A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Η ΜETANOIA KATA ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ




Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, πού είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώση στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής.
Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρησι της πνευματικής ζωής, πού προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύσι και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων.

Σε ολόκληρη την πατερική παράδοσι τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει να συνοδεύη τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύσι, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.

Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).

Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για Ολους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώση στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δύσι. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’, σελ. 521).

Αλλά αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία η απαξία σε σχέσι με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δι΄εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος.

Ένα βασικό στάδιο, πού προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωσι και η συναίσθησι των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμάν, για να έλθη σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωσι «τών οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «έν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθή από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωσι και την συναίσθησι της αμαρτωλότητος έλκυση επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελείαν την άφεσιν με την αυτομεμψία και την εξομολόγησι.

Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίση όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα έξης: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσις τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το έξης των κακών αποχής και τοϋτό έστιν η μετάνοια».

Η μετάνοια ως νέα κατάστασις στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες 
συνέπειες πού η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτον καρπόν μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγησι, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρσι της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστι της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο’ ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Σοφοκλέους Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’, σελ. 201-202).
Η εξομολόγησι όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμα του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγησι τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, πού είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας.

Ο Ιερός Αγιορείτης Ιεράρχης είς την 23η ομιλία του τονίζει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC). Δηλαδή ο άνθρωπος πού ζη αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, άγρυπνε! στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς πού τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήση με λόγους, με έργα και με θυσίες ακόμη αυτούς πού έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπη ο οσιώτατος πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξι και το πνευματικό πένθος. Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου πού ζη την μετάνοια, λέει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστησι στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά).

Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάση τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να μοιάση και να τους ακολουθήση στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια. Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όλους μας παραμένει η ανάνηψι και η βίωσι, κατά τον Άγιον Γρηγόριον, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C).


Το πένθος ως ασκητική προϋπόθεση

Βασική προϋπόθεσι εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενα του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάστασι, από την όποια χρειάζεται να περάση ο χριστιανός, πού επιθυμεί να ζήση την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίση την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεσι αναστάσεως για την ζωή του κάθε πιστού.

Ο Άγιος Παλαμάς πού βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισαν μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δη το πέρασμα του άνθρωπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβή πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δη τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποίηση κατά την δική του έκφρασι «το ειδεχθές προσωπείον», πού απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνησί της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνη τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας εμακάρισε αυτούς πού πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους πού έ’χει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο.
Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοσι, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του άνθρωπου, πού χρειάζεται την ταπείνωσι, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, την νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του άνθρωπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχη το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, πού μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώση πνευματική θυμηδία, παράκλησι και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήση τον νου να σηκώση το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρύπτω» προς τον Πατέρα προσευχή.

Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις όποιες πρέπει να πενθή ο πιστός. Όπως οι μαθηταί του Κυρίου ελυπούντο για την στέρησι του «όντως αγαθού διδασκάλου Χρίστου», έτσι και σε μας πού δοκιμάζομε την ίδια στέρησι και απουσία του Χρίστου από την ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχη και να καλλιεργήται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος· είναι η έκπτωσι από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, την στέρησι της «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με εκείνο, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός πού έχει συνειδητοποιήσει την στέρησι όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς πού ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αύτη του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, πού με την υμνολογία της Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνσι από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή.

Το πένθος είναι κατά τον ασκητικώτατον της Θεσσαλονίκης Ιεράρχην η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωσι της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, πού έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωσι για να κατάδειξη ότι τα τραύματα του άνθρωπου είναι εκείνα πού προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας πού μόνο χαρά και παράκλησι δίνει στην ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, πού είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώση την γλυκύτητα του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον φόβο του Θεού- στις ψυχές πού γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με την μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό».

Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, πού αναφέρεται στο 
πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτώχειας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του άνθρωπου πού πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνησι να μετάθεση η να επιρρίψη σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή πού προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτωμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγωμε την μετάθεσι της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αύτη άλλωστε η μετάθεσι της ευθύνης για την αθέτησι της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα εστέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψίαν και την κατά Θεόν λύπην θα μπορούσε να είχε κερδίση αυτό πού έχασε με την άρνησι αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημα του. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώση ένα ορισμόν του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C).

Η αυτομεμψία είναι κατάστασι αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωσι. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στην φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, πού γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάστασι πού αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος πού πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το όποιο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωσι των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμμιά ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, πού οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεσι με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, πού ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξι για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D).
Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθή ότι η άσκησι μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοσι είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζη ο μοναχός με το χαροποιόν πένθος. Με την σωματική πτώχεια και ταπείνωσι, πού είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγησι γι΄ αυτή την πνευματική κατάστασι στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυσι και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωσι και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξι. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στην ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς την συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγή η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκλησι για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς.

Η αυτομεμψία και η συναίσθησι της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις πού προετοιμάζουν στην ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξη ο σωτήριος οίνος πού «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξι, η οποία χάρι στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό- και αφού την απαλλάξη από το σκοτεινό βάρος των παθών, την γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με τον 
φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για την ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι πού δεν απόκτησαν προσωπική γεύσι από αυτή, να μη την υποψιάζωνται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).
Μία θεμελιακή άποψι στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία εμακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον όποιον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξι γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων).

Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίησι του άνθρωπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αάμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτώχευση κατά Θεόν και να ταπεινωθή πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβη και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσί του- μπορεί να ξαναγυρίση στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, πού άφησε, και να ξαναγίνη παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωση μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνη στην πτώχεια, πού εμακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήση μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έ’τσι τον κίνδυνο να επιστρέψη εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιον Γρηγόριον, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξι το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες· ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκλησι και την παρά Θεού συγχώρησι προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές πού έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον η ψυχή πού έμαθε να πενθή γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D).

Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, πού στη μεγαλύτερη της έκτασι είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να κατάδειξη την πορεία του άνθρωπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υίοϋ· γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψι των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεσι και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτώχειας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υϊός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» πού χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215).

Σ΄ αυτήν την συνοπτική και μπορεί να πη κανείς πρόχειρη παρουσίασι των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμεν εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας.


Πηγή: “Με παρησσία…” 

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Ἃγιος Στυλιανός ὁ Παφλαγόνας (26 Νοεμβρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα


Από μικρός, ενάρετος

Ο Άγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε, τόσο με την χάριν του Θεού και γινόταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρετής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής της παντοτινής ευτυχίας. Η αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ήταν να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Απαλλαγμένος, λοιπόν, ο Άγιος από τα φθαρτά, αλλά και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του, διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και με θεάρεστα έργα, σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιώτερα και αγιότερα τη ζωή του.


Ο ασκητής

Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματα του, αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού, λοιπόν, με τις ευεργεσίες του, ανέβασε ο μάκαριος Στυλιανός τον γήινο θησαυρό του στους ουρανούς, και τον ασφάλισε, πήγε σε ένα Μοναστήρι και ντύθηκε το Μοναχικό Σχήμα. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο, πως να τελειοποιήσει την ψυχή του, πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγραπτη. Η αγιότης του αρχίζει να αστράφτει. Η ταπεινοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότης του θαμπώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευχή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό. Οι αγρυπνίες του θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως Μοναχός: την ακτημοσύνη, την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Την ακτημοσύνη του την είδαμε. Δεν κράτησε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίποτε απολύτως. Την αγνότητα του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε την ψυχή του καθαρή από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του εχθρού να μη τον αγγίζει η βρωμερή αμαρτία. Η υπακοή του στο Γέροντά του και στους άλλους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά να κόψει το δικό του θέλημα, που στηρίζεται στον εγωισμό. Ο Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών, της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου. Έτσι ο Άγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής. Γίνεται παράδειγμα σε νεωτέρους και παλαιοτέρους. Όλοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως.


Ο αναχωρητής


Αλλά η αυστηρότης εκείνη του ασκητικού βίου δεν του είναι αρκετή. Θέλει 
να πλησιάζει περισσότερο στην τελειότητα. Επιθυμεί, λοιπόν, τώρα την πλήρη μόνωση, τον αυστηρότατο ασκητισμό: Τον αναχωρητισμό. Αποχαιρετάει, λοιπόν, τους αδελφούς Μοναχούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Άγιος μακριά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκεί στην έρημο κατασκηνώνει σ’ ένα σπήλαιο. Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι Ουρανίας τελειότητος. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς, με σκέψεις και προσευχές για το Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζει ενωμένος με το Θεό! Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της ερήμου είχε τον καιρό να παρατηρεί τα δημιουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σε αυτά. Έβλεπε τον Δημιουργό σε όλα, διότι εσκέπτετο, ότι ήτο αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ωραίος, σκόπιμος και αρμονικός. Έβλεπε τον Θεό στα απειροπληθή άστρα του ουρανού, που στροβιλίζονται εις το αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα, αλλά και ακρίβεια.


Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίο της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του, η διάνοιά του, η ψυχή του, όλη η ύπαρξης του είναι ολόθερμα δοσμένη στο Θεό. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλιανού προς το πανάγιο Όνομα του Θεού τον συγκλονίζει. Όλη η δύναμις του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ο Άγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζει για την τροφή του. Γίνεται όλος ακμή πνεύματος και ψυχής. Ετρέφετο με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά, ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός, που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των αγίων, δεν άφηνε τον σεβάσμιο Όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντάς του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους αγίους, στον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.


Φωτεινός λύχνος

Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του αναχωρητή. Πάλεψε στην έρημο επί δεκαετίες ολόκληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του, να αποκτήσει τις αρετές και να φτάσει στη αγιότητα που θέλει ο Θεός. Ο Δημιουργός ήθελε να ζήση ακόμη ο Άγιος Στυλιανός, για να λαμποκοπάει με την αρετή του και να προγραμματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ήθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκρατείας, ο φωτεινός λύχνος της ερήμου, να λάμψη σ’ όλα τα πέρατα της γης. Ήθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Έτσι και ο Άγιος Στυλιανός, αφού με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνες του στολίστηκε με τις αρετές και σαν λαμπάδα, με το γλυκό και ζεστό φως, αφού έφθασε σε ύψη δυσθεώρητα αρετής, μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητός του, προς δόξα Θεού, και σωτηρία ανθρώπων. Διαδόθηκε, λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλιανού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν με πίστη και ευλάβεια προς τον Άγιο, για να θαυμάσουν την αγιότητα του και ν' αποκομίσουν ψυχικά και σωματικά αγαθά. Η άγια του μορφή, τα σοφά του λόγια, οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που γοητευμένοι από την ασκητικότατα του, εγκατέλειπαν τον κακό εαυτόν τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Ήξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές, για να ενισχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο.


Προστάτης των παιδιών


Γνώριζε ο Άγιος Στυλιανός, ότι για να κερδίσει κάνεις την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του, σαν την ψυχή των μικρών παιδιών δηλ., που είναι αθώα. Ήξερε, ότι τα παιδιά έχουν αγγελικές ψυχές. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντογνώστης Θεός του έδωσε την Χάρι Του, να μπορεί να κάνει θαύματα. Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική του δύναμη να θεραπεύει τα ασθενή παιδιά. Μητέρες από κοντινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν, με πόνο και πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπεία των παιδιών τους.

Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ έρημα μέρη, για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκητική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθαναν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και παρακαλούσαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Άγιος Στυλιανός γεμάτος καλοσύνη και συμπόνια έπαιρνε τα άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυχη προσευχή του και ο Άγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους. Παθήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπορούσε να αντισταθεί.


Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα, δοξάζοντας τον Θεό. Δοξολογούσε κι εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομα Του και ευχαριστούσε για τα θαύματα αυτά, που τον αξίωνε να τελεί. Έπειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια, που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο, χαμόγελο αγγελικό, άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σε όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Άγιο Στυλιανό, για να τον παρακαλέσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του. Έτσι δόξαζε ο Άγιος Θεός το όνομα του οσίου Στυλιανού, που αφιέρωσε την ζωή του στη δόξα του Θεού...


Ιατρός τεκνογονίας
Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπείας των παιδιών, που δόξαζαν το όνομα του ταπεινού Αγίου Στυλιανού. Ο Άγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους, ευτέκνους, με την προσευχή του. Πολλοί πιστοί χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήσαν άτεκνοι πρωτύτερα, απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά. Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντας σαν τάμα την εικόνα του, απέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.


Πρότυπο ασκητικής ζωής

Εν τω μεταξύ απ’ όλα τα Μοναστήρια πήγαιναν στο γέροντα ασκητή, για να οσφρανθούν κοντά του, το άρωμα της αγιότητός του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Άγιο δάσκαλο συμβουλές, για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβιά τους. Όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητικής ζωής. Η προσωπικότητά του ήταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος. Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε, τους καθοδηγούσε, τους γέμιζε την καρδιά, τους στερέωνε στην πίστη, τους διέλυε τις αμφιβολίας. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακριά όσα Μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Έτσι έζησε κι δόξασε το όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Άγιος Στυλιανός.


Η Κοίμηση του


Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα, έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγία του ψυχή, για να την αναπαύσουν από τους πολύχρονους κόπους, τις στερήσεις και την σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Εκοιμήθη, λοιπόν, ο Άγιος πλήρης ημερών και αρετών. Που ετάφη δεν γνωρίζουμε, ούτε διεσώθησαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη του ζωή. Έμεινε όμως το όνομα του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η χριστιανοσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπαντός για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομά του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Στην Αθήνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοί του Αγίου Στυλιανού στου Γκύζη και στον Καρρέα. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμηση του. Και σήμερα ο Άγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη Στυλιανός βγαίνει και η λέξι στυλώνει, που σημαίνει στηρίζει την υγεία των παιδιών. Ο Άγιος εικονογραφείται μ’ ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του, που συμβολίζει, ότι είναι ο προστάτης των νηπίων.


Στίχος

Ἀσκήσεως πέπτωκεν ὁ στερρὸς στῦλος. Στυλιανὸς γὰρ τὸν βίον καταστρέφει.



Ἀπολυτίκιον

Στήλη ἐμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς ἐκκλησίαςε, Στυλιανέ, ἀνεδείχθης, μακάριε. Τὸν γὰρ σὸν πλοῦτον σκορπίσας τοῖς πένησιν, ἐν οὐρανοῖς ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον, καὶ ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, πανόλβιε, χάριν εἴληφας νηπίων προστάτης γενόμενος καὶ φύλαξ νεογνῶν ἀπροσμάχητος.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε• ἀνατεθεὶς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ

Ἁγιασθεὶς ἀπὸ μητρῴας νηδύος, ὥσπερ ὁ θεῖος Σαμουὴλ θεοφόρε, ἀσκητικῶς ἐδόξασας Χριστὸν τὸν Θεόν· ὅθεν τῶν ἰἀσεων, ἀνεδείχθης ταμεῖον, καὶ προστάτης ἔνθεος, νεογνῶν καὶ νηπίων· ὁ γὰρ Χριστὸς δεξάζει σε λαμπρῶς, ὃν ἀπὸ βρέφους, Στυλιανὲ ἐδόξασας.



Μεγαλυνάριον

Στήλη θεοχάρακτος καὶ σεπτή, ἀρετῶν ποικίλων, ὁ σὸς βίος πέλει ἡμῖν, Στυλιανὲ Πάτερ, θεοπρεπῶς ῥυθμίζων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.


Πηγή: xristianos.gr 

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Μεγαλομάρτυρος τῆς πανσόφου (25 Νοεμβρίου)



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο υμνωδός την ονομάζει «πανεύφημον νύμφην Χριστού» την Αγίαν Αικατερίναν και πολύ δικαίως γιατί η Αγία ως μόνον νυμφίον της ψυχής της είχε κάνει τον Χριστόν. Η ζωή της πραγματικά πολύαθλος κατέπληξε τους πάντας. Η σοφία και η γνώσις, όλη η επιστήμη του καιρού της είχε γίνει κτήμα της. Όλα όμως τα περιφρόνησε για την αγάπη του μοναδικού Νυμφίου, του Χριστού.

Και όμως η σοφία του κόσμου αυτού δεν την παραπλάνησε, ούτε η γήινη φιλοσοφία. Την έθεσε στην υπηρεσία της αληθινής φιλοσοφίας, για να ελκύση στην πίστι του Χριστού τους φιλοσόφους του καιρού εκείνου και τους ρήτορας.

Υπέμεινε πολλά βασανιστήρια και φυλακίσεις και απ' όλα αυτά την εγλύτωσε θαυματουργικά ο Κύριος. Τέλος παρέδωσε την αγία ψυχή της με μαρτυρικόν διά ξίφους θάνατον, διά να πρεσβεύη από τότε για όλους, όσοι επικαλούνται την προστασία της. Ιδιαιτέρως τιμάται εις το όρος Σινά από τους μοναχούς της Μονής Σινά, γιατί θαυματουργικώς μετεφέρθη το σώμα της επί του όρους αυτού.

Νομίζομεν ότι μεγάλην ωφέλειαν θα λάβη ο αγαπητός αναγνώστης από την ανάγνωσιν του βίου της Αγίας Αικατερίνης, γι' αυτό και προβαίνομεν εις την έκδοσιν του φυλλαδίου αυτού με την ευχήν όπως η Μεγαλομάρτυς «αιτήται πάσι το μέγα έλεος».


Γνωριμία με τον Ιησού Χριστό

Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε κατά την εποχή των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου (305-313). Ήταν κόρη του ηγεμόνος της Αλεξανδρείας Κώνστα (η Κέστου) φημισμένη για το κάλλος της και τη σοφία, διότι είχε μορφωθή με τα διδάγματα της ελληνικής παιδείας και γνώριζε Όμηρο, Βιργίλιο, Αριστοτέλη, Πλάτωνα και άλλους αρχαίους συγγραφείς.

Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου την ζήτησαν σε γάμο από την μητέρα της, που ήταν κρυφή χριστιανή εξ αιτίας του διωγμού, που κίνησε ο Μαξιμιανός. Οι συγγενείς και η μητέρα της την συμβούλευαν να παντρευθή για να μην περιέλθη η βασιλεία του πατέρα της σε ξένο άνδρα, αλλά η Αικατερίνη αγαπούσε την παρθενία και απέφευγε τις προτάσεις. Η παράδοση αναφέρει το εξής περιστατικό: Όταν άρχισαν να την ενοχλούν συστηματικά τους είπε:

Βρήτε ένα νέο να μου μοιάζη στα τέσσερα χαρίσματα που ομολογείτε, ότι ξεπερνώ τις άλλες νέες και τότε να τον κάνω σύζυγό μου, γιατί δεν καταδέχομαι να πάρω κατώτερό μου. Ερευνήστε αν υπάρχη κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία, και στην ωραιότητα. Αν του λείπη κάτι απ' αυτά δεν είναι άξιος για μένα.

Εγνώριζαν όλοι, ότι ήταν αδύνατο να βρεθή τέτοιος άνθρωπος και της έλεγαν, ότι ο γιος του βασιλιά της Ρώμης και άλλοι είναι ευγενείς και πλουσιώτεροι από αυτή, αλλά υστερούν στην σοφία και στην ομορφιά. Αλλά η κόρη δεν δεχόταν να πάρη «αγράμματο», όπως έλεγε.

Η μητέρα της είχε πνευματικό ένα άγιο άνθρωπο έξω από την πόλι. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν να τον συμβουλευθούν. Ο ασκητής άκουσε τα φρόνημα λόγια της και σκέφθηκε να την ελκύση στην πίστι του Χριστού. Της είπε λοιπόν: Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, που σε υπερβαίνει σ' όλα τα χαρίσματα και σ' άλλα αναρίθμητα. Η ωραιότητά του νικά στη λάμψη τον ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα όντα , ο πλούτος του διαμοιράζεται σ' όλο τον κόσμο και δεν λιγοστεύει ποτέ, η ευγένειά του είναι ασύλληπτη και ακατανίκητη.

Η κόρη νόμισε, ότι πρόκειται για επίγειο άρχοντα και ρωτούσε αν αυτά τα χαρίσματα ήταν αληθινά. Ρώτησε λοιπόν:
Τίνος είναι γιός;

Αυτός δεν έχει πατέρα στη γη, αλλά γεννήθηκε υπερφυσικά από μια Υπεραγία Παρθένο, που αξιώθηκε για την αγιότητά της να μείνη αθάνατη στην ψυχή και στο σώμα.

Είναι δυνατό να δω αυτό το νέο, για τον οποίο διηγείσαι τόσα θαυμαστά;

Αν κάμης ό,τι σου πω, θα αξιωθής να δης το πρόσωπό του.

Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο, πιστεύω ότι δεν μου λες ψέματα. Είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι μου πης.

Τότε ο ασκητής της έδωσε μιά εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε το θείο Βρέφος και της λέει: Αυτή είναι η αειπάρθενος Μητέρα Εκείνου. Πάρε την και αφού κλείσης την πόρτα του δωματίου συ κάμε ολονύκτια προσευχή και παρακάλεσε αυτήν, που ονομάζεται Μαρία, να σου δείξη τον Υιόν της. Ελπίζω, ότι αν παρακαλέσης με πίστι, θα σε ακούση.

Πήρε η Αικατερίνη την εικόνα και όλη τη νύκτα κλεισμένη στο θάλαμό της προσευχόταν, όπως της είπε ο γέροντας. Από τον κόπο κοιμήθηκε και βλέπει σε όραμα την Παναγία με το θείο Βρέφος. Αλλά είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς τη Μητέρα του, έτσι η κόρη έβλεπε τα νώτα του, επιθυμώντας να δη από μπροστά πήγε προς το άλλο μέρος, αλλά ο Χριστός έστρεφε πάλι το πρόσωπό του. Τούτο έγινε τρεις φορές. Τότε άκουσε την Παναγία να λέη:

Κύτταξε, παιδί μου, τη δούλη σου Αικατερίνη, πόσο είναι ωραία και καλή.
Το βρέφος αποκρίθηκε:

Είναι σκοτεινή και άσχημη, τόσο που δεν μπορώ να την δω καθόλου.

Δεν είναι πάνσοφη παραπάνω από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενή;

Μητέρα μου, είναι αμαθής και πολύ χαμηλά όσο βρίσκεται σε τέτοια κατάστασι, ώστε δεν πρέπει να με δη στο πρόσωπο.

Σε παρακαλώ, παιδί μου, να μην περιφρονήσεις το πλάσμα σου, αλλά να την νουθετήσης κα να την οδηγήσης για να απολαύση τη δόξα σου και να δη το πρόσωπό σου, που επιθυμούν και οι Άγγελοι να βλέπουν.

Ας πάη στο γέροντα, που της έδωσε την εικόνα και ας κάνη ό,τι θα την συμβουλεύση και τότε θα με δη.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε το πρωί με λίγες γυναίκες κι έφθασε στο κελλί του γέροντα. Με δάκρυα του διηγήθηκε το όραμα και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο όσιος διηγήθηκε όλα τα Μυστήρια της αληθινής πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία του ανθρώπου.

Μετά την κατήχησι η Αγία αποθέτοντας τον παλαιό άνθρωπο και φορώντας στολή θεοΰφαντη, γύρισε στα ανάκτορα. Όλη τη νύκτα πέρασε προσευχόμενη μέχρι την ώρα που κοιμήθηκε και είδε σε οπτασία την Παρθένο με το βρέφος, που κοίτταζε την Αικατερίνη, με πολύ ιλαρότητα. Στην ερώτηση της Θεομήτορος αν ήταν τώρα αρεστή η κόρη, ο Δεσπότης απάντησε:

Τώρα έγινε ένδοξη η άσχημη και σκοτεινή, η πτωχή και χωρίς γνώσι έγινε πλούσια και πάνσοφη, η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και ένδοξη. Είναι στολισμένη με τέτοια χαρίσματα, ώστε επιθυμώ να τη μνηστευθώ για νύφη μου άφθορη.

Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη βασιλεία σου, αλλά αξίωσέ με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου.

Η Θεοτόκος τότε πήρε το δεξί χέρι της κόρης και της είπε:


Δώσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σαν αρραβώνα, για να την αξιώσης
της βασιλείας σου.
Τότε ο Κύριος της έδωσε ένα ωραίο δακτυλίδι λέγοντας:

Σήμερα σε παίρνω για νύφη μου αιώνια και άφθορη. Να φυλάξης αυτή τη συμφωνία. Να μην πάρης άλλον νυμφίο στη γη.
Από τη στιγμή εκείνη ελκύσθηκε η Αικατερίνη από τον Ουράνιο Νυμφίο και αιχμαλωτίσθηκε η καρδιά της από τον θείο έρωτα του Χριστού.

Ενώπιον του βασιλέως Μαξεντίου

Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς έβγαλε την εξής διαταγή: «Εγώ ο βασιλιάς, προστάζω όλους, όσοι είναι υπό την εξουσία μου, να μαζευθούν στ' ανάκτορα για να τιμήσωμε τους μεγάλους θεούς, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη μας με θυσίες για όσες ευεργεσίες μας έκαναν. Όποιος περιφρονήσει αυτή την εντολή και τολμήσει να προσκυνήση άλλον θεό θα τιμωρηθή σκληρά».
Μετά από αυτά τα προστάγματα συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να προσφέρη θυσία, ό,τι ο καθένας μπορούσε. Ο βασιλιάς θυσίασε εκατόν τριάντα ταύρους, ενώ οι άλλοι άρχοντες και ηγεμόνες λιγώτερους.

Η Αικατερίνη εστενοχωρείτο, που έβλεπε την ασέβεια των ανθρώπων, που πρόδιδαν τη ψυχή τους από φόβο. Από ζήλο θεϊκό παρακινημένη πήρε λίγους δούλους και πήγε στον ειδωλολατρικό ναό, όπου θυσίαζαν. Στάθηκε στην πόρτα ελκύοντας τα βλέμματα όλων. Ειδοποίησε εν συνεχεία τον βασιλιά, ότι έχει να του πη κάτι σπουδαίο για μια υπόθεσι. Ο βασιλιάς πρόσταξε να πλησιάση. Η Αικατερίνη υποκλίθηκε και με παρρησία είπε:

Έπρεπε, βασιλιά, πρώτα συ να γνωρίσης την πλάνη, που έχετε λατρεύοντας σαν θεούς τα είδωλα. Είναι ντροπή και μεγάλη ανοησία να προσκυνάτε φθαρτά και αναίσθητα δημιουργήματα. Δεν πιστεύετε τουλάχιστον τον σοφό Διόδωρο, που λέγει, ότι οι θεοί αυτοί ήταν άνθρωποι με πάθη και ελαττώματα, αλλά επειδή μερικές φορές έδειξαν ανδρεία, ωνομάσθηκαν αθάνατοι. Αργότερα οι άνθρωποι νομίζοντας ότι είναι πράγματι θεοί τους προσκυνούσαν και τους τιμούσαν. Ακόμη και ο Πλούταρχος κατηγορεί και περιφρονεί όσους σέβονται τέτοια αγάλματα. Πρέπει να υπακούσης, βασιλιά, σ΄ αυτούς τους διδασκάλους και να μην γίνης αιτία να χαθούν τόσες ψυχές. Ένας είναι ο Θεός, Αΐδιος και Αθάνατος, που για την σωτηρία μας έγινε άνθρωπος. Αυτός ο Παντοδύναμος Θεός δεν έχει ανάγκη από τέτοιες θυσίες, αλλά μόνο προστάζει να τηρούμε τις εντολές του.

Ο βασιλιάς θύμωσε στο άκουσμα των συνετών λόγων της Αικατερίνης, αλλά μη μπορώντας να αναντιωθή αποκρίθηκε:

Άφησε να τελειώσουμε τη θυσία και τότε θα ακούσουμε τα λόγια σου.

Όταν τελείωσε την ανόητη πανήγυρι και τελετή, πρόσταξε να φέρουν την Αγία στ' ανάκτορα και της είπε:

Πες μας ποια είσαι και τι σημαίνουν τα λόγια, που προηγουμένως έλεγες;

Είμαι κόρη του ηγεμόνα Κώνστα. Ονομάζομαι Αικατερίνη και έχω σπουδάσει Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία και τις άλλες επιστήμες. Αλλά όλα αυτά τα περιφρόνησα και ήλθα να γίνω νύφη του Δεσπότη Χριστού, που λέγει με το στόμα του προφήτου: «Απολώ την σοφία των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω».

Ο βασιλιάς θαύμασε την σοφία, την ευστροφία και την ωραιότητα της παρθένου κι' ενόμισε ότι δεν ήτο γεννημένη στη γη από θνητούς, αλλά ότι ήταν θεότης απ' εκείνες, που σεβόταν ο ίδιος και λάτρευε. Επειδή ο βασιλιάς φανέρωσε αυτή τη γνώμη του, η Αικατερίνη του είπε:

Βέβαια, αληθινά είπες αυτά, βασιλιά, διότι ονομάζεις θεούς τους δαίμονες, που σας δείχνουν διάφορα φαντάσματα και σας παρακινούν σε ασέλγειες και σ' άλλες άτοπες επιθυμίες. Εγώ είμαι απ' τη γη και μ' έπλασε ο Θεός με τέτοια μορφή και με τίμησε με το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσι» και γι' αυτό πρέπει να θαυμάζεται η σοφία του Πλάστη, επειδή από ευτελή ύλη κατώρθωσε να δώση τόση ομορφιά.

Μη λέγης κακό για τους θεούς, που έχουν δόξα αθάνατη, είπε πειραγμένος ο βασιλιάς.

Αν θελήσης να αποτινάξης το σκοτάδι της απάτης θα γνωρίσης την ευτέλια των θεών σου και θα καταλάβης τον αληθινό Θεό. Και μόνο το όνομα του Θεού η και ο Σταυρός του τυπούμενος στον αέρα αφανίζει τους θεούς σου, κι' αν θέλης μπορώ να στο αποδείξω.

Ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως τον νικήση με αποδείξεις και ντροπιασθή και της είπε:

Είναι άπρεπο να συζητά ο βασιλιάς με γυναίκες. Θα μαζέψω τους σοφούς ρήτορές μου και τότε θα καταλάβης την αδυναμία των λόγων σου και θα πιστέψης αυτά που λέω εγώ.
Συνομιλία με τους ρήτορες.
Μαρτύριον των ρητόρων
Μετά απ' αυτή τη συνομιλία ο βασιλιάς με επιστολές κάλεσε όλους τους σοφούς και ρήτορες. Το περιεχόμενο των επιστολών ήταν περίπου έτσι:

«Εγώ ο βασιλιάς χαιρετώ όλους τους σοφούς και τους ρήτορες των Ελλήνων και σας παρακαλώ να έλθετε εδώ γρήγορα, για να αποστομώσετε μια γυναίκα σοφή, με τη βοήθεια του σοφώτατου θεού Ερμή. Αυτή η γυναίκα χλευάζει τους θεούς μας, ονομάζει τις πράξεις τους μύθους και φλυαρίες. Αν την νικήσετε, θα αξιωθήτε πολλών τιμών».

Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εκατόν πενήντα σοφοί, οξείς στο νου και ικανώτατοι στην ομιλία. Τους είπε λοιπόν ο βασιλιάς.

Ετοιμασθήτε με επιμέλεια ν' αγωνισθήτε καλά και μην αμελήσετε, νομίζοντας ότι είναι εύκολο το έργο σας, επειδή έχετε να αντιμετωπίσετε μια γυναίκα. Αλλά ετοιμασθήτε σαν να έχετε ανταγωνιστή σοφώτατον ρήτορα. Δείξτε την σοφίαν σας, που νομίζω ότι υπερβαίνει τη σοφία και αυτού του Πλάτωνος.

Σ' αυτά τα λόγια απάντησε κάποιος απ' τους ρήτορες που ξεχώριζε:

Έστω κι' αν είναι η φρονιμώτερη γυναίκα και η σοφώτερη δεν θα μπορέση να συζητήση μαζί μας. Πρόσταξέ την, λοιπόν, να έλθη.

Γεμάτος χαρά ο βασιλιάς, ελπίζοντας ότι θα νικήση την πλήρη χάριτος φιλοσοφία διατάζει να φέρουν την κόρη στο θέατρο, όπου είχε συγκεντρωθή πλήθος κόσμου. Πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι στην Αγία ήλθε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και της λέγει:

Μη ταράζεσαι, κόρη. Ο Κύριος θα προσθέση σοφία στην σοφία σου, για να νικήσης τους ρήτορες και όχι μόνο αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι θα πιστέψουν και θα αξιωθήτε όλοι να λάβετε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Όταν παρουσιάσθηκε εμπρός στους σοφούς η παρθένος, ο υπερήφανος ρήτορας, που είχε διαβεβαιώσει τον βασιλιά για την νίκη, της είπε:

Συ είσαι εκείνη, που βλασφημεί τους θεούς μας τόσο αναίσχυντα;

Εγώ είμαι. Δεν βλασφημώ όμως αναίσχυντα, όπως είπες, αλλά ήπια και με φιλαλήθεια μιλώ για τους ψεύτικους θεούς σας.

Ενώ οι μεγάλοι ποιητές τους ονομάζουν υψηλούς, συ, που γνώρισες την σοφία τους, τολμάς να μιλάς με τόση θρασύτητα;

Την φοβία μου την έχω δώρο από τον Θεό, που είναι η Σοφία και η Ζωή. Εκείνος, που σέβεται και τηρεί τις θείες εντολές είναι πράγματι φιλόσοφος. Τα έργα των θεών σας και οι διηγήσεις γι' αυτούς είναι γεμάτες απάτη. Πες μου ποιος από τους μεγάλους ποιητές τους ονόμασε θεούς!...
Πρώτος ο Όμηρος και ο Ορφέας και όλοι οι άλλοι. Μην απατάσαι, λοιπόν, συ η σοφή να προσκυνάς τον Εσταυρωμένο, που κανένας ποιητής δεν τον ωνόμασε Θεό.

Μα ο ίδιος ο Όμηρος λέγει για τον Δία, ότι είναι απατεώνας, πανούργος και ψεύτης και ότι ήθελαν να τον δέσουν η Ήρα, ο Ποσειδών κι' η Αθηνά, αν δεν πρόφθαινε να κρυφθή. Και οι άλλοι αναφέρουν τέτοια υβριστικά για τους Θεούς. Είπες, ότι τον Εσταυρωμένο δεν τον αναφέρει κανένας παλαιός σοφός, και γι' αυτό να μην ασχολούμεθα μ' αυτόν, που είναι ο αληθινός Θεός, Δημιουργός πάσης κτίσεως και όλου του ανθρώπινου γένους. Θυμίσου τι λέγει για τη σάρκωσί του και τη σωτήρια Σταύρωσί Του η Σίβυλλα και ο Απόλλων. Αυτός ο Θεός έγινε άνθρωπος, περπάτησε στη γη, δίδαξε, εθαυματούργησε. Έπειτα καταδέχτηκε και τον θάνατον για να λύση την πρώτη καταδίκη και να ανοίξη τις πύλες του Παραδείσου. Μετά το μαρτύριό του πέθανε και αναστήθηκε. Όταν ανέβηκε στους Ουρανούς 'έστειλε στον κόσμο τους Μαθητές φωτισμένους απ' το Άγιο Πνεύμα, για να λυτρώσουν τις ψυχές από την πλάνη της απιστίας. Αυτά πρέπει και συ να τα πιστέψης και να γνωρίσης τον αληθινό Θεό και να γίνης δούλος του, αν θέλης το συμφέρον σου. Ο ίδιος ο Χριστός λέγει καλώντας όλους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς»...

Με τέτοια λόγια γεμάτα σοφία κατέπληξε η πάνσοφη τον φιλόσοφο, που έμεινε άφωνος. Ο βασιλιάς βλέποντας την ήττα του σοφού διέταξε τους άλλους να συζητήσουν με την χριστιανή. Εκείνοι όμως δήλωσαν:

Δεν μπορούμε ν' αντισταθούμε στην αλήθεια, τώρα μάλιστα, που βλέπομε ότι ο καλύτερος ρήτορας νικήθηκε.

Τότε ο βασιλιάς θύμωσε και πρόσταξε να τους κάψουν στο μέσον της πόλεως. Εκείνοι έπεσαν στα πόδια της Αγίας παρακαλώντας να τους συγχωρήση ο Θεός για όσα από άγνοια έκαμαν, γιατί τώρα πιστεύουν στην αληθινή πίστι και επιθυμούν να βαπτιστούν και να πάρουν την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Η Αγία λοιπόν τους είπε:

Είσθε τώρα ευτυχείς και καλότυχοι, γιατί αφήσατε το σκοτάδι και ακολουθήσατε το φως της αλήθειας. Η φωτιά, που σας απειλεί ο ασεβής βασιλιάς, θα γίνη για σας Βάπτισμα, που θα σας καθαρίση από κάθε ακαθαρσία της ψυχής και του σώματος.

Έτσι τους παρακίνησε όλους και τους σφράγισε με το σημείο του Σταυρού στέλνοντάς τους στο μαρτύριο.

Τους έρριξαν οι στρατιώτες στη φωτιά στις 17 Νοεμβρίου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πήγαν μερικοί ευσεβείς να συνάξουν τα λείψανα και τα βρήκαν όλα σώα και ακέραια χωρίς να τα έχη βλάψει η φωτιά,


Βασανιστήρια και φυλάκισις της Αγίας

Ο βασιλιάς από την πλευρά του είχε συγκεντρώσει όλη του την φροντίδα στην Αγία. Επειδή δεν μπορούσε να την νικήση με συλλογισμούς φιλοσοφίας, προσπαθούσε να επιτύχη το σκοπό του με κολακείες και πανουργίες λέγοντας:

Υπάκουσε σε μένα, που σε συμβουλεύω σαν φιλόστοργος πατέρας να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς και ιδιαίτερα τον Ερμή, που σε στόλισε με της φιλοσοφίας τα χαρίσματα και θα σου δώσω το μισό της εξουσίας μου και θα κατοικής μαζί μου στ' ανάκτορα.

Βγάλε το προσωπείο, βασιλιά, και μην υποκρίνεσαι, απάντησε η Αγία. Εγώ είμαι χριστιανή και θα γίνω νύφη Χριστού, που τον έχω μοναδικό Νυμφίο και σύμβουλο, στολισμό της παρθενίας μου και ποθώ το μαρτύριο περισσότερο από κάθε βασιλικό ένδυμα και στεφάνι.

Μη μ' αναγκάσης να βρίσω την αξία σου χωρίς να το θέλω, είπε πάλι ο βασιλιάς.

Κάνε ό,τι θέλεις, γιατί με την πρόσκαιρη αυτή ατιμία θα γίνης αφορμή να δοξασθώ με δόξα αθάνατη και να πιστέψη πλήθος κόσμου στον Χριστό μου ακόμη και μέσα από το παλάτι σου.

Ωργίσθηκε ο βασιλιάς ύστερα απ' αυτήν την απάντησι και διέταξε να την κτυπήσουν με νεύρα βοδιών. Κτυπούσαν, λοιπόν, την Μάρτυρα επί δύο ώρες δυνατά στην κοιλιά και στην ράχη, μέχρις ότου ξέσκισαν το παρθενικό της σώμα. Η Αγία στεκόταν με τόση ανδρεία και γενναιότητα, ώστε εθαύμαζαν όσοι την έβλεπαν. Το βράδυ δόθηκε διαταγή να την φυλακίσουν και να μην της δώσουν φαγητό και νερό για δώδεκα μέρες, μέχρι να βγη η απόφασι με ποιο τρόπο θα θανατωθή.


Επιστροφή εις την πίστιν της βασιλίσσης και του Πορφυρίωνος

Η Φαυστίνα, σύζυγος του βασιλιά, είχε πόθο να γνωρίση την Αγία, που την είχε αγαπήσει ακούγοντας τις αρετές και τα ανδραγαθήματά της. Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία, όταν έλειπε ο σύζυγός της από την πόλι. Κάλεσε την στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, και του είπε:

Την περασμένη νύκτα είδα σ' όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών παρθένων. Όταν με είδε με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει αυτό το στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρης ένα τρόπο να συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.

Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα, απάντησε ο Πορφυρίων.

Όταν νύκτωσε λοιπόν πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα. Έδωσαν χρήματα στον δεσμοφύλακα κι' εκείνος τους άνοιξε την πόρτα της φυλακής. Η Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια της Μάρτυρος λέγοντας:

Τώρα είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, είπε η βασίλισσα, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν' ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα κι' αν στερηθώ τη ζωή και την βασιλεία μου δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες δωρεές και χαρίσματα.

Κι' εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρης, αφού υπομείνης μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να βασιλεύσης αιώνια.

Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός κι' απάνθρωπος.

Έχε θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνη στη δύσκολη ώρα του μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέση το σώμα σου εδώ, για να αναπαύεται εκεί αιώνια.

Ενώ οι δυό γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:

Τι χαρίζει ο Χριστός σ' όσους πιστεύουν; Θέλω κι΄ εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του.
Δεν διάβασες ποτέ καμμιά γραφή των χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε γι' αυτά;

Από παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ' αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω φροντίσει γι' άλλα πράγματα.

Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθή τα αγαθά, που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του.

Τότε η χάρις γέμισε τη καρδιά του Πορφυρίωνα. Πίστεψε μ' όλη του την καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και αφού πήραν όλοι δύναμι από την Μάρτυρα έφυγαν.


Τροφή από τον Θεόν. Νέα βασανιστήρια

Ο φιλάνθρωπος Χριστός δεν άφησε μόνη την Αγία. Σαν φιλόστοργος πατέρας έστελνε τροφή μ' ένα περιστέρι και την δυνάμωνε λέγοντάς της: «Μη δειλιάσης, κόρη, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Θα μείνης ανέγγιχτη από τα μαρτύρια και με την υπομονή σου θα επιστρέψης πολλούς στην ορθή πίστι και θα αξιωθής πολλών αφθάρτων τιμών».

Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πρόσταξε να φέρουν την Μάρτυρα μπροστά του. Μόλις την είδε απόρησε, γιατί ενώ περίμενε να την δη αδυνατισμένη κα καταβεβλημένη, την είδε να λάμπη από ομορφιά και χάρι. Σκέφθηκε, ότι ίσως κάποιος φύλακας να την έτρεφε κρυφά και σχεδίαζε να τιμωρήση τους φύλακες. Η Αγία όμως για να μην τιμωρηθούν ανεύθυνοι άνθρωποι, ωμολόγησε την αλήθεια:

Κανένας άνθρωπος, βασιλιά, δεν μου έδωσε τροφή, αλλά με έτρεφε ο Δεσπότης Χριστός, που φροντίζει για τους δούλους του.

Ο βασιλιάς προσπάθησε για τελευταία φορά να την μεταπείση με κολακείες:

Σε σένα, ηλιόμορφη κόρη, αξίζει το βασίλειο, Σε σένα, που υπερβαίνεις κι' αυτή την Αφροδίτη στην ομορφιά. Έλα, λοιπόν, να θυσιάσης στους θεούς και να γίνης βασίλισσά μου. Μη θελήσης, σε παρακαλώ, να χαθή τέτοια ομορφιά με βασανιστήρια.

Εγώ είμαι γη και πηλός και κάθε ομορφιά μαραίνεται σαν άνθος και σαν όνειρο χάνεται η από αρρώστια η από τα γηρατειά η από τον θάνατο. Λοιπόν, μη νοιάζεσαι για την ομορφιά μου.

Ενώ συνομιλούσε η Αγία με τον βασιλιά, κάποιος έπαρχος, Χουρσασαδέν ονομαζόμενος, θέλοντας να δείξη στο βασιλιά αγάπη κι' εύνοια, είπε:

Εγώ, βασιλιά, ξέρω μια μηχανή, που μ' αυτήν θα νικήσης την κόρη η θα θανατωθή με πόνους. Διάταξε να κάμουν τέσσερους ξύλινους τροχούς. Γύρω σ' αυτούς να καρφώσουν ξυράφια κι' άλλα σίδερα κοφτερά. Οι δυό να γυρίζουν αριστερά κι' οι άλλοι δυό δεξιά. Στη μέση τους θα βάλουν δεμένη αυτήν και έτσι γυρίζοντας οι τροχοί θα κατασχίσουν τις σάρκες της.

Το σχέδιο άρεσε στο βασιλιά κι' έδωσε διαταγή να κατασκευασθή το μηχάνημα. Σε τρεις μέρες κατασκευάσθηκε ο τροχός και για να φοβίσουν την Αγία έκαναν επίδειξι γυρίζοντας γρήγορα τους τροχούς. Ο βασιλιάς απευθύνθηκε στην Αικατερίνη λέγοντας:

Βλέπεις; Σ' αυτό το μηχάνημα θα δοκιμάσης τον θάνατο, αν δεν προσκυνήσης τους θεούς.

Σου είπα πολλές φορές την απόφασί μου. Μη χάνης καιρό. Κάμε ό,τι θέλεις, του είπε με θάρρος η Αικατερίνη.

Ύστερα από τη σταθερή απόφασί της την έρριξαν στους τροχούς δεμένη, αλλά η θεία χάρις βοήθησε την Αγία, που βρέθηκε λυμένη και αβλαβής, με τη βοήθεια ενός Αγγέλου. Όταν οι παριστάμενοι είδαν το παράδοξο θέαμα φώναξαν: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών».

Μαρτύριον της βασιλίσσης.

Ο βασιλιάς σκοτισμένος από το θυμό του έκανε σαν τρελλός και απειλούσε ότι θα της επιβάλη νεώτερη τιμωρία. Όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα η βασίλισσα βγήκε από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και ελέγχοντας τον σύζυγό της είπε με παρρησία:

Στ' αλήθεια είσαι μωρός κι' ανόητος να πολεμάς τον ζωντανό Θεό και να βασανίζης άδικα την δούλη του.

Στο άσκουσμα αυτών των λόγων ο βασιλιάς έγινε αγριώτερος και από τα θηρία. Άφησε λοιπόν την Αικατερίνη και στράφηκε κατά της συζύγου του. Διέταξε να της κόψουν τους μαστούς. Η Φαυστίνα αντιμετωπίζει με χαρά τα βασανιστήρια. Προσεύχεται να της δώση ο Θεός δύναμι και βοήθεια. Η θηριωδία του συζύγου της φθάνει στο αποκορύφωμα. Διατάζει να της κόψουν το κεφάλι. Η βασίλισσα δέχθηκε με αγαλλίασι την απόφασι λέγοντας στην Αγία:

Δούλη του αληθινού Θεού, κάνε προσευχή για μένα.

Πήγαινε να βασιλεύσης με τον Χριστόν αιώνια, της αποκρίθηκε η Αγία.

Η μακάρια Φαυστίνα μαρτύρησε στις 23 Νοεμβρίου. Τη νύκτα ο Πορφυρίων με τους συντρόφους του κρυφά έθαψε το λείψανό της.


Μαρτύριον του Πορφυρίωνος και των πιστευσάντων στρατιωτών

Το άλλο πρωί επειδή ήθελε να τιμωρήση ο βασιλιάς μερικούς σαν υπεύθυνους, παρουσιάσθηκε ο Πορφυρίων με τους λοιπούς στο κριτήριο και είπε:

Και εμείς είμαστε Χριστιανοί, στρατιώτες του Μεγάλου Θεού.

Ο βασιλιάς αναστέναξε από λύπη και φώναξε.

Χάθηκα, γιατί έχασα τον θαυμαστό Πορφυρίωνα. Και σεις στρατιώτες μου, τι πάθατε και περιφρονήσατε τους θεούς των πατέρων μας; Τι σας έκαναν;

Ο Πορφυρίων λοιπόν είπε στον τύραννο:

Γιατί αφήνεις το κεφάλι και ρωτάς τα πόδια; Με μένα να μιλήσης.

Συ είσαι η αιτία της καταστροφής τους. Διατάζει λοιπόν να τους αποκεφαλίσουν. Ήταν 24 Νοεμβρίου.

Μαρτυρικόν τέλος της Αγίας

Την επομένη έφεραν την Αικατερίνη στο κριτήριο. Της λέει ο βασιλιάς:

Πολλή θλίψι και ζημιά μου έδωσες, συ πλάνησες την γυναίκα μου και τον ανδρείο μου στρατηλάτη, που ήταν η δύναμη του στρατού μου. Πρέπει να σε θανατώσω αλύπητα. Αλλά σε συγχωρώ, γιατί λυπάμαι να χαθή μια κόρη σοφή και όμορφη, όπως συ. Θυσίασε στους θεούς και θα σε κάνω μόνιμη βασίλισσα.

Άδικα όμως προσπάθησε να της αλλάξη τη γνώμη. Απελπίσθηκε λοιπόν κι' έδωσε εντολή να την αποκεφαλίσουν. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και πήγαν στον τόπο της καταδίκης. Ακολουθούσε πολύς λαός πίσω, άνδρες και γυναίκες, που έκλαιγαν πικρά για την κόρη, την ωραία, την πάνσοφη, την Αγία, που επρόκειτο να χαθή.

Εκείνη όμως τους παρηγορούσε λέγοντάς τους:

Αφήστε τον ανώφελο θρήνο και χαρήτε, γιατί εγώ βλέπω τον Νυμφίον μου Ιησού Χριστόν, τον πλάστη και Σωτήρα μου, που με προσκαλεί στα άρρητα κάλλη του Παραδείσου, να βασιλεύσω μαζί του αιώνια.

Όταν έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου της έκαμε την προσευχή της λέγοντας:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, σ' ευχαριστώ, γιατί μου έδωσες υπομονή και ωδήγησες τα βήματά μου. Συγχώρησε , Κύριε, τα σφάλματά μου και κράτησε αθέατο το σώμα μου από εκείνους, που θα το ζητούν. Φύλαξέ το σώο και ακέραιο, όπου ορίσης συ ο Βασιλεύς μου. Δώσε τα προς το συμφέρον αιτήματα σ' όσους Σε επικαλούνται. Αμήν».

Τότε ο δήμιος έκοψε με το ξίφος την τίμια κεφαλή της στις 25 Νοεμβρίου του 307. Το τίμιο λείψανό της Άγιοι Άγγελοι το μετέφεραν στο όρος Σινά, όπου και ιδιαίτερα τιμούν την Αγία.
Αυτός είναι ο βίος της πάνσοφης Αικατερίνης και το μαρτύριό της. Αγάπησε τον Κύριο τόσο ώστε θυσίασε τα πάντα για την δόξα Του. Η μνήμη της εορτάζεται την ημέρα του μαρτυρίου της, στις 25 Νοεμβρίου.

Πηγή:  www.impantokratoros.gr

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν καὶ πολιοῦχον Σινᾶ, τὴν βοήθειαν ἡμῶν καὶ ἀντίληψιν· ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς, τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει, καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.

Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τὴν σοφίαν ἄνωθεν, κομισαμένη τοῦ λόγου, τῶν ῥητόρων ἤλεγξας, τὰς φληναφίας εὐτόνως· κάλλεσι, τῆς παρθενίας ὡραϊσμένη, αἵμασι, τῆς μαρτυρίας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε ὡς νύμφην, Αἰκατερίνα Χριστὸς προσήκατο.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Χορείαν σεπτήν, ἐνθέως φιλομάρτυρες, ἐγείρατε νῦν, γεραίροντες τὴν πάνσοφον, Αἰκατερίναν· αὕτη γάρ, ἐν σταδίῳ τὸν Χριστὸν ἐκήρυξε, καὶ τὸν ὄφιν ἐπάτησε, ῥητόρων τὴν γνῶσιν καταπτύσασα. 

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τὴν σοφίαν τὴν ὄντως ἐξ Οὐρανοῦ, διὰ στόματος Μάρτυς τοῦ Μιχαήλ, λαβοῦσα πανεύφημε, καὶ ἐν ἄθλοις ἀήττητε, τῇ μὲν σοφίᾳ τῇ ἔξω, τοὺς Ῥήτορας ἔπτηξας, τῇ δὲ σοφίᾳ τῇ θείᾳ, τὴν πλάνην ἐμείωσας· ὅθεν καθορῶν σου, τὸν ἀγῶνα ὁ Κτίστης, παρέστη ἐνισχύων σε. Δεῦρο λέγων ἀνάβηθι· οἱ θησαυροὶ γὰρ σε μένουσι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς.

Ἀλεξανδρέων ἡ λαμπρὰ καὶ θεία πόλις, ἐπὶ τῇ μνήμῃ σου σεμνὴ πανηγυρίζει, καὶ γεραίρει τοὺς ἄθλους σου Αἰκατερῖνα οὓς ἔτλης γενναιοφρόνως ὑπὲρ Χριστοῦ· καὶ μέγα βρενθυομένη σοι ἐκβοᾷ· Ὦ Παρθένε πολύαθλε, εἰς οὐρανίους σκηνάς, συνοῦσα νῦν τῷ Κτίστῃ σου, χαῖρε Μάρτυς πανθαύμαστε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.

Ἡ παρθένος καὶ σεμνή, Αἰκατερῖνα ἡ σοφή, τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ, ἐπιρρωσθεῖσα ἀληθῶς, ἀγαλλομένη εἰσέρχεται ἐν σταδίῳ, καὶ τύραννον ὠμόν, καταβαλοῦσα στερρῶς, καὶ πᾶσαν τὴν πληθύν, τῶν δυσσεβούντων ἐχθρῶν, μετ' εὐφροσύνης ἔψαλλεν, ἀκαταπαύστως μεγάλῃ φωνῇ· Χριστέ μου δόξα, Σωτὴρ καὶ ῥύστα, σὺ οὖν δέξαι τὸ πνεῦμά μου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Μολοῦσα εὐθαρσῶς, πρὸς ἀγῶνας τρισμάκαρ, ἀνδρείως τὸν Χριστόν, ὡμολόγησας Μάρτυς, καὶ τύραννον ἤλεγξας, δυσσεβῆ καὶ παράφρονα, καὶ κατῄσχυνας, ῥητορευόντων τὰ στίφη, καὶ ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους σκηνώσεις· διὸ σε δοξάζομεν.

Ὁ Οἶκος

Τὴν ἐκ Θεοῦ σοφίαν λαβοῦσα παιδόθεν ἡ Μάρτυς, καὶ τὴν ἔξω καλῶς σοφίαν πᾶσαν μεμάθηκε, γνοῦσα δὲ ἐκ ταύτης τὴν τῶν στοιχείων κίνησίν τε καὶ ποίησιν κατὰ λόγον, καὶ τὸν αὐτὰ ἐξ ἀρχῆς διὰ λόγου ποιήσαντα, αὐτῷ τὴν εὐχαριστίαν ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ προσέφερε· τὰ δὲ εἴδωλα καθεῖλε, καὶ τοὺς ταῦτα ἀφρόνως λατρεύοντας, Ῥητόρων τὴν γνῶσιν καταπτύσασα. 

Μεγαλυνάριον

Νύμφη τοῦ Σωτῆρος πανευκλεής, αἴγλῃ παρθενίας,καὶ σοφίας τῇ καλλονῇ, καὶ μαρτύρων ἄθλοις, λαμπρῶς πεποικιλμένη,Αἰκατερίνα ὤφθης ὡς καλλιπάρθενος.

Διήγηση του βίου της Αγίας Αικατερίνης: ΕΔΩ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Λόγοι περί ἀκτημοσύνης καί μοναχικῆς ἀποταγῆς (Μέγας Βασίλειος καί Μέγας Ἀθανάσιος)




   Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

Ἀπόδοση:

Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς “αγαθό;” Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μη¬τέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος.
Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στενοχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: “Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».

(Επιμέλεια κειμένου: Ιωάννης Τρίτος)




Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής [Το ίδιο γεγονός αναφέρει και η περικοπή της ΙΒ΄ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ]

«Έτι εν σοι λείπει. Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς,
και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι»


Α) Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου [4ος αιών - ΕΠΕ - τόμ. 8, σελ. 94 & 232, τόμ. 2, σελ. 66]




Α. Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν. Ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας, να έρθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν. Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον. Είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυίδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινή Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», και «oς ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».

Άραγε το σκέπτεσαι, ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή, γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν, η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές, έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός, απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο. Και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω (σε όλους)».

Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσης να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πώς θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν, ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης πώς να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας, και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.

Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους, εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα. Και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών, τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν. Όσον αφορά στην ιδική μου ζωήν, και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε, σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον, έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον, είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μην επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.

Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων. Όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου - τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά. Ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον, όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησή των. Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή δηλαδή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον. Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος. Αλλά άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και θεωρώ πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα (ακαθαρσίες) είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω». Και πράγματι, - για να ειπώ κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν. Εάν ο Απόστολος παρομοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατον αυτού, τί θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως: «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και στη παραβολή του εμπόρου είναι, για κάθε συνετόν άνθρωπο, σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν». Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μάς δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας, και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον, όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες: «Ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν, «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ’ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ’ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.

Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής, και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν. Είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων». Εάν δεν κατορθώσωμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πώς ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας, ή η ταπείνωσις του φρονήματος, ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά; Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από ακάνθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.

Β) Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Μεγάλου [4ος αιών - ΕΠΕ - τόμ. 11, σελ. 278 (Βίος της Οσίας Συγκλητικής της οποίας είναι και η διδασκαλία) & σελ. 18 & 166 (Βίος του Μεγ. Αντωνίου)]


Β. Πράγματι, τα χρήματα είναι το όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνην, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση, και έτσι θα ημπορέσης ευκόλως να περικόψης τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη, να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πώς θα ημπορέση να εκδιώξη το δεύτερο; Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Σωτήρ, κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν τον προστάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά προηγουμένως τον ερωτά εάν έχη τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ερωτά: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν εδιδάχθης τις συλλαβές, εάν έχης μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειοτάτην ανάγνωση. Δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδιδε την διαβεβαίωσιν ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του εζητήθησαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι ποίος θα ημπορούσε να προχωρήση στην ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;

Είναι τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίαν στενοχωρία, στην ψυχήν όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βιαίως, πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή, με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερά. Αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερον λογισμό, παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, καταστρέφονται σαν τα εσχισμένα ενδύματα, χωρίς να ημπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό. Διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα ημπορούσε λοιπόν κανείς να ειπή ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιον αγαθόν για όσους έχουν ανδρείον φρόνημα. Διότι αποτελεί χαλινόν των πρακτικών αμαρτημάτων.

Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθή με τους κόπους. Εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπον αυτό να αποκτήση αυτήν την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία των, ως επί το πλείστον μετενόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές. Διότι, αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριον, ψάλλοντας καθαρώς το Θείον εκείνο λόγιον το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι. Και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή δηλαδή)». Και με άλλον τρόπο πάλιν ωφελούνται από την αποβολήν του πλούτου. Επειδή δεν έχουν τον νου των στους θησαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ. «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (δηλαδή υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα, κάμνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον για την καθημερινήν τροφήν που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως. Προς αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριο, να μη μεριμνούν για την αύριον, και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια εβασίσθησαν, αφού είναι λόγια του Θεού και λέγουν με παρρησία το γραφικόν εκείνο λόγιον: «Επίστευσα, διό ελάλησα».

Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλυτέραν ήττα, διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψη. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημίες. Πράγματι, τι έχει να κάμη στους ακτήμονες; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίση τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάμη κακό στα φίλτατά των πρόσωπα; Αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μεγίστη λοιπόν μάστιγα κατά του εχθρού, και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχήν η ακτημοσύνη.

Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνον σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βαλείν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωή, διαφορετικά δε, κατά την δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στην ξηράν, άλλα στο ύδωρ και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι: άλλοι μεν κατέχουν τον μέσον τρόπον ζωής, όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη ωσάν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθή από τα ύδατα των αμαρτιών όπως οι ιχθύες. Διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισέ με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων. Εμείς όμως, αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθωμε στα υψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα». Ας γίνομε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχωμε εάν όλην μας την διάνοια την προσφέρωμε στον Σωτήρα.

[Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και, ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης», καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεόν. Αυτήν την οδόν ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν της ερήμου Αντώνιον τον Μέγαν, ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν τον προβληματισμό]. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν, καθώς επήγαινε μίαν ημέρα προς τον ναό, συγκέντρωσε τον νου του και περιπατώντας εσυλλογίζετο πώς οι μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν εσκέπτετο αυτά, εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν εκείνη το Ευαγγέλιον. Ήκουσε τότε τον Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε, ως από θείον χάρισμα, ζωντανήν μέσα του την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που είχεν από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτε αυτόν και την μικρή του αδελφή με την οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα επώλησεν όλα, και, αφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, τα έδωσε στους πτωχούς, κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησίαν ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον: «Μη μεριμνήσητε περί της αύριον». Δεν άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθη την αδελφή του σε γνωστές και εμπείρους παρθένους, και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα, ο πόθος που είχε προς τον Θεόν, τον οδήγησε στην βαθυτέραν έρημον, όπου κατέστη φωστήρ της οικουμένης… Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθή παντού και εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από κάποια τέχνην, αλλά μόνον από την θεοσέβειάν του. Και κανείς δεν ημπορεί να αρνηθή ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι ποίος, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα εγίνετο πασίγνωστος και στην Ισπανία και την Γαλλία και την Αφρικήν, εάν δεν είχε μέσα του τον Θεόν, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους ιδικούς τον ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθή αυτό και στον Αντώνιον από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν την ζωή και τις πράξεις των και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσάν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών, ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν, και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.

Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί, για να μάθουν ποίος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν», και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους΄ όχι μόνον στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωήν, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβοήτους τόσον για την αρετή τους όσον και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.

Και εάν χρειασθή, ας αναγνωσθούν αυτά και στους εθνικούς. Ώστε να αντιληφθούν, έστω και με αυτόν τον τρόπον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνον Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνησίως και πιστεύουν σ’ αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 421 και εξής. Επιμέλεια Δημήτρης Δημουλάς) 

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΩΝΗ" ΚΑΝΑΔΑ

Orthodox Voice - Ορθόδοξος Φωνή

Ελληνοκαναδική Ορθόδοξη Ιεραποστολική Αδελφότητα
Hellenic Canadian Orthodox Missionary Fraternity

Αγαπητοί και σεβαστοί επισκέπτες της «ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΦΩΝΗΣ», σας πληροφορώ την διακοπή αυτής της ιστοσελίδας. Ο λόγος, είναι η αδυναμία μου για λόγους Ορθοδόξου Πίστεως, να συνεχίσω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, ως διαχειριστής της ιστοσελίδας της αδελφότητας «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΩΝΗ». Συγκεκριμένα, δεν μπορεί η αδελφότητα να μου ζητά την προβολή αντιοικουμενιστικών άρθρων από την Πατερική γραμματεία και συγχρόνως να υπακούει στον κύριο Σωτηρόπουλο, και τον Γέροντα Εφραίμ για παραμονή τους και κοινωνία με τον λατινόφρονα Οικουμενιστή Μητροπολίτη Καναδά κ. Σωτήριο, και τους Κληρικούς του. Υπηρετώ την αδελφότητα σε ό,τι μου ζητούν, αλλά οι συνεχόμενες συστάσεις μου ότι δεν βαδίζουνε τον Ορθόδοξο δρόμο, δεν βρίσκουν τόσα χρόνια ανταπόκριση. Λυπάμαι, αλλά δεν πάει άλλο. Νομίζω ότι η συνεχιζόμενη βοήθειά μου, προς την αδελφότητα που δεν υπηρετεί την Πίστη σύμφωνα με την Αγία Γραφή και την Πατερική διδασκαλία, μου δημιουργεί πρόβλημα ενοχής. Η ανορθόδοξη «κατήχηση» του Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου «υπομονή άχρι καιρού», δεν με αγγίζει. Για μένα υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας του κ. Σωτηρόπουλου, του Γέροντα Εφραίμ και των «αντιοικουμενιστών», και ο άλλος είναι αυτός που αντηχεί συνεχώς στα αυτιά μου. Είναι η επιθυμία της Κυρίας Θεοτόκου που θέλει τα τέκνα Της να γνωρίζουν ότι οι εχθροί «εμού τε και του Υιού μου» μας πλανούν. Όθεν έχουμε εντολή: «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε» και : «εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ΄ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω». Αυτό και κάνω. Είμαι παναμαρτωλός αλλά πιστεύω ότι είμαι Ορθόδοξος.
Σας ευχαριστώ!

ΥΓ: θα προσπαθήσω να αποκτήσω δική μου σελίδα και ασφαλώς θα σας ενημερώσω.