A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ (τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)




Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
ΤΟΥ ὅσίου Νικοδήμου ΤΟΥ Ἁγιορείτο Υ


Ἄς  σκεφτοῦμε,  ἀγαπητοί,  ὅτι  τρεῖς  εἶναι  οἱ  σπουδαιότεροι  λόγοι,  πού  μᾶς  παρακινοῦν  –   καλύτερα  μᾶςἀναγκάζουν  –  ν᾿  ἀγαπᾶμε  τό  Θεό.   πρῶτος  εἶναι,  ὅτι   Ἴδιος  μᾶς  προστάζει  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε·   δεύτερος,  ὅτιΑὐτός  εἶναι  ἄξιος  ἀγάπης  περισσότερο  ἀπό  κάθε  ἄλλο·  καί   τρίτος,  ὅτι  Αὐτός  προκαλεῖ  τήν  ἀγάπη  μας  μέ  τήδική  Του  ἀγάπη  καί  μέ  ἀναρίθμητες  εὐεργεσίες.   πρώτη  ἀπ᾿  ὅλες  τίς  ἐντολές  εἶναι:  « Ἀγαπήσεις  Κύριον  τόνΘεόν  σου  ἐν  ὅλη  τῇ  καρδίᾳ  σου  καί  ἐν  ὅλῃ  τῇ  ψυχῇ  σου  καί  ἐν  ὅλῃ  τῇ  διανοίᾳ  σου·  αὕτή  ἐστί  πρώτη  καί  μεγάληἐντολή » 1 .  Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἀποτελεῖ  τό  θεμέλιο  ὅλης  τῆς  χριστιανικῆς  ἠθικῆς  καί  τελειότητος.  Γι᾿  αὐτό  πρέπεινά  ἔχει  τήν  πρώτη  θέση  στήν  καρδιά  τῶν  χριστιανῶν.   ἀγάπη  στόν  πλησίον  καί  κάθε  ἄλλη  ἀρετή  κρέμεταικαί  τρέφεται  ἀπό  τήν  ἀγάπη  στόν  Θεό.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἐναντιώνεται  λιγότερο  ἀπό  τίς  ἄλλες  ἐντολές  στήν  ἐλευθερία  τοῦ  ἀνθρώπου.  Δένμπορεῖ  ποτέ   ἄνθρωπος  νά  ἐκπληρώσει  τήν  ἐντολή  αὐτή,  ἄν  δέν  θελήσει.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἀποτελεῖ  τήν  ψηλότερη  πνευματική  κορυφή,  πού  μπορεῖ  νά  φτάσει   ψυχή.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  δέν  ἔχει  ποτέ  τέλος.  Γι᾿  αὐτό  εἶπε   Ἀπόστολος  Παῦλος,  ὅτι  «νυνί  μένει  πίστις,  ἐλπίς,ἀγάπη,  τά  τρία  ταῦτα·  μείζων  δέ  τούτων   ἀγάπη» 2 .

Ὕστερα  ἀπ᾿  αὐτά,  ἄς  σκεφτοῦμε  πόσο  πρέπει  νά  τιμᾶμε  αὐτή  τήν  ἀρετή  καί  πόση  προθυμία  καίἐπιμέλεια  πρέπει  νά  δείχνουμε  στήν  ἐφαρμογή  της.  Ἀκόμα  κι  ἄν   Θεός  μᾶς  ἀπαγόρευε  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε,ἐμεῖς  θά  ἔπρεπε  ἀκατάπαυστα  νά  Τόν  παρακαλοῦμε,  ζητώντας  Του  νά  μᾶς  ἐπιτρέψει  τήν  ἐκπλήρωσηαὐτῆς  τῆς  ὕψιστης  ἀρετῆς.  Καί  τώρα  μάλιστα,  πού  μᾶς  προστάζει  τόσο  ἔντονα,  εἶναι  δυνατό  νά  μήνὑπακούσουμε  στήν  ἐντολή  Του;

Μά  τί  ἄλλο  θά  μποροῦσαν  ν᾿  ἀποζητήσουν  οἱ  κολασμένοι  στόν  ἅδη,  παρά  τή  θεία  ἀγάπη;  Ἄν  κηρυσσότανστόν  Ἅδη  μιά  τέτοια  ἐντολή,  αὐτή  καί  μόνο  μποροῦσε  νά  μεταβάλει  ἀμέσως  σέ  γλυκιά  θαλπωρή  ἐκείνη  τήβασανιστική  καί  ἄσβεστη  φωτιά  τῆς  κολάσεως.   μεγαλύτερη  δυστυχία  τῶν  κολασμένων  εἶναι  πού  δένἀγάπησαν  τό  Θεό .  Γι᾿  αὐτό  ἀθέτησαν  τίς  ἐντολές  Του.  Καί  στήν  ἄλλη  ζωή  τούς  κολάζει  ἀκριβῶς   ἔλλειψηαὐτῆς  τῆς  ἀγάπης ,  ὅπως  λέει   ἅγιος  Ἰσαάκ   Σύρος :  «Οἱ  ἐν  τῇ  γεέννῃ  κολαζόμενοι,  τῇ  μάστιγι  τῆς  ἀγάπηςμαστίζονται...  Τουτέστιν  ἐκεῖνοι  οἵτινες  ᾐσθήθησαν  ὅτι  εἰς  τήν  ἀγάπην  ἔπταισαν,  μείζονα  τήν  κόλασιν  ἔχουσαπάσης  φοβουμένης  κολάσεως» 3 .  Ὑπάρχει  μεγαλύτερο  ἀπ᾿  αὐτό  τό  θαῦμα  τῆς  συγκαταβάσεως  τοῦ  Θεοῦ,  πού  μᾶςπροστάζει  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε  σά  νά  ἔχει  ἀνάγκη  ἀπό  τήν  ἀγάπη  μας ;  Κι  ἐμεῖς  τόσο  ἀναίσθητοι  εἴμαστε,  πού  δένκαταλαβαίνουμε  τό  μέγεθος  τῆς  εὐεργεσίας;  Ἄς  διαλέξουμε  λοιπόν  ἕν᾿  ἀπό  τά  δυό,  γιατί  ἐνδιάμεση  λύση  δένὑπάρχει:   θά  αἰσθανόμαστε  εὐχάριστα  τή  φλόγα  τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ  καί  ἐδῶ  καί  στόν  Παράδεισο,  ἤθά  καιγόμαστε,  χωρίς  ἐλπίδα  σωτηρίας,  ἀπό  τήν  αἰώνια  φλόγα  τοῦ  ἅδη.  μιά  φλόγα  εἶναι  σωτήρια  καίζωογόνα,   ἄλλη  κολαστήρια  καί  θανατηφόρα.  Ὅμως  καί  οἱ  δυό  φλόγες  ξεπετάγονται  ἀπό  τήν  ἴδια  φωτιά,  τήνἀγάπη  τοῦ  Θεοῦ.  Αὐτή  θά  εὐφραίνει  στόν  παράδεισο  ἐκείνους  πού  τή  φύλαξαν.  Αὐτή  θά  κολάζει  στόν  ἅδηἐκείνους  πού  τήν  ἀθέτησαν.  «Ἐνεργεῖ  γάρ   ἀγάπη  ἐν  τῇ  δυνάμει  αὑτῆς  κατά  διπλοῦν  τρόπον·  τούς  μένἁμαρτωλούς  κολάζουσα...,  τούς  δέ  τετηρηκότας  τά  δέοντα  εὐφραίνουσα  ἐν  αὐτῇ» 4 .  Ἄς  μή  φανοῦμε  λοιπόν  τόσοἀνόητοι,  καί  προτιμήσουμε  τή  θανάσιμη  φλόγα  τοῦ  ἅδη  ἀπό  τή  ζωογονά  φλόγα  τῆς  θείας  ἀγάπης.

 ἀγάπη  μας  στό  Θεό  δέν  πρέπει,  βέβαια,  νά  περιορίζεται  στά  λόγια,  ἀλλά  ν᾿  ἀποδεικνύεται  κι  ἀπό  τάπράγματα.  «Τέκνία  μου,  μή  ἀγαπῶμεν  λόγῳ  μηδέ  τῇ  γλώσσῃ  ἀλλ᾿  ἐν  ἔργῳ  καί  ἀληθείᾳ » 5 ,  παραγγέλλει  ὁἈπόστολος.  Καί  πρέπει  νά  εἶναι  μιά  ἀγάπη  δυνατή  τόσο,  πού  ὅταν  ἔρθει  ἀντιμέτωπη  μέ  ὁποιαδήποτε  ἄλληἀνθρώπινη  ἀγάπη,  νά  τή  νικάει  καί  νά  ἐπικρατεῖ  –  «ὅτι  κραταιά  ὡς  θάνατος  ἀγάπη» 6 .

Ἄς  ντραποῦμε  λοιπόν,  πού  μέχρι  τώρα  προτιμήσαμε  τήν  ἁμαρτία  ἀπό  τό  Θεό.  Ἄς  ἀγαπήσουμε  ἀπότώρα  τόν  Κύριο  μ᾿  ὅλη  μας  τή  δύναμη.  Ἄς  προτιμήσουμε  νά  πεθάνουμε,  παρά  νά  δεχθοῦμε  στήν  καρδιάμας  ἄλλη  φορά  τήν  ἁμαρτία.  Καί  ἐπειδή  μέ  κάθε  τρόπο   Θεός  μᾶς  παρακινεῖ  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε  –  πότε  μέτίς  ὑποσχέσεις  τῶν  ἀγαθῶν  Του  καί  πότε  μέ  τίς  φοβέρες  τῆς  κολάσεως  – ,  ἄς  Τόν  παρακαλέσουμε  νά  μᾶςδυναμώσει,  γιά  νά  φυλᾶμε  πάντα  τήν  ἐντολή  τῆς  ἀγάπης  σ᾿  Ἐκεῖνον,  λέγοντας  μαζί  μέ  τόν  ἱερόΑὐγουστίνο:  «Κελεύεις  σέ  ἀγαπᾶν;  Δός   κελεύεις» 7 .

Ἀξίζει  ν᾿  ἀγαπᾶμε  τό  Θεό  περισσότερο  ἀπό  κάθε  ἄλλο  καλό,  γιατί   Θεός  εἶναι  τό  πλήρωμα  ὅλωντῶν  τελειοτήτων  καί  ὅλων  τῶν  ἀγαθῶν  πού  μπορεῖς  νά  βάλεις  μέ  τό  νοῦ  σου:  τῆς  ὡραιότητος,  τῆςσοφίας,  τῆς  δυνάμεως,  τῆς  ἁγιότητος,  τῆς  μεγαλειότητος,  τῆς  ἀγαθότητος,  τῆς  ἀπειρίας,  τῆς  ζωῆς,  τῆςεἰρήνης,  τῆς  ἀλήθειας,  τῆς  βασιλείας,  τῆς  δικαιοσύνης  καί  τῆς  σωτηρίας.  Καί  πάλι,  ὅλ᾿  αὐτά  δέν  εἶναι  ὁΘεός,  ἀλλά  «τά  περί  τόν  Θεόν».   Θεός  εἶναι  ὕπαρξη  ἄπειρα  ἀνώτερη  ἀπ᾿  ὅλ᾿  αὐτά.  Τό τονίζει ἐπιγραμματικά Ο θεοφόρος  Μάξιμος , γράφοντας:

                           ὁ Θεός νά Τόν βάλουμε στό κέντρο τῆς καρδιᾶς μας ὄχι γι ἄλλο λόγο, ΑΛΛΑ  ΓΙΑ  ΝΑ μᾶς κάνειμετόχους Των ἀγαθῶν Του  πού ἀναφέραμε. Ἄν λοιπόν μέχρι τώρα δέν Τόν ἀγαπήσαμε ὅπως ἔπρεπε, ἄςἀποφασίσουμε νά διορθώσουμε ὅλα τά σφάλματά μας καί νά Τοῦ προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, γιά νάνιώσουμε στή ζωή μας τή γλυκιά θεϊκή Του ἀγάπη. Καί τότε, εἶναι βέβαιο, θά κλάψουμε γιά τό χρόνο πούχάσαμε μακριά ἀπό τό Θεό, καί θά ποῦμε μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο:  «Ὀψέ σε ἠγάπησα, κάλλος οὕτωςἀρχαῖον, ὀψέ σε ἠγάπησα · φεῦ τῷ χρόνῳ ἐκείνῳ ὅτε σε οὐκ ἠγάπων» 9 .

Καί ἐπειδή ὁ Κύριος ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό γιά ν ἀνάψει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τή φωτιά τῆς θείας Του ἀγάπης -  «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη                                         αἰώνιον, ἐπίλαμψον τήν ψυχήν μου, ἵνα σέ νοῇ καί γινώσκῃ καί ἀγαπᾷ · διά τοῦτο γάρ, Κύριε, οὐκ ἀγαπᾷ σε, ὅτι οὐ γινώσκει σε » 11 Ἀπροσμέτρητη ἀγάπη στό Θεό αἰσθανόταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔλεγε:  «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἔν ἐμοί Χριστός · ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ » 12 .

Τό ἴδιο ζοῦσε ΚΑΙ Ο θεοφόρος  Ιγνάτιος , ὅταν ἔγραφε πρός τούς Ρωμαίους:  «Τόν Ἰησοῦν φιλῶ, τόν ὑπέρἐμοῦ παραδοθέντα. Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι? ».  Καί ἀκόμα:  «Ὁ ἐμός ἔρωςἐσταύρωται. Πόμα θέλω τό πόμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος καί αἰώνιος ζωή ».  Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν ἀγαπᾶμε τό Θεό καί Πατέρα μας, ἀφοῦ Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε?  «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτόςπρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» 13 .  ΚΑΙ τό  μεγαλύτερο ΔΕΙΓΜΑ Της Αγάπης Του  ΕΙΝΑΙ, ΟΤΙ  μᾶς ἐλευθέρωσε ΑΠΌ ΤΗΝ κατάρα ΤΟΥ ἅδη ΚΑΙ μᾶς χάρισε ΤΗΝ εὐδαιμονία ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ παραδείσου λυτρωτική θυσία ΤΟΥ Υἱοῦ Του«Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν» 14 .

Κανένα  ἄλλο  πλάσμα   πράγμα,  εἴτε  στόν  οὐρανό  εἴτε  στή  γῆ,  δέν  ἐξαγοράστηκε  μέ  τό  θεῖο  αἷματοῦ  μονογενοῦς  Υἱοῦ  τοῦ  Θεοῦ.  Γιά τήν ἀγάπη τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων δέν χύθηκε οὔτε μία ρανίδαἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

ΓΙΑ  ΤΗΝ αγαπη ΤΗΝ δική μας ὅμως τό ὅλο χύθηκε ΑΙΜΑ Του. Ὕστερ ἀπ αὐτό, πῶς μποροῦμε νά μήν                                 τώρα καί πέρα ὁ Θεός ἄς ἔχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά μας, ὅπως στήνκαρδιά τοῦ Προφήτη:  «Ὁ Θεός τῆς καρδιάς μου καί ἡ μερίς μου ὁ Θεός εἰς τόν αἰῶνα» 15 Ἄς ποῦμε, ​​τέλος, κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο:  «Κύριε, δός μοι καρδίαν διαλογιζομένην τά σά, διάνοιαν ἀγαπῶσάν σε, μνήμηνἀναπολοῦσάν σε, νοῦ σέ νοοῦντα, λόγον ἐχόμενόν σου ἰσχυρῶς τοῦ ἄκρως ἡδέος καί ἀγαπῶντά σε σοφῶς, τήνσοφήν ἀγάπην» 16

-------------------------------------------------- ------------------------------------

1 Ματθ. Κβ: 37-38.

2 Α Κορ. ιγ: 13.
3 Λόγος πδ.
4 Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅ.π.
5 Α Ἰω. Γ: 18.
6 Ἆσμα 8: 18.
7 Εὐχή η ἤ ιθ.
8 Μθ, Α ἑκατ. περί θεολογίας.
9 Εὐχή λ.
10 Λουκ. Ιβ: 49.
11 Εὐχ. ἐρωτ. Α.
12 Γαλ. Β: 20.
13 Α Ἰω. Δ: 19.
14 Ἰω. γ: 16.
15 Ψαλμ. 72: 26.
16 Εὐχή ἐρωτ. α.

(ΑΠΌ  τό  Βιβλίο:  «ΜΑΘΗΤΕΙΑ  ΣΤΟΝ  ΑΓΙΟ  ΝΙΚΟΔΗΜΟ », Ἐκδόσεις:  . Ι  . Μ  Παρακλήτου  Ωρωπός  Αττικής)



Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία,... (Χερουβικός ὓμνος Μεγάλου Σαββάτου)


Κατά τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀντί τοῦ Χερουβικοῦ ὓμνου «Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες ...» ψάλλεται ὁ ἑξῆς συγκλονιστικός ὓμνος:


«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία, καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου, καί μηδέν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω˙ ὁ γάρ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, καί Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καί δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς˙ Προηγοῦνται δέ τούτου, οἱ χοροί τῶν ἀγγέλων, μετά πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας, τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τάς ὂψεις καλύπτοντα καί βοῶντα τόν ὓμνον˙ Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. »

Ἐξαίσια εἶναι ἡ μουσική σύνθεση σέ ἦχο πλάγιο τοῦ α 'τοῦ Ἰακώβου τοῦ Πελοποννησίου († 1800), Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ὁ ὑμνογράφος ξεκινᾶ μέ τήν προστακτική «σιγησάτω», μέ τήν ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὃλους τούς θνητούς («πᾶσα σάρξ βροτεία», βροτός = θνητός) καί ζητεῖ σιγή. Ἀκολουθοῦν δύο ἀκόμα προστακτικές:  «στήτω μετά φόβου καί τρόμου καί μηδέν γήινον ἑαυτῇ λογιζέσθω» . Μέ αὐτές προτρέπει τούς πιστούς νά σταθοῦν ὀρθοί μέ φόβο καί τρόμο γιά τό μέγα γεγονός τό ὁποῖο συντελεῖται καί νά κρατοῦν τόν νοῦ καθαρό ἀπό κάθε γήινη σκέψη καί μέριμνα.

            Ὁ ὑμνωδός «βλέπει» τό φοβερό μυστήριο νά συντελεῖται πρό τῶν ὀφθαλμῶν του: 

! «Ο Βασιλεύς Των βασιλευόντων ΚΑΙ Ο Κύριος Των κυριευόντων προσέρχεται οἰκειοθελῶς ΓΙΑ ΝΑ σφαγιασθεῖ ΚΑΙ ΝΑ δοθεῖ Ως τροφή στούς πιστούς
Προπορεύονται ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙ χοροί Των αγγέλων ΜΕ ΤΗΝ ὁρισμένη Τάξη ΚΑΙ ἐξουσία: Τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ καλύπτοντας ἀπό δέος τά πρόσωπά τους καί ψάλλοντας μέ δυνατή φωνή τόν ὓμνο˙ Ἀλληλούϊα »

            Ὁ ὑμνογράφος προβάλλει μέ τόν τρόπο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου καί δημιουργεῖ στήν ψυχή μας τήν εὐλαβεία καί τό δέος πού καί ὁ ἲδιος αἰσθάνεται κατά τήν ἱερή στιγμή πού ὁ ἱερέας ἑτοιμάζεται γιά τήν Μεγάλη Εἲσοδο.

            Ὁ ὓμνος αὐτός ἀπαντᾶται ὡς Χερουβικός ὓμνος στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.

            Ἡ ἑλληνική γλώσσα μέ τήν πολυμορφία, τήν πλαστικότητα καί τόν πλοῦτο της δίνει στόν δημιουργό τοῦ ὓμνου τήν δυνατότητα νά ἀποτυπώνει καί νά ἐκφράζει τόσο τήν δική ψυχή του ὃσο καί τῶν προσευχομένων πιστῶν.

--------------------------------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Τριώδιον, Ἐκδόσεις «ΦΩΣ», Ἀθῆναι 1983, σελ. 500.


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ (1797-1864), ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ





«Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα’ νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάνουν»

Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».

Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».

Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.

Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.

Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.
Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.

Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. 
Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. 

Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.

Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας 
λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.

Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.

Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».

Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς,
ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.

Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: 
«Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω». 

Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, 
«τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους.

Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.

Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!

Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.
Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες! 

Πηγή: https://sites.google.com/site/orthodoxy1054/

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΗΡΥΓΜΑ


Των Ὑψηλάντηδων τ’ ἀρχοντικό, στὸ Κισνόβι τῆς Ρωσίας,
δεκάξη τοῦ Φλεβάρη 1821.


Γύρω στὸ τραπέζι, ἀπ’ τὰ πέντε ἀδέρφια οἱ τέσσερες, Ἀλέξανδρος, Δημήτρης, Νικόλας καὶ Γιώργης· κι ἀντικρύ τους οἱ δυὸ γραμματικοί, Λασσάνης καὶ Τυπάλδος,  γράφουν τὴν προκήρυξη. Ἡ ἀπόφαση πιὰ ἡ τρανὴ εἶναι παρμένη. Μένει νὰ δοθῆ τὸ σύνθημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων τὸ σάλπισμα ν’ ἀντιλαλήση κι ἀπὸ  τὰ θεμέλια της νὰ σείση τὴν Τουρκιά.

Μέσα στὴν ἐπίσημη σιωπή, τοῦ Ἀλέξανδρου ἡ φωνὴ ἀργὴ καὶ γαλήνια χύνεται τριγύρω:

Ναί, ἀδέρφια, λέει, ὅλα τὰ προσφέρομε θυσία πατριωτική, καὶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια, ποὺ ἡ Ὀθωμανικὴ Κυβέρνηση, κατὰ τὴ συνθήκη, θὰ μᾶς πληρώση τὸν ἐρχόμενο  Μάη. Δὲν μποροῦμε νὰ περιμένωμε! Ἡ ἑταιρία ἀνακαλύφτηκε! Ἂς προσφέρωμε καὶ τὰ κτήματά μας στὴ Βλαχία· ἀξίζουν ἕξη ἑκατομμύρια. Καὶ τοὺς μισθοὺς ποὺ παίρνομε  ἀπὸ τὴ Ρωσία. Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θὰ ἐκτελέσωμε


oikogeneia ipsilanti



τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθανε ἀπ’ αὐτά. Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα. Διάβασε, Λασσάνη, τὴν προκήρυξη.

Διαβάστηκε ἡ προκήρυξη καὶ γίνηκε δεχτὴ μὲ μιὰ καρδιά.

Εἶναι καὶ κάποια ἄλλη θυσία, εἶπε ὁ μονόχερος Ἀλέξανδρος.

Σηκώθηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο, πέρασε ἀπ’ ἄλλον καὶ μπῆκε ἴσια στῆς μητέρας του.
Τὴ βρῆκε μὲ τὸ πιὸ μικρὸ ἀδέρφι, τὸ Γρηγόρη, δεκατεσσάρων χρονῶν ἀγόρι, καθισμένο στὸ πλάϊ της.

Ἀφοῦ προσκύνησε τὰ πολυσέβαστα γεράματα τῆς μάνας, τῆς τρανῆς Ἀρχόντισσας, τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔσυρε σιγὰ στὸ θἀλαμο, ποὺ βρίσκονταν τ’ ἀδέρφια του.

Μητέρα, εἶπε, ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας μπορεῖ ν’ἀπαιτήση καὶ τὴ θυσία τοῦ κτήματος ποὺ ἔχομε στὴν Κοζνίτσα. Μᾶς δίνει πενήντα τέσσερες χιλιάδες ρούβλια τὸ χρόνο.

Χαρίζεις  αὐτὸ τὸ κτῆμα, μητέρα, στὴν Πατρίδα;


ipsilantis mitera


Ἡ Ἀρχόντισσα Ὑψηλάντισσα ἀναδάκρυσε γλυκά.
Παιδιά μου, εἶπε, ἐγὼ χαρίζω ἐσᾶς, τὰ φίλτατά μου, καὶ θὰ λυπηθῶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια ρούβλια;

Μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἦταν κι ἡ προκήρυξη τελειωμένη. Ὑπόγραψε κι ὁ γιός :

Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης.


Γιάννης Βλαχογιάννης

Πηγή Αναγνωστικό ΣΤ 1952