A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Αθεΐα: Το καύχημα της εποχής μας (Φώτης Κόντογλου)


 «Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέτοις δε πιστοίς φωτισμός

Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει(και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι’ ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι’ ας είναι γελοίος, επίσημος κι’ ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι’ ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι’ ας είναι κουφιοκέφαλος.
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει.

Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι’ αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι’ εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι’ αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ’ αχόρταγο λογικό σας!».
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι’ από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι’ αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι’ αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι’ από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα’ ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι’ αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει;
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ’ άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.
Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι’ εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου ( δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι’ αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι’ ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για ¨βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α’) Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι’ απότομος, « θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β’) Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι’ ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι’ οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι’ όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : « Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ’ έναν λόγο, η απιστία είναι « η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά « εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι « η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά « εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». « Πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι’ αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: « Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ’ ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο « Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι’ αγράμματοι άνθρωποι, « τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι’ οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ’ αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
Αλλά, « Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ’ αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο « Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα’ άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού « την τ’ ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: « Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».


(Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία", Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη")





(Πηγή: Ιερό Ησυχαστήριο Παντοκράτορος, Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης)

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

"ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΤΙΣΤΟΝ ΚΑΛΛΟΣ" (π. Νικηφόρου Νάσσου)




Η ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ



Κατά τήν ὀρθόδοξη δογματική Διδακαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄλλη εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἀνήκει στή σφαῖρα τῆς Θεολογίας καί ἄλλη ἡ πρός τά ἔξω κίνησή της (ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε ἀνθρωποπρεπῶς), πού συνιστᾶ τήν οἰκονομία. Ἡ Θεολογία ἔχει να κάνει μέ τό ἄκτιστο, τό ἀΐδιο (δηλαδή αὐτό πού δέν ἔχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος), τό ἄχρονο, τό προαιώνιο. Ἡ οἰκονομία ἀναφέρεται στό ἔγχρονο καί κτιστό καί ἐγκόσμιο, ὅπου ἔγινε ἡ φανέρωση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί ἡ πραγμάτωση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ.



Ἡ λεγομένη «ἐξωτερική κίνηση» τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς δημιουργίας καί ἔπειτα καί τῆς ἀπολυτρώσεως, μέ κοινή φυσική ἐνέργεια τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ὁ Πατήρ, δι Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα» κατά τή γνωστή στούς μελετητές, δογματική ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας. [1] Ὁ προαιώνιος Θεός, ἔκτισε τούς αἰῶνες τῶν πνευμάτων, τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο, σέ διαδοχικές φάσεις, ἀφοῦ ἡ κτίση στό σύνολό της εἶναι ἐξελικτική. [2] (Αὐτό, βεβαίως, δέν ἔχει καμία ταύτιση μέ τήν πλανεμένη καί ἀντιεπιστημονική ἐξελικτική θεωρία τοῦ Δαρβίνου).



Ὅλη ἡ κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «ἐκ τοῦ μή ὄντος», χωρίς προϋπάρχουσα ὕλη, μόνο ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν προέρχεται ἡ κτίση ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι [3], θεωρώντας ὅτι τά κτίσματα συνυπάρχουν μέ τόν Θεό, ἀλλά προέρχεται ἀπό τήν βουλητική ἐνέργειά Του! Σαφέστατα τό ξεκαθαρίζει ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (7ος αἰ.), Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γράφοντας ὅτι ὁ Θεός, «οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ τήν κτίσιν παρήγαγεν, ἀλλ ἐκ τοῦ μή ὄντως εἰς τό εἶναι θελήματι». [4]



Ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἡ «πρός τά ἔξω κίνηση» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, παράγει τή δημιουργία ἐν χρόνῳ, μᾶλλον μέ τόν χρόνο, ἀφοῦ ὁ χρόνος δημιουργήθηκε συμφυής μέ τόν κόσμο, κατά τόν Μ. Βασίλειο. [5] Αὐτή ἡ δημιουργία, εἶναι «ἑτερούσια» ἀπό τόν Θεό, δηλαδή δέν προέρχεται ἀπό τήν οὐσία Του ἀλλά ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του.



Τό ὑπογραμμίζει αὐτό ἡ Θεολογία, ἐκφράζοντας ρητά τή σχέση ὄντος καί μή ὄντος, ἀκτίστου καί κτιστοῦ, οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργειῶν Αὐτοῦ. Και θά ποῦμε ἐπ εὐκαιρία ὅτι εἶναι πολύ θεμελιώδης γιά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ διάκριση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γιά νά τονιστεῖ ὅτι μέσα στό κτιστό συμπεριλαμβάνονται καί τά αἰσθητά καί τά νοερά, τά πάντα, ὡς δημιουργήματα τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.



Ἀντίθετα, στή φιλοσοφία (βλ. Πλάτωνα κ.ἄ.), ὅπου ἰσχύει ἡ διαρχική ἀντίληψη περί κόσμου, τονίζεται ἡ αὐθυπαρξία δύο κόσμων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ. Ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι ἕνα «ρέον γίγνεσθαι», ὁ δέ νοητός εἶναι ἄφθαρτος καί ἀθάνατος καί ἔτσι θεωρεῖται καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὡς ἀνώλεθρη καί κατά φύσιν ἀθάνατη [6] Γι αὐτό καί γίνεται λόγος ἐκεῖ περί τῆς πτώσεως τῶν πνευμάτων -. Ψυχῶν ἀπό τόν ἀγέννητο κόσμο τῶν Ἰδεῶν καί τῆς ἔνεκα τιμωρίας των περικλείσεως στά σώματα σάν σέ φυλακή κλπ., Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία μας πιστεύει, κατά τήν θεία Ἀποκάλυψη ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά Χάριν ἀθάνατη, ἀφοῦ μετέχει στήν Ἀθανασία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά περί ψυχῆς, θά γίνει λόγος στό ἑπόμενο Κεφάλαιο.



Ἐπανερχόμαστε στή δημιουργία καί τόν κόσμο καί ὑπογραμμίζουμε ὅτι, κατά τούς Πατέρες, τίποτε δέν μεσολαβεῖ μεταξύ Θεοῦ - Δημιουργοῦ καί κτίσεως, ὁρατῆς καί νοερᾶς, παρά μόνο ἡ ἀΐδιος βουλή τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργεια, προκειμένου νά κτιστοῦν ἤ νά κτίζονται διαρκῶς τά πάντα. Ἡ Θεολογία ἐν προκειμένῳ, διά τῶν Πατέρων (λ.χ. Καππαδόκες, ἱερός Χρυσόστομος, ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής κ. Ἄ.), Ὁμιλεῖ γιά τούς «λόγους τῶν ὄντων», οἱ ὁποῖοι ἀποκαλοῦνται ὡς τά ἄκτιστα, τά «ἀγαθά θελήματα τοῦ Θεοῦ» [7], ἤ προορισμοί, ἤ οὐσιοποιοί παράγοντες. Οἱ λόγοι τῶν ὄντων, ὑπάρχουν αἰώνια μέ τόν Θεό, ὡς προτυπωμένποι λόγοι τῆς θείας θελήσεως.



Εἰδικά γιά τούς λόγους τῶν ὄντων κάνει λόγο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ δημιουργία δέν εἶναι στατική, ἀλλά δυναμική πραγματικότητα, διότι ἔχει ξεκινήσει ἀπό προϋπάρχοντες λόγους. Ἄν καί ὅλα τά ὄντα προῆλθαν ἀπό τό μή ὄν κατά τήν ἀγαθή βούληση τοῦ Θεοῦ, κατά τήν σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου, προϋπῆρχαν ἀϊδίως, στόν ἕνα Λόγο, τόν Θεό. Κάθε κτιστό, δημιουργήθηκε σύμφωνα μέ τόν ἀντίστοιχο λόγο, καί αὐτός εἶναι πού ὁρίζει τόσο τή γέννησή του, ὅσο καί τήν οὐσία του. Γράφει ὁ ἱερός Πατήρ σχετικά: «Τούς γάρ λόγους τῶν γεγονότων ἔχων πρό αἰώνων ὑφεστῶτας βουλήσει ἀγαθῇ κατ αὐτούς τήν τε ὁρατήν καί ἀόρατον ἐκ τοῦ μη ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν» [8].



Εἶναι λοιπόν βέβαιο ὅτι «κτίση και ἱστορία, πράγματα καί γεγονότα εἶναι θεῖα θελήματα, ἀποτελέσματα τῆς θείας βουλητικῆς ἐνεργείας. Τά πάντα ἀρχιτεκτονοῦνται, διαρθρώνονται καί ὑπάρχουν μέ λόγο καί λογικότητα. Λόγος καί λογικότητα βρίσκονται στή δομή κάθε πράγματος, καί ἐξασφαλίζουν τήν ἑνότητα μέ τίς θεῖες ἐνέργειες καί μεταξύ τους ». [9]



Πάντως, ὅλη ἡ κτίση, αἰσθητή καί νοητή, κατά τήν Πατερική θεολογία, μέ τή διαβάθμιση καί ἱεράρχηση τῶν ὄντων (αἰῶνες [10], πνεύματα, κόσμος, ἄνθρωπος), ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ ὄντος, τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέγει στό περισπούδαστο ἔργο του «Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου:. «Πᾶσα τοίνυν ἡ φύσις, ἡ ἀπό τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων διήκουσα, μία τις τοῦ ὄντος ἐστίν εἰκόνα» [11] Καί ὅλη ἡ κτίση, ὁλόληρη ἡ συμπαντική πραγματικότητα, ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα μέ πολλά μέλη πού μετέχουν στίς θεῖες ἐνέργειες, κατ ἀναλογίαν πρός τή δεκτικότητά τους. [12]



Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ πατρολόγος καθηγητής Π. Χρήστου, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ διήκει ὄχι ἁπλῶς δι ὅλης τῆς κτίσεως, ἀλλά καί δι ὅλης τῆς ἱστορίας. Λογικά και ἄλογα, ἀθάνατα καί θνητά, οὐράνια καί ἐπίγεια ἀπολαύουν ὅλα τῆς χορηγίας τοῦ Λόγου καί μέ Αὐτόν τόν τρόπο διατηροῦνται στήν ὕπαρξη καί τήν ζωή. Ἀλλά ὁ βίος τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἐκεῖνος πού διαπερᾶται ἰδιαιτέρως ἀπό τίς ἀκτῖνες καί τήν προνοϊκή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. [13] 



Ἄς προχωρήσουμε ὅμως, μετά ἀπό τά σχετικά μέ τήν ὅλη δημιουργία, στό «τιμιώτατον Θεῷ κτῆμα καί οἰκειότατον», δηλαδή τόν ἄνθρωπο, ὅπως τόν ὀνομάζει ὁ Ἀετός τῆς Θεολογίας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. [14] 

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΡΩΠΟΥ 

Ἡ δημιουργία, ὅπως παρουσιάζεται μέσα ἀπό τίς «χρυσές» σελίδες τῆς θείας Γραφῆς, βαίνει ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα, ἀπό τά ἀτελῆ πρός τά τελειότερα. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔγινε αὐτός ὁ ὁρατός κόσμος, τό παγκαλέστατο βασίλειο [15], ἦρθε τελευταῖος «εἰς ὕπαρξιν» καί ὁ ταχθείς ὑπό Θεοῦ ἐπίγειος βασιλεύς καί ἐξουσιαστής, ὁ ἄνθρωπος. 



«Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»! [16]



Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι σύνδεσμος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου, μεικτός ὡς πρός τήν φύση του, αἰσθητός καί νοητός. «Διπλοῦν τοῦτο τό ζῶον, - θά σημειώσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος -, ὁ ἄνθρωπος λέγω..καί ἐν οὐρανῷ και ἐν γῇ συγγένειαν ἔχων · διά μέν γάρ τῆς νοητῆς οὐσίας, κοινωνεῖ ταῖς ἄνω δυνάμεσι, διά δε τῆς αἰσθητῆς τοῖς τῆς γῆς συνῆπται πράγμασι, σύνδεσμος τις ὤν ἀκριβής ἑκατέρας τῆς κτίσεως ». [17]



Ὁ ἄνθρωπος «σύγκειται», ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ὡς γνωστόν.



Ὀλίγα θά σημειώσουμε περί τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία δημιούργησε τό ἐνεργειακό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἀναγνωστῶν. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πού ἐκφράζει τήν ὅλη Παράδοση, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη κατά τή φύση της στά σωματικά μάτια, λογική καί νοερή, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί παρέχει σ αὐτό ζωή καί αὔξηση και αἴσθηση καί γέννηση ... αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή, δηλαδή ἐθελότρεπτη, γιατί εἶναι κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἔχει πάρει κατά φύση ἀπό τη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀπό τήν ὁποία πῆρε τό εἶναι καί τό κατά τή φύση της ἔτσι εἶναι ». [18]



Καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μέ τά ἴδια περίπου λόγια θά ὁρίσει τήν ψυχή, λέγοντας ὅτι εἶναι «οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στό ὀργανικό και αἰσθητό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαιαι παραμένει τό σῶμα στή ζωή». [19]



Ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίες περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ πρώτη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, τοῦ Πλάτωνος, πού ὁδηγεῖ στόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων κλπ. και ὅπως γνωρίζουμε, τίς ἀπόψεις αὐτές τίς κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς [20]. Ἀντίκειται δε ἡ θεωρία αὐτή στη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ρητῶς λέγει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔγινε ἀπό τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο.



Ἡ δεύτερη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως τῆς ψυχῆς, τῆς μεταδόσεως μέσα ἀπό τήν συνάφεια τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα, ἡ ὁποία καί αὐτή δέν εἶναι ὀρθή, διότι, ἄν αὐτό συνέβαινε, τότε ἡ ψυχή θά ἦταν κατ ἀνάγκη σωματική καί σύνθετη, διαλυτή καί θνητή, ὅπως τό σῶμα. Ἡ τρίτη, ἡ ὁποία καί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται, «κτίζεται» ἄμεσα ἀπό τόν Θεό. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Γραφή λέγει χαρακτηριστικά τή φράση: «Ὁ πλάσας κατά μόνας τάς καρδίας αὐτῶν» [21], καί ἑννοεῖ, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ τήν κάθε ψυχή ξεχωριστά, ἰδιαίτερα, καί ὄχι ὅλες μαζί . Ὁ Θεός, ὅπως παρήγαγε τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι χάρισε «διά τοῦ ἐμφυσήματος» τήν ἀσώματη καί λογική ψυχή -. Ζωτική δύναμη [22]



Ταυτόχρονη εἶναι ἡ δημιουργία ψυχῆς καί σώματος, ὅπως ἡ Πατερική μας Παράδοση στό σύνολό της τονίζει. [23] Εἶναι δέ ἀλήθεια ὅτι ἡ ψυχή ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνεργείας καί τό σῶμα τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνεται ἡ ἐν λόγῳ ἐνέργεια.



Ἡ ψυχή δέν εἶναι σέ κάποιο συγκεκριμένο μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι σκορπισμένη παντοῦ μέσα σέ αὐτό, καί ὅπως λέει ἕνα Πρωτοχριστιανικό Κείμενο τοῦ Βμ. Χ. αἰ., ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή, ἡ ψυχή «διά παντός ἐκκέχυται τοῦ σώματος». Δέν κρατεῖται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή κρατεῖ τό σῶμα. «Χωρεῖ ἡ ψυχή δι ὅλου τοῦ σώματος καί οὔκ ἔστι μέρος φωτιζόμενον ὑπ αὐτῆς, ἐν ᾧ μή ὅλη πάρεστι», ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Νύσσης, Γρηγόριος.



Ἡ ψυχή, ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν ἔχει τέλος καί εἶναι προορισμένη νά ζεῖ αἰωνίως, στό διηνεκές. Ἀναχωρεῖ προσωρινά ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, ἀλλά κατά την Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, πάλι θά ἑνωθεῖ μέ τό ἀναστημένο σῶμα (τό ὁποῖο θά ἔχει ἀποβάλει τή φθορά καί τή θνητότητα) καί θά «συνδιαιωνίσει τό σῶμα» ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε, ​​δηλ . θά ζήσει μαζί μέ αὐτό, εἴτε στήν Αἰώνια Μακαριότητα, εἴτε στήν Αἰώνια Κόλαση, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ἔζησε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή αὐτή. 



Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στό μεγάλο θέμα περί τῶν ἰδιοτήτων, τῶν μερῶν, τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (ὅπως λ. Χ. Περί τοῦ «νοῦ» πού εἶναι ὁ «ὀφθαλμός» »της) κλπ., Ἀφοῦ τό θέμα πού ἐδῶ ἐξετάζουμε εἶναι γενικά περί ἀνθρώπου, μέσα στό πλαίσιο τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Πανσόφου Τριαδικοῦ Θεοῦ.



Θά προχωρήσουμε, γιά νά παρασχεθεῖ ἀπάντηση στό διατυπούμενο κατά καιρούς ἑρώτημα, τό γιατί τῆς δημιουργίας, ὅσον ἀφορᾶ στόν ἄνθρωπο, διότι γιά τήν ὅλη δημιουργία δέν διατυπώνεται τέτοιου εἶδους ἀπορία καί προβληματική. Πολλές φορές ἀκούγεται ἀπό τά χείλη τῶν ἀνθρώπων αὐτό τό ἐρώτημα, γιατί μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός? Κάποιες φορές βεβαίως, πίσω ἀπό τήν διατυπούμενη αὐτή ἀπορία ὑποκρίπτεται μιά ὄχι καί τόσο ἀγνή καί εὐγνώμων διάθεση πρός τόν Δημιουργό τοῦ παντός ...



Ἀκοῦμε, ​​μάλιστα, ἐνίοτε, κυρίως ἀπό ἀνθρώπους πονεμένους, στενάζοντας ὑπό τό βάρος τῶν ποικίλων θλίψεων, ἤ ὑπό τό ἔρεβος τῶν παθῶν νά ἀναφωνοῦν: «Γιατί, Θεέ μου, μέ ἔφερες στόν κόσμο αὐτόν? γιά νά ὑποφέρω καί νά βασανίζωμαι »? 



Ἡ Πατερική Θεολογία, μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ γιατί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. 



Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκ τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, στόν περίφημο Κατηχητικό του λόγο, μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό κάποια ἀνάγκη ἤ ἔλλειψη, ἀλλά τόν ἔπλασε ἀπό μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά μή μένει ἀθέατο καί ἡ δόξα Του νά μή μένει ἄγνωστη! Δημιούργησε δηλαδή τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ν ἀπολαμβάνουν, λέγει, καί ἄλλα ὄντα τήν ἀγάπη Του καί νά μή μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ αὐτές καί νά τίς χαίρεται! 



Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ἦταν ἀνάγκη, ὁ κατά φύσιν ἀγαθός Θεός καί Δημιουργός μας, πού εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό ἀγαθό, νά καθίσταται γνωστό καί πρός ἐμᾶς. «Ἔδει γάρ, ἔδει τόν τῶν ὅλων Δημιουργόν ἀγαθόν ὄντα κατά φύσιν, μᾶλλον δέ αὐτό τό ἀγαθόν τοῦθ ὅπερ ἐστί, καί πρός ἡμᾶς γινώσκεσθαι». [24]



Ἀνάλογα ἐκφράζονται καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κ.ἄ.



Πολύ θερμά καί μέ πνευματική τρυφερότητα ἐκφράζεται στίς «Ἐξομολογήσεις» του ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Ἱππῶνος: «Μᾶς ἔπλασες γιά Σένα καί οἱ καρδιές μας ἀδημονοῦν μέχρι ν ἀναπαυθοῦν σέ Σένα» .. 



Βασιλεία Αἰώνια ἑτοίμασε γιά μᾶς ὁ Θεός! Εἶναι μικρό δῶρο αὐτό?



Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα θεωρεῖται στόν κόσμο μας τό γεγονός, νά ἀναλαμβάνει μέ εὐθύνη του ἕνας ἐπίγειος βασιλεύς ἤ μεγάλος κοσμικός ἄρχοντας τή ζωή κάποιου, νά τόν φροντίζει ἰσοβίως, νά τόν προορίζει γιά διάδοχό του, νά τοῦ ἔχει ἑτοιμάσει μιά τεράστια περιουσία, νά κατασκευάζει μιά πολυτελέστατη κατοικία ὥστε νά τόν καταστήσει ἐκεῖ μόνιμο κάτοικο καί κληρονόμο τῶν πολλῶν του ἀγαθῶν ... 



Πόσο ἀνώτερο, ὅμως, εἶναι τό νά μᾶς φέρνει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, «ἐξ οὐκ ὄντων», ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν ἁπάντων καί νά μᾶς προορίζει γιά μιά Βασιλεία ἀδιάδοχη καί ἀτελείωτη, τῆς ὁποίας τά ἀγαθά δέν περιγράφονται καί δέν τά «χωρεῖ» ἀνθρώπινος νοῦς?



Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν φωστῆρα τῆς Δαμασκοῦ, εἶναι σύνδεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀοράτου φύσεως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον» [25], δηλαδή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο διατρίβει ἐδῶ στόν παρόντα κόσμο, ἀλλά ἔχει τήν προοπτική τῆς μεταστάσεως σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, καί τό τέλος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ θέωσή του μέ προσανατολισμόν τόν Θεό (βλ. θεοκεντρικότητα). Καί θεώνεται, βέβαια, μέ τή μετοχή του στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στή Θεία λάμψη, χωρίς νά μεταβαίνει στήν ἀμέθεκτη Θεία οὐσία: «Θεούμενον δέ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν» [26].



Τόν 7ο αἰῶνα, ὁ Μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, ἅγιος Μάξιμος, θά συνοψίσει τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σε ἕνα ὑπέροχο χωρίο καί θά πεῖ ὅτι γι αὐτόν τόν λόγο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ὥστε νά γίνουμε θείας φύσεως κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς δικῆς Του ἀϊδιότητος καί νά ὁμοιάσουμε μέ Αὐτόν διά τῆς θεώσεως. 



«Ὁ Θεός εἰς τοῦτο ἡμᾶς καί πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, καί τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι · καί φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν, δι ἥν πᾶσα τε τῶν ὄντων ἡ σύστασις ἐστί καί ἡ διανομή · καί ἡ τῶν μή ὄντων παραγωγή καί γένεσις ». [27]

«ΚΑΤ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ ΟΜΟΙΩΣΙΝ» ΘΕΟΥ.




Ἡ ὑψίστη καί μοναδική ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν διακρίνει ἀπό κάθε ἄλλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔγκειται στήν «κατ εἰκόνα» καί «καθ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ πλάση του!



Αὐτό ἀποτελοῦσε τό μεγαλύτερο, ἀγαθό, τό ὑψηλότερο καί πολυτιμότερο στοιχεῖο τῆς χαριτωμένης ζωῆς τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου στόν ἐπίγειο Παράδεισο! Ἡ παρρησία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί ἡ αἴσθηση τῆς συγγενείας μαζί Του, προσδιορίζεται ἀπό αὐτό τό γεγονός καί αὐτό τό μοναδικό προνόμοιο τῆς εἰκόνας καί τῆς ὁμοιώσεως, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ εἰκόνα» Θεοῦ, μέ προορισμό νά φθάση στό «καθ ὁμοίωσιν» , τελειούμενος σταδιακά. 



Θά ἀναφέρουμε λίγα καί βασικά ἐδῶ γιά τό θέμα τοῦ «κατ εἰκόνα» καί τοῦ «καθ ὁμοίωσιν», καθόσον ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης, ἄν θέλει μπορεῖ νά ἀνατρέξει στό θησαυρό τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί ἐν γένει τοῦ κειμενικοῦ πλούτου τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνημερωθεῖ, ἀλλά ὑπάρχει καί ἀπό πλευρᾶς μας μιά εἰδική ἀνάλυση σέ κάποια μελέτη πού ἤδη κυκλοφορεῖται, σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἀνθρωπολογία, μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιά ἡ ἀξία του, σέ τί συνίσταται τό «κατ εἰκόνα» καί τό «καθ ὁμοίωσιν» καί ἄλλα σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. 



Γενικά μποροῦμε νά παραπέμψουμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι ἡ λογική καί νοερή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτό πού ἀποκαλοῦμε Θεία εἰκόνα, διότι τό «κατ εἰκόνα» φανερώνει τή νοερή καί αὐτεξούσια φύση, ἐνῶ τό «καθ ὁμοίωσιν», τήν κατά τό δυνατόν ὁμοίωση στήν ἀρετή: «Τό μέν γάρ κατ εἰκόνα, τό νοερόν δηλοῖ καί τό αὐτεξούσιον, τό δέ καθ ὁμοίωσιν τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν» [28]. 



Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὅπως τόν ἑρμηνεύει ὁ καθηγητἠς Π. Χρήστου, ὑπάρχει διάκριση μεταξύ εἰκόνας καί ὁμοιώσεως. Ἡ εἰκόνα, ἀνήκει στήν κατηγορία τῆς φύσεως καί ὑφίσταται στό διάστημα μεταξύ «εἶναι» καί «εὖ εἶναι», ἐνῶ ἡ ὁμοίωση ἀνήκει στήν κατηγορία τοῦ προσώπου καί ἐπισημαίνει τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρόσωπο, δέν εἶναι κάτι τό ἀποτελεσμένο, ἀλλά συγκροτεῖται ἔπειτα ἀπό ἀγῶνα πού ἀποβλέπει στήν ἐξύψωση τῆς φύσεως καί στήν ὑπέρβασή της. Τό κατ εἰκόνα, μέ ἄλλα λόγια τό χαρίζει ὁ Θεός στή φύση μας, ἀλλά τό καθ ὁμοίωσιν πρέπει νά τό ἐργαστοῦμε ὡς πρόσωπα, συνεργαζόμενοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.



Στά θαυμάσια Κεφάλαια περί Ἀγάπης, διαβάζουμε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός, φέροντας σέ ὕπαρξη τή νοερή καί λογική οὐσία, κοινοποίησε σ αὐτήν ἀπό ἄκρα ἀγαθότητα τέσσερα ἀπό τά θεῖα ἰδιώματα, ὡς συνεκτικά, φρουρητικά καί διασωστικά τῶν ὄντων: τό ὄν, τό ἀεί ὄν, τήν ἀγαθότητα καί τή σοφία. Προσέφερε τά δύο ἀπό αὐτά, τό ὄν καί τό ἀεί ὄν στήν οὐσία, τά δέ ἄλλα δύο στή γνωμική ἐπιτηδειότητα (την ἐλευθερία τῆς προαιρέσεως). Ἔτσι, θά κατόρθωνε καί ἡ κτίση να γίνει κατά μετουσία, ὅ, τι εἶναι ὁ Θεός κατ οὐσία. Γιά τό λόγο αὐτό λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ. Κατ εἰκόνα μέν «ὡς ὄν ὄντος, καί ὡς ἀεί ὄν, ἀεί ὄντος». Καθ ὁμοίωση δέ, ὡς ἀγαθός ἀγαθοῦ καί ὡς σοφός σοφοῦ, τοῦ «κατά φύσιν ὁ κατά χάριν». Καί κατ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι κάθε λογική φύση, καθ ὁμοίωση ὅμως μόνο οἱ ἀγαθοί και σοφοί ». [29] 



Ὡστόσο, οἱ Θεολόγοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχει μία ποικιλία ὁρισμῶν καί ἑρμηνειῶν περί τοῦ «κατ εἰκόνα» καί «καθ ὁμοίωσιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν. Ἔτσι, λ.χ. «Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο Νύσσης, ὡς κατ εἰκόνα ἐκλαμβάνει τό λογικόν ἤ νοερόν »[30]. Ἄλλοτε, τό «κατ εἰκόνα» ἀναφέρεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, στό «νοερόν αὐτοῦ», ἄλλοτε στό «βασιλικόν» ἀξίωμα καί τό αὐτεξούσιον, ἄλλοτε πάλι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμμετεῖχεν ​​εἰς τήν εἰκόνα », εἶχε δημιουργηθεῖ« κατ εἰκόνα »τοῦ Θείου Ἀρχετύπου, Ἰησοῦ Χριστοῦ. 



Ἦταν, λοιπόν, μεγάλη ἡ ἀξία πού ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεῖο Δημιουργό Του, ὁ Ὁποῖος τόν ἐτίμησε μέ τήν εἰκόνα Του καί μέ τή δυνατότητα τῆς ἐν Χάριτι ὁμοιώσεως μέ Αὐτόν. Σχετικά μέ τό δῶρο τοῦ «κατ εἰκόνα», θά παραθέσουμε καί ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στό ὁποῖο ὁ μέγας Θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος διδάσκει ὅτι μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλη τήν κτίση εἶναι πλασμένος κατ εἰκόνα τοῦ θείου πλάστου καί Δημιουργοῦ. Αὐτό ἔγινε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τόν Θεό, Αὐτόν νά ἀγαπᾶ, Αὐτοῦ καί μόνο νά εἶναι μύστης καί προσκυνητής καί μέ τήν πρός τόν Θεό πίστη καί νεύση καί διάθεση νά διατηρεῖ αὐτό το κάλλος Του. Ὅλα τά ἄλλα, ὅσα ἔχει ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός (αἰσθητά), ὁ ἄνθρωπος νά τά θεωρεῖ κατώτερα ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὁλότελα στερημένα νοῦ. «Μόνος γάρ ἁπάντων ἐπιγείων τε καί οὐρανίων ἐκτίσθη κατ εἰκόνα τοῦ πλάσαντος, ὡς πρός ἐκεῖνον ὁρῲη καί αὐτόν ἀγαπῲη, κἀκείνου μόνου μύστης καί προσκυνητής εἴη ∙ καί τῇ πρός αὐτόν πίστει καί νεύσει καί διαθέσει, τήν οἰκείαν καλλονήν συντηρείη. Πάντα δέ τ ἄλλα, ὅσα γῆ καί οὐρανός ὅδε φέρει, κατώτερα ἑαυτοῦ εἰδείη καί νοῦ παντάπασιν ἄμοιρα »[31]. 


-------------------------------------------------- ---


[1] MPG. 26, 596




[2] Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Β, σελ. 185. 



[3] Ὁ Πλάτων, ὡς γνωστόν, θεωροῦσε τόν Θεό ὡς διακοσμητή τοῦ σύμπαντος καί ὄχι δημιουργό. Οἱ φιλόσοφοι θεωροῦν ὡς δημιουργία ὅ, τι παράγεται ἤ πολλαπλασιάζεται, ἤ μεταπλάσσεται, προέρχεται ἀπό τήν οὐσία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὑλικοῦ ἤ πνευματικοῦ. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ Γσελ 155. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῶν φιλοσόφων, τό νά θεωροῦν τόν Θεό, δημιουργό τῶν ποιοτήτων, ἐνῶ ἐμεῖς τόν πιστεύουμε ὀρθῶς ὡς δημιουργό τῶν οὐσιῶν. Βλ. Κεφάλαια Περί ἀγάπης, MPG. 90, 1049A καί 1025Β.



[4] Κατά Μανιχαίων διάλογος, MPG. 94, 1512B. 



[5] Εἰς τήν Ἑξαήμερον, MPG. 29, 12Β: «Συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν αὐτῷ ζώοις τε καί φυτοῖς ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεί καί παραρρέουσα καί οὐδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου».



[6] Βλ. Ν. Ματσούκα Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ. Γ, σελ. 105.



[7] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων: «Οἱ τῶν ὄντων λόγοι προκαταρτισθέντες τῶν αἰώνων Θεῷ, καθώς οἶδεν αὐτός, ἀόρατοι ὄντες, οὕς καί ἀγαθά θελήματα καλεῖν τοῖς θείοις ἔθος ἐστίν ἀνδράσιν». MPG. 90, 293 D -296A.



[8] Περί διαφόρων ἀποριῶν, MPG. 91, 1080A.



[9] Ν. Ματσούκα, Δογματική, τόμ. Γ, σελ. 164



[10] Βλ. Ἐβρ. 1, 2:. «Δι οὗ καί ἐποίησε τούς αἰῶνας». Αἰῶνες στήν κτιστή πραγματικότητα εἶναι ἡ χρονική καί μετρητή «διαστηματική» κίνηση, ἤ ὁ νοητός χώρος τῶν λογικῶν και νοερῶν ὄντων. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «αἰῶνας» μέ ποικίλες ἔννοιες. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τον Δαμασκηνό, ἡ λέξη αἰώνας ἔχει πολλές σημασίες: «Τό τοῦ αἰῶνος ὄνομα πολύσημον ἐστί ... αἰών γάρ λέγεται ἡ ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ζωή ... πάλιν, ὀ χιλίων ἐτῶν χρόνος ... πάλιν ὅλος ὁ παρών βίος καί αἰών ὁ μέλλων ... »Βλ. Ἔκθεσις ὀρθοδόξου πίστεως, 4, 2, 1, MPG. 94, 861B. Πρέπει, ὡστόσο, νά διακρίνουμε στήν Πατερική σκέψη τή θέση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεία αἰωνιότητα πού εἶναι ἀΐδια καί ἄλλο ἡ κτιστή αἰωνιότητα καί οἱ κτιστοί αἰῶνες. 



[11] MPG. 44, 148Β καί 185D.



[12] Ν. Ματσούκα Δογματική Β, σελ. 181.



[13] Βλ. Π. Χρήστου, «Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ», ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 131.



[14] ΕΠΕ, 1, 66, Α Λόγος Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα.



[15] Βλ. π. Θ. Ζήση, «Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον», ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 67: «Ἡ πρό τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου δημιουργική δραστηριότης τοῦ Θεοῦ ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἑτοιμασίαν τοῦ βασιλείου, τοῦ ὁποίου ἡγεμών καί βασιλεύς ἐπρόκειτο νά ἐγκατασταθῇ ὁ ἄνθρωπος. Ὡς συμβαίνει προκειμένου νά εἰσέλθῃ βασιλεύς εἰς πόλιν, ὅτε εὐτρεπίζεται ἅπασα ἡ πόλις πρός ὑποδοχήν, κατά τόν αὐτόν τρόπον ἡτοιμάσθη καί διεκοσμήθη ὁ κόσμος, ἵνα ὑπηρετήσῃ τόν μέλλοντα νά δημιουργηθῇ ἄρχοντα καί ἡγεμόνα αὐτοῦ. Ἄνευ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὁ κόσμος θά ἦτο σῶμα ἄνευ κεφαλῆς, πόλις ἄνευ ἡγεμόνος καί ἄρχοντος ».



[16] Γέν, 2, 7.



[17] MPG. 55, 182.



[18] «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1989, Εἰσαγωγή, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια, Ν. Ματσούκα, σελ. 153.



[19] Βλ. στό πρωτότυπο, Διάλογος Περί ψυχῆς καί Ἀναστάσεως, ΕΠΕ, 1, 228.



[20] Τήν θεωρία περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, ἡ ὁποία συναντᾶται στόν Πλάτωνα, τόν Φίλωνα, τόν Ὠριγένη, τόν Δίδυμο τυφλό καί τόν Εὐάγριο, ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε ἡ Ε Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος το 543 μ. Χ. Το κείμενο τοῦ αἀναθεματισμοῦ κατά τῶν Ὠριγενείων κακοδοξιῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Α. Εἴ τις τήν μυθώδη προΰπαρξιν τῶν ψυχῶν καί τήν ταύτην ἑπομένην τερατώδη ἀποκατάστασιν πρεσβεύει, ἀνάθεμα ἔστω ». Βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογάς, Ἀθήνα 1991, σελ. 189.



[21] Ψαλμ. 32.



[22] Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 45.



[23] Τίς θέσεις αὐτές ἀναπτύσσει μέ σοφία καί πολλή ἐπιχειρηματολογία ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί λογιώτατος Πατριάρχης τοῦ Γένους μας, Γεννάδος Σχολάριος. Βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β Σχολάριος, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 452 καί ἑξ. 



[24] Ἁγίου Κυρίλλου, Πρός Ρωμ., MPG. 74, 780ΑΒ



[25] Ἔκδοσις ..., σ. 150. 



[26] Ὅπ.π., σ. 152



[27] Ἐπιστολή 43, «Εἰς Ἰωάννην θαλαμηπόλον», MPG. 91, 440BC.



[28] Ἔκδοσις ...., Σ. 150.



[29] Περί Ἀγάπης, Ἑκατοντάς τρίτη, 25, μετφρ.



[30] Βλ. Σ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2000, σ. 53. 



[31] Κεφάλαια φυσικά, 26.


Η ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ (Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου)




Η Εκκλησία μας κάθε χρόνο γιορτάζει, την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος, την εορτή της Ζωοδόχου ή Ζωηφόρου Πηγής.


 
Ήταν  γύρω στα 450 μΧ,  όταν  ένας  βυζαντινός  στρατιώτης,  Λέοντας  στο  όνομα, έκοβε  βόλτες  σ' ένα  δασάκι  στα  μέρη  της βασιλεύουσας,  όταν  ξάφνου  βλέπει μπροστά  του  έναν  τυφλό  άνθρωπο  να  του  ζητάει  λίγο  νερό  για  να  σβήσει  τη δίψα  του. Ο  Λέοντας  προθυμοποιήθηκε  να  του  βρει  και  να  του  φέρει  νερό. Έψαξε λοιπόν,  στο  δάσος  για  να  βρει  νερό  αλλά  μάταια  και  έτσι,  επέστρεφε  λυπημένος.
Τότε  όμως,  άκουσε  μια  γυναικεία  φωνή  να  του  λέει: «Ου  χρεών  σε,  Λέων,  αγωνιάν, το  γαρ  ύδωρ  εγγύς»,  δηλαδή,  «Δεν  χρειάζεται  Λέων  να  αγωνιάς,  να  άγχεσαι,  να στεναχωριέσαι,  το  νερό  είναι  δίπλα  σου». Και  πάλι  ακούει  τη  φωνή  την άγνωστη να  τον   προστάζει: «Λέων  βασιλιά,  πάρε  απ' το  νερό  αυτό  και  δώσε  να  πιει  να ξεδιψάσει  ο  τυφλός  άνθρωπος  και  κάτι  ακόμα,  άλειψε  μ' αυτό  τα  μάτια  του  και αμέσως  θα  καταλάβεις  ποια  είμαι  εγώ  που  σου  μιλώ».

Έτσι  πράγματι  έπραξε  ο  Λέοντας  και  παρευθύς  ο  τυφλός  ανέβλεψε.  Αλλά ταυτόχρονα  άνοιξαν  και  τα  μάτια  του  Λέοντα  ο  οποίος  τώρα, κατάλαβε  πως εκείνη  η  φωνή  που  του  μιλούσε  ήταν  της  Παναγίας  που  έκανε  αυτό  το  θαύμα και  του  μίλησε  και  πως  επίσης,  σ' Εκείνην  τη  Μεγαλόχαρη,  οφείλεται  και  το μεγάλο  θαύμα  της  θεραπείας  του  τυφλού.
Ακόμη,  θαύμα  αξιοθαύμαστο  ήταν  και  η  εύρεση  της  πηγής  του  σωτήριου  αυτού νερού. Αλλά  θαύμα  ήταν  και  η    επαλήθευση  της  προσφώνησης  από  την Παναγία, του  Λέοντα , ως  βασιλιά. Διότι  πράγματι  ο  Λέων,   το 486 μ.Χ,  ανέβηκε  στον  θρόνο της  Βυζαντινής  αυτοκρατορίας  ως  Λέων  ο  Α΄ ο  Θράξ,  ο  επονομαζόμενος  και  Μακέλλης (457-474),  και  τον οποίο  η Αγία  Εκκλησία  μας  ως  Άγιο  τον τιμά  στις  20  του  Ιανουρίου. Αμέτρητα  τα  θαυμάσια  σου  Παναγία  μας.

Ο  Λέων,  ως  αυτοκράτορας  πλέον,  θα  αναγείρει  επί  της  θαυματουργής  πηγής,  θαυμάσιο  Ναό  αφιερωμένο  στην Παναγία  τη  Ζωοδόχου  Πηγή  για  να  θυμίζει  τις  δωρεές  της  Θεοτόκου  προς  εκείνον  αλλά  και  όλες  τις  μεγάλες ευεργεσίες  της προς  το  γένος  των  ανθρώπων. 
Στην  θαυματουργή  πηγή   αυτού  του  ιερού  Ναού,  βρήκε  τη  γιατρειά   και  ο  αυτοκράτορας  Ιουστινιανός  ο  Α',  ο Λέοντας  ο  ΣΤ' ο  Σοφός,  η  γυναίκα  του,  Αγία  βασίλισσα  Θεοφανώ,  ο  Ρωμανός  Α' ο  Λεκαπηνός  και  η  γυναίκα  του,  ο Πατριάρχης  Στέφανος (886-912),  ο  Πατριάρχης  Ιεροσολύμων  Ιωάννης (964-966),  αλλά  και  πλήθος  ακόμη,  άρχοντες και  απλοί  άνθρωποι  εκεί  γιατρεύτηκαν. Μέχρι  και  νεκρό  ανέστησε  το  αγιασμένο  νερό  της  Ζωοδόχου  Πηγής.

 Το  Ναό  της  Ζωοδόχου  Πηγής,  γκρέμισαν  οι  Τούρκοι  για  να  φτιάξουν   με  τα  υλικά  του  το  τέμενος  του   Σουλτάνου Βαγιαζήτ. Οι  χριστιανοί  στη  θέση  αυτή  έχτισαν  ένα  παρεκκλήσι  και  αργότερα  ένα  πιο  μεγάλο  Ναό (1835).
Αυτού  του  ιερού  Ναού  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου  της  Ζωοδόχου  Πηγής,  τα  εγκαίνια  εορτάζει  η  Εκκλησία  μας  την Παρασκευή  της  Διακαινησίμου (Λαμπροβδομάδα).
Ο  Ναός  αυτός  έμεινε  γνωστός  στην  ιστορία  ως  το  αγίασμα  του   «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ»  στα  τουρκικά  σημαίνει ψάρι  και  η  παράδοση  μας  λέει  πως  εκεί  δίπλα  στο  αγίασμα,  στις  23  Μαΐου  1453  ένας  καλόγερος  τηγάνιζε  ψάρια, όταν  κάποιος  του  έφερε  την  είδηση  πως  πήραν  την  Πόλη  οι  Τούρκοι. Ο  καλόγερος  απάντησε  πως  μόνο  αν  τα ψάρια  που  τηγάνιζε  έφευγαν  απ' το  τηγάνι  και  έπεφταν  μέσα  στο  αγίασμα  θα  πίστευε  ότι  έγινε  κάτι  τέτοιο. Και πραγματικά  τα  ψάρια  ζωντάνεψαν  και  έπεσαν  μέσα  στην   πηγή  του  αγιάσματος. Μέχρι  σήμερα  δε,  μέσα στην δεξαμενή  της  Ζωοδόχου  Πηγής  διατηρούνται επτά  ψάρια  και  μάλιστα  σαν  να  είναι μισοτηγανισμένα  απ' την  μια πλευρά.
Πέρα  όμως  από θρύλους  και  παραδόσεις,  η  Παναγία  μητέρα  του  Χριστού  και  μητέρα  πάντων  των  χριστιανών, παραμένει  για  όλους  μας  η  Πηγή  της  Ζωής,  καθότι  Εκείνη  έφερε  τη  Ζωή,  το  Χριστό  στον  κόσμο,  ελπίδα  και προστασία  μας,  «καταφυγή  τε  σκέπη  και  αγαλλίαμα.




Πηγή: users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria





    Λέγει ο Μωυσής στο Δευτερονόμιο (8,3)· «Ο Θεός σας ταλαιπώρησε, σας άφησε και πεινάσατε και μετά σας έστειλε το μάννα, που δεν το ξέρανε οι πατέρες σας. Και το έκανε αυτό για να αντιληφθείτε «ότι ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι τω εκπορευομένω δια στόματος Θεού». Δηλαδή ο άνθρωπος ζει θαυματουργικά ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν τα υλικά εφόδια, όταν το θέλει ο Θεός. Έτσι οι Ισραηλίτες ενώ πέρασαν σαράντα χρόνια πεζοπορώντας στην έρημο, εν τούτοις, τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους δεν πάλιωσαν και δεν φθάρθηκαν, τα δε πόδια τους δεν πιάσανε κάλους (Δευτ. 8,4). Το ρητό αυτό του Δευτερονομίου το ανέφερε ο Χριστός στους πειρασμούς του, όταν ο διάβολος του είπε να κάνει τις πέτρες ψωμιά. Ο Χριστός ως άνθρωπος, όπως και ο Μωυσής και ο Ηλίας, έζησαν σαράντα μερόνυχτα χωρίς τροφή με τη δύναμη του Θεού. Εδώ είναι και το νόημα της νηστείας. Λέμε· «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς κρέας και χωρίς γάλα και τις άλλες αρτύσιμες τροφές». Κι όμως απαιτεί η Εκκλησία μας να νηστεύσουμε, για να μας διδάξει ότι ο Θεός δίνει ζωή· όχι οι τροφές αυτές καθ’ εαυτές. Συνήθως εμείς νομίζουμε πως οι ανάλογες θερμίδες που λαμβάνουμε καθημερινά αυτές μας συντηρούν στη ζωή. Επίσης νομίζουμε ότι η υλική τροφή έχει ζωτικές ουσίες από μόνη της και συνεπώς έχει τη δύναμη να μας ζωοποιεί. Ενώ στην πραγματικότητα ακόμη και οι τροφές μας συντηρούν, διότι υπάρχει η θεία ενέργεια μέσα σ’ αυτές. Η τροφή από μόνη της δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να δώσει ζωή.

    Αν παρατηρήσουμε με προσοχή τα δελτία ειδήσεων των μέσων ενημερώσεως ή διαβάσουμε πολιτικά και στρατιωτικά περιοδικά, θα διαπιστώσουμε ότι συνεχώς μιλάνε για «ζωτικά εδάφη» ή «για ζωτικά συμφέροντα» ή για «ζωτικές ανάγκες». Και τα λέμε αυτά, διότι έχει απομακρυνθεί ο άνθρωπος από την αλήθεια του ευαγγελίου τόσο, ώστε να πιστεύει ότι τα εδάφη που έχουν πετρέλαιο ή ουράνιο ή πολύτιμα μεταλλεύματα, ή τα υλικά συμφέροντα που έχει σε διαφόρους τομείς αυτά είναι που του χορηγούν ζωή. Και, χάριν αυτής της υλικής ζωής που νομίζει ότι αυτά του χορηγούν, κάνει πολέμους αιματηρότατους, καταστρέφει οικολογικά τον πλανήτη μας, καταστρέφει τον πολιτισμό μας, βυθίζει στο πένθος και στον πόνο μεγάλα τμήματα της γης. Κι ενώ κάθε κράτος διώκει απηνώς τους ληστές, δολοφόνους, τρομοκράτες που βρίσκονται στην επικράτεια του, εν τούτοις, σε κρατικό επίπεδο εφαρμόζει τις ίδιες μεθόδους με τους εκτός νόμου ευρισκομένους πολίτες του. Να η κατάντια που φθάνουμε, λόγω της ειδωλολατρίας μας και της αλλοτριώσεως μας από το Θεό.

    Εκτός όμως από την υλική ζωή που παρέχει ο Θεός, την παροδική και θνητή, παρέχει και την αιώνια, την άφθαρτη, την ουράνια. Η ζωή η επί γης έχει μικρή αξία αυτή καθ’ εαυτή. Η ζωή η αιώνια έχει την αιώνια αξία. Δεν μας έπλασε ο Θεός για να ζούμε εξήντα ή εβδομήντα ή περισσότερα ή λιγώτερα χρόνια. Είμαστε λογικά όντα αθάνατα. Σε τρία- τέσσερα εκατομμύρια είδη ζώων, μόνο ο άνθρωπος έχει λογική, συνείδηση, πολιτισμό, πόθο αιωνιότητας. Μόνο ο άνθρωπος τα έχει αυτά, γιατί μόνο ο άνθρωπος πλάστηκε γι’ αυτό το σκοπό.

    Στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, στο 6ο κεφάλαιο, ο Χριστός, αφού τον αναζήτησαν οι Εβραίοι για να τον συναντήσουν, μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχυλίων, τους είπε· «με ζητάτε όχι γιατί είδατε θαύματα, αλλά γιατί φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε. Τα ενδιαφέροντά σας είναι κυρίως υλικά. Μη ενδιαφέρεσθε όμως αποκλειστικά και μόνο για την τροφή που φθείρεται, αλλά κυρίως να ενδιαφέρεσθε για την τροφή που μένει άφθαρτη και σας χαρίζει την αιώνια ζωή και την οποία τροφή θα σας δώσει ο υιός του ανθρώπου». Μετά απ’ αυτή τη σύσταση και επειδή τον προκάλεσαν οι Εβραίοι να κάνει ένα θαύμα παρόμοιο με το θαύμα που έκανε ο Μωυσής, όταν τους έδιδε το μάννα από τον ουρανό, ο Χριστός τους είπε ότι ο Μωυσής τους έδωσε τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο πατέρας μου σας δίδει αυτή τη στιγμή τον άρτο από τον ουρανό αλλά τον αληθινό άρτο». Το μάννα ήταν μεν τροφή από τον ουρανό αλλά υλική. Διατηρούσε μόνο την βιολογική ζωή. Ο αληθινός άρτος δίνει την αιώνια ζωή.

    Μετά την αποκάλυψη αυτή, ο Χριστός είπε πολύ βαρυσήμαντα αλλά και πολύ ακατανόητα και παράδοξα λόγια. «Ο πατέρας μου δίνει τον άρτον τον εκ του ουρανού, τον άρτο τον αληθινό, αυτόν που δίνει ζωή στον κόσμο». Και όταν του είπαν οι Εβραίοι να τους δώσει απ’ αυτό τον άρτο, εκείνος τους αποκάλυψε ότι· «Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής», δηλαδή ο άρτος που δίνει ζωή. «Αυτός που έρχεται κοντά μου δεν θα πεινάσει, κι αυτός που πιστεύει σε μένα δεν θα διψάσει ποτέ». Άρχισαν να γογγύζουν οι Εβραίοι, γιατί ο Χριστός ονόμασε τον εαυτό του «άρτο ζωής». Όταν τους χόρτασε υλικά με θαύμα, δεν γόγγυσαν και τον θεωρούσαν προφήτη και ήθελαν να τον κάνουν βασιλιά. Τώρα όμως που αντιλαμβάνονται ότι χάνουν το υλικό φαγοπότι γογγύζουν. Να ποια είναι τα κύρια ενδιαφέροντα των ανθρώπων.

    Ο Χριστός όμως το επανάλαβε ξανά και τους είπε ότι οι πατέρες τους φάγανε στην έρημο το μάννα, που το θεωρούσαν άρτο ουράνιο, αλλά πεθάνανε. Ενώ ο άρτος αυτός, που είναι ο εαυτός του, όποιος τον τρώγει δεν πεθαίνει. Άρα προσέξτε· σας ελευθερώνω από τον θάνατο· μην έχετε το νου σας όλο στην φθαρτή ζωή και τροφή. «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων», δηλαδή ο ζωντανός άρτος, «ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σάρξ μου εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα…ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Με τα λόγια αυτά ο Χριστός αποκαλύπτει ότι την αληθινή και αιώνια ζωή την αποκτά κανείς με τη συμμετοχή του στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας.

    Να λοιπόν το μήνυμα της γιορτής της Ζωοδόχου Πηγής. Μας υπενθυμίζει, για άλλη μια φορά, ότι η Παναγία μας γέννησε τον Χριστό, ο οποίος είναι η ζωή και ο χορηγός της ζωής. Ο χορηγός υλικής και πνευματικής ζωής, θνητής και αθανάτου, φθαρτής και αφθάρτου. Και ότι με τα μυστήρια της Εκκλησίας μας μπορούμε και εμείς να ενωθούμε με το Χριστό και ν’ αποκτήσουμε ζωή αιώνια, αληθινή, ευτυχισμένη.


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ:  ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ 



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. ἀ’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.


Η αναβλύζουσα Θειον ύδωρ αθάνατον, η προχέουσα ρείθρα ζωής αέναα· τοις προστρέχουσι πιστώς τη Ζωοδόχο σου Πηγή και ταύτα αρυoμένοι, βραβεύεις νυν τε παρθένε ρώσιν και θεραπείαν, και συμφορών απολύτρωσιν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ήχος α’.

Ο ναός σου Θεοτόκε ανεδείχθη παράδεισος, ως ποταμούς αειζώους αναβλύζων ιάματα ώ προσερχόμενοι πιστώς, ως Ζωοδόχου εκ Πηγής, ρώσιν αντλούμεν, και ζωήν την αιώνιον, πρεσβεύεις γαρ συ τω εκ σου τεχθέντι, Σωτήρι Χριστώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.




Μεγαλυνάριον

Ύδωρ το ζωήρυτον της Πηγής, μάννα το προχέον, τον αθάνατον δροσισμόν το νέκταρ το Θείον την ξένην άμβροσίαν το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.


Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛA


Χριστιανός Ορθόδοξος ο Πάυλος Μελάς
όπως φαίνεται από τα ίδια τα λεγόμενά του:



«Λέχοβον, 25 Σεπτεμβρίου 1904. Νάτα μου,... Εγώ εδώ, ή μάλλον το σώμα μου εφόνευσε τους διαβόητους βουλαγρόπαππαν και βουλγαροδιδάσκαλον της Προκοπάνας την 17 Σεπτεμβρίου. Δια της πράξεως ταύτης υπεβοήθησα τους κατοίκους επενέλθουν εις την Ορθοδοξίαν και να δηλώσουν εντός δεκαημέρου την επιθυμίαν των ταύτην εις τον Μητροπολίτην. Την 18 εις την ελληνικώτατην Βελκαμένην, υπεχρέωσα 7 γονείς να αποσύρουν τα 7 τέκνα των, τους μόνους μαθητάς της ρουμανικής προπαγανδιστικής σχολής. Τον Ρουμάνον διδάσκαλον και ταυτοχρόνως κομιτατζήν υπεχρέωσα να φύγη εντός εβδομάδος, άν θέλη να ζήση. Αυτός έφυγεν την επαύριον». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 390και 395).

«Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904 (σ.σ. ένα μήνα πρίν το θάνατό του).

Το βράδυ... επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηρίου, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισία. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών. Ενθυμήθηκα τη γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 379-379).


Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 -- 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού και πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα
''O θάνατος του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο Θάνατος του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου.......Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονει και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.'' Ιων Δραγούμης

«Ακούσετε Ελληνόπουλα! Τις αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτίες, τις φορτώθηκε ο Παύλος Μελάς και παθαίνουνταν και υπόφερνε γι' αυτές, ενώ δεν ήταν άξιος για τέτοια τιμωρία (.). Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω -αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού- μη λησμονήτε ποτέ το θάνατο του Παλληκαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονήτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονήτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες». Ίων Δραγούμης

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Παύλος Μελάς κατέστη η απαρχή και το Σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνος, ούτε ότι η Αυτοθυσία του γέμισε ενοχές και υποχρεώσεις, τόσο τον λαό, όσο και τον Στρατό. Δεν είναι τυχαίο ότι το βόλι που έστειλε στα Ηλύσια Πεδία τον Εθνομάρτυρα γέμισε οργή και πίστη τις ψυχές των Ελλήνων, οι οποίοι λίγα χρόνια αργότερα θα δημιουργούσαν το Έπος των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Εμβατήριο Παύλου Μελά:




Η Δεσποτοκρατία επιτίθεται με τον «αντί- οικουμενιστικό» βραχίονά της

Η Δεσποτοκρατία επιτίθεται με τον «αντί- οικουμενιστικό» βραχίονά της 

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής (25 Ἀπριλίου)




Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καὶ Ἰωάννης, ἦταν Ἰουδαῖος Ἑλληνιστὴς καὶ ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια καὶ κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς νὰ παίρνουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκό, ὀνομάσθηκε καὶ Μᾶρκος. Ἡ οἰκογένειά του διέθετε τὸ προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. Ὁρισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητὲς δέχονται ὅτι στὸ σπίτι αὐτὸ ἔλαβε χώρα τὸ τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς Μαθητές Του καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων», ὁ ὁποῖος θὰ ἔδειχνε στοὺς δύο Μαθητὲς ποὺ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ δείπνου τὸ «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον», ἦταν ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος.

Ἡ καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἦταν μᾶλλον ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἄρχισε τὴν διακονία τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου, συνοδεύοντας τὸν θεῖο του Ἀπόστολο Βαρνάβα καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς διάφορες περιοδεῖες τους.
Στὴν πρώτη περιοδεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διακόπτει τὴν συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπὸ τὴν Κύπρο στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιστρέφει στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεύτερης περιοδείας, μετὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, κατὰ τὸν «παροξυσμό» ποὺ παρατηρήθηκε μεταξὺ Παύλου καὶ Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μὲ τὸν Μᾶρκο ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὸν Σίλα ξεκίνησαν γιὰ τὴ νοτιοδυτικὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος βρίσκεται πάλι κοντὰ στὸν Παῦλο κατὰ τὸν χρόνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος τὶς Ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τέλος μνημονεύεται στὴν Α’ Ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, ὡς συνεργάτης αὐτοῦ καὶ στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή.

Διάφορες παραδόσεις γιὰ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἀπηχοῦνται σὲ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἢ σὲ ἀρχαία λατινικὰ χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Ἰππόλυτος τὸν ὀνομάζει «κολοβοδάκτυλον», εἴτε γιατί εἶχε δυσανάλογα μικρὰ δάχτυλα σὲ σχέση πρὸς τὸ σῶμα του, εἴτε γιατί ἀπέκοψε ὁ ἴδιος ἕνα ἀπὸ τὰ δάχτυλά του ὅταν ἔγινε Χριστιανός, γιὰ νά μὴν θεωρεῖται ἄρτιος καὶ ἱκανὸς νὰ τελεῖ τὰ καθήκοντά του ὡς λευΐτης ποὺ ἦταν, εἴτε τέλος, σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἀλληγορικὴ αὐτὴ τὴ φορὰ ἑρμηνεία, γιατί τὸ Εὐαγγέλιό του στερεῖται εἰσαγωγῆς καὶ ἐπιλόγου. Ὁ Ἐπιφάνιος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Μᾶρκος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἐκείνους ποὺ σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ βρώση τῆς Σάρκας Του καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἵδρυσε καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀκηλυΐας τῆς Ἰταλίας καὶ ἐργάσθηκε ἀποστολικὰ στὴ Δύση, στὴ Ρώμη καὶ στὰ Μεδιόλανα. Τέλος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γενικότερα θεωρεῖ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἱδρυτὴ καὶ πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος μετέβη στὴν Αἴγυπτο περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 62 μ.Χ., ἡμέρα τοῦ Πάσχα, οἱ Ἐθνικοὶ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη, δεύτερη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαρτύρησε, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ διότι ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος Αὐτοῦ. Οἱ εἰδωλολάτρες θέλησαν νὰ κάψουν τὸ ἅγιο λείψανό του σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν «εἰς τοὺς Ἀγγέλους», ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ ναός, τὸ «Ἀγγέλιον», ἀλλὰ λόγῳ τῆς θύελλας ποὺ ξέσπασε μὲ βροχὴ καὶ χαλάζι, ἐγκατέλειψαν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ ἔφυγαν. Οἱ Χριστιανοὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τὸ κατέθεσαν σὲ μνημεῖο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμήν του.

Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ἀργότερα μετακομίσθηκε στὴ Βενετία ἀπὸ Βενετοὺς ναυτικούς. Ἡ πράξη δικαιολογήθηκε πολὺ ἀργότερα μὲ ἀναφορὰ σὲ κάποια προφητεία ποὺ Ἄγγελος Κυρίου ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμά του θὰ ἀναπαυόταν κάποτε στὴ Βενετία. Ἡ γενικῶς ἀποδεκτὴ ἄποψη τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς ἀπεικονίσθηκε σὲ ψηφιδωτὰ μέσα στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἐκεῖ ἱστορεῖται τὸ ἐπιχείρημα δύο Βενετῶν ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν βοήθεια δύο Ἑλλήνων μοναχῶν, ἀφαίρεσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὸ προσκύνημά του στὴν Ἀλεξάνδρεια, δωροδοκώντας τὴν φρουρὰ καὶ ἀντικαθιστώντας τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ τὸ σκήνωμα ἑνὸς ἀγνώστου Ἁγίου. Ὅταν ἀνέβασαν τὸ ἱερὸ λείψανο πάνω στὸ πλοῖο, φρόντισαν νὰ τὸ προστατεύσουν ἀπὸ τὰ ἐρευνητικὰ βλέμματα τῶν Ἀράβων λιμενικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ἁγιότητος ποὺ ἀνέδυε, κρύβοντάς το κάτω ἀπὸ τεμαχισμένα χοιρινὰ κρέατα. Οἱ Ἄραβες, ὡς εὐλαβεῖς Μουσουλμάνοι, ἔνιωσαν φρίκη στὴ θέα καὶ τὴ δυσωδία τῶν χοίρων. Ἔτσι τὸ πλοῖο μὲ τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ἀναχώρησε ἄμεσα. Στὸ ἐκπληκτικὰ ταχὺ ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴ Βενετία, τὸ πλοῖο παραλίγο νὰ συντριβεῖ ὁλοσχερῶς. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἦταν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν κυβερνήτη καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συμφορά.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι σίγουρα ἐμπλουτισμένο μὲ πλασματικὲς λεπτομέρειες. Ὅμως, ἡ κλοπὴ ἦταν ἀδιαμφισβήτητη. Τὰ ἐλατήρια τῆς κλοπῆς ἦταν τόσο πολιτικὰ ὅσο καὶ θρησκευτικά. Στὴν ἀρχὴ τὸ ἱερὸ λείψανο τοποθετήθηκε καὶ φυλάχθηκε σὲ μία κρυφὴ αἴθουσα δίπλα στὸ παλάτι τοῦ δόγη. Στὴ διαθήκη του, ὁ δόγης Ἰουστινιανὸς ὅρισε, ἡ σύζυγός του νὰ οἰκοδομήσει ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἀνάμεσα στὸ παλάτι καὶ τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἀνέγερση τοῦ κτίσματος ἄρχισε τὸ ἔτος 832 μ.Χ. καὶ τελείωσε μετὰ ἀπὸ 34 ἔτη.Στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο βρίσκουμε μόνο μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἐπεισόδια ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σταχυολογημένα ἀπὸ τὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποσπασματικὲς αὐτὲς πληροφορίες ἔχουν ἕνα βαθύτερο θεολογικὸ σύνδεσμο μεταξύ τους καὶ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δείξουν ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ θαυματουργικὲς πράξεις τοῦ Κυρίου στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαρτυροῦν γιὰ τὴ μεσσιανικὴ ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατανικᾶ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους. Τὰ πραχθέντα ἀποκορυφώνονται στὸν Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου θριαμβεύει μὲ τὴν Ἀνάσταση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ Σταυροῦ προετοιμάζει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τὸν ἀναγνώστη ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου κινεῖται μεταξὺ τωρινῶν παθημάτων τῶν πιστῶν καὶ μέλλουσας δόξας μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μέλλουσα δόξα.



Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ταχὺ προκατάλαβε.


Τοῦ Πέτρου συνέκδημος, καὶ κοινωνὸς ἱερός, τοῦ Λόγου διάκονος, καὶ ὑποφήτης σοφός, ἐδείχθης Ἀπόστολε· ὅθεν τὸ τοῦ Σωτῆρος, Εὐαγγέλιον θεῖον, Μᾶρκε διαχαράττεις, ὡς οὐράνιος μύστης· διὸ Εὐαγγελιστά σε, πόθῳ γεραίρομεν.






Κοντάκιον. Ἦχος β. 
Τὰ ἄνω ζητῶν.


Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν χάριν τὴν τοῦ Πνεύματος, ῥητόρωνά, διέλυσας Ἀπόστολε, καὶ τὰ ἔθνη ἅπαντα, σαγηνεύσας, Μᾶρκε παναοίδιμε, τῷ σῷ Δεσπότῃ προσήγαγες, τὸ θεῖον κηρύξας Εὐαγγέλιον.




Μεγαλυνάριον.


Πέτρῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, τῶν ὑπερκοσμίων, ἐχρημάτισας μυητής· ὅθεν τοῦ Σωτῆρος, ἡμῖν εὐηγγελίσω, ὦ Μᾶρκε θεηγόρε, τὴν συγκατάβασιν.

Δείτε σχετικά:

Εὐαγγελιστού Μᾶρκου - (Ἀπόστολος τῆς ἑορτής)

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ (Τρίτη τῆς Διακαινησίμου)



Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Τρίτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος 

Η ιστορία της Παναγίας της Πορταΐτισσας


Την εποχή της εικονομαχίας στην Κωνσταντινούπολη, οι ασεβείς εικονομάχοι κατέστρεφαν τις εικόνες στους Ναούς και τα σπίτια των Χριστιανών. Μία ευσεβής χήρα, προτίμησε να πετάξει την σημερινή εικόνα της Πορταϊτισσας στην θάλασσα, παρά να την καταστρέψουν οι εικονομάχοι. Έκλαιγε και θρηνούσε δια την απώλεια της αγαπημένης της εικόνας, αλλά η Υπεραγία Θεοτόκος την παρηγόρησε στον ύπνο της λέγοντάς της, ότι την εικόνα της θα την στείλει σ’ ένα τόπο, όπου θα την προσκυνούν εις τους αιώνες πολλές φυλές και γλώσσες.
Μετά από αρκετά χρόνια το 1004 μ.X. η εικόνα εμφανίστηκε μέσα στην θάλασσα μπροστά στην Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος, να στέκεται όρθια πάνω στα νερά. Οι μοναχοί θαύμασαν για το γεγονός και προσπαθούσαν να βγάλουν την εικόνα από την θάλασσα αλλά μία αόρατος δύναμη τους εμπόδιζε.
Λίγο πιο ψηλά από την Μονή ασκήτευε ένας μοναχός με το όνομα Γαβριήλ.
Σ’ αυτόν παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε τα εξής:
Θέλω εσύ να έρθεις να παραλάβεις την εικόνα μου από την θάλασσα, διότι εσένα βρίσκω άξιο για
να την μεταφέρεις στην Μονή”.
Ο ασκητής υπάκουσε και κατέβηκε να παραλάβει την εικόνα. Όταν μπήκε στην θάλασσα όμως, προς έκπληξη όλων, δεν βούλιαζε αλλά περπατούσε επάνω στα νερά, μέχρι που έβγαλε την εικόνα στην ξηρά. Στο σημείο που ακούμπησε η εικόνα μόλις βγήκε από την θάλασσα, ανέβλυσε αγίασμα, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο ασκητής Γαβριήλ μαζί με τον ηγούμενο και τους μοναχούς, μετέφεραν την εικόνα στο καθολικό της Μονής και την εγκατέστησαν σε περίοπτη θέση. Την επόμενη ημέρα όμως δεν την βρήκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά πάνω από την πύλη. Αυτό έγινε πολλές φορές ακόμη και οι μοναχοί κατάλαβαν ότι η Παναγία θέλει να μείνει πλησίον της πύλης. Μάλιστα εμφανίστηκε και στον ηγούμενο και του είπε τα εξής: “Εγώ ήρθα εδώ για να σας φυλάω κι όχι να με φυλάτε”. Μετά κι απ’ αυτό, έχτισαν ωραίο παρεκκλήσιο δίπλα στην πύλη της Μονής και η εικόνα εγκαταστάθηκε εκεί, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα.Η Αγία αυτή εικόνα φέρει στο κάτω μέρος της σιαγόνος της Θεοτόκου μία ουλή από το μαχαίρι ενός πειρατή. Από την ουλή αυτή έρευσε αίμα, το οποίο πηγμένο διακρίνεται και σήμερα επάνω στην εικόνα.

Η παράδοση στο Άγιο Όρος λέει, ότι αν φύγει η εικόνα της Πορταϊτισσας, πρέπει να φύγουν και οι μοναχοί από το Άγιο Όρος.


Θαύματα της Παναγίας της Πορταΐτισσας

Ο ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ


Τον παλαιό καιρό ένας οδοιπόρος ξεκίνησε από την έρημο του Άθωνος και οδοιπορώντας όλη την ήμερα, το απόγευμα έφτασε στη Μονή των Ιβήρων. Επειδή βιαζόταν, δεν μπήκε μέσα. Ζήτησε μόνο λίγο ψωμί από τον πορτάρη, ο όποιος δεν του έδωσε, και νηστικός και πικραμένος συνέχισε την πορεία του προς τις Καρυές. Σε 20 περίπου λεπτά από τη Μονή κάθισε ο οδοιπόρος σε μία πέτρα να ξεκουραστεί λίγο αναλογιζόμενος το γεγονός με δάκρυα και στενάζων κατά του πορτάρη. Τότε άκουσε βήματα, σηκώνει το κεφάλι και βλέπει μία σεμνή γυναίκα, που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδί.
Τον πλησιάζει και τον ρωτάει με συμπονετικό ύφος: «τι έχεις και κλαις; μήπως είσαι άρρωστος;» «Όχι» άπαντα ο οδοιπόρος, «δεν είμαι άρρωστος, αλλά πεινάω ζήτησα από τον πορτάρη των Ιβήρων λίγο ψωμί και δεν μου έδωσε». Η Γυναίκα του λέει: μη λυπάσαι, τέκνον, κατά του θυρωρού, διότι θυρωρός της Μονής των Ιβήρων είμαι εγώ. Πάρε αυτό το φλουρί, γύρισε στο Μοναστήρι και αγόρασε με αυτό ψωμί κι εγώ θα σε περιμένω εδώ. Ο οδοιπόρος πείθεται και επιστρέφει στο Μοναστήρι, βρίσκει τον πορτάρη και ζητεί ν' αγοράσει ψωμί δίνοντας και το φλουρί, που καθώς είπε του το δώρισε μια γυναίκα.
Όταν ο πορτάρης άκουσε για γυναίκα σαν να κατάλαβε, και μόλις είδε και το φλουρί θαύμασε και έσπευσε να χτυπήσει την καμπάνα να συναθροισθούν οι Πατέρες και να τους αναφέρει το συμβάν. Συγκεντρώθηκαν οι Πατέρες και μόλις άκουσαν το παράδοξο γεγονός έμειναν κατάπληκτοι. Διαπίστωσαν ότι το φλουρί που έφερε ο οδοιπόρος ήταν από παλιά αφιερωμένο στην Εικόνα της Πορταΐτισσας, το οποίο με πολλή ευλάβεια ξανατοποθέτησαν και πάλι προ της αγίας Εικόνας. Αμέσως όλοι μαζί πήγαν στον τόπο της εμφανίσεως της γυναίκας, 20 λεπτά απ' το Μοναστήρι προς τις Καρυές, και δεν βρήκαν κανένα. Σε ανάμνηση του θαύματος έστησαν εκεί ένα μικρό προσκυνητάρι.
Κατά το 1960 ο Ιερομόναχος Μάξιμος Πνευματικός Ιβηρίτης ανήγειρε ναΰδριο στον τόπο εκείνο του θαύματος προς τιμήν της Πορταΐτισσας Θεοτόκου. Εδώ ερχόταν ο Γέροντας κάθε δειλινό και άναβε το καντήλι στην Εικόνα της αναπαράστασης του θαύματος κάτω απ' το δέντρο. Μια βραδιά ακούει φωνή απ' την Εικόνα: «θέλω εκκλησία εδώ». Ξαφνιάστηκε, σταυροκοπήθηκε και δεν είπε τίποτα, μήπως ήταν ιδέα του. Την άλλη βραδιά πάλι τα ίδια. και τρίτη φορά ακούστηκε η φωνή και ο Γέροντας απάντησε «δεν μπορώ» και η Παναγία του είπε: «θα σε βοηθήσω εγώ». Τότε ο Γέροντας κουβάλησε δυο χρόνια πέτρες απ'  το ποτάμι, καθάρισε τον τόπο απ'  τα βάτα και τ' άγρια ξύλα, ο μάστορας δούλεψε πρόθυμα και έγινε ένα ωραιότατο εκκλησάκι που οι ξένοι επισκέπτες δεν χορταίνουν να το βγάζουν φωτογραφίες.


ΑΓΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ


Σύμφωνα με τις ιστορικές παραδοσιακές πληροφορίες, η μεγάλη σε μέγεθος εικόνα της Πορταΐτισσας, η οποία φέρει κάτω από τη δεξιά σιαγόνα τραύμα με ξηραμένο αίμα, κτυπήθηκε με το ξίφος ενός Άραβα, ο οποίος ονομαζόταν Ραχάι και ήταν αρχηγός ενός πειρατικού στόλου. Όταν ο στόλος αυτός έπλευσε στη θάλασσα των Ιβήρων, ο Ραχάι έστειλε πειρατές, να κουρσέψουν τη Μονή. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την εντολή του αρχηγού τους, διότι εμποδίστηκαν από μία Γυναίκα και γύρισαν στα πλοία τους άπρακτοι.
Όταν ο Ραχάι άκουσε τη δικαιολογία των συντρόφων του, τους ονείδισε και αμέσως έτρεξε εναντίον της Μονής κραδαίνοντας το ξίφος του. Όταν είδε την αγία εικόνα της θείας Πορταΐτισσας, με θυμό τη χτύπησε με το ξίφος του. Από την πληγή άρχισε να ρέει άφθονο αίμα, που τον περιέλουσε. Στη θέα του αίματος από το φρικτό θαύμα, άρχισε να τρέμει, και μετανοώντας για την ασέβεια του ζήτησε συγχώρηση. Κατόπιν βαπτίστηκε και έγινε μοναχός και κλαίγοντας για το αμάρτημά του».

Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του έμεινε εμπρός στην αγία εικόνα και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο ναό της Πορταΐτισσας. Παρακαλούσε δε τους αδελφούς της μονής Ιβήρων, να μη τον αποκαλούν με το ασκητικό του όνομα Δαμασκηνό, αλλά «Βάρβαρο», άξεστο, βάναυσο. Ο Άγιος Βάρβαρος τόσο πολύ πρόκοψε στην αρετή, ώστε ύστερα από το θάνατό του έδειξε σημεία αγιότητας. Μέχρι σήμερα ονομάζεται «άγιος Βάρβαρος», εορτάζει στις 15 Μαΐου. Το λείψανό του, κατά την ανακομιδή, βρέθηκε ακέραιο και απέπνεε άρωμα. Το έκλεψαν οι Λατίνοι, μαζί με χίλια άλλα λείψανα της Μονής.


Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ

]
Το 1651 Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι’ αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρησή τους. Αμέσως η φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε για εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα.
Εκείνη την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη η κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα και για τους γιατρούς αθεράπευτα.
Τη θλίψη της πριγκίπισσας και των βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να μεταβάλει σε χάρη η θαυματουργή Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει της λέει:
Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από την μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταΐτισσα.
Το πρωΐ η άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως η εικόνα δεν επιστραφεί, και αποφάσισαν να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων ιερομονάχων.
Μόλις μαθεύτηκε ο ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, η πόλη άδειασε. Όλοι, βασιλείς και λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ’ ανάκτορα όμως η πριγκίπισσα κοιτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τη μητέρα της και τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.
Τι; φώναξε. Έρχεται η Παναγία, κι εμένα μέ άφησαν εδώ;
Πήδηξε αμέσως από το κρεβάτι, ντύθηκε και έτρεξε να υποδεχθεί κι εκείνη την Παναγία. Ο κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα και τα έχασε. Η συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε η αγία εικόνα κι έγινε η τελετή της υποδοχής και της προσκυνήσεως.
Μεγαλειότατε, είπαν οι απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή εικόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.
Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ο τσάρος. Σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου σας παραχωρώ μία από τις καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον άγιο Νικόλαο. Επίσης ετήσιο επίδομα από 2.500 ρούβλια, ατέλεια σε ότι εισάγετε στην χώρα μου, καθώς και δωρεάν μετακίνηση των απεσταλμένων σας.
Το μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932 και της εξασφάλιζε τόσα έσοδα, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τις υλικές της ανάγκες.


Η ΚΑΝΔΗΛΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΥ


Στη σεβάσμια μονή των Ιβήρων, κατά την ετήσια αγρυπνία της πανήγυρης της σεπτής εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας (15 Αυγούστου), είχε κληθεί να ψάλει ο περίφημος Ρουμάνος μουσικός και καλήφωνος Νεκτάριος, ο λεγόμενος Βλάχος. Η μονή, για να τιμήσει τον επισκέπτη, όπως ήταν συνήθεια, του παραχώρησε το δεξιό αναλόγιο. Αυτό δεν άρεσε στους ψάλτες της μονής, οι οποίοι ήθελαν να επιδείξουν τη μουσική τους κατάρτιση και τις ψαλτικές τους ικανότητες. Γι' αυτό δυσαρεστήθηκαν. Παρακινούμενοι από φθόνο του διαβόλου, σκέφτηκαν την εξόντωση του Ρουμάνου ψάλτου. Έτσι, κάποιος από αυτούς, έριξε δηλητήριο στο ποτό του.
Ο ευλογημένος αυτός μοναχός Νεκτάριος, μόλις αισθάνθηκε τους πρώτους πόνους από την επίδραση του δηλητηρίου, αντελήφθη τι είχε συμβεί. Οπλισμένος με ακράδαντη πίστη στο Θεό και την εορτάζουσα Παναγία Πορταΐτισσα, αμέσως έτρεξε στη θαυματοποιό Παναγία, πήρε το κανδήλι Της και ήπιε ολόκληρο το περιεχόμενό του και με πολύ πόνο ψυχής είπε: «Παναγία μου, σώσε με. Με δηλητηρίασαν».
Η ταχεία αντίληψη και έτοιμη βοηθός και ιατρός των νοσούντων, Κυρία Θεοτόκος, άκουσε τον πιστό δούλο Της, προσέτρεξε και τον θεράπευσε. Ο ίδιος αργότερα ομολογούσε: «Ποτέ δεν έψαλα τόσο καλά στην Παναγία, με τόσο καθαρό λαρύγγι και ψυχική διάθεση, καθώς την τραγική εκείνη αγρυπνία της σώτειράς μου Παναγίας Πορταΐτισσας»

 http://users.sch.g


Απολυτίκιον της Πορταΐτίσσης. Ήχος Α΄. Του λίθου σφραγισθέντος. Την θείαν Σου Εικόνα δεδεγμένοι εν θαύματι, Πυλωρόν Παρθένε και σκέπην και Προστάτιδα έχομεν, του κλήρου σοι οι τρόφιμοι αεί, και Σου ως αφομείωμα ημείς, την Αυτήν Σου προσκυνούντες από ψυχής, βοώμεν σοι Θεοτόκε ˙ δόξα τη παναγάθω Σου βουλή, δόξα τη προστασία Σου, δόξα τη προς ημάς Αγνή θεία προνοία Σου.






Τρίτη 7 Μαΐου 2013

ΑΓΙΟΙ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΟΙΣ (Τρίτη τῆς Διακαινησίμου)




Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.

Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.

Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.

Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.

Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.

Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.

Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.

Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.

Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.

Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.

Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τὴ τῶν Μαρτύρων θαυμαστὴ προστασία, τῶν ἐν Θερμῇ ἠμὶν ἀρτίως φανέντων, ἀπὸ ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες· Ραφαὴλ μακάριε, καὶ Νικόλαε θεῖε, καὶ Εἰρήνη πάνσεμνε, πάσης ρύσασθε βλάβης, καὶ ἀναγκῶν καὶ πάσης ἀπειλῇς, τοὺς τὴ πρεσβεία ὑμῶν καταφεύγοντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν Λέσβῳ, ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἡγιάσατε, τῇ τῶν Λειψάνων ὑμῶν, εὑρέσει μακάριοι. Ὅθεν ὑμᾶς τιμῶμεν, Ῥαφαὴλ θεοφόρε, ἅμα σὺν Νικολάῳ καὶ παρθένῳ Εἰρήνῃ, ὡς θείους ἡμῶν προστάτας καὶ πρέσβεις πρὸς Κύριον.