A
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
Τρίτη 19 Μαΐου 2020
Κυριακή 10 Μαΐου 2020
Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020
ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους
ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους
ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος εἶναι ἡ σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδιᾶς, ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ζητῆ μὲ πάθος ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καὶ ὅσο δὲν τὸ κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει καὶ τὸ κυνηγᾶ καὶ τρέχει πίσω του μὲ ὀδυνηρὸ κλάμα.
2. Ἂς τὸ χαρακτηρίσωμε καὶ ἔτσι: Πένθος εἶναι ἕνα χρυσὸ καρφὶ τῆς ψυχῆς. Τὸ καρφὶ αὐτὸ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε γήϊνη προσήλωσι καὶ σχέσι, καὶ καρφώθηκε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη λύπη (στὴν πόρτα) τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ τὴν φρουρῆ.
3. Κατάνυξις εἶναι ἕνας συνεχὴς βασανισμὸς τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν νοερὰ ἐξομολόγησι κατορθώνει νὰ δροσίζῃ τὴν φλογισμένη καρδιά.
4. Ἐξομολόγησις σημαίνει τὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν ἴδια τὴν φύσι μας. Κάποιος ἐξ αἰτίας της «ἐλησμονοῦσε ἀκόμη νὰ φάγη τὸν ἄρτο του» (Ψαλμ. ρα´ 5).
5. Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆς κάθε σωματικὴ παρηγορία, χωρὶς καθόλου νὰ λυπηθῆς.
6. Χαρακτηριστικὸ ἐκείνων ποὺ προώδευσαν κάπως στὸ μακάριο πένθος εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ σιωπὴ τῶν χειλέων. Ἐκείνων ποὺ προώδευσαν περισσότερο, ἡ ἀοργησία καὶ ἡ ἀμνησικακία. Καὶ αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν στὴν τελειότητα, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δίψα τῆς ἀτιμίας, ἡ ἑκούσια πείνα τῶν ἀκουσίων θλίψεων, τὸ ὅτι δὲν κατακρίνουν τοὺς ἁμαρτάνοντας, καὶ τὸ ὅτι αἰσθάνονται ὑπερβολικὴ συμπάθεια πρὸς αὐτούς.
Εὐπρόσδεκτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ πρῶτοι. Ἀξιέπαινοι οἱ δεύτεροι. Μακάριοι ὅμως οἱ τελευταῖοι ποὺ πεινοῦν γιὰ θλίψι καὶ διψοῦν γιὰ ἀτιμία. Διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφὴ ποὺ δὲν χορταίνεται.
7. Ὅταν κατακτήσης τὸ πένθος, κράτα το μὲ ὅλη τὴ δύναμί σου. Διότι προτοῦ ἀποκτηθῇ μόνιμα καὶ ὁριστικά, χάνεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς μέριμνες τοῦ σώματος καὶ τὴν καλοπέρασι, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὴν ἀστειολογία, καὶ διαλύεται ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά.
8. Ἀνώτερη ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἀποδεικνύεται ἡ μετὰ τὸ βάπτισμα πηγὴ τῶν δακρύων (τῆς μετανοίας), ἂν καὶ εἶναι κάπως τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ λέγω. Διότι ἐκεῖνο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ προηγούμενά μας κακά, ἐνῷ τοῦτο, τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων, ἀπὸ τὰ μετέπειτα. Καὶ τὸ πρῶτο, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἐλάβαμε ὅλοι στὴν νηπιακὴ ἡλικία, τὸ ἐμολύναμε. Ἐνῷ μὲ τὸ δεύτερο καθαρίζομε πάλι καὶ τὸ πρῶτο. Καὶ ἐὰν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ εἶχε χαρίσει αὐτὸ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ σῳζόμενοι θὰ ἦταν πράγματι σπάνιοι καὶ δυσεύρετοι.
9. Οἱ στεναγμοὶ καὶ ἡ κατήφεια φωνάζουν δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριον. Τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ φόβο μεσιτεύουν. Καὶ τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη μᾶς φανερώνουν ὅτι ἡ ἱκεσία μας ἔγινε δεκτή.
10. Ἀφοῦ τίποτε δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τὸ πένθος, καὶ τίποτε πάντως δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἀντίθετό της, ὅσο τὸ γέλιο.
11. Νὰ κρατῆς σφικτὰ τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κατάνυξι· καὶ ἀκατάπαυστα νὰ τὴν καλλιεργῆς μέχρις ὅτου σὲ ἀνυψώση ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ σὲ παρουσιάση καθαρὸν ἐμπρὸς στὸν Χριστόν.
12. Ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπαριστάνης μέσα σου καὶ νὰ περιεργάζεσαι τὴν ἄβυσσο τοῦ σκοτεινοῦ πυρός, τοὺς ἄσπλαγχνους ὑπηρέτες, τὸν Κριτὴ ποὺ δὲν θὰ συμπαθῇ καὶ δὲν θὰ συγχωρῆ πλέον, τὸ ἀπέραντο χάος μὲ τὶς καταχθόνιες φλόγες, τὸ ὀδυνηρὸ κατέβασμα στὰ χάσματα καὶ στοὺς ὑπογείους καὶ φοβεροὺς τόπους. . . καὶ ὅλες τὶς παρόμοιες εἰκόνες. Ἔτσι ἀπὸ τὸν πολὺ τρόμο θὰ ἐξαφανισθῇ ἀπὸ μέσα μας ἡ λαγνεία καὶ θὰ ἑνωθῇ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἄφθαρτη ἁγνεία. Δηλαδὴ θὰ δεχθῇ μέσα μας τὸ ἄφθαρτο πῦρ τῆς ἁγνείας, τὸ κατὰ πολὺ λαμπρότερο (ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν κολάσεων καί) τοῦ πένθους.
13. Στάσου ἔντρομος ὅταν προσεύχεσαι καὶ ἱκετεύης τὸν Θεόν, σὰν τὸν κατάδικο ἐμπρὸς στὸν δικαστή, ὥστε καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι καὶ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ στάσι νὰ σβήσης τὸν θυμὸ τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Διότι δὲν ἀντέχει νὰ παραβλέπη τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία σὰν τὴν χήρα τῆς παραβολῆς ἵσταται ἐμπρός Του γεμάτη ὀδύνη καὶ κουράζει τὸν Ἀκούραστο (πρβλ. Λουκ. ιη´ 1-8).
14. Σὲ ὅποιον ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τοῦ ἐσωτερικοῦ δακρύου, ὁ κάθε τόπος εἶναι κατάλληλος γιὰ πένθος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ἀσκεῖ ἀκόμη τὸ ἐξωτερικὸ δάκρυ, ἂς μὴν παύση νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ εὑρίσκη τοὺς καταλλήλους τόπους καὶ τρόπους.
15. Ὁ κρυμμένος θησαυρὸς εἶναι περισσότερο ἀσφαλισμένος ἀπὸ τὸν ἐκτεθειμένο στὴν ἀγορά. Βάσει αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἂς κατανοήσωμε καὶ τὸ προηγούμενο.
16. Μὴν συμπεριφέρεσαι σὰν ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν τους ἄλλοτε θρηνοῦν γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἄλλοτε (στὰ νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν καί) μεθοῦν. Ἀλλὰ νὰ ὁμοιάσης μὲ τοὺς καταδίκους στὰ μεταλλεῖα ποὺ τοὺς μαστιγώνουν κάθε ὥρα οἱ δήμιοι.
17. Ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε ἐπιδίδεται στὸ πένθος καὶ ἄλλοτε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ γέλια ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διώχνει τὸν «κύνα» τῆς φιληδονίας πετροβολώντας τον μὲ ψωμί. Ἔτσι ἐξωτερικὰ φαίνεται ὅτι τὸν διώχνει, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα τὸν προσκαλεῖ κοντά του.
18. Νὰ εἶσαι «σύννους». Νὰ εἶσαι ἀφιλένδεικτος (νὰ μὴν ἀγαπᾶς δηλαδὴ νὰ ἐπιδεικνύεσαι). Νὰ παρατηρῆς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ εἶσαι στραμμένος πρὸς αὐτὴν ὡσὰν μέσα σε κάποια ἔκστασι, διότι οἱ δαίμονες φοβοῦνται τὴν «σύννοια», ὅπως οἱ κλέπτες τοὺς σκύλους.
19. Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ γάμος στὸν ὁποῖον ἔχομε προσκληθῆ. Ὁπωσδήποτε λοιπὸν Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐκάλεσε ἐδῶ, μᾶς ἐκάλεσε γιὰ νὰ πενθήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας.
20. Μερικοί, ἐνῷ δακρύζουν, δὲν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ὥστε νὰ καλλιεργήσουν, κατὰ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα, τὴν σκέψι ἡ ὁποία προκάλεσε τὸ δάκρυ, ἀλλὰ ἄκαιρα καὶ ἄστοχα τὴν ἀντιπαρέρχονται. Καὶ δὲν συλλογίζονται ὅτι δάκρυ χωρὶς αἰτία καὶ χωρὶς ἔννοια δὲν ἔχει θέσι στὰ λογικὰ πλάσματα, ἀλλὰ μόνο στὰ ἄλογα. Τὸ δάκρυ γεννᾶται ἀπὸ ὡρισμένες σκέψεις. Καὶ οἱ σκέψεις ἔχουν ὡς πατέρα τὸν λογικὸ νοῦ.
21. Ἡ κατάκλισίς σου στὸ κρεββάτι, ἂς σοῦ εἶναι προτύπωσις τῆς κατακλίσεώς σου στὸν τάφο, καὶ τότε θὰ κοιμηθῆς λιγώτερο. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλαυσις τοῦ φαγητοῦ στὴν τράπεζα, ἂς σοῦ ὑπενθυμίζη τὸ θλιβερὸ ἐκεῖνο φαγητὸ ποὺ θὰ κάνουν τὰ σκουλήκια τὸ σῶμα σου, καὶ τότε λιγώτερο θὰ φάγης. Καὶ ὅταν πίνης νερό, νὰ μὴ λησμονῆς τὴν δίψα στὴν φλόγα τῆς κολάσεως, ὁπότε θὰ περιορίσης ὁπωσδήποτε τὴν φυσική σου ἐπιθυμία.
Καὶ ὅταν ὁ Γέροντας μᾶς προσφέρη τὴν τιμημένη ἀτιμία, τὴν ἐπίπληξι καὶ τὴν ἐπιτίμησι, ἂς σκεφθοῦμε τὴν φοβερὴ ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ, καὶ τότε τὴν παράλογη ἐκείνη λύπη καὶ τὴν πικρία ποὺ εἰσχωρεῖ μέσα μας θὰ τὴν κατασφάξωμε σὰν μὲ δίστομη μάχαιρα μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονή.
22. «Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου -λέει ὁ Ἰὼβ (ιδ´ 11)- σπανίζεται ἡ θάλασσα» (χάνει δηλαδὴ τὰ νερά της καὶ ἀποσύρεται βαθύτερα ἀπὸ τὴν παραλία). Κατὰ παρόμοιο τρόπο, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν ὑπομονή, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐμφυτεύονται καὶ τελειοποιοῦνται μέσα μας τὰ προηγούμενα.
23. Ἡ μνήμη τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἂς κοιμηθῇ κάθε βράδυ μαζί σου καὶ ἂς ξυπνήση πάλι μαζί σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν θὰ σὲ κυριεύσῃ ποτὲ ἡ ῥᾳθυμία στὸν καιρὸ τῆς ψαλμῳδίας.
24. Ἂς σὲ παρακινῆ τουλάχιστον στὴν ἄσκησι τοῦ πένθους τὸ μαῦρο σου ἔνδυμα. Ὅλοι βέβαια ὅσοι θρηνοῦν νεκρούς, φοροῦν μαῦρα. Ἐὰν λοιπὸν μέχρι τώρα δὲν πενθῆς, ἂς πενθῆς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ (γιὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ φορεῖς μαῦρα). Ἐὰν ὅμως πενθῆς, νὰ αὐξήσης τὸ πένθος σου καὶ τὸν θρῆνο, διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου ἄφησες τὴν ἄνετη ζωὴ καὶ ἀναγκάσθηκες νὰ ἀσπασθῆς τὸν σκληρὸ (καὶ πένθιμο μοναχικό) βίο.
25. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῶν δακρύων ὁ καλὸς καὶ δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψι Του καὶ τὴν φυσικὴ προδιάθεσι καὶ δύναμι τοῦ καθενός. Εἶδα μικρὲς σταγόνες νὰ χύνωνται μὲ πόνο σὰν αἷμα. Καὶ εἶδα βρύσες δακρύων ποὺ ἔτρεχαν χωρὶς δυσκολία. Ἐγὼ τουλάχιστον ἐβαθμολόγησα τοὺς ἀγωνιστὲς ἀνάλογα μὲ τὸν πόνο καὶ ὄχι μὲ τὸ ποσὸν τῶν δακρύων. Καὶ ὁ Θεὸς νομίζω παρόμοια θὰ τοὺς ἔκρινε.
26. Σὲ ὅσους πενθοῦν δὲν ἁρμόζει νὰ θεολογοῦν, διότι ἡ θεολογία συνήθως διασκορπίζει τὸ πένθος τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ θεολογεῖ εἶναι σὰν νὰ κάθεται σὲ διδασκαλικὸ θρόνο, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ «ἐπὶ κοπρίας καὶ σάκκου». Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι ἐννοοῦσε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ σοφὸς καὶ διδάσκαλος, ὅταν θρηνοῦσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀπαντοῦσε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ψάλη: «Πῶς ᾄσομαι τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; δηλαδὴ στὴν γῆ τῆς ἐμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ´ 4).
27. Μερικὰ ἀπὸ τὰ κτίσματα εἶναι αὐτο-κίνητα καὶ μερικὰ ἑτερο-κίνητα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν κατάνυξι, (ἄλλοτε δηλαδὴ ἔρχεται μόνη της καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν ἰδική μας προσπάθεια καὶ βία). Ὅταν, χωρὶς καμμία ἰδική μας προσπάθεια καὶ ἐνέργεια, κατανυχθῇ ἡ ψυχή μας καὶ ὑγρανθῇ καὶ μαλακώση ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἂς τρέξωμε (νὰ ἁρπάξωμε τὴν εὐκαιρία). Διότι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀπρόσκλητος καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ σφουγγάρι τῆς θεαρέστου λύπης καὶ τὸ δροσιστικὸ ὕδωρ τῶν εὐλαβικῶν δακρύων, γιὰ νὰ ἐξαλείψωμε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὴ τὴν κατάστασι φύλαξέ την σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ, μέχρις ὅτου ὑποχωρήσῃ, διότι εἶναι περισσότερο δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματική σε σύγκρισι μὲ ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν ἰδικό μας ζῆλο καὶ ἀγώνα.
28. Δὲν κατέκτησε τὸ κάλλος τοῦ πένθους ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ὅταν θέλη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ γιὰ τὸν λόγο ποὺ θέλει. Οὔτε αὐτὸς ποὺ πενθεῖ γιὰ ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ πενθεῖ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.
29. Πολλὲς φορὲς τὸ κατὰ Θεὸν πένθος ἀναμειγνύεται μὲ τὸ ἄχαρο δάκρυ τῆς κενοδοξίας. Αὐτὸ θὰ τὸ ἀναγνωρίσωμε μὲ τρόπο ἐπιτυχῆ καὶ εὐσεβῆ, ὅταν συλλάβωμε τὸν ἑαυτό μας νὰ πενθῇ καὶ συγχρόνως νὰ ἐνεργῆ μὲ (κακότητα καί) πονηρία.
30. Κατάνυξις στὴν κυριολεξία σημαίνει νὰ ἔχῃ ὁ μοναχὸς στὴν ψυχή του ἀμετεώριστη ὀδύνη, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπη στὸν ἑαυτό του καμμία παρηγορία. Τὸ μόνο ποὺ συλλογίζεται συνεχῶς εἶναι ἡ ἀναχώρησίς του ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ περιμένει σὰν δροσιστικὸ ὕδωρ εἶναι ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς» (Β´ Κορ. ζ´ 6) μοναχούς.
31. Ὅσοι ἀπέκτησαν μὲ πραγματικὴ καρδιακὴ συναίσθησι τὸ πένθος, ἐμίσησαν ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ζωή τους, σὰν αἰτία κόπων καὶ δακρύων καὶ πόνων. Τὸ δὲ σῶμα τους τὸ ἀπεστράφησαν σὰν ἐχθρό.
32. Ὅταν, σὲ ὅσους φαίνονται ὅτι πενθοῦν κατὰ Θεόν, διακρίνωμε ὀργὴ ἢ ὑπερηφάνεια, ἂς θεωρήσωμε ὅτι τὰ δάκρυά τους προέρχονται ἀπὸ δαιμονικὰ πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέγει ἡ Γραφή- φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β´ Κορ. στ´ 14).
33. Γέννημα τῆς νοθευμένης κατανύξεως εἶναι ἡ οἴησις, ἐνῷ τῆς ἐπαινετῆς ἡ παράκλησις. Ὅπως ἡ φωτιὰ καίει καὶ ἐξαφανίζει τὴν «καλαμιά», ἔτσι καὶ τὸ ἁγνὸ δάκρυ ἐξαφανίζει κάθε ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία.
34. Ὁ περὶ τῶν δακρύων λόγος ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες χαρακτηρίζεται ἀσαφὴς κάπως, σκοτεινὸς καὶ δυσερμήνευτος, καὶ μάλιστα ὅταν πρόκειται γιὰ δάκρυα τῶν ἀρχαρίων. Πολλὲς καὶ διάφορες, λέγουν, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τὰ γεννοῦν. Προέρχονται δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ θλίψι δαιμονική, ἀπὸ θλίψι θεάρεστη, ἀπὸ κενοδοξία, ἀπὸ πορνεία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ μνήμη θανάτου καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα.
35. Μὲ φόβο Θεοῦ ἂς δοκιμάσωμε καὶ ἂς διακρίνωμε τὰ ἰδιώματα ὅλων αὐτῶν τῶν δακρύων. Καὶ ἂς φροντίσωμε νὰ καλλιεργοῦμε τὰ καθαρὰ καὶ ἄδολα δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου μας. Σ᾿ αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν ἔχει θέσι οὔτε ἡ οἴησις οὔτε ἡ κλοπὴ (ἀπὸ τὸν διάβολο), ἀλλὰ μᾶλλον ἡ κάθαρσις, ἡ πρόοδος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ πλύσιμο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἡ ἀπάθεια.
36. Τὸ νὰ ἀρχίση κάποιος ποὺ πενθεῖ μὲ ἐπαινετὰ δάκρυα καὶ νὰ καταλήξη σὲ ἄσχημα, δὲν εἶναι καὶ τόσο περίεργο. Τὸ νὰ ἀρχίση ὅμως μὲ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πάθη ἢ ἔστω ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἰδιοσυγκρασία, καὶ νὰ τὰ μεταποιήση σὲ πνευματικά, εἶναι πράγματι κάτι τὸ ἀξιέπαινο. Αὐτὸ τὸ ζήτημα τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅσοι ρέπουν πρὸς τὴν κενοδοξία.
37. Μὴν ἐμπιστεύεσαι στὶς πηγὲς τῶν δακρύων σου πρὶν ἀπὸ τὴν τελεία κάθαρσι. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε ὡς καλὸν τὸν οἶνο ποὺ μόλις μετὰ τὸ πατητήρι τὸν ἐβάλαμε στὰ βαρέλια. Ὅλα βέβαια τὰ κατὰ Θεὸν δάκρυά μας εἶναι ὠφέλιμα. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀντίρρησι σ᾿ αὐτό. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλειά τους, θὰ τὸ γνωρίσουμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας.
38. Ὅποιος περνᾶ τὴν ζωή του συνεχῶς μὲ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἑορτάζη καθημερινά. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ συνεχῶς πανηγυρίζει ὑλικὰ καὶ σωματικά, τὸν περιμένει τὸ αἰώνιο πένθος.
39. Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν χαρὲς οἱ κατάδικοι τῶν φυλακῶν. Οὔτε οἱ πραγματικοὶ μοναχοὶ πανηγύρια. Γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐκεῖνος ὁ καλλίπενθος ἔλεγε μὲ στεναγμό: «Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα´ 8), γιὰ νὰ εὐφρανθῶ στὸ ἄρρητο καὶ ἀπερίγραπτο φῶς σου».
40. Νὰ γίνης σὰν βασιλεὺς στὴν καρδιά σου, καθισμένος στὸν ὑψηλὸ θρόνο τῆς ταπεινοφροσύνης. Νὰ διατάζης τὸ γέλιο νὰ ἀπομακρυνθῇ, καὶ ἀμέσως νὰ ἀπομακρύνεται· τὸ κλάμα νὰ ἔλθη, καὶ ἀμέσως νὰ ἔρχεται· καὶ στὸν δοῦλο μας, τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τύραννος, νὰ ἐπιτελέση κάποιο ἔργο καὶ ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιτελῆ (πρβλ. Ματθ. η´ 9).
41. Ὅποιος ἐφόρεσε τὸ μακάριο καὶ χαριτωμένο πένθος σὰν νυμφικὴ διπλοΐδα, αὐτὸς ἐγνώρισε τὸν «πνευματικὸ γέλωτα» τῆς ψυχῆς. Ποιὸς εἶναι ἄραγε ὁ μοναχὸς αὐτὸς ποὺ ἐδαπάνησε τόσο θεάρεστα τὸν καιρό του στὴν μοναχικὴ ζωή, ὥστε οὔτε μία ἡμέρα οὔτε μία ὥρα οὔτε μία στιγμὴ νὰ μὴν τὴν ἐξώδευσε ἐπιζήμια, ἀλλὰ τὴν προσέφερε στὸν Κύριον, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀδύνατον τὴν ἴδια ἡμέρα νὰ τὴν συναντήσῃ δυὸ φορὲς στὴν ζωήν του.
42. Μακάριος εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀντικρύζη μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Ἄπτωτος ὅμως εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀκατάπαυστα βρέχει τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν ροὴ τῶν δακρύων του, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Δὲν δυσκολεύομαι μάλιστα νὰ πιστεύσω, ὅτι ἀπὸ τὴν δεύτερη αὐτὴ κατάστασι ἐδιάβηκε ἡ πρώτη.
43. Συνήντησα μερικοὺς ἐπαῖτες καὶ πτωχοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ἐντροπὴ καὶ ποὺ μὲ μερικὰ ἀστεῖα ἔκαναν καὶ τὶς καρδιὲς τῶν βασιλέων νὰ καμφθοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθήσουν. Καὶ συνήντησα πάλι ἀνθρώπους πτωχοὺς ἀπὸ ἀρετές, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν ὄχι ἀστεῖα, ἀλλὰ λόγια ταπεινώσεως καὶ σκοτεινῆς ἀπογνώσεως βγαλμένα ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀπελπισμένης καρδιᾶς τους. Μὲ τὰ λόγια αὐτά, χωρὶς ἐντροπὴ καὶ μὲ ἐπιμονή, ἀνέκραζαν πρὸς τὸν ἐπουράνιο Βασιλέα καὶ κατώρθωσαν μὲ τὴν βία τους νὰ παραβιάσουν τὴν ἀπαραβίαστη θεϊκὴ φύσι καὶ εὐσπλαγχνία.
44. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπερηφανεύεται μέσα του γιὰ τὰ δάκρυά του καὶ κατακρίνει μὲ τὸν νοῦ του ὅσους δὲν δακρύζουν, ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλέα ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του καὶ μ᾿ αὐτὸ ἐφόνευσε τὸν ἑαυτό του.
45. Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δάκρυα οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ πενθῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς του, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν βλέπη νὰ ἀγάλλεται καὶ νὰ εὐθυμῆ ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς Αὐτόν.
46. Θανάτωσε τὴν ἁμαρτία, καὶ τότε θὰ εἶναι περιττὰ τὰ δάκρυα τῆς ὀδύνης στοὺς ὀφθαλμούς σου. Ὅπου δὲν ὑπάρχει πληγή, δὲν χρειάζεται νυστέρι. Στὸν Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβασι δὲν ὑπῆρχαν δάκρυα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ (στοὺς δικαίους) μετὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ἔχῃ καταργηθῆ ἡ ἁμαρτία καὶ «θὰ ἔχει ἐξαφανισθῆ ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός» (Ἡσ. λε´ 10).
47. Εἶδα σὲ μερικοὺς πένθος. Εἶδα καὶ ἄλλους οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν, διότι δὲν εἶχαν πένθος, οἱ ὁποῖοι, μολονότι στὴν πραγματικότητα ἔχουν πένθος, ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, καὶ μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ ἄγνοια παραμένουν ἀσφαλισμένοι (ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας). Καὶ γι᾿ αὐτοὺς μᾶλλον ἔχει λεχθεῖ στὴν Γραφή: «Κύριος σοφοῖ τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε´ 8).
48. Πολλὲς φορές, συνήθως στοὺς πιὸ ἐπιπολαίους, καὶ τὰ δάκρυα προκαλοῦν ἔπαρσι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ μερικοὺς δὲν δίδονται, ὥστε μὲ τὴν στέρησι καὶ τὴν ἀναζήτησί τους νὰ ἐλεεινολογοῦν τοὺς ἑαυτούς των καὶ νὰ τοὺς καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμοὺς καὶ κατήφεια καὶ λύπη ψυχῆς καὶ βαθειὰ σκυθρωπότητα καὶ ἀμηχανία. Καὶ ἔτσι ἀναπληρώνεται χωρὶς κίνδυνο ἡ ἔλλειψις τοῦ πένθους, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν κανένα συμφέρον ἀπὸ αὐτά.
49. Ἐὰν προσέξωμε, θὰ ἀντιληφθοῦμε τοὺς δαίμονας νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ ἕναν γελοῖο τρόπο: Ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι, μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, καὶ ἀντιθέτως, ὅταν νηστεύωμε, μᾶς σκληρύνουν. Αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν μὲ τὰ νοθευμένα δάκρυα, κι ἔτσι νὰ μᾶς ρίξουν στὴν τρυφή, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο.
50. Ἐγώ, καθὼς σκέπτομαι τὴν ποιότητα τῆς κατανύξεως, μένω ἔκθαμβος. Πῶς αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται πένθος καὶ λύπη εἶναι συμπεπλεγμένο μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως τὸ μελί μὲ τὸ κερί! Καὶ τί διδασκόμεθα ἀπὸ αὐτό; Ὅτι ἡ κατάνυξις εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ δῶρο τοῦ Κυρίου. Καὶ στὴν ψυχὴ ποὺ κατανύσσεται ὑπάρχει μία ἀληθινὴ ἡδονή, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ μυστικὸ τρόπο παρηγορεῖ τοὺς «συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ».
Γιὰ νὰ ἀποκτήσωμε γνήσιο καὶ καθαρὸ πένθος καὶ ὀδύνη ὠφέλιμη, (ἀφοῦ καὶ τὰ ἀντίθετα διδάσκουν), ἂς ἀκούσωμε μιὰ ψυχωφελῆ καὶ πολὺ ἀξιοθρήνητη διήγησι:
Ἔμενε ἐδῶ κάποιος μοναχὸς Στέφανος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθῆ τὴν ἐρημικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἀγωνίσθηκε πολλὰ ἔτη στὴν μοναχικὴ παλαίστρα. Ἦταν στολισμένος μὲ νηστεῖες, καὶ ἰδιαιτέρως μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἄλλα ἐνάρετα κατορθώματα. Εἶχε τὸ κελλί του στὴν κατάβασι τοῦ ἁγίου τούτου ὄρους, (κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή), στὸ σημεῖο ποὺ εὑρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἀείμνηστος γιὰ πιὸ ἀκριβῆ καὶ κοπιαστικὴ μετάνοια καὶ ἄσκησι, ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου ἔμεναν οἱ ἀναχωρηταί, ποὺ ὀνομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε ἐκεῖ μερικὰ χρόνια μὲ ὑπερβολικὲς στερήσεις καὶ σκληρὴ ἄσκησι, ἐφ᾿ ὅσον ὁ τόπος ἦταν «ἀπαράκλητος» καὶ ἀδιάβατος σχεδὸν ἀπὸ ἀνθρώπους – ἀπεῖχε περίπου ἑβδομήντα μίλια ἀπὸ τὸ κάστρο. Ἔπειτα, γύρω στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀνεβαίνει ὁ γέροντας αὐτὸς στὸ κελλί του, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή. Εἶχε μάλιστα καὶ δυὸ ὑποτακτικοὺς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη πολὺ εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι καὶ τοῦ ἐφύλαγαν τὸ κελλὶ πρὶν ἐπιστρέψη.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν ὀλίγες ἡμέρες ἔπεσε σὲ ἀσθένεια, μὲ τὴν ὁποία καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωή του. Τὴν παραμονὴ τοῦ θανάτου του περιέπεσε σὲ ἔκστασι καὶ μὲ τὰ μάτια ἀνοικτὰ παρατηροῦσε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κλίνης του. Σὰν νὰ τὸν ἀνέκριναν κάποιοι, ἀπαντοῦσε -τὸν ἄκουγαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι- καὶ ἄλλοτε ἔλεγε: «Ναί, πράγματι, ἀληθινά, πλὴν ὅμως ἐνήστευσα τόσα ἔτη γι᾿ αὐτό». Ἄλλοτε: «Ὄχι. Εἶναι ψέμα. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα». Ἔπειτα ἀπὸ λίγο: «Αὐτὸ ναί, ἀληθινὰ τὸ ἔπραξα, ἀλλὰ ἔκλαυσα, ἔκανα διακονήματα ἀγάπης». Καὶ πάλι: «Ἀληθινά μὲ κατηγορεῖτε». Μερικὲς φορὲς γιὰ ὡρισμένα ἀπαντοῦσε: «Ναί, ἀληθινά, ναί. Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεήμων».
Ἦταν ἀλήθεια ἕνα θέαμα φρικτὸ καὶ φοβερό. Ἕνα δικαστήριο ἀόρατο καὶ χωρὶς ἔλεος. Καὶ τὸ φοβερώτερο, ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν καὶ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶχε διαπράξει. Ὁ ἡσυχαστὴς αὐτὸς καὶ ἀναχωρητὴς γιὰ ὡρισμένα πταίσματά του -ἀλλοίμονο!- ἔλεγε: «Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ εἰπῶ». Καὶ εἶχε σαράντα περίπου ἔτη μοναχός, χωρὶς νὰ τοῦ λείπη καὶ τὸ δάκρυ!
Ἀλλοίμονο! Καὶ πάλι ἀλλοίμονο! Ποῦ ἦταν τότε ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ τοὺς εἰπῆ: «Ἐν ᾧ εὕρω σε, ἐκεῖ καὶ κρίνω σε, εἶπεν ὁ Θεός» (πρβλ. Ἰεζ. λγ´ 12-16). Ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ χρησιμοποιήση μία τέτοια ἀπολογία. Γιατί ἄραγε; Ἄγνωστον. Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει. (Ἂς σημειωθῇ καὶ τοῦτο): Ὁ μοναχὸς αὐτός -μοῦ τὸ διηγήθηκαν ἀψευδεῖς μάρτυρες- στὴν ἔρημο (εἶχε τόσο χάρι), ὥστε νὰ τρέφη μὲ τὰ χέρια του καὶ λεοπάρδαλι.
Καὶ ἐνῷ συνεχιζόταν ἡ αὐστηρὰ αὐτὴ δικαστικὴ ἀνάκρισις, ἀποχωρίσθηκε τὸ σῶμα του, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ καμμία ἔνδειξι γιὰ τὴν κρίσι ἢ τὸ πόρισμα ἢ τὴν ἀπόφασι καὶ τὸ τέλος τῆς δίκης.
51. Ἡ χήρα ποὺ ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ ἔμεινε μὲ τὸ μονάκριβο παιδί της, αὐτὸ ἔχει σὰν μόνη παρηγορία της μετὰ τὸν Κύριον. Παρόμοια καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἁμάρτησε δὲν ὑπάρχει ἄλλη καμμία παρηγορία τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κόπους τοῦ λαιμοῦ, (τὴν νηστεία δηλαδή), καὶ τὰ δάκρυα. Ὅσοι πενθοῦν ἔτσι, δὲν θὰ ψάλουν ποτὲ οὔτε θὰ ξεσπάσουν σὲ ἀλαλαγμοὺς ὕμνων, διότι ὅλα αὐτὰ ἀφανίζουν τὸ πένθος. Ἐὰν ἐπιχειρῆς μὲ αὐτὰ νὰ ἀποκτήσης τὸ πένθος, γνώριζε ὅτι εὑρίσκεσαι μακρυὰ ἀπὸ τὸν σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχὴς καὶ μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου σὲ μία φλογισμένη (ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη) ψυχή.
Σὲ πολλοὺς τὸ πένθος ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς μακαρίας ἀπαθείας, διότι προευτρέπισε τὴν ψυχὴ καὶ ἐσάρωσε καὶ ἔκαψε τὸ ὑλικὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν.
52. Κάποιος «δόκιμος ἐργάτης» τοῦ ἐπαινετοῦ αὐτοῦ πένθους μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς: «Πολλὲς φορὲς ποὺ ἐπήγαινα νὰ παρασυρθῶ στὴν κενοδοξία ἢ στὴν ὀργὴ ἢ στὴν γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ὁ λογισμὸς τοῦ πένθους καὶ μοῦ ψιθύριζε: «Μὴν κενοδοξήσης, γιατί σὲ ἐγκαταλείπω». Παρόμοια καὶ γιὰ τὰ ἄλλα πάθη. Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπαντοῦσα: «Δὲν θὰ σὲ παρακούσω μέχρις ὅτου μὲ ὁδηγήσης ἐμπρὸς στὸν Χριστόν».
53. Ἡ ἄβυσσος τοῦ πένθους ἀντικρύζει τὴν (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ) παράκλησι. Καὶ ἡ καθαρότης τῆς καρδίας δέχεται τὴν (θεία) ἔλλαμψι. Ἔλλαμψις σημαίνει ἀπερίγραπτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία κατανοεῖται χωρὶς νὰ κατανοῆται καὶ βλέπεται χωρὶς νὰ βλέπεται. Παράκλησις σημαίνει ἀνάψυξις τῆς ψυχῆς ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σὰν νήπιο τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ κλαυθμυρίζει μέσα του καὶ φωνάζει χαρούμενα. Ἀντίληψις σημαίνει ἀνανέωσις τῆς ψυχῆς ποὺ κατέπεσε ἀπὸ τὴν λύπη, μὲ θαυμαστὴ μεταβολὴ τῶν δακρύων τοῦ πόνου σὲ δάκρυα ἀνώδυνα.
54. Τὰ δάκρυα τοῦ θανάτου γεννοῦν τὸν φόβο. Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν ἀφοβία, καὶ ἔτσι προβάλλει ἡ χαρά. Καὶ ὅταν λήξη ἡ χαρὰ ποὺ δὲν λήγει, προβάλλει τὸ ἄνθος τῆς εὐλογημένης ἀγάπης.
55. Ὅταν ἔρχεται στὴν ψυχή σου χαρά, νὰ τὴν διώχνης μὲ τὸ χέρι τῆς ταπεινοφροσύνης. Διότι δὲν πρέπει νὰ εἶσαι «εὐπαράδεκτος», μήπως καὶ ἀντὶ βοσκὸ ὑποδεχθῆς λύκο.
56. Μὴ βιάζεσαι νὰ φθάσης τὴν θεωρία, ἐνῷ δὲν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα της. Ἄφησε καλύτερα νὰ κυνηγήση ἐκείνη καὶ νὰ φθάση τὸ κάλλος τῆς ταπεινώσεώς σου, ὁπότε καὶ θὰ ἑνωθῇ μαζί σου μὲ αἰώνιο πάναγνο γάμο.
57. Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψῃ, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του.
58. Μερικὲς φορὲς κρύπτεται ἡ μητέρα ἀπὸ τὸ βρέφος της, καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὴν ἀναζητεῖ κλαίοντας, ἐκείνη χαίρεται. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μαθαίνει νὰ προσκολλᾶται πάντοτε κοντά της, καὶ ἀναφλέγει ἔντονα τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φίλτρο ποὺ ἔχει γι᾿ αὐτήν. (Αὐτὰ ἔχουν κάποιο μυστικὸ νόημα). «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ματθ. ια´ 15), λέγει ὁ Κύριος (1).
59. Ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἐνδιαφερθῇ πλέον γιὰ προγραμματισμοὺς θεατρικῶν παραστάσεων. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ πραγματικά, δὲν θὰ σκεφθῇ ποτὲ τὴν τρυφὴ ἢ τὴν δόξα ἢ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἔξαψι τῆς ὀργῆς.
60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάστασις ὀδύνης στὴν ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ. Ἡ ὀδύνη αὐτὴ γεννᾶ καθημερινὰ ὀδύνη ἐπάνω στὴν ὀδύνη, σὰν γυναίκα «τίκτουσα καὶ ὡδίνουσα».
61. Ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ ὅσιος. Καὶ σὲ ὅποιον ἀσκεῖται κανονικὰ στὴν ἡσυχία, ἀνάλογα τοῦ χαρίζει κατάνυξι. Καὶ ὅποιον ἀσκεῖται στὴν ὑποταγὴ κανονικά, κάθε ἡμέρα τὸν εὐφραίνει. Ὅποιος ὅμως δὲν ζῆ καθαρὰ καὶ ἀνόθευτα τὴν μία ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀσκήσεις στερεῖται τὸ πένθος.
62. Διῶξε τον ἐκεῖνον τὸν «κύνα» ποὺ πλησιάζει, ὅταν πενθῆς ὑπερβολικὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σοῦ ψιθυρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄσπλαγχνος καὶ ἀσυμπαθής. Διότι, ἐὰν προσέξης τὴν τακτική του, θὰ διαπιστώσης ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σοῦ παρουσιάζει τὸν Θεὸν εὐσπλαγχνικὸ καὶ συγχωρητικό.
63. Ἡ ἐπίμονος ἀπασχόλησις καὶ ἄσκησις (στὸ πένθος) δημιουργεῖ τὴν συνεχῆ καλλιέργειά του. Ἡ συνεχὴς καλλιέργεια ὁδηγεῖ στὴν γεῦσι του. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ γευόμεθα καὶ συναισθανόμεθα τὴν ἀξία του εἶναι δύσκολο νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσουν.
64. Ὁσονδήποτε ὑψηλὴ καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσκητική μας ζωή, ἐὰν δὲν ὑπάρχη πόνος στὴν καρδιά μας, ἀποβαίνει νοθευμένη καὶ ἀνωφελής.
65. Πρέπει, πρέπει ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, ὅσοι ἐμολύνθηκαν καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, νὰ ἀφαιρέσουν τὴν πίσσα ἀπὸ τὰ χέρια τους, μὲ φωτιὰ καὶ μὲ λάδι, μὲ τὴν ἀκατάπαυστη δηλαδὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους καὶ μὲ τὸ λάδι τῆς θεϊκῆς εὐσπλαγχνίας.
66. Εἶδα ἐγὼ σὲ μερικοὺς ἕνα ἀκρότατο ὅριο πένθους. Νὰ βγάζουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ στόμα τους αἷμα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν πικραμένη καὶ πληγωμένη καρδιά τους. Καὶ ἐνθυμήθηκα τὰ λόγια του Ψαλμῳδοῦ: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου» (Ψαλμ. ρα´ 5).
67. Τὰ δάκρυα τοῦ φόβου (τοῦ Θεοῦ) περιέχουν μέσα τους τὸν τρόμο καὶ τὴν προφύλαξι. Τὰ δάκρυα ὅμως τῆς ἀγάπης, πρὶν ἀπὸ τὴν κατάκτησι τῆς τελείας ἀγάπης, εἶναι κάπως ἐκτεθειμένα σὲ κίνδυνο, ἐκτὸς ἐὰν τὸ εὐλογημένο πῦρ τῆς ἀγάπης τὸν καιρὸ τῆς ἐνεργείας του πυρακτώση πολὺ τὴν καρδιά. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι τὰ δάκρυα τοῦ φόβου, ὁ ὁποῖος εἶναι ταπεινότερο καὶ κατώτερο πράγμα, εἶναι ἀσφαλέστερα στὸν καιρό τους ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης.
68. Ὑπάρχουν οὐσίες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μας, καὶ ἄλλες ποὺ ἐπὶ πλέον δημιουργοῦν μέσα στὶς πηγὲς βόρβορο καὶ γεννοῦν θηρία. Καὶ παράδειγμα τοῦ ἑνὸς εἶναι ὁ Λὼτ ποὺ συνευρέθη παράνομα μὲ τὶς θυγατέρες του, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὁ διάβολος ποὺ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγγελική του κατάστασι (2).
69. Εἶναι μεγάλη ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν μας: Τὶς μητέρες τῶν ἀρετῶν τὶς μετατρέπουν σὲ μητέρες κακιῶν! Καὶ τὶς αἰτίες τῆς ταπεινώσεως τὶς κάνουν αἰτίες ὑπερηφανείας.
70. Πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ τὸν νοῦ μας σὲ κατάνυξι καὶ ἡ τοποθεσία ποὺ μένομε καὶ ἡ θέα ποὺ ἔχει. Ἂς σὲ πείσουν γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι προσεύχονταν κατὰ μόνας (σὲ διαλεγμένους ἐρημικοὺς τόπους).
71. Συνήντησα πολλὲς φορὲς μέσα στὸν θόρυβο τῶν πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν ἀπὸ δαιμονικὴ συνεργία). Ἦταν γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν πρὸς τὸν κόσμο, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν βλαπτόμεθα καθόλου ἀπὸ τὸν θόρυβο. Σ᾿ αὐτὸ ἀποσκοποῦσαν οἱ πονηροὶ δαίμονες.
72. Ἕνας λόγος πολλὲς φορὲς ὑπῆρξε ἱκανὸς νὰ διασκορπίση τὸ πένθος. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ἐὰν ἕνας λόγος μπόρεσε νὰ τὸ συγκεντρώση πάλι.
73. Δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δὲν ἐθαυματουργήσαμε ἢ διότι δὲν ἐθεολογήσαμε ἢ διότι δὲν ἐγίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ δώσωμε λόγο στὸν Θεὸν διότι δὲν ἐπενθήσαμε συνεχῶς.
Βαθμὶς ἑβδόμη! Ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἀνεβῆ, ἂς βοηθήσῃ κι ἐμένα.
Διότι αὐτὸς πλέον ἐβοηθήθηκε, ἀφοῦ μὲ τὴν ἑβδόμη βαθμίδα ἔπλυνε τὶς κηλίδες τῆς παρούσης ζωῆς.
----------
1. Ὡς μητέρα θὰ νοηθῇ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἔχομε ἐμφανῆ ἐπίδρασι τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὅπου συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπουράνιο μητέρα, τὴν χάρι δηλαδὴ τοῦ Πνεύματος: «Αἱ ψυχαὶ αἱ ἐν τῇ νηπιότητι τοῦ κόσμου τυγχάνουσαι καὶ ὑπὸ τῶν παθῶν συνεχόμεναι. . . τὴν ἐπουράνιον μητέρα, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κλαυθμῷ καὶ βοῇ ζητοῦσαι ἐπὶ μηδενὶ ἐπαναπαυόμεναι τοῦ κόσμου τούτου. . . » (ὁμιλ. 84).
2. Παλαιὸς σχολιαστὴς σημειώνει: «Ὗλες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται χωρὶς μέτρο», ὅπως συνέβη στὴν περίπτωσι τοῦ Λώτ (Γεν. ιθ´ 30-36). Καὶ συμπληρώνει: «Ἄλλες ὕλες, ἂς τὶς εἰποῦμε ἔτσι, εἶναι, νομίζω, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τιμή. Αὐτὲς προκαλοῦν τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ διάβολος».
Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020
ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Του Γιώργου Θεοχάρη
Πολλά ακούγονται και γράφονται ήδη μετά την επιβολή μέτρου απαγόρευσης «της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας για το χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως 30.3.2020», όπως ακριβώς είναι ο τίτλος της απόφασης των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, και Υγείας.
Μερίδα του πολιτικού κόσμου και του τύπου έσπευσαν να επικροτήσουν θερμά την απόφαση της Κυβέρνησης, γιατί έτσι «έβαλε την Εκκλησία στη θέση της».
Μερίδα της ιεραρχίας έσπευσε να δηλώσει κατανόηση και υποταγή στην απόφαση της Πολιτείας.
Μάλιστα κάποιοι ιεράρχες έλεγαν ότι οι όποιες αντιδράσεις υπάρχουν θα εξανεμιστούν, μπροστά στην αποκορύφωση των κρουσμάτων.
Άλλοι πάλι ιεράρχες αντέδρασαν ήδη σθεναρά και έντονα.
Προσωπικά πιστεύω ότι το θέμα είναι απλό.Η Πολιτεία μπορεί, στο πλαίσιο της ευθύνης της για την υγεία του συνόλου της κοινωνίας, να απαγορεύει συναθροίσεις μέχρι ένα ορισμένο αριθμό ανθρώπων, όπως έχει κάνει για τα σούπερ-μάρκετ, τα εστιατόρια, τις καφετέριες κλπ. Όμως δεν μπορεί να απαγορεύει την πράξη.Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα.
Μπορεί κάποιος να μου πει: εδώ η Πολιτεία έκλεισε τα εστιατόρια και τις καφετέριες, δεν θα κλείσει τους ναούς;
Η απάντηση είναι ότι στα εστιατόρια και στις καφετέριες δεν απαγόρευσε την πώληση φαγητού ή καφέ. Η πώληση επιτρέπεται εάν είναι πακέτο (delivery, take away).
Απαγόρευσε τον συγχρωτισμό ανθρώπων, που είναι και ο πραγματικός κίνδυνος για την υγεία. Ο,τι δεν θέτει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία, δεν το απαγόρευσε.
Στις εκκλησίες όμως η Πολιτεία προβαίνει σε μία πράξη πρωτοφανή: απαγορεύει την ίδια την εκκλησιαστική πράξη!
Δηλαδή είναι σαν να λέει: δεν με νοιάζει εάν κινδυνεύει η υγεία των πιστών από την εκκλησιαστική πράξη ή δεν κινδυνεύει, εγώ σου απαγορεύω την θρησκευτική πράξη σου εν γένει, όχι αυτό που αποτελεί τον δημόσιο κίνδυνο.
Για παράδειγμα, μπορεί να πάει κάποιος πιστός στον ναό να εξομολογηθεί;
Η εξομολόγηση είναι ιεροπραξία. Άρα, με το γράμμα του νόμου απαγορεύεται, έστω και εάν δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, αφού ο πιστός μπορεί να εξομολογηθεί σε απόσταση 2 μέτρων από τον παπά και ο παπάς μπορεί να του διαβάσει συγχωρητική ευχή από την απόσταση αυτήν.
Απαγορεύει ακόμη έναν εσπερινό ή έναν όρθρο ή χαιρετισμούς, ακόμη και εάν στον ναό μέσα είναι πέντε άνθρωποι σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους.
Στις ακολουθίες αυτές δεν προβλέπεται από το τυπικό καμία επαφή των πιστών με τον παπά ή μεταξύ τους.
Για αυτό η απόφαση αυτή της Πολιτείας στην πραγματικότητα δεν στοχεύει την προστασία από την εξάπλωση της νόσου, αλλά την ίδια την θρησκευτική πράξη και την δημόσια εκδήλωση της.
Η απόφαση αυτή ευθυγραμμίζεται στην από αρκετά χρόνια παλιότερα εκδηλωμένη πρόθεση της Πολιτείας να καταστήσει την θρησκευτική πράξη μία καθαρά ατομική εκδήλωση και υπόθεση, και να απαγορεύσει την δημόσια εκδήλωση της.
Για αυτό είναι στην πραγματικότητα ο πρόδρομος φοβερών διωγμών εναντίον της εκδήλωσης των ατομικών θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Δεν μπορεί να είναι νόμιμη, αφού, χωρίς να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αποτροπή κινδύνων για την δημόσια υγεία, αλλά επεκτεινόμενη σε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές ιεροπραξίες (πλην των κηδειών), όχι απλά περιορίζει και φαλκιδεύει, αλλά ουσιαστικά ακυρώνει το δικαίωμα του ανθρώπου να εκδηλώνει έμπρακτα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Με άλλα λόγια το μέτρο δεν είναι μέτρο υγειονομικό, αλλά αντιθρησκευτικό.
Μερίδα της ιεραρχίας έσπευσε να δηλώσει κατανόηση και υποταγή στην απόφαση της Πολιτείας.
Μάλιστα κάποιοι ιεράρχες έλεγαν ότι οι όποιες αντιδράσεις υπάρχουν θα εξανεμιστούν, μπροστά στην αποκορύφωση των κρουσμάτων.
Άλλοι πάλι ιεράρχες αντέδρασαν ήδη σθεναρά και έντονα.
Η απάντηση είναι ότι στα εστιατόρια και στις καφετέριες δεν απαγόρευσε την πώληση φαγητού ή καφέ. Η πώληση επιτρέπεται εάν είναι πακέτο (delivery, take away).
Απαγόρευσε τον συγχρωτισμό ανθρώπων, που είναι και ο πραγματικός κίνδυνος για την υγεία. Ο,τι δεν θέτει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία, δεν το απαγόρευσε.
Στις εκκλησίες όμως η Πολιτεία προβαίνει σε μία πράξη πρωτοφανή: απαγορεύει την ίδια την εκκλησιαστική πράξη!
Δηλαδή είναι σαν να λέει: δεν με νοιάζει εάν κινδυνεύει η υγεία των πιστών από την εκκλησιαστική πράξη ή δεν κινδυνεύει, εγώ σου απαγορεύω την θρησκευτική πράξη σου εν γένει, όχι αυτό που αποτελεί τον δημόσιο κίνδυνο.
Η εξομολόγηση είναι ιεροπραξία. Άρα, με το γράμμα του νόμου απαγορεύεται, έστω και εάν δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, αφού ο πιστός μπορεί να εξομολογηθεί σε απόσταση 2 μέτρων από τον παπά και ο παπάς μπορεί να του διαβάσει συγχωρητική ευχή από την απόσταση αυτήν.
Απαγορεύει ακόμη έναν εσπερινό ή έναν όρθρο ή χαιρετισμούς, ακόμη και εάν στον ναό μέσα είναι πέντε άνθρωποι σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους.
Στις ακολουθίες αυτές δεν προβλέπεται από το τυπικό καμία επαφή των πιστών με τον παπά ή μεταξύ τους.
Η απόφαση αυτή ευθυγραμμίζεται στην από αρκετά χρόνια παλιότερα εκδηλωμένη πρόθεση της Πολιτείας να καταστήσει την θρησκευτική πράξη μία καθαρά ατομική εκδήλωση και υπόθεση, και να απαγορεύσει την δημόσια εκδήλωση της.
Δεν μπορεί να είναι νόμιμη, αφού, χωρίς να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αποτροπή κινδύνων για την δημόσια υγεία, αλλά επεκτεινόμενη σε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές ιεροπραξίες (πλην των κηδειών), όχι απλά περιορίζει και φαλκιδεύει, αλλά ουσιαστικά ακυρώνει το δικαίωμα του ανθρώπου να εκδηλώνει έμπρακτα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Με άλλα λόγια το μέτρο δεν είναι μέτρο υγειονομικό, αλλά αντιθρησκευτικό.
Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. Γιὰ τὴν Θ. Λειτουργία καὶ τὴν Θ. Κοινωνία σὲ καιρὸ ἐξαπλώσεως τοῦ κορωνοϊοῦ
Ἀριθμός Πρωτ. 3022 pdf
Ἐν Ἀθήναις, 29-02/13-03-2020
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Γιὰ τὴν Θ. Λειτουργία καὶ τὴν Θ. Κοινωνία
σὲ καιρὸ ἐξαπλώσεως τοῦ κορωνοϊοῦ
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα Του, τρέφεται καὶ ζωοποιεῖται ἀπὸ τὸν Δοτῆρα τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως Κύριο καὶ Σωτῆρα μας. Ὑπάρχει στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώνει τὴν θεία Παρουσία, νὰ ἐνσωματώνει μέλη -ὡς Κιβωτὸς Σωτηρίας- μὲ προορισμὸ τὴν αἰωνιότητα, καὶ νὰ μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὸν Ἁγιασμὸ τῆς Χάριτος «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος». Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν Θεία Λατρεία, τὰ ἅγια Μυστήρια, τὶς ἅγιες Ἀρετὲς καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἦθος.
Ἡ Θεία Κοινωνία, τὸ ζωντανό, πραγματικὸ καὶ πνευματικὸ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τροφὴ ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας καὶ ἀντίδοτο θανάτου. Μᾶς καθιστᾶ συγγενεῖς ἐξ αἵματος μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἐπίσης κοινωνοὶ τοῦ αὐτοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ποτηρίου. Ἡ Εὐχαριστία παρέχεται ὡς γνωστὸν μόνον στὰ πραγματικὰ Μέλη τῆς Ἐκκλησίας «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Ἡ ἱερουργία τοῦ Μυστηρίου στὴν Θεία Λειτουργία ἀπὸ Κληρικὸ μὲ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία πίστεως καὶ κανονικὴ χειροτονία, εἶναι πράξη κοινή, ἑνωτικὴ καὶ ἀγαπητική, τὴν ὁποίαν ἐπιτελεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστὸς δανειζόμενος τὰ μέλη τοῦ Λειτουργοῦ Του. Ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ συνιστᾶ Θαῦμα θαυμάτων, προσφερόμενο δωρεὰν καὶ ἐλεύθερα, «μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης», στὰ Μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκπληρώνουν τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις (μετάνοια γιὰ καθαρὴ συνείδηση, νηστεία/ἐγκράτεια, προσευχή, συγχώρηση)· καθ’ ὅτι προσφέρει τὸν ὅλο Χριστὸ μὲ ὅλο τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς Ἀγάπης καὶ Δυνάμεώς Του καὶ τῶν θεοποιῶν ἀκτίστων Ἐνεργειῶν Του. Καὶ ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ Θεανθρώπινη Κοινωνία, ὡς πρόγευση τῆς αἰωνιότητος· ὁ Χριστὸς ζεῖ σ’ ἐμᾶς καὶ ἐμεῖς σ’ Αὐτόν, καὶ ἀποτελοῦμε μεταξύ μας μέλη ἀλλήλων.
***
Σὲ περιόδους δύσκολες μέσα στὴν ἱστορία, σὲ πολέμους, ἐπιδημίες καὶ καταστροφές, ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ἀνέστειλε τὴν Λειτουργία της καὶ τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων της καὶ μάλιστα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Εὐχαριστιακὸς Ἄρτος καὶ Οἶνος, τὰ ἅγια Δῶρα ποὺ δὲν ἀναλογοῦν, ἤ ὁμοιάζουν ἤ συμβολίζουν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ πρὸς αὐτά, γιὰ τὴν σωτηρία καὶ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν φθορά, τὸν κατακερματισμό, τὴν διάλυση, τὴν δαιμονικότητα καὶ τὸν θάνατο.
Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας φυσικῶν ἀπειλῶν, κινδύνων καὶ καταστροφῶν ἔπαυε ἐν μέρει ἤ ἐξ ὁλοκλήρου, γιὰ λίγο ἤ γιὰ περισσότερο διάστημα τὴν Θεία Λειτουργία καὶ Εὐχαριστία της, τότε θὰ ἦταν σὰν νὰ αὐτοκαταργεῖτο, χωρὶς πλέον νὰ ἔχει οὐσιαστικὸ λόγο ὑπάρξεως.
Ὅμως, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ κτιστοῦ κόσμου· οὔτε ἡ ἀφθαρσία ἀπὸ τὴν φθορά· οὔτε ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο!
Ἀκόμη καὶ σὲ περίοδο διωγμοῦ, ἡ Ἐκλησία καταφεύγουσα στὴν ἔρημο, στὶς κατακόμβες, στὶς ὀπὲς καὶ στὰ σπήλαια, δὲν παύει τὸ σωτήριο ἔργο τῆς Λειτουργίας της.
Σὲ περιόδους ἐπιδημίας ἤ καὶ πανδημίας, ὅπως συμβαίνει τώρα μὲ τὸν ἐπικίνδυνο ἤ καὶ θανατηφόρο κορωνοϊό, ἡ Ἐκκλησία ἐντείνει τὴν Λατρεία καὶ προσευχή της, γιὰ νὰ διατηρήσει τὴν Ἐλπίδα ἄσβεστη, νὰ ἐνισχύσει τὰ Μέλη της, καὶ νὰ μεταδώσει Ἀλήθεια καὶ Ἀγάπη, Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση.
Ἑπομένως, τὰ ἅγια Μυστήριά της, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπελευθερωτικῆς, σωτήριας καὶ αἰώνιας σημασίας, ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη καὶ ἀνέκφραστη εὐεργεσία γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, μεταδιδόμενα βεβαίως μόνον στὰ πιστὰ Μέλη της ἀβίαστα καὶ ἐλεύθερα. Καὶ ὄχι στοὺς μὴ πιστούς, στοὺς ἀποκομμένους, στοὺς ἐκτὸς αὐτῆς κατ’ ὄνομα Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι διέπονται ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ Θεία Κοινωνία περιέχει τὸν Παθόντα, Ἀναστάντα καὶ Ἀναληφθέντα Χριστό, τὸν Καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς καὶ χορηγοῦντα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὸ Ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας εἶναι Φῶς καὶ Πῦρ, κάθαρση, ἁγιασμὸς καὶ θέωση, φάρμακο ἀθανασίας. Ὄχι μόνο δὲν μεταδίδει θανατηφόρα μικρόβια, ἀλλὰ πρωτίστως ξεπλένει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ θανατηφόρα μικρόβια τῆς ἁμαρτίας καὶ μεταφέρει καὶ στὸ σῶμα ἐλάφρυνση ὑγεία καὶ ὀμορφιά.
Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι θεωρία, ἀλλὰ ἀποτελοῦν τὴν βεβαίωση τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ἀπὸ τὰ Ἀποστολικὰ χρόνια, ὅπως αὐτὴ ἐκφραζόνταν καὶ ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς καὶ νέους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἄρα, κανεὶς κίνδυνος δὲν ὑπάρχει γιὰ τὰ πιστὰ Μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὸ νὰ προσέρχονται μὲ προετοιμασία, πίστη, φόβο Θεοῦ καὶ ἀγάπη στὴν Θεία Κοινωνία, γιὰ νὰ λαμβάνουν ἄφεση καὶ ἁγιασμὸ καὶ νὰ διατελοῦν σὲ ἕνωση μὲ τὴν θεία Χάρη.
***
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ·
Λέγοντες ὅλα τὰ ἀνωτέρω, δὲν σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε τὴν κρισιμότητα τῆς καταστάσεως καὶ τὸν διαγραφόμενο κίνδυνο, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀπὸ τὴν περαιτέρω ἐξάπλωση τοῦ κορωνοϊοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀγνοήσουμε τὶς ἀγαθὲς καὶ ἐναγώνιες προσπάθειες ὅλων ἐκείνων τῶν ὑπευθύνων φορέων ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ καὶ τὴν περιφρούρηση τῆς δημόσιας ὑγείας.
Λέγοντες ὅλα τὰ ἀνωτέρω, δὲν σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε τὴν κρισιμότητα τῆς καταστάσεως καὶ τὸν διαγραφόμενο κίνδυνο, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀπὸ τὴν περαιτέρω ἐξάπλωση τοῦ κορωνοϊοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀγνοήσουμε τὶς ἀγαθὲς καὶ ἐναγώνιες προσπάθειες ὅλων ἐκείνων τῶν ὑπευθύνων φορέων ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ καὶ τὴν περιφρούρηση τῆς δημόσιας ὑγείας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τονίζουμε ὅτι στὴν τέλεση καὶ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς χάριν τῶν Μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀνάγκη ὅλα τὰ ἀπαιτούμενα εἴδη νὰ εἶναι ἐκλεκτά, καθαρὰ καὶ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ χάρη καὶ εὐλογία. Τὰ ἱερὰ Ἄμφια καὶ ὅλα γενικὰ τὰ ἀναγκαῖα ἀντικείμενα τὰ χρησιμοποιούμενα στὴν Λατρεία, νὰ εἶναι φροντισμένα καὶ πεντακάθαρα. Οἱ ἴδιοι οἱ Κληρικοὶ νὰ εἶναι καθαροί, εὐπρεπεῖς καὶ ἱεροπρεπεῖς. Οἱ Ναοὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ νὰ τηροῦνται σὲ αὐτοὺς ὅλοι οἱ κανόνες σχολαστικῆς ὑγιεινῆς, γιὰ νὰ αἰσθητοποιοῦν ὅτι ἀποτελοῦν κομμάτια τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὥστε ὅσοι εἰσέρχονται νὰ ἀναφωνοῦν: «Ἐν τῷ Ναῷ ἑστῶτες τῆς Δόξης Σου, ἐν Οὐρανῷ ἑστᾶναι νομίζομεν»!
Κατὰ τὴν παροῦσα δύσκολη περίσταση, ὁ φόβος καὶ ὁ πανικὸς δὲν ἔχουν καμμία θέση μεταξὺ τῶν πιστῶν μας, Κλήρου καὶ Λαοῦ. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι δυνάμωση τῆς πίστεως, μετάνοια, σοβαρότητα, ὑπευθυνότητα καὶ προσευχή.
Οἱ πιστοὶ ποὺ ἀνήκουν σὲ εὐπαθεῖς ὁμάδες, καὶ μάλιστα οἱ μεγάλης ἡλικίας καὶ μὲ παθήσεις σοβαρές, νὰ ἀποφεύγουν νὰ ἐκτίθενται ἀκόμη καὶ μὲ τὴν φυσική τους παρουσία στὸν Ναό. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποφεύγεται ὁ συνωστισμός, ὁ στενὸς συγχρωτισμὸς καὶ γενικὰ ἡ μεγάλη ἐγγύτητα τῶν πιστῶν μεταξύ τους ἀκόμη καὶ στοὺς χώρους Λατρείας. Ἐπίσης, ὅσοι παρουσιάζουν συμπτώματα ἀκόμη καὶ ἥπιας μορφῆς ἰώσεως ἤ γρίπης, εἶναι καλύτερο νὰ παραμείνουν στὶς οἰκίες τους καὶ νὰ ἀναπληρώσουν τὸν ἐκκλησιασμὸ μὲ τὴν κατ’ ἰδίαν προσευχή τους. Ἄν συντρέχει εἰδικὸς λόγος, δύναται νὰ εἰδοποιηθεῖ ὁ Ἱερέας τῆς Ἐνορίας τους γιὰ νὰ τοὺς παράσχει τὴν ὁποιαδήποτε ἀναγκαία πνευματικὴ κάλυψη, ὅπως γινόταν καὶ γίνεται πάντοτε σὲ τέτοιες περιπτώσεις κατὰ τὴν πάγια τακτικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὅσοι πιστοὶ προσέρχονται στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς νὰ προσέχουν τὴν κίνηση καὶ συμπεριφορά τους, νὰ ἀποφεύγουν ἔντονες ἐκδηλώσεις εὐλαβείας πιθανῶς ἐνοχλητικὲς στοὺς ἄλλους. Ἐπίσης, οἱ πιστοὶ νὰ ἀποφεύγουν τὶς στενὲς προσεγγίσεις, τὶς διαχύσεις μεταξύ τους, τοὺς ἐναγκαλισμοὺς καὶ ἀσπασμούς, τηροῦντες ἀπόσταση ἀσφαλείας.
Ἰδίως ὅσοι θορυβοῦν, ἐνοχλοῦν καὶ διαταράσσουν τὴν ἡσυχία καὶ προσευχὴ μὲ ἔντονα συμπτώματα βήχα, κ.λπ., νὰ ἀποφεύγουν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, νὰ λαμβάνουν μέτρα προστασίας τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων καὶ σὲ τέτοια περίπτωση νὰ ἀρκοῦνται καλύτερα στὴν κατ’ ἰδίαν προσευχὴ στὴν οἰκία τους.
Ἄν ἔχουμε σὰν ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους, ἄς τὸ ἀποδείξουμε ἀποφεύγοντας νὰ συμπεριφερόμαστε ἀπρόσεκτα, κουραστικὰ ἤ καὶ ἐπικίνδυνα ἔναντί τους.
Ἐπίσης, εἶναι ἤδη γνωστὸν ὅτι οἱ βασικοὶ κανόνες προσωπικῆς ὑγιεινῆς εἶναι ἄκρως ἀναγκαῖοι γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό μας καὶ τῶν ἄλλων: σχολαστικὸ πλύσιμο χειρῶν, καθαριότητα χώρων, ἀποφυγὴ ἀγγίγματος τοῦ προσώπου μας μὲ τὰ χέρια μας.
Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἱερὴ Ἀκολουθία δὲν χρειάζεται νὰ ὑπάρχει καθυστέρηση στὸν Ναὸ ἤ ἐκτὸς αὐτοῦ. Εἶναι καλύτερο νὰ ἀποφεύγονται συνάξεις, συζητήσεις κ.λπ., γιὰ νὰ περιορισθοῦν οἱ πιθανότητες μεταδώσεως νόσου.
Ὅλα αὐτὰ ἀναφέρονται, διότι ναὶ μὲν ἡ Θεία Κοινωνία καθεαυτὴν εἶναι ἀνεπίδεκτη ὁποιασδήποτε μολύνσεως, ἀλλὰ τὸ περιβάλλον ἀκόμη καὶ τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ πέριξ χώρου, ὅπως καὶ ὁ καθορισμὸς τῶν σχέσεων τῶν πιστῶν μεταξύ τους μὲ τὴν προσεκτικὴ ἤ μὴ συμπεριφορά τους, δὲν ἐξασφαλίζουν μὲ τρόπο μηχανικὸ ἤ ἀναγκαστικὸ τὴν ἀσφάλεια καὶ ὑγεία, ψυχικὴ καὶ σωματική. Κάθε ἀπροσεξία, ἐκτροπὴ ἤ ὑπερβολή, ἔχουν πάντοτε δυσάρεστες ἐπιπτώσεις. Ὅπου ὑπεισέρχεται ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας ἀτελείας καὶ ἀδιαφορίας, ἐκεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν δρᾶ μὲ τρόπο αὐτόματο ἀνασταλτικὰ καὶ κατευναστικά. Αὐτὴ παραμένει καὶ ἐπιδρᾶ μόνον ὅπου οἱ συνθῆκες εἶναι κατάλληλες, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν μὲ ἐπιμέλεια αὐτὸ ποὺ ἀναμενόταν νὰ κάνουν, καὶ κυρίως ὅπου οἱ καρδιὲς εἶναι καθαρὲς.
Εἶναι ἐπίσης ἐπιβεβλημένο νὰ ἀποσαφηνίσουμε ὅτι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπηρεάζεται οὔτε καθορίζει τὴν πορεία καὶ τὶς ἀποφάσεις της κατὰ περιστάσεις ἀπὸ τὸν τρόπο δράσεως καὶ ἀπὸ τὶς πρακτικὲς ἐξω-εκκλησιαστικῶν χώρων σχισματικῶν ἤ αἱρετικῶν ὁμάδων. Αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν ὑποδείγματα τοῦ τρόπου σκέψεως καὶ δράσεώς της. Ἐπίσης, γιὰ τὸν τρόπο ρυθμίσεως τῶν τοῦ Οἴκου της δὲν ἀναμένει ὑποδείξεις ἀνθρώπων ἐκτὸς αὐτῆς, ἔστω καὶ «εἰδημόνων», οἱ ὁποῖοι ἄν δὲν διέπονται ἀπὸ ἐχθρικὸ καὶ ἀντιχριστιανικὸ πνεῦμα, στὴν καλύτερη πάντως περίπτωση εἶναι ἀκατάλληλοι νὰ παράσχουν προτάσεις γιὰ τὸν τρόπο λειτουργίας της, τὴν τέλεση τῆς λατρείας της, τὴν ἄσκηση οἰκονομίας καὶ ποίου τοῦ εἴδους αὐτῆς στὴν μετάδοση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων της στὰ μέλη της. Τοῦτο ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ ἀνάμιξη στὴν ἐσωτερικὴ αὐτοτέλειά της καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ τὸ πρόσχημα διαφυλάξεως τῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν νὰ ἀποφαίνεται ὁ κάθε ἄγευστος τῆς Ζωῆς της περὶ ὅσων διέπουν αὐτὴν καὶ τὴν δράση της! Ἡ Ἐκκλησία καὶ μόνον εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ τὸν καθορισμὸ τῶν Κανόνων λατρείας καὶ εὐταξίας της καὶ οὐδεὶς ἄλλος, ἐφ΄ ὅσον άλλωστε τηρεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ ανέκαθεν ἰσχύοντα εἰς αὐτὴν δοκιμασμένα στὸν χρόνο γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητα, φιλανθρωπία καὶ ἱερότητά τους.
***
Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί
Στὴν περίοδο νηστείας, μετανοίας, περισυλλογῆς καὶ προσευχῆς ποὺ διανύουμε, ἡ θεία Φιλανθρωπία, ἡ Ὁποία τὰ πάντα οἰκομονεῖ πρὸς τὸ ψυχικὸ συμφέρον μας, παρεχώρησε μία μεγάλη δοκιμασία στὸν κόσμο, γιὰ τοὺς λόγους τῆς θείας Πανσοφίας Της. Ἡ ἄστατη καὶ μᾶλλον ὑβριστικὴ πορεία τοῦ κόσμου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίζει ἀκάθεκτη καὶ ἀνεμπόδιστη. Ἡ ἀποστασία σὲ ἐπίπεδο πίστεως καὶ ἤθους δὲν δύναται νὰ καλπάζει ἀσχημονοῦσα ὅλο καὶ περισσότερο, ἄνευ θείας παρεμποδίσεως καὶ συνετίσεως.
Στὴν περίοδο νηστείας, μετανοίας, περισυλλογῆς καὶ προσευχῆς ποὺ διανύουμε, ἡ θεία Φιλανθρωπία, ἡ Ὁποία τὰ πάντα οἰκομονεῖ πρὸς τὸ ψυχικὸ συμφέρον μας, παρεχώρησε μία μεγάλη δοκιμασία στὸν κόσμο, γιὰ τοὺς λόγους τῆς θείας Πανσοφίας Της. Ἡ ἄστατη καὶ μᾶλλον ὑβριστικὴ πορεία τοῦ κόσμου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίζει ἀκάθεκτη καὶ ἀνεμπόδιστη. Ἡ ἀποστασία σὲ ἐπίπεδο πίστεως καὶ ἤθους δὲν δύναται νὰ καλπάζει ἀσχημονοῦσα ὅλο καὶ περισσότερο, ἄνευ θείας παρεμποδίσεως καὶ συνετίσεως.
Ἡ εὐθύνη ἡμῶν τῶν ἠλεημένων παρὰ Θεοῦ νὰ ἀποτελοῦμε τὸ Μικρὸν Ποίμνιόν Του εἶναι μεγάλη, τόσο στὴν διατήρηση πάσῃ θυσίᾳ τῶν παραδεδομένων, ὅσο καὶ στὴν ὑπόμνηση στοὺς γύρω μας περὶ τῆς Ἀληθείας ποὺ μᾶς ἔχει ἐμπιστευθεῖ. Ἡ καλύτερη μετάνοια καὶ προσευχή μας, ὄχι μόνον γιὰ μᾶς ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν μετανοοῦν οὔτε προσεύχονται, θὰ ἀποδείξει τὴν ἀγάπη μας καὶ θὰ ἐφελκύσει τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα ἡ ἑτοιμότητα, σοβαρότητα καὶ ἐγρήγορσή μας, ἡ κοινωνική μας εὐθύνη καὶ ἡ θυσιαστική μας διάθεση στὴν διακονία ὅσων ἔχουν ἀνάγκη, θὰ δίδει μία ἰσχυρὴ μαρτυρία γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας.
Εἴθε νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς ἀποστολῆς μας στὸν κόσμο τοῦτο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς συγχύσεως, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ θείου Μακαρισμοῦ ὡς δοῦλοι εὐγνώμονες, ὡς τέκνα φωτός, ποὺ φανήκαμε πιστοὶ στὰ ὀλίγα, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάσθηκαν γιὰ τοὺς ἀγαπῶντας τὸν Κύριον!
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Πηγή: https://ecclesiagoc.gr/index.php
Πηγή: https://ecclesiagoc.gr/index.php
Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020
«Ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας - Ἑορτὴ τῆς ἀνθρωπότητας» (Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)
Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ι Σ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου
στὴν ἑορταστικὴ ἐκδήλωση τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
στὸ Πολεμικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν
24 Φεβρουαρίου 2020
«Ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας - Ἑορτὴ τῆς ἀνθρωπότητας»
Μακαριώτατε
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι·
Ὁσιώτατοι Μοναχοὶ καὶ Μοναχές·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί·
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Εἰσαγωγὴ
Οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ ἐμπειρία θεώσεως προσωπική, γνώση, ἱστορικὴ κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ δυνατότητα τῆς προγνώσεως καὶ προληπτικῆς ἐπ’ αὐτῆς δράσεως, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς Θείας Φωτίσεως, ἀποφάσισαν.
Τί; Νὰ «δέσουν» καὶ νὰ «ἀσφαλίσουν» τὴν Πίστη μας «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι»(1), μὲ τὸ διαχρονικὰ καὶ κατὰ τὰ πάντα ὀρθόν. «Πίστη, σημαίνει, δέχομαι κάτι ὡς ἀληθές»(2). Σημαίνει ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας, ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν -γράφει τὸ Εὐαγγέλιο- καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»(3). Πίστη εἶναι ὁ ἐλευθερωτὴς Χριστός μας.
Θεμελίωσαν λοιπὸν τὸ δόγμα μας, τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως Ἀλήθεια, στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ Πίστη, πάνω στὴ γνήσια, αὐθεντική, ἀνόθευτη κι ἀναλλοίωτη Διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Γιατί; Γιὰ νὰ διασφαλίσουν τὴ Σωτηρία, τὴ δυνατότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς, νὰ προστατεύσουν τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννημένο κι ἀπὸ τὸν Κύριο υἱοθετημένο, ὡς μέλος τοῦ Σώματός Του.
Ἔδεσαν τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ Μία καὶ Ἁγία Πίστη εἰς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ -«ὅπως αὐτὸ μαρτυρεῖται εἰς τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ συμπληρώνεται στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας»(4)- ὥστε νὰ διασφαλίσουν στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ δοκᾶ ὀρθῶς, γιὰ νὰ μὴν προσδοκᾶ ματαίως.
Τὴ διασφάλιση τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς πρὸς τὴ σωστὴ καὶ εὐθεία κατεύθυνση πλοήγησης τῆς Ἐκκλησίας μας, πέτυχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὰ πορίσματα, τοὺς ὅρους τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ σημαντικότητα τῶν ὁποίων εἶναι ἀντίστοιχη μὲ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς(5). Ἐπισφράγισαν δὲ τὸν θρίαμβο τῆς Ἀλήθειας, ἐκείνης ποὺ μᾶς ἐλευθέρωσε, μὲ τὴν ἐπικύρωση τὸ 843 μ.Χ. τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτό, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μνημονεύουμε καὶ ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ σήμερα. Τὴν ἐπισφράγιση τῶν θεμελίων τῆς ἀπελευθέρωσής μας, τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Πίστης ποὺ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρωπότητα στὴ Σωτηρία.
Αἵρεση
Ἐχθρὸς διαχρονικός, σοβαρὸς κι ἐπικίνδυνος τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἡ ἐκ τῶν ἔσω νοθεία. Πῶς θὰ μποροῦσε διαφορετικὰ νὰ πολεμηθεῖ ἡ Ἀλήθεια; Πῶς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ Αὐτός, τὸν Ὁποῖον εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε; Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπέδειξε περίτρανα τόσο μὲ τὸν Ἐρχομό, ὅσο καὶ μὲ τὴ Ζωή, τὴν Ταφή ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ὅτι ὑπῆρξε;
Δὲν μπορεῖ. Κι ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ στὴν ὁλότητά Του, μπορεῖ ἁπλὰ νὰ πληγωθεῖ. Νὰ πληγωθεῖ ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ θεώρησή μας γι’ Αὐτὸν καὶ συνεπῶς ἡ σχέση μας μαζί Του. Μιὰ πληγὴ ποὺ μακροπρόθεσμα θὰ ἔπληττε καὶ θὰ κατέστρεφε τὴν ἀνθρωπότητα. Μικρόβιο μολυσματικό, ποὺ δὲν σκοτώνει ἀκαριαῖα, ἀλλὰ σταδιακὰ ἐξαπλώνεται, μολύνει καὶ τελικὰ θανατώνει. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἵρεση, «ἡ καινοφωνία»(6), κι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός της. Νὰ πλήξει, νὰ καταστρέψει καὶ ν’ ἀφανίσει τὸ πλέον ἀγαπητὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλοιώνοντας τὴ σχέση του μαζί Του, ἀπομακρύνοντάς το ἀπὸ Ἐκεῖνον, καθιστώντας ἀναποτελεσματικὸ τὸ Σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Καταστρεπτικὴ ἡ αἵρεση, τραγικός, θλιβερὸς ὑπερόπτης καὶ τελικὰ μισάνθρωπος ὁ θεμελιωτής της. «Ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι …. οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων»(7).
Ἡ πονηρὴ καὶ ὕπουλη αὐτὴ μέθοδος ἀφανισμοῦ μας, διὰ τῆς ἀνατροπῆς τῆς ζωντανῆς παραδόσεως, ἐκδηλώθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα κιόλας Χριστιανικὰ χρόνια. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας βρίθει ἀνατρεπτικῶν ἐφευρέσεων, αἱρετικῶν δηλαδὴ θέσεων καὶ ἀπόψεων, ποὺ συχνὰ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ ὅμως πάντα ἀποδεικνύονταν ψευδεῖς.
Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπειλητικῶν αὐτῶν φαινομένων συνέρχονταν Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Ἡ φύσις καὶ ὁ σκοπὸς τῆς Συνόδου, μιμούμενη τὴν πρώτη Ἁγιοπνευματικὴ Σύναξη τῶν Ἀποστόλων κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ἀποκαλύπτει τὴ διάθεση ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ πρότυπο τὴν Τριαδικὴ κοινωνία, ὑπὸ τὴν ἐνοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικὴ πηγὴ τῆς σώζουσας Ἀλήθειας στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀποφάσεις τους ἔχουν ἀναμφιβόλως καθολικὴ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας(8). «Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ὅπως ἀναφέραμε, προϋποθέτουν κρίσεις εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κρίση σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία»(9). Ἡ σωτηρία ἀπειλεῖται ἐφόσον νοθεύεται ἡ Ἀλήθεια τῆς Πίστεως. Πῶς; Μέσω τῆς ἀπάνθρωπης αἵρεσης.
Ἱστορικὴ Ἀναδρομὴ
Ὁ δεσμός, ἡ συνέχεια καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μεταξύ τους, διασφαλίζουν τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως. «Ἐγγύησιν ἄλλωστε, διὰ τὴν ὕπαρξιν τοῦ χαρίσματος, τῆς αὐθεντικῆς πηγῆς τῆς ἀλήθειας, ἀποτελεῖ ἡ ἐν ὑπακοῇ ἀποδοχὴ τῶν προγενεστέρων πατερικῶν καὶ συνοδικῶν διδαγμάτων, καθὼς καὶ ἡ ἀβίαστος ἀποδοχή της ἀπὸ τὸ ἀδιάστροφον φρόνημα τῆς ἀνὰ τὸν κόσμον Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»(10). Μέσα ἀπὸ μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸς ὁ δόλιος πόλεμος ποὺ ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος, ὑπέστη ἀπὸ τὶς συνεχεῖς προσπάθειες διάβρωσης τῆς Ἀλήθειας.
Τὸν 4ο αἰῶνα ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ πρώτη πλανεμένη διατύπωση περὶ τῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Διὰ στόματος Πρεσβυτέρου τῆς τότε τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀμφισβητήθηκε ἡ θεία φύση Του, γεγονὸς ποὺ αὐτομάτως ἀναιροῦσε τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει καὶ ἡ δυνατότητα ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ «δόλιος ὄφις»(11), κατὰ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, ἄκουγε στὸ ὄνομα Ἄρειος. Ἡ πλανεμένη «διδασκαλία» τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπήχηση ποὺ εἶχε τὸν καιρὸ ἐκεῖνο στὶς Χριστιανικὲς κοινότητες, κληροδότησε στὴν ἀνθρωπότητα ἴχνη, ἀπομεινάρια τῆς πλάνης ἕως καὶ σήμερα. Ἡ αἵρεση κατεστάλη μὲ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., ὅπου περίτρανα ἀποδείχθηκε ἡ Ἀλήθεια.
Λίγο ἀργότερα, τὸ 381 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία καταδικάσθηκε α) ἡ νέα αἵρεση τῶν Μακεδονιανῶν, ποὺ ἀρνοῦνταν τὴ Θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, β) οἱ πλάνες ποὺ διέδιδαν οἱ Πνευματομάχοι Ἡμιαρειανοί, ὑπολειμματοφόροι τοῦ Ἀρειανισμοῦ, γ) καθὼς καὶ -μεταξὺ ἄλλων- ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολλινάριου(12), ἡ θέση τοῦ ὁποίου ἀνέδυε τεχνηέντως ἕνα σοβαρὸ σωτηριολογικὸ πρόβλημα.«Στὶς δύο αὐτὲς πρῶτες Συνόδους οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ Τριαδολογικὸ πρόβλημα»(13), τὸ 381 μ.Χ. δὲ διατυπώθηκε ἡ «Ὁμολογία τῆς Πίστεως»(14).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, τὸν ἑπόμενο κιόλας αἰῶνα, ὡς «θεμελιωτὴς» μιᾶς νέας αἱρέσεως, ἀμφισβήτησε τὴν ἄρρηκτη σχέση καὶ ἕνωση τῆς θεϊκῆς καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θέση αὐτὴ στεροῦσε κι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας τὴν ὀνομασία «Θεοτόκος». Τὴν ἀπαράδεκτη αὐτὴ πλάνη τοῦ Νεστοριανισμοῦ καταδίκασε ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τὸ 431μ.Χ.
Σύντομα ὅμως, μὲ ἐκπρόσωπό της ἕνα Μοναχὸ καὶ μάλιστα Ἀρχιμανδρίτη στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν Εὐτύχιο, μιὰ νέα θεωρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Θεία κυριαρχοῦσε ἔναντι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της. Ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας τὸ 451 μ.Χ. κατέστειλε τὴ διάδοση τῆς νέας θεωρίας ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ὁ Μονοφυσιτισμός. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ διατήρησε καὶ διέσωσε τὸ σωτηριολογικὸ δόγμα, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ 553 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, στὴν ὁποία καταδικάστηκαν οἱ διδασκαλίες τοῦ Εὐαγρίου, τοῦ Διδύμου, συγγραφέων μὴ Ὀρθοδόξων συγγραμμάτων παλαιότερων αἱρέσεων, καὶ βεβαίως τοῦ Ὠριγένη, φιλοσόφου τοῦ 3ου αἰῶνος.
Ἡ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ(15) ἦταν ἐκείνη πάνω στὴν ὁποία βασίστηκε ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 680 μ.Χ., καταδικάζοντας τὸ κίνημα τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Μεσολάβησε ἡ Πενθέκτη ἢ «Ἐν Τρούλῳ» Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συμπλήρωσε τὰ ἀποτελέσματα τῶν δύο προηγούμενων Συνόδων ἕως τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὅπως προκύπτει ἀπ’ ὅσα λέχθησαν «ἀπὸ τὴν Γ’ μέχρι τὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔχουμε τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας τοῦ Χριστολογικοῦ προβλήματος»(16).
Κορύφωση ἀποτέλεσε τὸ πρόβλημα τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θείου Λόγου. Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 787 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καταδίκασε τὴν εἰκονομαχία, ἀποκαθιστώντας τὴ θέση τῶν Ἁγίων εἰκόνων στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀσφαλῶς στὴ συνείδηση, τὴν Πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν.
Πανανθρώπινος ρόλος Ὀρθοδοξίας
Τὴν εἰκονομαχία προκάλεσαν ἐξουσιοθῆρες Αὐτοκράτορες, σὲ μιὰ περίοδο κρίσης τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἰσοπεδωτικὴ τότε δύναμη τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τοῦ εὐρύτερου ἀσιατικοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἐπιθετικὰ ἐξαπλωνόταν κι ἀπειλοῦσε ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο καὶ βέβαια τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Ἡ δυναμικὴ ἑνός ἐνάντια στὴν εἰκόνα θρησκεύματος ἐπηρέασε πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση τοὺς «Χριστιανοὺς» -μεταξύ των ὁποίων καὶ Κληρικοὶ- ποὺ προβάλλοντας ὡς αἰτιολογία τὸν παραλληλισμὸ τῆς λατρείας τῆς εἰκόνας μὲ τὴ λατρεία στὰ εἴδωλα, δίχασαν τὴν Ἐκκλησία σὲ εἰκονομάχους/εἰκονοκλάστες καὶ εἰκονόφιλους(17).
Μὰ τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ὑπαρκτοῦ Προσώπου, ποὺ ἔζησε, θαυματούργησε, μαρτύρησε, ἀναστήθηκε κι ὅλων ἐκείνων ποὺ μιμήθηκαν τὴ θεία ἐπίγεια βιοτή Του, μὲ τὴν ἀνύπαρκτη φαντασίωση μορφῶν ποὺ εἰδωλοποίησαν κάποτε οἱ ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες κι ἀδυναμίες;
Ἡ ἀνικανότητα τῶν εἰκονομάχων νὰ κατανοήσουν τὴν πνευματικὴ σημασία τῆς Ἁγίας εἰκόνας καὶ τὴ σχέση τοῦ Πιστοῦ μὲ τὸ εἰκονιζόμενο Πρότυπο, καθὼς καὶ ἡ ὑπεροπτικὴ προσπάθειά τους νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἀνικανότητά τους, θυμίζει τὸν σημερινὸ συμπλεγματικὸ τύπο ἀνθρώπου κι ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιβάλλουν καθεστωτικὰ καὶ μὲ περισσὴ ἀλαζονεία τὴν -ὅπως ἀποκαλοῦν- «διαφορετικότητά» τους στὴ συνείδηση τῆς ἀνθρωπότητας, μὲ πρόσχημα τὴν «ἀγάπη» καὶ μοναδικὸ σκοπό, ὅπως καὶ τότε, νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ἴδιο τὸ Πρότυπο καὶ συνεπῶς τὴ σχέση τοῦ Δημιουργοῦ μὲ τὸ πλάσμα Του.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀναδρομή, σκοπὸς τῆς αἵρεσης διαχρονικὰ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἐγκατάλειψή Του μέσω τῆς νοθείας. Ἕνα «ἔργο» (σὲ εἰσαγωγικά), σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ Σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἐσαρκώθη, τονίζουμε,«δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν»(18). Συνεπῶς, ἂν ἡ αἵρεση μάχεται τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τότε καθίσταται καταστρεπτικὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸν ἀγῶνα αὐτό, γιὰ τὴν καταστολὴ τῆς αἵρεσης καὶ τὴ Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κάνει διαχρονικὰ ἡ Ὀρθοδοξία. Ἐπιστέγασμα τοῦ ἀγῶνος ἀποτελεῖ ἡ ἐπισφράγιση τῶν Κανόνων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου -τὸ 843 μ.Χ. στὴν ὑπὸ τῆς Αὐτοκράτειρας Ἁγίας Θεοδώρας συγκληθεῖσα Σύνοδο- γεγονὸς ποὺ καθιέρωσε ἔκτοτε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὀνομαστήρια τῆς ὁποίας σήμερα τιμοῦμε. Ἑορτὴ λοιπὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑορτὴ τῆς ἀνθρωπότητας.
Διαχρονικὸς ρόλος Ἀποφάσεων Ζ’ Οἰκ. Συνόδου
Ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ σὲ μεγάλο βαθμὸ στηρίχθηκε στὴ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ(19), συμπλήρωσε καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῶν προηγουμένων Συνόδων, ἀφοῦ κατέστειλε τὴν αἵρεση (γενικὰ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια), ὄχι μόνον αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ πρῶτα Χριστιανικὰ χρόνια ταλαιπώρησε τὴ Χριστιανοσύνη, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐν δυνάμει καὶ μελλοντικὲς γιὰ τὴν ἐποχὴ αἱρέσεις, ποὺ ἀντιμετωπίστηκαν ἀντίστοιχα τόσο τὸ 879 μ.Χ. στὴν Η’ ἢ τὴν «Ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ» Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅσο καὶ τὸ 1341 μ.Χ. στὴν Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Στὴν πρώτη περίπτωση, τὴν τελευταία πρὸ τοῦ σχίσματος Σύνοδο, ἀναδείχθηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία καταδικάστηκε ἡ δυτικὴ ἀλλοτρίωση στὴν διατύπωση τοῦ Filioque(20), καὶ ποὺ λίγο ἀργότερα ἀνάγκασε τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἀπομακρύνει ὁριστικὰ τὶς θεωρίες τῆς φραγκοκρατούμενης Δύσης.
Στὴ δεύτερη περίπτωση, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναδείχθηκε ἡ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνακεφαλαιώνονται ὅσα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὅλων τῶν ἐποχῶν εἰπώθηκαν. Πνευματικὸς μαθητὴς αὐτοῦ, μιὰ ἄλλη φυσιογνωμία τοῦ 15ου αἰῶνος, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ποὺ μὲ τὴν φωτισμένη καὶ ἡρωική του στάση προστάτεψε ἀπὸ τὴν πανούργα αἵρεση τὴν Ὀρθοδοξία κι ὅλα ὅσα αὐτὴ διασώζει πρὸς ὄφελος τῆς ἀνθρωπότητας.
Οἱ Κανόνες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ «Συνοδικό», τὸ κείμενο δηλαδὴ τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ «Τριώδιο» καὶ ἀναγιγνώσκεται παραδοσιακὰ στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς παγκοσμίως τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, περιλαμβάνει συνοπτικὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Περιλαμβάνει δὲ καὶ ἀναφέρεται σὲ ὅλες τὶς μεταγενέστερες αἱρέσεις, ὄχι μόνον ἐκεῖνες τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ στὶς σύγχρονες, ἀναθεματίζοντας, ἀποκόπτοντας δηλαδὴ καὶ ἀπομακρύνοντας ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλους, ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα.
Παναίρεση
Ἡ ἐφαρμογὴ τῶν Κανόνων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προστατεύει διαχρονικὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση, αὐτὴ ποὺ ἔκτοτε καὶ κυρίως μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πρώτης χιλιετίας, καλλιεργεῖται μεθοδευμένα ἐκ τῶν ἔνδον, γιὰ νὰ πάρει σήμερα τὴν ἔσχατή της μορφή, τὴ μορφὴ τῆς παναίρεσης.
Τὸ σύγχρονο αὐτὸ περίτεχνο φαινόμενο, τὸ ἐμπλουτισμένο μὲ ἐκκοσμικευμένη γνώση καὶ «ὑπὲρεὐαισθησία», τὸ διαδεδομένο καὶ ἑδραιωμένο μέσα ἀπὸ τὶς πλέον ἐξελιγμένες μεθόδους ἐπικοινωνίας καὶ πειθοῦς, ποὺ σὲ τίποτε καινούριο δὲν στοχεύει, παρὰ στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καλεῖται καὶ πάλι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἀντιμετωπίσει.
Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μεγαλύτερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ποὺ κηρύττει τὸν δογματικὸ καὶ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ καὶ προωθεῖ ἕνα εἶδος πανθρησκείας διὰ τῆς ἐξισώσεως διάφορων -ἀρχικὰ «χριστιανικῶν»- ὁμολογιῶν(21), καὶ στὴ συνέχεια ἐν γένει θρησκειῶν (πανθρησκειακὴ κίνηση), εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή· προσέξτε, ὄχι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας σήμερα, ὄχι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μὰ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸ μέλλον της.
Καὶ γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε, «συγκρητισμὸς» εἶναι -στὴν προκειμένη- ὁ συνδυασμός, ἡ συγχώνευση στοιχείων διαφορετικῶν «ὁμολογιῶν», ὅπως λέγονται. Μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει τὴ μείξη ξεχωριστῶν παραδόσεων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία μιᾶς φαινομενικῆς ἑνότητας, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξομοιώνονται ὅλα τὰ θρησκεύματα ποὺ τελικῶς ἀλλοιώνονται καὶ συνεπῶς χάνουν τὴν αὐθεντικότητά τους. Ἡ συνύπαρξη μὲ μιὰ ἄλλη ὁμολογία καὶ ἡ ἀποδοχή της ὡς ἀληθοῦς, αὐτόματα ἀναιρεῖ ἐμᾶς καὶ τὴν Πίστη μας, ἀφοῦ Πίστη σημαίνει ἀποδέχομαι κάτι ὡς ἀληθές. Χωρὶς λοιπὸν νὰ ἀπορρίπτεται φανερὰ ἡ Πίστη, μέσα ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ πολλῶν «τεμαχισμένων ἀληθειῶν», βρισκόμαστε μπροστά σε μία «διευρυμένη ἢ κατακερματισμένη πίστη».
Ἡ ἀλλοίωση, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν βάλλει καμία θρησκεία, διότι καμία δὲν βασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ὀρθὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρες κληροδοτημένη Διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀπώλεια τῆς αὐθεντικότητας εἶναι ζήτημα ζωτικὸ μόνον γιὰ τὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, τὴν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτήν, τὴν αὐθεντικότητα μάχεται ἡ Ὀρθοδοξία κι αὐτὴν -σὺν Θεῷ- διαχρονικὰ διασώζει. Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ποὺ κρατᾶ ἀκόμη τὸν κόσμο μας ὀρθό.
Ἡ διάδοση τῆς παναιρέσεως καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου γιὰ τὴν ἐπιβολή της, μὲ σκοπὸ τὴν ἄμβλυνση τοῦ δόγματος καὶ συνεπῶς τὴν πλήξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ξεκίνησε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐκ τῶν ἔνδον. Τὸ 1902 ἕνας τῶν νεότερων χρόνων Ἱεράρχης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄ κοινοποίησε ἕνα γράμμα πρὸς τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τὸ ὁποῖο ἀργότερα πῆρε τὴ μορφὴ τῆς «Ἐγκυκλίου τοῦ 1904». Σὲ αὐτὴν ἀναφέρονταν τρία βασικὰ θέματα: α) ἡ βελτίωση τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, β) ἡ προσέγγιση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸ Δυτικὸ «Χριστιανισμὸ» καὶ βέβαια γ) τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα. Ὑλοποίηση τῶν παραπάνω ἀξιώσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἀποτέλεσε τὸ Πανορθόδοξο Συνέδριο τοῦ 1923, ποὺ συνεκλήθη ἀπὸ ἕναν συνεχιστὴ τῆς Κινήσεως, τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη. Στὸ μεσοδιάστημα ἡ «Πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 τοῦ Οἰκουμενικοῦ, ἀποτέλεσε καὶ τὸ πρῶτο βῆμα ἑκούσιας συμμετοχῆς τοῦ Πατριαρχείου στὴν παναίρεση, καὶ προϋπόθεση βέβαια γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ἑλλαδικῆς τότε Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τὴ θεσμικὴ δηλ. ἔκφραση τῆς Κινήσεως αὐτῆς. «Ὁ Γ. Γραμματέας τοῦ Π.Σ.Ε., K. Raiser, σὲ ὁμιλία του στὴ Θεσσαλονίκη μὲ θέμα “Ἡ Σπουδαιότητα τῆς Ὀρθόδοξης Συμβολῆς στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν” ἀναφέρεται στὴν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1920 ἐπισημαίνοντας: Αὐτὴ ἡ ἐγκύκλιος ἔχει παραμείνει πράγματι ἕνα ἀπὸ τὰ θεμελιώδη κείμενα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, καὶ τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν εἰδικότερα, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν διατυπώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ πρόταση νὰ ἱδρυθεῖ μιὰ ἕνωση (κοινωνία) ἐκκλησιῶν»(22). Ἡ συμμετοχὴ τῆς Ἑλλαδικῆς στὴν Κίνηση, τὴν δολιότερη τῶν ἐποχῶν, ἐγκυροποιήθηκε μὲ τὴν εἰσήγηση ἑνὸς νέου Προγράμματος τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Χρυσόστομου Παπαδόπουλου.
Ἡ συμμετοχὴ σὲ οἱαδήποτε δομὴ ἢ ἐργαλεῖο διάδοσης καὶ ἐπιβολῆς τῆς παναίρεσης, ὅπως τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, οἱ συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα, οἱ διάλογοι ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ὑποχώρηση τῶν Ὀρθοδόξων σὲ δογματικὰ ζητήματα, ἡ ἀποδοχή, ἡ υἱοθέτηση καὶ ἀφομοίωση ἀρχῶν, ἀξιῶν καὶ θεσμῶν ποὺ σταδιακὰ ἀλλοιώνουν τὴν Ὀρθόδοξή μας παράδοση, κι ὅλες οἱ ἔκτοτε -ἐκτὸς ὁρίων Ὀρθοδόξου πνεύματος- διακηρύξεις καὶ ἐνέργειες, ὁδήγησαν -ὅπως γνωρίζουμε- στὴ σημερινὴ θλιβερὴ κατάσταση. Μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς πλέον, «Ὀρθόδοξοι» (σὲ εἰσαγωγικὰ) Ἱεράρχες ἀποδέχονται τὴ θεολογικὴ προπαγάνδα τῶν αἱρετικῶν (23), ἀναθεωρώντας μοιραῖα τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, ἐρχόμενοι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ συνεπῶς μὲ τὴν ἴδια τὴν Πίστη.
Αὐτοὶ ποὺ τόσο διαλλακτικὰ καὶ ὑποχωρητικὰ συνδιαλέγονται γιὰ τὸν Θεό, στὸ ὄνομα δῆθεν τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, αὐτοὶ, στέκονται βράχοι ἀδιάλλακτοι, αὐστηροὶ καὶ ἀμετακίνητοι, ὅταν θίγονται τὰ προσωπικά τους πρωτεῖα, τὸ διευρυμένο γεωπολιτικὰ κύρος, ἡ ἐξουσία, καὶ τὰ συμφέροντά τους. Δεινοὶ πολιτικοὶ καὶ διπλωμάτες ἀναμφίβολα, ἀναξιόπιστοι ὅμως κληρικοὶ καὶ Ἱεράρχες.
Ἀνάμεσα στοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς νέας παναιρέσεως, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν καὶ οἱ προσωπικότητες ἐκεῖνες, Κληρικοί, ἐκπρόσωποι τῆς ἴδιας τῆς Ἑλλαδικῆς, ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἐνοχή, τὴν προδοσία, τὴν καταδικάζουν ἀπερίφραστα, τὴ στηλιτεύουν δημόσια. Παραμένουν ὅμως συμμέτοχοι, δηλαδὴ συνεργοὶ καὶ συνένοχοι. Φαινόμενο μπροστὰ στὸ ὁποῖο στέκουμε μὲ ἀπορία.
Ἰσχὺς Συνοδικοῦ σήμερα
Μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, ἀδελφοί, τοῦ Ὀρθοδόξου, κι ἐμεῖς προσευχόμαστε γιὰ τὴν ὁμόνοια, τὴν πραγματικὴ ἀδελφοσύνη, τὴν ἑνότητα, τὴν ἐπάνοδο τῶν ἑτεροδόξων στὴν ἀρχική, ἀδιάβρωτη, ἀνόθευτη Πίστη «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις»(24). Ὄχι ὅμως, μέσα ἀπὸ ὑποχωρήσεις ποὺ θὰ προκαλέσουν τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὴν πατρικὴ καὶ ἀσφαλῆ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀποδοχὴ τῆς αἱρέσεως συνιστᾶ πράξη προδοτικὴ τόσο ἀπέναντι στὸν Θεό, ὅσο καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ἂν αὐτὸ συμβεῖ, τότε ὅλα, ὅσα ἐπιδιώκουμε, θὰ χαθοῦν.
Μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἢ κοντὰ σὲ ἕνα πλασματικὸ ἢ πολύμορφο Θεὸ ὁ ἄνθρωπος θὰ παγώσει, θὰ χαθεῖ, θὰ ἀποξενωθεῖ, θὰ ἐξαγριωθεῖ, θὰ ἀπωλέσει τὴν ἁγιότητα, τὴν καθαρότητα, τὴν πραότητα, τὴν εὐγένεια, τὴν ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος θὰ πάψει νὰ ἀγαπᾶ πραγματικὰ καὶ ν’ ἀγαπιέται. Ἡ ἀνθρωπότητα θὰ γνωρίσει τὴν πρωτόγονη ἀγριότητα καὶ ἀσυδοσία, τὴν ἰσοπέδωση, τὸν ἀπόλυτο ἐκφυλισμό, θὰ καταντήσει ἕνας κόσμος ἄγριων θηρίων. Ὁ κόσμος μας θὰ ὁμοιάσει στὴν κόλαση.
«… Διότι θὰ ἔλθη καιρός, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχωνται τὴν ὑγιὰ καὶ ἁγίαν διδασκαλίαν, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰς κλίσεις καὶ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἁμαρτωλῆς καρδίας των θὰ ἐπισωρεύουν στὸν ἐαυτόν τους ποικίλους ψευδοδιδασκάλους, ὥστε νὰ ἀκούουν ἀπὸ αὐτοὺς διάφορα καὶ παράδοξα, ποὺ θὰ τέρπουν τὰ αὐτιά των. Καὶ τὴν μὲν ἀλήθειαν δὲν θὰ τὴν προσέχουν, ἀλλὰ θὰ γυρίζουν ἀλλοῦ τὰ αὐτιά των. Θὰ ἐκτραποῦν δὲ καὶ θὰ στραφοῦν εἰς μυθολογίας καὶ ψευδολογίας.»(25).
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, μὲ ἀπόλυτη καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, μὰ πρωτίστως μὲ Πίστη πρὸς τὸν μοναδικὸ Δημιουργό του, καταλήγουμε, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες διαχρονικὰ λένε, ὅπως τὸ Συνοδικὸ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει, ἀλλὰ ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία ἔχει ἀπαγορεύσει νὰ ἀκούγεται «Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καὶ ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα ἢ μετὰ τοῦτο πραχθησόμενα, Ἀνάθεμα»(26).
Ὀρθοδοξία - Πανανθρώπινες Ἀξίες - Σωτηρία
Ἡ ἀναδρομὴ αὐτὴ ἦταν ἀπαραίτητη γιὰ νὰ γίνει σαφὴς ἡ σημαντικότητα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων εἰκόνων, τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς αἰωνίου ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητας.
Μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες καὶ τὴν ἁγιογραφία ἀνατρέχουμε στὰ γεγονότα, στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, στὴν ἱστορία, στὴν παράδοση αἰώνων. Βλέπουμε, βιώνουμε, μνημονεύουμε, μιμούμαστε, τιμοῦμε, δὲν λησμονοῦμε.
Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας εἶναι πρότυπα ποὺ διαχρονικὰ φωτίζουν γενιὲς καὶ γενιές. Εἶναι οἱ μοναδικὲς μορφὲς ποὺ ἀνεξαρτήτως ἐποχῆς καὶ συνθηκῶν θὰ ἐμπνέουν τὸν ἄνθρωπο, θὰ γεννοῦν καὶ θὰ καλλιεργοῦν στὴν ψυχή του τὴν ὑπομονή, τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα, μὰ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸν σεβασμό. Μέσα ἀπὸ τὶς γλυκύτατες μορφὲς τῶν εἰκόνων θὰ πηγάζει πάντα ἡ πραότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ δύναμη, ἡ ἀγάπη. Μέσα ἀπὸ αὐτὲς διασφαλίζεται τὸ ἀναλλοίωτο τοῦ Προτύπου, Αὐτοῦ ποὺ μᾶς δώρισε ξανὰ τὸ μέγιστο ἀγαθό, τὴν Ἐλευθερία.
Ἡ Ὀρθοδοξία, συνυφασμένη μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων εἰκόνων, εἶναι ἐκείνη ποὺ χάρισε τελικὰ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα μοναδικὸ σύστημα ἀξιῶν ἀνθρώπινων, πανανθρώπινων.
Ἡ μαρτυρική μας Ὀρθοδοξία ἀποτέλεσε τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομήθηκαν ὅλα γιὰ τὰ ὁποῖα διαχρονικὰ ἀξίζει νὰ ἀγωνιζόμαστε. Ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ νίκη τῆς Νίκης. Εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ δίπλα μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Νίκης ἑορτάζουν μαζί μας καὶ ἡ ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καὶ τὸ στρατευμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς ἑνώνει, μᾶς συστρατεύει, «ἀναστηλώνει» τὸ ἠθικό, τὴν ἐλπίδα, καὶ τοποθετεῖ τὴν Πίστη μας στοὺς στύλους τοῦ Ἱεροῦ ἄμβωνος, κοντά Του.
Καὶ τί δὲν δώρισε ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ μὲ τόση ἀπάθεια ἡ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία καὶ πολιτικὴ θυσιάζει; Τὰ πάντα.
Ἡ Ὀρθοδοξία συστρατεύτηκε γενναῖα δίπλα στὸν πλέον Γενναῖο.
Διὰ πυρὸς διατήρησε τὴν Ἀλήθεια μέσα ἀπὸ βασάνους καὶ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη ἀπὸ Ρωμαίους καὶ Ἑβραίους.
Αὐτὴ διέδωσε τὸ πλέον διαδεδομένο Μήνυμα στὴν οἰκουμένη σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας· τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ Μήνυμα μὲ τὴ μεγαλύτερη διάρκεια ζωῆς.
Αὐτὴ γαλούχησε, διαπαιδαγώγησε τὸν νέο ἄνθρωπο, τὸν ἱκανὸ νὰ σώσει καὶ νὰ σωθεῖ.
Αὐτὴ ἐπανάφερε στὴν ὡραιότερή της μορφὴ την επικοινωνία στις σχέσεις των ανθρώπων. Ἔγινε πυξίδα καὶ κέντρο ἀναφορᾶς τῆς νέας ὑγειοῦς πνευματικῆς ἐξέλιξης. Ἀνέδειξε καὶ πάλι τὸ ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ πνεῦμα, ἄνοιξε δρόμο στὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα.
Αὐτὴ δικαίωσε τοὺς σοφότερους τοῦ κόσμου, ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, μὰ καὶ τοὺς ἀδικημένους, τοὺς ταπεινούς.
Ταυτίστηκε μὲ τὴν εἰρήνη, τὴν ἀδελφοσύνη, τὴ δικαιοσύνη, τὸν ἀλτρουισμό, τὴν ἀτομικὴ μονάκριβή μας ἐλευθερία, την ἀξία τῆς ἀνάληψης τῆς εὐθύνης, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀλληλοσεβασμό, ἀρετὴ τῆς διακριτικότητας καὶ τῆς εὐγένειας, τὴν ἰσότητα, τὴν ἰσονομία.
Ἐκπολίτισε φυλὲς καὶ φύλα στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Συνένωσε ἀλλοεθνεῖς. Δημιούργησε θεσμοὺς καὶ ἤθη. Θεμελίωσε τὴ μακροβιότερη Αὐτοκρατορία στὴν ἀνθρωπότητα.
Μπολιασμένη μὲ τὸ ρωμαίικο, διατηρήθηκε ἀναλλοίωτη, ὅταν στὴ σημερινὴ δῆθεν Δύση διείσδυσε καὶ κυριάρχησε ἡ βαρβαρότητα τῶν Φράγκων.
Ὑπέμεινε τὴν προδοσία, τὴ βαναυσότητα, τὴ βιαιότητα τῆς κακοδοξίας.
Ἄντεξε τὴ σκλαβιὰ καὶ τὴ δουλεία αἰώνων καὶ συγκράτησε τὴν κυριαρχία τοῦ σκότους.
Κυνηγήθηκε καὶ καταδιώχθηκε ἀπὸ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα, μὰ κράτησε τὴ φλόγα της ἀναμμένη.
Ἀνέδειξε τὸν ἡρωισμό, τὴν αὐτοθυσία, τὴν ἐντιμότητα.
Ἀπέδειξε πὼς πολεμουμένη νικᾶ. Καὶ βγῆκε δυνατὴ καὶ παραμένει δυνατή, ἂν καὶ προδομένη.
Ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς αὐθεντικότητας, τῆς Ἀλήθειας, συνιστᾶ διατήρηση τοῦ ἀνθρωπίνου μεγαλείου, τῆς δυνατότητας ἑνώσεως μὲ Ἐκεῖνον, τῆς κατὰ Χάριν Θεώσεως.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ Ὀρθὴ Πίστις. Δὲν εἶναι ἰδεολογία, δὲν εἶναι φιλοσοφία, δὲν εἶναι ἁπλὰ μία ἀξία ἢ ἕνα ἰδανικό. Εἶναι μιὰ μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα ὁλοκληρωμένη στάση ζωῆς. Ἕνας τρόπος ζωῆς ποὺ περικλείει τὴν τελειότητα τῶν πάντων, τὸ σύνολο τῶν πανανθρώπινων ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν, τῶν ἀρετῶν κι ὅλων ἐκείνων τῶν χαρακτηριστικῶν, τὰ ὁποῖα, ἂν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι υἱοθετούσαμε, θὰ ζούσαμε ἀπὸ ἐδῶ στὸν Παράδεισο.
Χρόνια Πολλά, Χριστιανικά, Ὀρθόδοξα.
Λίστα Παραπομπῶν:
(1) Β’ Κορ. δ’ 7
(2) Δορμπαράκης, Π. Χ. (1992) Ἐπίτομον Λεξικὸν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἀθήνα: Ἑστία, σ. 650
(3) Ἰωάν. η’ 32
(4) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(5) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτική, σ.126
(6) Β’ Τιμ. 2, 16
(7) Ἁγ. Ἀθανάσιος, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΛΗ Ψαλμόν, PG 27, 536Α
(8) Ματσούκας, Ν. Α. (1997) Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία Γ', Ἀνακεφαλαίωση καὶ Ἀγαθοτοπία: Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναρᾶς, σ. 291?292
(9) Μεταλληνός, Γ. (2011) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸ σήμερα, Ι.Μ. Παντοκράτορος [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/89A3F31C.el.aspx?width=730&height=400 (πρόσβαση: 20.2.20)
(10) Καλαμαρᾶς, Μ. (1985) Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Πρέβεζα: I.M. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, σ. 23
(11) Ἁγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου, Πανάριον, Migne τ. 41 & 42
(12) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτική, σ.127
(13) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(14) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτική, σ. 105
(15) Καρμίρης, Ι. (1960) Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἰδιωτικὴ
(16) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(17) History of Christianity (2009), Diarmaid MacCulloch [Documentary] Great Britain: Cosmote History HD
(18) Σύμβολον τῆς Πίστεως ἢ Σύμβολον τῆς Νικαίας, Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
(19) Πετρόπουλος, Η., & Κορακίδης Α. (eds) (2006), Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, Συνοδικὸν (κατὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ J. Gouillard), Περὶ εἰκόνων (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ), Θεσσαλονίκη: Ἁρμὸς
(20) Μεταλληνός, Γ. (2009) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μετέωρα: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, & [online] διαθέσιμο στὸ https://www.impantokratoros.gr/grigorios_palamas_9oikoumenikh.el.aspx (πρόσβαση: 20.2.20)
(21) Μεντζελόπουλος, Σ. (2020) Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὡς ἀναίρεση τῆς Οἰκουμενικότητος τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς, Ι.Μ. Πειραιῶς, Γραφεῖο Τύπου [online] διαθέσιμο στὸ https://impenimerosi.gr/index.php/menu-minimata-2/item/773-o-oikoumenismos-os-anairesi-tis-oikoumenikotitos-tis-ekklisias-kata-ton-agio-ioustino-popovits-tou-sev-mitr-peiraios-k-serafeim (πρόσβαση: 20.2.20)
(22) Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, (2012), Ἡ Σπουδαιότητα τῆς Ὀρθόδοξης Συμβολῆς στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, [online] διαθέσιμο στὸ http://www.ecclesia.gr/greek/holySynod/commitees/relations/symboulio_ekklision.html (πρόσβαση: 20.2.20)
(23) Romanides, J. (1993), Orthodox and Vatican Agreement (Balamand) Θεολογία, 4(64) σ. 570-580
(24) Ἰούδ. 3
(25) Β’ Τιμ. δ’ 3, 4
(26) Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, (1856) Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ζ’ Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Στὸ: Τριώδιον, Βενετία: Ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος, σ. 134-144
Βιβλιογραφία:
Ἁγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως, (1972) Αἳ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι - Περὶ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, Ἀθήνα: Ρηγόπουλος
Φειδᾶς, Β. (1998) Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α', Ἀθήνα: Ἰδιωτικὴ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)