ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
Περὶ ἡσυχίας
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
(Περὶ διαφορᾶς καὶ διακρίσεως ἡσυχιῶν)
ΣΕ ΚΑΘΕ ἐπιστήμη καὶ τέχνη, ὅπως τὸ γνωρίζουν ὅλοι, παρατηροῦνται διαφορὲς στὶς ἀπόψεις καὶ τὶς θελήσεις. Διότι δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ κατακτήσουν τὸ τέλειο, εἴτε διότι ὑστεροῦν στὸν ζῆλο εἴτε διότι στεροῦνται δυνάμεως. Ὑπάρχουν λοιπὸν ἄνθρωποι ποὺ εἰσέρχονται σ᾿ αὐτὸν τὸν λιμένα ἢ καλύτερα τὸ πέλαγος ἢ ἴσως στὸν βυθό, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ κυβερνήσουν τὸ στόμα τους καὶ ἐπειδὴ συνήθισαν στὴν σωματικὴ ἀργία. Καὶ ἄλλοι διότι εἶναι ἀσυγκράτητοι στὸν θυμὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ κυβερνήσουν τὸ στόμα τους καὶ ἐπειδὴ συνήθισαν στὴν σωματικὴ ἀργία. Καὶ ἄλλοι διότι εἶναι ἀσυγκράτητοι στὸν θυμὸ καὶ δὲν μποροῦν οἱ ταλαίπωροι νὰ τὸν συγκρατήσουν, ὅταν ζοῦν μαζὶ μὲ πλῆθος ἀνθρώπων.
Ἄλλοι ἀπὸ ἰδιορρυθμία μᾶλλον, παρὰ ἀπὸ καθοδήγησι ἄλλου, νομίζοντας ὑπερήφανα ὅτι θὰ κατορθώσουν νὰ τὸ διαπλεύσουν αὐτὸ τὸ πέλαγος. Ἄλλοι ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ ἐγκρατεύωνται ζωντας μέσα σὲ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά. Ἄλλοι γιὰ νὰ προοδεύσουν περισσότερο μὲ τὴν ἀπομονωμένη αὐτὴ ζωή. Ἄλλοι γιὰ νὰ τιμωρήσουν ἀφανῶς τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ ἀποκτήσουν δόξα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ ἄλλοι -«εἰ ἄρα καὶ ἐλθῶν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εὑρήσει τοιούτους ἐπὶ τῆς γῆς» (πρβλ. Λουκ. ιη´ 8)- οἱ ὁποῖοι συνεζεύχθησαν τὴν ὁσία αὐτή, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία, ἀπὸ τρυφὴ καὶ ἀπὸ δίψα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γλυκύτητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν τὸ ἔκαναν αὐτό, παρὰ ἀφοῦ προηγουμένως διεζεύχθησαν κάθε εἴδους ἀκηδία. Διότι ἡ σχέσις μὲ τὴν ἀκηδία στὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὑπολογίζεται ὡς πορνεία.
2. Σύμφωνά μὲ τὴν μικρὴ γνῶσι ποὺ μοῦ ἐδόθηκε, σὰν ἄσοφος ἀρχιτέκτων ἐλάξευσα κλίμακα ἀναβάσεως, καὶ καθένας ἡσυχαστὴς ἂς βλέπη σὲ ποιὰ βαθμίδα εὑρίσκεται: Ξεκίνησε ἀπὸ ἰδιορρυθμία ἢ γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἢ γιὰ τὴν πολυλογία του ἢ γιὰ τὸν ἀσυγκράτητο θυμό του ἢ γιὰ τὴν πολλή του προσπάθεια ἢ γιὰ νὰ ἐξοφλήση τὶς ἁμαρτίες του ἢ γιὰ νὰ προοδεύσῃ περισσότερο ἢ γιὰ νὰ αὐξήση τὸ πῦρ τοῦ θείου ἔρωτος; Αὐτοὺς ποὺ ἀνέφερα τελευταίους θὰ εἶναι στὶς πρῶτες βαθμίδες, καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀνέφερα πρώτους, στὶς τελευταῖες. Καὶ οἱ ἑπτὰ πρῶτες βαθμίδες εἶναι ἐργασίες τοῦ παρόντος αἰῶνος, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιὰ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος -ἄλλες ἐργασίες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι δεκτὲς ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἄλλες ἀπαράδεκτες- ἐνῷ ἡ ὀγδόη βαθμίδα εἶναι φανερὸ ὅτι ὑποδηλώνει τὸν μέλλοντα αἰώνα.
3. Νὰ παρατηρῆς, ὦ μοναχὲ ὁλομόναχε, τὶς ὧρες ποὺ βγαίνουν τὰ θηρία, εἰδεμὴ δὲν θὰ κατορθώσης νὰ στήνης τὶς κατάλληλες παγίδες. Ἐὰν ἀπομακρύνθηκε τελείως αὐτὴ ποὺ πῆρε τὸ διαζύγιο, δηλαδὴ ἡ ἀκηδία, εἶναι περιττὴ ἡ ἐργασία. Ἐὰν ὅμως ξεπροβάλλη ἀκόμη μὲ θράσος, τότε δὲν γνωρίζω πῶς θὰ ἀσκήσω τὴν ἡσυχία. Γιατί ἄραγε δὲν ἀνεδείχθησαν τόσοι φωστῆρες ἀνάμεσα στοὺς ὁσίους Ταβεννησιῶτες ὅσοι στοὺς Σκητιῶτες (3); Ὁ νοῶν νοείτω, διότι ἐγὼ δὲν μπορῶ ἢ μᾶλλον δὲν θέλω νὰ ὁμιλήσω. Ἄλλοι ζοῦν μέσα στὸν βυθὸ τῆς ἡσυχίας ὀλιγοστεύοντας τὰ πάθη, ἄλλοι ψάλλοντας καὶ τὸν περισσότερο καιρὸ «τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες», καὶ ἄλλοι ἀφοσιωμένοι στὴν θεωρία. (Ποιοὶ εἶναι αὐτοί;) Ἂς δοθῇ ἀπάντησις, ἀφοῦ ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν ἡ διάταξις τῆς προηγουμένης κλίμακος. Ὅποιος μπορεῖ νὰ τὸ δεχθῇ καὶ νὰ τὸ κατανοήση, ἂς τὸ κατανοήση μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου (4).
4. Ὑπάρχουν ρᾴθυμες ψυχὲς ποὺ ζοῦν σὲ Κοινόβια, καὶ ἐπειδὴ εὑρῆκαν ἐκεῖ πολλὲς αἰτίες γιὰ τὴν ρᾳθυμία τους, κατήντησαν σὲ τελεία ἀπώλεια. Καθὼς ἐπίσης καὶ ἄλλες ποὺ μὲ τὴν συμβίωσι μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀδελφοὺς ἀπέβαλαν τὴν ρᾳθυμία τους. Καὶ αὐτὸ δὲν συνέβη μόνο στοὺς πολὺ ἀμελεῖς, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ στοὺς ἐπιμελεῖς, (οἱ ὁποῖοι ἔγιναν πιὸ ἐπιμελεῖς). Τὸν ἴδιο κανόνα μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσωμε καὶ στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἐδέχθηκε πολλοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ τοὺς ἀπεδοκίμασε ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιορρυθμίας τους καὶ τοὺς ἀπέδειξε φιληδόνους. Ἐδέχθηκε καὶ ἄλλους, τοὺς ὁποίους μὲ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία γιὰ τὰ κρίματά τους, τοὺς ἀνέδειξε ἀγωνιστικοὺς καὶ φλογερούς.
5. Ἂς μὴ τολμήση κανεὶς νὰ γευθῇ καὶ ἴχνος ἀκόμη τῆς ἡσυχίας, ἐὰν ἐνοχλῆται ἀπὸ τὸν θυμό, τὴν οἴησι, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν μνησικακία, μήπως τὸ μόνο ποὺ θὰ κερδήση ἀπὸ αὐτὴν εἶναι ἡ παραφροσύνη. Ὅποιος εἶναι καθαρὸς ἀπὸ αὐτά, αὐτὸς θὰ καταλάβη τὸ συμφέρον του, ἂν καὶ νομίζω ὅτι οὔτε αὐτὸς θὰ τὸ καταλάβη.
6. Τὰ σημάδια καὶ τὰ στάδια καὶ οἱ ἀποδείξεις αὐτῶν ποὺ ἀσκοῦν μὲ φρόνησι καὶ μὲ σύστημα τὴν ἡσυχία εἶναι τὰ ἑξῆς: Νοῦς ἀκύμαντος, ἐξαγνισμένη σκέψις, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον, ἀναπαράστασις τῶν τιμωριῶν τῆς κολάσεως, ἐπιθυμία σύντομου θανάτου, προσευχὴ ἀκόρεστος, καρδία ποὺ δὲν κλέπτεται ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ἀφανισμὸς τῆς πορνείας, ἄγνοια τῆς προσπαθείας, θάνατος τοῦ κόσμου, ἀνορεξία τῆς γαστριμαργίας, αἰτία καὶ ἀφορμὴ τῆς θεολογίας, πηγὴ τῆς διακρίσεως, δάκρυα κατὰ βούλησιν, ἀπώλεια τῆς πολυλογίας, καὶ ἀπόκτησις οἱουδήποτε ἄλλου πράγματος στὸ ὁποῖο συνήθως ἐναντιώνονται τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων. Ἐκείνων ὅμως ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἡσυχία χωρὶς φρόνησι καὶ σύστημα, νὰ ποιὰ εἶναι ἡ πτωχεία τοῦ πλούτου (5): Αὔξησις τῆς ὀργῆς, ἀποθήκευσις τῆς μνησικακίας, μείωσις τῆς ἀγάπης, ἀπόκτησις τῆς ὑπερηφανείας, καὶ κάτι ἄλλο ποὺ τὸ ἀποσιωπῶ (6).
7. Ἐπειδὴ ἐφθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ λόγου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁμιλήσωμε τώρα καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ὡς ὑποτακτικοί. Ἄλλωστε ὁ λόγος μας ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς αὐτούς. Ἐκείνων λοιπὸν ποὺ ἔχουν συζευχθῆ «νομίμως καὶ ἀμοιχεύτως καὶ ἀμολύντως» τὴν σεμνὴ καὶ εὐπρεπῆ ὑποταγή, σημάδια σύμφωνα μὲ τοὺς θεοφόρους Πατέρας εἶναι τὰ ἑπόμενα, τὰ ὁποῖα βεβαίως τελειοποιοῦνται στὸν καιρό τους, πλὴν ὅμως καθημερινῶς παρουσιάζουν συνεχῆ αὔξησι καὶ πρόοδο:
Αὔξησις τῆς πρώτης ταπεινώσεως ποὺ ἔδειχναν ὡς ἀρχάριοι, μείωσις τοῦ θυμοῦ -πῶς νὰ μὴ μειωθῇ, ἐφ᾿ ὅσον ἀδειάζει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν χολὴ καὶ τὴν πικρία τοῦ κακοῦ;- ἔλλειψις τοῦ πνευματικοῦ σκοτισμοῦ, πρόοδος στὴν ἀγάπη, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, λύτρωσις ἀπὸ τὸ μίσος, μείωσις τῆς λαγνείας, προερχομένη ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ ἔλεγχο, ἄγνοια τῆς ἀκηδίας, αὔξησις τοῦ ζήλου, ἀγάπη πρὸς τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τέλος ἀποξένωσις ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια – κατόρθωμα ποὺ ὅλοι εὔχονται νὰ τὸ ἀποκτήσουν, ὀλίγοι ὅμως τὸ ἀποκτοῦν. Ὅταν μία πηγὴ στερῆται ὕδατος, δὲν ἁρμόζει νὰ ὀνομάζεται πηγή. Καὶ αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ εἰπῶ ἐν συνεχείᾳ τὸ καταλαβαίνουν ὅσοι διαθέτουν νοῦ. (Ὅποιος δηλαδὴ δὲν ἔχει αὐτιά, ματαίως ὀνομάζεται ὑποτακτικός).
8. Ἡ ὕπανδρος κόρη, ποὺ δὲν ἐφύλαξε καθαρὴ τὴν κοίτη τοῦ ἀνδρός της, ἐμόλυνε τὸ σῶμα της, ἐνῷ ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἐτήρησε τὶς ὑποσχέσεις της ἐμόλυνε τὸ πνεῦμα της. Καὶ στὴν πρώτη ἔρχονται σὰν συνέπειες: ἡ κατηγορία, τὸ μίσος, τὰ κτυπήματα, καὶ -τὸ χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα- ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα της. Ἐνῷ στὴν δευτέρα: μολυσμοί, λήθη τοῦ θανάτου, ἀπληστία τῆς κοιλίας, ἀκράτεια τῶν ὀφθαλμῶν, πρόοδος στὴν κενοδοξία, ἀχόρταγος ὕπνος, σκληροκαρδία, ἀναισθησία, συσσώρευσις πονηρῶν λογισμῶν, αὔξησις τῶν συγκαταθέσεων πρὸς αὐτούς, αἰχμαλωσία τῆς καρδίας, δημιουργία ταραχῶν, ἀνυπακοή, ἀντιλογία, ἀπιστία, ἀπληροφόρητος καρδία, πολυλογία, προσπάθεια καὶ -τὸ χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα- ἡ παρρησία, καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο καὶ πιὸ ἀξιολύπητο ἡ ἀκατάνυκτος καρδία, τὴν ὁποία, ἂν δὲν προσέξη κανείς, διαδέχεται ἡ ἀναλγησία ποὺ εἶναι μητέρα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν πτώσεων.
9. Τοὺς ἡσυχαστὰς τοὺς πολεμοῦν οἱ πέντε, ἐνῷ τοὺς ὑποτακτικοὺς οἱ τρεῖς μόνο ἀπὸ τοὺς ὀκτώ (7). Ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία καὶ πολεμεῖ ἀκόμη ἐναντίον τῆς ἀκηδίας ζημιώνεται πολύ, διότι τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς θεωρίας τὸν ξοδεύει στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν μεθοδειῶν καὶ ἐπιθέσεών της.
10. Κάποτε, ἐνῷ μὲ εἶχε κυριεύσει ἡ ῥᾳθυμία καὶ σχεδὸν ἐσκεπτόμουν νὰ ἐγκαταλείψω τὸ κελλί μου, μὲ ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ ἄνδρες καὶ μὲ ἐμακάρισαν ἀρκετὰ ὡς ἡσυχαστή. Ὁ λογισμὸς τότε τῆς ῥᾳθυμίας ἀνεχώρησε παρευθὺς διωγμένος ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Καὶ ἐθαύμασα πῶς ὁ τρίβολος αὐτὸς δαίμων ἀντιμάχεται ὅλα τὰ ἄλλα πονηρὰ πνεύματα!
11. Νὰ παρατηρῆς κάθε ὥρα τοὺς ῥαπισμοὺς τῆς συζύγου σου, δηλαδὴ τῆς σαρκός σου, καὶ τοὺς παραρριπισμοὺς (8) καὶ τὶς διαθέσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες, καὶ πῶς καὶ πρὸς τὰ ποῦ κλίνει. Ὅποιος ἀπέκτησε μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γαλήνη, ἐκεῖνος δὲν ἀγνοεῖ τὸ ζήτημα.
12. Τὸ ἀρχικὸ καὶ πρῶτο ἔργο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀμεριμνία γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, καὶ τὰ σημαντικὰ καὶ τὰ ἀσήμαντα, διότι ὅποιος ἀνοίξη θύρα στὰ πρῶτα, θὰ ἀρχίση ὁπωσδήποτε νὰ ἀσχολῆται καὶ μὲ τὰ δεύτερα. Δεύτερο ἔργο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀκούραστη προσευχή. Καὶ τρίτο, ἡ ἄσυλος ἐργασία τῆς καρδίας, (τὸ νὰ μὴ βλάπτεται δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς περισπασμοὺς ἢ τοὺς δαίμονας). Εἶναι φύσει ἀδύνατον σ᾿ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔμαθε γράμματα, νὰ διαβάζη τὰ βιβλία. Περισσότερο ὅμως ἀδύνατον εἶναι σὲ ὅσους ἡσυχαστὰς δὲν ἀπέκτησαν τὸ πρῶτο, νὰ ἀσκήσουν ὀρθὰ τὰ δυὸ ἄλλα.
13. Ἐνῷ κάποτε ἀσκοῦσα τὴν μεσαία ἐργασία, (δηλαδὴ τὴν συνεχῆ προσευχή), εὑρέθηκα ἀνάμεσα στοὺς μεσαίους, (δηλαδὴ στοὺς Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων) (9). Καὶ ἕνας Ἄγγελος μὲ διεφώτιζε ὅ,τι ἐδιψοῦσα νὰ μάθω, ἀλλὰ πάλι εἶχα τὶς ἴδιες ἀπορίες. Ζητοῦσα νὰ μάθω πῶς ἦταν ὁ Ἄρχων, (ὁ Χριστὸς δηλαδή), πρὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ τὸ διδάξη, διότι οὔτε τοῦ ἐπετρεπόταν. Τὸν παρακαλοῦσα πάλι νὰ μοῦ εἰπῆ, πῶς καὶ σὲ ποιὰ μορφὴ εὑρίσκεται τώρα. Καὶ μοῦ ἀπαντοῦσε: «Μὲ τὴν ἴδια μορφὴ (τὴν θεανθρώπινη), ἀλλ᾿ ὄχι μὲ τὴν ἴδια φθαρτὴ ἀνθρώπινη σάρκα». Ἐγὼ πάλι τὸν ἐρωτοῦσα: «Τί σημαίνει ἡ δεξιὰ τοῦ Αἰτίου, (τοῦ Πατρὸς δηλαδή), στάσις καὶ καθέδρα τοῦ Χριστοῦ;» «Εἶναι ἀδύνατον, μοῦ ἀπαντοῦσε, νὰ διδαχθῇ ἀκοὴ ἀνθρώπου αὐτὰ τὰ μυστήρια». Καὶ ἐγὼ τὴν ὥρα αὐτὴ τοῦ εἶπα νὰ μὲ ὁδηγήση ἐκεῖ ὅπου μὲ εἵλκυε ὁ πόθος μου (10). «Δὲν ἔφθασε ἀκόμη ἡ ὥρα, μοῦ εἶπε, διότι στερεῖσαι τὸ πῦρ τῆς ἀφθαρσίας (τὸ ὁποῖο, ἐννοεῖται, θὰ ἀποκτήσης στὴν ἄλλη ζωή)». Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα, ἂν τὰ ἔζησα μαζὶ μὲ τὸ χῶμα, (τὸ σῶμα δηλαδή), δὲν γνωρίζω· ἂν πάλι χωρὶς τὸ χῶμα, δὲν μπορῶ τίποτε νὰ εἰπῶ.
14. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀποτινάξη κανεὶς τὸν μεσημβρινὸ ὕπνο, καὶ μάλιστα τὴν θερινὴ περίοδο. Τόσο ἴσως μόνο ἂς μὴ ἀφίνη ὁ ἡσυχαστὴς τὸ ἐργόχειρο.
15. Ἀντελήφθηκα τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας νὰ προπαρασκευάζη καὶ νὰ προετοιμάζη τὸν δρόμο στὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Ἀφοῦ δηλαδὴ δημιουργήση χαύνωσι στὸ σῶμα καὶ τὸ βυθίση στὸν ὕπνο, ἔρχεται ὁ δαίμων τῆς πορνείας καὶ μολύνει τόσο ἔντονα τὸν ἡσυχαστή, μὲ τόσο ζωντανὲς φαντασίες, σὰν νὰ ἦταν ξυπνημένος. Ἐὰν ἀντισταθῆς γενναῖα στοὺς δαίμονας αὐτούς, ὁπωσδήποτε θὰ σὲ πολεμήσουν σκληρά. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ σὲ πείσουν ὅτι δὲν κερδίζεις τίποτε, καὶ ἔτσι νὰ παύσης νὰ ἀγωνίζεσαι. Τίποτε ἄλλο ὅμως δὲν φανερώνει τὴν ἥττα τῶν δαιμόνων, ὅσο ὁ σκληρὸς πόλεμος ποὺ κάνουν ἐναντίον μας.
16. Ὅταν ἐξέρχεσαι ἀπὸ τὸ κελλί σου, φύλαγε καλὰ ὅσα ἔχεις συναθροίσει. Διότι, ὅταν ἀνοίγη ἡ πόρτα, τὰ κλεισμένα πτηνὰ πετοῦν· ὁπότε δὲν θὰ προέλθη κανένα ὄφελος ἀπὸ τὴν ἡσυχία.
17. Μία μικρὴ τρίχα ἀναστατώνει τὸν ὀφθαλμό, καὶ μία μικρὴ φροντίδα ἐξαφανίζει τὴν ἡσυχία. Διότι ἡσυχία σημαίνει ἀπόθεσις σκέψεων καὶ ἀπάρνησις σπουδαίων καὶ ἀναγκαίων φροντίδων.
18. Ὅποιος κατέκτησε ἀληθινὰ τὴν ἡσυχία, δὲν θὰ φροντίση πλέον γιὰ τὶς ὑλικές του ἀνάγκες, διότι πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀψευδὴς στὶς ὑποσχέσεις Του.
19. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ παρουσιάζη καθαρὸ τὸν νοῦ του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως ταράζεται ἀπὸ διάφορες φροντίδες, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει σφικτὰ δεμένα τὰ πόδια του, καὶ προσπαθεῖ νὰ βαδίζη γοργά.
20. Εἶναι σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐσπούδασαν καὶ ἐγνώρισαν πλήρως τὴν κατὰ κόσμον σοφία. Ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι σπανιώτεροι ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχαστικὴ φιλοσοφία. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγνώρισε ἀκόμη τὸν Θεόν, εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ ἐκτεθειμένος σὲ πολλοὺς κινδύνους. Αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄπειροί τους ἀποπνίγει ἡ ἡσυχία, διότι, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχουν γευθῆ τὸν Θεόν, ξοδεύουν τὸν καιρό τους σὲ αἰχμαλωσίες, σὲ κλοπὲς (ἀπὸ τὸν διάβολο), σὲ ἀκηδίες καὶ ρεμβασμούς.
21. Ὅποιος ἐγεύθηκε ὀλίγο τὸ κάλλος τῆς προσευχῆς, θὰ φύγῃ μακρυὰ ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ὁ ἄγριος ὄνος. Διότι ποιὸς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν ἀπήλλαξε τὸν ἄγριον ὄνο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη συναναστροφή; (πρβλ. Ἰὼβ λθ´ 5).
22. Ὅποιος περιφέρει ἐπάνω του τὰ πάθη καὶ ζῆ στὴν ἔρημο μὲ αὐτὰ ἀσχολεῖται καὶ αὐτὰ προσέχει, ὅπως μοῦ εἶπε καὶ μοῦ τὰ ἐδίδαξε κάποιος ἅγιος γέροντας -ἐννοῶ τὸν Γεώργιο τὸν Ἀρσιλαΐτη (11), ποὺ καὶ ἡ τιμιότης σου δὲν ἀγνοεῖ.
Αὐτὸς κάποτε ἐδίδασκε καὶ ποδηγετοῦσε μία ἀπρόκοφτη ψυχὴ στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. «Παρετήρησα -μοῦ ἔλεγε- ὅτι τὸ πρωὶ τὴν ἐπισκέπτονταν οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς αἰσχρᾶς ἐπιθυμίας. Τὸ μεσημέρι, οἱ δαίμονες τῆς ἀκηδίας, τῆς λύπης καὶ τῆς ὀργῆς. Καὶ τὸ βράδυ, οἱ φιλόκοπροι καὶ τυραννικοὶ δαίμονες τῆς ἀθλίας κοιλίας».
23. Ἕνας ὑποτακτικὸς ποὺ εἶναι πτωχὸς καὶ ἀκτήμων, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἕναν ἡσυχαστὴ ποὺ περισπᾶται σὲ ὑλικὲς μέριμνες.
24. Ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία μὲ ἐπίγνωσι καὶ δὲν βλέπει τὸ καθημερινό της κέρδος ἢ δὲν ἔγινε πραγματικὸς ἡσυχαστὴς ἢ κλέπτεται ἀπὸ τὴν οἴησι.
25. Ἡσυχία σημαίνει ἀκατάπαυση λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ παράστασις ἐνώπιόν Του.
26. Ἂς ἑνωθῇ ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν ἀναπνοή σου, καὶ τότε θὰ γνωρίσης τὴν ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας.
27. Πτῶσις γιὰ τὸν ὑποτακτικὸ εἶναι ἡ ἐπιτέλεσις τοῦ ἰδίου θελήματος, ἐνῷ γιὰ τὸν ἡσυχαστὴ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν προσευχή.
28. Ἐὰν χαίρεσαι γιὰ τὶς ἐπισκέψεις ποὺ ἔχεις στὸ κελλί σου, γνώριζε τότε ὅτι ἔχεις ἀφιερωμένο τὸν καιρό σου στὴν ἀκηδία μόνο καὶ ὄχι στὸν Θεόν.
29. Ὑπόδειγμα τῆς προσευχῆς ἂς σοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ χήρα ποὺ τὴν ἀδικοῦσε ὁ ἀντίδικός της (πρβλ. Λουκ. ιη´ 3). Καὶ πρότυπο τῆς ἡσυχίας ὁ μέγας καὶ ἰσάγγελος ἡσυχαστὴς Ἀρσένιος. Ἐσὺ ποὺ εὑρίσκεσαι στὴν μοναξιά, νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν ζωὴ καὶ τοὺς τρόπους τοῦ μεγάλου τούτου ἡσυχαστοῦ. Καὶ πρόσεξε ὅτι πολλὲς φορὲς ἔδιωξε μερικοὺς ἐπισκέπτας, γιὰ νὰ μὴ χάση τὸ μεγαλύτερο.
30. Ἀντελήφθηκα ὅτι οἱ δαίμονες πείθουν αὐτοὺς ποὺ περιοδεύουν ἄσκοπα, νὰ ἐπισκέπτωνται συχνότερα τοὺς πραγματικοὺς ἡσυχαστάς, γιὰ νὰ κατορθώσουν νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὸ ἔργο τους. Αὐτοὺς νὰ τοὺς ἐπισημαίνεις, ἀγαπητέ μου, καὶ νὰ μὴ διστάζης χάριν τῆς εὐσεβείας νὰ λυπῆς τοὺς ρᾳθύμους. Ἴσως ἀπὸ τὴν λύπη αὐτὴ νὰ σταματήσουν τὶς ἄσκοπες περιοδείες. Πρόσεξε ὅμως καλὰ μήπως, χάριν τοῦ σκοποῦ ποὺ ἀναφέραμε, λυπήσης ἄδικα καμμία ψυχὴ ποὺ διψᾶ καὶ ἔρχεται κοντὰ νὰ ἀντλήση νερό. Σὲ κάθε πράγμα σοῦ χρειάζεται ὁ λύχνος (τῆς διακρίσεως).
31. Οἱ ἡσυχασταὶ ἢ μᾶλλον ὅλοι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ζοῦν μὲ συνείδησι καὶ ἐσωτερικὴ συναίσθησι. Ἐκεῖνος ποὺ τρέχει (στὸν πνευματικὸ δρόμο) μὲ πραγματικὴ ἐπίγνωσι, προσπαθεῖ νὰ συμμορφώνωνται ὅλα -καὶ οἱ ἐνέργειες καὶ τὰ λόγια καὶ οἱ σκέψεις καὶ τὰ διαβήματα καὶ οἱ κινήσεις- σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ἀγωνίζεται μὲ πραγματικὴ συναίσθησι καὶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἐὰν ὅμως κλέπτεται σ᾿ αὐτὰ τὰ σημεῖα, τότε δὲν ἄρχισε ἀκόμη νὰ ζῆ ἐνάρετα.
32. «Θὰ γνωρίσω -λέγει κάποιος- μὲ τὸν ἦχο τοῦ ψαλτηρίου τὸ πρόβλημά μου καὶ τὸ θέλημά μου» (πρβλ. Ψαλμ. μη´ 5), διότι ἦταν ἀκόμη ἐλλιπὴς ἡ διάκρισις. Ἐγὼ ὅμως λέγω ὅτι θὰ ἀναφέρω στὸν Θεὸν μὲ τὴν προσευχὴ τὸ θέλημά μου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ περιμένω τὴν πληροφορία.
33. Ἡ πίστις εἶναι τὸ πτερὸ τῆς προσευχῆς. Ἐὰν δὲν τὸ ἔχῃ, «πάλιν εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται» (Ψαλμ. λδ´ 13). Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀδίστακτη στάσις τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν κλονίζεται ἀπὸ καμμία ἐναντιότητα. Πιστὸς εἶναι, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν γνώμη ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν Θεόν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι θὰ τὰ ἐπιτύχῃ ὅλα (ὅσα ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν).
34. Ἡ πίστις εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς προξενεῖ τὰ ἀνέλπιστα, καὶ τοῦτο μᾶς τὸ ἀπέδειξε ὁ λῃστής. Μητέρα τῆς πίστεως εἶναι ὁ μόχθος καὶ ἡ εὐθεία καρδία. Ἡ μία τὴν κάνει ἀδίστακτη καὶ ὁ ἄλλος, (ὁ μόχθος), τὴν δημιουργεῖ. Ἡ πίστις εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἡσυχαστῶν, διότι, ἂν δὲν πιστεύσῃ κανεὶς προηγουμένως, πῶς θὰ ἀρχίσῃ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή;
35. Ἐκεῖνος ποὺ ἐδέθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὸ δεσμωτήριο, φοβεῖται ὅτι θὰ δικασθῇ καὶ θὰ τιμωρηθῇ. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἡσυχάζει στὸ κελλί του, δημιουργεῖ μέσα του τὸν φόβο τοῦ Κυρίου. Δὲν φοβεῖται τὸ δικαστήριο ὁ πρῶτος τόσο, ὅσο ὁ δεύτερος τὸ βῆμα τοῦ Κριτοῦ. Ὦ θαυμάσιε, στὴν ἡσυχία σου πρέπει νὰ ἔχης πολὺ φόβο, διότι τίποτε δὲν κατορθώνει νὰ ἐκδιώκῃ τόσο πολὺ τὴν ἀκηδία.
36. Ὁ ἔνοχος κοιτάζει συνεχῶς πότε θὰ ἔλθῃ στὴν φυλακὴ ὁ κριτής. Καὶ ὁ πραγματικὸς ἐργάτης τῆς ἡσυχίας κοιτάζει πότε θὰ ἔλθη ὁ Ἄγγελος (ποὺ τὸν ἀναγκάση νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο τοῦ σώματος). Ὁ πρῶτος φέρει ὡς δεσμὰ τὸ φορτίο τῆς λύπης, καὶ ὁ δεύτερος τὴν πηγὴ τῶν δακρύων.
37. Ἐὰν ἀποκτήσῃς τὴν ράβδο τῆς ὑπομονῆς, θὰ σταματήσουν γρήγορα οἱ κύνες τὰ ἀναιδῆ γαυγίσματά τους. Ὑπομονὴ σημαίνει κόπος καὶ ἀγώνας τῆς ψυχῆς ποὺ δὲν θραύεται καὶ δὲν σαλεύεται διόλου ἀπὸ εὔλογα ἢ ἄλογα κτυπήματα καὶ πλήγματα. Ὑπομονὴ σημαίνει ἀποφασιστικὴ ἀναμονὴ καθημερινῶν θλίψεων. Ὑπομονητικὸς σημαίνει ἀγωνιστὴς ποὺ δὲν πίπτει, καὶ ποὺ μὲ τὶς πτώσεις ἀκόμη (ποὺ ὑπέστη) δημιουργεῖ τὴν νίκη. Ὑπομονὴ σημαίνει ἐκκοπὴ τῶν (ἁμαρτωλῶν) προφάσεων καὶ προσοχὴ ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου.
38. Ὁ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπὸ τροφή, ὅσο ἀπὸ ὑπομονή. Διότι, ἐὰν τοῦ λείπῃ ἡ πρώτη, θὰ λάβῃ στέφανο. Ἂν ὅμως τοῦ λείπῃ ἡ Δευτέρα, τὸν περιμένει ὄλεθρος.
39. Ὁ ὑπομονητικὸς ἄνδρας ἀπέθανε πρὶν τὸν θέσουν στὸ μνῆμα, διότι ἔκανε μνῆμα τὸ κελλί του. Τὴν ὑπομονὴ τὴν ἐγέννησε ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ πένθος, διότι ὅποιος στερεῖται αὐτὰ τὰ δυό, γίνεται δοῦλος τῆς ἀκηδίας.
40. Πρέπει νὰ γνωρίζῃ ὁ παλαιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ποιοὺς ἐχθροὺς θὰ τοὺς καταδιώκῃ ἀπὸ μακρυά, καὶ ποιοὺς θὰ ἀφίνῃ νὰ παλαίουν μαζί του σῶμα πρὸς σῶμα. Ἄλλες φορὲς ἡ πάλη προξένησε στέφανο, καὶ ἄλλες φορὲς ἡ ἀποφυγή της ἔκανε τοὺς παλαιστὰς ἀδοκίμους. Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διδαχθοῦν μὲ λόγια, διότι δὲν γινόμαστε ὅλοι ὅμοιοι στὰ ἴδια ζητήματα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
41. Πρόσεχε ἄγρυπνα ἕναν δαίμονα, διότι καὶ αὐτὸς σὲ πολεμεῖ ἀκατάπαυστα, καὶ ὅταν ἵστασαι καὶ ὅταν μετακινῆσαι καὶ ὅταν κάθεσαι καὶ ὅταν κινῆσαι καὶ ὅταν πέφτῃς στὸ κρεββάτι καὶ ὅταν προσεύχεσαι καὶ ὅταν κοιμᾶσαι (12).
42. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν δρόμο τῆς ἡσυχίας, ἀσχολοῦνται συνεχῶς μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου: «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός» (Ψαλμ. ιε´ 8). Διότι δὲν εἶναι ἑνὸς μόνο εἴδους ὅλοι οἱ ἄρτοι τῆς πνευματικῆς τροφῆς τοῦ οὐρανίου σίτου. Ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τό: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. κα´ 19). Ἄλλοι μὲ τό: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (Ματθ. κς´ 41). Ἄλλοι μὲ τό: «Ἑτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδόν σου τὰ ἔργα σου» (Παρ. κδ´ 27). Ἄλλοι μὲ τό: «Ἐταπεινώθην καὶ ἔσωσέ με» (Ψαλμ. ριδ´ 6). Μερικοί μὲ τό: «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν» (Ῥωμ. η´ 18). Μερικοὶ σκέπτονται συνεχῶς τό: «Μήποτε ἁρπάση, καὶ οὗ μὴ ᾗ ὁ ρυόμενος» (Ψαλμ. μθ´ 22). Ὅλοι βεβαίως τρέχουν, ἕνας ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς παίρνει τὸ βραβεῖο ἀκόπως (13).
43. Ὅποιος ἔχει προοδεύσει, ὄχι μόνο ὅταν εἶναι ξύπνιος, ἀλλὰ καὶ ὅταν κοιμᾶται, ἐργάζεται. Ἔτσι μερικοὶ καὶ στὸν ὕπνο ἐξευτελίζουν τοὺς δαίμονας ποὺ ἔρχονται νὰ τοὺς πειράξουν, καὶ τὰ ἀκόλαστα γύναια (ποὺ ἐμφανίζονται στὰ ὄνειρά τους) τὰ συμβουλεύουν νὰ σωφρονισθοῦν.
44. Μὴ κάθεσαι καὶ ἀναμένης τοὺς διαφόρους ἐπισκέπτες καὶ μὴ κάνης καμμία προπαρασκευή, διότι ὅλη ἡ κατάστασις τῆς ἡσυχίας εἶναι ἁπλὴ καὶ ἐλευθέρα ἀπὸ δεσμεύσεις.
45. Κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ οἰκοδομήσουν ἕναν πύργο ἢ ἕνα ἡσυχαστικὸ κελλὶ δὲν ἀρχίζει τὸ ἔργο του, πρὶν καθήσῃ καὶ ὑπολογίσῃ ἢ ἐρευνήσῃ μὲ τὴν προσευχή, ἐὰν ἔχῃ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου. Καὶ τοῦτο, μήπως μετὰ τὴν κατάθεσι τοῦ θεμελίου γίνη περίγελως στοὺς ἐχθρούς του καὶ ἐμπόδιο στοὺς ἄλλους ἐργάτες, (ἐφ᾿ ὅσον δὲν θὰ ἀποτελειώσῃ τὸ ἔργο του) (πρβλ. Λουκ. ιδ´ 28).
46. Πρόσεξε καλὰ τὴν γλυκύτητα ποὺ ἔρχεται (στὴν ψυχή σου), μήπως ἔχει δολίως παρασκευασθῆ ἀπὸ πικροὺς ἢ μᾶλλον ἐπιβούλους ἰατρούς.
47. Τὴν νύκτα τὸν περισσότερο χρόνο νὰ τὸν ἀφιερώνης στὴν προσευχὴ καὶ τὸν ὀλιγώτερο στὴν ψαλμῳδία. Τὴν ἡμέρα, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις σου. Δὲν εἶναι ὀλίγος ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ ποὺ χαρίζει ἡ ἀνάγνωσις, ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται γιὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα ὁπωσδήποτε καθοδηγοῦν καὶ διορθώνουν ὅσους τὰ μελετοῦν. Σὰν ἐργάτης καὶ ἀγωνιστὴς ποὺ εἶσαι, νὰ προτιμᾶς πρακτικὰ ἀναγνώσματα, διότι ἡ ἐφαρμογὴ αὐτῶν καθιστᾶ περιττὲς τὶς ἄλλες ἀναγνώσεις.
48. Νὰ ἐπιζητῇς νὰ φωτίζεσαι ἐπάνω στοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, ποὺ εἶναι λόγοι πνευματικῆς ὑγείας, μὲ τοὺς κόπους κυρίως παρὰ μὲ τὰ βιβλία. Μὴ μελετᾶς βιβλία ποὺ περιέχουν ἰδέες βαθύτερες καὶ ἀλληγορικές, πρὶν ἀποκτήσης τὴν ἀπαραίτητη πνευματικὴ δύναμι. Διότι πρόκειται γιὰ σκοτεινοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι σκοτίζουν τοὺς ἀδυνάτους.
49. Πολλὲς φορὲς ἕνα ποτήρι ἐφανέρωσε τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου. Ὁμοίως καὶ ἕνας λόγος ἡσυχαστοῦ, σὲ ἐκείνους ποὺ διαθέτουν αἰσθητήρια, ἐφανέρωσε ὅλη τὴν ἐσωτερική του ἐργασία καὶ κατάστασι.
50. Νὰ ἔχῃς πάντοτε τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς σου προσηλωμένο στὴν οἴηση καὶ νὰ τὴν ἐπιτηρῆς. Διότι καμμία ἄλλη κλοπὴ (τοῦ πνευματικοῦ πλούτου) δὲν εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν ἰδική της κλοπή.
51. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ κελλί σου νὰ κάνης οἰκονομία στὴν χρῆσι τῆς γλώσσης, διότι αὐτὴ γνωρίζει νὰ διασκορπίζη γρήγορα πολλοὺς καμάτους.
52. Νὰ ζῆς σὲ κατάστασι ἀπεριεργείας, διότι εἶναι ἱκανὴ ἡ περιέργεια νὰ μολύνη τὴν ἡσυχία, ὅσο τίποτε ἄλλο.
53. Στοὺς ἐπισκέπτας νὰ παραθέτης μόνο ὅ,τι τοὺς εἶναι ἀναγκαῖο, εἴτε στὸ σῶμα εἴτε στὴν ψυχή. Ἂν τυχὸν εἶναι σοφώτεροι ἀπὸ ἐμᾶς, ἂς δείξωμε μὲ τὴν σιωπή μας τὴν σοφία μας. Ἂν ὅμως εὑρίσκωνται στὸ ἴδιο ἀδελφικὸ ἐπίπεδο, τότε ἂς ἀνοίξωμε ὀλίγο τὴν θύρα τοῦ λόγου. Καλύτερο ὅμως εἶναι νὰ τοὺς θεωροῦμε ὅλους ἀνωτέρους μας.
54. Ἤθελα νὰ ἀπαγορεύσω τελείως τὸ ἐργόχειρο καὶ τὴν ἀπασχόλησι στὶς συνάξεις σὲ ὅσους εὑρίσκονται σὲ νηπιακὴ ἀκόμη πνευματικὴ κατάστασι. Ἀλλὰ μὲ συγκράτησε τὸ παράδειγμα ἐκείνου, ποὺ ὅλη τὴν νύκτα ἐβάσταζε ἄμμο στὸ ἔνδυμά του, (γιὰ νὰ συνηθίσῃ νὰ ἀγρυπνῇ) (14).
55. Καθὼς εἶναι ἀντίθετες οἱ διατυπώσεις τοῦ δόγματος τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Ἑνὸς τῆς Πανυμνήτου Τριάδος, πρὸς τὶς διατυπώσεις τοῦ δόγματος αὐτῆς τῆς Ἁγίας καὶ Ἀκτίστου καὶ Προσκυνητὴς Τριάδος -ὅσα ἀναφέρονται στὴν Τριάδα σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό, στὸν Χριστὸ τίθενται σὲ ἑνικὸ καὶ ὅσα ἀναφέρονται στὴν Τριάδα σὲ ἑνικὸ ἀριθμό, στὸν Χριστὸ τίθενται σὲ πληθυντικό (15)- κατὰ παρόμοιο τρόπο ἄλλες εἶναι οἱ ἀσχολίες ποὺ ἁρμόζουν στὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας καὶ ἄλλες στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς.
56. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει: «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου»; (Ρωμ. ια´ 34). Καὶ ἐγὼ θὰ εἰπῶ: «Ποιὸς ἐγνώρισε τὸν νοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡσυχαστοῦ ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία πραγματικά, καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ πνεῦμα»;
Ἰσχὺς τοῦ βασιλέως εἶναι ὁ ὑλικὸς πλοῦτος καὶ τὸ πλῆθος (τῶν ὑπηκόων). Ἰσχὺς τοῦ ἡσυχαστοῦ εἶναι τὸ πλῆθος τῆς προσευχῆς.
--------
3. Οἱ Ταβεννησιῶτες ἀντιπροσωπεύουν τὴν κοινοβιακὴ καὶ οἱ Σκητιῶτες τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τοῦ Αἰγυπτιακοῦ μοναχισμοῦ.
4. Οἱ πρῶτοι εἶναι οἱ ἀρχάριοι στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, οἱ δεύτεροι οἱ προχωρημένοι καὶ οἱ τρίτοι οἱ τέλειοι καὶ «θεωρητικοί». Οἱ τρίτοι εὑρίσκονται στὴν κορυφὴ τῆς τριβαθμίου αὐτῆς κλίμακος καὶ διαφέρουν κατὰ πολὺ ἀπὸ τοὺς προηγουμένους, διότι ἁρπάζονται συνεχῶς σὲ ἱερὲς θεωρίες καὶ δὲν ἀσχολοῦνται πλέον μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὸ ἐργόχειρο.
5. Δηλαδὴ ἡ πτωχεία τῆς ἀρετῆς μέσα στὸν πλοῦτο τῆς κακίας.
6. Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὴν διασάλευσι τῶν φρενῶν, τὴν διανοητικὴ παράκρουσι. Πιθανὸν ὅμως νὰ πρόκειται γιὰ τὴν σαρκικὴ πτῶσι ἢ γιὰ τὴν κατακυρίευση ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς βλασφημίας.
7. Δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ πονηροὺς λογισμούς, τοὺς ἡσυχαστὰς τοὺς πολεμοῦν οἱ ἑξῆς πέντε: τῆς ἀκηδίας (κατὰ πρῶτο λόγο), τῆς κενοδοξίας, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς λύπης καὶ τῆς φιλαργυρίας. Ἐνῶ τοὺς κοινοβιάτες οἱ ἑξῆς τρεῖς: τῆς γαστριμαργίας, τῆς πορνείας καὶ τῆς ὀργῆς.
8. «Παραρριπισμοὶ τῆς σαρκὸς» λέγονται οἱ σαρκικὲς προκλήσεις ποὺ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν εἶναι ἐντονώτατες, ἀφ᾿ ἑτέρου αἰφνίδιες, ἀστραπιαῖες καὶ σχεδὸν ἄχρονες (πρβλ. ΙΕ´ 73 ὅπου γίνεται λόγος περὶ «παραρριπισμοῦ τοῦ νοός»).
9. Ὅ, τι περιγράφεται ἐδῶ ἀποτελεῖ ἐκμυστήρευσι μυστικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα, ἐνῶ αὐτὸς εἶχε παραδοθῆ στὴν ἄσκησι τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Πρόκειται περὶ ἱερᾶς ἐκστάσεως καὶ θεωρίας. Ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ὅτι δὲν ἔχομε ἄμεση ἀποκάλυψι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ χειραγώγησι ἀπὸ μυσταγωγὸ ἄγγελο. Ἐπίσης, τὰ ἀποκαλυπτόμενα στὸν Ὅσιο ἔχουν τὰ ὅριά τους, ὥστε ἡ δίψα τῆς θείας γνώσεως νὰ μὴν ἱκανοποιεῖται πλήρως. Καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστάσεως τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο διατηρεῖ στὸ ἀκέραιο τὴν αὐτοτέλειά του. «Ἡ ἔκστασι τοῦ χριστιανοῦ μυστικοῦ δὲν ἔχει καθόλου τὸν χαρακτῆρα τῆς παθητικῆς καὶ ἀπρόσωπης πληρότητος ποὺ χαρακτηρίζει τὸν μυστικισμὸ ἄλλων θρησκειῶν». Ἡ προσωπικότης τοῦ ἀνθρώπου δὲν διαλύεται «σὲ ἕνα χάος εὐδαιμονικῆς ἀγνωσίας» (πρβλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ μεταφυσικὴ τοῦ σώματος, σελ. 216-218).
10. Ἐννοεῖ τὴν θεωρία τοῦ σαρκωθέντος καὶ τεθεωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἤ, κατ᾿ ἄλλην ἑρμηνεία, τὴν θεωρία τῆς ἀρρήτου μεγαλειότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
11. Ἡ ἐρημικὴ σκήτη «τὰ Ἀρσελάου» ἀπέχει δρόμο ἡμισείας ἡμέρας ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Σινᾶ πρὸς τὸ ἀνατολικὸ μέρος. Σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαιά της ἀσκήτευε τὸν ΣΤ´ αἰῶνα καὶ ὁ ἀββᾶς Γεώργιος μὲ τὸν ὑποτακτικό του. Ἦταν διαβόητος γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἔτρωγε ὡμὴ ἄγρια κάππαρι, ποὺ ἦταν τόσο πικρή, «ὥστε καὶ κάμηλον ἀποκτεῖναι τῇ πικρότητι». Ὅταν ἡ ἐλαιοαποθήκη τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ ἄδειασε, ἡ προσευχή του ἐγέμισε ὅλους τοὺς πίθους μὲ λάδι. Περισσότερα περὶ αὐτοῦ βλέπε: «Ἀναστασίου μοναχοῦ, Διηγήσεις διάφοροι περὶ τῶν ἐν Σινᾷ ἁγίων Πατέρων, ΙΧ-ΧΙΙ».
12. Ὁ δαίμων αὐτός, κατὰ μία ἄποψι, γιὰ τοὺς ἀρχαρίους εἶναι τῆς πορνείας, γιὰ τοὺς μεσαίους τῆς ἀκηδίας καὶ γιὰ τοὺς πολὺ προχωρημένους τῆς κενοδοξίας. Γιὰ τοὺς κοινοβιάτες μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὁ δαίμων τῆς κατακρίσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Γέροντος ἢ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν.
13. Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι στοχάζονται τὸ «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός». Πιθανὸν ὅμως νὰ πρόκειται γιὰ ὅσους μνημονεύουν τὸ «Ἐταπεινώθην καὶ ἔσωσέ με».
14. Σχόλιο τῆς Κλίμακος ἀναφέρει σχετικῶς: «Ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος ἐβάσταζε ὅλη τὴν νύκτα ἄμμο στὸ ἔνδυμά του. Ἐπειδὴ δηλ. κατὰ τὴν ἀγρυπνία ἐνύσταζε καὶ τὸν ὠνείδιζαν οἱ ἀδελφοί, ἐσκέφθηκε τὸ ἑξῆς: Πῆγε στὴν ἀκρογιαλιά -ἡ Μονὴ ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα- καὶ ἀφοῦ ἔσφιξε καλὰ τὸν χιτῶνα του μὲ τὴν ζώνη, ἐγέμισε τοὺς κόλπους του μὲ ἀρκετὴ ποσότητα ἄμμου, ἡ ὁποία ἀκουμποῦσε ἐπάνω στὶς σάρκες του. Σκεπάσθηκε ἔπειτα μὲ τὸν μανδύα του, ἦλθε στὸν Ναὸ καὶ παρέμεινε ἄγρυπνος ὅλη τὴν νύκτα χωρὶς νὰ νυστάξη καθόλου, διότι ἡ ἄμμος τὸν ἐκρύωνε ἢ τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὸ βάρος της».
15. Στὴν τριάδα ὁμιλοῦμε γιὰ τρία πρόσωπα, ἐνῶ στὸν Χριστὸν γιὰ ἕνα. Στὴν Τριάδα ὁμιλοῦμε γιὰ μία φύσι, μία ἐνέργεια, μία θέλησι, ἐνῶ στὸν Χριστὸν γιὰ δύο φύσεις, δύο ἐνέργειες, δύο θελήσεις.
ΣΕ ΚΑΘΕ ἐπιστήμη καὶ τέχνη, ὅπως τὸ γνωρίζουν ὅλοι, παρατηροῦνται διαφορὲς στὶς ἀπόψεις καὶ τὶς θελήσεις. Διότι δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ κατακτήσουν τὸ τέλειο, εἴτε διότι ὑστεροῦν στὸν ζῆλο εἴτε διότι στεροῦνται δυνάμεως. Ὑπάρχουν λοιπὸν ἄνθρωποι ποὺ εἰσέρχονται σ᾿ αὐτὸν τὸν λιμένα ἢ καλύτερα τὸ πέλαγος ἢ ἴσως στὸν βυθό, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ κυβερνήσουν τὸ στόμα τους καὶ ἐπειδὴ συνήθισαν στὴν σωματικὴ ἀργία. Καὶ ἄλλοι διότι εἶναι ἀσυγκράτητοι στὸν θυμὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ κυβερνήσουν τὸ στόμα τους καὶ ἐπειδὴ συνήθισαν στὴν σωματικὴ ἀργία. Καὶ ἄλλοι διότι εἶναι ἀσυγκράτητοι στὸν θυμὸ καὶ δὲν μποροῦν οἱ ταλαίπωροι νὰ τὸν συγκρατήσουν, ὅταν ζοῦν μαζὶ μὲ πλῆθος ἀνθρώπων.
Ἄλλοι ἀπὸ ἰδιορρυθμία μᾶλλον, παρὰ ἀπὸ καθοδήγησι ἄλλου, νομίζοντας ὑπερήφανα ὅτι θὰ κατορθώσουν νὰ τὸ διαπλεύσουν αὐτὸ τὸ πέλαγος. Ἄλλοι ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ ἐγκρατεύωνται ζωντας μέσα σὲ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά. Ἄλλοι γιὰ νὰ προοδεύσουν περισσότερο μὲ τὴν ἀπομονωμένη αὐτὴ ζωή. Ἄλλοι γιὰ νὰ τιμωρήσουν ἀφανῶς τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ ἀποκτήσουν δόξα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ ἄλλοι -«εἰ ἄρα καὶ ἐλθῶν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εὑρήσει τοιούτους ἐπὶ τῆς γῆς» (πρβλ. Λουκ. ιη´ 8)- οἱ ὁποῖοι συνεζεύχθησαν τὴν ὁσία αὐτή, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία, ἀπὸ τρυφὴ καὶ ἀπὸ δίψα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γλυκύτητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν τὸ ἔκαναν αὐτό, παρὰ ἀφοῦ προηγουμένως διεζεύχθησαν κάθε εἴδους ἀκηδία. Διότι ἡ σχέσις μὲ τὴν ἀκηδία στὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὑπολογίζεται ὡς πορνεία.
2. Σύμφωνά μὲ τὴν μικρὴ γνῶσι ποὺ μοῦ ἐδόθηκε, σὰν ἄσοφος ἀρχιτέκτων ἐλάξευσα κλίμακα ἀναβάσεως, καὶ καθένας ἡσυχαστὴς ἂς βλέπη σὲ ποιὰ βαθμίδα εὑρίσκεται: Ξεκίνησε ἀπὸ ἰδιορρυθμία ἢ γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἢ γιὰ τὴν πολυλογία του ἢ γιὰ τὸν ἀσυγκράτητο θυμό του ἢ γιὰ τὴν πολλή του προσπάθεια ἢ γιὰ νὰ ἐξοφλήση τὶς ἁμαρτίες του ἢ γιὰ νὰ προοδεύσῃ περισσότερο ἢ γιὰ νὰ αὐξήση τὸ πῦρ τοῦ θείου ἔρωτος; Αὐτοὺς ποὺ ἀνέφερα τελευταίους θὰ εἶναι στὶς πρῶτες βαθμίδες, καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀνέφερα πρώτους, στὶς τελευταῖες. Καὶ οἱ ἑπτὰ πρῶτες βαθμίδες εἶναι ἐργασίες τοῦ παρόντος αἰῶνος, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιὰ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος -ἄλλες ἐργασίες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι δεκτὲς ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἄλλες ἀπαράδεκτες- ἐνῷ ἡ ὀγδόη βαθμίδα εἶναι φανερὸ ὅτι ὑποδηλώνει τὸν μέλλοντα αἰώνα.
3. Νὰ παρατηρῆς, ὦ μοναχὲ ὁλομόναχε, τὶς ὧρες ποὺ βγαίνουν τὰ θηρία, εἰδεμὴ δὲν θὰ κατορθώσης νὰ στήνης τὶς κατάλληλες παγίδες. Ἐὰν ἀπομακρύνθηκε τελείως αὐτὴ ποὺ πῆρε τὸ διαζύγιο, δηλαδὴ ἡ ἀκηδία, εἶναι περιττὴ ἡ ἐργασία. Ἐὰν ὅμως ξεπροβάλλη ἀκόμη μὲ θράσος, τότε δὲν γνωρίζω πῶς θὰ ἀσκήσω τὴν ἡσυχία. Γιατί ἄραγε δὲν ἀνεδείχθησαν τόσοι φωστῆρες ἀνάμεσα στοὺς ὁσίους Ταβεννησιῶτες ὅσοι στοὺς Σκητιῶτες (3); Ὁ νοῶν νοείτω, διότι ἐγὼ δὲν μπορῶ ἢ μᾶλλον δὲν θέλω νὰ ὁμιλήσω. Ἄλλοι ζοῦν μέσα στὸν βυθὸ τῆς ἡσυχίας ὀλιγοστεύοντας τὰ πάθη, ἄλλοι ψάλλοντας καὶ τὸν περισσότερο καιρὸ «τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες», καὶ ἄλλοι ἀφοσιωμένοι στὴν θεωρία. (Ποιοὶ εἶναι αὐτοί;) Ἂς δοθῇ ἀπάντησις, ἀφοῦ ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν ἡ διάταξις τῆς προηγουμένης κλίμακος. Ὅποιος μπορεῖ νὰ τὸ δεχθῇ καὶ νὰ τὸ κατανοήση, ἂς τὸ κατανοήση μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου (4).
4. Ὑπάρχουν ρᾴθυμες ψυχὲς ποὺ ζοῦν σὲ Κοινόβια, καὶ ἐπειδὴ εὑρῆκαν ἐκεῖ πολλὲς αἰτίες γιὰ τὴν ρᾳθυμία τους, κατήντησαν σὲ τελεία ἀπώλεια. Καθὼς ἐπίσης καὶ ἄλλες ποὺ μὲ τὴν συμβίωσι μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀδελφοὺς ἀπέβαλαν τὴν ρᾳθυμία τους. Καὶ αὐτὸ δὲν συνέβη μόνο στοὺς πολὺ ἀμελεῖς, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ στοὺς ἐπιμελεῖς, (οἱ ὁποῖοι ἔγιναν πιὸ ἐπιμελεῖς). Τὸν ἴδιο κανόνα μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσωμε καὶ στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἐδέχθηκε πολλοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ τοὺς ἀπεδοκίμασε ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιορρυθμίας τους καὶ τοὺς ἀπέδειξε φιληδόνους. Ἐδέχθηκε καὶ ἄλλους, τοὺς ὁποίους μὲ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία γιὰ τὰ κρίματά τους, τοὺς ἀνέδειξε ἀγωνιστικοὺς καὶ φλογερούς.
5. Ἂς μὴ τολμήση κανεὶς νὰ γευθῇ καὶ ἴχνος ἀκόμη τῆς ἡσυχίας, ἐὰν ἐνοχλῆται ἀπὸ τὸν θυμό, τὴν οἴησι, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν μνησικακία, μήπως τὸ μόνο ποὺ θὰ κερδήση ἀπὸ αὐτὴν εἶναι ἡ παραφροσύνη. Ὅποιος εἶναι καθαρὸς ἀπὸ αὐτά, αὐτὸς θὰ καταλάβη τὸ συμφέρον του, ἂν καὶ νομίζω ὅτι οὔτε αὐτὸς θὰ τὸ καταλάβη.
6. Τὰ σημάδια καὶ τὰ στάδια καὶ οἱ ἀποδείξεις αὐτῶν ποὺ ἀσκοῦν μὲ φρόνησι καὶ μὲ σύστημα τὴν ἡσυχία εἶναι τὰ ἑξῆς: Νοῦς ἀκύμαντος, ἐξαγνισμένη σκέψις, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον, ἀναπαράστασις τῶν τιμωριῶν τῆς κολάσεως, ἐπιθυμία σύντομου θανάτου, προσευχὴ ἀκόρεστος, καρδία ποὺ δὲν κλέπτεται ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ἀφανισμὸς τῆς πορνείας, ἄγνοια τῆς προσπαθείας, θάνατος τοῦ κόσμου, ἀνορεξία τῆς γαστριμαργίας, αἰτία καὶ ἀφορμὴ τῆς θεολογίας, πηγὴ τῆς διακρίσεως, δάκρυα κατὰ βούλησιν, ἀπώλεια τῆς πολυλογίας, καὶ ἀπόκτησις οἱουδήποτε ἄλλου πράγματος στὸ ὁποῖο συνήθως ἐναντιώνονται τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων. Ἐκείνων ὅμως ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἡσυχία χωρὶς φρόνησι καὶ σύστημα, νὰ ποιὰ εἶναι ἡ πτωχεία τοῦ πλούτου (5): Αὔξησις τῆς ὀργῆς, ἀποθήκευσις τῆς μνησικακίας, μείωσις τῆς ἀγάπης, ἀπόκτησις τῆς ὑπερηφανείας, καὶ κάτι ἄλλο ποὺ τὸ ἀποσιωπῶ (6).
7. Ἐπειδὴ ἐφθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ λόγου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁμιλήσωμε τώρα καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ὡς ὑποτακτικοί. Ἄλλωστε ὁ λόγος μας ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς αὐτούς. Ἐκείνων λοιπὸν ποὺ ἔχουν συζευχθῆ «νομίμως καὶ ἀμοιχεύτως καὶ ἀμολύντως» τὴν σεμνὴ καὶ εὐπρεπῆ ὑποταγή, σημάδια σύμφωνα μὲ τοὺς θεοφόρους Πατέρας εἶναι τὰ ἑπόμενα, τὰ ὁποῖα βεβαίως τελειοποιοῦνται στὸν καιρό τους, πλὴν ὅμως καθημερινῶς παρουσιάζουν συνεχῆ αὔξησι καὶ πρόοδο:
Αὔξησις τῆς πρώτης ταπεινώσεως ποὺ ἔδειχναν ὡς ἀρχάριοι, μείωσις τοῦ θυμοῦ -πῶς νὰ μὴ μειωθῇ, ἐφ᾿ ὅσον ἀδειάζει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν χολὴ καὶ τὴν πικρία τοῦ κακοῦ;- ἔλλειψις τοῦ πνευματικοῦ σκοτισμοῦ, πρόοδος στὴν ἀγάπη, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, λύτρωσις ἀπὸ τὸ μίσος, μείωσις τῆς λαγνείας, προερχομένη ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ ἔλεγχο, ἄγνοια τῆς ἀκηδίας, αὔξησις τοῦ ζήλου, ἀγάπη πρὸς τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τέλος ἀποξένωσις ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια – κατόρθωμα ποὺ ὅλοι εὔχονται νὰ τὸ ἀποκτήσουν, ὀλίγοι ὅμως τὸ ἀποκτοῦν. Ὅταν μία πηγὴ στερῆται ὕδατος, δὲν ἁρμόζει νὰ ὀνομάζεται πηγή. Καὶ αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ εἰπῶ ἐν συνεχείᾳ τὸ καταλαβαίνουν ὅσοι διαθέτουν νοῦ. (Ὅποιος δηλαδὴ δὲν ἔχει αὐτιά, ματαίως ὀνομάζεται ὑποτακτικός).
8. Ἡ ὕπανδρος κόρη, ποὺ δὲν ἐφύλαξε καθαρὴ τὴν κοίτη τοῦ ἀνδρός της, ἐμόλυνε τὸ σῶμα της, ἐνῷ ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἐτήρησε τὶς ὑποσχέσεις της ἐμόλυνε τὸ πνεῦμα της. Καὶ στὴν πρώτη ἔρχονται σὰν συνέπειες: ἡ κατηγορία, τὸ μίσος, τὰ κτυπήματα, καὶ -τὸ χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα- ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα της. Ἐνῷ στὴν δευτέρα: μολυσμοί, λήθη τοῦ θανάτου, ἀπληστία τῆς κοιλίας, ἀκράτεια τῶν ὀφθαλμῶν, πρόοδος στὴν κενοδοξία, ἀχόρταγος ὕπνος, σκληροκαρδία, ἀναισθησία, συσσώρευσις πονηρῶν λογισμῶν, αὔξησις τῶν συγκαταθέσεων πρὸς αὐτούς, αἰχμαλωσία τῆς καρδίας, δημιουργία ταραχῶν, ἀνυπακοή, ἀντιλογία, ἀπιστία, ἀπληροφόρητος καρδία, πολυλογία, προσπάθεια καὶ -τὸ χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα- ἡ παρρησία, καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο καὶ πιὸ ἀξιολύπητο ἡ ἀκατάνυκτος καρδία, τὴν ὁποία, ἂν δὲν προσέξη κανείς, διαδέχεται ἡ ἀναλγησία ποὺ εἶναι μητέρα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν πτώσεων.
9. Τοὺς ἡσυχαστὰς τοὺς πολεμοῦν οἱ πέντε, ἐνῷ τοὺς ὑποτακτικοὺς οἱ τρεῖς μόνο ἀπὸ τοὺς ὀκτώ (7). Ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία καὶ πολεμεῖ ἀκόμη ἐναντίον τῆς ἀκηδίας ζημιώνεται πολύ, διότι τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς θεωρίας τὸν ξοδεύει στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν μεθοδειῶν καὶ ἐπιθέσεών της.
10. Κάποτε, ἐνῷ μὲ εἶχε κυριεύσει ἡ ῥᾳθυμία καὶ σχεδὸν ἐσκεπτόμουν νὰ ἐγκαταλείψω τὸ κελλί μου, μὲ ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ ἄνδρες καὶ μὲ ἐμακάρισαν ἀρκετὰ ὡς ἡσυχαστή. Ὁ λογισμὸς τότε τῆς ῥᾳθυμίας ἀνεχώρησε παρευθὺς διωγμένος ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Καὶ ἐθαύμασα πῶς ὁ τρίβολος αὐτὸς δαίμων ἀντιμάχεται ὅλα τὰ ἄλλα πονηρὰ πνεύματα!
11. Νὰ παρατηρῆς κάθε ὥρα τοὺς ῥαπισμοὺς τῆς συζύγου σου, δηλαδὴ τῆς σαρκός σου, καὶ τοὺς παραρριπισμοὺς (8) καὶ τὶς διαθέσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες, καὶ πῶς καὶ πρὸς τὰ ποῦ κλίνει. Ὅποιος ἀπέκτησε μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γαλήνη, ἐκεῖνος δὲν ἀγνοεῖ τὸ ζήτημα.
12. Τὸ ἀρχικὸ καὶ πρῶτο ἔργο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀμεριμνία γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, καὶ τὰ σημαντικὰ καὶ τὰ ἀσήμαντα, διότι ὅποιος ἀνοίξη θύρα στὰ πρῶτα, θὰ ἀρχίση ὁπωσδήποτε νὰ ἀσχολῆται καὶ μὲ τὰ δεύτερα. Δεύτερο ἔργο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀκούραστη προσευχή. Καὶ τρίτο, ἡ ἄσυλος ἐργασία τῆς καρδίας, (τὸ νὰ μὴ βλάπτεται δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς περισπασμοὺς ἢ τοὺς δαίμονας). Εἶναι φύσει ἀδύνατον σ᾿ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔμαθε γράμματα, νὰ διαβάζη τὰ βιβλία. Περισσότερο ὅμως ἀδύνατον εἶναι σὲ ὅσους ἡσυχαστὰς δὲν ἀπέκτησαν τὸ πρῶτο, νὰ ἀσκήσουν ὀρθὰ τὰ δυὸ ἄλλα.
13. Ἐνῷ κάποτε ἀσκοῦσα τὴν μεσαία ἐργασία, (δηλαδὴ τὴν συνεχῆ προσευχή), εὑρέθηκα ἀνάμεσα στοὺς μεσαίους, (δηλαδὴ στοὺς Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων) (9). Καὶ ἕνας Ἄγγελος μὲ διεφώτιζε ὅ,τι ἐδιψοῦσα νὰ μάθω, ἀλλὰ πάλι εἶχα τὶς ἴδιες ἀπορίες. Ζητοῦσα νὰ μάθω πῶς ἦταν ὁ Ἄρχων, (ὁ Χριστὸς δηλαδή), πρὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ τὸ διδάξη, διότι οὔτε τοῦ ἐπετρεπόταν. Τὸν παρακαλοῦσα πάλι νὰ μοῦ εἰπῆ, πῶς καὶ σὲ ποιὰ μορφὴ εὑρίσκεται τώρα. Καὶ μοῦ ἀπαντοῦσε: «Μὲ τὴν ἴδια μορφὴ (τὴν θεανθρώπινη), ἀλλ᾿ ὄχι μὲ τὴν ἴδια φθαρτὴ ἀνθρώπινη σάρκα». Ἐγὼ πάλι τὸν ἐρωτοῦσα: «Τί σημαίνει ἡ δεξιὰ τοῦ Αἰτίου, (τοῦ Πατρὸς δηλαδή), στάσις καὶ καθέδρα τοῦ Χριστοῦ;» «Εἶναι ἀδύνατον, μοῦ ἀπαντοῦσε, νὰ διδαχθῇ ἀκοὴ ἀνθρώπου αὐτὰ τὰ μυστήρια». Καὶ ἐγὼ τὴν ὥρα αὐτὴ τοῦ εἶπα νὰ μὲ ὁδηγήση ἐκεῖ ὅπου μὲ εἵλκυε ὁ πόθος μου (10). «Δὲν ἔφθασε ἀκόμη ἡ ὥρα, μοῦ εἶπε, διότι στερεῖσαι τὸ πῦρ τῆς ἀφθαρσίας (τὸ ὁποῖο, ἐννοεῖται, θὰ ἀποκτήσης στὴν ἄλλη ζωή)». Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα, ἂν τὰ ἔζησα μαζὶ μὲ τὸ χῶμα, (τὸ σῶμα δηλαδή), δὲν γνωρίζω· ἂν πάλι χωρὶς τὸ χῶμα, δὲν μπορῶ τίποτε νὰ εἰπῶ.
14. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀποτινάξη κανεὶς τὸν μεσημβρινὸ ὕπνο, καὶ μάλιστα τὴν θερινὴ περίοδο. Τόσο ἴσως μόνο ἂς μὴ ἀφίνη ὁ ἡσυχαστὴς τὸ ἐργόχειρο.
15. Ἀντελήφθηκα τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας νὰ προπαρασκευάζη καὶ νὰ προετοιμάζη τὸν δρόμο στὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Ἀφοῦ δηλαδὴ δημιουργήση χαύνωσι στὸ σῶμα καὶ τὸ βυθίση στὸν ὕπνο, ἔρχεται ὁ δαίμων τῆς πορνείας καὶ μολύνει τόσο ἔντονα τὸν ἡσυχαστή, μὲ τόσο ζωντανὲς φαντασίες, σὰν νὰ ἦταν ξυπνημένος. Ἐὰν ἀντισταθῆς γενναῖα στοὺς δαίμονας αὐτούς, ὁπωσδήποτε θὰ σὲ πολεμήσουν σκληρά. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ σὲ πείσουν ὅτι δὲν κερδίζεις τίποτε, καὶ ἔτσι νὰ παύσης νὰ ἀγωνίζεσαι. Τίποτε ἄλλο ὅμως δὲν φανερώνει τὴν ἥττα τῶν δαιμόνων, ὅσο ὁ σκληρὸς πόλεμος ποὺ κάνουν ἐναντίον μας.
16. Ὅταν ἐξέρχεσαι ἀπὸ τὸ κελλί σου, φύλαγε καλὰ ὅσα ἔχεις συναθροίσει. Διότι, ὅταν ἀνοίγη ἡ πόρτα, τὰ κλεισμένα πτηνὰ πετοῦν· ὁπότε δὲν θὰ προέλθη κανένα ὄφελος ἀπὸ τὴν ἡσυχία.
17. Μία μικρὴ τρίχα ἀναστατώνει τὸν ὀφθαλμό, καὶ μία μικρὴ φροντίδα ἐξαφανίζει τὴν ἡσυχία. Διότι ἡσυχία σημαίνει ἀπόθεσις σκέψεων καὶ ἀπάρνησις σπουδαίων καὶ ἀναγκαίων φροντίδων.
18. Ὅποιος κατέκτησε ἀληθινὰ τὴν ἡσυχία, δὲν θὰ φροντίση πλέον γιὰ τὶς ὑλικές του ἀνάγκες, διότι πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀψευδὴς στὶς ὑποσχέσεις Του.
19. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ παρουσιάζη καθαρὸ τὸν νοῦ του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως ταράζεται ἀπὸ διάφορες φροντίδες, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει σφικτὰ δεμένα τὰ πόδια του, καὶ προσπαθεῖ νὰ βαδίζη γοργά.
20. Εἶναι σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐσπούδασαν καὶ ἐγνώρισαν πλήρως τὴν κατὰ κόσμον σοφία. Ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι σπανιώτεροι ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχαστικὴ φιλοσοφία. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγνώρισε ἀκόμη τὸν Θεόν, εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ ἐκτεθειμένος σὲ πολλοὺς κινδύνους. Αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄπειροί τους ἀποπνίγει ἡ ἡσυχία, διότι, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχουν γευθῆ τὸν Θεόν, ξοδεύουν τὸν καιρό τους σὲ αἰχμαλωσίες, σὲ κλοπὲς (ἀπὸ τὸν διάβολο), σὲ ἀκηδίες καὶ ρεμβασμούς.
21. Ὅποιος ἐγεύθηκε ὀλίγο τὸ κάλλος τῆς προσευχῆς, θὰ φύγῃ μακρυὰ ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ὁ ἄγριος ὄνος. Διότι ποιὸς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν ἀπήλλαξε τὸν ἄγριον ὄνο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη συναναστροφή; (πρβλ. Ἰὼβ λθ´ 5).
22. Ὅποιος περιφέρει ἐπάνω του τὰ πάθη καὶ ζῆ στὴν ἔρημο μὲ αὐτὰ ἀσχολεῖται καὶ αὐτὰ προσέχει, ὅπως μοῦ εἶπε καὶ μοῦ τὰ ἐδίδαξε κάποιος ἅγιος γέροντας -ἐννοῶ τὸν Γεώργιο τὸν Ἀρσιλαΐτη (11), ποὺ καὶ ἡ τιμιότης σου δὲν ἀγνοεῖ.
Αὐτὸς κάποτε ἐδίδασκε καὶ ποδηγετοῦσε μία ἀπρόκοφτη ψυχὴ στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. «Παρετήρησα -μοῦ ἔλεγε- ὅτι τὸ πρωὶ τὴν ἐπισκέπτονταν οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς αἰσχρᾶς ἐπιθυμίας. Τὸ μεσημέρι, οἱ δαίμονες τῆς ἀκηδίας, τῆς λύπης καὶ τῆς ὀργῆς. Καὶ τὸ βράδυ, οἱ φιλόκοπροι καὶ τυραννικοὶ δαίμονες τῆς ἀθλίας κοιλίας».
23. Ἕνας ὑποτακτικὸς ποὺ εἶναι πτωχὸς καὶ ἀκτήμων, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἕναν ἡσυχαστὴ ποὺ περισπᾶται σὲ ὑλικὲς μέριμνες.
24. Ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία μὲ ἐπίγνωσι καὶ δὲν βλέπει τὸ καθημερινό της κέρδος ἢ δὲν ἔγινε πραγματικὸς ἡσυχαστὴς ἢ κλέπτεται ἀπὸ τὴν οἴησι.
25. Ἡσυχία σημαίνει ἀκατάπαυση λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ παράστασις ἐνώπιόν Του.
26. Ἂς ἑνωθῇ ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν ἀναπνοή σου, καὶ τότε θὰ γνωρίσης τὴν ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας.
27. Πτῶσις γιὰ τὸν ὑποτακτικὸ εἶναι ἡ ἐπιτέλεσις τοῦ ἰδίου θελήματος, ἐνῷ γιὰ τὸν ἡσυχαστὴ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν προσευχή.
28. Ἐὰν χαίρεσαι γιὰ τὶς ἐπισκέψεις ποὺ ἔχεις στὸ κελλί σου, γνώριζε τότε ὅτι ἔχεις ἀφιερωμένο τὸν καιρό σου στὴν ἀκηδία μόνο καὶ ὄχι στὸν Θεόν.
29. Ὑπόδειγμα τῆς προσευχῆς ἂς σοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ χήρα ποὺ τὴν ἀδικοῦσε ὁ ἀντίδικός της (πρβλ. Λουκ. ιη´ 3). Καὶ πρότυπο τῆς ἡσυχίας ὁ μέγας καὶ ἰσάγγελος ἡσυχαστὴς Ἀρσένιος. Ἐσὺ ποὺ εὑρίσκεσαι στὴν μοναξιά, νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν ζωὴ καὶ τοὺς τρόπους τοῦ μεγάλου τούτου ἡσυχαστοῦ. Καὶ πρόσεξε ὅτι πολλὲς φορὲς ἔδιωξε μερικοὺς ἐπισκέπτας, γιὰ νὰ μὴ χάση τὸ μεγαλύτερο.
30. Ἀντελήφθηκα ὅτι οἱ δαίμονες πείθουν αὐτοὺς ποὺ περιοδεύουν ἄσκοπα, νὰ ἐπισκέπτωνται συχνότερα τοὺς πραγματικοὺς ἡσυχαστάς, γιὰ νὰ κατορθώσουν νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὸ ἔργο τους. Αὐτοὺς νὰ τοὺς ἐπισημαίνεις, ἀγαπητέ μου, καὶ νὰ μὴ διστάζης χάριν τῆς εὐσεβείας νὰ λυπῆς τοὺς ρᾳθύμους. Ἴσως ἀπὸ τὴν λύπη αὐτὴ νὰ σταματήσουν τὶς ἄσκοπες περιοδείες. Πρόσεξε ὅμως καλὰ μήπως, χάριν τοῦ σκοποῦ ποὺ ἀναφέραμε, λυπήσης ἄδικα καμμία ψυχὴ ποὺ διψᾶ καὶ ἔρχεται κοντὰ νὰ ἀντλήση νερό. Σὲ κάθε πράγμα σοῦ χρειάζεται ὁ λύχνος (τῆς διακρίσεως).
31. Οἱ ἡσυχασταὶ ἢ μᾶλλον ὅλοι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ζοῦν μὲ συνείδησι καὶ ἐσωτερικὴ συναίσθησι. Ἐκεῖνος ποὺ τρέχει (στὸν πνευματικὸ δρόμο) μὲ πραγματικὴ ἐπίγνωσι, προσπαθεῖ νὰ συμμορφώνωνται ὅλα -καὶ οἱ ἐνέργειες καὶ τὰ λόγια καὶ οἱ σκέψεις καὶ τὰ διαβήματα καὶ οἱ κινήσεις- σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ἀγωνίζεται μὲ πραγματικὴ συναίσθησι καὶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἐὰν ὅμως κλέπτεται σ᾿ αὐτὰ τὰ σημεῖα, τότε δὲν ἄρχισε ἀκόμη νὰ ζῆ ἐνάρετα.
32. «Θὰ γνωρίσω -λέγει κάποιος- μὲ τὸν ἦχο τοῦ ψαλτηρίου τὸ πρόβλημά μου καὶ τὸ θέλημά μου» (πρβλ. Ψαλμ. μη´ 5), διότι ἦταν ἀκόμη ἐλλιπὴς ἡ διάκρισις. Ἐγὼ ὅμως λέγω ὅτι θὰ ἀναφέρω στὸν Θεὸν μὲ τὴν προσευχὴ τὸ θέλημά μου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ περιμένω τὴν πληροφορία.
33. Ἡ πίστις εἶναι τὸ πτερὸ τῆς προσευχῆς. Ἐὰν δὲν τὸ ἔχῃ, «πάλιν εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται» (Ψαλμ. λδ´ 13). Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀδίστακτη στάσις τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν κλονίζεται ἀπὸ καμμία ἐναντιότητα. Πιστὸς εἶναι, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν γνώμη ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν Θεόν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι θὰ τὰ ἐπιτύχῃ ὅλα (ὅσα ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν).
34. Ἡ πίστις εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς προξενεῖ τὰ ἀνέλπιστα, καὶ τοῦτο μᾶς τὸ ἀπέδειξε ὁ λῃστής. Μητέρα τῆς πίστεως εἶναι ὁ μόχθος καὶ ἡ εὐθεία καρδία. Ἡ μία τὴν κάνει ἀδίστακτη καὶ ὁ ἄλλος, (ὁ μόχθος), τὴν δημιουργεῖ. Ἡ πίστις εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἡσυχαστῶν, διότι, ἂν δὲν πιστεύσῃ κανεὶς προηγουμένως, πῶς θὰ ἀρχίσῃ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή;
35. Ἐκεῖνος ποὺ ἐδέθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὸ δεσμωτήριο, φοβεῖται ὅτι θὰ δικασθῇ καὶ θὰ τιμωρηθῇ. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἡσυχάζει στὸ κελλί του, δημιουργεῖ μέσα του τὸν φόβο τοῦ Κυρίου. Δὲν φοβεῖται τὸ δικαστήριο ὁ πρῶτος τόσο, ὅσο ὁ δεύτερος τὸ βῆμα τοῦ Κριτοῦ. Ὦ θαυμάσιε, στὴν ἡσυχία σου πρέπει νὰ ἔχης πολὺ φόβο, διότι τίποτε δὲν κατορθώνει νὰ ἐκδιώκῃ τόσο πολὺ τὴν ἀκηδία.
36. Ὁ ἔνοχος κοιτάζει συνεχῶς πότε θὰ ἔλθῃ στὴν φυλακὴ ὁ κριτής. Καὶ ὁ πραγματικὸς ἐργάτης τῆς ἡσυχίας κοιτάζει πότε θὰ ἔλθη ὁ Ἄγγελος (ποὺ τὸν ἀναγκάση νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο τοῦ σώματος). Ὁ πρῶτος φέρει ὡς δεσμὰ τὸ φορτίο τῆς λύπης, καὶ ὁ δεύτερος τὴν πηγὴ τῶν δακρύων.
37. Ἐὰν ἀποκτήσῃς τὴν ράβδο τῆς ὑπομονῆς, θὰ σταματήσουν γρήγορα οἱ κύνες τὰ ἀναιδῆ γαυγίσματά τους. Ὑπομονὴ σημαίνει κόπος καὶ ἀγώνας τῆς ψυχῆς ποὺ δὲν θραύεται καὶ δὲν σαλεύεται διόλου ἀπὸ εὔλογα ἢ ἄλογα κτυπήματα καὶ πλήγματα. Ὑπομονὴ σημαίνει ἀποφασιστικὴ ἀναμονὴ καθημερινῶν θλίψεων. Ὑπομονητικὸς σημαίνει ἀγωνιστὴς ποὺ δὲν πίπτει, καὶ ποὺ μὲ τὶς πτώσεις ἀκόμη (ποὺ ὑπέστη) δημιουργεῖ τὴν νίκη. Ὑπομονὴ σημαίνει ἐκκοπὴ τῶν (ἁμαρτωλῶν) προφάσεων καὶ προσοχὴ ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου.
38. Ὁ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπὸ τροφή, ὅσο ἀπὸ ὑπομονή. Διότι, ἐὰν τοῦ λείπῃ ἡ πρώτη, θὰ λάβῃ στέφανο. Ἂν ὅμως τοῦ λείπῃ ἡ Δευτέρα, τὸν περιμένει ὄλεθρος.
39. Ὁ ὑπομονητικὸς ἄνδρας ἀπέθανε πρὶν τὸν θέσουν στὸ μνῆμα, διότι ἔκανε μνῆμα τὸ κελλί του. Τὴν ὑπομονὴ τὴν ἐγέννησε ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ πένθος, διότι ὅποιος στερεῖται αὐτὰ τὰ δυό, γίνεται δοῦλος τῆς ἀκηδίας.
40. Πρέπει νὰ γνωρίζῃ ὁ παλαιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ποιοὺς ἐχθροὺς θὰ τοὺς καταδιώκῃ ἀπὸ μακρυά, καὶ ποιοὺς θὰ ἀφίνῃ νὰ παλαίουν μαζί του σῶμα πρὸς σῶμα. Ἄλλες φορὲς ἡ πάλη προξένησε στέφανο, καὶ ἄλλες φορὲς ἡ ἀποφυγή της ἔκανε τοὺς παλαιστὰς ἀδοκίμους. Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διδαχθοῦν μὲ λόγια, διότι δὲν γινόμαστε ὅλοι ὅμοιοι στὰ ἴδια ζητήματα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
41. Πρόσεχε ἄγρυπνα ἕναν δαίμονα, διότι καὶ αὐτὸς σὲ πολεμεῖ ἀκατάπαυστα, καὶ ὅταν ἵστασαι καὶ ὅταν μετακινῆσαι καὶ ὅταν κάθεσαι καὶ ὅταν κινῆσαι καὶ ὅταν πέφτῃς στὸ κρεββάτι καὶ ὅταν προσεύχεσαι καὶ ὅταν κοιμᾶσαι (12).
42. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν δρόμο τῆς ἡσυχίας, ἀσχολοῦνται συνεχῶς μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου: «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός» (Ψαλμ. ιε´ 8). Διότι δὲν εἶναι ἑνὸς μόνο εἴδους ὅλοι οἱ ἄρτοι τῆς πνευματικῆς τροφῆς τοῦ οὐρανίου σίτου. Ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τό: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. κα´ 19). Ἄλλοι μὲ τό: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (Ματθ. κς´ 41). Ἄλλοι μὲ τό: «Ἑτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδόν σου τὰ ἔργα σου» (Παρ. κδ´ 27). Ἄλλοι μὲ τό: «Ἐταπεινώθην καὶ ἔσωσέ με» (Ψαλμ. ριδ´ 6). Μερικοί μὲ τό: «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν» (Ῥωμ. η´ 18). Μερικοὶ σκέπτονται συνεχῶς τό: «Μήποτε ἁρπάση, καὶ οὗ μὴ ᾗ ὁ ρυόμενος» (Ψαλμ. μθ´ 22). Ὅλοι βεβαίως τρέχουν, ἕνας ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς παίρνει τὸ βραβεῖο ἀκόπως (13).
43. Ὅποιος ἔχει προοδεύσει, ὄχι μόνο ὅταν εἶναι ξύπνιος, ἀλλὰ καὶ ὅταν κοιμᾶται, ἐργάζεται. Ἔτσι μερικοὶ καὶ στὸν ὕπνο ἐξευτελίζουν τοὺς δαίμονας ποὺ ἔρχονται νὰ τοὺς πειράξουν, καὶ τὰ ἀκόλαστα γύναια (ποὺ ἐμφανίζονται στὰ ὄνειρά τους) τὰ συμβουλεύουν νὰ σωφρονισθοῦν.
44. Μὴ κάθεσαι καὶ ἀναμένης τοὺς διαφόρους ἐπισκέπτες καὶ μὴ κάνης καμμία προπαρασκευή, διότι ὅλη ἡ κατάστασις τῆς ἡσυχίας εἶναι ἁπλὴ καὶ ἐλευθέρα ἀπὸ δεσμεύσεις.
45. Κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ οἰκοδομήσουν ἕναν πύργο ἢ ἕνα ἡσυχαστικὸ κελλὶ δὲν ἀρχίζει τὸ ἔργο του, πρὶν καθήσῃ καὶ ὑπολογίσῃ ἢ ἐρευνήσῃ μὲ τὴν προσευχή, ἐὰν ἔχῃ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου. Καὶ τοῦτο, μήπως μετὰ τὴν κατάθεσι τοῦ θεμελίου γίνη περίγελως στοὺς ἐχθρούς του καὶ ἐμπόδιο στοὺς ἄλλους ἐργάτες, (ἐφ᾿ ὅσον δὲν θὰ ἀποτελειώσῃ τὸ ἔργο του) (πρβλ. Λουκ. ιδ´ 28).
46. Πρόσεξε καλὰ τὴν γλυκύτητα ποὺ ἔρχεται (στὴν ψυχή σου), μήπως ἔχει δολίως παρασκευασθῆ ἀπὸ πικροὺς ἢ μᾶλλον ἐπιβούλους ἰατρούς.
47. Τὴν νύκτα τὸν περισσότερο χρόνο νὰ τὸν ἀφιερώνης στὴν προσευχὴ καὶ τὸν ὀλιγώτερο στὴν ψαλμῳδία. Τὴν ἡμέρα, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις σου. Δὲν εἶναι ὀλίγος ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ ποὺ χαρίζει ἡ ἀνάγνωσις, ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται γιὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα ὁπωσδήποτε καθοδηγοῦν καὶ διορθώνουν ὅσους τὰ μελετοῦν. Σὰν ἐργάτης καὶ ἀγωνιστὴς ποὺ εἶσαι, νὰ προτιμᾶς πρακτικὰ ἀναγνώσματα, διότι ἡ ἐφαρμογὴ αὐτῶν καθιστᾶ περιττὲς τὶς ἄλλες ἀναγνώσεις.
48. Νὰ ἐπιζητῇς νὰ φωτίζεσαι ἐπάνω στοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, ποὺ εἶναι λόγοι πνευματικῆς ὑγείας, μὲ τοὺς κόπους κυρίως παρὰ μὲ τὰ βιβλία. Μὴ μελετᾶς βιβλία ποὺ περιέχουν ἰδέες βαθύτερες καὶ ἀλληγορικές, πρὶν ἀποκτήσης τὴν ἀπαραίτητη πνευματικὴ δύναμι. Διότι πρόκειται γιὰ σκοτεινοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι σκοτίζουν τοὺς ἀδυνάτους.
49. Πολλὲς φορὲς ἕνα ποτήρι ἐφανέρωσε τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου. Ὁμοίως καὶ ἕνας λόγος ἡσυχαστοῦ, σὲ ἐκείνους ποὺ διαθέτουν αἰσθητήρια, ἐφανέρωσε ὅλη τὴν ἐσωτερική του ἐργασία καὶ κατάστασι.
50. Νὰ ἔχῃς πάντοτε τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς σου προσηλωμένο στὴν οἴηση καὶ νὰ τὴν ἐπιτηρῆς. Διότι καμμία ἄλλη κλοπὴ (τοῦ πνευματικοῦ πλούτου) δὲν εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν ἰδική της κλοπή.
51. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ κελλί σου νὰ κάνης οἰκονομία στὴν χρῆσι τῆς γλώσσης, διότι αὐτὴ γνωρίζει νὰ διασκορπίζη γρήγορα πολλοὺς καμάτους.
52. Νὰ ζῆς σὲ κατάστασι ἀπεριεργείας, διότι εἶναι ἱκανὴ ἡ περιέργεια νὰ μολύνη τὴν ἡσυχία, ὅσο τίποτε ἄλλο.
53. Στοὺς ἐπισκέπτας νὰ παραθέτης μόνο ὅ,τι τοὺς εἶναι ἀναγκαῖο, εἴτε στὸ σῶμα εἴτε στὴν ψυχή. Ἂν τυχὸν εἶναι σοφώτεροι ἀπὸ ἐμᾶς, ἂς δείξωμε μὲ τὴν σιωπή μας τὴν σοφία μας. Ἂν ὅμως εὑρίσκωνται στὸ ἴδιο ἀδελφικὸ ἐπίπεδο, τότε ἂς ἀνοίξωμε ὀλίγο τὴν θύρα τοῦ λόγου. Καλύτερο ὅμως εἶναι νὰ τοὺς θεωροῦμε ὅλους ἀνωτέρους μας.
54. Ἤθελα νὰ ἀπαγορεύσω τελείως τὸ ἐργόχειρο καὶ τὴν ἀπασχόλησι στὶς συνάξεις σὲ ὅσους εὑρίσκονται σὲ νηπιακὴ ἀκόμη πνευματικὴ κατάστασι. Ἀλλὰ μὲ συγκράτησε τὸ παράδειγμα ἐκείνου, ποὺ ὅλη τὴν νύκτα ἐβάσταζε ἄμμο στὸ ἔνδυμά του, (γιὰ νὰ συνηθίσῃ νὰ ἀγρυπνῇ) (14).
55. Καθὼς εἶναι ἀντίθετες οἱ διατυπώσεις τοῦ δόγματος τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Ἑνὸς τῆς Πανυμνήτου Τριάδος, πρὸς τὶς διατυπώσεις τοῦ δόγματος αὐτῆς τῆς Ἁγίας καὶ Ἀκτίστου καὶ Προσκυνητὴς Τριάδος -ὅσα ἀναφέρονται στὴν Τριάδα σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό, στὸν Χριστὸ τίθενται σὲ ἑνικὸ καὶ ὅσα ἀναφέρονται στὴν Τριάδα σὲ ἑνικὸ ἀριθμό, στὸν Χριστὸ τίθενται σὲ πληθυντικό (15)- κατὰ παρόμοιο τρόπο ἄλλες εἶναι οἱ ἀσχολίες ποὺ ἁρμόζουν στὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας καὶ ἄλλες στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς.
56. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει: «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου»; (Ρωμ. ια´ 34). Καὶ ἐγὼ θὰ εἰπῶ: «Ποιὸς ἐγνώρισε τὸν νοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡσυχαστοῦ ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία πραγματικά, καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ πνεῦμα»;
Ἰσχὺς τοῦ βασιλέως εἶναι ὁ ὑλικὸς πλοῦτος καὶ τὸ πλῆθος (τῶν ὑπηκόων). Ἰσχὺς τοῦ ἡσυχαστοῦ εἶναι τὸ πλῆθος τῆς προσευχῆς.
--------
3. Οἱ Ταβεννησιῶτες ἀντιπροσωπεύουν τὴν κοινοβιακὴ καὶ οἱ Σκητιῶτες τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τοῦ Αἰγυπτιακοῦ μοναχισμοῦ.
4. Οἱ πρῶτοι εἶναι οἱ ἀρχάριοι στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, οἱ δεύτεροι οἱ προχωρημένοι καὶ οἱ τρίτοι οἱ τέλειοι καὶ «θεωρητικοί». Οἱ τρίτοι εὑρίσκονται στὴν κορυφὴ τῆς τριβαθμίου αὐτῆς κλίμακος καὶ διαφέρουν κατὰ πολὺ ἀπὸ τοὺς προηγουμένους, διότι ἁρπάζονται συνεχῶς σὲ ἱερὲς θεωρίες καὶ δὲν ἀσχολοῦνται πλέον μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὸ ἐργόχειρο.
5. Δηλαδὴ ἡ πτωχεία τῆς ἀρετῆς μέσα στὸν πλοῦτο τῆς κακίας.
6. Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὴν διασάλευσι τῶν φρενῶν, τὴν διανοητικὴ παράκρουσι. Πιθανὸν ὅμως νὰ πρόκειται γιὰ τὴν σαρκικὴ πτῶσι ἢ γιὰ τὴν κατακυρίευση ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς βλασφημίας.
7. Δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ πονηροὺς λογισμούς, τοὺς ἡσυχαστὰς τοὺς πολεμοῦν οἱ ἑξῆς πέντε: τῆς ἀκηδίας (κατὰ πρῶτο λόγο), τῆς κενοδοξίας, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς λύπης καὶ τῆς φιλαργυρίας. Ἐνῶ τοὺς κοινοβιάτες οἱ ἑξῆς τρεῖς: τῆς γαστριμαργίας, τῆς πορνείας καὶ τῆς ὀργῆς.
8. «Παραρριπισμοὶ τῆς σαρκὸς» λέγονται οἱ σαρκικὲς προκλήσεις ποὺ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν εἶναι ἐντονώτατες, ἀφ᾿ ἑτέρου αἰφνίδιες, ἀστραπιαῖες καὶ σχεδὸν ἄχρονες (πρβλ. ΙΕ´ 73 ὅπου γίνεται λόγος περὶ «παραρριπισμοῦ τοῦ νοός»).
9. Ὅ, τι περιγράφεται ἐδῶ ἀποτελεῖ ἐκμυστήρευσι μυστικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα, ἐνῶ αὐτὸς εἶχε παραδοθῆ στὴν ἄσκησι τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Πρόκειται περὶ ἱερᾶς ἐκστάσεως καὶ θεωρίας. Ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ὅτι δὲν ἔχομε ἄμεση ἀποκάλυψι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ χειραγώγησι ἀπὸ μυσταγωγὸ ἄγγελο. Ἐπίσης, τὰ ἀποκαλυπτόμενα στὸν Ὅσιο ἔχουν τὰ ὅριά τους, ὥστε ἡ δίψα τῆς θείας γνώσεως νὰ μὴν ἱκανοποιεῖται πλήρως. Καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστάσεως τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο διατηρεῖ στὸ ἀκέραιο τὴν αὐτοτέλειά του. «Ἡ ἔκστασι τοῦ χριστιανοῦ μυστικοῦ δὲν ἔχει καθόλου τὸν χαρακτῆρα τῆς παθητικῆς καὶ ἀπρόσωπης πληρότητος ποὺ χαρακτηρίζει τὸν μυστικισμὸ ἄλλων θρησκειῶν». Ἡ προσωπικότης τοῦ ἀνθρώπου δὲν διαλύεται «σὲ ἕνα χάος εὐδαιμονικῆς ἀγνωσίας» (πρβλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ μεταφυσικὴ τοῦ σώματος, σελ. 216-218).
10. Ἐννοεῖ τὴν θεωρία τοῦ σαρκωθέντος καὶ τεθεωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἤ, κατ᾿ ἄλλην ἑρμηνεία, τὴν θεωρία τῆς ἀρρήτου μεγαλειότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
11. Ἡ ἐρημικὴ σκήτη «τὰ Ἀρσελάου» ἀπέχει δρόμο ἡμισείας ἡμέρας ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Σινᾶ πρὸς τὸ ἀνατολικὸ μέρος. Σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαιά της ἀσκήτευε τὸν ΣΤ´ αἰῶνα καὶ ὁ ἀββᾶς Γεώργιος μὲ τὸν ὑποτακτικό του. Ἦταν διαβόητος γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἔτρωγε ὡμὴ ἄγρια κάππαρι, ποὺ ἦταν τόσο πικρή, «ὥστε καὶ κάμηλον ἀποκτεῖναι τῇ πικρότητι». Ὅταν ἡ ἐλαιοαποθήκη τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ ἄδειασε, ἡ προσευχή του ἐγέμισε ὅλους τοὺς πίθους μὲ λάδι. Περισσότερα περὶ αὐτοῦ βλέπε: «Ἀναστασίου μοναχοῦ, Διηγήσεις διάφοροι περὶ τῶν ἐν Σινᾷ ἁγίων Πατέρων, ΙΧ-ΧΙΙ».
12. Ὁ δαίμων αὐτός, κατὰ μία ἄποψι, γιὰ τοὺς ἀρχαρίους εἶναι τῆς πορνείας, γιὰ τοὺς μεσαίους τῆς ἀκηδίας καὶ γιὰ τοὺς πολὺ προχωρημένους τῆς κενοδοξίας. Γιὰ τοὺς κοινοβιάτες μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὁ δαίμων τῆς κατακρίσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Γέροντος ἢ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν.
13. Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι στοχάζονται τὸ «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός». Πιθανὸν ὅμως νὰ πρόκειται γιὰ ὅσους μνημονεύουν τὸ «Ἐταπεινώθην καὶ ἔσωσέ με».
14. Σχόλιο τῆς Κλίμακος ἀναφέρει σχετικῶς: «Ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος ἐβάσταζε ὅλη τὴν νύκτα ἄμμο στὸ ἔνδυμά του. Ἐπειδὴ δηλ. κατὰ τὴν ἀγρυπνία ἐνύσταζε καὶ τὸν ὠνείδιζαν οἱ ἀδελφοί, ἐσκέφθηκε τὸ ἑξῆς: Πῆγε στὴν ἀκρογιαλιά -ἡ Μονὴ ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα- καὶ ἀφοῦ ἔσφιξε καλὰ τὸν χιτῶνα του μὲ τὴν ζώνη, ἐγέμισε τοὺς κόλπους του μὲ ἀρκετὴ ποσότητα ἄμμου, ἡ ὁποία ἀκουμποῦσε ἐπάνω στὶς σάρκες του. Σκεπάσθηκε ἔπειτα μὲ τὸν μανδύα του, ἦλθε στὸν Ναὸ καὶ παρέμεινε ἄγρυπνος ὅλη τὴν νύκτα χωρὶς νὰ νυστάξη καθόλου, διότι ἡ ἄμμος τὸν ἐκρύωνε ἢ τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὸ βάρος της».
15. Στὴν τριάδα ὁμιλοῦμε γιὰ τρία πρόσωπα, ἐνῶ στὸν Χριστὸν γιὰ ἕνα. Στὴν Τριάδα ὁμιλοῦμε γιὰ μία φύσι, μία ἐνέργεια, μία θέλησι, ἐνῶ στὸν Χριστὸν γιὰ δύο φύσεις, δύο ἐνέργειες, δύο θελήσεις.