A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Η ΨΥΧΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ (Ἁββάς Κασσιανός)

Ο ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. 
ΡΩΤΑ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΜΩΥΣΗ ΓΙΑΤΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ;

Αυτή την εσωτερική εργασία την καταλαβαίνουμε καλύτερα αν παρομοιάσουμε την ψυχή μέ μια μυλόπετρα, την όποια γυρίζει τό ρεύμα τού νερού συνεχώς γύρω από τον άξονά της, καί ή όποια ποτέ δεν σταματάει να γυρίζει ενόσω τό νερό τρέχει. Αλλά ό μυλωνάς έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα αλέσει σιτάρι, βρώμη ή ζιζάνια. Ό μύλος υποχρεώνεται να αλέσει ότι τού ρίχνει ό μυλωνάς.

Τό ίδιο συμβαίνει καί στην ψυχή τού ανθρώπου. Μέσα στις δοκιμασίες της ζωής μπαίνει ή ψυχή σε κίνηση από τούς χειμάρρους τών πειρασμών πού την κατακλύζουν καί δεν μπορεί πια να ελευθερωθεί από τό ρεύμα τών λογισμών. Ή ίδια όμως ή ψυχή, μέ τον αγώνα της καί μέ την προσοχή της, φροντίζει για τό είδος τών λογισμών πού πρέπει να δέχεται ή να απορρίπτει. 

Διότι, όπως είπαμε παραπάνω, εάν διαρκώς φέρνουμε στη μνήμη μας τις Θείες Γραφές καί αν ανεβάζουμε τό νου μας ψηλά, ώστε να ασχολείται μέ πνευματικά πράγματα καί να επιθυμεί την τελειότητα καί τη μέλλουσα μακαριότητα, επόμενο είναι ότι απ’ αυτή την πνευματική ενασχόληση του νου μας, θα μάς έρχονται καί πνευματικοί λογισμοί. Καί αυτοί οι λογισμοί θα κάνουν τό νου να εντρυφά σε ότι είχε πριν μελετήσει. ’Αν όμως μάς καταλάβει ή οκνηρία καί ή απροσεξία, κι αν ξοδεύουμε τον καιρό μας σε άσκοπη φλυαρία ή αν μπλέξουμε στις μέριμνες τούτου του κόσμου καί στις μάταιες επιθυμίες, τότε θα ξεφυτρώσουν ζιζάνια, τά όποια στη συνέχεια θα απλωθούν καταστρεπτικά στην καρδιά μας. Καί τότε, όπως είπε ό Κύριος καί Σωτήρας μας, εκεί όπου είναι ό θησαυρός τών έργων μας καί τών επιδιώξεων μας, εκεί θα βρίσκεται καί ή καρδιά μας (Ματθ. 6, 21).

Πηγή: agiosioannisprodromos.blogspot.gr


Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΑΓΡΑΦΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Μέγας Βασίλειος)

Από τα δόγματα και τας αληθείας  που φυλάσσει η Εκκλησία άλλα μεν τα έχομεν πάρει από την γραπτήν διδασκαλίαν, άλλα δε, που μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών εκ της παραδόσεως των αποστόλων, τα εκάμαμεν δεκτά. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η άγραφος παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν διά την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικρά γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρησιν επ’ αυτών.

Διότι αν επιχειρούσαμεν να εγκατελείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το καταλάβωμεν θα εζημιώναμεν το Ευαγγέλιον εις την ουσίαν του ή μάλλον θα μετετρέπαμεν το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα. Λόγου χάριν (δια να θυμηθώ το πρώτον και πιο συνηθισμένον απ’ όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτήν την πίστιν των με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού; Το να στρεφώμεθα προς Ανατολάς κατά την προσευχήν ποιον γραπτόν έργον μας το εδίδαξε; Τους λόγους της επικλήσεως κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας  και του ποτηρίου, ποιος εκ των αγίων μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς εις αυτά που οι απόστολοι ή το Ευαγγέλιον μνημονεύουν, αλλά προ της Ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, διότι εδιδάχθημεν από την άγραφον διδασκαλίαν ότι έχουν μεγάλην δύναμιν εις την επιτέλεσιν του Μυστηρίου.
Ευλογούμεν επίσης και το ύδωρ του βαπτίσματος και το έλαιον του Χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποια γραπτά κείμενα τα επήραμεν αυτά; Δεν τα γνωρίζαμεν από την σιωπηράν και μυστικήν παράδοσιν; Ποιος γραπτός λόγος διδάσκει την δια του ελαίου χρίσιν; Από πού επήραμεν το να βαπτίζωμεν τρεις φοράς εις το ύδωρ τον άνθρωπον; Και τα άλλα ακόμη τα σχετικά με το βάπτισμα, όπως η αποκήρυξις του Σατανά και των αγγέλων αυτού, από ποιον σύγγραμα διδάσκονται; Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτήν την μη δημοσιευθείσαν και μυστικήν διδασκαλίαν, την οποίαν διετήρησαν οι πατέρες μας εν σιγή χωρίς να τη πολυερευνούν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθώς είχαν μάθει, ότι πρέπει με τη σιωπήν να προστατεύομεν την σεμνότητα των μυστηρίων; Διότι πώς ήτο δυνατόν να διακηρυχθεί το νόημα αυτών τα οποία ούτε να ιδούν επιτρέπεται όσοι είναι αμύητοι; Τι επεδίωκεν άραγε ο μέγας Μωυσής με το να καθορίσει ότι δεν ημπορούν όλοι να εισέρχονται εις το ιερόν; Τους βεβήλους δεν τους επέτρεψεν ούτε εντός των περιβόλων να εισέρχονται˙ αφού δε άφησε τα προαύλια μόνον δια τους καθαρωτέρους, τους Λευίτας μόνον έκρινε ως αξίους να προσφέρουν λατρείαν εις τον Θεόν. Ενώ δε  εξεχώρισεν ως έργον των ιερέων τα σφάγια και τα ολοκαυτώματα και όλην την άλλην ιερουργίαν, επέτρεψε εις ένα μόνον, τον αρχιερέα να εισέρχεται εις τα άδυτα. Και δι’ αυτόν καθώρισε να εισέρχεται όχι πάντοτε, αλλά κατά μίαν μόνον ημέραν του χρόνου και κατά ωρισμένην ώρα, ώστε να εποπτεύει τα Άγια των Αγίων με θάμβος, λόγω του ότι θα ήτο τούτο κάτι ασυνήθιστον και ξεχωριστόν.
Εγνώριζε καλώς ο σοφός Μωυσής ότι εύκολα περιφρονεί κανείς το συνηθισμένον και ευκολοπλησίαστον, το απομεμακρυσμένον όμως και σπάνιον το θεωρεί κατά φυσικήν ακολουθίαν ως περισπούδαστον. Κατά τον ίδιο τρόπον λοιπόν και οι απόστολοι και πατέρες που έθεσαν εξ αρχής τους εν τη Εκκλησία θεσμούς επεδίωκαν να διαφυλάξουν με τη μυστικότητα και την σιωπήν την σεμνότητα των Μυστηρίων. Άλλωστε παύει να είναι μυστήριον αυτό που εύκολα το πληροφορείται ο οιοσδήποτε.
Αυτό είναι το νόημα της αγράφου παραδόσεως˙ να μη αμεληθή και περιφρονηθή η γνώσις των δογμάτων από τους πολλούς λόγω συνηθείας. Υπάρχει διαφορά μεταξύ δόγματος και κηρύγματος. Το δόγμα σιωπάται˙ τα κηρύγματα δημοσιεύονται. Ένα είδος σιωπής είναι και η ασάφεια της Γραφής, με την οποία καθιστά αυτή δυσχερή την κατανόηση των δογμάτων επ’ ωφελεία των αναγνωστών.
Δι’ αυτόν τον λόγον, ενώ όλοι στρεφόμεθα κατά την προσευχήν προς ανατολάς, ολίγοι γνωρίζομεν  ότι επιζητούμεν έτσι την παλαιάν πατρίδα, τον παράδεισον, τον οποίον εφύτευσεν ο Θεός εις την Εδέμ που ευρίσκεται προς ανατολάς. Όρθιοι προσφέρομεν τας ευχάς κατά την ημέραν της Κυριακής˙ δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τον λόγον. Όχι μόνον διά να υπενθυμίσουμε εις τους εαυτούς μας, με την στάσιν μας κατά την αναστάσιμον ημέραν, την Χάριν που μας εδόθη, ότι δηλαδή αναστηθήκαμεν μαζί με τον Χριστόν και εμείς και οφείλομεν να επιδιώκωμεν τα άνω, αλλά και διότι φαίνεται ότι είναι αυτή και μία εικών της μελλούσης ζωής.
Διά τούτο ενώ είναι η αρχή των ημερών της εβδομάδος, δεν ωνομάσθη από τον Μωυσή πρώτη, αλλά μία. ‘‘Έγινε, λέγει, βράδυ, ήλθε κατόπιν το πρωί, και έχομεν έτσι μίαν ημέραν’’ (Γεν.1,5). Και τούτο διότι η ίδια ημέρα κάνει τον αυτόν κύκλον πολλάς φοράς. Είναι μία λοιπόν αυτή ημέρα, και συγχρόνως ογδόη και φανερώνει την μίαν πράγματι και αληθινήν ογδόη ημέραν, εις την οποίαν αναφέρεται και ο ψαλμωδός εις μερικάς επιγραφάς  των ψαλμών, την κατάστασιν που θα διαδεχθή αυτόν τον χρόνον, την ατελείωτον ημέραν, την αβασίλευτον, που δεν τη διαδέχεται η νύκτα, τον ατελείωτον εκείνον και αγέραστον αιώνα.
Αναγκαστικώς λοιπόν η Εκκλησία διδάσκει εις τα τέκνα της να προσεύχονται κατ’ αυτήν την ημέραν όρθιοι, ώστε με τη διαρκή υπόμνησιν της αιωνίου ζωής να μη παραμελούμεν τα εφόδια διά την εκεί μετάβασίν μας. Ολόκληρος δε η περίοδος της πεντηκοστής είναι υπόμνησις της εις το μέλλον αναμενόμενης αναστάσεως. Διότι εάν η μία εκείνη και πρώτη ημέρα επταπλασιασθή επτά φοράς, συμπληρώνει τας επτά εβδομάδας της ιερά περιόδου της Πεντηκοστής. Άρχεται δηλαδή από Κυριακήν και τελείωνει πάλιν εις Κυριακήν και επαναλαμβάνεται ενδιαμέσως πεντήκοντα φοράς ο αυτός κύκλος της ημέρας. Μιμείται δια τούτο την αιωνιότητα και είναι ομοία προς αυτήν˙ όπως εις την κυκλικήν κίνησιν, αρχίζει από τα ίδια σημεία και τελειώνει πάλιν εις τα ίδια. Κατ’ αυτήν λοιπόν την ημέραν οι θεσμοί της Εκκλησίας μας εδίδαξαν να προτιμώμεν την ορθίαν στάσιν, σαν να μεταφέρουν έτσι με τη διαρκή υπόμνησιν τον νουν μας από τα παρόντα εις τα μέλλοντα. Και μετά από κάθε γονυκλισίαν επίσης εγειρόμεθα, διά να δείξομεν έτσι ότι λόγω της αμαρτίας επέσαμεν εις την γην, λόγω της φιλανθρωπίας όμως του κτιστού μας ωδηγηθήκαμε εις τον ουρανόν.
Δεν θα με φθάση η ημέρα διά να εκθέσω τα άγραφα Μυστήρια της Εκκλησίας.

(Μέγας Βασίλειος, ΕΠΕ, ΤΟΜΟΣ 10, ΕΡΓΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ)
Πηγή: alopsis.gr

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (Ἃγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, αἴσθηση λεπτὴ καὶ φωτεινή, ποὺ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό.
Ἡ αἴσθηση αὐτὴ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ πιὸ καθαρὰ ἀπ’ ὅσο ὁ νοῦς. Πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ παραπλανήσει κανεὶς τὴ συνείδηση παρὰ τὸν νοῦ. Καὶ τὸν πλανεμένο νοῦ, ποὺ τὸν ὑποστηρίζει τὸ φιλάμαρτο θέλημα, γιὰ πολὺν καιρὸ τὸν ἀντιμάχεται ἡ συνείδηση.

Ἡ συνείδηση εἶναι ὁ φυσικὸς νόμος(1). Ἡ συνείδηση χειραγωγοῦσε τὸν ἄνθρωπο πρὶν τοῦ δοθεῖ ὁ γραπτὸς νόμος. Ἡ μεταπτωτικὴ ἀνθρωπότητα βαθμιαῖα οἰκειώθηκε ἕναν λαθεμένο τρόπο σκέψεως γιὰ τὸν Θεό, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἡ λαθεμένη σκέψη ἐπηρέασε, φυσικά, καὶ τὴ συνείδηση. Ἔτσι, ὁ γραπτὸς νόμος ἀποτέλεσε ἀναγκαιότητα γιὰ τὴ χειραγώγηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία καὶ τὴ θεοφιλή διαγωγή.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἐπισφραγισμένη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, θεραπεύει τὴ συνείδηση ἀπὸ τὴν κακὴ προδιάθεση (2) μὲ τὴν ὁποία τὴ δηλητηρίασε ἡ ἁμαρτία. Ἡ ὀρθὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως ἀποκαθίσταται, ἐνισχύεται καὶ σταθεροποιεῖται μὲ τὴν τήρηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας καὶ ἡ ὀρθὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως εἶναι δυνατὲς μόνο στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσω τοῦ θείου νόμου της, πού κατευθύνει ὀρθὰ τὸν νοῦ. Γιατί κάθε λαθεμένη σκέψη ἐπιδρᾶ ἀρνητικὰ στὴ συνείδηση καὶ τὴ λειτουργία της.
Οἱ θεληματικὲς ἁμαρτίες σκοτίζουν, ἐξασθενίζουν, καταπνίγουν, ἀποκοιμίζουν τὴ συνείδηση.
Κάθε ἁμαρτία ποὺ δὲν ἐξαλείφεται μὲ τὴ μετάνοια, ἀφήνει τὴ βλαπτικὴ σφραγίδα της στὴ συνείδηση.
Ἡ ἑκούσια καὶ συνεχὴς ἁμαρτωλὴ ζωὴ σχεδὸν νεκρώνει τὴ συνείδηση. Δὲν εἶναι δυνατόν, ὡστόσο, αὐτὴ νὰ νεκρωθεῖ ἐντελῶς. Θὰ συνοδεύει τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὸ φοβερὸ Κριτήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἐνοχοποιήσει, ἂν τὴν καταπατοῦσε.
Σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους πατέρες, ὁ ἀντίδικος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο (3), εἶναι ἡ συνείδηση. Καὶ πράγματι εἶναι ἀντίδικος, γιατί ἐναντιώνεται σὲ κάθε ἄνομο ἐγχείρημά μας.
Βαδίζοντας πρὸς τὸν οὐρανό, στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς σου, νὰ ἔχεις εἰρηνικὲς σχέσεις μ’ αὐτὸν τὸν ἀντίδικο, γιὰ νὰ μὴ γίνει κατήγορός σου τότε ποὺ θ’ ἀποφασίζεται ἡ κατάστασή σου στὴν αἰωνιότητα.
Λέει ἡ Γραφή: «Θὰ ἀπαλλάξει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ δεινὰ ἕνας ἀξιόπιστος μάρτυρας»(4). Ἀξιόπιστος μάρτυρας εἶναι ἡ ἄμεμπτη συνείδηση. Ἡ ἄμεμπτη αὐτὴ συνείδηση τὴν ψυχὴ ποὺ ἀκούει τὶς συμβουλές της θὰ τὴ λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες της μέχρι τὸν θάνατο καὶ ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα μετὰ τὸν θάνατο.
Ὅπως ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ ἀκονίζεται μὲ τὴν πέτρα, ἔτσι καὶ ἡ συνείδηση ἀκονίζεται ἀπὸ τὴ νοητὴ πέτρα (5), τὸν Χριστό, μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου Του, ποὺ τὴ φωτίζει, καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Φωτισμένη καὶ ἀκονισμένη ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἡ συνείδηση, λεπτομερειακὰ καὶ ὁλοκάθαρα φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρές.
Μὴν ἀσκεῖς βία στὸν ἀντίδικό σου –μὴν παραβιάζεις τὴ συνείδησή σου! Διαφορετικά, θὰ στερηθεῖς τὴν πνευματική σου ἐλευθερία. Ἡ ἁμαρτία θὰ σὲ αἰχμαλωτίσει καὶ θὰ σὲ δέσει. Θλίβεται ὁ προφήτης μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιβουλεύονται τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό, παραβιάζοντας τὴ συνείδησή τους: «Ὁ Ἐφραΐμ καταπίεσε τὸν ἀντίδικό του, καταπάτησε τὸ δίκιο του, γιατί ἄρχισε νὰ ἀκολουθεῖ τὴ ματαιότητα»(6).
Ἡ «κόψη» τῆς συνειδήσεως εἶναι πολὺ λεπτή, πολὺ εὐαίσθητη, γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τὴ φυλάει προσεκτικά. Καὶ τὴ φυλάει, ὅταν ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεως καὶ ὅταν, σὲ περίπτωση ἀθετήσεως κάποιας ἀπ’ αὐτὲς λόγω ἀδυναμίας ἤ πλάνης, μετανοεῖ μὲ δάκρυα.
Καμιὰν ἁμαρτία μὴ θεωρεῖς ἀσήμαντη. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ παράβαση τοῦ θείου νόμου, ἐναντίωση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταπάτηση τῆς συνειδήσεως. Ἄλλωστε, ἀπὸ τὰ μικρά, ἀπὸ τὰ μηδαμινά, ὅπως νομίζουμε, ἁμαρτήματα ὁδηγούμαστε σιγὰ-σιγὰ στὰ μεγάλα. “Πόσο σοβαρὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι βαριὰ ἁμαρτία; Μήπως δὲν εἶναι κάν ἁμαρτία; Ναί, δὲν εἶναι ἁμαρτία!”. Ἔτσι σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία του, ὅταν ἀποφασίζει νὰ γευθεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ τροφή, τὴν τροφὴ ποὺ ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἀβάσιμους συλλογισμοὺς καταπατᾶ διαρκῶς τὴ συνείδησή του. Ἔτσι, μὲ τὸν καιρό, ἡ «κόψη» της στομώνει καὶ ἡ φωτεινότητα της μειώνεται. Στὴν ψυχὴ ἁπλώνονται τὸ σκοτάδι καὶ ἡ παγωνιὰ —ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἀναισθησία.
Τελικὰ ἡ ἀναισθησία γίνεται πάγια κατάσταση τῆς ψυχῆς. Συχνὰ μάλιστα, συμβαίνει νὰ εἶναι ἱκανοποιημένη ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἀναισθησία της, θεωρώντας τὴν κατάσταση εὐάρεστη στὸν Θεό, κι ἔτσι νὰ ἔχει τὴ συνείδηση της ἀναπαυμένη. Στὴν πραγματικότητα, βέβαια, ἀφοῦ ἔχασε τὴ μακάρια συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς της, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τύφλωσε καὶ ἀποκοίμισε τὴ συνείδηση (7).
Ἀθέατες τότε, μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς ἀναισθησίας, διάφορες ἁμαρτίες ὁρμοῦν σὰν ληστὲς μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνουν κρησφύγετό τους. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, μένοντας ἐκεῖ γιὰ πολύ, γίνονται συνήθειεςΜὲ τὸν καιρὸ ἑδραιώνονται καὶ ἰσχυροποιοῦνται ὅσο καὶ οἱ φυσικὲς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς, καμιὰ φορά μάλιστα ξεπερνοῦν σὲ δύναμη ἀκόμα κι αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἰδιότητες. Οἱ ἁμαρτωλὲς συνήθειες ὀνομάζονται πάθη. Χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἁλυσοδένεται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γίνεται αἰχμάλωτός της, δοῦλος της.
Ὅποιος ἀδιαφορεῖ συστηματικὰ γιὰ τὶς ὑπομνήσεις τῆς συνειδήσεως, ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ αἰχμαλωτιστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μόνο μὲ ἔντονο προσωπικὸ ἀγώνα καὶ μὲ τὴ δυναμικὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ μπορέσει νὰ σπάσει τὶς ἁλυσίδες του καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Γιατί τὰ πάθη ταυτίστηκαν μὲ τὴ φύση του, ἔγιναν, θαρρεῖς, ἰδιότητές της.
Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ! Μ’ ὅλη τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια φύλαξε τὴ συνείδησή σου.
Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, πρῶτον, ὡς πρὸς τὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Νὰ τηρεῖς ὅλες τὶς ἐντολές Του, τόσο ὅταν σὲ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὅσο καὶ ὅταν δὲ σὲ βλέπουν. Γιατί καὶ ὅταν δὲν σὲ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ὅ,τι κάνεις, ἀκόμα καὶ ὅ,τι σκέφτεσαι, γίνεται γνωστὸ στὸν Θεὸ καὶ στὴ συνείδησή σου.
Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, δεύτερον, ὡς πρὸς τὴ σχέση σου μὲ τὸν πλησίον. Μὴν ἀρκεῖσαι σὲ μίαν εὐπρεπῆ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς συνανθρώπους σου. Πρέπει ἀπὸ τὴ συμπεριφορά σου νὰ ἱκανοποιεῖται ἡ συνείδησή σου. Καὶ ἡ συνείδηση ἱκανοποιεῖται, ὅταν ὄχι μόνο οἱ πράξεις σου ἀλλὰ καὶ τὰ αἰσθήματά σου γιὰ τὸν πλησίον ἀνταποκρίνονται στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, τρίτον, ὡς πρὸς τὰ πράγματα, ἀποφεύγοντας τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελή. Νὰ θυμᾶσαι πὼς ὅλα τὰ ἀντικείμενα ποὺ χρησιμοποιεῖς στὴν καθημερινή σου ζωὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, τέταρτον, ὡς πρὸς τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό. Μὴν ξεχνᾶς πὼς εἶσαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ Τοῦ μοιάσεις (8), νὰ Τοῦ παρουσιάσεις κάποτε αὐτὴ τὴν εἰκόνα καθαρὴ καὶ ἄμεμπτη.
Ἀλίμονο, ἀλίμονο στὴν ψυχή, στὴν ὁποία ὁ Κύριος, τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, δὲν θ’ ἀναγνωρίσει τὴν εἰκόνα Του! Ἀλίμονο στὴν ψυχή, στὴν ὁποία δὲν θὰ βρεῖ καμιὰν ὁμοιότητα μὲ τὸν ἑαυτό Του! Αὐτὴ ἡ ψυχὴ θ’ ἀκούσει τὴν τρομερὴ καταδίκη: «Δὲν σὲ ξέρω!»(9). Ἡ ἄχρηστη εἰκόνα θὰ ριχθεῖ στὴν ἄσβεστη φλόγα τῆς γέεννας.
Ἀνέκφραστη καὶ ἀτελεύτητη, ἀπεναντίας, θὰ εἶναι ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς, στὴν ὁποία ὁ Κύριος θ’ ἀναγνωρίσει τὴν εἰκόνα Του, στὴν ὁποία θὰ δεῖ τὴν προπτωτικὴ θεία ὀμορφιά, δῶρο τῆς ἄπειρης ἀγαθότητάς Του στὸ πλάσμα Του. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση χάθηκε, ἀλλὰ ἀποκαταστάθηκε καὶ αὐξήθηκε μὲ τὴ λυτρωτικὴ οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διατηροῦμε τὴ θεία ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς μας ἀκέραιη καὶ ἄσπιλη, ἀποφεύγοντας ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τηρώντας ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Τῆς ἀποφυγῆς τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν ἄγρυπνος ἐπιτηρητὴς καὶ ἀσίγητος παρακινητής εἶναι ἡ συνείδηση. Ἀμήν.

__________________________
1. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὄ.π., Γ’, 40.
2. Βλ. Ἑβρ. 10:22.
3. Βλ Ματθ. 5:25. Λουκ. 12:58.
4. Παροιμ. 14:25.
5. Βλ Α’ Κόρ. 10:4.
6. Ὠσηὲ 5:11.
7. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὄ.π.. ΙΖ.
8. Βλ. Γεν. 1:26-27.
9. Πρβλ. Ματθ. 25:12. Λουκ. 13:25, 27.

(Ἀπό τό βιβλίο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ» Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)
Πηγή: alopsis.gr

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΠΕΦΤΟΥΝ ΕΠΑΝΩ ΣΑΣ ΑΔΥΣΩΠΗΤΑ ΑΠ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΙΕΣ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)


Τα βάσανα σας είναι πολλά.

Τα χτυπήματα πέφτουν επάνω σας αδυσώπητα απ’ όλες τις μεριές. Αλλά μην απελπίζεστε. 
Δοκιμασίες είναι, που σας βρίσκουν με παραχώρηση του φιλάνθρωπου Θεού, για να καθαριστείτε από τα πάθη και τις αδυναμίες σας. 
Παραδώστε, λοιπόν, τον εαυτό σας στα χέρια Του με εμπιστοσύνη, ευψυχία, χαρά και ευγνωμοσύνη. 

Μη θυμώνετε, μη δυσφορείτε, μην τα βάζετε με κανέναν άνθρωπο. Αφήστε τους ελεύθερους να επιτελούν επάνω σας και μέσα σας το εργο της πρόνοιας του Κυρίου, που, αποβλέποντας στη σωτηρία σας, πασχίζει να βγάλει από την καρδιά σας κάθε ακαθαρσία.

Όπως η πλύστρα τσαλακώνει, τρίβει και χτυπάει τα ρούχα μέσα στη σκάφη, για να τα λευκάνει, έτσι και ο Θεός τσαλακώνει, τρίβει και χτυπάει εσάς, για να λευκάνει την ψυχή σας και να την ετοιμάσει για την ουράνια βασιλεία Του, όπου κανένας ακάθαρτος δεν θα μπει.

Αυτή είναι η αλήθεια. Προσευχηθείτε να σας φωτίσει το νου ο Κύριος, για να την αντιληφθείτε. Τότε με χαρά θα δέχεστε καθετί το δυσάρεστο σαν φάρμακο που σας δίνει ο επουράνιος Γιατρός. Τότε θα θεωρείτε όσους σας βλάπτουν σαν ευεργετικά όργανα Εκείνου. Και πίσω τους θα βλέπετε πάντα το χέρι του μεγάλου Ευεργέτη σας.

Για όλα να λέτε: «Δόξα σοι, Κύριε!».
Να το λέτε, αλλά και να το αισθάνεστε.

Σας συμβουλεύω να εφαρμόσετε τους παρακάτω κανόνες:

1). Κάθε στιγμή να περιμένετε κάποια δοκιμασία. Και όταν έρχεται, να την υποδέχεστε σαν ευπρόσδεκτο επισκέπτη.

2). Όταν συμβαίνει κάτι αντίθετο στο θέλημα σας, κάτι που σας προκαλεί πίκρα και ταραχή, να συγκεντρώνετε γρήγορα την προσοχή σας στην καρδιά και ν’ αγωνίζεστε μ’ όλη σας τη δύναμη, με βία και προσευχή, ώστε να μη γεννηθεί οποιοδήποτε δυσάρεστο και εμπαθές αίσθημα μέσα σας. Αν δεν επιτρέψετε τη γέννηση τέτοιου αισθήματος, τότε όλα τελειώνουν καλά. Γιατί κάθε κακή αντίδραση ή ενέργεια, με λόγια ή με έργα, είναι συνέπεια και επακόλουθο αυτού του αισθήματος.

Αν, πάλι, γεννηθεί στην καρδιά σας ενα ασθενικό εμπαθές αίσθημα, τότε τουλάχιστον ας αποφασίσετε σταθερά να μην πείτε και να μην κάνετε τίποτα, ώσπου να φύγει αυτό το αίσθημα. Άν, τέλος, είναι αδύνατο να μη μιλήσετε ή να μην ενεργήσετε με κάποιον τρόπο, τότε υπακούστε όχι στα αισθήματα σας, αλλά στον θείο νόμο. Φερθείτε με πραότητα, ηρεμία και φόβο Θεού.

3). Μην περιμένετε και μην επιδιώκετε να σταματήσουν οι δοκιμασίες. Απεναντίας, προετοιμάστε τον εαυτό σας να τις σηκώνει ως το θάνατο. Μην το ξεχνάτε αυτό! Είναι πολύ σημαντικό. Αν δεν τοποθετηθείτε έτσι απέναντι στις δοκιμασίες, η υπομονή δεν θα στερεωθεί στην καρδιά σας.

4). Εκείνους που σας χτυπούν, να τους «εκδικείστε» με την αγάπη σας και την αμνησικακία σας. Με τα λόγια σας, με τη συμπεριφορά σας, ακόμα και με το βλέμμα σας να τους δείχνετε ότι, παρ’ όλα όσα σας κάνουν, εξακολουθείτε να τους αγαπάτε. Και βέβαια, ποτέ μην τους θυμίσετε πόσο σας αδίκησαν.

Πηγή: dakriametanoias.blogspot.gr

Ο άνθρωπος της χάριτος σύμφωνα με τον άγιο Μακάριο. Πώς αποκτάει κανείς αποφασιστικότητα στον αγώνα για μιαν ενάρετη ζωή. (Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Αποτέλεσμα εικόνας για όσιος θεοφάνης ο έγκλειστος


 ΕΙΜΑΙ ανυπόμονος. Πιάνω την πένα μου και αρχίζω αμέσως να σου γράφω πάλι για την ομορφιά, τη θελκτικότητα, τη γλυκύτητα της θείας χάριτος και της θεοχαρίτωτης ψυχής. Το κάνω για ν’ αυξήσω τη γνώμη σου γύρω απ’ αυτό το θέμα, για να ενισχύσω τον ιερό πόθο σου και για να φουντώσω τον ένθεο ζήλο σου. Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα χρησιμοποιήσω λόγια δικά μου, αλλά κάποιου θεόσοφου αγίου του Μεγάλου Μακαρίου, ο οποίος στη δέκατη όγδοη ομιλία του αναφέρει τα εξής: «Αν ένας άνθρωπος στον κόσμο τούτο είναι πολύ πλούσιος κι έχει στην κατοχή του κρυμμένο θησαυρό, με το θησαυρό και τον πλούτο του αποκτάει όλα όσα θέλει. Έτσι κι αυτοί που έχουν βρει και κατέχουν τον επουράνιο θησαυρό του Πνεύματος (δηλαδή τη θεία χάρη), αποκτούν κάθε αρετή απ’ αυτόν τον θησαυρό και μαζεύουν με τη δύναμή του περισσότερο ουράνιο πλούτο. Ο απόστολος λέει: «Εμείς, που έχουμε το θησαυρό τούτο, είμαστε σαν πήλινα δοχεία» (Β΄ Κορ. 4:7)∙ ενώ, δηλαδή, είμαστε ακόμα ενωμένοι με τη σάρκα, αξιωθήκαμε ν’ αποκτήσουμε μέσα μας το θησαυρό αυτό, που είναι η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος.



»Αυτός λοιπόν, που βρήκε και έχει μέσα του τον επουράνιο θησαυρό του Αγίου Πνεύματος, μπορεί με τη δύναμή Του, να πραγματοποιεί κάθε έργο δικαιοσύνης, που απορρέει από τις εντολές του Θεού, και να εκτελεί κάθε έργο αρετής αγνά και καθαρά, εύκολα και αβίαστα.
»Ας παρακαλέσουμε κι εμείς τον Θεό, ας προσευχηθούμε και ας Του ζητήσουμε να μας χαρίσει το θησαυρό του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τις εντολές Του με αγνότητα και καθαρότητα.
»Πρέπει να επιμένει κανείς στην ικεσία προς τον Κύριο, για ν’ αξιωθεί να βρει και να δεχθεί τον επουράνιο θησαυρό του Αγίου Πνεύματος. Όταν όμως τον βρει, άκοπα θα κατορθώσει να εφαρμόσει όλες τις εντολές του Κυρίου με αγνότητα και καθαρότητα, τις εντολές που πρωτύτερα δεν μπορούσε να εφαρμόσει ούτε με μεγάλο κόπο. Ο θησαυρός αυτός αποκτάται ύστερα από μεγάλη αναζήτηση, με πίστη και υπομονή».
Πώς, όμως, αισθάνονται εκείνοι στους οποίους η χάρη του Αγίου Πνεύματος έχει αρχίσει να εκδηλώνεται φανερά; Να τί λέει γι’ αυτό ο άγιος Μακάριος:
«Όσοι αξιώθηκαν “να γίνουν παιδιά του Θεού” (Ιω. 1:12) και να γεννηθούν από τον ουρανό, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα, έχουν τον Χριστό μέσα τους, που τους φωτίζει και τους αναπαύει. Αυτοί οδηγούνται με πολλούς και διάφορους τρόπους από το Πνεύμα. Δέχονται μυστικά μέσα στην καρδιά τους τη θεία χάρη, που τους δίνει πνευματική ανάπαυση. Μερικές φορές αισθάνονται σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο, όπου χαίρονται και ευφραίνονται με τρόπο ανέκφραστο. Άλλοτε νιώθουν σαν την νεόνυμφη γυναίκα, που η παρουσία του συζύγου της της χαρίζει ασφάλεια και ανάπαυση. Άλλοτε, μολονότι ενωμένοι με το σώμα τους, νιώθουν σαν ασώματοι άγγελοι. Άλλοτε είναι σαν μεθυσμένοι από πιοτό, ενώ στην πραγματικότητα ευφραίνονται και μεθούν από το Πνεύμα με μια θεϊκή μέθη πνευματικών μυστηρίων. Άλλοτε καίγονται τόσο από τη μεγάλη αγαλλίαση που τους δίνει το Πνεύμα, ώστε, αν ήταν δυνατό, θα έβαζαν όλους τους ανθρώπους μέσα στην καρδιά τους, χωρίς να ξεχωρίζουν τους καλούς από τους κακούς. Άλλοτε ταπεινώνονται τόσο πολύ, με την ταπεινοφροσύνη που τους χαρίζει το Πνεύμα, ώστε να θεωρούν τον εαυτό τους τελευταίο και κατώτερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Άλλοτε αναπαύονται σε πολύ μεγάλη ησυχία, γαλήνη και ειρήνη, μέσα σε μιαν ανέκφραστη πνευματική ευφορία. Άλλοτε αποκτούν τόσο μεγάλη σοφία, γνώση και σύνεση από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που είναι αδύνατο να τις εκφράσει γλώσσα ανθρώπινη. Άλλοτε, πάλι, γίνονται σαν απλοί άνθρωποι».
Τι υπέροχη, τι ποθητή κατάσταση! Να και μια σύντομη περιγραφή της ψυχής που έχει φωτιστεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος:
«Όταν η ψυχή φτάσει στην τελειότητα του Πνεύματος, αφού καθαριστεί εντελώς απ’ όλα τα πάθη και ενωθεί με τον Παράκλητο σε μιαν ανέκφραστη κοινωνία, αξιώνεται και η ίδια, ως ενωμένη με το Πνεύμα, να πνευματοποιηθεί. Τότε γίνεται όλη φως, όλη οφθαλμός, όλη χαρά, όλη ανάπαυση, όλη αγαλλίαση, όλη αγάπη, όλη ευσπλαχνία, όλη αγαθότητα, όλη καλοσύνη».
Να τι αγωνίζονταν να κατορθώσουν – και κατόρθωσαν – οι άγιοι ασκητές! Δεν αξίζει ν’ αγωνιστούμε κι εμείς γι’ αυτό; Η είσοδος στον κόσμο της χάριτος, τον κόσμο του Αγίου Πνεύματος, είναι ανοιχτή στον καθένα. Η βασιλεία του Θεού δεν είναι «κήπος κλεισμένος» (Άσμα 4:12). Τα αγαθά της τα έχει υποσχεθεί ο Κύριος σε όλους μας, και μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Προκαταβολή της αποκτήσεώς τους είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που μας δίνεται στα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Εμείς δεν έχουμε παρά να «σκάψουμε» μέσα μας, στον κήπο της ψυχής μας, όπου είναι θαμμένος αυτός ο θησαυρός, για να τον βρούμε και να τον οικειοποιηθούμε. Ας πιάσουμε το φτυάρι μας κι ας αρχίσουμε να βγάζουμε το χώμα. Με τις πρώτες φτυαριές το χρυσάφι και το ασήμι θ’ αρχίσουν να λαμποκοπούν. Έπειτα από λίγο όλος ο θησαυρός θα βγει στο φως. Τότε η χαρά μας δεν θα έχει όρια.
Στο προηγούμενο γράμμα μου σου υπέδειξα το δρόμο της αποφασιστικότητας. Δε στο ανέφερα, όμως, πώς συγκεκριμένα γεννιέται στην ψυχή η αποφασιστικότητα και πώς καταλήγει σε θετική προσπάθεια. Αυτό θα κάνω τώρα.
Ακόμα κι ένα απλό ενδιαφέρον για κάποιο αντικείμενο μπορεί να κεντρίσει την ενεργητικότητα. Στην περίπτωση, ωστόσο, του απλού ενδιαφέροντος, είναι πιθανό να μην κινητοποιηθεί η ψυχή, αλλά να μεταθέσει την έναρξη της προσπάθειας σε μελλοντικό χρόνο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η αναβολή αυτή να παραταθεί για πολύ. Από τη στιγμή, όμως, που η ψυχή θα αντιληφθεί ότι ένα αντικείμενο ή έργο είναι επιτακτικά αναγκαίο και εξαιρετικά επείγον, ανυπέρθετα παίρνει την απόφαση για την απόκτηση ή την εκτέλεσή του. Να ένα παράδειγμα: Κάποιος άνθρωπος, νωθρός και τεμπέλης, κάθεται στο δωμάτιό του. Αν το σπίτι πιάσει φωτιά, μην του φωνάξεις. Άφησέ τον να δει τη φωτιά, και θα πεταχτεί αμέσως έξω. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε κι εμείς: Να νικάμε τη νωθρότητα και την αναποφασιστικότητά μας με τη μνήμη της άσβεστης φωτιάς, που μας περιμένει, να παρακινούμε τον εαυτό μας σε αγώνα με την υπόμνηση του κινδύνου της αιώνιας καταστροφής μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε αυτή την πραγματικότητα, τόσο ζωηρότερα εκδηλώνεται η ψυχική μας ενεργητικότητα, ωθώντας μας σε δράση.
Πάρε οποιαδήποτε μικρή δυσκολία της ζωής σου, για να καταλάβεις τι αναλογικά θα κάνεις και στην περίπτωση για την οποία μιλάμε. Εγώ θα έλεγα τούτο μόνο: Ο θάνατος μπορεί να έλθει οποιαδήποτε στιγμή. Τι θα μας συμβεί τότε; Ίσως ό,τι και στον κακό δούλο της παραβολής – το τάλαντο, το δώρο της χάριτος, του αφαιρέθηκε, και ο ίδιος πετάχτηκε στο αιώνιο σκοτάδι (Ματθ. 25 : 28-30)∙ ή ίσως ό,τι και στις άμυαλες παρθένες της άλλης παραβολής, που έμειναν έξω από τη γιορτή του γάμου, ακούγοντας το «δεν σας ξέρω» (Ματθ. 25:10-12 ). Στ’ αλήθεια, είτε η μία είτε η άλλη συμφορά θα μας βρει, αν δεν αναφλέξουμε τη χάρη μέσα μας κι αν δεν φωτιστούμε απ’ αυτήν. Βάλε νοερά τον εαυτό σου στην κατάσταση είτε του κακού δούλου είτε της άμυαλης παρθένας, και η αναποφασιστικότητά σου -αν, βέβαια, είσαι αναποφάσιστη- θα εξανεμιστεί. Τίποτα, βλέπεις, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη μνήμη του θανάτου, της κρίσεως και της κολάσεως. Ο σοφός Σειράχ λέει: «Να θυμάσαι πάντα τα στερνά σου, και δεν θα πέσεις ποτέ σε αμαρτία» (Σοφ. Σειρ. 7:36). Κράτα, λοιπόν, σταθερά στο νου σου αυτή τη θύμηση και μην την αφήσεις να εξασθενήσει ή να χαθεί. Καλό βοήθημα είναι το βιβλίο «Βοστάνι σπιάι»(*), που σου έχω δώσει.
Μια άλλη πλευρά είναι η ύπαρξη βοήθειας. Αυτή δίνει στην ψυχή θάρρος και αγαθή ελπίδα για την αποφυγή της συμφοράς, αυτή είναι που την εμπνέει και την παρακινεί σε δράση. Διαφορετικά, η αίσθηση της επικείμενης και αναπότρεπτης καταστροφής θα την βύθιζε στην απελπισία. Στο παράδειγμα που ανέφερα παραπάνω, δεν υπήρχε μήτε μια πόρτα ξεκλείδωτη, μήτε ένα παράθυρο ανοιχτό όταν έπιασε φωτιά το σπίτι, μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος που τυλιγόταν στις φλόγες: Να τραβάει τα μαλλιά του! Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή που κινδυνεύει να κολαστεί (γιατί δίχως τη χάρη αναπόφευκτα θα στερηθούμε τη βασιλεία των ουρανών): Προβλέποντας τον κολασμό της, δεν θα είχε παρά ν’ απελπιστεί, αν δεν γνώριζε ότι της παρέχεται βοήθεια. Δοξασμένος ας είναι ο Κύριος, που μας έχει προσφέρει ήδη τα μέσα της λυτρώσεώς μας από την αιώνια απώλεια. Όλα είναι προετοιμασμένα, όλα είναι στο χέρι μας, όλα είναι στην ψυχή μας. Δεν απομένει παρά να δραστηριοποιηθούμε και ν’ αγωνιστούμε. Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Θα συνεχίσουμε ν’ αναβάλλουμε από μέρα σε μέρα;
Ας έρθω, όμως, σ’ εσένα. Νομίζω ότι δεν έχεις ν’ αρχίσεις κάτι το ιδιαίτερο, δεν έχεις ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή σου. Συνέχισε να ζεις μέσα στο πνεύμα όπου ανατράφηκες. Κράτησε τις ευσεβείς αρχές της οικογένειάς σου. Αγάπησε ολόψυχα τον πνευματικό τρόπο ζωής και αποφάσισε αυτοπροαίρετα να ζήσεις πνευματικά ως το θάνατό σου. Η μέχρι τώρα χριστιανική σου ζωή δεν ήταν στην πραγματικότητα δική σου. Άλλοι σε οδηγούσαν σ’ αυτήν. Είναι, βέβαια, πολύ καλό το ότι σ’ έβαλαν στο δρόμο του Θεού. Μετά την ενηλικίωσή σου, όμως, δεν θα συνεχίσεις να βαδίζεις στον ίδιο δρόμο, αν δεν το θέλεις εσύ η ίδια, αν δηλαδή δεν επιλέξεις, συνειδητά πια και ακούσια, τη ζωή του πνεύματος. Και την επιλογή αυτή πρέπει να την κάνεις το συντομότερο, γιατί αλλιώς ή θα σαγηνευθείς ολοκληρωτικά από το πονηρό πνεύμα της κοσμικής ζωής ή θα καταλήξεις στη χλιαρότητα, όπως ήδη σου έχω πει.
Σκέψου το, για τον Θεό, και μην αργήσεις ν’ αποφασίσεις. Ο Κύριος να σ’ ευλογεί!

(*) Το «Βοστάνι σπιάι» («Έγειρε ο καθεύδων») είναι ένα μικρό βιβλίο με επιλογή κειμένων του αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ.

(«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ)
Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

«Τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου»

Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς στὸν ὑπέροχο εἰ­κοστὸ δεύτερο (κβ΄) Ψαλμὸ παρου­σιάζει τὸν Κύριο ὡς Καλὸ Ποιμένα, ποὺ ποιμαίνει μὲ ἀγάπη καὶ στοργὴ τὰ λογικὰ πρόβατά Του καὶ φροντίζει τίποτε νὰ μὴ μᾶς λείψει: «Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει» (στίχ. 1).

Μία ἀπὸ τίς ὡραιότερες ἀπεικονίσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὡς ἀκούραστο δρομέα ποὺ καταδιώκει τὸν ἄν­θρωπο, γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει καὶ νὰ τὸν σώ­­σει: «Τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (στίχ. 6). Τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, θὰ μὲ καταδιώκει ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, καὶ ἡ Χάρι Σου θὰ ἐπιμένει νὰ βρίσκει διάφορα μέσα, ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη ἐγὼ φεύγω ἀπὸ κοντά Σου, νὰ μὲ συλλαμβάνει στὸ δίχτυ τῆς σωτηρίας.

Πόσο πολὺ μᾶς συγκινεῖ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ! «Ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ» (Ψαλ. ριδ΄ [114] 5). Τὸ ἔλεός Του μᾶς πολιορκεῖ. Σὰν ἄλλος ἀκούραστος δρομέας μᾶς καταδιώκει ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας μέχρι τὴν τελευταία μας ἀναπνοή.

Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἔκταση σκεπάζει ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, ἐπεκτείνεται σὲ ὅλη τὴ δημιουργία. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάρκεια χρόνου παρέχεται συνεχῶς σὲ ὅλα τὰ δη­μιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ παρέχεται ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Πόσο θαυ­μαστὴ εἶναι ἡ σωτήρια καταδίωξη τοῦ Θεοῦ! Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος, ἀπὸ τότε ποὺ εἴμαστε ἔμβρυα στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας μας μέχρι τὸν τάφο μᾶς ἐλεεῖ διαρκῶς. «Διηνεκῶς ἐλεεῖ... ἀεὶ ἐλεεῖ, καὶ οὐδέποτε ἵσταται τοὺς ἀνθρώπους εὐεργετῶν», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 55, 399). Δὲν παύει ποτὲ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ. Ἐμεῖς δὲν ἀντιλαμβανόμαστε ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του εἶναι ἀσυγκρίτως περισσότερες!

Κι ὅταν ἐμεῖς μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας φεύγουμε μακριά Του, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὴ σωτήρια καταδίωξη, χωρὶς νὰ παραβιάζει τὴν ἐλευθερία κανενός. Ἐκείνους ποὺ ἀντιδροῦν, δὲν τοὺς ἀναγκάζει. Ἐνῶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση, τοὺς ἑλκύει μὲ πολλὴ δύναμη κοντά Του: «Τοὺς προαιρουμένους ἐπισπᾶται μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος» (PG 56, 162).

Κι ὅταν μετανοοῦμε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, καὶ ἀνταποκρινόμαστε θετικὰ στὴ σωτήρια καταδίωξή Του, μὲ πόση ἀγάπη μᾶς περιβάλλει! Δὲν ὑψώνει τὴ φωνή Του, δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν παιδαγωγικὴ ράβδο Του, ἀλλὰ διανοίγει τὴν πατρική Του ἀγκαλιὰ καὶ μᾶς δέχεται πάλι κοντά Του! Φορτώνεται στοὺς ὤμους Του τὸ χα­­μένο πρόβατο καὶ τὸ φέρνει πάλι στὸ κοπάδι: «Ἐπὶ τὰ ὄρη τὸ πλανηθὲν ἀναζητήσας καὶ ἐπὶ τοῖς ὤμοις αὐτὸ ἀναλαβών (τουτέστιν ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ), τῷ Πατρὶ προσήγαγε»!

Νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα τῆς σωτήριας καταδιώξεως τοῦ θείου ἐλέους: Ὅταν ἁμάρτησαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο, δὲν ἐπετίμησε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ λέγοντάς του: «Εἰς οἷον πτῶμα κατελήλυθας ἀπὸ τηλικούτου ὕψους;»· πόσο χαμηλὰ ἔχεις πέσει ἀπὸ τόσο μεγάλο ὕψος!, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»· Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; (Γεν. γ΄ 9). Πίσω ἀπὸ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ διαφαίνεται ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐγκατέλειψε οὔτε στιγμὴ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ἀλλὰ τοὺς κατεδίωκε γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ μετανοήσουν.

Μὲ παρόμοιο τρόπο φέρθηκε ὁ Θεὸς καὶ στὸν Κάϊν. Γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει – μετὰ τὴν ἀπαράδεκτη θυσία ποὺ προσέφερε – νὰ μὴ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του Ἄβελ, τοῦ μίλησε στοργικὰ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἥμαρτες; ἡσύχασον» (Γεν. δ΄ 7). Κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κατεδίωκε τὸν Κάϊν. Ἤθελε νὰ τὸν συγκρατήσει, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἀδελφοκτόνος.

Νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὶς προσπάθειες ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἰούδα νὰ μὴν Τὸν προδώσει. Ἀλλ᾿ «ὁ πα­­ράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συν­ιέ­ναι»· δὲν θέλησε νὰ συνετισθεῖ. Ὅμως δὲν ἀνταποκρίνονται, δυστυχῶς, ὅλοι οἱ ἄν­­θρωποι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ὅ­μως ἀνταποκρίνονται, σώζονται.

Χαρακτηριστικότερο εἶναι τὸ παράδει­γμα τῆς καταδιώξεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ πρὶν Σαῦλος κυριεύθηκε ἀπὸ ἀχαλίνωτη μανία νὰ καταδιώξει τοὺς Χριστιανούς. Ξεκίνησε ἔφιππος γιὰ τὴ Δαμα­σκὸ μὲ συνοδεία στρατιωτῶν, ἀλλὰ στὸ δρόμο συνειδητοποίησε ὅτι ὁ θεῖος Κυνη­γὸς ἀκολουθοῦσε τὰ ἴχνη του. Ὁ Σαῦλος νόμιζε ὅτι καταδιώκει, ἐνῶ καταδιωκόταν. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κυνηγοὶ κι ὁ Κύριος τὸ θήραμα. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Κυνηγὸς κι ἐ­μεῖς τὰ θηράματα. Βγαίνει τὶς μέρες, βγαί­νει τὶς νύχτες καὶ μᾶς κυνηγᾶ. Μέσα στὰ χρόνια, στοὺς μῆνες, στὶς μέρες Αὐ­τὸς κινεῖται καὶ δρᾶ. Πληγωμένοι ἀπὸ τὸ βέ­λος τῆς θείας ἀγάπης Του, πόσες φο­ρὲς ἔχουμε πέσει στὴ θεϊκὴ ἀγκάλη Του! Κι ὅταν σὰν ἄτακτα παιδιά Του πᾶμε νὰ Τοῦ ξεφύγουμε, βάζει τὰ καλύτερα «λαγωνικά» Του, γιὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρει κον­τά Του!

Τὸ ἀκαταπόνητο κυνήγι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ψυχές ποὺ φεύγουν μακριά Του, εἶναι ἕνα μυστήριο! Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε τὸ τίμιο Αἷμα Του γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ θέλει, ἂν εἶναι δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ παρατείνει τὸ ἔλεός Του καὶ παρουσιάζει πάρα πολλὲς εὐκαιρίες στὸν καθένα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἑλκύσει στὴ σωτηρία.

Νὰ μὴν ἀντιδροῦμε λοιπὸν ποτὲ στὴ σωτήρια καταδίωξη τοῦ θείου ἐλέους, ἀλλὰ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε λέγοντας: «Μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν» (Δανιήλ, προσευχὴ Ἀζαρίου 11). Χωρὶς τὴν προσ­τασία τοῦ θείου ἐλέους Σου, Κύριε, δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε οὔτε στι­γμή. Ὅταν μᾶς κυκλώνει τὸ ἔλεος Σου, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτε.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Πηγή: aktines.blogspot.gr



Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ((Ἃγιος Ἰωάννης Κρονστάνδης)

Δοκίμασόν με, ο Θεός, και γνώθι την καρδίαν μου, έτασόν με και γνώθι τας τρίβους μου. Και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί, και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία” (Ψαλμ. 138, 23-24).
Από τότε που ο πρώτος άνθρωπος αμάρτησε, οι άνθρωποι σκοτίστηκαν τόσο πολύ στο ίδιο το κέντρο της ύπαρξής τους (την καρδιά), που πολύ συχνά δεν έχουνε συνείδηση ή συναίσθηση της πανταχού παρουσίας του Θεού· κι έτσι, έχουνε την εντύπωση πως τέσσερεις τοίχοι με μια οροφή από πάνω, τους κρύβουνε από Εκείνον, που όλα τα γεμίζει με την παρουσία Του και που βλέπει ακόμη και όποιον κρύβεται σε κάποιο τόπο μυστικό. “Ει κρυβήσεταί τις εν κρυφαίοις, και εγώ ουκ όψομαι αυτόν; Μη ουχί τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ; λέγει Κύριος” (Ιερεμ. 23,24). “Γυμνός ειμι, και εκρύβην” (Γεν. 3, 10), είπε ο Αδάμ κρυπτόμενος από τον Θεό. Ωστόσο, όχι, αυτό σε τίποτα δεν τον ωφέλησε· ο Θεός τον έβλεπε.


Να παρακολουθείς τα όσα συμβαίνουν μέσα στην καρδιά σου· να κοιτάς και ν’ ακροάσαι για να βρεις τι είναι αυτό που την εμποδίζει να ενωθεί με τον παμμακάριο Κύριο και Θεό μας. Αυτό ας γίνει για σένα επιστήμη επιστημών· τότε, με τη βοήθεια του Θεού εύκολα μπορείς να αντιληφθείς τι είναι αυτό που σε απομακρύνει από τον Θεό και τι σε πλησιάζει σ’ Εκείνον και σ’ ενώνει μαζί Του. Γι’ όλα αυτά μιλάει η ίδια η καρδιά, που άλλοτε ενώνεται με τον Θεό και άλλοτε αποσπάται κι αποχωρίζεται απ’ Αυτόν. Ο πονηρός στέκει προπάντων ανάμεσα στην καρδιά μας και τον Θεό· εκείνος είναι που μας απομακρύνει από το Θεό με διάφορα πάθη ή με την σαρκική επιθυμία, με τη λαγνεία των οφθαλμών και τη γήϊνη υπερηφάνεια.
Δοκίμαζε τον εαυτό σου πιο συχνά: πού είναι στραμμένοι και κοιτάζουν οι οφθαλμοί της καρδιάς σου· προς το Θεό και τη ζωή του μέλλοντος αιώνος, προς τις υπερκόσμιες, μακάριες και φωτοφόρες ουράνιες δυνάμεις και στους αγίους που ενδιαιτώνται στους ουρανούς, ή προς τα γήϊνα αγαθά, δηλαδή στην βρώση και την πόση, στα ενδύματα και τις κατοικίες, σ’ ανθρώπους αμαρτωλούς και τις μάταιες ασχολίες τους; Ω! Αν τα μάτια μας ήτανε αδιάκοπα προσηλωμένα στο Θεό! Στην πραγματικότητα όμως μονάχα στις ανάγκες και τις συμφορές μας στρέφουμε τα μάτια μας προς τον Κύριο, ενώ όταν ευημερούμε, τα μάτια μας είναι στραμμένα προς τον κόσμο και τις μάταιές του υποθέσεις. Αλλά θα πεις· «και τι θα μου αποφέρει το να ατενίζω έτσι τον Κύριο;» Βαθιά ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά σου, φως στο νου σου, άγιο ζήλο στη βούλησή σου και την απελευθέρωσή σου από τις παγίδες του εχθρού. «Οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον Κύριον», λέγει ο Δαβίδ και εξηγεί γιατί· «ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου» (Ψαλμ. 24,15).
Λέγει ακόμη· «Λαλήσει ειρήνην Κύριος ο Θεός επί τους επιστρέφοντας καρδίαν επ’ αυτόν» (Ψαλμ. 84,9).
Η αμαρτία κλείνει τα μάτια της καρδιάς· έτσι, ο κλέφτης νομίζει πως δε βλέπει· το ίδιο και ο μοιχός κι ο ακόλαστος άνθρωπος παραδίδεται στις αισχρές του πράξεις και νομίζει ότι ο Θεός δεν τον βλέπει· έτσι κι ο φιλάργυρος, ο άνθρωπος-παράσιτο κι ο μέθυσος φαντάζονται πως κρύβονται κι εκείνοι οι ίδιοι και τα πάθη τους. Ο Θεός όμως βλέπει και κρίνει· «γυμνός ειμί, και εκρύβην» (Γεν. 3, 10). Έτσι μιλάει με τα έργα του κάθε αμαρτωλός άνθρωπος, που κρύβεται από τον πανταχού παρόντα Θεό.
Η μεγαλύτερη, η παντοτινή πλάνη της καρδιάς, ενάντια στην οποία είναι ανάγκη να αγωνιζόμαστε αδιάκοπα σ’ όλη μας τη ζωή, είναι ένας κρυφός λογισμός πως τάχα μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς το Θεό ή έξω από το Θεό σ’ οποιοδήποτε τόπο ή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, έστω και για μια στιγμή. Είναι ανάγκη να στεριώνουμε και να ενισχύουμε την καρδιά μας μέσα στο Θεό, από τον Οποίο αδιάκοπα στρέφεται αλλού με το νου· μεγάλη δε προκοπή θα πραγματοποιούσε στη Χριστιανική ζωή, όποιος μπορεί με ειλικρίνεια να αναφωνήσει με την Άννα, τη μητέρα του Σαμουήλ: «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου· επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρία σου» (Α’Βασ. 2,1).
Είναι ανάγκη να καθαριζόμαστε από τον ρύπο· η δε προσευχή, ιδιαίτερα η προσευχή των δακρύων, απολούζει τον πνευματικό ρύπο, δηλαδή τον ρύπο των αμαρτιών.
Αμαρτάνουμε με την σκέψη, με το λόγο και με την πράξη. Για να μεταβληθούμε σε καθαρές εικόνες της Υπεραγίας Τριάδας, πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθειες, ώστε να είναι φορείς και έκφραση αγιότητας και οι λογισμοί μας και οι λόγοι μας και οι πράξεις μας. Η σκέψη, μέσα στο Θεό, αντιστοιχεί στον Πατέρα, οι λόγοι αντιστοιχούνε στον Υιό και τα έργα στο Άγιο Πνεύμα, τον τελειωτή των πάντων. Δεν είναι μικρή η σημασία των αμαρτημάτων των λογισμών στο Χριστιανό, γιατί στους λογισμούς μας, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, βρίσκεται όλη η ευαρέστησή μας προς το Θεό: Γιατί οι λογισμοί αποτελούν την αρχή, από την οποία προέρχονται οι λόγοι μας και τα έργα μας· οι λόγοι, γιατί αυτοί είτε μεταδίδουν χάρη στους ακούοντες είτε είναι λόγοι σαπροί και γίνονται πειρασμός για ορισμένους ή διαφθείρουν τις σκέψεις και τις καρδιές άλλων· πιο πολύ από τα λόγια ασκούν επίδραση τα έργα, γιατί το παράδειγμα επιδρά στους ανθρώπους περισσότερο από κάθετι άλλο, με το να προσελκύουν τους ανθρώπους σε μίμησή τους.
Η συνείδηση στους ανθρώπους δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φωνή του πανταχού παρόντος Θεού, ο Οποίος εμπεριπατεί μέσα στις καρδιές τους. Ως Εκείνος, που δημιούργησε τα πάντα, και όντας Ένας, ο Κύριος γνωρίζει τους πάντες, όπως γνωρίζει τον Εαυτό Του· γνωρίζει όλες τις σκέψεις, τα θελήματα και τις προθέσεις τους, τα λόγια τους και τα έργα τους τόσο τα παρόντα, όσο και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Όσο κι αν προτρέχω κάπου με τις σκέψεις μου και τη φαντασία μου, Εκείνος είναι εκεί πριν από μένα· εγώ δε πάντοτε αναπόφευκτα τρέχω μέσα Του και πάντα Τον έχω μάρτυρα των τρίβων μου και των διαβημάτων μου: «Οι οφθαλμοί (Αυτού) εις τας οδούς των υιών των ανθρώπων…» (Ιερεμ. 39,19)· «Πού πορευθώ από του Πνεύματός σου και από του προσώπου Σου πού φύγω;» (Ψαλ. 138,7).
Ω! Αν στρέφαμε την προσοχή μας για να δούμε τα επακόλουθα των αμαρτιών μας ή των καλών μας έργων! Πόσο προσεκτικοί θα ήμασταν τότε αποφεύγοντας την αμαρτία και πόσο ζηλωτές θα ήμασταν του καλού· γιατί θα βλέπαμε τότε καθαρά ότι κάθε αμαρτία που δεν αποβλήθηκε έγκαιρα και ενδυναμώθηκε με την συνήθεια, ριζώνει βαθιά μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και που και που τον παρενοχλεί, τον τραυματίζει και τον βασανίζει μέχρι τον θάνατό του. Ξυπνάει, για να το πούμε έτσι, και αναζωπυρώνεται μέσα του σε κάθε περίσταση που θυμίζει την αμαρτία, που κάποτε διαπράχθηκε, και μ’ αυτό τον τρόπο μολύνει τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συνείδησή του. Χρειάζονται ποταμοί δακρύων για να ξεπλύνει ο άνθρωπος το βόρβορο της αμαρτίας που πάλιωσε και σκληρύνθηκε μέσα του· τόσο άρρηκτα και διαβρωτικά προσκολλάται σ’ αυτόν! Αντίθετα, κάθε καλή πράξη, που κάναμε οποτεδήποτε στο παρελθόν με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια ή που επαναλαμβανόμενη μας έγινε συνήθεια, χαροποιεί την καρδιά μας και αποτελεί παρηγοριά και χαρά της ζωής μας, δίνοντάς μας την συναίσθηση πως τη γεμάτη από αμαρτίες ζωή μας τη ζήσαμε όχι ολότελα μάταια κι ανώφελα, πως μοιάζουμε με ανθρώπινα όντα και όχι με θηρία, πως κι εμείς δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα Θεού και μέσα μας καίει σπίθα θείου φωτός και αγάπης και πως έστω και μερικά καλά μας έργα θα αντισταθμίσουν τις κακές μας πράξεις στη ζυγαριά της αδιάφθορης και αδέκαστης θείας δικαιοσύνης.
Αν η καρδιά είναι καθαρή, τότε ολόκληρος ο άνθρωπος είναι καθαρός· κι αν ακάθαρτη είναι η καρδιά, τότε όλος ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος: «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Όλοι όμως οι άγιοι με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και θεοφροσύνη, με την ανάγνωση του λόγου του Θεού, με το μαρτύριο, με κόπους και ιδρώτες αποκτούσανε καθαρή καρδία κι έτσι το Άγιο Πνεύμα ενοίκησε μέσα τους, τους καθάρισε από κάθε ρύπο και τους εξαγίασε με αγιασμό αιώνιο. Να προσπαθείς λοιπόν κι εσύ περισσότερο από κάθετι άλλο να επιτύχεις τον καθαρμό της καρδιάς: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός» (Ψαλμ. 50,12).
Πόσο μ’ έχει τραυματίσει η αμαρτία! Οτιδήποτε το κακεντρεχές, το κακό ή ακάθαρτο το σκέφτομαι και την ίδια στιγμή το συναισθάνομαι στην καρδιά μου· όμως, το αγαθό, το καλό, το καθαρό και το άγιο συνήθως το σκέφτομαι μονάχα και μιλώ γι’ αυτό, αλλά δεν το συναισθάνομαι μέσα μου. Αλλοίμονο σε μένα. Ακόμα το κακό είναι πιο κοντά στην καρδιά μου παρά το καλό. Πέρα απ’ αυτά, μόλις που το σκέφτεσαι η το συναισθάνεσαι το κακό, την ίδια στιγμή είσαι και έτοιμος να το κάνεις πράξη· και θα το κάνεις πράξη σύντομα και άνετα, αν δεν έχεις φόβο Θεού μέσα σου· σ’ ό,τι δε αφορά το αγαθό «το θέλειν παράκειταί μοι, το δε εργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω» (Ρωμ. 7,18)· δεν βρίσκω εντός μου τις δυνάμεις να το κάνω πράξη κι έτσι η καλή πράξη, που σκέφτηκα, συχνά αναβάλλεται για τις Ελληνικές καλένδες, δηλαδή στο ποτέ.

(Απόσπασμα από το βιβλίο: “Η μετάνοια και η Θεία Μετάληψη”, Εκδόσεις ΤΗΝΟΣ)
Πηγή: alopsis.gr

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

«Ἐπεθύμησε πόρνη …» (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναὶ πόρνη. Ἐννοῶ τὴ δική μας φύση. Ἦταν τρανὸς καὶ αὐτὴ ταπεινή. Τρανὸς ὄχι στὴ θέση ἀλλὰ στὴ φύση. Πεντακάθαρος ἦταν, ἀνερμήνευτη ἡ οὐσία του, ἄφθαρτη ἡ φύση του. Ἀχώρητος στὸ νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπὸ τὴ σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πάνω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τὴ λογικὴ σκέψη, ξεπερνώντας τὴ δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νὰ τὸν δεῖς, μόνο νὰ τὸν πιστέψεις. Τόν ἔβλεπαν ἄγγελοι καί τρέμανε. Τά χερουβείμ σκεπάζονταν μέ τά φτερά τους, ὅλα στέκονταν μέ φόβο.

Ἔριχνε τὸ βλέμμα του στὴ Γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμει. Στρεφόταν στή θάλασσα καί τήν ἔκανε στεριά Ποτάμια ἔβγαζε στὴν ἔρημο. Στ’ ἀναμέτρημά του ἔστηνε βουνά καί ζύγιζε λαγκάδια. Πῶς νά τό πῶ; Πῶς νά τό παραστήσω; Τό μεγαλεῖο του ἀπέραντο, ποῦ νά πιαστεῖ ἡ σοφία του μέ ἀριθμούς; Ἀνεξιχνίαστες οἱ ἀποφάσεις πού παίρνει κι οἱ δρόμοι του ἀνεξερεύνητοι.

Κι αὐτὸς ὁ τόσο μέγας καὶ τρανὸς πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Γιὰ νὰ τὴν ἀναπλάσει ἀπὸ πόρνη σὲ παρθένα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ νυμφίος της.

Τί κάνει; Δὲν τῆς στέλνει κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους του, δὲν στέλνει ἄγγελο στὴν πόρνη, δὲν στέλνει ἀρχάγγελο, δὲν στέλνει τὰ χερουβείμ, δὲν στέλνει τὰ σεραφείμ. Ἀλλὰ καταφθάνει αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.

Ἐπεθύμησε πόρνη. Καὶ τί κάνει; Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἐκείνη στὰ ψηλά, κατέβηκε Ἐκεῖνος στὰ χαμηλά. Ἔρχεται στὴν καλύβα της. Τὴ βλέπει μεθυσμένη. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μὲ ὁλοφάνερη τὴ θεότητά του, ἀλλὰ γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καὶ τοῦ φύγει. Τὴ βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπὸ δαίμονες κυριευμένη. Καὶ τί κάνει; Τὴν παίρνει καὶ τὴν κάνει γυναίκα του. Καὶ τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιὸ δαχτυλίδι; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔπειτα λέγει. Δὲν σὲ φύτεψα στὸν Παράδεισο;

-Τοῦ λέγει, ναί.

-Καὶ πῶς ξέπεσες ἀπὸ ἐκεῖ;

-Ἦλθε καὶ μὲ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸν Παράδεισο.

-Φυτεύτηκες στὸν Παράδεισο καὶ σὲ ἔβγαλε ἔξω. Νά, σὲ φυτεύω μέσα μου. Δὲν τολμᾶ νὰ μὲ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σὲ κρατάει καὶ ὁ λύκος δὲν ἔρχεται πιά.

-Ἀλλὰ εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὴ καὶ βρώμικη.

-Μὴ μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.

Δῶσε ἐδῶ μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νὰ πάρει τὴν πόρνη, ὅπως αὐτὴ -τὸ τονίζω- ἦταν βουτηγμένη στὴ βρῶμα. Γιὰ νὰ μάθεις τὸν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτὸ χαρακτηρίζει τὸν ἐρωτευμένο: τὸ νὰ μὴ ζητάει εὐθύνες γιὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ συγχωρεῖ λάθη καὶ παραπατήματα.

Πιὸ πρὶν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιὰ τὴ Γῆ. Καὶ τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ αὐτὸ γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δὲν πολυνοιάζεται γιὰ τὴ συμπεριφορά του. Ὁ ἔρωτας δὲν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀγαπᾶ καὶ τὴν ἄσχημη.

Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν ἀνακαινίζει.
Τὴν πῆρε ὡς γυναίκα, καὶ ὡς κόρη του τὴν ἀγαπᾶ, καὶ ὡς δούλα του τὴν φροντίζει, καὶ ὡς παρθένα τὴν προστατεύει, καὶ ὡς παράδεισο τὴν τειχίζει, καὶ ὡς μέλος τοῦ σώματός του τὴν περιποιεῖται. Τὴ φροντίζει ὡς κεφαλή της ποὺ εἶναι, τὴ φυτεύει ὡς ρίζα, τὴν ποιμαίνει ὡς ποιμένας. Ὡς νυμφίος τὴν παίρνει γυναίκα του, καὶ ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τὴν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τὴ διατηρεῖ μέσα στὴν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νὰ μὴν τῆς λείψει τίποτα.

Ὤ, Σὺ Νυμφίε, ποὺ ὀμορφαίνεις τόσο τὴν ἀσχήμια τῆς νύφης!


Πηγή: www.imaik.gr/

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΔΑΜ (Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος)





Ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτισμένος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρουσιάζει γι΄ ἄλλη μιά φορά τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γράφοντας στούς Κορινθίους, μιλάει γιά δύο ἀνθρώπους: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ. Οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καί οἱ χοϊκοί, καί οἷος ὁ ἐπουράνιος τοιοῦτοι καί οἱ ἐπουράνιοι· καί καθώς ἐφορέσαμεν τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου». 

Πρῶτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, πού ἔπλασε ὁ Θεός «χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς», γι΄ αὐτό καί ὀνομάστηκε χοϊκός. Αὐτόν τον ἄνθρωπο τόν ἔβαλε ὁ Θεός μέσα στόν παράδεισο, ὅπου μποροῦσε νά συναναστρέφεται μέ τούς ἀγγέλους Του, νά Τόν δοξολογεῖ μαζί μ΄ αὐτούς καί νά δέχεται τίς θεῖες ἐλλάμψεις Του. Εἶχε ὅμως πάρει θεϊκή ἐντολή, νά μή φάει «ἀπό τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν», γιά νά μήν παραδοθεῖ στόν θάνατο. Ἀλλ΄ αὐτός, παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔφαγε ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Καί μόλις ἔφαγε, ἔχασε τήν ἀθωότητά του καί εἶδε τήν γύμνωσή του. Ὕστερ’ ἀπ΄ αὐτό στερήθηκε τ΄ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἀποδοχή τῆς δόλιας προτροπῆς τοῦ φιδιοῦ, τυφλώθηκε ψυχικά καί δέν εἶχε πιά τήν δυνατότητα νά βλέπει τήν ἀνέκφραστη θεία δόξα. Ἔπεσε, βλέπετε, θύμα τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου, φιλοδοξώντας νά γίνει Θεός! Ἀλλ’ ἀντί γι΄ αὐτό, ἔχασε καί τά θεῖα δῶρα πού εἶχε. Ἔγινε φθαρτός καί θνητός καί ἄλογος, σάν τ΄ ἄλογα κτήνη, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ἀπό τήν θεόσδοτη δόξα καί τήν ἀπόλαυση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, γκρεμίστηκε στήν ἀτιμία καί στήν φθορά. Ἔχασε τόν ἀνεκτίμητο πνευματικό του πλοῦτο κι ἔγινε τραγικά καί ἀξιοθρήνητα φτωχός. Αὐτός εἶναι ὁ χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ.
Ἄς ἔρθουμε τώρα στόν δεύτερο Ἀδάμ. Δέν εἶναι παρά ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», «ἄναρχος Υἱός ἀνάρχου Πατρός». Αὐτός, «ὤν ἐν τῷ Πατρί», κατέβηκε στήν γῆ, σαρκώθηκε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ἀπό τά παρθενικά σπλάχνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, κι ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς σέ ὅλα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτίαΣκοπός τῆς σαρκώσεώς Του ἦταν ν’ ἀνακαινίσει τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ὅλους ἐκείνους πού γεννήθηκαν ἀπ΄ αὐτόν καί γεννιοῦνται ἀπό τούς ἀπογόνους του, ἀφοῦ εἶναι ὅμοιοι μέ τούς γεννήτορές τους. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἀδάμ, μετά τήν παράβαση, ἔγινε φθαρτός καί θνητός καί πνευματικά φτωχός, ἐπειδή, μ΄ ἕναν λόγο, ἔγινε «χοϊκός», ἔτσι «χοϊκοί» ἦταν καί ὅσοι γεννήθηκαν ἀπ΄ αὐτόν, φθαρτοί καί θνητοί καί μέ τέτοια πνευματική γύμνια, πού δέν διέφεραν σχεδόν ἀπό τ’ ἄλογα ζῶα. Ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔφυγε ἡ θεϊκή ὡραιότητα, καί μέσα της μπῆκε ἡ δαιμονική ἐμπάθεια. Τόσο πολύ μάλιστα σκοτίστηκε ἀπό τόν διάβολο ὁ ἄνθρωπος, σέ τέτοια ἀγνωσία κατάντησε, πού ἔφτασε στό σημεῖο ν’ ἀφήσει τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί νά θεοποιήσει τήν γῆ, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τ΄ ἄστρα, τά κτίσματα γενικά, ἀκόμα καί τά αἰσχρά πάθη. Τό κακό ἦταν γενικό, πανανθρώπινο. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν», κατά τόν ψαλμωδό. «Διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τά σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα».
Ἀπ΄ αὐτήν τήν ζοφερή κατάσταση θέλησε ὁ Θεός νά μᾶς βγάλει. Μᾶς λυπήθηκε, ἦρθε στήν γῆ ἁπλός καί ταπεινός, κι ἔζησε ἀνάμεσά μας σάν κοινός ἄνθρωπος.
Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ.Ὕστερα τόν ἔριξε σέ ἔκσταση, τόν ὕπνωσε, καί παίρνοντας μιά ἀπό τίς πλευρές του, δημιούργησε τήν γυναίκα. Ἡ πλευρά τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἡ γυναίκα. Ἀπ’ αὐτήν λοιπόν τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ σαρκώθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί «ᾠκοδόμησε» τήν Ἐκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος». Γι’ αὐτό εἶναι ὁ δεύτερος, ὁ νέος Ἀδάμ, «ἀπόγονος» καί «συγγενής» τοῦ πρώτου, κι ἔτσι συγγενής «κατά σάρκα» ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τήν σάρκα ἐνδυσάμενος (ὁ Χριστός), ἐνεδύσατο τήν ἀνθρωπότητα». Ὁ Χριστός εἶναι δίκαιος, ἅγιος καί ἀθάνατος· ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, φθαρτοί καί θνητοί. Μαζί Του μᾶς συνδέει ὅμως ἡ σαρκική συγγένεια. Γι’ αὐτό μεσίτευσε στόν Πατέρα Του νά μᾶς χαρίσει τήν σωτηρία, νά μᾶς ξαναδώσει τήν ἀθανασία, νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν προπτωτική κατάσταση, στό «ἀρχαῖον κάλλος».
Τά μέσα τώρα τῆς σωτηρίας καί τῆς ἀπαλλαγῆς μας ἀπό τήν δουλεία τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, εἶναι ἡ πίστη στόν λυτρωτή μας Χριστό καί ἡ ἐφαρμογή τῶν σωτήριων παραγγελιῶν Του.
Ἄν τηρήσουμε δηλαδή ὅ,τι γράφει τό Εὐαγγέλιο, πού δέν εἶναι παρά ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος ἐπιστροφῆς στήν ἀθανασία, θά γίνουμε νέοι ἄνθρωποι, ὄχι χωματένιοι ἀλλά οὐράνιοι, παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ὅμοιοι μ΄ Αὐτόν χαρισματικά. Ἄν ὅμως καταφρονήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τίς λυτρωτικές καί ζωογόνες, τότε θά χάσουμε ὅλα τ’ ἀγαθά Του. Καί ὅπως ὁ Ἀδάμ μέτα τήν παράβαση διώχθηκε ἀπό τόν παράδεισο καί ἀποξενώθηκε ἀπό τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνουμε, χωριζόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ καί ξεσκίζουμε τό θεϊκό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι στερούμαστε τήν αἰώνια ζωή, τό ἀνέσπερο καί παντοτινό φῶς, τόν ἁγιασμό, τήν θέωση, «πᾶν δώρημα τέλειον ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων». Καί ἐνῶ, πρίν ἁμαρτήσουμε, ἤμασταν οὐράνιοι ἄνθρωποι καί ἐπίγειοι ἄγγελοι, γινόμαστε πάλι «χοϊκοί», ὅπως καί ὁ πρῶτος Ἀδάμ μετά τήν πτώση του. Ἀκόμα χειρότερα, γινόμαστε ὑπόδικοι θανάτου καί ἀτέλειωτης κολάσεως στήν «γέενα τοῦ πυρός». Δέν χάνουμε ἁπλά τόν αἰσθητό παράδεισο, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά βγάζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τοῦ στεροῦμε τά αἰώνια ἐκεῖνα ἀγαθά, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».
Ὕστερα ἀπ΄ ὅσα ἀναφέραμε, ἄς ἐξετάσουμε καλά ἄν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀναρωτηθοῦμε σοβαρά: Ἐκμεταλλευόμαστε τό τάλαντο τῆς σωτηρίας καί τό χάρισμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἤ μήπως τό χώσαμε βαθιά μέσα στήν γῆ τῆς ἀμέλειας καί τῆς ἁμαρτίας; Πῶς νά μᾶς ἀγαπήσει ὁ Θεός, ἄν δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του; Μᾶς τό εἶπε καθαρά: «Ὁ ἀγαπῶν με, τάς ἐντολάς μου τηρήσει καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Αὐτά δέν εἶναι λόγια ἀνθρώπινα, ἀλλά λόγια ἅγια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ἄς μήν εἴμαστε λοιπόν ἐλαστικοί ἀπέναντι στήν συνείδησή μας. Ἄς κρίνουμε τόν ἑαυτό μας αὐστηρά, καί τότε θά διαπιστώσουμε, ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε οἱ αἴτιοι τοῦ χωρισμοῦ μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς μετανοήσουμε, ἄς κλάψουμε γιά τήν ἄθλια κατάστασή μας, καί ἄς ἀγωνιστοῦμε πιά νά φορέσουμε «τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου».

(“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή:alopsis.gr

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη;» (10:9). Κι αν εκείνος σου πει, ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά το θάνατό του, δώσ’ του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει, δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του, έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμή του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του» (Σοφ. Σειρ. 10:9). 

Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφθεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα. Ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλ’ απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Μ’ αυτό τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές, για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει, «Θ’ ανέβω στον ουρανό» (Ησ. 14:13), πού θα έφθανε με το λογισμό του, αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;

Όταν, λοιπόν, δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει το λαιμό του, ν’ ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί, να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;» (Σοφ. Σερ. 10:9).

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέ­ντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θ’ αναφωνήσεις κι εσύ μαζί με τον προφήτη: «Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο» (Ησ. 40:6).

Γιατί, λοιπόν, υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και χορτάρι και σκιά, χορτάρι κι αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουνα εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος μ’ όσους συναντάς στην αγορά. Αν, λοιπόν, είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;

Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε μ’ εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν, πάλι, είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τ’ αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σ’ εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν ν’ αντικρίσεις.

Ο άνθρωπος και τ’ ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδαμινό απ’ αυτά. Γιατί, πες μου, τι είν’ εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του υπάτου (ανώτερος άρχοντας στο ρωμαϊκό κράτος); Βέβαια, πολλοί νομί­ζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε, λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο ύστερ’ από λίγο δεν θα υπάρχουν.

Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δυο μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. Ναι, αλλά είναι όνειρα, απαντάς. Ε, και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε κι αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει, αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δο­κιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμιάν απόλαυση απ’ όσα έγιναν την ημέρα.

Έγινες, λοιπόν, ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στ’ όνειρό μου. Ναι, λες, αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά. Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από μένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα, “Ο τάδε είναι -ή ήταν- ύπατος”, κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχα­ρίστηση. Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματι­κότητα: Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.

Ας δεχθούμε, όμως, ότι κάποιος έγινε ύπατος κι έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δυο ή τρία ή τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν, πού είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Που­θενά. Τους ξέχασαν όλοι. Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή του. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;

Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή ν’ ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε και όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά. Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μην ταράζεσαι όταν ένας άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του» (Ψαλμ. 48:17) . Καλά είπε: «Μην ταράζεσαι». Γιατί ύστερ’ από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθά. Τίποτε απ’ αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τ’ αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.

Σωστά, λοιπόν, το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια, δόξα∙ γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που, καθώς είναι ψεύτικο και κενό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει ποτέ κανέναν να το ερωτευθεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη που θέλει ν’ απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από τη φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.

Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες.«Ακάθαρτος είναι μπροστά στον Θεό κάθε υπερήφανος», λέει η Γραφή (Παροιμ. 16:5). Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από το δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της. Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και την δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί, βέβαια, ν’ αποκτήσει και τις δυο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει και η δόξα. Όταν, όμως, επιθυμεί και τις δύο, καμιά δεν θα πετύχει.

Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει ν’ αποκτήσει αυτή τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δεν θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.

Από το άλλο μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στον Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.

Έτσι, λοιπόν, όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για τον Θεό, κι όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.

(Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή: alopsis.gr