A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ - Ἡ Ἐθνικὴ Ἐπέτειος τῶν Νικητηρίων

Αποτέλεσμα εικόνας για 28η ᾿Οκτωβρίου 1940


Ἡ Ἐθνικὴ Ἐπέτειος τῶν Νικητηρίων (15/28.10.1940)



Ὃταν τὸ πρωϊνὸ τῆς Δευτέρας 28 ᾿Οκτωβρίου 1940 οἱ σειρῆνες σὲ

ὅλη τὴν Χώρα ἤχησαν σκορπίζοντας τὸ θλιβερὸ μήνυμα ἑνὸς ἄδικου
πολέμου, ταὐτόχρονα διαλαλοῦσαν ἕνα μεγάλο μήνυμα-γνώρισμα τῆς
῾Ελληνικῆς Φυλῆς σὲ δύσκολες περιστάσεις: Τὸ μήνυμα τῆς ἑνότητας.
῞Ολοι οἱ ῞Ελληνες μαζὶ στὴν πρώτη γραμμή.


Δὲν ἦταν εὐκαιριακὴ αὐτὴ ἡ συμπεριφορά. ῏Ηταν θησαυρὸς κρυμμέ-
νος στὶς καρδιὲς τῶν ῾Ελλήνων καὶ ξεχείλισε μὲ κάθε τρόπο:


-Ὅταν ὁ τότε Πρωθυπουργὸς ἔλαβε τὸ διάταγμα ἐπιστράτευσης γιὰ
νὰ τὸ ὑπογράψει, σὰν συνέπεια τοῦ ἱστορικοῦ «ΟΧΙ» ποὺ εἶπε «ὡς ἐν-
τολοδόχος τῆς θελήσεως τοῦ ῾Ελληνικοῦ λαοῦ ὅπως ὑπεραμυνθῇ τῆς
Πατρίδος» (᾿Αδ. Κύρου), ἔκανε πρῶτα τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «῾Ο Θεὸς
σώζοι τὴν ῾Ελλάδα» (Διον. Κόκκινος).


-Ἡ καταληκτικὴ φράση τοῦ πρώτου πολεμικοῦ ἀνακοινωθέντος
ἀποδεικνύει περίτρανα τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ λαοῦ μας: «Αἱ ἡμέτεραι
δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους».


-Τὰ ἐκδοθέντα διαγγέλματα τῆς ῾Ηγεσίας τῆς Χώρας, ἐμπνέονται
ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀρχές: «Μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὰ πεπρωμένα τῆς
Φυλῆς, τὸ ῎Εθνος σύσσωμον καὶ πειθαρχοῦν ὡς εἷς ἄνθρωπος θὰ ἀγω-
νισθῇ ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, μέχρι τῆς τελικῆς νίκης». Καὶ «ἡ στιγμὴ
ἐπέστη ποὺ θὰ ἀγωνισθῶμεν διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς ῾Ελλάδος, τὴν
ἀκεραιότητα καὶ τὴν τιμήν της».


Τὸ «Μολὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα, «τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὐτ᾿
ἐμὸν ἐστίν, οὔτε ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ» τοῦ Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου, τὸ «᾿Ελευθερία ἢ Θάνατος» τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμα-
νοῦ καὶ ὅλων τῶν ξεσηκωμένων, ξαναζοῦσαν στὶς καρδιὲς τῶν ῾Ελλή-
νων μὲ τὸ ἡρωϊκὸ «ΟΧΙ», ποὺ ἐπαναλαμβανόταν ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων, ὡς
παιάνας νίκης.

* * *

Μία νίκη, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐδίδοντο σκληρὲς μάχες, ὄχι μὲ λόγια, εὐ-
χὲς ἢ κάπου μακριά. ᾿Αλλὰ ὅλοι στὴν πρώτη γραμμή:

-Πρῶτα ἀπὸ ὅλους οἱ ἡρωϊκοὶ στρατιῶτες μας, μὲ τὴν λόγχη στὰ χέ-
ρια, μὲ ψυχὴ γεμάτη ῾Ελλάδα καὶ γερὰ στήθη ὅλο ἐνθουσιασμό, νὰ γεμί-
ζουν τὶς γύρω κορυφὲς μὲ τὴν ἰαχὴ τῆς δόξας ΑΕΡΑ! ᾿Αδιάφοροι γιὰ τὶς
κακουχίες, ἀτρόμητοι μπροστὰ στὸν θάνατο. Καὶ ἡ πίστη τους; «Μὲ
τὴν Μεγαλόχαρη πάντα ἐμπρὸς» καὶ ἡ σχετικὴ ἀπεικόνιση βρισκόταν
ἀκόμη καὶ στὰ χαρακώματα.

-Κοντὰ στοὺς λεβεντόκορμους στρατιῶτες μας καὶ τοὺς ἀετόφτερους
τσολιάδες μας, οἱ λυγερόκορμες μὲ τὴν γενναία καρδιὰ ῾Ελληνίδες! ῾Ηλι-
κιωμένες, ὥριμες, κοριτσόπουλα, μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὴν παγωνιὰ νὰ ἔχουν
ἀφήσει τὰ σημάδια τους στὶς ὄμορφες καὶ καθαρὲς μορφές τους. Οἱ
γυναῖκες τῆς Πίνδου. Δίπλα στοὺς στρατιῶτες μας, φορτωμένες μὲ κι-
βώτια γεμάτα τρόφιμα, φάρμακα, ἐφόδια, ὁπλισμὸ καὶ κυρίως πυρομα-
χικά.

-Μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες μας, πολὺ κοντά, δίπλα τους, οἱ ἡρωϊκὲς
ἐθελόντριες ἀδελφὲς νοσοκόμες, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους,
νὰ ἀνακουφίζουν τὸν πόνο, μερικὲς φορὲς νὰ σώζουν ἀπὸ τὸν θάνατο.
᾿Αρκετὲς ἀπὸ αὐτὲς βρῆκαν ἡρωϊκὸ τέλος.

-Οἱ κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν χωριῶν τῆς Πίνδου, ἀλλὰ καὶ τῆς Βορείου
᾿Ηπείρου μας, πολλὰ πρόσφεραν στὸν ῾Ελληνικὸ Στρατό, σὰν ὁδηγοὶ
στὶς κακοτοπιές, στὰ δύσκολα μονοπάτια, ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸν προο-
ρισμὸ τῶν στρατιωτικῶν μας μονάδων.

* * *

Καὶ πολλὰ ἄλλα ἔχουν συμβεῖ στὴν πρώτη γραμμή, χωρὶς νὰ λησμο-
νοῦμε καὶ τὶς μεγάλες ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφερε στὸν ἀγῶνα ὅλος ὁ ἑλ-
ληνικὸς λαός, ἡλικιωμένοι, γυναῖκες καὶ παιδιὰ στὰ μετόπισθεν.
Θὰ κλείσουμε μὲ μία πολεμικὴ ἀνταπόκριση στὴν ἐφημερίδα «᾿Αθη-
ναϊκὰ Νέα» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης:

᾿Επρόκειτο σὲ ἕνα Σύνταγμα στὸ μέτωπο νὰ παρασημοφορηθοῦν
ὁρισμένοι ἄνδρες ποὺ διακρίθηκαν ἰδιαίτερα στὶς ἐπιχειρήσεις. ᾿Ανά-
μεσά τους καὶ ἕνας στρατιώτης χαμηλοῦ ἀναστήματος. ῏Ηταν ὁ σαλπι-
γκτὴς τῆς Μονάδας. Τὸ ἡρωϊκὸ κατόρθωμά του; Χρειάσθηκε τρεῖς
ὧρες νὰ ἐπιτίθεται συνεχῶς τὸ Σύνταγμα καὶ ὁ ἥρωάς μας σάλπιζε «προ-
χωρεῖτε» τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες χωρὶς διακοπή, ὥστε νὰ ματώσουν τὰ
χείλη του, νὰ συνεχίζει μὲ ματωμένα χείλη καὶ τελικὰ νὰ καταλήξει στὸ
ἰατρεῖο ἐκστρατείας.

᾿Αθάνατη ἑλληνικὴ ψυχή!
᾿Αθάνατοι... ἥρωες!

(*) Περιοδ. «Σύνδεσμος» Χριστιανικῆς Στέγης Καλαμάτας, ἀριθ. 452, Ὀκτώβριος
2010, σελ. 192-193.





«Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,

Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.

Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,

Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε». 








Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (12 Ὀκτωβρίου)




Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπολόγος, γεννήθηρους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος τολής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε Κωνσταντινουπόλεως, πρυ Βασβίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της  φυσικό, έτυχε καοσέλαε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήτανενδιαφέρον για μάθηση.

Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου μονής 
Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τον Μωυσή.

Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή 
μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε με τον Θεό, 
είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά - σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.

Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.

Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.

Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του 
Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.

Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών 
σωμάτων. Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη 
από την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.

Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, 
Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.

Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. 
αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1022 μ.Χ.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάμαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.

Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.







Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

 ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ  ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ  ΧΑΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΣ




Ἀδελφοί μου, ἄς μεριμνήσουμε μέ ἄγρυπνη φροντίδα γιά τίς ψυχές μας. Ποιός θά μᾶς ξαναδώσει αὐτό τό χρόνο, ἄν τόν χάσουμε; Πραγματικά θά ᾿ ρθει ὥρα πού θ᾿ ἀναζητοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες καί δέν θά τίς βρίσκουμε. Ὁ ἀββάς Ἀρσένιος ἔλεγε πάντοτε στόν ἑαυτόν του: «Ἀρσένιε, γιά ποιό λόγο ἄφησες τόν κόσμο;»1 Ἐμεῖς ὅμως ζοῦμε μέ τόση ἀμέλεια πού οὔτε ξέρουμε γιατί ἀφήσαμε τόν κόσμο, οὔτε ξέρουμε τί σημαίνει αὐτό πού θελήσαμε. Γι᾿ αὐτό, ὄχι μόνο δέν προκόβουμε, ἀλλά καί πάντοτε εἴμαστε γεμάτοι θλίψη. Καί αὐτό μᾶς συμβαίνει ἐπειδή δέν παρακολουθοῦμε ἄγρυπνα τήν καρδιά μας. Πραγματικά, ἄν θελαμε λίγο ν᾿ ἀγωνιστοῦμε δέν θά στενοχωριόμαστε καί δέν θά κουραζόμαστε γιά πολύ. Γιατί καί ἄν ἀκόμα στήν ἀρχή βιάζει κανείς τόν ἑαυτόν του, ὅμως μέ τόν ἀγώνα σιγά – σιγά προοδεύει, καί στή συνέχεια τά κάνει ὅλα ξεκούραστα, γιατί ὁ Θεός βλέπει ὅτι πιέζει τόν ἑαυτόν του καί τόν βοηθάει.

Καί ἐμεῖς λοιπόν ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς βάλουμε ἀρχή, ἄς ἐπιθυμήσουμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή τό καλό. Γιατί καί ἄν ἀκόμα δέν βρισκόμαστε στήν τελειότητα, ὅμως καί μόνο τό νά θέλουμε εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Γιατί ἀπό τή θέληση προχωρᾶμε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στόν ἀγώνα καί ἀπό τόν ἀγώνα βοηθιόμαστε ν᾿ ἀποκτήσουμε τίς ἀρετές. Γι᾿ αὐτό καί ἕνας ἀπό τούς Πατέρες ἔλεγε:
«Δῶσε αἷμα καί πάρε πνεῦμα»2. Αὐτό σημαίνει τό «ἀγωνίσου καί ἡ ἀρετή θά ταυτιστεῖ μέ τό εἶναι σου».

Ὅταν σπούδαζα στόν κόσμο, στήν ἀρχή κουραζόμουνα πάρα πολύ, καί ὅταν ἐρχόταν ἡ ὤρα νά πιάσω βιβλίο στά χέρια μου, ἔνιωθα σάν νά πήγαινα νά πιάσω ἄγριο θηρίο. Καθώς ὅμως ἐπέμενα, βιάζοντας τόν ἑαυτό μου, βοήθησε ὁ Θεός, καί τόσο πολύ συνήθισα τή μελέτη, ὥστε νά μήν καταλαβαίνω τί ἔτρωγα καί τί ἔπινα ἤ πῶς κοιμόμουνα ἀπό τήν πολλή εὐχαρίστηση πού ἔνιωθα ἀπό τήν ἀνάγνωση. Καί ποτέ δέν μέ τράβηξε ἡ ἐπιθυμία νά πάω νά φάω μέ ἕναν ἀπό τούς φίλους μου, ἀλλά οὔτε κἄν τούς συναντοῦσα ὅταν εἶχα διάβασμα, παρόλο ὅτι ἤμουν κοινωνικός καί ἀγαποῦσα τούς φίλους μου.


…….


Παρόμοια, ἄν θέλει κανείς ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετή δέν πρέπει ν᾿ ἀδιαφορεῖ οὔτε ν᾿ ἀφήνει τό νοῦ του νά σκορπάει. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς κάποιος πού θέλει νά μάθει ἀρχιτεκτονική, δέν ἔχει τό νοῦ του σέ ἄλλη τέχνη, ἔτσι καί αὐτοί πού θέλουν νά μάθουν τήν πνευματική τέχνη, δέν πρέπει νά ἔχουν τό νοῦ τους σέ κανένα ἄλλο πράγμα, ἀλλα νύχτα – μέρα νά σκέπτονται γι᾿ αὐτή, πῶς θά μπορέσουν νά τήν ἀποκτήσουν. Ὅσοι ὅμως δέν καταπιάνονται μ᾿ αὐτό τό ἔργο μέ τέτοια διάθεση, ὄχι μόνο δέν προκόβουν, ἀλλά καί τσακίζονται γυροφέρνοντας ἔτσι ἄσκοπα. Γιατί, ἄν καθένας μας δέν ἀγωνιστεῖ μέ ἀνύστακτη φροντίδα καί προσοχή, πολύ εὔκολα θά ξεστρατίσει ἀπό τό σωστό δρόμο πού ὁδηγεῖ στίς ἀρετές.

Γιατί οἱ ἀρετές βρίσκονται στό μέσον. Εἶναι ἡ βασιλική ὁδός γιά τήν ὁποία εἶπε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος Γέροντας:
«Νά βαδίζετε τή βασιλική ὁδό καί νά ξέρετε πόσα μίλια ἔχετε διανύσει»3.

Οἱ ἀρετές λοιπόν, ὅπως εἶπα, βρίσκονται ἀνάμεσα στίς ὑπερβολές καί στίς ἐλλείψεις. Γι᾿ αὐτό ἔχει γραφτεῖ:
«Μή ξεφεύγεις στά δεξιά, οὔτε στ᾿ ἀριστερά (Παροιμ. Δ΄ : 27), ἀλλά νά βαδίζεις στή βασιλική ὁδό» (Ἀριθ. 20, 17).

Καί ὁ Ἅγ. Βασίλειος λέει:
«Εὐθύς στήν καρδιά εἶναι ἐκεῖνος πού ὁ λογισμός του δέν ρέπει σέ ὑπερβολή ἤ σέ ἔλλειψη, ἀλλά ἐκεῖνος πού σκοπεύει τό μέσον, δηλαδή τήν ἀρετή»4.

Νά, τί ἐννοῶ. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ κακία δέν εἶναι τίποτα, δέν ἔχει οὔτε οὐσία οὔτε ὑπόσταση. Ἀλλοίμονο καί ἄν δέν ἦταν ἔτσι! Ἀλλά νά, τί συμβαίνει. Ἡ ψυχή μέ τό νά ξεφύγει ἀπό τή βασιλική ὁδό τῆς ἀρετῆς ἀποκτάει ἐμπάθεια καί τελεσιουργεῖ τό κακό. Στή συνέχεια λοιπόν τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτό τό ἴδιο τό κακό, γιατί χάνει τήν ἀνάπαυση πού εὕρισκε ζώντας φυσικά μέσα στήν ἀρετή…. Ἔτσι καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή κάνει τό κακό εἰς βάρος της, χωρίς αὐτό νά ἔχει προηγουμένως καμιά οὐσία καί ὑπόσταση καί στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ ψυχή τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτό τό κακό.

 Καί καλά εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος:

«Ἡ φωτιά βέβαια γεννιέται ἀπό τά ξύλα καί καίει τά ξύλα, ὅπως ἀκριβῶς τούς κακούς ἡ κακία5, πού γεννιέται ἀπό τούς κακούς καί καταστρέφει τούς κακούς».
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά ἀρρωστημένα σώματα. Ὅταν κανείς δέν προσέξει καί δέν φροντίσει τόν ἑαυτόν του στά θέματα τῆς ὑγείας, προκύπτει στόν ὀργανισμό ἤ πλεονασμός ἤ ἔλλειψη καί ἀπ᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ὑγεία του. Ὥστε πρίν ἀπ᾿ αὐτό δέν ὑπῆρχε καμιά ἀρρώστια, οὔτε τίποτα ἄλλο συνέβαιννε. Καί πάλι ἀφοῦ γιατρευτεῖ τό σῶμα δέν ὑπάρχει πουθενά ἡ ἀρρώστια. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ κακία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, γιατί μ᾿ αὐτήν ἡ ψυχή χάνει τή φυσική κατάσταση τῆς ὑγείας της, πού δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ ἀρετή6. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι οἱ ἀρετές βρίσκονται στή μέση, π.χ. ἡ ἀνδρεία βρίσκεται μεταξύ τῆς δειλίας καί τῆς θρασύτητας. Ἡ ταπεινοφροσύνη βρίσκεται μεταξύ τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Παρόμοια ὁ σεβασμός βρίσκεται μεταξύ τῆς ντροπῆς καί τῆς ἀναίδειας. Ἔτσι, μέ τήν ἴδια ἀναλογία καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές. Ἄν λοιπόν βρεθεῖ ἄνθρωπος πού ἀξιώθηκε ν᾿ ἀποκτήσει αὐτές τίς ἀρετές, αὐτός βρίσκεται ἔντιμος στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ φαίνεται πάντοτε ὅτι τρώει καί πίνει καί κοιμᾶται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἰδιαίτερα ἔντιμος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τίς ἀρετές πού ἔχει. Ἄν ὅμως δέν παρακολουθεῖ κανείς μέ ἄγρυπνο μάτι τόν ἑαυτόν του καί δέν τόν προφυλάσσει, εὔκολα ξεστρατίζει ἤ στά δεξιά ἤ σταριστερά, δηλαδή ἤ στήν ὑπερβολή ἤ στήν ἔλλειψη καί γεννάει τήν ἀρρώστια πού εἶναι ἡ κακία.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ βασιλική ὁδός πού βάδισαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τά δέ μίλια εἶναι οἱ διάφορες καταστάσεις πού πρέπει νά μετράει κανείς πάντοτε γιά νά βλέπει ποῦ βρίσκεται σέ ποιό σημεῖο ἔφτασε, σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται. Νά, τί ἐννοῶ.
Ἐμεῖς μοιάζουμε μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν σκοπό νά περπατήσουν μέχρι τούς Ἁγίους Τόπους.
Καί ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό μιά πόλη, μερικοί περπάτησαν πέντε μίλια καί σταμάτησαν.

Ἄλλοι περπάτησαν δέκα καί ἄλλοι ἔφτασαν μέχρι τή μέση τοῦ δρόμου.

Ἄλλοι δέν περπάτησαν καθόλου, ἀλλά βγῆκαν μέν ἀπό τήν πόλη, παρέμειναν ὅμως ἔξω ἀπό τίς πύλες ἀνάμεσα στά σκουπίδια.

Ἄλλοι ἐνῶ βρίσκονται στό δρόμο, μερικές φορές περπατᾶνε δυό μίλια καί χάνονται καί γυρίζουν πίσω ἤ περπατᾶνε δυό μίλια καί γυρίζουν πίσω πέντε.

Ἄλλοι περπάτησαν μέχρι τήν ἅγια Πόλη, παρέμειναν ὅμως ἔξω καί δέν μπῆκαν μέσα ἀπό τά τείχη της.

………
.

Γιατί ὑπάρχουν τρεῖς καταστάσεις στόν ἄνθρωπο.
Εἶναι αὐτός πού ἀφήνει τά πάθη του νά ἐκδηλώνονται ἐλεύθερα καί ἀνενόχλητα, εἶναι καί ἐκεῖνος πού δέν τά ἀφήνει νά ἐκδηλωθοῦν καθόλου, εἶναι καί αὐτός πού τά ξεριζώνει. Ἐκεῖνος πού ἀφήνει τά πάθη του νά ἐκδηλώνονται εἶναι αὐτός πού συμμορφώνει τή ζωή του μ᾿ αὐτά, αὐτός πού ἀπαιτεῖ νά τοῦ δίνονται οἱ συνθῆκες τῆς δραστηριότητας τοῦ πάθους, σάν νόμιμο δικαίωμα.

Αὐτός πού δέν ἐπιτρέπει στό πάθος νά ἐκδηλωθεῖ, εἶναι ἐκεῖνος πού οὔτε τό ἀφήνει ἐλεύθερο νά ἐκδηλωθεῖ, οὔτε τό ξεριζώνει, ἀλλά μέ περίσκεψη καί κυριαρχημένη θέληση τό ξεπερνάει τή στιγμή τοῦ πειρασμοῦ. Τό κρατάει ὅμως μέσα του.

Αὐτός δέ πού ξεριζώνει τό πάθος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται διαρκῶς καί κάνει ὅλα τά ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει τό πάθος.|

Καί οἱ τρεῖς αὐτές καταστάσεις ἔχουν πολύ πλάτος. Νά, τί ἐννοῶ. Θέλετε ν᾿ ἀναφέρουμε ὁποιοδήποτε πάθος καί νά τό ἐξετάσουμε; Θέλετε νά μιλήσουμε γιά τήν ὑπερηφάνεια ἤ γιά τήν πορνεία; Ἤ θέλετε καλύτερα νά ποῦμε γιά τήν κενοδοξία, ἐπειδή πέφτουμε πολύ σ᾿ αὐτή; Ἀπό κενοδοξία δέν ἀνέχεται ν᾿ ἀκούσει κανείς μιά κουβέντα ἀπό τόν ἀδελφό του. Εἶναι κάποιος πού μόλις ἀκούει ἕνα λόγο ταράσσεται καί λέει πέντε λόγια ἤ δέκα, ἀντί γιά τή μιά κουβέντα πού τοῦ εἶπαν, καί μαλώνει καί ταράσσει. Ἀφοῦ δέ τελειώσει ἡ διαμάχη ἐξακολουθεῖ νά σκέπτεται ἄσχημα ἐναντίον ἐκείνου πού τοῦ εἶπε τό λόγο, καί νά θυμᾶται μέ ἐμπάθεια τό κακό πού τοῦ ἔγινε καί νά λυπᾶται γιατί δέν εἶπε περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα εἶπε. Καί ἑτοιμάζει μέσα του πολύ χειρότερα λόγια γιά νά τοῦ πεῖ καί πάντοτε λέει: «Ἄχ! Γιατί νά μήν τοῦ πῶ κι αὐτό; Καί πρέπει νά τοῦ πῶ καί αὐτό». Καί βρίσκεται πάντοτε ὀργισμένος. Νά, αὐτή εἶναι ἡ μιά κατάσταση. Σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση ἡ ἐνέργεια τοῦ κακοῦ ἔχει παγιωθεῖ στόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό τέτοια κατάσταση. Αὐτή ἡ κατάσταση κάνει τόν ἄνθρωπο ἄξιο τῆς κολάσεως. Γιατί κάθε ἁμαρτία πού δέν ἐξαφανίζεται μέ τή διόρθωση καί τή μετάνοια ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν ἅδη. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμα ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θελήσει νά μετανοήσει, δέν μπορεῖ μόνος του νά ξεφύγει ἀπό τό πάθος, ἄν δέν ἔχει βοήθεια καί ἀπό μερικούς Ἁγίους, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες. Γι᾿ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω, φροντίστε νά κόψετε τά πάθη, πρίν γίνουν μόνιμα ἰδιώματα τῆς ψυχῆς σας.

Εἶναι καί ἄλλος πού ταράσσεται μέν ὅταν ἀκούσει ἕνα λόγο καί λέει καί αὐτός πέντε λόγους ἤ καί δέκα ἀντί γιά τόν ἕνα. Καί στενοχωριέται γιατί δέν εἶπε ἄλλα τρίς χειρότερα ἀπ᾿ αὐτά καί λυπᾶται καί τό θυμᾶται μέ ἐμπάθεια. Μένει δέ μερικές ἡμέρες ἔτσι καί μετά μετανοιώνει.

Ἄλλος μένει ἔτσι μιά μέρα καί μετά μετανοιώνει.

Ἄλλος βρίζει, μαλώνει, ταράσσεται, ταράσσει καί ἀμέσως μετανοιώνει.

Κυτάξτε πόσες διαφορές καταστάσεων. Καί ὅμως ὅλοι αὐτοί εἶναι γιά τόν ἅδη, ἐφόσον ἐπιτρέπουν στό πάθος νά δρᾶ μέσα στήν ψυχή τους.

……….

Καθένας μας λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἄς μάθει σέ ποιά κατάσταση ἀνήκει. Ἄν δηλαδή μέ τή θέλησή του δουλεύει στό πάθος καί τό ἀπολαμβάνει ἤ δέν τό κάνει μέ τή θέλησή του ὅμως νικιέται ἤ παρασύρεται ἀπό τή συνήθεια καί τό κάνει, καί μετά ἀπό τήν πράξη στενοχωριέται καί μετανοεῖ γιατί τό ἔκανε, ἤ ἀγωνίζεται νά συγκρατήσει τό πάθος μέ ἐπίγνωση ἤ μέ τή βοήθεια ἄλλου πάθους ἀγωνίζεται. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, πολλές φορές σιωπᾶ κανείς ἤ ἀπό κενοδοξία ἤ ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ μέ λίγα λόγια ἀπό ἕναν ἐμπαθή ἀνθρώπινο λογισμό. Νά διερωτᾶται ἀκόμα ἄν ἄρχισε νά ξεριζώνει τό πάθος, καί ἄν τό ξεριζώνει μέ ἐπίγνωση καί κάνει ὅλα τά ἀντίθετα ἀπό τό πάθος. Καθένας ἄς μάθει σέ ποιό σημεῖο βρίσκεται, σέ ποιό μίλι τοῦ δρόμου.

Ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἐρευνᾶμε τούς ἑαυτούς μας ὄχι μόνο καθημερινά, ἀλλά καί σέ τακτά χρονικά διαστήματα καί κάθε μήνα καί κάθε ἑβδομάδα, καί νά λέμε:
«Τήν πρώτη ἑβδομάδα τόσο πιεζόμουνα ἀπ᾿ αὐτό τό πάθος, ἄραγε τώρα πῶς εἶμαι»; Κατά παρόμοιο τόπο κατά διαστήματα νά λέμε ὅτι: «Πέρυσι, μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημεῖου μέ νικοῦσε αὐτό τό πάθος. Τώρα ποῦ βρίσκομαι»; Καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καθημερινά νά ἐξετάζουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄν προκόψαμε λίγο ἤ βρισκόμαστε στά ἴδια ἤ χειροτερέψαμε.

Ὁ Θεός νά μᾶς χαρίσει δύναμη, ὥστε καί ἄν ἀκόμα δέν ξεριζώνουμε τό πάθος, τουλάχιστον νά μήν τό ἐνεργοῦμε, ἀλλά νά τό συγκατοῦμε. Γιατί πραγματικά εἶναι πολύ βαρύ πράγμα νά δουλεύουμε τό πάθος καί νά μήν τό ἐλέγχουμε. Καί σᾶς κάνω μιά σχετική παραβολή, μέ τί μοιάζει αὐτός πού ἀφήνει ἀνεξέλεγκτα τά πάθη του καί τά ἐνεργεῖ μέ τό θέλημά του. Μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ὁ ἐχθρός τοῦ ρίχνει ἄπειρα βέλη μέ τό τόξο καί ἐκεῖνος παίρνει αὐτά τά βέλη καί μέ τά ἴδια του τά χέρια τά μπήγει στήν καρδιά του. Ἐκεῖνος πού συγκατεῖ τό πάθος μοιάζει μ᾿ αὐτόν πού χτυπιέται δυνατά ἀπό τόν ἐχθρό του μέ τόξα, ἀλλά εἶναι προφυλαγμένος μέ θώρακα καί δέν τόν τρυποῦν τά βέλη. Ἐκεῖνος τέλος πού ξεριζώνει τό πάθος μοιάζει μ᾿ αὐτόν πού χτυπιέται δυνατά μέ τόξα καί δέχεται τά βέλη καί τά κατατσακίζει ἤ τά στέλνει πίσω στήν καρδιά τοῦ ἐχθροῦ του, ὅπως ἀναφέρεται στόν Ψαλμό: «Ἡ ρομφαία τους ἄς μπεῖ στήν καρδιά τους καί τά τόξα τους ἄς κατατσακιστοῦν» (Ψαλμ. 36 : 15).

Ἄς φροντίσουμε καί ἐμεῖς ἀδελφοί μου, καί ἄν ἀκόμα δέν μποροῦμε τελείως νά στρέψουμε τή ρομφαία τοῦ ἐχθροῦ στήν καρδιά του, τουλάχιστον νά μήν δεχόμαστε τά βέλη καί νά μήν τά μπήγουμε οἱ ἴδιοι στίς καρδιές μας ἀλλ, ἄν εἶναι δυνατόν, νά προφυλαχθοῦμε μέ θώρακα, γιά νά μήν πληγωθοῦμε ἀπό αὐτά.

Ὁ καλός Θεός ἄς μᾶς προστατέψει ἀπό αὐτά καί ἄς μᾶς δώσει ψυχική ἀγρύπνια καί ἐπιμέλεια καί ἄς μᾶς ὀδηγήσει στό δρόμο Του. Ἀμήν.

 Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν!

 Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ι΄ σελ. 251)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,

Ἱερά Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Πηγή: www.hristospanagia.gr

-------------------------------------------------------------

1Ἀβ. Ἀρσεν. P. G. 65, 1054.
2Ἀβ. Λογγίνος P.G. 65, 257B.
3Ἀβ. Βεν. P. G. 65, 145A.
4Μ. Βασ. P.G. 29, 244 D. Μ. Βασ. P.G. 30, 409 C. Γρηγ. Νύσ. P. G. 35, 1152 C.
5Γρη. Ναζ. P. G. 35, 1152 C.
6«Εἰσί δέ καί παρ᾿ ἡμῖν αἱ ἀρεταί κατά φύσιν, πρός ἅς ἡ οἰκείωσις τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκ διδασκαλίας ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεως ἐνυπάρχει. Ὡς γάρ οὐδείς ἡμᾶς λόγος διδάσκει τήν νόσον μισεῖν, ἀλλ᾿ αὐτόματον ἔχομεν τήν πρός τά λυποῦντα διαβολήν· οὕτω καί τῇ ψυχῇ ἔστι τις ἀδίδακτος ἔκκλισις τοῦ κακοῦ. Κακόν δέ πᾶν ἀρρωστία ψυχῆς· ἡ δέ ἀρετή λόγον ὑγείας ἐπέχει. Καλῶς γάρ ὡρίσαντό τινες ὑγιείαν εἶναι τήν εὐστάθειαν τῶν κατά φύσιν ἐνεργειῶν. Ὅ καί ἐπί τῆς ψυχήν εὐεξίας εἰπών, οὐχ ἁμαρτήσει τοῦ πρέποντος. Ὅθεν ὀρεκτική τοῦ οἰκείου καί κατά φύσιν αὐτῇ ἀδιδάκτως ἐστίν ἡ ψυχή».
(Μ. Βασ. P.G. 29, 196C ).

ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ; (Ἃγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης)

puparadin2


Την ζωή μας την έχουμε κάνει παιδικό παιχνίδι· όχι όμως αθώο, αλλά αμαρτωλό. Γιατί, ενώ γνωρίζουμε τον σκοπό της ζωής μας, τον παραμελούμε και ασχολούμαστε με μάταια και άσκοπα ζητήματα.




* Παραδινόμαστε στην απόλαυση των ενδυμάτων, αντί να σκεπάζουμε άνετα και ευπρεπώς το σώμα μας και έτσι να το προστατεύουμε από επιβλαβείς επιδράσεις.

* Παραδινόμαστε στην απόλαυση του χρυσού και του αργύρου, θαυμάζοντάς τα στα θησαυροφυλάκια. Αντί να το χρησιμοποιούμε μόνον για τις πραγματικές μας ανάγκες και να δίνουμε τα τυχόν περισσεύματα σε όσους έχουν ανάγκη.

* Παραδινόμαστε στην απόλαυση των κατοικιών μας. Αντί να έχουμε απλώς ασφαλή, άνετη και ευπρεπή στέγη για την προστασία μας από τα στοιχεία της φύσης.

* Παραδιδόμαστε στην απόλαυση των διανοητικών μας χαρισμάτων, του νου και της φαντασίας και τα μεταχειριζόμαστε για να υπηρετήσουμε απλώς την αμαρτία και την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Αντί να χρησιμοποιήσουμε αυτά, προ παντός, για να γνωρίσουμε τον Πάνσοφο Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου για προσευχή· για ικεσία για δοξολογία του Θεού· και για να εσωτερικεύσουμε αμοιβαία αγάπη και σεβασμό.


* Παραδινόμαστε στην απόλαυση της γνώσεως της κοσμικής ματαιότητας και για την απόκτηση της γνώσεως αυτής δαπανούμε πολύτιμο καιρό, ο οποίος μας δόθηκε για να ετοιμασθούμε για την αιωνιότητα.

* Παραδινόμαστε στην απόλαυση ωραίων ανθρωπίνων προσώπων και πολλές φορές τα μεταχειριζόμαστε για ικανοποίηση των παθών μας.

* Παραδινόμαστε, τέλος, στην απόλαυση των εαυτών μας, με το να θεωρούμε είδωλα τους εαυτούς μας, ενώπιον των οποίων υποκλινόμαστε (και θαυμάζουμε!). Και, επιπλέον, περιμένουμε (και κάποτε απαιτούμε!) και οι άλλοι να υποκλίνονται).
Ποιός μπορεί, με τρόπο ικανοποιητικό, να περιγράψει και να θρηνήσει τη μεγάλη ματαιότητα και αθλιότητα, στις οποίες εκούσια ρίχνουμε τους εαυτούς μας;


Ποιά απάντηση θα δώσουμε στον αθάνατο Βασιλέα Χριστό, τον Θεό μας, ο Οποίος θα έλθει πάλι για να κρίνει ζώντες και νεκρούς; Και να αποκαλύψει τις κρυμμένες σκέψεις όλων των καρδιών και να λάβει από μας απάντηση και απολογία για κάθε λόγο και έργο μας;

Αλλοίμονο σε μας, οι οποίοι φέρομε το όνομα του Χριστού, δεν ακολουθούμε όμως την διδασκαλία του Ευαγγελίου! Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος μας προσκαλεί συνεχώς κοντά του και μας ενισχύει ποικιλοτρόπως σε αυτή μας την πορεία.



(Αγ. Ιωάννης της Κρονστάνδης: «Η εν Χριστώ ζωή»)


Πηγή: “ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ”


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ! Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ ΤΟ 1967!


ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ (ΤΟΤΕ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ) ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ 1967! ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ ΛΙΓΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ:

"ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΜΟΥ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΑΘΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΑΥΤΟ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ".
 
"ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ; ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΟ ΚΑΡΥΔΙ, ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΠΑΝΕ ΤΑ ΣΑΠΙΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ ΑΥΤΟ!"

"ΕΙΣΘΕ ΤΟ ΦΡΕΝΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΧΩΡΙΣ ΦΡΕΝΟ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ. ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΟΝΤΟ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ!"

ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ

Ὁμιλία διά τήν «κατά Θεόν λύπη» (Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)




Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α' Κορ. 10, 4).

Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ' αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.

Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.

Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α' Κορ. 11, 31).


Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.

Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.

Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.

Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α' Κορ. 7, 31).

Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από την απέραντη μακροθυμία του Χριστού.

Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.

Σ' εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.

Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.

Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ. 72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου» (Ψαλμ. 34, 14)...

Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας προσκυνή­σουμε και ας προσπέσουμε και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης μας προτρέπει- ενώπιον του Κυ­ρίου που μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια και σ' αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει σ' Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμέ­νους Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4).

Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και γι' αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή του λόγου μας αναφέ­ραμε και μια ακόμα αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα τη θέα στερού­μαστε. Και όχι μόνο Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλ­λάξαμε τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε. Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη ζωή.
Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το τι έχουμε στερη­θεί, δεν θα πονέσει και δεν θα πενθήσει γι' αυτό; Αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει, τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.

Επομένως, εμείς τώρα που γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος. Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την αιώνια παρηγοριά και ανάπαυση θα απολαύσουμε.
*
Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Από την ΚΘ’ ομιλία του Αγ. Γρηγορίου (P.G. 151, 364-376) στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου της ΣΤ’ Κυριακής . για την «κατά Θεόν λύπη»


(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ)







Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸ Θεὸ Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια και ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ. Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴ δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάῤῥος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴ μετάνοιά μου στὸ μονογενή σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντάς τον νὰ λυπηθῇ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατὶ ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση. Γι᾿ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεὶς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παῤῥησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγέλοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες. Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμᾶτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸ θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ ποὺ σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, ποὺ φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, ποὺ παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσῆ, ποὺ ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ἐλεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου. Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παῤῥησία πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος. Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων. Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. Μὴν παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσῃς τὸ στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῇς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσῃς τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσέ με τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή. Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσέ με ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸ θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου. Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οι δαίμονες ποὺ ἄδικα μὲ τυραννοῦν ποιανοῦ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴ ντροπιάσῃς τὴν προσδοκία μου, σὺ ποὺ (μετά το Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸ βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῇς ψυχῇς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τῦφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴ γλῶσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα. Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο. Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παῤῥησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποὺ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δῶσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξέ με ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως. Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιο μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνῃς ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσῃς τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου. Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Φέρε με σὲ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀξίώσέ με νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμῃς κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Αὐτὴ τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισὲ με ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀξίωσέ με ἐν ὅσῳ ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ πάντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ποὺ δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα ποὺ εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατὶ χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, ποὺ αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Βασίλειος Σκιαδᾶς, θεολόγος


Εὐχετήριο μήνυμα πρός μελλονύμφους καὶ Συμβολισμοὶ Γάμου


 Αποτέλεσμα εικόνας για Συμβολισμοὶ Γάμου


Ἀγαπητοί μου,

Σὲ λίγο θὰ σταθῆτε μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ ἑνώσετε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ ὄνειρά σας, νὰ ξεκινήσετε μιὰ νέα πορεία, νὰ ἀρχίσετε μιὰ καινούργια ζωή, νὰ θεμελιώσετε μιὰ εὐλογημένη οἰκογένεια. Ἀνθισμένα στεφάνια θὰ στεφανώσουν τὰ μέτωπά σας καὶ θὰ σᾶς συνοδεύσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν νέα πορεία σας καὶ τὴν καινούρια ζωή σας οἱ εὐλογίες τῶν λειτουργῶν της Ἐκκλησίας, ἡ ἀγάπη καὶ οἱ εὐχὲς τῶν γονέων σας, τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων σας ὅλων ἐκείνων ποὺ σᾶς ἀγαποῦν. Ὅλοι θὰ σᾶς καμαρώνουν καὶ θὰ στηρίζουν σὲ σᾶς μεγάλες προσδοκίες καὶ ὄνειρα. Εὐχὴ καὶ προσευχὴ ὅλων θὰ εἶναι ἡ πορεία ποὺ ἀρχίζετε νὰ εἶναι γαλήνια καὶ εἰρηνική. Νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπιτυχία. Στὴν ἐκπλήρωση τῶν ὀνείρων σας καὶ στὴν πραγμάτωση τῶν προσδοκιῶν σας.

Ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι στὴ ζωὴ δὲν εἶναι πάντα ὅλα ρόδινα. Ἔρχονται συχνὰ προβλήματα καὶ δυσκολίες. Τὴν θάλασσα τοῦ βίου πολλὲς φορὲς ἀναστατώνουν θύελλες καὶ καταιγίδες. Κάποτε τὰ ὄνειρα σβήνουν καὶ οἱ ἐλπίδες διαψεύδονται. Αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες γιὰ νὰ σταθῆτε ὄρθιοι καὶ νὰ μὴ λυγίσετε, στηριχθῆτε στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Θὰ παίρνετε τότε δύναμη καὶ ὑπομονή. Θὰ διατηρῆτε ἀμείωτη τὴν ἀγάπη σάς, ἀταλάντευτο τὸν ἀλληλοσεβασμό σας, ἀρραγῆ τὴν ἑνότητά σας.

Ὅπως κατὰ τὴν Ἱεροτελεστία τοῦ Γάμου σας πίνετε τὸ ἴδιο κρασὶ ἀπὸ κοινὸ ποτήρι, ἔτσι νὰ μοιράζεσθε ἀπὸ κοινοῦ στὴν ὑπόλοιπη ζωή σας τὶς χαρὲς καὶ τὶς πίκρες τοῦ βίου. Καὶ τότε οἱ λῦπες θὰ μειώνονται καὶ οἱ χαρὲς θὰ πολλαπλασιάζονται. Οἱ καρδιές σας θὰ θερμαίνονται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἑνωμένοι καὶ δυνατοὶ θὰ διασχίζετε τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς. Θὰ παλεύετε καὶ θὰ νικᾶτε. Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς προστατεύει καὶ ἡ Παναγία θὰ σᾶς σκεπάζει. Κανένας καὶ τίποτα δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸ ναυάγιο. Καὶ νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι θὰ φτάσετε ἀσφαλεῖς στῆς χαρᾶς τὸ λιμάνι. Θὰ ζήσετε στερωμένοι καὶ εὐτυχισμένοι καὶ θὰ καμαρώσετε παιδιά, ἐγγόνια καὶ δισέγγονα «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σας». Αὐτὸ σᾶς εὔχομαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη


ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ


1. Οἱ ἀναμμένες λαμπάδες φέρουν στὴ μνήμη μας τὶς πύρινες φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι οἱ μελλόνυμφοι προσκαρτεροῦν τὴν κάθοδο τῆς Θείας Χάριτος γιὰ τὴν δική τους Πεντηκοστή. Ἒρχονται σβησμένες στήν Εκκλησία, καί φεῦγουν ἀναμμένες. Βρίσκονται πάντοτε μπροστά ἀπό τό ζευγάρι, συμβολίζοντας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ παίρνουν ἀπό τό Μυστήριο ποῦ θά φωτίζει τό δρόμο τους, στήν καινούργια τους ζωῆ.

2. Τὸ δακτυλίδι, συμβολίζει τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας καθὼς καὶ τὴν εὐλογία ποὺ παίρνει τὸ ζευγάρι ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ νὰ θεμελιώσει μιὰ νέα οἰκογένεια.

3. Τὸ κοινὸ ποτήριο συμβολίζει τὴν κοινὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ ζευγάρι. Θὰ γευθοῦν καὶ θὰ μοιρασθοῦν τὶς ἴδιες χαρὲς καὶ τὶς ἴδιες λῦπες, ποὺ τοὺς ἐπιφυλάσσει ὁ βίος, ἀφοῦ οἱ δρόμοι τους ἑνώθηκαν σὲ ἕνα. - Μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τήν εὐχῆ τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ὁ ἰερέας δίδει στοῦς νεόνυμφους νά πιοῦν ἀπό 3 φορές ὁ καθένας ἀπό τό κοινό ποτήριο. Ἡ πράξη αὐτή ἒχει τήν ἒννοια νά μᾶς θυμίζει ὂτι ῶς τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὀ γάμος γινόταν μέσα στῆ Θεία Λειτουργία καί οί νεόνυμφοι κοινωνούσαν. Μέ τήν κρίση πού διέρχεται σῆμερα ὀ γάμος, καθίσταται ἐπιτακτική ἠ ανάγκη νά ξανασυνδεθεί μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς σπάει τό φράγμα τοῦ εγωισμοῦ καί ἐμπνέει τήν ἀγάπη ποῦ ἐνῶνει, καί ἀντί τοῦ Εγῶ τοῦ κάθε συζύγου δημιουργεί τό συζυγικό Ἐμεῖς.

4. Ὁ κυκλικὸς χορός, γύρω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῶν νεόνυμφων καὶ τὴν ὑπόσχεση νὰ περιστρέφεται ἡ ζωή τους γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἰερέας «εἰσοδεύει» τοῦς νεόνυμφους 3 φορές γύρω ἀπό τό τραπέζι, σέ σχῆμα κύκλου ψάλλοντας μαζί μέ τοῦς ψάλτες 3 τροπάρια: «Ἡσαΐα χόρευε...», «Ἅγιοι μάρτυρες...» καί «Δόξα σοι Χριστέ...». Ὁ παράνυμφος κρατά ἀπό πίσω τά στέφανα. Ὁ κυκλικός χορός συμβολίζει τή νοσταλγία τοῦ παραδείσου καί τήν ἀναζήτηση τῆς αἰωνιότητας. Ἐκφράζει τή φυσική χαρά καί τό πανηγυρικό αἲσθημα. Τό ρύζι ἒχει τήν ἒννοια τῆς εὐχής γιά τό ρίζωμα τῶν νεονήμφων.

5. Οἱ στέφανοι εἶναι τὰ ἔπαθλα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἁγνότητας ποὺ ἔφτασαν ὡς τὴν κατάκτηση τῆς νίκης.



Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Παρθένος (8 Ὀκτωβρίου) , Λόγος Ἐγκωμιαστικός τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια
του βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284).

Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή,
ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της
καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς
στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια
της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ
τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ, ἁγνὴ καὶ
παρθένος.

Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της
στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν
ἀγροίκων στρατιωτῶν


Λόγος Ἐγκωμιαστικός εἰς τῆν Ἁγία Πελαγία τῆν Παρθένο τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου
Ας είναι ευλογητός ο Θεός· διότι και γυναίκες πλέον περιπαί­ζουν το θάνατο, και κόρες τον περιγελούν, και παρθένες, και μά­λιστα πολύ νέες και που δεν γνώρισαν γάμο, σκιρτούν επάνω στα ίδια τα κεντριά του άδη χωρίς να παθαίνουν τίποτε το φοβερό. Όλα αυτά λοιπόν τα αγαθά μάς δόθηκαν εξαιτίας του Χριστού που γεν­νήθηκε από Παρθένο· διότι μετά τους μακάριους εκείνους ανυπό­φορους πόνους και την φρικωδέστατη γέννηση ατόνησαν τα νεύρα του θανάτου, παρέλυσε η δύναμη του διαβόλου, και όχι μόνο στους άνδρες πλέον, αλλά και στις γυναίκες έγινε ευκαταφρόνητος, και όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στις κόρες.

Όπως ακριβώς δηλα­δή κάποιος άριστος ποιμένας συλλαμβάνοντας το λιοντάρι που προκαλεί φόβο στα πρόβατα και εξολοθρεύει όλο το κοπάδι, αφού βγάλει τα δόντια του, κόψει τα νύχια του και κουρέψει τα μαλλιά του, το κάνει ευκαταφρόνητο και καταγέλαστο, παραδίνοντάς το έτσι στα αγόρια και τα κορίτσια των βοσκών να το περιπαίζουν, έτσι λοιπόν και ο Χριστός, τον θάνατο, που ήταν φοβερός στη φύση μας και προκαλούσε φόβο σ’ ολόκληρο το γένος μας, αφού τον συνέλαβε και διέλυσε όλο το φόβο που προκαλούσε, τον παρέ­δωσε, ώστε να τον περιπαίζουν και παρθένες.
Γι’ αυτό και η μακαρία Πελαγία έτρεξε προς αυτόν με τόση μεγάλη ευχαρίστηση, ώστε να μη περιμένει ούτε τα χέρια των δημίων, ούτε να οδηγηθεί σε δικαστήριο, αλλά με την υπερβολική προθυμία της να προλάβει την σκληρότητα εκείνων. Διότι είχε προετοιμαστεί και για τα βασανιστήρια και κολαστήρια και για κάθε εί­δος τιμωριών, αλλά φοβόταν μήπως χάσει το στεφάνι της παρθε­νίας. Και για να μάθεις ότι φοβόταν την ασέλγεια των ασεβών, προλαβαίνει και αρπάζει από πριν τον εαυτό της από την αισχρή ατίμωση· εκείνο που κανένας από τους άνδρες δεν επιχείρησε ποτέ να κά­νει, αλλά οδηγήθηκαν όλοι στο δικαστήριο και εκεί επέδειξαν την ανδρεία τους, οι γυναίκες, εξαιτίας της εύκολης επιδράσεως που δέχεται η φύση τους, επινόησαν για τον εαυτό τους αυτόν τον τρόπο θανάτου.

Διότι, εάν ήταν δυνατό και την παρθενία να διαφυλάξει και να επιτύχει τα στεφάνια του μαρτυρίου, δεν θα απέφευγε την ει­σαγωγή της στο δικαστήριο· και επειδή έπρεπε οπωσδήποτε το ένα από τα δύο να το χάσει, θεωρούσε σαν την πιο χειρότερη μορφή παραλογισμού, ενώ μπορούσε να επιτύχει τη νίκη και των δύο, να φύ­γει από τη ζωή λαμβάνοντας το ένα μόνο στεφάνι. Γι’ αυτό δεν θέ­λησε να μεταβεί στο δικαστήριο, ούτε να γίνει θέαμα στα ακόλαστα μάτια, ούτε να επιτρέψει στα ασελγή βλέμματα να νοιώσουν απόλαυση βλέποντας το πρόσωπό της και ν’ ατιμάσουν το άγιο εκείνο σώμα, αλλά από το σπίτι και τον γυναικωνίτη ήλθε σε άλλο σπίτι, τον ουρανό.

Πράγματι είναι μεγάλο πράγμα το να δει κανείς δημίους να στέκονται γύρω-γύρω και να τρυπούν τις πλευρές, δεν είναι όμως καθόλου κατώτερο και αυτό από εκείνο. Διότι σ’ εκείνους, επειδή οι αισθήσεις έχουν ήδη παραλύσει εξαιτίας των ποικίλων βασανι­στηρίων, δεν φαίνεται πλέον ο θάνατος φοβερός, αλλά θεωρείται σαν κάποια απαλλαγή και ανακούφιση από τα μελλοντικά κακά. Αυτή όμως που δεν έπαθε ακόμη τίποτε τέτοιο, αλλ’ είχε ακέραιο ακόμη το σώμα της και δεν αισθανόταν κανένα πόνο μέχρι στιγμής, χρειάζεται κάποιο μεγάλο και γενναίο φρόνημα, εάν πρόκειται με βίαιο θάνατο να στερήσει από τον εαυτό της την παρούσα ζωή.

Ώστε, όταν θαυμάζεις εκείνους για την καρτερία τους, θαύμασε και αυτήν για την ανδρεία της· όταν νοιώσεις έκπληξη για την υπο­μονή εκείνων, νοιώσε έκπληξη και για το γενναίο φρόνημα της, διότι είχε την τόλμη να υποστεί τέτοιο θάνατο. Και μη προσπερά­σεις έτσι απλώς το συμβάν, αλλά σκέψου ποια φυσικό ήταν να είναι η διάθεση μιας απαλής κόρης, που δεν γνώριζε τίποτε επί πλέον από το θάλαμό της, βλέποντας για μια στιγμή να καταφθάνουν στρατιώτες, να στέκονται μπροστά στη πόρτα της και να την καλούν στο δικαστήριο, να την σύρουν στην αγορά για τέτοια και τόσο με­γάλα πράγματα. Δεν υπήρχε μέσα ούτε ο πατέρας της, ούτε η μητέ­ρα της, ούτε η τροφός της, ούτε η υπηρέτρια, ούτε γείτονας, ούτε φίλη, αλλ’ είχε απομείνει μόνη ανάμεσα σ’ εκείνους τους δημίους.

Το ότι λοιπόν μπόρεσε να βγει και ν’ αποκριθεί σ’ εκείνους τους δημίους στρατιώτες, ν’ ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, το να τους δει, το να σταθεί και ν’ αναπνεύσει, πώς δεν είναι άξιο εκπλήξεως και θαυμασμού; Δεν ήταν αυτά γνωρίσματα της ανθρώπι­νης φύσεως. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος το πρόσφερε η βοήθεια του Θεού. Όμως ούτε αυτή στάθηκε τότε αργή, αλλά πρόσφερε όλα όσα εξαρτιόνταν από την ίδια, όπως την προθυμία, το φρόνημα, τη γενναιότητα, τη θέληση, την προαίρεση, την προσέλευση με εν­θουσιασμό και βιασύνη. Το να γίνουν όμως όλα αυτά, αυτό κατορθώθηκε με τη βοήθεια του Θεού και την ουράνια εύνοια. Ώστε αξίζει και να τη θαυμάζει κανείς και να την μακαρίζει· να την μακαρίζει εξαιτίας της συμμαχίας του Θεού, και να την θαυμάζει για τη δική της προθυμία. Διότι ποιος θα ήταν δυνατό να μην εκπλαγεί δίκαια, ακούοντας, ότι μέσα σε μια στιγμή έλαβε μια τόσο μεγά­λη απόφαση, την ενέκρινε με προθυμία και την πραγματοποίησε;

Διότι βέβαια γνωρίζετε όλοι, ότι εκείνα που πολλές φορές με­λετήσαμε επί μακρόν χρόνο, όταν ήρθε ο καιρός που ζητούσε την πραγματοποίησή τους, επειδή ο νους μας κυριεύθηκε από λίγο φόβο, όλες εκείνες τις σκέψεις τις απορρίψαμε και φοβηθήκαμε για μια στιγμή από την αγωνία. Αυτή όμως μπόρεσε μέσα σε μια στιγμή και να δεχθεί και ν’ αποφασίσει και να πραγματοποιήσει μια τόσο φρικτή και φοβερή απόφαση, και ούτε το φοβερό των παρό­ντων εκεί στρατιωτών, ούτε το δύσκολο του καιρού, ούτε η ερημία της επιβουλευόμενης, ούτε το ότι είχε εγκαταλειφτεί μόνη μέσα στο σπίτι, ούτε τίποτε άλλο θορύβησε τη μακαριά εκείνη, αλλά σαν να υπήρχαν εκεί παρόντες κάποιοι φίλοι και γνωστοί, έτσι όλα τα έκαμε χωρίς φόβο, και πολύ σωστά. Διότι δεν ήταν μέσα μόνη, αλλ’ είχε σύμβουλο τον Ιησού· εκείνος τη βοηθούσε, εκείνος άγγι­ζε την καρδιά της, εκείνος έδινε θάρρος στη ψυχή της, εκείνος μόνος απομάκρυνε το φόβο. Και αυτά δεν τα έκανε τυχαία, αλλ’ επει­δή η μάρτυς είχε προετοιμάσει προηγουμένως τον εαυτό της άξιο της βοήθειας εκείνου.

Αφού βγήκε λοιπόν έξω ζήτησε χάρη από τους στρατιώτες, να της επιτραπεί να μπει πάλι μέσα και ν’ αλλάξει ενδύματα’ και αφού μπήκε άλλαξε και φόρεσε αντί της φθοράς την αφθαρσία, αντί του θανάτου την αθανασία, αντί της πρόσκαιρης ζωής την αιώνια ζωή. Εγώ όμως μαζί με τα όσα λέχθηκαν θαυμάζω και αυτό, πώς εξαπάτησε η γυναίκα τους άνδρες, πώς εκείνοι δεν υποπτεύτηκαν τίποτε από εκείνα που επρόκειτο να συμβούν, πώς δεν αντιλήφτηκαν το δόλο; Διότι δεν μπορεί να πει κανείς, ότι κανένας δεν έκανε τίποτε παρόμοιο· πολλές ίσως και να έπεσαν στους γκρεμούς, να ρίχθηκαν στο πέλαγος, και ξίφος να ώθησαν στο στήθος τους, και θηλιά να πέρασαν στο λαιμό τους, και από πολλά τέτοια δράματα ήταν γεμά­τος ο καιρός εκείνος αλλ’ ο Θεός τύφλωσε την καρδιά τους, ώστε να μην αντιληφθούν το δόλο.

Γι’ αυτό και ξέφυγε μέσα από τα δί­χτυα. Και όπως ακριβώς το ελάφι που έπεσε στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και έπειτα, αφού διέφυγε, σταματά πλέον το τρέξιμό του στην κορυφή όρους που είναι δύσβατο για τα πόδια των κυνηγών και αδύνατο στο ρίξιμο των βέλων, και από εκεί βλέπει χωρίς φόβο εκείνους που προηγουμένως θέλησαν να του κάνουν κακό, έτσι λοι­πόν και αυτή, αν και έπεσε μέσα στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και ήταν κλεισμένη, σαν μέσα σε δίχτυα, μέσα στους τοίχους του σπιτιού της, έτρεξε όχι στην κορυφή όρους, αλλά στην ίδια την κορυ­φή του ουρανού, όπου δεν ήταν πλέον δυνατό να ανεβούν εκείνοι και βλέποντας τους στη συνέχεια ν’ αναχωρούν από εκεί με άδεια χέρια, χαιρόταν, βλέποντας τους άπιστους να περιβάλλονται από πολλή ντροπή.

Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλο πράγμα ήταν να κάθεται ο δικα­στής στην έδρα του, να είναι παρόντες οι δήμιοι, να είναι έτοιμα τα βασανιστήρια, όλο το πλήθος να είναι συγκεντρωμένο, οι στρατιώ­τες να περιμένουν, και όλοι να είναι μεθυσμένοι από την ηδονή με την ελπίδα ότι θα έχουν το θήραμα, και εκείνοι που πήγαν να το συλλάβουν να επιστρέφουν με σκυμμένα τα κεφάλια και να διηγού­νται το δράμα που συνέβηκε. Πόση ντροπή και πόση οδύνη και χλευασμός φυσικό ήταν να διαχυθεί επάνω σ’ όλους τους άπιστους;

Πώς φυσικό ήταν ν’ αναχωρούν σκύβοντας κάτω από ντροπή το κε­φάλι, μαθαίνοντας από τα έργα, ότι ο πόλεμός τους ήταν όχι προς ανθρώπους, αλλά προς το Θεό; Και ο Ιωσήφ βέβαια, όταν επιβουλευόταν από την κυρία του, εξήλθε τότε γυμνός, αφήνοντας το έν­δυμα που είχε κρατηθεί από τα μιαρά χέρια της βάρβαρης γυναίκας, ενώ αυτή δεν άφησε ούτε να πιάσουν το σώμα της τα ακόλαστα χέρια, αλλά αφού ανέβηκε με γυμνή τη ψυχή και άφησε την αγία σάρκα της στους εχθρούς της, τους έβαλε σε πολλή αμηχανία· διότι δεν ήξεραν τι να κάνουν το λείψανό της.

Τέτοια είναι τα κατορθώματα του Θεού· τους δούλους του από δύσκολες καταστάσεις τους οδηγεί σε πολλή ευκολία, ενώ εκείνους που αντιτίθενται προς αυτόν και τον πολεμούν ακόμη και από εκείνα που φαίνονται ότι είναι εύκολα, τους οδηγεί στην πιο μεγάλη αμηχανία. Διότι τι υπήρχε χειρότερο από την αμηχανία εκείνη, στην οποία είχε πέσει τότε η κόρη; Και τι πιο εύκολο από την ευκολία στην οποία βρίσκονταν τότε οι στρατιώτες; Την κρα­τούσαν μόνη, κλεισμένη μέσα στο σπίτι σαν μέσα σε φυλακή, και όμως έφυγαν από εκεί αποτυγχάνοντας να συλλάβουν το θήρα­μα.

Επίσης, ενώ η κόρη ήταν έρημη από συμμάχους και βοηθούς και δεν έβλεπε από πουθενά καμιά διέξοδο από τα δεινά, και τα στόματα των θηρίων εκείνων που βρίσκονταν κοντά της, διέφυγε τις επιβουλές, σαν να την άρπαξαν, θα μπορούσε να πει κάποιος, μέσα από τον φάρυγγα τους, και νίκησε τους στρατιώτες, τους δικαστές και τους άρχοντες. Και όταν βέβαια ζούσε είχαν την ελπίδα όλοι αυτοί ότι θα την νικούσαν, όταν όμως πέθανε, τότε έπεσαν σε μεγαλύτερη αμηχανία, για να μάθουν ότι ο θάνατος των μαρτύ­ρων είναι νίκη των μαρτύρων. Και συνέβαινε το ίδιο, όπως έγινε με ένα πλοίο, που ήταν γεμάτο από πολύτιμα μαργαριτάρια, το οποίο εξαιτίας της εισβολής κάποιου κύματος στην είσοδο ακριβώς του λιμανιού,  κινδύνευσε να βυθιστεί και να βρεθεί κάτω από τα κύματα, αλλά διαφεύγοντας τον κίνδυνο και ωθούμενο από το ρεύμα των υδάτων κατόρθωσε να φθάσει στο λι­μάνι με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Έτσι λοιπόν συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία. Διότι η έφοδος των στρατιωτών και ο φόβος των αναμενόμενων βασανιστηρίων και η απειλή του δικαστή πέφτοντας επάνω της σφοδρότερα από οποιοδήποτε κύμα, την εξανάγκασαν να πετάξει προς τον ουρανό με μεγαλύτερη ταχύτητα· και το κύμα που επρόκειτο να καταποντίσει το πλοίο, την έστειλε στο γαλήνιο λιμάνι, και έτσι μεταφερό­ταν το σώμα λαμπρότερο από κάθε αστραπή, θαμβώνοντας τα μάτια του διαβόλου. Διότι δεν μας είναι τόσο φοβερός ο κεραυνός που πέφτει από τον ουρανό, όσο φόβιζε το σώμα της μάρτυρος, φο­βερότερα από κάθε κεραυνό, τις φάλαγγες των δαιμόνων.

Και αυτά δεν γίνονταν χωρίς την επέμβαση του Θεού. Αυτό βέβαια γίνεται φανερό κυρίως από το μέγεθος της προθυμίας και από το ότι δεν κατάλαβαν οι στρατιώτες τον δόλο, και από το ότι της έκαναν τη χάρη, και από το ότι η πράξη έφθασε σε τέλος, αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και από τον ίδιο τον τρόπο του θα­νάτου. Πολλοί δηλαδή που έπεσαν από ψηλή στέγη δεν έπαθαν τί­ποτε το κακό· άλλοι πάλι που υπέστησαν αναπηρία σε κάποια μέλη του σώματός τους, έζησαν πολλά χρόνια μετά από την πτώση· στην περίπτωση όμως της μακάριας εκείνης ο Θεός δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτε από αυτά, αλλ’ αμέσως πρόσταζε το σώμα ν’ αφήσει ελεύθερη τη ψυχή, και την δεχόταν σαν να είχε αγωνιστεί όσο έπρεπε και να τα εκπλήρωσε όλα.

Διότι ο θάνατός της δεν οφειλόταν στην πτώση του σώματός της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της προ­σταγής του Θεού. Και ήταν λοιπόν ξαπλωμένο το σώμα όχι πάνω σε κρεβάτι, αλλά πάνω στο έδαφος· δεν ήταν όμως ξαπλωμένο πά­νω στο έδαφος ατιμασμένο, αλλά το έδαφος ήταν τίμιο, επειδή δέ­χθηκε σώμα ντυμένο με τόση δόξα. Και ακριβώς γι’ αυτό κυρίως το σώμα εκείνο ήταν τιμιότερο με το να βρίσκεται στο έδαφος, διότι οι ατιμώσεις που υπομένουμε για χάρη του Χριστού μάς παρέ­χουν περισσότερη τιμή.

Βρισκόταν λοιπόν ξαπλωμένο πάνω στο έδαφος ενός στενού δρόμου το παρθενικό εκείνο σώμα το καθαρότερο από κάθε χρυσό, και οι άγγελοι το νεκροστόλιζαν, όλοι οι αρχάγγελοι το τιμούσαν, και ο Χριστός ήταν παρών. Διότι, εάν οι οικοδεσπότες τους καλύτε­ρους από τους δούλους τους όταν πεθάνουν τους συνοδεύουν κατά την εκφορά τους και δεν ντρέπονται, πολύ περισσότερο ο Χριστός δεν θα ήταν δυνατό να ντραπεί να τιμήσει με την παρουσία του εκείνην που παρέδωσε τη ψυχή της για χάρη του και δέχθηκε να υποστεί έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο. Βρισκόταν λοιπόν στο έδαφος έχοντας μεγάλο εντάφιο το μαρτύριο, καλλωπισμένη με το κόσμημα της ομολογίας, ντυμένη με στολή τιμιότερη από κάθε βασιλικό ένδυμα και από κάθε τίμια πορφύρα, και έχοντας αυτήν διπλή· τη στο­λή της παρθενίας και τη στολή του μαρτυρίου· με αυτά τα εντάφια θα παρουσιαστεί στο βήμα του Χριστού.

Μία τέτοια στολή ας φροντίζομε και εμείς να φορούμε και όσο ζούμε και όταν πεθάνομε, γνωρίζοντας ότι, εάν κάποιος καλ­λωπίσει το σώμα με χρυσά ενδύματα, δεν το ωφέλησε καθόλου, αλλά και έχει πολλούς κατηγόρους, διότι δεν εγκατέλειψε την κενοδοξία ούτε και κατά το θάνατο· εάν όμως ντυθεί την αρετή, θα έχει πολλούς επαίνους και μετά το θάνατο. Διότι ο τάφος εκείνος, στον οποίο βρίσκεται το σώμα που έζησε με αρετή και ευσέβεια, θα εί­ναι λαμπρότερος σ’ όλους κι απ’ αυτές ακόμη τις βασιλικές αυλές. Και αυτού μάρτυρες είμαστε εμείς, οι οποίοι, παραβλέποντας τους τάφους των πλουσίων σαν σπήλαια, αν και έχουν χρυσά ενδύματα, τρέχομε με μεγάλη προθυμία προς την αγία αυτή, επειδή έφυγε η μάρτυς από την εδώ ζωή έχοντας ντυμένο τον εαυτό της με την παρθενία αντί με χρυσά ενδύματα.

Ας την μιμηθούμε, λοιπόν, με όλη τη δύναμή μας. Περιφρό­νησε εκείνη τη ζωή· ας περιφρονήσουμε εμείς την τρυφηλή ζωή, ας περιγελάσουμε την πολυτέλεια, ας απομακρυνθούμε από τη μέθη, ας αποφύγουμε την πολυφαγία. Γι’ αυτό σας ικετεύω και σας παρακαλώ να έχετε πάντοτε στη μνήμη και τη διάνοιά σας την αγία αυτή, και να μη καταντροπιάζετε την πανήγυρη, ούτε να στερήσουμε τον εαυτό μας από την παρρησία που μας παρέχεται από την εορτή αυτή. Διότι δεν νοιώθουμε τυχαία υπερηφάνεια συνομιλώ­ντας με τους ειδωλολάτρες για το πλήθος της εορτής, καταντροπιάζοντάς τους και λέγοντας, ότι μία κόρη πεθαμένη συγκεντρώνει ολόκληρη πόλη και τόσο πλήθος, κάθε χρόνο και μετά από τόσα χρόνια, και κανένας χρόνος δεν διέκοψε τη συνέχεια της τιμής αυτής. Διότι το πλήθος αυτό που συγκεντρώθηκε τώρα αν προσέρχεται με ευταξία θ’ αποτελεί για μας κόσμημα μέγιστο, αν όμως με ραθυμία και αδιαφορία, θ’ αποτελεί ντροπή και κατηγορία.

Για να νοιώθουμε λοιπόν υπερηφάνεια για το πλήθος της αγάπης σας, ας αναχωρούμε από εδώ για το σπίτι μας με την ίδια ευταξία, με όση αρμόζει ν’ αναχωρούν εκείνοι που συγκεντρώθηκαν για μια τέτοια μάρτυρα. Διότι, αν κάποιος δεν αναχωρήσει έτσι για το σπίτι του, όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά και απέσπασε μέγιστο κίνδυνο κατά του εαυτού του. Γνωρίζω ότι σεις είστε καθαροί από τα νοσήματα αυτά, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για την απολογία σας, αλλά πρέπει και τους αδελφούς που παρεκτρέπονται να τους επαναφέρετε σε απόλυτη ευταξία και στην πρέπου­σα τάξη. Τίμησες την μάρτυρα με την παρουσία σου;

Τίμησέ την και με τη διόρθωση των δικών σου μελών. Αν δεις γέλιο και βάδισμα άτακτο και εμφάνιση άπρεπή, πλησίασέ τους και κοίταξε με βλέμμα αυστηρό και φοβερό εκείνους που τα κάνουν. Αλλά σε περιφρονούν και σε κοροϊδεύουν περισσότερο; Πάρε μαζί σου δύο-τρεις ή και περισσότερους αδελφούς, ώστε με το πλήθος να γίνετε σεβαστότεροι. Εάν όμως δεν μπορέσεις ούτε έτσι να τους συνετίσεις, τότε φανέρωσέ τους στους ιερείς· μάλλον όμως είναι αδύνατο να φθάσουν αυτοί σε τόση αδιαντροπιά, ώστε, επιτιμώμενοι και παρακαλούμενοι, να μην υποχωρήσουν και να ντραπούν και ν’ απομακρυνθούν από την άτακτη και παιδική συμπεριφορά. Και είτε κερδίσεις δέκα, είτε τρεις, είτε δύο, είτε και έναν μόνο, θα εισέλθεις έχοντας λάβει πολύ κέρδος.

Είναι μεγάλο το μήκος του δρόμου· ας το χρησιμοποιήσομε λοιπόν για την περισυλλογή αυτών που αναφέραμε· ας γεμί­σουμε τη λεωφόρο με θυμιάματα. Διότι δεν θα γίνει ο δρόμος τόσο ευπρεπής, εάν κανείς καθ’ όλο το μήκος του τοποθετήσει θυμια­τήρια και με την ευωδιά τους αλλάξει την μυρωδιά του αέρα, όσο ευ­πρεπής θα γίνει τώρα, εάν όλοι, όσοι τον βαδίζουμε σήμερα, διηγούμενοι αναμεταξύ μας τα κατορθώματα της μάρτυρος, πηγαίνουμε στο σπίτι μας, μετατρέποντας ο καθένας θυμιατήρι τη γλώσσα του. Δεν βλέπετε, όταν εισέρχεται ο βασιλιάς στην πόλη, με πόση ευταξία βαδίζουν οι στρατιώτες και στα δύο μέρη του δρόμου οπλισμένοι και στοιχισμένοι, δίνοντας αναμεταξύ τους χαμηλόφωνα το παράγγελμα και προχωρώντας με πολύ φόβο, ώστε να φαίνονται αξιοθέατοι σ’ εκείνους που τους βλέπουν; Εκείνους λοιπόν ας μιμηθούμε· διότι και εμείς βαδίζομε μπροστά από βασιλιά, από βασιλιά όχι αισθητό, ούτε επίγειο, αλλά από τον Δεσπότη των αγγέλων.

Έτσι λοιπόν ας μπούμε και εμείς με ευταξία και προτρέποντας ο ένας τον άλλο, να βαδίζουμε με ρυθμό και τάξη, ώστε όχι μόνο με το πλήθος, αλλά και με την κοσμιότητά μας να εκπλήξουμε τους θεατές. Βέβαια, κι αν ακόμα δεν παραβρισκόταν κανένας άλ­λος, αλλά βαδίζαμε μόνοι στο δρόμο, ούτε έτσι έπρεπε να κάνουμε ασχημοσύνες, επειδή υπάρχει ο ακοίμητος οφθαλμός που είναι πα­ντού παρών και τα βλέπει όλα. Τώρα όμως σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλοί αιρετικοί ανάμεσά μας, και αν μας δουν να χορεύομε έτσι, να γελούμε, να φωνάζουμε και να μεθούμε, θα φύγουν αφού μας αποδώσουν τις χειρότερες κατηγορίες. Και αν κάποιος που σκαν­δαλίζει έναν υπομένει κατ’ ανάγκη τιμωρία, εμείς που σκανδαλίζο­με τόσους, ποιά τιμωρία θα υποστούμε; Αλλ’ είθε να μη συμβεί μετά τους λόγους αυτούς και την παραίνεση αύτη να βρεθεί κάποιος υπεύθυνος γι’ αυτά που είπαμε. Διότι, εάν αυτά διαπραττόμενα και πριν από αυτά που σας είπα ήταν ασυγχώρητα, μετά τη συμβουλή αυτή και την επίπληξη κάνουν πολύ περισσότερο αναγκαία την τι­μωρία και σ’ εκείνους που τα κάνουν και σ’ εκείνους που τα βλέ­πουν να γίνονται και τα παραβλέπουν.

Για ν’ απαλλάξετε λοιπόν και εκείνους από την τιμωρία και στον εαυτό σας να γίνετε πρόξενοι μεγαλύτερης αμοιβής, να αναλάβετε την κηδεμονία των αδελφών σας, οδηγήστε τους στη συγκέ­ντρωση και τη διήγηση των όσων λέχθηκαν, ώστε, αφού τα μελετή­σουν κατά τη διαδρομή όλου του δρόμου και μεταφέρουν υπολείμματα αυτής της τράπεζας και σ’ εκείνους που έμειναν στο σπίτι και απουσίασαν από εδώ, να κάμετε λαμπρή και εκεί την πνευματι­κή απόλαυση. Διότι έτσι και θα αισθανθούμε περισσότερο την εορτή αυτή, και την αγία μάρτυρα θ’ αποσπάσουμε σε περισσότερη εύνοια, τιμώντας την με την αληθινή τιμή. Διότι από το να έλθετε εδώ και να θορυβήσετε, πολύ πιο μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα προσφέ­ρετε σ’ αυτήν με το να φύγετε από εδώ αφού γεμίσετε και απο­κομίσετε κάποια πνευματική ωφέλεια.

Μακάρι λοιπόν με τις ευχές της αγίας αυτής και εκείνων που επέτυχαν τα ίδια κατορθώματα μ’ αυτήν, και αυτά και τα άλλα που λέ­χθηκαν να τα θυμάστε με ακρίβεια και να τα φανερώσετε όλα με τα έργα, και να ζείτε ευαρεστώντας σε όλα το Θεό, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε τ.37, σ. 83-99)





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗ

Untitled-6


 Μετὰ ἀπὸ σχετικὴ εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος, κ. Γεροντίου, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος  πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξη στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἱερονύμουκατὰ κόσμον Βασιλείου Ἀποστολίδη ἀπὸ τὴν Καρβάλη τῆς Καππαδοκίας.,

  Στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὴν Αἴγινα, τοῦ ὁποίου κτήτωρ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ τιμώμενος Ἅγιος, τελέστηκε ὄρθρος καὶ Πολυαρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, κ. Καλλινίκου, συμπαραστατουμένου ὑπὸ τοῦ οἰκείου Ἱεράρχου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος, κ. Γεροντίου, ὁ ὁποῖος καὶ ἐκφώνησε τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας, καὶ τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ρουμανίας, Ἐπισκόπου Σουτσεάβας, κ. Σωφρονίου καὶ Γκαλατσίου, κ. Διονυσίου, δεκάδος ἱερέων καὶ τετράδος Διακόνων. Στὸ ἱερὸ βῆμα παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, κ. Χρυσόστομος, ὁ Σεβασμιώτατος Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς, κ. Κυπριανός, ὁ Θεοφιλέστατος Γαρδικίου, κ. Κλήμης, ὁ Θεοφιλέστατος Φωτικῆς, κ. Αὐξέντιος καὶ ὁ Θεοφιλέστατος Ἀρχιγραμματεὺς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Μαραθῶνος, κ. Φώτιος, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε στὸ τέλος τῆς πανηγυρικῆς Θείας Λειτουργίας τὴν ἐπίσημη Συνοδικὴ Πράξιν Ἁγιοκατάξεως τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου.

 Στὸ μέσο τοῦ κατανυκτικοῦ Ἱεροῦ ναοῦ εἶχαν τοποθετηθεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου, τὰ ὁποῖα εἶχαν μεταφερθεῖ χάριν εὐλογίας τοῦ πολυπληθοῦς ἐκκλησιάσματος, ἀπὸ τὸ παρακείμενο Ἡσυχαστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου καὶ ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου. Εὐπρεπισμένο ἐπίσης, πίσω ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα, δέσποζε τὸ ἱερὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο φιλοτεχνήθηκε γιὰ αὐτὴ τὴν περίσταση δαπάναις τοῦ οἰκείου Ἱεράρχη.

  Δάκρυα χαρᾶς καὶ συγκίνησης πλημμύρισαν τὰ μάτια τῶν παρευρισκομένων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν,ὅταν ὁ Μακαριώτατος ὕψωσε τὴν ἱερὰ λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, σταυρώνοντας τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα,ἐνῶ ψαλλόταν τὸ «Τίς Θεὸς μέγας» ἀπὸ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα καὶ ὑπὸ τοὺς πανηγυρικοὺς ἤχους τῶν κωδωνοκρουσιῶν.

  Ὅπως εὔστοχα ἐλέχθη ἀπὸ τὸ Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας, τέτοιες ἱστορικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμές, ὅπως κι ἄλλες ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Δωρεοδότης Κύριος, ἀποτελοῦν καρποὺς εὐλογίας καὶ χάριτος ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν Ἕνωσιν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων στὸ ἕνα καὶ αὐτὸ Συνοδικὸ Σῶμα.

Untitled-2

3QOLGINWRE

9SORIGNIO

19XDTONJK

35ORKHGMETHOK

Untitled-18