A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ο γάιδαρος που έπεσε στο πηγάδι



Μια μέρα ο γάιδαρος ενός αγρότη έπεσε σε ένα πηγάδι. Το ζώο φώναζε απελπισμένα για ώρες και ο αγρότης προσπαθούσε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει...
Στο τέλος αποφάσισε ότι το ζώο ήταν γέρικο και τα έξοδα που απαιτούνταν για να το βγάλει από το πηγάδι ήταν πολλά. Δεν άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει να σώσει τον γάιδαρο. Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει ήταν να τον θάψει ζωντανό.
Κάλεσε όλους τους γείτονές του να έρθουν και να τον βοηθήσουν. Πήραν όλοι από ένα φτυάρι και άρχισαν να πετάνε χώματα στο πηγάδι. Στην αρχή, ο γάιδαρος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε και φώναξε φρικτά, ούρλιαξε. Μετά όμως, προς έκπληξη όλων, ησύχασε.
Λίγα φορτία χώμα είχαν πέσει στο πηγάδι, όταν ο γεωργός κοίταξε κάτω και έμεινε έκπληκτος με αυτό που είδε. Ήταν κάτι καταπληκτικό! Με κάθε φτυαριά χώμα που έπεφτε στην πλάτη του, ο γάιδαρος τιναζόταν και έκανε ένα βήμα προς τα πάνω.
Οι γείτονες του αγρότη συνέχισαν να πετάνε φτυαριές χώμα πάνω στο ζώο και αυτό κάθε φορά τιναζόταν και έκανε ένα βήμα προς τα πάνω.
Πολύ σύντομα, όλοι ήταν έκπληκτοι με το γαϊδούρι που έχει φτάσει πια στην επιφάνεια του πηγαδιού.

Ηθικό δίδαγμα: Η ζωή μπορεί να φέρει σε σας πολλές "φτυαριές" από χώμα μέσα στο πηγάδι της ζωής σας. Να θυμάστε όμως ότι το καθένα από τα προβλήματά σας αυτά, είναι ένα εφαλτήριο. Μπορούμε να βγούμε από τα βαθύτερα πηγάδια απλά με ένα τίναγμα. Πατάμε πάνω στο πρόβλημα και κάνουμε ένα βήμα πάνω!

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού

Στην εποχή της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, όπου οι θρόνοι των Τοπικών Εκκλησιών έχουν καταληφθεί από οικουμενιστές επισκόπους και η πορεία των χαρακτηρίζεται προδοτική για την Πίστη μας, αρκεί άραγε ο χαρακτηρισμός «Ορθόδοξοι» για τους όντως Ορθοδόξους, από τη στιγμή που «ορθόδοξοι» αυτοχαρακτηρίζονται και οι Οικουμενιστές;

Ήδη από το 1924, έτος της ημερολογιακής καινοτομίας, όπου ο Οικουμενισμός επιτέθηκε ευθέως στο Σώμα της Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι ένιωσαν την ανάγκη να προσδιορισθούν έναντι των καινοτόμων, οι οποίοι τους απεκάλεσαν χλευαστικώς «Παλαιοημερολογίτες». Έτσι χρησιμοποιήθηκαν δύο χαρακτηρισμοί. Για τους μοναχούς του Αγίου Όρους ο χαρακτηρισμός «Ζηλωτές», για τους πιστούς της υπόλοιπης Ελλάδος ο χαρακτηρισμός «Γνήσιοι».

Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί ερείδονται επί των Γραφών. Ο προφήτης Ηλίας λέει: «Ζηλῶν ἐζήλωσα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην σου οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ» (Βασ.Γ΄,19,10). Ο Κύριος επίσης απαιτεί: «ζήλευε (δηλαδή γίνε ζηλωτής) οὖν καὶ μετανόησον» (Αποκ. γ΄, 19). Υπάρχει βέβαια και κακός ζήλος, ζήλος ου κατ’ επίγνωσιν, τον οποίο στηλιτεύουν οι Πατέρες, όπως ενδεικτικά ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (Λόγος ΝΗ:΄ Περί της βλάβης του μωρού ζήλου) και ο άγιος Νεκτάριος (Το γνώθι σαυτόν: Ο χαρακτήρ του μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτού). Να είμαστε λοιπόν «Ζηλωτές» με επίγνωση και με άγιο ζήλο. Τέτοιον ζήλο είχε εκτός από τον προφήτη Ηλία και ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος ράπισε τον Άρειο, όταν τον έβλεπε να επιμένει αμετανόητος να βλασφημεί τον Κύριό μας.

Ο όρος «γνήσιος» είναι όρος που αφορά την πίστη και όχι το πρόσωπο. Έτσι ο απόστολος Παύλος  γράφει:  «Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει»  (Τιμ. α΄, 2)  και  ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει:  «Εἰπών γὰρ τέκνον διὰ τοῦτο προσέθηκε  ἐν  πίστει  ὥστε δηλῶσαι  ὅτι γνήσιος ἧν καὶ ἐξ αὐτοῦ ἧν· οὐδὲν ἐνἠλακτο, κατὰ τῆν πίστην τὸ ἐμφερὲς εἶχε» (P. G. 62, 505). Και στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής  Συνόδου  διαβάζουμε:  «Καὶ  ὅστις  ταύτης  τῆς ὁμολογήσεως ἔχεται τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστὶ γνήσιος υἱὸς τε καὶ μέτοχος». Οι δε πρώτοι αγωνιστές κατά της καινοτομίας, που αυτοχαρακτηρίσθηκαν ως «γνήσιοι ορθόδοξοι»,  αναφέρουν χαρακτηριστικά: «ο όρος Γνήσιος συμπίπτει προς την έννοιαν του ακραιφνούς, του μη ανεχομένου τουτέστιν νοθείαν, ἤ παραποίησιν των παραδεδομένων» (ΣΚΡΙΠ 20-12-1928).
 


Ένας άλλος όρος που χρησιμοποιούν οι Ορθόδοξοι είναι και ο χαρακτηρισμός «ενιστάμενος». Αυτός μαρτυρείται τόσο από τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη («ὁ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ενιστάμενος»(P. G. 99, 1064) και «ὁμολογητὴς γὰρ πᾶς ὁ ἐνιστάμενος» (αυτόθι, 1177), όσο και από τον αείμνηστο ηγέτη του ιερού ημών Αγώνος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο  Καβουρίδη (Ακριβής θέσις του ημερολογιακού ζητήματος, κεφ. Β΄, σελ. 18, Αθήναι 1950).

Όλοι οι παραπάνω όροι εκφράζουν σήμερα τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και τους διαχωρίζουν από τους Οικουμενιστές.


Ἁγίου Ἀνδρέα Ἀποστόλου τοῦ Πρωτοκλήτου (30 Νοεμβρίου)

agios-anderas



Μορφὴ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καὶ διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ πρῶτος κλήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, γι’ αὐτὸ καὶ Πρωτόκλητος. Τὸ ὄνομά του τὸ ἱερὸ κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.


Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.

Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες ψυχές, ποὺ μελετοῦσαν τοὺς προφῆτες καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.


Ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐὐαγγελιστὴ, ὑπῆρξαν στὴν ἀρχὴ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, ποὺ βρισκόντουσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καὶ ὁ Πρόδρομος τοὺς ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυὸ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τὸν δάσκαλό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀκολούθησαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρὶς ἄλλο, λόγια ἅγια καὶ θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, ποὺ τοὺς συνεπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ πιστέψουν πὼς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν.
Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.


Τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή τους μὲ τὸν Κύριο τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τοῦ πεῖ μὲ χαρά: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον Χριστός) καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δὲν κράτησε μόνος τὴν χαρά του. Ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Καὶ εἶχε δίκαιο! Κεῖνος ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ τρώει μόνος του. Ἡ πραγματικὴ χάρη, ὅταν φωτίσει τὴν ψυχή, βάνει τέρμα στὸ πνευματικὸ μονοπώλιο, λέει καὶ ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.

Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ τὸν λόγο. Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας. Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου μας.

Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.

Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.
Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν’ ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.

Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.

Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.


Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολός μας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε.

 Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ κιαὶαὐτοῦ 
διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος μας ἦλθε καὶ στὸ νησί μας. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. 

Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.

Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα.
 Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα…
— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ’ τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα…
Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!
Καὶ ὁ   Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.

Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κύπρου, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κι ἀλλόθρησκοι ἀκόμη, συνέρεαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου, νὰ βαφτίσουν ἐκεῖ τὰ νεογέννητα παιδιά τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ πλούσια δῶρα τους σὲ χρῆμα ἢ σὲ εἴδη, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ εὐχαριστῶ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν θεῖο Ἀπόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωὰμ ἦταν ἡ ἐκκλησία του γιὰ τοὺς πονεμένους. Πλεῖστα ὅσα θαύματα γινόντουσαν ἐκεῖ σὲ ὅσους μετέβαιναν μὲ πίστη ἀληθινὴ καὶ συντριβὴ ψυχῆς.

Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ – Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων της Κύπρου μας, ἡ μέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο.

Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.
Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.


Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.
– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.
Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακάψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
 – Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.


Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.
Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.

Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.


Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη († Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.


Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.

Πηγή: pentapostagma.gr 


Ἀπολυτίκιο ν. Ἦχος δ΄ Ἦχος β΄ τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καί τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότη τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τή οἰκουμένη δωρήσασθαι, καί ταῖς ψυχαῖς
ἠμῶν τό μέγα ἔλεος.





Κοντάκιον.
Τόν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον Θεηγόρον, καί Μαθητῶν τόν Πρωτόκλητόν του Σωτῆρος, Πέτρον τόν σύγγονον ὑφημήσωμεν, ὅτι ὡς πάλαι τούτω, καί νῦν ἠμίν
ἐκέκραζεν, Εὐρήκαμεν δεῦτε τόν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, Πρωτόκλητος ὤφθης, καί ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα Θεόπτα, ἐντεῦθεν διανύεις, παθῶν τάς ἀναβάσεις, τῆς ἀναστάσεως.


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

image1180.jpgΆγιος Ραφαήλ, ο Ιερεύς και Όσιος, ο Μεγαλομάρτυς και Θαυματουργός. Έζησε στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου μέχρι και λίγα χρόνια μετά την άλωση. Χρόνια δύσκολα και ηρωικά. Ήλπισε στη σωτηρία της Αυτοκρατορίας, στους αγώνες των Παλαιολόγων. Δραστηριοποιήθηκε πάρα πολύ, πήρε πολλές γνώσεις, πέρασε από πολλά αξιώματα, πήγε σε πολλά μέρη, έγινε φημισμένος. Πόνεσε και μόχθησε για τη Ρωμιοσύνη. Αλλά Τον κέρδισε ο Χριστός. Αυτόν αγάπησε τελικά περισσότερο απ’ όλα και Αυτόν υπηρέτησε μέχρι τέλους. Μεγάλη η Χάρη Του και λαμπρή η Δόξα Του. Δόξα αιώνια, δοσμένη από τον Κύριό μας, γιατί ήταν μεγάλη η Θυσία Του!! Η Θυσία ήταν ο δρόμος Του, Θυσία ήταν η ζωή Του, Θυσία ήταν και ο ηρωικός θάνατός Του. Η ίδια η Παναγία, εμφανιζόμενη σε αποκαλυπτικό ενύπνιο την επέτειο του Μαρτυρίου του Αγίου κλαίουσα και ερωτηθείσα γιατί κλαίει, απάντησε ότι κάθε χρόνο τέτοια μέρα κλαίει για τη θυσία που έκανε ο Άγιος Ραφαήλ για Εκείνη και τον Υιό Της, στο Μοναστήρι Της των Καρυών της Λέσβου…

Αποκάλυψις μετά από μισή χιλιετία

Ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε στη Λέσβο 10 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η ένδοξη ζωή όμως και ο μαρτυρικός θάνατός Του, γρήγορα θάφτηκαν στη λήθη, λόγω της τρομοκρατίας του βάρβαρου Τούρκου κατακτητή. Πέρασε ο καιρός και όλα ξεχάστηκαν. Μισή χιλιετία πέρασε και κανείς πλέον δεν ήξερε ότι κάποιοι είχαν μαρτυρήσει στο λόφο των Καρυών της Λέσβου. Μόνο από καιρού εις καιρόν έβλεπαν κάποιον ιερέα να θυμιάζει στον τόπο αυτό, και ένα έθιμο είχε μείνει στην παράδοση του τόπου να γίνεται λειτουργία την Τρίτη του Πάσχα, ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου, χωρίς όμως να θυμάται ή να ξέρει κανείς, για ποιο λόγο είχε επικρατήσει το έθιμο αυτό.
            Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, το χρονικό εκείνο σημείο που η Θεία Πρόνοια είχε σοφά επιλέξει, ώστε όλα να αλλάξουν. Ο Παντογνώστης Κύριος είχε επιλέξει την εποχή μας, τον καιρό της απιστίας και της αποστασίας, να ξανακάνει γνωστό τον Φίλο Του Ιερομάρτυρα Ραφαήλ. Ο καιρός της αφάνειάς Του είχε παρέλθει. Είχε έρθει η ώρα, η χάρις του Αγίου να λάμψει και να φωτίσει τις ψυχές των Χριστιανών, χαρίζοντάς τους Πίστη, υγεία, δύναμη, κουράγιο και ελπίδα. Το σωτήριο έτος του Κυρίου μας, 1959, η οικογένεια Ράλλη στην κυριότητα της οποίας περιέπεσε το κτήμα που περίκλειε το μαρτυρικό λόφο των Καρυών, έκτισε από τάμα ένα εκκλησάκι της Παναγιάς. Από τότε αρχίζουν τα θαυμαστά περιστατικά…
            Μια πηγή που είχε ξεραθεί, ξαφνικά άρχισε να βγάζει νερό, βοηθώντας στις εργασίες ανέγερσης της Εκκλησίας. Κατά τις εργασίες ανέγερσης του μικρού ξωκλησιού, ανευρίσκεται στα θεμέλια ένας τάφος με λείψανα ενός χριστιανού του οποίου έλειπε η κάτω σιαγόνα. Ένας άγνωστος σ’ αυτούς καλόγερος αρχίζει και εμφανίζεται στα όνειρα πολλών ανθρώπων της περιοχής, σε οράματα ή ζωντανά μπροστά τους. Σταδιακά, όλο και περισσότεροι τον βλέπουν, τον ακούν, τον ονειρεύονται. Σε κάποιους λέει το όνομά του, «Ραφαήλ». Σε άλλους λέει, «Είμαι Άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα». Σε άλλους, «Είμαι από την Ιθάκη»… Μέρα με τη μέρα ο Άγιος συμπληρώνει την ιστορία του και φανερώνει τα κεκρυμμένα μυστήρια, ενώ στις θαυμαστές αποκαλύψεις εμφανίζονται, και άλλα πρόσωπα μαρτύρων καθώς και ένα ξανθόμαλλο κοριτσάκι. Η Παναγία, αλλά και η Αγία Παρασκευή και άλλοι Άγιοι παρουσιάζονται συχνά και αυτοί σε ενύπνια ή οράματα επιβεβαιώνοντας τις μαρτυρίες του Αγίου και ενισχύοντας την πίστη των απλών χριστιανών που γίνονται μάρτυρες των θείων αποκαλύψεων.
            Ο Άγιος σύντομα ζητά να γκρεμιστεί το νεόκτιστο εκκλησάκι. Εξηγεί ότι από κάτω βρίσκονται τάφοι μαρτύρων που πρέπει να αποκαλυφθούν. Έτσι υπό την πίεση των θείων σημείων, αλλά και θαυμάτων, αρχικά με κάποια ατολμία, αργότερα όμως με θάρρος και παρρησία, αρχίζει πρώτα το γκρέμισμα και μετά η ανασκαφή χώρου. Υπήρχε ακόμα κάποια επιφυλακτικότητα, διότι οι άπιστοι ειρωνεύονταν και συκοφαντούσαν τα γεγονότα, τα θεωρούσαν ως μια ομαδική αυθυποβολή ή ακόμα χειρότερα ως απατεωνιά. Όμως, ώ του θαύματος! Στις ανασκαφές, σταδιακά, πράγματι έρχονται στο φως σπασμένα μάρμαρα και κιονόκρανα, αρχαία αντικείμενα κομματιασμένα και μαυρισμένα σαν από πυρκαϊά και εν γένει τα υπολείμματα αρχαίου μοναστηριού, ακόμα και το μολυβδόβουλλο, δηλαδή η ανάγλυφη προνομιακή πατριαρχική σφραγίδα του Βυζαντίου για τη λειτουργία της αρχαίας Μονής. Ανευρίσκονται Τάφοι και Ιερά Λείψανα Μαρτύρων, ακριβώς στα σημεία που βλέπουν σε όνειρα οι πιστοί και υποδεικνύουν στους εργάτες. Η Πίστη θριαμβεύει και οι άπιστοι ντροπιάζονται και αποστομώνονται.
            Ο Άγιος σταδιακά ξετυλίγει το νήμα της ζωής και του Μαρτυρίου Του. Πιστοί ή ακόμα και άπιστοι, αλλά καλοπροαίρετοι άνθρωποι έβλεπαν τον Άγιο να τους διηγείται. Συχνά, έβλεπαν τα ίδια τα γεγονότα άλλοτε ζωντανά σαν να συμβαίνουν δίπλα τους, άλλοτε σαν μέσα από διόπτρα με τον Άγιο να τους εξηγεί και άλλοτε σαν ταινία που βλέπουν και ακούν… Έτσι, σιγά-σιγά σχηματίστηκε μια σαφής εικόνα του πολυτάραχου βίου Του, που σταδιακά γίνεται όλο και πιο πλήρης:


Τα παιδικά χρόνια 

            Στην παλαιά συνοικία Μύλοι της πόλεως Ιθάκης, πρωτεύουσας της ομωνύμου πανέμορφης νήσου των Επτανήσων εις το Ιόνιο Πέλαγος, πατρίδας του πολυμήχανου Οδυσσέα της αρχαιότητος, γεννήθηκε το έτος 1410 ένα γλυκύτατο αγοράκι. Οι γονείς του ήταν λίαν ευσεβείς Χριστιανοί και εξαιρετικά ένθερ­μοι Έλληνες πατριώτες. Η οικογένεια του αποτελείτο από τον πατέρα του Διονύσιο Λασκαρίδη, την μητέρα του Μαρία και την αδελφή του Ελένη. Κατά την βάπτιση του βρέφους, του δόθηκε το όνομα Γεώργιος.
            Με την πάροδο του χρόνου, το έτος 1422 η αδελφή του Ελένη Λασκαρίδου νυμφεύθηκε τον Ενετό Μάρκο, Υπασπιστή και Σύμβουλο του Ενετού Καρόλου Α’ Τόκκου, Κόμητα Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και Δούκα της Λευκάδος. Το έτος 1418, ο νεαρός Γεώργιος διδάσκεται τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα Τιμόθεο της Ιεράς Μονής Καθαρών, κείμενης εις την θέση Στενό Αγρού, βορείως της πόλεως της Ιθάκης. Η οικογένεια Λασκαρίδη ήταν αρκετά ευκατάστατη, πράγμα το οποίο βοήθησε για την παροχή ευρύτερης παιδείας στο γιό τους, το οποίο ήταν ένα αξιαγάπητο, κινητικότατο, πανέξυπνο μικρό παιδάκι, ευσεβές και διψασμένο για μάθηση. Έτσι, ο Γεώργι­ος, διαθέτοντας οικονομική ανεξαρτησία και υποστηριζόμενος από τον (εκ της αδελφής του) γαμπρό του Μάρκο, γίνεται δεκτός προς φοίτηση στη Σχολή του Ζαχαρία Αγγέλου, που έδρευε στη θέση «Κάστρο του Αϊ-Γιώργη», καθέδρα του Καρόλου Α’ Τόκκου. Εκεί διδάσκεται Ελληνικά, Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά. Και πάλι, όμως, δεν αισθανόταν αναπαυμένος. Πνεύμα συνεχώς ανήσυχο για μάθηση, γνωρίζεται με τον Ιατροφιλόσοφο Παράσχο Κουζούλη από τον οποίο διδάσκεται τα πρώτα μαθήματα της Ιατρικής Επιστήμης.
            Το έτος 1425 σε ηλικία 15 ετών, ο νεαρός Γεώργιος παρακολούθησε τη διδασκαλία του πατρός Φωτίου Μοναχού στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ομαλών, πλησίον του χωρίου Λειβαθώ, όπου για πρώτη φορά εντρύφησε σε θεολογικές μελέτες, με εξαιρετικές επιδόσεις. Τότε, ο Γεώργιος, που θεωρούσε και ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμηό, αλλά που ήταν μεγαλωμένος και μορφωμένος σε ενετικό περιβάλλον, για πρώτη φορά άρχισε να ανακαλύπτει και να συνειδητοποιεί τη ρωμαίικη παράδοση. Συνάντησε μαγεμένος το Γένος και τη ρίζα του, την Ελληνική από τη μια και Ορθόδοξη από την άλλη. Ταυτοχρόνως, ορμώμενος από τον έμφυτο δραστήριο χαρακτήρα του και από τη φλόγα της φιλοπατρίας, πείθει τον γαμπρό του Μάρκο να συνηγορήσει για την άσκησή του εις τα όπλα κατατασσόμενος προς απόκτησιν στρατιωτικής εκπαιδεύσε­ως εις τα τμήματα της Ενετικής Φρουράς του Καρόλου Α' Τόκκου.
            Ο καιρός παρέρχεται και ο άπληστος για μάθηση Γεώργιος αναχωρεί το έτος 1427 από τα Ιόνια Νησιά και μεταβαίνει εις την πόλη του Μυστρά για να παρακολουθήσει ανώτερες σπουδές εις την εκεί Σχολή Φιλοσοφίας του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού. Εκεί μάλιστα, γνωρίζεται και συνδέεται φιλικά με τον μετέπειτα Δεσπότη του Μυστρά και αργότερα αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Στην υπηρεσία της πατρίδος

            Το έτος 1431, σε ηλικία πλέον 21 ετών, ο Γεώργιος δεν μπορεί να αντισταθεί περισσότερο στα εντονώτατα πατριωτικά του συναισθήματα και με τις ευλογίες των Γονέων και των Διδασκάλων του κατατάσσεται εθελοντικώς ως Αξιωματικός στις Δυνάμεις του Ελληνικού Βυζαντινού Στρατού. Λόγω της ευρύτατης και πολυσχιδούς του μορφώσεως και της όλως εξαιρετικής ευφυίας του, του απονέμεται ο βαθμός του Εκατόνταρχου και τοποθετείται ως Υπασπιστής στο Επιτελείο του Πρίγκηπα Θωμά Παλαιολόγου που είχε την έδρα του στην Καλαμάτα. Παράλληλα, ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Ιατρική Επιστήμη διδασκόμενος από τον Ιατρό Μελισσηνό.
            Ο Γεώργιος ήδη έχει γίνει πασίγνωστος για την παιδεία, τις ικανότητες, την ανδρεία και τον χαρακτήρα του εις τους κατέχοντας ύπατα αξιώματα στη Δημόσια Διοίκηση της Αυτοκρατορίας και στην Εκκλησία. Ως αποτέλεσμα, το έτος 1437 ο Γεώργιος Λασκαρίδης, Χιλίαρχος - Ιατρός πλέον, επιλέγεται να προστεθεί στην ακολουθία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου ως επιτελής αξιωματικός του Πρίγκηπα Δημητρίου ο οποίος θα συνόδευε τον Αυτοκράτορα στη σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας.
            Χάριν της ιστορικής αλήθειας, οφείλουμε να αναφέρουμε εδώ ότι, δυστυχώς, ο ασύνετος Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος προκάλεσε τη σύγκληση της Συνόδου της Φερράρας προκειμένου να εκλιπαρήσει τον αιρετικό και σχισματικό Ευγένιο πάπα της Ρώμης να παρακινήσει τους υπ’ αυτόν βασιλείς να τον βοηθήσουν στρατιωτικώς προσφέροντας σε αντάλλαγμα την «Ένωση» των Εκκλησιών, διότι έντρομος και περιδεής φοβόταν τις απειλές του Σουλτάνου Μουράτ και του αρχηγού της τουρκικής Θεσσαλικής στρατιάς Τουραχάνη (Τουραχάν Μπέης).
            Από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή Συνοδικών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ιωσήφ, υπέστη τα πάνδει­να από τους παπικούς κατά τη διετία της Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας. Προσφιλέστερη μέθοδο των Δυτικών αποτελούσαν οι προσβολές και η έμμεση ή άμεση άσκηση φυσικής, ηθικής και ψυχολογικής βίας εναντίον των Ορθοδόξων. Μικρό παράδειγμα αποτελούν τα εξής. Ενώ η Επιτροπή των Ορθοδόξων βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Φερράρα, ο Πάπας ειδοποίησε τον Πατριάρχη ότι κατά την άφιξή του οφείλει να του ασπασθεί τους πόδας του, πράγμα το οποίο, όπως ήταν φυσικό, ο Πατριάρχης αρνήθηκε. Επίσης, από την πρώτη διανυκτέρευση, στον Ορθόδοξο Πατριάρχη παραχώρησαν για κατάλυμα ένα χοιροστάσιο. Ακόμη, ενώ ήταν ανειλημμένη υποχρέωση των Παπικών να προσφέρουν σιτηρέσιο προς τους Ορθοδόξους, παρέβηκαν την υπόσχεσή τους καταδικάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους Ορθοδόξους Συνοδικούς σε λιμοκτονία, αφήνοντάς τους χωρίς τροφή και χρήματα διατροφής επί πολ­λούς μήνες, εξαναγκάζοντας τους Ορθοδόξους Ιεράρχες να πωλούν και αυ­τά τα ενδύματά τους για να τραφούν ή ακόμη και να ζητιανεύουν τροφή.
            Πράγματι, λοιπόν, κατά την ψευδοσύνοδο Φερράρας και Φλωρεντίας, εμπαίχθηκε η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός. Το μίσος των αιρετικών Παπικών προς την Ορθοδοξία, ο ανθελληνισμός, οι προδοσίες, οι φατριασμοί, οι εγωκεντρικές φιλοδοξίες, ο ραγιαδισμός και η μωρία ξεπέρασαν κάθε όριο. Ο μόνος που παρέμεινε αγνός και έλαμψε ως σταθερός στυλοβάτης της Ορθοδοξίας ήταν ο Μάρκος Ευγενικός, ενώ αξιοπρεπείς στάθηκαν και οι Γεώργιος Σχολάριος και Γεώργιος Πλήθων Γεμισ­τός, φεύγοντας με τον αδελφό του αυτοκράτορα Δημήτριο στη Βενετία, για να μην υπογράψουν. (Μαζί τους προφανώς θα ήταν και ο Άγιός μας ως επιτελής αξιωματικός του πρίγκιπα Δημητρίου.) Αυτοί αποτέλεσαν φωτεινούς ελπιδοφόρους αστέρες Ορθοδοξίας στο σκοτεινό στερέωμα των ζοφερών εκείνων χρόνων για το Βυζάντιο.
            Τον Νοέμβριο του έτους 1444, ενωμένα Χριστιανικά στρατεύματα υπό τον Ούγγρο Ουνιάδη και τον Βασιλέα των Πολωνών Βλαδισλάβο, ενεπλάκησαν σε μοιραία και καταστροφική σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Τα Χριστιανικά στρατεύματα, λί­γο πριν τη σύγκρουση απέστειλαν εσπευσμένα ταχυδρόμους προς τον Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, για να ζητήσουν ενισχύσεις. Πράγματι, δύναμις του Βυζαντινού Στρατού στην οποία μετείχε και ο Χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης, αναχώρησε άμεσα ανταποκρινόμενη στην έκκληση των Χριστιανικών Στρατευμάτων. Εντούτοις, δύο ημέρες προ της αφίξεώς τους στην Βάρνα, πληροφορήθηκαν από έντρομους ταχυδρόμους ότι έλαβε χώρα η συμπλοκή και τα Χριστιανικά Στρατεύματα διαλύθηκαν έχοντας ηττηθεί κατά κράτος από τον Σουλτάνο Μουράτ. Κατόπιν τούτου, οι Βυζαν­τινοί θεωρώντας μάταιη κάθε περαιτέρω ενέργεια, ακολούθησαν τον δρόμο της επιστροφής.

Το κάλεσμα του Θεού

            Καθ’ οδόν προς την βάση τους στο Μυστρά, διήλθαν πλησίον των Σερρών όπου αφίχθησαν εις την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί κατέλυσε προς ανάπαυσιν το Τμήμα του Χιλιάρχου Γεώργιου Λασκαρίδη. Εις την Ιερά Μονή εκείνη, ο Γεώργιος συναντήθηκε με δύο Μοναχούς η γνωριμία μετά των οποίων αποτέλεσε σταθμό δια τον περαιτέρω βίο του.
            Ο ένας εξ αυτών, με το Αγγελικό, δηλαδή το Μοναχικό, όνομα Γεννάδιος, ήταν ο πρώην φιλενωτικός, υμνητής του πάπα κατά την σύνοδο της Φερράρας, πολυγνώστης φιλόσοφος, κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος κατόπιν θείας Φωτίσεως ανένηψε και ακολούθησε εν μετανοία τον Μοναχισμό, διακηρύσσοντας ότι «καλύτερα το τουρκικό σαρίκι παρά το Λατινικόν φακιόλι». Και τούτο, διότι από τους Τούρκους κινδυνεύει μόνο το κράτος, ενώ από τους Λατίνους κινδυνεύουν και το Κράτος και η Πίστις. Ο Μοναχός Γεννάδιος, υπήρξε μετέπειτα ο Πατριάρχης Γεννάδιος.
            Ο άλλος ήταν ο Γέροντας Ιωάννης, αγιασμένη μορφή, ο οποίος ώθησε τον Χιλίαρχο-Ιατρό Λασκαρίδη να συνειδητοποιήσει ότι κοντά στο Θεό θα εύρισκε η ψυχή του την ειρήνη που επιθυμούσε. Μετά την αναχώρηση της Μονάδος του προς το Μυστρά και αφού απέστειλε προς τον Αρχηγό του Στρατεύματος Φραντζή την παραίτηση από το στράτευμα και το σπαθί του, ο Γεώργιος Λασκαρίδης υπακούοντας σε κάποια άρρητη ψυχική θεϊκή παρόρμηση, παρέμεινε κοντά στο Γέροντα Ιωάννη στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου.
            Το έτος 1445, σε ηλικία 35 ετών, ο Γεώργιος, μετά από έξι μήνες άσκηση σιωπής και προσευχής εκάρη Μοναχός από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου και πήρε το Μοναχικό όνομα ΡΑΦΑΗΛ από τον Αρχάγγελο, ο οποίος σε όραμα τον είχε φωτίσει με άρρητα μηνύματα του θεού. Ο πατήρ Ραφαήλ έζησε κοντά στον αγιασμένο Γέροντά του μέχρι την κοίμησή του και στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου για δύο χρόνια ακόμα, γενόμενος Διάκονος, Ιερεύς και τελικά Αρ­χιμανδρίτης.
Στη συνέχεια, πήγε στην Αθήνα όπου είναι γνωστό ότι κατ’ επανάληψη κήρυξε στο λόφο του Φιλοπάππου και εις τον Ιερό Ναό του Αγ. Δημητρίου Λομπαρδιάρη πλησίον της Ακροπόλεως, όπου λειτούργησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας, προκειμένου να ενισχύσει το ορθόδοξο φρόνημα και το ηθικό των υπό ενετικής κατοχής Αθηναίων. Στο Ναό αυτό και σήμερα μπορεί κανείς να βρει το εικόνισμά Του, ενώ παράλληλα τελούνται και Λειτουργίες τιμώντας την Χάρη Του.
            Όταν το 1449 ανέβηκε στο θρόνο της Βασιλεύουσας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο επονομαζόμενος «Δράκων» για τη γενναιότητά του, ο πατήρ Ραφαήλ πήγε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον παλιό του φίλο και να τον συγχαρεί. Εκείνος, εκτιμώντας την προσωπικότητά του, τις πολλές ικανότητές του και την ευρύτατη μόρφωσή του, τον κράτησε στην Βασιλεύουσα και τον τοποθέτησε στο αξίωμα του Πρωτοσύγκελου. Ο πατήρ Ραφαήλ γίνεται γρήγορα πασίγνωστος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστελλε τον πατέρα Ραφαήλ επανειλημμένα ως εκπρόσωπό του σε πολλά Θεολογικά και Ιατρικά Συνέδρια σε διά­φορες πόλεις του εξωτερικού. Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον ονόμασε Οικουμενικό Ιεροκήρυκα, τίτλο που τον διευκόλυνε για να μεταβαίνει σε πολλές και διάφορες πόλεις και να κηρύττει την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.

Η γνωριμία με το Νικόλαο

            Το έτος 145Ι, κατά τη διάρκεια ενός εκ των Συνεδρίων στην Γαλλική πόλη Μορλαί (ΜΟRLΑΙΧ), πλησίον της Βρέστης στην περιοχή της Βρετάννης, γνωρίστηκε με έναν 27ετή νέο Έλληνα φοιτητή της Νομικής, τον Νικόλαο. Ο Νικόλαος είχε γεννηθεί το έτος 1424 και είχε μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη. Ή οικογένεια του αποτελούνταν από τον πατέρα του Γεώργιο Κωσταντάκη, Συμβολαιογράφο, την μητέρα του Άννα και την αδελφή του Ζωή. Όπως αναφέρεται, η οικογένεια Κωσταντάκη είχε την καταγωγή της από την πόλη Ραγοί της Μηδίας στην Μικρά Ασία. Το έτος 1445, ο Γεώργιος Κωσταντάκης απέστειλε τον γιό του Νικόλαο στην πόλη Μορλαί της Γαλλίας για να σπουδάσει την Νομική Επιστήμη στο εκεί Πανεπιστήμιο. Ο Νικόλαος, όμως, παρασυρμένος από τις υλικές απολαύσεις, αντί σπουδών διήγαγε έντονα κοσμικό βίο. Συναναστρεφόμενος, παρ’ όλα αυτά, με τον Πρωτοσύγκελο πατέρα Ραφαήλ, και παραδειγματιζόμενος από την υποδειγματική ζωή και τις σώφρονες συμβουλές του, μετέβαλε τρόπο ζωής και τέλος ακολούθησε την οδό της Ιερωσύνης. Μετά την κουρά του ως Μοναχού, τον υποδειγματικό βίο του και τον ένθερμο ζήλο του στα της Πίστεως, ο πατήρ Ραφαήλ τον χειροτόνησε Διάκονο και κράτησε κοντά του ως συνεργάτη, αναθέτοντας παράλληλα σε αυτόν αποστολές σε διάφορους τόπους, προκειμένου να κηρύττει την Ορθοδοξία.

Η άλωση της Πόλης

            Το Δεκέμβριο του 1452 και ενώ ο Πρωτοσύγκελος πατήρ Ραφαήλ, αλλά και ο Διάκονός του Νικόλαος βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος οργάνωσε επίσημο συλλείτουργο στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας με αντιπρόσωπο του πάπα τον καρδινάλιο Ισίδωρο, στα πλαίσια της ενωτικής πολιτικής που εφάρμοζε έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα σωθεί η Βασιλεύουσα με τη βοήθεια του πάπα, από τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος, έλαβε χώρα το συλλείτουργο αυτό. Όμως, ο Πρωτοσύγκελος Ραφαήλ δεν θέλησε να παραστεί και ούτε και τον Διάκονό του άφησε να πάει. Γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό θα ήταν προδοσία της Πίστεως. «Όχι, και μέχρις εκεί. Σχέση ναι, βοήθεια ναι, συλλείτουργο με τους παπικούς ποτέ!...» είπε ο Άγιος. Ο Αυτοκράτορας θύμωσε πάρα πολύ και τους τιμώρησε με προσωρινή εξορία στην Αίνο. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ραφαήλ ονομάζεται και ομολογητής, διότι παράτησε τις τιμές και δόξες του αξιώματός του και δεν υπολόγισε το κόστος της εναντίωσής του στον αυτοκράτορα, προκειμένου να υπερασπιστεί την αλήθεια της Ορθοδοξίας έναντι της αιρέσεως του παπισμού. (Σημειώτεον ότι τις τελευταίες ημέρες πριν τον ηρωικό θάνατό του ο αυτοκράτορας, βλέποντας την απουσία παπικής βοήθειας, μετάνιωσε πικρά, εξομολογήθηκε και κοινώνησε ως ορθόδοξος)
            Όταν, λοιπόν, άρχισε η πολιορκία της Βασιλεύουσας από τους Τούρκους οι δύο πατέρες βρίσκονταν εκτός των τειχών και έτσι πέρασαν στην Μακεδονία. Εκεί ήταν, όταν συνέβη η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, την αποφράδα Τρίτη 29η Μαΐου 1453, από τους επιδραμόντες από τα βάθη της Ασιατικής Μογγολίας Σελτζούκους Τούρ­κους των οποίων, όμως, οι επιτελικοί αξιωματικοί ήταν Ευρωπαίοι εξωμότες από την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Γερμανία, την Γαλλία και από άλλες «πολιτισμένες» και «χριστιανικές» ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ταυτόχρονα εφοδίασαν τις ορδές των σε ημιάγρια κατάσταση άξεστων και βάρβαρων Τούρκων, με οπλισμό της πλέον σύγχρονης, τότε, τεχνολογίας. Δέον να σημειωθεί ότι οι αμοιβές των εξωμοτών αξιωματικών εκείνων ήσαν μυθικές, καταβάλλονταν δε από τους Τούρκους σε χρυσό προερχόμενο από τις λεηλασίες και την καταλήστευση των ηττημένων από αυτούς λαών. Μαρτυρία περί των ανωτέρω παρέχουν τα ακόμη και σήμερα παραταγμένα, από τους αλαζόνες Τούρκους, εις το προαύλιο του Ναού της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, πυροβόλα επί των οποίων οποιοσδήποτε μπορεί να αναγνώσει τις εκ κατασκευής εγχάρακτες επιγραφές της ταυτότητας του καθενός, δηλ. την χρονολογία κατασκευής, την επωνυμία του εργοστασίου το οποίο τα παρήγα­γε και την χώρα προελεύσεως.
            Της καταλήψεως των Χριστιανικών Ελληνικών Βυζαντινών εδαφών από τα στίφη των απολίτιστων και βάρβαρων Τούρκων, επακολούθησαν ανηλεείς σφαγές των αμάχων Χριστιανών κατοίκων, πυρπολήσεις κτιρίων, διαρπαγές περιουσίων, βιασμοί γυναικών ως και τρομερές εν γένει αιματηρές και πάσης άλλης φύσεως βιαιότητες διαπραττόμενες από τους κτη­νώδεις και αιμοδιψείς κατακτητές. Άπαντα δε αυτά τα φοβερά τεκταινόμε­να, εάν δεν υποστηρίζονταν, τουλάχιστον αντιμετωπίζονταν με ιδιάζουσα αδιαφορία και απάθεια από τους «αδελφούς Χριστιανούς» της Δύσεως και με χαρακτηριστική εγκληματική αδιαφορία από τον Πάπα, ο οποίος απολάμβανε εν μέσω χλιδής τον αιρετικό και ακόλαστο βίο του.
            Εδώ, τονίζεται μετά βαθύτατης θλίψεως, ότι η ίδια στάση των Ευρωπαίων και του Πάπα επαναλαμβάνεται ακόμη και κατά τον 2Οό αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα και επί της εποχής μας διαπραττόμενα εγκλήματα των Τούρκων, όπως η γενοκτονία την οποία εξαπέλυσαν εναντίον των Αρμε­νίων το έτος 1915, των Ελλήνων το 1922, εναντίον των ολίγων εναπομεινάντων ομογενών μας Ελ­λήνων στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1955, εναντίον των κατοίκων της Ελ­ληνικής νήσου Κύπρου το έτος 1974, εναντίον του Λαού του Κουρδιστάν με­ταξύ των ετών 1990-1998, καθώς και τα φοβερά εγκλήματα των «πολιτισμένων» Ευρωπαϊκών Κρατών και των Η.Π.Α. εναντίον της ομόδοξου Σερβίας το έτος 2000, τα οποία θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
            Μέσα στη λαίλαπα του πολέμου λοιπόν, την σύγχυση και τα λουτρά αίματος, με τις εκατόμβες των θυμάτων, οι δύο υπό διωγμόν τελούντες πατέρες Ραφαήλ και Νικόλαος, έφθασαν Θεία Χάριτι, στην  Αλεξανδρούπολη της Θράκης ως πρόσφυγες. Πρέπει να τονιστεί ότι ο λαός, προκειμένου να διασωθεί από τις σφαγές, την αιχμαλωσία, τις πυρπολήσεις και τα βασανιστήρια των Τούρκων, προσπαθούσε να διαφύγει πανικόβλητος από τα κατακτημένα εδάφη, αναζητώντας καταφύγιο στους εναπομείναντες ελεύθε­ρους τόπους. Κατά συνέπεια, οι δύο πατέρες επιβιβάστηκαν με άλλους προσφύγες σε πλοιάριο που απέπλεε με προορισμό τη νήσο Λέσβο, ελπίζοντας ότι εκεί θα έβρισκαν ασφάλεια.

Τα ήσυχα και δημιουργικά χρόνια στη Λέσβο

            Την 14η Μαρτίου 1454, λόγω σφοδρότατης κακοκαιρίας, το πλοιάριο δεν ήταν δυνατό να καταπλεύσει στον λιμένα της Μυτιλήνης, αλλά κατόπιν περιπετειών και κινδύνων προσορμίσθηκε, κατά θεία Πρόνοια, στην φιλόξενη παραλία του χωριού Θερμή της Λέσβου. Εκεί, οι φτωχοί μεν αλλά φιλόξενοι και ευσεβείς κάτοικοι, τους υποδέχθηκαν εγκάρδια. Ο Προεστώς του χωριού Βα­σίλειος και ο Ηπειρώτης Διδάσκαλος Θεόδωρος, οδήγησαν τους πα­τέρες εις την Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου στις Καρυές, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων περίπου από την πόλη της Μυτιλήνης, όπου ήδη ασκήτευε ο Γέροντας πατήρ Ρουβήμ και διέμενε ο Επιστάτης Ακίνδυνος.
            Η εν λόγω Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου κτίστηκε το έτος 801 από την Αυτοκράτειρα ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΙΑ, την οποία εξόρισε από τη Βασιλεύουσα ο γιος της, που την διαδέχθηκε στον θρόνο, και έτσι εκείνη κατέληξε στην Αγιάσο της Λέσβου. Ένα έτος μετά (έτος 802) έκτισε και τον Ιερό Ναό της Παναγίας Τρουλλωτής στους Πύργους Λέσβου, κοντά στην θερμή. Η Ειρήνη η Αθηναία, στα τέλη του βίου της μόνασε και τέλος κοιμήθηκε οσιακά στην Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία λειτουργούσε ως γυναικεία.
            Την 11η Μαϊου 1235, Μουσουλμάνοι πειρατές επέδραμαν εναντίον της Ιεράς Μονής, την κατέλαβαν, σύλησαν τα εντός αυτής ιερά και όσια, την καταλήστευσαν αρπάζοντας κάθε αντικείμενο αξίας, βίασαν, βασάνισαν και κατέσφαξαν τις Μοναχές, τέλος δε πυρπόλησαν και τα κτίρια της Μονής. Σύμφωνα με την ανά τους αιώνας διασωσμένη εξιστόρηση των συμβάντων, όπως αναφέρεται κατωτέρω χαρακτηριστική είναι η απάνθρωπη θηριωδία, αγριότητα και βαρβαρότητα των Μουσουλμάνων επιδρο­μέων. Οι πειρατές, άλλες Μοναχές κατέσφαξαν, άλλες οδήγησαν στην παραφροσύνη, λόγω των βασάνων στα οποία τις υπέβαλαν. Την ηλικιωμένη και παράλυτη Μοναχή Ευφροσύνη την κρέμασαν από ένα δένδρο και στη συνέχεια την παρέδωσαν ζωντανή εις την πυρά. Της τότε Ηγουμένης Ολυμπίας, της αφαίρεσαν τα ενδύματα και της έκαιγαν την σάρκα με αναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν της πέρασαν από τα αυτιά και την σιαγόνα δύο μεγάλα πυρωμένα καρφιά και τέλος της κάρφωσαν το σώμα με 20 μεγάλα καρφιά σε μία σανίδα και την άφησαν να ξεψυχήσει εν μέσω των φλογών της καιγόμενης Μονής.
            Αφού παρέμεινε ερειπωμένη και έρημη επί χρονικό διάστημα 200 ετών περίπου, η Μονή αναστηλώθηκε το έτος 1433, από κάποια ευλαβή ευκατάστατη γυναίκα που την έλεγαν Μελπομένη. Η Μελπομένη ήταν σύζυγος του εμποροπλοιάρχου Κωνσταντή Υαλινά με τον οποίο απέκτησε μία κόρη το έτος 1423, την Βασιλική, και το έτος 1425 ένα γιό, τον Ακίνδυνο. Αυτός υπέφερε εκ γενετής από παράλυση του δεξιού του ποδιού. Οι προσευχές και παρα­κλήσεις της Μελπομένης και του πατρός Ρουβήμ, ο οποίος ήδη μόναζε στο κτήμα τους, εισακούσθηκαν και το έτος 1433 η Υπεραγία Θεοτόκος θεράπευσε την παράλυση του μικρού Ακίνδυνου, αφού έπλυναν το πόδι του με νερό από το αγίασμα της εγκαταλελειμένης Ιεράς Μονής. Μετά από αυτό το θαύμα, η Μελπομένη έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία του Κυρίου μέχρι το θάνατό της το Σεπτέμβριο του έτους 1455. Παράλληλα, εκπλήρωσε το τάμα της, να αναστηλώσει την ερειπωμένη Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου (στην οποία πλέον ετιμάτο και η Αγία Παρασκευή), όπου ο γιος της μεγαλώνοντας έγινε Επιστάτης, διαμένοντας σε αυτή μαζί με τον πατέρα Ρουβήμ.
            Έτσι, όλα ήταν έτοιμα όταν, με την Πρόνοια του Θεού κατέφθασαν στη Λέσβο οι πατέρες Ραφαήλ και Νικόλαος. Εκεί εγκαταστάθηκαν και ο πατήρ Ραφαήλ έγινε Ηγούμενος. Ο Ηγούμενος Ραφαήλ αποτέλεσε το πνευματικό κέντρο ολόκληρου του νησιού. Όλοι μιλούσαν για τον Άγιο Γέροντα των Καρυών. Τα λόγια του μαγνήτιζαν και γαλήνευαν τις καρδιές. Με τις συμβουλές του πολλοί βρήκαν το σωστό δρόμο και τη σωτηρία. Ένας από αυτούς, μάλιστα, έγινε Μοναχός με το όνομα Σταύρος και προστέθηκε στην αδελφότητα του μοναστηριού των Καρυών, ενώ ο γέροντας Μοναχός Ρουβήμ κοιμήθηκε ειρηνικά και ενταφιάστηκε με τιμές από τους πατέρες. Ο Άγιος Ηγούμενος Ραφαήλ έκανε πολύ μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και οδήγησε την Ιερά Μονή σε εκ νέου άνθηση. Το έτος 1455, ίδρυσε, δίπλα στη Μονή, μονάδα προληπτικής και θεραπευτικής Ιατρικής, το λεγόμενο «ΠΡΕΒΑΝΤΟΡΙΟΝ», στο οποίο διατελούσε και Ιατρός. Παράλληλα, δημιούργησε γηροκομείο, αλλά και ορφανοτροφείο, στο οποίο σίτιζε 80 ορφανά παιδάκια. Ο ίδιος ο Άγιος σε αποκαλυπτικό ενύπνιο ομολόγησε ότι πρώτα έτρωγαν τα ορφανά του και εάν περίσσευε έτρωγαν και εκείνοι…
            Κατά την ήρεμη και δημιουργική περίοδο της ζωής τους οι Άγιοί μας πατέρες γνωρίστηκαν καλά και συνδέθηκαν με δυνατή φιλία με τον Προεστό Βασίλειο και την οικογένειά του, καθώς και με το διδάσκαλο Θεόδωρο. Τη δε Αγία Ειρήνη, κόρη του Προεστού Βασιλείου, τη βάπτισε ο Άγιος Ραφαήλ, κάνοντας μάλιστα προσευχή στον Κύριο να της δώσει πολλά ψυχικά χαρίσματα. Πράγματι, η μικρή Ρηνούλα ήταν μια ευγενική και σεμνή ψυχή και αγαπούσε τόσο πολύ τους πατέρες και το μοναστήρι που ήθελε να είναι συνεχώς μαζί τους. Το πάνσοφο Σχέδιο της Θείας Οικονομίας τους προόριζε να είναι για πάντα μαζί και να εορτάζονται μαζί εις την αιωνιότητα! Το πλήρωμα του χρόνου ερχόταν…

Κατάληψη της Λέσβου και της Ιεράς Μονής των Καρυών

            Περί τα τέλη Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου του έτους 1461, οι Τούρ­κοι επέδραμαν και κυρίευσαν την νήσο Λέσβο. Τον Απρίλιο του έτους 1462, οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής της θερμής, μη ανεχόμενοι την βαρύτατη φορολογία που επιβλήθηκε από τους βάρβαρους κατακτητές, επαναστάτησαν. Κατόπιν αυτού, ο Τούρκος Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ εξοργίσθηκε και εξαπέστειλε ένοπλες ορδές με την ρητή εντολή να κα­ταπνίξουν την εξέγερση των Ελλήνων διά πυρός και σιδήρου, πράγμα το οποίο πέτυχαν οι κτηνώδεις βάρβαροι μετά από αγώνα 17 ημερών, αφανίζοντας τους κατοίκους προς παραδειγματισμό.
            Την Μεγάλη Πέμπτη, 4ην Απριλίου 1462, ο Επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, έχοντας μεταβεί στην Αγορά του διπλανού προς τη Μονή χωριού για αγορά προμηθειών, πληροφορήθηκε την επικείμενη επιδρομή των Τούρκων κατά της Μονής και έσπευσε αμέσως να πληροφορήσει τον Ηγούμενο πατέρα Ραφαήλ. Αμέσως τότε, ο Ηγούμενος προέβη εις την φύλαξη όλων των Κειμηλίων και Σκευών της Ιεράς Μονής, μέσα σε μυστική κρύπτη, ώστε να μη περιέλθουν στα χέρια των άπιστων βαρβάρων.
            Την Μεγάλη Παρασκευή 5ην Απριλίου 1462, οι Τούρκοι κατόπιν υποδείξεως του ανθέλληνα φίλου τους Γερμανοεβραίου Ιατρού Σβάϊτσερ (SWAΪTZER), με αρχηγό τον θηριώδη Αρίφ Αγά, πληροφορήθηκαν ότι ορισμένοι από τους εξεγερθέντες Έλληνες της περιοχής που αντιστέκονταν ακόμη είχαν βρει καταφύγιο στην Μονή. Με την λήξη της Ακολουθίας του Επιταφίου, επέδραμαν εναντίον της Μονής. Κατά την εκδήλωση της επιθέσεως των Τούρκων, ο ηρωικός Ηγούμενος Ρα­φαήλ, υπέδειξε στους επαναστατημένους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί κρυφή δίοδο διαφυγής διά της οποίας τους απέστειλε με ρητή εντολή του στο παρακείμενο Όρος Παντέρα, για να διασωθούν. 0ι Τούρκοι, επιτιθέμενοι με ιδιαίτερο μένος κατά της Μονής, την κατέλαβαν χωρίς να τους αντισταθεί κανείς, συνέλαβαν τους πατέρες, καθώς και όσους λαϊκούς βρήκαν εκεί. Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν ο Ηγούμενος της Μονής πατήρ Ραφαήλ, ο Διάκονος Νικόλαος, ο Προεστός του χωριού Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, η 12ετής κόρη του Ειρήνη, το ηλικίας 11 μηνών βρέφος Ραφαήλ, ή ορφανή 16ετής ανεψιά του Ελένη, ο Διδάσκαλος του χωριού Θεόδωρος εξ Ηπείρου. Ο Ηγούμενος, με την πεποίθηση ότι ο καλός Ποιμένας ουδέποτε εγκαταλείπει το Ποίμνιο, αλλά θυσιάζεται για χάριν του, παρέμεινε στη Μονή να αντιμετωπίσει τους στυγνούς κακούργους. Επίσης, κατόπιν σταθερής επιμονής τους και με την ελεύθερη τους βούληση, και οι υπόλοιποι που προαναφέρθηκαν παρέμειναν πλησίον του Ηγουμένου αποφασισ­μένοι να του συμπαρασταθούν σθεναρά και να συμμετάσχουν στη θυσία και το μαρτύριο αυτού ως πιστοί εν Χριστώ αδελφοί και ακόλουθοι.
            Ο Μοναχός πατήρ Σταύρος καθώς και ο γιος της Μελπομένης και Επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, διέφυγαν την σύλληψη, με προτροπή του Ηγουμένου Ραφαήλ. Θα τελούσαν αργότερα το Ιερό καθήκον του ενταφιασμού των τιμίων Λειψάνων των Μαρτύρων, κατά την πρόβλεψη του ιδίου του Αγίου.

Τα Μαρτύρια των Αγίων

            Από τη στιγμή της συλλήψεως του Ηγουμένου Ραφαήλ τη νύκτα της Μεγάλης Παρασκευής, άρχισαν οι ανακρίσεις, με τον πιο άγριο τρόπο. Αφού οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πάρουν με τις ανακρίσεις τις πληροφορίες που ήθελαν, άρχισαν τους βασανισμούς.
            Πρώτα, άρπαξαν από την αγκαλιά της μητέρας του το 11 μηνών βρέφος Ραφαήλ, το έριξαν στο έδαφος και το φόνευσαν με χτυπήματα και ποδοπατήματα. Την ίδια τη μητέρα του, Μαρία, την έδεσαν σε ένα δέντρο, επειδή ορμούσε να πάρει το παιδί της, φώναζε και έκλαιγε.
            Μετά άρχισαν να βασανίζουν σκληρά την 12ετή Παρθενομάρτυρα ΕΙΡΗΝΗ, κόρη του Προεστού Βασιλείου, μπροστά στους γονείς της, προκειμένου να κάμψουν το ηθικό τους και να τους εκβιάσουν, για να απαρνηθούν την Πίστη τους και να αποκαλύψουν τον τόπο στον οποίο κρυβόντουσαν οι επαναστάτες Έλληνες. Άρχισαν λοιπόν να ρίχνουν βραστό νερό στο στόμα της μικρής Ρηνούλας και μετά απέκοψαν διαδοχικά το ένα της χέρι και το ένα της πόδι, ρίχνοντας τα αιμόφυρτα ακρωτηριασμένα μέλη της μπροστά στους γονείς της, για να κάμψουν την αντίστασή τους. Η μητέρα της, δεν άντεξε στη θέα όλων αυτών και από το σπάραγμα ψυχής έπαθε συγκοπή. Ο πατέρας της όμως, παρά τον τεράστιο ψυχικό του πόνο άντεξε και έμεινε ακλόνητος. Βλέποντας λοιπόν οι βάρβαροι ότι η απόπειρα εκβιασμού απέβηκε ανεπιτυχής και μάταια, την έριξαν σε ένα μεγάλο πιθάρι και την έκαψαν ζωντανή, ολοκληρώνοντας το μαρτύριό της. (Το πιθάρι αυτό βρέθηκε στις ανασκαφές των ημερών μας, με στάχτη μέσα, λίγα καμένα οστά και κάποιες πέτρες. Τα λίγα οστά αυτά έμειναν διότι δεν τα είδαν όταν ενταφίασαν τα υπόλοιπα καμένα υπολείμματα που υπήρχαν στο πιθάρι, ενώ οι πέτρες έπεσαν στο πιθάρι από τους τοίχους της Εκκλησίας, όταν την ανατίναξαν οι Τούρκοι)
            Την νεαρή ανεψιά του Προεστού, Ελένη, η οποία ήταν 15 χρονών και από ηλικίας τριών ετών είχε μείνει ορφανή, την κακοποιούσαν αλληλοδιαδόχως και κατ’ εξακολούθηση οι Τούρκοι υπάνθρωποι και την χτυπούσαν με βαναυσότητα, έως ότου από το φόβο, τους πόνους και την αιμορραγία παρέδωσε το πνεύμα Της στον Κύριο.
            Ο Προεστός Βασίλειος, αφού πρώτα μαρτύρησε ψυχικά βλέποντας το μαρτύριο των παιδιών του, υπέστη και φοβερά σωματικά μαρτύρια. Του έκοψαν τη μύτη, τ’ αφτιά, τα γεννητικά του όργανα και του έβγαλαν τα μάτια. Στο τέλος του έκοψαν την κεφαλή και τον περιέπεξαν. Γι’ αυτό, ο Προεστός Βασίλειος είναι και πρέπει να τιμάται ως Μεγαλομάρτυς.
            Έπειτα, άρχισαν να βασανίζουν το δάσκαλο Θεόδωρο επίσης με πολύ σκληρό τρόπο. Του έκοψαν κι’ εκείνου τα γεννητικά όργανα, όπως επίσης και τα χέρια και τέλος του απέκοψαν την κεφαλή, βάζοντάς τη μετά ανάμεσα στα πόδια του.
            Τελευταίος μαρτύρησε ο Άγιος Ραφαήλ, γιατί οι θηριώδεις και αιμοδιψείς βασανιστές τον δεν βιάζονταν να τον αποτελειώσουν, νομίζοντας ότι θα αποσπούσαν την ομολογία που επιθυμούσαν. Έτσι, τράβηξε απίστευτα βασανιστήρια. Τον έβριζαν, τον χτυπούσαν με λύσσα και τον απειλούσαν. Σε μια στιγμή εκείνος πετάχτηκε όρθιος, τραβώντας τον σταυρό του από το ράσο του και τον έδειξε με θάρρος λέγοντας: «Εμείς Αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δε θα Τον αρνηθούμε!». Τότε όρμησαν με μανία πάνω του, τον γύμνωσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα, και συνεχώς τον χτυπούσαν ανηλεώς με τα κοντάκια των όπλων τους, παραλύοντάς τον. Του κατατρυπούσαν το σώμα σε διάφορα σημεία με λόγχες και τον έσερναν επάνω σε αιχ­μηρές πέτρες τραβώντας τον από την γενειάδα, ώστε όλος ο τόπος είχε βαφτεί κόκκινος από το αίμα του. Έπειτα, εφόσον το αθώο θύμα τους εξακολουθούσε να αντέχει και να υπομένει αγόγγυστα τα μαρτύρια, τον κρέμασαν από τα πόδια με την κεφαλή προς το έδαφος από τα κλαδιά της μεγάλης καρυδιάς που βρισκόταν στο προαύλιο της Μονής. Σε εκείνη την καρυδιά αποκάτω έκαναν οι πατέρες κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στη συνέχεια, όταν οι ανάλγητοι και θηριώδεις εγκληματίες (δαιμονόψυχοι κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου του Αγίου) διαπίστωσαν ότι παρ’ όλα τα μαρτύρια στα οποία τον είχαν υποβάλει, ο Ηγούμενος Ραφαήλ δεν απαρνιόταν την Πίστη του και δεν πρόδιδε τους Έλληνες Χριστιανούς επαναστάτες, με οφθαλμούς λαμπυρίζοντες σαν πυρωμένα κόκκινα κάρβουνα και χείλη αφρισμένα από το μίσος και τη μανία τους, τον κάθισαν γονατιστό στο έδαφος και τον αποκεφάλισαν με φρικώδη τρόπο: Πριονίζοντας την κεφαλή του!! Όχι στο λαιμό, αλλά ξεκινώντας από το σημείο του στόματος!! Τη ματωμένη κάτω σιαγόνα που αποκόπηκε την έριξαν καταγής εν μέσω μιας λίμνης αίματος και σε μικρή απόσταση από το υπόλοιπο σώμα. Τη σιαγόνα αυτή δεν τη βρήκαν όταν ενταφίασαν τον Άγιο, γι’ αυτό και βρέθηκε ξεχωριστά, εκτός του τάφου στις ανασκαφές επί των ημερών μας. Έτσι, ο ήδη πριν μαρτυρήσει Άγιος, έγινε και Μεγαλομάρτυς του Χριστού ένδοξος και παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο!
            Τον Άγιο Νικόλαο, τον έδεσαν κι’ αυτόν πισθάγκωνα, τον κρέμασαν από άλλη μικρότερη καρυδιά ευρισκόμενη και εκείνη στο προαύλιο της Μονής και τον βασάνιζαν νυχθημερόν, χτυπώντας και λογχίζοντάς τον. Όμως, λόγω της ασθενούς κράσεως του οργανισμού του, ο Άγιος Νικόλαος δεν άντεξε για πολύ στα μαρτύρια, τους ανηλεείς δηλαδή ξυλοδαρμούς, αλλά βλέποντας και τον πολυαγαπημένο του Ηγούμενο να τον σέρνουν αιμόφυρτο υπέστη ανακοπή καρδιάς και παρέδωσε κι’ Αυτός το πνεύμα Του στον Κύριο. Κατά δε την αποκαλυπτική μαρτυρία του Αγίου Ραφαήλ, οι ψυχές των δύο Αγίων ανέβηκαν μαζί στον Ουρανό. Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο!!
            Ένας ξένος Ιατρός, ο Αλέξανδρος, που αγαπούσε πολύ τον πατέρα Ραφαήλ και έτρεξε να δει τι γίνεται όταν έμαθε πως οι Τούρκοι επέδραμαν στο μοναστήρι, αντικρύζοντας το φοβερό θέαμα της σφαγής του Αγίου Ηγουμένου δια πριονισμού της κεφαλής του, από την φρίκη τρελάθηκε και τράβηξε μαχαίρι να αυτοκτονήσει, παθαίνοντας όμως ανακοπή πριν προλάβει να το μπήξει στην καρδιά του.
            Μετά το πέρας των σφαγών και του αποτρόπαιου λουτρού αίματος, οι αιμοσταγείς Τούρκοι, αφού σύλησαν και λεηλάτησαν όσα Ιερά κειμήλια και αντικείμενα αξίας βρήκαν, παρέδωσαν στις φλόγες την Μονή, ανατινάζοντάς την. Η σφαγή των Μαρτύρων συντελέστηκε τη νύκτα της Δευτέρας της Διακαινισίμου, δεκαπέντε λεπτά της ώρας προ του μεσονυκτίου (εκκλησιαστικώς ήδη θεωρούμενης από το απόγευμα της Δευτέρας ως Τρίτη του Πάσχα), και η καταστροφή της Ι. Μονής λίγο αργότερα, ενώ ξημέρωνε Λαμπροτρίτη 9η Απριλίου 1462.
            Μετά τη διάπραξη των προαναφερθέντων βανδαλισμών και την εκτέλεση των περιγραφέντων κακουργημάτων, οι κτηνώδεις ως συνήθως Τούρκοι, ικανοποίησαν προσωρινώς τα θηριώδη ένστικτά τους και απήλθαν για να συνεχίσουν το ίδιο έργο τους αλλού. Πίσω τους άφησαν καπνισμένα ερείπια και πέτρες γεμάτες από τα αίματα των Μαρτύρων, ενώ στο έδαφος κείτονταν εδώ και εκεί τα ακρωτηριασμένα τίμια λείψανα των σφαγιασθέντων Μοναχών και λαϊκών.
            Μεταξύ των άλλων ανθρωπόμορφων κτηνών, οι κυριότεροι και αγριότεροι βασανιστές ήταν πέντε ελεεινά άτομα εκ των οποίων δύο Τούρκοι Μουσουλμάνοι, ένας Λαζός, ένας Τσερκέζος και ένας Τουρκαλβανός. Σύντομα, βεβαίως, η Θεία Οργή για το ανοσιούργημα που με κακία επιτέλεσαν έφθασε πάνω τους. Έλληνες επαναστάτες τους έπιασαν και τους σκότωσαν και τους έθαψαν όλους μαζί στον ίδιο λάκο…

Η δραματική σειρά των Μαρτύρων ολοκληρώνεται

            Την επομένη νύκτα, μετά την αποχώρηση της τουρκικής ορδής, ο Μοναχός Σταύρος και ο επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, οι οποίοι μέχρι τότε κρύβονταν στην σπηλιά του αποθανόντος Γέροντος Ιωσήφ με τον οποίο μόναζε παλιότερα ο πατέρας Σταύρος, βγήκαν απ’ το κρυσφήγετό τους, και μετέ­βηκαν κρυφά στο παρακείμενο χωριό της Θερμής και παρακάλεσαν τον ηλι­κίας 112 ετών τυφλό Ιερέα του χωριού πατέρα Σάββα, να τους ακολουθήσει μέχρι την ερειπωμένη Ιερά Μονή, προκειμένου να τελέσει την εξόδιο Ακολουθία πριν τον ενταφιασμό των Μαρτύρων.
            Και ιδού η πρώτη παρουσία της Θείας Χάριτος και του Αγιασμού: Με την άφιξή του στον τόπο του μαρτυρίου, ο υπέργηρος τυφλός Ιε­ρέας προσευχήθηκε και ικέτευσε τον Κύριο να τον ευλογήσει επιτρέποντας του να αντικρύσει με τα ίδια του τα μάτια τον τόπο και τα λείψανα των Μαρτύρων. Και ω του Θαύματος, έγινε μια εκθαμβωτική λάμψη, ο Ιερεύς ανέβλεψε και είδε το φρικτό θέαμα. Στη συνεχεία, αφού προσευχήθηκε, τέλεσε συγκλονισμένος την νεκρώσιμη Ακολουθία και προέβη εις τον ενταφιασμό των θυμάτων ως εξής: Τα καθαγιασθέντα δια της θυσίας υπέρ Πίστεως και Πατρίδος λείψα­να του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής εντός του ερειπωμένου Ιερού Ναού. Του Διακόνου Νικολάου εις το αριστερό προαύλιο του Ιερού Ναού, της δε Παρθενομάρτυρος Ειρήνης και των λοιπών Μαρτύρων σε διάφορα σημεία γύρω από τον Ιερό Ναό, όπου ακριβώς και ανευρέθηκαν μετά από αιώνες, στην εποχή μας, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Μετά τον ενταφιασμό των λειψάνων των Μαρτύρων, ο επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος μετά του Μοναχού πατρός Σταύρου, συνόδευσαν τον υπέργηρο Ιερέα κατά την επάνοδό του στο χωριό του, όπου και απεβίωσε μετά από λίγες μέρες.
            Αργότερα, ο πατήρ Σταύρος συνελήφθη από ένοπ­λους άνδρες τουρκικής περιπόλου οι οποίοι ήξεραν ότι υπήρχε και άλλος καλόγερος στο μοναστήρι και τον έψαχναν. Τον βασάνισαν με τον πιο άγριο τρόπο και τον αποκεφάλισαν, χωρίς όμως να καταφέρουν να του πάρουν την ομολογία που ζητούσαν. Το τίμιο Λείψανό του έμεινε δυο μέρες άταφο, χωρίς κανείς να τολμήσει να το πλησιάσει, μέχρι που δυο χριστιανοί το πήραν και το ενταφίασαν στην αυλή του κατεστραμμένου μοναστηριού των Καρυών. Πιο μετά, και ο Επιστάτης Ακίνδυνος ανακαλύφθηκε επίσης από τους Τούρκους και μαρτύρησε και εκείνος, μετά από άγριο βασανισμό στο όρος Παντέρα. Τα Ιερά λείψανά του τα ενταφίασαν στο κοιμητήρι του μοναστηριού των Καρυών, κοντά στους τάφους των γονιών του. Έτσι, έκλεισε δραματικά ο κύκλος των σφαγών που συντελέστηκαν στο μαρτυρικό λόφο των Καρυών, ενώ τα ίδια τα γεγονότα, υπό τον φόβο των βάρβαρων και αιμοχαρών κατακτητών παρέμεναν στην αφάνεια και σταδιακά ξεχάστηκαν από τους ντόπιους κατοίκους της Θερμής, και μόνο το έθιμο να τελείται Λειτουργία την Τρίτη του Πάσχα στο Λόφο των Καρυών έμεινε στην παράδοση του τόπου, χωρίς όμως να θυμάται ή να γνωρίζει κανείς το γιατί. Έπρεπε να’ ρθεί η εποχή μας, η ευλογημένη ώρα της εκ Θεού αποκαλύψεως των υπερφυών αυτών Μυστηρίων, για να έλθουν όλα αυτά στο φως και να καταυγάσουν πιστούς και απίστους!! 
ΠΗΓΗ: www.agiosrafael.gr

Οι παραβάτες των Ιερών Θεσμών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.



Κατά καιρούς γίνεται προσπάθεια εκ μέρους των Οικουμενιστών «Ορθοδόξων» να υποτιμήσουν την Ορθόδοξη μαρτυρία μας και την αντίθεσή μας στην νεωτεριστική πορεία τους. Για να πετύχουν το σκοπό τους χρησιμοποιούν διάφορες δικαιολογίες και χαρακτηρισμούς. Λένε, ότι η συμμετοχή τους στον Οικουμενισμό έχει σαν στόχο την ενότητα της πίστης που υποδεικνύει το Ευαγγέλιο και το παπικό ημερολόγιο που αποδέχθηκαν αποτελεί μια αστρονομική διόρθωση. Έτσι, μας χαρακτηρίζουν σαν εμπαθείς, οπισθοδρομικούς, πεισματάρηδες, αγραμμάτους, ζηλωτές της Ορθόδοξης πίστης αλλά χωρίς επίγνωση, σχισματικούς, αιρετικούς κλπ..

Προκειμένου λοιπόν, να κατανοήσουν οι ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ακούνε αυτές τις δικαιολογίες για ποιό λόγο δεν δεχόμαστε να ταυτιστούμε με τους Οικουμενιστές και καταφρονητές της Ορθόδοξης παράδοσης, παραθέτουμε πιο κάτω τους σημαντικότερους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι κανόνες αυτοί όπως και όλοι οι άλλοι δεν είναι εύρημα δικό μας αλλά ορίστηκαν από τους Αγίους Αποστόλους και θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας.

Το πιο χειρότερο είναι ότι τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας τους αποδέχονται και οι νεωτεριστές «Ορθόδοξοι» αλλά κρατούν μόνο όσους από αυτούς δεν αντιστρατεύονται στις επιδιώξεις τους.

1) 45ος Αποστολικός κανόνας:

«Επίσκοπος ή πρεσβύτερος, ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον αφοριζέτω· ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρήσθω».

Ο κανόνας αυτός με σαφήνεια λέει να αφορίζονται οι Ορθόδοξοι κληρικοί που προσεύχονται με αιρετικούς. Αν μάλιστα επιτρέψουν στους αιρετικούς να κάνουν κάποια ιερή τελετή αυτοί οι Ορθόδοξοι να καθαιρούνται.

Οι Οικουμενιστές «Ορθόδοξοι» προσεύχονται με αιρετικούς; Και βέβαια προσεύχονται. Σήμερα μάλιστα έχουν καθιερώσει και κοινές τελετές προσευχής.

2) 10ος Αποστολικός κανόνας:

«Εί τις ακοινωνήτω, κάν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω».

Ακοινώνητον εδώ εννοεί ο κανόνας αυτόν που βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, δηλαδή εκείνον που έχει αφοριστεί. Ορίζει λοιπόν ο κανόνας ότι ακόμη και αν κάποιος πιστός προσευχηθεί σε σπίτι με ακοινώνητον αυτός ο πιστός να αφορίζεται.

Οι Οικουμενιστές «Ορθόδοξοι» πολύ συχνά συμπροσεύχονται με τους ακοινώνητους και αφορισμένους από την Εκκλησία αιρετικούς.

3) 65ος Αποστολικός κανόνας:

«Εί τις κληρικός, ή λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, ο μεν καθαιρείσθω, ο δε αφοριζέσθω».

Για κανένα λόγο λέει ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να προσεύχεται κάποιος πιστός σε συναγωγή Εβραίων ή σε Ναό αιρετικών. Αν κάποιος πράξει αυτό, ο κανόνας προστάζει αν είναι κληρικός να καθαιρείται, αν είναι λαϊκός να αφορίζεται.

Ο κανόνας όμως δεν εμποδίζει τους από Ορθοδόξους Οικουμενιστές να προσεύχονται στους ναούς των αιρετικών.

4) 46ος Αποστολικός κανόνας προστάζει·

«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, ή διάκονον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθω προστάσσομεν, τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου».

Οι Ιερείς των αιρετικών δεν έχουν Ιεροσύνη σύμφωνα με τους Αποστ. 68ος και οι συναφείς. Προστάζει ο κανόνας αυτός ότι αν κάποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος κάνει δεκτό το βάπτισμα ή κάποια τελετή των αιρετικών να καθαιρείται.

Οι Οικουμενιστές όμως παραδέχονται τα μυστήρια των αιρετικών αφού τελούν μικτούς γάμους οι οποίοι απαγορεύονται από τον 72ο κανόνα της 6ης Οικουμ. Συνόδου.

5) 1ος κανόνας της εν Αντιόχεια Συνόδου:

«Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον όρον της αγίας και μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης επί παρουσία της ευσεβείας του Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, περί της εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της Εκκλησίας…»

Ο κανόνας αφορά την αλλαγή του ημερολογίου. Την 24η Φεβρουαρίου 1582, ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ αυθαίρετα αντικατέστησε το ημερολόγιο (Ιουλιανό) που θέσπισαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμ. Συνόδου με ένα νέο που δημιούργησαν οι αστρολόγοι του. Προς τιμή του ονομάστηκε το νέο αυτό ημερολόγιο Γρηγοριανό. Έτσι, εκτός από τους έως τότε αναθεματισμούς (12 φορές) που επέβαλε η Ορθόδοξη Εκκλησία στους Παπικούς, καταδικάστηκαν και από τον 1ος αυτόν κανόνα της εν Αντιόχεια Συνόδου αλλά και τους συναφείς με αυτόν.

6) Συνοδικές καταδίκες του παπικού ημερολογίου:

α) Το 1583 στην Κωνσταντινούπολη επί Πατριάρχου Κων/λεως Ιερεμίου Β΄ του επονομαζόμενου Τρανού, ένα χρόνο μετά την εισαγωγή του Παπικού ημερολογίου στη Δύση, καταδικάστηκε συνοδικά η πράξη αυτή του Πάπα, παρόντος πλην των Συνοδικών Μητροπολιτών και των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Σιλβέστρου και Ιεροσολύμων Σωφρονίου.

Συγκεκριμένα η απόφαση λέει:

«Σιγγίλιο Πατριαρχικής διατυπώσεως εγκυκλίου τοις απανταχού Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, εις το μη παραδέχεσθαι το νεώτερον Πασχάλιον ή Καλενδάριον του καινοτομηθέντος μηνολογίου, αλλ’ εμμένειν τοις άπαξ και καλώς διατυπωθείσι παρά τοις αγίοις (318) τριακοσίοις δέκα οκτώ Θεοφόροις Πατράσι της Αγίας Οικουμενικής Πρώτης Συνόδου μετ’ επιτιμίου και Αναθέματος.

Έτος από Θεανθρώπου αφπγ΄ (1583)

Ίνδικτιώνος ΙΒ΄ Νοέμβριος Κ΄

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος

και οι λοιποί Αρχιερείς της Συνόδου παρόντες

β) Το 1593 στην Κωνσταντινούπολη επί Πατριάρχου Κων/λεως Ιερεμίου Β΄. Στη Σύνοδο παρευρέθηκαν και συναποφάσισαν οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Μελέτιος αντιπρόσωπος και του Αντιοχείας Ιωακείμ Ζ΄, Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄, και σαράντα Αρχιερείς. Η Σύνοδος εξέδωσε 20 κανόνες ή κεφάλαια. Ο 8ος κανόνας κατεδίκασε για δεύτερη φορά την παπική καινοτομία του ημερολογίου.

Έχει δε ως εξής:

Προς αποβολήν του Νεόυ Καλενδαρίου

ήτοι της περί του Πάσχα των Λατίνων καινοτομίας.

«Απαρασάλευτον διαμένειν βουλόμεθα το τοις Πατράσιν διορισθέν περί του Αγίου και Σωτηρίου Πάσχα…Άπαντες οι τολμώντες παραλύειν τους όρους περί της Αγίας εορτής του Σωτηριώδους Πάσχα, Ακοινωνήτους και Αποβλήτους είναι της Εκκλησίας του Χριστού».

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος

Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωακείμ

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος

και οι λοιποί Αρχιερείς της Συνόδου παρόντες

γ) Επίσης το 1848 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος κάλεσε πατριαρχική σύνοδο στην οποία παρευρέθηκαν, οι τρείς άλλοι Πατριάρχες, ο Αλεξανδρείας Ιερόθεος, ο Αντιοχείας Μεθόδιος και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος και δώδεκα Επίσκοποι.

Η εγκύκλιος που εξέδωσε η σύνοδος μεταξύ άλλων λέει:

…«Κρατώμεν της ομολογίας ήν παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του Διαβόλου. Ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ελλιπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον πίστιν. Αλλ’ αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ήν τινα ούν και ο τολμών ή πράξαι ή συμβουλεύσαι ή διανοηθήναι τούτο, ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα…..Άπαντες ουν οι νεωτερίζοντες ή αιρέσει ή σχίσματι εκουσίως ενεδύθησαν κατά τον ψαλμωδόν «κατάραν ως ιμάτιον…»

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιερόθεος

Πατριάρχης Αντιοχείας Μεθόδιος

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος

και οι λοιποί Αρχιερείς της Συνόδου

δ) Το 1904 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ του Γ΄ με εγκύκλιο που εξέφραζε την γνώμη όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καταδικάστηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο και απερρίφθηκε κάθε ιδέα μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου.

«…αιδέσιμον είναι και έμπεδον το από αιώνων μεν ήδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δε τη διηνεκεί της Εκκλησίας πράξει πασχάλιον. Το δε υπερπηδήσαι κατά 13 ημέρας το ιουλιανόν ημερολόγιον και το εορτολόγιον ημών, ο παραφυλάσσομεν αμετακίνητον, υπ’ ουδενός επιβάλλεται λόγου, ούτε εκκλησιαστικού, ούτε επιστημονικού…»

Μετά από τις καταδικαστικές αυτές πράξεις κατά των Παπικών για την αλλαγή του ημερολογίου, το 1924 δέχθηκαν ορισμένες αυτοκέφαλες «Ορθόδοξες» Εκκλησίες την καινοτομία του Πάπα και εισήγαγαν την αναθεματισμένη ημερολογιακή μεταρρύθμιση στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Ίσως κάποιοι πουν ότι οι Εκκλησίες αυτές άλλαξαν το ημερολόγιο και όχι το Πασχάλιο. Αυτό είναι μια παγίδα για τους αφελείς. Διότι, ημερολόγιο και Πασχάλιο είναι συνυφασμένα στην Εκκλησία. Άλλωστε τι σημαίνει ότι δέχθηκαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο και κράτησαν το Ιουλιανό πασχάλιο; Πρώτον, ότι αλλοίωσαν το πατροπαράδοτο Ιουλιανό ημερολόγιο και Πασχάλιο αφού παραδέχονται ότι πρόσθεσαν και ένα άλλο ημερολόγιο, δηλαδή ισχύει και γι’ αυτούς ο πιο πάνω 1ος κανόνας της εν Αντιόχεια Συνόδου. Δεύτερον, διασαλεύεται ο πασχάλιος κύκλος της Εκκλησίας. Για παράδειγμα μετά την εορτή του Τιμ. Σταυρού (14 Σεπτ.) την δεύτερη Κυριακή αρχίζει να διαβάζεται το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Λουκά. Αφού λοιπόν οι νεοημερολογίτες εορτάζουν την Ύψωση του Τιμ. Σταυρού με το Γρηγοριανό ημερολόγιο άρα και η ανάγνωση του Λουκά αρχίζει νωρίτερα και φυσικά τελειώνει νωρίτερα (καταργούνται ευαγγελικά αναγνώσματα). Επίσης, από τον Πασχάλιο κύκλο εξαρτάται η νηστεία των Αγ. Αποστόλων η οποία πολλές φορές εκμηδενίζεται εξ αιτίας του Γρηγοριανού ημερολογίου.

Τέλος, ίσως κάποιος ρωτήσει. Υπάρχουν και Εκκλησίες που δεν έχουν αλλάξει το ημερολόγιο αλλά διατηρούν το Ιουλιανό. Πράγματι υπάρχουν, αλλά έχουν εκπέσει από την Ορθόδοξη πίστη διότι συμμετέχουν στον Οικουμενισμό. Φορέας της Ορθόδοξης πίστης είναι μόνο η Εκκλησία εκείνη που δεν συμμετέχει στον Οικουμενισμό ούτε έχει αλλάξει το Ιουλιανό ημερολόγιο.