καταδικάζεται τώρα ο απόβλητος και μισητός της ζωής.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της παρουσίας του Χριστού, αυτές είναι οι συνέπειες της επιβολής της δύναμής του. Δεν έσωσε ένα λαό, όπως ο Μωυσής που φυγάδευσε από την Αίγυπτο τους Εβραίους περνώντας τους μεσ’ από τη θάλασσα για ν’ απαλλαγούν από τη δουλεία του Φαραώ. Έσωσε ολόκληρη την ανθρωπότητα από τη φθορά του θανάτου και το γεμάτο κακία τύραννο, την αμαρτία.

Και έσωσε τους ανθρώπους όλους, όχι πειθαναγκάζοντάς τους να ασκήσουν την αρετή, όχι παραχώνοντάς τους στο χώμα, όχι καίοντάς τους και διατάσσοντας να λιθοβολούνται οι αμαρτωλοί, αλλά πείθοντάς τους με πραότητα, υπομονή και συγχωρετικότητα να διαλέξουν την αρετή και να συναγωνίζονται στους κόπους γι’ αυτήν και έτσι να ικανοποιούνται.

Προηγουμένως όταν αμάρταναν ετιμωρούντο με κτυπήματα κι όμως επέμεναν στην αμαρτία και την είχαν θεοποιήσει, τώρα δέχονται να υφίστανται κτυπήματα για χάρη της υπακοής στο Θεό και για χάρη της αρετής, δέχονται να κακοπαθούν και θανατώνονται.


Δόξα σε σένα Χριστέ, Λόγε του Θεού και Σοφία και Δύναμη και Θεέ
Παντοκράτορα. Τι να σου αντιδωρίσουμε εμείς οι άπραγοι για όλα όσα μας χάρισες; Όλα μας τα ’χεις δοσμένα εσύ και τίποτ’ άλλο δε ζητάς από μας παρά ν’ αποδεχτούμε τη σωτηρία που μας πρόσφερες, δίνοντάς μας ακόμα και τη δύναμη για να το κάνουμε.

Σ’ ευχαριστούμε, εσένα που μας έδωσες την ύπαρξη, μα και μας χάρισες την αιώνια ζωή, εσένα που κι όταν την χάσαμε και την αρνηθήκαμε, μας οδήγησες πίσω σ’ αυτήν με την ενανθρώπισή σου που καμιά γλώσσα δεν τολμά να ερμηνεύσει».



Πηγή: “ΑΛΛΗ ΩΨΙΣ “



Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ἡ κατά σάρκα τοῦ Χριστοῦ Οἰκονομία (Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)




Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ' αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.

Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.

Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης.

Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ' αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.

Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.

Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.

Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μιας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.

Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ' αυτό μάλιστα θα ‘πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν' αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.

Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι' αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ' αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»

Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ' την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ' Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ' Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ' τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.

«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.

Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.

Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλ' ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.

Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος - θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ' όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.

Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.

Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.

Γι' αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι' αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός.

Πηγή: “Η ΑΛΛΗ ΩΨΙΣ “ 




ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου 


«Δεῦτε πιστοί ἐπαρθῶμεν ἐνθέως, καί κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκήν ἄνωθεν, ἐν Βηθλεέμ πρός ἡμᾶς ἐμφανῶς».[1]

Αὐτόν τόν θεοτερπή ὕμνο θά ἀκούσουμε τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων, ὁ ὁποῖος θά μᾶς καλεῖ σέ ἀνάβαση πνευματική, προκειμένου νά δοῦμε «κατ᾿ αἴσθησιν ψυχῆς» τή θεϊκή συγκατάβαση τοῦ Κενωθέντος καί ἐνανθρωπήσαντος  Λόγου τοῦ Θεοῦ. 

Παρόμοια, γιά ἔπαρση τοῦ νοῦ πάνω ἀπό τό βιοτικό ἐπίπεδο καί θέαση πνευματική τῶν θείων ὑπερφυῶν γεγονότων, μᾶς προτρέπουν καί ἄλλα προεόρτια τροπάρια, ὅπως λ.χ. τά  ἰδιόμελα, πού ψάλλονται στόν Ἐσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου., στίς 20 Δεκεμβρίου: «Προεορτάσωμεν λαοί, Χριστοῦ τὰ Γενέθλια, καὶ ἐπάραντες τὸν νοῦν, ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ, καὶ κατίδωμεν τὴν Παρθένον, τοῖς ψυχικοῖς λογισμοῖς, ἐπειγομένην τίκτειν ἐν Σπηλαίῳ, τὸν τῶν ὅλων Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν»…

Ὅπως βλέπουμε, οἱ ὕμνοι κάνουν λόγο γιά προετοιμασία πνευματική, πρός ὑποδοχήν τοῦ Μεγίστου γεγονότος τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτάσουμε ὡς   Ἐκκλησία, ὡς λαός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἑορτή αὐτή, τήν ὁποῖα ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὀνομάζει«Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν».

Ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἐν προκειμένῳ ἡ ἑτοιμασία μας;

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατά τό  μῆνα Δεκέμβριο, συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νά κατέρχονται στίς ἀγορές, ὅπου θά προμηθευτοῦν τά ἀπαραίτητα δῶρα, τρόφιμα, γλυκίσματα κ.ἄ. γιά τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων.

Τά τελευταία χρόνια, βεβαίως, λόγῳ τῆς δεινῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού μαστίζει τή χώρα μας, ἔχει μειωθεῖ ἀρκετά ἡ κατανάλωση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, καθότι πολλοί ἐκ τῶν συνανθρώπων μας στεροῦνται πλέον καί τῶν χρεωδῶν, ἔνεκα τῶν δυσβάστακτων φόρων, τῶν μειώσεων τῶν ἐπιδομάτων ἐργασίας κλπ.  Ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα ὅμως, ἔστω καί μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά οἱ ἄνθρωποι εἶναι στραμμένοι καί ἐπικεντρωμένοι στήν ὑλική προετοιμασία, προκειμένου νά δεχθοῦν τίς ἐπερχόμενες Ἅγιες ἑορτές τοῦ Δωδεκαημέρου, ὅπως λέγονται. Αὐτό, διότι, οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων, δυστυχῶς, ἄγευστοι ἀπό πνευματικές ἐμπειρίες, προσδοκοῦν καί περιμένουν νά γιορτάσουν κοινωνικά καί ἐμπορικά Χριστούγεννα, καί ὄχι θεολογικά!

Πόσοι, ἀλήθεια, κατ᾿ αὐτήν τήν περίοδο, ἔχουν στρέψει τό νοῦ καί τήν καρδιά τους πρός τό πνευματικό γεγονός πού θά ἑορτάσουμε σέ λίγες μέρες, τό μοναδικό πού συντελέστηκε στήν κτίση, τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον»,  τήν θεία ἐπί γῆς Γέννηση καί Παρουσία τοῦ Θεανθρώπου, τήν λυτρωτική καί κενωτική εἴσδυση τοῦ Προαιωνίου και ἀκτίστου Θεοῦ μέσα στόν κτιστό κόσμο καί τήν Ἱστορία «ἐν σαρκί»;  Ποιός ἐμβαθύνει μέ τό νοῦ καί ποιός  «ἱερῶς σκιρτᾶ» καί «ἐν πνεύματι ἀδολεσχεῖ», γύρω ἀπό τήν ἄπειρη Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποῖα ἀγάπη μέσῳ τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως Αὐτός  ἐφανέρωσε στό ἀποστατημένο πλάσμα Του; 

Ἡ φιλόστοργη Μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία, μᾶς παρακινεῖ ἀπό νωρίς νά κατανοήσουμε αὐτήν τήν «ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην», εἰσερχόμενοι στό πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων μέ ἄνωση ψυχῆς, σταδιακά,  διά πολλῶν τρόπων, θείων μέσων καί εὐκαιριῶν.

Ἄς στρέψουμε, λοιπόν, γιά λίγο, τόν δείκτη τῆς ψυχῆς πρός τόν οὐράνιο πομπό, ὥστε νά λάβουμε μηνύματα πνευματικά, πού ἔχουν σχέση μέ τήν προετοιμασία τῆς ψυχῆς γιά τά πραγματικά Χριστούγεννα.

Κατά πρῶτο λόγο, ἀνοιγόμαστε στήν πνευματική ἐμπειρία καί προετοιμασία, μέ τήν ἀπό τῆς  15ης Νοεμβρίου ἀρχομένη ἁγνιστική νηστεία, ἀλλά καί τήν μετάνοια ὡς ἀπαραίτητη ψυχοσωματική προπαρασκευή, ὅπως καί τήν θεοποιό  προσευχή κ.ἄ. 

Κυρίως, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ μέσῳ τῆς θείας Λατρείας νά εὐτρεπιστοῦμε γιά τόν «ὡς δεῖ» ἑορτασμό τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς ἀφράστου Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ. Ὑπάρχουν πολλές ἀφορμές, ἀρκετές ἑορτές, μιά θά λέγαμε πορεία μέ πολλούς σταθμούς πνευματικούς, διά τῶν ὁποίων διερχόμαστε και φθάνουμε στα ἅγια Χριστούγεννα.

 Δέν θέ προβοῦμε σέ ἀναλύσεις σχετικά μέ τό νόημα τῶν ἑορτῶν, ἀλλά θά ἀναφερθοῦμε μόνο στήν ἱερά Ὑμνολογία μας, τήν ἐμμελή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν καρδιά τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, ὅπου μέσῳ τῆς Βυζαντινῆς μας μουσικῆς παραδόσεως, καλούμαστε νά βιώνουμε καί νά ὁμολογοῦμε  τήν πίστη μας, «Λόγῳ πλέκοντες ἐκ λόγων μελωδίαν». Καί δέν λησμονοῦμε ὅτι, οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὡραία ἔχει διατυπωθεῖ, εἶναι γιά τούς θεοφόρους Πατέρες πάλαισμα θεογνωσίας καί πνευματικός ἁγῶνας. Γράφουν καί μελωδοῦν οἱ Πατέρες, βάπτοντας τόν κάλαμο στά νάματα τῆς πίστεώς τους καί στά δάκρυα τῆς μετανοίας τους.[2]

Αὐτοί οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι, ἀπό πολύ νωρίς, μᾶς εἰσάγουν στό πνεῦμα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς.

 Ἀπό τήν ἑορτή ἀκόμη τῶν ἱερῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου, ἀκούγονται οἱ γλυκύτατες καί τόσο ἀρεστές σέ πολλούς, «Καταβασίες» τῶν Χριστουγέννων, στόν πανηγυρικό Α΄ ἦχο:«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε, Χριστός ἐπι γῆς, ὑψώθητε».  Ἀπό ποῦ εἰσῆλθαν αὐτοί οἱ συγκεκριμένοι ὕμνοι στή θεία Λατρεία; Ἀπό λόγο τοῦ ποιητικότατου καί θεολογικότατου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.[3]

Ἀλλά καί ἄλλοι ὕμνοι ἐπίκαιροι, ἀφυπνίζουν τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ πιστοῦ, στρέφουν τήν διάνοιά του πρός τόν πνευματικό οὐρανό, δημιουργοῦν στήν καρδιά  τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς «ἄλλη βιοτῆς» γιά τήν ὁποῖα κάνει λόγο ἡ Ἐκκλησία μας, καί μέ ἕνα λόγο, προετοιμάζουν τήν ψυχή στή μεγάλη συνάντηση μέ τό θειότατον Βρέφος τῆς Βηθλεέμ.

 Ἕνας ἀπό αὐτούς, πού ψάλλεται στά Προεόρτια τῶν Χριστουγέννων ὡς Ἀπολυτίκιο, ἀλλά καί πού λέγεται  μυστικῶς ἀπό τούς ἱερεῖς σέ κάθε Θ. Λειτουργία (στόν Ὄρθρο), καθώς ἀποκαλύπτουν τήν ἱερά Προσκομιδή, προκειμένου νά ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία τῆς Προθέσεως, λέγει τά ἑξῆς: «Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ. Εὐτρεπίζου Ἐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἐν τῷ  Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Παράδεισος καὶ γάρ, ἡ ἐκείνης γαστήρ, ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ  τὸ θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχὶ δὲ ὡς ὁ Ἀδὰμ τεθνηξόμεθα. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα». 

Καλεῖ ὁ ἀνωτέρω ὕμνος ὅλους σέ ἑτοιμασία, διότι «ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ»! Ἄνοιξε γιά ὅλους ὁ Παράδεισος! Γιά μικρούς καί μεγάλους σέ ἀξία, γιά κληρικούς καί λαϊκούς, γιά νέους καί ἡλικιωμένους, γιά ἐγγραμμάτους καί ἀγραμμάτους, γιά ὅλους ὑπάρχει ἡ εὐκαιρία τῆς μετοχῆς στόν Παράδεισο, διά τῆς βρώσεως τοῦ ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξανθήσαντος «Ξύλου τῆς Ζωῆς», τοῦ νοητοῦ καρποῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστός! 

Ὁ γεννάρχης μας Ἀδάμ, διά τῆς «παρηκόου βρώσεως» προώρως καί χωρίς προετοιμασία, ἀπώλεσε τήν ζωή,  καί ἐξ αὐτοῦ, ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση κληρονόμησε τόν θάνατο... Ἐμεῖς, ἀντίθετα, ἄν δέν γευθοῦμε τώρα τοῦ πνευματικοῦ καρποῦ, θά ἀποθάνουμε καί θα ἀλλοτριωθοῦμε ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ μετέχοντες σ᾿ αὐτόν, θά ζοῦμε (πνευματικά), «οὐχί δέ ὡς ὁ Ἀδάμ τεθνηξόμεθα». Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός μας! Σ᾿ αὐτήν τή λογική εἶναι ἐντεταγμένη ἡ Ἐκκλησία μας, καί μέ φόντο αὐτή τήν πραγματικότητα ἀντιλαμβανόμαστε καί ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα, κατανοῶντας τήν προοπτική τοῦ κάθε ἀνθρώπου νά μετάσχει τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει στήν κατά χάριν θέωση. 

Αὐτό, πέραν τῆς Ὑμνολογίας, διατυπώνεται ἀπό την Πατερική μας ἐμπειρία, καί ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τή γνωστή περιεκτική ρήση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».[4] Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά καταστεῖ θεός χαρισματικά. Αὐτό συμπικνώνει τό σκοπό τῆς δημιουργίας. Ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ ἐμφανιζόμενος προτυπωτικά στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐμφανίζεται «ἐν σαρκί», στόν κατάλληλο καιρό, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατά τό γνωστό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. 

Θά πρέπει δέ, ἐν προκειμένῳ νά γνωρίζουμε, ὅτι αὐτό τό «πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου» συν­δέ­εται α) μέ τήν ἐξά­πλω­ση καὶ τὴν πα­γκό­σμια κυ­ριαρ­χία τῆς ρω­μα­ΐκῆς αὐτο­κρα­το­ρί­ας, β) μέ τήν κα­θολι­κή ἐπι­κρά­τη­ση τῆς «κοινῆς» ἑλλη­νι­στικῆς γλώσ­σας, ἡ ὁποί­α ὄντως τὴν περίοδο ἐκείνη πρυ­τά­νευε σὲ ὅλο σχε­δόν τόν γνωστό τό­τε κό­σμο ὡς μί­α οἰκου­μενι­κή γλώσσα τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, τῆς Φι­λο­σοφί­ας, ἀλλά καί τῆς ἐμπο­ρικῆς καὶ οἰκο­νο­μικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν[5], καί γ) μὲ τὸ πρό­σω­πο τῆς Ἀει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας, ἐκεί­νης ἡ ὁποί­α ἔγι­νε «ἡ χώ­ρα τοῦ ἀχω­ρήτου, ὁ θρό­νος τοῦ ἐπου­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως», ἡ Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ. [6]

Ὁ Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν κάνει κοινωνό τῆς θεότητός του (ἐκεῖ βεβαίωςὑποστατικά) καί δίνει σέ ὅλους μας αὐτή τή δυνατότητα τῆς θεώσεως. Τοῦτο, βεβαίως, συντελεῖται μέσῳ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται καί συγκροτεῖται Ἁγιοπνευματικά στόν κόσμο ὡς σῶμα Χριστοῦ κατά τήν Πεντηκοστή, καί στή συνέχεια ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἔχουμε τήν προσωπική μας Πεντηκοστή διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματος πού δίδεται μετά τό Βάπτισμα.

Αὐτά θά πρέπει πρωτίστως νά σκεφτόμαστε, προκειμένου νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε πνευματικά καί ὄχι κοσμικά Χριστούγεννα, καθώς μᾶς συμβουλεύει ὁ ὑψίνους Θεολόγος, Γρηγόριος. Νά ἑορτάζουμε, λέγει, ὄχι μέ δημόσιες πανηγύρεις, ἀλλά μέ τρόπο θεϊκό. Ὄχι κοσμικά, ἀλλά ὑπερκόσμια! Ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τοῦ δικοῦ μας, δηλ. τά τοῦ Θεοῦ.  Ὄχι τά σχετικά μέ τήν ἀσθένεια, ἀλλά τά σχετικά μέ τήν θεραπεία. Ὄχι τά τῆς δημιουργίας, ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας. «Τοιγαροῦν, ἑορτάζωμεν, μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς∙ μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως∙ μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπότου∙ μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας∙  μέ τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως».[7]

Κυρίως ὅμως, ἡ πνευματική προετοιμασία μας θά πρέπει νά ἑστιάζεται στό πῶς θά καταστήσουμε τήν ψυχή μας ἕτοιμη πρός ὑποδοχήν ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος, «ἀεί γεννᾶσθε θέλων», κατά την ὡραία διατύπωση τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ἐπιθυμεῖ ὄντως ὁ ἐκ Παρθένου «ἅπαξ» τεχθείς Βασιλεύς, Ἰησοῦς Χριστός, νά γενᾶται πάντοτε ἑντός τῆς ὑπάρξεώς μας! Αὐτό κυρίως λαμβάνει χώρα διά τοῦ Μεγίστου Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου Τόν κοινωνοῦμε, τόν γευόμαστε σωματικῶς,  τόν φιλοξενοῦμε στήν καρδιά μας καί γίνεται γιά μᾶς «ζωή αἰώνιος», ἀφοῦ αὐτή ἡ θεία Κοινωνία εἶναι κατά τόν Θεοφόρο Ἰγνάτιο, «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν ἀλλά ζεῖν»…

Στό βιβλίο «Διδαχαί καί λόγοι», ἔργο τοῦ φλογεροῦ ἱεροκήρυκος ἐπισκόπου Ἡλία Μηνιάτη, ὑπάρχει μία θεολογικότατη καί πνευματική ἀνάλυση, γύρω ἀπό τό θέμα τῆς προετοιμασίας μας γιά τά  Χριστούγεννα, διά τῆς μετοχῆς στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐξηγεῖ ὁ Μηνιάτης ὅτι Ἰουδαία μεθερμηνεύεται ἐξομολόγηση καί  Βηθλεέμ σημαίνει οἶκος τοῦ ἄρτου. 

Κατ᾿ ἀλληγορίαν, λοιπόν, ὅποιος θέλει νά πλησιάσει τίς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων (ἀλλά και πάντοτε) τό ἅγιο Θυσιαστήριο, ὅπου βρίσκεται ὁ οἶκος τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, τό πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει πρῶτα νά περάσει ἀπό τήν Ἰουδαία, δηλαδή νά πραγματοποιήσει τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν του στόν πνευματικό πατέρα, κατά τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας.  Καί τοῦτο διότι, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ Μηνιάτης, «αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁποῦ διέταξε τήν νηστείαν ταύτην τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν, διά νά προετοιμασθῶμεν εἰς ἐξομολόγησιν καί μετάληψιν».[8]

Στή συνέχεια, ὁ ἐμπνευσμένος Κεφαλονίτης ρήτορας, Ἡλίας Μηνιάτης, χρησιμοποιεῖ ἀλληγορικά τό γεγονός τῆς προσκυνήσεως τοῦ τεχθέντος Κυρίου ὑπό ταῶν τριῶν Μάγων και μᾶς συμβουλεύει να φθάσουμε και ἐμεῖς στήν πνευματική Βηθλεέμ, την Ἐκκλησία, καί νά προσφέρουμε τά δῶρα τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν Βασιλέα τοῦ παντός, τόν γενόμενο γιά μᾶς ἄνθρωπο. 

Νά τοῦ προσφέρουμε, λέγει, καί ἐμεῖς, ἀντί χρυσοῦ, τήν καθαρή καρδιά μας, ἀπαλλαγμένη ἀπό κακές ἐπιθυμίες. Ἀντί λιβάνου, νά προφέρουμε τόν καθαρό νοῦ μας, ὁ ὁποῖος σάν τό θυμίαμα νά σκορπίζει τήν εὐωδία τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Καί ἀντί σμύρνας πού προσέφεραν οἱ εὐλογημένοι Μάγοι στόν Κύριο συμβολικῶς, νά προσφέρουμε τή νέκρωση τῶν παθῶν. Ἀλλά ἔχει καί δεύτερη ἑρμηνεία τῶν προσφερομένων δώρων ὁ Μηνιάτης: «Ἤ καί ἀλλέως, ἄς προσφέομεν τρία δῶρα∙ χρυσάφι, ἤγουν ἐλεημοσύνην∙ λιβάνι, προσευχήν καί σμύρναν, δάκρυα πικρά μετανοίας∙ αὗται αἱ προετοιμασίαι τῆς ἀληθινῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἀξίας μεταλήψεως».[9]

Στή συνέχεια μᾶς λέγει ὁ Μηνιάτης, θά πρέπει νά ἐπιστρέψουμε στήν οἰκία μας, «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ», ὅπως οἱ εὐλογημένοι ἐκείνοι Μάγοι, οἱ ὁποίοι προκειμένου νά ἀποφύγουν τόν θεομάχο Ἡρώδη, «χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ», ὅπως μᾶς λέγει ἡ Γραφή, «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν».[10] Καί ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀξιωθοῦμε να προσκυνήσουμε ὑπαρξιακῶς καί νά γευθοῦμε  ὀντολογικῶς τόν Βασιλέα Χριστόν ἐντός μας διά τῆς Θ. Κοινωνίας, θά πρέπει νά ἐπιστρέψουμε «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ», τῆς ὁδοῦ τῆς μετανοίας καί τῆς ἀρετῆς, βαδίζοντες σταθερῶς, ὥστε  μήν μπορεῖ νά μᾶς ὑποσκελίσει ὁ νοητός Ἡρώδης, ὁ διάβολος.

Ἐάν ἔτσι σκεπτόμαστε, τότε θά εἶναι γιά μᾶς τά Χριστούγεννα ἡ εὐκαιρία κατά τήν ὁποία θά ἀξιωθοῦμε νά προσφερουμε, κατά τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ, «ὀρθοδόξου πλουτισμόν Θεολογίας, τῷ Θεῷ καί Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν».[11]

        Αὐτή εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη προετοιμασία μας γιά τά Χριστούγεννα! Ὅλα τά ὑπόλοιπα, ἀγορές, ἐπισκέψεις, δῶρα κλπ. πού ὡς ἄνθρωποι θα πραγματοποιήσουε αὐτές τίς ἡμέρες, δέν εἶναι βεβαίως μεμπτά καί ἄσχημα, ἀλλά εἶναι πολύ φτωχά γιά νά γεμίσουν τήν ὕπαρξή μας, ἡ ὁποία πληροῦται μόνο ἀπό τήν ἀποκτούμενη πνευματική ἐμπειρία, κατά τήν ταπεινή προσέγγιση τοῦ γεγονότος τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως…



[1] Προεόρτιο τροπάριο τῶν Ὠρῶν τῶν Χριστουγέννων, ΣΤ΄ Ὤρα.

 [2] Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, «Φωτί προσλάβωμεν Φῶς», στόν συλλογικό τόμο«Μεταμόρφωση», ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 52.

[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς Θεοφάνεια 1, MPG 36, 312 A: «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ∙ καί, ἵνα ἀμφότερα συνελών εἴπω, εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ».

[4] MPG. 26, 192 Β.

[5] Βλ. πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου Θε­ο­δώ­ρου Ζή­ση, «Πρέ­πει νά με­τα­φρα­στοῦν τά λει­τουρ­γι­κά κείμε­να;», ἐκδ. «Βρυέν­νιος», Θεσσα­λο­νί­κη 2003, σελ. 53.

[6] Βλ. π. Νικηφόρου Νάσσου, «Τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», Βόλος 2011.

[7] Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, ΕΠΕ, 5, σελ. 40.

[8] Βλ. Ἡλία Μηνιάτη, Διδαχαί καί λόγοι, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 380.

[9] ὅπου π.

[10] Ματθ. 2, 12.

[11] Βλ. Δοξαστικόν τῶν Αἷνων τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων, «Ὅτε καιρός τῆς ἐπί γῆς παρουσίας σου…»

Πηγή: “Ο Εκκλησιαστικός “





Χριστούγεννα στα Αναγνωστικά 1920 - 1980

Διαβάστε τι έγραφαν τα παλιά Αναγνωστικά του Δημοτικού για τα Χριστούγεννα. Ένα αφιέρωμα από τη Βιλβιοθήκη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.).

κλικ στις εικόνες
PicturePicture
1929                                                      1946
PicturePicture
                                    1952                                                         1956
PicturePicture
    1961                                                        1965

PicturePicture
                                   1967                                                         1972


Picture
                                                                      1977

ΠΗΓΗ:ΑΚΤΙΝΕΣ