A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Διάλογος Αγίου Ανδρέου δια Χριστόν Σαλού με έναν ομοφυλόφιλο

Ο ακόλαστος ευνούχος

Ενώ καθόταν μπροστά στην είσοδο (ο όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός), πλησίασε κάποιος νεαρός ευνούχος, θαλαμηπόλος ενός πλουσίου. Το πρό­σωπό του ήταν ρόδινο και το δέρμα του λευκό σαν χιόνι. Ήταν ωραίος, μάλλον ξανθός, υπερβολικά μαλθακός και μύριζε από μακριά αρώματα. Με τον Επιφάνιο ήσαν πολύ αγαπημένοι, ήσαν γείτονες και συνομήλικοι. Κρατούσε στο χέρι τριάντα χουρμάδες που φαίνονταν σαν ξερά σύκα. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος:



- Αγαπημένε μου Επιφάνιε, ποιός είναι αυτός; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο αφόρητο κρύο και μοιάζει θαλασσοδαρμένος;
- Δεν ξέρω, φίλε μου, τι να σου πω. Τον νου του πάντως τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός και γυρίζει σαν τρελλός. Γι' αυτό όλοι οι δαιμονισμένοι γυρίζουν με σχισμένα ρούχα, χωρίς να αισθάνωνται το κρύο ή τον καύσωνα.
Μίλησε έτσι, επειδή δεν ήθελε να αποκαλύψη την αρετή τού δικαίου. Ο ευνούχος τότε ηρέμησε, συμπάθησε τον όσιο σαν φτωχό και του πρόσφερε όσους χουρμάδες είχε:
- Δέξου για την ώρα αυτά, του είπε, δεν έχω τίποτε άλλο.
Ο όσιος όμως, που με τους νοερούς οφθαλμούς έβλεπε την κατάστασι της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:
- Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλο-φωνίους [Με τη σύνθετη αυτή λέξι ο όσιος εννοεί τους ομοφυλόφιλους, κάνοντας συγχρόνως λογοπαίγνιο με το φυτό κολοφώνιο (είδος λαχάνου)].
Εκείνος δεν κατάλαβε και είπε:
- Πραγματικά είσαι τρελλός. Βλέπεις χουρμάδες και τους λες κολοφώνια;
- Φύγε δόλιε! του απαντά ο μακάριος. Πήγαινε στον κοιτώνα τού κυρίου σου να κάνης μαζί του τη βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, και θα σου δώση και άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Τις ακτίνες τής βασιλείας τών ουρανών δεν τις βλέπεις. Την αγριότητα της κολάσεως δεν την γνωρίζεις. Τον άγγελό σου τουλάχιστον, που σ' ακολουθεί σαν χριστιανό, δεν τον ντρέπεσαι; Αχ, να ήξερες τι τιμωρία σε περιμένει, ακάθαρτε, που συχνάζεις σε απόμερες γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, που ούτε οι σκύλοι και οι χοίροι ούτε τα ερπετά και τα φί­δια τις κάνουν! Ποιός σου τα έμαθε αυτά; Κρίμα στα νιάτα σου! Σε πλήγωσε ο σατανάς και σε γκρέμισε αγέρωχα στα τρίσβαθα του άδη. Πρόσεξε! Μην προχωρής περισσότερο, για να μη ρίξη φωτιά ο Θεός και σε κάψη πρόωρα κι έτσι από τη μια φωτιά πέσης στην άλλη, της κολάσεως.
Ο ευνούχος άκουσε και έφριξε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε.
- Αλλοίμονό μου του άθλιου, ψέλλισε καταντροπιασμένος.
- Τί έπαθες αγαπητέ μου; ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί ντράπηκες και κοκκίνισες έτσι; Δεν σου είπα ότι αυτός είναι τρελλός και λέει ό,τι φθάση; Πάντως για ό,τι απ' αυτά που άκουσες σε ελέγχει η συνείδησίς σου, φρόντισε να το διορθώσης και να μην περιφρονήσης τα λόγια του. Είσαι νέος και ο σατανάς είναι φοβερός. Μας σπρώχνει να κάνουμε την αμαρτία όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να έχη κι εμάς μέσα στη φωτιά τής κολάσεως και να παρηγορήται.
Ο ευνούχος, ύστερα απ' αυτά που άκουσε, ανεχώρησε. Τότε ο Επιφάνιος βοήθησε τον όσιο να σηκωθή και πήγαν στο δωμάτιό του. Εκεί βρήκαν έτοιμο το τραπέζι και κάθησαν να ευφρανθούν. Μετά το φαγητό ρώτησε ο Επιφάνιος:
- Γιατί, σεβαστέ μου φίλε, μίλησες τόσο απότομα στον αγαπητό μου;
- Επειδή είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν, δεν θα άκουγε ούτε μία λέξι. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να τρέχω στον ίσιο δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.
- Γνωρίζω κι εγώ τα σχετικά με τον ευνούχο, είπε ο Επιφάνιος. Αφού όμως ο καημένος είναι δούλος και βιάζεται από τον κύριό του, τί μπορεί να κάνη;
- Το ξέρω, είπε ο όσιος, καταλαβαίνω τη θέσι του. Ο δούλος όμως πρέπει να εξυπηρετή τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα τού διαβόλου και στις άτιμες πράξεις του, και μάλιστα σ' αυτό το καταραμένο, το σιχαμερό αμάρτημα που ούτε στα ζώα το συναντάμε! Γιατί λοιπόν ο άνθρωπος να μην αισθάνεται τη δυσωδία αυτής της ακαθαρσίας και να μην την αποστρέφεται;
- Όταν ο αφέντης, είπε πάλι ο Επιφάνιος, προστάξη τον δούλο να κάνη κάποια υπηρεσία είτε σωματική είτε πνευματική είτε ακόμη και αμαρτωλή, κι αυτός δεν υπακούση, ξέρεις τότε τι κατάρες τον περιμένουν, τι ξύλο, τι απειλές και πόσα άλλα δεινά;
- Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε: «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε ' 10). Αν οι δούλοι δεν υποχωρούν στη σιχαμερή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί τα βασανιστήρια που θα υποφέρουν θα τους κατατάξουν στη χορεία των μαρτύρων.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ», εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)

 ΠΗΓΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΛΟΥΚΑ : Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία εἶς τό «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς » (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Hristos-invatatorul1


Εὐαγγέλιο Κυριακής: (Λουκ. Στ΄ 31-36)


«Εἶπεν ὁ Κύριος· Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».


Ἀπόδοση

Εἶπε ὁ Κύριος· «῞Οπως θέλετε νὰ σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νὰ συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἂν ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸν Θεό; ᾿Αφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. Κι ἂν κάνετε καλὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν. ῍Αν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νὰ σᾶς τὰ ἐπιστρέψουν, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν στοὺς ὁμοίους τους γιὰ νὰ τὰ πάρουν πίσω. ᾿Αντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε, χωρὶς νὰ περιμένετε νὰ πάρετε πίσω τίποτα. ῎Ετσι, ὁ Θεός, ποὺ εἶναι καλὸς ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς ἀχάριστους καὶ τοὺς κακούς, θὰ σᾶς ἀνταμείψει μὲ τὸ παραπάνω καὶ θὰ σᾶς κάνει παιδιά του. Νὰ εἶστε λοιπὸν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικὸς εἶναι κι ὁ Θεὸς Πατέρας σας».

Ὁμιλία εἶς τό «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς » ιοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Αυτός που έπλασε μόνος τις καρδιές μας και παρατηρεί όλα τα έργα μας, αυτός ο οποίος ενεφανίσθη σε εμάς με σάρκα και μας ηξίωσε να γίνη διδάσκαλός μας, ζητεί τώρα από εμάς αυτά που παρεφθάρησαν για να τα αναπλάση, εκείνα ακριβώς που ενέβαλε στις ψυχές μας όταν στην αρχή μας έπλασε. Διότι απ΄ αρχής μας έπλασε καταλλήλους για την μέλλουσα διδασκαλία και ύστερα έδωσε την διδασκαλία κατάλληλο προς την αρχικήν πλάσι· δεν έκαμε τίποτε άλλο παρά να ανακαθάρη την ωραιότητα του πλάσματος που είχεν αμαυρωθή με την πρόσληψι της αμαρτίας. Αυτό δεικνύει με τον καλλίτερο τρόπον η σήμερα αναγινωσκομένη και προβαλλομένη από εμάς προς ερμηνείαν περικοπή του Ευαγγελίου: «Καθώς θέλετε», λέγει, «ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Καλώς προείπεν ο Προφήτης Ησαΐας ότι «λόγον συντετρημένον δώσει Κύριος επί της γης». Πράγματι σε αυτόν τον ένα και σύντομο λόγο συμπεριέλαβε κάθε αρετήν, κάθε εντολήν, σχεδόν κάθε καλήν πράξι και γνώμη. Γι΄ αυτό και κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, αφού προέταξε αυτό ο Κύριος προσέθεσε «ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται». Πράγματι σε άλλο σημείον συγκεφαλαιώνοντας είπεν ότι σε δύο εντολές, στην προς Θεόν και προς τον πλησίον αγάπη «κρέμανται όλος ο νόμος και οι προφήται»· τώρα όμως συνήγαγε τα πάντα σε ένα και συμπεριέλαβε όχι μόνον την κατά τον νόμον και τους Προφήτες αρετήν, αλλά και κάθε αγαθοεργίαν γενικώς μεταξύ των αθρώπων· διότι τώρα νομοθετεί όχι σε ένα γένος μόνον, αλλά σε όλην την οικουμένην, ή μάλλον σε όσους συνδέονται με αυτόν δια της πίστεως, από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανόν.

Και μάλιστα όχι μόνο συμπεριέλαβε, αλλά και έδειξε ότι κάθε μία από τις εντολές που εδόθησαν από αυτόν υπάρχει έμφυτος μέσα μας. Πράγματι αυτό είναι που και ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας παραγγέλει λέγοντας· «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας, εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών». Αυτό μας το είχε διακηρύξει ο Θεός και με τον Προφήτην Ιερεμία, λέγοντας «διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών»· διότι το να έχωμε εκουσίαν γνώμην είναι ιδιότης της διανοίας. Αφού λοιπόν ο Κύριος έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον έμφυτον νόμον έχουν αναγραφή τώρα όλα τα ευαγγελικά παραγγέλματα, προστάζει και νομοθετεί να πολιτευώμεθα σύμφωνα με αυτά· διότι ενέβαλε την γνώσι του πρακτέου μέσα στην φύσι μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. Μάλιστα ο Κύριος με την κεφαλαιώδη αυτήν παραίνεσι, το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», έδειξεν ότι κάθε ευαγγελική εντολή είναι όχι μόνον έμφυτος αλλά και δικαία και εύκολος και συμφέρουσα και επίσης εύληπτος σε όλους και ευνόητος από μόνη της. Τι δηλαδή; δεν γνωρίζεις ότι το να οργίζεσαι εναντίον του αδελφού και να τον προσβάλλης και μάλιστα χωρίς λόγον είναι κακόν; Και πως εσύ θέλεις να υποστής την οργή και την προσβολήν του και ούτε καν μετά από σκέψι φθάνεις σ΄ αυτήν την γνώμην, αλλ΄ αμέσως δυσανασχετείς προς την εναντίον σου κινουμένην οργήν και προσβολήν, και με κάθε τρόπον την αποφεύγεις μη καταδεχόμενος αυτήν, οπωσδήποτε ως κακήν, ως άθεσμον, ως ασύμφορον; Έτσι θεωρείς και την προς την σύζυγό σου εμπαθή και περίεργον θέαν από κάποιον άλλον· έτσι επίσης όχι μόνον το εναντίον σου, αλλά και το προς εσέ για οποιονδήποτε λεγόμενον ψεύδος· και γενικώς αυτήν την εσωτερικήν στάσι απέναντι σε κάθε τι απηγορευμένον από την ευαγγελικήν εντολήν. Τι πρέπει να ειπούμε περί όλων των αμαρτωλών πράξεων που έχουν προαπαγορευθή από τον παλαιόν νόμον, του φόνου, της μοιχείας, της επιορκίας, της αδικίας και των ομοίων; Ακόμη δε και περί των αντιθέτων από αυτά αρετών και πως μας αρέσουν αυτοί που τις χρησιμοποιούν υπέρ ημών; Βλέπεις ότι και γνωρίζεις από μόνος σου κάθε εντολήν και την κρίνεις ως δικαίαν και συμφέρουσα; Και όχι μόνον αυτό αλλά και ως ευχερή; Διότι δεν θα θεωρούσες πολύ αξιόμεμπτον αυτόν που θυμώνει ή ψεύδεται εναντίον σου ή σε επιβουλεύεται με άλλον τρόπο, εάν ενόμιζες ότι είναι δυσκατόρθωτον ή αδύνατον το να απέχη εκείνος από αυτά.

Μη λοιπόν, όταν μεν εσύ κακοπαθής από άλλον, όταν υβρίζεσαι, εξαπατάσαι ή ζημιώνεσαι, συνηγορής υπέρ του εαυτού σου, ενώ όταν συ ο ίδιος υβρίζης και αδικής και επιχειρής να εξαπατήσης τον πλησίον σου, τον καταδικάζεις μη εξάγοντας την ιδίαν απόφασι για τα ίδια πράγματα. Αλλά να είσαι αντικειμενικός κριτής, και εκείνα μεν που δεν θέλεις να παθαίνης από άλλον ως κακά, με κανέναν τρόπο να μη τα κάνης στον άλλον, εκείνα δε τα αγαθά που ποθείς εσύ να σου γίνωνται από τον άλλον, αυτά να του κάνης και συ. Ζητείς κάτι από κάποιον, βοήθειαν ίσως ή κάποιαν άλλην εξυπηρέτησι και θέλεις οπωσδήποτε να την λάβης, επειδή το θεωρείς καλόν; γιατί όχι; Όταν λοιπόν κάποιος άλλος σου ζητή κάτι, σπεύσε να του φερθής φιλικώς και να θεωρής καλόν το να λάβη και εκείνος κάτι εμπράκτως από σε. Αλλά ζητεί εκείνος από σε κάτι περισσότερον από όσα έχεις; Δείξε με όσα έχεις ότι και αν είχες περισσότερα, θα του παρείχες· «ει γαρ το θέλειν παράκειται» (αν υπάρχη θέλησις) λέγει ο Παύλος «εξ ων έχει τις ευπρόσδεκτος, ουκ εξ ών ουκ έχει». Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.
Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα».

Αμαρτωλούς εδώ ονομάζει όσους δεν φέρουν το όνομά του και όσους δεν πολιτεύονται σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν του· τους απεκάλεσε όλους αυτούς με ένα όνομα δεικνύοντας με τον τρόπον αυτόν ότι δεν προκύπτει κανένα όφελος από το να λεγώμεθα χριστιανοί, εάν με τα έργα μας δεν διαφέρωμε από τους εθνικούς. Όπως δηλαδή έλεγεν ο μέγας Παύλος προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί, εα νόμον πράττης· εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν»· έτσι και τώρα ο Χριστός λέγει σ΄ εμάς δια του Ευαγγελίου, ότι σε σας τους ιδικούς μου θα υπάρχη η χάρις που ενώνει με εμέ, εάν τηρήτε τις εντολές μου· εάν όμως πράττετε τα έργα των αμαρτωλών και τίποτε περισσότερον, αγαπάτε δηλαδή αυτούς που σας αγαπούν και ευεργετήτε αυτούς που σας ευεργετούν, δεν θα αποκτήσετε από αυτά καμμίαν παρρησία προς εμέ. Και δεν τα λέγει αυτά αποτρέποντάς μας από το να αγαπούμε αυτούς που μας αγαπούν και από το να ευεργετούμε αυτούς που μας ευεργετούν, και από το να δανείζωμε σε αυτούς οι οποίοι πρόκειται να μας τα επιστρέψουν· αλλά φανερώνει ότι το καθένα από αυτά δεν έχει μισθόν, επειδή λαμβάνει εδώ την ανταπόδοσι, και δεν φέρνει καμμίαν χάρι στην ψυχήν ούτε την καθαρίζει από την αμαρτίαν η οποία την έχει κηλιδώσει. Δεν προξενούν λοιπόν αυτά, όταν υπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ιδιαιτέραν χάρι στην ψυχήν ως αιωνίαν ανταπόδοσιν, όταν όμως απουσιάζουν προξενούν πολλήν κατάκρισιν και ζημίαν. Διότι αυτοί που δεν ανταγαπούν ούτε εκείνους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, είναι χειρότεροι και από τους τελώνες και τους αμαρτωλούς· εκείνοι δε που με έργα και λόγους τους ανταμείβουν με τα αντίθετα πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιούτοι είναι και όσοι αφηνιάζουν προς τους άρχοντες της πόλεως, μολονότι εκείνοι καθημερινώς καταβάλλουν γι΄ αυτούς σημαντικές φροντίδες, όσοι δεν αποδίδουν την εύνοιαν που αρμόζει στους βασιλείες οι οποίοι ετάχθησαν από τον Θεόν, όσοι δεν ταπεινώνονται κάτω από την κραταιάν χείρα του Θεού, αλλ΄ απειθούν στην Εκκλησίαν του Χριστού και αγανακτούν ματαίως κατά των προστατών της Εκκλησίας, και μάλιστα την στιγμή που εκείνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια για το καλό τους και θέλουν και εύχονται και πράττουν με όλην τους την δύναμι κάθε αγαθόν και ωφέλιμο γι΄ αυτούς.

Αλλά και εκείνοι που δεν δανείζουν στους υποσχομένους να ανταποδώσουν τα ίσα και εγκαίρως, αλλά απαιτούν τόκους και μάλιστα βαρείς και χωρίς αυτούς ούτε καν να εμφανισθή επιτρέπουν ο κήνσος και το αργύριον, είναι σχεδόν άνομοι και χειρότεροι από τους αμαρτωλούς, αφού ούτε στον παλαιό νόμο πείθονται ούτε στην νέαν Διαθήκην. Από αυτά η μεν Διαθήκη μας προτρέπει να δανείζωμε και σε εκείνους οι οποίοι δεν υπάρχει ελπίς να μας επιστρέψουν το δάνειον, ο δε παλαιός νόμος λέγει «ουκ εκτοκιείς (τοκίσης) το αργύριόν σου» και επαινεί αυτόν που δεν δίδει τα χρήματά του με τόκον· επίσης συνιστά να αποφεύγωμε την πόλι, στις πλατείες της οποίας, δηλαδή φανερά, συνάπτονται δάνεια με τόκον και δόλον. Βλέπετε ότι ο τοκογλύφος αφαιρεί όχι μόνον της ψυχής του, αλλά και της πολιτείας την δόξα, διότι της προσάπτει κατηγορίαν απανθρωπίας, και την αδικεί ολοκληρωτικά και σοβαρά; Διότι ενώ είναι ιδικός της πολίτης και όσα έχει τα απέκτησε από αυτήν, δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της. Σ΄ αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανείζη, ενώ σε αυτούς που έχουν, αλλά ολίγα, δίδει με τόκον, ώστε μαζί με το επάγγελμά τους να τους αφαιρέση και εκείνα τα ολίγα που έχουν. Γι΄ αυτό προφανώς και ο Προφήτης συνάπτει τον τόκον με τον δόλον, λέγοντας «εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει, και ουκ εξέλιπεν εν των πλατειών αυτής τόκος και δόλος».

Σπεύδει λοιπόν να πλουτίση ο τοκιστής όχι τόσον με χρήματα όσον με αμαρτήματα, καταστρέφοντας έτσι και την περιουσία του δανειστού και την ιδικήν του ψυχήν. Διότι οι τόκοι είναι σαν γεννήματα εχιδνών, τα οποία φωλιάζουν στους κόλπους των φιλαργύρων και προδηλώνουν ότι δεν θα διαφύγουν τους ακοιμήτους σκώληκες που απειλούνται για τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δε κάποιος από αυτούς λέγη ότι, αφού δεν μου επιτρέπης να λαμβάνω τόκους, θα κρατήσω κοντά μου το αργύριον που μου περισσεύει και δεν θα το διαθέσω σε όσους χρειάζονται δανεικά, αυτός ας γνωρίζη ότι έχει μέσα του τις μητέρες των εχιδνών, οι οποίες θα του γίνουν μητέρες και των ακοιμήτων εκείνων σκωλήκων.

Γι΄ αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Κύριος, θέλοντας με κάθε τρόπον να μας απομακρύνη από όλα τα κακά, παραγγέλλει να αγαπούμε και να αγαθοποιούμε και τους εχθρούς και να δανείζωμε σ΄ εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, χωρίς να αποβλέπωμε σε τίποτε· διότι, λέγει «έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Μη νομίζης, λέγει, ότι επειδή αγαθοποιείς αυτούς που σου φέρονται άσχημα και δίδεις σ΄ εκείνους που δεν ανταποδίδουν, θα χάσης τα ιδικά σου· διότι τώρα είναι καιρός σποράς και αγαθοεργίας, ο δε καιρός του καταλλήλου θερισμού είναι ο μέλλων αιών. Μην απελπισθής λοιπόν για τον χρόνον που έχει ορισθή μεταξύ σποράς και θερισμού, αλλά γνώριζε ότι θα συγκομίσης τα αγαθά σου πολλαπλάσια, όπως απεναντίας και οι εδώ κακοποιούντες θα συγκομίσουν τα κακά που τους αρμόζουν. Διότι ότι σπείρει κανείς εδώ, τα ανάλογα θα θερίση εκεί, αλλά με μεγάλην προσθήκη.

Εάν λοιπόν εδώ ομοιώσης τον εαυτό σου δια των έργων με τον Υιόν του Θεού και αποδείξης ότι είσαι καλός με όλους, όπως και εκείνος είναι προς όλους αγαθός, θα λάβης εκεί με επαύξησι την προς αυτόν ομοίωσι, περιλαμπόμενος με το φως της δόξης του Υψίστου και συζών αιωνίως με εκείνους για τους οποίους ο Χριστός θα είναι «ο Θεός εν μέσω θεών», και θα διαμοιράζη τα αξιώματα της αϊδίου μακαριότητος· διότι αυτό εδήλωσε με την προσθήκη «και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Πράγματι, γι΄ αυτό και ο Υιός του Θεού αφού έκλινεν ουρανούς κατήλθε στην γη και έγινεν υιός ανθρώπου και είπε και έπραξε όλα αυτά, και τέλος αφού έπαθεν απέθανεν υπέρ ημών και ανέστη και ανήλθε πάλι στους ουρανούς για να μας κάνη ουρανίους και αθανάτους και υιούς Θεού. Ώστε αυτά που απαιτεί τώρα από εμάς, το να αγαπούμε τους εχθρούς, να αγαθοποιούμε, να δανείζωμε σε εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, δεν είναι μόνον οφειλόμενα και συμφέροντα για μας, όπως προαπεδείχθη, αλλά και μικρά είναι συγκρινόμενα με όσα δίδονται από εκείνον. Διότι αυτός μεν έδωσε τον εαυτόν του υπέρ ημών οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαμε τίποτε να του ανταποδώσουμε, αλλά και είχαμε φανή με πολλούς τρόπους αχάριστοι και πονηροί προηγουμένως· εμάς όμως μας προτρέπει να δανείζωμε από το περίσσευμα και να αγαθοποιούμε από όσα έχουμε στην διάθεσί μας. Ποία και πόσα; Και για αυτά ακόμη τα μικρά μας ανταποδίδει την προς αυτόν ομοιότητα και την υψίστην υιοθεσία και τους ουρανίους μισθούς, λέγοντας «γίνεσθε οικτίρμονες ότι και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς οικτίρμων εστί». Μεθ΄ ου αυτώ πρέπει δόξα συν αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


alopsis.gr




ΠΕΝΤΕ ΤΡΟΠΟΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

.Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πρακτικά μας δείχνει πέντε δρόμους της μετανοίας. Μας λέγει:

Πρώτος δρόμος μετανοίας είναι ν' αυτοκαταδικάζεσαι για τις αμαρτίες σου. Ο Κύριος εκτιμά ιδιαίτερα αυτή σου την πράξη. Αυτός που μόνος του καταδίκασε τ' αμαρτήματά του πολύ δύσκολα θα τα επαναλάβει. Η έγκαιρη εξέγερση της συνειδήσεως σου διά της αυτοκατηγορίας δεν θα έχει κατήγορο στο ουράνιο κριτήριο.


Δεύτερος αξιόλογος δρόμος μετανοίας είναι να μη βαστάς κακία για κανένα, ακόμα και γι' αυτούς τους εχθρούς σου. Να συγκρατείς πάντοτε την οργή σου, να συγχωρείς τ' αμαρτήματα των άλλων, γιατί έτσι θα εξαλείψει και τα δικά σου ο Κύριος. Είναι αυτό ένα αποτελεσματικό καθαρτικό, αφού μας το υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας: Αν συγχωρέσετε τους χρεώστες σας, τότε θα σας συγχωρήσει σίγουρα και ο ουράνιος πατέρας μας (Ματθ. 6. I).

Τρίτος ασφαλής δρόμος μετανοίας είναι η ορθή, θερμή και εκ βαθέων καρδιακή προσευχή. Μη λησμονάμε την ευαγγελική χήρα που επέμενε στο αίτημα της στον δύστροπο δικαστή και τελικά έλαβε το ποθούμενο (Λουκ. 18, 1-8). Αν εκείνη έλαβε για την επιμονή της από τον αδιάντροπο δικαστή, πόσο μάλλον εμείς που έχουμε ουράνιο πατέρα ήμερο, φιλικό και φιλάνθρωπο και οπωσδήποτε θα μας δωρίσει τα προς τη σωτηρία μας αιτήματα.

Τέταρτος σίγουρος δρόμος μετανοίας είναι της ελεημοσύνης, που η δύναμή της είναι ανέκφραστα μεγάλη. Ο προφήτης Δανιήλ είπε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα να ξεπλύνει τις πολλές αμαρτίες του μ' ελεημοσύνη και τ' ανομήματά του με το να ευσπλαγχνισθεί τους φτωχούς. Η αγάπη είναι ικανή να εξαλείψει αμαρτήματα. Ο μετανοημένος παραβάτης με τη φιλανθρωπία επανορθώνει τα πάντα με τον αγώνα του και τη χάρη του Θεού.

Πέμπτος δρόμος σταθερός ο συνδυασμός πηγαίας μετριοφροσύνης κι εγκάρδιας ταπεινοφροσύνης. Μάρτυρας προς τούτο ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής. Η γνήσια ταπεινοφροσύνη του αποτίναξε όλο το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων του.

Καταλήγει λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ο ιερός Χρυσόστομος: Να καταδικάζουμε τις αμαρτίες μας, να συγχωρούμε τις αμαρτίες των αδελφών μας, να 'χουμε κερδοφόρα προσευχή, καρπούς ελεημοσύνης και ταπεινοφροσύνης, δίχως να καθυστερούμε, δίχως να χάνουμε ούτε μία μέρα και ώρα βαδίζοντας τους πέντε αυτούς σωτήριους δρόμους καθημερινά.


Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Από το βιβλίο «Χριστός χριστιανούς χαρά χαρίζει», εκδ. Τήνος

ΠΗΓΗ

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ , Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος (26 Σεπτεμβρίου)



Εὐαγγέλιο: Κατά ωάννην (ιθ΄ 25-27, κα΄ 24-25)


Τῷ καιρῷ ἐκείνω, εἱστήκεισαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.

Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου.
Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥραςἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.
Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.
Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

Ἀπόδοση:


Τον καιρό ἐκείνο, κοντὰ εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἐστέκοντο μητέρα του καὶ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, Μαρία σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία Μαγδαληνή.
Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν μητέρα του καὶ τὸν μαθητὴν ποὺ ἀγαποῦσε, νὰ στέκεται κοντά της, εἶπε εἰς τὴν μητέρα του «Γυναῖκα, νά ὁ υἱός σου».
Ἔπειτα εἶπε εἰς τὸν μαθητήν, «Νά ἡ μητέρα σου». Καὶ ἀπ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τὴν ἐπῆρε ὁ μαθητὴς στὸ σπίτι του.
Αὐτὸς εἶναι ὁ μαθητὴς ποὺ μαρτυρεῖ γι’ αὐτὰ καὶ τὰ ἔγραψε καὶ ξέρομεν ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.
Ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τὰ ὁποῖα, ἐὰν γραφοῦν καθένα, νομίζω ὅτι οὔτε αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ἐγράφοντο. Ἀμήν.


Ἀγαπητοί, Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν. Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν. Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου.

Ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷμένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. Καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸςἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ᾿ ἡμῶν, ἵνα παρρησίαν ἔχωμενἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷκόσμῳ τούτῳ.
Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.


Ἀπόδοση:

Ἀγαπητοί, τὸν Θεὸν δὲν τὸν ἔχει ἰδῆ κανεὶς ποτέ. Ἐὰν ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὁ Θεὸς μένει μέσα μας καὶ ἡ ἀγάπη του ἔγινε τελεία μέσα μας. Μὲ τοῦτο ξέρομεν ὅτι μένομεν ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, διότι  μᾶς ἔδωκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμά του. Καὶ ἐμεῖς ἔχομεν ἰδῆ καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Ὅποιος ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μένει ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. Ἐμεῖς ἐγνωρίσαμε καὶ ἐπιστέψαμε εἰς τὴν ἀγάπην ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ὅποιος μένει εἰς τὴν ἀγάπη μένει ἐν τῷ Θεῷ καὶ ὁ Θεὸς μένει ἐν αὐτῷ. Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἔχει γίνει σ’ ἐμᾶς τελεία ἡ ἀγάπη: διὰ νὰ ἔχωμεν θάρρος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, διότι καθὼς εἶναι ἐκεῖνος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, εἴμεθα καὶ ἐμεῖς.
Φόβος δὲν ὑπάρχει εἰς τὴν ἀγάπην, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη διώχνει τὸν φόβον, διότι ὁ φόβος περιέχει τιμωρίαν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται δὲν εἶναι τέλειος εἰς τὴν ἀγάπην. Ἐμεῖς τὸν ἀγαπᾶμε, διότι αὐτὸς πρῶτος μᾶς ἀγάπησε.



Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο αγαπημένος μαθητής τού Χριστού. Καταγόταν από τη Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ήταν ψαράς.

Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και νεώτερος αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Στην αρχή ήταν μαθητής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου και κατόπιν έγινε μαθητής του Κυρίου. Ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού και μάλιστα μαθητής «ον ηγαπα ο Ιησους» (Ιωαν. ια΄ 20), δηλαδή, τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου και στην αγιογραφία εικονίζεται με έναν αετό κοντά στο κεφάλι του.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είναι ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του. Τον ακολούθησε και στις πιο δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Όταν οι άλλοι μαθητές ήταν κρυμμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων», αυτός ήταν παρών στην σύλληψή Του, στην δίκη και στον Γολγοθά, όπου κάτω από τον Σταυρό του εμπιστεύθηκε ο Χριστός την μητέρα Του. Μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτελούσαν την τριάδα τον μαθητών που έλαβε μαζί του ο Χριστός στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στο όρος Θαβώρ, όπου «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», καθώς και στην Γεσθημανή, όπου προσευχήθηκε πριν από το πάθος Του.

Ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, το θεολογικότερο όλων και θεωρούμενο ως Ευαγγέλιο της αγάπης, καθώς επίσης τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης.

Τη ζωή του κοντά στον Κύριο τη γνωρίζουμε μέσα από τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Ο Ιωάννης συνέχισε έντονα την δράση του και μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Αυτός και ο Πέτρος ήταν οι πρώτοι που κήρυξαν μετά την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος σε όλο τον κόσμο το λόγο του Κυρίου.

Η παράδοση, επίσης, μας λέει ότι ο Ιωάννης κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία, και ιδιαίτερα στην Έφεσο, όπου με την προσευχή του κατέστρεψε το ναό της Αρτέμιδος και οδήγησε στο Χριστιανισμό τετρακόσιες χιλιάδες ειδωλολάτρες. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη.

 Εκείνο, όμως, που αξίζει να αναφέρουμε, είναι η φράση που συνεχώς έλεγε στους μαθητές του: «Τεκνια, αγαπατε αλληλους» (Ιωαν. ιγ΄ 34), που σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την ίδια φράση, αυτός απάντησε «διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί».


Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.



Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.

Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.

Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.




Δείτε σχετικά: 



ΟΜΙΛΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)



Τελούμε την εορτή ενός από τους προκρίτους Αποστόλους του Χριστού και εγκαινιάζουμε τούτον ως πατέρα όλων όσων φέρουν το όνομα του Χριστού, ως πατριάρχη. Διότι όπως ο Ιακώβ προέβαλε δώδεκα πατριάρχες κατά σάρκα, από τους οποίους διαμορφώθηκαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, έτσι και ο Χριστός προέβαλε πνευματικά τους δώδεκα μύστες, αφού τον αριθμό του ελεεινώς εκπεσόντος τον συμπλήρωσε ο Παύλος.

Οι δώδεκα πηγές των υδάτων, στις οποίες στρατοπεύδευσαν οι Ισραηλίτες υπό την αρχηγία του Μωυσέως και έσβησαν την από την οδοιπορία στην έρημο δίψα, (Εξ.15,27), προτύπωναν αυτούς τους δώδεκα. Διότι αυτοί με τα πνευματικά ποτίσματα, απάλλαξαν το γένος των ανθρώπων πορευόμενο στις ερήμους της αθεϊας και στον καύσωνα της ειδωλομανίας. Επίσης και οι δώδεκα λίθοι τους οποίους έστησε σαν σημάδι στα Γάλγαλα ο Ιησούς του Ναυή, αφού πέρασαν παραδόξως πεζοί τον Ιορδάνη, (Ιησ.Ναυή 4,1), τους δώδεκα αποστόλους προετύπωναν. Διότι αυτοί είναι για μας σαν αιώνιο σημάδι, ότι ο αληθινός Ιησούς αναχαίτησε το ρεύμα της αμαρτίας.

Ο τώρα εορταζόμενος απόστολος δεν είναι μόνο κλητός, αλλά συναριθμείται με τους εκλεκτούς και κορυφαίους των άλλων Αποστόλων, ομόστοιχος με τον Πέτρο και Ιάκωβο τους εκκρίτους. Γι' αυτό και αφού αποχωρίσθηκε από τους άλλους, μαζί με αυτούς τους δύο οδηγείται πάνω στο Θαβώριο όρος και συμμετέχει στο υπερφυές εκείνο θέαμα, στην αίγλη του φωτός της θεότητος του Υιού, ακούγοντας τη Πατρική φωνή και καθιστάμενος μακαρίως όχι μόνο μαθητής του Υιού αλλά και του Πατρός. (Ματθ. 17,1-5).

Και η ιδιότης του ευαγγελιστού τον ξεχωρίζει καθόσον μάλιστα ο Ιωάννης, υπερτερεί των άλλων στο ύψος της θεολογίας.
Μόνο αυτός από τους Αποστόλους κατώρθωσε να καλήται από όλους παρθένος, διότι μόνος αυτός φύλαξε σε όλο του το βίο και τα δύο, και την ψυχή και το σώμα, το νου και την αίσθηση. Η παρθενία ιδιαίτερα της ψυχής που είναι η προς κάθε κακία ασυμβίβαστη γνώμη, προσμαρτυρείται σχεδόν ως αναμαρτησία. Γι' αυτό και έγινε αγαπημένος στο μόνο εκ φύσεως αναμάρτητο Χριστό και τούτο το επώνυμο μόνος αυτός από όλους απέκτησε.

Σε αυτόν υπάρχουν και άλλα ονόματα επαίνου. Όχι μόνο αγαπημένος παρθένος είναι, αλλά και της παρθένου υιός και μάλιστα της μητροπαρθένου και Θεομήτορος, αφού έγινε γι' αυτήν κατά χάρη ό,τι ο Χριστός της είναι κατά φύση. Εάν δε μόνος αυτός απέκτησε την ίδια με το Χριστό μητέρα, είναι και ο μόνος αδελφός του πάνω από όλους και συγγενής και αφωμοιωμένος με τον Υιό του Θεού καθ' όλα. Υιός αγαπητός εκείνος, και αυτός μαθητής αγαπητός. Στο κόλπο του Πατρός εκείνος, και αυτός επιστήθιος στον Ιησού. Παρθένος εκείνος, και αυτός δια της χάριτος εκείνου. Παρθένου υιός εκείνος, της ιδίας και αυτός. Βρόντησε από τον ουρανό ο Κύριος (Ψαλμ.17,13) και αυτός είναι βροντή και υιός βροντής και μάλιστα βροντή θεολογικωτάτη που θεολογεί τον από τον Πατέρα Λόγο ότι και στην αρχή είναι και προς το Θεό είναι και Θεός είναι και ζωή έχει μέσα του και φως αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στο κόσμο και δια του οποίου έγιναν στην αρχή τα πάντα. (Ιω.1,1-14).

Αυτή η βροντή και τον από τον Θεό σταλέντα σ' εμάς μάρτυρα γνώρισε, που έγινε για χάρη μας σάρκα και μας παρέστησε όλη τη πολιτεία του με τους λόγους, τα έργα, τα πάθη, την μετά τον σταυρό ανάσταση, την μετά από αυτήν επάνοδο στους ουρανούς από όπου κατήλθε.

Και όλα αυτά ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος τα ανέγραψε για μας, όπως τα είδε, για να σωθούμε. Και προτρεπτική επιστολή απευθύνει σε όλους, καλώντας μας για συμμετοχή στην αιώνια ζωή, η οποία προαιωνίως ήταν προς τον Πατέρα και φανερώθηκε σε μας. Και μας διδάσκει περί της κορυφής των αρετών, της αγάπης, λέγοντας ότι ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη, ώστε και όποιος έχει αγάπη να έχει το Θεό και όποιος μένει στην αγάπη να μένει στο Θεό και ο Θεός να μείνει σε όποιον μένει η αγάπη. Τη δείχνει διπλή την αγάπη, στο Θεό και τον πλησίον. Διότι λέγει: <<όποιος με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου>> <<αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε αλλήλους, από τούτο θα γνωρίσουν όλοι ότι είσθε μαθητές μου, αν έχετε μεταξύ σας αγάπη>>. (Ιω.14,21 13,34 15,12).

Βλέπετε πως είναι αχώριστος η προς το Θεό και η προς αλλήλους αγάπη; Και ο αγαπημένος μαθητής - έτσι αυτοαποκαλείται στο Ευαγγέλιο που συνέγραψε και όχι με το όνομά του - όλα τα διδάγματα και θαύματα και παθήματα του διδασκάλου έκανε και περνούσε τη ζωή του ευεργετώντας όλους με έργα και λόγια, πάσχοντας ο ίδιος για χάρη τους. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του παρέδιδε τον εαυτό του σε θάνατο για την αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους. Πόσες φορές εμπαίχθηκε, ραπίσθηκε, λιθοβολήθηκε, οδηγήθηκε σε τυράννους και άρχοντες για να λογοδοτήσει σαν υπόδικος και εξορίσθηκε από το Δομετιανό στη Πάτμο.
Όταν ήρθε ο καιρός της μεταβάσεώς του στο Κύριο, σε βαθειά γεράματα ψέλιζε αυτή μόνο τη φράση συνέχεια: <<Τεκνία αγαπάτε αλλήλους>>.


Αρκετοί είχαν την άποψη ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε, αλλά μετατέθηκε στην άλλη ζωή, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Αφορμή γι' αυτή την άποψη έδωσε το γνωστό ευαγγελικό χωρίο (Ιω.κα'22). Η παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι ότι ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο σε βαθειά γεράματα, αλλά όταν μετά από τρεις μέρες οι μαθητές του επισκέφθηκαν το τάφο του, τον βρήκαν κενό. Η Εκκλησία μας δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβηκε ό,τι και με την Παναγία μητέρα Του.


(Απόσπασμα από: ΠΑΤΕΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓ.ΠΑΛΑΜΑΣ"Τ.11)


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΟΙ ΚΡΥΦΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΣΤΕΩΜΕΝΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ (Φώτης Κόντογλου)





Σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, οἱ αἱρετικοὶ πληθαίνουνε μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, παρεκτὸς τοὺς ἀπ' ἔξω. Οἱ ἀπ' ἔξω αἱρετικοὶ εἶναι φανεροί. Ἐδῶ θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς κρυφοὺς αἱρετικούς, τοὺς κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους, αὐτοὺς ποὺ μᾶς φέρνουνε τὸν προτεσταντισμὸ καὶ τὸν καθολικισμὸ ἀπὸ τὴ Δύση, ἐκεῖ ποὺ πᾶνε καὶ σπουδάζουνε.

Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸν φέρουνε; Ἀργήσανε μάλιστα. Χρόνια καὶ χρόνια γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά. Παράξενο θὰ 'τανε νὰ μὴν τὸν φέρουνε. Αὐτοί, ὅμως, δὲν φανερώνονται σὰν αἱρετικοί, μήτε κι οἱ ὅμοιοί τους τοὺς θεωροῦνε γιὰ αἱρετικούς. Μιλᾶνε συχνά, σὰν παπαγάλοι, γιὰ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ μία ὀρθοδοξία «ἐξελιγμένη», συγχρονισμένη, «εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία». Τούτη ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ἔχουμε καὶ ποὺ τὴν κληρονονήσαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, εἶναι παλιά, εἶναι βλάχικη Ὀρθοδοξία, ποὺ δὲν πάει νὰ τὴν ἔχουνε μοντέρνοι ἄνθρωποι, ποὺ ζήσανε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική!

Κάθε τόσο ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα μία φουρνιὰ ἀπὸ νεαροὺς θεολόγους, ποὺ σπουδάσανε στὴν Εὐρώπη καὶ ποὺ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ χωνέψουνε τίποτα ἀπὸ τὰ δικά μας. Ὅλα τους φαίνονται κουτσὰ καὶ στραβά, καὶ δουλεύουνε φανατικὰ γιὰ νὰ χαλάσουνε τὴν ἁγνὴ καὶ σωστὴ πίστη τοῦ λαοῦ μας. 

Θὰ 'λεγε κανένας πὼς.... γι' αὐτοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ παρακάτω λόγια: «διὰ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἠμῶν, ἢν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἴνα ἠμᾶς καταδουλώσωνται» (Γαλάτ. β', 4).

Ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς μᾶς ἔχει, ἀληθινά, τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καὶ τοῦτοι οἱ νέοι γραμματεῖς μὲ τὰ διπλώματα, θέλουνε νὰ μᾶς καταδουλώσουνε στὰ ἁμαρτωλὰ ὀρθολογιστικὰ συστήματα τῆς Δύσης.

Οἱ περισσότεροι σπουδαστές μας, μόλις πατήσουνε στὴν Εὐρώπη ἀπομένουνε ἐμβρόντητοι ἀπὸ τὶς ψευτοφιλοσοφίες ποὺ διδάσκουνε κάποιοι σπουδαῖοι καθηγητές, καὶ μάλιστα σὲ ξένη γλώσσα. Ἡ ξένη γλώσσα τοὺς κάνει μεγάλη ἐντύπωση! Κατάπληξη τοὺς κάνουνε κ' οἱ μεγάλες, πολιτεῖες, οἱ φαρδιοὶ δρόμοι, τὰ μεγάλα χτίρια, οἱ λεωφόροι, τὰ τραῖνα, οἱ λογὴς-λογὴς μηχανές, οἱ ἀγορές, τὸ πολὺ χρῆμα, τὰ βλοσυρὰ Πανεπιστήμια. Κι αὐτὸ γίνεται, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστὲς εἶναι χωριατόπουλα, ποὺ νοιώθουνε μέσα τοὺς ντροπὴ γιὰ τὸ χωριό τους, κι ὅ,τι βλέπουνε κι ἀκοῦνε, εἶναι γι’ αὐτοὺς οὐρανοκατέβατο!

Τοὺς ξέρω καλὰ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστές, γιατί κι ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κεῖνες τὶς χῶρες, καὶ ζήσαμε σ' αὐτὲς κάμποσα χρόνια. Ὅποτε ἐρχόντανε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἤτανε, στὴν ἀρχή, σαστισμένοι καὶ ζαρωμένοι, σὰν καὶ κεῖνα τὰ μαντρόσκυλα ποὺ ἀκολουθήσανε τὸν τσομπάνο καὶ βρεθήκανε στὸ κέντρο τῆς πολιτείας, μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κι ἀνάμεσα στ' αὐ­τοκίνητα, καὶ σαστίσανε, τὰ κακόμοιρα, καὶ βάζουνε τὴν οὐρὰ τοὺς ἀνάμεσα στὰ σκέλια τους, τρομοκρατημένα.

Μὰ σὰν γυρίσουνε στὸ μαντρί, τὴν ξανασηκώνουνε περήφανα, καὶ γίνουνται θηρία ἀνήμερα. Μ' αὐτὰ τὰ σκυλιὰ μοιάζανε, στὰ μάτια τὰ δικά μας, ποὺ εἴχαμε ζήσει πρὶν ἀπὸ χρόνια στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ἐκεῖνα τὰ νεοφερμένα Ἑλληνόπουλα, ποὺ μᾶς θεωρούσανε στὴν ἀρχὴ σὰν προστάτες τους, κ' ἤτανε ταπεινὰ καὶ φρόνιμα. Μὰ μὲ τὸν καιρὸ ξεθαρρεύανε, καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ παίρνανε στὸ τέλος ἕναν ἐγωισμὸ σιχαμερόν, μιλώντας μὲ καταφρόνηση γιὰ τὴν πατρίδα τους. Καὶ πολλὰ ἀπ' αὐτά, σὰν γυρίζανε πίσω στὴν Ἑλλάδα, κάνανε τὰ θηρία, κάνανε τοὺς πάνσοφους, κάνανε τοὺς προφέσσορας, μιλώντας ὁλοένα γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ γιὰ τὴν κακομοιριὰ τὴ δική μας σὲ ὅλα τὰ πράγματα. Γι' αὐτὸ λέγω, πὼς ἡ Εὐρώπη εἶναι ἡ δοκιμαστικὴ πέτρα γιὰ κάθε ἕναν ἀπό μας, ποὺ θὰ πάει σὲ κάποια χώρα της: ἢ θὰ γίνει πίθηκος ξενόδουλος, θαυμάζοντας σὰν οὐρανοκατέβατα ὅλα ὅσα βλέπει κι ἀκούει σὲ κείνη τὴ χώρα, καὶ θ' ἀρνηθεῖ τὸ γάλα τῆς μάνας του, ἢ θὰ καταλάβει πόσο ψεύτικα εἶναι τὰ φανταχτερὰ στολίδια της, καὶ πόση βαρβαρότητα ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὴν πολιτισμένη ἐπιφάνειά της, καὶ θὰ ἀγαπήσει μὲ πάθος τὸν τόπο του, νοιώθοντας «μὲ ἐπίγνωση», τὴν πνευματική της εὐγένεια καὶ τὴν ὑπεροχή μας, μπροστὰ σὲ κεῖνες τὶς ἀνθρωπομερμηγκιές.
ΠΗΓΗ: ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΙΤΡΙΑ ΚΑΙ ΒΟΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Στη συνείδηση των ορθοδόξων πιστών η Παναγία έχει καθιερωθεί ως μεσίτρια που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον αισθητό κόσμο με τη νοητή ωραιότητα. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται στους βυζαντινούς ναούς με την Πλατυτέρα που εικονίζεται στην κόγχη του ιερού. Η Παναγία είναι η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση. Γι’ αυτό η κλίμακα του Ιακώβ εξεικονίζει την Θεοτόκο που ένωσε τα «διεστώτα» και συνάπτει αυτά για πάντα με τις πρεσβείες και τη μεσιτεία της προς τον Υιό και Θεό της.

Με ποιά σημασία όμως η Παναγία θεωρείται μεσίτρια, αφού είναι γνωστό ότι ένας είναι ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός; Ο Χριστός με τη θυσία του έγινε το «αντίλυτρο» για την εξαγορά όλων των ανθρώπων από τα δεσμά της πτώσεως, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Πάτερα και εκπεσμένου υιού. Ο Χριστός είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων και η μεσιτεία του αυτή γίνεται δυνατή με την Παναγία που ως Μητέρα του Θεανθρώπου πρόσφερε σε όλους τη δυνατότητα να κοινωνούν με τον Θεό.

Βασική προϋπόθεση για την επανασύνδεση και προσέγγιση Θεού και ανθρώπων είναι η λύση της έχθρας γης και ουρανού και η επαναφορά των «αποστατών» στον Πατέρα, γράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Με τη λύση της έχθρας ανοίγει ο δρόμος για την υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό. Η υιοθεσία ενεργοποιεί τη μετοχή στη θεία δόξα με το φωτισμό και την ανακαίνιση του συντετριμμένου πλάσματος. Η Παναγία ως μεσίτρια οδηγεί τον άνθρωπο στον Χριστό και πρεσβεύει για τη σωτηρία του. Στην εικονογραφία και την υμνολογία της Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στις ακολουθίες, στους κανόνες, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα θεοτοκάρια, τις συναπτές και σε κάθε σχετικό ύμνο, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών και δεομένη εκφράζεται ως Μητέρα όλων. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στις θεομητορικές εορτές που αποτελούν ειδικότερες αφορμές καταφυγής των Χριστιανών στη σκέπη και προστασία της.

Η Παναγία βρίσκεται πολύ κοντά στον Θεό. Από το προνόμιο αυτό απορρέει η παρρησία της ενώπιον του υπέρ των ανθρώπων. Όταν οι πιστοί απευθύνουν δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγία ή τους αγίους αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονούν το σωτήρα Χριστό. Ο Χριστός τελικά σώζει τους ανθρώπους. «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» ψάλλεται στη θεία Λειτουργία. Η Θεοτόκος δεν σώζει, αλλά και δεν σωζόμαστε χωρίς αυτήν. Μέσω αυτής οικειούμαστε το σωτήρα Χριστό.

Στον Παρακλητικό Κανόνα, οι πιστοί απευθύνονται προς την Παναγία με την εξής ευχή: «Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν». Στον Κανόνα αυτόν αποτυπώνεται η θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας, την οποία επικαλούνται όλοι μετά τον Θεό Πατέρα για ενίσχυση και ενδυνάμωση. Η υμνολογική αυτή αναφορά αποτελεί μία ακόμη πτυχή της ορθόδοξης λατρείας όπου αποσαφηνίζεται ο μεσιτικός ρόλος της Θεοτόκου στις επικλήσεις σωτηρίας του κόσμου που απειλείται από την επικυριαρχία του κακού.

Ο Βασίλειος Σελευκείας προσδιορίζει το νόημα της μεσιτείας, όταν λέει: «Χαίρε κεχαριτωμένη, μεσιτεύουσα Θεώ και ανθρώποις, ίνα το μεσότοιχον αναιρεθή της έχθρας, και τοις επουρανίοις ενωθή τα επίγεια». Αυτή η υπέρβαση από τη σφαίρα της φθαρτότητας προς τα επουράνια και η επαγγελία της σωτηρίας και της αναστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της Παναγίας που πρώτη από όλους τους ανθρώπους δέχθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου.

Η άποψη αυτή είναι διάχυτη στη λειτουργική παράδοση, την υμνογραφία και την εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρά την απουσία βιβλικής θεμελιώσεως αυτής της θέσεως, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας στα ερμηνευτικά τους υπομνήματα πάνω σε χωρία των συνοπτικών Ευαγγελίων αφήνουν να διαφανεί ότι ο Χριστός μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε πρώτα στην Παναγία. Η ίδια ποτέ δεν αμφισβήτησε τη θεότητα του υιού της, ενθυμούμενη όλα τα παράδοξα και θεϊκά που συνέβησαν κατά τη σύλληψη, τη γέννηση και την επί γης παρουσία του Χριστού.

Η σωτηρία και η ελπίδα της αναστάσεως προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό. Η οικείωση όμως της σωτηρίας από τους ανθρώπους καθίσταται δυνατή με τις πρεσβείες της Θεοτόκου που, προσφέροντας το τέλειο πρότυπο αγίου βίου, οδηγεί τους πιστούς στην αρετή και τη μετάνοια. Η βαθιά αυτή πεποίθηση του λαού για τη διαρκή παρουσία της Παναγίας στο χειμαζόμενο άνθρωπο παγιώθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες στη συνείδηση των πιστών. Η Θεοτόκος γίνεται «τοις λυπουμένοις ευμενές παραμύθιον, πάσι τοις αιτούσιν ετοίμη βοήθεια». Η ίδια είναι κοντά στους ανθρώπους, αισθάνεται λύπη γι’ αυτούς και ποθεί τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Αγκαλιάζει τους πάντες και είναι έτοιμη με την παρρησία και την εγγύτητά της στον Θεό να λύσει κάθε επώδυνη κατάσταση της ζωής, την οποία προκαλεί η αμαρτία .


Οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να διαθέτουν ισχυρό προστάτη και υπερασπιστή τους, την Παναγία, που με την παρέμβασή της αποδυναμώνει την επιρροή του κακού. Αυτή «δέεται και πρεσβεύει υπέρ ημών» ανατρέποντας τις ορμές των παθών και τον πόλεμο του πονηρού. Η Παναγία και επιθυμεί και μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ποικίλων κακών, πριν ακόμη οι άνθρωποι τα αντιληφθούν. Τότε παρεμβαίνει η μεσίτρια, που με τις μητρικές της παρρησίες ικετεύει θερμά τον ουράνιο Πατέρα, σαν να πρόκειται για τον εαυτό της, προβάλλοντας τη συγγένεια της φύσεώς της με το ανθρώπινο γένος.

Η Παναγία επιβλέπει από ψηλά με συμπόνια ως «υπέρμαχος στρατηγός» το ποίμνιο που δεινοπαθεί από φανερές ή αφανείς επιθέσεις των εχθρών και κυρίως του παλαιού τυράννου, του πονηρού, κατά τη γραφή του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου. Η μεσιτεία της είναι το υπέρλογο εκείνο μέσο που όχι μόνο τιμά το ανθρώπινο γένος, αλλά και το ενισχύει, αφού το απαλλάσσει από την κυριαρχία του αιτίου των κακών έξεων και συνηθειών. Οι πιστοί δέονται στην Θεοτόκο να καταστείλει τα πάθη της ψυχής τους και να απολεπτύνει σταδιακά το νέφος της σάρκας, το παχύ και γεώδες αυτό προκάλυμμα. Ζητούν ακόμη να ενδυναμώνει τις νοερές κινήσεις και ενέργειες της ψυχής τους και να τις προσανατολίζει προς το αιώνιο και πρωτότυπο κάλλος.

Συχνά η απροθυμία της ανθρώπινης φύσεως και η νωθρότητα της διάνοιας καθιστούν τον άνθρωπο ράθυμο στην αρετή, που απαιτεί κόπο. Στην κατάκτηση της αρετής παρεμβάλλονται εμπόδια και αδιέξοδα. Γι’ αυτό στην πρώτη εμφάνισή τους ο πιστός καταφεύγει στην Θεοτόκο που δεν παύει να αγαπά και να φροντίζει τους ανθρώπους ως φιλόστοργη Μητέρα. Έτσι μεταβιβάζει τις ευεργεσίες της προς όλους αδιακρίτως και τους προστατεύει από τους πειρασμούς και τους κινδύνους. Ο Ιωσήφ Υμνογράφος ομιλεί ποιητικά για την ακοίμητη πρεσβεία της Θεοτόκου προς τον Θεό, που καθαρίζει τα πάθη της ψυχής με τις ιερές μεσιτείες της, δωρίζοντας παράλληλα και σωτήρια εγρήγορση για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού.

Είναι τόσο πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν από παντού τον πιστό, ώστε αναζητά την «κραταιά σκέπη» της Παναγίας και ζητά προστασία, κάνοντας έκκληση προς αυτήν: «Διά σπλάχνα ελέους σου, Παρθένε, μη παρίδης σεμνή ποντούμενόν με σάλω βιοτικών κυμάτων, αλλά δίδου μοι χείρα βοηθείας καταπονουμένω κακώσεσι του βίου». Στον αγώνα του ενάντια στο κακό ο πιστός καταπονείται ανελέητα από τις ορμές των παθών, από τα βέλη του πονηρού και από τις επαναστάσεις της σάρκας. Γι’ αυτό ζητά συνεργό και βοηθό του την Παναγία, ώστε να καταστείλει τις σαρκικές εκρήξεις και να αποτρέψει την κυριαρχία και επικράτηση του υλικού φρονήματος που γεννά την αμαρτία. Ο πιστός επικαλείται επίσης και την άμεση παρουσία του Θεού Πατέρα από τον οποίο ζητά να του δωρίσει «γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν και καρδίαν νήφουσαν». Έτσι η προσωπική άσκηση συμβαδίζει με τη θεία αντίληψη. Ο πιστός δεν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά περισσότερο στη βοήθεια του Θεού στον οποίο και προσφέρει όλη του την ύπαρξη, όπως έπραξαν οι άγιοι της Εκκλησίας, και κυρίως η Παναγία.
Οι πρεσβείες της Θεοτόκου στηρίζουν τον άνθρωπο μπροστά στους πειρασμούς και τη δύναμη του κακού. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν» .

Αν κάποιος επιθυμεί να πορευθεί προς τον Δεσπότη όλων, τον Θεό ή να ζητήσει συγγνώμη για τα παραπτώματά του, τότε στο πρόσωπο της Παναγίας θα βρει το χειραγωγό που θα τον οδηγήσει προς αυτόν. Η Θεοτόκος, λόγω της εγγύτητάς της προς τον Θεόν και της κοινής καταγωγής της με το ανθρώπινο γένος, γίνεται διαρκώς η μεσίτρια που συμφιλιώνει το πλάσμα με τον Πλάστη. Με τις πρεσβείες της χορηγεί στους πιστούς την εκπλήρωση των αιτημάτων τους. Και αν είναι υποχρέωση των τέκνων να αποδίδουν σεβασμό και τιμή στους κατά σάρκα γεννήτορες, ποιά ανταμοιβή θα ήταν αντάξια της Παναγίας που είναι η αιτία της πνευματικής γεννήσεως, ενηλικιώσεως, εμπλουτισμού και θεώσεώς τους;

Με δεδομένη την υπαιτιότητα του ιδίου του ανθρώπου για την πτώση του και την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», είναι φανερό ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία του προς τον όλεθρο. Αυτήν την καταλυτική πτώση του γένους διαπίστωνε με θλίψη και συμπόνια η Παρθένος και αναζητούσε το αντίρροπο φάρμακο για ένα τόσο μεγάλο πάθος. Διέγνωσε ότι μόνο μία κατεύθυνση υπήρχε· η ολοκληρωτική στροφή της προς τον Θεό και η μεσιτεία της για όλο το ανθρώπινο γένος. Κατά συνέπεια έγινε πρέσβειρα των ανθρώπων με τη δική της βούληση «ζητούσα όπως πιθανώς και γνησίως ομιλήσει Θεώ».

Η Θεοτόκος με τη συνεκτική δύναμη, το θεάνθρωπο υιό της που έφερε στους μητρικούς της κόλπους, γίνεται ενοποιός χώρα που συγκρατεί και ενώνει. Αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους και τους συμφιλιώνει μεταξύ τους και με τον Θεό, όπως ακριβώς το κέντρο του κύκλου όλες τις διερχόμενες ευθείες. Η Παναγία γίνεται η κοινή εστία, το θεμέλιο βάθρο και η απαράμιλλη πηγή των υπερφυσικών χαρισμάτων, από τα οποία αντλεί πλούσια η νοερή και λογική φύση χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί την τελειότητα εκείνης.

Η Παναγία ως μέση μεταξύ δύο ιστορικών κόσμων, προ και μετά Χριστόν, μεσίτευσε όχι μόνο μεταξύ αυτών των δύο, αλλά και μεταξύ του Θεού και όλου του ανθρώπινου γένους. Η θέση της στο μυστήριο της θείας οικονομίας της έδωσε το προνόμιο να συνδέει μόνη αυτή το ανθρώπινο με το θείο. Έτσι κατέστησε τον Θεό Υιό ανθρώπου και ανέδειξε τους ανθρώπους σε υιούς του Θεού, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Από αυτή τη θεία ιδιότητά της εκπορεύεται ο ρόλος της μεσιτείας και πρεσβείας της για τους ανθρώπους. Έκτοτε αναδύεται ως έμψυχο άγαλμα κάθε καλού, ως ζωντανή εικόνα κάθε αρετής, ως κοινωφελέστατη τιμή του ουρανού, της γης και των επέκεινα.

Πηγή: “Διακόνημα” 









ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ : Εὐγγέλιον - Ὁμιλία ἡ τήρησις τῶν θείων ἐντολών (Νικηφόρου Θεοτόκη)




Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. Ε’ 1-11



1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ ᾿Ιησοῦς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.


ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς στεκόταν κοντά στη λίμνη της Γεννησαρέτ και είδε δυο πλοιάρια κοντά στη λίμνη. Οι ψαράδες όμως είχαν βγει έξω και έπλεναν τα δίχτυα. Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς σ' ένα από αυτά (πλοιάρια), πού ανήκε στον Σίμωνα και τον παρεκάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ακρογιαλιά. 
Τότε εκάθισε και εδίδασκε από το πλοιάριο τα μαζεμένα πλήθη. Μόλις όμως τελείωσε να ομιλεί, είπε στον Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Και ο Σίμων αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε όλη τη νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτε. Άλλα, επειδή εσύ το λέγεις, θα ξαναρίξω το δίχτυ για χατήρι σου. Όταν το έκαναν, έπιασαν τόσα πολλά ψάρια, πού το δίχτυ τους άρχισε να σχίζεται. 
Και έκαναν νεύματα στους συντρόφους τους, πού ήσαν στο άλλο πλοιάριο, να έλθουν και να τους βοηθήσουν. Και ήλθαν. Και εγέμισαν και τα δυο πλοιάρια, ώστε να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε: «Απομακρύνσου απ' εδώ, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτό το είπε, γιατί και αυτός και οι άλλοι, όσοι ήταν μαζί του, εδοκίμασαν μεγάλη έκπληξη με τα ψάρια πού έπιασαν. Επίσης και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, υιοί Ζεβεδαίου, πού ήσαν συνεταίροι του Πέτρου.

Και είπεν ο Ιησούς στον Σίμωνα: «Μη φοβάσαι. Από εδώ και πέρα θα ψαρεύεις και θα πιάνεις ανθρώπους». Και όταν έφεραν τα πλοιάρια στην ξηρά, τα εγκατέλειψαν όλα και ακολούθησαν τον Χριστό.

Ομιλία Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, περί του ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών. 


Δύο προστάγματα του Θεού ακούει ο Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί του Χριστού που ήσαν μαζί του. «Χαλάσατε (ρίψετε δηλαδή) τα δίκτυα υμών εις άγραν», και, «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Οι μαθηταί, υπακούοντας προθύμως, στο μεν πρώτον είχαν επιτυχίαν, έπιασαν δηλαδή αναρίθμητον πλήθος ιχθύων, υπακούοντας δε ευθύς και στο δεύτερον, έγιναν σύνθρονοι του Ιησού Χριστού. Τούτο αποδεικνύει επαρκώς, ότι όσοι υποτάσσονται στα θεία προστάγματα, όχι μόνον κληρονομούν την αιώνιαν βασιλείαν, αλλά γίνονται ευτυχείς και σε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή όμως ορισμένοι, στοχαζόμενοι ότι το ανθρώπινον γένος, από την αμαρτίαν του προπάτορος, εξωρίσθη σ’ αυτήν την γη για να πάσχει πάντοτε και να τιμωρείται, νομίζουν ότι όλοι οι νόμοι και τα προστάγματα του Θεού δεν αποβλέπουν καθόλου στην ειρηνικήν και ευτυχή κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμον αυτόν, αλλά αφορούν ειδικώς και μόνον στην ψυχικήν σωτηρία μας, γι’ αυτό είναι ωφέλιμο να λαλήσωμε σήμερα κατά της πεπλανημένης αυτής γνώμης, και να δείξωμε ότι αυτή εναντιώνεται όχι μόνον στην διδασκαλία των θείων Γραφών και στα ιστορούμενα και βλεπόμενα παραδείγματα, αλλά και σε αυτόν τον ορθόν λόγον.

Είναι αναρίθμητα τα ρητά των θείων Γραφών τα οποία υπόσχονται στους εργάτες των θείων εντολών αμοιβές επουρανίους, συγχρόνως δε και επιγείους.
Ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήλθε στον κόσμον όχι «ίνα καταλύσει, αλλά ίνα πληρώσει τον νόμον», δηλαδή για να διδάξει τα μαθήματα της τελειότητος, τα οποία δεν περιέχονται στον νόμον, υπεσχέθη φανερά και όλα τα αγαθά της γης σε όσους δια της δικαιοσύνης και αρετής ζητούν την κληρονομίαν της Βασιλείας του Θεού: «Ζητείτε», είπε, «πρώτον την βασιλείαν του Θεού και δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ομιλώντας δε περί εκείνων οι οποίοι για την αγάπην του εγκαταλείπουν υπάρχοντα και συγγενείς, εκήρυξε και αποφασιστικώς εβεβαίωσεν ότι αυτοί λαμβάνουν τις αμοιβές και σε αυτόν τον κόσμον: «Αμήν λέγω ημίν, ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, εάν μη λάβει εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτο». Όποιος πιστεύει στον Θεόν, και είναι πεπεισμένος ότι τα λόγια των θείων Γραφών είναι λόγια Θεού, εκείνος, ακούοντας αυτά, δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι για την υπακοή στα θεία προστάγματα λαμβάνουμε διπλή την μισθαποδοσίαν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αιώνιον.

Και ιδού ένα παράδειγμα που αυξάνει την βεβαιότητα αυτής της αληθείας: Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε, και ο Θεός του έδωσε πλούτον πολύν. Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος, μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο. Αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου». Είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου». Είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς, αλλά γιατί αυτό; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψει η αμαρτία, και αντί αυτής έλθει η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι. Η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση του προπάτορος την προπτωτικήν. Εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ’ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαβίδ όταν έπραττε το θέλημα του Θεού. Όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης, και τις λύπες και τις άκανθες και τούς τριβόλους της. Γι’ αυτό, ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδία του μετά την αρετήν. Αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα, αυτό τον πείθει να τα θεωρεί όλα σαν απορρίματα.

Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατεί τον δρόμον της αρετής. Ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απωλείας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυση των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα Εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μην προσκυνήσεις, ούτε να λατρεύσεις την κτίση. Εμείς λησμονούμε τον Θεόν, και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια. Εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τoν χρυσό και το αργύριον. Μην ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου. Εμείς σχεδόν κάθε μέρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττόμενους και αθετούμενους, και αληθείς και ψευδείς. Φύλαττε την εορτήν, λέγει ο Θεός. Και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας, και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης, και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτία. Και παροργίζοντας με αυτόν τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης. Ω πλάνη σατανική!

Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς. Πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Όμως, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και πονηρός. Η δε επιστήμη που καλείται πολιτική, και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.

Ακούσετε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες. Πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυση των επιγείων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχεί στην διοίκηση του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγει στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; Εάν ο έμπορος αποφεύγει τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει. Εάν ο τεχνίτης απέχει από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής.
Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου;

Αλλά εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ορισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τούς πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;», δηλαδή, κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου. Αλλά μήπως εκείνος, τον οποίον εσύ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, όπως οι Φαρισαίοι; Μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν, και με την δοκιμήν καθαρίζεται και ευλογείται; Πράγματι, ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού Του, και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.

Για δε τους δευτέρους, σου αποκρίνεται, ο Προφητάναξ λέγοντας: «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν», διότι «ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα. Η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν. Σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχεί, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου, και αύριο εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του. Τον αναζητείς και ούτε την κατοικία του ευρίσκεις. Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς. Βλέπουμε ορισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων. Ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσσει: «Ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει», και όμως σαν κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκηση, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού, και να ελπίζωμε παράλληλα στην απόλαυση των αγαθών Αυτού.

Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλει: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος, ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξετε δια τον πόνον της καρδίας υμών, και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρότερα ή αποφασιστικότερα από αυτά;

Εάν θέλεις πλούτον, εάν επιθυμείς τιμήν, εάν ζητείς ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές Του, και ποτέ μην παραβείς ούτε μίαν. Δεύτερον δε, όταν βάλεις αρχήν σε κάποιο επάγγελμα, ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνην ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθείς ούτε να καυχηθείς ούτε στην φρόνησή σου ούτε στην δύναμή σου ούτε στον πλούτο σου. Αλλά έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού. Να καυχηθείς για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν, και Αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους Τον υπηρετούν. Να ζητείς πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωση της αρετής σου, και να μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 301 και εξής.

Σύλληψις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη (23 Σεπτεμβρίου)




Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». 

Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει». 

Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο.

Ο Ιωάννης, γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο. Ο Πατέρας του Ζαχαρίας ήταν Ιερέας. Την ώρα του θυμιάματος μέσα στο θυσιαστήριο, είδε άγγελο Κυρίου, που του ανήγγειλε, ότι θα αποκτούσε γιο και θα ονομαζόταν Ιωάννης.

«Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱὸν σοί, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην. καὶ ἔσται χαρὰ σοὶ καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πῖη, καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν, καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἡλιοῦ, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἐτοιμᾶσαι Κυρίω λαὸν κατεσκευασμένον»(Λουκά 1, 13-17).



Ο Τίμιος Πρόδρομος είναι ο τελευταίος και μεγαλύτερος προφήτης του Ιησού Χριστού και προέρχεται από τη φυλή του αρχιερέα Ααρών και από την πατριά του Δαυίδ.
Είναι δε συγγενής του Ιησού Χριστού. Η συγγένεια που υπάρχει μεταξύ τους είναι εξ αίματος έκτου βαθμού, δηλ. β’ ξαδέρφια. Η σχέση αυτή προκύπτει μέσα από το λεγόμενο πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου του Αδελφοθέου. Σύμφωνα με αυτό ο ιερέας Ματθάν νυμφεύθηκε τη Μαρία και γέννησαν τέσσερα παιδιά:

    τον Ιακώβ, ο οποίος γέννησε τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Παναγίας
    τη Μαρία, η οποία γέννησε τη Σαλώμη τη μαία
    τη Σοβή, η οποία γέννησε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Τιμίου Προδρόμου
    την Άννα, η οποία γέννησε τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού Χριστού.

Η Ελισάβετ, λοιπόν, παντρέυτηκε τον προφήτη Ζαχαρία και αρχικά δεν μπορούσε να γεννήσει, γιατί ήταν στείρα. Θαυμαστά γεγονότα, όμως, οδήγησαν στην σύλληψη και γέννηση του Προδρόμου. Σύμφωνα με την διήγηση της Κ.Δ (Λουκά 1, 5-25 και 57-80) κατά την ημέρα της εορτής του Εξιλασμού ο προφήτης Ζαχαρίας, που ήταν ο εφημερεύων αρχιερέας, εισήλθε στο Ναό με σκοπό να προσφέρει θυμίαμα και τότε εμφανίσθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Ο Αρχάγγελος διεμήνυσε στο Ζαχαρία ότι ο Θεός εισήκουσε τις προσευχές του και η γυναίκα του θα γεννήσει υιό και μάλιστα θα ονομαστεί Ιωάννης. Στο άκουσμα αυτό ο Ζαχαρίας δεν πείστηκε, λόγω του περασμένου της ηλικίας τους, και τότε ο Αρχάγγελος για να τον βεβαιώσει, πως είναι θέλημα Θεού να γεννηθεί ο Ιωάννης, του πήρε τη φωνή, ωσότου θα πραγματοποιούνταν οι υποσχέσεις του Κυρίου. Έτσι, την ογδόη ημέρα της γέννησης του Προδρόμου, όταν επρόκειτο να γίνει η περιτομή του, ρώτησαν οι συγγενείς πως θα ονομαστεί το παιδί και ο Ζαχαρίας έγραψε επάνω σε πλάκα:

«Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ». Τότε ακριβώς ξαναβρήκε τη φωνή του δοξολόγησε το Θεό και απευθυνόμενος στο βρέφος είπε: «Και σύ, παιδίον, προφήτης Ὑψίστου κληθήση• προπορεύση γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἐτοιμᾶσαι ὀδούς Αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαώ Αὐτοῦ, ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἠμῶν, ἐν οἲς ἐπεσκέψατο ἠμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, ἐπιφάναι τοὶς ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθύναι τοὺς πόδας ἠμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης»(Λουκά 1, 76-79).



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.



Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.