A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ἁγίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου)


ΜΕΤΑ την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως ηκούσατε εις τα Χριστούγεννα, όταν ενεπαίχθη ο Ηρώδης από τους Μάγους, έστειλε και κατέσφαξε βρέφη μικρά από δυο ετών και κάτω. Μεταξύ των παιδιών εκείνων έλαχε και ο τίμιος Πρόδρομος βρέφος μικρόν εις τας χείρας της μητρός του Ελισάβετ. Και όταν έμελλε να τον κατασφάξουν εσχίσθη το όρος και επέρασεν αντίπερα η Ελισάβετ με τον Πρόδρομο. Άγγελος δε Κυρίου τον επήρεν εις την έρημον, και τον ανέθρεψεν εκεί, έως ου ηνδρώθη, και έφθασεν εις ηλικίαν τριάκοντα χρόνων και μηνών τριών. Η τροφή του δεν ήτο εις την έρημον ει μη μέλι, άγριον και βλαστάρια από των δένδρων της ερήμου. Λόγος δε Θεού ήλθε και είπεν εις αυτόν να αφήσει την έρημον, και να υπάγη εις τα μέρη της Ιουδαίας και τα έθνη της Γαλιλαίας να κηρύττη μετάνοιαν’ το δε πλήθος των Εβραίων προσήρχοντο και εξωμολογούντο τας αμαρτίας των, και εβαπτίζοντο εις τον Ιορδάνην υπ' αυτού.

Εκεί λοιπόν ηρώτησαν τον Πρόδρομον «Μη είσαι συ ο Προφήτης;» Και αυτός είπεν «Όχι, δεν είμαι εγώ». Διατί είπε τούτο; μήπως δεν ήτο Προφήτης; Ναι, Προφήτης ήτο, αλλά δεν τον ηρώτησαν «Μη είσαι Προφήτης», αλλά «Μη είσαι συ ο Προφήτης;» Ήτοι, μη είσαι συ εκείνος, όπου είπεν ο Προφήτης Μωυσής' «Ότι Προφήτην ημίν αναστήσει Κύριος ο Θεός ημών, εκ των αδελφών ημών». Ήτοι, ότι μέλλει να έλθη είς μέγας Προφήτης από το γένος των Εβραίων. Ενόμιζον λοιπόν οι Εβραίοι, ότι ο Πρόδρομος είναι εκείνος ο προφήτης, και δια τούτο τον ηρώτων. Αυτός δε απεκρίθη και είπε προς αυτούς' «Δεν είμαι εγώ Εκείνος’ μέλλει
όμως να έλθει μετά από εμέ, δεν είμαι δε εγώ άξιος να λύσω τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, ήτοι δεν δύναμαι εγώ να καταλάβω πως εγεννήθη Εκείνος.

Αληθώς υστερώτερα εγεννήθη από εμέ, ως άνθρωπος, αλλά ως Θεός είναι πρωτύτερος από εμέ εις τον χρόνον της Θεότητος. Εγώ σας βαπτίζω μόνον με ύδωρ, αυτός όμως θέλει σας βαπτίσει με Άγιον Πνεύμα και πυρ. Αυτός έχει εις την χείρα του το πτύον, και καθαρίζει το άχυρον από τον σίτον, ήτοι καρδιογνώστης είναι ως Θεός και γνωρίζει τους αμαρτωλούς και τους δικαίους, και τους μεν αμαρτωλούς καταδικάζει εις το πυρ το αιώνιον, τους δε δικαίους καλεί εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Οι άνθρωποι δε όλοι προσήρχοντο και ηρώτων αυτόν’ ‘’τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν;’’ Και έλεγε προς αυτούς’ «όστις έχει δύο χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον πού δεν έχει’ και όστις περισσεύει άρτον, ας δίδη εις εκείνον όστις στερείται». Προσήρχοντο δε και οι τελώναι και τον ηρώτων «Τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν και έλεγε προς αυτούς’ «Προσέχετε από το άδικον’ περισσότερο από εκείνο το οποίον δικαιούσθε μη παίρνετε’ μόνον το διατεταγμένον σας, εκείνο ζητείτε». Επήγαν δε και στρατιώται και τον ηρώτησαν’ «Και ημείς τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν;» Και έλεγε προς αυτούς: «Προσέχετε, ώστε κανένα να μη πειράζετε, κανένα να μην συκοφαντείτε». Και πάλιν ηρώτησαν αυτόν εάν είναι ο Χριστός. Και πάλιν απεκρίθη και είπε προς αυτούς’ «Δεν είμαι εγώ εκείνος τον οποίον υπολαμβάνετε, αλλ’ Αυτός ο οποίος Ιδού έρχεται». Είπε δε τούτο ο Πρόδρομος, διότι, καθώς συνωμίλει με το πλήθος των ανθρώπων, έφτασε και ο Χριστός δια να βαπτισθή. Τότε, ως είδεν αυτόν ο Πρόδρομος, είπε προς τους Εβραίους’ «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ήτοι Αυτός είναι εκείνος, τον οποίο σας έλεγα ο Υιός του Θεού του αληθινού, όστις ανέλαβε τας αμαρτίας των ανθρώπων δια να τας εξαλείψη.

Τότε προσήλθεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και είπε προς αυτόν’ «Έλα να με βαπτίσεις, ότι δι' αυτό ήλθα». Λέγει ο Πρόδρομος «Εγώ έχω ανάγκην να βαπτισθώ από Σε, ίνα μαρτυρήσω και να δεχθώ άλλο βάπτισμα διά το όνομα σου και Συ έρχεσαι να σε βαπτίσω εγώ; Ο Ιορδάνης βλέπων σε εστράφη εις τα οπίσω, και εγώ να αποτολμήσω να σε βαπτίσω; Εάν ο Μωυσής εκείνος ο θεοπτικότατος και μέγας Προφήτης ηυλαβείτο να ίδει προς το πρόσωπόν Σου, εγώ πως να εγγίσω την αγίαν σου κορυφήν με τας αμαρτωλάς χείρας μου; χόρτος της γης είμαι, και πως να πλησιάσω προς το πυρ το άστεκτον; Συ αγίασον με, Κύριε’ Συ βάπτισόν με, Δέσποτα’ Συ καθάρισόν με από τον ρύπον της αμαρτίας, αλλ’ εγώ δεν αποτολμώ να σε βαπτίσω. Λέγει προς αυτόν ο Χριστός’ «Ιωάννη, άφες τους τοιούτους λόγους’ τώρα δεν είναι καιρός της τοιαύτης πολυλογίας, Οικονομίας καιρός είναι’ διά τούτο έγινα άνθρωπος’ διά τούτο σάρκα εφόρεσα’ διά τούτο πτωχός και ταπεινός εφάνην, διά να πληρώσω όλην την δικαιοσύνην’ λοιπόν βάπτισον με δια να πληρωθή η οικονομία και η συγκατάβασης μου όλη». Τότε ο Τίμιος Πρόδρομος εβάπτισε τον σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον του Θεού, το δε Άγιον Πνεύμα ως περιστερά κατέβη επάνω εις την κεφαλήν του Χριστού' και φωνή ηκούσθη από τους ουρανούς, λέγουσα" «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Δηλαδή αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, με τον οποίον Υιόν μου ωκονόμησα και έκαμα την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τότε εξήλθεν ο Χριστός από τον ποταμόν βαπτισμένος.

Ούτω μας διδάσκουσιν οι θείοι και ιεροί Ευαγγελισταί ότι εβαπτίσθη ο Χριστός’ πλην έχομεν και εις την σημερινήν εορτήν να εξετάσωμεν ζητήματα τινά. Και πρώτον ζητούμενο διατί ο Χριστός αναμάρτητος ων εβαπτίσθη; Δεύτερον’ Διατί δεν εβαπτίσθη εις άλλον ποταμόν, αλλά εις τον Ιορδάνην; Τρίτον Το Πνεύμα το Άγιον διατί κατέβη; Τέταρτον Διατί κατέβη εις είδος περιστεράς; Πέμπτον Πόσα βαπτίσματα υπάρχουν; Έκτον Πόσα ονόματα έχει το Άγιον Βάπτισμα; Έβδομον Τι ονομάζεται Πνεύμα; Όγδοον Τι ονομάζεται Φως; Ένατον Διατί γίνεται Βάπτισμα με ύδωρ και Πνεύμα; Δέκατον Τι δύναται να χαρίση το Άγιον Βάπτισμα εις τον άνθρωπον; Αυτά τα δέκα ζητήματα έχομεν σήμερον να εξετάσωμεν και να επιλύσωμεν, αλλά αν τύχη και είναι άλλα περισσότερα, ημείς μόνον τα αναγκαιότερα λέγομεν διότι αυτά τα δέκα δύνανται και τα άλλα να λύσουν.

Σεις δε, ώ ευλογημένοι χριστιανοί, όσοι προσήλθατε σήμερον να εορτάσητε την πανήγυριν, όσοι εις την Εκκλησίαν συνήχθητε χάριν της εορτής, ανοίξατε τους οφθαλμούς σας, όχι μόνον του σώματος, αλλά και της ψυχής, διά να αντιληφθήτε σαφώς τα λεγόμενα, ότι δεν είναι πράγματα και υποθέσεις του κόσμου, αλλά περί του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων, επειδή και ο σκοπός της εορτής μας της αγίας διά την σωτηρίαν των ανθρώπων έγινε’ διότι πόθεν άλλοθεν εφιλανθρωπεύθη ο Θεός να σαρκωθή; πόθεν κατεδέχθη ο ποιητής και πλάστης του κόσμου να καταβή σωματικώς επί της γης; πόθεν και από ποίαν αφορμήν ο βασιλεύς των αιώνων και άχρονος ηθέλησε να γεννηθεί εις χρόνον, και να ονομασθή χρονικός; πόθεν και διά ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι Χερουβείμ, τον οποίον δοξολογούσι Σεραφείμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονισμένος; διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, και τελευταίον θάνατον σταυρικόν; Φανερόν είναι ότι διά την σωτηρίαν των ανθρώπων τα κατεδέχθη όλα, θέλων να σώση τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ, θέλων να ελευθερώση τας ψυχάς των ανθρώπων από τας χείρας του μισοκάλου διαβόλου.

Διότι αφού η φύσις των ανθρώπων εξέπεσε διά την παρακοήν, και από τον Παράδεισον εδιώχθη, δεν ηδύνατο πλέον να αναβή οπόθεν εξέπεσε, διότι η αμαρτία του Αδάμ, ήτοι η παρακοή, έκλεισε και την θύραν του Παραδείσου. Εδέχετο ο Θεός τον Αδάμ να τον εισαγάγη πάλιν εις τον Παράδεισον, αλλά η αμαρτία θέλει μετάνοιαν διά να διορθωθεί, ο δε Αδάμ δεν μετενόησε, δεν έκλαυσεν ούτε είπε προς τον Θεόν, όταν τον ηρώτα μήπως έφαγες από το ξύλον, ότι έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημα σου' διά τούτο κλαίω και θρηνώ και δέομαι σου, δέξαι με πάλιν τον παρήκοον δεν είπεν ούτω, αλλά έρριψε την αφορμήν εις τον Θεόν, και είπεν, ότι η γυνή, την οποίαν μου έδωσες, εκείνη με παρέσυρεν' έδειξε παρευθύς, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ' ο Θεός, όστις του έδωσε σύντροφον την Εύαν, την γυναίκα, εκείνος πταίει’ ηρώτησε και την Εύαν ο Θεός, και ούτε αύτη είπεν ότι έσφαλεν, άλλ' έρριψε την αφορμήν εις τον όφιν, ότι εκείνος την επλάνησεν. Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν, ούτε ο Θεός τους εδέχθη διά την υπερηφάνειάν των, και ωκονόμησεν ύστερον εις τους τελευταίους χρόνους και καιρούς να έλθη να φορέση σάρκα εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, και να βαπτισθή από τας χείρας του δούλου του Προδρόμου. Αλλά ας έχω συγχώρησιν, ότι ο λόγος με ηνάγκασε να εξέλθω από τον σκοπόν μου' πλην ας επανέλθω εις το προκείμενον να διαλύσω τα ζητήματα της εορτής.

Και πρώτον μεν ζήτημα είπομεν: Διατί ο Χριστός, αναμάρτητος ων, εβαπτίσθη; Το βάπτισμα είναι ελευθέρωσις από των αμαρτιών του ανθρώπου, και καθαρισμός από της προπατορικής αμαρτίας ο δε Χριστός ήτο αμέτοχος αμαρτίας, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Ησαΐας’ «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Τίνος ένεκεν λοιπόν εβαπτίσθη; Και λέγομεν εις αυτό’ τέσσαρα στοιχεία είναι, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, αλλά και ο κόσμος όλος από αυτά σύγκειται, και πάλιν εις αυτά τα στοιχεία μέλλει ο άνθρωπος να αναλύση εις την δευτέραν παρουσίαν του Κυρίου και πάλιν να συναρμοσθή από αυτά. Είναι δε πρώτον στοιχείον και αναγκαιότατον ο αήρ διότι χωρίς αναπνοήν ο άνθρωπος δεν δύναται να ζήση ούτε στιγμήν δεύτερον στοιχείον και υψηλότερον είναι ο αιθήρ, τρίτον στοιχείον είναι το ύδωρ, και τέταρτον στοιχείον είναι η γη' από αυτά τα τέσσαρα στοιχεία είναι συνιστάμενος ο άνθρωπος’ και ο μεν αήρ λέγεται αήρ, ότι γίνεται από το άω, ήτοι αναπνέω, ότι αυτόν τον αέρα αναπνέομεν’ ο δε αιθήρ λέγεται αιθήρ, ότι γίνεται από του αίθω, ήτοι καίω, και το ύδωρ από το ύω, ήτοι βρέχω, ότι ύδωρ βρέχουσι τα νέφη’ η δε γη λέγεται γη, ότι είναι από του γώ, ήτοι χωρώ, ότι η γη χωρεί το πλήθος των ανθρώπων όλων. Αυτά λοιπόν τα τέσσαρα στοιχεία, επειδή είναι σύστασις του ανθρωπίνου σώματος, πρέπον είναι να αγιασθούν από την συγκατάβασιν του Κυρίου’ και ο μεν αήρ και ο αιθήρ ηγιάσθησαν από την συγκατάβασιν του Θεού Λόγου, όπως και από τον ήλιον φωτίζονται’ η δε γη ηγιάσθη, όταν εγεννήθη σωματικώς εις το σπήλαιον έπρεπε και το ύδωρ, όπερ είναι εν από τα τέσσαρα στοιχεία, να αγιασθή και αυτό' αλλέως δε δεν ήτο δυνατόν να αγιασθή το ύδωρ, εάν δεν ήθελε βαπτισθή ο Κύριος σωματικώς εις τον Ιορδάνην ποταμόν.

Είναι όμως και άλλος λόγος’ όταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είδε την πτώσιν των δαιμόνων, η οποία ηκολούθησεν εις την έπαρσιν του Εωσφόρου, εστάθη και είπε’ «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου», τότε εστάθησαν όλοι εκεί όπου έκαστος ευρέθη, οι μεν αγαθοί Άγγελοι εις τους ουρανούς, οι δε πονηροί δαίμονες εκεί όπου έπεσον, ήτοι άλλοι εις την άβυσσον, οίτινες και έμειναν εκεί κάτω εις την κόλασιν, άλλοι εις την γην, άλλοι εις το ύδωρ και άλλοι εις τον αέρα, οίτινες λέγονται εναέρια τελώνια. Με την κατάβασιν όμως του θείου Λόγου ενικήθη η δύναμις των δαιμόνων εκείνων, οίτινες ήσαν εις τον αέρα και εις την γην έπρεπεν όθεν να νικηθή η δύναμις και εκείνων οίτινες ήσαν εις το ύδωρ (1), (1) [Η δε δύναμις εκείνων, οίτινες κατέπεσον εις τα καταχθόνια, συνετρίβη με την κάθοδον του Κυρίου εις τον Άδην μετά την σταύρωσιν, αφ' ότου αναστάς συνεξανέστησε και άπαν το γένος των ανθρώπων.] δι’ ο και ο μόνος αναμάρτητος Χριστός κατήλθεν εις το ύδωρ και εβαπτίσθη δια να συντρίψη τους δαίμονας, όπως μαρτυρεί και ο Προφητάναξ Δαυΐδ λέγων διά τον Χριστόν' «Συ συνέτριψας τας κεφάλας των δρακόντων επί των υδάτων».

Εκτός όμως από τους δυο προαναφερθέντας λόγους, οίτινες λύνουν το ζήτημα, υπάρχει και τρίτος λόγος, και αυτός είναι ότι τούτο έπραξε διά να μας δείξη, ότι είναι μέγα και θαυμαστόν το μυστήριον του αγίου Βαπτίσματος και ένα από τα επτά μυστήρια της πίστεως μας.

Και πρώτον μεν μυστήριον είναι αυτό το Βάπτισμα’ δεύτερον, το Άγιον Μύρον' τρίτον, η αγία Κοινωνία’ τέταρτον, ο πρώτος γάμος’ πέμπτον, η ιερωσύνη' έκτον, η Μετάνοια και έβδομον το Ευχέλαιον. Ως μέγα λοιπόν και πρώτον μυστήριον της πίστεως μας όπου είναι, δια να το βεβαιώση ο Χριστός, διά τούτο εβαπτίσθη, ότι είτις δεν βαπτισθή, δεν σώζεται, ως ο ίδιος ορίζει εις το άγιον Ευαγγέλιον ότι εάν τις δεν αναγεννηθή διά του αγίου Βαπτίσματος, εκείνος δεν είναι δυνατόν να εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Επειδή λοιπόν μέγα και αναγκαίον είναι το άγιον Βάπτισμα, και διά να μας βεβαιώση τούτο ο Χριστός, δι’ αυτό εβαπτίσθη και όχι διά να καθαρισθή από αμαρτίας. Ιδού συν Θεώ εδιαλύσαμεν το πρώτον ζήτημα.

Δεύτερον ζήτημα είναι’ Διατί δεν εβαπτίσθη εις άλλον ποταμόν, αλλ' εις τον Ιορδάνην; Και λέγομεν εις αυτό, ότι πολλά θαύματα είχον γίνει εις αυτόν τον ποταμόν, και ήτο πλήρης χαρίτων ως ηγιασμένος, διά τούτο όθεν και ο Χριστός επήγεν εις αυτόν. Έγιναν δε εκεί τα εξής θαύματα. Πρώτον θαύμα έγινεν, όταν διήλθε δι' αυτού ο Ιησούς του Ναυή με την κιβωτόν, τούτο δε έγινεν ούτως. Ο μέγας εκείνος Προφήτης Μωυσής, όταν απέθνησκεν, αφήκε διάδοχον της αρχηγίας του τον Ιησούν του Ναυή. Όταν ο Ιησούς του Ναυή επήρε την ηγεσίαν των Εβραίων, πορευόμενος προς την Ιερουσαλήμ, εκυρίευσε τα φρούρια όλα, και τους βασιλείς όσους συνήντα εις τον δρόμον του. Μέλλων δε να υπάγη και εις την Ιεριχώ, έστειλε δυο νέους έμπροσθεν του να υπάγουν εις την Ιεριχώ να την κατασκοπεύσουν. Επήγαν λοιπόν οι στρατιώται εις τον οίκον μιας πόρνης και εκρύβησαν. Οι δε άνθρωποι της πόλεως, όταν τους είδον, εγνώρισαν αυτούς από την ενδυμασίαν, ότι είναι ξένοι και εζήτουν να τους φονεύσουν, η δε πόρνη εκείνη, Ραάβ το όνομα, έδειξεν εις αυτούς οδόν διαφυγής. Δι’ αυτήν την καλωσύνην της είπον οι στρατιώται, ότι ημείς ανάγκη είναι να πάρωμεν το φρούριον αυτό, μόνον βάλε σημείον αναγνωρίσεως εις την οικίαν σου, όταν λεηλατώμεν τας άλλας οικίας, να μη πειράξωμεν την ιδικήν σου, μήτε να πάθης κακόν.

Εξελθόντες της πόλεως κρυφίως οι στρατιώται, επήγαν εις τον Ιησούν του Ναυή και είπον εις αυτόν όσα είδον. Την πρωΐαν εσηκώθησαν από τον τόπον, όπου ήσαν στρατοπεδευμένοι, όστις ωνομάζετο Σαττίν, και επήγαν κοντά εις τον Ιορδάνην, έμειναν δε εκεί τρεις ημέρας. Τότε εξήλθον οι ιερείς των Εβραίων και διεκήρυξαν εις όλον το πλήθος, ότι, όταν ίδητε την Κιβωτόν και την σηκώνουν οι δώδεκα ιερείς, να σταθήτε όλοι οπίσω, μακράν από αυτήν έως δύο χιλιάδας πήχεις, αύριον δε να μη κοιμηθή κανείς με την γυναικά του, μόνον να είσθε καθαρισμένοι, ότι αύριον θέλει δείξει ο Θεός μέγα θαύμα εις όλα τα έθνη. Την πρωΐαν, όταν εξημέρωσεν, εσήκωσαν οι ιερείς την Κιβωτόν εις τον ώμον των, και ο Ιησούς του Ναυή είπε: «Σταθήτε εις τον ποταμόν με την Κιβωτόν, έως ότου να περάσουν όλοι οι Εβραίοι». Τότε εισήλθον εις τον Ιορδάνην οι ιερείς και θαύμα έγινε παράδοξον’ ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω, και μόνον τόσον νερόν απέμεινεν, ώστε εβράχησαν οι ιερείς μόνον μέχρι των σφυρών (αστραγάλων). Εκεί λοιπόν εστάθησαν με την Κιβωτόν, έως ότου επέρασε το πλήθος όλον τον Ιορδάνην και δεν εβράχησαν. Τότε εδιαλάλησεν ο Ιησούς εις τον λαόν και είπε: «Θαρσείτε, ότι ο Θεός παρέδωκεν εις τας χείρας μας όλα τα έθνη, τους Χαναναίους. τους Χετταίους τους Φερεζαίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους και τους Ιεβουσαίους' αυτά τα επτά έθνη παρέδωκεν εις ημάς ο Θεός, πλην δώδεκα φυλαί είσθε όλοι' ας πάρη εις άνθρωπος εξ εκάστης φυλής από μίαν πέτραν μεγάλην να τας βάλετε εδώ εις τους πόδας των ιερέων δια να είναι σημείον παντοτεινόν όταν ευρεθή κανείς και σας ερωτήση: Τι είναι αύται αι πέτραι; να είπητε ότι εδώ εστάθησαν οι ιερείς με την Κιβωτόν και δεν εβράχησαν, ο δε Ιορδάνης εγύρισεν εις τα οπίσω, έως ότου επεράσαμεν όλοι οι Εβραίοι. Να πάρετε δε και άλλους δώδεκα λίθους από τον Ιορδάνην να τους έχετε μαζί σας εις την κατοικίαν σας». Έκαμαν λοιπόν οι Εβραίοι καθώς επροστάχθησαν. Αι δε πέτραι εκείναι ευρίσκονται εις τον Ιορδάνην έως την σήμερον. Πρώτον λοιπόν θαύμα έγινεν αυτό εις τον Ιορδάνην ποταμόν.

Δεύτερον θαύμα έγινεν, όταν ο Ηλίας ο Προφήτης επέρασε τον Ιορδάνην με τον Ελισσαίον, ως εις στερεάν, έγινε δε και αυτό ούτως. Ο Προφήτης Ηλίας, όταν έμελλε να αναληφθή, είχεν ένα μαθητή Ελισσαίον το όνομα, και λέγει προς αυτόν «Κάθου αυτού, ότι ο Κύριος με έστειλεν εις άλλον τόπον». Λέγει ο Ελισσαίος' «Να μη το δώση ο Θεός να σε αφήσω, αλλ' έρχομαι και εγώ όπου υπάγεις». Εσηκώθησαν λοιπόν από τα Γάλγαλα και επήγαν εις την Βαιθήλ’ εκεί δε ήσαν τέκνα των Προφητών, και έλεγον εις τον Ελισσαίον «Να ηξεύρης, ότι ο Θεός θέλει να πάρη τον διδάσκαλον σου Ηλίαν». Λέγει ο Ελισσαίος' «Το ηξεύρω και εγώ, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Προφήτης Ηλίας εις τον Ελισσαίον’ «Κάθου αυτού, έως ότου να υπάγω παρέκει». Και δεν ήθελεν ο Ελισσαίος να τον αφήση, ότι εφοβείτο να μη αναληφθή και δεν τον ίδη. Και απ' εκεί εσηκώθησαν και επήγαν εις την Ιεριχώ. Είπον δε εις τον Ελισσαίον και εκεί τα τέκνα των Προφητών «Να ηξεύρης, ότι ο Θεός θέλει να πάρη τον διδάσκαλον σου τον Ηλίαν». Και είπε πάλιν προς αυτούς' «Το ηξεύρω και εγώ, μόνον σιωπάτε». Και πάλιν είπε προς αυτόν ο Ηλίας' «Κάθου εδώ, έως ότου να υπάγω εις τον Ιορδάνην». Λέγει ο Ελισσαίος' «Να μη το δώση ο Θεός να σε αφήσω, έρχομαι και εγώ όπου υπάγεις». Τότε εκίνησαν από την Ιεριχώ με τον Ελισσαίον και με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους, οίτινες ήσαν τέκνα των Προφητών.

Επήγαν λοιπόν και εστάθησαν εις το πέραν του ποταμού του Ιορδάνου, ο δε Προφήτης Ηλίας είχε μίαν μηλωτήν, και με αυτήν έκρουσε τον Ιορδάνην, και παρευθύς έγινεν οδός εις το μέσον του ποταμού. Και οι μεν άνθρωποι εκείνοι οι πεντήκοντα απέμειναν πίσω του ποταμού, ο δε Προφήτης Ηλίας διήλθε με τον Ελισσαίον αντίπερα και ουδόλως εβράχησαν. Όταν διήλθον τον ποταμόν, λέγει ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον «Ζήτησε, τι χάρισμα θέλεις να λάβης πριν αναληφθώ». Και λέγει ο Ελισσαίος' «Θέλω το χάρισμα όπερ έχεις, να έλθη διπλούν εις εμέ». Λέγει ο Ηλίας’ «Πολύ μεγάλον χάρισμα εζήτησες’ πλην εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να λάβης αυτό που ζητείς». Ενώ συνωμίλουν ταύτα, άρμα πύρινον με τέσσαρας ίππους ήρπασε τον Προφήτην Ηλίαν από προσώπου του Ελισσαίου. Ο Ελισσαίος τόσον μόνον ηδυνήθη, ότι ήρπασε την μηλωτήν του Ηλία και εστέκετο και τον εκύτταζε, πως ανέβαινεν ως εις τον ουρανόν. Τότε εγύρισε να περάση μοναχός τον Ιορδάνην, και έκρουσε μίαν φο¬ράν τον Ιορδάνην ποταμόν, και δεν εσχίσθη ως εις τον Ηλίαν. Τότε λέγει' «Πού είναι ο Θεός του πατρός μου του Ηλιού;» Έκρουσε δε δεύτερον, και εσχίσθη ο ποταμός και επέρασε και αυτός αντίπερα χωρίς να βραχή• και το δεύτερον τούτο θαύμα έγινεν εις τον Ιορδάνην.

Τρίτον θαύμα είναι το εξής: Εις την Συρίαν ήτο βασιλεύς τις, ο οποίος είχεν ένα στρατηγόν, Νεεμάν το όνομα, όστις ήτο λεπρός εις το πρόσωπον, είχε δε μίαν δούλην Εβραίαν, ήτις, βλέπουσα αυτόν λεπρόν, είπεν ημέραν τινά προς την κυρίαν της, την γυναίκα του Νεεμάν «Αν ευρίσκετο ο κύριος μου εις την Σαμάρειαν, θα εθεραπεύετο». Η δε γυνή είπεν εις τον άνδρα της τον Νεεμάν, ό,τι είπεν η δούλη. Εσηκώθη λοιπόν ο Νεεμάν και επήγεν εις τον βασιλέα, και είπε προς αυτόν' «Παρακαλώ σε, άφησέ με να υπάγω εις την Σαμάρειαν να ιατρευθώ». Δίδει τότε εις αυτόν ο βασιλεύς δέκα τάλαντα αργύρου, ήτοι χιλίας διακοσίας πεντήκοντα λίτρας άργυρον, έδωκε δε εις αυτόν και εξ χιλιάδας φλωρία, και δέκα ενδυμασίας καινουργείς και γράμ¬ματα βασιλικά προς τον βασιλέα της Σαμαρείας. Τότε εσηκώθη ο Νεεμάν και επήγεν εις την Σαμάρειαν και έδωκε τας επιστολάς εις τον βασιλέα της Σαμαρείας, ως δε τον είδεν εκείνος διέρρηξε τα ιμάτια του, και είπε προς τον Νεεμάν «Μήπως είμαι εγώ θεός, και σε έστειλεν ο βασιλεύς να σε ιατρεύσω;» Είχε δε θλίψιν μεγάλην ο βασιλεύς της Σαμαρείας την ημέραν εκείνην δια τον ορισμόν του βασιλέως της Συρίας. Τότε ήκουσεν ο Προφήτης Ελισσαίος, ότι εστενοχωρήθη ο βασιλεύς και έσχισε τα ιμάτια του’ όθεν εμήνυσε προς αυτόν ταύτα’ «Τι λυπείσαι, βασιλεύ; ας έλθη να τον ιατρεύσω, δια να γνωρίση ότι μέγας Θεός είναι εις το γένος μας».

Εσηκώθη λοιπόν ο άρχων Νεεμάν και επήγεν εις την θύραν του Προφήτου Ελισσαίου, και εστάθη έξω, περιμένων να εξέλθη ο Ελισσαίος να τον προϋπαντήση. Ο δε Ελισσαίος είπε προς αυτόν «Πορεύθητι εις τον Ιορδάνην ποταμόν, και λούσου εκεί επτά φοράς, εάν θέλης να καθαρισθείς». Ως ήκουσε τούτο ο Νεεμάν, εθυμώθη και είπεν «Εγώ ανέμενον να εξέλθη, να με ευλογήσει εις το πρόσωπον, να ιατρευθώ, και αυτός με στέλλει, να υπάγω εις τον Ιορδάνην ποταμόν να λουστώ; μήπως δεν είναι και αλλού ποταμοί καλλίτεροι; Δεν είναι ο Αρβανάς και ο Φαρφάρ, οι δυο ποταμοί της Δαμασκού, καλλίτεροι από τον Ιορδάνην; υπάγω εκεί να λουσθώ». Και εκίνησε να υπάγη εις τον τόπον του. Λέγουν προς αυτόν οι υπηρέται του’ «Ίδε μέγαν λόγον σου είπεν ο Προφήτης, και δεν τον έκαμες! Τι είναι αυτό; «Ύπαγε να λουσθής, τι έχεις να πάθης με τούτο;» Επήγε λοιπόν και ελούσθη επτά φοράς, και παρευθύς εκαθαρίσθη, και έγινε το πρόσωπόν του τρυφερόν ως μικρού παιδιού. Τότε εγύρισεν οπίσω και επήγεν εις την οικίαν του Ελισσαίου, και έδωκεν εις αυτόν από τον άργυρον, αυτός δε δεν τον εδέχθη. Αυτό είναι το τρίτον θαύμα όπερ έγινεν εις τον Ιορδάνην.

Τέταρτον θαύμα ήτο το εξής: Εις τον καιρόν του Ελισσαίου του Προφήτου μετέβησαν τινές εις την όχθην του Ιορδάνου ποταμού να κόψωσι ξύλα, μεταξύ αυτών δε επήγε και ο Ελισσαίος. Εκεί, κόπτοντες τα ξύλα, έπεσε τινος από την λαβήν του εις τον ποταμόν ο πέλεκυς, και εφώναζεν εν μέσω αυτών. Λαμβάνει τότε ο Ελισσαίος την λαβήν και ετοποθέτησεν αυτήν εις το χείλος του ποταμού, και είπε' «Δείξον θαύμα, Θεέ μου». Και παρευθύς ανεπήδησεν ο πέλεκυς και εισήλθεν εις το μέσον της λαβής και εγένετο ως σταυρός. Αυτό το θαύμα ήτο προεικόνισμα του αγίου Βαπτίσματος και του Τιμίου Σταυρού, καθώς το λέγει και ο Άγιος Κοσμάς ο μελωδός εις εν Τροπάριον της Υψώσεως. «Ο βυθώ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και τω Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος», ήτοι ο Ιορδάνης ποταμός, όστις εδέχθη εις τα ύδατα του τον σίδηρον, όστις έκοπτε, πάλιν τον έδωκεν οπίσω εις το ξύλον του, και εσημείωσεν, ότι όπως με τον πέλεκυν έκοπτον τα ξύλα, ούτω εκόπη με την δύναμιν του Σταυρού και του αγίου Βαπτίσματος η πλάνη των ειδωλολατρών η πολύθεος.

Δια ταύτα λοιπόν τα θαύματα και δι’ άλλα περισσότερα εβαπτίσθη ο Χριστός εις αυτόν τον ποταμόν. Εν τη Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται και άλλα θαύματα και έργα, τα οποία εγένοντο εις τον Ιορδάνην, όπως ο Γεδεών ο Κριτής, όστις τον διήλθε και ο Ιακώβ ο υιός του Ισαάκ, ο αδελφός του Ησαύ, και αυτός τον διήλθε με μίαν ράβδον, την οποίαν είχεν, ως το λέγει μόνος του' «Εν γάρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην». Αλλά εγώ τα παρατρέχω, ότι αρκούσιν όσα είπομεν, ίνα βεβαιώσωσι την λύσιν του ζητήματος μας. Έχομεν λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και την λύσιν του δευτέρου ζητήματος. Ας προχωρήσωμεν τώρα και εις το τρίτον.

Τρίτον ζήτημα είναι τούτο' Διατί κατέβη το Πνεύμα το Άγιον; Και λέγομεν εις αυτό' Όταν εβαπτίζετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσχίσθησαν οι ουρανοί, και ο Πατήρ εμαρτύρησε τον Υιόν ειπών' «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Επειδή λοιπόν ο Πατήρ εμαρτύρησεν, ενόμιζον οι Εβραίοι, ότι δια τον Πρόδρομον ελαλήθη η φωνή εκείνη, διότι τον εγνώριζον ως Προφήτην και Υιόν Προφήτου, ασκητήν και ερημίτην. Διά να μη λέγωσιν όθεν, ότι τον Πρόδρομον λέγει Υιόν ηγαπημένον, δια τούτο κατήλθε το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς επάνω εις την κεφαλήν του Κυρίου, δείξαν ότι δια τον Χριστόν μαρτυρεί ο Πατήρ άνωθεν. Άλλο δε, ότι επειδή Τριάς αγία είναι ο εις Θεός ο αληθινός, έπρεπε να φανή και εις τον κόσμον όθεν ενώ ο Υιός εβαπτίζετο, ο Πατήρ εμαρτύρησε, και το Πνεύμα έδειξε ποιόν μαρτυρεί ο Πατήρ άνωθεν. Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις έργοις αυτού! Πόσα ωκονόμησε διά την σωτηρίαν μας, και ημείς οι ταλαίπωροι είμεθα αχάριστοι προς Αυτόν!

Πολλοί, πιστεύσατέ με, υπάρχουν σήμερον, οι οποίοι αθετούσι το Άγιον Βάπτισμα, και μάλιστα οι Εβραίοι. Πλην ο Χριστός άνωθεν έλαβε την μαρτυρίαν, και όχι εξ ιδίων ή από οιονδήποτε άνθρωπον, καθώς διηγείται και εις το άγιον Ευαγγέλιον ο Ιωάννης, ότι «Η μαρτυρία η εμή ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου». Και πάλιν αλλού λέγει ότι, «Άλλος εστίν ο μαρτυρών περί εμού». Αν λοιπόν την μαρτυρίαν του Πατρός δεν πιστεύωσιν, αλλά καν εις τα έργα αυτού ας πιστεύωσι, τα οποία έκαμεν.

Τέταρτον ζήτημα είναι’ Διατί κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις είδος περιστεράς; Και λέγομεν εις αυτό μίαν ιστορίαν της Παλαιάς Διαθήκης, την οποίαν όλοι γνωρίζετε και δια τούτο απλώς θα την υπομνήσωμεν. Εις του Νώε τον καιρόν ήσαν όλοι οι άνθρωποι άδικοι και αμαρτωλοί, και ουδόλως εσέβοντο τον Θεόν οι πεπλανημένοι εκείνοι. Μόνον οκτώ ψυχαί ήσαν ευσεβείς εις τον κόσμον όλον, ο Νώε, η γυνή αυτού, τα τρία τέκνα του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, και αι τρεις γυναίκες των υιών του. Όθεν ο Θεός εβαρύνθη τας αμαρτίας των ανθρώπων εκείνων, και ηθέλησε να τους καταποντίση. Είπε λοιπόν προς τον Νώε’ «Κάμε μίαν κιβωτόν και είσελθε εις αυτήν συ και η γυνή σου, και αι γυναίκες των υιών σου και οι υιοί σου, διότι θέλω καταστρέψει τον κόσμον όλον». Έκαμε λοιπόν ο Νώε μίαν κιβωτόν μεγάλην και έβαλεν εντός αυτής την γυναίκα του και την συνοδείαν του όλην, επήρε δε και από παν είδος ζώων δυο ζεύγη από τα ακάθαρτα, από δε τα καθαρά επήρεν επτά ζεύγη. Όταν δε εισήλθον εις την κιβωτόν, έκλεισε την θύραν. Παρευθύς τότε ο Θεός έβρεξε τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας τόσον, ώστε επνίγησαν τα ζώα όλα, τα θηρία και οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η δε κιβωτός εκείνη έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, έως ότου κατήντησεν εις ένα όρος ονομαζόμενον Αραράτ.

Όταν λοιπόν έπαυσεν η μεγάλη βροχή, έστειλεν ο Νώε ένα κόρακα, δια να ιδή αν έπαυσεν ο κατακλυσμός ή όχι. Ο κόραξ εξελθών και ευρών τα πτώματα των ζώων και των ανθρώπων, δεν εγύρισε να δείξη σημείον τι ότι έπαυσεν ο κατακλυσμός. Έστειλε τότε άλλον ένα κόρακα, και ούτε εκείνος εγύρισεν. Ανάμεινε τότε επτά ημέρας, και στέλλει μίαν περιστεράν, η δε περιστερά, ως καθαρά που είναι, δεν ήθελε να καθήση εις την λάσπην. Έλαβε μόνον ένα κλώνον από ελαίαν και επέστρεψε πάλιν οπίσω εις την κιβωτόν. Τότε εγνώρισεν ο Νώε, ότι κατέπαυσεν ο κατακλυσμός. Όπως λοιπόν εκείνη η περιστερά έδειξεν ότι έπαυσεν ο κατακλυσμός, ούτω και το Άγιον Πνεύμα, το οποίον εφάνη εις είδος περιστεράς επάνω της κεφαλής του Κυρίου, έδειξεν, ότι έπαυσεν ο μέγας και πολύς κατακλυσμός των αμαρτιών των ανθρώπων και ότι επειδή ο Χριστός, ο οποίος εχρίσθη υπό του Πατρός με το έλαιον της αγαλλιάσεως, καθώς το λέγει και ο Δαβίδ, βαπτίζεται, ούτω μέλλουσιν οι μεν δαίμονες, οι εχθροί του Θεού, να αφανισθούν από τον κατακλυσμόν, ήτοι τους λόγους του Κυρίου, οι δε δίκαιοι να διαφυλαχθούν και να ελευθερωθούν από τας αμαρτίας των τας πολλάς, ως ο Νώε εσώθη με όλον το οίκον του από τον κατακλυσμόν με την κιβωτόν εκείνην.

Δια τούτο λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εφάνη το Πνεύμα το Άγιον εις είδος περιστεράς. Αλλά και δι’ άλλον λόγον εγένετο τούτο. Ότι η περιστερά είναι ακεραία, ήτοι πλέον άκακον από όλα τα πετεινά, καθώς λέγει και το Ευαγγέλιον «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί» Ήτοι ο όφις έχει συνήθειαν, όταν τον κτυπούν, να αφήνη το σώμα του να το θανατώσουν, μόνον την κεφαλήν του προφυλάσσει. Ούτω και ημείς οι Χριστιανοί να είμεθα φρόνιμοι, τα πλούτη μας όλα και το σώμα μας να δίδωμεν εις τον θάνατον δια την αγάπην του Χριστού, μόνον την πίστιν μας να φυλάττωμεν από όλα περισσότερον, και να είμεθα ως η περιστερά κατά πάντα άκακοι, να μη κρατώμεν κακίαν και έχθραν κατά τίνος Χριστιανού, ούτε να πονηρευώμεθα εις κάθε λόγον. Επειδή λοιπόν η περιστερά είναι από όλα τα πετεινά καθαρωτέρα και άκακος, δια τούτο το Άγιον Πνεύμα εφάνη εις είδος περιστεράς. Ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, το τέταρτον ζήτημα. Ας είπωμεν και το πέμπτον και ενθυμείσθε ποιον είναι, ή από την πυκνότητα του λόγου το ελησμονήσατε; Νομίζω ολίγοι να το ενθυμήσθε, πλην να σας το επενθυμίσω.

Πέμπτον ζήτημα είναι’ Πόσα βαπτίσματα υπάρχουν; Και λέγομεν εις αυτό, ότι βαπτίσματα είναι πέντε. Πρώτον βάπτισμα είναι του Μωυσέως, όστις επέρασε τους Εβραίους εις την Ερυθράν θάλασσαν, καθώς το μαρτυρεί ο Άγιος Κοσμάς εις ένα τροπάριον της σημερινής εορτής εις την εβδόμην ωδήν, και λέγει «Θάλασσα δε ην τύπος ύδατος, και νεφέλη του πνεύματος». Ήτοι αντί ύδατος υπήρχεν η θάλασσα η Ερυθρά, και αντί του Αγίου Πνεύματος ήτο η νεφέλη εκείνη, η οποία τους εσκέπαζε την ημέραν, και δεν εκαίοντο από το καύμα του ηλίου. Δεύτερον βάπτισμα είναι το του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, όστις εβάπτιζε τους Εβραίους, καθώς το λέγει και το Άγιον Ευαγγέλιον το κατά Ιωάννην, ότι «ην δε και Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς του Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ην εκεί». Σαλείμ ελέγετο η Ιερουσαλήμ. Πλην το βάπτισμα του Ιωάννου μόνον προς μετάνοιαν εγένετο, ήτοι ως προετοιμασία του βαπτίσματος του Κυρίου, διότι αυτό το βάπτισμα Πνεύμα Άγιον δεν εχάριζεν εις τους βαπτιζομένους, καθώς λέγουσιν αι Πράξεις των Αγίων Αποστόλων. «Εγένετο Παύλον διελθόντα τα ανωτερικά μέρη, ελθείν εις Έφεσον' και ευρών μαθητάς τινάς είπε προς αυτούς’ «Ει Πνεύμα Άγιον ελάβετε πιστεύσαντες»; Οι δε είπον. «Αλλ' ουδέ ει Πνεύμα Άγιον έστιν ηκούσαμεν». Είπε δε Παύλος' «Εις τι ουν εβαπτίσθητε»; οι δε είπον' «Εις το Ιωάννου βάπτισμα». Είπε δε προς αυτούς ο Παύλος' «Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τω λαώ λέγων εις τον ερχόμενον μετ' αυτόν ίνα πιστεύσωσι, τουτ' εστίν εις τον Κύριον Ιησούν».

Ο Παύλος δηλαδή ο Απόστολος, όταν εκήρυξεν εις τας άνω τοποθεσίας της Ανατολής, κατέβη εις την Έφεσον, εκεί δε εύρε δώδεκα ανθρώπους, οι οποίοι έλεγον, ότι είναι και αυτοί από τους μαθητάς των Αποστόλων, ήτοι Χριστιανοί. Ηρώτησε δε αυτούς ο Παύλος• «Ελάβετε Πνεύμα Άγιον, όταν εβαπτίσθητε και επιστεύσατε εις Χριστόν η όχι;» Και εκείνοι του είπον’ «Ημείς ούτε καν ότι υπάρχει Πνεύμα Άγιον ηκούσαμεν». λέγει προς αυτούς ο Παύλος" «Πως εβαπτίσθητε;» ή «Εις τι βάπτισμα εβαπτίσθητε;» λέγουν εκείνοι, ότι «Εις το βάπτισμα του Ιωάννου εβαπτίσθημεν». Τότε απεκρίθη ο Άγιος Παύλος ο Απόστολος και λέγει προς αυτούς’ «Ο Ιωάννης εβάπτιζε τους ανθρώπους μόνον με ύδωρ και εις μετάνοιαν». Ήτοι, διά να μετανοήσουν και να βαπτισθούν εις το Βάπτισμα, το οποίον έδειξεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τότε, ως ήκουσαν οι άνθρωποι εκείνο οι δώδεκα, εβαπτίσθησαν εις το Βάπτισμα του Κυρίου Ιησού. Αυτό λοιπόν το αναφέρομεν δια την υμετέραν αγάπην, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια να καταλάβετε, ότι βάπτισμα ήτο και το βάπτισμα του Προφήτου Ιωάννου, αλλά μόνον προς μετάνοιαν ήτο.

Τρίτον Βάπτισμα είναι το του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το οποίον αυτός ούτος ο Κύριος έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, και το οποίον γίνεται δια του ύδατος και του Αγίου Πνεύματος, εις το οποίον Βάπτισμα όστις δεν βαπτισθή, δεν είναι Χριστιανός. Τέταρτον Βάπτισμα, είναι το μαρτύριον, πλην είναι από όλα τα Βαπτίσματα τιμιώτερον και καλλίτερον, ότι πλέον δεν φοβείται να μολυνθή από αμαρτίας’ αυτό το Βάπτισμα πρώτος ο Χριστός το έδειξε και εβαπτίσθη εις αυτό, όταν δια τας αμαρτίας ημών των αμαρτωλών ανθρώπων εσταυρώθη και έχυσε το Πανάγιον του Αίμα’ αλλά οι Μάρτυρες όλοι με αυτό το Βάπτισμα εβαπτίσθησαν της Βασιλείας των Ουρανών. Πέμπτον βάπτισμα είναι το των δακρύων, ήτοι το να ενθυμηθή τις τας αμαρτίας του, να κλαύση και να θρηνήση. Τα δάκρυα εκείνα ως νέον Βάπτισμα είναι’ ότι με τα δάκρυα καθαρίζει ο άνθρωπος το πρώτον Βάπτισμα, το οποίον εμόλυνε' πλην είναι κοπιαστικώτερον από όλα, ότι έχει και κόπον περισσότερον από τα άλλα τέσσαρα Βαπτίσματα’ ότι και το μαρτύριον έχει κόπον και πόνον, αλλά μόνον εις μίαν ώραν ή ημέραν ή εβδομάδα’ όμως το δάκρυ θέλει να το έχη ο άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, και διά τούτο είναι και κοπιαστικώτερον από όλα τα βαπτίσματα. Είπομεν λοιπόν και πόσα βαπτίσμα¬τα είναι και διελευκάναμεν το πέμπτον ζήτημα.

Έκτον ζήτημα είναι’
Πόσα ονόματα έχει το άγιον Βάπτισμα;
Ας είπωμεν λοιπόν επ' αυτού όσα λέγει ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λέγεται δώρον, διότι, χωρίς να δώσωμεν τίποτε εις τον Θεόν, μας το δίδει. Λέγεται Βάπτισμα, ότι θάπτει την προπατορικήν αμαρτίαν, ήτοι την αμαρτίαν του Αδάμ, την οποίαν έχει κάθε παιδίον, αυτό την εξαφανίζει. Το άγιον Βάπτισμα λέγεται και χρίσμα, ότι τον παλαιόν καιρόν, όταν ήθελον να κάμουν Βασιλέα η Αρχιερέα, τον ήλειφον με έλαιον. Ούτω και ημάς τους Χριστιανούς, επειδή βασιλείς των παθών μας κάμνουν, μας βαπτίζουν με το άγιον Βάπτισμα και μας χρίουν με το άγιον Μύρον εις τους οφθαλμούς, εις τας χείρας και εις το στήθος, δια να μη έχη ο διάβολος χώραν και τόπον εις όλα μας τα μέλη. Εις τους οφθαλμούς μας χρίουν δια να μη δύναται ο διάβολος να μας νικήση με την όρασιν εις κάλλος μάταιον η εις ευτυχίαν άλλου. Εις τας χείρας δε, δια να μη δύναται ο διάβολος να μας νικά εις αρπαγήν, και εις όσας αμαρτίας κάμνουσιν αι χείρες. Εις το στήθος δε, δια να μη ενθυμούμεθα πονηράς ενθυμήσεις’ ότι το επιθυμητικόν του ανθρώπου εις το στήθος ευρίσκεται. Λέγεται φώτισμα, ότι φωτίζει και λαμπρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, και την σώζει από το σκότος της αιωνίου κολάσεως. Λέγεται αφθαρσίας ένδυμα, ότι με το άγιον Βάπτισμα εξαλείφονται αι αμαρτίαι του ανθρώπου και ενδύεται ο άνθρωπος αφθαρσίαν, ήτοι δεν φοβείται πλέον ο άνθρωπος εκείνος να κολασθή, αλλά υπάγει εις λουτρόν παλιγγενεσίας, ότι πλύνει και καθαρίζει τον άνθρωπον από τας αμαρτίας του, και το Βάπτισμα εκείνο είναι ως να εδευτερογεννήθη χωρίς αμαρτίας’ λέγεται και σφραγίς, ότι τούτο είναι σημείον της χριστιανωσύνης’ και όπως οι Εβραίοι ήλειψαν εις την Αίγυπτον τα ανώφλια των θυρών με το αίμα του αρνίου και δεν τους ηνώχλησεν ο θάνατος, τοιουτοτρόπως ούτε τους Χριστιανούς δύναται να νικήση ο διάβολος, διότι είναι σεσημειωμένοι με το άγιον Βάπτισμα. Τόσα και ακόμη περισσότερα ονόματα έχει το άγιον Βάπτισμα.

Έβδομον ζήτημα είναι’ Τι ονομάζεται Πνεύμα; Και λέγομεν εις αυτό, ότι κατά πρώτον λόγον Πνεύμα ονομάζεται αυτό τούτο το Πανάγιον Πνεύμα, τον εν πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, περί του οποίου και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει’ «Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Το δε βιβλίον του Ιώβ λέγει «Πνεύμα Κυρίου το ποιήσαν με, πνοή δε παντοκράτορος η συνέχουσά με». Και πάλιν το Λευιτικόν λέγει’ «Ενέπνευσε Πνεύμα Κυρίου τον Βεσελεήλ». Πνεύμα όμως ονομάζεται και ο Άγγελος, ως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ. «Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα». Και πάλιν, ως λέγει και ο μέγας Παύλος ο Απόστολος’ «Ουχί πάντες εις λειτουργικά πνεύματα προς διακονίαν αποστελλόμενα;». Πνεύμα ονομάζεται και ο δαίμων, ως λέγει και το άγιον Ευαγγέλιον, ότι ο Κύριος επρόσταξεν ένα δαίμονα να εξέλθη από τον άνθρωπον και είπε. «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εκ του ανθρώπου τούτου». Πνεύμα ονομάζεται και ο άνεμος, ως λέγει το βιβλίον του Προφήτου Ιωνά. «Και εξήρε Κύριος πνεύμα μέγα εν τη θαλάσση' ήτοι ήγειρεν ο Θεός άνεμον μέγαν εις την θάλασσαν, όταν ήτο ο Προφήτης Ιωνάς εις το πλοίον και πάλιν ο Προφήτης ο Ησαΐας λέγει’ «Ο στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα». Και ο Δαβίδ' «Πνεύσει το πνεύμα αυτού, και ρυήσεται ύδατα».

Πνεύμα ονομάζεται και η ψυχή, ως το λέγει ο Προφήτης Δαβίδ. «Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού, και επιστρέψει εις την γην αυτού», ήτοι η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα, και το σώμα απομένει εις την γην και πάλιν αλλαχού ο αυτός Προφήτης λέγει’ «Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ουχ υπάρξει»’ και πάλιν αλλού’ «Και ηκηδίασεν επ' εμέ το πνεύμα μου». Πνεύμα ονομάζεται και ο νους, ως λέγει ο Κύριος προς την Σαμαρείτιδα' «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν»’ ήτοι ο Θεός είναι νους' πρέπει δε και εκείνοι οι οποίοι τον προσκυνούν, με νουν καθαρόν να τον προσκυνούν και να τον λατρεύουν. Πνεύμα ονομάζεται και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ως λέγει ο Προφήτης Ησαΐας’ «Και επαναπαύσεται έπ’ αυτώ επτά πνεύματα, πνεύμα σοφίας» και τα εξής. Πνεύμα ονομάζεται το χάρισμα της υιοθεσίας, και το τούτου εναντίον, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος' «Ου γάρ ελάβετε πνεύμα δουλείας, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας». Πνεύμα ονομάζεται και το αντιδιαστελλόμενον εις το γράμμα, τούτο δε μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος λέγων «Το μεν γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Πνεύμα ονομάζεται η γνωστική διάθεσις, ως λέγει ο Προφήτης Ησαΐας’ «Και τότε γνώσονται οι πλανώμενοι τω πνεύματι». Πνεύμα ονομάζεται και η ζωτική δύναμις, ως λέγει ο σοφός Σολομών «Πνεύμα εν τοις πάσιν», ήτοι όλα τα ζώντα έχουν μίαν ζωήν. Αλλά ποιαν να διαλύσω και ποιαν να αφήσω; από την έννοιαν την πολλήν πίπτω εις απορίαν’ ο λόγος με αναγκάζει, και η αγάπη της εορτής με κάμνει να πολυλογώ, πλην να κόψω τον λόγον μου το ταχύτερον και να διαλύσω το όγδοον ζήτημα.

Όγδοον ζήτημα είναι. Τι ονομάζεται Φως; Και λέγομεν εις αυτό. Φως ονομάζεται ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα. Φως ονομάζεται και ο Άγγελος, ότι είναι του πρωταιτίου φωτός της Αγίας Τριάδος μέτοχος, μετέχων από την λάμψιν του Θεού’ Φως ονομάζεται και ο άνθρωπος, διότι έχει την φωνήν, και ό,τι βουληθή το φανερώνει με την φωνήν του’ Φως ονομάζεται και εκείνο που έδιωξε το πρωτόγονον σκότος’ Φως ονομάζεται και η εντολή, πού έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ’ «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου, και Φως ταις τρίβοις μου». Και πάλιν αλλαχού «Διότι φως τα προστάγματα σου»' φως ονομάζεται και ο νόμος που έδωκεν ο Θεός εις τους Εβραίους’ φως ονομάζεται και το πυρ εκείνο, που εφλόγιζε την βάτον, και δεν την έκαιε’ φως ονομάζεται και ο στύλος πυρός, που ωδήγει τους Εβραίους μετά την Ερυθράν θάλασσαν, και επεριπατούσαν την νύκτα’ φως ονομάζεται και εκείνο το πυρ, που ήρπασε τον Προφήτην Ηλίαν' Φως ονομάζεται και εκείνο που εφάνη εις τους ποιμένας, όταν εγεννήθη ο Χριστός εις το σπήλαιον’ Φως ονομάζεται και του αστέρος η λάμψις, που ωδήγει τους Μάγους από την Ανατολήν έως την Βηθλεέμ’ Φως ονομάζεται και εκείνο που έδειξεν ο Χριστός εις το Θαβώριον όρος, και έλαμψεν εμπρός εις τους Μαθητάς' Φως ονομάζεται και η φαντασία εκείνη, που εσκότισε τους οφθαλμούς του Αποστόλου Παύλου’ Φως ονομάζεται και εκείνο, που μέλλουν να λάμψουν οι δίκαιοι εις την δευτέραν Παρουσίαν’ Φως ονομάζεται καθαρώς και καθολικά το Άγιον Βάπτισμα. Ιδού βοηθεία Θεού ελύσαμεν και το όγδοον ζήτημα.

Ένατον ζήτημα είναι’ Διατί γίνεται το Βάπτισμα δι' ύδατος και Αγίου Πνεύματος; Λέγομεν εις αυτό, ότι ο άνθρωπος είναι διπλούς, από το σώμα και από την ψυχήν’ και το μεν σώμα είναι αισθητόν, ως το προείπομεν εις την αρχήν του λόγου, η δε ψυχή είναι νοερά και άϋλος. Ομοίως και το Βάπτισμα γίνεται διά του ύδατος μεν, το οποίον είναι αισθητόν, και του Αγίου Πνεύματος, το οποίον είναι νοητόν και άϋλον. Και ότι το μεν σώμα, όταν θέλωμεν να το καθαρίσωμεν, δι' ύδατος το καθαρίζομεν, την δε ψυχήν το Πνεύμα το Άγιον την καθαρίζει και την λαμπρύνει’ διά τούτο έλεγε και ο Προφήτης Ησαΐας" «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλεσθε τας πονηρίας από των καρδιών υμών απέναντι των οφθαλμών μου»' ήτοι, η μεν πλύσις διά του ύδατος καθαρίζει το σώμα, η δε χάρις του Αγίου Πνεύματος λαμπρύνει την ψυχήν και την ελευθερώνει από τας αμαρτίας. Έχομεν λύσει ούτω και το ένατον ζήτημα. Βούλεσθε τώρα να είπω και το δέκατον ζήτημα η να το αφήσω; Νομίζω, ότι όλοι το καταλαμβάνετε, ως απλούν και φανερόν' διότι, ποίος Χριστιανός είναι, όστις δεν καταλαμβάνει ποίαν χάριν έχει το Άγιον Βάπτισμα, ή τι καλόν δίδει εις τον άνθρωπον; πλην να είπω και περί τούτου ολίγα, διά να μη φανώ ότι αμελώ.

Δέκατον ζήτημα είναι’ Τι δύναται να χαρίση το Βάπτισμα εις τον άνθρωπον; Και λέγομεν εις αυτό: Ο άνθρωπος εξ αρχής αναμάρτητος έγινεν από την γην χειρί Θεού' όμως, όταν παρέβη την εντολήν του Θεού και έφαγε απ' εκείνο το ξύλον της γνώσεως, τότε απέκτησε και την αμαρτίαν, και από τότε όσοι άνθρωποι εγεννώντο μετείχον όλοι της αμαρτίας του Αδάμ. Διά τούτο και δεν ηδύναντο να αναβούν εις την Βασιλείαν των ουρανών, εκεί από όπου εξέπεσεν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ. Ο Χριστός λοιπόν, ως φιλάνθρωπος και ελεήμων, δεν αφήκε το γένος των ανθρώπων, ήτοι το πλάσμα του, να το κερδήση ο διάβολος, αλλά ήλθε και εβαπτίσθη και μας έδειξε τον τρόπον και την οδόν της σωτηρίας μας, ότι διά του Αγίου Βαπτίσματος θα αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών, της πρώτης μας πατρίδος. Είναι λοιπόν το Άγιον Βάπτισμα σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου και ελευθέρωσις από των αμαρτιών. Το Βάπτισμα είναι η κλεις της Βασιλείας των ουρανών. Το Βάπτισμα είναι φωτισμός της ψυχής του ανθρώπου, το Βάπτισμα είναι αγιασμός και λαμπρότης των ανθρώπων το Βάπτισμα είναι ζωή και σωτηρία των Χριστιανών’ το Βάπτισμα είναι ελευθερία από της κολάσεως’ διότι, όστις το φυλάξη καθαρώς, αξιώνεται της Βασιλείας των ουρανών το Βάπτισμα είναι νοητόν, είναι δευτέρα πλάσις του ανθρώπου, διότι όταν βαπτισθή ο άνθρωπος γίνεται αναμάρτητος, καθώς τον έκαμεν ο Θεός εξ αρχής, θέλεις να μάθης την αλήθειαν, τι δύναται να χαρίση το Άγιον Βάπτισμα; Άκουσον πως ορίζει τούτο ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Άγιον Ευαγγέλιον «Ει τις ουκ αναγεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των ουρανών», ήτοι όστις δεν δευτερογεννηθή από το Άγιον Βάπτισμα, εκείνος δεν εισέρχεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, εκείνος δε ο άνθρωπος όστις βαπτισθή πηγαίνει εις την Βασιλείαν των ουρανών. Τι άλλο περισσότερον θέλεις, η τι άλλο χάρισμα ζητείς καλλίτερον από αυτό, που σου δίδει το Άγιον Βάπτισμα;

Διά τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσοι εβαπτίσθημεν εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την Μίαν Αγίαν και σεβάσμιον Τριάδα, ας μη μολυνθώμεν με πράξεις και έργα δαιμονικά. Όσα υπεσχέθημεν εις το Άγιον Βάπτισμα, ας σπουδάσωμεν να τα εκτελέσωμεν, ότι υπεσχέθημεν να υπακούωμεν εις τους λόγους του Ευαγγελίου. Τας παραγγελίας του Χριστού να κάμνωμεν, τας εντολάς του να τηρώμεν, την σωτηρίαν μας να φροντίζωμεν, την Βασιλείαν των ουρανών να ζητώμεν, τον δαίμονα να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα τα έργα αυτού, πορνείαν να μη κάμνωμεν, να μη φονεύωμεν, να μη αρπάζωμεν, να μη πλεονεκτώμεν, να μη εχθρευώμεθα αλλήλους, να μη καταδίδωμεν ο ένας τον άλλον, να μη είμεθα ανελεήμονες, να μη είμεθα άσπλαγχνοι, να μη οργιζώμεθα, να μη υπερηφανευώμεθα, να μη κενοδοξώμεν, να μη πράττωμεν κανένα έργον του διαβόλου, αλλά του Χριστού τα έργα να μελετώμεν και να κάμνωμεν. Να έχωμεν παρθενίαν, φιλοξενίαν, αγάπην εις πάντας, πίστιν εις τον Χριστόν, ελπίδα εις τον Θεόν, ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, αγαθωσύνην εις τους εχθρούς μας τους σωματικούς, υπομονήν εις τους πειρασμούς του σώματος, υποταγήν εις τους μεγαλύτερους μας, υπακοήν εις τα βιβλία της Εκκλησίας μας, εγκράτειαν των παθών, αποχήν των κακών και αποφυγήν των αμαρτιών.

Αυτά όλα και περισσότερα αγαθά υπεσχέθημεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να κάμνωμεν. Δια τούτο αυτά ας φυλάξωμεν, αυτά ας κατορθώσωμεν’ μη φανώμεν αχάριστοι και αγνώμονες, ας τιμήσωμεν τον Χριστόν, ας δοξάσωμεν την Δεσποτικήν εορτήν και αγίαν ταύτην ημέραν όχι με θυσίας ειδωλατρικάς ή με απρεπείς και ατάκτους χορούς, η με πολυποσίας και πολυφαγίας’ διότι αυτά ζητούσι τα έθνη, καθώς το λέγει και ο μέγας Παύλος ο Απόστολος’ «Ταύτα γαρ πάντα τα έθνη επιζητεί». Μη νομίζωμεν, ότι με τοιαύτα έργα ευαρεστείται ο Θεός, αλλά εάν νηστεύσωμεν διά τον γευσάμενον όξος και χολήν, τότε ευχαριστείται ο Θεός' εάν υβρισθώμεν διά την αγάπην του Χριστού του υβρισθέντος δι’ ημάς, τότε έχομεν χάριν εκ Θεού εάν ονειδισθώμεν, εάν διωχθώμεν, εάν πειρασθώμεν, εάν φυλακισθώμεν, εάν εξορισθώμεν, εάν κάθε άλλο κακόν πάθωμεν διά την αγάπην του Χριστού, τότε ας χαιρώμεθα, ας ευφραινώμεθα, ότι πολύν μισθόν έχομεν εις την Βασιλείαν των Ουρανών, καθώς λέγει και το κατά Ματθαίον άγιον Ευαγγέλιον «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».

Ούτω λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εάν ποιώμεν, τότε θα δεχθή ο Θεός τας εορτάς μας και τας πανηγύρεις μας. Και εδώ μεν θα μας αξιώση να διέλθωμεν ζωήν ειρηνικήν, ασκανδάλιστον και αναμάρτητον, εκεί δε θα μας καταξιώση της στάσεως των Αγίων Πάντων, της αιωνίου ζωής, της αγήρω μακαριότητος, της τιμής των εκλεκτών, και της Βασιλείας των Ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω Θεώ ημών ω πρέπει δόξα, τιμή, προσκύνησις, αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγάθω και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους απέραντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.

Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ - Εὐαγγέλιο - (6 Ἰανουαρίου)






«Τότε παραγίνεται ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν ᾿Ιορδάνην πρὸς τὸν ᾿Ιωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. ὁ δὲ ᾿Ιωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν· καὶ βαπτισθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» 

Ἀπόδοση 

Τότε έρχεται ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη, προς τον Ιωάννη για να βαπτιστεί από αυτόν. Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε λέγοντας του: «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα κι έρχεσαι εσύ σε μένα;» Ο Ιησούς όμως του αποκρίθηκε: «Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε και οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού». Τότε ο Ιωάννης τον άφησε να βαπτιστεί. Βαπτίστηκε, λοιπόν, ο Ιησούς και αμέσως βγήκε από το νερό. Και αμέσως άνοιξαν οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του. Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου.


Ἀφοῦ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τὸν παλαιὸ Ἀδάμ, δηλαδὴ ἔγινε 

ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ ἐκτέλεσε ὅλα τὰ ἐπιβαλλόμενα ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ Νόμο, πῆγε στον Ἰωάννη, για να βαπτισθεί.

Ὄχι γιατὶ Ἴδιος τὸ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ για να ξεπλύνει τὴν ἀνθρωπίνη φύσῃ ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ να ἐνδύσει τὴν γυμνότητά της μὲ τὴν πρώτη στολή που ἀστραποβολᾶ τὴν Θεϊκὴ λάμψη.

Ὁ Ἰωάννης ἐκήρυττε τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας καὶ ἔτρεχε πρὸς αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία. Ὁ Κύριος κηρύττει τὸ βάπτισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐλπίσει σὲ Αὐτὸν δεν θὰ ὑπακούσει; Τὸ βάπτισμα ἐκεῖνο (τοῦ Ἰωάννου) ἦταν ἡ εἰσαγωγή, τὸ βάπτισμα αὐτὸ (τοῦ Κυρίου) εἶναι τὸ τελειωτικό. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτὸ εἶναι ἡ οἰκείωσῃ μὲ τὸν Θεό. Μὲ τὴν βάπτισή Του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἕνα τέλος καὶ στὸ τυπικὸ αὐτὸ βάπτισμα, ὅπως τρώγοντας για τελευταία φορὰ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα τὸ κατάργησε καὶ ἐγκαινίασε τὸ Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου φάνηκε ὁ Υἱὸς Θεός, ἀλλὰ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως χαρακτηριστικὰ ψάλλει καὶ ὁ ὑμνῳδὸς στο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις».

Ὁ Υἱὸς βαπτιζόταν, τοῦ Πατρὸς ἡ φωνὴ ἀκουγόταν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατερχόταν «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀναγεννιούνται πνευματικὰ καὶ ὀνομάζει ἀδελφοὺς ὅσους συμμετέχουν στην ὅμοια μὲ Αὐτὸν γέννηση διὰ ὕδατος καὶ Πνεύματος.

Μόλις ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε, ἁγίασε ὅλη τὴν φύσῃ τῶν ὑδάτων καὶ ἔθαψε μέσα στα ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη, κάθε ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνακαίνισε καὶ ἀνέπλασε τὸν παλαιωθέντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο καὶ τοῦ χάρισε τὴν οὐράνια Βασιλεία. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα οὐρανοῦ καὶ γῆς, φανερώθηκε κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν.

Ὁ κατερχόμενος στὸν Ἰορδάνη Θεάνθρωπος συντρίβει τὶς κεφαλὲς τῶν ἀοράτων δρακόντων καὶ ἐλευθερώνει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους. Μὲ τὴν βάπτισή Του στον Ἰορδάνη, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ νόμου καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν καινὴ Χάρη.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ για τὴν ἐπιφάνεια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ τονίζει ὅτι διὰ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Στὴν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλέως Χριστοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεοφάνεια. «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Μὲ αὐτὴ τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξὺ τοῦ λαοῦ.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.



Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε. Ἦλθες ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.



Μεγαλυνάριον.
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.

Πηγή: “ΟΣΙΑ ΕΥΧΗ”

Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἐβδομήκοντα Ἀποστόλων (4 Ἰανουαρίου)




Για τους Αποστόλους αυτούς μας πληροφορεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο στο δέκατο κεφάλαιο. Τους εξέλεξε ο Χριστός ύστερα από τους Δώδεκα για να βοηθούν το έργο Του, πηγαίνοντας αυτοί πρωτύτερα σε κάθε πόλη και τόπο, όπου θα πήγαινε κατόπιν ο Ίδιος. Στον αγώνα αυτό, έπρεπε να καταβάλουν όλη τους τη δραστηριότητα, χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή. Γι' αυτό τους είπε, ότι ώφειλον να μη σταματούν και να μη χαιρετούν κανένα εις τον δρόμον. Αυτό δε, αποτελεί μάθημα για μερικούς πνευματικούς εργάτες, που χάνουν άσκοπα ώρες και μέρες φλυαρώντας αντί να διδάσκουν, και σκανδαλίζοντας αντί να οικοδομούν. Ο Κύριος παρήγγειλε τους εβδομήκοντα Αποστόλους, μήτε βαλάντιο να έχουν μαζί τους, μήτε δισάκιο, ούτε υποδήματα να κρατάνε. Γιατί; Για να φανεί, ότι οι στρατιώτες του Χριστού πρέπει να έχουν αυταπάρνηση και να εξοικειώνονται με όλες τις στερήσεις. Και να δειχθεί ότι ο Θεός με μηδαμινά μέσα κατορθώνει τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα έργα. Οι Εβδομήκοντα εξετέλεσαν την αποστολή τους με όλη την ακρίβεια και την πειθαρχία, όταν ο Χριστός ήταν στη γη. Αλλά και υστέρα από την ανάληψή Του και το σχηματισμό της Εκκλησίας Του, έκαναν με ζήλο και αυταπάρνηση όλο το καθήκον τους.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, της πρώτης Χριστιανικής περιόδου, προσπάθησαν να τους ταυτίσουν σταχυολογώντας πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, κυρίως από το βιβλίο των Πράξεων, καθώς και τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Η πρώτη απόπειρα καταρτίσεως καταλόγων των ονομάτων των Εβδομήκοντα Αποστόλων έγινε σε αντίδραση ενεργειών των Γνωστικών, οι οποίοι είχαν ανορθόδοξη και εσφαλμένη αντίδραση περί του επισκοπικού αξιώματος και της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής και αποσκοπούσε να προβάλει πρόσωπα με αναμφισβήτητο εκκλησιαστικό κύρος, που ήσαν άμεσα συνεχιστές του έργου των Δώδεκα Αποστόλων. Από την εποχή του πρώτου σχίσματος (867 μ.Χ.), όταν το «παπικὸν πρωτεῖον ἐξῆλθεν πλέον τῆς θεωρητικῆς καὶ ἀορίστου μορφῆς τὴν ὁποίαν μέχρι τοῦδε διετήρει καὶ ἔλαβε πρακτικὴν καὶ ὡρισμένην μορφὴν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», προβάλλονται ιδιαίτερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία οι Εβδομήκοντα Απόστολοι, σε αντίδραση στις γνωστές θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας περί του πρωτείου του Πάπα. Γι' αυτό, αν και έκαστος των Αποστόλων εορτάζει σε τακτή ξεχωριστή ημέρα, η Εκκλησία μας όρισε και ιδία μέρα για την κοινή εορτή αυτών που κακοπάθησαν για το Ευαγγέλιο του Υιού και Λόγου του Θεού.

Αυτοί δε ήταν:

1. Άγαβος, προφήτης, ο οποίος προφήτευσε τη σύλληψη του Αποστόλου Παύλου και το μέγα λιμό εις Ιερουσαλήμ (Τιμάται 8 Απριλίου).
2. Ακύλας, μαθητής του Αποστόλου Παύλου, μετά της συζύγου αυτού Πρισκίλλης, μαρτυρικά τελειωθέντες (Τιμούνται 14 Ιουλίου, 13 Φεβρουαρίου).
3. Αμπλίας, Επίσκοπος Οδυσσουπόλεως (της Μακεδονίας), υπό του Αποστόλου Ανδρέου εγκατασταθείς και υπό των εθνικών αναιρεθείς (Τιμάται 31 Οκτωβρίου).
4. Ανανίας, μαθητής του Κυρίου στη Δαμασκό, συναντήσας καθ' υπόδειξη του Κυρίου τον Σαούλ (Παύλο) τυφλωθέντα, τον οποίο θεράπευσε και Βάπτισε. Έγινε Επίσκοπος Δαμασκού, τελειωθείς διά λιθοβολισμού (Τιμάται 1 Οκτωβρίου).
5. Ανδρόνικος, Επίσκοπος Πανονίας (Τιμάται 17 Μαΐου, 30 Ιουλίου και 22 Φεβρουαρίου η εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του).
6. Απελλής, Επίσκοπος Σμύρνης (Τιμάται 10 Σεπτεμβρίου).
7. Απελλής (έτερος), Επίσκοπος της εν Θράκη Ηρακλείας (Τιμάται 31 Οκτωβρίου).
8. Απολλώς, Επίσκοπος Καισαρείας (Τιμάται 8 Δεκεμβρίου).
9. Απφία(ς) (ή Απφιών), σαφώς πρόκειται περί γυναίκας Αποστόλου, την οποία αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλήμονα επιστολή: «καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ». Συνεμαρτύρησε μετά των Αποστόλων Διλήμονος, Αρχίππου και Ονησίμου επί Νέρωνος (φέρεται ως σύζυγος του Φιλήμονος) (Τιμάται 22 Νοεμβρίου).
10. Αρίσταρχος, Επίσκοπος της εν Συρία Απαμείας, αποκεφαλισθείς υπό Νέρωνος (Τιμάται 14 Απριλίου και 27 Σεπτεμβρίου)
11. Αριστόβουλος, Επίσκοπος Βρετανίας, αδελφός του Αποστόλου Βαρνάβα (Τιμάται 31 Οκτωβρίου, 15 Μαρτίου).
12. Αρτεμάς, Επίσκοπος Λύστρων (Τιμάται 30 Οκτωβρίου).
13. Άρχιππος, μαθητής του Αποστόλου Παύλου εις Κολοσσάς. Ετελειώθηκε μαρτυρικά επί Νέρωνος (Τιμάται 22 Νοεμβρίου, 19 Φεβρουαρίου).
14. Ασύγκριτος, Επίσκοπος Υρκανίας, ετελειώθηκε μαρτυρικώς (Τιμάται 8 Απριλίου).
15. Αχαϊκός, μαθητής του Αποστόλου Παύλου στην Κόρινθο, ετελειώθηκε από λιμό και δίψα (Τιμάται 15 Ιουνίου).
16. Βαρνάβας ή Ιωσής, Κύπριος την πατρίδα, από τους ελληνιστές Εβραίους της νήσου και από την φυλή Λευΐ. Από Ιωσής, για το γλυκύ του κήρυγμα, μετονομάσθηκε Βαρνάβας, που σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Συνέκδημος του Αποστόλου Παύλου, κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Αλεξάνδρεια και Κύπρο, όπου λιθοβολήθηκε και παραδόθηκε στο πυρ. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου (Τιμάται 11 Ιουνίου).
17. Γάιος, Επίσκοπος Εφέσου (Τιμάται 5 Νοεμβρίου).
18. Επαινετός, Επίσκοπος Καρθαγένης (Τιμάται 30 Ιουλίου).
19. Επαφρόδιτος (ή Επαφράς), Επίσκοπος Κολοφώνος ή Κολώνης ή Αδράκης (Τιμάται 8 Δεκεμβρίου).
20. Έραστος, οικονόμος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων και Επίσκοπος Πανεάδος (Τιμάται 10 Νοεμβρίου).
21. Ερμάς, Επίσκοπος Φιλίππων ή Φιλιππουπόλεως (Τιμάται 5 Νοεμβρίου).
22. Ερμής, Επίσκοπος Δαλματίας (Τιμάται 8 Μαρτίου).
23. Εύβουλος, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 28 Φεβρουαρίου).
24. Εύοδος, Επίσκοπος Αντιόχειας, διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου (Τιμάται 7 Σεπτεμβρίου).
25. Ζακχαίος, αρχιτελώνης της Ιεριχώ, τον οποίο κάλεσε ο Κύριος (Τιμάται 20 Απριλίου).
26. Ζηνάς ή Ζήνων, Επίσκοπος Διοσπόλεως της Λαοδικίας (Τιμάται 27 Σεπτεμβρίου).
27. Ηρωδίων και Ροδίων ή Ρόδιος, Επίσκοπος νέων Πατρών, ακόλουθος των Αποστόλων. Ετελειώθηκε μαρτυρικά υπό Ιουδαίων και εθνικών ή Επίσκοπος Ταρσού, ακόλουθος των Αποστόλων Πέτρου στη Ρώμη. Αποκεφαλίσθηκε υπό Νέρωνος μετά του Ολυμπά (Τιμάται 28 Μαρτίου, 10 Νοεμβρίου).
28. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, αδελφός του Κυρίου και υιός Ιωσήφ του Μνήστορος, συγγραφεύς της φερωνύμου Καθολικής Επιστολής και πρώτος Ιεράρχης Ιεροσολύμων. Ο Άγιος ετελειώθηκε μαρτυρικώς υπό Ιουδαίων (Τιμάται 23 Οκτωβρίου, και Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση).
29. Ιάκωβος ο Αλφαίου ή Αλφαίος, αδελφός Ματθαίου του Ευαγγελιστού (Τιμάται 9 Οκτωβρίου).
30. Ιάσων, Επίσκοπος Ταρσού, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 29 Απριλίου).
31. Ιούδας ο Ιακώβου ή Θαδδαίος και Λεββαίος, αδελφός του Κυρίου και υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, αδελφός δε γνήσιος του Ιακώβου του Αδελφοθέου (Τιμάται 19 Ιουνίου).
32. Ιουνία(ς), πρόκειται μάλλον περί ανδρός Αποστόλου, τον οποίο αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή : «ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις». Δυστυχώς στους Συναξαριστές εθεωρήθηκε ως γυναίκα, ενώ σε πολλούς κώδικες γράφεται ορθώς: «(Ἀνδρόνικος) συνεπόμενον ἔχων καὶ τὸν ὑπερθαύμαστον Ἰουνίαν». Και το δίστιχο μαρτυρεί : «Ἰουνία(ς) τέθνηκε μηνὶ Μαΐῳ, ὃς πρῶτος ἐστὶν εἰσιὼν Ἰουνίου» (Τιμάται 17 Μαΐου, 22 Φεβρουαρίου (εύρεση Τιμίων Λειψάνων)).
33. Ιούστος ή Ιωσήφ ή Βαρσαββάς ή Ιησούς ή Ιωσής, Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως, ο σύμψηφος γενόμενος του Ματθίου, ο αδελφόθεος (Τιμάται 30 Οκτωβρίου).
34. Καίσαρ, Επίσκοπος Κορώνης (Τιμάται 8 Δεκεμβρίου).
35. Κάρπος, Επίσκοπος Βερόης ή Βέροιας της Θράκης (Τιμάται 26 Μαΐου).
36. Κήφας (Τιμάται 8 Δεκεμβρίου).
37. Κλήμης, Επίσκοπος Σαρδέων ή Σαρδικής (Τιμάται 10 Σεπτεμβρίου).
38. Κορδάτος, Επίσκοπος Αθηνών. Ετελειώθηκε μαρτυρικά στη Μαγνησία (Τιμάται 21 Σεπτεμβρίου).
39. Κουάρτος, Επίσκοπος Βηρυτού (Τιμάται 10 Νοεμβρίου).
40. Κρήσκης, Επίσκοπος Καρχηδόνος (Τιμάται 30 Ιουλίου).
41. Λίνος, Επίσκοπος Ρώμης μετά τον Απόστολο Πέτρο (Τιμάται 5 Νοεμβρίου).
42. Λουκάς ή Λούκιος, Επίσκοπος της εν Συρία Λαοδικείας, διάφορος του Ευαγγελιστού, «ὃν ὁ μακάριος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῇ μαρτυρεῖ» (Τιμάται 10 Σεπτεμβρίου).
43. Μάρκος, (ο και Ιωάννης), Επίσκοπος Βύβλου της Αντιόχειας, διάφορος του Ευαγγελιστού, «οὐ ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς ἐν ταὶς Πράξεσι μέμνηται». (Τιμάται 27 Σεπτεμβρίου).
44. Μάρκος (έτερος), ανηψιός του Βαρναβά, Επίσκοπος Απολλωνιάδος, διάφορος του Ευαγγελιστού και του προηγούμενου, «οὗ ὁ Ἀπόστολος ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς μέμνηται». (Τιμάται 30 Οκτωβρίου).
45. Ματθίας, ο διά κλήρου αναπληρώσας Ιούδα τον προδότη και συγκαταριθμηθείς στους Δώδεκα (Τιμάται 9 Αυγούστου).
46. Νάρκισσος, Επίσκοπος Αθηνών. Ετελειώθηκε μαρτυρικά (Τιμάται 31 Οκτωβρίου).
47. Νακάνωρ, διάκονος εκ των επτά, τελειωθείς εν τη αυτή ημέρα μετά του Αρχιδιακόνου Σεφάνου (Τιμάται 28 Ιουλίου).
48. Νυμφάς, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 28 Φεβρουαρίου).
49. Ολυμπάς, ακόλουθος του Αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη. Αποκεφαλίσθηκε υπό Νέρωνος μετά του Ροδιώνος (Τιμάται 10 Νοεμβρίου).
50. Ονήσιμος, μαθητής του Αποστόλου Παύλου. Ετελειώθηκε μαρτυρικά στους Ποτίολους (Τιμάται 15 Φεβρουαρίου, 22 Νοεμβρίου).
51. Ονησιφόρος, Επίσκοπος Κολοφώνος, συνεργός του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 7 Σεπτεμβρίου).
52. Ουρβανός, Επίσκοπος Μακεδονίας, υπό του Αποστόλου Ανδρέου εγκατασταθείς και υπό των εθνικών αναιρεθείς (Τιμάται 31 Οκτωβρίου).
53. Παρμενάς, Διάκονος εκ των επτά (Τιμάται 28 Ιουλίου).
54. Πατρόβας, Επίσκοπος Ποτιόλων (Τιμάται 5 Νοεμβρίου).
55. Πούδης, ακόλουθος του Αποστόλου Παύλου. Υπέστει μαρτυρικό θάνατο επί Νέρωνος (Τιμάται 14 Απριλίου).
56. Πρόχορος, Διάκονος εκ των επτά, Επίσκοπος Νικομήδειας, συνεργός του Ευαγγελιστού Ιωάννου και στη συγγραφή του Ευαγγελίου (Τιμάται 28 Ιουλίου).
57. Ρούφος, Επίσκοπος Θηβών της Ελλάδος. Ετελειώθηκε μαρτυρικά (Τιμάται 8 Απριλίου).
58. Σίλας, Επίσκοπος Κορίνθου, συνεργός του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 30 Ιουλίου).
59. Σιλουανός, Επίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνεργός του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 30 Ιουλίου).
60. Σιμεών ή Συμεών ή Κλεόπας, ο αδελφόθεος, δεύτερος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, υιός Ιωσήφ του Μνήστορος και αδελφός Ιακώβου. Ο Άγιος σταυρώθηκε επί Τραϊανού (Τιμάται 27 Απριλίου, 30 Οκτωβρίου).
61. Στάχυς, Επίσκοπος (πρώτος) Βυζαντίου, κατασταθείς υπό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου (Τιμάται 31 Οκτωβρίου).
62. Στεφανάς, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 15 Ιουνίου).
63. Στέφανος, πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος. Ετελειώθηκε διά λιθοβολισμού (Τιμάται 27 Δεκεμβρίου, 2 Αυγούστου, 15 Σεπτεμβρίου).
64. Σωσθένης, Επίσκοπος Κολοφώνος (Τιμάται 8 Δεκεμβρίου).
65. Σωσίπατρος, Επίσκοπος Ικονίου, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 10 Νοεμβρίου, 29 Απριλίου).
66. Τέρτιος, Επίσκοπος Ικονίου, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 30 Οκτωβρίου).
67. Τιμόθεος, Επίσκοπος Εφέσου, μαθητής του Αποστόλου Παύλου, τελειωθείς μαρτυρικά (Τιμάται 22 Ιανουαρίου).
68. Τίμων, διάκονος εκ των επτά, Επίσκοπος Βόστρων, τελειωθείς μαρτυρικά (Τιμάται 28 Ιουλίου).
69. Τίτος, Επίσκοπος Γορτύνης της Κρήτης, μαθητής του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 25 Αυγούστου).
70. Τρόφιμος, ακόλουθος του Αποστόλου Παύλου. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο επί Νέρωνος (Τιμάται 14 Απριλίου).
71. Τυχικός, Επίσκοπος Χαλκηδόνος ή Κολοφώνος, ακόλουθος του Αποστόλου Παύλου (Τιμάται 8 Δεκεμβρίου).
72. Φιλήμων, Επίσκοπος Γάζης, μαθητής του Αποστόλου Παύλου, τελειωθείς μαρτυρικά στις Κολοσσές επί Νέρωνος (Τιμάται 22 Νοεμβρίου).
73. Φίλιππος, διάκονος εκ των επτά, εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο οποίος εβάπτισε Σίμωνα τον Μάγο και τον Ευνούχο της Κανδάκης (11 Οκτωβρίου).
74. Φιλόλογος, Επίσκοπος Σινώπης, κατασταθείς υπό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου (Τιμάται 5 Νοεμβρίου).
75. Φλέγων, Επίσκοπος Μαραθώνος. Ετελειώθηκε μαρτυρικά (Τιμάται 8 Απριλίου).
76. Φουρτουνάτος, μαθητής του Αποστόλου Παύλου. Ετελειώθηκε μαρτυρικά (Τιμάται 15 Ιουνίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.

Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.

Θείας πίστεως, τῷ ἀμφιβλήστρῳ, ἐζωγρήσατε, ἐθνῶν ἀγέλας, Ἑβδομήκοντα Κυρίου Ἀπόστολοι, πρὸς εὐσεβείας τὴν θείαν ἐπίγνωσιν, ὡς δεδεγμένοι τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. Μύσται ἔνθεοι, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τοὺς Ἑβδομήκοντα σοφοὺς Ἀποστόλους, ὡς εὐσεβείας γεωργοὺς θεηγόρους, χαρμονικῶς αἰνέσωμεν ᾀσμάτων ᾠδαῖς· οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, τὸν σωτήριον λόγον, κόσμῳ ἐγκατέσπειραν, ὡς Χριστοῦ οἰκονόμοι· καὶ νῦν ἀπαύστως νέμουσιν ὑμῖν, τῶν ἐπταισμένων θεόθεν τὴν ἄφεσιν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν

Χριστοῦ Mαθητῶν, χορόν τῶν Ἑβδομήκοντα, ἐνθέως πιστοί, ὑμνήσωμεν σήμερον, καί πανηγυρίσωμεν· δι' αὐτῶν γάρ πάντες ἐμάθομεν, Τριάδα σέβειν ἀμέριστον· καί ἔχομεν λύχνους θείας Πίστεως.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Στῦλοι ἄσειστοι τῆς Ἐκκλησίας, ἑδραιώματα τῆς εὐσεβείας, γεγενημένοι Μαθηταὶ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, διατηρήσατε ταύτην ἀλώβητον, ἀποσοβοῦντες τοῦ πλάνου τὰ σκάνδαλα, καὶ αἰτούμενοι, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἑκάστοτε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ὁ Οἶκος

Τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τὴν χορείαν, συμφώνως οἱ πιστοί, ἱεραῖς εὐφημήσωμεν μελῳδίαις, Στέφανον, Πρόχορόν τε καὶ Σίλαν καὶ Νικάνορα. Τίμωνα καὶ Ἀμπλίαν καὶ Παρμενᾶν, Ἀπελλῆν τε Ἰάκωβον, Φίλιππον, Ἀρίσταρχον, καὶ Ματθίαν, Ἡρωδίωνα, Κρήσκην καὶ Φλέγοντα Βαρνάβαν, Λῖνον καὶ Ὀλυμπᾶν, Λουκᾶν καὶ Ἀσύγκριτον, καὶ τοὺς λοιπούς· ὑπάρχουσι γὰρ λύχνοι θείας Πίστεως.

Μεγαλυνάριον

Ἑβδομηκοντάριθμος καὶ σεπτός, δῆμος Ἀποστόλων, τὸν τῆς πίστεως θησαυρόν, τοῖς ἐν ἀπιστίᾳ, διέδωκαν πλουσίως· ὑμνήσωμεν τὴν τούτων, θείαν συνέλευσιν.

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ


ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2023


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ποιά εἶναι ἡ αἰτία πού οἱ δίκαιοι ἔχουν θλίψεις σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί οἱ ἁμαρτωλοί ἄνεση









«Μή παραζήλου ἐν πονηρευομένοις, μή δέ ζήλου τούς ποιοῦντας τήν ἀνομίαν, ὅτι ὡσεί χόρτος ταχύ ἀοξηρανθήσονται » , λέει ο προφήτης Δαβίδ. 

Πολλές αδικίες και ανομίες γίνονται σήμερα στον κόσμο. Και αυτοί που τις πράττουν φαίνονται να έχουν ευτυχία και μακαριότητα. Αντίθετα, οι ευλαβείς και ενάρετοι φαίνονται να έχουν διάφορες θλίψεις και βάσανα. Όμως, μην απορείς με αυτό, άνθρωπε, και ζηλεύεις τον πονηρό και προτιμάς το μέρος των αμαρτωλών νομίζοντας ότι τάχα αυτοί είναι καλότυχοι· γιατί τους αγαπά ο κόσμος και τους δίνει πρόσκαιρο πλούτο και μακαριότητα. Σχετικά με αυτό απορούσε και ο προφήτης Αββακούμ και έλεγε: «Γιατί, Κύριε, οι ασεβείς καταδυναστεύουν τους δικαίους και εσύ δεν τους βοηθάς;» Το ίδιο έλεγε και ο προφήτης Ιερεμίας και άλλοι: «Γιατί, Κύριε, έχουν οι άνομοι τόση ευτυχία στη ζωή τους;

Από πού αποκτάει τόσα αγαθά κάποιος που ζει κακώς;» Αυτά είπαν οι προφήτες, όχι επειδή δεν ήξεραν ότι είναι δίκαιες οι κρίσεις του Θεού αλλά για να μας φανερώσουν πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη σοφία του Θεού και σε τούτη την ανθρώπινη, η οποία δεν μπορεί να κατανοήσει την πάνσοφη οικονομία του Πανάγαθου, ο οποίος δε δίνει θλίψεις στους ανόμους εδώ, για να τους κολάσει αιώνια, και παιδεύει περισσότερο αυτούς που αγαπά, για να τιμηθούν πιο πολύ στην ουράνια Βασιλεία και να λάβουν ανώτερο στέφανο. Τα βόδια που σχεδιάζουν να τα σφάξουν στο σφαγείο τα αφήνουν και βόσκουν όπου θέλουν, για να παχύνουν, τα εργατικά, όμως, που τα φυλάνε για δουλειά, τα κρατάνε κοντά τους και τα βασανίζουν.

Έτσι και ο Θεός, αφήνει στη ζωή τούτη και παχαίνουν οι μοχθηροί με τις ηδονές της σάρκας και τις απολαύσεις, γιατί είναι προορισμένοι για την αιώνια κόλαση· όμως, τους δίκαιους τους πειράζει και τους βασανίζει, για να τους έχει παντοτινά στο ουράνιο παλάτι του. Τα κάρπιμα δέντρα, που δίνουν όφελος και κέρδος, τα ραβδίζουν οι άνθρωποι κάθε χρόνο και τα μαστιγώνουν και τα κλαδεύουν, για να βγάλουν καρπό· τα άκαρπα όμως, που δε δίνουν καμία ωφέλεια, αν και δε τα ραβδίζουν, όπως τα εύκαρπα, αλλ ‘ όμως, όταν μεγαλώσουν, τα κόβουν και τα ξεριζώνουν εντελώς, και τα καίνε επειδή είναι άχρηστα. Έτσι και οι ενάρετοι, που δίνουν όφελος με τα έργα τους, έχουν στον κόσμο θλίψεις και μάστιγες· αντίθετα, τους αμαρτωλούς δεν τους τιμωρεί εδώ ο δίκαιος Κριτής, αλλά τους φυλάει για να τους κάψει αργότερα στο πυρ της κολάσεως. Λέει το βιβλίο των «Βασιλειών» ότι τις πέτρες με τις όποιες έχτιζαν το Ναό του Σολομώντος τις πελεκούσαν και τις λέπταιναν έξω από τον Ναό και αφού τις έφτιαχναν και τις έκαναν ίσιες με πολλή επιμέλεια, τις τοποθετούσαν στη θέση τους χωρίς πρόβλημα και χωρίς να χτυπάνε και να έχουν φύρα ούτε χρειάζονταν άλλο εργαλείο. Έτσι ακριβώς, και όσοι πρόκειται να τοποθετηθούν ως πολύτιμοι λίθοι στη θεία οικοδομή της επουράνιας Ιερουσαλήμ είναι ανάγκη να πελεκηθούν εδώ έξω σε τούτο τον κόσμο με σφυριές τιμωριών και θλίψεων γιατί σε κείνο τον θειο οίκο δεν υπάρχει καμία θλίψη ή σύγχυση ή πείνα ή δίψα ή τιμωρία ή βάσανο, όπως λέει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Αυτή, λοιπόν, είναι η αιτία για την οποία αφήνει τους φίλους του και πάσχουν εδώ διάφορες θλίψεις, με τις οποίες πρέπει να έχουμε μεγάλη χαρά όταν έρχονται, να τις υποδεχόμαστε ως δώρο και χάρισμα και ως γιατρειά που μας στέλνει με πολλή αγάπη ο Πατέρας μας ο ουράνιος.

Εάν ο Κύριος, όταν ήθελε ο Πέτρος να εμποδίσει το Πάθος του με τη μάχαιρα, τον καταδίκασε λέγοντας: «Βάλε τη μάχαιρα στη θήκη. Το ποτήριο που μου έδωσε ο Πατήρ δεν θέλεις να το πιω;» , ονομάζοντας ποτήριο σταλμένο από τον Πατέρα τους εμπαιγμούς, τις τιμωρίες και το θάνατο που έμελλε να πάθει για τη σωτηρία μας, γιατί να μην πούμε και εμείς το ίδιο και να μην πιστεύουμε ότι όλες οι θλίψεις και οι συμφορές που μας έρχονται είναι θεραπευτικό ποτήριο και γιατρειές που μας στέλνει ο επουράνιος ιατρός με πατρική αγάπη για τη σωτηρία μας; Να, λοιπόν, χριστιανέ, μια παρηγοριά που μπορείς να έχεις πιστεύοντας ότι όλες οι θλίψεις, είτε έλθουν από επήρεια δαιμόνων είτε από ανθρώπους είτε από κάποια άλλη περίσταση, είναι μια ωφέλιμη θεραπεία που σου στέλνει ο ουράνιος Πατέρας για να καθαριστεί η ψυχή σου· και αν αισθάνεσαι πικρότητα στη γεύση, όταν το πίνεις, μην απελπιστείς, γιατί η πικρότητα αυτή θα σου φέρει την ποθούμενη υγεία, όπως τα φάρμακα και τα γιατρικά του σώματος, που φτιάχνουν οι γιατροί, είναι άνοστα και πικρότατα. Πολλές φορές μάλιστα βγάζουν και αίμα, και καίνε και κόβουν τα άχρηστα και μολυσμένα μέλη και τα αφαιρούν, και όλα αυτά προκαλούν πολύ πόνο και οδύνη στον πάσχοντα, αλλά τα υπομένει με καρτερία γνωρίζοντας ότι έτσι θα αποκτήσει την υγεία που ποθεί- έτσι και όλες οι θλίψεις και οι συμφορές που μας έρχονται σε τούτη τη ζωή είναι γιατρειές πνευματικές που στέλνονται από τον ουράνιο γιατρό για την ωφέλεια της ψυχής μας.

Αυτό προτύπωνε η χολή εκείνη που έβαλε στα μάτια του ο Τωβίτ και με την οποία απέκτησε το φως του. Με την πικρία των θλίψεων λυτρώνεται ο αμαρτωλός από την ψυχική τυφλότητα, σύμφωνα με τον μέγα Γρηγόριο, που λέει ότι τα μάτια που είναι τυφλωμένα από την αμαρτία φωτίζονται με την τιμωρία. Όταν έριξαν τον Ιωσήφ οι αδελφοί του στο ξεροπήγαδο, δεν συναισθάνθηκαν το βάρος της αμαρτίας τους μέχρι που έστειλε ο Θεός τη μεγάλη θλίψη, και τότε ομολόγησαν: «Δικαίως τα παθαίνουμε όλα αυτά για την αμαρτία που κάναμε εναντίον του αδελφού μας». Βλέπεις πόση ωφέλεια δίνει η θλίψη, που φωτίζει τους τυφλούς και δίνει σύνεση στους ανόητους; Δεν ήθελε ο Πέτρος να του νίψει τα πόδια ο Κύριος, γιατί δεν καταλάβαινε τότε την πάνσοφη γνώμη του δασκάλου του, όπως του είπε: « Εκείνο που κάνω εγώ εσύ δεν το καταλαβαίνεις τώρα, αλλά ύστερα θα το καταλάβεις». Όταν όμως του είπε ότι εάν δεν του πλύνει τα πόδια δεν θα είναι μαζί του, σταμάτησε με πολύ φόβο και του τα έπλυνε. Έτσι και συ, δε γνωρίζεις τώρα την αιτία γιατί σε πλένει ο Κύριος με τα ύδατα των θλίψεων, αλλά όταν θα δεις τη λαμπρότητα που θα πάρει η ψυχή σου από τούτον το νιπτήρα των θλίψεων, θα ευχαριστείς το Δεσπότη, γιατί εάν δεν σε ένιπτε, δε θα ήσουνα μαζί του στη Βασιλεία του. Όσο είχε ο άσωτος γιος τον πατρικό πλούτο , ξόδευε, έτρωγε, έπινε, έκανε τα θελήματα του και δε μετανοούσε ποτέ, αλλά όταν τον έκαψε ο πάνσοφος γιατρός με το πυρ της φτώχειας, της πείνας και της υπόλοιπης ταλαιπωρίας, άφησε τις ηδονές της σάρκας και επέστρεψε σωφρονισμένος στο πατρικό σπίτι. Ό,τι κάνει ο κόπανος στο σιτάρι, το ρινί και η λίμα στο σίδερο, και η κάμινος στο χρυσό, το ίδιο κάνει και η θλίψη στον άνθρωπο, δηλαδή τον καθαρίζει από κάθε ασχήμια και τον λαμπρύνει.

Αν, λοιπόν, μας ωφελούν οι θλίψεις και μας προξενούν τόσο κέρδος, γιατί να τις μισούμε οι άφρονες και να μην ευχαριστούμε τον επουράνιο γιατρό που τις δίνει για υγεία μας, όπως ευχαριστούμε και το σωματικό γιατρό και τον πληρώνουμε με χαρά; Όσοι έχουν το παραμικρό φως και φόβο Θεού πιστεύουν ότι όλα εκείνα που τους συμβαίνουν έρχονται από το θεό, γιατί οι άνομοι δε θα είχαν καμία εξουσία πάνω στους δίκαιους εάν δεν τους την είχε παραχωρήσει ο Θεός, όπως είπε ο Κύριος στον Πιλάτο: « Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν ἐν ἐμοί, εἰ μή ἦν σοί δεδομένον ἄνωθεν ». Και αυτό δεν είναι μόνο για τους ορατούς εχθρούς βέβαιο, αλλά και για τους αόρατους· γιατί, αν και προσπαθεί ο δαίμονας πάντα να πειράζει τους δίκαιους και να τους θλίβει, όμως όλη του η βία και η δύναμη είναι μάταιη αν δεν του δώσει την εξουσία ο Κύριος. Αυτό, λοιπόν, γνωρίζοντας οι πιστοί πιέζουν τον εαυτό τους να νικήσουν τον πειρασμό με τη δύναμη του Θεού και δεν παραπονιούνται για το μέσο που τους θλίβει ούτε κοιτάζουν το όργανο που προκαλεί τη ζημιά. Δεν το λένε τύχη ή ριζικό αλλά τα δέχονται όλα ευχαρίστως οικονομούμενα από το χέρι του Κυρίου προς το συμφέρον. Δε θυμώνουν με αυτούς που τους θλίβουν ή με τα αλλά κτίσματα, αλλά τους αγαπούν πάρα πολύ ως αιτία της σωτηρίας τους. Όπως και ο Ιώβ ο μακάριος, όταν έπαθε τόσες συμφορές, δεν είπε ότι αυτά τα αγαθά μου τα έδωσαν οι γονείς μου, αυτά τα παιδιά τα γέννησε η σύζυγος μου, και οι κακοί άνθρωποι, η φωτιά, οι δυνατοί άνεμοι και οι δαίμονες μου τα στέρησαν, αλλά είπε: « Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος τα πήρε. Όπως αποφάσισε ο Κύριος, έτσι έγινε. Ευλογημένο να είναι το όνομά του». Ομοίως και όταν ήταν ασθενημένος και πληγωμένος σε όλο του το σώμα, έλεγε: «Τα καλά τα δεχτήκαμε από το χέρι του Κυρίου και τα κακά να μην τα υπομείνουμε;».

Έτσι και ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος, ξέροντας ότι ήταν θεϊκή απόφαση να πάθει εκείνο που του έκαναν οι αδελφοί του, δε σκανδαλίστηκε καθόλου ούτε προσπάθησε να αμυνθεί σ’ αυτούς. Οι φιλόσαρκοι και ατελείς άνθρωποι, που εξαιτίας της μικροψυχίας τους, δεν έχουν ποτέ ειρήνη, δε γνωρίζουν την ωφέλεια της θλίψεως ούτε νιώθουν την αιτία αλλά μόνο θυμώνουν εναντίον εκείνων που τους θλίβουν και αμύνονται. Όπως ο σκύλος, όταν του ρίξει κάποιος πέτρα, τον αρπάζει και τον δαγκώνει από το θυμό του, έτσι και αυτοί οι ανόητοι δε βλέπουν το Θεό, που τους τιμωρεί, αλλά πολεμούν τα όργανά του, και εξαιτίας της ανυπομονησίας τους, δε βγάζουν από τη θλίψη κάποια ωφέλεια. Ο γνωστικός μαθητής, όταν τον δέρνει ο δάσκαλος η ο πατέρας του, δεν κοιτάζει το ραβδί, δεν αμύνεται εναντίον του (επειδή αυτό δεν κινείται από μόνο του), αλλά μόνο παρακαλεί αυτόν που τον χτυπάει να τον λυπηθεί και να τον τιμωρήσει ελαφρύτερα. Έτσι και ο ευγνώμων χριστιανός δεν κοιτάζει ποτέ εκείνον που τον θλίβει, εάν είναι μεγαλύτερος η μικρότερος, εάν δικαίως ή αδίκως τον έβλαψε, αλλά ζητάει βοήθεια από το Θεό λέγοντας από μέσα του τα εξής: «Σου αξίζει αυτό, αμαρτωλέ, και άλλο χειρότερο. Είναι ευλογημένοι αυτοί που σε διώκουν». Και έτσι μεμφόμενος τον εαυτό του και παρακαλώντας υπέρ του πλησίον νικάει το διάβολο και την υπερηφάνεια της σάρκας. Και αν δει ότι ο Σταυρός και η θλίψη αυξάνει περισσότερο, την υποδέχεται με ευλάβεια γνωρίζοντας ότι αυτή είναι ο Κύριος. Τον ευχαριστεί για την αγία του βοήθεια και έτσι την ελαφραίνει πολύ και μένει νικητής και τροπαιούχος και απολαμβάνει μισθό αναρίθμητο. Ω θαυμαστής και αήττητης δύναμης του Σταυρού, και μακάριος όποιος τον γνωρίζει και τον υποδέχεται ευχαρίστως, επειδή είναι σταλμένος από προσώπου Κυρίου για τη σωτηρία του.


Αγαπίου Μοναχού του Κρητός, Αμαρτωλών Σωτηρία, εκδ. Γνόφος, Αθήνα 2009, σελ. 128-132.
ΠΗΓΗ: www.paterikiorthodoxia.com

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ (2 Ἰανουαρίου)





Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας στὶς 19 Ἰουλίου 1759 καὶ ὀνομάσθηκε Πρόχορος.

Οἱ γονεῖς του, Ἰσίδωρος καὶ Ἀγάθη Μοσνίν, ἦταν εὐκατάστατοι ἔμποροι. Ὁ πατέρας του εἶχε ἐργοστάσια πλινθοποιίας καὶ παράλληλα ἀναλάμβανε τὴν ἀνέγερση πέτρινων οἰκοδομημάτων, ναῶν καὶ σπιτιῶν. Κάποτε ἄρχισε νὰ χτίζει στὸ Κοὺρσκ ἕνα ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλὰ ξαφνικὰ τὸ 1762, πεθαίνει, ἀφήνοντας στὴν σύζυγό του τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ναοῦ.

Ὁ Πρόχορος κληρονόμησε τὶς ἀρετὲς τῶν γονέων του καὶ ἰδίως τὴν εὐσέβειά τους. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνει μὲ ζῆλο τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀλλὰ ἀρρώστησε ξαφνικὰ βαριὰ χωρὶς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στὴν κρισιμότερη καμπὴ τῆς ἀσθένειας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μία μέρα νὰ γίνεται λιτανεία καὶ νὰ περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπιασε δυνατὴ βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τοῦ Προχόρου, μέχρι νὰ περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη, κατέβασε τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε μέχρι ποὺ ἀποκαταστάθηκε τελείως.
Σχετική εικόνα
Νέος ἐγκαταλείπει τὸ πατρικό του σπίτι, στὴν πόλη Κούρσκ, καὶ ἔρχεται νὰ μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νὰ γίνει Μοναχὸς διαρκεῖ ὀκτὼ χρόνια. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1786 κείρεται Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ. Σὲ δυὸ μῆνες χειροτονεῖται Διάκονος.

Περιφρουρούμενος μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁ Διάκονος Σεραφείμ, ἀνέρχεται στὴν Πνευματικὴ ζωὴ «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ὡς Διάκονος παραμένει ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ Μοναστῆρι, διακονεῖ στὶς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναστηριακοὺς κανονισμοὺς καὶ ἐκτελεῖ τὰ διακονήματά του. Τὸ βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στὸ δάσος, στὸ ἐρημικό του κελί, ὅπου διέρχεται τὶς νυκτερινὲς ὧρες μὲ προσευχή, καὶ πολὺ πρωὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ μοναστῆρι.


Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ ἀποδύεται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὸν Πνευματικὸ ἀγῶνα. Τώρα πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μόχθος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ κοινὴ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιὰ πιὸ ὑψηλὲς Πνευματικὲς ἀσκήσεις. Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὴ Μονὴ καὶ ἀποσύρεται μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σὲ τέλεια ἀπομόνωση, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ Θείου Λόγου καὶ σωματικοὺς κόπους. Γιὰ χίλιες ἡμέρες καὶ χίλιες νύκτες μιμεῖται τοῦ παλιοὺς στυλῖτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σὲ μία πέτρα καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται : «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».



Τελειώνοντας τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ ἐπανέρχεται στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ κλείνεται σὰν σὲ μνῆμα στὴν ἀπομόνωση γιὰ ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιὰ τὰ πρῶτα πέντε βάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ φωτίζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ ἀξιώνεται νὰ ζήσει Πνευματικὲς ἀναβάσεις καὶ νὰ δεῖ θεϊκὰ ὁράματα. Μετὰ τὸν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στὴν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ γέροντας στὴν ἡλικία, ἀφιερώνεται στὴ διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ τὴν φωτεινὴ μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ πίστευαν ἀκράδαντα στὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, διάσημοι καὶ ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινὰ στὸ κελί του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση γιὰ τὴ ζωή τους. Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὅταν ἔβλεπε τὰ πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!».

Ἐξομολογοῦσε πολλούς, θεράπευε ἀσθενεῖς, ἐνῷ σὲ ἄλλους ἔδιδε νὰ ἀσπασθοῦν τὸν σταυρὸ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸ στῆθος του ἢ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε στὸ τραπέζι τοῦ κελιοῦ του. Σὲ πολλοὺς πρόσφερε ὡς εὐλογία ἀντίδωρο, ἁγίασμα ἢ παξιμάδια, ἄλλους τοὺς σταύρωνε στὸ μέτωπο μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντῆλι, ἐνῷ μερικοὺς τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ τοὺς ἀσπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Αποτέλεσμα εικόνας για Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1833, ἡμέρα Κυριακή, ὁ Ὅσιος ᾖλθε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ Ναὸ τοῦ νοσοκομείου τῶν Ἁγίων Ζωσιμᾶ καὶ Σαββατίου. Ἄναψε κερὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάσθηκε. Μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἀσπάσθηκε καὶ παρηγορητικὰ τοὺς εἶπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ὁ Μοναχὸς Παῦλος πρόσεξε ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆγε τρεῖς φορὲς στὸν τόπο ποὺ εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Καθόταν ἐκεῖ καὶ κοίταζε ἀρκετὴ ὥρα στὴ γῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἄκουσε νὰ ψάλλει στὸ κελί του Πασχαλινοὺς ὕμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…».

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Ἰανουαρίου 1833. Οἱ μοναχοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ λευκὸ ζωστικό, γονατιστὸ σὲ στάση προσευχῆς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ χάλκινο σταυρὸ στὸ λαιμὸ καὶ μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὲ σχῆμα σταυροῦ. Νόμιζαν ὅτι τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος.

Τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐξαφανίστηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως καὶ ξαναβρέθηκαν τὸ 1990, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Τὸ 1991 ἐπέστρεψαν στὴν μονὴ Ντιβέγιεβο.





Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.







Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΑΞΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ

ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ3του κ. Δημητρίου Χατζηνικολάου, Ἀν. Καθηγητοῦ Οἰκονομικῶν τοῦ Παν/μίου Ἰωαννίνων:

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλίνικε, Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς, Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Γνησίας Ἱ.Μ. Ἐσφιγμένου κ. Μεθόδιε, Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, Χριστός ἐτέχθη!

1. Προοίμιον

Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι
(1) «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15:20)·
(2) «ἐπιβαλοῦσιν ἐφ” ὑμᾶς τάς χεῖρας αὐτῶν καί διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγάς καί φυλακάς, ἀγομένους ἐπί βασιλεῖς καί ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου» (Λκ. 21:12)·
(3) «παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων καί συγγενῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου» (Λκ. 21:16-17).
Τό δέ «στόμα Χριστοῦ», ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, προσθέτει: «οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τμ. 3:12).
Ὡς γνωστόν, αἱ προφητεῖαι αὐταί ἔχουν ἐπαληθευθῇ πολλάκις εἰς τήν δισχιλιετῆ ἱστορίαν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐπαληθεύονται καί εἰς τάς ἡμέρας μας μέ τούς ἐπί τέσσαρας δεκαετίας διωγμούς τῆς παραδοσιακῆς Ἱ.Μ. Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους. Διῶκται της εἶναι οἱ Οἰκουμενισταί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν (ὑποκριτικῶς) ὡς σημαίαν των τήν ἀγάπην καί τήν καταλλαγήν μέ τούς παντός δόγματος καί πάσης θρησκείας ἀνθρώπους, ἐκτός ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τούς ὁποίους διώκουν ἀπηνῶς!

2. Ἡ σύγχρονος αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ἐν ὀλίγοις, ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει λάβει τρομακτικάς διαστάσεις, ἀποσκοπεῖ εἰς τήν κατεδάφισιν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐφόσον παραδέχεται ὅλας τάς Χριστιανικάς αἱρέσεις καί ὅλας τάς θρησκείας ὡς «διαφορετικούς δρόμους» διά νά φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν Θεόν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν εἰς τόν ἴδιον Θεόν, ὁ καθείς μέ τόν τρόπον του, λέγουν ψευδῶς οἱ Οἰκουμενισταί, ὅπως οἱ «πατριάρχαι» Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος. Νά καταργήσωμεν, λοιπόν, τά δόγματα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του κ.λπ. καί νά κατασκευάσωμεν νέα, οὕτως ὥστε αὐτά νά εἶναι ἀποδεκτά ἀπό τόν σύγχρονον ἄνθρωπον, ἐπρότεινεν ὁ «ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς» Ἰάκωβος εἰς συνέντευξίν του εἰς τήν παγκοσμίου κυκλοφορίας ἐφημερίδα New York Times (25-9-1967, σ. 40).[1] Παρομοίας αἱρέσεις, διαστροφάς καί βλασφημίας κηρύσσουν καί σύγχρονοι «πατριάρχαι», «ἀρχιεπίσκοποι», «ἐπίσκοποι» καί ἄλλοι, καί ὄχι μόνον οὐδένα κίνδυνον καθαιρέσεως διατρέχουν, ἀλλά τοὐναντίον τιμῶνται καί ὑπό πάντων! Ἐσχάτως δέ ἀρκετοί ἐξ αὐτῶν, ὅπως ὁ «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος, μοιράζουν τό «ἅγιον Κοράνιον», ὅπως τό ἀποκαλοῦν, ἀντί τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου! Διά νά μήν μακρυγορῶμεν, ἁπλῶς λέγομεν ὅτι εἶναι τόσα πολλά τά ἄνομα ἔργα καί κηρύγματα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὥστε θἀ ἐχρειάζετο μία πολύωρος ὁμιλία διά νά παρουσιασθοῦν καί νά σχολιασθοῦν. Δέν νομίζω ὅτι χρειάζεται, ὅμως, διότι τά γεγονότα αὐτά εἶναι πλέον γνωστά εἰς ὅλους ὅσους ἐνδιαφέρονται διά τήν Ἐκκλησίαν. Πλανῶνται οἰκτρῶς ὅσοι ἔχουν μέν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ἀλλά ἐν γνώσει των κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Οἰκουμενιστάς, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ στάσις των αὐτή εἶναι ἀντορθόδοξος.

3. Ἡ ὀρθόδοξος στάσις τῆς Ἱ.Μ. Ἐσφιγμένου ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Τόσον ἡ Ἁγία Γραφή ὅσον καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, προκειμένου νά καταστήσουν ἀπολύτως σαφές ὅτι ἡ ἐν γνώσει κοινωνία μέ τήν αἵρεσιν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπον εἰς τήν Κόλασιν, ἀπηγόρευσαν αὐστηρῶς καί μέ ἐντόνους χαρακτηρισμούς καί προτροπάς τήν τοιαύτην κοινωνίαν. Πρός ἀπόδειξιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ, παραθέτομεν ἀμέσως κατωτέρω πολλά ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά χωρία.


[1] Ὅταν ἀνέγνωσα διά πρώτην φοράν αὐτήν τήν εἴδησιν εἰς τό βιβλίον Φιλήματα Ἰούδα τό ἔτος 1997, ἤμην κάτοικος τῆς Ἀδελαΐδος τῆς Νοτίου Αὐστραλίας καί ἠκολούθουν τό νέον ἑορτολόγιον. Ἐσκέφθην ὅτι «οἱ παλαιοημερολογῖται ἀσφαλῶς ψεύδονται ὡς πρός τοῦτο»! Διότι δέν εἶναι ποτέ δυνατόν εἷς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νά προτείνῃ τήν κατάργησιν τῶν Ὀρθοδόξων Δογμάτων καί νά μήν καθαιρῆται! Προκειμένου νά λύσω τήν ἀπορίαν μου, λοιπόν, ἐπεσκέφθην τήν Κεντρικήν Βιβλιοθήκην τῆς Ἀδελαΐδος καί ἐζήτησα τό φύλλον τῆς έφημερίδος New York Times τῆς 25-9-1967, ἡ ὁποία ὑπῆρχεν εἰς ψηφιακήν μορφήν, καί συγκεκριμένως εἰς μορφήν microfische, δηλαδή εἰς ταινίαν τετυλιγμένην εἰς μικρά καρρούλια. Ἐφωτοτύπησα αὐτήν τήν συνέντευξιν καί ἔκτοτε τήν διαδίδω, διότι ὁ Ἰάκωβος παρέμεινε «Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς» διά τριάκοντα ἀκόμη ἔτη μετά τήν ὡς ἄνω πρότασίν του νά καταργηθοῦν τά Ὀρθόδοξα Δόγματα, τά ὁποῖα μάλιστα εἰς τήν συνέντευξιν αὐτήν ἐχαρακτήρισε «Ἑλληνικά παλαιά ἐνδύματα»! Τότε ἤρχισα νά μελετῶ ἐπισταμένως τό Ἡμερολογιακόν Ζήτημα· δύο ἔτη ἀργότερον, διέκοψα πλήρως τήν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μέ τούς Οἰκουμενιστάς.
Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«Ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν» (Ρωμ. 16:17-18)·
«ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων … τήν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τάς βεβήλους κενοφωνίας καί ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περί τήν πίστιν ἠστόχησαν» (Α´ Τιμ. 6:5, 6:20-21)·
«μή οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν … καί μή συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους» (Ἐφ. 5:6-11)·
«ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α´ Θεσσ. 5:22)·
«στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις … στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν» (Β´ Θεσσ. 2:15 καί 3:6)·
«σύ δέ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώθης» (Β´ Τιμ. 3:14)·
«Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1:8-9)·
«τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; … διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).

Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «πᾶς ἄνθρωπος, τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται, ἐξακολουθήσας ἀπείρῳ ποιμένι, καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος· τίς γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος;» (ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).[1]

Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (P.G. 160, σ. 101).
|
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει: «Πᾶς ὁ λέγων, φησί, παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, κἄν προφητεύῃ, λύκος σοί φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος» (P.G. 160, σ. 101, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λέγει τά ἑξῆς σημαντικά διά τήν ὑπακοήν εἰς ἡγουμένους πού εἴτε εἶναι αἱρετικοί εἴτε εἶναι μέν ὀρθόδοξοι, ἀλλά κοινωνοῦν μέ αἱρετικούς:
«παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου [Γαλ. 1:8], παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν, ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν, μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων» (ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)·[2]
«οὐ δι’ ἕνα ἄνθρωπον ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό Βορρᾶ καί δυσμῶν καί θαλάσσης∙ καί μέντοι καί τῆς ἐνταῦθα, δηλονότι πλήν τῶν μοιχοκυρωτῶν. Οὐ γάρ οὗτοι Ἐκκλησία Κυρίου» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σελ. 178, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ἐφόσον ὁ ἅγιος ἔλεγεν ὅτι οἱ «μοιχοκυρωταί», ἤτοι οἱ ἐγκρίνοντες τόν παράνομον γάμον τοῦ Αὐτοκράτορος, δέν ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, φαντασθεῖτε τί θά ἔλεγεν διά τούς Οἰκουμενιστάς ἄν ἔζη σήμερον· εἰκάζω ὅτι θά τούς ἐχαρακτήριζε «συναγωγήν τοῦ Σατανᾶ»! Σκληρά ἡ κρίσις, ἀλλά σύμφωνος μέ τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας.
«Οὐδ’ ἄν ὅλα τά χρήματα τοῦ κόσμου παρέξει τις καί κοινωνῶν εἴη τῇ αἱρέσει φίλος Θεοῦ καθίσταται, ἀλλ’ ἐχθρός. Καί τί λέγω κοινωνίας; Κἄν ἐν βρώματι, καί πόματι, καί φιλίᾳ συγκάτεισι τοῖς αἱρετικοῖς ὑπεύθυνος» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σελ. 298)·
«φυλάξοιτε ἔτι ἑαυτάς, παρακαλῶ, τῆς ψυχοφθόρου αἱρέσεως∙ ἧς ἡ κοινωνία ἀλλοτρίωσις Χριστοῦ» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σελ. 354, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)·

«τοῦ τε ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρός τούς αἱρετικούς, ἀλλά μήν μηδέ πρός τούς κοινωνοῦντας μετά τῶν ἀσεβῶν» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σ. 448, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)·
«ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (P.G. 99, σ. 1049, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)·
«οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, σ. 1164 Α, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Δηλαδή, ὅσοι ἔχουν μέν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ἀλλά κοινωνοῦν μέ τήν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως πράττουν σήμερον οἱ ἁγιορεῖται μνημονευταί καί οἱ «συντηρητικοί» νεοημερολογῖται, θά συναπολεσθοῦν μέ τούς Οἰκουμενιστάς.
Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, συνοψίζων ἄριστα τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν τῆς ἀποτειχίσεως, λέγει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, σ. 101, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).
Ἀναφερόμενος δέ εἰς τόν λατινόφρονα μητροπολίτην Ἀθηνῶν, γράφει ὁ Ἅγιος τά ἑξῆς σημαντικά εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τόν ἱερομόναχον Θεοφάνην:
Ἀξιῶ οὖν τήν ἁγιωσύνην σου, ἵνα τόν ὑπέρ Θεοῦ ζῆλον ἀναλαβών, … παραινέσῃς τοῖς τοῦ Θεοῦ ἱερεῦσιν, ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε μνημονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι … Φεύγετε οὖν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἴδε ἐγώ Μάρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ πάπα ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως ἔνοχός ἐστι πάντα τά τῶν Λατίνων ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς τῆς κουρᾶς τῶν γενείων, καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται (P.G. 160, σ. 1097, 1100, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).
Συνεπῶς, εἶναι παραβάται τῆς πίστεως ὅσοι μνημονεύουν τόν λατινόφρονα «πατριάρχην» Βαρθολομαῖον, ὁ ὁποῖος ψάλλει τήν φήμην καί τό «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» διά τόν «πάπαν». Ὅπως δέ κατήγγειλε τό ἔτος 1969 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς εἰς μίαν ἀνοικτήν του ἐπιστολήν πρός τόν «ἀρχιεπίσκοπον Ἀμερικῆς» Ἰάκωβον, ὁ «πατριάρχης» Ἀθηναγόρας εἶχε συμπεριλάβῃ τό ὄνομα του «πάπα Ρώμης», καθώς καί «ὅλας τάς ὁμολογίας τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως», εἰς τά Δίπτυχα, πού σημαίνει ὅτι ἐθεώρει ὡς ὀρθοδόξους ὅλους αὐτούς τούς αἱρετικούς.[3] Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος σήμερον, ὀρθόδοξον στάσιν κρατοῦν μόνον οἱ παραδοσιακοί, δηλαδή οἱ γνήσιοι Ἐσφιγμενῖται καί οἱ Ζηλωταί Πατέρες, πού δέν μνημονεύουν τόν κ. Βαρθολομαῖον διό καί διώκονται.
Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός τονίζει ὅτι «εἰς τά τῆς Πίστεως οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις· ἡ γάρ συγκατάβασις ἐλάττωσιν ἐργάζεται τῆς πίστεως» καί ὅτι «μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστιν» (ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).[4]


Οἱ ἐπί «πατριάρχου» Βέκκου ἀγωνισθέντες καί θεαρέστως μαρτυρήσαντες Ἁγιορεῖται Πατέρες, εἰς τήν γνωστήν ἐπιστολήν, τήν ὁποίαν ἔγραψαν τό ἔτος 1275 πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγον,[5] ἀντιδρῶντες εἰς τάς πιέσεις πού ἐδέχοντο νά μνημονεύσουν τόν «πάπαν», μετά ἀπό τήν ψευδο-σύνοδον τῆς Λυῶνος, ἐπεκαλέσθησαν, μεταξύ ἄλλων, καί τό ἀκόλουθον χωρίον τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Ἰω. Β΄, 10-11). Τό χωρίον τοῦτο ἀνέλυσαν ὡς ἑξῆς (εἰς ἐλευθέραν μετάφρασιν τοῦ γράφοντος):
Ἄν ἐμποδιζώμεθα ἁπλῶς νά τόν χαιρετίσωμεν [τόν «πάπαν»] καθ’ ὁδόν καί νά τόν εἰσαγάγωμεν εἰς μίαν συνήθη οἰκίαν, τότε πῶς θά τόν εἰσαγάγωμεν, ὄχι εἰς οἰκίαν, ἀλλά εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ; … Καί ἄν ὁ ἁπλοῦς χαιρετισμός του ἰσοδυναμεῖ μέ κοινωνίαν μέ τά πονηρά του ἔργα, πόσον μᾶλλον ἡ μνημόνευσίς του ἐκφώνως ἔμπροσθεν τῶν θείων καί φρικτῶν μυστηρίων; Ἄν δέ Αὐτός πού κεῖται ἔμπροσθεν ἡμῶν εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνεχθῇ τοῦτο τό μέγα ψεῦδος, τό νά κατατάσσηται δηλαδή αὐτός μεταξύ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν; Θέατρον θά παίξωμεν ἐνώπιον τῶν φρικτῶν μυστηρίων; Πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀνεχθῇ τοιοῦτόν τι ἡ ὀρθόδοξος ψυχή, χωρίς ν’ ἀπομακρυνθῇ ἀμέσως ἀπό τούς μνημονευτάς, θεωρῶντας αὐτούς ἱεροκαπήλους; Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως ἐνώπιον τῶν ἀδύτων μυστηρίων ὡς τελείαν συγκοινωνίαν. Εἰς τήν ἑρμηνείαν τῆς θείας λειτουργίας ἔχει γραφῇ ὅτι ὁ ἱερουργῶν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως, διά νά δείξῃ ὅτι ὑποτάσσεται εἰς αὐτόν καί ὅτι εἶναι κοινωνός τῆς πίστεώς του… Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει: μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν τόν αἱρετικόν, ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἀναφέρων εἶναι ὀρθόδοξος … Ἀλλά θά δεχθῶμεν τό μνημόσυνον κατ’ οἰκονομίαν; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀποδεκτή μία οἰκονομία πού βεβηλώνει τά θεῖα μυστήρια καί διώκει ἀπό αὐτά τό Ἅγιον Πνεῦμα, στερῶντας ἔτσι τούς πιστούς ἀπό τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των καί τήν χάριν τῆς υἱοθεσίας; Ὑπάρχει τι ζημιωδέστερον τούτου; Ἡ κοινωνία μετ’ αὐτῶν εἶναι προφανής ἔκπτωσις καί ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ὁ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).[6]
Ὥστε, λοιπόν, κατά τούς Ἁγιορείτας Πατέρας τοῦ 1275, «ἱεροκάπηλοι» εἶναι οἱ μνημονευταί τῶν αἱρετικῶν! Ὡς γνωστόν, οἱ τότε Οἰκουμενισταί τοῦ Βέκκου ἄλλους ἀπό αὐτούς τούς Ἁγιορείτας Πατέρας ἀπεκεφάλισαν, ἄλλους ἐκρέμασαν, ἄλλους ἔκαψαν ζωντανούς και ἄλλους ἔπνιξαν. Εἶναι, βλέπετε, στενός, ἀκανθώδης καί μαρτυρικός ὁ δρόμος τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, τόν ὁποῖον ἀκολουθοῦν ὀλίγοι, ἐνῶ ὁ δρόμος τῆς ἀπωλείας εἶναι πλατύς, τόν ὁποῖον δυστυχῶς ἀκολουθοῦν οἱ πολλοί.
Ἕτερον παράδειγμα ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἀποτελεῖ ἡ στάσις πού ἐτήρησαν οἱ ὀρθόδοξοι ἔναντι τῶν λατινοφρόνων μετά τήν ψευδοσύνοδον τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας: «δέν συνελειτούργουν μετά τῶν λατινοφρόνων, δέν ἐπεκοινώνουν μετ’ αὐτῶν καί δέν ἐμνημόνευον τῶν ἐπισκόπων, τῶν ὑπογραψάντων τήν ψευδῆ ἕνωσιν τῆς Φλωρεντίας. Τό ὀρθόδοξον πλήρωμα μόνον τήν φωνήν τοῦ Μάρκου [τοῦ Εὐγενικοῦ] ἀνεγνώριζεν ὡς φωνήν καλοῦ ποιμένος. Αἱ φωναί τῶν λατινοφρόνων ἐπισκόπων ἐφαίνοντο φωναί ἀλλοτρίων».[7]
Ἆραγε οἱ σημερινοί Ἁγιορεῖται μνημονευταί δέν ἐδιδάχθησαν τίποτε ἀπό τήν ὡς ἄνω διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῶν ἁγίων εἰς ἀναλόγους περιστάσεις; Ἤ μήπως ἐδιδάχθησαν τό φρόνημα καί ἐφαρμόζουν τάς μεθόδους τῶν προδοτῶν καί διωκτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας;
ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ1


4. Ὁ διωγμός τῆς Ἱ.Μ. Ἐσφιγμένου

Βεβαίως, εἰς τόν διωγμόν τῶν γνησίων Ἐσφιγμενιτῶν Πατέρων ὑπό τῶν συγχρόνων Οἰκουμενιστῶν δέν χρησιμοποιοῦνται πλέον αἱ ἐπί Βέκκου μέθοδοι ἐξοντώσεως. Οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενισταί ἐπιβάλλουν διαφόρους ἀποκλεισμούς εἰς τούς ὀρθοδόξους μοναχούς τῆς Ἱ. Μ. Ἐσφιγμένου, ὅπως ἀπό τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ., κάμνουν ἐπιθέσεις εἰς τό κονάκι των μέ φονικά ἐργαλεῖα, πραγματοποιοῦν κατασχέσεις τῶν περιουσιακῶν των στοιχείων, τούς ἐγκαλοῦν συνεχῶς εἰς τά κοσμικά δικαστήρια μέ τήν γελοίαν κατηγορίαν τοῦ «καταληψίου»(!) κ.λπ.  Ὡστόσον, τά μαρτύρια αὐτά ἔχουν προκαλέσῃ ἀκόμη καί θανάτους Ἐσφιγμενιτῶν Πατέρων, ὅπως, παραδείγματος χάριν, τοῦ μοναχοῦ Τρύφωνος τό ἔτος 2003. Ἰδίως μετά τήν παρά πᾶσαν ἠθικήν καί τάξιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἵδρυσιν τῆς λεγομένης «Νέας Ἀδελφότητος τῆς Ἱ. Μ. Ἐσφιγμένου» κατά τό ἔτος 2005, τά μαρτύρια αὐτά ἔχουν ἐνταθῇ, κυρίως αἱ ἐπιθέσεις εἰς τό κονάκι τῆς Μονῆς (εἰς Καρυάς) μέ βαριοπούλας, περόνας κ.λπ., καθώς καί αἱ ἐγκλήσεις ἐναντίον των εἰς τά πολιτικά δικαστήρια.
Ἀλλά ποῖα εἶναι τά πραγματικά κίνητρα τῶν διωκτῶν; Κατά τήν γνώμην μας, εἶναι δύο. Πρῶτον, ἡ Νέα Τάξις Πραγμάτων (Ν.Τ.Π.) δέν ἀνέχεται πλέον νά ὑπάρχουν προπύργια Ὀρθοδοξίας· πρέπει ὅλοι ν’ ἀπαρνηθοῦν τήν Ὀρθοδοξίαν καί ν’ ἀποδεχθοῦν τόν Οἰκουμενισμόν, μέ ἀποδοχήν τοῦ Παπισμοῦ ὡς πρῶτον στάδιον. Ἔχοντας τοποθετήσῃ πειθήνια ὄργανά της εἰς τήν πολιτικήν καί τήν θρησκευτικήν ἐξουσίαν, ὑλοποιεῖ μέ σχετικήν εὐκολίαν πλέον τό ἀντίχριστον αὐτό σχέδιόν της. Διά τοῦτο, ἐπειδή δέν ὑπάρχουν ἀληθεῖς κατηγορίαι ἐναντίον τῶν γνησίων Ἐσφιγμενιτῶν Πατέρων, κατασκευάζουν ψευδεῖς τοιαύτας, ὅπως αὐτήν τοῦ «καταληψίου»(!), μετά ἀπό τήν κήρυξίν των ὡς «σχισματικῶν» ὑπό τοῦ ἐσβεσμένου Φαναρίου κατά τό ἔτος 2002, ἐπειδή οἱ γνήσιοι Ἐσφιγμενῖται Πατέρες δέν μνημονεύουν τόν Βαρθολομαῖον. Ἀλλ’ ἡ στάσις των αὐτή εἶναι ἀπολύτως σύμφωνος μέ τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας καί δή μέ τόν 31ον Ἀποστολικόν καί τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, καθώς καί μέ τά προαναφερθέντα ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά χωρία. Ἐνῶ, ἀντιθέτως, συμφώνως μέ τά ἴδια αὐτά χωρία, ἡ στάσις τῶν συμπορευομένων μέ τούς Οἰκουμενιστάς Ἁγιορειτῶν μνημονευτῶν εἶναι ἐχθρική πρός τόν Θεόν. Ὅπως προανεφέρθη, σκληρά μέν αὐτή ἡ κρίσις, ἀλλ’ ὑπάρχει ὁμοφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἐπ’ αὐτοῦ. Πῶς ἆραγε δέχεται ἡ συνείδησις τῶν Ἁγιορειτῶν μνημονευτῶν νά ποινικοποιῆται ἡ ὀρθόδοξος στάσις τῶν συμμοναστῶν των Ἐσφιγμενιτῶν, ἐνῶ ἔχουν χρέος νά τήν ὑπερασπίζωνται καί νά τήν ἀκολουθοῦν καί οἱ ἴδιοι; Μέ ποῖον δικαίωμα παραδίδουν τό ἱερόν Περιβόλιον τῆς Παναγίας εἰς τούς ἐχθρούς της;
Δεύτερον, μέ τό ὡς ἄνω δαιμονικόν σχέδιόν των κατά τῆς γνησίας Ἱ. Μ. Ἐσφιγμένου, οἱ Οἰκουμενισταί ἔχουν κατορθώσει νά εἰσπράττουν αὐτοί τά διάφορα κονδύλια πού δικαιοῦνται οἱ γνήσιοι Ἐσφιγμενῖται, τοιουτοτρόπως καταδικάζοντας αὐτούς εἰς πτωχείαν καί ἀδυναμίαν νά ὑπερασπισθοῦν τά ἐν τῷ ματαίῳ αὐτῷ κόσμῳ δίκαιά των. Ἄς τούς συνδράμη τοὐλάχιστον ὁ πιστός λαός, τόσον ἠθικῶς ὅσον καί ὑλικῶς.

5. Ἀμείλικτα ἐρωτήματα

Τό ἐρώτημα πού προβάλλει καί πάλιν εἶναι: Πῶς οἱ Ἁγιορεῖται μνημονευταί συμπλέουν μέ τό ἀντίχριστον αὐτό σχέδιον τῆς Ν.Τ.Π. καί δέν ἐγείρονται νά ὑπερασπισθοῦν τά δίκαια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν γνησίων Ἐσφιγμενιτῶν Πατέρων; Διατί ἆραγε διακατέχονται ἀπό τοσαύτην δειλίαν αὐτοί πού ἐγκατέλειψαν τόν ἁμαρτωλόν κόσμον προκειμένου νά ὑπηρετήσουν τόν Θεόν, καταλήγοντες τοιουτοτρόπως νά ὑπηρετοῦν τόν Διάβολον; Καί ποῦ εἶναι ὁ πιστός λαός; Μήπως καθεύδει; Δέν ἀκούουν τήν φωνήν τοῦ Κυρίου; «Καθεύδετε τό λοιπόν καί ἀναπαύεσθε! Ἰδού ἤγγικεν ἡ ὥρα καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε ἄγωμεν. Ἰδού ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με» (Ματ. 26:45-46).


[1] Βλ. Migne, Patrologia Graeca (P.G.), Τόμος 26, σ. 1321.
[2] Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου Ἔργα, τ. 3, Ἐπιστολαί, Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσ/νίκη 1987, σ. 109.
[3] Βλ. http://orthodoxinfo.com/ecumenism/philaret_iakovos.aspx
[4] Ἀρχιμανδρίτου Σ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, Τόμος Β, Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆναι 1969, σ. 55 καί 69-70.
[5] Βλ. V. Laurent καί J. Darrouzes, Dossier Grec de L´Union de Lyon (1273-1277), Institut Francais D´Etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 377-403,
[6] Βλ. V. Laurent καί J. Darrouzes, . ., σελ. 397-399.

[7] Βλ. Ἀρχιμ. Σ. Μπιλάλη, .., σ. 68.


ΠΗΓΗ: "ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ 1"