A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

«Ὅ,τι εἶναι νόμιμο, εἶναι καὶ ἠθικό»;

«Ἀνεξαρτήτως ὁποιουδήποτε νομικοῦ ἰσχυρισμοῦ!»


του Επισκόπου Μαραθώνος κ. Φωτίου


Χθές στὴν Πρεμετή τῆς Βορείου Ἠπείρου, δικαστικοί ἐπιμελητές, μὲ ἐργάτες καί κάλυψη ἀπό ἄνδρες τῶν σωμάτων ἀσφαλείας, προέβησαν σέ ἐφαρμογή δικαστικῶν ἀποφάσεωn γιὰ κατάσχεση στην Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἀπομάκρυναν τοὺς πιστούς, βιαιοπράγησαν κατὰ τῶν ἱερέων καί φόρτωσαν σὲ φορτηγό σωρηδόν, εἰκόνες, προσκυνητάρια, καντήλια, ἑξαπτέρυγα, παγκάρι, καρέκλες, καὶ ὅ,τι μποροῦσε νὰ μεταφερθεῖ. Μέχρι καὶ τὴν καμπάνα πῆραν, ἀφοῦ ἔριξαν κάτω τό πρόχειρο κωδωνοστάσιο. Οἱ σχετικές φωτογραφίες καὶ τὰ βίντεο ἔχουν κατακλύσει τὸ ἑλληνικό διαδίκτυο.

Βεβαίως, κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ, ὅτι ὅλα ἔγινα νόμιμα, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀλβανικούς νόμους καὶ κατ’ ἐφαρμογήν νομίμων δικαστικῶν ἀποφάσεων. Παρ’ ὅλα ταῦτα τὸ ἑλληνικό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ἔσπευσε δικαίως νὰ καταδικάσει τὶς βιαιότητες αὐτές ὡς: «πράξεις ἀπαράδεκτες καὶ καταδικαστέες, ἀνεξαρτήτως ὁποιουδήποτε νομικοῦ ἰσχυρισμοῦ.»

Συγχαίρουμε τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν γιὰ τὴν τόσο ξεκάθαρη θέση τὴν ὁποία ἔλαβε καὶ παραθέτουμε ὁλόκληρη τὴν δήλωση τοῦ Ἐκπροσώπου τοῦ Ὑπουργείου κ. Κωνσταντίνου Κούτρα ὅπως δημοσιεύθηκε χθές:

«Μας προκαλούν βαθειά ανησυχία πληροφορίες για βίαια επεισόδια που έλαβαν χώρα, σήμερα, στην πόλη Πρεμετή, στον ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου.

H βίαιη απομάκρυνση κληρικών, η σφράγιση του ιερού Ναού, την επομένη μάλιστα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η παρεμπόδιση πιστών να προσέλθουν στον τόπο της θρησκευτικής τους λατρείας, καθώς και η αφαίρεση εικόνων και ιερών σκευών από το χώρο του Ναού είναι πράξεις απαράδεκτες και καταδικαστέες, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε νομικού ισχυρισμού.

Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας, η προστασία των χώρων λατρείας και η ανεμπόδιστη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων είναι χαρακτηριστικό εκ των ων ουκ άνευ ενός κράτους δικαίου και θεμελιώδες στοιχείο του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού θεσμικού πολιτισμού.

Ελπίζουμε συνεπώς οι ενέργειες αυτές να έγιναν ερήμην της αλβανικής κυβέρνησης.

Η Πρεσβεία μας και οι Προξενικές μας Αρχές στη χώρα έχουν λάβει οδηγίες να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το ζήτημα».

Ἐδῶ ἔρχεται καὶ πάλι στὸ προσκήνιο ἕνα ζήτημα ποὺ εἶχε ἀπασχολήσει καὶ παλαιότερα τὴν Ἑλληνική κοινή γνώμη: «Ὅ,τι εἶναι νόμιμο, εἶναι καὶ ἠθικό»; Ἀσφαλῶς ὄχι. Μὲ τυπικὰ νόμιμες διαδικασίες (νομότυπες) μποροῦν νὰ γίνουν ἀκόμη καὶ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα. Με τυπικῶς νόμιμες διαδικασίες (δίκες, ἀπολογίες κατηγορουμένων, κ.λπ.) καὶ ἡ Ἱερὰ ἐξέταση ἔκαιγε στὴν πυρά τοῦς ἀντιφρονοῦντες. Μὲ νομότυπες διαδικασίες εἶχαν κηρυχθεῖ καὶ οἱ διωγμοί κατὰ τῶν χριστιανῶν πού ρίχνονταν στὰ θηρία «κατ’ ἐφαρμογὴν νομίμων δικαστικῶν ἀποφάσεων».

Γι’ αὐτὸ ἂς ἀφήσουν κατὰ μέρος αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα οἱ Κατσουλιέρηδες καὶ οἱ ὑπερσπιστές τους. Τὶ πάει νὰ πεῖ «ἐφαρμογὴ νομίμων δικαστικῶν ἀποφάσεων»; 

Ἐχαρακτήρισαν τούς ἀντιφρονοῦντες «σχισματικούς» καὶ ἀπό νοικοκύρηδες οἱ γνήσιοι Ἐσφιγμενίτες ἔγιναν -ὡς διὰ μαγείας- «καταληψίες» μέσα στο ἴδιο τους τὸ σπίτι!

Εἶναι δίκαιο αὐτό; Καὶ ποιὸς κρίνει ποιοί εἶναι σχισματικοί; Γιὰ τοὺς Κατσουλιέρηδες καὶ τὸ Οἰκονομικόν Πατριαρχεῖον οἱ Ἐσφιγμενίτες εἶναι σχισματικοί. Γιὰ τοὺς Ἐσφιγμενίτες καὶ πάρα πολλούς ἄλλους Ἔλληνες, οἱ Κατσουλιέρηδες καὶ οἱ Πατριαρχικοί εἶναι σχισματικοί. 

Πῶς τὰ κοσμικά δικαστήρια ἐμπλέκονται σὲ μία πνευματική διαφορά καί παίρνουν τὴν ἄποψη τοῦ ἑνός μέρους, τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ κατὰ ...σύμπτωσιν εἶναι τὸ πιὸ ἰσχυρό;

Αὐτός εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυροτέρου, ὅπως λέγει ἡ Γραφή: «ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος τῆς δικαιοσύνης, τὸ γὰρ ἀσθενὲς ἄχρηστον ἐλέγχεται» (Σοφ. Σολομ. Βʹ 11). Ὁ νόμος τῆς δικαιοσύνης τους εἶναι ἡ ἰσχύς πού διαθέτουν, τό δέ ἀσθενές μέρος δὲν τὸ λογαριάζουν ὡσἄν ἄχρηστο, ὅπως σοφᾶ περιγράφει ὁ Δίκαιος Σολομών.

Καὶ τὰ ὑπόλοιπα τῆς περιγραφῆς τοῦ Σολομῶντος ταιριάζουν ἀπολύτως στήν διένεξη Πατριαρχικῶν (Μνημονευτῶν) καὶ Ὀρθοδόξων (Ζηλωτῶν): «ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν· ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει· ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ· εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν. ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ·» (Σοφ. Σολ. Βʹ 12-17). 

Ἐλέγχεται ἡ συνείδησή τους ἀπό τήν στάση τῶν Ζηλωτῶν καὶ φρίττουν. Δὲν ἀντέχουν οὔτε νὰ τοὺς βλέπουν καὶ μηχανεύονται ὅλα αὐτά τά τερτίπια μὲ τίς «νόμιμες δικαστικές ἀποφάσεις» πού στηρίζονται σὲ μία ὑποκειμενική κρίση πνευματικοῦ χαρακτήρα.

Νά ὄμως πού σὲ ἄλλα μέρη ἡ Πατριαρχική μερίδα δέν ἔχει τήν ἴδια ἰσχύ, ὁπότε οἱ νόμιμες διαδικασίες (σύμφωνα μέ τούς νόμους τοῦ τουρκικοῦ κράτους) μποροῦν νὰ δημεύουν περιουσιακά στοιχεῖα τοῦ Πατριαρχείου ἢ νὰ κλείνουν θεολογικές σχολές καὶ ἡ «ἐφαρμογὴ νομίμων δικαστικῶν ἀποφάσεων» (σύμφωνα μὲ τὴν ἀλβανική νομοθεσία) νὰ φορτώνει σέ φορτηγά τίς εἰκόνες, τά καντήλια καί τίς καμπάνες τῶν Ὀρθοδόξων ναῶν γιὰ ἐκποίηση...

Καὶ βέβαια, τὸ Ἑλληνικό Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ διαμαρτύρεται. Τί θὰ γίνει ὅμως ὅταν οἱ ἀποθρασυμένοι «Κατσουλιέρηδες» ἐπιχειρήσουν τὸν προσεχῆ Σεπτέμβριο, ὅπως σχεδιάζουν, νὰ καταλάβουν τὸ τὸ ἀντιπροσωπεῖον τῆς Μονῆς Ἐσφιγμἐνου στίς Καρυές «κατ’ ἐφαρμογὴν νομίμων δικαστικῶν ἀποφάσεων»; Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος τελεῖ ὑπό τὴν ἅμεσο ἐποπτεία (διὰ τῆς πολιτικῆς διοικήσεως) τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν.

Ἐὰν, λοιπόν, καθ’ ὑπόθεσιν -ὅ μὴ γένοιτο- καταληφθεῖ τότε τὸ ἀντιπροσωπεῖον τῆς Μονῆς Ἐσφιγμἐνου στίς Καρυές ἀπό τὴν ἀδελφότητα τῶν Κατσουλιέρηδων μὲ τὴ συνεργασία δικαστικῶν ἐπιμελητῶν και ἀστυνομικῶν, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τὴν ἀλβανική Κυβέρνηση νὰ ἀνταποδίδει τὰ πυρά, ἐκδίδοντας ἀκριβῶς τήν ἰδια ἀνακοίνωση μέ τήν ἀλλαγή μόνον τῶν ὀνομάτων:

«Μας προκαλούν βαθειά ανησυχία πληροφορίες για βίαια επεισόδια που έλαβαν χώρα, σήμερα, στὶς Καρυές, στο αντιπροσωπείο τῆς Ιεράς Μονής Εσφιγμένου.

H βίαιη απομάκρυνση Μοναχών, η ἐκκένωση του Κτιρίου, την επομένη μάλιστα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (ημέρα κατά την οποία πανηγυρίζει τὸ παρεκκλήσι τὸ διαμορφωμένο ἐντός του αντιπροσωπείου) η παρεμπόδιση τῶν προσκυνητών να προσέλθουν στον τόπο της θρησκευτικής τους λατρείας, καθώς και η αφαίρεση αντικειμένων από τό χώρο του Μοναστηριακού Αντιπροσωπείου είναι πράξεις απαράδεκτες και καταδικαστέες, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε νομικού ισχυρισμού.

Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας, η προστασία των χώρων λατρείας και η ανεμπόδιστη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων είναι χαρακτηριστικό εκ των ων ουκ άνευ ενός κράτους δικαίου και θεμελιώδες στοιχείο του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού θεσμικού πολιτισμού.

Ελπίζουμε συνεπώς οι ενέργειες αυτές να έγιναν ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης.

Η Πρεσβεία μας και οι Προξενικές μας Αρχές στη χώρα έχουν λάβει οδηγίες να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το ζήτημα».

Ἂς προσέξει τὸ Ὑπουργεῖο μας διότι ἡ ἑριστική συμπεριφορά μίας πενταμελοῦς καλογηρικῆς (;) ἀδελφότητος κινδυνεύει νὰ ἀπογυμνώσει τὴν ἑλληνική ἐξωτερικὴ πολιτική ἀπό τὰ ἐπιχειρήματα τὰ ὁποῖα ἐπικαλεῖται γιὰ τὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στὰ γειτονικά κράτη. Καὶ μάλιστα, κινδυνεύει ἀπό κατήγορος νὰ βρεθεῖ κατηγορούμενη.


Γι’ αὐτό ἂς προσέξει καλά.

ΠΗΓΗ: http://entoytwnika.blogspot.gr/2013/08/blog-post_6743.html

Ομιλά Εις Τη Θεία Μεταμόρφωση Του Κυρίου Και Θεού Και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού – Αγίου Γρηγορίου Του Παλαμά

Σχετική εικόνα


Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θὰ δώσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἂς ἐπανεξετάσουμε λοιπὸν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἂς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιὰ νὰ ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καὶ ὁλόκληροι νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὰ θεῖα.|

 «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καὶ ἀΐδιος, ποὺ δὲν μετρεῖται μὲ διαστήματα, δὲν αὐξομειώνεται, δὲν διακόπτεται ἀπὸ νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δὲν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἢ σκιὰ ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σὲ μᾶς μὲ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἐξήγαγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιὰ πάντα νὰ λάμπει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.
 Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας ἥλιος, δὲν ἀνέχεται νὰ φέγγει καὶ νὰ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μετέρχονται τὸ ψεῦδος ἢ ὑψώνουν τὴν ἀδικία μὲ λόγια ἢ τὴν ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται καὶ γίνεται πιστευτὸς ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας καὶ αὐτοὺς εὐφραίνει μὲ τὶς λάμψεις Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφὴ «Φῶς ἀνέτειλε γιὰ τὸν δίκαιο καὶ ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ἄδει πρὸς τὸν Θεό: «Τὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Ἑρμὼν θὰ ἀγαλλιάσουν στὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τὴν εὐφροσύνη ποὺ προκλήθηκε ἀργότερα στὸ ὄρος ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶδαν.
 Ὁ δὲ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμὸ ἀδικίας, διάλυσε τοὺς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καὶ κατόπιν: «Τότε θὰ ξεχυθεῖ σὰν τὴν αὐγὴ τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου γρήγορα θὰ ἀνατείλουν, θὰ πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καὶ πάλι, «ἐὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα δεσμὸ καὶ χειρονομία καταδικαστικὴ καὶ κακολογία, καὶ δώσεις στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσεις ψυχὴ ταπεινωμένη, τότε θὰ ἀνατείλει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς σου καὶ τὸ σκοτάδι σου θὰ γίνει σὰν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τοὺς καθιστᾶ κι αὐτοὺς ἄλλους ἥλιους, πάνω στοὺς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ λάμψει ἀπλέτως· «διότι θὰ λάμψουν καὶ οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).
 Ἂς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τὰ ἔργα τοῦ σκότους, κι ἂς ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νὰ βαδίσουμε εὐσχημόνως σὰν σὲ τέτοια ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ ἡμέρας υἱοὶ νὰ γίνουμε. Καὶ ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος, ὅπου ὁ Χριστὸς ἔλαμψε, γιὰ νὰ δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν εἴμαστε ὅπως πρέπει καὶ ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καὶ ἀνυψῶστε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιας πρὸς τὸ φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καὶ ἔτσι ἀποκτώντας τὴν θεία αἴγλη ἀπὸ ψηλά, νὰ γίνετε σύμμορφοι μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἐπάνω στὸ ὄρος ἔλαμψε σήμερα σὰν τὸν ἥλιο.
 Τί σημαίνει «σὰν τὸν ἥλιο;» Κάποτε τὸ ἡλιακὸ φῶς δὲν ὑπῆρχε σὰν σὲ σκεῦος στὸν δίσκο τοῦτο. Τὸ μὲν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τὸν δὲ δίσκο τὴν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ φῶς καὶ κάμνοντάς τον ἄστρο ποὺ φέρνει τὴν ἡμέρα καὶ συγχρόνως φαίνεται τὴν ἡμέρα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ φῶς τῆς θεότητας κάποτε δὲν βρισκόταν σὰν σὲ σκεῦος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ δίχως ἀρχή. Τοῦτο δὲ τὸ πρόσλημμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ μᾶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιὰ χάρη μας στοὺς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιὸς καὶ συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ὁ δὲ Μᾶρκος λέει «στιλπνὰ καὶ λευκὰ πολὺ σὰν χιόνι, τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπὶ τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).
 Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὸ προσκυνητὸ ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τὸ μὲν πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμψε, τὰ δὲ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τὸ σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καὶ ἔδειξε μὲ αὐτὸ ποιές εἶναι οἱ στολὲς τῆς δόξας, ποὺ θὰ ἐνδυθοῦν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τὸν Θεό, καὶ ποιά εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τὰ ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδὰμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνὸς καὶ αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μὲν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετικὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία Του λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τὰ ἐκεῖ τελούμενα δὲν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νὰ συγκριθοῦν. Ὁ δὲ Μᾶρκος εἰκονίζει μὲν τὰ ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι ἔδειξε καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τὸ χιόνι εἶναι μὲν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὲς φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτὸ ἀέρα. Ὅταν δηλαδὴ τὸ σύννεφο δὲν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει τὸν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καὶ ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκὸ καὶ ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.
 Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ἀρκοῦσε τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καὶ τὸ στιλπνό, δείχνοντας καὶ μ᾽ αὐτὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτὸς ἐκείνου, μὲ τὸ ὁποῖο τὰ ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνὰ καὶ λευκά. Πράγματι, δὲν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτὸς νὰ καθιστᾶ λευκὰ καὶ στιλπνὰ αὐτὰ ποὺ φωτίζει, ἀλλὰ νὰ δείχνει τὸ χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθὼς φαίνεται, τὰ ἀποκάλυψε ἢ μᾶλλον τὰ ἀλλοίωσε, πρᾶγμα ποὺ δὲν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τὸ δὲ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καὶ ὅταν τὰ ἀλλοίωσε, τὰ διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νὰ τὰ ἐνεργεῖ αὐτὰ φῶς γνώριμο σὲ μᾶς; Γι᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς θέλοντας νὰ δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τὴν ὑπεροχικὴ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μὲ τρόπο τὴν φυσικὴ ὡραιότητα συνάπτοντας τὴν στιλπνότητα μὲ τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἡ τέχνη μαζὶ μὲ τὴν φύση ἐπινοεῖ τὸ ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τὴν ὀμορφιὰ πάνω ἀπὸ τεχνητοὺς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ».
 Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ σαρκώθηκε γιὰ μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καὶ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τὸ γράμμα εἶναι σὰν ἐνδυμασία· λευκὸ καὶ σαφές, συνάμα δὲ στιλπνὸ καὶ λαμπρὸ καὶ σὰν μαργαριτάρι, μᾶλλον δὲ θεοπρεπὲς καὶ ἔνθεο γι᾽ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν πνευματικὰ τὰ τοῦ Πνεύματος καὶ ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τὶς λέξεις τῶν κειμένων καὶ δείχνουν ὅτι τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, ποὺ γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ, δηλαδὴ σοφὸς τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ διασαφήσει. Καὶ τί λέω νὰ διασαφήσει; Δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήσει, οὔτε ὅταν τὰ ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθὼς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητὲς τὶς ἀσύλληπτες καὶ θεῖες καὶ πνευματικὲς ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα ποὺ δὲν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μὲ τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).
 Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, ποὺ ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπὸ τὴν θεσπέσια ἐκείνη θέα καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς θεῖο ἔρωτα καὶ πόθο μεγαλύτερο, μὴ θέλοντας πλέον νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ φῶς ἐκεῖνο, «καλὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στὸν Κύριο, «ἂν θέλεις, ἂς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία», μὴ γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δὲν εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δὲν θὰ χρειασθοῦμε σκηνὲς χειροποίητες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους μὲ τὴν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μὲν Χριστὸς ὡς Υἱὸς γνήσιος στοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς βρίσκεται, οἱ δὲ προφῆτες ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραὰμ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως πρέπει θὰ κατοικήσουν. Καθὼς λοιπὸν ὁ Πέτρος στὴν ἄγνοιὰ του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ τοὺς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου καὶ δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνὴ ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ νεφέλη καὶ πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τοὺς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς, στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοικεῖ, τὸ φῶς ποὺ ἐνδύεται σὰν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτὸς ποὺ καθιστᾶ τὰ σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καὶ «ἔθεσε τὸ σκότος περικάλυμμά Του σὰν κυκλικὴ σκηνὴ» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἀθανασία καὶ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὣστε τὸ ἴδιο εἶναι ἐδῶ καὶ φῶς καὶ σκότος, ποὺ ἐπισκιάζει ἀπὸ ἀσύγκριτη λαμπρότητα.
 Ἀλλὰ καὶ αὐτό, ποὺ λίγο πρὶν εἶδαν τὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτὸς ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τοὺς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στὸ Θαβώρ». Καὶ ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεὸς λέει ὅτι «σ᾽ αὐτὸν τὸν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νὰ γνωρίσει καὶ νὰ δεῖ τὸν Θεό». Ἑπομένως τὸ ἴδιο φῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔβλεπαν νὰ λάμπει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ ἐπειδὴ ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τὴν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτοὺς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καὶ ἔτσι ἐπισκίασε τὴν πηγὴ τοῦ θείου καὶ ἀεννάου φωτός, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καὶ στὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καὶ ἀφαιρεῖ πάλι τὴν ὅραση, ὅταν κατάματα τὸν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.
 Ἀλλ᾽ ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σὲ ὅποιους θέλει. Ὁ δὲ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καὶ φυσικὴ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καὶ σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καὶ ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καὶ φάνηκε σὰν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιὸ ἔντονα κατὰ τὴν θέλησή Του καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, σὰν νὰ εἰσῆλθε σὲ φωτεινὴ νεφέλη. Ἀλλὰ καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὴν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τὴν ὁποία δόξα καὶ ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη, ποὺ ἐπισκίασε τὸν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν εἶναι αἰσθητὸ φῶς τὸ ὑπερουράνιο;
 Δίδαξε δὲ ἡ ἀπὸ τὴν νεφέλη φωνὴ τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καὶ δὲν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχωρήθηκαν γιὰ τὴν μέλλουσα αὐτὴ τοῦ Κυρίου παρουσία καὶ ἐπιφάνεια. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σὲ Υἱὸ ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει Αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε καὶ σ᾽ Αὐτὸν νὰ πειθαρχοῦμε. Καὶ ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, διότι εἶναι πλατειὰ καὶ ἄνετη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, ἐνῶ στενὴ καὶ δύσβατη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή», Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτὸν νὰ πιστεύετε καὶ τέτοιου φωτὸς νὰ καθιστᾶτε ἀξίους τοὺς ἑαυτούς σας.
 Ὅταν λοιπὸν φάνηκε ἡ φωτεινὴ νεφέλη καὶ ἤχησε ἀπὸ τὴν νεφέλη ἡ πατρικὴ φωνή, ἔπεσαν, λέει, μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καὶ ἄλλοτε πολλὲς φορὲς ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στὸν Ἰορδάνη ἀλλὰ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τὸ σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τὸ ὄνομὰ Σου» ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Τὸ ὄνομά μου τὸ δόξασα καὶ πάλι θὰ τὸ δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καὶ ὅλος μὲν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλὰ καὶ φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιὰ τὴν φωνή, ἀλλὰ γιὰ τὸ παράξενο καὶ ὑπερφυὲς φῶς. Διότι καὶ πρὶν φθάσει ἡ φωνὴ ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπὸ τὴν θεοφάνεια ἐκείνη.
 Ὅμως, ὅταν μὲ ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καὶ ὑπερφυὲς καὶ ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοὶ ποὺ ἐπιδίδονται μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο στὴν θύραθεν καὶ σαρκικὴ παιδεία καὶ δὲν μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὰ τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σὲ ἄλλο γκρεμό. Δὲν τὸ ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλὰ ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητὸ καὶ κτιστό. Ὁ δὲ Κύριος στὰ εὐαγγέλια λέει πὼς τούτη ἡ δόξα δὲν εἶναι κοινὴ μόνο σ᾽ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, καθὼς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νὰ ὁμολογήσει ἐμένα καὶ τὴν διδασκαλία μου στὴν γενεὰ αὐτή, θὰ ντραπεῖ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στὴν δόξα Του καὶ τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι οὐσία, θὰ δεχθοῦν ὅτι αὐτὴ εἶναι κοινὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.
 Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα καὶ βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μὲν Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσικὴ τούτη τὴν δόξα καὶ βασιλεία, οἱ δὲ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τὴν ἀποκτοῦν κατὰ χάρη, δεχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνὸς τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στὸ Θαβώρ, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ τὸ πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νὰ τὸ ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καὶ αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στὸ θνητὸ πρόσωπό του τὴν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθὼς καὶ ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρὸς τὸν Υἱὸ τὴν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τὸν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δὲν θὰ ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἂν ἀναφερόταν στὸν Μωϋσῆ.
 Κοινή, λοιπόν, καὶ μία εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ βασιλεία καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θὰ εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλὰ κανεὶς μέχρι τώρα δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι μία καὶ κοινὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ βέβαια κοινὴ φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στὸ ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινὴ ἡ οὐσία τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας, θὰ τὸ ἔλεγαν ὁ Εὐτυχὴς καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι εὐσεβεῖς. Καὶ τὴν μὲν δόξα αὐτὴ καὶ λαμπρότητα, ὅπως καὶ τώρα τὴν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θὰ τὴν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νὰ λάμπει ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως δύση. Κανεὶς ὅμως δὲν στάθηκε στὴν ὑπόσταση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε ἢ περιέγραψε τὴν θεία φύση. Καὶ τὸ μὲν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μὲ μέτρο καὶ ἐπιδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον μεριζόμενο δίχως νὰ διαιρεῖται, κατὰ τὴν ἀξία αὐτῶν ποὺ τὸ δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τὸ μὲν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιὸ πολὺ ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι. Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας στὴν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλὰ κανεὶς τους δὲν ἄστραψε τότε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς μέρος τοῦ φωτὸς ἐκείνου εἶδαν, μέρος δὲν μπόρεσαν νὰ ἀτενίσουν.
 Ἔτσι λοιπὸν μετρεῖται καὶ μερίζεται, δίχως νὰ διαιρεῖται, τὸ φῶς ἐκεῖνο καὶ ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καὶ ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατὰ μέρος γνωρίζουμε καὶ κατὰ μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καὶ ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ καμμιὰ οὐσία δὲν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τὸ νὰ νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατὴ στοὺς κατ᾽ αὐτοὺς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καὶ τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς σύγχρονους κακοδόξους καὶ πιστεύοντας, καθὼς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καὶ κοινωνοῦν ὄχι τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βασιλεία καὶ δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ φῶς ἀπόῤῥητο καὶ θεία χάρη, ἂς ὁδεύσουμε πρὸς τὴν λάμψη τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόῤῥητη αἴγλη ἀπὸ μία τρισυπόστατη φύση. Καὶ τὰ μάτια τοῦ νοῦ ἂς ἀνυψώσουμε πρὸς τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι τώρα μὲ τὸ σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης, σὰν ἀπὸ μακρυνὸ τόπο μᾶς στέλνει αὐτὸ τὸ μήνυμα: «ὅποιος θέλει νὰ παραστεῖ σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, ἂς μιμεῖται κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἂς πορεύεται τὴν ὁδὸ καὶ τὴν πολιτεία, τὴν ὁποία ὑπέδειξα μὲ τὸν ἐπίγειο βίο μου».

 Ἂς παρατηροῦμε, λοιπόν, μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴν φύση μας νὰ ζεῖ αἰωνίως μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καὶ ἀφοῦ ἀποβάλουμε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τοὺς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τὰ γεώδη καὶ σαρκικὰ φρονήματα, ἂς σταθοῦμε σὲ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τὴν δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ ἔχουμε παῤῥησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεὸς μέσα σὲ φῶς, καὶ προστρέχοντας νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ ζήσουμε αἰωνίως μαζὶ Του πρὸς δόξα τῆς τρισήλιας καὶ μοναρχικωτάτης λαμπρότητας,
τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Πηγή: metamorfosi-vrilission.gr

Δείτε σχετικά:
1. Η ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ( 6 Αυγούστου)

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (2 Αὐγούστου)



Aφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ΄ [304], και αφ’ ουετελειώθησαν διά του μαρτυρίου πολλοί Xριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Kαι όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Xριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Oρθοδόξων.

Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Iερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Eις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. O δε Iερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Iωάννην.

O δε Iωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Oυρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Aι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν(1).

Aφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Mετά ταύτα δε έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Iερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Iωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Nαώ εκείνω.

Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Nαού Aλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Aφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι.

Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Mητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Aλεξάνδρου, Iουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, διά τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Kωνσταντινούπολιν.

Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Άγιον Kύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφήση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Aλλ’ ο Άγιος Kύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Διά τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, διά συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα διά να υπάγη να το πάρη.

Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Aγίου Στεφάνου λείψανον. Tούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Kωνσταντινούπολιν δρόμον(2). Eις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Tα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Oι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως.

Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Aσκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί διά την Kωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.

Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Aλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς διά ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Tότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Kωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια.

Tότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Eτράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Eπειδή δε εκτύπουν τα ζώα διά να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Tαύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν.

Tαύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Nαόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eις τον Nαόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Aγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. H δε εύρεσις του λειψάνου του Aγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. H μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου(3).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία αναφέρει Nικήτας ο Pήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Aποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Aγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Bαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Aγίους Aποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Tούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον διά λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Iερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Eπήγαν δε μαζί και οι Aπόστολοι και το ενταφίασαν.

Tότε και ο Nικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Iησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Nικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Aγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Kορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Mαθόντες δε τούτο οι Iουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Nικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. O δε Γαμαλιήλ θείος ων του Nικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Nικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Mάρτυς του Iησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Aγίου Στεφάνου.

Mετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Xρυσόστομος, Oμιλ. ιθ΄ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Iστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Iωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.) Tου Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Aπόστολος Bαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Kλήμης ο Στρωματεύς, και ο Eυσέβιος, και ο Eπιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Iουνίου. Oμοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Aβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Mετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου και του Aγίου Nικοδήμου.

Kατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Aγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Iερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Eίχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Iερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Eίπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Eπρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Nικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Aβελβούλ του υιού του.

Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Eπάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Tο σεντούκι όμως του Aγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Iεροσολύμων το του Aγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Aγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.

2. Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Kεδρηνός ιστορούσιν, ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Iεροσολύμων Aρχιεπίσκοπον, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Kαι ένα σταυρόν χρυσούν μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Kρανίου. Έστειλε δε και ο Iεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Aγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την Xαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Xαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Nαόν του Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Iερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Aγίου μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν.

3. Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Aγίου Στεφάνου, ου η αρχή· «Kαι πώς άν τις αιτίας ημάς απαλλάξοι και μώμου;»

(Συναξαριστής αγίου Νικοδήμου)

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· Στέφανε, σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


ΟΙ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ

Το 1924 ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος με εγκύκλιό του εισήγαγε, για τις ακίνητες εορτές, το γρηγοριανό ημερολόγιο στην Εκκλησία της Ελλάδος. Όσοι ακολούθησαν αυτήν την καινοτομία ονομάστηκαν νεοημερολογίτες. Η νεοημερολογιτική Εκκλησία αναγνωρίσθηκε από την Πολιτεία ως η "Εκκλησία της Ελλάδος". Αυτή η αναγνώριση περιελάμβανε τόσο την μισθοδοσία των κληρικών της από τα κρατικά ταμεία, όσο και την δίωξη των εμμενόντων στα πάτρια Ορθοδόξων. Η καινοτομήσασα όμως αυτή κρατούσα Εκκλησία δεν αντιπροσωπεύει την "Εκκλησία της Ελλάδος" κανονικώς και ολοκληρωμένα. Αντιπροσωπεύει μόνο το υπόδικο εκείνο τμήμα της Εκκλησίας που δέχθηκε την καινοτομία, δηλαδή τους νεοημερολογίτες.
Στην νεοημερολογιτική Εκκλησία λοιπόν, την εμφανιζόμενη ως ΤΗΝ "Εκκλησία της Ελλάδος", παρατηρείται το εξής πρωτοφανές φαινόμενο: να υπάρχει διοικητική ενότητα, χωρίς ενότητα πίστεως! Αυτό γίνεται εξαιτίας της σχέσεως αυτής με την Πολιτεία που αναφέραμε. Εφόσον οι κληρικοί της Εκκλησίας αυτής είναι και δημόσιοι υπάλληλοι, κάθε διαφωνία σε θέματα πίστεως, δεν επηρεάζει την διοικητική ενότητα, αφού αυτόματα κάθε αποτείχιση (διακοπή κοινωνίας για θέμα πίστεως), επιφέρει καθαίρεση από την Εκκλησία αυτή και απόλυση από το Κράτος. Έτσι μέσα στη νεοημερολογιτική Εκκλησία, έχουν δημιουργηθεί διάφορες "παρατάξεις", όχι τόσο διακρινόμενες ως προς το εξωτερικό γνώρισμα της διοικήσεως -όπως στους Παλαιοημερολογίτες-, όσο προς το ουσιαστικότατο γνώρισμα της Πίστεως. Οι κυριότερες από αυτές είναι:

1. Οι οικουμενιστές. Είναι υπέρμαχοι του οικουμενισμού, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, της παγχριστιανικής και πανθρησκευτικής ενότητος - χωρίς τις ορθόδοξες προϋποθέσεις - και θεωρούν ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν υπάρχει, αλλά θα επανιδρυθεί όταν ενωθούν όλες οι "Εκκλησίες". Ενδεικτικά, εκπρόσωποι αυτών είναι οι επίσκοποι Σύρου Δωρόθεος, Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Δημητριάδος Ιγνάτιος, καθώς και η πλειοψηφία των καθηγητών στις "Θεολογικές" Σχολές. Αποτελούν τους "ενωτικούς" της εποχής μας.

2. Οι συντηρητικοί. Είναι πολέμιοι του οικουμενισμού και θεωρητικώς πρεσβεύουν και διακηρύττουν όσα η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει και διακηρύττει. Και λέμε θεωρητικώς διότι αν και έχουν υπογράψει "Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού", εν τούτοις είναι διοικητικώς ενωμένοι με τους οικουμενιστές, με τους οποίους έχουν πλήρη κοινωνία. Είναι επίσης οπαδοί της λεγομένης "συντεταγμένης αποτείχισης", με την οποία θα κατορθώσουν να έχουν την απαιτούμενη πλειοψηφία στην νεοημερολογιτική Εκκλησία, ώστε να αποφευχθούν τυχόν κυρώσεις από αυτήν , αλλά και την Πολιτεία. Ενδεικτικά, εκπρόσωποι αυτών είναι οι επίσκοποι Πειραιώς Σεραφείμ, Αιτωλίας Κοσμάς, Κυθήρων Σεραφείμ, ηγούμενοι του Αγίου Όρους και άλλων Μονών, καθώς και οι διαπρεπείς Καθηγητές της Θεολογίας Πρωτοπρεσβύτεροι Γεώργιος Μεταλληνός και Θεόδωρος Ζήσης.

3. Οι αδιάφοροι. Αποτελούν την πλειοψηφία των νεοημερολογιτών. Εκτός από τον αδιάφορο λαό, συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς και οι επαγγελματίες κληρικοί, καθώς και επίσκοποι, οι οποίοι έτυχε να επιλέξουν το ιερατικό στάδιο για το μισθό, την καριέρα και την κοινωνική αναγνώριση. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι ομοφυλόφιλοι που αναγνωρίζονται μεταξύ τους με γυναικεία ψευδώνυμα, όπως καλώς γνωρίζουν πολλοί, ακόμη και οι ίδιοι οι νεοημερολογίτες, που παλεύουν για κάθαρση της Εκκλησίας.
 
4. Οι οργανωσιακοί. Είναι χωρισμένοι σε πολλές, προτεσταντικού τύπου, οργανώσεις με ποικίλες διαφοροποιήσεις σε πολλά θέματα. Οι πιο γνωστές είναι "Η Ζωή" και "Ο Σωτήρ", ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχει οργάνωση μακρακιστών (Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής) που πιστεύουν στο τρισύνθετο του ανθρώπου. Πολλές οργανώσεις έχουν επηρεαστεί από τη δυτική "θεολογία" (π.χ. ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης) και δέχονται ακόμη και -συγκεκαλυμμένες- καταδικασμένες αιρετικές απόψεις (π.χ. νεστοριανισμός).

5. Οι νεορθόδοξοι ή νεονικολαΐτες. Αποτελούν γέννημα αντίδρασης στον δυτικό πουριτανισμό και τον συντηρητισμό των οργανώσεων. Κυριότερος εκπρόσωπός τους ο Χρήστος Γιανναράς.


6. Οι νεοβαρλααμίτες. Είναι οπαδοί της λεγόμενης "λετουργικής αναγέννησης". Ζητούν την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων στη δημοτική και την μεταρρύθμιση των τυπικών διατάξεων των ακολουθιών.
Υπάρχουν επίσης και μικρότερες "παρατάξεις", όπως οι "θεολογικοί" στη Λάρισα (πιστοί του Λαρίσης Θεολόγου, οι οποίοι δεν δέχθηκαν το νέο μοιχεπιβάτη επίσκοπο), οι "εσχατολόγοι", που αναμένουν τον Αντίχριστο και τη συντέλεια (π.χ. μοναχός Μάξιμος Βαρβαρής), οι "οργουελιανοί" (κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος - ΑΜΚΑ - Κάρτα του πολίτου κλπ.) με κυριότερο εκπρόσωπο τον π. Σαράντη Σαράντο, οι "δωρητές", δηλαδή αυτοί που είναι υπέρ των μεταμοσχεύσεων, θεωρώντας τον φόνο, ως φιλανθρωπία κ. α.
(Στις παραπάνω "παρατάξεις" δεν αναφέραμε τους αποτειχισμένους του νέου ημερολογίου, διότι αν και ανήκουν στον χώρο της ημερολογιακής καινοτομίας,  έχουν διακόψει την κοινωνία με την νεοημερολογιτική Εκκλησία, λόγω του Οικουμενισμού).
Η κυριότερη δικαιολογία των ανηκόντων στην κρατούσα Εκκλησία, σχετικώς με την πολυδιάσπασή τους αυτή, είναι η εξής: εμείς μπορούμε να διαφωνούμε, αλλά ανήκουμε όλοι στην Εκκλησία! Το έωλο αυτό επιχείρημα καταρρίπτεται αφενός με διότι όταν οι Ορθόδοξοι ομολογούμε Μία την Εκκλησία, δεν αναφερόμαστε απαραίτητα στην διοικητική ενότητα, η οποία βεβαίως είναι επιθυμητή όταν υπάρχει, αλλά στην ενότητα Πίστεως - ο Άγιος Χρυσόστομος το εξηγεί αυτό: "ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύωμεν, τότε ἑνότης ἐστί... Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἕν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκωμεν"(P.G. 62, 83) και ο Άγιος Μάξιμος επίσης ονόμασε "Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ὁμολογίαν" (P.G. 90, 132) -, αφετέρου δε, διότι δεν μπορούν να ανήκουν στην ίδια Εκκλησία και οι ορθόδοξοι και οι κακόδοξοι. Εκτός αν οι συντηρητικοί θεωρούν ορθοδόξους τους οικουμενιστές, οι οργανωσιακοί τους νεορθοδόξους και όλοι μαζί τους μακρακιστές...
Μετά λοιπόν το άρθρο μας για τις διασπάσεις στον χώρο του παλαιού ημερολογίου και το παρόν άρθρο για τις διασπάσεις στο χώρο του νέου ημερολογίου, έπεται νέο άρθρο στο οποίο θα δώσουμε απαντήσεις στο ερώτημα που βασανίζει πολλούς καλοπροαίρετους αδελφούς: "σε ποια Εκκλησία να πάω, για να σωθώ;".


ΠΗΓΗ: http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2013/08/blog-post_15.html

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ IA'



Μερικές σκέψεις που παρακινούν την επιθυµία του ανθρώπου
να θέλη να κάνη σε κάθε πράγµα το θέληµα του Θεού.

Για να παρακινήσης τη θέλησί σου µε περισσοτέρη ευκολία, να θέλης
σε όλα την ευχαρίστησι και τη δόξα του Θεού, θυµήσου συχνά, οτι
αυτός προτύτερα µε διαφόρους τρόπους σε τίµησε και σε αγάπησε· σε
δηµιούργησε από το τίποτα, κατ’ εικόνα και οµοίωσι δική του και όλα τα
άλλα κτίσµατα τα έκανε στην δική σου υπηρεσία σε λύτρωσε από τη
σκλαβιά του διαβόλου, στέλνοντας όχι έναν Αγγελο, αλλά τον Υιόν του
τον Μονογενή για να σε εξαγοράση, όχι µε φθαρτή τιµή χρυσού και
αργύρου, αλλά µε το πολύτιµο αίµα του και θάνατο τον πιό πολύ
βασανιστικό και άτιµο και πάλι µετά από αυτά, κάθε ώρα και κάθε
στιγµή, σε φυλάει από τους εχθρούς· πολεµεί για σένα µε τη θεία του
χάρι έχει ετοιµο για τροφή σου και τιµή σου, τον αγαπητό του Υιό στα
άχραντα Μυστήρια.
Αυτό είναι ένα σηµάδι µιας υπέροχης τιµής και αγάπης, που έχει
για σένα ο Θεός, τόσο µεγάλη, που δεν µπορεί κανείς να καταλάβη
πόση τιµή κάνει ένας τόσο µεγάλος Βασιλιάς στην µηδαµινότητα και
ταλαιπωρία µας και αντίθετα, πόση τιµή και σεβασµό χρωστάµε να
κάνουµε εµείς, στην τόσο σηµαντική αυτού µεγαλειότητα, ο οποίος
έκανε για µας τόσα και τόσα θαυµάσια πράγµατα.
Καί εάν οι επίγειοι βασιλείς, όταν τιµώνται από ανθρώπους και τους
πιό ασήµαντους και ευτελείς, είναι οφειλέτες να τους κάνουν την
ανταπόδοσι, πόσο περισσότερο πρέπει να κάνουµε εµείς οι τιποτένιοι
στόν υπέρτατον Βασιλιά του σύµπαντος, από τον οποίον είµαστε τόσο
πολύ τιµηµένοι και αγαπηµένοι; Εκτός από αυτό που είπαµε, έχε
πάντα στην θύµησί σου περισσότερο από κάθε άλλο, ότι, όπως είπαµε
πρίν, η θεία µεγαλειότητα απο µόνη της είναι απεριόριστα άξια να
τιµάται και να υπηρετήται καθαρά από όλους κατά τον τρόπο που της
αρέσει.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ I'



Πώς πρέπει να εξασκούµε τη θέλησί µας για να θέλη σε ολες µας
τις εσωτερικές και εξωτερικές πράξεις, ως τελειωτικό σκοπό µόνο
την ευχαρίστησι του Θεού

Πέρα από την εκγύµνασι του νου σου πρέπει να κυβερνήσης και
την θέλησί σου µε τέτοιο τρόπο, που να µην την αφήσης να στρέφεται
προς τις επιθυµίες της, και η οποία πρέπει να γίνη όλη ένα µε την
θέλησι του Θεού. Και σκέψου καλά οτι δεν είναι αρκετό σε σένα αυτό
µόνο, το να θέλης και να ζητάς εκείνα που αρέσουν στον Θεό, αλλά
επιπλέον ακόµη, και το να θέλης, ως κινούµενος από τον Θεό, και για
µόνο το τέλος, να αρέσης σ’ αυτόν καθαρά. Για το σκοπό αυτό, εχουµε
µεγαλύτερη φιλονεικία µε τη φύσι, παρά για όλα τα παραπάνω που
έχουµε πεί. Επειδή η φύσις µας παρεκλίνει µόνη της τόσο πολύ,
που σε όλα τα πράγµατα, µερικές φορές ακόµη και σε αυτά τα καλά
και τα πνευµατικά, ζητά την ανάπαυσί της και την ευχαρίστησί της
και από αυτό, σαν τελείως ανυποψίαστα, τρέφεται µε λαχτάρα σαν από
τροφή.
Γι’ αυτό και όταν µας προσφέρωνται τα πνευµατικά, αµέσως τα
επιθυµούµε και τα βλέποµε όχι όµως παρακινηµένοι από το θέληµα του
Θεού ή για µόνον το να αρέσουµε στό Θεό, αλλά και για εκείνη την
ευχαρίστησι και την χαρά, που προέρχεται σε µάς, θέλοντας εκείνα
που θέλει ο Θεός. Αυτή η οποία πλάνη είναι τόσο περισσότερη
κρυµµένη, όσο είναι απο µόνο του καλύτερο και πνευµατικώτερο εκείνο
που θελήσαµε. Γιατί δεν φθάνει µόνον το να θέλουµε εκείνα που θέλει ο
Θεός, αλλά και το να τα θέλουµε, καθώς και όταν και όπως και γιατί
εκείνος τα θέλει16
, ώστε και στο να επιθυµούµε και αυτόν τον ίδιο το
Θεό, συνήθως βρίσκονται σ’ αυτό πολλές απάτες της δικής µας αγάπης,
δηλαδή της φιλαυτίας. Επειδή πολλές φορές αποβλέπουµε περισσότερο
στο δικό µας συµφέρον και καλό, παρά στο θέληµα του Θεού, ο οποίος
για µόνο την δόξα του, ευαρεστείται και θέλει να τον αγαπάµε, να τον
επιθυµούµε και να του κάνουµε υπακοή όπως είπαµε πρίν.
Λοιπόν, εσύ αδελφέ µου, για να φυλαχθής από αυτό τον δεσµό, που
εµποδίζει τον δρόµο της τελειότητας και για να προκόψης στό να θέλης
και να κάνης κάθε σου πράξι για µόνο το θέληµα και τη δόξα και
ευαρέστησι του Θεού και για να υπηρετής µόνον αυτόν (ο οποίος, σε
κάθε µας πράξι και λογισµό, θέλει να είναι µόνος αυτός, η αρχή και το
τέλος) χρησιµοποίησε αυτόν τον τρόπο.
Οταν πρόκειται να επιχειρίσης καµµία πράξι, την οποία θέλει ο
Θεός, η οποία είναι απλά καλή· µη στρέφης την επιθυµία σου αµέσως
στο να την θέλης, αν πρώτα δεν υψώσης το νου σου στό Θεό, να δης αν
είναι και θέληµα δικό του το να την θελήσης και αν αυτός έτσι θέλη
και αν µέσα απο αυτή αρέσεις σε αυτόν µόνο. Και όταν σκεφθής ότι από
αυτήν την θεία θέλησι είναι παρακινηµένη η δική σου κλίσις, τότε να
θέλης την πράξι εκείνη και να την πραγµατοποιής, γιατί την θέλει ο
Θεός και είναι για µόνο την δόξα και την υπακοή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν θέλης να αποστραφής εκείνο που δεν
θέλει ο Θεός, δηλαδή το κακό, µην το αποστραφής αµέσως, αν πρώτα
δεν προσηλώσης το βλέµα του νου σου στην θεία του θέλησι, η οποία
θέλει να το αποστραφής για να αρέσης σε αυτόν. Γιατί η απάτη της
φύσεως είναι πολύ λεπτή και για αυτό είναι σε λίγους γνωστή, επειδή
αυτή αναζητάει κρυφά τον εαυτό της πάντα· και πολλές φορές κάνει να
φαίνεται σε µάς, ότι ο δικός της σκοπός είναι να άρέσουµε µόνο στον
Θεό, όµως δεν είναι έτσι η αλήθεια.
Γι’ αυτό συµβαίνει πολλές φορές να νοµίζουµε εκείνο που θέλουµε,
ή δεν θέλουµε για δικό µας συµφέρον ότι το θέλουµε ή δεν το θέλουµε
για να αρέσουµε µόνο και µόνο στο Θεό. Λοιπόν, για να αποφύγουµε
αυτή την απάτη, η καθ’ εαυτού θεραπεία είναι η καθαρότητα της
καρδιάς, η οποία αποτελείται από το να αποβάλλουµε τον παλιό άνθρωπο
και να ντυθούµε τον νέο (καί σε αυτό προσανατολίζεται όλος αυτός ο
πόλεµος).
Οµως, για να σε µάθω την τέχνη να κάνης αυτό, άκουσε. Στην αρχή
κάθε σου πράξεως πρέπει να βγης όσο µπορείς, από κάθε θέληµα δικό
σου και να µη θελήσης ούτε να κάνης ούτε να αποστραφής κανένα
πράγµα, αν πρώτα δεν καταλάβης οτι παρακινείσαι και παρασύρεσαι σε
αυτό, από µόνο την απλή θέλησι του Θεού. Και εάν σε όλα σου τα
έργα τα εξωτερικά, και µάλιστα στα εσωτερικά της ψυχής, δεν µπορής
να αισθάνεσαι ενεργεία πάντα αυτή την απο το Θεό παρακίνησι και
ευαρέστησι17 τουλάχιστον να έχης την ευχαρίστησι να την έχης
δυνάµει· δηλαδή, να έχης εσύ πάντα από µόνος σου άποψι αληθινή, να
αρέσης µόνο στον Θεό σου σε κάθε σου έργο.
Στα έργα όµως που θα κρατήσουν κάποιο διάστηµα, όχι µόνο στην
αρχή είναι καλό να παρακινής τον εαυτό σου σε αυτή την ευχαριστία
προς τον Θεόν, άλλα και έως τέλους έχεις χρέος να φροντίζεις να
αναναιώνεις πολλές φορές αυτή µε την υπενθύµηση γιατί18
, αν δεν κάνεις
έτσι, κινδυνεύεις να µπλεχτείς πάλι στο δεσµό της φυσικής αγάπης του
εαυτού σου, ή οποία, µε το να παρεκλίνει περισσότερο στον εαυτό της
παρά στο Θεό, συνηθίζει πολλές φορές µε το διάστηµα του χρόνου, να
µας κάνει να αλλάζουµε αστόχαστα τα πράγµατα και να µεταβάλουµε
τα τέλη και τους πρώτους σκοπούς µας.
Οπότε, όποιος δεν προσέχει καλά σ’ αυτό, αρχίζει πολλές φορές να
κάνη κανένα έργο, µε σκοπόν για να αρέση µόνο στον Κύριό του· αλλ’
έπειτα, µετά απο ολίγο, οδηγείται χωρίς να το καταλαλάβη, να του
αρέση και αυτού αυτό µε την δική του θέλησι , έτσι που λησµονεί το
θείο θέληµα· και δένεται τόσο πολύ µε την ευχαρίστησι εκείνου του
έργου, που αν ο ίδιος ο Θεός τον εµποδίση µε κάποια ασθένεια ή µε
πειρασµό δαιµόνων και ανθρώπων ή µε άλλο µέσο κανενός κτίσµατος,
αυτός συγχίζεται ολόκληρος και ταράσσεται και µερικές φορές
κατακρίνει τον ένα και τον άλλον, ότι του στάθηκαν εµπόδιο (για να
µην πώ πως γογγύζει και κατά του ιδίου του Θεού καµµία φορά),
πράγµα το οποίο είναι σηµείο ολοφάνερο, οτι η κρίσις του δεν ήταν
όλη του Θεού, αλλά γενήθηκε από την σάπια και διεφθαρµένη ρίζα της
φιλαυτίας.
Γιατί εκείνος που κινείται για µόνο το θέληµα και την ευχαριστία
του Θεού, δεν προτιµά περισσότερο το ένα έργο από το άλλο, ούτε αν
είναι το ένα είναι υψηλό και µεγάλο, και το άλλο ταπεινό και µικρό
αλλά εξ ίσου θέλει και τα δύο, γιατί είναι αρεστά στο Θεό για το
καιρό ή για τη µέθοδο ή για άλλη κάποια περίστασι που εκείνος µόνος
γνωρίζει· οπότε αυτός, είτε το σηµαντικό και µεγάλο έργο παίρνει στα
χέρια του, είτε το ταπεινό και µικρό, µένει το ίδιο ειρηνικός και
αναπαυµένος· γιατί µε κάθε τρόπο απολαµβάνει το σκοπό του που ήταν
να φανή ευάρεστος στό Θεό σε όλα τα έργα του, είτε στη ζωή είτε στο
θάνατο. «Γι’ αυτό και αγωνιζόµαστε µε ζήλο, γι αν αείµαστε
ευάρεστοι στον Θεό, είτε µείνουµε στο σώµα, είτε φύγουµε από
αυτό» (Β' Κορινθ. 5,9). Οπότε, αγαπητέ, ας είσαι πάντα προσεκτικός
και συνεσταλµένος στον εαυτό σου και προσπάθησε να κατευθύνης τις
πράξεις σου σε αυτό το τελικό σκοπό.
Εάν πάλι και καµιά φορά παρακινηθής από την επιθυµία της ψυχής
σου να κάνης το καλό για να αποφύγης τους τόπους τιµωρίας και για να
απολαύσης τον Παράδεισο, µπορείς ακόµη και σε αυτό να σκεφτείς
για τελευταίο σκοπό σου την ευαρέστησι και επιθυµία του Θεού, ο
οποίος θέλεις να µπής στη βασιλεία του και να µην πάς στόν Αδη.
Αυτή την αιτία, δηλαδή το τέλος, δεν είναι δυνατό να γνωρίση κανείς
σωστά, πόση εξουσία και δύναµι έχει.
Γιατί ένα έργο, ας είναι πολύ ταπεινό, ας είναι πολύ µικρό,
όµως οταν γίνεται µε σκοπό για να αρέση µόνο στο Θεό και στη δόξα
του, αξίζει απείρως περισσότερο (για να πώ έτσι), από άλλα πολλά έργα
σπουδαία, ένδοξα και πολύ µεγάλα, που γίνονται χωρίς αυτό το σκοπό·
έστι κοντά στο Θεό περισσότερο ευχάριστο είναι ένα µόνο λεπτό. όταν
το δώσης σε ένα φτωχό, για αυτή µόνη την αιτία για να αρέσης στη Θεία
του µεγαλωσύνη, παρά το να ξεγυµνωθής απο ολα τα πολλά υπάρχοντά
σου, όταν το κάνης µε κάποιον άλλο σκοπό και αν το κάνης γιά να
απολαύσης τα ουράνια αγαθά, τα οποία είναι σκοπός όχι απλά καλός,
αλλά και πολύ επιθυµητός. Αυτή η εξάσκησις την οποία πρέπει να
κάνης σε κάθε σου πράξι, το να έχης δηλαδή ένα σκοπό, να αρέσεις
µόνον στο Θεό, η άσκησις λέω αυτή, και στην αρχή θα σου φανή
δύσκολη, όµως µετά απο αυτά θα σου γίνη εύκολη, ένα µεν από την
χρησιµοποίησι της υποθέσεως και άλλο δέ, από το να επιθυµής πάντα
το Θεό και γι’ αυτόν να αναπνέης µε ζωντανή διάθεσι της καρδιάς σου,
σάν σε τελειότατο και µοναδικό αγαθό, το οποίο είναι άξιο για µόνο τον
εαυτό του να αναζητήται από όλα τα δηµιουργήµτα και να υπηρετήται
και να αγαπάται περισσότερο από κάθε άλλο.
Αυτός ο λογαριασµός της άπειρης αξιοµισθίας του Θεού, όσο
γίνεται πιό πολύ βαθύς και πιό πολύ συνεχώς, τόσο θα είναι και πιό πολύ
θερµές και συνεχείς οι παραπάνω αναφερόµενες πράξεις της θελήσεώς
µας. Και έτσι, πιό πολύ ευκολώτερα και γρηγορότερα θα αποκτήσουµε
την συνήθεια να κάνουµε κάθε µας πράξι µόνο για την αγάπη και
ευχαρίστησι του ∆εσπότου εκείνου, που µόνος είναι άξιος να αγαπάται.
Τελευταία, αν θέλης να καταλάβης αν ο Θεός σε παρακινή σε κάθε
σου πράξι, πρέπει να ζητήσης αυτό από τον Θεό µε θερµή προσευχή,
παρακαλώντας τον να σου προσθέση ακόµη και αυτή τη χάρι κοντά στις
άλλες αναρίθµητες ευεργεσίες και χάρες που σου έκανε και σου κάνει
συνέχεια, για µόνον την αγάπη και χωρίς κανένα κέρδος δικό του.

-------------------------------------------

16 Γι’ αυτό και ο Απόστολος µας παραγγέλλει να δοκιµάζουµε ποιό είναι το θέληµα του Θεού,
όχι µόνο το αγαθό, αλλά και το ευάρεστο και σε όλες τις περιστάσεις τέλειο. «Να
µεταµορφώνεσθε συνέχεια προς το καλό… για να διακρίνετε ποιο είναι το θέληµα του Θεού, το
καλό και αρεστό στον Θεό και τέλειο» (Ρωµ. 12,2). Επειδή εάν µία µόνο περίστασι λείπει ή
αν µε όλη την προαίρεσι και δύναµί µας δεν κάνουµε το θέληµα του Θεού, είναι φανερό οτι
ατελές και ελειπές αυτό και γίνεται και ονοµάζεται.
17 Το να αίσθανώµαστε ενεργή την απο το Θεό παρακίνησι, αυτό γίνεται ή µε θεϊκό φωτισµό
και νοερή φώτισι, µε τα οποία αποκαλύπτεται στους καθαρούς το του Θεού θέληµα θεωρητικά, ή
µε εσωτερική έµπνευσι του Θεού µε λόγο· ή µε αλλες ενέργειες της θείας χάριτος που
ενεργούνται στη καθαρή καρδιά, τα οποία είναι µία ζεστασιά που δίνει ζωή, µία χαρά άρρητη,
σκιρτήµατα πνευµατικά, κατάνυξι, καρδιακά δάκρυα, θεία αγάπη και τα άλλα θεοφιλή και µα-
κάρια πάθη, τα οποία πετυχαίνονται όχι µε την θέλησι τη δική µας, αλλά απο το Θεό,
ετεροκίνητα και παθητικά· µέσα απο την αίσθησι λοιπόν αυτών όλων πληροφορούµαστε, οτι
εκείνο που ζητάµε να κάνουµε είναι κατά το θέληµα του Θεού. Προτύτερα όµως από αυτά,
έχουµε χρέος για το θέµα µας να κάνουµε προς τον Θεό θερµότατη και καθαρή προσευχή και
µία φορά και δύο και πολλές φορές.
18Γι’ αυτό και ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης έγραφε: «Πρόσεχε και στην πρόθεσι· δηλαδή
τηνπροαίρεσί σου) µε ακρίβεια ερεύνα κάθε ώρα που κίνει· εάνκάθεσαι ησυχάζοντας κατά
Θεόν, γι’ αυτό το καλό ή γι ατην ψυχική ωφέλεια, είτε ψάλλεις είτε µαλετάς, είτε
προσεύχεσαι, είτε ργαζόµενος κάποια αρετή γι αν αµή συλληφθής χωρίς να ξέρης τι κάνεις»
(Κεφ. ιβ'. Φιλοκαλ.).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ (1 Αὐγούστου)






Τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἑπτά παίδων τῶν Μακκαβαίων, τοῦ Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρία, Ἐλεαζάρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχείμ καί Μαρκέλλου, τῆς μητέρας τους Σολομονῆς καί τοῦ διδασκάλου τους Ἐλεαζάρου, ἒχει μιά ἰδιαίτερη αἲγλη. Ὂχι μόνο εἶναι τό μοναδικό μαρτύριο μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλ’ ἐπιπλέον φανερώνει τήν ἀδιάσειστη πίστη αὐτῶν τῶν Ἁγίων μέχρι θανάτου καί τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητά τους μέχρι τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης ἐμπνέει σέ ὃλους ἓνα σπουδαῖο δίδαγμα: ὃτι ὁ εὐσεβής λογισμός  εἶναι κυρίαρχος καί ἐξουσιαστής ἐπί τῶν παθῶν (Δ΄ Μακ. α΄-7).
            Οἱ Ἃγιοι, λοιπόν, ἑπτά νέοι ἀδελφοί ἦταν Ἰουδαῖοι καί ἒζησαν στά δύσκολα χρόνια τοῦ Ἀντιόχου Δ΄τοῦ Ἐπιφανοῦς (175-164 π.Χ.), ὁ ὁποῖος βασίλευσε στό ἑλληνιστικό κράτος τῆς Συρίας. Ὁ σκληρός καί ἀλαζόνας αὐτός ἀπόγονος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου εἰσέβαλε τό 170 π.Χ. στά Ἱεροσόλυμα, ὃπου πυρπόλησε τά πάντα, λεηλάτησε και βεβήλωσε τόν Ναό τοῦ Θεοῦ καί πλημμύρισε μέ αἷμα καί τρόμο τήν Ἁγία Πόλη. Καί δέν ἀρκέστηκε βέβαια σ’ αὐτά.
            Θέλοντας νά ἐπιβάλλει σέ ὃλο τό κράτος του μία μόνη λατρεία, τήν λατρεία τῶν εἰδώλων, ἐπιχείρησε νά ἐκριζώσει τήν Ἰουδαϊκή θρησκεία, θεωρώντας την ὡς ἐμπόδιο. Γιά τόν λόγο αὐτό ἒκαψε τά βιβλία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀπαγόρευσε τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἒστησε τό ἂγαλμα τοῦ Ὀλυμπίου Διός ἀπέναντι ἀπό τόν βωμό τοῦ Θεοῦ.
            Κατασκεύασε, ἐπίσης, γυμναστήρια (γιά πρώτη φορά στά Ἱεροσόλυμα) και προήγαγε κάθε κακία μέ σκοπό νά ἐξελληνίσει τούς Ἰουδαίους, ὣστε νά λησμονήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀλλάξουν ὃλους τούς πατροπαράδοτους νόμους μέ ἑλληνικά ἢθη καί ἒθιμα. Καί σάν ἐπισφράγισμα ὃλων τῶν κακῶν, ἐξέδωσε διάταγμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑποχρέωνε τούς Ἰουδαίους νά γευθοῦν κρέατα ἀπαγορευμένα ἀπό τόν Νόμο, χοιρινά ἢ εἰδωλόθυτα.
            Πολλοί τότε Ἰουδαῖοι φάνηκαν δειλοί καί ὑπάκουσαν στήν ἐντολή τοῦ Ἀντιόχου. Ὁ Ἐλεάζαρος ὃμως, ὁ πολυσέβαστος ἐννενηντάχρονος ἱερέας καί διδάσκαλος τοῦ Νόμου ἀπεφάσισε νά βαδίσει πρῶτος τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου. Ἀφοῦ ἀπέρριψε μέ ὁρμή τό χοιρινό κρέας, τό ὁποῖο ἒβαλαν μέ τήν βία στό στόμα του, εἶπε μέ θάρρος στόν Ἀντίοχο: «Μή νομίσῃς ὃτι ἐάν γευθῶμεν μολυσμένην τροφήν εἶναι τοῦτο μικρά ἁμαρτία. Διότι τό νά παρανομῇ κανείς εἲτε εἰς μικρά εἲτε εἰς μεγάλα εἶναι τό ἲδιον. Και δέν θά παραβῶ τούς ἱερούς ὃρκους τῶν προγόνων μου, τούς ἀναφερομένους εἰς τήν τήρησιν τού Νόμου ἀκόμη καί ἂν μοῦ βγάλῃς τά μάτια καί λιώσῃς τά σπλάγχνα μου» (Δ΄ Μακ. Ε΄ 19-20, 28-29).
            Ἒπειτα ἀπό αὐτήν τήν ὁμολογία, σκληροί στρατιῶτες τόν ἒσυραν βάναυσα στά βασανιστήρια. Τοῦ ἀφαίρεσαν πρῶτα τά ἐνδύματα καί ὓστερα τόν μαστίγωναν ἐπανειλημμένα καί τόν λάκτιζαν μέ δύναμη.
            Ἀλλ’ ὁ σεβάσμιος γέροντας ὑπέφερε καρτερικά τίς κακοποιήσεις σάν ρωμαλέος ἀθλητής καί δέν παρεξέκλινε ἀπό τήν πίστη. Παρότι δέ τό σῶμα του εἶχε καταπληγωθεῖ καί τό αἷμα του ἒβαφε τήν γῆ παρέμεινε ἀκλόνητος, ὃταν οἱ στρατιῶτες τοῦ πρότειναν, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν θανατική καταδίκη, νά φάγει ἓνα κομμάτι κρέας ἀπό αὐτά πού ὁ Νόμος ἐπέτρεπε, νά προσποιηθεῖ ὃμως στόν Ἀντίοχο, ὃτι τρώει χοιρινό κρέας.
            Ὁ ζηλωτής ὃμως τῆς πίστεως, Ἃγιος Ἐλεάζαρος, ἀρνήθηκε νά ἀτιμάσει τά γηρατειά του, νά κηλιδώσει γιά μιά στιγμή τόν ἃγιο βίο του καί νά γίνει αἰτία σκανδάλου στούς νεώτερους. Διότι αὐτός ὁ συμβιβασμός, ὃσο μικρός καί ἂν φαινόταν, σήμαινε ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί προσχώρηση στά εἰδωλολατρικά ἢθη.
            Ἒπειτα, χωρίς κανέναν ἀπολύτως δισταγμό, προχώρησε πρός τό βασανιστικό ὂργανο, τό τύμπανο. Ἡ μεγάλη του θυσία ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς «ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς». Ἐπιπλέον ἒγινε παράδειγμα πρός μίμηση στούς μαθητές του καθώς καί σέ ὃλο τόν λαό.
            Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐλεαζάρου παρουσιάσθηκαν στόν Ἀντίοχο οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι ἀδελφοί συνοδευόμενοι ἀπό τήν μητέρα τους. Κατάπληκτος ὁ Ἀντίοχος ἀπό τήν κοσμιότητα, τήν εὐγένεια, τήν καλλονή καί τό πλῆθος αὐτῶν τῶν νέων, προσπάθησε νά τούς παρασύρει μέ ἀπατηλές ὑποσχέσεις νά θυσιάσουν στά εἲδωλα, νά μεταβάλλουν τρόπο ζωῆς καί τελικά νά φᾶνε χοιρινό κρέας. Τούς ἀπείλησε μάλιστα ὃτι θά τούς θανάτωνε μέ σκληρά βασανιστήρια, ἐάν παρήκουαν τήν προσταγή του.
            Ὡστόσο οὒτε οἱ ὑποσχέσεις οὒτε καί οἱ ἀπειλές στάθηκαν ἱκανές νά κλονίσουν τήν πίστη τῶν ἑπτά ἀδελφῶν. Ὃλοι μαζί, μέ μιά φωνή, ὁπλισμένοι μέ τόν εὐσεβῆ λογισμό, ὁμολόγησαν μέ ἀποφασιστικότητα ὃτι εἶναι ἓτοιμοι νά θυσιάσουν τήν ζωή τους, παρά νά παραβοῦν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ καί νά ἀρνηθοῦν τόν νομοθέτη Θεό. «Κοινή ἡ πνοή των, κοινός ὁ στόχος των, ἓνας ὁ τρόπος τῆς ζωῆς των, ὁ θἀνατος διά τόν Θεόν, ὂχι ὀλιγώτερον ἀδελφοί εἰς τά ψυχάς ἀπ’ ὃ,τι εἰς τά σώματα...» ἀναφωνεῖ ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
            Ἒπειτα βάδισαν κατά σειράν ἡλικίας «πρός ἐμπαιγμόν», πρός τό μαρτύριο, ἀναπτερώνοντας ὁ ἓνας τό φρόνημα τοῦ ἂλλου. Ὁ κοινός ζῆλος τους γιά τήν ἀρετή ἐνίσχυε τήν μεταξύ τους ἀγάπη καί ὁμόνοια. Ὃλοι, μέχρι καί τόν μικρότερο στήν ἡλικία, ὑποβλήθηκαν στά ἲδια φρικτά βασανιστήρια. Τούς ἒκοψαν τήν γλώσσα, τούς μαστίγωσαν σκληρά, ξερίζωσαν τό δέρμα τοῦ κεφαλιοῦ τους μαζί μέ τά μαλλιά, τούς ἒκοψαν χέρια καί πόδια, τούς ἒριξαν σέ πυρακτωμένους λεβήτες καί τηγάνια.
             «Τίς οἶδε, τίς ἢκουσεν, οἳους ἀγῶνας στερρῶς ἐπεδείξαντο, οἱ τοῦ νόμου φύλακες, οἱ Σολομονῆς υἱοί, ἀθλήσαντες μιᾷ ψυχῇ, ἑνί φρονήματι;» ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, ὁ Ἃγιος Ἀνδρέας Κρήτης. (ὠδή α΄ καν.)
            Μέσα σέ ὃλα αὐτά τά φρικτά βασανιστήρια οἱ ἃγιοι παρέμειναν ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἡ ζωντανή πίστη τους στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἡ ἀκλόνητη πεποίθησή τους ὃτι ὁ δίκαιος Θεός θά τούς χαρίσει νέο δοξασμένο σῶμα, ἐνέπνεε στήν ψυχή τους θάρρος καί καρτερία. Ἐπιπλέον, ἡ ἀταλάντευτη ἐλπίδα τους στή μέλλουσα ζωή καί τήν ἀτελεύτητη μακαριότητα ἀποτελοῦσε τήν παντοδύναμη ἀσπίδα, ἡ ὁποία τούς προεφύλασσε ἂκαμπτους καί ἀδάμαστους.
            Ἐξάλλου καί ἡ εὐσεβής Σολομονή, ἡ αξιοθαύμαστη μητέρα τους, ἂν καί ἒβλεπε τά παιδιά της νά βασανίζονται καί νά θανατώνονται ὃλα τήν ἲδια ἡμέρα ἀπό τόν εἰδωλολάτρη τύραννο, «δέν ὠλοφύρετο μέ θρήνους, ἀλλ’ εἶχε σάν ἀδαμάντινον τόν νοῦν καί σάν νά γεννοῦσε ἐκ νέου τούς υἱούς της εἰς τήν ἀθανασίαν». (Δ΄ Μακ. ιστ΄ 11-13)
            Μεταβάλλοντας δέ μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν γυναικεία τρυφερότητα σέ ἀνδρικό θάρρος, πυρπολοῦσε τίς ψυχές τους, τά παρότρυνε στή θυσία καί τά πρόετρεπε νά μή δειλιάσουν στούς κόπους τῆς εὐσεβείας ἀλλά νά δείξουν ἀνδρεία καί παρρησία. Ἀγωνιοῦσε μήπως ἓνα ἀπό τά παιδιά της στερηθεῖ τό μαρτυρικό στεφάνι.
            Καί ἐνῶ ἡ ἡρωϊκή αὐτή μητέρα συνέπασχε καί βασανιζόταν σκληρά μέ τούς πόνους τοῦ καθενός παιδιοῦ της, δέν κάμφθηκε καί δέν μετέβαλλε γνώμη, χάριν τῆς εὐσεβείας. Ὁ εὐσεβής λογισμός δυνάμωνε τήν καρδιά της, ὣστε νά παραβλέπει τήν πρόσκαιρη στοργή πρός αὐτά. Ἒτσι δέν ἒβλεπε στήν γῆ, ἀλλ’ ἀτένιζε πρός τόν Οὐρανό, πρός τά μέλλοντα. Καί ὃταν πλέον ἐξασφάλισε ἓνα-ἓνα τά παιδιά της στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ, ὑπέρτατα εὐτυχισμένη, ὃρμησε μόνη της μέσα στήν φωτιά, γιά νά μήν ἀγγίξει κανείς τό σῶμα της.
            Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐμβαθύνοντας στά μύχια τῆς καρδιᾶς της, κατενόησε τό μέγεθος τοῦς ἀγῶνα της καί εὒστοχα σημείωσε: «εἰ γάρ καί φιλόσοφος ἦν, ἀλλά μήτηρ· εἰ καί τῷ ζήλῳ τῆς εὐσεβείας ἒζεεν, ἀλλά καί τῷ δεσμῷ τῶν ὠδίνων κατείχετο». Κατώρθωσε ὃμως νά προσφέρει καί τά ἑπτά παιδιά της στόν Θεό καί ἒπειτα νά προσθέσει τόν ἑαυτό της στήν ἱερή παράταξή τους, ὡς ἑπτά φορές μάρτυρας.
            Ἂν καί οἱ Ἃγιοι Μακκαβαῖοι μαρτύρησαν σέ ἐποχή κατά τήν ὁποία δέν εἶχε ἀκόμη συντελεσθεῖ ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ, συγκαταλέγονται ὃμως στό χορό τῶν Ἃγίων Μαρτύρων, διότι θυσιάστηκαν χάριν τοῦ Νόμου, δηλαδή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἒδωσε τόν Νόμο. Ὁ δέ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει ὃτι«ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε γίνει γνωστός καί πρίν τήν ἐνανθρώπισή του, εἰς ὃσους ἦσαν καθαροί εἰς τόν νοῦν».
            Ἐπίσης, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὃτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά εἶχε στήν φωτισμένη του διάνοια τούς γενναίους αὐτούς μάρτυρες, ὃταν ἒγραφε στήν ἐπιστολή του πρός Ἑβραίους: «Ἂλλοι δέ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν, ἳνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν. Ἒτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἒλαβον...» (Ἑβρ. ΙΑ΄, 35-36).
            Τό σεπτό λείψανο τῆς Ἁγίας Σολομονῆς σώζεται ὁλόκληρο στό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

            Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τους τήν 1η Αὐγούστου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


1.     Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Α΄ Μακ. (1, 1-64), Β΄ Μακ. (7, 1-42), τόμος ΙΕ΄, Ἒκδοσις Β΄, Θεσσαλονίκη 1970.
2.     Ἁγία Γραφή-Βίβλος, Ἑρμηνευτική ἀπόδοση Ἰωαν. Θ. Κολιτσάρα, Ἐκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, τόμος 3ος  Α΄ Μακ., Β΄Μακ. (κεφ. ΣΤ΄-Ζ΄), τόμος 5ος , Δ. Μακκαβαίων, «ΖΩΗ», 1981.
3.     Ι. Χρυσοστόμου Ἒργα, Τόμος 33ος , Πατερικαί ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», «Περί Ἐλεαζάρου καί τῶν ἑπτά παίδων», σελ. 21-45, Θεσσαλονίκη 1985.
4.     Ι. Χρυσοστόμου Ἒργα, Τόμος 36ος , 3 ὁμιλίες «Εἰς τούς Ἁγίους Μακκαβαἰους», σελ. 351-387.
5.     Γρηγορίου Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος , Πατερικαί ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», «Εἰς τούς Μακκαβαίους», σελ. 15-39, Θεσσαλονίκη 1980.
6.     Παναγ. Ι. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἀθῆναι 1937, «ΑΙ ΒΙΒΛΟΙ ΤΩΝ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ», σελ. 249-260 καί 630.
7.     ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΚΟΥΛΗ, Ἀκτίς χρονολογική Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐν Λεμησσῷ Κύπρου 1909, σελ. 271.
8.     π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, «Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν», ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», σελ. 28, Θεσσαλονίκη 2005.
9.     Μηναῖον Αὐγούστου, Ἀθῆναι 1904, 1η Αὐγούστου.
10.  Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Η΄, Ἒκδοσις Β΄, 1963, σελ. 11-19.


ΠΗΓΗ: http://www.bigr.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἐπτάριθμον δῆμονσὺν τὴ μητρὶ Σολομονὴ τὴ ἁγίακαὶ Ἐλεάζαρ ἅμαεὐφημήσωμεν οὗτοι γὰρ ἠρίστευσανδιἀγώνων νομίμωνὡς φρουροὶ καὶ φύλακεςτῶν τοῦΝόμου δογμάτων καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦὑπὲρ τοῦ κόσμουἀπαύστωςπρεσβεύουσι.