A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου (20 Ἰανουαρίου)



Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας το έτος 377 μ.Χ. κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού (375 - 383 μ.Χ.). Οι γονείς του Παύλος και Διονυσία, ανήκαν σε επίσημη γενιά. Άτεκνοι όντες, αξιώθηκαν να αποκτήσουν παιδί, το οποίο αφιέρωσαν στη διακονία του Θεού στο οποίο και κατά θεία επιταγή έδωσαν το όνομα Ευθύμιος, αφού με την γέννησή του τους χάρισε την ευθυμία, τη χαρά και την αγαλλίαση.

Σε ηλικία μόλις τριών ετών ο Ευθύμιος έχασε τον πατέρα του. Τότε η χήρα μητέρα του τον παρέδωσε στον ευλαβή Επίσκοπο της Μελιτηνής Ευτρώιο, ο οποίος, μαζί με τους αναγνώστες Ακάκιο και Συνόδιο που έγιναν αργότερα Επίσκοποι Μελιτηνής, τον εκπαίδευσε καλώς και, αφού τον κατέταξε στον ιερό κλήρο, τον τοποθέτησε έξαρχο των μοναστηρίων.

Από τη Μελιτηνή ο Όσιος μετέβη, περί το 406 μ.Χ., στα Ιεροσόλυμα και κλείσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου Θεοκτίστου, όπου και ασκήτευε με αυστηρότητα και αναδείχθηκε μοναζόντων κανόνας και καύχημα. Τόσο δε πολύ πρόκοψε στην αρετή, ώστε πολλοί πίστεψαν στον Χριστό. Τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα γρήγορα τον ανέδειξαν και η φήμη του ως Αγίου απλώθηκε παντού. Γύρω του συγκεντρώθηκαν πάμπολλοι μοναχοί, οι οποίοι τον εξέλεξαν ηγούμενό τους.

Ο Μέγας Ευθύμιος με την αγιότητα του βίου του συνετέλεσε στο να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια πολυάριθμοι αιρετικοί, όπως Μανιχαίοι, Νεστοριανοί και Ευτυχιανοί, που απέρριπταν τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Παντού, στην Αίγυπτο και τη Συρία, επικρατούσαν οι Μονοφυσίτες. Στην Παλαιστίνη όμως, χάρη στην παρουσία του Αγίου Ευθυμίου και των μαθητών του, επικράτησε η Ορθοδοξία. Και όταν ο Όσιος συνάντησε την βασίλισσα Ευδοκία , η οποία είχε περιπλακεί στα δίκτυα της αιρέσεως των Μονοφυσιτών, τόσο πειστικά και ακαταμάχητα μίλησε προς αυτήν, ώστε την απέδωκε στα ορθόδοξα δόγματα.

Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας είχε λάβει από τον Θεό το προορατικό χάρισμα και τη δύναμη της θαυματουργίας. Με ελάχιστα ψωμιά κατόρθωσε να χορτάσει τετρακόσιους ανθρώπους, που κάποτε την ίδια μέρα τον επισκέφθηκαν στο κελί του. Πολλές γυναίκες που ήταν στείρες, όπως και η δική του μητέρα, με τις προσευχές του Αγίου απέκτησαν παιδί και έζησαν την χαρά της τεκνογονίας. Και όπως ο Προφήτης Ηλίας, έτσι και αυτός προσευχήθηκε στον Θεό και άνοιξε τις πύλες του ουρανού και πότισε με πολύ βροχή τη διψασμένη γη, η οποία και αναζωογονήθηκε και έδωσε πλούσιους τους καρπούς της.

Ενώ κάποτε τελούσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, οι πιστοί είδαν μία δέσμη φωτός που ξεκινούσε από τον ουρανό και κατερχόταν μέχρι τον Άγιο. Το ουράνιο αυτό φως, παρέμεινε μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία και δήλωνε την εσωτερική καθαρότητα και λαμπρότητα του Αγίου. Επίσης, σημάδι της αγνότητας και της αγιότητάς του αποτελούσε και το γεγονός ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιος προσερχόταν να κοινωνήσει με καθαρή ή σπιλωμένη συνείδηση.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 473 μ.Χ., σε ηλικία 97 ετών, επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ σὺ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.






Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.

Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαράν ἡ κτίσις εὕρατο· καί ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τήν εὐθυμίαν ἔλαβε τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καί ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλίδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἐγκρατείας ἐλαίῳ τὴν τῆς ψυχῆς, ἐκπληρώσας λαμπάδα πνευματικῶς, ποθῶν τὴν ἀείφωτον, τοῦ Νυμφίου σου ἔλευσιν, προσευχαῖς ἀγρύπνοις, ἐτήρησας, Ὅσιε, καὶ νυμφῶνι τούτου, εὐφραίνει μακάριε· ὅθεν ἐπαξίως τὴν τρυφὴν ἐκομίσω, τὴν ὄντως ἀείζωον, καὶ θαυμάτων ἐνέργειαν. Θεοφόρε Εὐθύμιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τὴν πτωχείαν τὴν ὄντως τοῦ δι᾿ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντος ἀναλαβών, ἡγήσω τὰ πρόσκαιρα, ὡσεὶ χόρτον Μακάριε· τοῦ γνωστικοῦ γὰρ ξύλου γευσάμενος Ὅσιε, Μοναζόντων ἐδείχθης, Διδάσκαλος ἔνθεος· ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον, Ἀγγελικῆς πολιτείας, διήγειρας ἅπαντας, καὶ πρὸς γνῶσιν τῆς Πίστεως. Σημαιοφόρε Εὐθύμιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὰς φροντίδας τοῦ βίου ἀπαρνησάμενος, καὶ Ἀγγέλων τὸν βίον ἀναλαβόμενος, ἐγκρατείᾳ τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας· καὶ θαυμάτων ἐκ Θεοῦ, χάριν ἐδέξω δαψιλῶς, Εὐθύμιε θεοφόρε, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τῶν εὐσεβῶς εὐφημούντων σε.


Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῷ φωτὶ λαμπόμενος τῷ ἀπροσίτῳ, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ταῖς ἐρήμοις, διδαχαῖς, καταφωτίζων Εὐθύμιε, τοὺς ἀδιστάκτῳ ψυχῇ προσιόντας σοι.


Ὁ Οἶκος

Οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ μαρτυρήσαντες.

Ἐκ ῥᾳθύμου καρδίας τὴν αἴνεσιν, πῶς προσοίσω ὁ ἄθλιος δέδοικα, καὶ ὑμνήσω τὸν μέγαν Εὐθύμιον; ἀλλὰ τούτου θαρρῶν ταῖς δεήσεσιν, ἐν εὐθυμίᾳ καὶ σπουδῇ πολλῇ, τῇ ᾠδῇ ἐγχειρήσω, καὶ πᾶσιν ἐξείπω αὐτοῦ τὴν πολιτείαν, καὶ τὴν γέννησιν, καὶ πῶς οἱ τούτου γονεῖς ἔψαλλον τό, Ἀλληλούϊα. 


Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Ἅγιος Μάρκος μητροπολίτης Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός (19 Ἰανουαρίου)







Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ

Εφέτος κλείνουν 560 έτη από την κοίμηση του εν αγίοις πατρός ημών και ομολογητού Μάρκου αρχιεπισκόπου Εφέσου του Ευγενικού .

Ο άγιος Μάρκος (κατά κόσμο Εμμανουήλ), εγεννήθη από ευσεβείς γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων, Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο αρχιδικαστής, σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, η μητέρα του ωνομάζετο Μαρία και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού Λουκά.

Αμφότεροι οι γονείς προσπάθησαν και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό Εμμανουήλ εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του άφησε αυτόν και τον μικρότερό του αδελφό Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία.

Τα πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη από τον πατέρα του Γεώργιο, ο οποίος είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά τον θάνατον του πατρός του η μητέρα του τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήτο και ο μετ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος.


ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ

Όταν ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση της πατρικής σχολής και εις σύντομο χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον, ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.

Αλλά ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να παρασυρθεί από την γεμάτη υποσχέσεις λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι λίαν φιλικές σχέσεις του με τον αυτοκράτορα τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο και να καταφύγει εις την νήσον των Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε αγωνιζόμενος πνευματικώς επί δύο έτη και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών εις τας νήσους, ήλθε με τον γέροντά του εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την Κωνσταντινούπολιν.

Ο μοναχός Μάρκος συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του την σκληράν ασκητικήν ζωήν. Εις την μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος συνέθεσε σχεδόν τα περισσότερα από τα 100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα έργα που έγραψε εναντίων των λατινοφίλων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον εσέβετο πολύ και τον είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν ο Μάρκος έλαβε και το χρίσμα της ιεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε και φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί κληρικοί και λαϊκοί έγραφον εις τον άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων ζητημάτων.


ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ

Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.

Ο αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία.

Ο άγιος Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας.

Το πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος αδυνατούντος - λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως - να ομιλήσει, ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους.

Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό - ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν των Τούρκων - άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή.


Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ

Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως - εν συνεννοήσει μετά των παπικών - μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία.

Όταν δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν.


Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ

Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την ένωση - γενόμενοι θύματα των παπικών - ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου.

Τελικώς την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ' ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη.

Αργότερα όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ' εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς...Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου ενίσταμαι, αλλ' εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν».


Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ

Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας - Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ' επεδοκίμασαν και ετίμησαν τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992).

Ο απλός λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου, αλλ' ο άγιός μας ηρνήθη.


Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ

Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν έπ' ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον και εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως...».

Από την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι' αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι».




ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ

Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ' επέστρεψεν εις την εν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών.

Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών.


ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ

Ο πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν...νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος.

Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής.

Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ' άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357)

Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ' αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου - ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.


ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
«Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ», ΜΕΘΩΝΗ - ΠΙΕΡΙΑΣ
 


Πηγή: www.impantokratoros.gr 


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως


Θείας πίστεως, ομολογία, μέγον εύρατο, η Εκκλησία, ζηλωτήν σε θειε Μάρκε πανεύφημε, υπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιρούντα του σκότους υψώματα. Όθεν άφεσιν, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τοις σε γεραίρουσι.






Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Picture

π. Νικηφόρος Νάσσος 

Κατά τήν 18η τοῦ Ἰανουαρίου, δύο φωστῆρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀθανάσιος (+373) 
καί Κύριλλος (+444), προβάλλονται στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά γράψει πώς ὅταν πρόκειται νά ἐπαινέσεις τόν Ἀθανάσιο, ἐπαινεῖς τήν ἀρετή, διότι εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά ὁμιλήσεις γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἤ νά ἐπαινέσεις τήν ἀρετή!

«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταυτόν γάρ, ἐκεῖνον τε εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι».1

Ὁ ἴδιος ἐγκωμιαστής Πατήρ, θά σημειώσει τό πολύ ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως λέγει καί τό ἀπολυτίκιό του, ὑπῆρξε προσιτός στούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἀπρόσιτος στήν ἀρετή! Υπῆρξε, λέγει, ὁ ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τά ὅρια τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς!

Ὁ βίος τοῦ Μ. Ἀθανασίου, κατά τόν βιογράφο του, ἀποτελεῖ ὁρόσημο στό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου καί ἡ διδασκαλία του νόμος τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ δέ ἔξοδός του ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἦταν λαμπροτέρα τῆς εἰσόδου του.2 Διετέλεσε ἐπίσκοπος γιά 46 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων τά 17 ἦταν στήν ἐξορία! Πολεμώντας τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί πρωτοστατώντας στόν ἀγώνα τῆς Πίστεως (ἀφοῦ ἀπό διάκονος ἔλαβε μέρος στήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο), «διωγμούς ἐκαρτέρησε καί κινδύνους ὑπήνεγκε», ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἀσματικῆς Ἀκολουθίας του. Νά σημειωθεῖ ὅτι «γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328 -373) ἀπέβη τό σύμβολο και ἡ κεφαλή, πρός τήν ὁποία μέ ἀγωνία εἶχαν στραμμένα τά βλέπουμε οἱ πάντες, ὀρθόδοξοι καί κακόδοξοι. Οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν τόν ἱερό ἀετό ὄρθιο στό θρόνο του ἤ ἀνυποχώρητο στίς ἐξορίες του, ἦταν βέβαιοι πώς ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ καί ἀναθαρροῦσαν. Οἱ πολλοί κακόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν ὄρθιο τον ἀνυπότακτο ἄνδρα, ἤξεραν ὅτι παρά τούς διωγμούς ἡ Ὀρθοξία ἐπιζεῖ καί γι᾿ αὐτό θηριώνονταν». 3

Ἡ ἐργογραφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶναι ἐκπληκτική! Μεταξύ ἄλλων, τό θεολογικώτατο περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔργο του, πού συνέγραψε σέ νεαρά ἡλικία, ὄχι μόνο καταδεικνύει τήν σοφία του, ἀλλά ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία τήν ἐγκυρότερη Πατερική πηγή, τό πλέον ἀντιπροσωπευτικό λόγο περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Γνωστή εἶναι στούς μελετητές ἡ ρῆση έκείνη πού φανερώνει κατά τον Μεγάλο Πατέρα τη στοχοθεσία τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, πολύ εἶναι ἡ χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιθῶμεν».4

Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά ἀπό εἰδικούς, περί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, αὐτός ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη φυσιγνωμία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας! Καί ἀκόμη ὅτι, σήκωσε τό βάρος πολλαπλῆς καί βαθιᾶς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί ὁριστικά τήν ὁρθόδοξη τριαδολογία.5

Ὁ ἕτερος φωστήρ τῆς Ἀλεξανδρείας, Κύριλλος (+444), ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρμαχος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι ὁ ἐκλεκτός Πατήρ καί Διδάσκαλος, τό ἰσχυρό θεολογικό πνεῦμα, πού χαριτώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά ἀγωνισθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει μέ ποικίλες δυσκολίες, πλήν ὅμως ἐπιτυχῶς, τό θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς χριστολογίας. Ὅταν ἀμφισβητήθηκε ἡ πραγματική ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας, κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀνήγειρε τό οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας πού εἶχαν θεμελιώσει ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί κυρίως οἱ Καππαδόκες Πατέρες.6 Ὁ Ἅγιος αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος ὑπερασπιστής τῆς Ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Κυρίου μας. Ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος καί οἱ σύν αὐτῷ, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἐδέχοντο τόν ὅρο «Θεότόκος»7, ὅπως οἱ Πατέρες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τον ἀπέδωσαν στήν Παναγία, ἡ Ὁποία ἐγέννησε Θεόν σωματούμενον καί ὄχι μόνο «ἄνθρωπον ψιλόν».

Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἀλεξαδρείας Κυρίλλου! Αὐτός ἐβροντοφώνησε ὅτι «ἀρκεῖ πρός ὀρθήν καί ἀδιάβλητον τῆς πίστεως ἡμῶν ὁμολογίαν, τό Θεοτόκον λέγειν καί ὁμολογεῖν τήν ἁγίαν Παρθένον»!8 Ἡ συμβολή τοῦ Κυρίλλου στή διαμόρφωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού ἀναφέρεται στήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο εἶναι τεράστια. Τήν ὀρθότητα τῆς διδασκαλίας καί τῶν συγγραμμάτων του ἀπέδειξε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Ἔφεσο τό 431 καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανοσμοῦ, ἀλλά δευτερευόντως καί τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι ὁ θεοφόρος Κύριλλος, ἐξυμνῶντας τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τῆς ἀποδίδει τρεῖς ὀνομασίες: Παρθένον, μητέρα καί δούλη.«Χαίροις, Παρθένε Μαρία, μήτηρ καί δούλη».9 Καί ὅπως προσφυῶς ἔχει γραφεῖ, «οἱ τρεῖς αὐτές ὀνομασίες πού ἀποδίδει ὁ Κύριλλος στήν Παναγία καί ἡ σημασιοδότησή τους, τή φανερώνουν ὡς πρότυπο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου πού ζεῖ τήν καινή κτίση καί διακονεῖ τό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν τριπλή ἰδιότητά της: τῆς παρθένου, τῆς μητέρας καί τῆς δούλης».10

__________________________________________

1 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 40.
2 ὅπου π. σελ. 94.
3 Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, σελ. 264.
4 MPG. 26, 192B.
5 ὅπου π. Πατρολογία Α΄, σελ. 263.
6 ὅπου π. Πατρολογία, Γ΄, 470
7 Οἱ Νεστοριανοί, ὡς γνωστόν, ὀνόμαζαν τήν Παναγία μας, «Χριστοτόκον» ἤ «ἀνθρωποτόκον», προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν «σχετική» ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ καί νά ἀρνηθοῦν τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν», ἤ «κατά φύσιν» γενομένη ἕνωση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὅπως δογματίζουσα κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας. Νά ὑπενθυμήσουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ ὅρος «Θεοτόκος», εἶχε χρησιμοποιηθεῖ βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (πρῶτος ὁ Ὠριγένης τόν χρησιμοποίησε), ὅμως αὐτός ὁ ὅρος γιά τόν μεγάλο ὑπερασπιστή τῆς Θεοτόκου καί θεολόγο τῆς Χριστολογίας ἅγιο Κύριλλο, ἦταν παραπάνω ἀπό μιά διατύπωση∙ ἦταν μία ὁμολογία πίστεως!
8Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 15, MPG. 77, 1093A
9 Λόγος 11, MPG. 77, 1032C.
10 Βλ. Χρ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί Ὀρθόδοξο δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, Β΄ ἔκδ. σελ. 107.

ΠΗΓΗ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΖΥΓΟ (Ἁγίου Ιωάννου τοῦ Χρυσόστομου)

Αποτέλεσμα εικόνας για Συμβουλές πρός τόν σύζυγο - Ἁγίου Ιωάννου τοῦ Χρυσόστομου


Ας θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο άνδρας είναι το κεφά­λι και η γυναίκα το σώμα, όπως αποδεικνύει και τούτος ο αποστολικός συλλογισμός: «Ο άνδρας είναι η κεφαλή (δηλ. ο αρχηγός) της γυναίκας, όπως και ο Χριστός της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι και ο σω­τήρας του σώματός Του, της Εκκλησίας. Όπως όμως η Εκκλησία υποτάσσεται στο Χριστό, έτσι και οι γυναίκες πρέπει σε όλα να υποτάσσονται στους άνδρες τους» (Εφ. 5:23-24).

Εσύ, ο άνδρας, ακούς τον Παύλο, που συμβουλεύ­ει τη γυναίκα να υποτάσσεται σ' εσένα, και τον επαι­νείς και τον θαυμάζεις. Ακου, όμως, τι λέει παρακά­τω. Ακου τι ζητάει από σένα: «Οι άνδρες ν' αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκ­κλησία και πρόσφερε τη ζωή Του γι' αυτήν» (Εφ. 5:25). Είδες προηγουμένως υπερβολή υποταγής; Δες τώρα υπερβολή αγάπης. Θέλεις να υπακούει σ' εσένα η γυναίκα σου, όπως η Εκκλησία υπακούει στο Χρι­στό; Φρόντιζε κι εσύ γι' αυτήν, όπως ο Χριστός για την Εκκλησία. Κι αν χρειαστεί τη ζωή σου να θυσιά­σεις γι' αυτήν, κομμάτια να γίνεις χίλιες φορές, τα πά­ντα να υπομείνεις και να πάθεις, μην αρνηθείς να το κάνεις.


Γιατί ούτε κι έτσι θα έχεις κάνει κάτι ισάξιο μ' εκείνο που έκανε ο Χριστός για την Εκκλησία, αφού εσύ θα έχεις πάθει γι' αυτήν με την οποία είσαι ενω­μένος, ενώ ο Κύριος έπαθε γι' αυτήν που Τον απο­στρεφόταν και Τον περιφρονούσε. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός όχι με απειλές, όχι με βρισιές, όχι με φοβέ­ρες, αλλά με πολλή αγάπη και στοργή, με φροντίδα και θυσία κατόρθωσε να εμπνεύσει την ευπείθεια σ' εκείνην που τόσο Τον είχε λυπήσει, έτσι να κάνεις κι εσύ, έτσι να φέρεσαι στη γυναίκα σου. Αν δεν σε προ­σέχει, αν σε αντιμετωπίζει με υπερηφάνεια, αν σου δείχνει περιφρόνηση, θα μπορέσεις να τη συμμορφώ­σεις με την πολλή φροντίδα σου, με την αγάπη και την καλοσύνη σου, όχι με την οργή και το φοβέρισμα. Μόνο έναν υπηρέτη μπορείς να συνετίσεις έτσι, ή μάλλον ούτε κι αυτόν, γιατί γρήγορα θα οργιστεί και θα φύγει από τη δούλεψή σου. Στη σύντροφο της ζωής σου, στη μάνα των παιδιών σου, στη βάση κάθε χαράς μέσα στην οικογένειά σου, δεν πρέπει με αγριάδα και απειλές να επιβάλλεσαι, αλλά με την αγά­πη και τον καλό τρόπο.

Τί συζυγική ζωή είναι αυτή, όταν η γυναίκα τρέμει τον άνδρα της; Και ποιά οικογενειακή θαλπωρή θα απολαύσει ο άνδρας, όταν ζει μαζί μέ γυναίκα που τη μεταχειρίζεται σαν δούλα; Κι αν πάθεις κάτι για χάρη της, μην της το χτυπήσεις. Ούτε ο Χριστός έκανε κά­τι τέτοιο. «Και τη ζωή του», λέει, «πρόσφερε γι' αυτήν, θέλοντας έτσι να την καθαρίσει και να την αγιάσει» (Εφ. 5:25-26). Επομένως ήταν ακάθαρτη, είχε ελατ­τώματα, ήταν άσχημη και ποταπή.


Γι’ αυτό μη ζητάς από τη γυναίκα αυτά που δεν είναι δικά της. Βλέπεις, ότι όλα από τον Κύ­ριο τα πήρε η Εκκλησία. Απ’ αυτόν έγινε ένδοξη και λαμπρή. Μη νιώσεις αποστροφή για τη γυναίκα, επει­δή έτυχε να μην είναι όμορφη. Ακουσε τι λέει η Γρα­φή: «Η μέλισσα είναι τόσο μικρή ανάμεσα στα φτε­ρωτά, μα ο καρπός των κόπων της είναι τόσο γλυκός!» (Σοφ. Σειρ. 11:3). Θεού πλάσμα είναι η γυναίκα. Με την αποστροφή σου δεν προσβάλλεις εκείνην, αλλά το Δημιουργό της. Τί δικό της έχει; Ο Κύριος δεν της τα έδωσε όλα; Μα και την όμορφη γυναίκα μην την παινέψεις, μην τη θαυμάσεις. Ο θαυμασμός της μιας και η περιφρόνηση της άλλης δείχνουν άνθρωπο ακό­λαστο. Την ομορφιά της ψυχής να ζητάς και το Νυμφίο της Εκκλησίας να μιμείσαι. Η σωματική ομορ­φιά, πέρα από το ότι είναι γεμάτη αλαζονεία, προκα­λεί ζήλεια, πολλές φορές μάλιστα και αβάσιμες υπο­ψίες. Δεν χαρίζει, όμως, ηδονή; Για λίγο, ναι· για ένα μήνα ή δύο, ή το πολύ για ένα χρόνο· υστέρα, όχι πια. Γιατί, λόγω της συνήθειας, δεν σου κάνει πια αίσθηση η ομορφιά, η οποία όμως διατηρεί την αλαζονεία της. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση μιας γυ­ναίκας που δεν έχει εξωτερική ομορφιά, έχει όμως εσωτερική. Εκεί είναι φυσικό η ηδονή και η αγάπη του συζύγου να παραμένουν απ’ την αρχή ως το τέλος αμείωτες, γιατί προέρχονται από ομορφιά ψυχής και όχι σώματος.
Υπάρχει τίποτα ωραιότερο από τ' αστέρια τ' ουρα­νού; Σώμα τόσο λευκό δεν μπορείς να μου βρεις. Μά­τια τόσο λαμπερά δεν μπορείς να μου δείξεις. Όταν δημιούργησε ο Θεός τ' αστέρια, οι άγγελοι τα θαύ­μασαν γεμάτοι έκπληξη. Κι εμείς τώρα τα θαυμάζου­με, όχι όμως τόσο πολύ, όσο όταν τα πρωτοείδαμε. Αυτό κάνει η συνήθεια. Ελαττώνει την έκπληξη, επο­μένως και το θαυμασμό και την έλξη. Σκεφτείτε τώρα πόσο περισσότερο ισχύει αυτό στην περίπτωση της γυναίκας. Αν μάλιστα τύχει να τη βρει και κάποια αρρώστια, αμέσως χάθηκαν όλα. Να γιατί από τη γυναίκα πρέπει να ζητάμε καλοσύνη, μετριοφροσύνη, ευθύτητα και ειλικρίνεια. Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ψυχικής ομορφιάς. Σωματική ομορφιά να μη ζητάμε. Δεν βλέπετε τόσους και τόσους, που πήραν ωραίες γυναίκες, πως κατέστρεψαν τη ζωή τους αξιο­θρήνητα; Και δεν βλέπετε άλλους, που, χωρίς να έχουν ωραίες γυναίκες, έζησαν πολύ ευτυχισμένα;
Ούτε, όμως, και για πλούσια γυναίκα να ψάχνουμε. Κανένας ας μην περιμένει να γίνει πλούσιος με το γά­μο. Αισχρός και αξιοκαταφρόνητος είναι ένας τέτοιος πλουτισμός. Επιπλέον, όπως λέει ο απόστολος, «όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε πα­γίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους στην κα­ταστροφή και στο χαμό» (Α' Τιμ. 6:9).

Από τη γυναίκα, λοιπόν, μη ζητάς λεφτά, αλλά αρετές. Είναι δυνατό ν' αδιαφορείς για τα σπουδαι­ότερα και να φροντίζεις για τα ασήμαντα; Δυστυχώς, όμως, σε όλα αυτό κάνουμε. Αν αποκτήσουμε παιδί, νοιαζόμαστε όχι για το πως θα γίνει καλός άνθρω­πος, αλλά για το πως θα του εξασφαλίσουμε πλούτη· όχι για το πως θ' αποκτήσει καλούς τρόπους, αλλά για το πως θα έχει πολλούς πόρους. Στο επάγγελμά μας, πάλι, δεν κοιτάμε πως θα το ασκήσουμε τίμια, αλλά πως θα μας φέρει μεγάλα κέρδη. Όλα, λοιπόν, γίνονται για τα λεφτά. Μας έχει κυριέψει ο έρωτας του χρήματος, γι' αυτό οδηγούμαστε στην καταστρο­φή.

«Έτσι», συνεχίζει ο απόστολος, «και οι άνδρες οφείλουν ν' αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγα­πούν τω ίδιο τους το σώμα. Όποιος αγαπάει τη γυ­ναίκα του, αγαπάει τον εαυτό του. Κανείς ποτέ δεν μίσησε το ίδιο του το σώμα, αλλ' αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει· έτσι κάνει και ο Κύριος για την Εκκλησία, γιατί όλοι είμαστε μέλη του σώματός Του από τη σάρκα Του και τα οστά Του» (Εφ. 5:28-30). …


Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον εαυτό σου, τόση αγά­πη θέλει ο Θεός να έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες ή ελλεί­ψεις έχουμε; Ο ένας έχει τα πόδια στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρω­στο κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το φροντίζει και το πε­ριποιείται περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του, και ο λόγος είναι ευνόητος.

Όσο αγαπάς, λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν' αγα­πάς και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια φύση, αλλά και για μιαν άλλη σπουδαιότερη αιτία: Γιατί δεν είναι πια δύο ξεχωριστά σώματα, αλλά ένα. …


Αλλά και η γυναίκα δεν πρέπει να περιφρονεί τον άνδρα της για οποιονδήποτε λόγο, προπαντός αν εί­ναι φτωχός. Να μη βαρυγγωμάει και να μην τον βρί­ζει, λέγοντας λ.χ.: "Ανανδρε και δειλέ, τεμπέλη και ακαμάτη, ανάμελε και υπναρά! Ο τάδε, αν και κατα­γόταν από φτωχή οικογένεια, με πολλούς κόπους και κινδύνους έκανε μεγάλη περιουσία. Και να, η γυναί­κα του φοράει πανάκριβα ρούχα, κυκλοφορεί με αμά­ξι, έχει τόσους υπηρέτες, ενώ εγώ πήρα εσένα, που είσαι ζαρωμένος από τη φτώχεια και ζεις άσκοπα!". Δεν πρέπει η γυναίκα να λέει στον άνδρα της τέτοια λόγια. Το σώμα δεν εναντιώνεται στο κεφάλι, αλλά το υπακούει. Πώς, όμως, θα υποφέρει τη φτώχεια; Από που θα βρει παρηγοριά; Ας σκεφτεί τις φτωχότερες γυναίκες. Ας συλλογιστεί πόσες κοπέλες από καλές οικογένειες όχι μόνο τίποτα δεν πήραν από τους άνδρες τους, αλλά και ξόδεψαν τη δική τους περιου­σία γι' αυτούς. Ας αναλογιστεί τους κινδύνους από έναν τέτοιο πλούτο, και θα προτιμήσει τότε τη φτωχι­κή αλλά ήσυχη ζωή. Γενικά, αν αγαπάει τον άνδρα της, δεν θα ξεστομίσει ποτέ παράπονο ή προσβλητικό λόγο γι' αυτόν. Θα προτιμήσει να τον έχει κοντά της χωρίς πλούτη, παρά να είναι πλούσιος, και αυτή να ζει μέσα στην ανασφάλεια και τις ανησυχίες, που συνε­πάγονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ούτε και ο άνδρας, όμως, ακούγοντας τα παράπο­να ή τις επικρίσεις της γυναίκας του, πρέπει να τη βρίζει ή να τη χτυπάει, επειδή έχει εξουσία πάνω της. Καλύτερα να τη συμβουλεύει και να τη νουθετεί ήρε­μα, χωρίς ποτέ να σηκώνει χέρι εναντίον της. Ας τη διδάσκει την ουράνια φιλοσοφία, τη χριστιανική, που είναι ο αληθινός πλούτος. Ας τη διδάσκει όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα, πως η φτώχεια δεν είναι καθόλου κακό. Ας τη διδάσκει να περιφρονεί τη δό­ξα και ν' αγαπά την ταπείνωση· και τότε εκείνη ούτε παράπονο θα έχει ούτε χρήματα θα επιθυμεί. Ας τη διδάσκει να μην αγαπάει τα χρυσά κοσμήματα και τα πολυτελή ρούχα και τα πολλά αρώματα, ούτε να θέλει για το σπίτι ακριβά έπιπλα και περιττά στολίδια. Όλα τούτα φανερώνουν ματαιόδοξο φρόνημα και κουφότητα. Και της ίδιας και του σπιτιού στολισμός ας είναι η κοσμιότητα και η σεμνότητα. Και η ίδια και το σπίτι ας μοσχοβολάνε το άρωμα της σωφροσύνης και της αρετής.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο




«Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι,
ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν
 καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι»



Ὁ Mέγας Πατήρ καί Στύλος τῆς Ὁρθοδοξίας, Ἀθανάσιος, διεξήγαγε πολλούς ἀγώνες γιά τήν Ὁρθόδοξη πίστη. Μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομα οὐ νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός : «Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι, ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι».(Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι σε αυτόν επαινώ την αρετή). Ο Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν της ἐποχῆς του.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.

Κάποτε ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά, όπου  βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχη Αλέξανδρου. Ο Πατριάρχης παρατήρησε ότι τα παιδιά υποδύονταν ρόλους αξιωματούχων της Εκκλησίας. Τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν Πατριάρχη και στο τέλος τον είδε να βαφτίζει ένα παιδάκι κατά την τάξη της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, είδε κατά τύχη τη σκηνή και θαύμασε, προγνωρίζοντας διά του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία του Αθανασίου ήταν προμήνυμα της μελλοντικής χειροτονίας του

Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος».

Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρεία Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.α.

Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος (κοιμήθηκε 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο (τιμᾶται 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια της ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε.

Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὄρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον τοῦ μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου.
Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα τοῦ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ.

Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικῆ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες τοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος Συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.

Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. ἐκοιμήθη ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεῖς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἔξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.

Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη τοῦ ἀποτελοῦν τμήματα μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρού του συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.


† Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (375-444 μ. Χ.)



Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτήρα, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος.

Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.

Ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου του Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιῆ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.

Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγω τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστέλη ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος. Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως.

Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.

Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον τοῦ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τοὺς Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποία λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας τοῦ κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δὶ’ ἠμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σὰρξ» καὶ «καθ’ ἠμᾶς ἄνθρωπος», «ἠνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τὴ σαρκί».

Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὄρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικό της Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου ἦταν μεγάλο.

Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς ἐπὶ ἄλλων θεμάτων.
Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη του Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἤσαν φίλοι του Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς του αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.


Απολυτίκιο:
Ήχος γ΄, Θείας πίστεως.


Έργοις λάμψαντες, Ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τή ευσεβεία τα πάντα πλουτίσαντες, την Εκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, αξίως εύρατε Χριστόν τον Θεόν δωρούμενον, πάσι το μέγα έλεος.





Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. θείας πίστεως.


Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοιούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.






Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.


Ὁ Ἃγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ίανουαρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 μ.Χ. στὴν πόλη Κομὰ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοὺ (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.


Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὴ ἡλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο : «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.

Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.

Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρινὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντὰ στὰ ἐρείπια ἐνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.

Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως, ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμα στὴ ζωή, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερὴς καὶ ἀσώματης φύσεως.

Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευσε δὲ τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».

Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σὰν νὰ ἦταν πατέρας τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι καὶ χαρίεντα». Δίδασκε στοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρὸς τὸ μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ ποὺ μόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. 

Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.






Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τοὺς βιωτικοὺς, θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς, τὸν βίον ἐξετέλεσας, τὸν Βαπτιστὴν μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σὺν αὐτῷ οὖν σε γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.




Μεγαλυνάριον.

Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ ἀρχηγός, καὶ τῆς ἰσαγγέλου, πολιτείας καθηγητής· χαίροις τῆς ἐρήμου, στυλοειδὴς νεφέλη, Ἀντώνιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.