A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. 

Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος• «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1). Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).

Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).


Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα.

Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα.
Ἀλλά λένε, ὅτι σ᾽ αὐτό πέθανε σταυρωμένος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό δέν ἀνεχόμαστε νά βλέπωμε τό σχῆμα καί τό ξύλο στό ὁποῖο ἔχει θανατωθῆ. Πῶς διαγράφηκε καί πῶς ἀφανίστηκε τό χρεώγραφο πού μᾶς βάραινε μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος στό ἀπαγορευμένο ξύλο τοῦ Παραδείσου; Πῶς δεχτήκαμε καί πάλι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Μέ τί δέ ὁ Χριστός ἀπέβαλε καί ἀπεμάκρυνε τελείως τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθηκαν στήν φύσι μας ἀπό τό ξύλο τῆς παρακοῆς. Μέ τί τίς κατήσχυνε θριαμβευτικῶς καί ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τήν ἐλευθερία; Μέ τί ἐλύθηκε τό μεσότοιχο καί καταργήθηκε καί θανατώθηκε ἡ πρός τόν Θεό ἔχθρα μας καί διά μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μέ τόν Θεό καί διδαχθήκαμε τήν πρός Αὐτόν εἰρήνη; Ὄχι στόν Σταυρό καί διά τοῦ Σταυροῦ; Ἄς ἀκούσουν τόν ἀπόστολο, πού στούς μέν Ἐφεσίους γράφει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἠ εἰρήνη σας, αὐτός πού ἔλυσε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, γιά νά οἰκοδομήσει μέσα του τούς δύο σ᾽ ἕνα νέον ἄνθρωπο, ἐπιβάλλοντας εἰρήνη, καί γιά νά συνδιαλλάξη καί τούς δύο σ᾽ ἕνα σῶμα μέ τόν Θεό διά τοῦ Σταυροῦ, φονεύοντας τήν ἔχθρα πού εἶναι σ᾽ αὐτόν» (Ἐφ. 2, 14-16). Πρός τούς Κολοσσαεῖς δέ γράφει, «ἐνῶ ἤσαστε νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τήν ἀκροβυστία τῆς σάρκας σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τά παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τό χειρόγραφο πού περιεῖχε τίς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπό τή μέση καί καρφώνοντάς το στόν Σταυρό• ξεγυμνώνοντας δέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, τίς διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες ἐπάνω στό Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δέν θά τιμήσωμε λοιπόν ἐμεῖς καί δέν θά χρησιμοποιήσωμε τό θεῖο τοῦτο τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τό ὁποῖο καί μόνο μέ τή θέα του, τόν μέν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καί διαπομπεύει καί καταισχύνει, διακηρύσσοντας τήν ἧττα καί τήν συντριβή του, δοξάζει δέ καί μεγαλύνει τόν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στόν κόσμο τή νίκη του; Καί ὅμως, ἄν ὁ Σταυρός εἶναι παραβλεπτέος, διότι σ᾽ αὐτόν ὑπέμεινε τόν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δέν πρέπει νά εἶναι σεβαστός καί σωτήριος. Πῶς λοιπόν κατά τόν Ἀπόστολο βαπτισθήκαμε στόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 3); Πῶς δέ θά συμμετάσχωμε καί στήν Ἀνάστασή Του, ἄν βέβαια ἔχουμε γίνει σύμφυτοι μέ τόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, ἄν κανείς προσκυνοῦσε σχῆμα Σταυροῦ πού δέν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τό δεσποτικό ὄνομα, δικαίως θά κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδή δέ «στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά καμφθοῦν ὅλα τά γόνατα, τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τοῦτο δέ τό προσκυνητό Ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο ἀνόητο θά ἦταν νά μή γονατίζωμε στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλ᾽ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζί μέ τά γόνατα καί τίς καρδιές, ἐμπρός, ἄς προσκυνήσωμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στόν τόπο ὅπου στάθηκαν τά πόδια Του καί ὅπου ἐξαπλώθηκαν τά χέρια πού συνέχουν τό σύμπαν. Ἐκεῖ ὅπου τεντώθηκε γιά μᾶς τό ζωαρχικό σῶμα. Καί, προσκυνώντας καί ἀσπαζόμενοι αὐτόν μέ πίστι, ἄς παίρνωμε πλούσιον τόν ἀπό ἐκεῖ ἁγιασμό καί ἄς τόν φυλάττωμε. Ἔτσι καί κατά τήν ὑπερένδοξη Μέλλουσα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς Τον νά προηγεῖται λαμπρῶς, θά ἀγαλλιάζωμε καί θά χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι ἐπετύχαμε τήν ἀπό τά δεξιά θέσι καί τήν ὑπεσχημένη μακαρία φωνή καί εὐλογία, σέ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιά μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διότι σ᾽ Αὐτόν πρέπει δοξολογία μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Γένοιτο.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου,
νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος
καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.




Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Η ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ



Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ

Κείμενον καταρτισθὲν ὑπὸ 
τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
Ἑλλάδος – Ρουμανίας – Ρωσικῆς Διασπορᾶς

Α’. Βασικαὶ Ἐκκλησιολογικαὶ Ἀρχαὶ


Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀπὸ τοῦ παρελθόντος εἰκοστοῦ αἰῶνος ἀγωνίζεται στερρῶς καὶ ὁμολογιακῶς κατὰ τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπίσης δὲ κατὰ τῆς προελθούσης ἐξ αὐτοῦ Ἡμερολογιακῆς-Ἑορτολογικῆς Καινοτομίας, ἀλλὰ καὶ ἐν γένει κατὰ τοῦ Δογματικοῦ Συγκρητι-σμοῦ, ὁ ὁποῖος καλλιεργῶν σταθερῶς καὶ μεθοδευμένως, ποικιλοτρόπως καὶ ἀντι-ευαγγελικῶς, εἰς ἐπίπεδον Διαχριστιανικὸν καὶ Διαθρησκειακόν, τὴν σχέσιν, συνύπαρξιν, ἀνάμειξιν καὶ συνεργασίαν Ἀληθείας καὶ πλάνης, Φωτὸς καὶ σκότους, Ἐκκλησίας καὶ αἱρέσεως, ἀποβλέπει εἰς τὴν ἀνάδειξιν μιᾶς νέας ὀντότητος, ἤτοι μιᾶς Κοινότητος ἄνευ ταυτότητος πίστεως, τοῦ λεγομένου σώματος τῶν Πιστευόντων.

● Εἰς τὸν Ὁμολογιακὸν Ἀγῶνα Αὐτῆς, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐφήρ-μοσε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποδέχεται καὶ ἐφαρμόζῃ τὰς ἑξῆς Βασικὰς Ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας:
1. Τὸ κύριον κριτήριον διὰ τὴν ἰδιότητα Μέλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ «Ὀρθὴ καὶ Σωτήριος τῆς Πίστεως Ὁµολογία» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής), ἤτοι ἡ Ἀληθής, Ἀκριβὴς καὶ Ἀκαινοτόμητος Ὀρθόδοξος Πίστις, «ἐπὶ ταύτῃ» δὲ «τῇ πέτρᾳ» (Ὀρθῇ Ὁμολογίᾳ) ὁ Κύριος ἔχει οἰκοδομήσει τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν.

2. Τὸ κριτήριον τοῦτο ἰσχύει τόσον διὰ µεµονωµένα πρόσωπα-πιστούς, ὅσον καὶ δι’ ὁλοκλήρους Τοπικὰς Ἐκκλησίας.

3. Ἡ Καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐν σχέσει πάντοτε μὲ τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Ἀποστολικότητα Αὐτῆς, εἶναι ποιοτικὸν καὶ ἐσωτερικόν, ὄχι δὲ ποσοτικὸν καὶ ἐξωτερικὸν γνώρισμα Αὐτῆς· εἶναι ἡ θεμελιώδης Αὐτῆς ἰδιότης, ἡ ὁποία ἐκφράζει ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὴν πληρότητα τῆς ὑπ’ Αὐτῆς κηρυττομένης Ἀληθείας, ἀνεξαρτήτως τῆς πληθυσμιακῆς καὶ γεωγραφικῆς διαστάσεως Αὐτῆς, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν γνησιότητα καὶ ὁλοκληρίαν τῶν παρεχομένων μέσων πρὸς θεραπείαν καὶ θέωσιν τῆς πεσούσης ἀνθρωπίνης φύσεως.

4. Ἐπὶ τῇ βάσει ταύτης τῆς Ὀρθῆς Ὁμολογίας θεμελιώνεται ἡ Μυστηριακὴ Κοινωνία τῶν Πιστῶν μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μεταξὺ ἀλλήλων, ὡς τελείωσις τῆς ὑφισταμένης ἐν τῇ πίστει Ἑνότητος, ὡς σκοπὸς καὶ τέλος καὶ ὄχι ὡς μέσον πρὸς ἐπίτευξιν τῆς Ἑνότητος αὐτῆς∙ δηλαδὴ προηγεῖται ἡ Ἑνότης ἐν τῇ Ὀρθῇ Ὁμολογίᾳ καὶ ἕπεται ἡ Κοινωνία ἐν τοῖς Μυστηρίοις.

5. Ἅπαντες οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, οἱ ἔχοντες Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν, προκειμένου νὰ ἀποτελοῦν ζῶντα Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουν νὰ διατελοῦν ὁπωσδήποτε ἐν Μυστηριακῇ Κοινωνίᾳ μεταξὺ ἀλλήλων, ἐφ’ ὅσον Κοινωνία Πίστεως καὶ Κοινωνία Μυστηρίων, ἀλληλοπεριχωρούμενα ἐν τοῖς Πιστοῖς, πραγματώνουν καὶ ἀναδεικνύουν τὸ Ἕνα καὶ Μοναδικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

6. Ἡ ἀσάλευτος ἐμμονὴ εἰς τὴν Ὀρθὴν Ὁμολογίαν, ὡς καὶ ἡ ὑπεράσπισις Αὐτῆς πάσῃ θυσίᾳ, εἶναι θέμα ὑψίστης σωτηριολογικῆς σημασίας, διὰ τοῦτο δὲ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἡμῶν ὡµολόγησαν καὶ ὑπερασπίσθησαν γενναίως, ἐν λόγῳ, ἔργῳ καὶ αἵματι, τὴν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν, πράττοντες τοῦτο ἐκ µέρους τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν ὀνόµατι τῆς ὑπάρξεως Αὐτῆς.

7. Ἅπαντες οἱ κηρύττοντες ἢ πράττοντες ἀντιθέτως πρὸς τὴν Ὀρθὴν Ὁμολογίαν, ὡς αἱρετικοί, χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως καὶ ἐκπίπτουν τῆς Κοινωνίας μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε αὐτοὶ εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα εἴτε Κοινότητες, ἔστω καὶ ἄν αὗται συνεχίζουν λειτουργοῦσαι τυπικῶς-θεσμικῶς ὡς δῆθεν Ἐκκλησίαι καὶ προσαγορεύωνται ὡς τοιαῦται:

● «Οἱ µὴ τῆς Ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί· καὶ τοσοῦτο µᾶλλον, ὅσον ἄν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιµένας καὶ ἀρχιποιµένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούµενοι· µηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισµόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς).

8. Ἡ παρεχομένη ἄνωθεν ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ἀληθείᾳ τῆς Πίστεως καὶ τῇ Κοινωνίᾳ τῶν Μυστηρίων εἶναι βεβαίως Χριστοκεντρικὴ καὶ Εὐχαριστιακή, βιοῦται δὲ ὡς διαχρονικὴ σύνοδος καὶ συλλειτουργία ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», ἐφ’ ὅσον ἔχει ὡς ἐγγυητὴν Αὐτῆς τὸν Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον, ὄντα -θείᾳ Χάριτι- φορέα τῆς «Παραδόσεως τῆς Ἀληθείας» (Ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου).

9. Ἕκαστος Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, ὡς «τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς Πατὴρ τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ὡς Διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀληθείας καὶ ὡς Διάκονος τῆς Ἀγάπης ἐν Ἀληθείᾳ, εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐνσαρκώνει, ἐκφράζει καὶ διασφαλίζει τὴν διαχρονικὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὴν Ἑνότητα Αὐτῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ταυτοχρόνως δὲ τὴν Ἑνότητα ἐν Χριστῷ μετὰ πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ Ὁποῖαι ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρξουν ὡς τὸ Ἕν Σῶμα Χριστοῦ.
          ● «Τί δέ ἔστιν ”ἕν σῶμα“; Οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοὶ καὶ ὄντες καὶ γενόμενοι καὶ ἐσόμενοι» (Ἱερὸς Χρυσόστομος).

10. Πᾶς Ἐπίσκοπος, κηρύττων «αἵρεσιν δημoσίᾳ» καὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» καὶ διδάσκων «ἕτερον εὐαγγέλιον παρ’ ὅ παρελάβομεν» ἢ εὑρίσκεται εἰς συγκρητιστικὴν κοινωνίαν μὲ ἀλλοδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, πράττων μάλιστα τοῦτο ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς, καθίσταται «ψευδεπίσκοπος» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος» (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας)· οἱ δὲ κοινωνοῦντες μετ’ αὐτοῦ Ἐπίσκοποι, ἀδιαφοροῦντες ἢ ἀνεχόμενοι ἢ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὰς πρακτικὰς αὐτοῦ ἐκφράσεις, «συνόλλυνται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης), παύοντες οὕτω νὰ εἶναι Κανονικοὶ καὶ Κοινωνικοί, ἐφ’ ὅσον ἡ Καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἑνότης Αὐτῆς καὶ ἡ γνησία Ἀποστολικὴ Διαδοχή, ἐγγυώμεναι ἀσφαλῶς τὸ Κανονικὸν καὶ Κοινωνικὸν τοῦ Ἐπισκόπου, ἑδράζονται, ἀπορρέουν καὶ διασφαλίζονται ἀπὸ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν».

***


Β’. Οἰκουμενισμός: Συγκρητιστικὴ Παναίρεσις
         
1. Ὁ Οἰκουµενισµός, ὡς θεολογικὴ ἔννοια, ὡς ὠργανωµένον κοινωνικὸν κίνηµα καὶ ὡς θρησκευτικὴ πρᾶξις, εἶναι καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν τῶν αἰώνων καὶ τὴν περιεκτικωτέραν παναίρεσιν· αἵρεσιν ἐξ αἱρέσεων καὶ παναίρεσιν ἐκ παναιρέσεων· ἀμνήστευσιν πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὄντως καὶ ἀληθῶς Παναίρεσιν· τὸν ὑπουλότερον ἀντίπαλον τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ τὸν πλέον ἐπικίνδυνον ἐχθρὸν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ἐντὸς τῶν συγκρητιστικῶν ὁρίων αὐτοῦ ἀδυνατοῦν νὰ ὑπάρξουν ἐν ἀρρήκτῳ σωτηριολογικῇ ἑνότητι ἡ ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια καὶ Ζωή.
2.Ὁ Οἰκουμενισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸν κόσμον (ΙΘ’ αἰ. κ.ἑ.) καὶ καλλιεργεῖ τὴν σχετικοποίησιν τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας, Ζωῆς καὶ Σωτηρίας, ἀρνούμενος κατ’ οὐσίαν τὴν Καθολικότητα καὶ Μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον εἰς τὴν βάσιν αὐτοῦ κεῖται ἡ πεπλανημένη θεωρία περὶ «Ἀοράτου Ἐκκλησίας» μὲ ἀσαφῆ ὅρια, μέλη τῆς ὁποίας δῆθεν δύνανται νὰ ἀνήκουν εἰς διαφόρους «Ὁμολογίας», ὡς καὶ ἡ παραλλαγὴ ταύτης, ἤτοι ἡ λεγομένη «Θεωρία τῶν Κλάδων», κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ διάφοροι χριστιανικαί «Ὁμολογίαι» εἶναι δῆθεν κλάδοι τοῦ αὐτοῦ δένδρου τῆς Ἐκκλησίας, ἕκαστος δὲ κλάδος κατέχει μέρος τῆς Ἀληθείας καὶ οὕτω συναπαρτίζουν δῆθεν τὸ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας.
3. Παρὰ τὴν ποικιλίαν τῶν θεωριῶν, τὰς ὁποίας παρήγαγεν ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ βασικὸς στόχος αὐτοῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς συγκρητιστικῆς συνυπάρξεως καὶ συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ περαιτέρω μιᾶς συγχωνεύσεως κατ’ ἀρχὰς πασῶν τῶν χριστιανικῶν Κοινοτήτων (Διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός), ἀκολούθως δὲ πασῶν τῶν θρησκειῶν (Διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός), τοῦτ’ ἔστιν (ἡ καλλιέργεια) μιᾶς ἀντι-ευαγγελικῆς διαδικασίας, ὁδηγούσης ἀφεύκτως εἰς τὴν ἀνάδειξιν ἑνὸς σώματος τῶν Πιστευόντων, μιᾶς τρόπον τινὰ Πανθρησκείας, ἡ ὁποία θὰ προλειάνῃ τὸ ἔδαφος διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ πειρασμοῦ τῶν Ἐσχάτων, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀνόμου-Ἀντιχρίστου.

4. Λόγῳ τοῦ συγκρητιστικοῦ αὐτοῦ χαρακτῆρος, ὁ Οἰκουμενισμὸς συγγενεύει στενῶς πρὸς τὸν Ἐλευθεροτεκτονισμὸν (Μασωνίαν), ὁ ὁποῖος αὐτοδιαφημιζόμενος ὡς ἀνεξίθρησκος, συγχρωτιστικὸς καὶ ἀνεκτικὸς ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν, ἔχει ἀναδειχθῆ ἐν τῇ πράξει εἰς Θρησκείαν καὶ Ὑπερθρησκείαν, συμβάλλουσα ἀμέσως καὶ ἐμμέσως εἰς τὴν προώθησιν τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Ὁράματος, δηλαδὴ εἰς τὴν δημιουργίαν μιᾶς περιεκτικῆς βάσεως ἁπάντων τῶν Δογμάτων καὶ Θρησκειῶν, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια θὰ ἔχῃ πλήρως σχετικοποιηθῆ καὶ ἐξισωθῆ μὲ πᾶσαν ἀνθρωπίνην καὶ δαιμονικὴν πλάνην καὶ δοξασίαν.

5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἤρχισε νὰ προσβάλλῃ τὴν Ὀρθόδοξον Καθολικὴν Ἐκκλησίαν φθίνοντος τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος, διὰ δὲ τοῦ Συνοδικοῦ Διαγγέλματος «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1920, ἀποτελοῦντος ὁμολογουμένως τὸν «Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἐκηρύχθη οὗτος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐφ’ ὅσον χαρακτηρίζει τὰς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καὶ ἁπανταχοῦ ὡς δῆθεν «σεβασμίας Χριστιανικὰς Ἐκκλησίας», οὐχὶ πλέον «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας», ἀλλ’ ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ ”συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ“», προτείνων μάλιστα ὡς πρῶτον μέτρον ἐφαρμογῆς αὐτοῦ τὴν χρῆσιν κοινοῦ ἡμερολογίου, πρὸς ταυτόχρονον συνεορτασμὸν ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων.

6. Κατ’ ἐφαρμογὴν τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Διαγγέλματος τούτου καὶ κατόπιν τῶν ἀντικανονικῶν Ἀποφάσεων τοῦ ἀντορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1923, υἱοθετήθη κατ’ οὐσίαν τὸ λεγόμενον Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς δῆθεν Διωρθωμένον Ἰουλιανόν, καίτοι ἅμα τῇ ἐμφανίσει αὐτοῦ ἐν τῇ Δύσει (1582) κατεκρίθη καὶ κατεδικάσθη ὡς σοβαρὰ Παπικὴ Καινοτομία ὑπὸ τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων ἐν τῇ Ἀνατολῇ (1583, 1587, 1593),  τῶν Ὁποίων αἱ ἀποφάσεις ἐξακολουθοῦν ἰσχύουσαι καὶ βαρύνουν τοὺς ἐν σχίσματι εὑρισκομένους Καινοτόμους.

7. 
Ἡ Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Καινοτομία, εἰσαχθεῖσα ἐν ἔτει 1924 εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρουμανίας, κατόπιν δὲ σταδιακῶς καὶ εἰς ἄλλας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, προσκρούει εἰς τὴν Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ κατὰ τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς (μονομερῆ καὶ ἀντικανονικόν), ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν αὐτῆς (οἰκουμενιστικὸν-συγκρητιστικόν), προσβάλλουσα τοιουτοτρόπως διὰ πλήγματος δεινοῦ τὴν ἐξωτερικὴν ἔκφανσιν καὶ ἐκδήλωσιν τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὸν κόσμον, πραγματοποιουμένην καὶ διὰ τοῦ ἑνιαίου Ἡμερολογίου-Ἑορτολογίου.

8. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία, μέσῳ τοῦ ὑψίστου συνοδικοῦ κύρους Αὐτῆς, ἔχει ἐκφράσει τὴν σταθερὰν καὶ ἀμετακίνητον βούλησιν Αὐτῆς, ὅπως ἐκδηλώνεται ἡ Ἑνότης Αὐτῆς καὶ διὰ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ὑφ’ ὅλων τῶν Χριστιανῶν τελέσεως τῆς μεγίστης τῶν Ἑορτῶν, ἤτοι τοῦ Ἁγίου Πάσχα, καθορίσασα ὁριστικῶς εἰς τὴν Α’ Ἁγίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει 325 τὸ αἰώνιον Κανόνιον τοῦ Πάσχα, τὸν Πασχάλιον Κανόνα.

9. Ἡ Συνοδικὴ Πρᾶξις αὕτη, κατ’ οὐσίαν βαθύτατα ἐκκλησιολογικὴ καὶ δογματική, προϋπέθετεν ὡς βάσιν τῶν λεγομένων Διορισμῶν τοῦ Ἁγίου Πάσχα τὴν Ἐαρινὴν Ἰσημερίαν, ἡ ὁποία ὡς σταθερὰ ἡμερομηνία ἐκκλησιαστικῶς θὰ ἦτο πλέον θετῶς/συμβατικῶς ἡ 21η Μαρτίου τοῦ ἐν χρήσει τότε Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖον τοιουτοτρόπως καθιερώθη ὡς Ἐκκλησιαστικὸν Ἡμερολόγιον καὶ ὡς ἄξων τοῦ ἐνιαυσίου Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου, βάσει δὲ τούτου ἡ ἡμερολογιακὴ ἐναρμόνισις τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῶν εὑρισκομένων εἰς διάφορα ἡμερολογιακὰ περιβάλλοντα, συνετελέσθη σταδιακῶς ἕως καὶ τὸν ΣΤ’ αἰῶνα.  
    
10. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξέφρασαν θεοπνεύστως, ἀλλὰ καὶ προφητικῶς, τὸ ἀντι-συγκρητιστικὸν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας: τὸ «μὴ μετ’ Ἰουδαίων συνεορτάζειν», κατ’ ἐπέκτασιν δὲ τὸ μὴ ἐπιδιώκειν μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἑορτάζειν, διησφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴν-ὁρατὴν Ἑνότητα τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθετε τὰ ὅρια μεταξὺ Ἀληθείας καὶ Αἱρέσεως, ὅλως δηλαδὴ ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατάκριτον Ἡμερολογιακὴν  Μεταρρύθμισιν τοῦ 1924, ἡ ὁποία ἀπέβλεπεν εἰς τὸ συνεορτάζειν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ, προκειμένου νὰ καταστῇ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα ἀόρατος ἑνότης μετ’ αὐτῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

11. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί, μάλιστα δὲ οἱ πλέον ἀκραῖοι ἐξ αὐτῶν, ἔχοντες ὑποστῆ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τοῦ διαβρωτικοῦ Συγκρητισμοῦ, φρονοῦν ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει δῆθεν ἀπολέσει τὴν Καθολικότητα Αὐτῆς, λόγῳ θεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν διαμαχῶν καὶ διαιρέσεων· προτείνουν δὲ καὶ ἐπιδιώκουν τὴν δῆθεν ἀνασυγκρότησιν ταύτης, μέσῳ μιᾶς συμβατικῆς ἑνώσεως τῶν διεστώτων, ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν, ἄνευ βεβαίως κοινῆς Ὁμολογίας Πίστεως, κατὰ τὰ πρότυπα προφανῶς τῆς Οὐνίας· ἕτεροι, πλέον μετριοπαθεῖς Οἰκουμενισταί, ἀρκοῦνται εἰς τὴν συναρίθμησιν τῶν ἑτεροδόξων μετὰ τῶν ὀρθοδόξων, ὁμιλοῦντες «ὑπὲρ τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος», ὡς δῆθεν εὑρισκομένων αὐτῶν (τῶν ἑτεροδόξων) ἐντὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὗτοι δὲν ταυτίζουν τὰ Χαρισματικὰ καὶ τὰ Κανονικὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὑποστηρικταὶ τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας» ἢ τῆς «Ἐκκλησίας ἐν διευρυμένῃ ἢ εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ», ἐφ’ ὅσον ἀνακαλύπτουν ἢ ἀναγνωρίζουν τὴν ὕπαρξιν Ἐκκλησιῶν καὶ Θείας Χάριτος/Σωτηρίας καὶ ἐκτὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ecclesia extra ecclesiam, extra muros).

12. Ἡ συμμετοχὴ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν εἰς τὸ λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν» (1948 κ.ἑ.), ὡς καὶ εἰς ἑτέρους Οἰκουμενιστικοὺς Ὀργανισμούς, ἀποτελεῖ μίαν ἐν τῇ πράξει ἄρνησιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας καὶ Σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον βασικὴ προϋπόθεσις ὀργανικῆς συμμετοχῆς εἰς τοιαῦτα Διομολογιακὰ Σώματα εἶναι κατ’ οὐσίαν ἡ ἔστω καὶ σιωπηλὴ ἄρνησις τῆς ὑπάρξεως αὐθεντικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Καθολικότητος σήμερον, ὡς καὶ ἡ αἴσθησις τῆς ἀνάγκης ἀνα-συγκροτήσεως μιᾶς δῆθεν αὐθεντικῆς Καθολικότητος, τοῦτ’ ἔστι τῆς ἀνάγκης μιᾶς δῆθεν ἐπανιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας.

13. Εἰς τὴν βάσιν τῶν ἀντορθοδόξων καὶ πλήρως καινοφανῶν τούτων ἀντιλήψεων, εὑρίσκεται ἡ λεγομένη «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ὁ Δογματικὸς Συγκρητισμός, ἡ κατάργησις τῶν «Ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ αἴσθησις τῆς «Οἰκουμενικῆς Ἀδελφοσύνης», ἡ θεωρία τῶν «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ λεγομένη «Θεολογία τῶν Δύο Πνευμόνων», ἡ θεωρία τῆς «Μιᾶς καὶ Διῃρημένης Ἐκκλησίας», ἡ «ὑπέρβασις τῆς παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», ὡς καὶ ἄλλαι ποικίλαι κακοδοξίαι ἔχουσαι ὁδηγήσει σταδιακῶς τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς εἰς τὴν ἄρνησιν τῆς ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μάλιστα δὲ καὶ εἰς τὴν συνοδικὴν ἀναγνώρισιν τῶν ἑτεροδόξων Κοινοτήτων καὶ τῶν μυστηρίων αὐτῶν, εἰς τὴν συμπροσευχὴν μετ’ αὐτῶν καὶ δὴ εἰς ἐπίπεδον κορυφῶν, εἰς τὴν παροχὴν μυστηρίων εἰς αὐτούς, εἰς τὴν συνυπογραφὴν Κοινῶν Δηλώσεων καὶ Διακηρύξεων πρὸς κοινὴν δῆθεν μαρτυρίαν μετ’ αὐτῶν, ὡς ἐπίσης καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν τοῦ χρέους τῆς συνδιακονίας τοῦ κόσμου, ὡς δῆθεν συνυπευθύνων (Ὀρθοδοξίας καὶ Αἱρέσεως) διὰ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ.

14. Μέσῳ πάντων τούτων, ἔχει διαστρεβλωθῆ πλήρως ἡ ἔννοια τῆς εὐαγγελικῆς Ἀγάπης, ἀσκουμένης ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ διὰ τῆς Ἀληθείας· ἔχει παγιωθῆ ἕνας βαθὺς καὶ ὁλονὲν ἐμβαθυνόμενος συγκρητιστικὸς συγχρωτισμός· τηρεῖται, ἐν ὀνόματι μιᾶς νενοθευμένης οἰκονομίας, μία στάσις περιεκτικὴ καὶ περι-χωρητικὴ ἔναντι τῆς ἑτεροδοξίας· ἔχει προέλθει μία ἄμεικτος μεῖξις· καὶ ἔχει ἀναδυθῆ μία ὄντως ὑφισταμένη ἕνωσις μεταξὺ τῶν πάσης προελεύσεως Οἰκουμενιστῶν, ἑνὸς Σώματος Πιστευόντων, ὄχι βεβαίως ἐν τῇ Μοναδικῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς νεφελώδους ἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος, χωρὶς ἱεραποστολικὴν διάστασιν καὶ κλῆσιν τῶν πεπλανημένων εἰς Ἐπιστροφὴν ἐν Μετανοίᾳ εἰς τὸν Οἶκον τοῦ Πατρός, τ.ἔ. εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

*  *  *

 Γ’. Σεργιανισμός: Ἀλλοίωσις τῆς Κανονικότητος

1. Ἕν ἕτερον συγγενὲς πρὸς τὸν Οἰκουμενισμὸν φαινόµενον καὶ κίνημα, ἔχον ἐπίσης ἐκκλησιολογικὴν διάστασιν, εἶναι ὁ λεγόµενος Σεργιανισµός, ὁ ὁποῖος εἰς τὰς πρωτοφανεῖς περιστάσεις τοῦ διωγµοῦ  τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν πρώην Σοβιετικὴν Ἕνωσιν παρέδωσε, μέσῳ τοῦ πεπτωκότος καὶ συμβιβασθέντος ἀρχικῶς μητροπολίτου καὶ μετέπειτα πατριάρχου Μόσχας, Σεργίου Στραγκορόντσκυ (+ 1944),  εἰς τοὺς ἀθέους καὶ θεομάχους Μπολσεβίκους ἕνα φαινοµενικῶς  ἄρτιον ἐκκλησιαστικὸν ὀργανισμόν, προκειμένου νὰ καταστῇ οὗτος εἰς χεῖρας αὐτῶν ἄβουλον ὄργανον κατὰ τὴν ἀδυσώπητον αὐτῶν πολεµικὴν ἐναντίον Αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας ὡς φορέως τοῦ πληρώµατος τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

2. Ὁ Σεργιανισµὸς δὲν εἶναι μόνον σοβιετικὸν φαινόµενον, διότι ἔπληξε δεινῶς καὶ τὰς Τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τῶν χωρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἔνθα ἐπεκράτησαν, µετὰ τὸν Β’ Παγκόσµιον Πόλεµον, ἀθεϊστικὰ καὶ ἀντιχριστιανικὰ κοµµουνιστικὰ Καθεστῶτα.

3. Ἡ πεμπτουσία τοῦ Σεργιανισμοῦ εἶναι ἡ υἱοθέτησις τῆς πλάνης ὅτι ἡ ἐξαπάτησις θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ χρησιµοποιηθῇ δῆθεν ὡς µέσον διασώσεως τῆς Ἀληθείας, ἐπίσης δὲ ὅτι ἡ συνεργασία µετὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο δῆθεν ὁ τρόπος ἐπιβιώσεως Αὐτῆς· ἀλλ’ ὅμως, ἐν τῇ πράξει συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον: οἱ σεργιανισταὶ ἐπίσκοποι κατεστάθησαν ὄργανα τῶν ἀθέων Κοµµουνιστῶν, προκειμένου νὰ ἀσκοῦν ἔλεγχον ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, µὲ σκοπὸν τὴν ἠθικὴν καὶ πνευµατικὴν Αὐτῆς ἐξασθένησιν, ἕως τῆς τελικῆς ἀποδομήσεως καὶ τοῦ ἐξαφανισμοῦ Αὐτῆς.

4. Εἰς τὸ ἐκκλησιολογικὸν πεδίον, ὁ Σεργιανισμὸς διεστρέβλωσε πλήρως τὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Κανονικότητος, ἐφ’ ὅσον εἰς τὰ ὅρια τοῦ σεργιανισμοῦ, ἡ Κανονικότης ἦτο οὐσιαστικῶς ἀποκεκοµµένη ἀπὸ τὸ Πνεῦµα καὶ τὴν Ἀλήθειαν τῆς αὐθεντικῆς Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, λαβοῦσα τοιουτοτρόπως µίαν τυπικὴν προσαρµογὴν εἰς τὴν νοµιµότητα, δυναμένη νὰ χρησιμοποιηθῇ, προκειμένου νὰ δικαιολογήσῃ πᾶσαν ἀνοµίαν τῆς διοικούσης Ἱεραρχίας· ἐν τέλει δέ, ἡ τοιαύτη κατ’ ἐπίφασιν Κανονικότης κατέστη µία διοικητικὴ τεχνική, διὰ τὴν ὑπαγωγὴν τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν σεργιανιστικὴν ἱεραρχίαν, ἀσχέτως τῆς κατευθύνσεως πρὸς τὴν ὁποίαν αὕτη ὡδήγει τοὺς πιστούς.

5. Μετὰ τὴν κατάρρευσιν τῶν ἀντιχριστιανικῶν Καθεστώτων, περὶ τὰ τέλη τοῦ παρελθόντος εἰκοστοῦ αἰῶνος, ἡ βαρυτάτη ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ὑπὸ τὰς νέας συνθήκας τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας, διετηρήθη ὡς κληρονοµία τοῦ παρελθόντος καὶ συγχρόνως µετεσχηµατίσθη.

6. Ὁ ἐκκλησιομάχος Σεργιανισμός, ἔχων πρὸ πολλοῦ ἐνσωµατώσει εἰς τὸ ἐνδότερον αὐτοῦ εἶναι τὸ κοσμικὸν πνεῦμα, τὴν ἀσυνειδησίαν, τὴν ἐξαπάτησιν καὶ τὴν παθολογικὴν δουλικότητα ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσµου τούτου, συνεχίζει νὰ προδίδῃ τὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι πλέον ἐξ αἰτίας δῆθεν τοῦ φόβου τῶν ἀντιποίνων ἐκ μέρους τῶν ἀθέων Κρατούντων, ἀλλὰ χάριν ἰδιοτελῶν καὶ ἐγκοσμιοκρατικῶν κινήτρων, ὑπὸ τὸ πέπλον δὲ δῆθεν τῆς Κανονικότητος, ἐκποιεῖ πλέον τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἐκκλησίας, µὲ ἀντάλλαγµα τὸ κέρδος τῆς φιλίας μετὰ τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσµου τούτου, µεθ’ ὅλων βεβαίως τῶν συναφῶν ὑλικῶν συµφερόντων καὶ τῆς περιόπτου κοινωνικῆς θέσεως.

7. Εἰς τὴν µεταλλαγµένην ταύτην µορφὴν σήµερον, ὁ ἰὸς τοῦ Σεργιανισµοῦ, ὡς νεο-Σεργιανισµὸς ἢ µετα-Σεργιανισµός, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ μὲ ἄλλας πολιτειοκρατικὰς μορφάς, προσβάλλει ἔν τινι βαθμῷ μέγα µέρος τῆς Ἱεραρχίας τῶν τοπικῶν ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὸν κόσµον, συμβάλλων τοιουτοτρόπως εἰς τὴν προαγωγὴν τοῦ ἐπίσης ἐγκοσμιοκρατικοῦ καὶ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπὸ τὴν σκέπην μιᾶς ψευδοῦς Κανονικότητος.

*  *  *

8. Οἱ ἔχοντες ὑγιᾶ Δογματικὴν καὶ Κανονικὴν Συνείδησιν εὐσεβεῖς, Κλῆρος καὶ Λαός, ἔναντι φαινομένων καὶ κινήσεων ἐχόντων ἐκκλησιολογικὴν καὶ σωτηριολογικὴν σημασίαν, ὡς ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ Σεργιανισμός, ὀφείλουν νὰ τηρήσουν μίαν γνησίαν Πατερικὴν στάσιν, ὅταν μάλιστα αὐτὰ ἑδραιώνωνται συστηµατικῶς καὶ διαδίδωνται εὐρέως, ἔστω καὶ ἄν δὲν ἐπιδιώκουν πάντοτε µίαν σαφῆ δογµατικὴν ἔκφρασιν, ἀλλ’ εἰσχωροῦν καὶ ἐνσπείρονται εἰς τὸ Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας µὲ ὕπουλον καὶ διαβρωτικὸν τρόπον, δηλαδὴ υἱοθετοῦνται ἐνεργῶς ἢ ἐπιτρέπονται παθητικῶς ὑφ’ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων µιᾶς ἢ περισσοτέρων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.

9. Εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς, ἡ οὐσία τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν ἀντι-ευαγγελικῶν, ἀντορθοδόξων καὶ ἐκφυλιστικῶν αὐτῶν φαινοµένων δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία δυνητικὴ στάσις ἐν τῷ πλαισίῳ μιᾶς δῆθεν οἰκονομίας, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται πάραυτα ἡ παῦσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκο-πον καὶ τὴν Ἱεραρχίαν, ἡ ὁποία εἰσάγει μάλιστα συνοδικῶς τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε κηρύττουσα αὐτήν, εἴτε συµβάλλουσα εἰς τὴν διάδοσιν αὐτῆς διὰ µέσου τῆς σιωπῆς, τῆς παθητικότητος ἢ τῆς ἀδιαφορίας (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτο-δευτέρας).

10. Ἡ Ἀποτείχισις ἀπὸ τοὺς ἐκπεσόντας ποιμένας, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται πλέον ὡς «ψευδεπίσκοποι» καὶ «ψευδοδιδάσκαλοι», ἀποτελεῖ ἀναγκαιοτάτην ὑποχρέωσιν τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, πρὸς διαφύλαξιν τῆς Μοναδικότητος, τῆς Ἑνότητος καὶ τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς ὁμολογιακὴν Μαρτυρίαν Πίστεως, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἱεραποστολικὴν σωτήριον Κλῆσιν Μετανοίας πρὸς τοὺς ἐκτρεπομένους καὶ τοὺς κοινωνοῦντας μετ’ αὐτῶν.  

*  *  *

Δ’. Ἡ λεγομένη ἐπίσημος Ὀρθοδοξία

1. Τὸ νόημα τοῦ ὅρου «ἐπίσηµος Ὀρθοδοξία» εἶναι στενὰ συνδεδεµένον µὲ τοὺς ὅρους «ἐπίσηµος Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµοι τοπικαὶ Ἐκκλησίαι».

2. Ἡ «ἐπίσηµος Ὀρθοδοξία» εἶναι τὸ ἰδιαίτερον ἐκεῖνο ἰδεολόγημα τῶν λεγομένων ἐπισήµων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ἀντιπροσωπεῦον µίαν Ὀρθοδοξίαν ὁλονὲν καὶ περισσότερον χλιαράν (βλ. Ἀποκ. γ’ 16), ἡ ὁποία, διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν Ἐκκλησιολογικῶν καὶ Κανονικῶν Καινοτομιῶν, τῶν προβλεπομένων ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν Πατριαρχικὸν Διάγγελμα τοῦ 1920, ὡδηγήθη εἰς τὴν σταδιακὴν ἀποξένωσιν αὐτῆς ἀπὸ τῆς αὐθεντικῆς Ὀρθοδοξίας.

3. Τό 1924 ἐγένετο τὸ πρῶτον καί μέγα βῆμα πρὸς ἐφαρμογὴν αὐτῆς τῆς προσχεδιασμένης καὶ μεθοδευμένης ἀλλοτριώσεως ἀπὸ τὴν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου εἴς τινας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, αὐξηθείσας ἐν καιρῷ, ἕως σημείου ἀποδοχῆς εἰς περιπτώσεις τινὰς ἀκόμη καὶ τοῦ Παπικοῦ Πασχαλίου, πρὸς καταφανῆ παραβίασιν τοῦ Ὅρου τῆς Α’ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

4. «Ἐπίσηµος Ἐκκλησία» εἶναι τὸ ὄνοµα, τὸ ὁποῖον προσέδωσαν οἱ Ῥῶσοι πιστοὶ τῶν Κατακοµβῶν εἰς τὴν κρατικὴν Ἐκκλησίαν, δηλαδὴ τὴν ἀναγνωριζομένην καὶ ἐντελῶς ἐξαρτωμένην ἀπὸ τὸ ἄθεον Σοβιετικὸν Καθεστώς, τὴν καὶ ἐξελιχθεῖσαν εἰς τὸ γνωστὸν σεργιανιστικὸν καὶ οἰκουμενιστικὸν Πατριαρχεῖον Μόσχας.

5. Σήμερον, οἱ ὅροι «ἐπίσηµος Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµοι τοπικαὶ Ἐκκλησίαι», ἀναφέρονται εἰς τὰς γνωστὰς ἱστορικῶς διαμεµορφωµένας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἡ ἱεραρχικὴ Ἡγεσία ἀποδέχεται ἐπισήμως καὶ μετέχει συνοδικῶς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, προωθεῖ, ἐπιτρέπει ἢ ἀνέχεται αὐτὴν ὡς θεολογικὴν ἔννοιαν καὶ ὡς θρησκευτικὴν πρᾶξιν, καλύπτεται ὑπὸ τὸ πέπλον τῆς δῆθεν Κανονικότητος, ὡς ἐννοεῖ ταύτην ὁ Σεργιανισµός, υἱοθετεῖ δὲ -ἀμέσως ἢ ἐμμέσως- καὶ πολλὰς ἄλλας µορφὰς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν (βλ. διαβρωτικὰ φαινόμενα, ὡς τὴν νόθευσιν τῶν Μυστηρίων καὶ δὴ τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος, λειτουργικὰς μεταρρυθμίσεις ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», τὴν νεόκοπον «μεταπατερικὴν θεολογίαν», τὴν ἐπισήμως καὶ δὴ εἰς τὰς πανεπιστημιακὰς θεολογικὰς Σχολὰς ἐπιτελουμένην βαθεῖαν διείσδυσιν τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ἀπώλειαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων πρὸς Διακήρυξιν Ἁγίων, ποικίλας μορφὰς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ αὐθεντικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἤθους, τὴν υἱοθέτησιν μιᾶς ἀντιπατερικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας κ.λπ.).

6. Ἅπασαι αἱ λεγόμεναι αὗται ἐπίσημοι Ἐκκλησίαι ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικῶς, σταθερῶς καὶ ἀμετανοήτως εἰς τὴν διαδικασίαν τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας, σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µίαν ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντικανονικὴν διαδικασίαν, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθῆ ἢ ἐπιτραπῆ συνοδικῶς ἀπὸ τὰς Ἱεραρχίας αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχῃ οἱανδήποτε προσευχητικήν, μυστηρια-κὴν καὶ διοικητικὴν κοινωνίαν, συνεπὴς οὖσα πρὸς τὰς Ἐκκλησιολογικὰς Ἀρχὰς Αὐτῆς ἔναντι τῶν «ψευδεπισκόπων» καὶ «ψευδοδιδασκάλων».

*  *  *

Ε’. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
         
1. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία περιλαμβάνει εἰς τοὺς κόλπους Αὐτῆς καὶ συνενώνει ἐν τῷ Πατρί, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὴν μεγάλην ἐκείνην μερίδα τοῦ εὐσεβοῦς Κλήρου καὶ Λαοῦ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἀντέδρασε σθεναρῶς εἰς τὴν διακήρυξιν τῆς ἐκκλησιοκτόνου αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὰς ἀμέσους πρακτικὰς ἐφαρμογὰς αὐτοῦ, ὡς καὶ τοῦ ἐκκλη-σιομάχου Σεργιανισμοῦ, διακόψασα πᾶσαν κοινωνίαν μετὰ τῶν Καινοτόμων Οἰκουμενιστῶν, ὡς καὶ τῶν Σεργιανιστῶν.

2. Οἱ ἐν Ῥωσίᾳ πιστοὶ τηρηταὶ τῆς Παρακαταθήκης τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Τύχωνος (+1925), δὲν ἀνεγνώρισαν τὴν καθεστωτικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Σεργιανισμὸν (1927 ἑ.), προτιμήσαντες μέρος μὲν ἐξ αὐτῶν νὰ ὑποστῇ διωγμοὺς καὶ νὰ καταφύγῃ εἰς τὰς Κατακόμβας, ἀναδεῖξαν οὕτω Μάρτυρας καὶ Ὁμολογητὰς τῆς Πίστεως, μέρος δὲ ἕτερον ἐξελθὼν τῆς Ρωσίας, συνεκροτήθη ἐκκλησιαστικῶς-διοικητικῶς εἰς τὴν Διασποράν, ἀναδεῖξαν ἐπίσης λαμπρὰς Ὁμολογιακὰς καὶ Ἁγίας Μορφάς, παγκοσμίου μάλιστα φήμης καὶ περιωπῆς.

3. Ἐν Ἑλλάδι, ἐν Ῥουμανίᾳ, ἐν Κύπρῳ, ἐν Βουλγαρίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ, συμπαγεῖς πληθυσμοὶ ἀπέρριψαν τὴν Ἡμερολογιακὴν-Ἑορτολογικὴν Καινοτομίαν τοῦ 1924 καὶ τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,  προτιμήσαντες ὡσαύτως τὰς διώξεις καὶ ἀναδείξαντες Μάρτυρας καὶ Ὁμολογητὰς τῆς Πίστεως, προκειμένου νὰ φανοῦν συνεπεῖς εἰς τὰς ἱερὰς Παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διὰ δὲ ἐντυπωσιακῶν καὶ θαυμαστῶν Θεοσημειῶν, ὡς τῆς ἐμφανείας τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐν Ἀθήναις (14.9.1925), ὁ Κύριος ἡμῶν ἐνεθάρρυνε καὶ ἐπεβράβευε τὸν κατὰ Θεὸν ζῆλον τῶν γνησίων Αὐτοῦ τέκνων.

4. Μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν τῆς Καινοτομίας τοῦ 1924 εἰς τὴν Ἑλλάδα, οἱ ἐμμείναντες εἰς τὰς Πατρώας Παραδόσεις ἤρχισαν χρησιμοποιοῦντες τὴν ὀνομασίαν «Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί», τὸ αὐτὸ δὲ ἔπραξαν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τῶν Κατακομβῶν τῆς Ῥωσίας, οἱ λεγόμενοι Τυχωνῖται.

5. Κατὰ τόπους ὅμως καὶ κατὰ διαστήματα ἔχουν χρησιμοποιηθῆ καὶ ἕτεραι ποικίλαι ὀνομασίαι διὰ τοὺς ἀπορρίψαντας μὲν τὴν Καινοτομίαν τοῦ 1924 καὶ τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ εὑρισκομένους πάντοτε ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ εὐαγγελικοῦ ἤθους, ὡς καὶ τῆς νομίμου καὶ κανονικῆς τάξεως, καὶ ἔχοντας γνησίαν καὶ ἀδιάκοπον Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν, οἱ ὁποῖοι βεβαίως συγκροτοῦν ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῶν τὴν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, Ἥτις ἀποτελεῖ, μετὰ τὴν συνεχῶς καὶ μεγαλυτέραν ἀπομάκρυνσιν τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς Ἀληθείας, τὴν αὐθεντικὴν συνέχειαν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν σύγχρονον ἡμῶν ἐποχήν.

6. Ἡ δογματικῶς ἀναγκαία Ἐπισκοπικὴ Δομή, πρὸς συγκρότησιν καὶ συνέ-χειαν τῶν κατὰ τόπους Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐξησφαλίσθη, χάριτι Θεοῦ, εἴτε διὰ προσχωρήσεως ἐκ τῆς Καινοτομίας Ἀρχιερέων εἰς Αὐτάς κατόπιν βεβαίως Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας, εἴτε διὰ χειροτονίας Ἐπισκόπων ἐκ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς ἐν τῇ Διασπορᾷ, ἐχούσης ἀναμφισβήτητον Ἀποστολικὴν Διαδοχήν, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ἡ Κανονικότης τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἀποδεδειγμένη καὶ βεβαιουμένη, ἀπρόσβλητος καὶ ἀναντίρρητος, θεοσημείαις δὲ ἐπικεκυρωμένη.

*  *  *

ΣΤ’. Ἡ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν
         
1. Εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν µετανοούντων αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, αἱ Οἰκουµενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀκριβείας, ἐφήρµοσαν κατὰ καιροὺς καὶ τὴν λεγομένην ἀρχὴν τῆς Οἰκονοµίας, μίαν δηλαδὴ Κανονικὴν καὶ Ποιµαντικὴν πρᾶξιν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται πρόσκαιρος ἀπόκλισις ἀπὸ τοῦ γράμματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἄνευ παραβιάσεως τοῦ πνεύµατος Αὐτῶν.

2. Ἐν τούτοις, ἡ Οἰκονοµία δὲν δύναται ποτὲ βεβαίως καὶ εἰς οὐδεμίαν περί-πτωσιν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀμνήστευσιν οἱασδήποτε ἁµαρτίας ἢ οἱουδήποτε συµβι-βασµοῦ σχετικῶς µὲ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν», ἐφ’ ὅσον ἡ Οἰκονοµία ἀποβλέπει καθαρῶς καὶ μοναδικῶς, ἐν πνεύματι φιλανθρώπου συγκα-ταβάσεως, εἰς τὴν διευκόλυνσιν τῆς σωτηρίας ψυχῶν, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν.

3. Ἡ ἐφαρµογὴ τῆς Οἰκονοµίας κατὰ τὴν εἰσδοχὴν τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν εἰς Ἐκκλησιαστικὴν Κοινωνίαν, οὐδόλως σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὸ ὑπαρκτὸν τῶν μυστηρίων αὐτῶν, τῶν τελεσθέντων ἐκτὸς τῶν Κανονικῶν καὶ Χαρισματικῶν Ὁρίων Αὐτῆς.

4. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισεν, οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα μυστήρια ἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος.

5. Διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Οἰκονομίας ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον κατὰ τὴν εἰσδοχὴν ἐν μετανοίᾳ τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς, μεμονωμένων προσώπων ἢ Κοινοτήτων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται μὲν μόνον τὸν τύπον τοῦ ἐξ αἱρετικῶν ἢ σχισμα-τικῶν μυστηρίου, ἐὰν βεβαίως οὗτος ἔχῃ τηρηθῆ ἀνόθευτος, εἰδικῶς μάλιστα ἐν σχέσει πρὸς τὸ βάπτισμα, ζωοποιεῖ δὲ τοῦτον τὸν τύπον διὰ τῆς ἐνυπαρχούσης εἰς Αὐτὴν Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῶν φορέων τῆς ἐν Ἀληθείᾳ Χριστοῦ πληρότητος Αὐτῆς, ἤτοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.

6. Εἰδικώτερον περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισή-μους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν «ἐν γνώσει» μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν Αὕτη δὲν ἐπαναλαμβάνῃ ὁπωσδήποτε τὸν τύπον αὐτῶν εἰς τοὺς ἐν μετανοίᾳ εἰσερχομένους εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ἤδη γενομένων εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον
.
7. Εἶναι βέβαιον πάντως ὅτι, ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότης τοῦ Δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐξασθενῇ ὁ ἀρραγὴς σύνδεσμος Ὁμολογίας-Καθολι-κότητος-Κοινωνίας ἢ καὶ διαρρηγνύεται ἐντελῶς, τότε αἱ μυστηριολογικαὶ καὶ σωτηριολογικαὶ συνέπειαι εἶναι σοβαρώταται καὶ βαρύταται, προβλεπόμεναι σαφῶς ἀπὸ τὴν Ἀποστολικήν, Πατερικὴν καὶ Συνοδικὴν Παράδοσιν.

8. Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν καὶ τάσσεται ὑπὲρ τῆς Ἀκριβείας, ἀποδέχεται ὅμως καὶ τὴν χρῆσιν τῆς Οἰκονομίας ἔναντι αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν τινων (Ἱερὸς Κανὼν Α’), εἶναι σημαντικὸν νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρῆσιν καὶ τῆς Οἰκονομίας εἰς «τοὺς προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων», ὡς ἐμφαίνεται μάλιστα εἰς τὸν περίφημον 95ον Κανόνα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ ποικιλοτρόπως διάφοροι σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ Ὁμολογίας, ὡς οἱ καταδεδικασμένοι πρὸ αἰώνων Νεστοριανοὶ καὶ Μονοφυσῖται, εἴτε διὰ Χρίσματος, εἴτε διὰ Βαπτίσματος.

9. Ἐν γνώσει πάντων τῶν ἀνωτέρω,  ὡς καὶ τῶν ἰδιαιτέρων καταστάσεων εἰς ἑκάστην Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει µετὰ ἰδιαιτέρας προσοχῆς ὅσους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς ἐκ τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπιθυµοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, φροντί-ζουσα -κατὰ τὴν ἄσκησιν ὑπ’ Αὐτῆς τῆς ποιµαντικῆς προνοίας δι’ αὐτοὺς- διὰ τὸ λίαν οὐσιῶδες, ἤτοι νὰ προβοῦν οὗτοι εἰς τὴν ἐπιλογὴν αὐτῶν ἐλευθέρως, συνειδητῶς καὶ ὑπευθύνως.

10. Κατὰ γενικὸν κανόνα, οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἐκ τούτων, οἱ ἔχοντες βεβαίως βαπτισθῆ κατὰ τὸν ὀρθόδοξον τύπον, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν διὰ Χρίσματος, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς Τάξεως, συνδεδεμένης πάντοτε πρὸς τὸ Μυστήριον τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως, οἱ δὲ Κληρικοὶ ὑποβάλλουν γραπτὴν αἴτησιν καὶ ἐφ’ ὅσον αὕτη ἐγκριθῇ, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ διὰ µιᾶς εἰδικῆς Τάξεως Χειροθεσίας, συντεταγµένης πρὸς τοῦτο, εἰδικῶς διὰ τοιαύτας περιπτώσεις.

11. Εἶναι κατανοητὸν ὅτι, ἀναλόγως τῶν κατὰ τόπους καὶ κατὰ περίπτωσιν ἰδιομορφιῶν, διὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιεικεστέρας ἢ αὐστηροτέρας Τάξεως, ἀποφαί-νεται ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος ἐπὶ τῇ βάσει ὁρισθέντων συνοδικῶς κριτηρίων ἢ ἡ ἁρμοδία Σύνοδος, κατά τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρχηδόνος:

          ● «Εἰς τὸ θέµα τοῦτο οὐδένα ἐξαναγκάζοµεν οὐδὲ ἐπιβάλλοµεν νόµον, ἐφ’ ὅσον ἕκαστος Ἱεράρχης ἔχει τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἔχῃ δὲ νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».

12. Μία Μείζων Γενικὴ Σύνοδος, πανορθοδόξου κύρους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεσπίσῃ τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὰς προϋποθέσεις, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀσκῆται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἐκ διαφόρων νεοφανῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν Κοινοτήτων εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

*  *  *

Ζ’. Πρὸς σύγκλησιν Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
         
1. Κατὰ τὸν παρελθόντα εἰκοστὸν αἰῶνα, γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς προέβησαν τοπικῶς, ὅτε τοῦτο ἦτο δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθῆ, εἰς συνοδικὰς καταδίκας τόσον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσον καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ (Μασωνίας).

2. Ἐνδεικτικῶς, ἀναφέρονται αἱ καταδίκαι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῆς Ῥωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Διασπορᾷ ἐν ἔτει 1983, ὡς καὶ ἀπὸ τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν ἔτει 1998• ἐπίσης, ἡ καταδίκη τοῦ Σεργιανισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Κατακομβῶν ἐν Ῥωσίᾳ, ὡς καὶ ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ῥωσικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν Διασπορᾷ κατὰ διαφόρους καιρούς, τέλος δὲ καὶ ἡ καταδίκη τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ (Μασωνίας) ἀπό τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ἐν ἔτει 1988.

3. Αἱ Συνοδικαὶ αὗται ἐπικρίσεις, ἰδίως μάλιστα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποτελοῦν σημαντικοὺς σταθμοὺς πρὸς τὴν ὀρθὴν κατεύθυνσιν, διὰ τὴν σύγκλησιν μιᾶς Γενικῆς Συνόδου Γνησίων Ὀρθοδόξων, Ἥτις θὰ ἀποφανθῇ μετ’ ηὐξημένου κύρους περὶ τῆς Ἡμερολογιακῆς-Ἑορτολογικῆς Καινοτομίας καὶ τοῦ ἀντι-ευαγγελικοῦ καὶ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

4. Τὸ ἀναγκαῖον σήμερον εἶναι, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς κοινῆς καὶ Ὀρθῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως, ἡ ἕνωσις εἰς ἕν κοινὸν Σῶμα πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Όρθοδοξίας, προκειμένου νὰ δηµιουργηθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρὸς συγκρότησιν/σύγκλησιν Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν, πανορθοδόξου ἐμβελείας καὶ κύρους, διὰ τὴν δραστικὴν ἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὡς καὶ τοῦ ποικιλομόρφου Συγκρητισμοῦ, ἐπίσης δὲ καὶ διὰ τὴν ἐπίλυσιν ποικίλων προβλημάτων καὶ ζητημάτων πρακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς φύ-σεως, ἅτινα ἀπορρέουν ἐκ τούτων καὶ ἀπασχολοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν εἰδικῶς, ὥστε νὰ διασφαλισθῆ ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης.

5. Ἡ ἀνάγκη αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆς ἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ  τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν.

6. Οὕτως, ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέον ὅπως διακηρυχθῇ πάσῃ τῇ κτίσει, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐν ἡμῖν Μοναδικὴ Ἐλπὶς, ὡς μόνη διέξοδος ἐξ ὅλων τῶν ἀδιεξόδων «διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἀντίθεσις, ὡς ἀλληλο-αποκλειομένων, Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητισμοῦ, οἰκουμενιστικῆς καὶ σεργιανιστικῆς κατευθύνσεως, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς,  Ἀποστολικαῖς, καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις.

7. Εἴθε νὰ ἀξιωθῶμεν εἰς τὸ ἐγγὺς μέλλον, ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ ταῖς Ἁγίαις Συνόδοις, διαφυλάσσοντες δὲ ἀκαινοτόμητον τὴν ἅπαξ Παραδοθεῖσαν Πίστιν εἰς ἡμᾶς, νὰ συνδιακηρύξωμεν μὲ τοὺς Πατέρας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848:

«“Κρατῶμεν τῆς Ὁμολογίας”, ἣν παρελάβομεν ἄδολον..., ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου· ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην Ὀρθόδοξον Πίστιν. Ἀλλ’ Αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἡντιναοῦν, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ».

+
Ἀρχῆς Χορηγῷ καὶ Τέλους,
τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι,
τῇ μιᾷ τῶν Πάντων Θεότητι,
ἔστω Δόξα· ἔστω Κράτος· ἔστω Τιμή·
νῦν καὶ ἀεί,
καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!


Πηγή: http://www.ekklisiastikos.gr/


-ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ 2007 ΚΑΒΑΛΑ

Θέμα: Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τό σκηνικό τοῦ Γολγοθᾶ

 Τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Γ.Ο.Χ. Χριστιανουπόλεως κ. Γρηγορίου


Σεβασμιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἃγιε Ἀττικῆς καί Βοιωτίας κ.Χρυσόστομε, Σεβασμιώτατε ἅγιε Θεσσαλονίκης κ.Μάξιμε,Τίμιον πρεσβυτέριον, κύριοι ἐκπρόσωποιτῆς πολιτείας, κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί.
Σᾶς καλωσορίζουμε μέ ἰδιαίτερη χαρά στήν ἀποψινή μας ἐκδήλωση καί εὐχόμεθα αὐτή νά φέρει πνευματική καρποφορία καί πνευματικούς προβληματισμούς.
Ἐπιλέξαμε τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως γι’ αὐτήν τήν ἐκδήλωση γιά δύο κυρίως λόγους. Πρῶτον, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει, στό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν δύναμη καί τήν χάρη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τόν ὁποῖο ὑψώνει πρός προσκύνησιν,ὥστεἐμεῖς οἱ Χριστιανοί νά ἀντλήσουμε δύναμη καί θάρρος γιά νά συνεχίσουμε τόν πνευματικό μας ἀγώνα μέ μεγαλύτερο ζῆλο καί περισσότερη προσήλωση. Ἐπίσης ὅσοι ἀπό ἐμᾶς, λόγω τῶν ἀδυναμιῶν μας, ὑποπέσαμε σέ σφάλματα ἤ λόγω ραθυμίας δέν ξεκινήσαμε ὅπως θά ἔπρεπε τόν πνευματικό ἀγώνα, νά ζητήσουμε μέ πίστη τήν Χάρη τοῦ Σταυροῦ καί νά εἰσέλθουμε - ἔστω ἀργοπορημένοι - στόν στῖβο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν ἑορτάζει σήμερα τήν Χάρη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὡς ἀνάμνηση τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διά αὐτῆς τῆς ἀναμνήσεως ἐνεργοποιεῖται ἐσωτερικά ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση. Αὐτό μέ ἁπλά λόγια σημαίνει ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε ὑπέρ ἡμῶν, ἔτσι καί ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, σταυρώνω τόν ἑαυτό μου γιά τόν συνάνθρωπο, θυσιάζομαι ὅπως Ἐκεῖνος χωρίς νά ζητῶ ἀντάλλαγμα, σταυρώνω τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες μου, ὅπως Ἐκεῖνος σταυρώθηκε γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καί –τό κυριότερο- δέν ζητῶ πρόωρη ἀποκαθήλωση, διότι ἐάν συμβεῖ κάτι τέτοιο, ἀκυρώνεται καί ἡ ἀνάστασή μου, δηλαδή ἡ σωτηρία μου. Καί τί ἀναμένω; Ἀναμένω θάνατο σταυρικό ἐπάνω στόν προσωπικό μου Γολγοθᾶ, πού νά εἶναι σύμφωνος μέ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τό δικό μου. Νά σταυρωθῶ καί νά πεθάνω, ὅπως θέλει Ἐκεῖνος.

Ἑορτάζει,λοιπόν σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τήν Χάρη καί τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀφ’ἑνός γιά νά τήν ἐπιζητοῦμε πρός συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνατῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί άφ’ ἑτέρου γιά νά ὑπομένουμε στόν προσωπικό μας Γολγοθᾶ τόν σταυρό τῆς σωτηρίας μας. Δεύτερον, ἐπιλέξαμε τήν ἡμέρα αὐτή γιά νά τονίσουμε ὅτι τό σκηνικό τοῦ Γολγοθᾶ σήμερα ἐπαναλαμβάνεται. Ὁ Ἐσταυρωμένος, οἱ συσταυρωθέντες ληστές καί οἱ σταυρωτές ἐκπροσωποῦν ἀναλόγως ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ταυτίζονται μέ τούς συσταυρωθέντες ληστές, ἄλλοι πεθαίνουν ἐπάνω στόν σταυρό ὁμολογοῦντες τόν Χριστό -ὅπως ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής- ἐνῶ ἄλλοι πεθαίνουν ἀρνούμενοι τόν Χριστό -ὅπως ὁ ἐξ εὐωνύμων. 
Ὁ Ἐσταυρωμένος–σήμερα καί=ἀνά τούς αἰῶνες- ἔχει ἐκπροσώπους τούς Ἁγίους του, ἐνῶ οἱ σταυρωτές πού σταυρώνουν καί διώκουν τήν ἀλήθεια, πού σταυρώνουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τούς Ἁγίους Του, εἶναι συνήθως οἱ ἰσχυροί τοῦ κόσμου τούτου.
Πρίν ὅμως ἀχοληθοῦμε μέ τό γεγονός τοῦ Γολγοθᾶ εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε
στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Τό τονίζουμε αὐτό διότι ὅταν τό μυστήριο αὐτό βιωθεῖ μέ ὀρθό τρόπο, τότε καθορίζει καί τόν ὑγιῆ ρόλο τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ, ζυμώνει, πλάθει καί μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ἁμαρτωλό σέ ἅγιο, ἀπό ἀρνητή σέ ὁμολογητή καί ἀπό σταυρωτή σέ ἐσταυρωμένο, ὅπως συνέβη μέ τόν ἑκατόνταρχο σταυρωτή Λογγίνο, ὁ ὁποῖοςἀργότερα σήκωσε τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου.
Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ λέγεται μυστήριο διότι δέν προσεγγίζεται μέ τήν λογική, δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ μέ τήν φαντασία καί τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Μπορεῖ ὅμως νά ἀποκαλυφθεῖ καί νά ἐνεργήσει σέ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού ζητοῦν τήν Χάριν Του καί τήν δύναμή Του, σέ ἐκείνους πού σταυρώνουν τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες τους.
Ἄς δοῦμε τί λέει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στόν ΙΑ΄ λόγο του. Ἀναφερόμενος στόν Τίμιον καί Ζωοποιό Σταυρό λέγει ὅτι ὁ Σταυρός ἔχει ἐνέργεια καί αὐτή ἡ ἐνέργεια εἶναι τριπλῆ: Πρώτη ἐνέργεια εἶναι ἡ φυγή ἀπό τόν τόπο τῆς ἁμαρτίας,
δεύτερη ἐνέργεια εἶναι ἡ φυγή τῆς ἁμαρτἰας μέσα ἀπό τήν καρδιἀ τοῦ ἀνθρώπου καί τρίτη ἐνέργεια εἶναι ἡ θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Σταυροῦ. Σέ αὐτή τήν τριπλῆ ἐνέργεια θά ἀναφερθοῦμε μέ ἁπλά παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμαἀποτελεῖ ὁ Μωυσῆς καί ὃλος ὁ Ἰουδαικός λαός, ὅταν ἦταν στήν Αἴγυπτο κάτω ἀπό τόν ζυγό τοῦ Φαραῶ σέ συνθῆκες ὑποδούλωσης καί σκλαβιᾶς. Κατά παρόμοιο τρόπο ὑποδούλωση καί σκλαβιά ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν τόπο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Μωϋσῆς καί ὅλος ὁ Ἰουδαϊκός λαός φεύγει ἀπό τήν γῆ τῆς σκλαβιᾶς πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐνέργεια.
Ἡ ἐνέργεια αὐτή ἐπιδρᾶ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει νά φύγει ἀπό τόν τόπο τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς καίὁλόκληρος ὁ Ἰουδαϊκός λαός, νά πραγματοποιήσει μία ἡρωική φυγή, ἔτσι ὥστενά ξεφύγει ἀπό τά μέρη ἐκείνα πού προσφέρουν ἄφθονη ἡδονή καί ἰκανοποίηση παθῶν,
πού ἀλλοιώνουν καί ἀμαυρώνουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο. Ἑπομένως εἶναι ἀναγκαία ἡ φυγή μας ἀπό τόν τόπο τῆς ἁμαρτίας μέ σύμμαχο τόν Τίμιο καί ζωοποιό Σταυρό.
Μετά τήν ἔξοδο καί κατά τήν πορεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας
ἀποκαλύπτεται ἡ δεύτερη ἐνέργεια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πού εἶναι ἡ φυγή τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς δοῦμε τώρα ἕνα ἀκόμη ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἀπό τά πολλά πού μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ὁ Μωυσῆς μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν γῆ τοῦ Φαραώ κλήθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἀνεβεῖ εἰς τό ὄρος. Ἐκεῖ τοῦ ζητᾶ ὁ Θεός νά λύσει τά ὑποδήματά του, δηλαδή τά σανδάλια του,διότι ἡ γῆ πού πατᾶ εἶναι ἁγία. Ἀλληγορικά αὐτή ἡ πράξη σημαίνειὅτι, ὅπως ὁ Μωυσῆς ἔβγαλε τά ὑποδήματά, του ἔτσι πρέπει ὁ καθ’ ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά ἀποθέσει, νά βγάλει ἀπό μέσα του τόν παλαιόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας γιά νά περπατήσει πλέον χωρίς πάθη καί ἐπιθυμίες σαρκός πρός τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεοπτίας. Ὅπως βγάζει κάποιος τά ὑποδήματά του, ἔτσι προτρέπεται νά ἀποβάλλει ἀπό μέσα του τήν ἁμαρτία τό φρόνημα τῆς σαρκός. Μία πράξη ἐξωτερικά πολύ ἁπλῆ, δύσκολη ὅμως στήν πνευματική της διάσταση.
Ὁ Μωυσῆς ἦταν ἤδη κεκαθαρμένος στήν καρδιά καί στόν νοῦ του καί ἡ πράξη τῆς λύσης τῶν ὑποδημάτων του ἦταν άλληγορική, ὅπως ἑρμηνεύθηκε ἀργότερα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες.
Πραγματοποιήθηκε κυρίως γιά ἐμᾶς ὡς προτύπωση γιά τόν πνευματικό μας ἀγῶνα, διδάσκοντας ὅτι πρέπει νά ἀποβάλλουμε μέ τήν ἄσκηση καί τήν μυστηριακή ζωή τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός γιά νά μπορέσουμε ταυτόχρονα νά προσεγγίσουμε τό Θεῖο. Πρέπει νά ἀποκτήσουμε σάν τόν Μωυσῆ καθαρή καρδιά καί νοῦ, διότι μόνον ἐάν ἐπιτευχθεῖ αὐτό, ἀποκαλύπτεται καί ἡ τρίτη ἐνέργεια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ὁ Μωυσῆς, ὅταν εἶδε τήν ἄφλεκτον βάτον ἡ ὁποίαἦταν ἡ προτύπωση τῆς Παναγίας,
εὑρίσκετο σέ κατάσταση θεώσεως καί ἔτσιγνώρισε τά μυστήρια περί τῆς Βασιλείαςτῶν Οὐρανῶν.
Ἐδῶ εἶναιἡ τρίτη ἐνέργεια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀποκαλύπτεταιἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός. Εἶναι ἡ φωτιά πού φλέγει τήν βάτο ἀλλά ὅμως δέν τήν καίει, δέν τήν κάνει στάχτη. Εἶναι ἐνέργεια που γνωρίζει στόν ἄνθρωπο τά μυστήρια περί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τόν καθιστᾶ ταυτόχρονα ἑρμηνευτή τῶν γραφῶν. Εἶναι ἐκείνη πού ἔχει καταστήσει τόν ἄνθρωπο ἅγιο πού τόν φωτίζει τί ἀκριβῶς πρέπει νά ἐφαρμόζει ὄχι μόνο γιά τήν δική του σωτηρία, ἀλλά καί γιά ὅλου τοῦ κόσμου, σάν ἕνας σύγχρονος Μωυσῆς.
Ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τόν ἄνθρωπο πού ἀγωνίζεται. Βρίσκεται διαρκῶς ἐκ δεξιῶν του ἵνα μή σαλευθῆ, ὅπως λέγει καί ὁ Προφήτης Δαϋίδ. Πολλές φορές θαυματουργεῖ γιά νά τόν στηρίξει στόν ἀγῶνα του γιά νά συνεχίσει τήν πορεία του, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη στό πρῶτο παράδειγμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἀναφέραμε.
Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ Μωϋσῆς βρίσκεται σέ ἀδιέξοδο ἀπέναντι στήν Ἐρυθρά θάλασσα κατά την ἔξοδο αὐτοῦ καί ὅλου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τότε μέ τό ραβδί του σημειώνει κάθετα τήν θάλασσα καί αὐτή ἀνοίγει καί ἐν συνεχείᾳ, μετά τήν διαπέραση, χαράζει ὀριζοντίως τήν θάλασσα καί αὐτή ἐπανέρχεται στήν φυσιολογική της κατάσταση. Ὁ Θεός θαυματουργεῖ μέ τόν Σταυρό ἀμέσως μετά τήν ἔξοδό τους. Ὅταν οἱ Ἰουδαίοι δέν εἶχαν νερό μέσα στήν ἔρημο σταυροειδῶς ὁ Μωυσῆς σημειώνει μέ τό ραβδί του μία πέτρα καί τότε ἄφθονο νερό ἀναπηδᾶ μέσα ἀπό αὐτή.
Πῶς ὅμως ἐμεῖς σήμερα θά μπορέσουμε νά ἀποκτήσουμε τήν ἴδια πνευματική ἐμπειρία τοῦ Μωυσῆ; Εἶναι πράγματι δύσκολο νά ἀνταποκριθεῖ ὁ σημερινός ἄνθρωπος μέ πνευματικό τρόπο στίς καθημερινές προκλήσεις πού δέχεταιἀπό τό περιβάλλον πού ζεῖ. Μπορεῖ ὅμως μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ νά κατορθώσει πράγματα τά ὁποῖα μοιάζουν ἀκατόρθωτα, νά ὑπερβεῖ τά ὄρια του καί νά θαυμάσει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ.

Αὐτό εἶναι ἐν συντομίᾳ τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τοῦτο ἀποκαλύπτεται μέ τήν τριπλῆ ἐνέργεια Του. Ἐνεργοποιεῖται σήμερα στόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀναζητᾶ πραγματικά τήν σωτηρία του, σέ ἐκεῖνον πού εἶναι ἔτοιμος νά συναντήσει τόν Χριστό μέ ὁποιαδήποτε θυσία καί ἄς ἔχει πορεία ἐρημική μέσα στόν κόσμο.
Τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ εἶναι θεῖο καί προσκηνητό. Γι’ αὐτό καί πραγματοποιεῖται σέ ὅλα τά μυστήρια. Σταυρώνεται τό νερό τῆς κολυμβήθρας, σταυροειδῶς χρίεται ὁ νεοφωτισθείς, σταυρώνονται οἱ βέρες, τά στέφανα, τό λάδι, τό νερό, ἀκόμα καί στό δι’ εὐχῶν, πάλι πραγματοποιεῖται τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καί ὅλα αὐτά διότι τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦεἶναι σφραγίδα σεβάσμια, ἁγιαστική καί τελειωτική ὅλων τῶν θαυμασίων καί ἀνεκφράστων ἀγαθῶν τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν Θεόν.
Ἡ δύναμις καί ἡ Χάρις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὀφείλεται στόν Ἐσταυρωμένο καί διά τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐνεργεῖται καί τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ. Ὅταν λοιπόν παρακαλοῦμε τήν χάρη καί τήν δύναμη του Τιμίου Σταυροῦ, ταυτόχρονα φέρουμε καί στόν νοῦ μας τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο μας, ὁ ὁποῖος διά τοῦ Σταυροῦ «χαράἐν ὅλῳ τῶ κόσμω γέγονε».
Ὁ Ἐσταυρωμένος καί τό σκηνικό τοῦ Γολγοθᾶ δέν ἦταν τυχαῖο γεγονός. Ἐκεῖ κορυφώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἐκεῖ καταργήθηκε ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ἐπάνω στόν Σταυρό σταμάτησε ὁ παλαιός αἰώνας τῆς ἁμαρτίας καί ξεκίνησε ὁ νέος αἰώνας τῆς ζωῆς καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό σκηνικό τοῦ Γολγοθᾶ δέν ἀποκαλύπτει μόνο τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Θεανθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο ἀλλά ὅπως προαναφέραμε ἀποτυπώνει καί ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Ἐσταυρωμένος, οἱ συσταυρωθέντες ληστές καί οἱ σταυρωτές, ἀντιπροσωπεύουν καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς ἀνάλογα μέ τό πῶς διάγουμε τήν ἐν Χριστῶ ζωή μας.
Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια βλέπουμε μετά τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή νά διώκονται ὅσοι ἐπίστευαν καί ἐκήρυττον τόν Χριστόν. Πρώτοι μιμηταί τοῦ Ἐσταυρωμένου ἦταν οἱ μαθητές Του. Ἀργότερα οἱ μεταποστολικοί Πατέρες, κατά τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ὁμολόγησαν καί μαρτύρησαν τήν ἀλήθεια, τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, τήν αἰώνια ζωή, τόν Χριστόν.
Παράλληλα στόν ἀντίθετο ρόλο ἦταν οἱ σταυρωτές. Στήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ σταυρωτές ἦσαν οἱ ἄνθρωποι πού γνώριζαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τούς νόμους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκηςἀλλά σέ συνεργασία μέ τούς ἀνθρώπους πού δέν γνώριζαν τίς ἐντολές καί τόν νόμον,δηλαδή τούς Ἐθνικούς- τούς εἰδωλολάτρες- σταύρωσαν τήν ἀλήθεια, σταύρωσαν τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, διότι τό θέλημά τους ἦταν ἀντίθετο μέ τό Θέλημα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Σταύρωσαν τήν Ἀλήθεια γιά τό χατήρι τῆς δικῆς τους ψεύτικης ἀλήθειας.
Αὐτό τό γεγονός, διά μέσουτῶν αἰώνων ἐπαναλαμβάνεται ἕως καί σήμερα ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας- τόν πρῶτο αἰῶνα- καί σέ ὅλη τήν διαδρομή τῶν 2000 χιλιάδων περίπου ἐτῶν, βλέπουμε τόν Χριστόν καί τήν Ἐκκλησία Του νά ξανασταυρώνεται διαρκῶς σάν νά εἶναι μία διαδικασία ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη. Γιατί ἄραγε; Διότι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μονόδρομη πορεία. Πορεία Γολγοθᾶ μέ κορύφωση τήν σταύρωση, τόν θάνατο, τήν ἀποκαθήλωση, τήν ταφή καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά μιμηθοῦμε τόν Χριστόν γιά νά ἔχουμε ὑγιῆ ρόλο μέσα στήν κοινωνία, ἔτσι ὥστε νά τολμοῦμε νά ἀντιστεκόμαστε στό ἰσχυρό ρεῦματῆς ἁμαρτίας καί στούς σταυρωτές τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. 

Δυστυχῶς σήμερα στίς ἀρχές τοῦ 21ουαἰώνα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βάλλεται ἀπό πολλές πλευρές ὅπως καί στόν αἰώνα πού παρῆλθε. Οἱ σκέψεις πού θά ἀκολουθήσουν λέγονταιχωρίς φανατισμό πρός χάριν τῆς ἀληθείας διότι πολλοίἀμαυρώνουν τόν ρόλο τῶν παλαιοημερολογιτῶν χαρακτηρίζοντάς τους γραφικούς, ἀναχρονιστικούς σχισματικούς ἀκόμα καί αἱρετικούς.
Κρίνεται σκόπιμο σέ αὐτό τό σημεῖο νάἀναφέρουμε γεγονότα ὅπως τά κατέγραψε ἡ
ἐκκλησιαστικήἱστορία γιά νά διαπιστώσουμε στήν πορεία τοῦ λόγου μας ὅτι πράγματι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δοκιμάζεται. Τό 1924 ἔγινε ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου μέ αὐθαίρετο τρόπο. Ὅμως τό ζήτημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου δέν εἶναι ζήτημα χρόνου καί ἡμερομηνίας διά τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν, ἀλλά ζήτημα ἑνότητος καί συμμαχικῆς παρατάξεως καί ἀμύνης τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τῆς αἱρέσεως καί τῆς κακοδοξίας, τῆς ἐκπροσωπουμένης ὑπό τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις δι’ ὅλων τῶν μέσων καί διά πάσης θυσίας ἐπιδιώκει νά καταρρίψῃ τό ἕν μετά τό ἄλλο τά προπύργια τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἵνα ἐν τέλει συλήσῃ καί αὐτόν τόν τιμαλφῆ μαργαρίτην τῆς Ὀρθοδοξίας.
Διότι τό Ἐκκλησιαστικόν ἡμερολόγιον δέν σκοπεῖ νά καθορίσῃ τήν ἀκρίβειαν τοῦ χρόνου, τοῦθ’ ὅπερ εἶναι ἔργον τῶν Ἀστρονόμων καί τῶν Μαθηματικῶν, ἀλλά νά συγκρατῆ τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἐξωτερικήν ἑνότητα διά τοῦ ταυτοχρόνου ἑορτασμοῦ τῶν ἑορτῶν καί τῆς ταυτοχρόνου τηρήσεως τῶν νηστειῶν, συνέχον ἅμα καί τόν δεσμόν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ ὅλων τῶν πιστῶν, γράφει στό «Ὑπόμνημα ἀπολογητικόν ὑπέρ ἀναστηλώσεως τοῦ Πατρίου
Ἑορτολογίου» ὁ ἀοίδημος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος.
Ὁ στόχος λοιπόν τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου ἦταν νά διασπασθοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι καί νά ἐκφραγκευθοῦμε σταδιακά, χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦμε. Θά μποροῦσεἡ Ἐκκλησία νά μήν ἀλλάξει τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιοἀλλά μόνο τό πολιτικό ἡμερολόγιο. Ὅπως διαπιστώνουμε, τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τῶν προγόνων μας ἐπαληθεύθηκε καί σήμερα ἐμεῖς δικαιωνόμαστε πού ἀκολουθοῦμε τό Ἐκκλησιαστικό Ἑορτολόγιο.
Ὅταν ἔγινε ἡ ἀλλαγή, ὅσοι ἀπό τούς χριστιανούς παρέμειναν ἀπαρασάλευτοι στό παλαιό, εἶδαν νά σφραγίζονται οἱ Ἱεροί Ναοί τους, νά διώκονται, νά καθαιροῦνται καί νά ἀποσχηματίζονται ἱερεῖς τους, νά παρεμβαίνουν βιαίως ἀστυνομικές δυνάμεις. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε.Σκοτώθηκε ἀπό χτύπημα ἀστυνομικοῦ μέ ὑποκόπανο ἡ Αἰκατερίνη Ρούτη 26 ἐτῶν, μητέρα τριῶν παιδιῶν, ἐνῶ προσπαθοῦσε νά προστατέψει τόν ἱερέα τους, γιά νά μήν συλληφθεῖ. Παλαιοημερολογίτης ἱερέας στήν Λαμία, δεμένος πίσω ἀπό ἕνα ἄλογο σύρθηκε στούς δρόμους, ἐνῶ ὁ λαός ἀπειλεῖτο ὅτι ἐάν ἀκολουθοῦσε τό Παλαιό Ἑορτολόγιο θά εἶχε τήν ἴδια τύχη.
Πυροσβεστικές διέλυαν τά πλήθη τῶν πιστῶν πού συνέρρεαν σέ κοινές προσευχές καί πνευματικές συνάξεις μέ μελάνι καί καυτό νερό.
Ὅμως τό φρόνημα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ἐνισχυόταν μέ θαύματα, κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐμφάνιση τό 1925 τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν Οὐρανό, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας ἐπί τῆ ἑορτῆ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στόν Ὑμηττό. Τόν φωτεινό Σταυρό εἶδαν πάνω ἀπό 2.000 πιστοί πού συμμετεῖχαν στήν ἀγρυπνία, ἐνῶ ἦτο ὁρατός στά περίχωρα καί στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν πλέον τῆς ἡμίσειας ὥρας. Τό γεγονός δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα ΣΚΡΙΠ.
Διωγμοί ἐπαναλαμβάνονται καί μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο κατά τό 1950-54 ἀπό τόν τότε ἀρχιεπίσκοπο τῆς κρατούσηςἘκκλησίας. Ναοί σφραγίζονται καί πάλι, κληρικοί ἐξορίζονται, ἀποσχηματίζονται, ξυρίζονται, διαπομπεύονται γυμνοί, μόνοι μέ τά ἐσώρουχα στούς κεντρικούς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν, παραπλεύρως τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.|
Στόν Πειραιά, Μεγάλη Παρασκευή τοῦ 1954, ἀστυνομικές δυνάμεις κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τόν Ἐπιτάφιο τῶν παλαιοημερολογιτῶν καί συνέλαβαν πολλούς πιστούς ἐπειδή πραγματοποίησαν περιφορά, ἐνῶ στήν Φθιώτιδα, πάλι μέ τήν βοήθεια ἀστυνομικῶν δυνάμεων νεοημερολογίτης μητροπολίτης εἰσῆλθε ἐντός ἱεροῦ ναοῦ κατά τήν διάρκεια θείας λειτουργίας παλαιοημερολογίτου κληρικοῦ ἀνέτρεψε τό Ἅγιο Ποτήριο ρίχνοντας στό δάπεδο τήν θεία κοινωνία, τό σώμα καί τό αἵμα
τοῦ Κυρίου ἩμῶνἸησοῦ Χριστοῦ.
Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ἐδῶ ὅτι μόλις 40 χρόνια, πρίν ἀναγνωρίσθηκαν καί καταχωρίζονται τά μυστήρια τῶν κληρικῶν μας στήν Ἑλλάδα, ἐνῶ ἐλάχιστα χρόνια πρίν ἀναγνωρίζονται καί καταχωρίζονται τά μυστήρια τῶν ὁμογενῶν κληρικῶν μας. Ἀκόμα καί σήμερα ὅμως δέν μποροῦμε νά χτίσουμε Ἱερό Ναό ἀτελῶς, ὅπως χτίζεται π.χ. ἕνα τζαμί. Ἕνα ἄλλο σοβαρό ζήτημα ἐπίσης, πού ἀποτελεῖ καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μας, εἶναι ὅτι ἀκόμα καί σήμερα ὁ παλαιοημερολογίτης δέν ἔχει δικαίωμα νά φοιτήσει σέ ἐκκλησιαστικό λύκειο, διότι τό ἀπαγορεύει Βασιλικό διάταγμα τοῦ 1956, τό ὁποῖο, ἄν καί ἀναθεωρήθηκε τό 1993 ἀπό τήν τότε κυβέρνηση, διατηρεῖ τήν ἀπαγόρευση.

Τέλος, λίγους μῆνες πρίν, στήν Κάλυμνο ὁ ἐκεῖ Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου εἰσέβαλε αὐθαίρετα, μέ τήν βοήθεια τῆς ἑλληνικῆς ἀστυνομίας σέ ναό στόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά χοροστατήσει Ἐπίσκοπος τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου καί ἐπεδίωξε νά ἐκβάλει ἀπό τό θυσιαστήριο τόν παλαιοημερολογίτη ἱερέα. Τό συμβάν περιγράφεται ἀναλυτικά στήν ἱστοσελίδα μας.
Ὅλη αὐτή ἡ διαδρομή στό παρελθόν ἕως καί σήμερα δέν ἔχει ὡς στόχο νά φανατίσει ἤ νά ἐξάψει πάθη ἀλλά νά ἐκφράσει τόν πόνο μας καί τά ἀναπάντητά μας γιατί. Παρηγορούμεθα ὅμως διότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σταυρώνεται καί σταυρωτές της συνήθως εἶναι αὐτοί πού γνωρίζουν τήν ἀλήθεια καί ταυτόχρονα εἶναι οἱ ἰσχυροί τοῦ κόσμου τούτου, ἡ ἐξουσία. Τά λόγια αὐτά δέν ἀποτελοῦν προσωπική αἰχμή ἐναντίον οὐδενός. Θά ἤθελα νά χρησιμοποιήσω τήν λέξη παρακαλῶ. Παρακαλῶ δεῖτε τόν ἀγώνα μας παρακολουθεῖστε τήν διαδρομή μας στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, δεῖτε τούς κόπους καί τίς θυσίες μας, προβληματισθεῖτε.

Ἐμεῖς ὥς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι πρέπει νά εἴμαστεἑνωμένοιἐν τῶ συνδέσμῳ τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης καί ὄχι διηρημένοι, διότι ἔτσι κάνουμε τό χατήρι ὄχι μόνο τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ διαβόλου. Μόνο μέ τήν ἀγάπη καί ἑνωμένοι μέ τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, τήν Ἐκκλησία Του, ἀκολουθώντας τήν πορεία τοῦ Ἐσταυρωμένου πρός τόν Γολγοθᾶ μποροῦμε νά ἀλλάξουμε τόν κόσμο.

Πολλές φορές στήν νεώτερη ἱστορία μας ἔχει συμβεῖ παράλληλα σχεδόν μέ τήν σταύρωση τῆς Ἐκκλησίας νά σταυρώνεται καί ὁ ἑλληνισμός. Τό 1922 ἡ Ρωμηοσύνη ξεριζώνεται ἀπό τήν Μ. Ἀσία καί τόν Πόντο, καί σήμερα ἐκεῖ, στίς ἀλησμόνητες πατρίδες, γιά Ὀρθοδοξία καί ἑλληνισμό μιλοῦν μόνο τά διασωθέντα μνημεῖα, ἐνῶ δύο περίπου χρόνια μετά τό 1924 πλήττεται καί ἡ Ἐκκλησία μας μέ τόν διχασμό παλαιοῦ καί νέου ἑορτολογίου. Ἐπίσης τό 1955 διαδραματίζονται στήν Πόλη 6-8 Σεπτεμβρίου τά Σεπτεμβριανά, ὅπου δεκάδες Ἕλληνες σκοτώθηκαν τραυματίσθηκαν ἔμειναν ἀνάπηροι ἀναγκάσθηκαν νά κάνουν περιτομή, 73 Ἐκκλησίες καταστράφηκαν, 23 σχολεία, 4350 καταστήματα, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεῖα, 21 ἐργοστάσια καί πάνω ἀπό 1000 κατοικίες ἐνῶ λίγο πρίν κατά τό 1950-54 διώκονταν στήν Ἑλλάδα ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου. 

Ἡ σταύρωση τῆς Ρωμηοσύνης συνεχίσθηκε στήν Ἴμβρο καί Τένεδο το 1964 καί στήν
Κύπρο μέ τόν Ἀττίλα τό 1974.
Ἡ πορεία πρός τόν Γολγοθᾶ συνεχίζεται καί σήμερα. Εἶναι λυπηρό καί ἀδιανόητο ὁ
Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά διώκει 105 Ἕλληνες Ἁγιορεῖτες Μοναχούς –συγκεκριμένα τῆς Ἱερᾶς ΜονῆςἘσφιγμένου- νά τούς στερεῖ τά πρός τό ζῆν, νά κατάσχει περιουσιακά της στοιχεία, νά ἀπαιτεῖ ἀπό τήν ἑλληνική κυβέρνηση νά συνδράμει πρός τοῦτο, μέ βίαιηἀστυνονική ἐπέμβαση.
Δυστυχῶς, ὅσο μᾶς ἐμπνέει ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ ἱστορικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἄλλο τόσο μᾶς ἀπογοητεύει ὁ ρόλος τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἀγκαλιάζει τόν Πάπα, ταυτόχρονα διώκει Ἕλληνες Ὀρθοδόξους μοναχούς ἐπειδή δέν τόν μνημονεύουν.
Εἶναι γνωστό ὅτιἡ Ἱ.Μ. Ἐσφιγμένου δέν μνημονεύει τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἀπό τό 1924 μέ τήν μεταρρύθμιση τοῦ ἡμερολογίου, ἐνῶ ἀπό τό 1974 ἔχει παύσει τήν πνευματική ἐπικοινωνία διά λόγους πίστεως. Σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες ἡ ἐν λόγω Ἱερά Μονή ἔχει τό δικαίωμα αὐτό, τό ὁποῖο καί ἀσκεῖ. Ἐπίσης δέν ἀποδέχεται χρήματα ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, διότι ἀφ’ ἑνός κρίνει ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά εἰσπράξει ἀπό τήν Δύση χρήματα καί ἀφ’ ἑτέρου θεωρεῖ ὅτι οἱ εἰσφορές τῶν πιστῶν ἱκανοποιοῦν ἐπαρκῶς καί τίς ἀνάγκες τῶν μοναχῶν καί τήν συντήρηση ὅλων τῶν κειμηλίων μέ ὑποδειγματικό τρόπο.

Ὁ Πατριάρχης σήμερα διορίζει μοναχούς ἐκτός μονῆς γιά λογαριασμό τῆς μονῆς –χωρίς νά ἔχουν διατελέσει μοναχοί σέ αὐτήν- καί ἡγούμενο πού δέν εἶναι κἄν Ἁγιορείτης μέ τήν δικαιολογία ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό τοῦ ἐπισήμου ἀλλά καί παρανόμου διορισμοῦ θά διεκδικήσει τά εὐρωπαϊκά κονδύλια. Ἡ νέα διορισθεῖσα ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ἀριθμεῖ πέντε μοναχούς εἰσπράττει τό ποσό τῶν 15.000 χιλ εὐρώ μηνιαίως ἀπό ἐνοίκια ἀκινήτων τῆς Μονῆς, τά ὁποῖα θά ἔπρεπε νά εἰσπράττει ἡ ἐντός αὐτῆς ἐγκαταβιοῦσαἀδελφότητα.

Δέν μπορεῖ ἀπό τήν μία πλευρά ὁ Πατριάρχης νά διαμαρτύρεται γιά τήν καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τοῦ Πατριαρχείου μας στήν Τουρκία, ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζεται ἡ νομική του προσωπικότητα καί κατάσχονται ἀπό τό Τουρκικό κράτος περιουσιακά στοιχεία τοῦ Πατριαρχείου, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἲδιος νά κάνει τά ἴδια στούς Ἐσφιγμενίτες νά τούς στερεῖ τήν νομική προσωπικότητα τῆς ἀδελφότητάς τους καί νά κατάσχει περιουσιακά στοιχεία τους. Τό πρόβλημα εἶναι δαιδαλῶδες καί σύνθετο καί ἅπτεται νομοκανονικῶν καί δογματικῶν θεμάτων.
Ἐμεῖς σκεπτόμενοι χριστιανικά καί πνευματικά πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτές δέν ἔχουν τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίο Πνεύματος, δέν ἐκφράζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στεροῦνται τῆς στοιχειώδους ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας. Θεωροῦμεἐπίσης ὅτι οἱ μέχρι στιγμῆς ἐπιλογές τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου σέ συνδυασμό μέ τήν στάση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως εἶναι ἀτυχεῖς,θά ὁδηγήσουν τήν κρίση σέ μεγαλύτερη κλιμάκωση καί θά βλάψουν τά συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτό καί κάνουμε ἔκκληση νά σταματήσει ἡ ἐφαρμογή τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυροτέρου.

Ἐμεῖς, ὡςἘκκλησίαστηρίζουμετήνἀδελφότητατῆςἹερᾶςΜονῆςἘσφιγμένουκαίτόν
καθηγούμενοαὐτῆςκ.Μεθόδιο, διότιταυτιζόμεθαἀπολύτωςστάθέματατῆςπίστεως,στήν
παρακαταθήκηπούμᾶςἄφησανοἱἅγιοιΠατέρες. Εἴμαστε μακριά ἀπό τήν αἵρεση πού κηρύττει τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν καί κοντά στούς Ἐσφιγμενίτες πατέρες, διότι ἡ πορεία μας ἔχει κοινούς στόχους. Ἐπιδιώκουμε τήν ψυχική θεραπεία μας κοντά στόν Χριστό καί τήν σωτηρία μας μέσα στήν Μία Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία τήν ὁποία καίὑπηρετοῦμε.
Θά ἤθελα νά ὁλοκληρώσω τό σκηνικό τοῦ Γολγοθᾶ μέ τούς συσταυρωθέντες ληστές. Ὅπως προαναφέραμε τό ρόλο τοῦ Ἐσταυρωμένου τόν ἔχουν σήμερα οἱ ἐξαιρέσεις, οἱ λίγοι, δηλαδή οἱ ἅγιοι καί τόν ρόλο τοῦ σταυρωτοῦ οἱ πολλοί. Ὅμως τόν ρόλο τῶν συσταυρωθέντων ληστῶν τόν ἔχουν οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς σήμερα.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε γύρω ἀπό τόν Χριστό. Ὁ κάθε ἕνας ἔχει τόν δικό του σταυρό.
Ὅλοι εἴμαστεἁμαρτωλοί. Οὐδείς ἐξαιρεῖται ἀπό αὐτόν τόν κανόνα, διότι οὐδείς δύναται νά ζήσει σέ αὐτόν τόν κόσμο χωρίς νά ἁμαρτήσει.
Αὐτό ὅμως τό ὁποῖο διακρίνει τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητα ἤ ἡ καθαρότητα, ἀλλά ἡ σχέση του μέ τόν Θεό καί αὐτό τό βλέπουμε στούς συσταυρωθέντες ληστές. Ὁ μέν ἕνας πιστεύει στόν Χριστό, Τόν ὁμολογεῖ καί μετανοεῖ. Ὁ δέ ἄλλος τόν βλασφημεῖ ἐξακολουθεῖ νά μήν Τόν πιστεύει καί καταδικάζεται. Ἐπομένως καθένας μας ἀνάλογα μέ τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι στόν Χριστό σώζεται ἤ καταδικάζεται.
Ὅλοι σηκώνουμε τόν προσωπικό μας σταυρό. Πιστεύουμε ὅτι συσταυρωνόμαστε μέ τόν Χριστό καί συμπάσχουμε μετ’ αὐτοῦ. Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε εὔκολα σήμερα εἶναι, ποιόνἀπό τούς δύο σταυρούς τῶν συσταυρωθέντων ληστῶν σηκώνουμε! Ἄραγε τόν σταυρό τοῦ ληστοῦ πού ὁμολόγησε τόν Χριστό καί σώθηκε; Ἤ τοῦ ἄλλου ληστοῦ πού ἐβλασφήμησε τόν Χριστό, ἔμεινε ἀμετανόητος καί τελικά κατεδικάσθη;
Θά ἤθελα κλείνοντας καί νά ἀνακεφαλαιώσω σύντομα, νά ζητήσωἀπό ἐσᾶς τήν ἐπιείκειάν σας διά τύχόν ἀτέλειες ἤ καί παραλείψεις καί νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν προσοχή σας.
Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἀποκαλύπτεται με τριπλῆ ἐνέργεια πού εἶναι: πρῶτον ἡ φυγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν τόπο τῆς ἁμαρτίας, δεύτερον ἡ φυγή τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί τρίτον ἡ θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Σταυροῦ. Ὅταν λοιπόν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ βιώνεται στήν καθημερινή ζωή τότε ἀναδεικνύονται ἄνθρωποι ὁμολογητές τῆς πίστεως μέ σταυρική ἀγάπη καί θυσία γιά τόν συνάνθρωπο καί γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,οἱ ὁποῖοι φθάνουν σέ σημεῖο νά διαδραματίσουν τό ρόλο τοῦ ἐσταυρωμένου καί ὄχι τοῦ σταυρωτοῦ ἤ τουλάχιστον τόν ρόλο τοῦ ἐκ δεξιῶν συσταυρωθέντος ληστοῦ πού ὁμολόγησε μετενόησε καί σώθηκε.
Αὐτόν τό ρόλο τουλάχιστον ἀς ἀξιωθοῦμε.

Σᾶς εὐχαριστῶ!__