Ἡ Ἐθνικὴ
Ἐπέτειος τῶν Νικητηρίων (15/28.10.1940)
Ὃταν
τὸ πρωϊνὸ τῆς Δευτέρας 28 ᾿Οκτωβρίου
1940 οἱ σειρῆνες σὲ
ὅλη τὴν Χώρα
ἤχησαν σκορπίζοντας τὸ θλιβερὸ μήνυμα
ἑνὸς ἄδικου
πολέμου, ταὐτόχρονα
διαλαλοῦσαν ἕνα μεγάλο μήνυμα-γνώρισμα
τῆς
῾Ελληνικῆς
Φυλῆς σὲ δύσκολες περιστάσεις: Τὸ
μήνυμα τῆς ἑνότητας.
῞Ολοι οἱ
῞Ελληνες μαζὶ στὴν πρώτη γραμμή.
Δὲν ἦταν
εὐκαιριακὴ αὐτὴ ἡ συμπεριφορά. ῏Ηταν
θησαυρὸς κρυμμέ-
νος στὶς καρδιὲς
τῶν ῾Ελλήνων καὶ ξεχείλισε μὲ κάθε
τρόπο:
-Ὅταν ὁ τότε
Πρωθυπουργὸς ἔλαβε τὸ διάταγμα
ἐπιστράτευσης γιὰ
νὰ τὸ ὑπογράψει,
σὰν συνέπεια τοῦ ἱστορικοῦ «ΟΧΙ»
ποὺ εἶπε «ὡς ἐν-
τολοδόχος τῆς
θελήσεως τοῦ ῾Ελληνικοῦ λαοῦ ὅπως
ὑπεραμυνθῇ τῆς
Πατρίδος»
(᾿Αδ. Κύρου), ἔκανε πρῶτα τὸ σταυρό
του καὶ εἶπε: «῾Ο Θεὸς
σώζοι τὴν
῾Ελλάδα» (Διον. Κόκκινος).
-Ἡ καταληκτικὴ
φράση τοῦ πρώτου πολεμικοῦ ἀνακοινωθέντος
ἀποδεικνύει
περίτρανα τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ λαοῦ
μας: «Αἱ ἡμέτεραι
δυνάμεις
ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους».
-Τὰ ἐκδοθέντα
διαγγέλματα τῆς ῾Ηγεσίας τῆς Χώρας,
ἐμπνέονται
ἀπὸ αὐτὲς τὶς
ἀρχές: «Μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ
τὰ πεπρωμένα τῆς
Φυλῆς, τὸ
῎Εθνος σύσσωμον καὶ πειθαρχοῦν ὡς
εἷς ἄνθρωπος θὰ ἀγω-
νισθῇ ὑπὲρ
βωμῶν καὶ ἑστιῶν, μέχρι τῆς τελικῆς
νίκης». Καὶ «ἡ στιγμὴ
ἐπέστη ποὺ
θὰ ἀγωνισθῶμεν διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν
τῆς ῾Ελλάδος, τὴν
ἀκεραιότητα
καὶ τὴν τιμήν της».
Τὸ «Μολὼν
λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα, «τὸ δὲ τὴν
Πόλιν σοι δοῦναι οὐτ᾿
ἐμὸν ἐστίν,
οὔτε ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ»
τοῦ Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου,
τὸ «᾿Ελευθερία ἢ Θάνατος» τοῦ
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμα-
νοῦ καὶ ὅλων
τῶν ξεσηκωμένων, ξαναζοῦσαν στὶς
καρδιὲς τῶν ῾Ελλή-
νων μὲ τὸ ἡρωϊκὸ
«ΟΧΙ», ποὺ ἐπαναλαμβανόταν ἀπὸ
τὰ χείλη ὅλων, ὡς
παιάνας νίκης.
*
* *
Μία νίκη, γιὰ
τὴν ὁποίαν ἐδίδοντο σκληρὲς μάχες,
ὄχι μὲ λόγια, εὐ-
χὲς ἢ κάπου
μακριά. ᾿Αλλὰ ὅλοι στὴν πρώτη γραμμή:
-Πρῶτα ἀπὸ
ὅλους οἱ ἡρωϊκοὶ στρατιῶτες μας, μὲ
τὴν λόγχη στὰ χέ-
ρια, μὲ ψυχὴ
γεμάτη ῾Ελλάδα καὶ γερὰ στήθη ὅλο
ἐνθουσιασμό, νὰ γεμί-
ζουν τὶς γύρω
κορυφὲς μὲ τὴν ἰαχὴ τῆς δόξας ΑΕΡΑ!
᾿Αδιάφοροι γιὰ τὶς
κακουχίες,
ἀτρόμητοι μπροστὰ στὸν θάνατο. Καὶ
ἡ πίστη τους; «Μὲ
τὴν Μεγαλόχαρη
πάντα ἐμπρὸς» καὶ ἡ σχετικὴ ἀπεικόνιση
βρισκόταν
ἀκόμη καὶ στὰ
χαρακώματα.
-Κοντὰ στοὺς
λεβεντόκορμους στρατιῶτες μας καὶ
τοὺς ἀετόφτερους
τσολιάδες μας,
οἱ λυγερόκορμες μὲ τὴν γενναία καρδιὰ
῾Ελληνίδες! ῾Ηλι-
κιωμένες, ὥριμες,
κοριτσόπουλα, μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὴν
παγωνιὰ νὰ ἔχουν
ἀφήσει τὰ
σημάδια τους στὶς ὄμορφες καὶ καθαρὲς
μορφές τους. Οἱ
γυναῖκες τῆς
Πίνδου. Δίπλα στοὺς στρατιῶτες μας,
φορτωμένες μὲ κι-
βώτια γεμάτα
τρόφιμα, φάρμακα, ἐφόδια, ὁπλισμὸ
καὶ κυρίως πυρομα-
χικά.
-Μαζὶ μὲ τοὺς
στρατιῶτες μας, πολὺ κοντά, δίπλα τους,
οἱ ἡρωϊκὲς
ἐθελόντριες
ἀδελφὲς νοσοκόμες, γιὰ νὰ προσφέρουν
τὶς ὑπηρεσίες τους,
νὰ ἀνακουφίζουν
τὸν πόνο, μερικὲς φορὲς νὰ σώζουν
ἀπὸ τὸν θάνατο.
᾿Αρκετὲς ἀπὸ
αὐτὲς βρῆκαν ἡρωϊκὸ τέλος.
-Οἱ κάτοικοι
τῶν ὀρεινῶν χωριῶν τῆς Πίνδου, ἀλλὰ
καὶ τῆς Βορείου
᾿Ηπείρου μας,
πολλὰ πρόσφεραν στὸν ῾Ελληνικὸ
Στρατό, σὰν ὁδηγοὶ
στὶς κακοτοπιές,
στὰ δύσκολα μονοπάτια, ποὺ ὁδηγοῦσαν
στὸν προο-
ρισμὸ τῶν
στρατιωτικῶν μας μονάδων.
*
* *
Καὶ πολλὰ ἄλλα
ἔχουν συμβεῖ στὴν πρώτη γραμμή, χωρὶς
νὰ λησμο-
νοῦμε καὶ τὶς
μεγάλες ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφερε στὸν
ἀγῶνα ὅλος ὁ ἑλ-
ληνικὸς λαός,
ἡλικιωμένοι, γυναῖκες καὶ παιδιὰ στὰ
μετόπισθεν.
Θὰ κλείσουμε
μὲ μία πολεμικὴ ἀνταπόκριση στὴν
ἐφημερίδα «᾿Αθη-
ναϊκὰ Νέα» τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης:
᾿Επρόκειτο σὲ
ἕνα Σύνταγμα στὸ μέτωπο νὰ παρασημοφορηθοῦν
ὁρισμένοι ἄνδρες
ποὺ διακρίθηκαν ἰδιαίτερα στὶς
ἐπιχειρήσεις. ᾿Ανά-
μεσά τους καὶ
ἕνας στρατιώτης χαμηλοῦ ἀναστήματος.
῏Ηταν ὁ σαλπι-
γκτὴς τῆς
Μονάδας. Τὸ ἡρωϊκὸ κατόρθωμά του;
Χρειάσθηκε τρεῖς
ὧρες νὰ ἐπιτίθεται
συνεχῶς τὸ Σύνταγμα καὶ ὁ ἥρωάς μας
σάλπιζε «προ-
χωρεῖτε»
τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες χωρὶς διακοπή,
ὥστε νὰ ματώσουν τὰ
χείλη του, νὰ
συνεχίζει μὲ ματωμένα χείλη καὶ τελικὰ
νὰ καταλήξει στὸ
ἰατρεῖο
ἐκστρατείας.
᾿Αθάνατη
ἑλληνικὴ ψυχή!
᾿Αθάνατοι...
ἥρωες!
(*)
Περιοδ. «Σύνδεσμος» Χριστιανικῆς
Στέγης Καλαμάτας, ἀριθ. 452, Ὀκτώβριος
2010, σελ.
192-193.
«Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
Ὡς
λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω
σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ᾿ ὡς
ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
Ἐκ
παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα
κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».