Θαυμαστὸ
Σημεῖο
Μία
Ἀπάντησις ἐξ Οὐρανοῦ σὲ κατάλληλη
στιγμὴ
ΤΗΝ Δευτέρα, 18.11/1.12.2014, ἡ Σορὸς τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Κωνσταντίνου (Ἐσσένσκυ) τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἐτέθη σὲ νέο φέρετρο, μετὰ τὴν πρόσφατη ἐκταφή του, προκειμένου νὰ ἀποτεθῆ σὲ νέο μνῆμα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὸ Τζόρντανβιλ Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α..
Πρὸ τῆς ἐκ νέου ταφῆς, τονίσθηκαν τὰ χαρίσματα καὶ οἱ ἀρετὲς τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιερέως, καὶ ἐκφράσθηκε ἡ ἐλπίδα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ συμπεριληφθῆ καὶ ἐπίσημα στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων.
Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, μετὰ τὴν δύσφημη Ἕνωσί της τὸν Μάϊο τοῦ 2007 μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, καὶ δι’ αὐτοῦ μὲ τὴν λεγομένη ἐπίσημη ὀρθοδοξία, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν ζῶσα Παράδοσι τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν της, οἱ Ὁποῖοι ἀπετέλεσαν Στύλους Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας καὶ Ἀρετῆς στὴν σύγχρονη ἐποχή.
Μετὰ τὸν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς (+ 1966), μὲ τὸ Ἄφθαρτο Σκήνωμά του, ἀκολούθησε ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος (+1985), ὁ ὁποῖος κατέλιπε ἐπίσης Ἄφθαρτο Σκήνωμα, ὅπως πιστοποιήθηκε τὸ 1998, ἀλλὰ τέθηκε καὶ πάλι σὲ μνῆμα καὶ μέχρι σήμερα δὲν ἔγινε Ἀνακομιδή του. Τώρα, καὶ ὁ μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἀνευρίσκεται ὡς τρίτος Ἱεράρχης τῆς ἰδίας αὐτῆς μαρτυρικῆς καὶ ὁμολογητρίας Ἐκκλησίας μὲ Ἄφθαρτο Λείψανο, καταδεικνύων τὴν ἰδιαίτερη θεία εὐλογία ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας Αὐτῆς, ἡ Ὁποία ἀπετέλεσε ἐν πολλοῖς κυματοθραύστη τῆς Οἰκουμενιστικῆς Ἀποστασίας κατὰ τὴν τελευταία ἰδίως 50ετία.
***
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος φανερώθηκε ὡς θεία Ἀπάντησι τὴν ἑπομένη μόλις ἡμέρα ἀπὸ ὅσα οἰκτρὰ καὶ προδοτικὰ συνέβησαν στὸ Φανάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως μεταξὺ Οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου. Ἐγράφησαν καὶ γράφονται πολλὰ ἀπὸ πολλούς, γιὰ τὴν παρανομία καὶ παράβασι ποὺ ἐπιτελέσθηκε, γιὰ τὴν βεβήλωσι, τὴν ἔκπτωσι καὶ τὴν ἀνατροπὴ παντὸς ἀγαθοῦ, ἀπὸ ὅσα ἔλαβαν χώρα καὶ ἰδίως ἀπὸ τὸν λατρευτικὸ οἰκουμενιστικὸ συγχρωτισμό τους καὶ ὅσα διακηρύχθηκαν καὶ δηλώθηκαν ἀπὸ ἀμφοτέρους καὶ ἀπὸ κοινοῦ. Πάρα ταῦτα, λίγοι φαίνεται νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ ἀποδέχονται τὴν κριτικὴ θεώρησι, ἐνῶ οἱ πολλοὶ ἐπιχαίρουν στὴν Ἀποστασία. Ἀκόμη δὲ ὀλιγότεροι εἶναι ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς ἀκοινωνήτους Οἰκουμενιστάς, γιὰ νὰ μὴ ὑποπέσουν στὸ αὐτὸ ἔγκλημα καὶ στὸ αὐτὸ κρῖμα καὶ κατάκριμα. Τέλος, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἀντιλαμβάνονται τὴν σαφέστατη ἔκπτωσι τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα νὰ πείσουν περὶ τῆς φρικτῆς πλάνης, ὅτι ἡ ἀποφυγὴ κοινωνίας μαζί τους εἶναι ἀνεπίτρεπτη, διότι δῆθεν ὁδηγεῖ σὲ ἔξοδο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ!
Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θλιβερᾶς ἐν γένει καταστάσεως, ἔρχονται οἱ σύγχρονοι Ἱεροὶ Ὁμολογητὲς καὶ ἀποδεικνύουν μὲ τὴν μαρτυρία καὶ πρακτική τους, ποὺ ὁ Θεὸς σφραγίζει μὲ τὴν Ἀφθαρσία τῶν Λειψάνων τους, τὴν βεβαίωσι τῆς Ἀληθείας ὅτι ἡ ἔξοδος, καὶ ὄχι μόνον ἡ καταγγελία, ἀπὸ τὴν σύναξι τῶν πονηρευομένων περὶ τὴν Πίστιν, ὄχι μόνον δὲν ἀποστερεῖ τὸν Ἁγιασμὸ καὶ τὴν Σωτηρία, ἀλλὰ ἐφελκύει πλουσιοπαρόχως τὴν θεία Εὐλογία καὶ Χάρι!
Ὡς
γνωστόν, ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς
Διασπορᾶς, ἐπὶ Ἁγίου Μητροπολίτου
Φιλαρέτου, ὡμολόγησε τὴν καλὴν
Ὁμολογίαν κατὰ
τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν
ὁποίαν τελικῶς καὶ ἀναθεμάτισε τὸ
θέρος τοῦ 1983.
***
Ὅμως, ποιός εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος καὶ ποιό εἶναι τὸ μήνυμά του;
Ὁ κατὰ κόσμον Ἐμμανουὴλ Ἐσσένσκυ γεννήθηκε στὴν Ἁγία Πετρούπολι τῆς Ρωσίας τὸ 1907. Ὁ πατέρας του Μαυρίκιος, καταγώμενος ἀπὸ τὴν Λατβία, ἀνῆκε στὴν Βασιλικὴ Αὐλή, ἡ δὲ μητέρα του Μάρθα ἦταν γεωργιανικῆς καταγωγῆς. Ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, καὶ ἰδίως ἀπὸ τὴν εὐλαβῆ μητέρα του, διδάχθηκε τὰ ἀγαθὰ σπέρματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Θεία Λατρεία Του, τὸν πόθο γιὰ τὴν μίμησι τῶν Ἁγίων διὰ πράξεως καὶ ἀρετῆς.
Μετὰ τὴν Κομμουνιστικὴ
Ἐπανάστασι, ἡ οἰκογένειά του μετακόμισε
στὴν Λατβία τὸ 1918, ὅμως ὁ πατέρας του
συνελήφθη καὶ ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τοὺς
Μπολσεβίκους, ἡ δὲ μητέρα του στὸ
ἄκουσμα τῆς φοβερῆς αὐτῆς εἰδήσεως
ἔπαθε καρδιακὴ προσβολὴ καὶ ἀπεβίωσε
πάραυτα! Ἔτσι, ὁ Ἐμμανουὴλ ἔμεινε
ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του
σὲ ἡλικία μόλις 11 ἐτῶν.
Τελείωσε τὸ Σχολεῖο καὶ σπούδασε Φαρμακευτική. Ἐπίσης, φύσις καλλιτεχνικὴ καὶ εὐαίσθητη, διδάχθηκε τὴν παραδοσιακὴ ἐκκλησιαστικὴ Ἁγιογραφία ἀπὸ ἐμπείρους διδασκάλους, καὶ εἶχε ἰδιαίτερο χάρισμα στὴν ξυλογλυπτικὴ καὶ διακοσμητική.
Ἀργότερα, τὸ 1930, σπούδασε Θεολογία στὴν Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει, καὶ τὸ 1932 χειροτονήθηκε ἄγαμος Κληρικὸς καὶ ὑπηρέτησε σὲ Ἐνορίες στὴν Γερμανία (Λειψία, Βερολῖνο κ.ἀ.).
Τὸ 1938 προσεχώρησε στὴν παραδοσιακὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς, ἀντιστρατευόμενος στὸν ἀνερχόμενο Οἰκουμενισμὸ καὶ γενικὰ τὸν μοντερνισμὸ τῶν ἄλλων Καινοτόμων Δικαιοδοσιῶν, καὶ παρακολούθησε τὴν Β’ Σύνοδο Πανδιασπορᾶς στὸ Σρέμσκυ Κάρλοβτσυ τῆς Γιουγκοσλαβίας τὸ 1938· κατ’ αὐτήν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς διακρίβωσε τὴν ἀσυμφωνία καὶ ἀσυμβατότητά της ἔναντι τῶν πειρασμῶν τῆς Καινομίας καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἔπλητταν τὶς λοιπὲς τοπικὲς Ἐκκλησίες.
Ὁ ἀκόμη τότε π. Ἐμμανουὴλ Ἐσσένσκυ σπούδασε ἰατρικὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀλλὰ ἡ μὴ καλὴ κατάστασι τῆς ὑγείας του τὸν ἀνάγκασε νὰ μεταναστεύση στὶς Η.Π.Α. τὸ 1949.
Ἀρχικὰ συνέδραμε στὴν ἵδρυσι τῆς Ἐνορίας τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου στὴν Οὐάσινγκτων, καὶ ἐκεῖ ἦταν ποὺ γνωρίσθηκε καλύτερα μὲ τὸν χαρισματικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, μὲ τὸν ὁποῖον συνεργάσθηκε σὲ πολλὰ θέματα. Ἦσαν ὁμόψυχοι καὶ ὁμογνώμονες.
Ἀργότερα, ὁ π. Ἐμμανουὴλ ὑπηρέτησε ὡς Ἐφημέριος στὸ Τρέντον τῆς Νέας Ὑερσέης καὶ τελικὰ στὴν Ἐνορία τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου στὸ Γκλέντον Κόουβ τῆς Νέας Ὑόρκης· ἐκεῖ, ἕνα γκαρὰζ τὸ μετέτρεψε καὶ διακόσμησε σὲ μία θαυμάσια Ἐκκλησία.
Ἦταν καὶ παρέμενε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, καλὸς καὶ διακριτικὸς Ποιμένας, ἄριστος Λειτουργός, μὲ ἀγάπη καὶ κατανόησι, σοβαρὸς καὶ παραδοσιακός, ἐργατικὸς καὶ προσευχητικός, κατανυκτικός, μὲ χάρισμα δακρύων, καὶ ἰδιαίτερα χαρισματικὸς Ἐξομολόγος.
Ὅλα αὐτὰ ἐκίνησαν τὴν προσοχὴ τῆς Ἀρχιερατικῆς Συνόδου καὶ τὸ 1967, ὁ π. Ἐμμανουὴλ ἔλαβε τὴν Μοναχικὴ Κουρὰ ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀβέρκιο στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Τζόρντανβιλ, μὲ τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος, καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἀπενεμήθη τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.
Στὶς 25.11/10.12.1967 χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο καὶ ἄλλους Ἀρχιερεῖς τῆς Συνόδου Ἐπίσκοπος Βρισβάνης καὶ ἐστάλη στὴν Αὐστραλία. Ἐκεῖ, διακόνησε ὑποδειγματικά, ἀλλὰ ἠγέρθησαν δυσκολίες τόσο ἀπὸ μία ἀριστερὴ κομματικὴ φατρία, ἡ ὁποία τὸν πολέμησε, ὅσο καὶ ἀπὸ περίπλοκες δικαστικὲς ὑποθέσεις σχετικὰ μὲ Ναούς.
Ὡς Ἐπίσκοπος Βρισβάνης, ὁ Θεοφιλ. Κωνσταντῖνος ἔλαβε μέρος, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1971 στὴν Μονὴ Μεταμορφώσεως Βοστώνης, στὶς χειροθεσίες τῶν Ἀρχιερέων Κορινθίας Καλλίστου καὶ Κιτίου Ἐπιφανίου, τῆς Συνόδου τῶν «Ματθαιϊκῶν» τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μετέβησαν στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο, γιὰ τακτοποίησι τῆς ἀντικανονικότητος τῆς ἐξ ἑνὸς χειροτονίας τους. Ἡ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς εἶχε ἤδη τότε πρὸ δύο ἐτῶν, τὸ 1969, ἀναγνωρίσει ἐπισήμως τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐξέντιο, ὡς Ἀδελφὴ Ἐκκλησία ἐν κοινωνίᾳ. Κατέβαλε ἐπίσης προσπάθεια γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀκολούθων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἦταν ὑποστηρικτὴς τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐπιθυμοῦσε τὴν καλύτερη ὀργάνωσι, ἑνότητα καὶ πρόοδό τους.
Ὅλα αὐτὰ ἐνέχουν ἰδιαίτερη σημασία, ἐν ὄψει τῶν συνεχῶν κατηγοριῶν ἐναντίον μας τόσο ἀπὸ τοὺς δυσσεβεῖς Οἰκουμενιστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ποικίλους Νεοημερολογῖτες Ἀντι-οικουμενιστές· αὐτοί, ὅταν πρόκειται νὰ πλήξουν τὴν νόμιμη καὶ θεάρεστη μαρτυρία μας καὶ τὴν κανονικὴ Ἱερωσύνη μας, λησμονοῦν τὶς διαφορές τους καὶ ἀμέσως συνενώνονται, σὰν τὸν Πιλάτο καὶ τὸν Ἡρώδη κατὰ τὸ θεῖον Πάθος, γιὰ νὰ ἐξαπολύσουν ἐναντίον μας τοὺς κακεντρεχεῖς μύδρους τους. Ἄς γνωρίζουν ὅμως, ὅτι ἔχουμε χάριτι Θεοῦ τὴν εὐλογία καὶ ἐπιδοκιμασία συγχρόνων Ἁγίων ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ περιοπῆς Ἰωάννου Μαξίμοβιτς, Φιλαρέτου καὶ Κωνσταντίνου, μὲ θεία Βεβαίωσι τῶν Ἀφθάρτων Λειψάνων τους, καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία -ἐκ περισσοῦ- σαφῆ καὶ ἁπτῆ ἀπόδειξι περὶ τοῦ δικαίου Ἀγῶνος μας καὶ τοῦ ἀπροσβλήτου τῆς Ἱερωσύνης μας!...
Ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἀπαλλαγεὶς τῶν καθηκόντων του ἀπὸ τὴν Αὐστραλία, βρέθηκε τὸ 1977 στὶς Η.Π.Α., καὶ τελικὰ τοποθετήθηκε ὡς Ἐπίσκοπος Βοστώνης τὸ 1978 ἀπὸ τὴν Σύνοδό του. Διέμεινε ἐπὶ τριετίαν (1978-1980) στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως Βοστώνης, ὅπου πιστοποιήθηκε ἡ προσευχητικότητά του καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Θεία Λατρεία, ἀλλὰ προέκυψε πρόβλημα ἀσυμφωνίας σὲ διάφορα πρακτικὰ ζητήματα.
Τὸ 1981 ὁ Θεοφιλ. Κωνσταντῖνος τοποθετήθηκε στὴν Ἐπισκοπὴ Ρίτσμοντ καὶ Βρετανίας, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1985.
Τὸ 1983 ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας στὸ Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο, καὶ ὑπέγραψε σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸν περίφημο Ἀναθεματισμὸ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος μὲ τὴν ὀρθὴ δογματικὴ συνείδησί του, δὲν ἔπαυε νὰ καλλιεργῆ τὶς ἀρετές, νὰ εἶναι ἐξυπηρετικὸς καὶ βοηθητικὸς ὅσων εἶχαν τὴν ἀνάγκη του, νὰ ἐπιτελῆ τὴν Θεία Λατρεία μὲ ἀπαράμιλλο ζῆλο καὶ νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ Ποιμνίου του, παρὰ τὶς ἀντιξοότητες ποὺ καὶ πάλι ἀνεφύησαν, ἕνεκα ἀδυναμιῶν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν προβλημάτων τῆς εὔθραστης ὑγείας του. Ἔπασχε ἀπὸ ἀναιμία, καρδιολογικὰ προβλήματα καὶ ὀστεοπόρωσι.
Ἔτσι ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθῆ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δρᾶσι, συμπληρώσας 80 περίπου ἔτη ζωῆς, θεωρήθηκε σχολάζων Ἐπίσκοπος, καὶ ἀποσύρθηκε στὸ Ἐρημητήριο τῆς Παναγίας τοῦ Κοὺρσκ στὸ Μάχοπακ τῆς Νέας Ὑόρκης κατὰ τὴν πενταετία 1986-1991. Ὅμως, τὸ βαρὺ κλῖμα τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἐπιβάρυνε τὴν ὑγεία του καὶ ἔπρεπε νὰ ἀναζητήση ἕτερο τόπο κατοικίας.
Τὸ 1991 ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ Μπλάνκο τοῦ Τέξας, ὅπου ἔζησε μέχρι τὴν μακαρία Κοίμησί του τὰ πιὸ εὐχάριστα ἔτη τῆς μακρᾶς ζωῆς του.
Ἐκεῖ ζοῦσε ἁπλὰ καὶ ταπεινά, ὡς Μοναχός, ἔτρωγε καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα, προσευχόταν στὸν Ναὸ καὶ στὸ κελλί του, ἔκανε τὸν Κανόνα του μὲ ἑκατοντάδες μετάνοιες, ἀγρυπνοῦσε στὴν προσευχὴ γιὰ ὅλη τὴν Ἀδελφότητα καὶ τὸν κόσμο, καὶ κυριολεκτικὰ βυθιζόταν στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ὁποίαν ὑπεραγαποῦσε καὶ ἀσκοῦσε ἐκ νεότητος αὐτοῦ. Ἐπεδείκνυε μεγάλη εὐγένεια καὶ ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ ἰδίως στὰ μικρὰ παιδιά, καὶ βοηθοῦσε τοὺς προσκυνητὲς πνευματικά. Τὸ χάρισμα τῆς κατανύξεως καὶ τῶν δακρύων του αὐξήθηκε, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοινωνήση, ἦταν θαυμαστὴ καὶ ἐκπληκτικὴ ἡ εὐλάβεια καὶ ὁ κατὰ Θεὸν φόβος του: ἔτρεμε σύγκορμος καὶ τὰ ἀσυγκράτητα καὶ ἄφθονα δάκρυά του πότιζαν τὸ ἔδαφος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος!...
Τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, τὸν Μάϊο τοῦ 1996, ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώθηκε ἀπὸ ἕνα ἀτύχημα ποὺ εἶχε, καὶ παρουσίασε πνευμονία. Δὲν θέλησε νὰ παραμείνη σὲ νοσοκομεῖο. Πλησίαζε ἤδη τὰ 90!...
Στὶς 10/23 Μαΐου, τῆς Ἀναλήψεως,
κοινώνησε μὲ ὑπερβολικὴ εὐλάβεια,
τρέμων καὶ χέων κρουνηδὸν τὰ δάκρυα,
καὶ τότε ὅλοι στὸ Ἅγιο Βῆμα ἀντίκρυσαν
μὲ θαυμασμὸ καὶ κατάπληξι ἕνα θεῖο
Φῶς, σὰν νὰ ἐξήρχετο ἀπὸ μέσα του, νὰ
τὸν περιβάλλη! Τοῦτο συνέβη καὶ ὅσες
ἀκόμη φορὲς κοινώνησε τὰ θεῖα Μυστήρια
μέχρι τὴν ὁσιακὴ Κοίμησί του, στὶς
18/31.5.1996.
Ἡ Σορός του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὸν Ναὸ τῆς Μονῆς, χωρὶς κάποια ταρύχευσι, σὲ θερμὸ καὶ ὑγρὸ κλῖμα, καὶ διετηρεῖτο εὔκαμπτος καὶ μαλακός, καὶ μάλιστα τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἄρχισε νὰ ἀναδίδη μία γλυκειὰ εὐωδία γύρω του, αἰσθητὴ σὲ ὅσους πλησίαζαν γιὰ νὰ τὸν ἀσπασθοῦν!
Τὴν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 21.5, Ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης (ὀνομαστικὴ Ἑορτὴ τοῦ ἐκλιπόντος), τελέσθηκε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Μανχάτταν Ἱλαρίωνα, τὸν ἡμέτερο Ἀρχιερέα Σεβασμ. Ἔτνα κ. Χρυσόστομο καὶ ἄλλους Κληρικούς. Ἦταν σὰν μία Ἑορτὴ καὶ ἕνας θρίαμβος Πίστεως! Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱλαρίων κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ κηρύγματός του ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα καὶ ὁ Σεβασμ. Ἔτνα Χρυσόστομος ὡμολόγησε, ὅτι ἔλαβε μέρος ἀναμφίβολα σὲ κηδεία ἑνὸς Ἁγίου!
Ὁ μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἐτάφη στὴν Μονὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία τὰ ἑπόμενα ἔτη, ἐξ αἰτίας διαφόρων δυσαρέστων συμβάντων τελικὰ ἔπαυσε νὰ λειτουργῆ. Ὁ χῶρος ὅπου ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος εἶχε ταφῆ πλημμύρισε καὶ ὁ τάφος του βρισκόταν μέσα στὸ νερὸ καὶ στὴν ὑγρασία ἐπὶ πολλὰ χρόνια.
Γι’ αὐτό, κατὰ τὴν πρόσφατη ἐκταφή, ἐνῶ τὸ φέρετρό του, ὅπως καὶ τὰ ἄμφιά του, εἶχαν φθαρῆ ἐντελῶς, ἡ διατήρησις ἀφθάρτου τοῦ Σκηνώματός του θεωρήθηκε ὅτι εἶναι καθαρὰ ἔργον θείας δυνάμεως καὶ ἐνεργείας!
Αὐτὸς ὁ μακάριος, μὲ τὴν Ὁμολογία του καὶ τὴν ἔκδηλη Ἀρετή του, κατέστη Σκεῦος δεκτικὸν τοῦ Θείου Παρακλήτου, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐξαγίασε τόσο, ὥστε νὰ νικήση τὴν φυσικὴ φθορά. Ἐφ’ ὅσον νίκησε, χάριτι θείᾳ, τὴν φθορὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας, μᾶς δείχνει τὴν Ὁδὸ καὶ μᾶς προσκαλεῖ σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ τύχουμε θείου Ἐλέους.
Ἡ θαυμαστὴ συγκυρία ἀποκαλύψεως τοῦ ἀφθάρτου ἱεροῦ Λειψάνου τὴν ἄλλη κιόλας ἡμέρα τῶν ἀσποστατικῶν ἐκτρόπων τοῦ Φαναρίου, ἀποτελεῖ ὅπως τονίσαμε στὴν ἀρχὴ μία ὄντως Ἀπάντησιν Θεοῦ ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς πιὸ δυσπίστους καὶ βραδύνοας, περὶ τοῦ ποῦ ἀναπαύεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἡ Ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία, εἶναι καὶ παραμένει θεῖον Κατοικητήριον καὶ Ἐργαστήριον Ἁγιότητος.
Ὁ ἱερὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος μᾶς δίδει μεγάλη παρηγορία καὶ εὐλογία καὶ εἴθε ἡ εὐχή του καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς στηρίζουν καὶ ὁδηγοῦν!
Τελείωσε τὸ Σχολεῖο καὶ σπούδασε Φαρμακευτική. Ἐπίσης, φύσις καλλιτεχνικὴ καὶ εὐαίσθητη, διδάχθηκε τὴν παραδοσιακὴ ἐκκλησιαστικὴ Ἁγιογραφία ἀπὸ ἐμπείρους διδασκάλους, καὶ εἶχε ἰδιαίτερο χάρισμα στὴν ξυλογλυπτικὴ καὶ διακοσμητική.
Ἀργότερα, τὸ 1930, σπούδασε Θεολογία στὴν Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει, καὶ τὸ 1932 χειροτονήθηκε ἄγαμος Κληρικὸς καὶ ὑπηρέτησε σὲ Ἐνορίες στὴν Γερμανία (Λειψία, Βερολῖνο κ.ἀ.).
Τὸ 1938 προσεχώρησε στὴν παραδοσιακὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς, ἀντιστρατευόμενος στὸν ἀνερχόμενο Οἰκουμενισμὸ καὶ γενικὰ τὸν μοντερνισμὸ τῶν ἄλλων Καινοτόμων Δικαιοδοσιῶν, καὶ παρακολούθησε τὴν Β’ Σύνοδο Πανδιασπορᾶς στὸ Σρέμσκυ Κάρλοβτσυ τῆς Γιουγκοσλαβίας τὸ 1938· κατ’ αὐτήν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς διακρίβωσε τὴν ἀσυμφωνία καὶ ἀσυμβατότητά της ἔναντι τῶν πειρασμῶν τῆς Καινομίας καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἔπλητταν τὶς λοιπὲς τοπικὲς Ἐκκλησίες.
Ὁ ἀκόμη τότε π. Ἐμμανουὴλ Ἐσσένσκυ σπούδασε ἰατρικὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀλλὰ ἡ μὴ καλὴ κατάστασι τῆς ὑγείας του τὸν ἀνάγκασε νὰ μεταναστεύση στὶς Η.Π.Α. τὸ 1949.
Ἀρχικὰ συνέδραμε στὴν ἵδρυσι τῆς Ἐνορίας τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου στὴν Οὐάσινγκτων, καὶ ἐκεῖ ἦταν ποὺ γνωρίσθηκε καλύτερα μὲ τὸν χαρισματικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, μὲ τὸν ὁποῖον συνεργάσθηκε σὲ πολλὰ θέματα. Ἦσαν ὁμόψυχοι καὶ ὁμογνώμονες.
Ἀργότερα, ὁ π. Ἐμμανουὴλ ὑπηρέτησε ὡς Ἐφημέριος στὸ Τρέντον τῆς Νέας Ὑερσέης καὶ τελικὰ στὴν Ἐνορία τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου στὸ Γκλέντον Κόουβ τῆς Νέας Ὑόρκης· ἐκεῖ, ἕνα γκαρὰζ τὸ μετέτρεψε καὶ διακόσμησε σὲ μία θαυμάσια Ἐκκλησία.
Ἦταν καὶ παρέμενε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, καλὸς καὶ διακριτικὸς Ποιμένας, ἄριστος Λειτουργός, μὲ ἀγάπη καὶ κατανόησι, σοβαρὸς καὶ παραδοσιακός, ἐργατικὸς καὶ προσευχητικός, κατανυκτικός, μὲ χάρισμα δακρύων, καὶ ἰδιαίτερα χαρισματικὸς Ἐξομολόγος.
Ὅλα αὐτὰ ἐκίνησαν τὴν προσοχὴ τῆς Ἀρχιερατικῆς Συνόδου καὶ τὸ 1967, ὁ π. Ἐμμανουὴλ ἔλαβε τὴν Μοναχικὴ Κουρὰ ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀβέρκιο στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Τζόρντανβιλ, μὲ τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος, καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἀπενεμήθη τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.
Στὶς 25.11/10.12.1967 χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο καὶ ἄλλους Ἀρχιερεῖς τῆς Συνόδου Ἐπίσκοπος Βρισβάνης καὶ ἐστάλη στὴν Αὐστραλία. Ἐκεῖ, διακόνησε ὑποδειγματικά, ἀλλὰ ἠγέρθησαν δυσκολίες τόσο ἀπὸ μία ἀριστερὴ κομματικὴ φατρία, ἡ ὁποία τὸν πολέμησε, ὅσο καὶ ἀπὸ περίπλοκες δικαστικὲς ὑποθέσεις σχετικὰ μὲ Ναούς.
***
Ὡς Ἐπίσκοπος Βρισβάνης, ὁ Θεοφιλ. Κωνσταντῖνος ἔλαβε μέρος, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1971 στὴν Μονὴ Μεταμορφώσεως Βοστώνης, στὶς χειροθεσίες τῶν Ἀρχιερέων Κορινθίας Καλλίστου καὶ Κιτίου Ἐπιφανίου, τῆς Συνόδου τῶν «Ματθαιϊκῶν» τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μετέβησαν στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο, γιὰ τακτοποίησι τῆς ἀντικανονικότητος τῆς ἐξ ἑνὸς χειροτονίας τους. Ἡ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς εἶχε ἤδη τότε πρὸ δύο ἐτῶν, τὸ 1969, ἀναγνωρίσει ἐπισήμως τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐξέντιο, ὡς Ἀδελφὴ Ἐκκλησία ἐν κοινωνίᾳ. Κατέβαλε ἐπίσης προσπάθεια γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀκολούθων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἦταν ὑποστηρικτὴς τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐπιθυμοῦσε τὴν καλύτερη ὀργάνωσι, ἑνότητα καὶ πρόοδό τους.
Ὅλα αὐτὰ ἐνέχουν ἰδιαίτερη σημασία, ἐν ὄψει τῶν συνεχῶν κατηγοριῶν ἐναντίον μας τόσο ἀπὸ τοὺς δυσσεβεῖς Οἰκουμενιστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ποικίλους Νεοημερολογῖτες Ἀντι-οικουμενιστές· αὐτοί, ὅταν πρόκειται νὰ πλήξουν τὴν νόμιμη καὶ θεάρεστη μαρτυρία μας καὶ τὴν κανονικὴ Ἱερωσύνη μας, λησμονοῦν τὶς διαφορές τους καὶ ἀμέσως συνενώνονται, σὰν τὸν Πιλάτο καὶ τὸν Ἡρώδη κατὰ τὸ θεῖον Πάθος, γιὰ νὰ ἐξαπολύσουν ἐναντίον μας τοὺς κακεντρεχεῖς μύδρους τους. Ἄς γνωρίζουν ὅμως, ὅτι ἔχουμε χάριτι Θεοῦ τὴν εὐλογία καὶ ἐπιδοκιμασία συγχρόνων Ἁγίων ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ περιοπῆς Ἰωάννου Μαξίμοβιτς, Φιλαρέτου καὶ Κωνσταντίνου, μὲ θεία Βεβαίωσι τῶν Ἀφθάρτων Λειψάνων τους, καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία -ἐκ περισσοῦ- σαφῆ καὶ ἁπτῆ ἀπόδειξι περὶ τοῦ δικαίου Ἀγῶνος μας καὶ τοῦ ἀπροσβλήτου τῆς Ἱερωσύνης μας!...
***
Ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἀπαλλαγεὶς τῶν καθηκόντων του ἀπὸ τὴν Αὐστραλία, βρέθηκε τὸ 1977 στὶς Η.Π.Α., καὶ τελικὰ τοποθετήθηκε ὡς Ἐπίσκοπος Βοστώνης τὸ 1978 ἀπὸ τὴν Σύνοδό του. Διέμεινε ἐπὶ τριετίαν (1978-1980) στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως Βοστώνης, ὅπου πιστοποιήθηκε ἡ προσευχητικότητά του καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Θεία Λατρεία, ἀλλὰ προέκυψε πρόβλημα ἀσυμφωνίας σὲ διάφορα πρακτικὰ ζητήματα.
Τὸ 1981 ὁ Θεοφιλ. Κωνσταντῖνος τοποθετήθηκε στὴν Ἐπισκοπὴ Ρίτσμοντ καὶ Βρετανίας, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1985.
Τὸ 1983 ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας στὸ Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο, καὶ ὑπέγραψε σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸν περίφημο Ἀναθεματισμὸ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος μὲ τὴν ὀρθὴ δογματικὴ συνείδησί του, δὲν ἔπαυε νὰ καλλιεργῆ τὶς ἀρετές, νὰ εἶναι ἐξυπηρετικὸς καὶ βοηθητικὸς ὅσων εἶχαν τὴν ἀνάγκη του, νὰ ἐπιτελῆ τὴν Θεία Λατρεία μὲ ἀπαράμιλλο ζῆλο καὶ νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ Ποιμνίου του, παρὰ τὶς ἀντιξοότητες ποὺ καὶ πάλι ἀνεφύησαν, ἕνεκα ἀδυναμιῶν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν προβλημάτων τῆς εὔθραστης ὑγείας του. Ἔπασχε ἀπὸ ἀναιμία, καρδιολογικὰ προβλήματα καὶ ὀστεοπόρωσι.
Ἔτσι ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθῆ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δρᾶσι, συμπληρώσας 80 περίπου ἔτη ζωῆς, θεωρήθηκε σχολάζων Ἐπίσκοπος, καὶ ἀποσύρθηκε στὸ Ἐρημητήριο τῆς Παναγίας τοῦ Κοὺρσκ στὸ Μάχοπακ τῆς Νέας Ὑόρκης κατὰ τὴν πενταετία 1986-1991. Ὅμως, τὸ βαρὺ κλῖμα τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἐπιβάρυνε τὴν ὑγεία του καὶ ἔπρεπε νὰ ἀναζητήση ἕτερο τόπο κατοικίας.
***
Τὸ 1991 ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ Μπλάνκο τοῦ Τέξας, ὅπου ἔζησε μέχρι τὴν μακαρία Κοίμησί του τὰ πιὸ εὐχάριστα ἔτη τῆς μακρᾶς ζωῆς του.
Ἐκεῖ ζοῦσε ἁπλὰ καὶ ταπεινά, ὡς Μοναχός, ἔτρωγε καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα, προσευχόταν στὸν Ναὸ καὶ στὸ κελλί του, ἔκανε τὸν Κανόνα του μὲ ἑκατοντάδες μετάνοιες, ἀγρυπνοῦσε στὴν προσευχὴ γιὰ ὅλη τὴν Ἀδελφότητα καὶ τὸν κόσμο, καὶ κυριολεκτικὰ βυθιζόταν στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ὁποίαν ὑπεραγαποῦσε καὶ ἀσκοῦσε ἐκ νεότητος αὐτοῦ. Ἐπεδείκνυε μεγάλη εὐγένεια καὶ ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ ἰδίως στὰ μικρὰ παιδιά, καὶ βοηθοῦσε τοὺς προσκυνητὲς πνευματικά. Τὸ χάρισμα τῆς κατανύξεως καὶ τῶν δακρύων του αὐξήθηκε, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοινωνήση, ἦταν θαυμαστὴ καὶ ἐκπληκτικὴ ἡ εὐλάβεια καὶ ὁ κατὰ Θεὸν φόβος του: ἔτρεμε σύγκορμος καὶ τὰ ἀσυγκράτητα καὶ ἄφθονα δάκρυά του πότιζαν τὸ ἔδαφος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος!...
Τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, τὸν Μάϊο τοῦ 1996, ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώθηκε ἀπὸ ἕνα ἀτύχημα ποὺ εἶχε, καὶ παρουσίασε πνευμονία. Δὲν θέλησε νὰ παραμείνη σὲ νοσοκομεῖο. Πλησίαζε ἤδη τὰ 90!...
Ἡ Σορός του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὸν Ναὸ τῆς Μονῆς, χωρὶς κάποια ταρύχευσι, σὲ θερμὸ καὶ ὑγρὸ κλῖμα, καὶ διετηρεῖτο εὔκαμπτος καὶ μαλακός, καὶ μάλιστα τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἄρχισε νὰ ἀναδίδη μία γλυκειὰ εὐωδία γύρω του, αἰσθητὴ σὲ ὅσους πλησίαζαν γιὰ νὰ τὸν ἀσπασθοῦν!
Τὴν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 21.5, Ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης (ὀνομαστικὴ Ἑορτὴ τοῦ ἐκλιπόντος), τελέσθηκε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Μανχάτταν Ἱλαρίωνα, τὸν ἡμέτερο Ἀρχιερέα Σεβασμ. Ἔτνα κ. Χρυσόστομο καὶ ἄλλους Κληρικούς. Ἦταν σὰν μία Ἑορτὴ καὶ ἕνας θρίαμβος Πίστεως! Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱλαρίων κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ κηρύγματός του ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα καὶ ὁ Σεβασμ. Ἔτνα Χρυσόστομος ὡμολόγησε, ὅτι ἔλαβε μέρος ἀναμφίβολα σὲ κηδεία ἑνὸς Ἁγίου!
Ὁ μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος ἐτάφη στὴν Μονὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία τὰ ἑπόμενα ἔτη, ἐξ αἰτίας διαφόρων δυσαρέστων συμβάντων τελικὰ ἔπαυσε νὰ λειτουργῆ. Ὁ χῶρος ὅπου ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος εἶχε ταφῆ πλημμύρισε καὶ ὁ τάφος του βρισκόταν μέσα στὸ νερὸ καὶ στὴν ὑγρασία ἐπὶ πολλὰ χρόνια.
Γι’ αὐτό, κατὰ τὴν πρόσφατη ἐκταφή, ἐνῶ τὸ φέρετρό του, ὅπως καὶ τὰ ἄμφιά του, εἶχαν φθαρῆ ἐντελῶς, ἡ διατήρησις ἀφθάρτου τοῦ Σκηνώματός του θεωρήθηκε ὅτι εἶναι καθαρὰ ἔργον θείας δυνάμεως καὶ ἐνεργείας!
Αὐτὸς ὁ μακάριος, μὲ τὴν Ὁμολογία του καὶ τὴν ἔκδηλη Ἀρετή του, κατέστη Σκεῦος δεκτικὸν τοῦ Θείου Παρακλήτου, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐξαγίασε τόσο, ὥστε νὰ νικήση τὴν φυσικὴ φθορά. Ἐφ’ ὅσον νίκησε, χάριτι θείᾳ, τὴν φθορὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας, μᾶς δείχνει τὴν Ὁδὸ καὶ μᾶς προσκαλεῖ σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ τύχουμε θείου Ἐλέους.
***
Ἡ θαυμαστὴ συγκυρία ἀποκαλύψεως τοῦ ἀφθάρτου ἱεροῦ Λειψάνου τὴν ἄλλη κιόλας ἡμέρα τῶν ἀσποστατικῶν ἐκτρόπων τοῦ Φαναρίου, ἀποτελεῖ ὅπως τονίσαμε στὴν ἀρχὴ μία ὄντως Ἀπάντησιν Θεοῦ ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς πιὸ δυσπίστους καὶ βραδύνοας, περὶ τοῦ ποῦ ἀναπαύεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἡ Ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία, εἶναι καὶ παραμένει θεῖον Κατοικητήριον καὶ Ἐργαστήριον Ἁγιότητος.
Ὁ ἱερὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος μᾶς δίδει μεγάλη παρηγορία καὶ εὐλογία καὶ εἴθε ἡ εὐχή του καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς στηρίζουν καὶ ὁδηγοῦν!
Δείτε
σχετικά: