Νικολάου Μάννη, δασκάλου
«εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. ιε’, 20)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολλές φορές, και από πάρα πολλούς, ακούμε ότι οι λεγόμενοι Παλαιοημερολογίτες είναι φανατικοί, εκφράζουν ακραίες απόψεις και γενικώς διακρίνονταν για τον «ου κατ’ επίγνωση ζήλο» τους και την έλλειψη αγάπης. Αυτό όμως που δεν ακούμε από κανέναν, από τους κατηγόρους αυτούς, είναι για την εξ αρχής αντιμετώπιση των Παλαιοημερολογιτών από την επίσημη Εκκλησία. Σε αυτήν αναφέρεται η παρούσα ομιλία.
Σε ολόκληρη την Εκκλησιαστική Ιστορία δεν θα βρείτε ούτε ένα παράδειγμα, όπου πραγματικά Ορθόδοξοι Ποιμένες να βασανίζουν και να διώκουν τους αντιπάλους τους. Συνέβαινε μάλιστα το αντίθετο ακριβώς. Πάντοτε οι Ορθόδοξοι διώκονταν από τους αιρετικούς. Και μόνο η ύπαρξη της μεγάλης αυτής ιστορικής αλήθειας, ότι δηλαδή το δίκιο είναι με το πλευρό των διωκομένων και όχι των διωκτών, αρκεί για να καταδείξει το ορθό της πορείας των Παλαιοημερολογιτών, ασχέτως των τυχόν αστοχιών ορισμένων εξ αυτών στις κρίσεις τους ή και στα έργα τους.
Κύρια αιτία για την παρούσα ομιλία αποτελεί η αναίρεση της εξής πεπλανημένης, θέσεως του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου – θέση που επαναλαμβάνεται πλέον συνεχώς από πολλούς νεοημερολογίτες: «Ας κρατούσαν οι Παλαιοημερολογίτες το παλιό ημερολόγιο, αλλά ας διατηρούσαν την κοινωνία προς την Εκκλησία»[1]. Μα οι Παλαιοημερολογίτες αυτό έκαναν στην αρχή· καμία απόσχιση, καμία αποτείχιση, κανένα σχίσμα. Απλά ζητούσαν να λειτουργούνται με το παλαιό ημερολόγιο· ζητούσαν από τους ιερείς των ενοριών τους να τους εξυπηρετούν με το παλαιό ημερολόγιο. Η απάντηση της Διοικούσης Ιεραρχίας; Διώξεις, ξυλοδαρμοἰ, λοιδορίες, φυλακίσεις, εξορίες, αποσχηματισμοἰ, αφορισμοἰ· μέχρι και φόνους είχαμε… Ξεκάθαρα λοιπόν αποδεικνύεται πως το δημιουργηθέν εν Ελλάδι ημερολογιακό σχίσμα, βαραίνει αποκλειστικά και μόνο την επίσημη Εκκλησία, η οποία οφείλει, αν μη τι άλλο, ένα μεγάλο συγγνώμη στους ανθρώπους εκείνους, όχι με λόγια, αλλά επιστρέφοντας στην ορθή πορεία, από την οποία εξέκλινε, δικαιώνοντας έτσι τον Αγώνα των Παλαιοημερολογιτών, των πιστών αυτών υπερασπιστών της Ορθοδοξίας.
Θα παρακολουθήσουμε το χρονικό αυτό της βίας, μέσα από τα αδιάψευστα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Περιοριστήκαμε χρονικά στην τετραετία 1924-1928 (και μάλιστα χωρίς να παρουσιάσουμε όλα τα περιστατικά), μιας και δεν θα μας έφθανε όχι μία, αλλά ούτε δέκα διαλέξεις, για να παρουσιασθούν όλα τα εγκλήματα της επίσημης Εκκλησίας εναντίον των προγόνων μας.
1924
àΗ πρώτη μεγάλη εορτή μετά την Ημερολογιακή Καινοτομία ήταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Αφού πέρασε ο εορτασμός της με το νέο ημερολόγιο, στις 6 Απριλίου το απόγευμα, πολλοί πιστοί συγκεντρώθηκαν σε διάφορες εκκλησίες της Ελλάδος, για να εορτάσουν με το παλαιό, τον εσπερινό της εορτής.
Στην Μητρόπολη Αθηνών εκατοντάδες πιστοί ζήτησαν από τους ιερείς να επιτελέσουν την ακολουθία, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος όμως το είχε απαγορεύσει ρητώς, απειλώντας με ποινή καθαιρέσεως όποιον ιερέα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Μάλιστα έστειλε και αστυνομική δύναμη να διώξει το πλήθος και να σφραγίσει τον ναό, ενώ διέταξε να μείνουν κλειστές όλες οι εκκλησίες για να μην εορτασθεί πουθενά ο Ευαγγελισμός[2]!
Στην Θεσσαλονίκη δύο χιλιάδες χριστιανοί συγκεντρώθηκαν την νύχτα στον Ι. Ν. της Ευαγγελίστριας και ζήτησαν να γίνει Λειτουργία για την αυριανή εορτή. Ο Μητροπολίτης Γεννάδιος Αλεξιάδης έστειλε την αστυνομία η οποία διέλυσε το πλήθος των πιστών, συλλαμβάνοντας τρία άτομα, ενώ την επομένη διέταξε να κλεισθούν όλοι οι ναοί και να μην ψαλεί ούτε ο συνήθης όρθρος προς πρόληψη εκτρόπων[3].
àΑπό την αρχή λοιπόν η Διοικούσα Εκκλησία έδειξε τις διαθέσεις της, απέναντι σε όσους επέμεναν να μην παραδέχονται το νέο ημερολόγιο. Απλά και μόνο το να ακολουθεί κανείς το παλαιό ημερολόγιο θεωρήθηκε αδίκημα, και έτσι οι καταδίκες των κληρικών γινόντουσαν «επί παλαιοημερολογιτισμώ»! Η πρώτη ποινή σε κληρικό δεν άργησε να έλθει. Τον Απρίλιο ή Μάιο του 1924 ο 72χρονος εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Ασπροπύργου Δημήτριος Δέδες (1852-1927) τιμωρήθηκε με δεκαήμερο αργία διότι δεν συμμορφώθηκε με την Ημερολογιακή Καινοτομία[4].
àΣταδιακά σε όλη την ελληνική επικράτεια, με την βοήθεια της Πολιτείας, ξεκίνησαν διώξεις για την επιβολή της Καινοτομίας. Ιδού πως περιγράφει την κατάσταση το περιοδικό του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας «Πάνταινος»: «Ὁποίους ἔσχε καὶ καθ’ ἡμέραν παράγει καρποὺς πικρίας καὶ φθορᾶς ἡ ἀνεξήγητος σπουδὴ περὶ τὴν ἐπιβολὴν τοῦ νέου ἡμερολογίου, μαρτυροῦσι μὲν αἱ καθ’ ἡμέραν ἐν Ἑλλάδι ἀταξίαι καὶ βιαιοπραγίαι, καθ’ ἃς κλείονται ναοί, καὶ στρατιωτικῶς βίᾳ κωλύονται τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων οἱ χριστιανοί, καὶ περιάγονται ἐκ νήσων εἰς νήσους ἱερεῖς, δικαζόμενοι ἐπὶ παραβάσει τῶν ἡμερολογιακῶν διατάξεων ἢ τηρήσει τοῦ καθεστῶτος, ὧν πάντων τὴν βεβαίωσιν παρέχουσιν ἐκεῖθεν ἔγγραφοί τε καὶ προφορικαὶ εἰδήσεις, ἀμφιβολίας ὑπέρτεραι… Ἐπιμένεις εἰς τὸ παλαιόν, εἰς τὸ πατροπαράδοτον, εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἡμερολόγιον; Ἐὰν τύχῃς λαϊκός, κλείεταί σοι ὁ ναός ! Ἀπαγορεύεταί σοι ἡ μετάληψις! Σὲ ἀναμένει ἡ εἱρκτὴ. Ἐπιμένεις εἰς τὸ ἡμερολόγιον τῆς θρησκείας σου, τῆς ἐκκλησίας σου, τῆς συνειδήσεώς σου; Ἐὰν εὑρεθῇς ἱερεύς, καταδικάζεσαι εἰς ἀργίαν! Καθαιρεῖσαι! Ἀφορίζεσαι! Τί πλέον κατώρθουν οἱ διώκται τοῦ Χριστιανισμοῦ; Τί πλέον ἐφεύρισκον κατὰ τῶν ὀρθοδόξων αἱ αἱρέσεις;»[5].
àΈφθασε και η μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων. Οι Παλαιοημερολογίτες αποφάσισαν να τελέσουν την ιερά αγρυπνία στον Ι. Ν. Αγ. Θεράποντος στο Γουδί. Πολύς κόσμος από την Αθήνα και την επαρχία συγκεντρώθηκε στον μικρό τότε ναό και ξεκίνησε η ακολουθία. Ο Μητροπολίτης όμως έστειλε πάλι τον στρατό να διαλύσει το πλήθος, το οποίο ξεπερνούσε τις δύο ή, κατ’ άλλους, και τις τρεις χιλιάδες[6]! Αρχικά έφθασε ένας αξιωματικός με δύο υπαξιωματικούς και διέταξαν τους πιστούς να εγκαταλείψουν την εκκλησία· μπρος στην άρνησή τους έβγαλαν περίστροφα! Εισέβαλαν έπειτα στο ιερό και απευθύνθηκαν προς τον ιερέα, τον π. Παρθένιο Ιβηρίτη, με τον οποίο ακολούθησε ο εξής αποκαλυπτικός διάλογος:
« - Παπᾶ τί θὰ διαβάσῃς ἀπόψε;
- Τὴν λειτουργίαν τῶν χριστουγέννων, ἀπήντησεν ὁ ἱερεύς.
- Ὅχι, λέγει ἐν ἐξάψει ὁ ἀξιωματικὸς. Θὰ διαβάσῃς τὴν λειτουργίαν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου»[7].
Μπρος στην επιμονή του ιερέως να τελέσει την χριστουγεννιάτικη ακολουθία ο αξιωματικός τον διέταξε να αποχωρήσει από τον ναό, αλλά ο π. Παρθένιος του απάντησε: «Εἶμαι ἐκ τῶν κληρικῶν οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνεγνώρισαν τὴν μεταρρύθμισιν τοῦ Ἡμερολογίου. Ἐκλήθην νὰ ἱερουργήσω εἰς τὸν ναὸν τοῦτον καὶ δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψω εἰμὴ ὅταν τελειώσω τὴν λειτουργίαν»[8]. Τότε ένας εκ των υπαξιωματικών όρμησε να του αφαιρέσει το καλυμμαύχιο, αλλά τον αντελήφθησαν οι πιστοί και με αποδοκιμασίες ανάγκασαν την κουστωδία να υποχωρήσει. Μετά από λίγο εμφανίστηκε αυτοκίνητο με σαράντα οπλισμένους στρατιώτες και ο επικεφαλής διέταξε να σταματήσει η λειτουργία. Μπρος στην άρνηση του ιερέως και στο μεγάλο πλήθος των πιστών που παρέμεινε στη θέση του έμειναν άπραγοι φρουρώντας απ’ έξω την εκκλησία. Την επομένη ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ανακοίνωσε πως θα καθαιρέσει τον π. Παρθένιο[9].
1925
àΛίγες μέρες μετά έφθασε η εορτή των Θεοφανείων. Η Αγρυπνία τελέσθηκε στον Ι. Ν. των Αγίων Θεοδώρων Παλαιού Φαλήρου (σήμερα υπάγεται στην Νέα Σμύρνη) με την συμμετοχή 3.500 περίπου πιστών. Η αστυνομία επεμβαίνει για άλλη μια φορά τη υποκινήσει του Καινοτόμου Μητροπολίτου και διαλύει το πλήθος των πιστών διά της βίας. Ο «Σύλλογος των Ορθοδόξων» το είχε προβλέψει, λόγω των επεισοδίων των Χριστουγέννων, γι’ αυτό και είχε σχεδιασθεί ο μεν Εσπερινός, καθώς και ο Όρθρος, να τελεσθούν την νύχτα στον εν λόγω Ι. Ν., η δε Θεία Λειτουργία με την τελετή του Μεγάλου Αγιασμού να γίνει στον Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου Ξηροτάγαρου στο Παλαιό Φάληρο, από τον αείμνηστο Ιερέα π. Ιωάννη Φλώρο. Όμως εισέβαλε στρατός και διέλυσε το πλήθος των πιστών με τη βία και έγιναν πολλές προσαγωγές[10].
Διαβάζουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα περιγραφής της απαγόρευσης της Ακολουθίας από τον Τύπο της εποχής:
«Ὅταν ήκουε περὶ έξακολουθήσεως τῆς ἀκολουθίας ὁ ἀξιωματικὸς μᾶλλον ἐξηγριοῦτο. Δὲν παρῆλθεν ὁλίγη ὥρα ὁπότε ἀπευθύνει ἔντονον διαταγὴν πρὸς αὐτοὺς «ἐν ὁνόματι τοῦ Νόμου διαλυθῆτε» καὶ διατάξας τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ἄνδρας ἔχοντας ἐφ’ ὄπλου λόγχην νὰ ἐπιπέσωσι κατὰ τοῦ ἐκκλησιάσματος, πρῶτος αὐτὸς ἔδωκε τὸ σύνθημα ἀρχίσας νὰ κτυπᾶ διὰ τοῦ ὑποκοπάνου τοῦ ὄπλου μιμηθέντες κατόπιν καὶ οἱ ὑπ’ αὐτὸν ἄνδρες. Δέχονται κτυπήματα ὑποκοπάνων πολλοί· ξεσχίζονται πῖλοι γυναικῶν· καταρρίπτονται κατὰ γῆς τὸ ἔξωθεν προσκυνητάριον μὲ τὰς ἁγίας εἰκόνας, τὸ τραπέζιον ἕνθα ἦσαν τοποθετημένα τὰ κηρία, χωρὶς δὲ νὰ προβάλῃ οὐδεμίαν ἀντίστασιν τὸ πλῆθος διαμαρτύρετο διὰ τοὺς τοιούτους βανδαλισμοὺς»[11].
à Κατά το υπόλοιπο του έτους αυτού δεν είχαμε κάποιο σοβαρό περιστατικό, διότι επήλθε η γνωστή δικτατορία του Πάγκαλου, ο οποίος αποδείχθηκε πιο φιλάνθρωπος από τους Ιεράρχες της Διοικούσης Εκκλησίας.
1926
àΉδη από το 1924 οι μοναχές της Μονής Κεχροβουνίου Τήνου με παρότρυνση του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, είχαν αρνηθεί να αποδεχθούν την Ημερολογιακή Καινοτομία. Κατόπιν πολλών πιέσεων και μπροστά στην επίμονη άρνησή τους ο Μητροπολίτης Σύρου Αθανάσιος Λεβεντόπουλος μηχανεύτηκε άλλον τρόπο. Απείλησε τον οικογενειάρχη εφημέριο της Μονής π. Ματθαίο Ευριπιώτη, ότι θα τον καθαιρέσει αν συνεχίσει να λειτουργεί με το παλαιό ημερολόγιο. Ο ιερέας ενέδωσε και η ηγουμένη Ευφροσύνη και οι μοναχές που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν παραπέμφθηκαν, τον Οκτώβριο του 1925, στο τοπικό εκκλησιαστικό δικαστήριο, στο οποίο και τιμωρήθηκαν με ποινές έκπτωσης των εν τη Μονή αξιωμάτων τους και εξορία. Οι μοναχές δεν αναγνώρισαν την καταδικαστική απόφαση και γι’ αυτό μηνύθηκαν από τον Μητροπολίτη στην Σύνοδο της Διοικούσης Εκκλησίας. Οι μοναχές προσήχθησαν από την τοπική χωροφυλακή και αφού διανυκτέρευσαν στο Αστυνομικό Τμήμα Τήνου οδηγήθηκαν στην Αθήνα.
Εκεί μετά από δίκη – παρωδία (που έγινε την 1η/14η Απρίλιου του 1926) καταδικάστηκαν, εκτός της Ηγουμένης που ζήτησε συγχώρηση, σε καθαίρεση του μοναχικού σχήματος και αφορισμό[12]! Το δε πλήθος των πιστών που είχε συγκεντρωθεί για συμπαράσταση διαλύθηκε από την αστυνομία. Την ίδια ημέρα στην Μονή οι μοναχές των ιδίων φρονημάτων επιτέλεσαν παράκληση υπέρ της αισίας εκβάσεως της δίκης στο κελί της μοναχής Πελαγίας Καρούση (η Μονή ήταν ιδιόρρυθμη). Κατά την διάρκεια της παρακλήσεως εισέβαλε η προσωρινή Ηγουμένη που τοποθέτησε, ο Καινοτόμος Μητροπολίτης, Ιερωνυμία Βουτσίνου μαζί με μερικές από τις μοναχές που αποδέχτηκαν το νέο ημερολόγιο και άλλους λαϊκούς και ξυλοκόπησαν τις μοναχές, αφήνοντας αναίσθητες από το ξύλο τις παλαιοημερολογίτισσες μοναχές Μαγδαληνή και Αθανασία[13].
àΠαράλληλα τα εκκλησιαστικά έντυπα της επίσημης Εκκλησίας, όπως η «Εκκλησία» και η «Ανάπλασις», καθώς και αρκετές πολιτικές εφημερίδες, εξαπέλυαν έναν καταιγισμό επιθέσεων και ύβρεων κατά των Παλαιοημερολογιτών, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «φανατικοί», «θρησκόληπτοι», «αγύρτες», «καθυστερημένοι», για να αναφέρουμε τα πιο συνηθισμένα.|
à Τα Χριστούγεννα του 1926 είχαμε επεισόδια κυρίως στην επαρχία. Στην Θεσσαλονίκη πάλι ο Γεννάδιος παρεμπόδισε τους Ορθοδόξους να γιορτάσουν την μεγάλη εορτή και όταν το πλήθος διαμαρτυρήθηκε επιστρατεύθηκε ξανά η αστυνομία[14]. Στα Μέγαρα οι κάτοικοι «ἀψηφούντες τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν ἀστυνομικῶν ὀργάνων, τὰ ὀποία ἠπείλουν μέχρι τῆς τελευταίας στιγμής, ὅτι θὰ συνελάμβανον καὶ θὰ ἐτουφέκιζον ὅσους θὰ ἐτόλμουν νὰ προσέλθουν εἰς τὴν λειτουργίαν»[15] των Χριστουγέννων, εόρτασαν με θάρρος την εορτή. Στην Σαλαμίνα και στην Καρδίτσα οι αστυνομικές δυνάμεις σε συνεννόηση με τις εκκλησιαστικές αρχές σφράγιζαν τα εξωκλήσια για να μην εορτάσουν οι, χωρίς ναό ευρισκόμενοι, Γνήσιοι Ορθόδοξοι.
1927
à Στη Νικήτη Χαλκιδικής την παραμονή των Θεοφανείων με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο ο αγιορείτης λειτουργός των Γνησίων Ορθοδόξων π. Ιλαρίων συνελήφθη άνευ λόγου και αιτίας από αστυνομική δύναμη. Αποτέλεσμα ήταν οι παραπάνω από χίλιοι Παλαιοημερολογίτες κάτοικοι να πολιορκήσουν το οίκημα στο οποίο ήταν υπό κράτηση ο λειτουργός και να καταφέρουν να τον ελευθερώσουν. Έτσι την επόμενη ημέρα εόρτασαν την εορτή των Θεοφανείων, πλην όμως η χαρά των δεν κράτησε πολύ, μιας και κατέφθασε σημαντική στρατιωτική δύναμη, της οποίας ο λοχαγός συγκέντρωσε τους κατοίκους στην πλατεία του χωριού και κατόπιν καταδόσεως υπό του νεοημερολογίτου ιερέως συγκεκριμένων παλαιοημερολογιτών προέβη στην σύλληψή τους. Οι είκοσι περίπου συλληφθέντες χριστιανοί μεταφέρθηκαν στον Πολύγυρο όπου προφυλακίστηκαν για 20 μέρες και έπειτα καταδικάστηκαν σε τρίμηνη φυλάκιση[16]. Η δε Κοινότητα του Αγίου Όρους έβγαλε ανακοίνωση με την οποία απαγόρευε στους αγιορείτες ιερομονάχους να εξυπηρετούν τους Παλαιοημερολογίτες[17].
à Το έτος 1927 στιγματίστηκε και από την δολοφονία της νεομάρτυρος Αικατερίνης Ρούττη. Στην Μάνδρα Αττικής οι πιστοί των Πατρίων είχαν ετοιμαστεί να εορτάσουν με αγρυπνία την εορτή των Ταξιαρχών. Μετά τον Εσπερινό εμφανίστηκε κουστωδία χωροφυλάκων με εντολή να διαλύσει το εκκλησίασμα και να συλλάβει τον λειτουργό, τον π. Χριστοφόρο Ψαλλίδα. Οι πιστοί κλειδώθηκαν στο ναό και οι χωροφύλακες μανιασμένα άρχισαν να χτυπάνε τις πόρτες για να τις σπάσουν, ενώ έθραυσαν τα τζάμια των παραθύρων, αλλά εμποδίστηκε η έφοδός τους από τα σιδερένια κιγκλιδώματα. Όταν τελείωσε η Αγρυπνία οι πιστοί βγήκαν από τον ναό καλύπτοντας με τα σώματά τους τον ιερέα. Οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν για εκφοβισμό. Έπεσαν πάνω από σαράντα πυροβολισμοί, ενώ μια σφαίρα τραυμάτισε ελαφρά στο κεφάλι την Αγγελική Κατσαρέλλου. Έπειτα άρχισαν με τους υποκοπάνους τον όπλων τους να ξυλοκοπούν τους πιστούς και τον ιερέα. Η Αικατερίνη Ρούττη νεαρή μητέρα τεσσάρων παιδιών, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό, όπου και εξέπνευσε μετά από λίγες ημέρες[18].
à Το έτος 1927 στιγματίστηκε και από την δολοφονία της νεομάρτυρος Αικατερίνης Ρούττη. Στην Μάνδρα Αττικής οι πιστοί των Πατρίων είχαν ετοιμαστεί να εορτάσουν με αγρυπνία την εορτή των Ταξιαρχών. Μετά τον Εσπερινό εμφανίστηκε κουστωδία χωροφυλάκων με εντολή να διαλύσει το εκκλησίασμα και να συλλάβει τον λειτουργό, τον π. Χριστοφόρο Ψαλλίδα. Οι πιστοί κλειδώθηκαν στο ναό και οι χωροφύλακες μανιασμένα άρχισαν να χτυπάνε τις πόρτες για να τις σπάσουν, ενώ έθραυσαν τα τζάμια των παραθύρων, αλλά εμποδίστηκε η έφοδός τους από τα σιδερένια κιγκλιδώματα. Όταν τελείωσε η Αγρυπνία οι πιστοί βγήκαν από τον ναό καλύπτοντας με τα σώματά τους τον ιερέα. Οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν για εκφοβισμό. Έπεσαν πάνω από σαράντα πυροβολισμοί, ενώ μια σφαίρα τραυμάτισε ελαφρά στο κεφάλι την Αγγελική Κατσαρέλλου. Έπειτα άρχισαν με τους υποκοπάνους τον όπλων τους να ξυλοκοπούν τους πιστούς και τον ιερέα. Η Αικατερίνη Ρούττη νεαρή μητέρα τεσσάρων παιδιών, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό, όπου και εξέπνευσε μετά από λίγες ημέρες[18].
à Άλλη μια γυναίκα η νεομάρτυς Χαρίκλεια Λιούλη, συνελήφθη, φυλακίσθηκε και πέθανε από τους κακουχίες λίγους μήνες μετά και συγκεκριμένα την Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 5 Μαρτίου του 1928. Διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής περί της κηδείας της:
«Τὴν παρελθοῦσαν Δευτέραν ἐγένετο μεγαλοπρεπὴς ὅσον καὶ κατανυκτικὴ ἡ κηδεία τῆς νεομάρτυρος Χαρικλείας Λιούλη ἐν Μάνδρᾳ τῆς Ἐλευσίνος. Ἡ μεταστάσα προσεβλήθη ἐξ ἐγκεφαλικῆς κεραυνοβόλου συμφορήσεως, συνεπείᾳ τῶν κακουχιῶν ἃς ὑπέστη ἐν τῇ φυλακῇ, ὅπου εἶχε ριφθῇ πρὸ μηνῶν ὡς λαβοῦσα μέρος εἰς μίαν λειτουργίαν τελεσθεῖσαν κατὰ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον. Ἡ ἀφοσίωσις τῆς μεταστάσης πρὸς τὰς ἱερὰς παραδόσεις ἧτο τοιαύτη ὥστε ἔφθασε μέχρις αὐτοθυσίας. Τὰς νεκρωσίμους εὐχὰς ἀνέγνωσεν ὁ ἱερεὺς Βασίλειος Σακελλαρόπουλος, μετακληθεὶς πρὸς τοῦτο ἐξ Ἀθηνῶν, ἡ δὲ κηδεία αὐτῆς ἧτο ἀληθὲς προσκύνημα τῶν πιστῶν πρὸς μίαν ἁγίαν»[19].
à Παρόμοιο περιστατικό με της Μάνδρας έγινε και στην Θεσσαλονίκη, όπου ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Συγκεκριμένα κατά την εορτή του Αγίου Δημητρίου, ο διοικητής της Αστυνομίας Καλευράς, κατά παραγγελία του Μητροπολίτου Γενναδίου, σφράγισε τον ναό των Τριών Ιεραρχών και έβαλε κουστωδία να τον φρουρεί. Όταν δε ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται έξωθεν του ναού και να διαμαρτύρεται ισχυρή αστυνομική δύναμη επενέβηκε και ξυλοκόπησε άγρια το πλήθος, το οποίο αποτελούταν κυρίως από γυναικόπαιδα[20]. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και κατά την αγρυπνία των Χριστουγέννων στον έτερο ιδιόκτητο ναό των Παλαιοημερολογιτών Θεσσαλονίκης, την Αγία Ελεούσα[21].
à Την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1928 στην Παιανία (τότε Λιόπεσι) είχαμε νέα επεισόδια. Ο αστυνομικός σταθμάρχης Γεωργής Μάλιαρης εισέβαλε με δύο χωροφύλακες στο εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας και προσπάθησε να συλλάβει τον λειτουργό, π. Παρθένιο Αγιορείτη. Μπροστά στην σθεναρή υπεράσπιση του όμως από τους χωρικούς εξήγαγε περίστροφο και απείλησε να πυροβολήσει τους πιστούς. Ζητήθηκε δε η συνδρομή του αστυνομικού σταθμού Κορωπίου και συνελήφθη ο πρόεδρος του Παραρτήματος κ. Κόλιας[23].
à Την Μεγάλη Εβδομάδα είχαμε νέες διώξεις. Στην Σαλαμίνα κατά την λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης ομάδα αστυνομικών με επικεφαλής τον ανθυπομοίραρχο Σταθόπουλο εισέβαλε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Αθανασίου στο Μούλκι με σκοπό να συλλάβει τον ιερουργούντα π. Γεδεών, Προηγούμενο της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου. Μπροστά στην αντίδραση των πιστών η σύλληψη αποτράπηκε και η αστυνομία για αντίποινα συνέλαβε τους μοναχούς Αρσένιο Ξηρουχάκη και Νεκτάριο Κουκουλάκη, οι οποίοι μέσα στο κρατητήριο πλέον έψαλαν τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου μας. Στο δε Μενίδι οι Ορθόδοξοι κάλεσαν τον π. Βασίλειο Σακελλαρόπουλο να λειτουργήσει αλλά εντολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου τον συνέλαβε η αστυνομία και τον μετέφερε στο Τμήμα Μεταγωγών. Εκεί συγκεντρώθηκαν περί τους 300 πιστούς οι οποίοι κατόπιν διαμαρτυριών κατόρθωσαν να πετύχουν την απελευθέρωσή του, αλλά ο Παπαδόπουλος διέταξε να ξανασυλληφθεί αμέσως, μαζί με τον υπεύθυνο του Παραρτήματος των Παλαιοημερολογιτών Μενιδίου[25]!
1928
à Τον Φεβρουάριο του 1928, στην Θεσσαλονίκη πάλι, έγινε μια ανήκουστος ιεροσυλία. Μεγάλη αστυνομική δύναμη εισέβαλε στον ναό των Τριών Ιεραρχών και διέλυσε το πλήθος, συλλαμβάνοντας αρκετούς χριστιανούς. Όμως ο ανθυπομοίραρχος Σηφάκης του 2ου αστυνομικού τμήματος, δεν αρκέστηκε σε αυτό και με θράσος εισέβαλε μέσα στο ιερό από την Ωραία Πύλη και αρπάζοντας τον λειτουργό π. Ακάκιο, ιερομόναχο εκ Κύπρου, που εκείνη την στιγμή έκανε κατάλυση, τον πέταξε έξω από το ιερό σχίζοντάς του τα άμφια[22].
à Την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1928 στην Παιανία (τότε Λιόπεσι) είχαμε νέα επεισόδια. Ο αστυνομικός σταθμάρχης Γεωργής Μάλιαρης εισέβαλε με δύο χωροφύλακες στο εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας και προσπάθησε να συλλάβει τον λειτουργό, π. Παρθένιο Αγιορείτη. Μπροστά στην σθεναρή υπεράσπιση του όμως από τους χωρικούς εξήγαγε περίστροφο και απείλησε να πυροβολήσει τους πιστούς. Ζητήθηκε δε η συνδρομή του αστυνομικού σταθμού Κορωπίου και συνελήφθη ο πρόεδρος του Παραρτήματος κ. Κόλιας[23].
à Στις 6 Απριλίου 1928 συνέβη ένα απίστευτο γεγονός. Χιλιάδες πιστών που είχαν συγκεντρωθεί στον Πειραιά με σκοπό να μεταβούν στην Τήνο για να εορτάσουν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου κατά το πάτριο εορτολόγιο πληροφορήθηκαν με έκπληξη πως κατόπιν πιέσεως της Αρχιεπισκοπής Αθηνών ο Υπουργός Εσωτερικών απαγόρευσε τον απόπλου του πλοίου! Αμέσως εκατοντάδες Ορθοδόξων, οι οποίοι είχαν μάλιστα ήδη αγοράσει το εισιτήριο των εβδομήντα χιλιάδων δραχμών, σπεύδουν διά του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου στην Αθήνα και συγκεντρώνονται έξω από την Βουλή για να διαμαρτυρηθούν για το πρωτοφανές αυτό μέτρο εναντίον τους. Εκεί απλώνουν τους κουβερτούλες τους και κάθονται κάτω με τις λαμπάδες τους (που είχαν ταμένες στην Παναγία) στα χέρια αναμένοντας την απόφαση της άρσεως του αποκλεισμού. Η εικόνα αυτή συγκινεί τους περαστικούς που πλησιάζουν και ζητούν να πληροφορηθούν τι συμβαίνει. Εκείνη τη στιγμή όμως δίδεται εντολή και η πυροσβεστική αντλία της αστυνομίας αρχίζει να καταβρέχει το πλήθος για να το διαλύσει, ακούγονται δε φωνές διαμαρτυρίας:
«-Τι σας εκάμαμε που μας βρέχετε;
-Τι σας φταίμε; Διατί δεν μας αφήνετε να πάμε να προσκυνήσουμε την Παναγία;». Και συνεχίζουμε να διαβάζουμε στην ίδια εφημερίδα της εποχής:
«Ἡ ἀντλία ἐξακολουθεῖ νὰ καταβρέχη. Καὶ ὅμως διάβροχοι οἱ παλαιοημερολογίτες δὲν διαλύονται. Μόνον τὰ μικρὰ παιδάκια ποῦ φέρουν μαζὺ τους αἱ παλαιοημερολογίτισσαι μητέρες, αὐτὰ ἐκβάλλουν γοερὰς κραυγάς. Καὶ ἐνῶ ἡ ἀντλία καταβρέχει συνεχῶς τοὺς παλαιοημερολογίτας, οἱ στρατιῶται μὲ ἐφ’ ὅπλου λόγχην κοντακίζουν τούτους οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸ κατάβρεγμα θέλουν νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸν περίβολον τῆς Βουλῆς διὰ νὰ προφυλαχθοῦν»[24].
Για την ιστορία ο απόπλους τελικά δεν επιτράπηκε.
à Την Μεγάλη Εβδομάδα είχαμε νέες διώξεις. Στην Σαλαμίνα κατά την λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης ομάδα αστυνομικών με επικεφαλής τον ανθυπομοίραρχο Σταθόπουλο εισέβαλε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Αθανασίου στο Μούλκι με σκοπό να συλλάβει τον ιερουργούντα π. Γεδεών, Προηγούμενο της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου. Μπροστά στην αντίδραση των πιστών η σύλληψη αποτράπηκε και η αστυνομία για αντίποινα συνέλαβε τους μοναχούς Αρσένιο Ξηρουχάκη και Νεκτάριο Κουκουλάκη, οι οποίοι μέσα στο κρατητήριο πλέον έψαλαν τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου μας. Στο δε Μενίδι οι Ορθόδοξοι κάλεσαν τον π. Βασίλειο Σακελλαρόπουλο να λειτουργήσει αλλά εντολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου τον συνέλαβε η αστυνομία και τον μετέφερε στο Τμήμα Μεταγωγών. Εκεί συγκεντρώθηκαν περί τους 300 πιστούς οι οποίοι κατόπιν διαμαρτυριών κατόρθωσαν να πετύχουν την απελευθέρωσή του, αλλά ο Παπαδόπουλος διέταξε να ξανασυλληφθεί αμέσως, μαζί με τον υπεύθυνο του Παραρτήματος των Παλαιοημερολογιτών Μενιδίου[25]!
à Τον Μάιο, πάλι στην Θεσσαλονίκη, είχαμε νέα έκτροπα. Ας δούμε πως τα περιγράφει έντυπο της εποχής:
«Τὴν παρελθοῦσαν ἐβδομάδα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ πάτριον ἐορτολόγιον ἠθέλησαν νὰ κάμουν εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐδῶ ἰδιοκτήτους ναοὺς τοῦ συλλόγου τῶν ὀρθοδόξων λιτανείαν διὰ τὴν κατάπαυσιν τῶν σεισμῶν σκοποῦντες μετὰ τὸ τέλος τῆς λιτανείας ὅπως συλλέξουν ἐράνους ὑπὲρ τῶν σεισμοπαθῶν. Ἡ τοιαύτη ἐνέργεια ἐξώργισε σφόδρα τὸν ἐδῶ Μητροπολίτην Γεννάδιον, ὅστις διέταξε τ’ ἀστυνομικὰ ὄργανα νὰ ἐμποδίσουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κάμουν λιτανείαν καὶ διέταξε νὰ συλλάβουν τοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ τοὺς ἀποστείλουν σιδηροδεσμίους εἰς τὰς φυλακάς. Πράγματι τ’ ἀστυνομικὰ ὄργανα τ’ ἀρεσκόμενα νὰ ἐκτελοῦν παρανόμους διαταγὰς ὅταν πρόκειται νὰ γελοιοποιήσουν τὸ ράσσον εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἀφοῦ διὰ τῆς ξιφολόγχης διεσκόρπισαν τοὺς Χριστιανούς, ὡς νὰ ἦσαν κομμουνισταὶ συνέλαβαν τοὺς ἱερεῖς καθ’ ἣν ὥραν ἐτέλουν τὴν λιτανείαν καὶ μεταχειρισθέντας αὐτοὺς ὡς νὰ ἦσαν κακοῦργοι τοῦ χειρίστου εἴδους τοὺς ἔδεσαν καὶ τοὺς ἔκλεισαν εἰς τὰς φυλακὰς ἐκ τῶν ὀποίων τὴν ἐπομένην ἡμέραν τοὺς μετέφεραν εἰς Ἀθήνας»[26]. Ο διευθυντής του εντύπου αυτού πληροφορηθείς τα γεγονότα μετέβη στην αθηναϊκή φυλακή και ζήτησε να μάθει τι συνέβη. Περιγράφει δε στο έντυπο του τα εξής:
«Οἱ ἱερεῖς ἀφοῦ διηγήθησαν τὰ ἀνωτέρω περιέγραψαν μὲ τὰ μελανώτερα χρώματα τὴν συμπεριφοράν τῶν ἀστυνομικῶν ὀργάνων καὶ ἐκάκισαν τὴν στάσιν τοῦ μητροπολίτου Γενναδίου καὶ τῶν ἄλλων ἀρχιερέων οἱ ὁποῖοι καταδιώκουν ἱερεῖς διότι άκολουθοῦν τὸ πάτριον ἑορτολόγιον καὶ δὲν δέχονται νὰ γίνουν φράγκοι¸τοὺς δὲ προπαγανδιστὰς τῶν ἄλλων αἰρέσεων ἀφίνουν ἐλευθέρως νὰ ἐκτελοῦν τὸ καταχθόνιον ἔργον των. Δὲν ἐπρόφθασε νὰ τελειώσῃ ἡ συνομιλία μετὰ τῶν ἱερέων ἦλθον χωροφύλακες καὶ παρέλαβαν αὐτοὺς κατὰ διαταγὴν τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ὡδήγησαν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐξορίαν ποὺ τοὺς ὤρισε»[27].
à Οι διωγμοί συνεχίζονται ολόκληρο το έτος, σε ολόκληρη την χώρα. Τη νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστου με το παλαιό στο Λιτόσελο Φθιώτιδας οι χωροφύλακες καταλαμβάνουν τον ναό του Αγίου Γεωργίου και απαγορεύουν στον ιερέα και στους πιστούς να λειτουργηθούν. Το φθινόπωρο οι, γλυτώσαντες από τις σφαγές των Τούρκων, πρόσφυγες της περιοχής των Σερρών στέλνουν στον Βενιζέλο υπόμνημα που γράφουν μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ἡμεῖς οἱ κατελθόντες εἰς τὴν φιλόξενον γῆν τῆς Μητρὸς Ἑλλάδος, ἀποροῦμεν ὅντως διὰ τὰ εἰς βάρος τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων λαμβανόμενα ἄγρια καὶ ἀπάνθρωπα μέτρα. Οἱ Παλαιοημερολογῖται ὡς ἄνθρωποι, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὡς Ἑλληνες πολῖται, ζητοῦσιν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐκτελοῦν οἱ ἀλλόθρησκοι ἐν οἶς οἱ Παπικοὶ, οἱ Προτεστάνται και οἱ παρὰ τὸ Σύνταγμα Ἐλευθεροτέκτονες, ἤτοι τὸν ἐλεύθερον ἐκκλησιασμὸν εἰς ὡρισμένην ἐκκλησίαν μετ’ ὁμοφρόνων ἱερέων, αὐτὸς εἶνε ὁ πόθος μας καὶ τὸν πόθον αὐτὸν τὸν ὑποστηρίζομεν καὶ διὰ τοῦ αἴματός μας. Ἐὰν δὲ ὃ μοὶ γένοιτο ἡ Σεβαστὴ Κυβέρνησις δὲν παραχωρήσῃ τὰ ὅσα ζητοῦμεν, θέλομεν ἐν τέλει μὲ ὅλα τὰ νόμιμα μέσα, ζητεήσει τὴν προστασίαν τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, ἤτις σύμφωνα μὲ τὴν συνθήκην τῆς Λωζάννης «περὶ θρησκευτικῶν μειονοτήτων» θέλει ὑποχρεώσει τὴν μητρυιᾶν πλέον Ἑλλάδα ὅπως δώσει τὰ ὑπὸ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ζητούμενα»[28].
à Κλείνουμε το έτος 1928 και την ομιλία αυτή με την αναφορά σε έναν γενναίο ιερομόναχο τον π. Αρσένιο Σακελλάρη. Ο π. Αρσένιος, εφημέριος των χωριών Πύργου και Βιτώλης της επισκοπής τότε Φθιώτιδος, δεν αποδέχθηκε εξ αρχής την Ημερολογιακή Καινοτομία, γι’ αυτό και καταγγελθείς καταδικάσθηκε σε «καθαίρεση» το 1926. Ο ιερέας έχοντας βεβαίως την συνείδηση πως η ψευδοκαθαίρεσή του ως παράνομη δεν είχε κανένα κύρος συνέχιζε να ιερουργεί. Κατόπιν δεύτερης καταγγελίας εναντίον του συλλαμβάνεται, άνευ εντάλματος, το απόγευμα της 9ης Απριλίου 1928 και οδηγείται στο Αστυνομικό Τμήμα Λαμίας. Την επομένη ο ενωμοτάρχης Αραποστάθης Ευστάθιος μαζί με έναν χωροφύλακα περνάνε χειροπέδες στον π. Αρσένιο και ο μεν πρώτος άρχισε να τον κρατάει σφικτά, ο δε χωροφύλακας με μια μεγάλη ψαλίδα και έπειτα με κουρευτική μηχανή του έκοψε τα γένια και τα μαλλιά. Το φρικτό αυτό γεγονός, το οποίο έγινε κατόπιν εισηγήσεως του Μητροπολίτου Φθιώτιδος Ιακώβου Παπαϊωάννου, δεν αποθάρρυνε τους γνησίους Ορθοδόξους, οι οποίοι έδωσαν ευφυή απάντηση διά επιστολής ενός αδελφού σε εφημερίδα της εποχής:
«Ὁ μάρτυς ἱερομόναχος ἀναμφιβόλως καὶ κεκαρμένος θὰ ἐκτελῇ τὰς διαφόρους ἱεροπραξίας, ἀφοῦ οἱ διάφοροι κεκαρμένοι ἱερεῖς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἐκτελοῦσι τοιαύτας μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι οὗτοι κείρονται εἰς τὰ διάφορα κουρεῖα τῆς πρωτευούσης οἰκειοθελῶς, ἐνῶ ὁ ἀτυχὴς Ἀρσένιος ἐκάρη βιαίως εἰς τὸ ἀστυνομικὸν κατάστημα Λαμίας»[29].
Μετά την κουρά του ο π. Αρσένιος παραπέμφθηκε στο Πλημμελειοδικείο Λαμίας, όπου καταδικάσθηκε σε 95 μέρες φυλάκιση, αλλά άσκησε έφεση και ορίστηκε νέα δίκη στο Εφετείο Αθηνών. Η δίκη έγινε στις 28 Νοεμβρίου και ο 56χρονος τότε ιερομόναχος καταδικάστηκε σε δίμηνη φυλάκιση και οδηγήθηκε για εγκλεισμό στις διαβόητες για την αθλιότητά τους φυλακές του Παλαιού Στρατώνος στο Μοναστηράκι (στους χώρους των φυλακών εκείνων στοιβάζονταν περίπου 800 κρατούμενοι, κάτω από άθλιες συνθήκες, υγρασία, ζωύφια, ναρκωτικά, χρήση όπλων και καθημερινές συγκρούσεις)[30].
Σε αυτές τις φυλακές κατάφερε ένας δημοσιογράφος να πάρει συνέντευξη τον Δεκέμβριο του 1928 από τον έγκλειστο π. Αρσένιο, την οποία αξίζει να αναγνώσουμε ως επίλογο της παρούσης ομιλίας:
«Εἰς τὰς ἐνταῦθα φυλακὰς τοῦ Παλαιοῦ Στρατῶνος εἰς τὸ Μοναστηράκι ἔμαθα πῶς ἐφυλακίσθη κάποιος παπᾶς, διότι ἐλειτούργη μὲ τὸ Παλαιὸν Ἑορτολόγιον καὶ χωρὶς νὰ χάσω καιρὸν μιὰ καὶ δυὸ εἰς τὰς φυλακὰς.
-Τίνα ζητεῖτε, κύριος;
-Τὸν Παπᾶ-Ἀρσένιον.
-Περάστε.
Ὀδηγοῦμαι εἰς τὸ περίφημον μπουντρούμι τῶν ἐνετικῶν χρόνων ποῦ χρησιμεύει διὰ φυλακὴν καὶ σωφρονισμὸν τῶν ἀνθρωπίνων παραβάσεων καὶ ἀπὸ μακρυὰ χωρὶς κανὲν σημεῖον τῆς ταυτότητός του, διακρίνω τὸν ρασοφόρον κατάδικον. Μόλις ὡς ἀντίκρυσα τὴν μορφὴν τοῦ φυλακισθέντος πατρὸς Ἀρσενίου ἔστην, ἢ κάλλιον εἰπῆν, ἐξέστην. Μία γαλήνη ἐπιχέεται ἐφ’ ὅλου τοῦ προσώπου του, ἓν βλέμμα ἁπλοῦν καὶ φωτεινόν, μία στάσις μαρτυροῦσα τὴν πίστιν, μία στάσις, ἐπιβαλλομένη, μαρτυροῦσα τὴν ταραχὴν.
-Πάτερ μου, προσκυνῶ, λέγω εἰς τὴν ἐμπνέουσάν με πρωτοφανῆ φυσιογνωμίαν τοῦ ἱερέως, καὶ κύπτω καὶ ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν του. Ἕνα χαμόγελο, μόλις διαγραφόμενον εἰς τὰ κολλημένα χείλη τοῦ παπᾶ τοῦ Χριστοῦ, μὲ μίαν πατρικὴν ἔκφρασιν συνοδεύει τὴν ἀνταπόδοσιν τοῦ χαιρετισμοῦ του·
-Τὸν Κύριον, παιδί μου.
-Παπᾶ μου, εἶμαι δημοσιογράφος καὶ διὰ νὰ σοῦ εἴπω τὴν ἀλήθειαν, πλέον τούτου, κατέχομαι ἀπὸ μίαν ἀληθῆ περιέργειαν νὰ μάθω καὶ ν’ ἀκούσω παρὰ τοῦ στόματος τῆς ἀγιωσύνης σας·
Πρῶτον· Τι πιστεύετε· γιατὶ ἐγίνατε ἱερεὺς· γιατὶ δὲν ἀκολουθεῖτε τὸ Νέον Ἑορτολόγιον καὶ τὰς καινοτομίας· γιατὶ καὶ μετὰ τὴν καθαίρεσίν σας ἱερουργήσατε· πῶς εὐρίσκετε τὴν καταδίκην σας, καὶ
Δεύτερον· Θὰ ἐμμείνετε εἰς τὴν στάσιν σας; καὶ πόσον;
-Παιδί μου θὰ ἤμην πολὺ εὐτυχὴς καὶ θὰ ηὐχόμην νὰ μοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς μου καὶ Κύριός μου τὸν ὁποῖον λατρεύω καὶ χάριν τοῦ ὁποίου εὐρίσκομαι εἰς τὰς φυλακὰς λόγους ἱκανοὺς νὰ ἀποκριθῶ εἰς τὰ ἐρωτήματά σου.
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, λέγει μὲ παιδικὴν ἀφέλειαν καὶ μὲ ἕνα ἀόρατον καὶ μόλις διακρινόμενον ἱερὸν φόβον.
-Εἶμαι χωρικὸς παπᾶς μὲ λίγα γράμματα, γιὰ νὰ μὴ εἴπω ἀγράμματος. Ὡς λαϊκὸς ἐπίστευα καὶ πιστεύω καὶ ὡς παπᾶς τὸ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» τὸ σύμβολον τῆς Πίστεώς μας, ἤτοι τὰς Ἱερὰς Γραφὰς τὴν Παλαιὰν καὶ Νέαν Διαθήκην καὶ ὅσα οἱ πατέρες μας οἱ ἄγιοι ἐθέσπισαν γραπτῶς καὶ παρέδωσαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας διὰ τῆς παραδόσεως. Μὲ τρία λόγια. Τὰς Γραφάς, τὰς Παραδόσεις καὶ τὰς 7 Οἰκουμενικὰς Συνόδους. Ἰδοὺ ἡ πίστις μου ὡς Λαϊκοῦ. Ἡ πίστις μου ὡς παπᾶ, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Θεὸς μὲ ἠξίωσεν ἐμὲ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον του τὸν ἀνάξιον, νὰ ἐκτελῶ τὰ θεία ἱερὰ καὶ ἀκατονόητα μυστήριά του περιέλαβε τὴν ἱδίαν μου πίστιν, τὴν ὁποίαν εἶχα ὡς λαϊκός, καὶ ἀκόμη μίαν ὀμολογίαν ἕνα ὅρκον ἐπίσημον ἔμπροσθεν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων «ὅτι θὰ τηρήσω τὴν πίστιν ἀμόλυντον, τὰ καθήκοντά μου τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀπαράλλακτα» ὅπως τὰ παρέλαβον καὶ τὰ ἐδιδάχθηκα χωρὶς νὰ προσθέσω ἢ νὰ ἐξαιρέσω καὶ χωρὶς δισταγμὸν καὶ διψυχίαν, ἀσάλευτα. Τοῦτο ὡμολόγησα, τοῦτο ἐφύλαξα. Τοῦτο φυλάττω καὶ μὲ τὴν πίστιν μου αὐτὴν θὰ ἀποθάνω. Ἔγινα ἱερεὺς, ἐγῶ, ὁ ἀνάξιος παιδὶ μου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, καὶ θὰ παραμείνω μὲ τὴν βοήθειάν του μέχρι θανάτου εἰς τὴν τάξιν μου. Τι ἄλλο, παιδί μου, μὲ ἠρώτησες;
-Γιατὶ ἐγίνατε ἱερεύς.
-Ἆ, νὰ ἕνα πράγμα ποῦ δὲν τὸ ἐξομολογήθηκα μέχρι τώρα. Ἡ Μάννα μου καὶ ἡ Ἐκκλησία μας μοῦ ἐνέπνευσαν ὅτι τὸ καλλίτερο πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ κερδίσῃ εἰς ταὸν κόσμον αὐτὸν εἶνε «Νὰ σώσῃ τὴν ψυχήν του». Νὰ εὐαρεστήσῃ τὸν Θεόν, νὰ πράξῃ καλὰ καὶ ἀγαθά καὶ νὰ μὴ λατρεύῃ τὴν ὕλην, τὸν κόσμον, ἀλλὰ τὸν Θεόν. Αὐτὸ τὸ μάθημα τὸ ἐχώνευσεν ἡ ψυχή μου καὶ ἔγινα παπᾶς, ὅχι νὰ κερδίζω τὸν ἄτον μου, παπᾶς ἐπαγγέλματος, ὅπως λέτε σεῖς οἱ γραμματισμένοι, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου παπᾶς γιὰ νὰ σώσω τὴν ψυχήν μου. Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐνδιαφέρομαι διὰ τὰς διαταγὰς τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, ουδὲ δι’ ὅσα θὰ εἶχον ἑὰν ὑπήκουον εἰς τὴν ἀσέβειαν τῆς μεταβολῆς τῶν παραδεδομένων, ἀλλὰ διὰ τὴν ποίμνην μου, διὰ τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς, εἰς ἐμὲ τὸν ταεπινὸν καὶ ἐλάχιστον δοῦλόν του. Νὰ γιατὶ δὲν ἀκολουθῶ τὸ Νέον Ἑορτολόγιον διότι δὲν μοῦ παρεδόθη ὅταν ἔγινα Παπᾶς. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὸ παλαιὸν ἑορτολόγιον ὕμνησαν καὶ ἐλάτρευσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μου τὸν Θεὸν καὶ ἡ οὕτω πως προσφερομένη λατρεία «εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ τιμὴ εἰς τοὺς ἁγίους» ἦτο ἀληθὴς καὶ κανονικὴ καὶ ἁγία ὥστε καὶ αὐτοὶ ἐγένοντο ἅγιοι δοῦλοι Θεοῦ καὶ εἰσήλθον εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἀλλὰ καὶ τοὺς θέλοντας διὰ τῆς ἁγιότητός των καὶ τῶν θεοπνεύστων συγγραμμάτων των βοηθοῦσι νὰ εἰσέλθουν. Καὶ σὲ ἐρωτῶ κ. δημοσιογράφε, ταὶ μᾶς χρειάζεται ἡ καινοτομία τοῦ νέου ἑορτολογίου, τοῦ Νέου Πασχαλίου, τὰ θέατρα καὶ τὰ κομμένα τὰ μαλλιά, τὸ νὰ συλλειτουργοῦν μαζὶ μὲ προτεστάντας καὶ δὲν ἠξεύρω τὶ ἄλλο θέλουν οἱ νεωτερισταὶ Ἱεράρχαι, γιὰ νὰ μᾶς πᾶνε στὸν Παράδεισο ἢ στὴν Κόλασιν, εἰς τὸν Θεὸν ἢ εἰς τὸν Διάβολον; Κάθε πρᾶγμα ἔχει ἕνα λόγο, ἐξυπηρετεῖ κάποιο σκοπὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Σκοπὸς δὲ μοναδικὸς καὶ οὐσιαστικὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶνε νὰ κάμῃ τὸν χριστιανὸν ἅγιον, δηλαδὴ ἄξιον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὸ παλαιὸν Ἑορτολόγιον εὖρον τὸν Παρὰδεισον ὅλοι οἱ ἁγιάσαντες ὡς σήμερα δηλαδὴ δύο περίπου χιλιάδες χρόνια τὶ τὸ θέλουμε τὸ Νέον; Εἰς τὶ θὰ μᾶς χρησιμεύσει; Μπορεῖ νὰ μοῦ πῇς παιδὶ μου κύριε δημοσιογράφε, αὐτὸ ποῦ μοῦ εἴπε καὶ ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἐφετείου προχθὲς εἰς τὴν δίκην μου. «-Σὺ ξεύρεις περισσότερα, παπᾶ, ἢ ὁ Μητροπολίτης;». Σοῦ ἀπαντῶ παιδί μου. Καὶ ἀπὸ μένα τὸν ἀγράμματο Παπᾶ καὶ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη τὸν σπουδασμένο ξέρουν οἱ Πατέρες μου οἱ ἅγιοι. Ὁ Χρυσόστομος, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος καὶ τόσοι ἄλλοι· καὶ ἀφοῦ μὲ τὸ παλαιὸν ἑορτολόγιον ἐλάτρευσαν τὸν Θεὸν καὶ διέταξαν ὅλοι οἱ Πατέρες δύο χιλιάδες ποὺ ἀπετέλουν τὰς 7 Οἰκουμενικὰς Συνόδους νὰ ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντά μας ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, πῶς θέλετε νὰ παραβῶ τὸν ὅρκον μου καὶ νὰ ἀρνηθῶ τοὺς Πατέρας μου τοὺς ἁγίους καὶ νὰ ἀκολουθήσω τοὺς κουρεμένους Ἱεράρχας; Αὐτὸ δὲν θὰ γίνῃ ποτέ. Πιστεύω, παιδί μου, ὡς πιστεύω, ἱερεὺς ὢν τοῦ Ὑψίστου καὶ μὴ τὰς τῆς Ἐκκλησίας μετακινήσας, ἀλλ’ ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ αὐτὰ φυλάξας παραμένω χάριτι Κυρίου ἱερεὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν εἶμαι τῶν κουρεμένων ἀρχιερέων παπᾶς. Καὶ θὰ ἱερουργῶ πάντοτε ὁσάκις δὲν ἐμποδίζομαι ἀπὸ τὰς λόγχας τοῦ Πιλάτου εἰς τὸν Οἶκον τοῦ Θεοῦ διότι οὔτε διὰ πράξεις ἀνηθίκους, οὔτε διὰ φρονήματα αἰρετικοῦ καθηρέθην, ἀλλὰ μοῦ κόψαν τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ ἔβαλαν φυλακὴ διότι ἐτήρησα καὶ τηρῶ τὸν ὅρκον μου καὶ ὅλην τὴν πίστιν μου. Ἀλλὰ τἰ λέγουν αἱ Γραφαί. «ΘΕΩ ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΝ ΜΑΛΛΟΝ Ἢ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ». Πορεύου καὶ σὺ παιδί μου καὶ ποίει ὁμοίως.
Καὶ εὐλογήσας με ὁ πιστὸς καὶ ἄξιος θαυμασμοῦ καὶ ἀγάπης ἀληθὴς ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπεχώρησαν εἰς τὸ ἀνήλιον δῶμα τῶν φυλακῶν ἵνα ἐκεῖ λατρεύσῃ τὸν Θεὸν τὸν ἐνισχύοντα αὐτόν»[31].
à Κλείνοντας την παρούσα ομιλία οφείλουμε να τονίσουμε πως με την παράθεση των ντοκουμέντων αυτών που αφορούν τις διώξεις των προγόνων μας, δεν επιδιώξαμε να γεννήσουμε το μίσος, αλλά να στηλιτεύσουμε την υποκρισία. Ούτε να αυξήσουμε την διάσταση, αλλά να προβάλουμε την αλήθεια, η οποία απελευθερώνει και φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους. Σας ευχαριστώ πολύ.
----------------------------------------------------------------
[1] Επιστολή προς Νικόδημον, 22/7/1971.
[2] Βραδυνή (7-4-1924), Νέα Ημέρα (7-4-1924), Σκριπ (7-4-1924), Εμπρός (7-4-1924).
[3] Ελεύθερος Λόγος (7-4-1924), Εμπρός (8-4-1924), Νέα Αλήθεια (8-4-1924).
[4] Πάνταινος 31-5-1924.
[5] Πάνταινος (27.9/10.10-8-1924).
[6] Ελεύθερος Λόγος (8-1-1925), Ελεύθερον Βήμα (8-1-1925).
[7] Σκριπ (10-1-1925).
[8] Σκριπ (8-1-1925).
[9] Σφαίρα (7-1-1925), Απογευματινή (7-1-1925), Βραδυνή (7-1-1925), Σκριπ (8-1-1925), Απογευματινή (8-1-1925), Ελεύθερον Βήμα (8-1-1925), Έθνος (8-1-1925), Σκριπ (9-1-1925), Εμπρός (9-1-1925), Ελεύθερος Τύπος (9-1-1925), Ελεύθερος Λόγος (9-1-1925), Σκριπ (10-1-1925), Σκριπ (13-1-1925).
[10] Σκριπ (19-1-1925).
[11] Σκριπ 25-1-1925.
[12] Σκριπ 15-4-1926, Ελληνική 15-4-1926, Πολιτεία 15-4-1926, Εμπρός 15-4-1926, Νέα Ημέρα 15-4-1926, Ελληνική 17-4-1926.
[13] Ελληνική 25-4-1926.
[14] Σκριπ 9-1-1927.
[15] Σκριπ 10-1-1927.
[16] Τα Πάτρια, τόμος Ε΄, σελ. 38-46. Το Φως [Θεσσαλονίκης] (20/21-1-1927).
[17] Το Φως [Θεσσαλονίκης] (22-1-1927), Μακεδονία (22-1-1927).
[18] Σκριπ 22-11-1927, Χρονικά 22-11-1927, Ελεύθερος Λόγος 23-11-1927, Νέα Ημέρα 24-11-1927, Πολιτεία 24-11-1927, Πρωία 29-11-1927.
[19] Σκριπ 24-11-1927, Σκριπ 30-4-1928, Η αναγέννησις του λαού 25-3-1928.
[20] Η αναγέννησις του λαού 11-12-1927.
[21] Η αναγέννησις του λαού 14-1-1928.
[22] Η αναγέννησις του λαού 4-3-1928.
[23] Σκριπ 6-3-1928, Σκριπ 7-3-1928.
[24] Σκριπ 7-4-1928.
[25] Σκριπ 15-4-1928.
[26] Η αναγέννησις του λαού 13-5-1928.
[27] Αυτόθι.
[28] Σκριπ 1-10-1928.
[29] Σκριπ 13-5-1928.
[30] Η δημόσια κατακραυγή για την αθλιότητα της φυλακής αυτής οδήγησε στην κατεδάφισή της το 1929.
[31] Σκριπ 28-4-1928, Σκριπ 11-5-1928, Σκριπ 12-6-1928, Σκριπ 29-11-1928, Σκριπ 30-11-1928. Σκριπ 2-12-1928 (η συνέντευξη).
Πηγή: ''ΚΡΥΦO ΣΧOΛΕΙΟ''