A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

ΜΗΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 2022 (Τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Χριστὸς Ἀνέστη!

   Σήμερα, Δ’ Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει μέσω τῆς Εὐαγγελικῆς Περικοπῆς τὴν θεραπεία τοῦ παραλύτου ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὸν Δεσπότη Χριστό. 

   κείνη τὴν ἐποχή, στὰ Ἰεροσόλυμα ὑπῆρχε μία κολυμβήθρα, ὅπου οἱ Ἰουδαῖοι ἔπλεναν τὰ πρόβατα πρὶν τὰ ὁδηγήσουν στὴν θυσία, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν ἀποκαλούσαν Προβατική. Ἐκεὶ συγκεντρώνονταν πλήθη ἀνθρώπων ἀσθενῶν, διότι κατὰ καιροὺς ἄγγελος κατέβαινε στὴν κολυμβήθρα καὶ τάραζε τὸ νερό, ὁ δὲ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, λάμβανε τὴν θεραπεία. Παράλυτοι, λοιπόν, τυφλοί, κουφοί, λεπροί ἀνέμεναν κάτω ἀπὸ πέντε στοὲς τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου. Μπορεῖ νὰ ἦταν πολλοί, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἦταν μόνοι. Ἦταν ἀπομονωμένοι ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία. Τὴν ὥρα τῆς ἀναμονῆς τῶν ἀσθενῶν γιὰ τὴν προσωπική τους ποθητὴ θεραπεία, οἱ ὑπόλοιποι τῶν ἀνθρώπων ἔτρεχαν στὶς δουλειές τους, ἔπαιζαν, πανηγύριζαν, ἔτρωγαν, ἐπιδίδονταν στὰ πάθη τους, ἀπολαμβάνοντας τὸ ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ ἄλλοι στερούνταν καὶ ἀνέμεναν καρτερικά, τὴν ὑγεία. 

   Πολλὲς φορές, δυστυχῶς, ἐκτιμοῦμε κάτι ὅταν τὸ χάνουμε, ἀλλὰ τότε ἴσως εἶναι ἀργά. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει διότι, ἀφηρημένοι ἀπὸ τὴν ταχύτητα τῆς καθημερινότητας, δὲν βάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν θέση τῶν συνανθρώπων μας οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ἑμεῖς ἀπολαμβάνουμε. Ἔτσι, οἱ κατὰ τὸ σῶμα ὑγιεῖς ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στὴν πλειοψηφία τους δὲν σκέπτονταν ὅτι λίγο πιὸ δίπλα ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι στεροῦνται ὑγείας. Θεωρώντας δεδομένη τὴν ἀτομική τους ὑγεία, δὲν σκέπτονταν ὅτι κάποιοι συνάνθρωποί τους ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ λίγη συμπαράσταση, λίγη βοήθεια. Αὐτὴ ἡ ἀμέτοχη στάση τους ἀπέναντι στὸν πάσχοντα πλησίον τοὺς καθιστοῦσε ἀνελεήμονες. Φοβερὸ πράγμα πάντως. Κοινωνία δίχως ἐλεημοσύνη, δηλαδὴ ἀκοινώνητη κοινωνία, δίχως ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη, γεμάτη ἀπὸ μοναξιά. 

   Τὰ νερὰ αὐτῆς τῆς κοινωνίας ἦλθε νὰ ταράξει ὁ Ἐλεήμων Χριστός, στρέφοντας τὴν προσοχὴ στοὺς ἀρρώστους, στοὺς ἀπομονωμένους. Ἐπισκέφθηκε τὴν κολυμβήθρα καὶ συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο 38 ὁλόκληρα χρόνια παράλυτο. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πολλούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντιμετώπιζαν τὴν ἀσθένεια τους, ἥ ὁποιαδήποτε ἄλλη ταλαιπωρία, μὲ ὕβρεις, μὲ ἀνυπομονησία, μὲ σκληροκαρδία, μὲ θυμό, ἤ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν θεομίσητη βλασφημία, ὁ ἐπὶ 38 χρόνια παράλυτος, στάθηκε ἀπέναντι στὴν ἀσθένειά του μὲ ἀνδρεία. Σήκωσε τὸ Σταυρό του μὲ ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή. Εἶχε τὴν καρδιακὴ ἐπιθυμία νὰ θεραπευθεῖ καὶ ἔτρεφε σίγουρες ἐλπίδες ὅτι ἄν καταφέρει καὶ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα, θὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἴαση. Σὲ ἀντίθεση, πάλι, μὲ πολλοὺς οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὴν παραμικρὴ δικαιολογία γιὰ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ παράλυτος μὲ πολλὴ καρτερία πήγαινε συχνὰ στὴν κολυμβήθρα, προσδοκώντας τὴν θεραπεία. Οἱ δεκαετίες ποὺ μάταια περίμενε δίπλα στὴν κολυμβήθρα δὲν στάθηκαν ἰκανὲς νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ἐλπίδα. Αὐτὴ ἦταν ἡ κινητήριος δύναμή του. 

   Πόσες φορές ἀντιμετωπίζουμε μία ταλαιπωρία καὶ ἀναμένουμε ἀπὸ τὸν Θεό τὴν βοήθεια; Μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ νὰ κουρασθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ καὶ νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐγκατέλειψε, ἤ δὲν μᾶς ἀκούει. Ὁ Θεός, ὅμως, καὶ ἀκούει καὶ βλέπει τὸν ἀγώνα ποὺ κάνουμε κὶ ἔρχεται τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὴν Εἰρήνη Του, τὴν Ἴαση, τὴν Χαρά. Ἔτσι ἔκανε καὶ μὲ τὸν παραλυτικό∙ τὸν ἄφησε γιὰ 38 χρόνια νὰ περιμένει, ἀλλὰ πάντα ἦταν δίπλα του. Τὸν ἔβλεπε καὶ ἀφουγκραζόταν τοὺς πόνους του. Ἔβλεπε τὴν καρτερία καὶ τὴν πίστη του καὶ τοῦ ἔδινε δύναμη ψυχική, ὥσπου τὸν συνάντησε, κάνοντας τὴν ἑξῆς ἐρώτηση:

-Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;

Γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση:

-Κύριε, ἄνθρωπο δὲν ἔχω ὥστε ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό, νὰ μὲ βάλει στὴν κολυμβήθρα. 

Μέσα σὲ μία κοινωνία ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ ζωή, ὁ παράλυτος δὲν εἶχε οὔτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήσει νὰ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα. Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ 38 χρόνια μπορεῖ ἀρχικὰ νὰ περίμενε κάποιον νὰ τὸν βοηθήσει. Ὕστερα, ὅμως, ἔπαυσε νὰ ζητᾶ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια ἐλπίζοντας μόνο στὸν Θεό. Καὶ δὲν διαψεύσθηκε. Ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε σάρκα καὶ ἦρθε γιὰ αὐτὸν τὸν παράλυτο καὶ τὸν κάθε παράλυτο. Μὲ μία Του μόνο προσταγή («Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει») ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς ἀσθενείας, ὅπως λίγο ἀργότερα θὰ ἔλυνε καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. 

   ποφεύγοντας αὐτὴ τὴν φορὰ τὴν ἀναφορὰ στοὺς διαχρονικοὺς Φαρισαίους, διότι ἡ συμπεριφορά τους ἀπέναντι ἀπὸ κάθε καλὸ ἔργο εἶναι ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς Περικοπῆς εἶναι μήνυμα ἐλπίδας καὶ δύναμης. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντιμέτωπος μὲ κάθε δυσκολία θρέφει ἐλπίδα στὸν Θεό, ὁ Θεὸς ὡς Παντοδύναμος νικᾶ κάθε δυσκολία.

   δώ, στὴν πατρίδα μας, ὅπου ἡ παραλυσία ἔχει γίνει μακροχρόνια συνήθεια καὶ ἡ συνήθεια χειροτερεύει τὴν κατάσταση, ἄν καὶ ἐν μέσῳ πολλῶν συμμάχων, πλὴν ὅμως μόνοι, ἔχουμε καθῆκον στὸν Θεὸ νὰ ἐλπίζουμε. Ὄχι ἄπραγοι, ἀλλὰ ἀσκώντας τὴν ὑπομονή, τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀλληλεγγύη καὶ προωθώντας τὴν συνοχή. Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ δεῖ τὴν θέληση καὶ μὲ ἕναν μόνο λόγο θὰ ἀνατρέψει κάθε κακό. Ἀρκεῖ μετὰ νὰ μὴν ξανὰ ἁμαρτήσουμε.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας, 

  Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

ΘΕΙΑ ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΥΠΕΡΝΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ (Άρθρο του Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ.Κλήμη)

  

Μία προφητικὴ διαπίστωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ὀπαδούς Του διαχρονικὰ εἶναι καὶ ἡ γνωστὴ ρήση Του: «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ Ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι’ 22).

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, δηλαδή, θὰ ἀποστρέφονται τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κάθε ἐποχῆς, ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου, διότι θὰ νιώθουν πρωτίστως ἀποστροφὴ ἐναντίον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἡ ἀπόρριψη καὶ τὸ μῖσος ἐναντίον Του καὶ ἐναντίον τοῦ Σώματος καὶ τῶν Μελῶν Του, τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν Του, εἶναι κάτι παρατηρημένο μέσα στὴν ἱστορία.

Ὅμως, μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν καὶ παρὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς πίστεως, οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων θὰ συνεχίσουν νὰ πίπτουν θύματα τοῦ πονηροῦ καὶ νὰ μισοῦν τὸν Εὐεργέτη τους καὶ τὴν πηγὴ καὶ ἐλπίδα τοῦ καλοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τους. Τὸ μένος αὐτὸ κατὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι στὴν ρίζα του δαιμονικό. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐξέγερση τῶν πλασμάτων ἐναντίον τοῦ Πλάστου, τῶν ἀσθενῶν ἐναντίον τοῦ μόνου Ἰατροῦ, τῶν ἐπαναστατῶν καὶ ἀποστατῶν ἐναντίον τοῦ Πατέρα καὶ Στρατηγοῦ, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ χαρίσει ἄφεση, ἀμνηστεία καὶ συγχώρηση στὸ ὄνομα τῆς θείας Ἀγάπης.

Πρόκειται γιὰ πόλεμο κατὰ τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ἐλευθερίας. Διότι, οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ κακοῦ καὶ τῆς πονηρίας εἶναι τόσο βέβαιοι καὶ σίγουροι γιὰ τὴν ἐπιλογὴ καὶ ὀργάνωση τῆς ζωῆς τους δίχως τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό, ποὺ ἡ ἐνθύμιση καὶ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος καὶ τῆς Παρουσίας Του νὰ τοὺς προξενεῖ ἔκρηξη μίσους καὶ ἀντιδράσεως. Μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ πολεμικὴ καὶ τὸ «μπούλινγκ» κατὰ τῆς Πίστεως, τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως τῶν πιστῶν, νὰ ἀποτελεῖ τὴν πρόχειρη καὶ εὔκολη καταφυγή τους. Ὥστε νὰ φανεῖ ἡ ἀδικία καὶ ἡ κακία τους σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Μόνον ἕνας τελείως ἀδύναμος, ἕνας ἐντελῶς ἀνίσχυρος καὶ ἀνασφαλὴς ἀσκεῖ κάθε μορφὴ βίας ἐναντίον τῶν πιὸ φιλήσυχων, εἰρηνικῶν, ἀξιοπρεπῶν, τιμίων καὶ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν πιὸ φωτεινὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη, μὲ τοὺς πιὸ ἔξοχους ἐκπροσώπους τῆς ἀνθρωπότητος, τοὺς Ἁγίους κάθε ἐποχῆς.

Ὅμως, καὶ οἱ Ἅγιοι ἦταν καὶ ἔγιναν τέτοιοι, διότι ὑπέμειναν διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, χωρὶς νὰ ὑποχωρήσουν ἕως τελευταίας ἀναπνοῆς. Διότι, ἄν ὑποχωροῦσαν, δὲν θὰ ἦταν Ἅγιοι, ἀλλὰ λιποτάκτες. Καὶ τοὺς λιποτάκτες δὲν τοὺς παραδέχεται καὶ δὲν τοὺς συγχωρεῖ κανείς, οὔτε ἀκόμη καὶ οἱ καθαρὰ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν πίστη.


Οἱ ποικίλης φύσεως καὶ μορφῆς διωγμοὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε μέσα στὴν ἱστορία ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν μορφὴ τῆς κακολογίας καὶ συκοφαντίας. Ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι κατηγοροῦσαν στὴν πνευματική τους τύφλωση τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Μεσσία, ὡς «Βεελζεβούλ», ὡς «ἄρχοντα τῶν δαιμονίων» (!), ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως θὰ καταφέρονται μὲ κάθε τρόπο ἐναντίον τῶν ἀληθινὰ πιστῶν. Ὅμως, ὁ Κύριός μας προτρέπει ἀποφασιστικά: «μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς» (Ματθ. ι’ 26)! Ἀποβάλλετε τὸν φόβο καὶ ἐνδυθεῖτε μὲ θάρρος καὶ ἐγκαρτέρηση! Διότι καὶ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀλήθεια τῶν πραγματικὰ πιστῶν θὰ ἀναδειχθεῖ, καὶ ἡ κακία τῶν διαβολέων καὶ κατηγόρων θὰ φανερωθεῖ. Τίποτε τὸ ἀπόκρυφο δὲν θὰ μείνει καλυμμένο, ἀλλὰ θὰ γίνει γνωστὸ καὶ θὰ διακηρυχθεῖ.

Ὁ Κύριός μας συνεχίζει τὴν ἐνθαρρυντικὴ διδασκαλία Του πρὸς ὅλους τοὺς πιστούς Του, διὰ μέσου τῶν Μαθητῶν Του: «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι’ 28).

Ἡ σαφήνεια καὶ ἀπολυτότητα τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ Ἐραστοῦ τῶν ψυχῶν μας, εἶναι ἀφοπλιστική. Μᾶς ζητεῖ νὰ μὴν ἔχουμε φόβο ἀπέναντι σὲ αὐτούς, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ θανατώσουν τὸ σῶμα μας, νὰ κόψουν τὸ νῆμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, νὰ μᾶς ἀποστερήσουν ἀπὸ τὸ δῶρο τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Οἱ ἐπίβουλοι, σὰν «λύκοι», φαίνεται νὰ ἐπιπίπτουν μὲ μανία στὸ κοπάδι τῶν «προβάτων» τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προβοῦν σὲ βιαιοπραγίες.

Ὁ Κύριος εἶπε προηγουμένως, ὅτι ὅταν διωκόμαστε σὲ ἕνα μέρος, πρέπει νὰ φεύγουμε σὲ ἄλλο μέρος. Δὲν καθόμαστε ὁπωσδήποτε γιὰ νὰ μᾶς σφαγιάσουν, ὅταν θέλουν οἱ ἄνομοι ἀδίκως καὶ παρανόμως νὰ μᾶς θανατώσουν, γιὰ νὰ νομίσουν ὅτι «νικοῦν» τὴν πίστη καὶ ὅτι ἐμποδίζουν ἤ ματαιώνουν τὸ θεῖο ἔργο.

Ὅταν ὅμως ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν ὑπάρχει διαφυγή, τότε δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ φόβο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας εἶναι ἀσθενὴς καὶ δειλιάζει πρὸ τοῦ ἐνδεχομένου τοῦ θανάτου. Ἡ ἀκράδαντη ὅμως πίστη, ἡ ἐνυπόστατη, αὐτὴ ποὺ ἀνυψώνει τὸ πνεῦμα, στερεώνει τὴν καρδιά, χαλυβδώνει τὴν θέληση καὶ ὑπερνικᾶ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν ἐνστίκτων καὶ μάλιστα τῆς αὐτοσυντηρήσεως, αὐτὴ ποὺ καθιστᾶ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ παροῦσα, αὐτὴ εἶναι ποὺ ὑπερβαίνει ἀκόμη καὶ τὸν βιολογικὸ θάνατο, τὸν καταπατεῖ καὶ τὸν περιπαίζει. Αὐτὴ φωτίζει τὴν ἀφεγγῆ τραγικότητα καὶ ἀπελπισία του μὲ τὸ ἄγγελμα τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὴν ζωογόνα πνοὴ τῆς Ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο, μέσῳ τῆς Ἀναστάσεώς Του, θάνατος δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὰ λυπηρὰ στὰ χαρμόσυνα, ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία.

Ἄν πρέπει νὰ φοβηθοῦμε κάτι, αὐτὸ εἶναι σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, σὲ πνευματικό: «φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεένῃ» (Ματθ. ι’ 28).

Τὴν ψυχὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θανατώσει. Μόνον ὁ Θεός, ποὺ τὴν ἔπλασε, εἶναι Αὐτὸς ποὺ θὰ τὴν κατατάξει στὴν γέενα, στὴν φρίκη τῆς κολάσεως, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ φόβο γιὰ τὸ σῶμα του προδώσει τὴν πίστη του, ἤ στὴν περίπτωση ποὺ δὲν φροντίσει μὲ τὴν μετάνοια νὰ τὴν καταστήσει δεκτικὴ τοῦ θείου Ἐλέους.

Ἄρα, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται δὲν εἶναι ὁ ἀνθρώπινος φόβος, ἀλλὰ ὁ θεῖος φόβος. Οἱ ἀντικείμενοι, τὸ περισσότερο ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν -καὶ πάλι μὲ θεία ἄδεια καὶ παραχώρηση, εἶναι νὰ φθάσουν μέχρι κακοποιήσεως ἤ καὶ θανατώσεως τοῦ σώματος. Τότε ὅμως, στέλνουν τὴν ψυχὴ στὴν Ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, ἐν τούτοις, δὲν θὰ δεθχεῖ στὴν Ἀγκαλιά Του ὅσους Τὸν ἀρνήθηκαν στὴν γῆ, ἀπὸ φόβο στερήσεως, κακοπαθείας ἤ θανάτου. Αὐτοὶ δὲν ὑπολόγισαν καλὰ τὰ πράγματα καὶ ἔπεσαν θύματα παραλόγου φόβου. Φοβήθηκαν τοὺς ἀνθρώπους, φοβήθηκαν γιὰ τὸ σῶμα τους, καὶ δὲν φοβήθηκαν τὸν Θεό, οὔτε τὴν ἀπόφασή Του γιὰ τὴν αἰώνια κατάληξη καὶ κατάταξή τους. Διότι σὲ αὐτοὺς ἐπικράτησαν τὰ σωματικὰ ἔνστικτα καὶ τύφλωσαν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς τους, ἔσβησαν τὴν πίστη τους,  ἔπνιξαν τὴν συνείδησή τους καὶ κατέστρεψαν τὴν ψυχή τους…

Βέβαια, λέγοντες αὐτὰ δὲν ἐννοοῦμε, ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν γνώση τῶν κινδύνων ἤ ὅτι διαθέτουν ἀφ’ ἑαυτοῦ των ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες. Ἀλλ΄ ὅτι διακρινόμενοι γιὰ πνευματικὴ ἀνδρεία, ποὺ βασίζεται στὴν δυνατὴ πίστη, ἄν καὶ δὲν ἔφθασαν στὴν πλήρη ἀπουσία τοῦ φόβου μέσα τους, ὅμως ἀγωνίσθηκαν νὰ τὸν ὑπερβοῦν μὲ τὴν θεία δύναμη, ὥστε νὰ μὴν ἐπικρατήσει καὶ τοὺς ζημιώσει πρόσκαιρα καὶ αἰώνια.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἄν οἱ φόβοι ἑνὸς ἀνθρώπου μετατραποῦν μέσα του σὲ φοβίες, τότε τὰ πράγματα δυσκολεύουν πολὺ καὶ ἔχουμε ἐμφάνιση ψυχοπαθολογικῶν καταστάσεων μὲ δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Ὅμως, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο ποὺ παραδίνεται-ἐπαφίεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ θεῖο θέλημα, ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῆς φυσικῆς του ἀδυναμίας, τὰ ἀδύνατα καθίστανται δυνατά: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ’ 13).       

Ἐπανερχόμενοι στὴν συνέχειά μας, λέγουμε ὅτι ὁ Κύριος ἐξακολουθεῖ τὴν ἐνθαρρυντικὴ διδαχή Του μὲ ἕνα ἁπλὸ ἐρώτημα: Δύο σπουργίτια («στρουθία») δὲν πωλοῦνται σὲ μηδαμινὴ τιμή; (Κόστιζαν ἕνα «ἀσσάριον», δηλαδὴ μία πεντάρα!). Κι ὅμως, οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πιάνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται χωρὶς τὸ θεῖο θέλημα, δηλαδὴ χωρὶς τὴν θεία γνώση! Σὲ σᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀριθμημένες καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας οἱ ἀναρίθμητες! Γι΄ αυτό, ἰσχύει ἀπόλυτα τό: «μὴ φοβηθῆτε»! «πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς» (Ματθ. ι’ 31)! Πόσο πιὸ μεγάλη ἀξία ἔχετε σεῖς οἱ ἄνθρωποι σὲ σχέση μὲ τὰ σπουργίτια;!

Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἀβοήθητους, ἀφύλαχτους καὶ ἀπαρηγόρητους, ἄν ἐμεῖς πρῶτοι δὲν Τὸν λησμονήσουμε καὶ ἐγκαταλείψουμε; Ἄν Αὐτὸς γνωρίζει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ τὶ συμβαίνει μὲ τὸ κάθε σπουργίτι, δὲν γνωρίζει πολὺ περισσότερο τί συμβαίνει μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον ἔπλασε γιὰ νὰ τὸν προσδεχθεῖ στὴν Ἀγκάλη Του στὴν αἰώνια Βασιλεία Του;

Ἡ συνεισφορὰ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ αὐτό, συνίσταται πρωτίστως στὴν ἀπτόητη ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων, στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν θεοσέβεια, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει σύγκρουση μὲ τὰ πιὸ οἰκεῖα πρόσωπα, στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα, στὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ μὲ ζωὴ σύμφωνη πρὸς τὶς Ἐντολές Του, στὴν αὐταπάρνηση ἕως θανάτου, στὴν ἀγαθοεργία κλπ. (βλ. Ματθ. ι’ 33-42).

Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεία βοήθεια καὶ δύναμη γιὰ ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Διότι ἀπὸ νωρίτερα δὲν ἐπικράτησε μέσα στὸν ἄνθρωπο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ Ἀγάπη. Ὅμως, χωρὶς αὐτὴν ἡ ζωὴ δὲν βιώνεται καὶ ὁ θάνατος δὲν ἀντιμετωπίζεται σωτήρια!


 Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος βεβαιώνει ὅτι γι΄ αὐτὸν «τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α’ 21), μᾶς ἀποδεικνύει ὅτι ζοῦσε ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστό: ὅ,τι σκεπτόταν, ἔλεγε καὶ ἔπραττε, ἦταν σὰν νὰ τὰ ἐπιτελοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐφ΄ ὅσον τόσο ἀπόλυτα ἦταν ταυτισμένος μὲ τὸν Κύριο. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ ὅποιος θάνατός του θὰ ἦταν γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ θέλημά Του, ὡς θυσία ὑπὲρ Αὐτοῦ. Ἕνας τέτοιος θάνατος θὰ ἦταν μέγα κέρδος, ἀφοῦ θὰ ἐλευθέρωνε τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ παρόντος βίου, καὶ θὰ τὸν ἕνωνε πάρα πολὺ στενὰ μὲ τὸν Χριστό, ἀξιώνοντάς τον τὰ ἄρρητα ἀγαθὰ τῆς αἰωνιότητος. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσαν τὸν θάνατό του, θὰ τοῦ προξενοῦσαν μέγα κέρδος, διότι θὰ τὸν παρέπεμπαν στὸν γλυκύτατο Χριστό, τὸν ὄντως Ποθητὸ καὶ Ἠγαπημένο!

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἀπέλθει ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο μιὰ ὥρα ἀρχίτερα, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἀπέστεργε νὰ παραμείνει σὲ τοῦτο τὸν κόσμο σὰν κάτι ἀναγκαῖο γιὰ τοὺς πιστούς, προτρέπει αὐτοὺς νὰ πολιτεύονται «ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου» (Φιλιπ. α’ 27), σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ κλήση τους, ἑνωμένοι καὶ ὁμόφρονες στοὺς ἀγῶνες τους ὑπὲρ πίστεως καὶ στοὺς κινδύνους καὶ διωγμούς.

Τόνιζε δὲ εἰδικῶς νὰ μὴ πτοοῦνται καθόλου τοὺς ἐναντιουμένους, αὐτοὺς ποὺ ἐκτόξευαν ἀπειλές, φοβέρες καὶ διωγμούς, καὶ νὰ μὴν αἰσθάνονται καμμία δειλία ἔναντι τῶν κακώσεων ποὺ τοὺς ὑπέβαλαν. Διότι, αὐτὴ ἡ γενναία στάση τους, στοὺς μὲν διῶκτες εἶναι ἔνδειξη ἀπωλείας, στοὺς δὲ πιστοὺς σωτηρίας· «καὶ τοῦτο ἀπὸ Θεοῦ» (Φιλιπ. α’ 28), δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ πτοοῦνται στὶς φοβέρες τῶν ἐπιβούλων τους εἶναι θεῖο δῶρο καὶ ὄχι ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα. Μόνο μὲ θεία ἐνίσχυση ἐπιτυγχάνεται αὐτό, καὶ ὄχι μὲ ἀνθρώπινη δύναμη.

«Ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 29).

Εἶναι χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς πιστοὺς ὄχι μόνο νὰ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν ἄφοβα ὑπὲρ Αὐτοῦ. Τοῦτο βεβαίως δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συνεισφέρει μὲ τὴν πίστη καὶ τὸν καλὸ ἀγῶνα του ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, ἀλλ΄ ὅτι χωρὶς τὸν καθοριστικὸ παράγοντα τῆς θείας βοήθειας καὶ δυνάμεως, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ τίποτε: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε’ 5).

Τὸ νὰ πάσχει κανεὶς γιὰ τὸν Χριστό, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι χάρισμα μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ τὸ νὰ ἀνασταίνει κανεὶς νεκρούς. Διότι αὐτὸς ποὺ κάνει ἕνα τέτοιο θαῦμα, εἶναι ὀφειλέτης τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ πάσχει γιὰ τὸν Χριστό, ἔχει ὀφειλέτη τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἐφ΄ ὅσον πάσχει πρὸς χάριν Του!


 προτροπὴ λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ μάλιστα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γιὰ ἀποβολὴ καὶ ὑπερνίκηση τοῦ ὅποιου φόβου, κοσμικοῦ καὶ ἀνθρώπινου, θέλει νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη μας στὴν ἐπίγνωση καὶ τὴν κατανόηση, ὅτι μὲ τὴν ἀνεπιφύλακτη παράδοσή μας στὸ θεῖο θέλημα, ἀξιωνόμαστε μεγίστων δωρεῶν στὴν παροῦσα καὶ στὴν μέλλουσα ζωή. Ἡ βαθύτατη πεποίθηση, ὅτι τίποτε δυσάρεστο καὶ λυπηρὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς συμβεῖ ἄν ὁ Θεὸς δὲν παραχωρήσει καὶ ἐπιτρέψει, καὶ ὅτι κάθετὶ ποὺ συμβαίνει ἀποσκοπεῖ στὴν ὠφέλεια καὶ τὴν σωτηρία μας, ὁπλίζει ἡμᾶς μὲ τὴν πληροφορία καὶ τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ παρατηρεῖ τὸν ἀγωνισμό μας καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ νικᾶ μέσῳ ἡμῶν, ὅταν βλέπει νὰ ὑπερισχύει μέσα μας ὁ θεῖος φόβος καὶ ὄχι ὁ ἀνθρώπινος.

Ἀφοῦ Αὐτὸς γνωρίζει καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καὶ μᾶς ὑπολογίζει ἀπείρως περισσότερο ἀπὸ τὰ σπουργιτάκια τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα ἐπίσης γνωρίζει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτρέψει νὰ μᾶς βρεῖ κάτι ποὺ νὰ μᾶς ὑπερβαίνει, ἀλλὰ δύναται καὶ θέλει νὰ «μεγαλυνθεῖ» καὶ μέσῳ ἡμῶν, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος καὶ ὁ πλοῦτος τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεώς Του, «εἴτε διὰ ζωῆς, εἴτε διὰ θανάτου» (Φιλιπ. α’ 20), δηλαδὴ σὲ κάθε περίπτωση, εἴτε μείνουμε στὴν ζωὴ γιὰ τὴν καλύτερη μετάνοιά μας καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἄλλων, εἴτε πιοῦμε τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου, προκειμένου νὰ μεταβοῦμε ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ὄντως ζωήν!

+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 3ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

3. Η χριστιανική αρετή

Ηθικός χαρακτήρας. Η ζωή του χριστιανού ως αγώνας και άθλος.
Η ανάγκη για πνευματική εγρήγορση.

Η αρετή είναι ακριβώς το αντίθετο της αμαρτίας. Οι απαρχές της βρίσκονται σε κάθε άνθρωπο – ως υπολείμματα εκείνης της φυσικής αγαθότητας που έθεσε στην ανθρώπινη φύση ο Δημιουργός του. Αλλά στην αγνή και τέλεια μορφή της μπορεί να υπάρχει μόνο στον Χριστιανισμό, αφού ο Χριστός ο Σωτήρας είπε: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[1] – χωρίς Εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα αληθινά καλό…

Ο Χριστιανισμός μας διδάσκει ότι η επίγεια ζωή ενός προσώπου είναι ένας χρόνος επιτευγμάτων, μια εποχή προετοιμασίας του ανθρώπου για την μελλοντική αιώνια ζωή. Επομένως, το καθήκον της επίγειας ζωής κάθε ανθρώπου είναι να προετοιμαστεί κατάλληλα για την επερχόμενη αιωνιότητα. Ο επίγειος βίος είναι φευγαλέος – και δεν επαναλαμβάνεται, διότι ένας άνθρωπος ζει στη γη μία φορά. Επομένως, σε αυτή την επίγεια ζωή πρέπει να εργάζεται με πράξεις αρετής, αν δεν θέλει να καταστρέψει την ψυχή του, γιατί ακριβώς αυτές τις πράξεις της καλοσύνης, θα απαιτήσει από αυτόν η Αλήθεια του Θεού στο κατώφλι της αιωνιότητας.

Κάθε Χριστιανός, με τη βοήθεια του Θεού, είναι ο δημιουργός της επίγειας ζωής του – με την έννοια να την κατευθύνει προς την αρετή. Αλλά για να είναι ενάρετος, πρέπει να κάνει το καλό στους άλλους, και να εργάζεται πάνω στον εαυτό του, αγωνιζόμενος με τις ελλείψεις και τις κακίες του και αναπτύσσοντας μέσα του καλές, χριστιανικές-πολύτιμες αρχές. Και αυτός ο αγώνας, αυτή η εργασία στον εαυτό του, αυτός ο άθλος του επίγειου βίου του ανθρώπου, είναι απαραίτητος για κάθε Χριστιανό. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται (δηλαδή επιτυγχάνεται με προσπάθεια), καὶ βιασταὶ (δηλαδή αυτοί που χρησιμοποιούν προσπάθεια) ἁρπάζουσιν αὐτήν…»[2].

Σε ένα τέτοιο κατόρθωμα της ζωής, κάθε πρόσωπο αναπτύσσει την ηθική του εικόνα. Και, φυσικά, ένας Χριστιανός πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα Χριστιανός με εδραιωμένο σταθερό ηθικό χαρακτήρα και αγωνιζόμενος να αναπτύξει έναν τέτοιο χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, να προσπαθεί να βελτιώσει τον εαυτό του προς την ηθική τελειότητα.

Επομένως, από χριστιανική άποψη, η ζωή είναι ένας αγώνας, ένας άθλος, μία πορεία διαρκούς προσπάθειας για καλοσύνη και τελειότητα. Και δεν μπορεί να υπάρξει στάση σε αυτό το μονοπάτι, σύμφωνα με τον νόμο της πνευματικής ζωής. Ένα πρόσωπο που έχει σταματήσει να εργάζεται στον εαυτό του δεν θα παραμείνει το ίδιο, αλλά σίγουρα θα γίνει χειρότερο – όπως μια πέτρα που πετάχτηκε ψηλά και σταμάτησε να ανυψώνεται, δεν θα παραμείνει κρεμάμενη στον αέρα, αλλά σίγουρα θα πέσει κάτω…

Γνωρίζουμε ήδη ότι οι αμαρτίες μας προέρχονται συνήθως από τρεις πηγές: από τον διάβολο, από τον κόσμο που βρίσκεται στο κακό και από τη δική μας αμαρτωλή σάρκα. Και αφού η αμαρτία είναι ο κύριος εχθρός και εμπόδιο στην αρετή, είναι προφανές ότι ένας Χριστιανός που αγωνίζεται για την αρετή πρέπει να ζητήσει το έλεος και τη βοήθεια του Θεού και να πολεμήσει την αμαρτία σε όλες τις μορφές της. Ειδικότερα, εδώ είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε τα λόγια του Σωτήρα προς τους Αποστόλους στον Κήπο της Γεθσημανή: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν»[3]. Με αυτά τα λόγια, ο Κύριος υποδεικνύει όχι μόνο στους Αποστόλους, αλλά σε όλους μας, ότι η καταπολέμηση των αμαρτωλών πειρασμών είναι δυνατή μόνο για όσους είναι σε εγρήγορση και προσεύχονται, περιφρουρώντας τη ζωή τους.

(Συνεχίζεται)


[1] Ιω. ιε΄ 5.
[2] Ματθ. ια΄ 12.
[3] Ματθ. κϛ΄ 41.


Τρίτη 10 Μαΐου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 2ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

2. Η αμαρτωλότητα του ανθρώπινου γένους

Αντανάκλαση της αμαρτωλότητας στην ανθρώπινη ψυχή – στη σφαίρα του νου, των συναισθημάτων και της θέλησης. Τα διαδοχικά στάδια – βαθμίδες αμαρτίας. Τρεις πηγές αμαρτίας.

Όλοι οι χριστιανοί γνωρίζουμε από την Αγία Γραφή και πιστεύουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του. Επομένως, στη δημιουργία, ο άνθρωπος έλαβε μια αναμάρτητη φύση. Αλλά ακόμα και ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, δεν παρέμεινε αναμάρτητος, αφού έχασε την αρχική του αγνότητα στην πρώτη πτώση εκ του παραδείσου. Το δηλητήριο αυτής της αμαρτωλότητας, που έχει μολύνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, προέρχεται από αμαρτωλούς προπάτορες – ακριβώς όπως το δηλητηριασμένο νερό ρέει από μια δηλητηριασμένη πηγή. Και εφόσον κάθε άτομο, εκτός από την κλίση προς την αμαρτία που κληρονόμησε από τους προπάτορες, προσθέτει και την προσωπική του πτώση στην αμαρτία, δεν υπάρχει τίποτα περίεργο στο γεγονός ότι η Αγία Γραφή λέει για τον καθένα μας: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα ζήσει μια μέρα, και δεν θα αμαρτήσει…»[1]. Μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι απολύτως καθαρός από κάθε αμαρτία. Ακόμη και οι δίκαιοι, οι άγιοι του Θεού, είχαν αμαρτία μέσα τους και, παρόλο που αγωνίστηκαν εναντίον της με την βοήθεια του Θεού, αναγνώρισαν ταπεινά τους εαυτούς τους ως αμαρτωλούς. Έτσι όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως είναι αμαρτωλοί, μολυσμένοι από την αμαρτία.

Η αμαρτία είναι μια πνευματική λέπρα, μια ασθένεια και ένα έλκος που έχει προσβάλλει ολόκληρη την φύση του ανθρώπου, την ψυχή και το σώμα του. Η αμαρτία έχει βλάψει και τις τρεις βασικές ικανότητες ή δυνάμεις της ψυχής: τον νου, το συναίσθημα (καρδιά) και την θέληση. Ο νους του ανθρώπου έχει θολώσει και έχει γίνει επιρρεπής σε λάθη (οι Ρωμαίοι έλεγαν ένα ρητό: «errara humanum est» – το πλανάσθαι εστιν ανθρώπινον), και ο άνθρωπος κάνει συνεχώς λάθη – τόσο στην επιστήμη, όσο και στην φιλοσοφία και στις πρακτικές του δραστηριότητες. Ίσως η καρδιά του ανθρώπου, το κέντρο των εμπειριών και των συναισθημάτων του, του καλού και του κακού, της λύπης και της χαράς, έχει πληγεί περισσότερο από την αμαρτία. Και βλέπουμε ότι η καρδιά μας έχει καλυφθεί με την λάσπη και τη μούχλα της αμαρτίας, έχει χάσει την ικανότητα να αισθάνεται αγνή, πνευματική και χριστιανική. Αντίθετα, έχει γίνει επιρρεπής στις απολαύσεις του αισθησιασμού και των γήινων προσκολλήσεων, έχει μολυνθεί από ματαιοδοξία και, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη αγάπης και καλοσύνης προς τον πλησίον.

Αλλά, φυσικά, περισσότερο η θέλησή μας, ως η ικανότητα να ενεργούμε και να εκτελούμε τις ανθρώπινες προθέσεις, είναι κατεστραμμένη και δεσμευμένη από την αμαρτία. Συγκεκριμένα, ένα άτομο αποδεικνύεται ανίσχυρο στη θέλησή του όπου είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσει την αληθινή χριστιανική καλοσύνη – ακόμα κι αν ήθελε αυτή την καλοσύνη… Σχετικά με αυτή την θλιβερή ανικανότητα της θέλησης λέει ο Απόστολος Παύλος: «Το καλό που θέλω, δεν το κάνω, αλλά το κακό που δεν θέλω, το κάνω»[2]. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο Χριστός ο Σωτήρας μας είπε για τον αμαρτωλό άνθρωπο: «Καθένας που κάνει αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας»[3], αν και – δυστυχώς! – για τον ίδιο τον αμαρτωλό, το να υπηρετεί την αμαρτία του φαίνεται σαν ελευθερία, ενώ τον αγώνα με τα δελεάσματα της αμαρτίας τον θεωρεί σκλαβιά…

Πώς αναπτύσσεται η αμαρτία στην ανθρώπινη ψυχή; Οι Άγιοι Πατέρες, οι θιασώτες του χριστιανικού ασκητισμού και της ευσέβειας, που γνώριζαν την αμαρτωλή ανθρώπινη ψυχή καλύτερα από όλους τους «επιστήμονες» ψυχιάτρους, διακρίνουν τα παρακάτω στάδια – βαθμίδες της αμαρτίας.

Το πρώτο στάδιο της αμαρτίας βρίσκεται στην προσβολή του λογισμού – όταν κάποιος πειρασμός μόλις εμφανίζεται στη συνείδηση ενός ανθρώπου – με μια αμαρτωλή εντύπωση, μια ακάθαρτη σκέψη κ.λπ. Εάν σε αυτό το αρχικό στάδιο ο άνθρωπος απορρίψει αποφασιστικά και αμέσως την αμαρτία, όχι μόνο δεν αμαρτάνει, αλλά και αποφεύγοντας την αμαρτία ωφελεί και δεν ζημιώνει την ψυχή του. Στην προσβολή αυτή είναι πιο εύκολο να νικήσεις την αμαρτία. Εάν όμως δεν απορριφθεί[4], μετατρέπεται αρχικά σε μια σκοτεινή προθυμία και κατόπιν σε μια συνειδητή και ξεκάθαρη επιθυμία για αμαρτία. Εδώ αυτό το πρόσωπο αρχίζει ήδη να κλίνει προς αυτού του είδους την αμαρτία. Αλλά χωρίς έναν ιδιαίτερα δύσκολο αγώνα, μπορεί τελικά να μην υποκύψει στην ανομία και να μην αμαρτήσει, αν καταφύγει στην βοήθεια του Θεού και την καθαρή φωνή της συνείδησής του.

Το δεύτερο στάδιο είναι αυτό της πράξης, όταν ο άνθρωπος έχει πέσει στην αμαρτία. Οι μομφές της συνείδησης ακούγονται δυνατά και καθαρά, προκαλώντας σε ένα πρόσωπο που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, μόνο μια έντονη αηδία για αυτήν την αμαρτία. Η παλιά αυτοπεποίθηση εξαφανίζεται και ο άνθρωπος ταπεινώνεται (πρβλ. τον Απόστολο Πέτρο πριν και μετά την άρνηση). Αλλά και εδώ η νίκη επί της αμαρτίας δεν είναι τόσο δύσκολη, όπως αποδεικνύεται από πολλά παραδείγματα (του ίδιου του Αποστόλου Πέτρου, του Αγίου Προφητάνακτος Δαβίδ και άλλων μετανοημένων αμαρτωλών).

Είναι πιο δύσκολο να καταπολεμήσεις την αμαρτία στο τρίτο στάδιο όταν δηλαδή η αμαρτία, λόγω της συχνής επανάληψης, γίνεται συνήθεια στον άνθρωπο. Μετά την απόκτηση οποιασδήποτε συνήθειας γενικά, οι συνήθεις ενέργειες εκτελούνται από έναν άνθρωπο πολύ εύκολα, σχεδόν ανεπαίσθητα για αυτόν – αυτόματα. Και επομένως, η καταπολέμηση της αμαρτίας, η οποία έχει γίνει συνήθης για αυτόν, είναι πολύ δύσκολη, γιατί του είναι δύσκολο όχι μόνο να ξεπεράσει τον εαυτό του, αλλά και να παρακολουθήσει, να παρατηρήσει την προσέγγιση της αμαρτίας.

Ένα ακόμη πιο επικίνδυνο στάδιο της αμαρτίας είναι η κακία. Σε αυτήν την περίπτωση, η αμαρτία κυριεύει τόσο έναν άνθρωπο που δεσμεύει τη θέλησή του, σαν μαγνήτης. Σε αυτήν την περίπτωση ο άνθρωπος είναι ήδη σχεδόν ανίσχυρος να πολεμήσει με τον εαυτό του και είναι δούλος της αμαρτίας, αν και έχει επίγνωση της βλαβερότητάς της και σε στιγμές φώτισης, ίσως, την μισεί με όλη του την καρδιά (για παράδειγμα, η κακία της μέθης, ο εθισμός στα ναρκωτικά και τα παρόμοια). Εδώ, χωρίς το ιδιαίτερο έλεος και την βοήθεια του Θεού, το άτομο αυτό δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει τον εαυτό του και χρειάζεται τόσο την προσευχή όσο και την πνευματική υποστήριξη των άλλων. Ταυτόχρονα, πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και οποιαδήποτε μικρή αμαρτία, για παράδειγμα, η φλυαρία, η αγάπη για τα ρούχα, οι κενές διασκεδάσεις κ.λπ., μπορεί να γίνουν κακία σε έναν άνθρωπο αν τον κυριαρχήσουν πλήρως και γεμίσει με αυτά την ψυχή του.

Η υψηλότερη βαθμίδα αμαρτίας, στην οποία υποδουλώνεται εντελώς ένας άνθρωπος, είναι το πάθος που χαρακτηρίζει έναν αμαρτωλό τύπο. Σε αυτή την κατάσταση, ένα άτομο δεν μπορεί πλέον να μισεί την αμαρτία του, όπως στην κακία (αυτή είναι η διαφορά μεταξύ τους), αλλά υποτάσσεται στην αμαρτία σε όλες τις εμπειρίες, τις πράξεις και τις διαθέσεις του (βλ. τον Πλιούσκιν από το βιβλίο «Νεκρές ψυχές»[5] ή τον Φίοντορ Καραμάζοφ από το βιβλίο «Αδελφοί Καραμάζοφ»[6], όπως επίσης και τον φιλάργυρο Ιούδα τον Ισκαριώτη). Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος αφήνει απευθείας και  κυριολεκτικά (όπως λέγεται για τον Ιούδα στο Ιερό Ευαγγέλιο[7]) τον Σατανά στην καρδιά του, και σε αυτή την κατάσταση, εκτός από την γεμάτη χάρη προσευχή και την επιρροή της Εκκλησίας, τίποτα δεν θα τον βοηθήσει.

Αλλά υπάρχει ένα άλλο ιδιαίτερο, πιο τρομερό και ολέθριο είδος αμαρτίας. Αυτό είναι το αμάρτημα προς θάνατον. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μια κατάσταση τέτοιας αμαρτίας δεν θα βοηθηθεί ούτε με την προσευχή της Εκκλησίας! Αυτό δηλώνεται ρητά από τον Απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο[8], όταν ενώ μας προτρέπει να προσευχόμαστε για έναν αμαρτωλό αδελφό, επισημαίνει ευθέως τη ματαιότητα της προσευχής για έναν ασυγχώρητο αμαρτωλό[9]

Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει ότι αυτή την αμαρτία – η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος – δεν θα αφεθεί, δεν θα συγχωρηθεί στους ανθρώπους ούτε σε αυτή την ζωή ούτε στο μέλλον. Πρόφερε αυτά τα τρομερά λόγια εναντίον των Φαρισαίων, οι οποίοι είδαν καθαρά ότι κάνει τα πάντα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και με τη δύναμη του Θεού – και, ωστόσο, διέστρεψαν παντελώς την αλήθεια, ισχυριζόμενοι συκοφαντικά ότι ενήργησε δήθεν με τη δύναμη ενός κακού, ακάθαρτου πνεύματος. Απωλέσθηκαν στη βλασφημία τους και το παράδειγμά τους είναι διδακτικό και τρομακτικό για όλους εκείνους που αμαρτάνουν με ένα τέτοιο θανάσιμο αμάρτημα – την επίμονη και συνειδητή αντίθεση στην αδιαμφισβήτητη αλήθεια, και επομένως την βλασφημία κατά του Πνεύματος της Αλήθειας – του Αγίου Πνεύματος του Θεού… Σημειωτέον ότι ακόμη και η βλασφημία εναντίον του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού μπορεί να συγχωρεθεί σε έναν άνθρωπο (σύμφωνα με τα λόγια Του), γιατί μπορεί να γίνει από άγνοια ή από προσωρινή τύφλωση. Η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος μπορεί, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου, να συγχωρεθεί μόνον όταν κάποιος την σταματήσει μετανοημένος, αλλά – αλίμονο – αυτό συνήθως δεν συμβαίνει, γιατί η ίδια η φύση της αμαρτίας αυτής είναι τέτοια, που καθιστά σχεδόν αδύνατο για έναν άνθρωπο να επιστρέψει στην αλήθεια. Ένας τυφλός μπορεί να δει και να αγαπήσει την αλήθεια που του έχει αποκαλυφθεί, ένα πρόσωπο που έχει μολυνθεί από κακίες και πάθη μπορεί να πλυθεί με τη μετάνοια και να γίνει ομολογητής της αλήθειας – αλλά ποιός και τί μπορεί να αλλάξει τον βλάσφημο που ενώ είδε και γνώρισε την αλήθεια, την αρνήθηκε και την μίσησε πεισματικά; Αυτή η τρομερή κατάσταση μοιάζει με την κατάσταση του διαβόλου, που παρόλο ότι πιστεύει στον Θεό και τρέμει, κι όμως Τον μισεί, Τον βλασφημεί και Του αντιτίθεται…

Όταν ένας πειρασμός, ο πειρασμός της αμαρτίας, εμφανίζεται ενώπιον ενός ανθρώπου, αυτός ο πειρασμός προέρχεται συνήθως από τρεις πηγές: από τη σάρκα του ανθρώπου, από τον κόσμο και από τον διάβολο.

Όσον αφορά την ανθρώπινη σάρκα, είναι απολύτως βέβαιο ότι από πολλές απόψεις είναι μια φωλιά, μια πηγή ανήθικων διαθέσεων, επιδιώξεων και κλίσεων. Το προπατορικό αμάρτημα είναι η θλιβερή κοινή μας τάση προς την αμαρτία. Η κληρονομιά από τις αμαρτίες των προγόνων μας και οι προσωπικές μας αμαρτωλές πτώσεις – όλα αυτά, συνοψιζόμενα και αλληλοενισχυόμενα, δημιουργούν στη σάρκα μας μια πηγή πειρασμών, αμαρτωλών διαθέσεων και πράξεων.

Ακόμα πιο συχνά, πηγή του πειρασμού για εμάς είναι ο κόσμος γύρω μας, ο οποίος σύμφωνα με τη λόγια του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[10], και η φιλία με τον οποίο, σύμφωνα με άλλον Απόστολο, είναι έχθρα με τον Θεό[11]. Το περιβάλλον, οι άνθρωποι γύρω μάς αποπλανούν (ιδιαίτερα οι έχοντες σκοπιμότητα, συνειδητοί αποπλανητές και διαφθορείς της νεολαίας, για τους οποίους ο Κύριος είπε «ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης»[12]). Τα εξωτερικά αγαθά, ο πλούτος, η άνεση, οι ανήθικοι χοροί, η βρώμικη λογοτεχνία, τα ξεδιάντροπα «ρούχα» κ.λπ., που είναι δελεαστικά – όλα αυτά, φυσικά, είναι μια ακάθαρτη πηγή αμαρτίας και πειρασμού…

Αλλά η κύρια και ριζική πηγή της αμαρτίας είναι, βέβαια, ο διάβολος – αυτός για τον οποίον ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είπε: «Ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει»[13]. Πολεμώντας τον Θεό και την αλήθεια Του, ο διάβολος αγωνίζεται επίσης και με τους ανθρώπους, πασχίζοντας να καταστρέψει τον καθένα μας. Ιδιαίτερα, προφανώς, με κακότητα και άμεσα/προσωπικά, πολέμησε τους αγίους (τόλμησε να βάλει σε πειρασμό ακόμη και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό), όπως βλέπουμε στο Ευαγγέλιο και στους βίους των αγίων. Ο Κύριος μας προφυλάσσει – ως ασταθείς και αδύναμους – με τη δύναμή Του από εκείνους τους σκληρούς πειρασμούς στους οποίους υποβλήθηκαν οι ισχυροί κατά πνεύμα άγιοι του Θεού από τον διάβολο.

Ωστόσο ο διάβολος, δεν μας αφήνει σε ησυχία, ενεργώντας μέσα από τους πειρασμούς του κόσμου και της σάρκας, κάνοντάς τους πιο δυνατούς και πιο δελεαστικούς, και επίσης δελεάζοντάς μας με κάθε είδους αμαρτωλές σκέψεις. Τα τελευταία χρόνια η κακή επιρροή του, μεταξύ άλλων, είναι ιδιαίτερα εμφανής στην επιδημία διαφόρων ειδών αυτοκτονιών. Εύλογα λοιπόν ο Απόστολος Πέτρος συγκρίνει τον διάβολο με ένα λιοντάρι που βρυχάται και περπατά γύρω μας «ζητῶν τίνα καταπίῃ»[14]… 

(συνεχίζεται)


[1] «Ὅτι οὐκ ἔσται ἄνθρωπος, ὃς οὐχ ἁμαρτήσεται» (Γ΄ Βασ. η΄ 46 και Β΄Παραλ. ϛ΄ 36). «Ὅτι ἄνθρωπος οὐκ ἔστι δίκαιος ἐν τῇ γῇ, ὅς ποιήσει ἀγαθὸν καὶ οὐχ ἁμαρτήσεται» (Εκκλ. ζ΄ 20).

[2] «Οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).

[3] «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ιω. η΄ 34).

[4] Υπάρξει δηλαδή συγκατάθεση στον λογισμό.

[5] Μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852), ένα από τα αριστουργήματα της ρωσικής λογοτεχνίας.

[6] Το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Φίοντορ Ντοστογιέφκσι.

[7] «Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην» (Λουκ. κβ΄ 3). 

[8] «Ἐάν τις ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ» (Α’ Ιω. ε΄ 16).

[9] Σ.τ.Μ. Η αμαρτία που δεν συγχωρείται, κατά τους λόγους του Κυρίου μας, είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, εάν βεβαίως δεν υπάρξει μετάνοια. «Ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ΄ 32) και «Ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως» (Μαρκ. γ΄ 29).

[10] Α΄ Ιω. ε΄ 19.

[11] «Ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ιακ. δ΄ 4).

[12] Ματθ. ιη΄ 6.

[13] Α΄ Ιω. γ΄ 8.

[14] Α΄ Πετρ. ε΄ 8.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 1ο)

  ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ (+1985)

Το βιβλίο αυτό[1] του μεγάλου Ομολογητού Αγίου των εσχάτων χρόνων, Φιλαρέτου Βοσνεσένσκι, Μητροπολίτου Νέας Υόρκης της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς, βασίζεται  σε διαλέξεις για την ηθική θεολογία, τις οποίες συνέταξε ο Άγιος ως Ηγούμενος το 1936, μετά την αποφοίτησή του από τα Ποιμαντικά Μαθήματα του Αγίου Βλαδιμήρου στο Χαρμπίν το 1931. Ο Άγιος σημειώνει ότι για τη συγγραφή του χρησιμοποιήθηκε ως βάση το βιβλίο του πατέρα του, Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου (μετέπειτα Μεγαλόσχημου Αρχιεπισκόπου Δημητρίου) με τίτλο «Χριστιανική Ζωή» (Χαρμπίν, 1925).

Μέρος 1ο. Ηθικός νόμος

Οι πράξεις είναι ηθικές και ανήθικες. Συνείδηση· οι τρεις λειτουργίες της.

Προϋποθέσεις ηθικού καταλογισμού. Το έμφυτο του ηθικού νόμου.

Σε ολόκληρο τον κόσμο, από όλα τα πλάσματα που τον κατοικούν, μόνο ο άνθρωπος έχει την έννοια της ηθικής. Όλοι γνωρίζουν ότι οι ανθρώπινες πράξεις είναι είτε καλές είτε κακές, είτε ευγενικές είτε μοχθηρές, ηθικά θετικές ή ηθικά αρνητικές (ανήθικες). Και με αυτές τις έννοιες της ηθικής, ο άνθρωπος διαφέρει αμέτρητα από όλα τα ζώα. Τα ζώα ενεργούν όπως είναι φυσικό να ενεργούν ή όπως συνηθίζουν, για παράδειγμα, με την εκπαίδευση. Αλλά δεν έχουν καμία έννοια ηθικής ή ανηθικότητας, και ως εκ τούτου οι ενέργειές τους δεν μπορούν να εξεταστούν από την άποψη της έννοιας της ηθικής.

Πώς μπορεί κανείς να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό; Αυτή η διάκριση γίνεται σύμφωνα με έναν ειδικό ηθικό νόμο που δόθηκε σε εμάς, τους ανθρώπους, από τον Θεό. Και αυτός ο ηθικός νόμος, τούτη η φωνή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή, την οποία αισθανόμαστε μέσα μας, ονομάζεται συνείδηση. Αυτή η συνείδηση είναι η βάση της καθολικής ηθικής. Ένα πρόσωπο που δεν άκουσε ποτέ τη συνείδησή του και την αποκοίμισε, πνίγοντας τη φωνή της με τα ψέματα και το σκοτάδι της επίμονης αμαρτίας, συχνά αποκαλείται ασυνείδητος. Ο Λόγος του Θεού αποκαλεί τέτοιους επίμονους αμαρτωλούς ως ανθρώπους με καυτηριασμένη την συνείδησή τους (Α’ Τιμ. δ΄ 2 ). Η ψυχική τους κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και μπορεί να είναι καταστροφική για την ψυχή.

Όταν κάποιος ακούει τη φωνή της συνείδησής του, βλέπει ότι αυτή η συνείδηση μιλά μέσα του, πρώτα απ’ όλα, ως κριτής, αυστηρός και αδέκαστος, αξιολογώντας όλες τις πράξεις και τις εμπειρίες ενός ανθρώπου. Και συμβαίνει συχνά μια οποιαδήποτε δεδομένη πράξη ενός ανθρώπου, η οποία είναι ευεργετική για ένα άτομο ή έχει προκαλέσει την έγκριση άλλων ανθρώπων, να αποδοκιμάζεται στα βάθη της ψυχής αυτού του ανθρώπου από τη συνείδησή του, της οποίας η φωνή του λέει: «αυτό δεν είναι καλό, αυτό είναι αμαρτία…».

Σε στενή σχέση με αυτό, η συνείδηση στην ανθρώπινη ψυχή λειτουργεί ως νομοθέτης. Όλες εκείνες οι ηθικές απαιτήσεις που στέκονται μπροστά στην ψυχή ενός ανθρώπου με όλες τις συνειδητές του πράξεις (παραδείγματος χάριν: να πράττεις το καλό, να είσαι ειλικρινής, να μη κλέβεις κ.λπ.) είναι ακριβώς οι κανόνες, οι απαιτήσεις και οι νόμοι αυτής της συνείδησης. Και η φωνή της μάς διδάσκει τί να κάνουμε και πώς να μην ενεργούμε. Τέλος, η συνείδηση εξακολουθεί να ενεργεί σε έναν άνθρωπο ως πάροχος ανταμοιβής. Αυτό συμβαίνει όταν, έχοντας ενεργήσει καλά, βιώνουμε γαλήνη και ηρεμία στην ψυχή και αντίστροφα, αφού διαπράξουμε μια αμαρτία, βιώνουμε μομφή και έλεγχο της συνείδησης. Αυτές οι μομφές της συνείδησης μερικές φορές μετατρέπονται σε τρομερή ψυχική οδύνη και αγωνία και είναι δυνατόν να φέρουν ένα πρόσωπο σε απόγνωση ή σε απώλεια της ψυχικής του γαλήνης, εάν δεν αποκαταστήσει την ειρήνη και την ηρεμία στη συνείδησή του, μέσω βαθιάς και ειλικρινούς μετάνοιας… (βλ. τον μονόλογο του άθλιου ιππότη στο «Μπόρις Γκοντούνοφ» του Πούσκιν, καθώς και το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι[2]).

Είναι αυτονόητο ότι ένα πρόσωπο φέρει ηθική ευθύνη μόνο για εκείνες τις ενέργειες που εκτελεί, πρώτον, σε συνειδητή κατάσταση και, δεύτερον, ενεργώντας ελεύθερα κατά την διάπραξη αυτών των πράξεων. Μόνο τότε εφαρμόζεται ηθικός καταλογισμός σε αυτές τις πράξεις και μόνο τότε, όπως λέγεται, καταλογίζεται σε ένα πρόσωπο ενοχή, έπαινος ή καταδίκη. Αντίθετα, τα πρόσωπα που δεν έχουν επίγνωση της φύσης των πράξεών τους (όπως τα νήπια που στερούνται λογικής κ.λπ.) ή όσοι εξαναγκάζονται να τις διαπράξουν παρά τη θέλησή τους, θεωρούνται ακαταλόγιστοι, και δεν ευθύνονται για τις ενέργειες αυτές. Στην εποχή των διωγμών του Χριστιανισμού, οι ειδωλολάτρες βασανιστές έβαζαν θυμίαμα στο χέρι των Μαρτύρων και το κρατούσαν πάνω από τη φωτιά του φλεγόμενου βωμού τους. Οι βασανιστές υπολόγιζαν ότι ο Μάρτυρας δεν θα άντεχε στη φωτιά, θα κουνούσε τα δάχτυλά του (ή θα τραβούσε το χέρι του) και το λιβάνι θα έπεφτε στη φωτιά. Είναι αλήθεια ότι συνήθως οι Ομολογητές της Πίστης ήταν τόσο σταθεροί στο πνεύμα που προτιμούσαν να κάψουν τα δάχτυλά τους, παρά να ρίξουν το θυμίαμα. Αλλά και να το έριχναν, ποιος θα μπορούσε να πει ότι θυσίασαν σε ένα είδωλο;

Είναι αυτονόητο ότι οι μεθυσμένοι δεν μπορούν να θεωρηθούν τρελοί, γιατί άρχισαν να πίνουν σε φυσιολογική και νηφάλια κατάσταση, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες της μέθης. Επομένως, σε ορισμένες πολιτείες της Βόρειας Ευρώπης, ένα άτομο για τη διάπραξη ενός εγκλήματος σε κατάσταση μέθης τιμωρείται διπλά: πρώτον, για τη μέθη και, δεύτερον, για το ίδιο το έγκλημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ηθικός νόμος πρέπει να αναγνωρίζεται ως έμφυτος στους ανθρώπους, δηλαδή ενσωματωμένος στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. Αυτό αποδεικνύεται από την αναμφισβήτητη καθολικότητα των εννοιών της ηθικής στην ανθρωπότητα. Φυσικά, μόνο η ίδια η ηθική ανάγκη, ένα είδος ηθικού ενστίκτου, μπορεί να αναγνωριστεί ως έμφυτη, αλλά όχι γενικές και σαφείς ηθικές έννοιες και ιδέες. Τέτοιες σαφείς ηθικές έννοιες και ιδέες αναπτύσσονται σε έναν άνθρωπο εν μέρει μέσω της ανατροφής και της επιρροής των προηγούμενων γενεών, αλλά κυρίως με βάση το θρησκευτικό συναίσθημα. Ως εκ τούτου, οι αγενείς ειδωλολάτρες έχουν κατώτερα, σκληρότερα και χειρότερα ηθικά πρότυπα από εμάς τους Χριστιανούς, που γνωρίζουμε και πιστεύουμε στον Αληθινό Θεό, Αυτόν που φύτευσε τον ηθικό νόμο στην ανθρώπινη ψυχή και μέσω αυτού του νόμου διέπει όλη την ζωή και την δραστηριότητα του ανθρώπου.

(συνεχίζεται)


[1] Πρωτότυπος τίτλος: «Конспект по нравственному богословию».
[2] Ο Αλεξάντερ Πούσκιν (1799-1937) και ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) θεωρούνται κορυφαίοι εκπρόσωποι της ρωσικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.