A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΠΟΙΟΣ...ΤΙΤΟΥΛΑΡΙΟΣ; Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΕΧΟΥΝ ΑΡΙΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΧΙΜΑΣΩΝΟΥΣ «ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ»!!!


ΑΛΩΘΗΚΑΝ ΟΙ ΚΕΦΑΛΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗ ΜΑΣΩΝΙΑ;
Χαμός έχει γίνει με την δημοσίευση φωτογραφιών που απεικονίζουν τον«Ορθόδοξο»  τιτουλάριο Μητροπολίτη Βελεστίνου Δαμασκηνό να ευλογεί (!!!) την μασωνική τελετή του τεκτονικού τάγματος των «Ιπποτών του Ναού»!!!
Δεν μας προξενεί καμία έκπληξη το γεγονός, αφού όπως έχουμε γράψει από τις 5 Δεκεμβρίου 2012, οι κεφαλές της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχουν άριστες και στενές σχέσεις με την συγκεκριμένη τεκτονική στοά!
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ, ΚΑΜΑΡΩΣΤΕ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ ΝΑ ΒΡΑΒΕΥΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟΥΣ «ΝΑΪΤΕΣ» ΚΑΙ ΝΑ «ΕΥΛΟΓΕΙ» ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥΣ:


Ενώ κι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχει συναντηθεί με έναν εκ των ηγετών των «Ιπποτών», όπως διαβάζουμε εδώ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η Ορθόδοξη Εκκλησία, τουλάχιστον στα πολύ υψηλά της κλιμάκια, φαίνεται να έχει αλωθεί από τους τρισκατάρατους αντίχριστους Μασώνους!
Μακάρι να κάνουμε λάθος, αλλά σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση...!  
πηγή:
http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2013/04/blog-post_7.html

Πασχάλιον ΠΗΔΑΛΙΟΝ Ημερολόγιον

ΠΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Σ' ΕΝΑΝ ΑΘΕΟ!


Σημειωτέον ότι ο μεγάλος αυτός Ελληνορθόδοξος Αγωνιστής ΗΤΑΝ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ κι έμαθε λίγα γράμματα μετά τα 30 του!!! Διαβάστε την απάντησή του σε κάποιον «σπουδαγμένο άθεο» για να καταλάβετε ποιος είχε τελικά τη ΓΝΩΣΗ:
"Του αϊ-Γιαννιού του Θεολόγου το βράδυ ήταν κάτι λογιότατοι εις το σπίτι μου, μισομαθείς και άθρησκοι. Πιάνει ο ένας και λέγει:
Πώς ο Θεός θα διόριζε την Θεοτόκο να γεννήσει τον Χριστόν και να μείνει παρθένο, πώς γένεται αυτό; Του λέγω:
Εις το σκολειόν όπου πάτε, θεολογίαν σπουδάζετε και φιλοσοφία ή το ένα; Λέγει:
Φιλοσοφίαν μόνον. Τον άφησα, δεν του ματάκρινα τίποτας, και πέσαμεν σ' άλλες ομιλίες, δια ν' αστοχήσει αυτό.
Μετά από καιρόν του λέγω: Εσύ, φίλε, είσαι κουτσός· διατί κάνεις αδρασκελιές δια δύο ποδάρια, εις καιρόν οπού έχεις ένα ποδάρι μόνον;
Όχι, λέγει, δύο έχω, και καλά! Του λέγω, ένα μόνον έχεις, και εκείνο τσακισμένο. Όχι, λέγει, δύο! Σώπα, του λέγω, ψεύτη!
Σηκώνεται απάνω, λέγει: Ορίστε οπού χω δύο και περπατώ.
Βρέ αδελφέ, του λέγω, δεν σε ρώτησα εγώ, εκεί όπου σπουδάζεις τί μαθαίνεις, θεολογικά και φιλοσοφικά, και μου είπες μόνος σου ότι μαθαίνεις φιλοσοφικά μόνον; και διατί σπουδάζεις το ένα και κάνεις κρίση δια τα δύο.... και είσαι μισόθρησκος και θιαμαίνεσαι πώς η Θεοτόκο γέννησε τον Χριστόν κι έμεινε παρθένο;
Εσύ δεν μπορείς να το γνωρίζεις, ότι είσαι κουτσός· αυτός ο άγιος ο σημερινός και ο άγιος Βασίλειος και οι άλλοι πατέρες της Εκκλησίας το γνωρίζουν, ότι είχαν πρώτα αρετή, ηθική, και σπούδαξαν και την θεολογίαν πρώτα και την φιλοσοφία και γνώρισαν με την εντέλειαν το ένα και τ' άλλο και έγιναν και καλοί χριστιανοί ορθόδοξοι θεολόγοι και καλοί φιλόσοφοι, και τότε έλαβαν και την φώτιση του Θεού και την ευλογίαν του και της βασιλείας του και έγιναν πατέρες της Εκκλησίας και άγιοι, και δι' αυτά όλα τους έκαμαν εικόνες και τους προσκυνούμεν, και αυτείνοι ξέρουν πώς ήταν η Θεοτόκο, ποιά αρετή, ποιά αγαθότη, και πώς εσαρκώθη και πώς εγεννήθη και πώς εσταυρώθη, να σώσει εσένα τον παλιάνθρωπον, τον αχάριστον, και απάνω να σού δείξω πώς, δια να γιομίσει το ξεροκέφαλό σου, και σέναν και των ομοίων σου.
Δεν σηκώνεταν, να μην τον χτυπήσω, ότι μ' έβλεπε θυμωμένον οπού του μιλούσα. Με το στανιό τον σήκωσα, του λέγω: Έμπα εις την άλλη κάμαρη μέσα, και εις της κλειδωνιάς την τρύπα να βάλεις τ' αυτί σου, και ό,τι σού ειπώ κρυφά να μας ειπείς όταν θα βγείς έξω.
Μπήκε μέσα, έβαλε το αυτί του εις την κλειδωνότρυπα. Του λέγω: Βάλ' το πλησίον - και εγώ απ' όξω φυσάγω πολύ. Έβγα, του λέγω, να μας ειπείς τί σού είπα. Βήκε, λέγει: Ένας αγέρας μου γιόμωσε το αυτί μου.
Του λέγω: Και αυτό της θεία-Πρόνοιας με την Θεοτόκον αγέρας είναι, είπε και έγινε, δεν είναι ανθρώπινον έργον, και δια τούτο εγεννήθη και έμεινε παρθένος·
έλα να σού δείξω και το έργον ποίον είναι.
Παίρνω ένα καρφί και το βαρώ και μπαίνει εις τον τοίχο· τότε το βγάζω, του λέγω:
Αυτό λέγεται, λογιότατε, έργον, ότι χάλασε τον τοίχον."

Το τρελό νερό: Η αλήθεια, η ψευτιά, η ζωή και ο θάνατος (Φώτης Κόντογλου)



Η ψευτιά και ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνει μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες και τους παραμορφώνει. Έναν λαό που ξεχωρίζει ανάμε­σα σ' όλα τα έθνη και που είναι γεμάτος πνευματική υγεία, πάμε να τον κάνουμε εμείς, οι λογής-λογής κα­λαμαράδες, κ' οι άλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πνευματικό νεύρο, χωρίς πνευματική ανδροπρέπεια, χωρίς χαρακτήρα. Οι διά­φοροι φωστήρες βαστάνε από μια πατέντα στα χέρια, και μέρα-νύχτα δουλεύουνε για να «συγχρονίσουν» την Ελλάδα, ενώ στ' αληθινά σκάβουνε τον λάκκο της. Αμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θα συγχρονίσετε; Αυτό που λέτε εσείς «συγχρονισμό» και «εξέλιξη» είναι μια άθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ' ένα βλακώδες μοντέλλο, οπού κάνανε οι σαρακοστιανοί και κάλπικοι άνθρωποι, που τους λέγει η Γραφή «χλιαρούς», δηλαδή σαχλούς, και για τους οποίους λέγει ο Θεός ότι «μέλ­λει εμέσαι εκ του στόματος αυτού, ει χλιαροί εισι, και ούτε ζεστοί ούτε ψυχροί» (Αποκαλ. γ' 16).

Μέσα σ' αυτό το καλούπι θέλετε να βάλετε τον λαό, κ' έτσι να χαθεί από πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι αληθινής ζωής, κάθε χαρακτήρας. Θέλετε, μ' άλλα λόγια, να επιβάλετε στον κόσμο ένα πνευματικό «εσπεράντο», που να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία κ' έκφραση μέσα στους ανθρώπους, δηλαδή έναν πνευ­ματικό θάνατο, ή μια πνευματική παραλυσία. Αυτό το λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη»! Ανόητοι κι αναί­σθητοι! «Συγχρονισμένο» και «εξελιγμένο» είναι ό,τι είναι ζωντανό, και μοναχά ό,τι είναι πνευματικά πεθα­μένο, όπως είσαστε εσείς, αυτό δε μπορεί νά 'ναι ούτε συγχρονισμένο ούτε εξελιγμένο, αφού δεν είναι ζωντα­νό. Ο συγχρονισμός ο αληθινός είναι κάποια ενέργεια, που γίνεται μόνη της μέσα σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Λοιπόν, ποιά Ελλάδα και ποιόν λαό θα «συγχρονίσε­τε», αφού η Ελλάδα είναι ολοζώντανη κι ο λαός της είναι αείζωος; Θα ζωντανέψετε εσείς τη ζωή, εσείς οι πεθαμένοι και θαμμένοι; Θαρρείτε, πως με τις υστερι­κές φωνές και με τις θεατρικές σκηνοθεσίες φανερώνε­ται η ζωή; Μα, ίσια-ίσια, εκεί που παίρνει τη θέση τής ζωής η νεκρή και ψεύτικη απομίμησή της, δηλαδή το είδωλό της, με άλλα λόγια κάποια φτιαχτή σκηνοθεσία τής ζωής, εκεί βέβαια δεν υπάρχει αληθινά η Ζωή. Να, αυτή η άψυχη σκηνοθεσία, αυτή είναι η «εξέλιξη» κι ο «συγχρονισμός» σας. Αυτός είναι ο θάνατος της ψυχής, γιατί η ψευτιά είναι θάνατος κ' η ζωή αλήθεια. Γι' αυτό κ' εσείς, με όλες τις φωνές που βάζετε, και μ' όλες τις δραστηριότητες, και με όλα τα υστερικά ξετινάγματα, έχετε απάνω σας τη μπόχα του θανάτου. Κι αντί να πάτε κοντά στον λαό, που είναι πηγή ζωής, για να πάρετε λίγη ζωή κι αλήθεια, εσείς θέλετε να τον κάνετε ζωντανόν, εκείνον΄ εσείς οι πεθαμένοι να ζωντανέψετε τη ζωή, οι ψεύτες να φανερώσετε την αλή­θεια, οι βρουκολάκοι να δώσετε δύναμη και νεύρα στον αντρειωμένον!

Όποιος δεν ζει σύμφωνα με το φυσικό του φτιάξιμο και με τα φυσικά κτίσματα που υπάρχουνε γύρω του, αυτός δεν έχει αληθινή ζωή μέσα του, ούτε φυσική ούτε πνευματική. Όπως ζούνε οι Έλληνες σήμερα, δεν είναι η αληθινή ζωή τους. Το νοιώθουνε κ' οι ίδιοι, κι ας μην το λένε. Λαχταράνε να βρούνε τον εαυτό τους που τον έχουν χαμένον (εκτός από κάποιους, που θαρ­ρούνε πως ζωή είναι μοναχά το φαγοπότι και το «κομ­φόρ», δίχως κανέναν βαθύν πόθο, χωρίς κανέναν καϋμό). Και κείνος, ακόμα, που δεν έχει συναίσθηση τι είναι αληθινό, έρχεται στιγμή που καταλαβαίνει, πως η ζωή του είναι ψεύτικη, πως δεν έχει κανέναν αληθινό δεσμό ούτε με τον τόπο του, ούτε με τους προγόνους του, ούτε με τις ντόπιες συνήθειες που βγήκανε από την αγάπη κι από τον πόνο, και πως είναι ορφανός και ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του, σαν τον άσωτο γυιο, και πως, με όλο που θαρρεί πως τρώγει καλά και νόστιμα φαγητά, στ' αληθινά μασά ξυλοκέρατα, φερ­μένα από ξένους τόπους, οπού είναι αλλοιώτικοι από τον δικό μας.
*
Πολλοί λένε πως είμαι ένας φανατικός, ένας ζηλω­τής που βρίσκεται «εκτός της πραγματικότητος», ένας μονομανής, που θέλει κάποια πράγματα που δεν γίνουνται και που τα παρακάνει και τα παραλέγει. Έχουνε δίκηο να λένε, πως είμαι φανατικός και ζηλωτής. Μα όποιος είναι ζηλωτής από αγάπη για την αλήθεια, εί­ναι συγχωρημένος. Φωνάζω και στεναχωριέμαι, γιατί η φυλή μας χάνει τα αληθινά πράγματα και παίρνει τα ψεύτικα, κ' έτσι δεν χαίρεται τα τόσα πνευματικά πλούτη που κληρονόμησε, και δεν θρέφεται από το αντρειωμένο και ζωογόνο ελληνικό γάλα, που έθρεψε κι αγρίμια ακόμα και τά 'κανε ανθρώπους. Αυτό το γάλα δεν είναι της δικής μου μάνας, μα της μάνας ολονών μας, που τ' αρνηθήκανε όσοι σας δίνουνε να πιήτε αντί για γάλα το φαρμάκι της ψευτιάς που τη λένε «πρόοδο», «εξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μο­ντερνισμό» κτλ. Εγώ στενοχωριέμαι για σας, όχι για μένα, γιατί εγώ έχω αυτό που δεν έχετε, μα αυτό δεν είναι δικό μου μοναχά, αλλά δικό μας. Και γιατί, τάχα, θα υπόφερνα, αν δεν αγαπούσα τ' αδέλφια μου, και δεν φοβόμουνα μην χάσουνε τον θησαυρό; Οι γενεές που έρχουνται από πίσω μας, σαν θάλασσες από το πέλα­γο, γιατί να ζήσουνε με την ψευτιά και να μην ζήσουνε αληθινά, γιατί να είναι πεθαμένοι-ζωντανοί, αφού η ζωή με την ψευτιά δεν συνταιριάζουνται;

Λένε πως τα παραλέγω. Μακάρι να τα παράλεγα κι ας έβγαινα γελασμένος. Μα βλέπω καθαρά, πως μέρα με τη μέρα το πνευματικό αίμα φεύγει από την όψη της φυλής μας, το βλέπω και πικραίνουμαι, όπως βλέ­πει η μάνα το παιδί της που μαραζώνει. Τί παρακάνω και τί παραλέγω; Δεν βλέπετε πως παραπατάμε, σαν ζαλισμένοι, και δεν ξέρουμε που πάμε; Η ξενομανία μάς έδερνε πάντα, αφού κι ο Παυσανίας γράφει: «Έλ­ληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ' αλλότρια ή τα οικεία». Μα τώρα σαν να χάσαμε ολότελα τα φρένα μας, λες κ' ήπιαμε το Τρελλό Νερό, που λέγει ένας μύθος ανατολίτικος, και λέμε το ψεύτικο αληθινό, το νόστιμο άνο­στο, το μαύρο άσπρο. Και με όλο που πάθαμε αυτή την ξενομανιακή τρέλλα, ωστόσο, επειδή αγαπάμε τον τόπο μας, το αίμα μας και τα δικά μας, θέλουμε να συμβιβάσουμε αυτή την αγάπη μας με την τρέλλα μας (δηλαδή με τη ματαιοδοξία μας), και πάμε σαν το καράβι που δεν έχει τιμόνι, μα που θέλει σώνει και καλά να ισάρει όλα τα πανιά του, για να τσακισθεί πιο γλήγορα απάνω στις ξέρες! Είμαστε σαν τους παλιούς Εβραίους, που αρνηθήκανε τον Θεό τους και προσκυ­νούσαν τον Βάαλ, μα που φοβόντανε κιόλας μην τους παιδέψει ο Ιεχωβά, κι ο προφήτης Ηλίας τους μάλω­νε και τους έλεγε: «Έως πότε υμείς χωλανείτε επ' αμφοτέραις ταις ιγνύαις;» — «ως πότε θα κουτσαίνετε πότε από τό 'να το ποδάρι και πότε από τ' άλλο; Αν είναι θεός ο Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, αν είναι ο θεός ο Ιεχωβά πηγαίνετε ξοπίσω απ' αυτόν». Έτσι κ' εμείς θέλουμε να τα συμβιβάσουμε τα αταίριαστα και το χάλι μας είναι ελεεινό. Αγαπάμε την Ελλάδα, πονάμε τον τόπο μας, δίνουμε γι' αυτόν τη ζωή μας, κι από την άλλη μεριά σιχαινόμαστε τα δικά μας πράγματα, τα πράγματα της Ελλάδας, είτε φυσικά είναι είτε τεχνητά, είτε συνήθειες, είτε τραγούδια, εί­τε ψαλμωδίες, είτε εικονίσματα, και θέλουμε τα ξενοφερμένα. Είμαστε, λοιπόν, στα συγκαλά μας; Ρωτώ να μάθω.

*

Έχουμε τέτοιο φως, τέτοιον γαλανόν ουρανό, που τον καυχιόμαστε, και μολαταύτα βάζουμε μαύρα γυα­λιά σαν νά 'χουμε πονόματο, και καταδικάζουμε τον εαυτό μας να βλέπουμε ολοένα συννεφιασμένον, σταχτύν ουρανό, τα δέντρα αντί πράσινα να τα βλέπουμε καφετιά, τη γαλανή θάλασσα να τη βλέπουμε θολή και λερωμένη, μόνο και μόνο γιατί τα μαύρα τα γυαλιά είναι μοντέρνα. Οι γυναίκες μας κάνουνε χίλια-δυο για να γίνουνε πιο έμορφα τα μάτια τους, κ' ύστερα βά­ζουνε μπροστά τους ολόκληρες τζαμαρίες, που φρά­ζουνε όχι μονάχα τα μάτια τους μα και τα μάγουλά τους, σαν νά 'ναι βουτηχτάδες, κι αντίς έμορφα πρό­σωπα με αγνά και καθαρά μάτια, βλέπεις νεκροκεφα­λές με μαύρες ματότρυπες, μόνο και μόνο γιατί οι νεκροκεφαλές είναι πιο μοντέρνες από τα ζωντανά πρόσωπα με τα έμορφα μάτια. Στο ζαχαροπλαστείο τραβά η όρεξή τους ένα κανταΐφι ή έναν μπακλαβά ή κανένα ριζόγαλο, και μολαταύτα παραγγέλνουνε κά­ποιο γλυκό με ξενικό όνομα, κι όσο πιο ασυνήθιστο είναι τ' όνομα, τόσο πιο καλά, κι ας μην κατεβαίνει, φτάνει που κοιτάζουνε οι διπλανοί, «οπισθοδρομημένοι» με απορία για το παράξενο γλυκό που τρώνε! Στη μουσική, όχι μοναχά είναι της μόδας τα ξένα τραγού­δια, αλλά και τα τελειοποιούμε. Εδώ τα ιταλιάνικα γίνονται πιο ιταλιάνικα, τα γαλλικά πιο γαλλικά, τα μεξικάνικα, οι χαβάγιες, τα τυρολέζικα ουά-ουά, τα σπανιόλικα. Κι αυτοί που τα τελειοποιούνε είναι κά­ποιοι παπαγάλοι, που «μιμούνται θαυμάσια» το κάθε τι, και ονομάζονται «καλλιτέχναι και καλλιτέχνιδες του άσματος». Μάλιστα, έχουμε και κάποιους βαρυσή­μαντους, που κάνουνε και εισαγωγή σ' αυτά τα βαθιά και μεγάλα έργα «ενδελεχώς και εμπεριστατωμένως». Κακόμοιρη Ελλάδα! Λέμε κάπου-κάπου και κανένα ελληνικό, ως επί το πλείστον όμως «ενορχηστρωμένον», δηλ. «λεβαντινισμένο» από κάποιον αισθηματίαν ανόητον, που δεν έχει ιδέα ούτε από Ελλάδα, ούτε από λαό, ούτε από χωριό, ούτε από τίποτα! Αυτός ο υστερισμός έχει πιάσει τον κόσμο, κι αν δεν είσαι τέ­τοιος «μοντέρνος», σε βλέπουνε με λύπη και με κατα­φρόνηση. Η δεσποινίδα που λέγει «κάθομαι εις την οδός τάδε» και πως στο σπίτι της έχει «κομφλόρ» και «τελέφωνο» κλπ., χορεύει «σάμπα», μαδά τα φρύ­δια της για να μοιάσει με τη σπανή «σταρ», που βλέ­πει στο «σινεμά», μίλα σαν να μην ξέρει να μιλήσει ελληνικά, κι ο νεαρός Έλλην τρελλαίνεται γι' αυτά τα μοντέρνα χαρίσματα και περιφρονά την αδερφή του πού 'ναι το πρόσωπό της σαν της Παναγιάς, και που είναι νοικοκυρούλα, σεμνή, φρόνιμη Ελληνοπούλα.

Πάντα οι Έλληνες προτιμούσανε τα ξένα από τα δικά τους, τώρα όμως τα μισούνε κιόλας τα δικά τους, μισούνε κι όποιον τα αγαπά και τα κρατά. Τυχαίνει να βρεθεί στο τραμ μια μοντέρνα, και κοντά της να κάθε­ται καμμιά χωριατοπούλα με το τσεμπέρι, κ' η κακο­μοίρα κάθεται φοβισμένη, σταυροχεριασμένη, αυτή που γέννησε τον Θανάση Διάκο και τον Νικηταρά, και κοιτάζει την άλλη που χλιμιντρά και ξετινάζει τα κί­τρινα μαλλιά της, κ' είναι ένα κανάτι μπογιατισμένο, χωρίς ψυχή, χωρίς πόνο, χωρίς αγνή χαρά, χωρίς τίπο­τα. Ναι, μπροστά σ' αυτά τα ξόανα κάθεται η Ελλά­δα, η αληθινή κ' η βασανισμένη, σταυροχεριασμένη, βουβή, σαν νά 'ναι φταίχτρα!

Αλλά πάμε και παραπέρα: Στις εκκλησιές, και κει μοντερνισμός, και μάλιστα πιο σιχαμερός. Παπάδες, ψάλτες, νεωκόροι, καντηλανάφτες, όλοι κοιτάζουνε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον στον μοντερνισμό. Θέλουνε ξανθιούς Χριστούς, μαντόνες κοκκινομάγουλες και σπανές, αγίους χαμογελαστούς, με κείνο το φαρισαϊκό μειδίαμα που έχουνε οι μοντέρνοι θεατρίνοι, α­διάφοροι για την Ορθοδοξία, νεωτεριστές που δεν θέ­λουνε το ράσο που φορούσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μήτε το καμηλαύχι, μήτε το τυπικό της εκκλη­σίας, μήτε την κατανυκτική ψαλμωδία της, γιατί τους κάνει να νοιώσουνε το χάλι που βρίσκεται η ψυχή τους. Άξεστοι κι αμόρφωτοι από αληθινή θρησκευτική γνώση, μιλάνε ολοένα για νεωτερισμούς, για μεγάφωνα, για «αιθούσας διαλέξεων», για «ορατόρια», για «αλτάρια» κλπ. Κοντά τους στέκονται και κάποιοι μουσικοσυνθέτες που «ενορχηστρώνουν» τους εκκλη­σιαστικούς ύμνους μας, χωρίς να έχουνε ιδέα τι είναι εκκλησία, τι είναι ο πνευματικός της χαρακτήρας, τι είναι η ελληνική ψυχή, και με επιπολαιότητα λεβαντίνικη φτιάνουνε κάποιες μουσικές χωρίς σύσταση, πολύφωνες χορωδίες με υστερικά ξεφωνητά από κάποια γυναικάρια και με χοντροφωνάρες, ξένες για τ' αυτιά μας, ξένες για την καρδιά μας, ξένες για την ψυχή μας, και οι ίδιες ανούσιες και βλακώδεις για κάθε άνθρωπο που δεν τον έχει παραλύσει η ψευτιά.

*
Όλοι αυτοί έχουνε την ιδέα πως είναι οι κλειδοκράτορες «της προόδου και της ζωής του έθνους», ενώ εμείς είμαστε «καθυστερημένοι», στρείδια κολλημένα στο βράχο της παράδοσης, «εχθροί της προόδου», «στοιχεία άχρηστα και πεθαμένα για την μεγάλην αποστολήν του έθνους μας».

Αυτό με κάνει να θυμηθώ τον ανατολίτικο μύθο που είπα στην αρχή: «Μια φορά, λέγει ο μύθος, ήτανε ένας σουλτάνος, καλός και δίκιος, κ' είχε έναν βεζύρη, που ήτανε κι αυτός καλός και δίκιος, κ' ήτανε κι αστρολό­γος. Μια μέρα ο βεζύρης λέγει του σουλτάνου, πως είδε κάποια σημάδια στον ουρανό πως θα βρέξει στον κόσμο ένα νερό τρελλό, και πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελλαίνεται. Και πως όλοι οι άνθρωποι που ζούνε στην επικράτειά τους θα το πιούνε και θα χάσουνε τα λογικά τους, και δεν θα νοιώθουνε πια τίποτα, μήτε τι είναι σωστό και τι είναι ψεύτικο, μήτε τι είναι καλό και τι είναι κακό, μήτε τι είναι νόστιμο και τι είναι άνοστο, μήτε τι είναι δίκιο και τι είναι άδικο. Σαν τ' άκουσε αυτά τα λόγια ο Σουλτάνος, γυρίζει και λέγει στον βεζύρη: "Αφού θα τρελλαθεί όλος ο κό­σμος, πρέπει να κοιτάξουμε να μην τρελλαθούμε κ' εμείς, γιατί αλλοιώς πώς θα τους κρίνουμε με δικαιο­σύνη;". Του λέγει ο βεζύρης πως ο λόγος του είναι σωστός και πως θά 'πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό που πίνανε, και να το φυλάξουνε μέσα στις στέρνες, για να μην πίνουνε από το χαλα­σμένο και κρίνουνε παλαβά κι άδικα, μα δίκια, όπως έχουνε χρέος. Έτσι κ' έγινε. Σε λίγον καιρό έβρεξε στ' αλήθεια, και το νερό ήτανε νερό τρελλό, και τρελλαθήκανε όλοι οι άνθρωποι, και δεν γνωρίζανε οι καϋμένοι τι τους γίνεται, κ' είχανε το ψεύτικο για αληθι­νό, το κακό για καλό, το άδικο για δίκιο. Μα ο σουλτά­νος κι ο βεζύρης πίνανε από το καλό νερό που είχανε φυλαγμένο, και δεν τρελλαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη. Μα ο κόσμος τά ‘βλέπε ανάπο­δα, και δεν ήτανε ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου και του βεζύρη, και φωνάζανε πως τους αδικούνε, και κοντεύανε να σηκώσουνε επανάσταση. Μετά καιρό, σαν είδανε κι αποείδανε, ο σουλτάνος κι ο βεζύρης, χάσανε το κουράγιο τους, και λέγει ο σουλτά­νος στο βεζύρη: "Τούτοι οι φουκαράδες αληθινά χάσα­νε τα φρένα τους, και τα βλέπουνε όλα ανάποδα κι όπως πάμε, μπορεί και να μας σκοτώσουνε επειδή θέ­λουμε να τους κρίνουμε με δικαιοσύνη για να ευτυχήσουνε. Το λοιπόν, βεζύρ εφέντη, άιντε να χύσουμε το καλό νερό από τις στέρνες, και να πιάσουμε να πίνουμε κ' εμείς από το τρελλό νερό, να γίνουμε σαν κι αυτούς, και τότε θα μας καταλαβαίνουνε και θα μας αγαπάνε". Έτσι κ' έγινε. Ήπιανε κι αυτοί από το παλαβό νερό και τρελλαθήκανε, και κρίνανε τρελλά κι άδικα, κι ο κόσμος απόμενε ευχαριστημένος και πολυχρονίζανε τον σουλτάνο».

*

Θαρρώ πως κάτι παρόμοιο γίνεται και σήμερα στον τόπο μας. Εμείς, όμως, δε θα χύσουμε το λίγο νερό που είναι ακόμα φυλαγμένο μέσα στη στέρνα της πα­ράδοσης. Μα θα πίνουμε απ' αυτό το καλό νερό, και θα καλούμε να πιούνε κ' οι άλλοι Έλληνες, που τους ξεραίνει ο λίβας της ξενομανίας. Να πιούνε και να δροσισθούνε από το νερό που βγαίνει από την πέτρα, από το καλό και τ' αθάνατο νερό μας, από «το ύδωρ το ζων».

(Πηγή: «Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

Η νηστεία αφανίζει τους δαίμονες.



Ανέβασαν κάποτε στη σκήτη των Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωση, απόφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέρων τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό, που είχε στη ζώνη του, κι' έδιωξε το πονηρό πνεύμα.

Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.

Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας...

Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο καί τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπόμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι' εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία καί ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους.

Νικημένο τέλος το δαιμόνιο, από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γέροντος, τον ελευθέρωσε.

Γιατί φεύγεις; τον ρώτησε εκείνος, Κανένας δε σε διώχνει.

Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι' έγινε άφαντο.


Από το Γεροντικό.


Το δια κολλύβων Θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος





Όταν έγινε βασιλιάς ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363) έκανε πολλά και διάφορα εναντίον των Χριστιανών και προσπάθησε να αναστήσει την παλαιά ειδωλολατρική θρησκεία των Ελλήνων. Στην εποχή του είχαν ουσιαστικά ξαναρχίσει οι διωγμοί των Χριστιανών και τα βασανιστήρια...

Ο Ιουλιανός, γνώριζε πολύ καλά τα ήθη των Χριστιανών και ότι την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τηρούν αυστηρή νηστεία και εξαγνίζονται μ' αυτή και τη θερμή προσευχή. Θέλησε, λοιπόν, να τους μιάνει με τις ειδωλολατρικές θυσίες. Γι' αυτό και κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως και του ανέθεσε να επιβλέψει στην εκτέλεση της εξής εντολής του: Να σηκωθούν από την αγορά όλα τα τρόφιμα και να μην υπάρχουν σ' αυτήν παρά μόνον εκείνα πού θα ήταν ραντισμένα με το αίμα των θυσιών πού έγιναν στα είδωλα. Με τον τρόπο αυτό αναγκαστικά, ή θα αγόραζαν όλοι να φάνε και έτσι να γευθούν από τη θυσία προς τους θεούς, ή αν δεν υπακούσουν, να πεθάνουν από την πείνα.

Ο έπαρχος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού και αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα. Αντικαταστάθηκαν βέβαια από τα μιασμένα από τις θυσίες τρόφιμα. Φάνηκε έτσι προς στιγμήν ότι κέρδιζε ο διάβολος, ο υποκινητής και εμπνευστής και Πατέρας του Ιουλιανού. Ο Θεός όμως είναι και Παντοδύναμος και Πάνσοφος. Δεν άφησε ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη σωτηρία του από τις μεθοδείες του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα.

Και παρουσιάζεται ο Άγιος στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360-369) και του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
- «Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώννμο πλήρωμα, και διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς το να μην αγοράσει κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά».
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
- «Πώς είναι δυνατόν, Κύριε μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως, που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θα κάνετε μπροστά σ' αυτή την ανάγκη»;
Και ο Άγιος του είπε:
- Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους».
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα, τον ρώτησε με απορία:
- «Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω». Ο Μάρτυρας τότε του αποκρίθηκε:
- «Είναι σιτάρι. Να το βράσεις και να το μοιράσεις στους Χριστιανούς».
Και για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
- «Γι' αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι και σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό».
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
- «Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη και ευσπλαχνία για τη σωτηρία μας»;
Και ο Άγιος του αποκρίθηκε:
- «Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, και με έστειλε για τη σωτηρία και βοήθειά σας».

Ο Άγιος έγινε άφαντος και ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό και χαρά και συγκέντρωσε το λαό του Χριστού και του φανέρωσε την παρουσία και βοήθεια του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι και μοίρασε στο λαό και διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού. Στην αγορά, αν και τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα τρόφιμα. Κι' αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα απέσυρε από την αγορά τα μιασμένα τρόφιμα και επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν και δοξολόγησαν το Θεό και το Μάρτυρά Του Θεόδωρο και για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή.

Έτσι καθιερώθηκε από τότε και το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ





Σε τέτοια πνευματικά ύψη είχε φτάσει ο Άγιος Γεράσιμος, ώστε και αυτά τα άγρια θηρία ακόμη τον σέβονταν, του υπάκουαν και τον υπηρετούσαν. Η μεγάλη χάρη που του είχε δώσει ο Θεός φαίνεται και από την ιστορία του Αγίου με το λιοντάρι.

Ο Άγιος εικονίζεται πάντοτε με ένα λιοντάρι. Γιατί άραγε; Αυτό το άγριο λιοντάρι έζησε κοντά στον Όσιο Γεράσιμο και τον υπηρετούσε με θαυμαστό τρόπο, όσο καιρό ζούσε. Αλλά και όταν κοιμήθηκε ο Άγιος τον ακολούθησε με παράδοξο τρόπο, αφού πέθανε πάνω στον τάφο του από υπερβολική λύπη.

Κάποια μέρα, ενώ ο Άγιος περπατούσε στην όχθη του ποταμού Ιορδάνη, συναντήθηκε με ένα λιοντάρι. Μόλις το θηρίο τον αντίκρισε, άρχισε να βρυχάται με παρακλητικό τρόπο και να ανασηκώνει με δυσκολία το ένα του πόδι.

Τι είχε συμβεί;

Ένα μυτερό κομμάτι καλαμιού του είχε μπηχθεί στο πόδι με αποτέλεσμα αυτό να πρησθεί, να γεμίσει πύο και να μην μπορεί να περπατήσει από τους πόνους.

Όταν ο γέροντας είδε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν το λιοντάρι, το λυπήθηκε. Αφού το πλησίασε, κάθισε σε μια πέτρα, πήρε το πόδι του λιονταριού και το εξέτασε προσεκτικά. Το έσχισε με ένα σουγιά, έβγαλε το καλάμι με πολλά υγρά και πύο και καθάρισε καλά την πληγή. Μετά την έδεσε καλά με ένα πανί και έδιωξε το λιοντάρι. Αυτό όμως δεν έφευγε. Αφού θεραπεύτηκε, έμεινε κοντά στον Άγιο, δεν τον άφησε ποτέ πια, ημέρεψε σαν πρόβατο και τον ακολουθούσε σαν γνήσιος μαθητής του. Ο γέροντας θαύμαζε τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου, που πολύ σπάνια τη συναντάς στους ανθρώπους.

Από τότε ο γέροντας έτρεφε το λιοντάρι, δίνοντας του ψωμί και βρεγμένα όσπρια. Στη Λαύρα, δηλαδή στις σπηλιές, υπήρχε ένα γαϊδούρι που έφερνε νερό από τον ποταμό Ιορδάνη για τις ανάγκες των ασκητών. Ο Άγιος ανέθεσε τη φύλαξη αυτού του ζώου στο λιοντάρι. Ήταν υπεύθυνο να το βόσκει κοντά στον ποταμό και να το προσέχει κατά τη διαδρομή του. Ο γέροντας εμπιστεύθηκε στο θηρίο το γαϊδούρι, όπως σε μικρό βοσκό ένα πρόβατο. Το λιοντάρι έκανε αυτή την υπηρεσία για αρκετό χρονικό διάστημα. Άλλοτε ακολουθούσε το γαϊδούρι, περιτριγυρίζοντας το προστατευτικά σαν σκύλος, άλλοτε καθόταν κοντά του ή πρόσεχε τους γύρω δρόμους, όταν εκείνο έβοσκε. Όσοι το έβλεπαν απορούσαν, σταυροκοπιόνταν και θαύμαζαν για το παράξενο αυτό θέαμα.

Κάποτε το λιοντάρι και το γαϊδούρι χώρισαν για λίγη ώρα. Αυτό έγινε είτε γιατί το λιοντάρι αποκοιμήθηκε είτε διότι απομακρύνθηκε για λίγο, για να βρει τροφή. Κάποιοι Άραβες έμποροι καμηλιέρηδες που περνούσαν από εκεί βρήκαν το γαϊδούρι μονάχο του και το έκλεψαν.
Όταν το λιοντάρι αναζήτησε παντού το "φίλο του" και δεν τον βρήκε, γύρισε στη Λαύρα σκυθρωπό και λυπημένο.

Ο Όσιος, μόλις είδε το λιοντάρι μόνο του και σ’ αυτή την κατάσταση, υποψιάστηκε ότι θα έφαγε το γαϊδούρι και με ύφος γεμάτο σοβαρότητα του είπε:

Τι συμβαίνει λιοντάρι; Έφαγες το γαϊδούρι; Φαίνεται λοιπόν ότι ξαναγύρισες στην προηγούμενη σου φύση, αν και δοκίμασες να μεταμορφωθείς σε πρόβατο και ν' αποκτήσεις την ιδιότητα τον σκύλου. Αλλά η φύση νίκησε. Θυμήθηκες την προηγούμενη υπερηφάνεια και τη βασιλική σου κυριαρχία πάνω στα άλλα ζώα, εσύ ο φονιάς και πεθύμησες πάλι να είσαι αρχηγός. Αλλά εγώ θα σε ταπεινώσω και θα γκρεμίσω τον εγωισμό σου. Να είσαι λοιπόν, όχι λιοντάρι, όπως πεθύμησες, αλλά γάιδαρος κουβαλητής".

Πραγματικά το λιοντάρι γίνεται τώρα γαϊδούρι. Ο Όσιος το διατάζει με απλότητα να αναλάβει την υπηρεσία του γαϊδάρου. Φορτωμένο τις στάμνες να μεταφέρει το νερό στους μοναχούς από τον ποταμό. Υποτάσσεται στον Άγιο και εκτελεί την εργασία του γαϊδάρου, όπως ακριβώς και προηγουμένως συμπεριφερόταν πρώτα σαν αρνί και μετά σαν έμπιστος σκύλος.

Από τότε που κλέψανε το γαϊδουράκι πέρασε αρκετός καιρός. Το λιοντάρι εκτελούσε τη νέα του υπηρεσία ευχάριστα, ακούραστα και πρόθυμα.

Μερικοί αναφέρουν και το παρακάτω περιστατικό: Κάποτε ένας στρατιωτικός πήγε να δει το γέροντα. Είδε το λιοντάρι να μεταφέρει νερό και έμεινε έκπληκτος από το παράξενο αυτό θαύμα. Τότε έδωσε στον Άγιο τρία χρυσά νομίσματα - τόση ήταν τότε η τιμή ενός γαϊδάρου - και απάλλαξε το λιοντάρι από τη δύσκολη δουλειά.

Μια μέρα οι Άραβες έμποροι, που είχαν κλέψει το γαϊδούρι, περνούσαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, κοντά στην όχθη του Ιορδάνη, έχοντας μαζί τους και το κλεμμένο ζώο. Το λιοντάρι βρισκόταν την ώρα εκείνη σ’ αυτό το ίδιο μέρος, για να μεταφέρει νερό. Είδε το γαϊδουράκι, το αναγνώρισε και αφήνοντας την ιδιότητα του γαϊδάρου, παρουσιάζεται σαν λιοντάρι και αρχίζει να βρυχάται και να στρέφεται εναντίον των εμπόρων. Αυτοί φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας μόνα τους τα ζώα.

Το λιοντάρι έπιασε με τα δόντια του το σχοινί και τράβηξε μαζί με το γαϊδουράκι και όλες τις καμήλες κατά το μοναστήρι. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι το λιοντάρι οδήγησε όλα τα ζώα έξω από το κελί του Οσίου, γεμάτο χαρά. Ήταν πολύ χαρούμενο, έκανε διάφορα πηδήματα και κινήσεις και φαινόταν σαν ένας γενναίος στρατιώτης που έρχεται από τον πόλεμο φορτωμένος με λάφυρα.

Όταν ο γέροντας είδε το πρωτοφανές αυτό θέαμα, χαμογέλασε, κατάλαβε ότι άδικα κατηγόρησε το λιοντάρι, το απάλλαξε από τη δύσκολη δουλειά του και του έδωσε και όνομα. Το ονόμασε λοιπόν Ιορδάνη. Αυτό είναι ένα άλλο σημάδι της μεγάλης χάρης που πήρε από το Θεό ο Άγιός μας. Έδινε ονόματα στα άγρια θηρία και στα άλλα ζώα, συνομιλούσε μαζί τους, ήταν ήμερα μαζί του και του υπάκουαν, όπως στον Αδάμ, πριν από το προπατορικό αμάρτημα.

Μερικοί αναφέρουν ότι ο Άγιος ελευθέρωσε τελείως το λιοντάρι και αυτό έκλινε το κεφάλι, αποχαιρέτισε τον Άγιο και χάθηκε στην απέραντη έρημο. Όμως μια φορά τη βδομάδα ερχόταν στη Λαύρα και τον προσκυνούσε. Άλλοι λένε ότι ο Ιορδάνης έμεινε με το Γέροντα πέντε χρόνια και άλλοι ότι δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ. Άλλοι πάλι αναφέρουν ότι γύριζε μέσα και έξω από τη Λαύρα για άλλα τρία χρόνια, μέχρι που κοιμήθηκε ο Άγιος.

Στο μεταξύ, οι έμποροι, αφού ξεφοβήθηκαν και θαύμασαν, βλέποντας το λιοντάρι να τραβάει το γαϊδούρι από το σχοινί, ακολούθησαν από μακριά το θηρίο με τη συνοδεία του. Έφτασαν και αυτοί στη Λαύρα και παρακολούθησαν όσα έγιναν. Ένιωσαν μεγάλη ντροπή για την κακή τους πράξη, γονάτισαν και έπεσαν μπρούμυτα στα πόδια του Αγίου και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρέσει. Ζήτησαν την ευχή και την ευλογία του και του πρόσφεραν πολλά δώρα, μερικά από τα οποία είχαν μεγάλη αξία.

Ο Άγιος δέχτηκε μερικά από τα δώρα των εμπόρων, τους έδωσε χρήσιμες συμβουλές και ορισμένα δώρα από το μοναστήρι. Τους ευχήθηκε και τους έστειλε στα σπίτια τους, μαζί με τις καμήλες και τα εμπορεύματα τους. Εκείνοι έφυγαν, ευχαριστώντας τον Άγιο. Από τότε έρχονταν συχνά στο μοναστήρι και έφερναν μαζί τους πολλά δώρα.

Όταν ο Άγιος κοιμήθηκε ο Ιορδάνης έτυχε να μην είναι στη Λαύρα. Μετά από λίγες μέρες ήρθε και ζητούσε να βρει το γέροντα και να τον προσκυνήσει. Μάταια όμως. Ο μεγάλος ευεργέτης του δε φαινόταν πουθενά.

Μόλις ο Άγιος Σαββάτιος, ο μαθητής του Αγίου Γερασίμου, είδε το λιοντάρι να ψάχνει του είπε:

- Ιορδάνη, ο γέροντας μας, μας άφησε ορφανούς και έφυγε και πήγε στους ουρανούς, κοντά στον Κύριο. Αλλά πάρε τροφή και φάγε.

Το λιοντάρι όμως δεν ήθελε να φάει. Εξακολουθούσε να κοιτάζει ανήσυχα εδώ κι εκεί. Ήθελε να δει τον Άγιο και βρυχόταν δυνατά, χωρίς να σιωπά ούτε για μια στιγμή. Μάταια ο Άγιος Σαββάτιος και οι άλλοι μοναχοί το χάιδευαν στη ράχη και του έλεγαν να φάει και να ησυχάσει. Όσο προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν με λόγια, τόσο δυνατότερα φώναζε. Οι μοναχοί συγκινήθηκαν και δάκρυσαν, βλέποντας τη μεγάλη λύπη που ένιωθε το λιοντάρι, επειδή δεν έβλεπε τον Άγιο Γέροντα.

Ο Άγιος Σαββάτιος με νοήματα προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει ότι ο Άγιος πέθανε. Αυτό όμως συνέχιζε να βρυχάται λυπημένο και αγανακτισμένο.

Στο τέλος ο γέροντας του είπε:

- Έλα μαζί μου και Θα δεις τον τάφο του.

Αφού τα είπε αυτά άρχισε να προχωρεί και ο Ιορδάνης τον ακολουθούσε. Όταν έφτασαν και οι δυο στον τάφο του Αγίου σταμάτησαν.

Ο Άγιος Σαββάτιος τότε είπε:

- Εδώ είναι θαμμένος, Ιορδάνη, ο γέροντας Γεράσιμος.

Στάθηκε ο Άγιος Σαββάτιος κοντά στον τάφο του Αγίου Γερασίμου, δάκρυσε και έβαλε μετάνοια.

Όταν τον είδε το λιοντάρι, έκαμε και αυτό μετάνοια. Μετά έπεσε πάνω στον τάφο του Αγίου, κτυπούσε το κεφάλι του και βρυχήθηκε δυνατά.

Από τον πολύ πόνο που ένιωσε, επειδή έχασε τον Άγιο, ψόφησε αμέσως. Τόσο πολύ αγαπούσε τον Άγιο Γεράσιμο.

Αυτό το θαυμαστό γεγονός έγινε όχι γιατί το λιοντάρι είχε λογική ψυχή.

Έγινε γιατί ο Θεός ήθελε να δοξάσει το μεγάλο αυτόν Άγιο και μετά το θάνατό του.



Δείτε σχετικά:

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΑΣΤΑ (11 Σεπτεμβρίου)



theodora vasta


-ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ,ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΟΥ,

ΚΑΝΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ,ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝΤΡΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙ-


Το εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας βρίσκεται κοντά στο χωριό Βάστα της Μεγαλόπολης (Χάρτης Ζ2 ). Είναι κτίσμα πιθανόν του 12ου αιώνα.Γιορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου.

Η παράδοση αναφέρει πως το θαύμα της Φύσης έχει σχέση με το μαρτύριο της Αγίας. Ποιο όμως είναι το θαύμα της φύσης: Ένα μικρό εκκλησάκι που το αγκαλιάζουν δεκαεπτά (17) δέντρα. Τα κλαδιά τους ξεφυτρώνουν από τη σκεπή ενώ οι ρίζες τους, που δε φαίνονται, περνούν μέσα από τους τοίχους του για να καταλήξουν στο έδαφος. Είναι βέβαιο πως αν ανθρώπινος παράγοντας παρέμβει για να κόψει τα δέντρα ή να βελτιώσει κάτι στο εκκλησάκι, το κτίσμα θα καταστραφεί.

Η ιστορία της Αγίας Θεοδώρας

Κατά το Βυζάντιο, κάθε χωριό είχε αυτόνομο χαρακτήρα. Είχε τη δική του κοινωνική, διοικητική καθώς και στρατιωτική αρχή. Κάθε οικογένεια του χωριού όφειλε να προσφέρει έναν άντρα για το στρατό του κι αν αυτό δεν ήταν εφικτό, έπρεπε να καταβάλει χρήματα για τη μίσθωση ενός μισθοφόρου να την εκπροσωπήσει.
Η νεαρή Θεοδώρα ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι μιας φτωχής και πολύ θρήσκας οικογένειας με πατέρα ηλικιωμένο και άρρωστο και ζούσε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, τη Βάστα, λίγο έξω από τη Μεγαλόπολη. Το χρηματικό ποσό που απαιτείτο για την πληρωμή μισθοφόρου ήταν πολύ μεγάλο για τις δυνατότητες της οικογένειάς της και ο πατέρας της ανήμπορος να πάρει μέρος σε μάχη. Έτσι η Θεοδώρα σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να υποδυθεί τον άντρα και να συμμετέχει η ίδια στο στρατό του χωριού της.
Βρέθηκε πολύ σύντομα να πολεμά σε μάχες με περίσσιο θάρρος και όπως ήταν λογικό προάχθηκε σε βαθμό. Το σθένος της, αλλά και η σεμνότητά της την έκαναν αρεστή μέσα στο στράτευμα. Μια νεαρή κοπέλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του νεαρού στρατιώτη κι έτσι τον ερωτεύθηκε. Η Θεοδώρα δεν ήθελε να προδώσει το μυστικό της γιατί αυτό θα εξέθετε όλη την οικογένειά της. Όσο κι αν η Θεοδώρα προσπαθούσε να μεταπείσει τη νεαρή κοπέλα λέγοντάς της ότι είναι αφιερωμένη στο Θεό, τόσο η νεαρή κοπέλα ήθελε το νεαρό που έβλεπε μπροστά της, τον όμορφο και θαρραλέο στρατιώτη που είχε γνωρίσει. Η συνεχής άρνηση της Θεοδώρας οδήγησε τη νεαρή κοπέλα στην εκδίκηση. Κοιμήθηκε με κάποιον άλλο στρατιώτη με τον οποίο έμεινε έγκυος και πήγε στον Διοικητή του στρατού δηλώνοντας ότι η Θεοδώρα, δηλαδή ο στρατιώτης που είχε ερωτευθεί η κοπέλα, ήταν εκείνος που την άφησε έγκυο και θα έπρεπε να την παντρευτεί.
Η άρνηση της Θεοδώρας, η οποία δεν ήθελε να αποκαλύψει το μυστικό της, στο συγκεκριμένο γάμο, δεν επέτρεπε παρά την καταδίκη της σε θάνατο λόγω ατίμωσης της νεαρής κοπέλας.
Έτσι κι έγινε. Ο νεαρός στρατιώτης μέχρι την έσχατη στιγμή δεν ήθελε να αποκαλύψει το μυστικό του και να φέρει έτσι τον πατέρα του σε δύσκολη θέση. Οδηγήθηκε έξω από το χωριό και εκτελέστηκε. Καθώς ξεψυχούσε, είπε: «Κάνε Κύριε τα χρόνια μου να γίνουν δέντρα και το αίμα μου νερό να τα ποτίζει» και ξαφνικά, ένα ρυάκι σχηματίστηκε με ορμητικό νερό...

Η εξήγηση που έδωσαν για το παράδοξο αυτό φαινόμενο συνοπτικά μερικοί επιστήμονες:


κ. Λούκος Κων/νος (Γεωπόνος - Κόρινθος): "Δεν υπάρχει εξήγηση από πλευράς γεωπονικής επιστημονικής. Πρόκειται για ένα ΔΙΑΡΚΕΣ ΘΑΥΜΑ".
- κ. Μακρυγιάννης Π. (Γεωπόνος): "... Αλλά σα γεωπόνος, είμαι σε θέση να ξέρω πολύ καλά, ότι οι τοίχοι θα είχαν ανοίξει και σπάσει από τις ρίζες ενός μόνο δέντρου, πόσο μάλλον δεκαεπτά".
- κ. Ράπτης Γεώργιος (Δασολόγος - Ναύπακτος): "Το όλο φαινόμενο υπερβαίνει κάθε λογική, φυσική και επιστημονική εξήγηση του ανθρώπου".
- κ. Μπεληγιάννης Ελευθέριος (Πολιτικός Μηχανικός - Αθήνα): "Όταν ο αέρας αυτός (της ρεματιάς) έχει τη δυνατότητα να ξεριζώνει δέντρα, καταλαβαίνει κανείς, τι δυνάμεις εξασκούνται από τα 17 δέντρα για την ανατροπή της στέγης".
- κ. Σταυρογιάννη - Περρή Ελένη (Αρχιτέκτων - Καλαμάτα): "Φαινόμενο επιστημονικά ανεξήγητο. Οι δυνάμεις βάρους και αέρος σε συνάρτηση, θα έπρεπε λόγω θέσεως του εξωκλησιού, αλλά και λόγω της προχείρου κατασκευής αυτού, προς δε και της παλαιότητάς του να είχαν διαλύσει το κτίσμα. Τούτο όμως, παραμένει επί τόσους αιώνας χωρίς σοβαρές φθορές".
- κ. Παλλας (Διευθυντής Αρχαιοτήτων - Κόρινθος): "Βάσει των φυσικών νόμων, τουλάχιστον τα μεγάλα αυτά δέντρα, λόγω κλίσεως, ύψους, περιμέτρου έπρεπε να είχαν γκρεμισθεί. Δια να στέκουν αγέρωχα, είναι κάτι που η επιστήμη δεν μπορεί να δώσει εξήγηση".

- κ. Τίγκας Αναστάσιος (Θεολόγος, Αρχαιολόγος, Ιστορικός - Ηράκλειο Αττικής): " Η όλη ανάπτυξις, ύπαρξις και ζωή των δέντρων επί της στέγης του ναού της Οσιοπαρθενομάρτυρος Θεοδώρας εκπλήσσει, αντιβαίνει προς πάσα λογικήν και φυσικήν εξήγησιν του ανθρώπου. Καταδεικνύει μίαν σπανίαν ιδιαιτερότητα, την επέμβασιν του Θεού επί της δημιουργίας Του, το θαύμα".



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἠγιασμένον, Θεῶ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε, τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας, ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.









Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ & ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ : "ΚΙ ΑΝ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΟΛΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ" ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ"

του Μητροπολίτου Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

Ιστορικό του ναού της Ευαγγελιστρίας εις το Πυρί Θηβών, ο οποίος είναι χτισμένος κατ’ εντολήν τουΑγίου Νεκταρίου.
«Κι αν αλλάξουν όλοι να παραμείνετε στην παράδοση»
 «Τα σπίτια σας να γίνουν Εκκλησίες»...






Βρισκόμαστε στη Θηβα το 1924 στην περιοχή του Πυρίου. Όλα κυλούν ήρεμα και καλά. Οι νοικοκυρές στολίζουν τα σπίτια τους με τα έργα των χεριών τους, οι πατεράδες αγωνίζονται για το καθημερινόαναλώνοντας τις περισσότερες ώρες τους στα χωράφια ενώ τα παιδιά ανέμελα τρέχουν από δω και απόκει για να χορτάσουν το παιχνίδι τους. Ξαφνικά όμως μέσα σε αυτή την ηρεμία δύο άντρες ανεβασμένοιστα άλογά τους, γνωστοί στους περισσότερους των Θηβών, ο Κίμων ο Στεφανιώτης και ο Λουκάς οΚαλατζής, γυρίζουν αλαφιασμένοι και τρομαγμένοι φωνάζοντας, πάνω από τα άλογα που βρισκόντουσαν. «Μας ΦPAΓKEΨAN! Μας ΦPAΓKEΨAN!» Τι είχε συμβεί; Δυστυχώς είχαν πληροφορηθει πως η Ελλαδική Εκκλησία άλλαξε το ημερολόγιο χωρίς να γνωρίζει ο κόσμος, χωρίς να ρωτηθούν οι Αρχιερείς της Ελλάδος, εκτός από τους πέντε που το άλλαξαν.

«Μας φράγκεψαν! Μας φράγκεψαν!». Συνεχώς φώναζαν και ενημέρωναν τα γειτονικά χωριά των Θηβών.
Ναι, μα με ποιο δικαίωμα το έκαναν αυτό; Αφού αυτοί δεν ήταν κληρικοί, ήταν απλοί λαϊκοί. Από που πήραν το θάρρος αυτό; Τι γνώριζαν; Τι εντολή είχαν;

Οι δύο αυτοί άνδρες είχαν πνευματικό καθοδηγητή κάποιο επίσκοπο ο οποίος βρισκόταν σε ένα όμορφο νησί του Αργοσαρωνικού, την Αίγινα. Το όνομά του ήταν Νεκτάριος, Επίσκοπος Πενταπόλεως. Το 1918 είχαν πάει και οι δύο στο νησί να εξομολογηθούν και να πάρουν τη συμβουλή του για ένα θέμα το οποίο την εποχή εκείνη ήταν σε έξαρση. Το θέμα αυτό ήταν για την αλλαγή τουημερολογίου. Η ερώτησις των δύο ήταν κατά πόσο είναι εφικτή και επιτρεπτή η αλλαγή του ημερολογίου.Ο Άγιος Ιεράρχης όπως ήταν σοφός και πράος τούς απάντησε:

         -Παιδιά μου, δεν πρέπει να γίνει η αλλαγή του ημερολογίου διότι βάσει αυτού έχουν θεσπισθείόλες οι εορτές της Εκκλησίας μας και ιδιαιτέρως το αιώνιο Πασχάλιο.
 .
            - Μαλιστα Δέσποτα, εάν όμως η Εκκλησία δεχθεί τη μεταρρύθμιση τι γίνεται; Τι κάνουμε εμείς;
 .
         - Εσείς να παραμείνετε ως έχετε, δεν θα ακολουθήσετε τούς μεταρρυθμιστές διότι το Γρηγοριανόημερολόγιο έχει καταδικασθεί από τρεις πανορθοδόξους συνόδους επί πατριαρχίας Ιερεμίου του Τρανού 1592-1593 και Ανθίμου το 1848. Είναι αδύνατον Ορθόδοξοι Χριστιανοί να δεχθούν τηναλλαγή. Εγώ δε δέχομαι ούτε ακολουθώ κανέναν έστω κι αν μείνω μόνος μου. Ναι, Δέσποτα, αλλά εάν δεν έχουμε ιερείς τι θα κάνουμε;
       
             - Παιδιά μου θα οικονομήσει ο Κύριος μας και θα σας στείλει.
- Κι αν δεν έχουμε εκκλησία και εχουν γυρίσει όλοι με το Γρηγοριανό εκεί, πως το αντιμετωπίζουμε;
.
.- Γι’ αυτό προβληματίζεσθε; Δεν υπάρχει πρόβλημα, τα σπίτια σας να γίνουν Εκκλησίες.
.- Μα, πως Δέσποτα; Πως μπορεί να γίνουν αυτά; 

.- Εγώ παιδιά μου απεύχομαι να γίνη η αλλαγή, αλλά εάν γίνει τότε πρέπει να αντισταθείτε. Να είστε σίγουροι πως ο Χριστός μας θα είναι μαζί σας όταν συνειδητά υπερασπισθείτε τα Ιερά και τα Όσια της Εκκλησίας μας. Εάν διαβάσατε την Ιστορία της Εκκλησίας μας θα δείτε και θα γνωρίσετε πως σε περίοδοανταρσίας και ακαταστασίας στην Εκκλησία ότι πολλά σπίτια είχαν γίνει τόποι κοινής προσευχής»..
. .
Όλα αυτά αλλά και πολλά άλλα είπε και τους έλεγε ο επίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος. Έπειτα απόδύο χρόνια το 1920 ο Άγιος Ιεράρχης κοιμήθηκε.


Παρευρέθηκαν στην κηδεία του παίρνοντας για τελευταία φορά την ευχή του προσκυνώντας τον. Καθηκόντως λοιπόν οι δύο αυτοί άνδρες σεβόμενοι τη μνήμη του πνευματικού τους, ως συνειδητοί χριστιανοί, προσπάθησαν όσο το δυνατόν περισσότερο να ενημερώσουν τον κόσμο για το μεγάλο πνευματικό κακό που είχε γίνει στην Ελλάδα. Καταφέρνουν με τη χάρη του Κυρίου μας να βοηθήσουν πνευματικά, πολύ κόσμο με αποτέλεσμα αρκετά χωριά της Βοιωτίας να παραμένουν στη παράδοση. Ιερείς έρχονταν αραιά και που από το Άγιον Όρος για να τούς εξυπηρετήσουν και όχι μόνον αυτό αλλά στηναναζήτηση προς εξυπηρέτηση ιερού ναού ο Λουκάς Καλατζής αποφάσισε να κάνει τόπο κοινής προσευχής το σπιτάκι του, δίδοντας στο Εκκλησάκι την ονομασία του Ευαγγελισμού, ούτως ώστε ναέρθουν σε εκπλήρωση οι ευχές και οι εντολές του πνευματικού τους πατέρα του Επισκόπου ΠενταπόλεωςΑγίου Νεκταρίου του Θαυματουργού.
Πέρασαν 75 ολόκληρα χρόνια από τον χωρισμό της Εκκλησίας μας.
Η ιστορία έγραψε πολλά θλιβερά γεγονότα τα οποία συνέβησαν κατά το διάστημα αυτό. Παρόλα αυτάόμως η ζέση της πίστεως δεν έσβησε μέχρι σήμερα. Εξακολουθεί να υπάρχει και συνεχίζει παραμένονταςαμείωτη και σταθερή για τις επερχόμενες γενεές.

Τα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά σε εμάς από τους επιζώντας συνεχιστάς των Ιερών παραδόσεων Θηβαίους Ευάγγελο Τούτουζα, Χρήστο Λαλιώτη, Στυλιανό Σκούμα, οι οποίοι έζησαν από κοντά τόσον ωςπαιδιά όσον και ως ώριμοι πλέον άνδρες, τον Κιμωνα Στεφανιώτη και τον Λουκά Καλαντζή, τον μετέπειτα πατέρα Λεόντιο.


Σήμερα υπάρχει η μαρτυρία του ιστορικού ναού του Ευαγγελισμού της Κυρίας Θεοτόκου, ο οποίος εκτίσθη με την ευχή και την εντολή του Αγίου Νεκταρίου έχοντας υπερυψωμένο επάνωθεν τον περικαλλέστατο Ναό των Αγίων Πάντων πρωτοβουλία του μακαριστού Κωνσταντίντου Τούτουζα.


Αυτά τα λίγα αγαπητοί αναγνώστες από τη ζωή, τους αγώνες και την παρουσία της Εκκλησίας μας.


Ιδιαιτέρως ο γράφων αισθάνομαι αρκετά συγκινημένος και ευτυχισμένος διότι η θεία Πρόνοια οικονόμησε να υπηρετήσω τον ιστορικό Ναό της Ευαγγελιστρίας επί οκτώ συναπτά έτη ως εφημέριοςσυνεχίζοντας την εντολή του Αγίου Νεκταρίου:

.
«TA ΣΠITIA ΣΑΣ NA ΓINOYΝ EKΚΛΗΣIEΣ»
 «KI AN ΑΛΛΑΞOYΝ ΟΛOI, NA ΠAPAMEINETE ΣTHΝ ΠAPΑΔΟΣΗ»




Ο Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (κάτω) και Αγίων Πάντων (επάνω) στην περιοχή Πυρί της πόλεως των Θηβών. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ναός αυτός ήταν μέχρι πρότινος ιδιόκτητος και ανήκεστην, γνωστή για την προσήλωσή της στις πατρώες παραδόσεις, οικογένεια Τούτουζα. Για την καλύτερη διασφάλιση του ιερού χαρακτήρα του ναού οι ιδιοκτήτες απεφάσισαν να τον μεταβιβάσουν στοεκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας μας. 

*************************************************************


 «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ», Αρ. φ. 902, έτος 50ον, 29/2/2000, σελ. 10!11.

ΠΗΓΗ: http://www.entoytwnika.gr/2013/11/blog-post_2061.html
Δείτε σχετικά:

Οι ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΟΙ της Ι. Μ. ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ



Είναι γνωστή η ιστορία του Λατινόφρονος Αυτοκράτορος Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και του Πατριάρχου Ιωάννου Βέκκου (1260-1282).

Αυτοί για να αποκτήσουν υλικά αγαθά και για να συνάψουν «συμμαχίες» με τα Λατινικά Κράτη της Δύσεως «παρέδωσαν» την Ορθοδοξία, «αντί πινακίου φακής», στον αντίχριστο Πάπα της Ρώμης, κατά τον Άγιον Κοσμά τον Αιτωλόν! Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και σήμερα από το έτος 1924!

Είναι επίσης γνωστοί οι τότε σκληροί διωγμοί κατά των πιστών τηρητών της Ορθοδοξίας, ιδιαιτέρως εναντίον των τότε Αγιορειτών Πατέρων, εκ των οποίων πολλοί εξ΄αυτών ανεδείχθηκαν Οσιομάρτυρες και Ομολογητές.

Επίσης, όσοι τόλμησαν να συλλειτουργήσουν στο Άγιον Όρος μετά του Λατινόφρονος Βέκκου, η θεία δίκη δεν τους άφησε ατιμώρητους.

Μοναχός αγιορείτης στο έντυπο «Ανθενωτικά-ημερολογιακά-Αγιορείτικα-Αθήναι 1974» γράφει τα εξής:

«Ας δούμε τι συνέβη, εις την Μεγίστη Λαύρα όπου τους υποδέχθηκαν (τους λατινόφρονες) με κωδωνοκρουσίες. Εκεί βλέπουμε ότι ακολούθησε φοβερή Θεία οργή που προκάλεσε φρίκη και τρόμο καθώς η αψευδής παράδοση διέσωσε έως τις ημέρες μας.

Ο μεν ιεροδιάκονος Λαυριώτης, που συλλειτούργησε με τους Λατινόφρονες, καταλήφθηκε από θεήλατο οργή και έλιωσε σαν το κερί, αφού άρπαξε φωτιά. Οι δε 7 ιερομόναχοι, σύμφωνα με άλλους 11, που έλαβαν μέρος στο συλλείτουργο (με τον Βέκκο) βρέθηκαν άλιωτοι, τυμπανιαίοι, αφορισμένοι, των οποίων τα πτώματα μέχρι τέλους του 19ου αιώνος , τα είχαν στον νάρθηκα του κοιμητηρίου οι Άγιοι Απόστολοι, σε κοινή θέα, αφ’ ενός μεν προς διδασκαλία και σωφρονισμόν των επομένων γενεών, αφ’ ετέρου, όσοι τους έβλεπαν και τους σπλαχνίζονταν, να εύχονται ο Κύριος να διαλύσει, τα τυμπανιαία τους σώματα, στη γη απ΄όπου και ελήφθησαν.

Παρέλειψα να πω ότι και οι τοιχογραφίες της εκκλησίας, μόλις έγινε το ανίερο συλλείτουργο, ω του θαύματος, μαύρισαν, ανακαινίσθηκαν ύστερα, κατά το έτος 1544, από τον διάσημο ζωγράφο Θεοφάνη.

Η παράδοση διασώζει ότι κάποιος ευαίσθητος στην υγεία του προσκυνητής, μόλις πλησίασε και είδε τα κατάμαυρα και τυμπανιαία σώματα, με τα μαλλιά, με τα μεγάλα γαμψά νύχια, με τα ανοιχτά στόματα, όπου ελεύθερα οι ποντικοί εισέρχονταν και εξέρχονταν, τόσο πολύ φοβήθηκε, ώστε αμέσως πέθανε από συγκοπή καρδιάς.
 Αυτό το περιστατικό έγινε αιτία να τους απομακρύνουν από την Μονή και να τους μεταφέρουν στα παράλια της Ρουμανικής Σκήτης, όπου τους έκλεισαν σε ένα απόκρημνο και δύσβατο σπήλαιο.
 Αλλά επειδή κι εκεί οι περίεργοι δεν έπαυαν να τους επισκέπτονται, να τους βλέπουν και να τους φωτογραφίζουν, γι΄ αυτό τελευταία έχτισαν τελείως την θύρα του σπηλαίου και έγινε τελείως αγνώριστο αυτό το σπήλαιο, που περιέκλεινε μέσα του, τους αφορισμένους ενωτικούς Λατινόφρονες Λαυριώτες.»


Η μαρτυρία του π. Γαβριήλ

 ..πήγαμε το βράδυ και μείναμε στον αρσανά της Μεγίστης Λαύρας, για να συνεχίσουμε το πρωί, το ταξίδι μας, καθώς και έγινε. Μόλις όμως το πρωί απομακρυνθήκαμε λίγο διάστημα από την Λαύρα, ακούω να μου λέει ο γέροντας μου, Μελέτιος Μοναχός: Παιδί μου Γαβριήλ, εδώ παρεμπρός υπάρχουν οι αφορισμένοι, οι οποίοι δέχθηκαν τους Λατινόφρονες στην Μονή της Μεγίστης Λαύρας και συλλειτούργησαν με τον Ιωάννη Βέκκο και τη συνοδία του, τους οποίους έχω δει και άλλοτε, αλλά επειδή είσαι νέος και ίσως γίνει κάποτε λόγος και να λέγουν μερικοί ότι «ψέματα είναι, δεν υπάρχουν τίποτα, ούτε αφορισμένοι, αλλά τα λέγουν για φοβέρα εις τους ανθρώπους »* γι’ αυτό να πάμε να τους δεις με τα ίδια σου τα μάτια και καθόλου να μη πιστεύεις ό,τι και αν σου λέγουν, διότι και η Γραφή λέγει, ότι τα μάτια είναι πιο έμπιστα από τα αυτιά.

Λέγοντας ο γέροντας αυτά, φθάσαμε σε ένα απότομο γκρεμό, όπου μόνο να τον δει άνθρωπος τρομάζει, και μου λέει: «εδώ είναι». Ενώ εγώ περιεργαζόμουν να δω αυτούς μου λέγει: «Τι νομίζεις, ότι είναι Σταυρός ή Εικόνες να βλέπουν οι άνθρωποι, να κάνουν τον Σταυρό τους; Έχουν του διαβόλου την μορφή, την οποία θα δεις και θα πιστωθείς».

Τότε, λοιπόν, προσεγγίσαμε εις την απότομη εκείνη χαράδρα και με πολύ κόπο βγήκαμε έξω και με τα είκοσι νύχια ανεβήκαμε 5-6 μέτρα και έπειτα είδα ένα σπήλαιο και εισήλθαμε και βλέπω ελεεινό θέαμα: Τρεις ανθρώπους ακουμπισμένους στον βράχο, όρθιοι, με τα ρούχα, ράσα και ζωστικά, τα μάτια ανοιχτά, τα μαλλιά και τα γένεια και των τριών μακριά και κατάλευκα. Τα πρόσωπά τους όπως είναι το χρώμα της φούμας, το ίδιο και τα χέρια προς τα κάτω, τα δάχτυλα κυρτά προς τα μέσα, τα νύχια των χεριών τους έως 2 με 3 πόντους μεγάλα, των ποδιών τους δεν φαίνονταν επειδή ήταν καλυμμένα με τις κάλτσες και τα παπούτσια.

Μάλιστα, θέλησα να τους ψηλαφήσω. Να δω αν πράγματι το σώμα ήταν μαλακό ή μόνο ξερό δέρμα και οστά, αλλά δεν με άφηνε ο γέροντας. Μου λέγει: «Μη βάλεις χέρι επί την οργή του Θεού». Εις όλα όμως τ’ άλλα έδωσα μεγάλη προσοχή, αλλά δεν τους ακούμπησα. Και καθόλου δεν δειλίασα, τώρα όμως, όταν τους θυμηθώ ταράσσεται η ψυχή μου και δεν μπορώ ούτε να κοιμηθώ ημερόνυχτα, ούτε να φάγω δύο και τρεις ημέρες, ενώ τότε που τους είδα, ούτε έβαλα τίποτε στο νου μου.

Γράφω με το ίδιο μου το χέρι, στις 2 Μαρτίου 1964 στη Ι. Μονή Ξενοφώντος. Γαβριήλ Ιερομόναχος, πνευματικός εκ του Ιβηριτικού Κελλίου «Γενέσιον του Τιμίου Προδρόμου».
Από το φυλλάδιο «Ανθενωτικά-ημερολογιακά-αγιορείτικα, Αθήναι 1974»

«Τα Πάτρια, τόμος Β΄, Πειραιάς 1994» με ελαφρά διασκευή στη καθομιλουμένη.

* Είναι τοις πάσι γνωστό ότι όλοι σχεδόν οι «μνημονευτές» Αγιορείτες» από 50 ετών και πάνω, γνωρίζουν επ’ ακριβώς και την ιστορία αλλά και την ύπαρξη των αφορισμένων της Λαύρας. Εν τούτοις όμως αποφεύγουν όχι μόνο να το συζητούν αλλά σε τυχόν συζήτηση ή να σιωπούν ή να το θεωρούν με περισσή σοβαρότητα...ως μύθο, δηλαδή όπως με ελαφρότητα λέγουν ότι είναι «παραμύθια των Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων»!
Γιατί όμως αυτό; Ίσως από έλεγχο της συνειδήσεώς ή από διαβολική ενοχή απέναντι των μαρτυρισάντων επί Λατινόφρονος Ιωάννου Βέκκου, με όσα σήμερα δέχονται ή με προδοτική διάθεση και αναισθησία ανέχονται.

Αυτοί που υποτίθεται ότι είναι συνεχιστές Εκείνων που έχυσαν το αίμα τους ή κατακάηκαν από τη φωτιά, προκειμένου να μη δεχθούν τους Λατινόφρονες. Σήμερα δέχονται πολύ χειρότερους εκείνων, με τα συλλείτουργα και τις συμπροσευχές, αλλά ακόμη και με τα «Κοινά Ποτήρια» της προϊσταμένης τους αρχής με τους αιρετικούς και αναθεματισμένους Παπικούς, Αγγλικανούς κλπ. Δεν θα είναι καθόλου παράδοξο να δεχθούν και μάλιστα και να πανηγυρίσουν, φιατί όχι και με την επικείμενη πλήρη ένωση με τους αναθεματισμένους αιρετικούς Μονοφυσίτες! Και δεν είναι ακόμη καθόλου παράδοξο και εδώ να θεωρήσουν ως «παραμύθι» και το θαύμα του Αγίου Λειψάνου της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου Ευφημίας, το οποίο, ως γνωστό επεκύρωσε τα Πρακτικά των Αγίων 630 Θεοφόρων Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εναντίον των αιρετικών Μονοφυσιτών.

H αγάπη της τυφλής μάνας

Η ζητιάνα


















   Αφιερωμένο σ΄ όλες τις μάνες και τα παιδιά του κόσμου.

Κάποτε σε μια φτωχική γειτονιά, ζούσε μια μονόφθαλμη μητέρα με το μικρό μονάκριβο παιδί της.  Ένα μικρό αγόρι μόλις τεσσάρων ετών.
 Όμως αυτό δεν την ήθελε και ντρεπόταν πολύ για την όψη της μητέρας του, επειδή όπως είπαμε, είχε ένα μάτι και την έβλεπε σαν τέρας!
Χωρίς να υπάρχει εναλλακτική λύση, αναγκαστικά μεγάλωνε μαζί της, αλλά ποτέ δεν την δέχτηκε και δεν της επέτρεπε να πάει ιδιαίτερα στο σχολείο να ρωτήσει γι΄ αυτόν, αλλά ούτε και την παρουσίαζε στους φίλους του, γιατί ντρεπόταν πολύ με την αναπηρία της μητέρας του.
Τα χρόνια όμως πέρναγαν, τελείωσε τις σπουδές του, και κανείς μέχρι τώρα δεν την είχε ΄δει, γιατί την είχε καλά κρυμμένη.
Ήλθε η ώρα που νεαρός αυτός γνώρισε την σύντροφο της ζωής του. Έκανε οικογένεια – παιδιά, αλλά ουδέποτε τους ανάφερε για την μητέρα του,  αλλά το μόνο που τους είχε πει,  είναι ότι  δεν έχει μητέρα… Και για όλα αυτά δεν είπε τίποτε στην μητέρα του.
Αυτός όμως πήγαινε πότε – πότε κρυφά και την έβλεπε στην φτωχική της παράγκα.
Κάποτε έκανε καιρό να την δει.
Όμως ο πόθος της και η υπέρμετρη αγάπη της, για το μονάκριβο παιδί της, την έκανε να σχίσει τα  βουνά και τα λαγκάδια για να τον βρει και να δει έστω και για λίγο το μονάκριβο θησαυρό  της.
Όταν εντόπισε τον χώρο που βρισκόταν το παιδί της, πλησίασε και έφτασε μέχρι τη πόρτα του σπιτιού του, εν συνεχεία με φόβο και τρόμο κτύπησε την πόρτα του. Τότε η υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα και τα παιδιά που ήταν εκεί, αντίκρισαν μια ζητιάνα γυναίκα –  τέρας (με  ένα μάτι) και από το φόβο τους άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε.
Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους τέτοια «άγρια» όψη και φυσικά η στάση τους ήταν δικαιολογημένη.
Ο στοργικός όμως πατέρας έτρεξε έντρομος να δει τι ακριβώς συμβαίνει και όταν την είδε άρχισε να φωνάζει έξαλλος, να την βρίζει, να την σπρώχνει, και  την ελεεινή ζητιάνα όπως την κατονόμαζε την απομάκρυνε σαν ένα κουρέλι από την έπαυλή του.
Αφού την είχε απομακρύνει αρκετά από το παλάτι του, της είπε με άγρια φωνή:
Τι γυρεύεις εδώ;
Δεν σου είπα να μην έρθεις ποτέ στο σπίτι μου; Δεν θέλω να σε δουν τα παιδιά μου, η γυναίκα μου αλλά και ο κοινωνικός μου περίγυρος!
Τότε η πικραμένη μάνα, σιωπηλή και με ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς που ξανάδε το παιδί της και λύπης για την όλη συμπεριφορά του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Για τον λόγο αυτό ο γιός της είχε θυμώσει τόσο πολύ και για αρκετό χρονικό διάστημα δεν πήγε να την δει, ώσπου κάποτε, κάποιο περίεργο μητρικό συναίσθημα τον οδήγησε έξω από την καλύβα της μητέρας του.
Πλησίασε και χτύπησε την ερειπωμένη πατρική του πόρτα, αλλά απόκριση δεν πήρε, κι εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει, άκουσε μια φωνή απ΄ τον διπλανό φτωχόσπιτο  να του λέει:
-Γυρεύεις κάτι αγόρι μου;
-Ε, ναι, την μάνα μου θέλω.
-Λυπάμαι πολύ λεβέντη μου, αλλά η μάνα σου, πάει καιρό που έφυγε απ΄ τη ζωή αυτή, όμως μου έδωσε αυτό το γράμμα και με παρακάλεσε να στο δώσω μετά τον θάνατό της.
Τώρα σου ανήκει και μπορείς να το πάρεις.
Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια του και αφού το άνοιξε,  άρχισε να το διαβάζει:
Πολυαγαπημένο και μονάκριβο παιδί μου, τώρα πια που δεν είμαι στη ζωή, ώστε να με βλέπεις και να ντρέπεσαι, ήλθε η ώρα να μάθεις την μεγάλη αλήθεια.
Όταν ήσουν 6 μηνών, σε ένα δυστύχημα με τον πατέρα σου, ό οποίος χάθηκε από τότε, έχασες το ένα σου μάτι, έτσι λοιπόν παιδί μου έβγαλα το δικό μου και στο δώρισα για να έχεις μια καλύτερη ζωή.
Δεν πειράζει παιδί μου που με απαρνήθηκες, κι ας μου στέρησες την χαρά της μάνας. Το να σε βλέπω όμως να μεγαλώνεις, να σπουδάζεις, να κάνεις την δική σου οικογένεια, σαν μάνα καμάρωνα κρυφά για το παιδί μου….
Όμως να ξέρεις για όλα αυτά, δεν σου κρατώ κακία, σ΄ αγαπώ όμως τόσο πολύ, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς….  Αν χρειαζόταν, θα σου έδινα και το άλλο μου μάτι, για να είναι το παιδί μου πάντα καλά ….
Αυτός τότε έκλαψε πικρά για την απαράδεκτη συμπεριφορά του, όμως ήταν πολύ αργά, αφού δεν πρόλαβε ποτέ να πει στην μάνα του, το ποσό πολύ την αγαπούσε, αλλά και πόσο πολύ την πίκρανε σ΄ όλη της ζωή.
Για όλα αυτά που έμαθε τώρα, καιγόταν και ήθελε να πέσει στα πόδια της, ζητώντας της  ένα  μεγάλο συγνώμη από τα βάθη της καρδιάς του.
Μετάνιωσε πικρά για το μεγάλο κακό που της έκανε, στερώντας της το μητρικό δικαίωμα της αγάπης….
Για όλα αυτά, ας γίνει φωτεινό παράδειγμα και για μας, τώρα που είναι πλέον καιρός, έτσι ώστε να  προλάβουμε και να σκορπίσουμε την αγάπη μας στους πικραμένους μας γονείς.

ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΠΗΓΑΙΝΕ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ...

15«Παναγία μου, πήγαινε νά επισκεφθής τό παιδί μου...»

Ο ίδιος  πατέρας διηγείται τά εξής γιά ένα άλλο παιδί του πού  κάποτε είχε αρρωστήσει:

Τό παιδί μου ο Πέτρος προσβλήθηκε από ελονοσία. Τό πήγαμε εκείνη τήν νύκτα αμέσως στό νοσοκομείο. Εγώ έμεινα στό σπίτι, ενώ η σύζυγός μου παρέμεινε κοντά στό παιδί μας στό νοσοκομείο. Στάθηκα μπροστά στίς εικόνες τών Αγίων μας.

Έστρεψα τά μάτια μου στήν Θεοτόκο καί τής είπα: «Οι αιρετικοί, Παναγία μου, μέρα-νύκτα σέ κακολογούν, εγώ όμως σέ πιστεύω, σέ προσκυνώ καί σέ δοξολογώ. Θέλω αύριο νά ευδοκήσης νά δοξασθή τό όνομά σου καί εγώ νά διηγούμαι τά θαυμάσιά σου. Πήγαινε νά επισκεφθής τό παιδί μου στό νοσοκομείο. Κουράσθηκα νά πηγαίνω εκεί καί νά γυρίζω πάντα πικραμένος...».

Τό πρωΐ επήγα τσάϊ στό νοσοκομείο γιά τό παιδί μου. Μετά έφυγα αμέσως γιά τήν δουλειά μου. Τό απόγευμα ο γιατρός είχε υπογράψει τό εξιτήριο τού παιδιού μου. Επήγα, τό επήρα καί μέ τήν γυναίκα μου εδοξάσαμε τήν άμεση επέμβασι τής Παναγίας μας.

«Παρακάλεσε τόν Υιό μου νά σέ βοηθήσει....»

Στά ιδιωτικά σχολεία τού ιεραποστολικού Κλιμακίου Κολουέζι εργάζεται σάν καθηγητής μαθηματικός ο χριστιανός μας Ματθαίος. Ιδού τί μάς διηγείται ο ίδιος μέ τήν αρρώστεια του:

«Ήταν η 21η Ιουλίου τού 2002, ημέρα Κυριακή. Μ᾿ έπιασαν ισχυροί πόνοι στό στομάχι. Εξ αιτίας τους έπεσα κάτω στό πάτωμα.

Η σύζυγός μου ειδοποίησε τόν νοσοκόμο τής Ιεραποστολής Θαλλέλαιο. Εκείνος μέ μιά πρόχειρη εξέτασι πού μού έκανε είπε ότι θά είναι σκωληκοειδίτις.

Μέ τήν βοήθεια τού αυτοκινήτου τής Ιεραποστολής μέ μετέφεραν στήν ιδιωτική κλινική τού γιατρού κ. Mulolo.  Εκεί μού έδωσαν φάρμακα, αλλά οι πόνοι εσυνεχίζοντο δριμύτατα. Άρχισα νά κλαίω μέ τόσα δάκρυα πού καί τά σεντόνια μου ακόμη είχαν μουσκέψει.

Σκέφθηκα ότι ήλθε η ώρα νά πεθάνω. Άρχισα τότε νά παρακαλώ θερμά τήν Κυρία Θεοτόκο νά συγχωρήσει τίς αμαρτίες μου καί νά μέ βοηθήση κατά τήν έξοδο τής ψυχής μου. Καί τήν νύκτα έκανα πολλή προσευχή. Ασπάσθηκα τήν Εικόνα της καί τήν παρακαλούσα  νά μέ βοηθήσει. Όταν κοιμήθηκα λίγο, τήν είδα στόν ύπνο μου καί μού είπε: «Παρακάλεσε τόν Υιό μου νά σέ βοηθήση...».

Ενώ εκοιμώμουν, είδα ότι παρεκάλεσα τόν Ιησού Χριστό, τόν Υιό Της. Μετά απ᾿ όλα αυτά τά θαυμαστά, ξαφνιάστηκα καί ξύπνησα. Τό απόγευμα τής άλλης ημέρας ήλθαν νά μέ επισκεφθούν από τήν Ιεραποστολή ο ιεραπόστολος π. Δ. μαζί μέ άλλους δύο ιερείς, τόν π. Νεκτάριο καί τόν π. Σίλβεστρο.

Ήλθαν νά προσευχηθούν γιά μένα. Έκαναν δέησι στούς Αγίους Νεκτάριο, Αρσένιο Καππαδόκη καί Ιωάννη τόν Ρώσσο. Κατόπιν έψαλλαν τά απολυτίκιά τους καί "τράβηξαν" από ένα κομποσχοίνι στόν κάθε Άγιο ξεχωριστά. Μέ ευχήθηκαν καί επέστρεψαν στήν Ιεραποστολή.
Τήν νύκτα, ενώ εκοιμώμουν, ένοιωσα νά διέρχεται στό σώμα μου, από τά πόδια πρός τά επάνω μία δύναμις, σάν ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό συνέβη τρείς φορές. Τό αποτέλεσμα ήταν ότι εξαφανίσθηκαν όλοι οι πόνοι.

Τό άλλο πρωΐ ήλθε ο γιατρός καί μέ ρώτησε γιά τήν υγεία μου. Τού είπα ότι ήμουν τελείως καλά. Χωρίς νά μού κάνη άλλες ερωτήσεις, ούτε νά εξακριβώσει, εάν πράγματι ήμουν  καλά, μού επέτρεψε νά γυρίσω στό σπίτι μου.Από τήν ίδια ημέρα επήγα καί στό γυμνάσιο ακολουθώντας τό πρόγραμμα τών μαθημάτων μου.
ΠΗΓΗ:   http://www.agioritikovima.gr/thavmata/19291-thaumates-it