A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Μεγάλου Ἀθανασίου)








 Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. 

Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ
ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.

Οὔτε πάλι ἔγινε ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε ὅμως ἔγινε προοδευτικὰ Θεὸς ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας ὁ Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ Θεία του φύση. Ἀφοῦ εἶχε μιὰ παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ ἄσπορη κοιλιά, οὔτε ἄφησε τοὺς ἄγγελους του μόνους χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβλέπει, οὔτε ἔχασε τὴ θεότητά του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἄυλος καὶ ἀσώματος ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό ἐπιθυμεῖ.

Ποιὸν γέννησε ἡ Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη κι ἂν ἐσύ σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν φυσικό, ἀλλά σὰν Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−, ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν διασώζει καὶ τὴν παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν ἴσως μὲ ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης ἡ ἕνας Ἰουδαῖος ἂν ὁ Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε ἄνθρωπος ἤ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ τάξη.

Καὶ ἂν θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ κι αὐτός θὰ σοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ διήγησή του: «Κατὰ τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν Ἰωσήφ. Τὴν παρθένο τὴν ἔλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: “Χαῖρε ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶσαι ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες”. Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε, ταράχτηκε μὲ τὰ λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: “Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του, καὶ νὰ θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος”. Ἡ Μαριὰμ τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο- “Πῶς θὰ μο:[υ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ καλύψει». Καὶ τότε αὐτή προβληματίζεται.

Μπῆκε μέσα της ὁ Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα μῆνες στὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε. Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε ἄσαρκος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦταν πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ φύση. Ἔγινε αὐτό τὸ ὅποιο δὲν ἦταν καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Γιατί «πρὶν ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ὁ Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάσει αὐτό πού ἦταν. «Καὶ ἔστησε τὴ σκηνὴ του —δηλαδὴ ἔζησε— ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας ἡ μᾶλλον ὁ Βαροὺχ ὁ συνεργὸς του: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν. Αὐτός βρῆκε καὶ κατέχει ὅλη τὴν ὁδό τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε αὐτήν στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο του καὶ στὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο του. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους».

Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι πολὺ δυνατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴ μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ τὴν ὀνομασία «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς λοιπὸν δὲν λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό τὸ ὄνομα, ἀφοῦ τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς κατὰ φύση, ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή. Ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ ἕνας ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτός καὶ «τοὺς αἰῶνες δημιούργησε», αὐτός εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν δὲν ἔγινε».

Αὐτός διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες ἔμεινε στὴν κοιλιὰ χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπουρανίων
δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, αὐτός πού κρατᾶ τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα νεῦμα του. Αὐτός ἦταν μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος, ἐνεργοῦσε ὅμως ὡς Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὰ πάντα ὡς Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις μόνον παιδὶ αὐτό πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων λέγοντας: «Αὐτά θὰ πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ μᾶς ὁ γιὸς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν. Ἕνα παιδὶ πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε Θεὸς ἐξουσιαστής, ὅπως ὀνομάστηκε αὐτό τὸ παιδὶ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»;


Ἂν ὅμως τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πῶς δὲν εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε καὶ εἶναι Θεὸς αὐτός πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω γι’ αὐτόν ὅτι, ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ μήτρα, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε καὶ ὅπως θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ θέμα τῆς εὐδοκίας του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ βούλησή του; Ἄκουσε τὰ λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν «Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς εἶσαι ἐσύ πού ἐρευνᾶς καὶ ἐξιχνιάζεις τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν διηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ θεϊκὴ λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε Χριστὸ καὶ Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο.

Ἂν λοιπὸν αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι ὁ Κύριος, πῶς ἡ Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τὴν Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε σωστό. Ἐξῆλθε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὅλοι, ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεϊκὸ σχέδιο, καὶ δὲν ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς Λόγος μετὰ τὴ γέννησή του κατὰ τὸ θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, ἐνῶ συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος. Πῆρε μορφὴ δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος: «Ὁ Ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν αὐτός ὁ Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά δοξάζεται σὰν Υἱὸς Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος, ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος, καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο.

Νά λές λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον νὰ τὴν λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπ’ αὐτήν σάρκα; Ἀλλὰ σ’ αὐτό τὸ χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ὅταν μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος». Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν οἱ Ἀπόστολοι λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε: “Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”». Δὲν εἶπε: «Σὺ εἶσαι αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς Θεοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ παρόμοια μὲ τὸν μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, στὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται: «Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸ καὶ τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός ἦταν Υἱὸς Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε στοὺς βοσκοὺς: «Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».

Ἂν λοιπὸν τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ Κύριος ἀπὸ τὸ Θεὸς ἤ τὸ Θεὸς ἀπὸ τὸ Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε φωτιὰ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ πάλι ὁ ψαλμωδὸς προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ πάλι: «Ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐράνιων ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ σένα;». Ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ νὰ σώσει ὅλους τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν τὸν Χριστὸ καὶ Κύριο ὁ μακάριος Παῦλος τὸν ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ Θεὸς τοὺς ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλων— δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».

Ὥστε ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως κι αὐτά δὲν τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ, τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μέ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν ὁρμή τῆς βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν συλλαμβάνεται αὐτός στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι εἶναι αὐτός Θεός; Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι εἶναι Θεὸς αὐτός πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε αὐτός ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴ σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ τὴν ὀνομάσεις Θεοτόκο; Ἂν δὲν εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι μετὰ τὴ γέννα της. Ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος μὲ τὴ σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ Θεία φύση, ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἀμετάβλητη αὐτή ἡ φύση καὶ ἀναλλοίωτη ἡ οὐσία της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας. Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε, ὅπως εὐδόκησε συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ὅπως θέλησε γεννήθηκε.

Ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς Θεὸ ἤ νὰ τὸν σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ Δημιουργὸ ἤ νὰ τὸν τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ κοπάδι στὸν βυθὸ τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μὲ μᾶς Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλή τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Κριτὴς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδαν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ σὺ, ἐνῶ ἔχεις μπροστὰ αὐτήν τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς καὶ δὲν σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ εἶναι ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη πίστη καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ τὸ κατέχετε σταθερά.

Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν σωστὸ καὶ σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ μένα τὸ νὰ μιλῶ «δὲν εἶναι κόπος, ἐνῶ γιὰ σᾶς εἶναι ἀσφάλεια». Αὐτός ὁ Θεὸς μπῆκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος στὴν Παρθένο διὰ τῆς ἀκοῆς της, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος, εἰσῆλθε ἀσώματος ὅπως τὸ θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος σ’ ἕνα σκεῦος μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,
δηλαδὴ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε ὁ ἴδιος. Γεννήθηκε ὅπως τὸ θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό του, πού γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν Υἱὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς πού γεννιέται ἀπὸ γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη οὐσία, αὐτόν πού δὲν ἀποξενώθηκε ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν πού δὲν ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά πού κυρίως αὐτός εἶναι ὁμόθρονος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ μοιράζεται τὸν ἴδιο θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς θεϊκῆς του φύσης καὶ τῆς πατρικῆς οὐσίας. Γιατί πές μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει: «Ἔγω εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ: «Καὶ ὁ Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτόν πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνόμασε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ παιδὶ αὐτό πού θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».


Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο ἔγινε Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ Δεσπότη τὸ στενὸ κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ νὰ τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί, πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε τὰ δῶρα, ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς Θεὸ καὶ σμύρνα ὡς ἄνθρωπο, πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία». Αὐτήν τὴν προσφώνηση ἔκανε ὁ Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr 


Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ομιλία (54η) ότι μετά την παρουσία του Κυρίου θα είναι και στους ενάρετους μεγαλύτερη η αμοιβή και στους απειθείς περισσότερη η τιμωρία και περί διαφόρων παθών και αρετών (ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ)





Ο παλαιός νόμος κήρυττε ότι ποιητής και δεσπότης τού ουρανού είναι ο Θεός και θε­σμοθετούσε τα τότε θεάρεστα σε εκείνους που βρίσκονταν κάτω από τον νόμο, αλλά δεν πρόσφερνε επαγγελία ουράνιων αγαθών, ούτε υποσχόταν στους υπάκουους κοι­νωνία προς τον Θεό και αιώνια και ουρά­νια κληρονομιά. Αφ’ ότου όμως κατέβηκε σ’ εμάς με σάρκα ο παμβασιλέας Χριστός, ώστε, όπως λέγει ο Ίδιος, «να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια», είναι μεγαλύτερες οιαμοιβές προς όσους υπακούουν και μετανοούν, πολιτεύονται με τα έργα τής μετάνοιας σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Χριστού και τηρούν τις περιλαμβανόμενες σ’ αυτό θείες εντολές. Και δεν είναι απλώς μεγαλύτερες, αλλά και έχουν ασύγκριτη υπεροχή· γιατί μέσω αυτών έχει επαγγελθεί βασιλεία ουρανών και φως ανέσπερο και υιοθεσία ουράνια και σκηνώματα υπερκόσμια και ζωή θεία και αιώνια, και κάτι περισ­σότερο από αυτά· γιατί λέγει, «θα γίνομε κληρονόμοι τού Θεού και συγκληρονόμοι τού Χριστού», και ο Ίδιος ο Κύριος λέγει, «εγώ ήρθα για να έχετε ζωή και ακόμη περισσότερα». Αυτά όμως δεν είναι ήχος κενών λόγων, ούτε αναφορά απλών λέξεων, αλλά πράγματα που δεν μετακινούνται και επιφυλάσσονται αληθινά ως έπαθλα για τους πιστούς και αυτούς που ζουν σύμφωνα με τις εντολές τού Χριστού.

Επομένως είναι αναγκαίο αυτοί που πρόκειται να κερδίσουν τα έπαθλα αληθινά και πραγματικά προηγουμένως να εκτελέσουν τα αθλήματα, για να καταστήσουν τους εαυτούς των από το ένα μέρος χωρητούς στις ουράνιες μονές, και από το άλλο δεκτι­κούς και χωρητικούς των αγαθών που βρίσκονται σ’ αυτές, ώστε να μη επιχειρήσουν και τα πραγματικά χειρότερα, ξεπέφτοντας από τα πραγματικά καλύτερα. Γιατί εύλογα και κατά φυσικό λόγο πριν από την εμφάνιση του Χριστού εκείνοι που αμάρταναν ήταν ανεκτότεροι, και λιγώτερη η ακρίβεια των ενταλμάτων, τώρα όμως σ’ αυτούς που αμαρτάνουν αμετανόητα επιφυλάσσεται κρίση φοβερή και κόλαση αιώνια, πυρ άσβεστο, σκότος εξώ­τερο, σκουλήκι ακοίμητο, ελεεινό τρίξιμο των δοντιών, οδύνη και θλίψη και στενοχώρια, πένθος ατελείωτο και απαρηγόρητο, και πέρα από αυτά, ή καλύτερα πριν από αυτά, ο παντοτινός χωρι­σμός από τον Θεό, πράγμα που σημαίνει αποξένωση από κάθε αγαθό που ευφραίνει αληθινά.

Ότι βέβαια όσοι παρέβαιναν τις διατάξεις του νόμου πριν από την ευαγγελική διδασκαλία ήταν ανεκτότεροι, μετά τον νόμο όμως απαιτείται με μεγαλύτερη σφοδρότητα η φύλαξη των ευαγ­γελικών παραγγελμάτων από αυτούς που αναμένουν να επιτύ­χουν τα όσα έχει υποσχεθεί ο Θεός, ας μας διδάξει ο μέγας Παύ­λος. Γιατί λέγει· «αν ο λόγος που λαλήθηκε μέσω αγγέλων επιβε­βαιώθηκε και κάθε παράβαση και παρακοή έλαβε δίκαια μισθαποδοσία, πώς εμείς θα ξεφύγομε που αμελήσαμε για τόσο σπου­δαία σωτηρία, η οποία, αφού έλαβε αρχή από τον Κύριο, έπειτα επιβεβαιώθηκε σ’ εμάς από εκείνους που την άκουσαν, ενώ ο Θεός την επιβεβαίωνε παράλληλα με σημεία και τέρατα και ποι­κίλα θαύματα και διαμοιρασμό χαρισμάτων τού αγίου Πνεύμα­τος σύμφωνα με τη θέλησή του;». Και αλλού πάλι λέγει, «όταν αμαρτάνομε εμείς μετά την επίγνωση της αληθείας, δεν απομένει πλέον θυσία γι’ αμαρτίες, αλλά φοβερή αναμονή κρίσεως και ζή­λος πυρός που πρόκειται να καταφάγει τους αντίθετους».

Ας επιβεβαιώσει επίσης τον λόγο ο Ίδιος ο Κύριος που ταλανί­ζει βέβαια τις πόλεις στις οποίες έγιναν τα περισσότερα θαύματά του και όμως δεν μετανόησαν, λέγοντας, «αλλοίμονό σου, Χοραζίν αλλοίμονό σου, Βηθσαϊδά», και προσθέτει ότι «η γη των Σοδόμων και της Γομόρρας θα είναι ανεκτότερη την ημέρα της κρί­σεως, παρά εσείς», προς εμάς όμως τί λέγει; «Αν δεν ξεπεράσει η δικαιοσύνη σας τη δικαιοσύνη των Φαρισαίων και Γραμματέων, δεν θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών». Γιατί πριν από την παρουσία τού Κυρίου ούτε για τους προς τον Θεό όρκους επιβαλ­λόταν καταδίκη μας ούτε για την μεταξύ μας οργή και καταφρό­νηση είχαμε νομοθετημένες τις ευθύνες, αλλ’ ούτε το με εμπάθεια κοίταγμα ξένης γυναίκας θεωρούνταν για μας μοιχεία, ούτε το να κατέχομε περιττά πράγματα και να μη δίνομε σε εκείνους που έχουν ανάγκη μας αποδείκνυε ότι δουλεύομε στον Μαμμωνά με τη θέλησή μας, τώρα όμως θα δώσομε λόγο για όλες τις παραβά­σεις αυτού του είδους και θα μας ζητηθεί η ειλικρίνεια και η ακρίβεια όχι μόνο των έργων, αλλά και των λόγων, και ούτε των λόγων μόνο, αλλά και των λογισμών. Γιατί λέγει, «εάν ο οφθαλ­μός σου είναι πονηρός», δηλαδή ο εσωτερικός λογισμός, «όλο το σώμα σου είναι πονηρό». Είπε βέβαια «οφθαλμός» στον ενικό αριθμό, για να δείξει ότι με αυτόν ονομάζει τον νου· γιατί του σώματος οι οφθαλμοί δεν είναι ένας.

Αυτό δήλωσε και με αυτό που πρόσθεσε, «όλο το σώμα σου θα είναι πονηρό», γιατί, αφού είναι δύο οι οφθαλμοί τού σώματος, αν είναι μόνο ο ένας τυφλός, δεν έχει όλο το σώμα την αβλεψία. Αλλά και από το ότι δεν είπε ότι ενεργεί με πονηρό τρόπο, αλλ’ ότι είναι πονηρό, έδειξε φανερά ότι ομιλεί για την κακή κατάστα­ση των παθών μέσα στην ψυχή σχετικά με την αμαρτία· γι’ αυτό και προσθέτει λέγοντας, και «αν το μέσα σου φως», δηλαδή ο νους και η διάνοια, «είναι σκότος, το σκότος», δηλαδή το σώμα και η αίσθηση, «πόσο θα είναι;».

Αυτής της κακής κατάστασης που υπάρχει στα κρυφά υποδεικνύοντας τηθεραπεία, παραγγέλλει να προσευχόμαστε στον Πα­τέρα που βρίσκεται στα κρυφά, και να ασκούμε την ελεημοσύνη στα κρυφά, και να καθαρίζομεμάλλον αυτό που υπάρχει μέσα στο ποτήρι, δηλαδή τον μέσα μας άνθρωπο· γιατί έτσι και τα εξερχόμενα από το στόμα δεν θα μολύνουν ούτε θα μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά κάθε λόγος του θα είναι προς αγιασμό του και οικοδομή αυτών που τον ακούνε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά παραγγέλλει επίσης να έχει κανείς μαζί του για επιβεβαίωση των αμφιβαλλομένων την ομολογία των πραγμάτων, για την οποία αλλού ο Κύριος έλεγε· «να είναι το ναι σας ναι, και το όχι σας όχι· το έξω από το ναι και από το όχι προέρχονται από τον πονη­ρό».

Κανένας λοιπόν από σας, αδελφοί, να μη τρέφει πονηρούς λογισμούς, συντασσόμενος με την ακρισία μάλλον και το μίσος και τη μνησικακία και την κατάκριση, παρά με τη δικαιοσύνη και την αγάπη και την αλήθεια. Κανένας να μη ρίχνει στο λυχνάρι τής καρδιάς του βόρβορο αντί για λάδι, δηλαδή τους αισχρούς λογισμούς. Κανένας να μην έχει στην κατοχή του θησαυρούς πάνω στη γη, παραχώνοντας και αποκλείοντας μ’ αυτούς το νου του. Κανένας να μη προφέρει με το στόμα του τα από τον πονηρό έχοντας πρόχειρους τους όρκους· γιατί αυτός που φέρει στην ψυχή του τέτοια πράγματα και τα βγάζει προς τα έξω με το στόμα, καθιστά τον εαυτό του κατοικητήριο και όργανο και υπηρέτη τού πο­νηρού, και δεν μπορεί να είναι δούλος τού Θεού, πολύ περισσότε­ρο δεν μπορεί να είναι υιός και κληρονόμος τής επηγγελμένης ουράνιας και αιώνιας βασιλείας εκείνου. Γιατί πώς θ’ αποκτήσει αυτήν αυτός που φρονεί και λέγει και πράττει όχι τα θελήματα του αγαθού Δεσπότη, αλλά του πονηρού αποστάτη;

Αρα λοιπόν και αυτός που αποφεύγει τους όρκους, να μη λέγει απλώς το ναι και το όχι, αλλά να τα λέγει με όλη την αλήθεια, ώστε και τα πράγματα να δείχνονται σύμφωνα με τα λόγια. Γιατί έτσι θα είναι το ναι ναι και το όχι όχι σύμφωνα με την ευαγγελική παραγγελία. Εάν όμως ο λόγος δεν στηρίζεται στην αλήθεια, αλλά τα πράγματα αντίκεινται στα λόγια, το ναι θα είναι όχι και το όχι ναι, κι έτσι πάλι όντας ψεύδος θα προέρχεται από τον Διάβολο. Γιατί το ψεύδος προέρχεται από τον Διάβολο, και αυ­τός είναι ο πατέρας αυτού, και από αυτόν οικειοποιείται και υιοθετείται αυτός που ψευδολογεί και δεν μπορεί να γίνει μέτο­χος του Πνεύματος της αλήθειας, ούτε να είναι μέλος τού σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει ο απόστολος γράφοντας προς τους Εφεσίους· «να ανανεώνεσθε σύμφωνα με το πνεύμα τού νου σας και να ντυθείτε τον νέο άνθρωπο που κτίσθηκε σύμφωνα με τον Θεό προς αληθινή δικαιοσύνη και αγιότητα, και απορρίπτοντας το ψεύδος, να λέγετε την αλήθεια ο καθένας με τον πλησίον του, γιατί είμαστε μέλη ο ένας του άλλου».

Τί σημαίνει «να ανανεώνεσθε σύμφωνα με το πνεύμα τού νου σας και να ντυθείτε τον νέο άνθρωπο που κτίσθηκε σύμφωνα με τον Θεό προς αληθινή δικαιοσύνη και αγιότητα»; Όταν ο Θεός παλαιά έπλασε τον προπάτορά μας Αδάμ κατ' εικόνα και ομοίω­σή του, δεν έβαλε μέσα σ’ αυτόν καμμιά κακία, αλλά μαζί με την ψυχή εμφύσησε σ’ αυτόν και τη χάρη τού θείου Πνεύματος που τον κρατούσε σε νεότητα και του διατηρούσε την ομοίωση. Επει­δή όμως εκείνοςδιέπραξε τη χειρίστη αδικία, μη υπακούοντας στον πλάστη του και πιστεύοντας σε εκείνον που τον φθόνησε, συμπαρατάχθηκε με το ψεύδος, αποδεχόμενος εκείνον που πα­ρουσίασε ψευδή τη θεία εντολή, αφού εξέπεσε από τη θεία χάρη,κατέστη, αντί νέος, παλαιός και εφθαρμένος, μη όντας σύμφωνα με τον Θεό, δηλαδή καθ’ ομοίωση του ποιητή, ούτε μπορώντας να γεννά όμοιους με τον Θεό, αλλά όμοιους με τον εαυτό του, πα­λαιούς και εφθαρμένους· γιατί με τους έτοιμους προς φθορά συν­υπάρχει η παλαίωση.

Γι’ αυτό γίνεται για μας νέος Αδάμ, που δεν παλαιώνει, «ο οποίος αμαρτία δεν διέπραξε ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του», τον οποίο εμείς τώρα έχομε Πατέρα τού μελλοντικού αιώνα και αρχηγό τής αιώνιας ζωής. Αυτός και τις αμαρτίες μας σήκωσε και αφήρεσε από τη μέση την παλαίωση. Και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός τού Θεού, που ντύθηκε για χάρη μας σάρκα από την Παρθένο, του οποίου τη γέννηση αρχίσαμε να προερτάζομε σήμερα, τιμώντας τη μνήμη τών προ του νόμου και κάτω από την εξουσία τού νόμου πατέρων, γιατί έλαμψαν τότε εξαιτίας τής αρετής και της θεοσέβειάς τους, των οποίων είναι οι προρρήσεις και προς τους οποίους δόθηκαν οι επαγγελίες και από τους οποίους προήλθε κατά σάρκα ο Χριστός. Αυτός γεννιέ­ται για μας σύμφωνα με τον τρόπο μας, από Παρθένο όμως, ώστε από μας να μας αναπλάσει και μέσω του θείου βαπτίσματος να μας ανακαινίσει και να μας κάμει πάλι χωρητικούς της χάριτος του θείου Πνεύματος, ντύνοντας με αληθινή δικαιοσύνη και αγιό­τητα εκείνον που πλάσθηκε σ’ αυτόν σύμφωνα με τον Θεό, τις οποίες αυτός επεξεργάσθηκε μόνος του, καταντροπιάζοντας βέβαια ολοκληρωτικά τον πονηρό, αν και τον πρόσβαλε με πολλούς τρόπους, αλλ’ υπακούοντας δίκαια μέχρι το τέλος στον Πατέρα του, παρουσίασε την προς αυτόν υπακοή ως πρόξενο της αναστάσεως και της αληθινής ζωής.

Αυτές όμως τις αρετές, αφού τις εκπλήρωσε ο ίδιος, τις έδωσε σ’ εμάς να τις φυλάγομε. Γιατί λέγει, «ο νόμος δόθηκε μέσω του Μωυσέως, η χάρη και η αλήθεια πραγματοποιήθηκε μέσω του Ιησού Χριστού». Εμείς φυλάσσοντας αυτές, κατά τον μέλλοντα βέβαια αιώνα θα λάβομε και το σώμα νέο και ανώτερο φθοράς, ενώ τώρα ανανεωνόμαστε με την ομοφροσύνη και συνένωση με αυτόν με το πνεύμα τού νου μας, προκόβοντας με τη χάρη αυτού καθημερινά προς το καλύτερο. Γιατί όταν μας αναγέννησε ο ίδι­ος, δεν μας χώρισε από τον εαυτό του· γιατί μας γέννησε πνευματι­κά, όχι σαρκικά, και όπως αυτός που γεννήθηκε κατά φύση από τον Πατέρα προαιώνια παραμένει αχώριστος από αυτόν και από το Πνεύμα του, έτσι θέλει και εμείς που γεννηθήκαμε κατά χάρη από αυτόν κατά τους τελευταίους αιώνες να είμαστε αχώριστοι αναμεταξύ μας και από αυτόν. Και αυτό δηλώνοντας έλεγε προς τον Πατέρα του για τους μαθητές του ο Κύριος· «δώσε, Πατέρα, σ’ αυτούς να είναι όλοι ένα, όπως εγώ είμαι μέσα σε σένα και συ μέσα σε μένα, να είναι και αυτοί μέσα σε μας ένα αληθινά».

Γι’ αυτό και πάλι λέγει αλλού· «ο Κύριος είναι κεφαλή μας, ενώ εμείς μέλη μεταξύ μας». Και εδώ όμως, αφού είπε «ντυθείτε τον νέο άνθρωπο», πρόσθεσε, «και να λέγετε ο καθένας προς τον πλησίον του την αλήθεια, γιατί είμαστε μέλη μεταξύ μας», εννο­ώντας ακριβώς αυτό, ότι, όπως ο οφθαλμός, που είναι μέλος δικό μας, δεν μας παρουσιάζει το φως σκότος και το σκότος φως, και όπως αυτή η γλώσσα, που είναι μέλος δικό μας, δεν μας παρου­σιάζει το γλυκύ πικρό και το πικρό γλυκύ, αλλ’ όπως είναι το καθένα πραγματικά, τέτοιο παρουσιάζεται σ' εμάς με τα μέλη που μπορούν να τα κρίνουν, έτσι ο καθένας από μας που φέρομε το όνομα του Χριστού, αφού είναι μέλος όλης της Εκκλησίας, να μη λέγει τίποτε άλλο εκτός από αυτό που υπάρχει και γνωρίζεται αληθινά από αυτόν αλλιώς είναι πλάνος και αντίθετος, αλλ’ όχι μέλος και οικείος.

Έτσι ακούσαμε όμως τον Κύριο να λέγει και για την οργή· «αυτός που οργίζεται εναντίον τού αδελφού του χωρίς λόγο, θα είναι ένοχος κατά την κρίση, ενώ όποιος τον λέγει, “βλάκα”, θα είναι ένοχος στο συνέδριο· όποιος πάλι τον πει, “μωρό”, θα είναι ένοχος για τη γέεννα τού πυρός». Αν και βέβαια φαίνονται μικρά αυτά, αλλ’ όμως κλονίζουν και καταστρέφουν το μέγα αγαθό της αγάπης και παρέχουν ευκαιρία στον Διάβολο. Γιατί λέγει· «να μη σας βρίσκει η δύση τού ηλίου ακόμη οργισμένους, και να μη δίνετε τόπο να δρα ο Διάβολος». Εκείνος λοιπόν που με την επίταση και παράταση του εξοργισμού έφθασε σε ύβρεις εναντίον τού αδελφού του και δεν είναι διατεθειμένος να προβεί σε συμφιλίωση, εκπίπτοντας από το φως τής αγάπης και γεμίζοντας από το αντίθετο σκότος, παρέχει τόπο στον άρχοντα του σκότους, και έχοντάς τον ένοικο κατά κάποιο τρόπο, αφού είναι σαν να περιέχεται στον ίδιο τώρα μ’ εκείνον τόπο, οπωσδήποτε θα πέσει μαζί του και στην ετοιμασμένη για εκείνον γέεννα, αφού είναι ένοχος και υπεύθυνος, αν με τη μετάνοια μαζί με το μίσος προς τον αδελφό δεν βγάλει έξω και τον αρχηγό και πρωτοστάτη του μίσους.

Κάθε πικρία λοιπόν, αδελφοί, και κάθε θυμός και οργή, κραυγή και βλασφημία,να εξαφανισθεί από σας, μαζί με κάθε κακία· γιατί, αν το να πούμε κάποιον μωρό, όταν το λέμε με οργή, κρίθηκε άξιο τέτοιας καταδίκης, τί θα πούμε για τις άλλες ύβρεις και βλασφημίες, στις οποίες καταφεύγομε όταν κυριευόμαστε από τον θυμό; Γι’ αυτό, αδελφοί, ας σπεύδομε να καταπνίξομε το φοβερό αυτό θηρίο, τον θυμό, και να χαλιναγωγήσομε τη γλώσσα μας· γιατί δίνομε σ’ αυτά τόπο εναντίον της ψυχής μας μάλλον, όταν τον δίνομε, και όχι εναντίον αυτών που μισούμε. Αν λοιπόν κανείς από οργή λέγει την απαγορευμένη αυτή λέξη, λέγοντας «μωρόν» αυτόν που από ευσέβεια είναι προσκολλημένος σε αδελ­φότητα, ας φρίξει από τη δεσποτική απόφαση και ας μη εκτείνει τόσο πολύ την οργή· αν πάλι όχι από οργή, ούτε τότε αυτά τα λόγια είναι δικαιολογημένα. Γιατί λέγει, «κανένας σαπρός λόγος να μη βγαίνει από το στόμα σας, αλλά να βγαίνει λόγος αγαθός προς οικοδομή, για να δίνει χάρη σ’ αυτούς που τον ακούνε», και «πορνεία και πλεονεξία και κάθε ακαθαρσία ούτε καν ν’ αναφέρεται ανάμεσά σας, όπως πρέπει σε αγίους, καθώς επίσης και αισχρότητα και μωρολογία ή ευτραπελία, τα μη πρέποντα πράγματα».

Τί σημαίνει «ούτε καν ν’ αναφέρεται πορνεία ανάμεσά σας»; Δεν το χαρακτηρίζει ως έγκλημα το να αναφέρεται από άλλους· γιατί δεν είναι στο χέρι μας να το παθαίνομε αυτό, ούτε είναι οπωσδήποτε ένοχος αυτός που κακώς ακούει. Κι αυτό δηλώνο­ντας αλλού, ότι βδελυρό δεν είναι το να λέγεται κανείς, αλλά το να είναι πόρνος, λέγει· «αν κάποιος που ονομάζεται πόρνος είναι πραγματικά, με αυτόν ούτε να συντρώγετε». Δεν λέγει λοιπόν εδώ να προσέχει κανείς αυτό, το να μη ονομάζεται τέτοιος, αλλά το να μη αναφέρει με τη γλώσσα κανένα από τα ονόματα που προκαλούν ακαθαρσία· γι’ αυτό και πρόσθεσε συνάπτοντας με το παραπάνω τούτο, «και αισχρότητα και μωρολογία και ευτραπελία, που δεν είναι πρέποντα». Σε ποιούς δεν είναι πρέποντα; Στους αγίους που ανέφερε παραπάνω. Γιατί, αφού είπε, «κάθε ακαθαρσία ούτε καν ν’ αναφέρεται ανάμεσά σας», δηλαδή ούτε καν να λέγεται από σας, πρόσθεσε, «όπως πρέπει σε αγίους». Αγίους βέβαια εδώ δεν λέγει αυτούς που αναχώρησαν από τους ανθρώπους και βρίσκονται τώρα μαζί με τους αγγέλους και δοξάζονται από εμάς επειδή ευαρέστησαν τελείως τον Θεό και κατέκλεισαν τη ζωή τους με άριστο και θεάρεστο τέλος, αλλ’ όλους εκείνους που έχουν παραδώσει τον εαυτό τους στον Θεό μέσω του βαπτίσματος στο όνομα του Χριστού. Γιατί, αν το σκεύος που αφιερώθηκε στον Θεό είναι άγιο και κάθε προσφορά σ’ αυτό, και μάλιστα αυτή που προσφέρεται προς αγιασμό, πολύ περισσότερο είναι άγιος ο άν­θρωπος που προσφέρθηκε στον Θεό με άγιες συμφωνίες και προσλήφθηκε μέσω του λουτρού τής παλιγγενεσίας· γιατί από εκεί απέκτησε και τη χάρη τού Πνεύματος της αγιωσύνης.

Αλλά ποιές διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις δώσαμε, ώστε να προσληφθούμε από την ουράνια χάρη τού Πνεύματος; Οπωσδή­ποτε, για να μιλήσω με συντομία, ότι θα υποταχθούμε στον Χρι­στό, ο οποίος λέγει, αγωνισθείτε «να μπείτε από τη στενή πύλη, γιατί είναι πλατειά η πύλη και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στην απώλεια και πολλοί είναι αυτοί πού μπαίνουν από αυτή, αντίθετα είναι στενή η πύλη και γεμάτη θλίψη η οδός που οδηγεί στη ζωή, και λίγοι τη βρίσκουν». Από τη στενή πύλη δεν μπορεί να μπει ούτε ο ντυμένος με όγκο δόξας και υπερηφάνειας, ούτε ο φορτωμένος με πλεονεξία και φιλοκτημοσύνη, ούτε ο αποχαυνωμένος από ηδονή και άνεση. Γι’ αυτό είναι αταίριαστα στους Χριστιανούς η ευτραπελία και η αστειότητα, γιατί προκαλεί στην ψυχή αποχαύνωση, ούτε η μωρολογία, γιατί είναι δείγμα υπερη­φάνειας, ούτε και η αισχρότητα των λόγων, ως έναυσμα και προ­τροπή προς πορνεία, «αλλά μάλλον ταιριάζει ευχαριστία», όπως συμπληρώνοντας λέγει ο Παύλος.

Και φαίνεται βέβαια ανακόλουθος προς τον εαυτό του ο λόγος, ότι ταιριάζει στους αγίους όχι αισχρότητα και ευτραπελία, «αλλά μάλλον ευχαριστία», είναι όμως και πολύ ακόλουθος. Επειδή δηλαδή εδώ αγίους ονομάζει τους αγιασμένους με τη χάρη τού βαπτίσματος στο όνομα του Χριστού, αυτό ακριβώς λέγει προς εμάς, ότι δηλαδή, αφού ελάβαμε δωρεάν τη χάρη αυτού του είδους,δεν ταιριάζει ν’ ασχολούμαστε με τίποτε άλλο, παρά με την ευχαριστία αυτού που μας πρόσφερε αυτή τη μεγαλοδωρεά, και δεν την πρόσφερε απλώς, αλλά και μας την έδωσε ως αρραβώνα τής αιώνιας κληρονομιάς που μας υποσχέθηκε, αν κρατήσομε μέχρι το τέλος σταθερά με την αγαθοεργία τον αρρα­βώνα αυτόν.

Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος στα ευαγγέλια, «προσέχετε τους εαυ­τούς σας, μήπως με τις βιωτικές μέριμνες γίνουν βαρειές οι καρ­διές σας». Γιατί, «αν ο κακός δούλος πει, αργοπορεί να έρθει ο Κύριός μου», και αρχίσει να πολεμά και ν’ αδιαφορεί, «θα έρθει ο Κύριος κάποια μέρα που δεν το περιμένει και ώρα που δεν τη γνωρίζει, και θα τον διχοτομήσει» (δηλαδή θα τον αποκόψει από τη χάρη που μας έχει δοθεί) «και θα τον τοποθετήσει μαζί με τους υποκριτές», οι οποίοι υποκρίνονται και ονομάζονται, αλλά δεν είναι Χριστιανοί. Αυτό γνωρίζοντας ο μέγας Παύλος προσθέτει και επιβεβαιώνει και παραγγέλλει γράφοντας· «αυτό να γνωρίζε­τε, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, δηλαδή ειδωλο­λάτρης, δεν έχει κληρονομιά στη βασιλεία του Χριστού και Θεού. Κανένας να μη σας απατά με κούφια λόγια· γιατί γι’ αυτά έρχεται η οργή τού Θεού επάνω στους υιούς τής απείθειας. Να μη γίνεσθε λοιπόν συμμέτοχοι αυτών».

Και φαίνεται βέβαια ο Παύλος να ομιλεί και να διατυπώνει τη γνώμη του σκληρά· γιατί πόρνο εδώ και ακάθαρτο κάλεσε τον ευτράπελο και αισχρολόγο και τον απέκοψε από την κληρονομιά μαζί με τον Χριστό. Ο Κύριος όμως νομοθετώντας για μας ξεπέρασε και αυτήν την απόφαση· γιατί κάλεσε μοιχεία την από την περίεργη θέα επιθυμία στην ψυχή, ώστε, καθαρίζοντας τους εαυτούς μας και από τους μολυσμούς μέσα στη διάνοια, να ζούμε στη γη με τρόπο αγγελικό. Γιατί γι’ αυτό πραγματικά κατέβηκε αυτός σε μας, μένοντας στον ουρανό ως Θεός, ώστε και ενώ ακόμη εμείς μένομε στη γη να μας ανεβάσει στους ουρανούς με τον αγγελικό τρόπο ζωής. Γι’ αυτό πάλι λέγει ο Παύλος· «το δικό μας πολίτευμα βρίσκεται στον ουρανό, όπου πρόδρομος για χάρη μας μπήκε ο Ιησούς».

Εύχομαι και εμείς, ακολουθώντας αυτόν, τώρα βέβαια με τον θεοφιλή βίο, ενώ στον μέλλοντα αιώνα με τη θέαση των ανέκφραστων και αιώνιων αγαθών που μας έχει υποσχεθεί, να συνυπάρχομε και να ζούμε αιώνια μ’ αυτόν, δοξάζοντας αυτόν μαζί με τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Γένοιτο.


(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς») 


Πηγή: www.alopsis.gr 


ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία περί τῆς σταθερότητος τήν ὀποίαν χρεωστοῦμε νά ἒχωμεν εἰς τήν εὐσέβειαν τῆς Ἁγίας μας Πίστεως (Προκοπίου τοῦ Μεγαλοσπηλαιῶτου)


 Η εικόνα ίσως περιέχει: 4 άτομα




Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Λουκ. ιγ΄ 10-17
Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἦν 10 διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.

12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;
16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ. 

Ἀπόδοση:

Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε επάνω της τα χέρια του, κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς• μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του, κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 


Λόγος περί τῆς σταθερότητος τήν ὀποίαν χρεωστοῦμε νά ἒχωμεν εἰς τήν εὐσέβειαν τῆς Ἁγίας μας Πίστεως.
(Προκοπίου τοῦ Μεγαλοσπηλαιῶτου)

«Αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος αγανακτών, ότι τω Σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω. Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου».

Αυτός, εσκοτισμένος από το πάθος του φθόνου ο οποίος του εκυρίευε την καρδίαν εναντίον του Ιησού, όχι μόνον έκλεισε τα ώτα του για να μην ακούει την απόρρητον σοφία του Ιησού, όχι μόνον εσφράγισε τους οφθαλμούς του για να μη βλέπει την θείαν εκείνην ενέργεια των θαυμάτων του, τα οποία ήσαν ικανά να στρέψουν κάθε καρδία στην πίστη και στον σεβασμό του θείου υποκειμένου του, αλλά και τον κατεδίκασε μάλιστα με μίαν τολμηράν αυθάδειαν ενώπιον του λαού ως παραβάτην του νόμου. Και αυτό διότι εθαυματούργησε κατά την ημέρα του Σαββάτου, και εθεράπευσε με ένα μόνον λόγο μίαν δυστυχισμένην γυναίκα από μίαν ανίατον ασθένειαν, η οποία την ετιμωρούσε επί δεκαοκτώ χρόνους. «… Εξ ημέραι εισίν, εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου». Τώρα θέλετε άλλην μεγαλυτέραν αναισθησίαν από αυτήν που εκυρίευσε τούτον τον άθλιον αρχισυνάγωγον μέσα σε εκείνην την Συναγωγήν, όπου εδίδασκε και θαυματουργούσε ο Ιησούς; Πόσοι τέτοιοι όμως ευρίσκονται ακόμη και στην Εκκλησίαν μας, οι οποίοι κλείνουν τους οφθαλμούς των στα φώτα της πίστεώς μας για να μη βλέπουν τις θαυματουργίες της, και σφραγίζουν την ακοήν τους για να μην ακούουν τις ουράνιες διδασκαλίες της; Έτσι γίνονται όμοιοι με τα αναίσθητα είδωλα των εθνών.

Τρία προτερήματα πρέπει να διαθέτουν οι καρπερές ρίζες των δένδρων. Πρέπει να είναι σταθερές, για να κρατούν το δένδρον ασάλευτο στις προσβολές των ανέμων. Να είναι βαθείες, για να το τρέφουν με την γονιμότητα της γης. Να είναι καρποφόρες, για να το πλουτίζουν με καρπούς. Αυτά τα τρία αποτελούν και τις πλέον εξαίρετες αρετές της χριστιανικής πίστεως. Αυτή πρέπει να είναι στερεά, για να κρατά τον νου του ανθρώπου σταθερόν στην αρχικήν παραδοχή της αληθείας, και να μη τον αφήνει να ταλαντεύεται από τις προσβολές των εναντίων περιστάσεων. Πρέπει να είναι βαθεία, για να τον τρέφει με την μετάληψη των θείων μυστηρίων. Πρέπει να είναι καρποφόρος, για να πλουτίζει την καρδία του ανθρώπου με τον πολλαπλασιασμόν των καλών έργων. «Το γαρ επίστασθαί σε ολόκληρος δικαιοσύνη, και το ειδέναι το κράτος σου, ρίζα αθανασίας».

Προσέχετε για να καταλάβετε. Η χριστιανική πίστις δεν είναι καμία πίστις απλή, που ημπορεί να γεννήσει στον νου μας κάποιαν αμφιβολίαν, αλλά είναι μία πίστις ουράνιος, η οποία δεν καταδέχεται κανένα κίνημα δισταγμού ή αμφιβολίας. Και το αίτιον αυτής της αναντιρρήτου βεβαιότητος είναι η θεία αλήθεια, επάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτή η αγία πίστις των χριστιανών. Η εμπιστοσύνη που δίδουμε εμείς στα λόγια ενός ανθρώπου, έχει ως θεμέλιόν της δύο αφορμές. Η μία είναι η γνώσις του, η άλλη είναι η αγαθότης του. Και έτσι στοχαζόμεθα ότι αυτός που μας ομιλεί, δεν μας παραπλανά με όσα μας λέγει. Επειδή έχει ορθήν γνώση των πραγμάτων, και επειδή είναι αγαθός άνθρωπος. Γι’ αυτό και δίδουμε περισσοτέραν εμπιστοσύνη στα λόγια ενός σοφού παρά στα λόγια ενός αμαθούς. Και περισσότερον εμπιστευόμεθα έναν ενάρετον παρά έναν πονηρόν. Αν είναι έτσι, γίνεται φανερόν ότι εμείς οφείλουμε να δίδωμε μίαν άπειρον πίστη σ’ εκείνα που μας λέγει ο Θεός, εάν βέβαια ο νους μας ήταν ικανός για μίαν τοιαύτην απειρότητα πίστεως. Επειδή ο Θεός είναι ουσιώδης σοφία, είναι αδύνατο να μη γνωρίζει τα πράγματα κατά τη φυσικήν τους οντότητα. Και επειδή αυτός είναι η καθ’ αυτό αγαθότης και αλήθεια, είναι αδύνατον να μας απατήσει σε όσα μας λέγει. Όθεν εμείς είμεθα περισσότερον από βέβαιοι, ότι δεν αστοχούμε όταν δίδομε όλην μας την πίστη σε έναν πάνσοφον και πανάγαθον Κύριον. Η αιτία λοιπόν για την οποία χρεωστούμεν εμείς οι χριστιανοί να κρατούμε ως βεβαία την πίστη μας, δεν είναι ότι εγεννήθημεν μέσα σε αυτήν. Δεν είναι ότι ανετράφημεν με το γάλα της διδασκαλίας της. Δεν είναι για το παράδειγμα που έχουμε από τους προγόνους μας στο να κρατούμε ως βεβαίαν αυτήν την πίστη. Ούτε οι ισχυρές αποδείξεις που προβάλλουν επάνω στην αλήθειάν της οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Αλλά η πρώτη και καθ’ αυτό αιτία για την οποία πρέπει να κρατώμεν ως βεβαία την πίστη μας είναι ότι την εφανέρωσεν ο ίδιος ο Θεός στην αγίαν μας Εκκλησία, και δια μέσου της Εκκλησίας μας την εφανέρωσε και σ’ εμάς.

Ακούστε ένα θαυμαστόν γεγονός επάνω σ’ αυτήν την αλήθεια. Στην εποχή του Μαξιμιανού, επαρουσιάσθη στον έπαρχο του βασιλέως αυτού, ονομαζόμενον Ασκληπιάδην, ένας χριστιανός, το όνομα του οποίου ήταν Ρωμανός, και ομολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, υβρίζοντας τους ψευδώνυμους θεούς των Ελλήνων. Άρχισαν λοιπόν, δια προσταγής του επάρχου, να τον βασανίζουν, βιάζοντάς τον να αρνηθεί τον Χριστόν και να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο άγιος όμως δεν ησθάνετο τόσον τους πόνους των βασάνων στο σώμα του, όσον ησθάνετο μίαν λύπη στην καρδία του, επειδή δεν ημπορούσε να πείσει τον έπαρχο να γνωρίσει τον αληθινόν Θεό. Και επειδή με τα λόγια δεν κατόρθωνε τίποτε, ηθέλησε να τον καταπείσει με ένα θαύμα, που εσκέφθη να κάμει με την δύναμη του Κυρίου. Όθεν, λησμονώντας τους πόνους του, στρέφεται κάποιαν στιγμή στον έπαρχον, και του ομιλεί με τον τρόπον τούτον: Ω Ασκληπιάδη, εάν δεν θέλεις να πεισθείς στα λόγια τα ιδικά μου, που κηρύττω τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ρώτα έστω εκείνο το βρέφος, που είναι τόσον άκακο, για να μάθεις αυτήν την αλήθειαν από το στόμα του. Και λέγοντας έτσι, κάνει νεύμα σε μια γυναίκα χριστιανήν που έστεκεν εκεί και κρατούσε στις αγκάλες της ένα βρέφος μικρόν και το παρουσίασε στον έπαρχο. Αυτό, αφού ηρωτήθη, ύψωσε την φωνήν του και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Συγχυσμένος λοιπόν ο Ασκληπιάδης για την αλήθειαν αυτήν που ήκουσεν από το στόμα του βρέφους, το ερωτά πάλι ποίος το εδίδαξεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός. Και αυτό αποκρίνεται ότι το έμαθεν από την μητέρα του, και η μητέρα του το έμαθεν από τον Θεόν. Ιδού λοιπόν η ωραιοτέρα απόκρισις, την οποία πρέπει να δίδει ένας χριστιανός, σ’ εκείνους που συμβαίνει να τον ερωτήσουν με τρόπον παρόμοιον για την αλήθεια της πίστεώς μας. Ποίος σε εβεβαίωσεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, ότι είναι υιός του Θεού, ότι απέθανε για την σωτηρίαν του κόσμου, ότι ανέστη τριήμερος, ότι μέλλει κάποτε να κρίνει όλο το γένος των ανθρώπων; Ποίος με εβεβαίωσε; Με εβεβαίωσεν η Μητέρα μου η Αγία Εκκλησία. Και αυτή το έμαθεν από τον ίδιον τον Θεόν.

Ιδού πώς ηκολούθησαν τα πράγματα. Ο Ιησούς Χριστός εφανέρωσε τα μυστήρια της πίστεως στους αγίους Αποστόλους του, οι Απόστολοι τα παρέδωσαν στην Εκκλησίαν, η Εκκλησία τα εδίδαξε σ’ εμάς. Βεβαίως δεν είναι αναγκασμένοι όλοι οι χριστιανοί να γνωρίζουν εις βάθος όλα τα απόρρητα μυστήρια της πίστεώς μας, έχουν όμως όλοι χρέος να γνωρίζουν ορισμένα, τα πλέον εξαίρετα και σωτήρια, και να τα πιστεύουν αδιστάκτως. Και αυτά είναι τα μυστήρια εκείνα τα οποία περιέχονται στο Σύμβολον της Πίστεως, που είναι τόσον αναγκαίον να πιστεύονται αδιστάκτως, ώστε είναι δύσκολο να σωθεί όποιος αμφιβάλλει και σε ένα μόνον.
Δεν είναι όμως αρκετόν για την σωτηρίαν ενός χριστιανού να γνωρίζει μόνο την εξήγηση των μυστηρίων της πίστεώς μας, αλλά πρέπει να γνωρίζει ακόμη και άλλα πολλά τα οποία αποβλέπουν στην σωτηρία του. Είναι αναγκαίον σε κάθε χριστιανόν να γνωρίζει ότι δεν αρκεί μόνον η θέλησις του ανθρώπου στο να μετανοήσει από τις αμαρτίες του, αλλά χρειάζεται να συνεργήσει και η χάρις του Θεού. Η οποία δεν χαρίζεται ούτε σε όλους τους καιρούς, ούτε σε όλους τους αμαρτωλούς. Και μάλιστα είναι το πλέον δύσκολο να δοθεί σε έναν αμαρτωλό που έφθασε να λησμονήσει τον Θεόν για πολύν καιρόν, δουλεύοντας ακατάπαυστα κάτω από τον ζυγόν της αμαρτίας. Και τούτο το βλέπουμε φανερά σε πολλούς οι οποίοι αποθνήσκουν αμετανόητοι μέσα στην αμαρτία τους, ενώ διατηρούσαν την ελπίδα ότι θα εύρουν κάποιαν ευκαιρία μετανοίας. Από την αμάθειαν προέρχεται το ότι πολλοί χριστιανοί είναι τόσον αμέριμνοι για την σωτηρία τους, ώστε, μολονότι καθημερινώς απομακρύνονται από τον Παράδεισον με τις αδιακόπους αμαρτίες τους, παρ’ όλα ταύτα πιστεύουν ότι ευρίσκονται πλησίον στην θύρα του Παραδείσου. Πόσον αναγκαίον είναι να γνωρίζουν οι χριστιανοί ότι η αμαρτία είναι ένα άπειρον κακό, και πως ο Θεός έχει ένα άπειρον μίσος γι’ αυτήν, διότι προξενεί άπειρον ύβριν στην θείαν του μεγαλειότητα! Από αυτήν την αμάθεια συμβαίνει να νομίζουν πολλοί ότι όσον κακόν είναι να πέσει κάποιος μίαν φοράν σε μίαν αμαρτίαν, τόσον είναι να πέσει και πολλές φορές. Αχ! πόσες ζημίες προέρχονται στις ψυχές των χριστιανών από παρόμοιες αμάθειες! Η ψυχή η αμαθής, σκεπασμένη από το σκότος της αγνωσίας της, δεν πείθεται στις φωνές της Εκκλησίας, δεν κινείται σε κανένα καλόν απόχτημα, δεν αποφεύγει κανένα κίνδυνον.

Και αν είναι άξιοι καταδίκης τόσοι ασεβείς, οι οποίοι εγεννήθησαν μέσα στο σκότος της ασεβείας και δεν βλέπουν την αλήθειαν, πόσης καταδίκης άξιοι είναι άραγε οι χριστιανοί εκείνοι, που εγεννήθησαν μέσα στο φως της ευσεβείας, και κλείνουν θεληματικώς τους οφθαλμούς των για να μη βλέπουν την οδό της σωτηρίας τους; Λέγουν ότι δεν έχουν χρόνο να εξετάσουν για να μάθουν, διότι είναι κοσμικοί και έχουν τις φροντίδες του σπιτιού τους, έχουν να οικονομήσουν την οικογένεια και τόσες άλλες υποθέσεις. Τι σημαίνει όμως αυτό; Αν έχουν οικογένεια και παιδιά, δεν έχουν άραγε και ψυχήν να οικονομήσουν; Για την ψυχήν ουδείς λόγος, καμία επιμέλεια. Επειδή είναι κοσμικοί, νομίζουν ότι δεν ημπορούν να ζήσουν ως χριστιανοί, να περιπατήσουν ως τέκνα φωτός. Ω αναισθησία μεγάλη!
Μία πίστις λοιπόν τόσον ανάβαθη, δεν είναι καθόλου περίεργον να μένει εξ ίσου άκαρπη. Η εκλεκτή πίστις πρέπει όχι μόνον να είναι σταθερά στην βεβαιότητα και βαθεία στην γνώσιν, αλλά να είναι ακόμη και καρποφόρος στα έργα της ευσεβείας. «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου», λέγει ο θείος Ιάκωβος. Η πίστις είναι συνδεδεμένη με τα καλά έργα, καθώς η ρίζα του δένδρου είναι συνδεδεμένη με τους καρπούς.

Ένας χριστιανός λοιπόν ο οποίος κρατά στην καρδία του την ρίζα της πίστεως σταθεράν, έπειτα όμως δεν γεννά καρπούς της πίστεως, αυτός βεβαίως «εκκόπτεται, και εις πυρ βάλλεται», όπως το άκαρπον δένδρον. Διότι η χριστιανική πίστις δεν είναι μόνον ένα φως ουράνιον, που φωτίζει τον νου να γνωρίζει την αλήθεια, αλλά είναι και μία δύναμις η οποία βοηθεί συγχρόνως την θέληση να εργάζεται τα έργα της αρετής. Δεν είναι δύναμις μόνον θεωρητική αλλά και πρακτική. Η αρχή της πίστεως είναι η θεωρία και η γνώσις. Αλλά το τέλος της, η ολοκλήρωσίς της, είναι η πράξις. Γι’ αυτό η πίστις μας ονομάζεται από τον Θεόν ουράνιος αρραβώνας: «Και μνηστεύσομαί σε εμαυτώ εν πίστει», για να καταλάβωμε ότι το αποτέλεσμα τούτο του αρραβώνος είναι η καρποφορία των αρετών. Αν μια φωτιά δεν έχει την ύλην που απαιτείται για να συντηρηθεί, τότε χάνει την δύναμή της και αποθνήσκει. Και η πίστις, που είναι ένα ουράνιον φως το οποίον ανάπτει μέσα στον νου μας, αποθνήσκει όταν εμείς δεν την βοηθούμε με τα καλά έργα, και μένει ανενέργητος. «Συ πιστεύεις ότι ο Θεός εις εστί. Καλώς ποιείς. Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι. Θέλεις δε γνώναι, ω κενέ άνθρωπε, ότι η πίστις χωρίς των έργων, νεκρά εστί;». Όταν η πίστις δεν συνοδεύεται από καλά έργα, δεν της αρμόζει πλέον το όνομα της πίστεως. Όπως ένα ανθρώπινον σώμα, όταν χωρισθεί από την ψυχή, μένει νεκρό και δεν ημπορεί πλέον να ονομασθεί άνθρωπος.

Τώρα σας αφήνω να στοχασθείτε πόσον εύκολον είναι να διαφθαρεί η πίστις εντελώς όταν είναι αποθαμένη. Είναι αληθώς πολύ δύσκολο να παραμείνει ζωντανή η πίστις μέσα στην καρδίαν ενός αμαρτωλού, η οποία είναι ωσάν μία βρωμερά φυλακή που του στερεί την ζωή μίαν ώραν ενωρίτερα.

Αγαπητοί αδελφοί, για να μην συμβεί σε μας μία τοιαύτη μεγάλη δυστυχία, ας ακούσομε την συμβουλήν του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος μας λέγει να ερευνούμε πάντοτε τον εαυτόν μας, για να διαπιστώνωμε αν ευρισκώμεθα μέσα στην πίστιν. «Εαυτούς πειράζετε ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε». Διότι δεν αρκεί να αποκτήσωμε εμείς την πίστιν, αλλά και η πίστις πρέπει να αποκτήσει εμάς, να μας κάνει κτήμα της, εις τρόπον ώστε να εργαζώμεθα εμείς με την δύναμη της πίστεως, και η πίστις να ενεργεί με την ιδικήν μας εργασία. Και όλα μας τα έργα να περνούν από τα χέρια της, να έχουν αυτήν ως κριτήριο, και να κανονίζονται από τους ιδικούς της σκοπούς. Ας εξετάζομε τον εαυτόν μας μήπως η πίστις στην καρδία μας δεν είναι σταθερά. Μήπως ταλαντεύεται από τις αμφιβολίες που ημπορούν καμμίαν φοράν να περνούν από τον λογισμόν μας, ή με την συνεργία του δαίμονος, ή εξ αιτίας των σαρκικών μας παθών, τα οποία κινούνται σαν λαίλαπες για να σβήσουν τελείως από την καρδία μας αυτόν τον πυρσόν της πίστεως. Ας ερευνούμε μήπως πιστεύομε με πίστιν ανθρωπίνην, εκείνο το οποίον οι άλλοι χριστιανοί πιστεύουν με πίστιν θείαν. «Έχετε πίστιν Θεού», μας λέγει ο Κύριος. Πίστιν Θεού εννοεί πίστιν που έχει την αρχή της από τον Θεόν, και επεκτείνεται στον Θεόν, αυτόν έχει κατάληξή της. Και όταν βεβαιωθεί η καρδία μας ότι έχομε πίστιν Θεού αληθινήν, ας ερευνήσομε ακολούθως εάν αυτή η πίστις είναι βαθέως ριζωμένη μέσα στην γνώση των μυστηρίων εκείνων που οφείλουν οι χριστιανοί να γνωρίζουν λεπτομερώς.

Ας μην περνά από τον νου σας αδελφοί ότι το όνομα χριστιανός μέλλει να μας τιμήσει ενώπιον του Θεού, εάν μας λείπει η ζωή του χριστιανού. Μάλιστα αυτό το όνομα θα συμβάλει στο να μας αποστραφεί ο Θεός, εάν παρουσιασθεί γυμνόν από τα έργα της αρετής. Το πολύτιμον και ευωδέστατον μύρον των μυστηρίων μας, το καθαρτικότατον ύδωρ του αγίου Βαπτίσματος, το δυναμικότατον έλαιον του αγίου Χρίσματος, όλα αυτά τα τόσον σωτήρια φάρμακα της ψυχής μας, μέλλουν να χρησιμεύσουν στους αμαρτωλούς για να φανούν πιο αμαρτωλοί ενώπιον του προσώπου του Κυρίου μας. Διότι τα εμόλυναν με τις μολυσμένες πληγές των αμαρτιών τους. Και όπως είπε ο ίδιος, πρόκειται να τους τιμωρήσει σκληρότερα από εκείνους τους ειδωλολάτρες της Τύρου και της Σιδώνος. «Λέγω υμίν, Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως, ή υμίν».

«Εαυτούς πειράζετε, ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε» και παρακαλείτε τον Χριστόν και Θεόν, να σας χαρίζει την ενότητα, την σταθερότητα της πίστεως, να μη μεταβάλλεται αυτή από συνεχείς αυξομειώσεις. Τέλος, η στάθμη και η λυδία λίθος με τα οποία ημπορείτε να δοκιμάζετε τον εαυτόν σας, εάν η πίστις ευρίσκεται ριζωμένη μέσα στην καρδία σας, και εάν σεις ευρίσκεσθε μέσα στην χάρη της πίστεως, είναι να έχετε υπομονήν στις θλίψεις σας, και να καρποφορείτε πάντοτε στα έργα της αρετής. Τότε θα βεβαιωθείτε, ναι, ότι όλος ο Χριστός κατοικεί μέσα στην ψυχή σας, και σεις ευρίσκεσθε όλοι μέσα στην χάρη του. «Ή ουκ επιγινώσκετε εαυτούς ότι Ιησούς Χριστός εν υμίν εστί, ει μη τι αδόκιμοι εστέ;», έτσι μας βεβαιώνει ο θείος Παύλος. Και ο Κύριος μας παραγγέλλει: «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν». Και έτσι είναι όλη η αλήθεια.

(18ος αιών - "Αυλός Ποιμενικός", σελ. 190. Αποσπάσματα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 387 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς) 


Πηγή: alopsis.gr

Σύλληψις Ἁγίας Ἂννης μητρός τῆς Θεοτόκου (9 Δεκεμβρίου)





Σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ο οποίος επιθυμούσε να ετοιμάσει ένα πάναγνο κατοικητήριο για να κατασκηνώσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν επετράπη στον Ιωακείμ και την Άννα να αποκτήσουν απογόνους. Και οι δύο είχαν φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και είχαν μείνει στείροι – συμβολίζοντας την ανθρώπινη φύση, στρεβλωμένη και αποξηραμένη από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου -, δεν έπαυσαν ωστόσο να παρακαλούν τον Θεό να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που είχε αποσυρθεί σε ένα βουνό και στην Άννα που θρηνούσε την δυστυχία της στον κήπο τους, για να τους αναγγείλει ότι επρόκειτο σύντομα να εκπληρωθούν στο πρόσωπό τους οι πάλαι προφητείες και ότι θα γεννούσαν τέκνο που προοριζόταν να καταστεί η αυθεντική Κιβωτός της καινής Διαθήκης, η θεία Κλίμαξ, η άφλεκτος Βάτος, το αλατόμητον Όρος, ο ζωντανός Ναός όπου θα κατοικούσε ο Λόγος του Θεού <1>. Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) <2>. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ. Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της <3>. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.

Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.


____________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. εκτενέστερη ανάπτυξη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου [8 Σεπτ.].

2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία απορρίπτει το δόγμα της “ασπίλου Συλλήψεως” που κατοχύρωσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1858, χωρίς ωστόσο να μειώνει την τιμή της Θεοτόκου. Διότι, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν κληρονομούμε την προσωπική ευθύνη της αμαρτίας του Αδάμ, αλλά απλώς τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος: τον θάνατο, την φθορά και τα αδιάβλητα πάθη (συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής μέσω της σαρκικής ένωσης) που δημιουργούν στον άνθρωπο μια ροπή προς την ηδονή. Για τον λόγο αυτό, οι Ορθόδοξοι δεν έχουν καμιά δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι η Θεοτόκος ήταν κληρονόμος, όπως όλοι μας, των συνεπειών της παρακοής του Αδάμ (μόνος ο Χριστός ήταν απαλλαγμένος), αλλά ότι ήταν ταυτόχρονα και αγνή και αναμάρτητος σε προσωπικό επίπεδο, αφού εν ελευθερία διαφυλάχθηκε από όλες τις έλξεις του κόσμου και των παθών, και εκουσίως συνεργάσθηκε στην εκπλήρωση του σωτηρίου σχεδίου του Θεού, υπακούοντας με πραότητα στην βούλησή Του: Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά του ρήμα σου, απάντησε τον Άγγελο (Λουκ. 1,38).

3. Αυτό είναι το νόημα των Εισοδίων της Θεοτόκου, που εορτάζουμε στις 21 Νοεμβρίου.

[“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 93-95)]


Πηγή: www.alopsis.gr



Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς ἀτεκνίας δεσμὰ διαλύονται· τοῦ Ἰωακεὶμ γὰρ καὶ τῆς Ἄννης εἰσακούων Θεός, παρ᾽ ἐλπίδα τεκεῖν αὐτοὺς σαφῶς, ὑπισχνεῖται θεόπαιδα· ἐξ ἧς αὐτὸς ἐτέχθη ὁ ἀπερίγραπτος, βροτὸς γεγονώς, δι᾽ Ἀγγέλου κελεύσας βοῆσαι αὐτῇ· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ οἰκουμένη, τὴν τῆς Ἄννης Σύλληψιν, γεγενημένην ἐκ Θεοῦ· καὶ γὰρ αὐτὴ ἀπεκύησε, τὴν ὑπὲρ λόγον, τὸν Λόγον κυήσασαν.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΑΤΑΚΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤ΄ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Ημερολογιακό σχίσμα στην Ελλάδα : συγκλονιστικές λεπτομέρειες από τον γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο


Φιλόθεος Ζερβάκος


Εν  Πάρω 16-8-1979

Αγαπητέ μοι εν Κυρίω π.Θεόκλητε

Έλαβον την επιστολήν σας προ δύο μηνών.Οσάκις ελάμβανα την γραφίδα
να σάς γράψω, ήρχοντο  καθ΄ομάδας φιλόχριστοι ομογενείς ορθόδοξοι εκ των περάτων  της γης προς εξομολόγησιν και επειδή εβιάζοντο να επιστρέψουν εις τας εστίας τους, δεν ηδυνήθην να σας γράψω.
Σήμερον  εύρον ολίγην ευκαιρίαν και σάς απαντώ.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος , του οποίου μοί γράφετε ότι ανατυπώνετε το βιβλίον του  «Ημερολογιακών κατηγοριών έλεγχος» (υποστηρίζει εις αυτό) ότι η διόρθωσις
του ημερολογίου δεν ήτο έργον ιδικόν του (εφ όσον δήθεν) εγένετο ομοφωνω γνώμη της ιεραρχίας,
αλλά και αποδεικνύει ότι ο παλαιοημερολογιτισμός είναι μια καθαρά πλάνη.

Η καθαρά αλήθεια είναι ότι ο Παπαδόπουλος εις επιτροπήν τινά, ήτις συνήλθε κατά το έτος 1923 δια
την διόρθωσιν του παλαιού ημερολογίου και διευθυντής της Rιζαρείου Σχολής  τυγχάνων, εξέφρασε την γνώμην του, ότι επ΄ουδενί λόγω επιτρέπεται η διόρθωσις του Παλαιού ημερολογίου  και η εισαγωγή του Νέου ημερολογίου εις την Εκκλησίαν,διότι θα κηρυχθή υπό των άλλων ομοδόξων και ορθοδόξων εκκλησιών ως σχισματική.

Την συνετήν, λογικήν και φρονίμην γνώμην του εδέχθησαν πάντα τα μέλη της επιτροπής και ωρίσθη
υπό της Ιεράς Συνόδου, όπως η Πολιτεία δια τα μετά των ευρωπαϊκών και λοιπών εθνών συναλλαγάς
και το εμπόριον ακολουθή το Νέον Ημερολόγιον, η δε Εκκλησία δια τας εορτάς το παλαιόν  και ούτω επι τινα καιρόν επεκράτει ειρήνη και εις την πατρίδα και εις την Εκκλησίαν.
Αλλ΄ότε μετά πάροδον ολίγων μηνών, ψήφω ουχί Θεού και λαού, αλλά ψήφω της τότε επαναστατικής Κυβερνήσεως  Πλαστήρα -Γονατά ανέβη (ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος)  εις το αρχιερατικόν θρόνον Αθηνών,  εισήγαγε το παπικόν ημερολόγιον τη διαταγή της κυβερνήσεως και τη συμβουλή του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, αρχιμασσώνου, καινοτόμου, νεωτεριστού, φέροντος τον ανώτατον 33ον βαθμόν της μασσωνίας και φρόνημα στερεόν έχοντος το «έντεινε,κατευοδού, βασίλευε και διάιρει» .

Κατ΄αρχάς της εισαγωγής του αντικανονικώς, παρανόμως και απερισκέπτως (επιβληθέντος) Νέου Ημερολογίου εις την Εκκλησίαν δεν συνεφώνησαν, ως λέγει ο (αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος)
Παπαδόπουλος, πάντες οι αρχιερείς, αντέστησαν οκτώ Αρχιερείς, αλλά φοβηθέντες μήπως χάσουν τους θρόνους των υπεχώρησαν, τινές δε υπεχώρησαν δια τας ακρότητας  και τον φανατισμόν και τον αδιάκριτον ζήλον  τινών παλαιοημερολογιτών αγιορειτών, οι οποίοι εξετράπησαν  της ευθείας οδού,υπέπεσαν εις αιρέσεις, αναβαπτισμούς, αναμυρώσεις,κηρύττοντες και φρονούντες ότι τα μυστήρια άνευ του παλαιού ημερολογίου είναι άκυρα και ουχ υπάρχει σωτήρία εκτός του παλαιού ημερολογίου.

Επομένως το να λέγη ο Παπαδόπουλος ότι δεν ήτο έργον ιδικόν του και ότι εγένετο ομοφώνω γνώμη της Ιεραρχίας  η εισαγωγή του Νέου Ημερολογίου, εφ΄όσον αυτός ο ίδιος το εισήγαγε, κατόπιν διαταγής της κυβερνήσεως,  δεν λέγει την καθαράν αλήθειαν.

Ότε δε η επαναστατική κυβέρνησις παρητήθη και εγένοντο εκλογαί προς ανάδειξιν νέας κυβερνήσεως, ο Π.Τσαλδάρης , αρχηγός του Λαϊκού κόμματος εζήτησε  από τους παλαιοημερολογίτας να τον ψηφίσουν και ως ανταπόδωμα της ψήφου των θα επανέφερεν  εις την Εκκλησίαν το παλαιόν ημερολόγιον.

Μόλις ανέλαβε την εξουσίαν ο Π.Τσαλδάρης λαβόντες θάρρος τινές των φανατικών παλαιοημερολογιτών και  πιστεύσαντες εις τας υποσχέσεις του , ότι θα επανέφερε το παλαιόν ημερολόγιον, έγραψαν απειλητικάς επιστολάς  τω Χρυσοστόμω Παπαδοπούλω , ότι θα τον θανατώσουν εάν δεν επαναφέρη αμέσως το παλαιόν ημερολόγιον.
Τας επιστολάς ταύτας μοί υπέδειξεν πρωίαν τινα , ότε τον επεσκέφθην.

Και συγκεκινημένος και κατετρομαγμένος μοί είπεν, μόλις με είδε «Να με σώσης! Συ θα με σώσης»
«Τι τρέχει μακαριώτατε» ,τω είπον.
«Να» μού δείχνει κρατών μερικάς επιστολάς, «μού γράφουν οι παλαιοημερολογίται ότι θα με φονεύσουν»

Τότε ενεθυμήθην ότι τω είχον γράψει δύο επιστολάς , μίαν πρίν να εισαγάγη το νέον παπικόν ημερολόγιον  εις την ορθοδοξον ελλαδικήν εκκλησίαν, να μη τολμήση και το εισαγάγει
και διαιρέσει την εκκλησίαν είς δύο διαμαχόμενα στρατόπεδα, να φροντίση μετά των άλλων αρχιερέων ως καλοί ποιμένες, να ειρηνεύσουν, να ενώσουν την πολιτείαν, η οποία είναι διηρημένη εις δύο κόμματα, Βασιλικούς και Βενιζελικούς, και να επιμένη εις την πρώτην του γνώμην, την οποίαν επήνεσαν  και ησπάσθησαν πάντα τα μέλη τςη επιτροπής της περί διρθώσεως του Παλαιού Ημερολογίου το οποίον επί 1600 έτη σχεδόν ηκολούθει η Ορθόδοξος Εκκλησία και ουδεμίαν βλάβην έπαθε.

Την δευτέραν επσιτολήν των έγραψα κατο΄πιν της εισαγωγής του νέου ημερολογίου και τον
παρεκάλουν να επαναφέρη το Παλαιόν Εορτολόγιον το οποίον οι 318 Θεοφόροι Άαγιοι Πατέρες, οι συγκροτήσαντες την πρώτην ,  Μεγάλην,Αγίαν Οικουμενικήν Σύνοδον εθέσπισαν να μένη αιώνιον και ασάλευτον, πασαι  δε οι Επτά Οικουμενικαι, ως και αι τοπικαι συνοδοι εκύρωσαν και εφύλαξαν.
«Πρόσεχε» τω έγραφον ,«Μακαριώτατε,να το επαναφέρετε, διότι παρανόμως ,αντικανονικώς,
και απερισκέπτως εισήχθη και διά τούτο ήρχισαν οι καρποί αυτού.Ο γαρ καρπός του Αγίου Πνεύματος, λέγει ο απόστολος Πάυλος, το στόμα του Χριστού, εστίν αγάπη,χαρά,ειρήνη,μακροθυμία,χρηστότης.,αγαθωσύνη,πίστις,πραότης,εγκράτεια.
Ο δε καρπός του παπικού ημερολογίους εστί φθόνος,λύπη
θυμός,ύβρεις,διάιρεσις κλπ.
Σπεύσατε,  Μακαριώτατε, να το επαναφέρετε διότι θα έλθει ώρα και θα κτυπήσετε την κεφαλήν σας»

«Ενθυμηθήτε  Μακαριώτατε όταν σας έγραφα την επιστολήν εκείνην,
σας είπον ότι θα κτυπήσετε μόνος σας την κεφαλήν σας!»

Και τότε ήρχισε με τας δύο του χείρας να κτυπά την κεφαλήν του και να λέγη:
«Να μη το΄σωνα,Να μη το΄σωνα !».

Ελυπήθην εκείνην την στιγμήν κατάκαρδα και του λέγω :
«Μη λυπήσθε Μακαριώτατε,θα διορθωθή η κατάστασις.
«Τι θέλεις από εμέ τον ελάχιστον; Εις τι δύναμαι να σάς βοηθήσω; »
«Πήγαινε»,μοι λέγει, « εις τον πρόεδρον των παλαιοημερολογιτών και ειπέ αυτώτον παρακαλώ να υπάγη εις τον  κ.Πρωθυπουργόν να τού ειπή να με διατάξη και αύριον να εισαγάγω εις την Εκκλησίαν το Παλαιόν Ημερολόγιον.»
«Μακαριώτατε »,τω λέγω , «η Εκκλησία πρέπει να δίδη διαταγάς εις τους της Πολιτείας αρχηγούς,όχι να λαμβάνη, διότι πολλοί εξ΄αυτών είναι μασσώνοι,άθεοι,άπιστοι»
Μοί απήντησεν: «Επειδή η τότε επααστατική κυβέρνησις με διέταξε,πάλι η Κυβέρνησις πρέπει να με διατάξη»


«Μένε ,Μακαριώτατε, ήσυχος», τω λέγω «και θα σου φέρω απάντησιν»
Ως να είχον πτερά,επέταξα,διότι ενόμισα ότι επέστη η κατάλληλος ώρα να επέλθη
η ποθητή ειρήνη εις την Εκκλησίαν.
Έσπευσα,εύρον τον πρόεδρον των παλαιοημερολογιτών κ.Δημητρακόπουλον, με τον αντιπρόεδρον
κ.Ευστρατιάδην, διευθυντήν της εφημερίδος «Σκριπ», εις τον πρόεδρον της Βουλής κ.Πετρακάκον
και χαιρετίσας αυτούς τους είπον:
«Έρχομαι εκ μέρους του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου,κομίζων χαράς Ευαγγέλια.
Μοί είπεν,Σας παρακαλεί,να παρακαλέσετε τον κ.Πρωθυπουργόν να τον διατάξη να εισαγάγη εις την Εκκλησίαν το Παλαιόν Ημερολόγιον  και ευχαρίστως από αύριον θα το εισαγάγη.
Ιδού λοιπόν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός γαλήνης,ειρήνης,ομονοίας και ενώσεως εις την διηρημένην Εκκλησίαν.»

Ο κ.Πετρακάκος πριν να σχηματισθή Κυβέρνησις υπό την προεδρίαν του Π.Τσαλδάρη, ο οποίος είχεν υποσχεθή εις τους Παλαιοημερολογίτας πως εάν τον εψήφιζαν, θα επανέφερε το Παλαιόν Ημερολόγιον, ήτο μέγας υπερασπιστής του  Παλαιού Ημερολογίου,έγραφε άρθρα και εδημοσίευεν εις εφημερίδας ,ότι  το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η Εκκλησία της Ελλάδος να κηρυχθούν σχισματικαί, διότι παρεδέχοντο  ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εγεννήθη,περιετμήθη,εβαπτίσθη, και μετεμορφώθη με το ΝέονΗμερολόγιον,  εσταυρώθη δε,ετάφη ,ανέστη και ανελήφθη με το Παλαιόν.
Πρέπει,εδημοσίευε, να αρθή εκ της βουλγαρικής εκκλησίας το σχίσμα που είχε καταδικασθή, ότι έκαμε μόνη της  Πατριαρχείον χωρίς την άδειαν του Οικουμενικού πατριαρχείου,διότι και άλλαι
Ορθόδοξαι Εκκλησίαι Ρωσίας,Ρουμανίας, Σερβίας έκαμαν Πατριάρχας και δεν κατεδικάσθησαν
ως σχισματικαί και ότι ουδεμία των ορθοδόξων Εκκλησιών εδέχθη το παπαικόν ,αιρετικόν Ημερολόγιον  ειμή μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η Εκκλησία της Ελλάδος.

Ταυτα τα καυτά άρθρα του Πετρακάκου ,ετάραξαν και επτόησαν την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος
και παρεκάλεσαν τον Πετρακάκον να παυση να γράφη ,διότι υπάρχει κίνδυνος δια την Εκκλησίαν της Ελλάδος να αφορισθή από τας άλλας ορθοδόξους εκκλησίας  και να καταδικασθή ως αιρετική,σχισματική και δια να τον πείσουν να παύση να γράφη ,τον διώρισαν Βασιλικόν Επίτροπον, δικηγόρον της Ιεράς Συνόδου, δικηγόρον των Ιερών Μονών Πεν΄τελης και Πετράκη με παχυλούς μηνιαίους μισθούς, υπερβαίνοντος και τον μηνιαίον μισθόν αυτού του Υπουργού.
Οπότε έπαυσε να γράφη και να είναι πολέμιος του Νέου Ημερολογίου και έγινε
δι αυτά τα αργύρια υπερασπιστής του Παπικού ημερολογίου και πολέμιος του Παλαιού.

Αγνοών ταύτα, τώ είπον, ότι επέστη καιρός να ειρηνεύση, να ενωθή η Εκκλησία  και δια τούτον, όταν τω είπον ότι ο Μακαριώτατος Χρυσόστομος μοί είπεν  ότι όταν τον διατάξη η Κυβέρνησις να επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολόγιον αμέσως την επεομένην ημέραν θα επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολογιον ,  εταράχθη και μοί είπεν, ότι η κυβέρνησις δεν έχει σκοπόν να δώσει τοιάυτην διαταγή.

Τότε εγερθείς ο αντιπρόεδρος των Παλαιοημερολογιτών Ευστρατιάδης και πλησιάσας αυτόν, τω λέγει μετά θυμού:
«Δεν πταίει ο Μητροπολίτης Παπαδόπουλος.Πταίετε εσείς…
Είσθε ψεύσται,άτιμοι,θεομπαίκται,προδόται.
Και αυτό που σού λέγω να τα ειπής και εις τον πρόεδρον της κυβερνήσεως Τσαλδάρην ..Διότι ενώ μας υπεσχέθη ότι  θα επαναφέρη το πάτριον ημερολόγιον, τώρα αθετείτε τας υποσχέσεις σας, άρα είσθε δόλιοι,ψεύσται,απατεώνες!»

Ιδών ότι ο θυμός και η φιλονικία ηύξαναν και εάν δεν ήτο ο Πρόεδρος των Παλαιοημερολογιτών,
ο οποίος τους συνεβούλευε να παύσουν τας φωνάς και τας ύβρεις και με σύνεσιν
και πραότητα να συζητήσουν, θα ήρχοντο και εις χείρας, επέστρεψα και είπα εις τον Αρχιεπίσκοπον :
«Μακαριώτατε, η Κυβέρνησιςμοι είπεν ο Πρόεδρος της Βουλής, δεν δίδει άδειαν…
Αποκρύβηθι μικρόν έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου»
Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως Τσαλδάρης,
ο οποίος υπεσχέθη εις τους Παλαιοημερολογίτας, ότι εάν τον ψηφίσουν
θα επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολόγιον,εξώρισε τους επισκόπους των παλαιοημερολογιτών
Τότε έλαβε θάρρος ο (αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος) Παπαδόπουλος και γράφει,
ότι (δήθεν ) εκείνος δεν εισήγαγε το (νέον) ημερολόγιον αλλ΄η ομόφωνος γνώμη της Ιεραρχίας.
Δεν λέγει όμως την αλήθειαν
Η αλήθεια είναι, ότι εκείνος το εισήγαγε, κατόπιν διαταγής της τότε κυβερνήσεως και της συμβουλής του τότε Οικουμενικού Πατριαρχου (Μελετιου) Μεταξάκη.

Ώφειλεν ως Αρχιεπίσκοπος να τηρήση την πρώτην γνώμην του την ορθήν , την συνετήν, την λογικήν και φρονίμην, ότι δεν δύναται η Εκκλησία της Ελλάδος να δεχθή την διόρθωσιν του Παλαιού Ημερολογίου άνευ της συμφώνου γνώμης όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών διότι θα κηρυχθή ως σχισματική
και την οποίαν παρεδέχθησαν όλα τα μέλη της Επιτροπής και  η τότε Εκκλησία της Ελλάδος και η Κυβέρνησις.
Το να αποδεικνύη, ως γράφετε (π.Θεόκλητε) ότι ο παλαιοημερολογιτισμός είναι μία καθαρά πλάνη, τούτο αποδεικνευει αστάθειαν χαρακτήρος και πλάνην του νοός και της διανοίας.
Εάν έλεγεν, ότι τινες των φανατικών και υπερζηλωτών Παλαιοημερολογιτώ, επλανήθησαν
παρερμήνευσαν τους αγίους 318 θεοφόρους Πατέρας , οι οποίοι εθέσπισαν και μάς παρέδωκαν το παλαιόν ημερολόγιον  δια να εορτάζωμεν συμφώνως την εορτήν του Πάσχα την ιδίαν ημέραν και μη γίνωνται έρεις αναμεταξύ των χριστιανών  θα εδικαιολογείτο, οι Άγιοι Πατέρες δεν μάς παρήγγειλαν ότι  το Παλαιόν Ημερολόγιον θα μάς σώση και ότι με αυτόν θα τελώμεν τα Μυστήρια.

Αλλά το να λέγη, ότι ο παλαιοημερολογιτισμός είναι καθαρά πλάνη,τότε κατηγορεί και θεωρεί ως
πλανεμένους τους 318 Θεοφόρους Πατέρας που το εθέσπισαν,  όλας τα Οικουμενικάς και τοπικάς Συνόδους, αο Οποίαια το ηκολουθησαν και το εκύρωσαν και  όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας που το ηκολούθησαν άχρι του 1924, κατηγορεί δε και τον εαυτόν του, όστις το 1923 το εστήριξεν και το 1924 το εκρήμνισε.

Τούτο το έπαθεν, διότι ηκολούθησε, ως μή ώφειλε, τον νεωτεριστήν, καινοτόμον , μασσώνον (πατριάρχην Μελέτιον) Μεταξάκην, δια τον οποίον  -όταν του υπενθύμισα ότι εάν δεν καταργήση το παρανόμως εισαχθέν νέον Παπικόν Ημερολόγιον- θα έλθη ημέρα και θα κτυπήση την κεφάλην του.
Όταν ήλθεν η ημέρα και εκτύπησε την κεφαλήν , έλεγε μετά στεναγμών και δακρύων:
«Να μη το΄σωνα,να μη το΄σωνα.Αυτός ο διεστραμμένος ο Μεταξάκης με πήρε στο λαιμό του!».
Ο (πατριάρχην Μελέτιον) Μεταξάκης τον συμπαρέσυρε και εις άλλα άτοπα, τα οποία παραλείπω, λέγω δε και φρονώ εν καιθαρά συνειδήσει, ότι εάν δεν τον ηκολούθει και συνεφώνει μετ΄αυτού,
θα ανεδεικνύετο ως εις των νεωτέρων διδασκάλων και συγγραφέων του έθνους και της Ορθοδόξου ημων Εκκλησίας, ως τον Ευγένιον Βούλγαρην,Νικηφόρον Θεοτόκην,Μακάριον Νοταράν , Νικόδημον Αγιορείτην, Αθανάσιον τον Πάριον,Νεκτάριον Πενταπόλεως.

Αλλά αντί να ακολουθήση τούτους και μένη σταθερός και στερεός εις τας Αποστολικάς και Πατρικάς Παραδόσεις, ηκολούθησε τον (πατριάρχην Μελέτιον) Μεταξάκην, με τον οποίον ήνοιξαν τας θύρας του λογικού των ποιμνίου , εις τον Αθηναγόρα, τον Χαλκηδόνος Μελίτωνα,Ιάκωβον Αμερικής οι οποίοι εισελθόντες εις την λογικήν Ποίμνην,κατεσπάραξαν τα λογικά πρόβατα και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

Δεν ρίχνω το βάρος και την αιτίαν όλην ακεραίαν τοις Πατριάρχαις και Αρχιερεύσι, πταίουν και οι λαϊκοί που τους εγέννησαν και κατά τας καρδίας αυτών , δίδει (ο Θεός)  τους άρχοντας.Πταίομεν πάντες και πρώτος εγώ.
Εάν είπομεν , ότι δεν αμαρτάνωμεν ψευδόμεθα .

Μία των κακών η διόρθωσις: η αληθής και ειλικρινής μετάνοια και επιστροφή
προς τον Πανάγαθον , αληθή Θεόν και Πατέρα Ουράνιον.
Εάν μετανοήσωμεν θα σωθώμε, εάν μη μετανοήσωμεν θα κολασθώμεν.

Ας προτιμήσωμεν την οδόν της μετανοίας.

Μετά αδελφικής και πατρικής αγάπης

Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος.


ΠΗΓΗ: www.pentapostagma.gr