Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας
γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας το
έτος 377 μ.Χ. κατά τους χρόνους της βασιλείας
του Γρατιανού (375 - 383 μ.Χ.). Οι γονείς του
Παύλος και Διονυσία, ανήκαν σε επίσημη
γενιά. Άτεκνοι όντες, αξιώθηκαν να
αποκτήσουν παιδί, το οποίο αφιέρωσαν
στη διακονία του Θεού στο οποίο και κατά
θεία επιταγή έδωσαν το όνομα Ευθύμιος,
αφού με την γέννησή του τους χάρισε την
ευθυμία, τη χαρά και την αγαλλίαση.
Σε
ηλικία μόλις τριών ετών ο Ευθύμιος έχασε
τον πατέρα του. Τότε η χήρα μητέρα του
τον παρέδωσε στον ευλαβή Επίσκοπο της
Μελιτηνής Ευτρώιο, ο οποίος, μαζί με
τους αναγνώστες Ακάκιο και Συνόδιο που
έγιναν αργότερα Επίσκοποι Μελιτηνής,
τον εκπαίδευσε καλώς και, αφού τον
κατέταξε στον ιερό κλήρο, τον τοποθέτησε
έξαρχο των μοναστηρίων.
Από τη
Μελιτηνή ο Όσιος μετέβη, περί το 406 μ.Χ.,
στα Ιεροσόλυμα και κλείσθηκε στο σπήλαιο
του Αγίου Θεοκτίστου, όπου και ασκήτευε
με αυστηρότητα και αναδείχθηκε μοναζόντων
κανόνας και καύχημα. Τόσο δε πολύ πρόκοψε
στην αρετή, ώστε πολλοί πίστεψαν στον
Χριστό. Τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα
γρήγορα τον ανέδειξαν και η φήμη του ως
Αγίου απλώθηκε παντού. Γύρω του
συγκεντρώθηκαν πάμπολλοι μοναχοί, οι
οποίοι τον εξέλεξαν ηγούμενό τους.
Ο
Μέγας Ευθύμιος με την αγιότητα του βίου
του συνετέλεσε στο να επιστρέψουν στην
πατρώα ευσέβεια πολυάριθμοι αιρετικοί,
όπως Μανιχαίοι, Νεστοριανοί και
Ευτυχιανοί, που απέρριπταν τις αποφάσεις
της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Παντού,
στην Αίγυπτο και τη Συρία, επικρατούσαν
οι Μονοφυσίτες. Στην Παλαιστίνη όμως,
χάρη στην παρουσία του Αγίου Ευθυμίου
και των μαθητών του, επικράτησε η
Ορθοδοξία. Και όταν ο Όσιος συνάντησε
την βασίλισσα Ευδοκία , η οποία είχε
περιπλακεί στα δίκτυα της αιρέσεως των
Μονοφυσιτών, τόσο πειστικά και ακαταμάχητα
μίλησε προς αυτήν, ώστε την απέδωκε στα
ορθόδοξα δόγματα.
Ο Όσιος Ευθύμιος
ο Μέγας είχε λάβει από τον Θεό το
προορατικό χάρισμα και τη δύναμη της
θαυματουργίας. Με ελάχιστα ψωμιά
κατόρθωσε να χορτάσει τετρακόσιους
ανθρώπους, που κάποτε την ίδια μέρα τον
επισκέφθηκαν στο κελί του. Πολλές
γυναίκες που ήταν στείρες, όπως και η
δική του μητέρα, με τις προσευχές του
Αγίου απέκτησαν παιδί και έζησαν την
χαρά της τεκνογονίας. Και όπως ο Προφήτης
Ηλίας, έτσι και αυτός προσευχήθηκε στον
Θεό και άνοιξε τις πύλες του ουρανού
και πότισε με πολύ βροχή τη διψασμένη
γη, η οποία και αναζωογονήθηκε και έδωσε
πλούσιους τους καρπούς της.
Ενώ
κάποτε τελούσε το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας, οι πιστοί είδαν μία δέσμη
φωτός που ξεκινούσε από τον ουρανό και
κατερχόταν μέχρι τον Άγιο. Το ουράνιο
αυτό φως, παρέμεινε μέχρι που τελείωσε
η Θεία Λειτουργία και δήλωνε την εσωτερική
καθαρότητα και λαμπρότητα του Αγίου.
Επίσης, σημάδι της αγνότητας και της
αγιότητάς του αποτελούσε και το γεγονός
ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιος
προσερχόταν να κοινωνήσει με καθαρή ή
σπιλωμένη συνείδηση. Ο
Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 473
μ.Χ., σε ηλικία 97 ετών, επί βασιλείας
Λέοντος του Μεγάλου
Εφέτος κλείνουν 560 έτη από την
κοίμηση του εν αγίοις πατρός ημών και
ομολογητού Μάρκου αρχιεπισκόπου Εφέσου
του Ευγενικού .
Ο άγιος Μάρκος (κατά
κόσμο Εμμανουήλ), εγεννήθη από ευσεβείς
γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων,
Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του
ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο αρχιδικαστής,
σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης
Εκκλησίας, η μητέρα του ωνομάζετο Μαρία
και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού
Λουκά.
Αμφότεροι οι γονείς προσπάθησαν
και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό
Εμμανουήλ εν παιδεία και νουθεσία
Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του
άφησε αυτόν και τον μικρότερό του αδελφό
Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία.
Τα
πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη
από τον πατέρα του Γεώργιο, ο οποίος
είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά
τον θάνατον του πατρός του η μητέρα του
τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον
φημισμένους διδασκάλους της εποχής
του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν
Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και
τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον
Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών
του ήτο και ο μετ έπειτα άσπονδος εχθρός
του Βησσαρίων ο καρδινάλιος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ
ΜΟΝΑΧΟΣ
Όταν ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε
τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση
της πατρικής σχολής και εις σύντομο
χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας
από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους
της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των
μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον,
ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ο
πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως
Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο
Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο
αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.
Αλλά
ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να
παρασυρθεί από την γεμάτη υποσχέσεις
λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι
λίαν φιλικές σχέσεις του με τον αυτοκράτορα
τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο
και να καταφύγει εις την νήσον των
Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του
φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε
αγωνιζόμενος πνευματικώς επί δύο έτη
και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών
εις τας νήσους, ήλθε με τον γέροντά του
εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου
Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την
Κωνσταντινούπολιν.
Ο μοναχός Μάρκος
συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του
την σκληράν ασκητικήν ζωήν. Εις την
μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος
συνέθεσε σχεδόν τα περισσότερα από τα
100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι
σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα
έργα που έγραψε εναντίων των λατινοφίλων
αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά, τον οποίον εσέβετο πολύ και τον
είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν
ο Μάρκος έλαβε και το χρίσμα της ιεροσύνης,
κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε
τον εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν
λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε και
φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί
κληρικοί και λαϊκοί έγραφον εις τον
άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων
ζητημάτων.
ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ
ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ
Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος
ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει
ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν
σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το
ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο
Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί
τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου
που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.
Ο
αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση
που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς
τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως
ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον
Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία
εις την Ιταλία.
Ο άγιος Μάρκος πήγε
στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις
και έδειξε την διαλλακτικότητά του με
τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν,
προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της
συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα
Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν
τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του
ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο
Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής
ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης
Νικαίας.
Το πρώτο θέμα των συζητήσεων
ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος
αδυνατούντος - λόγω ανεπαρκούς θεολογικής
καταρτίσεως - να ομιλήσει, ομίλησε δια
τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας
επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς
λόγους.
Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι
απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον
άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα,
ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως
τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο
να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των
παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος
βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι
ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη
γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν
αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν
τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος
επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον
πολιτικό του σκοπό - ήτοι την ένωση των
δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη
παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν των
Τούρκων - άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους
να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα
ενδοτική γραμμή.
Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ
Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν
την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών
και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την
εποχή διένειμαν εις την Φερράραν
εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν
54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!!
Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει
εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των
εγκρίτων μελών της Βυζαντινής
αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας
Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης
του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός
του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να
αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά
ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και
επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον
λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ
και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας
απόπειρας αποδράσεως - εν συνεννοήσει
μετά των παπικών - μετακίνησαν τις
εργασίες της συνόδου από την Φερράραν,
που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την
Φλωρεντία.
Όταν δε επανήρχισαν αι
εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο
κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς
όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί
των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν
το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων,
οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση
και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν
να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες
μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε
τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της
Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο
Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους
παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες
Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον
άγιο και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν.
Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ
ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ
Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες
οι προσπάθειές του να πείσει τους
Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την
ένωση - γενόμενοι θύματα των παπικών -
ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να
συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας
της συνόδου. Τελικώς την 5 Ιουλίου
1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο
Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι
αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση
των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα.
Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε
ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική
είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν
ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας
ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο
βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει
τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει
ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ'
ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη.
Αργότερα
όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε
πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την
ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί
ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει
την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις
το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις
τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο
αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει
να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν
δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος
εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις
εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε
τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος
Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά
παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον
τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ'
εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους
και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής
αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς
εκάλουν αυτούς...Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν
μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ
υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου
ενίσταμαι, αλλ' εις την ακραιφνή δόξαν,
τηρώ εμαυτόν».
Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ
ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ
Μετά την προδοτική ένωση της
Φερράρας - Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί
εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την
επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην
Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον
Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον.
Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών
έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν.
Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα
εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας
την ένωση, αλλ' επεδοκίμασαν και ετίμησαν
τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής
του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης
Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων
αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν
αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών
και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»(
PG 159, 992).
Ο απλός λαός του Θεού
προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον
μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και
την ικανότητα να υπερασπίσει την
Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι
αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν
δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια
του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ
απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό
θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις
τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να
δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου,
αλλ' ο άγιός μας ηρνήθη.
Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ
Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος
ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την
Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή
του, και να πάει εις την μητροπολιτική
του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω
από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν
έπ' ολίγον το λογικόν του ποίμνιον
ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων
και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την
Έφεσον και εμπήκεν εις πλοίον που
επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου
απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο
της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε
σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει
και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής
εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία.
Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του
υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον
ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο
λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης
ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται,
και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία
θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους
αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής
πίστεως...».
Από την Λήμνο ο άγιος
εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή
του προς τους απανταχού της γης και των
νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους
Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς
τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν
την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία
αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι
καινοτόμοι και δι' αυτό λέγει : «ως
αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και
δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε
ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους
ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι
και εργάται δόλιοι».
ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ
ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ
Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος
Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας
του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το
Άγιον Όρος, αλλ' επέστρεψεν εις την εν
Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου
εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και
ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το
μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των
Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε
τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων
επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς
ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή
πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των
ενωτικών.
Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις
και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση
της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω
την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει
πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και
ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την
αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος,
απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52
ετών.
ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ
ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ
Ο πιστός λαός του Κυρίου
απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την
απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο
δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν
επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε
μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει
διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν,
ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς
αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την
μετάθεσιν...νυν γυμνή τη ψυχή της
μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς
και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν
Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και
σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της
πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών
εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός
καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι
μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως
Γεννάδιος και Διονύσιος.
Αμέσως
μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος
ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής.
Αυτό
μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και
άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης
επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς
μεν και άλλους, και τον καλούμενον
Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους
ούτ' άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας
εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή
αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια
το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων,
δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας
εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες,
στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε»
( PG 159, 1357)
Την πρώτη ακολουθία προς
τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού
Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ' αρχάς η μνήμη
του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά
βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου -
ημέρα προφανώς της ανακομιδής του
λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις
την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά.
Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού
αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και
εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της
Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το
1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως
πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της
Ορθοδοξίας.
Ας θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο άνδρας
είναι το κεφάλι και η γυναίκα το σώμα,
όπως αποδεικνύει και τούτος ο αποστολικός
συλλογισμός: «Ο άνδρας είναι η κεφαλή
(δηλ. ο αρχηγός) της γυναίκας, όπως και
ο Χριστός της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι
και ο σωτήρας του σώματός Του, της
Εκκλησίας. Όπως όμως η Εκκλησία υποτάσσεται
στο Χριστό, έτσι και οι γυναίκες πρέπει
σε όλα να υποτάσσονται στους άνδρες
τους» (Εφ. 5:23-24).
Εσύ, ο άνδρας, ακούς
τον Παύλο, που συμβουλεύει τη γυναίκα
να υποτάσσεται σ' εσένα, και τον επαινείς
και τον θαυμάζεις. Ακου, όμως, τι λέει
παρακάτω. Ακου τι ζητάει από σένα:
«Οι άνδρες ν' αγαπάτε τις γυναίκες σας,
όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία
και πρόσφερε τη ζωή Του γι' αυτήν» (Εφ.
5:25). Είδες προηγουμένως υπερβολή υποταγής;
Δες τώρα υπερβολή αγάπης. Θέλεις να
υπακούει σ' εσένα η γυναίκα σου, όπως η
Εκκλησία υπακούει στο Χριστό; Φρόντιζε
κι εσύ γι' αυτήν, όπως ο Χριστός για την
Εκκλησία. Κι αν χρειαστεί τη ζωή σου να
θυσιάσεις γι' αυτήν, κομμάτια να
γίνεις χίλιες φορές, τα πάντα να
υπομείνεις και να πάθεις, μην αρνηθείς
να το κάνεις.
Γιατί ούτε κι έτσι θα έχεις
κάνει κάτι ισάξιο μ' εκείνο που έκανε ο
Χριστός για την Εκκλησία, αφού εσύ θα
έχεις πάθει γι' αυτήν με την οποία είσαι
ενωμένος, ενώ ο Κύριος έπαθε γι' αυτήν
που Τον αποστρεφόταν και Τον
περιφρονούσε. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός
όχι με απειλές, όχι με βρισιές, όχι με
φοβέρες, αλλά με πολλή αγάπη και
στοργή, με φροντίδα και θυσία κατόρθωσε
να εμπνεύσει την ευπείθεια σ' εκείνην
που τόσο Τον είχε λυπήσει, έτσι να κάνεις
κι εσύ, έτσι να φέρεσαι στη γυναίκα σου.
Αν δεν σε προσέχει, αν σε αντιμετωπίζει
με υπερηφάνεια, αν σου δείχνει περιφρόνηση,
θα μπορέσεις να τη συμμορφώσεις με
την πολλή φροντίδα σου, με την αγάπη και
την καλοσύνη σου, όχι με την οργή και το
φοβέρισμα. Μόνο έναν υπηρέτη μπορείς
να συνετίσεις έτσι, ή μάλλον ούτε κι
αυτόν, γιατί γρήγορα θα οργιστεί και θα
φύγει από τη δούλεψή σου. Στη σύντροφο
της ζωής σου, στη μάνα των παιδιών σου,
στη βάση κάθε χαράς μέσα στην οικογένειά
σου, δεν πρέπει με αγριάδα και απειλές
να επιβάλλεσαι, αλλά με την αγάπη και
τον καλό τρόπο.
Τί συζυγική ζωή είναι
αυτή, όταν η γυναίκα τρέμει τον άνδρα
της; Και ποιά οικογενειακή θαλπωρή θα
απολαύσει ο άνδρας, όταν ζει μαζί μέ
γυναίκα που τη μεταχειρίζεται σαν δούλα;
Κι αν πάθεις κάτι για χάρη της, μην της
το χτυπήσεις. Ούτε ο Χριστός έκανε κάτι
τέτοιο. «Και τη ζωή του», λέει, «πρόσφερε
γι' αυτήν, θέλοντας έτσι να την καθαρίσει
και να την αγιάσει» (Εφ. 5:25-26). Επομένως
ήταν ακάθαρτη, είχε ελαττώματα, ήταν
άσχημη και ποταπή.
…
…Γι’ αυτό μη ζητάς από τη
γυναίκα αυτά που δεν είναι δικά της.
Βλέπεις, ότι όλα από τον Κύριο τα πήρε
η Εκκλησία. Απ’ αυτόν έγινε ένδοξη και
λαμπρή. Μη νιώσεις αποστροφή για τη
γυναίκα, επειδή έτυχε να μην είναι
όμορφη. Ακουσε τι λέει η Γραφή: «Η
μέλισσα είναι τόσο μικρή ανάμεσα στα
φτερωτά, μα ο καρπός των κόπων της
είναι τόσο γλυκός!» (Σοφ. Σειρ. 11:3). Θεού
πλάσμα είναι η γυναίκα. Με την αποστροφή
σου δεν προσβάλλεις εκείνην, αλλά το
Δημιουργό της. Τί δικό της έχει; Ο Κύριος
δεν της τα έδωσε όλα; Μα και την όμορφη
γυναίκα μην την παινέψεις, μην τη
θαυμάσεις. Ο θαυμασμός της μιας και η
περιφρόνηση της άλλης δείχνουν άνθρωπο
ακόλαστο. Την ομορφιά της ψυχής να
ζητάς και το Νυμφίο της Εκκλησίας να
μιμείσαι. Η σωματική ομορφιά, πέρα
από το ότι είναι γεμάτη αλαζονεία,
προκαλεί ζήλεια, πολλές φορές μάλιστα
και αβάσιμες υποψίες. Δεν χαρίζει,
όμως, ηδονή; Για λίγο, ναι· για ένα μήνα
ή δύο, ή το πολύ για ένα χρόνο· υστέρα,
όχι πια. Γιατί, λόγω της συνήθειας, δεν
σου κάνει πια αίσθηση η ομορφιά, η οποία
όμως διατηρεί την αλαζονεία της. Κάτι
τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση
μιας γυναίκας που δεν έχει εξωτερική
ομορφιά, έχει όμως εσωτερική. Εκεί είναι
φυσικό η ηδονή και η αγάπη του συζύγου
να παραμένουν απ’ την αρχή ως το τέλος
αμείωτες, γιατί προέρχονται από ομορφιά
ψυχής και όχι σώματος. Υπάρχει τίποτα ωραιότερο από
τ' αστέρια τ' ουρανού; Σώμα τόσο λευκό
δεν μπορείς να μου βρεις. Μάτια τόσο
λαμπερά δεν μπορείς να μου δείξεις. Όταν
δημιούργησε ο Θεός τ' αστέρια, οι άγγελοι
τα θαύμασαν γεμάτοι έκπληξη. Κι εμείς
τώρα τα θαυμάζουμε, όχι όμως τόσο
πολύ, όσο όταν τα πρωτοείδαμε. Αυτό κάνει
η συνήθεια. Ελαττώνει την έκπληξη,
επομένως και το θαυμασμό και την
έλξη. Σκεφτείτε τώρα πόσο περισσότερο
ισχύει αυτό στην περίπτωση της γυναίκας.
Αν μάλιστα τύχει να τη βρει και κάποια
αρρώστια, αμέσως χάθηκαν όλα. Να γιατί
από τη γυναίκα πρέπει να ζητάμε καλοσύνη,
μετριοφροσύνη, ευθύτητα και ειλικρίνεια.
Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ψυχικής
ομορφιάς. Σωματική ομορφιά να μη ζητάμε.
Δεν βλέπετε τόσους και τόσους, που πήραν
ωραίες γυναίκες, πως κατέστρεψαν τη ζωή
τους αξιοθρήνητα; Και δεν βλέπετε
άλλους, που, χωρίς να έχουν ωραίες
γυναίκες, έζησαν πολύ ευτυχισμένα; Ούτε, όμως, και για πλούσια
γυναίκα να ψάχνουμε. Κανένας ας μην
περιμένει να γίνει πλούσιος με το γάμο.
Αισχρός και αξιοκαταφρόνητος είναι
ένας τέτοιος πλουτισμός. Επιπλέον, όπως
λέει ο απόστολος, «όσοι θέλουν να
πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε
παγίδα του διαβόλου και σε πολλές
επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που
βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή
και στο χαμό» (Α' Τιμ. 6:9).
Από τη γυναίκα,
λοιπόν, μη ζητάς λεφτά, αλλά αρετές.
Είναι δυνατό ν' αδιαφορείς για τα
σπουδαιότερα και να φροντίζεις για
τα ασήμαντα; Δυστυχώς, όμως, σε όλα αυτό
κάνουμε. Αν αποκτήσουμε παιδί, νοιαζόμαστε
όχι για το πως θα γίνει καλός άνθρωπος,
αλλά για το πως θα του εξασφαλίσουμε
πλούτη· όχι για το πως θ' αποκτήσει
καλούς τρόπους, αλλά για το πως θα έχει
πολλούς πόρους. Στο επάγγελμά μας, πάλι,
δεν κοιτάμε πως θα το ασκήσουμε τίμια,
αλλά πως θα μας φέρει μεγάλα κέρδη. Όλα,
λοιπόν, γίνονται για τα λεφτά. Μας έχει
κυριέψει ο έρωτας του χρήματος, γι' αυτό
οδηγούμαστε στην καταστροφή.
«Έτσι»,
συνεχίζει ο απόστολος, «και οι άνδρες
οφείλουν ν' αγαπούν τις γυναίκες τους,
όπως αγαπούν τω ίδιο τους το σώμα.
Όποιος αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει
τον εαυτό του. Κανείς ποτέ δεν μίσησε
το ίδιο του το σώμα, αλλ' αντίθετα το
τρέφει και το φροντίζει· έτσι κάνει και
ο Κύριος για την Εκκλησία, γιατί όλοι
είμαστε μέλη του σώματός Του από τη
σάρκα Του και τα οστά Του» (Εφ. 5:28-30). …
…
…Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον
εαυτό σου, τόση αγάπη θέλει ο Θεός να
έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις
ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες ή
ελλείψεις έχουμε; Ο ένας έχει τα πόδια
στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο
τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρωστο
κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται
ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το
φροντίζει και το περιποιείται
περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του,
και ο λόγος είναι ευνόητος.
Όσο αγαπάς,
λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν' αγαπάς
και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο
άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια
φύση, αλλά και για μιαν άλλη σπουδαιότερη
αιτία: Γιατί δεν είναι πια δύο ξεχωριστά
σώματα, αλλά ένα. …
… Αλλά και η γυναίκα δεν πρέπει
να περιφρονεί τον άνδρα της για
οποιονδήποτε λόγο, προπαντός αν είναι
φτωχός. Να μη βαρυγγωμάει και να μην τον
βρίζει, λέγοντας λ.χ.: "Ανανδρε και
δειλέ, τεμπέλη και ακαμάτη, ανάμελε και
υπναρά! Ο τάδε, αν και καταγόταν από
φτωχή οικογένεια, με πολλούς κόπους και
κινδύνους έκανε μεγάλη περιουσία. Και
να, η γυναίκα του φοράει πανάκριβα
ρούχα, κυκλοφορεί με αμάξι, έχει
τόσους υπηρέτες, ενώ εγώ πήρα εσένα, που
είσαι ζαρωμένος από τη φτώχεια και ζεις
άσκοπα!". Δεν πρέπει η γυναίκα να λέει
στον άνδρα της τέτοια λόγια. Το σώμα δεν
εναντιώνεται στο κεφάλι, αλλά το υπακούει.
Πώς, όμως, θα υποφέρει τη φτώχεια; Από
που θα βρει παρηγοριά; Ας σκεφτεί τις
φτωχότερες γυναίκες. Ας συλλογιστεί
πόσες κοπέλες από καλές οικογένειες
όχι μόνο τίποτα δεν πήραν από τους άνδρες
τους, αλλά και ξόδεψαν τη δική τους
περιουσία γι' αυτούς. Ας αναλογιστεί
τους κινδύνους από έναν τέτοιο πλούτο,
και θα προτιμήσει τότε τη φτωχική
αλλά ήσυχη ζωή. Γενικά, αν αγαπάει τον
άνδρα της, δεν θα ξεστομίσει ποτέ παράπονο
ή προσβλητικό λόγο γι' αυτόν. Θα προτιμήσει
να τον έχει κοντά της χωρίς πλούτη, παρά
να είναι πλούσιος, και αυτή να ζει μέσα
στην ανασφάλεια και τις ανησυχίες, που
συνεπάγονται οι επιχειρηματικές
δραστηριότητες. Ούτε και ο άνδρας, όμως, ακούγοντας
τα παράπονα ή τις επικρίσεις της
γυναίκας του, πρέπει να τη βρίζει ή να
τη χτυπάει, επειδή έχει εξουσία πάνω
της. Καλύτερα να τη συμβουλεύει και να
τη νουθετεί ήρεμα, χωρίς ποτέ να
σηκώνει χέρι εναντίον της. Ας τη διδάσκει
την ουράνια φιλοσοφία, τη χριστιανική,
που είναι ο αληθινός πλούτος. Ας τη
διδάσκει όχι μόνο με τα λόγια αλλά και
με τα έργα, πως η φτώχεια δεν είναι
καθόλου κακό. Ας τη διδάσκει να περιφρονεί
τη δόξα και ν' αγαπά την ταπείνωση·
και τότε εκείνη ούτε παράπονο θα έχει
ούτε χρήματα θα επιθυμεί. Ας τη διδάσκει
να μην αγαπάει τα χρυσά κοσμήματα και
τα πολυτελή ρούχα και τα πολλά αρώματα,
ούτε να θέλει για το σπίτι ακριβά έπιπλα
και περιττά στολίδια. Όλα τούτα φανερώνουν
ματαιόδοξο φρόνημα και κουφότητα. Και
της ίδιας και του σπιτιού στολισμός ας
είναι η κοσμιότητα και η σεμνότητα. Και
η ίδια και το σπίτι ας μοσχοβολάνε το
άρωμα της σωφροσύνης και της αρετής.
Ὁ Mέγας Πατήρ καί Στύλος τῆς Ὁρθοδοξίας, Ἀθανάσιος, διεξήγαγε πολλούς ἀγώνες γιά τήν Ὁρθόδοξη πίστη. Μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομα οὐ νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός : «Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι, ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι».(Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή.
Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι σε αυτόν επαινώ
την αρετή). Ο Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν της ἐποχῆς του.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια
ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ
θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ
ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.
Κάποτε ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά, όπου
βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχη Αλέξανδρου. Ο Πατριάρχης παρατήρησε ότι τα
παιδιά υποδύονταν ρόλους αξιωματούχων της Εκκλησίας. Τον Αθανάσιο τον
χειροτόνησαν Πατριάρχη και στο τέλος τον είδε να βαφτίζει ένα παιδάκι κατά την
τάξη της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, είδε κατά τύχη τη σκηνή και
θαύμασε, προγνωρίζοντας διά του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία του Αθανασίου
ήταν προμήνυμα της μελλοντικής χειροτονίας του