A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Συνοπτικός βίος τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (Ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου)



Αυτός ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, υιός ων γονέων ευσεβών, πα­τρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και ερωτα είχεν ο Άγιος αυτός εις τους λόγους και τα μαθήματα, διό εις ολίγον καιρόν επέρασεν όλην την σοφίαν των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και ρητορικήν τέχνην και πάσαν επιστήμην. Όθεν διά την προκοπήν και αρετήν του από μεν τον άγιον Μελέτιον τον πατριάρχην Αντιοχείας έ­γινεν αναγνώστης, από δε τον Αντιοχείας Φλαβιανόν έγινε διάκονος και πρεσβύτερος.

Πολλούς δε λόγους συνέταξεν ο χρυσούς αυτού κάλαμος, σχεδόν υπερβαίνοντας αριθμόν, περί τε μετανοίας και περί της των ηθών ευκοσμίας και καταστάσεως, και πάσαν σχεδόν ηρμήνευσε την Θεόπνευστον Γραφήν. Επειδή δε Νεκτάριος ο Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης εκοιμήθη εν Κυρίω, διά τούτο με την ψήφον των επισκόπων και με την προσταγήν του βασιλέως Αρκαδίου προσεκλήθη ο μακάριος αυτός Ιωάννης από την Αντιόχεια και έγινε κανονικώς πατριάρχης της βασιλίδος των πόλεων.

Τόσον δε πολλά επέδωκεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του εις την άσκησι και εγκράτεια, ώστε έτρωγε μόνον τον χυλόν του κριθαριού και πάλιν από αυτόν δεν εχόρταινεν, αλλ' ολίγον τι μετελάμβανε. Καί ύπνον δε ολίγον εκοιμάτο, όχι επί κλίνης αναπαυόμενος, αλλ' ιστάμενος ορθός και από σχοινιών βασταζόμενος· όταν δε πολλά εκουράζετο, τότε ολίγον εκάθητο. Τότε δε και περισσότερον εσχόλαζε και κατεγίνετο ο θείος πατήρ εις τας ερμηνείας των θείων Γραφών και εις τας διαλέξεις και διδασκαλίας, διά μέσου των οποίων πολλούς εις θεογνωσία και μετά­νοια έφερε.

 Τόσην δε υπερβολική φιλανθρωπία είχεν εις τους πτωχούς και δεομένους ο Χριστού μι­μητής, ώστε έγινε και εις τους άλλους τύπος και παράδειγμα φιλοπτωχείας. Διά τούτο και με τους εν εκκλησία λόγους εδίδασκεν όλους τους Χριστια­νούς να αγαπούν μεν και να ενεργούν την αρετή αυ­τήν της φιλοπτωχείας, να απέχουν δε από την πλε­ονεξία. Δι' αυτό διά την αιτίαν αυτήν πρώτον προσέκρουσε εις την βασίλισσαν Ευδοξίαν και εις έχθραν μετ' αυτής κατέστη. Επειδή αυτή μεν ήρπασε τον αμπελώνα μιας χήρας Καλιτρόπης ονομαζό­μενης, η οποία εφώναζε ζητούσα το κτήμα της, ο δε Άγιος εσυμβούλευε αυτήν να μη κρατή το ξένον πράγμα, και επειδή εκείνη δεν επείθετο την ήλεγχε και εθεάτριζεν ο άγιος με το παράδειγμα της Ιεζάβελ. Όθεν η Ευδοξία αγριωθείσα ως θηρίον κατέ­βασε τον Άγιον από τον θρόνον του, το πρώτον μεν μόνη, το δεύτερον δε και διά των επισκόπων ε­κείνων, οί οποίοι ηκολούθουν περισσότερον εις τας δυναστείας και υπολήψεις των αξιωματικών αρ­χόντων, παρά εις την ευσέβειαν και εις τους θείους νόμους· έπειτα πάλιν αποκατέστη ο Άγιος εις τον θρόνον του.


Άγιος Ιωάννης ο ΧρυσόστομοςΤελευταίον δε εξωρίσθη ο Άγιος εις την Κουκουσόν της Αρμενίας και εκεί υπομείνας θλίψεις πολλάς και πολλούς απίστους οδηγήσας εις την θε­ογνωσία παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν έτει 407. Ο δε κατά πλάτος βίος του αγίου γράφει ότι μετά την από του θρόνου καταβίβασι και εξορία του θείου πατρός όσοι επίσκοποι συνήργησαν εις αυτήν, όλοι εβασανίσθησαν πρότερον εκ Θεού με δεινός και πολλάς ασθενείας και έ­πειτα απέθανον. Η δε Ευδοξία πρώτη έπαθε τας α­σθενείας αυτάς, επειδή και πρώτη αυτή παρενόμησε και έγινε πρόξενος απωλείας και εις τους επι­σκόπους. Λέγουν δε ότι μετά τον θάνατον της, διά να άποδειχθή η αδικία, την οποίαν έκαμε εις τον μέγα Χρυσόστομον, εκινείτο και έτρεμεν ο τάφος της εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριακοντα-δύο. Ότε δε ανεκομίσθη το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολι και απετέθη, όπου τώρα είναι, τότε και ο τάφος εκείνης εστάθη και πλέον δεν έ­τρεμεν...

Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω εκείνο το συμβεβηκός, το οποίον προξενεί άκρον και χωριστόν έπαινον εις τον χρυσούν αυτόν Άγιον, καθώς διη­γείται αυτό εις τον κατά πλάτος βίον αυτού ο Ανώ­νυμος Συγγραφεύς «Αδελφειός, ο επίσκοπος της εν Καππαδοκία Αραβισσού, ο πολλά δεξιωθείς εις την εξορία τον Άγιον, παρεκάλει τον Θεόν με θερμάς δεήσεις, να δείξη εις αυτόν ποίας δόξης ηξιώθη εν ουρανοίς ο θείος Χρυσόστομος. Ενώ λοιπόν προσηύχετο ο Αδελφειός ήλθεν εις έκστασι και ιδού βλέπει ένα φωτοειδή άνδρα, ο οποίος εδείκνυεν εις αυτόν όλους τους διδασκάλους και ιεράρχας και οσίους και τον χορόν όλων των δικαίων, όσοι έ­φθασαν να μεταβούν από την γην εις τους ουρα­νούς. Τότε ο Αδελφειός έβλεπεν όλους εκείνους με χαράν επιθυμών να ιδή και τον Ιωάννην. Επειδή όμως δεν τον είδεν εκεί ελυπήθη. Τότε ο φωτοειδής εκείνος είπε προς τον Αδελφειόν: διά τι ελυπήθης; Εκείνος απεκρίθη, διότι δεν είδον εις το τάγμα των ιεραρχών τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, ο δε φανείς λέγει εις αυτόν: Τον χρυσούν, λέγεις, Ιωάν­νην, το στόμα του Θεού; Εκείνον τον υπέρ άνθρωπον; Ήξευρε ότι αυτόν δεν είναι δυνατόν εις σε να ιδής, διότι αυτός ευρίσκεται εκεί όπου είναι ο θρό­νος του Δεσπότου Χριστού. Μίαν τοιαύτην οπτασίαν είδε και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής και ήκουσε τα ίδια λόγια, τα οποία ήκουσε και ο Αδελφειός από τον Κύπρου Επιφάνιον, ο οποίος ωδήγει αυ­τόν εις την κατ' έκστασιν οπτασία, καθώς και αυτό ο Ανώνυμος διηγείται».

Ο Γρηγόριος ο Αλεξανδρείας εις τον βίον του Χρυσοστόμου καλεί αυτόν «της οικουμένης απάσης διδάσκαλον και φωστήρα». Ο μικρός Θεοδόσιος καλεί αυτόν «οικουμενικόν διδάσκαλον». Λέων ο σοφός εις το προς αυτόν εγκώμιον λέγει «κοινόν της οικουμένης πατέρα», και ο Ανώνυμος εις τον βίον αυτού ονομάζει «κοινόν της οικουμένης προ­μηθέα και προστάτην». Ο Θεοδώρητος παρά Φωτίω λέγει αυτόν «της Εκκλησίας στόμα και ευσέ­βειας ανθρώπων οφθαλμόν». Ο Πηλουσιώτης Ισί­δωρος λέγει περί αυτού «Ο των του Θεού απορρή­των σοφός και υποφήτης Ιωάννης, ο της εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός».


Η Χείρα του Αγίου Χρυσοστόμου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους

Λόγος εγκωμιαστικός στην ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου που συνέγραψε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης


(Μεταφέρεται εδώ αποσπασματικά και σε απλούστερη απόδοση)

* ...Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκ­θρονίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, Αραβισσό και Πιτιούντα όλη η Εκκλησία των ορθοδόξων επένθισε. Με δάκρυα έλεγαν τα πλήθη των πιστών και μοναχών: «Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».

Έκλαυσε όλη η οικουμένη, διότι έμεινε σαν πλοίο χωρίς κυβερνήτη, σαν ποίμνιο χωρίς ποιμέ­να· σαν στρατόπεδο χωρίς αρχιστράτηγο και σαν κόσμος σκοτεινός χωρίς ήλιο. Έκλαιαν οι ορφα­νοί τον πατέρα τους. Θρηνούσαν οι μαθηταί τον διδάσκαλό τους, ωδύρονταν οι πτωχοί τον προστάτη τους. Λυπόνταν οι αμαρτωλοί την ελπίδα τους, οι θλιμμένοι την παρηγοριά τους, οι άρρωστοι την επίσκεψή τους και οι διψασμένοι από λόγο Θεού, διότι στερήθηκαν τα γλυκύτατα και πάγχρυσα λό­για της διδασκαλίας του. Κοινή ήταν η συμφορά, παγκόσμιο το κακό, οικουμενική η δυστυχία.

Ο άγιος Ιννοκέντιος ο Πάπας, γράφοντας για τον Χρυσόστομο προς τον βασιλέα Αρκάδιο, λέ­γει: Όχι μόνο η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλε­ως ζημιώθηκε της καλλιρύτου εκείνου γλώσσας, αλλά και όλη η υφήλιος εχήρευσε, απολέσασα τέτοιον ένθεον άνδρα.
Έμεινε στην χηρεία αυτή και απαρηγόρητη λύπη όλη η Εκκλησία του Χριστού τριαντατρία ο­λόκληρα χρόνια.
Το 440 γίνεται η ανακομιδή και μετακομίζεται από τα Κόμανα του Πόντου στην βασιλεύουσα με τέτοια τιμή, η οποία δεν έγινε ποτέ από του αιώνος σε άλλον, ούτε πατριάρχη, ούτε βασιλέα.
Η του Χριστού Εκκλησία στολισαμένη, υπο­δέχεται σήμερα από την εξορία το ζωομύριστο και θαυματουργικώτατο σώμα του φωστήρος της Χρυ­σοστόμου και εορτάζει χαρμόσυνα την ένδοξη ανα­κομιδή και μετακομιδή και υποδοχή του λειψάνου του διδασκάλου της οικουμένης.

Και αυτό με κάθε δίκαιο, γιατί, πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όλη η Εκκλησία του Χριστού σε ένα καιρό, όπου βλέπει ότι στο λείψανο του Χρυσο­στόμου μεταβλήθηκαν όλοι οι νόμοι της φύσεως και ενεργήθηκαν μόνον οι νόμοι της Χάριτος; Ότι σώ­μα νεκρόν, όταν θέλη, κινείται, και, όταν θέλη, μέ­νει ακίνητον; Ότι σώμα, ενταφιασμένο πριν 33 χρόνια, ανακομίζεται σώο και αδιάλυτο με την ο­λοκληρία όλων των μελών και μερών του;... Πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όταν είδε το σώμα του Χρυσορρήμονος να ευρίσκεται μεν στην γη σε διά­στημα τόσων χρόνων, έπειτα να ανακομίζεται λαμ­πρό και κροκοειδές στο χρώμα; Ευωδέστατο στην ο­σμή, υπερνικών όλα τα αρώματα της γης; Και έχων όλα τα άλλα ουσιώδη και συστατικά γνωρίσματα της αγιότητας; Πώς δεν έπρεπε να χαρή, όταν είδε το λείψανον του Ιωάννου, να γιατρεύη κουτσούς, να ανορθώνη παραλυτικούς, να φωτίζη τυφλούς;.... Πώς δεν ήταν δίκαιο να χαρή όλος ο κόσμος, βλέποντας ένα νεκρό σώμα να έχη εξουσία κατά των στοιχείων; κατά γης και θαλάσσης και του αέρος; Να σηκώνη άνεμους από την θάλασσα, να σχίζη σε ρήγματα την γη, να κάμνη τα πλοία να κλίνουν από μόνα τους, σαν να ήταν λογικά και έμψυχα, για να τον υποδεχθούν; Και, έπειτα, να τα διευθύνη αυτά σε όποιο τόπο θέλει; Καί για να πω το μεγαλύτερο και θαυμαστότερο, πώς δεν έπρεπε να χαρή σήμερα όλη η Εκκλησία του Χριστού, όταν είδε να ανοίξουν εκείνα τα άψυ­χα χείλη; Και όταν άκουσε να βγαίνη φωνή ζωντα­νή και έναρθρος από το προ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα του Χρυσοστόμου; Και να πη «ειρήνη πάσιν;». Όντως «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Σύ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)....

Λοιπόν πώς έγινε τέχνη χωρίς τον τεχνίτη; Πώς ακολούθησε έργο και αποτέλεσμα χωρίς τον ποιητή; Πώς η λύρα και ο αυλός ήχησαν, χωρίς να τα κρούση ο λυρωδός και ο αυλητής; Και μάλιστα, όταν και ο αυλός και η λύρα ήταν διεφθαρμένα; Θαυμάσια τα έργα σου Κύριε! Η αιτία όλη, η ποιη­τική αυτού στάθηκε θεία και υπερφυσική! Και ο τε­χνίτης του έργου αυτού ήταν αυτό το Πνεύμα το Αγιονί...

Ώστε, αν και το λείψανο του Χρυσοστόμου ή­ταν κατά φύση νεκρό και ακίνητο και άφωνον, αλ­λά κατά χάριν ήτο ζωντανόν και δι' αυτό εκίνησε την γλώσσα του και ελάλησε: «δίκαιοι εις τον αιώ­να ζώσι».

Πρέπει σήμερα να ευφρανθούν οι ορθόδοξοι διότι βλέπουν τον αγιώτατον πατριάρχην Πρόκλον και τον ευσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, πως ση­κώνουν με πολλή ευλάβεια το πανσεβάσμιο λείψα­νο του Χρυσοστόμου και το εμβάζουν μόνοι οι δύο μέσα στο άγιο βήμα και το εναποθέτουν υπό κάτω του θυσιαστηρίου και της αγίας Τραπέζης... Ίδετε θαυμάσια, με τα οποία, ο θαυμαστός Θεός εδόξασε εμεγάλυνε και εθαυμάστωσε το λείψανον του αγίου Χρυσοστόμου;...

Δι' αυτό, λοιπόν, ας χαρούμε και εμείς πνευματικώς σήμερα. Ας εύφημήσουμε με ύμνους και ωδές πνευματικές τον μέγα Χρυσόστομο! Ας προσκυνή­σουμε νοερά το πάνσεπτό του λείψανο για να λά­βουμε και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία δίδεται και αόρατα ως αόρατη και απεριόριστη....

Με ποιο όνομα ιερό και άγιο να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο και να μη αρμόζη σε αυτόν; Να τον ο­νομάσουμε άγγελο; Και του πρέπει, διότι αυτός έζη­σε στα αλήθεια μια ζωή ισάγγελη, με χαυμενίες, α­γρυπνίες, προσευχές και ασκήσεις υπερφυσικές...

Προ του θανάτου του τρεις ολόκληρους μήνες δεν έφαγε ολότελα ανθρώπινο φαγητό, ως άσαρκος και άυλος μέχρις ότου ετελεύτησε. Βάστασε με μό­νην εκείνη την άφθαρτη τροφή, που του έδωσαν και έφαγε οι ιεροί Απόστολοι, καθώς μαρτυρούν όλοι οι συγγραφείς του βίου του....
Να τον ονομάσουμε Απόστολον; Και μάλιστα, διότι αυτός με την πάγχρυση διδασκαλία του εσαγηνευσε πολλά έθνη και τα έφερε στην πίστ
η του Χρι­στού. Δι' αυτό και οι θείοι Απόστολοι εφάνησαν οφθαλμοφανώς εις αυτόν, ως ισαπόστολο, τόσες και τόσες φορές, ο Πέτρος και Ιωάννης δύο φορές.... Ο Παύλος στην Κων/πολι, όταν του ομιλούσε μυ­στικά στα αυτιά, ερμηνεύοντας τις επιστολές του, και όταν αισθητά τον εφίλησε, ευχαριστώντας αυ­τόν, αφού τα ερμήνευσε....

Να τον ονομάσουμε Προφήτην; Ναι, και αυτό το όνομα το απέκτησε διά των έργων... Επροφήτευσε στον άγιο Επιφάνιο πως δεν θέλει φθάσει να πάη στον θρόνο του..., αλλά και όταν εξωρίζονταν, περνώντας από την Νίκαια προφήτευσε στον πατέ­ρα του βασιλιά Μαυρίκιου, που ήταν άτεκνος, ότι έχει να γέννηση γιο που μέλλει να γίνη βασιλιάς, πως έχει να αμαρτήση, πλήν θέλει πάλιν μετανοή­σει και θέλει αξιωθεί της σωτηρίας, καθώς έτσι και τα πράγματα ακολούθησαν.
Να τον ονομάσουμε μάρτυρα; Ναι και του αρμό­ζει, επειδή εκτός από τις ασθένειες της υδρωπικίας, των πυρετών και της παντοτινής στομαχαλγίας, που έπασχε ο Τρισμακάριστος, έλαβε και πολλά βάσανα και μαρτύρια στις εξορίες του....

Διά αυτό και στον καιρό του θανάτου του, ήλ­θαν οι άγιοι μάρτυρες Βασιλίσκος ο ιερομάρτυς και Λουκιανός και τον προσκάλεσαν, για να έλθη στα ουράνια να συγκατοική με αυτούς ως συναθλη­τής.
Να τον ονομάσουμε Ιεράρχη και διδάσκαλο της Εκκλησίας; Ναι, βεβαιότατα! Θέλετε να το καταλά­βετε; Ακούσατε την φοβερή οπτασία που είδε ο επί­σκοπος της Αραβισσού Αδελφειός.
Αυτός έχοντας πολλή αγάπη να μάθη για τον ά­γιο Χρυσόστομο ποια δόξα αξιώθηκε να λάβη από τον Θεό στους ουρανούς, και παρακαλώντας συχνά γι' αυτό τον Κύριο ήλθε σε έκσταση και είδε ένα ωραιότατο άνδρα που του έδειξε σε τόπο λαμπρό ό­λους τους πατέρες και διδασκάλους· αλλά δεν είδε ανάμεσά τους τον Ιωάννη! Και λυπήθηκε κατάκαρδα. Τότε άκουσε φωνή αγγέλου που του είπε: « Ιωάννην τον της μετανοίας λέγεις; Άνθρωπος, που εί­ναι με σώμα, εκείνον να δει δεν μπορεί! διότι παρί­σταται εκεί, όπου ο θρόνος ο Δεσποτικός». Την ί­δια οπτασία είδε και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής.

Να τον ονομάσουμε ρήτορα και εξηγητή των Θείων Γραφών;... Ο ρήτορας Λιβάνιος μπροστά στον Ιουλιανό τον παραβάτη, καίτοι εχθρός της πί­στεως, εκήρυξε ότι ο Ιωάννης υπερβαίνει στην ρη­τορική και την σοφία και τον Δημοσθένη, και τον Πλάτωνα.
Στην εξήγηση πάλι των Γραφών υπερέβαινε και αυτόν τον μέγα Θεολόγον Γρηγόριον. Ο βασι­λεύς Θεοδόσιος ο μέγας, παρεκάλεσε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο να εξηγήση το ιερό Ευαγγέλιο, και το επεχείρησε. Παρακαλώντας τον Θεό να τον πλη­ροφορήση αν η εξήγηση του είναι ορθή, άκουσε από τον Θεό την εξής φωνή: «Ούτε σε σένα, ούτε σε κάποιον άλλο το χάρισμα αυτό έχει δοθεί παρά στον Ιωάννη της Αντιοχείας». Ο δε άγιος Πρόκλος ο Πατριάρχης, έλεγε: «Έτσι είμαι εγώ προς τον μα­κάριο Ιωάννη, όπως ακριβώς πηγή προς θάλασσα και ρυάκι προς ποταμό».
Γι' αυτό και σε κάθε διδαχή που έκαμνε ο Άγιος, οι άνθρωποι που άκουγαν, μη υποφέροντας την χαρά, κτυπούσαν πολλές φορές, κάτω από τον άμβωνα, όλοι με συμφωνία τα χέρια τους.
Σε ένα μόνο καιρό, που γινόταν λιτανεία στην Κων/πολη, εκ του προχείρου έκαμε 18 λόγους στο δρόμο το πάγχρυσο εκείνο στόμα! Τόση ευκολία εί­χε στο να ομιλή.

Να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο φίλο γνήσιο της Θεοτόκου; Ναι, και αυτό το αξιώθηκε! Ευρι­σκόμενος ο Άγιος για την ασθένειά του έξω από την Κων/λη, εκεί που προσευχόταν κατά το μεσονύ­κτιο, είδε ξύπνιος την Κυρία Θεοτόκο, η οποία ήλ­θε προς αυτόν με άπειρο φως και έχοντας τριγύρω της πλήθος από άνδρες και γυναίκες του είπε αυτά με φωνή χαριέστατη: «Ιωάννη, του εμού θεράπων Υιού και Θεού, καλά αγωνίστηκες τον αγώνα της α­σκήσεως, καλά εποίμανας το λογικόν ποίμνιον, αλ­λά ανδρίζου ακόμη και κραταιού. Διότι ιδού και μαρτυρικός σε αναμένει δρόμος και αθλητικό σε πε­ριμένει στάδιο διά ποικίλων πόνων και πειρασμών, για να καταστή φανερή η δοκιμασία σου και στη γη και τον ουρανό.... Ας αγαλλιασθή λοιπόν και ας χαρή το πνεύμα σου, διότι σε έχει αποταμιευθεί και χαρά στους ουρανούς, ανάλογα με τις θλίψεις σου».

Επίσης και η θαυμαστή οπτασία που είδε ο ά­γιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας.
Ο θειος του πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφι­λος είχε εχθρόν τον άγιο Χρυσόστομο...
Βλέπει μία φορά σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, μαζί και τον άγιο Χρυσόστομο, να συνομιλούν μετα­ξύ τους σε ένα πάμφωτο και ωραιότατο τόπο. Βλέ­ποντας τους, όμως, επιθυμούσε και εζητούσε να πάη κοντά και αυτός αλλά ο θείος Χρυσόστομος τον επιτιμούσε και τον εμπόδιζε. Τότε, ακούει φω­νή από την Θεοτόκο, που έλεγε προς τον Χρυσόστο­μο αυτά: Συγχώρησε τον χάριν εμού (για χάρι δική μου), διότι πολλά επάσχισε, εκοπίασε για εμένα, καταντροπιάσας τον υβριστή Νεστόριο, και εμένα Θε­οτόκο με ανακήρυξε. Από άγνοια την άσχημη για σένα υπόληψη - γνώμη εσχημάτισε και θα φανέρω­ση αυτήν, που απέκτησε με επίγνωση.
Μετά από αυτό το όραμα ο άγιος Κύριλλος, έ­γινε μεγάλος φίλος του Χρυσοστόμου, επαινώντας αυτόν και συνέγραψε πρόχειρα και τον βίον Του.

Τι άλλο θέλετε να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο; Θαυματουργόν; Ναι διότι τόσο πλούσια του εδόθη το χάρισμα των θαυμάτων, ώστε όλοι τον επωνόμιζαν «Ιωάννην τον θαυματουργόν».
Να τον ονομάσουμε ελεήμονα; Και βέβαια, για την υπερβολική του ευσπλαγχνία προς τους πτω­χούς τον ωνόμαζαν όλοι «Ιωάννης ο της ελεημο­σύνης».

Να τον ονομάσουμε κήρυκα της μετανοίας; Και ποιος μπορεί να το αρνηθή! Τέτοια δύναμη είχε ο λόγος του στο να τραβά τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια, ώστε έφθανε μόνο να ακούση κάποιος την δι­δαχή του για να μετανοήση και αλλάξη ζωή!.... Δί­καια λοιπόν από όλους ωνομαζόταν «Ιωάννης ο της μετανοίας»....
Αδελφοί, μας λέγει ο άγιος Νικόδημος, οι εορ­τές των αγίων δεν γίνονται για άλλο λόγο παρά για να συναχθούν σε αυτές οι Χριστιανοί, να ακούσουν τα κατορθώματα των Αγίων που εορτάζουν και να τα μιμηθούν και αυτοί, όσο τους είναι δυνατόν, και έτσι να λάβουν στην ψυχή τους ευλάβεια και στην ζωή τους διόρθωση και ακρίβεια. Έτσι μάς διδά­σκει η πάγχρυση γλώσσα του Χρυσοστόμου: «Ε­ορτή είναι επίδειξις έργων αγαθών, ψυχής ευλά­βεια, πολιτείας ακρίβεια».

Και εμείς ας μιμηθούμε, κατά το δυνατόν μας, και τα έργα του Χρυσοστόμου και ας ακούσουμε τις χρυσές διδασκαλίες που μάς κάμνει. Ας μετανοούμε κάθε μέρα στον Θεό για τα σφάλματα που κά­νουμε με το έργο, με το λόγο και με τον λογισμό, και ας πάρουμε σταθερή απόφαση, για να μη πράξουμε ξανά την αμαρτία, επειδή αυτή είναι η αλη­θινή μετάνοια. Έτσι μάς διδάσκει ο Χρυσόστομος: «Είναι δε μετάνοια το να μη κάνης τα ίδια..., πρέπει λοιπόν να απομακρύνεσαι και στην πράξη και στην γνώμη που αποτολμήθηκαν.... Παραδείγματος χά­ρη: άρπαξες και πλεονέκτησες; Απομακρύνσου από την αρπαγή και βάλε στο τραύμα ελεημοσύνη. Πόρνευσες; Απομακρύνσου από την πορνεία και βάλε στο έλκος αγνεία. Κακολόγησες τον αδελφό και έβλαψες; Σταμάτησε κατηγορώντας, και βάλε σωφροσύνη......

Ας έχουμε υπομονή σε όλες τις θλίψεις που μάς έρχονται είτε από τους δαίμονες, είτε από τους ανθρώπους είτε και από φυσική ασθένεια του σώ­ματος, και ας ευχαριστούμε πάντοτε τον Θεό σε ό­σα μάς ακολουθούν είτε καλά, είτε κακά. Διότι και ο άγιος Χρυσόστομος υπέμεινε μετά χαράς τις εξο­ρίες, τις οποίες του έκαμαν, και σε όλα ευχαριστού­σε τον Θεό, συνηθίζοντας να λέγη πάντοτε αυτό το αξιομνημόνευτο λόγιο: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένε­κεν" ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσί μοι τοις συμβαίνουσιν». Και αυτόν τον λόγο αφού είπε τελευταίο, παρέδωσε την αγία του ψυχή.

Ας αγωνιζόμαστε να είμαστε παρθένοι και σώ­φρονες όχι μόνο κατά το σώμα, αλλά και κατά την ψυχή, μη αφήνοντες το νου μας να γλυκαίνεται στους αισχρούς και σαρκικούς λογισμούς... Διότι πολλές φορές παρθενεύει κάποιος με το σώμα, αλ­λά με την ψυχή και τους λογισμούς πορνεύει και μοιχεύει....

Ας μισήσουμε από καρδιάς την φιλαργυρία και ασπλαγχνία, διότι αυτή κάμνει εκείνους που είναι υποδουλομένοι σε αυτήν, ούτε να βλέπουν, ούτε να ακούν ούτε συνείδηση να έχουν, ούτε την σωτηρία τους να ζητούν....

Ας μισήσουμε την υπερηφάνεια και ας έχουμε την ταπείνωση στην ψυχή μας, διότι χωρίς την τα­πείνωση είναι αδύνατον να σωθούμε, κατά τον Χρυσόστομον, λέγοντα: «Τίποτε δεν είναι ίσον με την ταπεινοφροσύνη...., διότι δεν είναι δυνατόν να σωθή κάποιος χωρίς της ταπεινοφροσύνης».
Και επάνω σε όλα, ας σπουδάσουμε να έχουμε την αγάπη προς τους αδελφούς μας, διότι η αγάπη είναι το κεφάλαιο όλων των αγαθών! Χωρίς την α­γάπη όλες οι αρετές είναι μάταιες....

Πρόσδεξαι, σε παρακαλούμε, το παρόν ευτελές εγκώμιον, όπως προσεδέχθη ο Κύριος της χήρας τα δύο λεπτά... Και εις μεν την παρούσα ζωή φύλαττε μας από κάθε βλάβη των ορατών και αορά­των εχθρών, εις δε την μέλλουσα αξίωσέ μας της ουρανίου βασιλείας διά των πρεσβειών σου, με την Χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον Ο­ποίον υπάρχει η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

* * *
Τον τρισμακάριστον και παμμακάριστον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον διάφοροι Πατέρες, τον ωνόμασαν:
«Το νέον σκεύος της εκλογής».
«Ο μέγας της οικουμένης διδάσκαλος».
«Ο τρισμακάριστος άνθρωπος».
«Ο της Εκκλησίας διδάσκαλος».
«Ο νέος Ιωάννης ο Θεολόγος».
«Ο της Εκκλησίας φωστήρ και ποιμήν......
«Ο της θείας ευσπλαγχνίας μιμητής και εγγυη­τής».
«Ο αληθής του Θεού άνθρωπος και γνήσιος κήρυξ της μετανοίας».
«Το στόμα του Χριστού και στόμα του Παύ­λου»· και κατά τον συλλογισμόν και το κοινόν από­φθεγμα, που λέγει: «Εάν το στόμα του Χριστού είναι το στόμα του Παύλου, το στόμα του Χρυσοστόμου εί­ναι Χριστού και Παύλου». Και κατά τον άγιο Νικόδημον τον Αγιορείτην ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος «είναι ο διδάσκαλος των διδασκάλων».

Ακολουθία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 


Πηγή: “www.impantokratoros.gr” 



Δείτε σχετικά:

Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (13 Νοεμβρίου)



Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 μ.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ στρατηγὸς Σεκοῦνδος καὶ μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Γρήγορα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ μητέρα του - χήρα τότε 20 ἐτῶν - τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν μόρφωσε κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ἦταν εὐφυέστατο μυαλὸ καὶ σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες στὴν Ἀντιόχεια - κοντὰ στὸν τότε διάσημο ῥήτορα Λιβάνιο - ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα μαζί μέ τόν γαπημένο του φίλο Μέγα Βασίλειο.

Ὅταν ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο γιὰ πέντε χρόνια, ὅπου ἀσκήτευε προσευχόμενος καὶ μελετῶντας τὶς Ἅγιες Γραφές. Ἀσθένησε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος -τὸ 381, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν - ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἀργότερα δὲ ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Μελετίου Φλαβιανὸ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.

Κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θεῖο ζῆλο καὶ πρωτοφανὴ εὐγλωττία στὰ κηρύγματά του. Ἔσειε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη τῆς Ἀντιοχείας καὶ συγκινοῦσε τὶς ψυχές τους βαθύτατα. Ἡ φήμη του αὐτὴ ἔφτασε μέχρι τὴν βασιλεύουσα καὶ ἔτσι, τὴν 15η Δεκεμβρίου 397, μὲ κοινὴ ψῆφο βασιλιὰ Ἀρκαδίου καὶ Κλήρου, ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπεδίωξε ποτέ. Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐκτὸς ἄλλων, ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ δεινὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πολλὰ συγγράμματά του (διασώθηκαν 804, περίπου, ὁμιλίες του). Ἔργο ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦμε σχεδὸν κάθε Κυριακή, μὲ λίγες μόνο, ἀπὸ τότε μετατροπές.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας του, ὑπῆρξε ἀδυσώπητος ἐλεγκτὴς κάθε παρανομίας καὶ κακίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αἰτία νὰ δημιουργήσει φοβεροὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὶς παρανομίες της. Αὐτὴ μάλιστα, σὲ συνεργασία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξαδρείας Θεόφιλο (ἑνὸς μοχθηροῦ καὶ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) ἀπὸ 36 ἐπισκόπους (ὅλοι τους πνευματικὰ ὕποπτοι καὶ δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο) στὸ χωριὸ Δρῦς τῆς Χαλκηδόνας καὶ πέτυχε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Βιθυνίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὅμως, τόσο ἐξερέθισε τὰ πλήθη, ὥστε ἀναγκάστηκε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Εὐδοξία νὰ τὸν ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸ θρόνο μὲ ἄλλη συνοδικὴ ἀθωωτικὴ ἀπόφαση (402). Ἀλλὰ λίγο ἀργότερα, ἡ ἀσεβὴς αὐτὴ αὐτοκράτειρα, κατάφερε καὶ πάλι νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο (20 Ἰουνίου 404) στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Κόμανα, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες πέθανε τὸ 407 μ.Χ.

Ὁ Μ.Ι. Γαλανὸς στὸν Συναξαριστή του, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πιὸ ἄριστος καὶ δημοφιλὴς διδάσκαλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Κανένας δὲν ἐξήγησε ὅπως αὐτός, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ τόση σαφήνεια τὰ νοήματα τῶν θείων Γραφῶν, οὔτε δὲ ὑπῆρξε ἐφάμιλλός του στὴν ἑτοιμολογία, τὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ στὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη τῆς ῥητορείας. Ὑπῆρξε ῥήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης ἀπαράμιλλος, βαθύτατος καὶ διεισδυτικότατος, ψυχολόγος καὶ καταπληκτικὸς κοινωνιολόγος μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς ἰσότητας, χωρὶς προνομιούχους, μὲ καθολικὴ ἀδελφότητα. Ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ», δηλαδὴ σὰν φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸν κόσμο.


Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθανε τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ λόγω ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του τὴν 13η Νοεμβρίου. Ἐπίσης τὴν 15η Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴ χειροτονία του σὲ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὴν 27η Ἰανουαρίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ἀλλὰ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 30η Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ τὸν Ἁγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Καὶ τέλος τὴν 26η Φεβρουαρίου ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς χειροτονίας του σὲ πρεσβύτερο.                              




Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος πλ. δ.
τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.





Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν χειλέων, πάντας διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι τὸν ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.



Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.

Τῆς ἀρρήτου σοφίας θεοπτικῶς, ἐξαντλήσας τὸν πλοῦτον τὸν γνωστικόν, πᾶσιν ἐθησαύρισας, ὀρθοδοξίας τὰ νάματα, τῶν μὲν πιστῶν καρδίας, ἐνθέως εὐφραίνοντα, τῶν δὲ ἀπίστων ἀξίως, βυθίζοντα δόγματα· ὅθεν δι' ἀμφοτέρων, εὐσεβείας ἱδρῶσιν, ἐδείχθης ἀήττητος, τῆς Τριάδος ὑπέρμαχος, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.



Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς χρυσέοις λόγοις σου, Ἐκκλησία, ἀρδομένη ἅπαντας, ποτίζει νάματα χρυσᾶ, καὶ ἰατρεύει νοσήματα, τῶν σὲ ὑμνούντων, παμμάκαρ Χρυσόστομε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σκεῦος ἔνθεον τῆς Ἐκκλησίας, πλοῦτος ἄσυλος τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Χρυσόστομε, ἐν ἀπαθείᾳ φαιδρύνας τὸν βίον σου, τοῖς δεομένοις ἐπαντλήσας τόν ἔλεον, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν σοφίαν ἐξ ὕψους καταμαθών, καὶ τὴν χάριν τῶν λόγων παρὰ Θεοῦ, τοῖς πᾶσιν ἐξέλαμψας, ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, καὶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, Μονάδα ἐκήρυξας, τήν φιλάργυρον πλάνην, τοξεύσας τοῖς λόγοις σου· ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον, Βασιλίδα ἐλέγξας, ἀδίκως τῆς ποίμνης σου, ἀπελάθης μακάριε, Ἰωάννη Χρυσόστομε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Οἶκος
Τῷ τῶν ὅλων Ποιητῇ κλίνω τὸ γόνυ, τῷ προαιωνίῳ Λόγῳ χεῖρας ἐκτείνω, λόγου ζητῶν χάρισμα, ἵνα ὑμνήσω τὸν Ὅσιον, ὃν αὐτὸς ἐμεγάλυνε· φησὶ γὰρ τῷ Προφήτῃ, ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας, Δοξάζω τοὺς ἐν πίστει δοξάζοντάς με· οὖν ἐν τοῖς πάλαι τὸν Σαμουὴλ ἀνυψώσας, ἐδόξασε νῦν τὸν Ἱεράρχην· τὸ τάλαντον γὰρ ἐπιστεύθη, καλῶς ἐμπορευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ προσήγαγε· διὸ καὶ ὑπερύψωσεν αὐτὸν ὑπερούσιος. Τούτου χάριν αἰτῶ ἀνάξιος ἐγὼ λόγον δοθῆναί μοι, ἵνα ἰσχύσω εὐσεβῶς ἀνυμνῆσαι αὐτόν. Τῶν περάτων γὰρ ὑπάρχει καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.



 
Δείτε σχετικά:


ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Δ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ




ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ Δ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ  ἀπό τό ἱστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Γ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ




ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ Γ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ  ἀπό τό ἱστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ"

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: Ὁμιλία εἰς τήν παραβολήν τοῦ καλού Σαμαρείτου (Ἃγιος Γερμανός Β' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)




Είναι μεγάλο εμπόδιον προς αρετήν η υπερηφάνεια και η έπαρσις. Και όποιος δεν είναι τίποτε, και νομίζει πως είναι μέγας και άξιος, εύκολα πλανάται και κρημνίζεται. Διότι η υπερηφάνεια και η έπαρσις γίνεται εμπόδιον για κάθε καλό σ’ αυτόν που την έχει και τον κάνει μισητόν και απρόσδεκτον στον Θεόν. Διότι «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος», και «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Η υπερηφάνεια είναι η αιτία όλων των κακών, και όσοι την έχουν εγκαταλείπονται από τον Θεόν. Και υστερούμενοι της Θείας βοηθείας, πίπτουν στα πάθη της ατιμίας. Διότι αρκεί μόνη η έπαρσις να σκορπίση όλον τον πλούτον των αρετών. Επειδή όχι μόνον παρακινεί προς κακίαν, αλλά και στην ίδια την αρετήν υποκρυπτομένη, μας προξενεί πολλήν ζημία, διότι μας αναγκάζει από το ένα μέρος να υπομένωμε τους κόπους και τους πόνους, και από το άλλο μας κάνει να χάνωμε τον καρπόν της αρετής, και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε. Άκαιρα λοιπόν κοπιάζει ο υπερήφανος και ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στους ιδρώτες και αγώνες της αρετής. Διότι ως κυριευμένος από την υπερηφάνειαν απομακρύνεται από την Θείαν βοήθεια και μένει ο ταλαίπωρος έρημος και άπορος από κάθε αγαθόν. Αυτό έπαθε και ο σημερινός Νομικός, ο οποίος ετόλμησε να πειράξη τον Χριστόν, ερωτώντας αυτόν με δόλον και έπαρσιν. Ακούστε λοιπόν τον Θεηγόρον Λουκά τί λέγει στο ιερόν Ευαγγέλιον, να μάθετε σαφέστερα την υπόθεση.

«Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αυτός ο Νομικός ενόμισε ότι θα παγιδεύση και θα παρασύρη τον Κύριον, να τον προστάξη πράγματα που εναντιώνονται στον Νόμο, και του λέγει: τί να κάμω Διδάσκαλε για να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον, την οποίαν διδάσκεις και αναγγέλεις στον λαό συχνά και επιμελέστατα; Και επειδή ο Δεσπότης εγνώρισε την πανουργία του Νομικού, του αναφέρει για τον Νόμο, διακρίνοντας μεν τον πειρασμόν του, συγχρόνως δε ελέγχοντας και καταδικάζοντας εκείνον, διότι ενόμιζε πως είναι ενάρετος, χωρίς να είναι: «Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις;». Ερωτά ο Κύριος τον Νομικό να αποκριθή, τί γράφει ο Νόμος, για να το ειπή ο ίδιος με το στόμα του, προς έλεγχο και κατάκρισή του. «Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ. Ορθώς απεκρίθης». Επειδή ο Νομικός απήγγειλε τις δύο μεγάλες εντολές, ο Κύριος του είπεν ότι καλώς και ορθώς απεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει να αγαπούμε τον Θεόν με όλην την ψυχήν και την καρδία μας, και δεύτερον τον πλησίον μας. Και είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αυτές οι εντολές που δεν ξεχωρίζουν. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον του, για να φυλάξη το Θείον πρόσταγμα. Και όποιος δεν αγαπά τον αδελφόν του, ούτε τον Θεόν αγαπά, και έτσι παραβαίνει την εντολήν του, η οποία λέγει σε άλλο μέρος του Ευαγγελίου του, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται». Αυτές λοιπόν τις δύο εντολές έχουν ως ρίζαν και αιτίαν και αφορμήν όλος ο νόμος και όλοι οι προφήται, και όποιος τις φυλάξει ανελλιπώς και πληρέστατα, έχει εκπληρώσει όλον τον Νόμον. Επειδή ορθώς απεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αυτές τις δύο μεγάλες εντολές, φύλαξε αυτές και συ καθώς πρέπει, για να ζήσης ζωήν αιώνιον, την οποίαν κληρονομούν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές.

«Και τις εστί μου πλησίον;». Ο Νόμος ονομάζει πλησίον κάθε άνθρωπον που χρειάζεται βοήθεια, και λέγεται πλησίον επειδή όλοι οι άνθρωποι πλησιάζουμε, είμεθα κοντά ο ένας στον άλλον. Ενώ ο Νομικός εθεωρούσε πλησίον τον ίσον στην αρετή, γι’ αυτό, ως υπερήφανος που ήταν είπε, και ποίος είναι πλησίον μου, δηλαδή ενάρετος σαν εμένα; Και ο Χριστός του αποδεικνύει με ωραιοτάτην παραβολήν σοφώτατα, ότι την εντολήν αυτή την εκπληρώνει όποιος συμπαρίσταται και βοηθεί τον αδελφόν του σε ώρα ανάγκης. «Λαμβάνοντας τον λόγον δε ο Ιησούς είπεν: ένας άνθρωπος κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, και έπεσε πάνω σε ληστάς, οι οποίοι τον εξέδυσαν, τον επλήγωσαν και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένον, έφυγαν. Συνέβη δε να κατεβαίνη στον δρόμον εκείνον ένας ιερεύς, και όταν τον είδε, αντί να τον βοηθήση, τον άφησε και έφυγεν. Ομοίως και ένας Λευίτης, ερχόμενος στον τόπον εκείνον και βλέποντας αυτόν, τον προσεπέρασε και απεμακρύνθη. Κάποιος δε Σαμαρείτης που περιπατούσε σ’ εκείνον τον δρόμον, ήλθε εκεί, και όταν τον είδε τον ευσπλαγχνίσθη και τον επλησίασε, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές του και, αφού τον ανέβασε στο υποζύγιόν του, τον επήγε σε ένα πανδοχείον και τον επεμελήθη. Και την επαύριον, αναχωρώντας, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα λέγοντας. Επιμελήσου τον και όσα εξοδεύσης τα πληρώνω στην επιστροφήν».

Με την παραβολήν αυτήν ο πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει να σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον και να βοηθούμε όσον ημπορούμε τους ενδεείς και πτωχούς, διότι δεν υπάρχει οφελιμωτέρα αρετή από αυτήν, επειδή ωφελούνται και τα δύο μέρη. Ο πτωχός και άπορος ωφελείται σωματικώς, λαμβάνοντας τα αναγκαία της φύσεως, και εκείνος που τον ελεεί, ωφελείται ψυχικώς, πράγμα που είναι καλλίτερον. Πλην όμως το νόημα της παραβολής αυτής είναι ότι ο Κύριος την είπε για τον εαυτόν του, ότι δηλαδή έδειξεν ο φιλάνθρωπος τόσην ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα στον πληγωμένον άνθρωπον. Και ακούστε την εξήγηση, ώστε να λάβετε πολλήν ωφέλειαν και κατάνυξιν.

Η ανθρωπίνη φύσις κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ, η οποία ερμηνεύεται όρασις ειρήνης, δηλαδή από την ειρηνικήν διαγωγήν, στην Ιεριχώ, η οποία είναι χαμηλή και πνιγηρά από τον καύσωνα [Η Ιεριχώ είναι από τα χαμηλώτερα μέρη της γης, ευρισκομένη 270 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Θαλάσσης], που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήλθε στην εμπαθή και κτηνώδη ζωήν. Και δεν είπε κατέβη, αλλά κατέβαινεν, διότι η ανθρωπίνη φύσις τρέχει και αυτή στον κατήφορον, όπως τα ύδατα των ποταμών, και προσέχει όλως δι’ όλου στην λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας. Αυτή έπεσε πάνω στους ληστάς δαίμονας, οι οποίοι της αφήρεσαν το ένδυμα της αρετής και έπειτα την επλήγωσαν με αμαρτήματα διάφορα. Διότι οι δαίμονες πρώτα μας απογυμνώνουν από τους καλούς λογισμούς και από την σκέπην και βοήθειαν του Θεού, και τότε μας πληγώνουν με αμαρτήματα και μας αφήνουν ερήμους της θείας χάριτος. Είπε δε ότι οι δαίμονες άφησαν την φύσιν των ανθρώπων μισαποθαμένην, επειδή το σώμα, που είναι το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, έγινε θνητόν και απέθανεν, η δε ψυχή έμεινεν αθάνατος. Να το εξηγήσωμε και με άλλον τρόπον: η ανθρωπίνη φύσις δεν έμεινεν εντελώς απεγνωσμένη, ούτε εθανατώθη τελείως, αλλά της έμεινεν η ελπίδα στον Χριστόν, ότι δηλαδή Αυτός θα την θεραπεύση, όπως και έγινε. Επειδή τον θάνατον που επροξένησεν ο πρώτος Αδάμ στην ανθρωπότητα, τον εθανάτωσεν ο αθάνατος Κύριος. Ιερέα και Λευίτην ονομάζει τον Νόμον και τους Προφήτες, οι οποίοι ήθελαν μεν να βοηθήσουν την ανθρωπίνην φύσιν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα, διότι οι πληγές ήσαν ανίατες για την ανθρωπίνην δύναμη. Όθεν, αντί να βοηθήσουν, υπεχώρησαν. Αυτό σημαίνει το «αντιπαρήλθε».

Επ’ αυτού ο Απόστολος λέγει: το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν ημπορούσε να συγχωρήση αμαρτήματα. Το δε «κατά συγκυρίαν» έχει την εξής έννοιαν: ότι ο Νόμος εδόθη πρωτύτερα για την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούσαν από την αρχή να δεχθούν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει για τον ιερέα και τον Λευίτην «κατά συγκυρίαν», δηλαδή δεν ήλθαν επί τούτου οι Προφήτες για να θεραπεύσουν τον άνθρωπον, αλλά το έφερεν, το απαιτούσε η περίστασις. Ο Κύριος όμως και Θεός μας, που οι Ιουδαίοι τον έλεγαν υβριστικά Σαμαρείτην, ήλθεν επί τούτου, με αυτόν τον σκοπό, να μας θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος. Και αφού εσαρκώθη με τρόπον ανέκφραστον, έγινεν άνθρωπος, όπως ένας ο φιλάνθρωπος από την πολλήν αυτού αγαθότητα. Και δεν άφησε το κακόν αθεράπευτον, αλλά έδεσε καλά τα τραύματα και έβαλε λάδι και κρασί, δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας. Με το έλαιον εννοεί την ευσπλαγχνίαν, και με τον οίνον το στυπτικόν και αυστηρόν της δικαιοσύνης. Όταν ακούης τον Κύριο να λέγη «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», και άλλα όμοια, αυτά φανερώνουν το έλαιον, την ιλαρότητα δηλαδή και την ευσπλαγχνίαν. Και όταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εις το σκότος» και τα τοιαύτα, φανερώνει τον οίνο, δηλαδή την αυστηρότητα της κρίσεως. Ακόμη, και με άλλον τρόπον, έλαιον νοείται η ανθρωπίνη διαγωγή, και οίνος η θεϊκή. Ο Θεάνθρωπος Κύριος λοιπόν ενεργεί άλλοτε ως Θεός και άλλοτε ως άνθρωπος. Και όταν μεν έτρωγεν, έπινεν, εκοιμάτο και άλλα όμοια έπραττε, εγνωρίζετο ως άνθρωπος. Τούτο είναι το έλαιον, επειδή δεν μετεχειρίζετο ζωήν σκληράν και επίπονον. Όταν δε πάλιν ενήστευε πολλές ημέρες, περιπατούσε στην θάλασσαν ή άλλα όμοια έκαμεν, εγνωρίζετο Θεός παντοδύναμος. Οίνον λοιπόν να εννοήσης την θεότητα, την οποία δεν ημπορούσε κανείς να την υποφέρη άκρατον, χωρίς το έλαιον της ανθρωπίνης του φύσεως. Επειδή λοιπόν ο Κύριος μας έσωσε ως Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό λέγει ότι μας έβαλεν οίνον και έλαιον, με τα οποία λυτρώνονται όσοι βαπτίζονται και θεραπεύονται από τα ψυχικά τραύματα. Και πρώτα μεν χρίονται με το έλαιον του μύρου, έπειτα μεταλαμβάνουν και το Θείον αίμα, τον οίνον δηλαδή.

Και ανέβασεν ο Κύριος την πληγωμένην μας φύσιν «εις το ίδιον υποζύγιον», την εσήκωσε δηλαδή επάνω του ο φιλεύσπλαχνος, επειδή μας έκαμε μέλη του και κοινωνούς του ιδικού του σώματος και μας ανύψωσε στην προτέραν αξίαν. Πανδοχείον ονόμασε την Εκκλησία, η οποία τους δέχεται όλους. Διότι ο παλαιός Νόμος τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες δεν τους εδέχετο. Αλλά τώρα η Εκκλησία του Χριστού δέχεται κάθε έθνος, και πόρνους και τελείως τους πάντες, όπως έχει γραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων.

Επειδή όταν συνεστήθη η Εκκλησία, έγινε δηλαδή το Πανδοχείον από όλα τα έθνη, η πίστις εξηπλώθη. Τότε έγινε και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και η χάρις επληθύνετο. Λοιπόν όλοι οι Απόστολοι και Διδάσκαλοι και Αρχιερείς, λογίζονται ως πανδοχείς, εις τους οποίους ο Κύριος έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην, που έχουν και οι δύο την εικόνα και τα λόγια του Βασιλέως. Αυτά τα δύο δηνάρια άφησεν ο Κύριος όταν ανέβαινε στους Ουρανούς, και τα παρέδωσε στους Αποστόλους του και σ’ όλους τους Αρχιερείς, ιερείς και διδασκάλους, λέγοντας «ο εάν προσδαπανήσης εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι».

Και αληθώς πολλά εξώδευσαν οι μακάριοι Απόστολοι, και πολύ εκοπίασαν για να σπείρουν την Διδασκαλία σε κάθε τόπον. Αλλά και οι κατά καιρούς Διδάσκαλοι πολλά εδαπάνησαν και αυτοί και κοπίασαν. Και τον μισθόν όμως μέλλει να τον απολαύσουν πλούσιον όταν επιστρέψη πάλιν ο Κύριος, δηλαδή στην Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και επάνοδον. Τότε θα του ειπή κάθε ένας από αυτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι έδωκας, ιδού άλλα δύο προσεδαπάνησα», και ο Κύριος θα τους ειπή: «ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας».

Ακούστε την παραβολήν με συντομίαν σαφέστερα και καθαρώτερα. Ο Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που εσαρκώθη από την υπερευλογημένην αειπάρθενον Μαρίαν, την υπερένδοξον Μητέρα του, το «ίδιον κτήνος», το ζώον του, είναι το σώμα του Χριστού. Οίνος ο διδασκαλικός λόγος, έλαιον η φιλανθρωπία. Το πανδοχείον είναι η Εκκλησία, ο πανδοχεύς οι Απόστολοι, οι Αρχιερείς και Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, η παλαιά και η νέα Γραφή και η αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Και επάνοδος του Σαμαρείτου, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία και έλευσις.

Αφού ετελείωσεν ο Κύριος αυτήν την θαυμασίαν παραβολήν, ηρώτησε τον Νομικόν: «Ποίος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε Πλησίον εκείνου που έπεσε πάνω στους ληστάς; Και αυτός του είπε: εκείνος που του έδειξε ευσπλαγχνία. Τότε του είπεν ο Κύριος: Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο». Με τα λόγια αυτά ο Κύριος μας διδάσκει να γινώμεθα μιμηταί του στην ευσπλαγχνία και την συμπάθεια, να ελεούμε τους ενδεείς και τους πτωχούς και να τους βοηθούμεν όσον ημπορούμε, είτε καλοί είναι είτε πονηροί. Επειδή όπως έκαμεν εκείνος, ο πανοικτίρμων και πολυέλεος προς εμάς τους αχαρίστους και εσταυρώθη και έπαθε για την αγάπη μας, έτσι θέλει να συμπάσχωμε και εμείς με τους αδελφούς και να τους βοηθούμε χωρίς προφάσεις. Και πρέπει να υπακούωμε σ’ αυτόν ως τέκνα γνήσια, εάν ποθούμε να γίνωμε και κληρονόμοι της Βασιλείας του. Όταν λοιπόν ιδούμε τον αδελφόν και πλησίον μας να θλίβεται από την πείναν και δίψαν, και να βασανίζεται από τις συμφορές και τις δυστυχίες, να είναι πληγωμένος και πονεμένος από τις αδικίες, μην τον παραβλέψωμεν όπως ο ιερεύς και τον αφήσωμε αβοήθητον, ούτε να αλλάξωμε δρόμον όπως ο Λευίτης, αλλά ας δείξωμε προς αυτόν συμπάθειαν και καλωσύνην. Ας τον κοιτάζωμε με βλέμμα εύσπλαγχνον, ας ανοίξωμε τα ώτα στους στεναγμούς και τα δάκρυά του, ας κατεβούμε από το υποζύγιον της υπερηφανείας, της αλογίας και της ματαιότητος. Ας σταλάξωμε έλαιον φιλανθρωπίας και ας δέσωμε τις πληγές του με λόγους παρηγορίας. Και ας τον ανεβάσωμε στο καλό υποζύγιο, να τον φέρωμε στον οίκο μας, να παρηγορήσωμε την συμφοράν του, σύμφωνα με το παράδειγμα που μας έδωσεν ο Κύριος, κατά την δύναμή μας. Και αν δεν έχωμε τα απαραίτητα προς εξυπηρέτηση και παρηγορίαν του, μη μας φανή δύσκολο και βαρυνθούμε τον κόπον, αλλά ας τον πάμε στο πανδοχείον, να παρακινήσωμεν εκείνους οι οποίοι έχουν δύναμη να τον βοηθήσουν. Ακόμη ας παρακαλέσωμε τον Θεόν, εάν είναι κατά το θέλημά του, να του ελαφρώση και να σμικρύνη την παίδευση. Και ακόμη ας φροντίζωμε και για την σωτηρία των αδελφών και πλησίον μας, διότι όπως είμεθα χρεώστες να τους βοηθούμε στα σωματικά, έτσι πρέπει να τους νουθετούμε και στα ψυχικά και να τους διδάσκωμε τα ψυχωφελή και σωτήρια, να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Έτσι γινόμεθα πρόξενοι της σωτηρίας των, καθώς μας διδάσκει και ο Απόστολος, λέγοντας: «ας έχωμεν φιλαδελφίαν ο ένας προς τον άλλον, να αγαπούμε τον πλησίον, καθώς ο Θεός ηγάπησεν ημάς και έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή λύτρον υπέρ ημών». Ας γίνωμε λοιπόν και εμείς συμπαθείς και αγαθοί προς τους πλησίον και όχι αμελείς και άσπλαγχνοι. Και άλλοτε ας τους βοηθούμε στις ανάγκες του σώματος, άλλοτε ας τους διορθώνωμε και ας τους οδηγούμε στην οδό της σωτηρίας, για να έχωμε περισσότερον μισθόν.

Ακούστε και ένα παράδειγμα ωραιότατον επί του θέματος, για να καταλάβετε ότι ο Θεός θεωρεί ως μεγάλην προς αυτόν υπηρεσίαν και ορέγεται να νουθετούμε τους αδελφούς και να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον.

Στο Πατερικόν, που ονομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ότι σε ένα Μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος πολύ ενάρετος, και ιδιαιτέρως ήταν θαυμάσιος στην φιλοξενίαν και τόσον αγαπούσε τους αδελφούς όλου του Κοινοβίου, που έκαμε πολλές φορές προσευχή στον Θεόν γι’ αυτούς, παρακαλώντας Αυτόν και δεόμενος να τους συναριθμήση και αυτούς μαζί του, να τους βάλη σε έναν τόπον του Παραδείσου να είναι αχώριστοι πάντοτε, καθώς ήσαν και εδώ πρόσκαιρα. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός του έδειξε μίαν οπτασίαν θαυμασίαν, για να γνωρίση το σφάλμα του.

Ας ακούσετε οι ασυμπαθείς και οι άσπλαχνοι, να διορθώσετε την πολιτεία σας, εάν ποθήτε την σωτηρία σας. Στο κοινόβιον αυτό, όχι πολύ μακριά, ήταν ένα άλλο Μοναστήρι στο οποίον, όταν έκαμαν την εορτή, προσεκάλεσαν τον ηγούμενον που αναφέραμε να υπάγη στην πανήγυρη. Αυτός έκαμε προσευχήν στον Δεσπότην Χριστόν να του φανερώση εάν έπρεπε να υπάγη, διότι δεν έβγαινε ποτέ από το Μοναστήρι του χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθή ότι ήταν θέλημα Θεού. Προσευχόμενος λοιπόν στην Εκκλησίαν ήκουσε φωνήν από το θυσιαστήριον η οποία του είπε: πήγαινε, πλήν όμως στείλε τους αδελφούς προτήτερα. Καθώς λοιπόν επήγαιναν οι μοναχοί, ευρήκαν στον δρόμον έναν άνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στην όψη και σεβάσμιον, που εκείτετο κατά γης ως άρρωστος. Και ερωτώντας αυτόν ποίος ήταν και από πού ήρχετο, τους απεκρίθη: πτωχός είμαι, και καθώς επήγαινα καβαλλάρης σ’ εκείνο το Μοναστήρι, με άφησε το ζώον και έφυγε. Και εκείνοι είπαν: ο Θεός να σε βοηθήση, διότι εμείς είμεθα πεζοί και δεν ημπορούμε να σε βοηθήσομε. Αφού λοιπόν επέρασαν όλοι, ήλθε κατόπιν και ο ηγούμενος. Καθώς τον είδε και ήκουσε την συμφοράν που έπαθε, ελυπήθη και του λέγει: δεν επέρασαν από εδώ κάποιοι μοναχοί; Ναι, του απαντά, αλλά είπαν πως είναι πεζοί και δεν ημπορούσαν να με βοηθήσουν. Του λέει ο ηγούμενος: ημπορείς να σηκωθής λίγο, να ανεβής σ’ εκείνη την πέτρα, να σε πάρω στον ώμο μου; Εκείνος είπε, εγώ δεν ημπορώ να σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τον δρόμο σου. Του λέγει ο Αββάς: ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν φεύγω αν δεν σε σηκώσω, με όσες δυνάμεις έχω. Τότε λοιπόν εσηκώθη, ανέβηκε στον βράχο και ο ηγούμενος τον εφορτώθη στους ώμους του. Και στην αρχή μεν του εφάνη πολύ βαρύς, έπειτα όμως ελάφραινεν όσον επροχωρούσαν, μέχρι που του εφαίνετο πως δεν εσήκωνε τίποτε. Και καθώς ύψωσε την κεφαλήν, να δει τί έγινεν ο φαινόμενος, τον βλέπει να ανεβαίνη στον αέρα. Ήκουσε τότε φωνή να του λέγη: Αββά, πολλές φορές με παρεκάλεσες να βάλω τους μοναχούς σου στον ίδιον τόπο με σένα, αυτό όμως είναι αδικοκρισία, διότι τα έργα σας δεν ομοιάζουν. Λοιπόν, εάν τους αγαπάς, δίδαξέ τους ό,τι χρειάζεται και νουθέτησέ τους, ώστε να μιμούνται την πολιτείαν σου. Διότι εγώ είμαι Δίκαιος Κριτής, και αποδίδω στον καθένα κατά τις πράξεις του. Αυτά είπεν ο Δεσπότης και ανήλθε στους ουρανούς, ο δε αββάς έμεινε πολύ χαρούμενος, και ηγάλλετο που ηξιώθη να μεταφέρη τον Κύριον στους ώμους του. Όταν αργότερα εδιηγήθη το γεγονός αυτό στους μαθητάς του με δάκρυα, πολύ ωφελήθησαν και εδιώρθωσαν καθώς έπρεπε την προτέραν τους αμέλειαν.

Έτσι ας κάμωμε και εμείς αδελφοί και Πατέρες μου. Ας γίνωμεν εύσπλαχνοι προς τους αδελφούς μας, συμπαθείς και οικτίρμονες, για να ελεύση και σε μας ο Κύριος. Εάν, στα ανδρόγυνα, ο ένας είναι άσπλαχνος, ας τον παρακινή ο άλλος να γίνη εύσπλαγχνος, να μην κολασθή ο τρισάθλιος, και ας δίδει κρυφά ελεημοσύνην όσον ημπορεί. Λόγου χάριν, εάν είναι η γυναίκα άσπλαχνος, ας δίδη κρυφά από αυτήν ο άνδρας της, ή η γυναίκα κρυφά από τον άνδρα της για το ασκανδάλιστον, διότι και οι δύο με τον τρόπον αυτόν κάνουν έργο. Δεν είναι αμαρτία αυτό, εάν κάποιος δώση ελεημοσύνη στον πτωχό κρυφά από τον σύντροφόν του. Εγώ είδα οφθαλμοφανώς και πολλούς Κελλιώτες στο Άγιον Όρος, Ιερομονάχους και απλούς μοναχούς, να δίνουν ελεημοσύνην κρυφά από τον υποτακτικό τους, για να μην τον σκανδαλίσουν. Άλλοι πάλιν υπηρέτες παίρνουν ομοίως και δίδουν κρυφά από τον αφέντη τους, όταν αυτός είναι άσπλαχνος, και με τον τρόπον αυτόν έχουν και τα δύο μέρη μισθόν. Αλλά και τα αγαθά τους πληθύνονται εδώ πρόσκαιρα από την χάριν του Θεού με τρόπον θαυμάσιον, καθώς φαίνεται και στον βίον του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ότι δηλαδή ήταν κάποιος ανελεήμων και άσπλαχνος, όθεν ο Θεός παρεχώρησε να του έλθουν συμφορές και επτώχευσε. Και επειδή κατάλαβε ότι εξ αιτίας της ασπλαχνίας του τον ευρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τον δούλο του να παίρνη έξι νομίσματα την ημέρα και να τα δίδη στους πτωχούς για την ψυχήν του, επειδή αυτός τα ελυπείτο και δεν τα έδιδε. Τότε ο καλός δούλος δεν έπαιρνε μόνον έξι, αλλά τριάντα έξι και περισσότερα και τα έδιδε στους πτωχούς. Και όσον έπαιρνεν αυτός και έδιδε, τόσον περισσότερο και ο Θεός ευλογούσε εκείνον τον οίκο, και επλούτισε πάλιν εκείνος ο άνθρωπος, όπως και πριν. Όθεν, επειδή εγνώρισε ότι η ευλογία αυτή προήλθε από την μικράν αυτήν ελεημοσύνην, έδιδε και αυτός περισσότερα. Είπε τότε στον δούλο του, σε ευχαριστώ, διότι για τα έξι νομίσματα που σου είπα να δίδης στους πτωχούς, ο Κύριος μου έστειλεν αναρίθμητα. Του λέγει ο δούλος. Εάν υπάρχη κλέπτης που εσώθη, τότε σώζομαι και εγώ. Επειδή δεν σου έπαιρνα μόνον έξι, αλλά εκατό και περισσότερα, γι’ αυτό και επλούτισες.

Βλέπετε, χριστιανοί μου, πώς και τα βιαίως και ακουσίως διδόμενα προξενούν τοιαύτην ωφέλειαν, όχι μόνον μετά θάνατον, αλλά και εδώ πρόσκαιρα; Μην αμελείτε λοιπόν την αρετήν αυτήν, ως χριστομίμητον. Συμπονείτε και βοηθείτε τους αδελφούς του Χριστού στις ανάγκες τους, ώστε ο πλουσιόδωρος ευεργέτης μας να σας ανταποδώση την χάριν στην δευτέραν αυτού έλευση, λέγοντας προς εσάς και προς όλους τους εναρέτους και ελεήμονες: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».
Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, τη αυτού φιλανθρωπία και χάριτι, πάντοτε, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(13 αιών, Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β', σελ. 203 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 365 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)