A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΠΕΦΤΟΥΝ ΕΠΑΝΩ ΣΑΣ ΑΔΥΣΩΠΗΤΑ ΑΠ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΙΕΣ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)


Τα βάσανα σας είναι πολλά.

Τα χτυπήματα πέφτουν επάνω σας αδυσώπητα απ’ όλες τις μεριές. Αλλά μην απελπίζεστε. 
Δοκιμασίες είναι, που σας βρίσκουν με παραχώρηση του φιλάνθρωπου Θεού, για να καθαριστείτε από τα πάθη και τις αδυναμίες σας. 
Παραδώστε, λοιπόν, τον εαυτό σας στα χέρια Του με εμπιστοσύνη, ευψυχία, χαρά και ευγνωμοσύνη. 

Μη θυμώνετε, μη δυσφορείτε, μην τα βάζετε με κανέναν άνθρωπο. Αφήστε τους ελεύθερους να επιτελούν επάνω σας και μέσα σας το εργο της πρόνοιας του Κυρίου, που, αποβλέποντας στη σωτηρία σας, πασχίζει να βγάλει από την καρδιά σας κάθε ακαθαρσία.

Όπως η πλύστρα τσαλακώνει, τρίβει και χτυπάει τα ρούχα μέσα στη σκάφη, για να τα λευκάνει, έτσι και ο Θεός τσαλακώνει, τρίβει και χτυπάει εσάς, για να λευκάνει την ψυχή σας και να την ετοιμάσει για την ουράνια βασιλεία Του, όπου κανένας ακάθαρτος δεν θα μπει.

Αυτή είναι η αλήθεια. Προσευχηθείτε να σας φωτίσει το νου ο Κύριος, για να την αντιληφθείτε. Τότε με χαρά θα δέχεστε καθετί το δυσάρεστο σαν φάρμακο που σας δίνει ο επουράνιος Γιατρός. Τότε θα θεωρείτε όσους σας βλάπτουν σαν ευεργετικά όργανα Εκείνου. Και πίσω τους θα βλέπετε πάντα το χέρι του μεγάλου Ευεργέτη σας.

Για όλα να λέτε: «Δόξα σοι, Κύριε!».
Να το λέτε, αλλά και να το αισθάνεστε.

Σας συμβουλεύω να εφαρμόσετε τους παρακάτω κανόνες:

1). Κάθε στιγμή να περιμένετε κάποια δοκιμασία. Και όταν έρχεται, να την υποδέχεστε σαν ευπρόσδεκτο επισκέπτη.

2). Όταν συμβαίνει κάτι αντίθετο στο θέλημα σας, κάτι που σας προκαλεί πίκρα και ταραχή, να συγκεντρώνετε γρήγορα την προσοχή σας στην καρδιά και ν’ αγωνίζεστε μ’ όλη σας τη δύναμη, με βία και προσευχή, ώστε να μη γεννηθεί οποιοδήποτε δυσάρεστο και εμπαθές αίσθημα μέσα σας. Αν δεν επιτρέψετε τη γέννηση τέτοιου αισθήματος, τότε όλα τελειώνουν καλά. Γιατί κάθε κακή αντίδραση ή ενέργεια, με λόγια ή με έργα, είναι συνέπεια και επακόλουθο αυτού του αισθήματος.

Αν, πάλι, γεννηθεί στην καρδιά σας ενα ασθενικό εμπαθές αίσθημα, τότε τουλάχιστον ας αποφασίσετε σταθερά να μην πείτε και να μην κάνετε τίποτα, ώσπου να φύγει αυτό το αίσθημα. Άν, τέλος, είναι αδύνατο να μη μιλήσετε ή να μην ενεργήσετε με κάποιον τρόπο, τότε υπακούστε όχι στα αισθήματα σας, αλλά στον θείο νόμο. Φερθείτε με πραότητα, ηρεμία και φόβο Θεού.

3). Μην περιμένετε και μην επιδιώκετε να σταματήσουν οι δοκιμασίες. Απεναντίας, προετοιμάστε τον εαυτό σας να τις σηκώνει ως το θάνατο. Μην το ξεχνάτε αυτό! Είναι πολύ σημαντικό. Αν δεν τοποθετηθείτε έτσι απέναντι στις δοκιμασίες, η υπομονή δεν θα στερεωθεί στην καρδιά σας.

4). Εκείνους που σας χτυπούν, να τους «εκδικείστε» με την αγάπη σας και την αμνησικακία σας. Με τα λόγια σας, με τη συμπεριφορά σας, ακόμα και με το βλέμμα σας να τους δείχνετε ότι, παρ’ όλα όσα σας κάνουν, εξακολουθείτε να τους αγαπάτε. Και βέβαια, ποτέ μην τους θυμίσετε πόσο σας αδίκησαν.

Πηγή: dakriametanoias.blogspot.gr

Ο άνθρωπος της χάριτος σύμφωνα με τον άγιο Μακάριο. Πώς αποκτάει κανείς αποφασιστικότητα στον αγώνα για μιαν ενάρετη ζωή. (Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Αποτέλεσμα εικόνας για όσιος θεοφάνης ο έγκλειστος


 ΕΙΜΑΙ ανυπόμονος. Πιάνω την πένα μου και αρχίζω αμέσως να σου γράφω πάλι για την ομορφιά, τη θελκτικότητα, τη γλυκύτητα της θείας χάριτος και της θεοχαρίτωτης ψυχής. Το κάνω για ν’ αυξήσω τη γνώμη σου γύρω απ’ αυτό το θέμα, για να ενισχύσω τον ιερό πόθο σου και για να φουντώσω τον ένθεο ζήλο σου. Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα χρησιμοποιήσω λόγια δικά μου, αλλά κάποιου θεόσοφου αγίου του Μεγάλου Μακαρίου, ο οποίος στη δέκατη όγδοη ομιλία του αναφέρει τα εξής: «Αν ένας άνθρωπος στον κόσμο τούτο είναι πολύ πλούσιος κι έχει στην κατοχή του κρυμμένο θησαυρό, με το θησαυρό και τον πλούτο του αποκτάει όλα όσα θέλει. Έτσι κι αυτοί που έχουν βρει και κατέχουν τον επουράνιο θησαυρό του Πνεύματος (δηλαδή τη θεία χάρη), αποκτούν κάθε αρετή απ’ αυτόν τον θησαυρό και μαζεύουν με τη δύναμή του περισσότερο ουράνιο πλούτο. Ο απόστολος λέει: «Εμείς, που έχουμε το θησαυρό τούτο, είμαστε σαν πήλινα δοχεία» (Β΄ Κορ. 4:7)∙ ενώ, δηλαδή, είμαστε ακόμα ενωμένοι με τη σάρκα, αξιωθήκαμε ν’ αποκτήσουμε μέσα μας το θησαυρό αυτό, που είναι η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος.



»Αυτός λοιπόν, που βρήκε και έχει μέσα του τον επουράνιο θησαυρό του Αγίου Πνεύματος, μπορεί με τη δύναμή Του, να πραγματοποιεί κάθε έργο δικαιοσύνης, που απορρέει από τις εντολές του Θεού, και να εκτελεί κάθε έργο αρετής αγνά και καθαρά, εύκολα και αβίαστα.
»Ας παρακαλέσουμε κι εμείς τον Θεό, ας προσευχηθούμε και ας Του ζητήσουμε να μας χαρίσει το θησαυρό του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τις εντολές Του με αγνότητα και καθαρότητα.
»Πρέπει να επιμένει κανείς στην ικεσία προς τον Κύριο, για ν’ αξιωθεί να βρει και να δεχθεί τον επουράνιο θησαυρό του Αγίου Πνεύματος. Όταν όμως τον βρει, άκοπα θα κατορθώσει να εφαρμόσει όλες τις εντολές του Κυρίου με αγνότητα και καθαρότητα, τις εντολές που πρωτύτερα δεν μπορούσε να εφαρμόσει ούτε με μεγάλο κόπο. Ο θησαυρός αυτός αποκτάται ύστερα από μεγάλη αναζήτηση, με πίστη και υπομονή».
Πώς, όμως, αισθάνονται εκείνοι στους οποίους η χάρη του Αγίου Πνεύματος έχει αρχίσει να εκδηλώνεται φανερά; Να τί λέει γι’ αυτό ο άγιος Μακάριος:
«Όσοι αξιώθηκαν “να γίνουν παιδιά του Θεού” (Ιω. 1:12) και να γεννηθούν από τον ουρανό, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα, έχουν τον Χριστό μέσα τους, που τους φωτίζει και τους αναπαύει. Αυτοί οδηγούνται με πολλούς και διάφορους τρόπους από το Πνεύμα. Δέχονται μυστικά μέσα στην καρδιά τους τη θεία χάρη, που τους δίνει πνευματική ανάπαυση. Μερικές φορές αισθάνονται σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο, όπου χαίρονται και ευφραίνονται με τρόπο ανέκφραστο. Άλλοτε νιώθουν σαν την νεόνυμφη γυναίκα, που η παρουσία του συζύγου της της χαρίζει ασφάλεια και ανάπαυση. Άλλοτε, μολονότι ενωμένοι με το σώμα τους, νιώθουν σαν ασώματοι άγγελοι. Άλλοτε είναι σαν μεθυσμένοι από πιοτό, ενώ στην πραγματικότητα ευφραίνονται και μεθούν από το Πνεύμα με μια θεϊκή μέθη πνευματικών μυστηρίων. Άλλοτε καίγονται τόσο από τη μεγάλη αγαλλίαση που τους δίνει το Πνεύμα, ώστε, αν ήταν δυνατό, θα έβαζαν όλους τους ανθρώπους μέσα στην καρδιά τους, χωρίς να ξεχωρίζουν τους καλούς από τους κακούς. Άλλοτε ταπεινώνονται τόσο πολύ, με την ταπεινοφροσύνη που τους χαρίζει το Πνεύμα, ώστε να θεωρούν τον εαυτό τους τελευταίο και κατώτερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Άλλοτε αναπαύονται σε πολύ μεγάλη ησυχία, γαλήνη και ειρήνη, μέσα σε μιαν ανέκφραστη πνευματική ευφορία. Άλλοτε αποκτούν τόσο μεγάλη σοφία, γνώση και σύνεση από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που είναι αδύνατο να τις εκφράσει γλώσσα ανθρώπινη. Άλλοτε, πάλι, γίνονται σαν απλοί άνθρωποι».
Τι υπέροχη, τι ποθητή κατάσταση! Να και μια σύντομη περιγραφή της ψυχής που έχει φωτιστεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος:
«Όταν η ψυχή φτάσει στην τελειότητα του Πνεύματος, αφού καθαριστεί εντελώς απ’ όλα τα πάθη και ενωθεί με τον Παράκλητο σε μιαν ανέκφραστη κοινωνία, αξιώνεται και η ίδια, ως ενωμένη με το Πνεύμα, να πνευματοποιηθεί. Τότε γίνεται όλη φως, όλη οφθαλμός, όλη χαρά, όλη ανάπαυση, όλη αγαλλίαση, όλη αγάπη, όλη ευσπλαχνία, όλη αγαθότητα, όλη καλοσύνη».
Να τι αγωνίζονταν να κατορθώσουν – και κατόρθωσαν – οι άγιοι ασκητές! Δεν αξίζει ν’ αγωνιστούμε κι εμείς γι’ αυτό; Η είσοδος στον κόσμο της χάριτος, τον κόσμο του Αγίου Πνεύματος, είναι ανοιχτή στον καθένα. Η βασιλεία του Θεού δεν είναι «κήπος κλεισμένος» (Άσμα 4:12). Τα αγαθά της τα έχει υποσχεθεί ο Κύριος σε όλους μας, και μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Προκαταβολή της αποκτήσεώς τους είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που μας δίνεται στα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Εμείς δεν έχουμε παρά να «σκάψουμε» μέσα μας, στον κήπο της ψυχής μας, όπου είναι θαμμένος αυτός ο θησαυρός, για να τον βρούμε και να τον οικειοποιηθούμε. Ας πιάσουμε το φτυάρι μας κι ας αρχίσουμε να βγάζουμε το χώμα. Με τις πρώτες φτυαριές το χρυσάφι και το ασήμι θ’ αρχίσουν να λαμποκοπούν. Έπειτα από λίγο όλος ο θησαυρός θα βγει στο φως. Τότε η χαρά μας δεν θα έχει όρια.
Στο προηγούμενο γράμμα μου σου υπέδειξα το δρόμο της αποφασιστικότητας. Δε στο ανέφερα, όμως, πώς συγκεκριμένα γεννιέται στην ψυχή η αποφασιστικότητα και πώς καταλήγει σε θετική προσπάθεια. Αυτό θα κάνω τώρα.
Ακόμα κι ένα απλό ενδιαφέρον για κάποιο αντικείμενο μπορεί να κεντρίσει την ενεργητικότητα. Στην περίπτωση, ωστόσο, του απλού ενδιαφέροντος, είναι πιθανό να μην κινητοποιηθεί η ψυχή, αλλά να μεταθέσει την έναρξη της προσπάθειας σε μελλοντικό χρόνο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η αναβολή αυτή να παραταθεί για πολύ. Από τη στιγμή, όμως, που η ψυχή θα αντιληφθεί ότι ένα αντικείμενο ή έργο είναι επιτακτικά αναγκαίο και εξαιρετικά επείγον, ανυπέρθετα παίρνει την απόφαση για την απόκτηση ή την εκτέλεσή του. Να ένα παράδειγμα: Κάποιος άνθρωπος, νωθρός και τεμπέλης, κάθεται στο δωμάτιό του. Αν το σπίτι πιάσει φωτιά, μην του φωνάξεις. Άφησέ τον να δει τη φωτιά, και θα πεταχτεί αμέσως έξω. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε κι εμείς: Να νικάμε τη νωθρότητα και την αναποφασιστικότητά μας με τη μνήμη της άσβεστης φωτιάς, που μας περιμένει, να παρακινούμε τον εαυτό μας σε αγώνα με την υπόμνηση του κινδύνου της αιώνιας καταστροφής μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε αυτή την πραγματικότητα, τόσο ζωηρότερα εκδηλώνεται η ψυχική μας ενεργητικότητα, ωθώντας μας σε δράση.
Πάρε οποιαδήποτε μικρή δυσκολία της ζωής σου, για να καταλάβεις τι αναλογικά θα κάνεις και στην περίπτωση για την οποία μιλάμε. Εγώ θα έλεγα τούτο μόνο: Ο θάνατος μπορεί να έλθει οποιαδήποτε στιγμή. Τι θα μας συμβεί τότε; Ίσως ό,τι και στον κακό δούλο της παραβολής – το τάλαντο, το δώρο της χάριτος, του αφαιρέθηκε, και ο ίδιος πετάχτηκε στο αιώνιο σκοτάδι (Ματθ. 25 : 28-30)∙ ή ίσως ό,τι και στις άμυαλες παρθένες της άλλης παραβολής, που έμειναν έξω από τη γιορτή του γάμου, ακούγοντας το «δεν σας ξέρω» (Ματθ. 25:10-12 ). Στ’ αλήθεια, είτε η μία είτε η άλλη συμφορά θα μας βρει, αν δεν αναφλέξουμε τη χάρη μέσα μας κι αν δεν φωτιστούμε απ’ αυτήν. Βάλε νοερά τον εαυτό σου στην κατάσταση είτε του κακού δούλου είτε της άμυαλης παρθένας, και η αναποφασιστικότητά σου -αν, βέβαια, είσαι αναποφάσιστη- θα εξανεμιστεί. Τίποτα, βλέπεις, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη μνήμη του θανάτου, της κρίσεως και της κολάσεως. Ο σοφός Σειράχ λέει: «Να θυμάσαι πάντα τα στερνά σου, και δεν θα πέσεις ποτέ σε αμαρτία» (Σοφ. Σειρ. 7:36). Κράτα, λοιπόν, σταθερά στο νου σου αυτή τη θύμηση και μην την αφήσεις να εξασθενήσει ή να χαθεί. Καλό βοήθημα είναι το βιβλίο «Βοστάνι σπιάι»(*), που σου έχω δώσει.
Μια άλλη πλευρά είναι η ύπαρξη βοήθειας. Αυτή δίνει στην ψυχή θάρρος και αγαθή ελπίδα για την αποφυγή της συμφοράς, αυτή είναι που την εμπνέει και την παρακινεί σε δράση. Διαφορετικά, η αίσθηση της επικείμενης και αναπότρεπτης καταστροφής θα την βύθιζε στην απελπισία. Στο παράδειγμα που ανέφερα παραπάνω, δεν υπήρχε μήτε μια πόρτα ξεκλείδωτη, μήτε ένα παράθυρο ανοιχτό όταν έπιασε φωτιά το σπίτι, μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος που τυλιγόταν στις φλόγες: Να τραβάει τα μαλλιά του! Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή που κινδυνεύει να κολαστεί (γιατί δίχως τη χάρη αναπόφευκτα θα στερηθούμε τη βασιλεία των ουρανών): Προβλέποντας τον κολασμό της, δεν θα είχε παρά ν’ απελπιστεί, αν δεν γνώριζε ότι της παρέχεται βοήθεια. Δοξασμένος ας είναι ο Κύριος, που μας έχει προσφέρει ήδη τα μέσα της λυτρώσεώς μας από την αιώνια απώλεια. Όλα είναι προετοιμασμένα, όλα είναι στο χέρι μας, όλα είναι στην ψυχή μας. Δεν απομένει παρά να δραστηριοποιηθούμε και ν’ αγωνιστούμε. Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Θα συνεχίσουμε ν’ αναβάλλουμε από μέρα σε μέρα;
Ας έρθω, όμως, σ’ εσένα. Νομίζω ότι δεν έχεις ν’ αρχίσεις κάτι το ιδιαίτερο, δεν έχεις ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή σου. Συνέχισε να ζεις μέσα στο πνεύμα όπου ανατράφηκες. Κράτησε τις ευσεβείς αρχές της οικογένειάς σου. Αγάπησε ολόψυχα τον πνευματικό τρόπο ζωής και αποφάσισε αυτοπροαίρετα να ζήσεις πνευματικά ως το θάνατό σου. Η μέχρι τώρα χριστιανική σου ζωή δεν ήταν στην πραγματικότητα δική σου. Άλλοι σε οδηγούσαν σ’ αυτήν. Είναι, βέβαια, πολύ καλό το ότι σ’ έβαλαν στο δρόμο του Θεού. Μετά την ενηλικίωσή σου, όμως, δεν θα συνεχίσεις να βαδίζεις στον ίδιο δρόμο, αν δεν το θέλεις εσύ η ίδια, αν δηλαδή δεν επιλέξεις, συνειδητά πια και ακούσια, τη ζωή του πνεύματος. Και την επιλογή αυτή πρέπει να την κάνεις το συντομότερο, γιατί αλλιώς ή θα σαγηνευθείς ολοκληρωτικά από το πονηρό πνεύμα της κοσμικής ζωής ή θα καταλήξεις στη χλιαρότητα, όπως ήδη σου έχω πει.
Σκέψου το, για τον Θεό, και μην αργήσεις ν’ αποφασίσεις. Ο Κύριος να σ’ ευλογεί!

(*) Το «Βοστάνι σπιάι» («Έγειρε ο καθεύδων») είναι ένα μικρό βιβλίο με επιλογή κειμένων του αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ.

(«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ)
Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

«Τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου»

Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς στὸν ὑπέροχο εἰ­κοστὸ δεύτερο (κβ΄) Ψαλμὸ παρου­σιάζει τὸν Κύριο ὡς Καλὸ Ποιμένα, ποὺ ποιμαίνει μὲ ἀγάπη καὶ στοργὴ τὰ λογικὰ πρόβατά Του καὶ φροντίζει τίποτε νὰ μὴ μᾶς λείψει: «Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει» (στίχ. 1).

Μία ἀπὸ τίς ὡραιότερες ἀπεικονίσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὡς ἀκούραστο δρομέα ποὺ καταδιώκει τὸν ἄν­θρωπο, γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει καὶ νὰ τὸν σώ­­σει: «Τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (στίχ. 6). Τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, θὰ μὲ καταδιώκει ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, καὶ ἡ Χάρι Σου θὰ ἐπιμένει νὰ βρίσκει διάφορα μέσα, ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη ἐγὼ φεύγω ἀπὸ κοντά Σου, νὰ μὲ συλλαμβάνει στὸ δίχτυ τῆς σωτηρίας.

Πόσο πολὺ μᾶς συγκινεῖ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ! «Ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ» (Ψαλ. ριδ΄ [114] 5). Τὸ ἔλεός Του μᾶς πολιορκεῖ. Σὰν ἄλλος ἀκούραστος δρομέας μᾶς καταδιώκει ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας μέχρι τὴν τελευταία μας ἀναπνοή.

Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἔκταση σκεπάζει ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, ἐπεκτείνεται σὲ ὅλη τὴ δημιουργία. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάρκεια χρόνου παρέχεται συνεχῶς σὲ ὅλα τὰ δη­μιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ παρέχεται ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Πόσο θαυ­μαστὴ εἶναι ἡ σωτήρια καταδίωξη τοῦ Θεοῦ! Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος, ἀπὸ τότε ποὺ εἴμαστε ἔμβρυα στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας μας μέχρι τὸν τάφο μᾶς ἐλεεῖ διαρκῶς. «Διηνεκῶς ἐλεεῖ... ἀεὶ ἐλεεῖ, καὶ οὐδέποτε ἵσταται τοὺς ἀνθρώπους εὐεργετῶν», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 55, 399). Δὲν παύει ποτὲ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ. Ἐμεῖς δὲν ἀντιλαμβανόμαστε ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του εἶναι ἀσυγκρίτως περισσότερες!

Κι ὅταν ἐμεῖς μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας φεύγουμε μακριά Του, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὴ σωτήρια καταδίωξη, χωρὶς νὰ παραβιάζει τὴν ἐλευθερία κανενός. Ἐκείνους ποὺ ἀντιδροῦν, δὲν τοὺς ἀναγκάζει. Ἐνῶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση, τοὺς ἑλκύει μὲ πολλὴ δύναμη κοντά Του: «Τοὺς προαιρουμένους ἐπισπᾶται μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος» (PG 56, 162).

Κι ὅταν μετανοοῦμε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, καὶ ἀνταποκρινόμαστε θετικὰ στὴ σωτήρια καταδίωξή Του, μὲ πόση ἀγάπη μᾶς περιβάλλει! Δὲν ὑψώνει τὴ φωνή Του, δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν παιδαγωγικὴ ράβδο Του, ἀλλὰ διανοίγει τὴν πατρική Του ἀγκαλιὰ καὶ μᾶς δέχεται πάλι κοντά Του! Φορτώνεται στοὺς ὤμους Του τὸ χα­­μένο πρόβατο καὶ τὸ φέρνει πάλι στὸ κοπάδι: «Ἐπὶ τὰ ὄρη τὸ πλανηθὲν ἀναζητήσας καὶ ἐπὶ τοῖς ὤμοις αὐτὸ ἀναλαβών (τουτέστιν ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ), τῷ Πατρὶ προσήγαγε»!

Νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα τῆς σωτήριας καταδιώξεως τοῦ θείου ἐλέους: Ὅταν ἁμάρτησαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο, δὲν ἐπετίμησε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ λέγοντάς του: «Εἰς οἷον πτῶμα κατελήλυθας ἀπὸ τηλικούτου ὕψους;»· πόσο χαμηλὰ ἔχεις πέσει ἀπὸ τόσο μεγάλο ὕψος!, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»· Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; (Γεν. γ΄ 9). Πίσω ἀπὸ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ διαφαίνεται ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐγκατέλειψε οὔτε στιγμὴ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ἀλλὰ τοὺς κατεδίωκε γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ μετανοήσουν.

Μὲ παρόμοιο τρόπο φέρθηκε ὁ Θεὸς καὶ στὸν Κάϊν. Γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει – μετὰ τὴν ἀπαράδεκτη θυσία ποὺ προσέφερε – νὰ μὴ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του Ἄβελ, τοῦ μίλησε στοργικὰ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἥμαρτες; ἡσύχασον» (Γεν. δ΄ 7). Κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κατεδίωκε τὸν Κάϊν. Ἤθελε νὰ τὸν συγκρατήσει, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἀδελφοκτόνος.

Νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὶς προσπάθειες ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἰούδα νὰ μὴν Τὸν προδώσει. Ἀλλ᾿ «ὁ πα­­ράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συν­ιέ­ναι»· δὲν θέλησε νὰ συνετισθεῖ. Ὅμως δὲν ἀνταποκρίνονται, δυστυχῶς, ὅλοι οἱ ἄν­­θρωποι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ὅ­μως ἀνταποκρίνονται, σώζονται.

Χαρακτηριστικότερο εἶναι τὸ παράδει­γμα τῆς καταδιώξεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ πρὶν Σαῦλος κυριεύθηκε ἀπὸ ἀχαλίνωτη μανία νὰ καταδιώξει τοὺς Χριστιανούς. Ξεκίνησε ἔφιππος γιὰ τὴ Δαμα­σκὸ μὲ συνοδεία στρατιωτῶν, ἀλλὰ στὸ δρόμο συνειδητοποίησε ὅτι ὁ θεῖος Κυνη­γὸς ἀκολουθοῦσε τὰ ἴχνη του. Ὁ Σαῦλος νόμιζε ὅτι καταδιώκει, ἐνῶ καταδιωκόταν. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κυνηγοὶ κι ὁ Κύριος τὸ θήραμα. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Κυνηγὸς κι ἐ­μεῖς τὰ θηράματα. Βγαίνει τὶς μέρες, βγαί­νει τὶς νύχτες καὶ μᾶς κυνηγᾶ. Μέσα στὰ χρόνια, στοὺς μῆνες, στὶς μέρες Αὐ­τὸς κινεῖται καὶ δρᾶ. Πληγωμένοι ἀπὸ τὸ βέ­λος τῆς θείας ἀγάπης Του, πόσες φο­ρὲς ἔχουμε πέσει στὴ θεϊκὴ ἀγκάλη Του! Κι ὅταν σὰν ἄτακτα παιδιά Του πᾶμε νὰ Τοῦ ξεφύγουμε, βάζει τὰ καλύτερα «λαγωνικά» Του, γιὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρει κον­τά Του!

Τὸ ἀκαταπόνητο κυνήγι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ψυχές ποὺ φεύγουν μακριά Του, εἶναι ἕνα μυστήριο! Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε τὸ τίμιο Αἷμα Του γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ θέλει, ἂν εἶναι δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ παρατείνει τὸ ἔλεός Του καὶ παρουσιάζει πάρα πολλὲς εὐκαιρίες στὸν καθένα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἑλκύσει στὴ σωτηρία.

Νὰ μὴν ἀντιδροῦμε λοιπὸν ποτὲ στὴ σωτήρια καταδίωξη τοῦ θείου ἐλέους, ἀλλὰ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε λέγοντας: «Μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν» (Δανιήλ, προσευχὴ Ἀζαρίου 11). Χωρὶς τὴν προσ­τασία τοῦ θείου ἐλέους Σου, Κύριε, δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε οὔτε στι­γμή. Ὅταν μᾶς κυκλώνει τὸ ἔλεος Σου, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτε.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Πηγή: aktines.blogspot.gr



Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ((Ἃγιος Ἰωάννης Κρονστάνδης)

Δοκίμασόν με, ο Θεός, και γνώθι την καρδίαν μου, έτασόν με και γνώθι τας τρίβους μου. Και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί, και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία” (Ψαλμ. 138, 23-24).
Από τότε που ο πρώτος άνθρωπος αμάρτησε, οι άνθρωποι σκοτίστηκαν τόσο πολύ στο ίδιο το κέντρο της ύπαρξής τους (την καρδιά), που πολύ συχνά δεν έχουνε συνείδηση ή συναίσθηση της πανταχού παρουσίας του Θεού· κι έτσι, έχουνε την εντύπωση πως τέσσερεις τοίχοι με μια οροφή από πάνω, τους κρύβουνε από Εκείνον, που όλα τα γεμίζει με την παρουσία Του και που βλέπει ακόμη και όποιον κρύβεται σε κάποιο τόπο μυστικό. “Ει κρυβήσεταί τις εν κρυφαίοις, και εγώ ουκ όψομαι αυτόν; Μη ουχί τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ; λέγει Κύριος” (Ιερεμ. 23,24). “Γυμνός ειμι, και εκρύβην” (Γεν. 3, 10), είπε ο Αδάμ κρυπτόμενος από τον Θεό. Ωστόσο, όχι, αυτό σε τίποτα δεν τον ωφέλησε· ο Θεός τον έβλεπε.


Να παρακολουθείς τα όσα συμβαίνουν μέσα στην καρδιά σου· να κοιτάς και ν’ ακροάσαι για να βρεις τι είναι αυτό που την εμποδίζει να ενωθεί με τον παμμακάριο Κύριο και Θεό μας. Αυτό ας γίνει για σένα επιστήμη επιστημών· τότε, με τη βοήθεια του Θεού εύκολα μπορείς να αντιληφθείς τι είναι αυτό που σε απομακρύνει από τον Θεό και τι σε πλησιάζει σ’ Εκείνον και σ’ ενώνει μαζί Του. Γι’ όλα αυτά μιλάει η ίδια η καρδιά, που άλλοτε ενώνεται με τον Θεό και άλλοτε αποσπάται κι αποχωρίζεται απ’ Αυτόν. Ο πονηρός στέκει προπάντων ανάμεσα στην καρδιά μας και τον Θεό· εκείνος είναι που μας απομακρύνει από το Θεό με διάφορα πάθη ή με την σαρκική επιθυμία, με τη λαγνεία των οφθαλμών και τη γήϊνη υπερηφάνεια.
Δοκίμαζε τον εαυτό σου πιο συχνά: πού είναι στραμμένοι και κοιτάζουν οι οφθαλμοί της καρδιάς σου· προς το Θεό και τη ζωή του μέλλοντος αιώνος, προς τις υπερκόσμιες, μακάριες και φωτοφόρες ουράνιες δυνάμεις και στους αγίους που ενδιαιτώνται στους ουρανούς, ή προς τα γήϊνα αγαθά, δηλαδή στην βρώση και την πόση, στα ενδύματα και τις κατοικίες, σ’ ανθρώπους αμαρτωλούς και τις μάταιες ασχολίες τους; Ω! Αν τα μάτια μας ήτανε αδιάκοπα προσηλωμένα στο Θεό! Στην πραγματικότητα όμως μονάχα στις ανάγκες και τις συμφορές μας στρέφουμε τα μάτια μας προς τον Κύριο, ενώ όταν ευημερούμε, τα μάτια μας είναι στραμμένα προς τον κόσμο και τις μάταιές του υποθέσεις. Αλλά θα πεις· «και τι θα μου αποφέρει το να ατενίζω έτσι τον Κύριο;» Βαθιά ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά σου, φως στο νου σου, άγιο ζήλο στη βούλησή σου και την απελευθέρωσή σου από τις παγίδες του εχθρού. «Οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον Κύριον», λέγει ο Δαβίδ και εξηγεί γιατί· «ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου» (Ψαλμ. 24,15).
Λέγει ακόμη· «Λαλήσει ειρήνην Κύριος ο Θεός επί τους επιστρέφοντας καρδίαν επ’ αυτόν» (Ψαλμ. 84,9).
Η αμαρτία κλείνει τα μάτια της καρδιάς· έτσι, ο κλέφτης νομίζει πως δε βλέπει· το ίδιο και ο μοιχός κι ο ακόλαστος άνθρωπος παραδίδεται στις αισχρές του πράξεις και νομίζει ότι ο Θεός δεν τον βλέπει· έτσι κι ο φιλάργυρος, ο άνθρωπος-παράσιτο κι ο μέθυσος φαντάζονται πως κρύβονται κι εκείνοι οι ίδιοι και τα πάθη τους. Ο Θεός όμως βλέπει και κρίνει· «γυμνός ειμί, και εκρύβην» (Γεν. 3, 10). Έτσι μιλάει με τα έργα του κάθε αμαρτωλός άνθρωπος, που κρύβεται από τον πανταχού παρόντα Θεό.
Η μεγαλύτερη, η παντοτινή πλάνη της καρδιάς, ενάντια στην οποία είναι ανάγκη να αγωνιζόμαστε αδιάκοπα σ’ όλη μας τη ζωή, είναι ένας κρυφός λογισμός πως τάχα μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς το Θεό ή έξω από το Θεό σ’ οποιοδήποτε τόπο ή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, έστω και για μια στιγμή. Είναι ανάγκη να στεριώνουμε και να ενισχύουμε την καρδιά μας μέσα στο Θεό, από τον Οποίο αδιάκοπα στρέφεται αλλού με το νου· μεγάλη δε προκοπή θα πραγματοποιούσε στη Χριστιανική ζωή, όποιος μπορεί με ειλικρίνεια να αναφωνήσει με την Άννα, τη μητέρα του Σαμουήλ: «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου· επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρία σου» (Α’Βασ. 2,1).
Είναι ανάγκη να καθαριζόμαστε από τον ρύπο· η δε προσευχή, ιδιαίτερα η προσευχή των δακρύων, απολούζει τον πνευματικό ρύπο, δηλαδή τον ρύπο των αμαρτιών.
Αμαρτάνουμε με την σκέψη, με το λόγο και με την πράξη. Για να μεταβληθούμε σε καθαρές εικόνες της Υπεραγίας Τριάδας, πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθειες, ώστε να είναι φορείς και έκφραση αγιότητας και οι λογισμοί μας και οι λόγοι μας και οι πράξεις μας. Η σκέψη, μέσα στο Θεό, αντιστοιχεί στον Πατέρα, οι λόγοι αντιστοιχούνε στον Υιό και τα έργα στο Άγιο Πνεύμα, τον τελειωτή των πάντων. Δεν είναι μικρή η σημασία των αμαρτημάτων των λογισμών στο Χριστιανό, γιατί στους λογισμούς μας, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, βρίσκεται όλη η ευαρέστησή μας προς το Θεό: Γιατί οι λογισμοί αποτελούν την αρχή, από την οποία προέρχονται οι λόγοι μας και τα έργα μας· οι λόγοι, γιατί αυτοί είτε μεταδίδουν χάρη στους ακούοντες είτε είναι λόγοι σαπροί και γίνονται πειρασμός για ορισμένους ή διαφθείρουν τις σκέψεις και τις καρδιές άλλων· πιο πολύ από τα λόγια ασκούν επίδραση τα έργα, γιατί το παράδειγμα επιδρά στους ανθρώπους περισσότερο από κάθετι άλλο, με το να προσελκύουν τους ανθρώπους σε μίμησή τους.
Η συνείδηση στους ανθρώπους δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φωνή του πανταχού παρόντος Θεού, ο Οποίος εμπεριπατεί μέσα στις καρδιές τους. Ως Εκείνος, που δημιούργησε τα πάντα, και όντας Ένας, ο Κύριος γνωρίζει τους πάντες, όπως γνωρίζει τον Εαυτό Του· γνωρίζει όλες τις σκέψεις, τα θελήματα και τις προθέσεις τους, τα λόγια τους και τα έργα τους τόσο τα παρόντα, όσο και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Όσο κι αν προτρέχω κάπου με τις σκέψεις μου και τη φαντασία μου, Εκείνος είναι εκεί πριν από μένα· εγώ δε πάντοτε αναπόφευκτα τρέχω μέσα Του και πάντα Τον έχω μάρτυρα των τρίβων μου και των διαβημάτων μου: «Οι οφθαλμοί (Αυτού) εις τας οδούς των υιών των ανθρώπων…» (Ιερεμ. 39,19)· «Πού πορευθώ από του Πνεύματός σου και από του προσώπου Σου πού φύγω;» (Ψαλ. 138,7).
Ω! Αν στρέφαμε την προσοχή μας για να δούμε τα επακόλουθα των αμαρτιών μας ή των καλών μας έργων! Πόσο προσεκτικοί θα ήμασταν τότε αποφεύγοντας την αμαρτία και πόσο ζηλωτές θα ήμασταν του καλού· γιατί θα βλέπαμε τότε καθαρά ότι κάθε αμαρτία που δεν αποβλήθηκε έγκαιρα και ενδυναμώθηκε με την συνήθεια, ριζώνει βαθιά μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και που και που τον παρενοχλεί, τον τραυματίζει και τον βασανίζει μέχρι τον θάνατό του. Ξυπνάει, για να το πούμε έτσι, και αναζωπυρώνεται μέσα του σε κάθε περίσταση που θυμίζει την αμαρτία, που κάποτε διαπράχθηκε, και μ’ αυτό τον τρόπο μολύνει τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συνείδησή του. Χρειάζονται ποταμοί δακρύων για να ξεπλύνει ο άνθρωπος το βόρβορο της αμαρτίας που πάλιωσε και σκληρύνθηκε μέσα του· τόσο άρρηκτα και διαβρωτικά προσκολλάται σ’ αυτόν! Αντίθετα, κάθε καλή πράξη, που κάναμε οποτεδήποτε στο παρελθόν με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια ή που επαναλαμβανόμενη μας έγινε συνήθεια, χαροποιεί την καρδιά μας και αποτελεί παρηγοριά και χαρά της ζωής μας, δίνοντάς μας την συναίσθηση πως τη γεμάτη από αμαρτίες ζωή μας τη ζήσαμε όχι ολότελα μάταια κι ανώφελα, πως μοιάζουμε με ανθρώπινα όντα και όχι με θηρία, πως κι εμείς δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα Θεού και μέσα μας καίει σπίθα θείου φωτός και αγάπης και πως έστω και μερικά καλά μας έργα θα αντισταθμίσουν τις κακές μας πράξεις στη ζυγαριά της αδιάφθορης και αδέκαστης θείας δικαιοσύνης.
Αν η καρδιά είναι καθαρή, τότε ολόκληρος ο άνθρωπος είναι καθαρός· κι αν ακάθαρτη είναι η καρδιά, τότε όλος ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος: «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Όλοι όμως οι άγιοι με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και θεοφροσύνη, με την ανάγνωση του λόγου του Θεού, με το μαρτύριο, με κόπους και ιδρώτες αποκτούσανε καθαρή καρδία κι έτσι το Άγιο Πνεύμα ενοίκησε μέσα τους, τους καθάρισε από κάθε ρύπο και τους εξαγίασε με αγιασμό αιώνιο. Να προσπαθείς λοιπόν κι εσύ περισσότερο από κάθετι άλλο να επιτύχεις τον καθαρμό της καρδιάς: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός» (Ψαλμ. 50,12).
Πόσο μ’ έχει τραυματίσει η αμαρτία! Οτιδήποτε το κακεντρεχές, το κακό ή ακάθαρτο το σκέφτομαι και την ίδια στιγμή το συναισθάνομαι στην καρδιά μου· όμως, το αγαθό, το καλό, το καθαρό και το άγιο συνήθως το σκέφτομαι μονάχα και μιλώ γι’ αυτό, αλλά δεν το συναισθάνομαι μέσα μου. Αλλοίμονο σε μένα. Ακόμα το κακό είναι πιο κοντά στην καρδιά μου παρά το καλό. Πέρα απ’ αυτά, μόλις που το σκέφτεσαι η το συναισθάνεσαι το κακό, την ίδια στιγμή είσαι και έτοιμος να το κάνεις πράξη· και θα το κάνεις πράξη σύντομα και άνετα, αν δεν έχεις φόβο Θεού μέσα σου· σ’ ό,τι δε αφορά το αγαθό «το θέλειν παράκειταί μοι, το δε εργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω» (Ρωμ. 7,18)· δεν βρίσκω εντός μου τις δυνάμεις να το κάνω πράξη κι έτσι η καλή πράξη, που σκέφτηκα, συχνά αναβάλλεται για τις Ελληνικές καλένδες, δηλαδή στο ποτέ.

(Απόσπασμα από το βιβλίο: “Η μετάνοια και η Θεία Μετάληψη”, Εκδόσεις ΤΗΝΟΣ)
Πηγή: alopsis.gr

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

«Ἐπεθύμησε πόρνη …» (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναὶ πόρνη. Ἐννοῶ τὴ δική μας φύση. Ἦταν τρανὸς καὶ αὐτὴ ταπεινή. Τρανὸς ὄχι στὴ θέση ἀλλὰ στὴ φύση. Πεντακάθαρος ἦταν, ἀνερμήνευτη ἡ οὐσία του, ἄφθαρτη ἡ φύση του. Ἀχώρητος στὸ νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπὸ τὴ σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πάνω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τὴ λογικὴ σκέψη, ξεπερνώντας τὴ δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νὰ τὸν δεῖς, μόνο νὰ τὸν πιστέψεις. Τόν ἔβλεπαν ἄγγελοι καί τρέμανε. Τά χερουβείμ σκεπάζονταν μέ τά φτερά τους, ὅλα στέκονταν μέ φόβο.

Ἔριχνε τὸ βλέμμα του στὴ Γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμει. Στρεφόταν στή θάλασσα καί τήν ἔκανε στεριά Ποτάμια ἔβγαζε στὴν ἔρημο. Στ’ ἀναμέτρημά του ἔστηνε βουνά καί ζύγιζε λαγκάδια. Πῶς νά τό πῶ; Πῶς νά τό παραστήσω; Τό μεγαλεῖο του ἀπέραντο, ποῦ νά πιαστεῖ ἡ σοφία του μέ ἀριθμούς; Ἀνεξιχνίαστες οἱ ἀποφάσεις πού παίρνει κι οἱ δρόμοι του ἀνεξερεύνητοι.

Κι αὐτὸς ὁ τόσο μέγας καὶ τρανὸς πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Γιὰ νὰ τὴν ἀναπλάσει ἀπὸ πόρνη σὲ παρθένα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ νυμφίος της.

Τί κάνει; Δὲν τῆς στέλνει κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους του, δὲν στέλνει ἄγγελο στὴν πόρνη, δὲν στέλνει ἀρχάγγελο, δὲν στέλνει τὰ χερουβείμ, δὲν στέλνει τὰ σεραφείμ. Ἀλλὰ καταφθάνει αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.

Ἐπεθύμησε πόρνη. Καὶ τί κάνει; Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἐκείνη στὰ ψηλά, κατέβηκε Ἐκεῖνος στὰ χαμηλά. Ἔρχεται στὴν καλύβα της. Τὴ βλέπει μεθυσμένη. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μὲ ὁλοφάνερη τὴ θεότητά του, ἀλλὰ γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καὶ τοῦ φύγει. Τὴ βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπὸ δαίμονες κυριευμένη. Καὶ τί κάνει; Τὴν παίρνει καὶ τὴν κάνει γυναίκα του. Καὶ τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιὸ δαχτυλίδι; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔπειτα λέγει. Δὲν σὲ φύτεψα στὸν Παράδεισο;

-Τοῦ λέγει, ναί.

-Καὶ πῶς ξέπεσες ἀπὸ ἐκεῖ;

-Ἦλθε καὶ μὲ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸν Παράδεισο.

-Φυτεύτηκες στὸν Παράδεισο καὶ σὲ ἔβγαλε ἔξω. Νά, σὲ φυτεύω μέσα μου. Δὲν τολμᾶ νὰ μὲ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σὲ κρατάει καὶ ὁ λύκος δὲν ἔρχεται πιά.

-Ἀλλὰ εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὴ καὶ βρώμικη.

-Μὴ μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.

Δῶσε ἐδῶ μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νὰ πάρει τὴν πόρνη, ὅπως αὐτὴ -τὸ τονίζω- ἦταν βουτηγμένη στὴ βρῶμα. Γιὰ νὰ μάθεις τὸν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτὸ χαρακτηρίζει τὸν ἐρωτευμένο: τὸ νὰ μὴ ζητάει εὐθύνες γιὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ συγχωρεῖ λάθη καὶ παραπατήματα.

Πιὸ πρὶν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιὰ τὴ Γῆ. Καὶ τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ αὐτὸ γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δὲν πολυνοιάζεται γιὰ τὴ συμπεριφορά του. Ὁ ἔρωτας δὲν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀγαπᾶ καὶ τὴν ἄσχημη.

Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν ἀνακαινίζει.
Τὴν πῆρε ὡς γυναίκα, καὶ ὡς κόρη του τὴν ἀγαπᾶ, καὶ ὡς δούλα του τὴν φροντίζει, καὶ ὡς παρθένα τὴν προστατεύει, καὶ ὡς παράδεισο τὴν τειχίζει, καὶ ὡς μέλος τοῦ σώματός του τὴν περιποιεῖται. Τὴ φροντίζει ὡς κεφαλή της ποὺ εἶναι, τὴ φυτεύει ὡς ρίζα, τὴν ποιμαίνει ὡς ποιμένας. Ὡς νυμφίος τὴν παίρνει γυναίκα του, καὶ ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τὴν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τὴ διατηρεῖ μέσα στὴν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νὰ μὴν τῆς λείψει τίποτα.

Ὤ, Σὺ Νυμφίε, ποὺ ὀμορφαίνεις τόσο τὴν ἀσχήμια τῆς νύφης!


Πηγή: www.imaik.gr/

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΔΑΜ (Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος)





Ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτισμένος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρουσιάζει γι΄ ἄλλη μιά φορά τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γράφοντας στούς Κορινθίους, μιλάει γιά δύο ἀνθρώπους: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ. Οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καί οἱ χοϊκοί, καί οἷος ὁ ἐπουράνιος τοιοῦτοι καί οἱ ἐπουράνιοι· καί καθώς ἐφορέσαμεν τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου». 

Πρῶτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, πού ἔπλασε ὁ Θεός «χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς», γι΄ αὐτό καί ὀνομάστηκε χοϊκός. Αὐτόν τον ἄνθρωπο τόν ἔβαλε ὁ Θεός μέσα στόν παράδεισο, ὅπου μποροῦσε νά συναναστρέφεται μέ τούς ἀγγέλους Του, νά Τόν δοξολογεῖ μαζί μ΄ αὐτούς καί νά δέχεται τίς θεῖες ἐλλάμψεις Του. Εἶχε ὅμως πάρει θεϊκή ἐντολή, νά μή φάει «ἀπό τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν», γιά νά μήν παραδοθεῖ στόν θάνατο. Ἀλλ΄ αὐτός, παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔφαγε ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Καί μόλις ἔφαγε, ἔχασε τήν ἀθωότητά του καί εἶδε τήν γύμνωσή του. Ὕστερ’ ἀπ΄ αὐτό στερήθηκε τ΄ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἀποδοχή τῆς δόλιας προτροπῆς τοῦ φιδιοῦ, τυφλώθηκε ψυχικά καί δέν εἶχε πιά τήν δυνατότητα νά βλέπει τήν ἀνέκφραστη θεία δόξα. Ἔπεσε, βλέπετε, θύμα τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου, φιλοδοξώντας νά γίνει Θεός! Ἀλλ’ ἀντί γι΄ αὐτό, ἔχασε καί τά θεῖα δῶρα πού εἶχε. Ἔγινε φθαρτός καί θνητός καί ἄλογος, σάν τ΄ ἄλογα κτήνη, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ἀπό τήν θεόσδοτη δόξα καί τήν ἀπόλαυση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, γκρεμίστηκε στήν ἀτιμία καί στήν φθορά. Ἔχασε τόν ἀνεκτίμητο πνευματικό του πλοῦτο κι ἔγινε τραγικά καί ἀξιοθρήνητα φτωχός. Αὐτός εἶναι ὁ χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ.
Ἄς ἔρθουμε τώρα στόν δεύτερο Ἀδάμ. Δέν εἶναι παρά ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», «ἄναρχος Υἱός ἀνάρχου Πατρός». Αὐτός, «ὤν ἐν τῷ Πατρί», κατέβηκε στήν γῆ, σαρκώθηκε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ἀπό τά παρθενικά σπλάχνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, κι ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς σέ ὅλα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτίαΣκοπός τῆς σαρκώσεώς Του ἦταν ν’ ἀνακαινίσει τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ὅλους ἐκείνους πού γεννήθηκαν ἀπ΄ αὐτόν καί γεννιοῦνται ἀπό τούς ἀπογόνους του, ἀφοῦ εἶναι ὅμοιοι μέ τούς γεννήτορές τους. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἀδάμ, μετά τήν παράβαση, ἔγινε φθαρτός καί θνητός καί πνευματικά φτωχός, ἐπειδή, μ΄ ἕναν λόγο, ἔγινε «χοϊκός», ἔτσι «χοϊκοί» ἦταν καί ὅσοι γεννήθηκαν ἀπ΄ αὐτόν, φθαρτοί καί θνητοί καί μέ τέτοια πνευματική γύμνια, πού δέν διέφεραν σχεδόν ἀπό τ’ ἄλογα ζῶα. Ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔφυγε ἡ θεϊκή ὡραιότητα, καί μέσα της μπῆκε ἡ δαιμονική ἐμπάθεια. Τόσο πολύ μάλιστα σκοτίστηκε ἀπό τόν διάβολο ὁ ἄνθρωπος, σέ τέτοια ἀγνωσία κατάντησε, πού ἔφτασε στό σημεῖο ν’ ἀφήσει τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί νά θεοποιήσει τήν γῆ, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τ΄ ἄστρα, τά κτίσματα γενικά, ἀκόμα καί τά αἰσχρά πάθη. Τό κακό ἦταν γενικό, πανανθρώπινο. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν», κατά τόν ψαλμωδό. «Διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τά σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα».
Ἀπ΄ αὐτήν τήν ζοφερή κατάσταση θέλησε ὁ Θεός νά μᾶς βγάλει. Μᾶς λυπήθηκε, ἦρθε στήν γῆ ἁπλός καί ταπεινός, κι ἔζησε ἀνάμεσά μας σάν κοινός ἄνθρωπος.
Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ.Ὕστερα τόν ἔριξε σέ ἔκσταση, τόν ὕπνωσε, καί παίρνοντας μιά ἀπό τίς πλευρές του, δημιούργησε τήν γυναίκα. Ἡ πλευρά τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἡ γυναίκα. Ἀπ’ αὐτήν λοιπόν τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ σαρκώθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί «ᾠκοδόμησε» τήν Ἐκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος». Γι’ αὐτό εἶναι ὁ δεύτερος, ὁ νέος Ἀδάμ, «ἀπόγονος» καί «συγγενής» τοῦ πρώτου, κι ἔτσι συγγενής «κατά σάρκα» ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τήν σάρκα ἐνδυσάμενος (ὁ Χριστός), ἐνεδύσατο τήν ἀνθρωπότητα». Ὁ Χριστός εἶναι δίκαιος, ἅγιος καί ἀθάνατος· ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, φθαρτοί καί θνητοί. Μαζί Του μᾶς συνδέει ὅμως ἡ σαρκική συγγένεια. Γι’ αὐτό μεσίτευσε στόν Πατέρα Του νά μᾶς χαρίσει τήν σωτηρία, νά μᾶς ξαναδώσει τήν ἀθανασία, νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν προπτωτική κατάσταση, στό «ἀρχαῖον κάλλος».
Τά μέσα τώρα τῆς σωτηρίας καί τῆς ἀπαλλαγῆς μας ἀπό τήν δουλεία τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, εἶναι ἡ πίστη στόν λυτρωτή μας Χριστό καί ἡ ἐφαρμογή τῶν σωτήριων παραγγελιῶν Του.
Ἄν τηρήσουμε δηλαδή ὅ,τι γράφει τό Εὐαγγέλιο, πού δέν εἶναι παρά ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος ἐπιστροφῆς στήν ἀθανασία, θά γίνουμε νέοι ἄνθρωποι, ὄχι χωματένιοι ἀλλά οὐράνιοι, παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ὅμοιοι μ΄ Αὐτόν χαρισματικά. Ἄν ὅμως καταφρονήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τίς λυτρωτικές καί ζωογόνες, τότε θά χάσουμε ὅλα τ’ ἀγαθά Του. Καί ὅπως ὁ Ἀδάμ μέτα τήν παράβαση διώχθηκε ἀπό τόν παράδεισο καί ἀποξενώθηκε ἀπό τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνουμε, χωριζόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ καί ξεσκίζουμε τό θεϊκό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι στερούμαστε τήν αἰώνια ζωή, τό ἀνέσπερο καί παντοτινό φῶς, τόν ἁγιασμό, τήν θέωση, «πᾶν δώρημα τέλειον ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων». Καί ἐνῶ, πρίν ἁμαρτήσουμε, ἤμασταν οὐράνιοι ἄνθρωποι καί ἐπίγειοι ἄγγελοι, γινόμαστε πάλι «χοϊκοί», ὅπως καί ὁ πρῶτος Ἀδάμ μετά τήν πτώση του. Ἀκόμα χειρότερα, γινόμαστε ὑπόδικοι θανάτου καί ἀτέλειωτης κολάσεως στήν «γέενα τοῦ πυρός». Δέν χάνουμε ἁπλά τόν αἰσθητό παράδεισο, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά βγάζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τοῦ στεροῦμε τά αἰώνια ἐκεῖνα ἀγαθά, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».
Ὕστερα ἀπ΄ ὅσα ἀναφέραμε, ἄς ἐξετάσουμε καλά ἄν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀναρωτηθοῦμε σοβαρά: Ἐκμεταλλευόμαστε τό τάλαντο τῆς σωτηρίας καί τό χάρισμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἤ μήπως τό χώσαμε βαθιά μέσα στήν γῆ τῆς ἀμέλειας καί τῆς ἁμαρτίας; Πῶς νά μᾶς ἀγαπήσει ὁ Θεός, ἄν δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του; Μᾶς τό εἶπε καθαρά: «Ὁ ἀγαπῶν με, τάς ἐντολάς μου τηρήσει καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Αὐτά δέν εἶναι λόγια ἀνθρώπινα, ἀλλά λόγια ἅγια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ἄς μήν εἴμαστε λοιπόν ἐλαστικοί ἀπέναντι στήν συνείδησή μας. Ἄς κρίνουμε τόν ἑαυτό μας αὐστηρά, καί τότε θά διαπιστώσουμε, ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε οἱ αἴτιοι τοῦ χωρισμοῦ μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς μετανοήσουμε, ἄς κλάψουμε γιά τήν ἄθλια κατάστασή μας, καί ἄς ἀγωνιστοῦμε πιά νά φορέσουμε «τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου».

(“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή:alopsis.gr

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη;» (10:9). Κι αν εκείνος σου πει, ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά το θάνατό του, δώσ’ του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει, δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του, έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμή του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του» (Σοφ. Σειρ. 10:9). 

Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφθεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα. Ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλ’ απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Μ’ αυτό τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές, για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει, «Θ’ ανέβω στον ουρανό» (Ησ. 14:13), πού θα έφθανε με το λογισμό του, αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;

Όταν, λοιπόν, δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει το λαιμό του, ν’ ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί, να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;» (Σοφ. Σερ. 10:9).

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέ­ντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θ’ αναφωνήσεις κι εσύ μαζί με τον προφήτη: «Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο» (Ησ. 40:6).

Γιατί, λοιπόν, υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και χορτάρι και σκιά, χορτάρι κι αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουνα εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος μ’ όσους συναντάς στην αγορά. Αν, λοιπόν, είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;

Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε μ’ εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν, πάλι, είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τ’ αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σ’ εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν ν’ αντικρίσεις.

Ο άνθρωπος και τ’ ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδαμινό απ’ αυτά. Γιατί, πες μου, τι είν’ εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του υπάτου (ανώτερος άρχοντας στο ρωμαϊκό κράτος); Βέβαια, πολλοί νομί­ζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε, λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο ύστερ’ από λίγο δεν θα υπάρχουν.

Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δυο μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. Ναι, αλλά είναι όνειρα, απαντάς. Ε, και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε κι αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει, αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δο­κιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμιάν απόλαυση απ’ όσα έγιναν την ημέρα.

Έγινες, λοιπόν, ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στ’ όνειρό μου. Ναι, λες, αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά. Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από μένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα, “Ο τάδε είναι -ή ήταν- ύπατος”, κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχα­ρίστηση. Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματι­κότητα: Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.

Ας δεχθούμε, όμως, ότι κάποιος έγινε ύπατος κι έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δυο ή τρία ή τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν, πού είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Που­θενά. Τους ξέχασαν όλοι. Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή του. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;

Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή ν’ ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε και όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά. Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μην ταράζεσαι όταν ένας άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του» (Ψαλμ. 48:17) . Καλά είπε: «Μην ταράζεσαι». Γιατί ύστερ’ από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθά. Τίποτε απ’ αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τ’ αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.

Σωστά, λοιπόν, το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια, δόξα∙ γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που, καθώς είναι ψεύτικο και κενό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει ποτέ κανέναν να το ερωτευθεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη που θέλει ν’ απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από τη φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.

Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες.«Ακάθαρτος είναι μπροστά στον Θεό κάθε υπερήφανος», λέει η Γραφή (Παροιμ. 16:5). Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από το δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της. Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και την δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί, βέβαια, ν’ αποκτήσει και τις δυο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει και η δόξα. Όταν, όμως, επιθυμεί και τις δύο, καμιά δεν θα πετύχει.

Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει ν’ αποκτήσει αυτή τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δεν θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.

Από το άλλο μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στον Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.

Έτσι, λοιπόν, όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για τον Θεό, κι όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.

(Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή: alopsis.gr

ΠΕΡΙ ΖΗΛΟΥ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΗ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)







Περί ζήλου αγαθού
Ζήλος είναι η θέρμη της ψυχής, που εκδηλώνεται σαν ορμή ή σαν πάθος και επιθυμία. Ζήλο λίγο-πολύ διακρίνουμε και στους καλούς και στους κακούς ανθρώπους. Ο ζήλος είναι αγαθός όταν η όρμή του κινείται και εργάζεται προς το καλό. Όταν όμως εκδηλώνεται προς τα χυδαία και τα τιποτένια, είναι πονηρός. Ο αγαθός ζήλος ζητά την επικράτηση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ζητά την τελειότητα της αρετής, μιμείται το καλό και ποθεί η ψυχή του το αγαθό. Ο αγαθός ζήλος γεννιέται μέσα στην αγαθή ψυχή σαν καλή επιθυμία, χωρίς ίχνος ζήλιας· είναι εκδήλωση της αγάπης προς το αγαθό και εκφράζει τη διάθεση για πρόοδο. Ο αγαθός ζήλος επιθυμεί πάντοτε τα ανώτερα.

Περί του κατ’ επίγνωση ζηλωτή

Ο χαρακτήρας του κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι αυτός που λατρεύει, γεμάτος ενθουσιασμό για την πίστη του, τον Θεό. Πράγματι είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στον Θεό και φυλάει με αυστηρότητα τον νόμο Του. Ακολουθεί ευλαβικά τις πατρικές παραδόσεις και εργάζεται με πολλή θέρμη για τη δόξα του ονόματός Του. Είναι εραστής των έργων που αξίζουν τον έπαινο και γεμάτος πόθο βιάζεται να μιμηθεί τα καλά. Βαδίζει με πολλή προθυμία τον δρόμο της αρετής και επιδιώκει με ζήλο τις άριστες των ασχολιών. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι φίλος κάθε καλού, αγαπάει και ποθεί όλες τις αρετές. Διακαίεται από τον πόθο να διαδώσει τον θείο λόγο, με σκοπό τη στερέωση της πίστης, την ευόδωση του έργου της Εκκλησίας, τη μεγαλύτερη επίδοση του θείου κηρύγματος, την αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής πάντοτε εργάζεται, πάντοτε κινείται, πάντοτε βρίσκεται σε δράση. Ο ζήλος του τόσο περισσότερο φλέγεται και αναζωπυρώνεται, όσο περισσότερο πασχίζει για το αγαθό, όσο περισσότερο αγαπάει τον Θεό. Ο ζηλωτής αυτός, ενώ κοπιάζει, δεν αποθαρρύνεται· ενώ εργάζεται, δεν αποκάμνει· ενώ πονάει, δεν αισθάνεται την κούραση· ενώ δαπανάται, δεν εξαντλείται και δεν γκρινιάζει, αλλά πάντα ακμαίος και ζωηρός, εύθυμος και θαρραλέος, εξορμά προς νέα εργασία. Φλεγόμενος από τον ένθεο ζήλο του, ζητά να επεκτείνει τις ενέργειές του σε όλη την ανθρωπότητα. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής, ορμώμενος από την αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, ό,τι κάνει, το κάνει με αγάπη και αυταπάρνηση. Δεν κάνει τίποτα που να μπορεί να επιφέρει θλίψη στον πλησίον του. Ο ζήλος του ενέχει φωτισμό και επίγνωση. Τίποτα δεν τον εξωθεί σε παρεκτροπή.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι η θερμή αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, η πραότητα, η ανεξιθρησκία, η ανεξικακία, η διάθεση για ευεργεσία και η ευγένεια των τρόπων. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι ο τύπος του αληθινού χριστιανού.


Χαρακτήρας του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτή

Αυτός που δεν είναι κατ’ επίγνωση ζηλωτής, έχει μεν ζήλο, αλλά δεν έχει επίγνωση. Ξεγελιέται μέσα στις σκέψεις και τις ενέργειές του, δήθεν εργαζόμενος για τη δόξα του Θεού, ενώ παραβαίνει τον νόμο που θέλει να αγαπάει τον συνάνθρωπο. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής, πάνω στη θέρμη του ζήλου του πράττει τα αντίθετα απ’ αυτά που λέει ο θείος νόμος και το θείο θέλημα. Διαπράττει ακόμη και το κακό, αν νομίζει ότι απ’ αυτό θα έλθει ό,τι εκείνος θεωρεί καλό και αγαθό. Ο ζήλος του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι φωτιά που καταστρέφει, «πυρ καταναλίσκον». Μπροστά πηγαίνει η καταστροφή και πίσω του έρχεται η ερήμωση. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής εύχεται στον Θεό να ρίξει φωτιά και να κατακάψει όλους όσους δεν δέχονται τις αρχές και τις πεποιθήσεις του. Τέτοιου είδους ανθρώπους τους χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετερόθρησκους ή ετερόδοξους, η ζήλια και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίσταση προς το αληθινό νόημα του θείου νόμου, η παράνομη επιμονή, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικά του φρονήματα, ο παράφορος ζήλος να ντροπιάσει τους πάντες, η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έριδα, το φιλοτάραχο. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι άνθρωπος ολέθριος.


Περί κακού ζήλου και του χαρακτήρα αυτού που έχει κακό ζήλο

Ο κακός ζήλος είναι βρασμός μοχθηρής ψυχής και εκδηλώνεται σαν ζηλοτυπία, σαν φθόνος, σαν μίσος προς αυτούς που έχουν κάτι λαμπρό. Ο κακός ζήλος παρακινείται από τα χυδαία και τα πονηρά και ματιάζει τα καλά. Αυτός που έχει κακό ζήλο, ο ζηλήμονας, ζητά να αμαυρώσει καθετί που είναι φωτεινό στην όψη και φθονεί τον κάτοχό του. Μισεί αυτούς που ευτυχούν και ποθεί τη δυστυχία τους. Χαίρεται με την καταστροφή τους και ευχαριστιέται στις συμφορές τους. Κανέναν δεν μπορεί να ανεχθεί να επαινούν ή να μακαρίζουν. Διαβάλλει και συκοφαντεί αυτούς που διακρίθηκαν σε δόξα και τιμή. Βρίσκει ελαττώματα στα καλά και διασείρει τα άξια. Καμιά χάρη δεν αναγνωρίζουν τα μάτια του. Η γλώσσα του κινείται για να κοροϊδέψει. Το στόμα του εκβράζει βλαστήμια. Η καρδιά του εχθρεύεται αυτούς που προοδεύουν και όσους τον ξεπερνούν τους αποστρέφεται. Μισεί την πρόοδο και μηχανεύεται τρόπους για να την ανακόψει. Αυτός που ζηλεύει είναι εγωιστής και ανόητος, γιατί μόνο τον εαυτό του θεωρεί άξιο τιμής και δόξας που άλλοι κατέκτησαν και θεωρεί τον εαυτό του πάντοτε αδικημένο. Αυτός που ζηλεύει είναι κακός και μελετάει το κακό. Στην καρδιά του συσσωρεύονται τα κακά· δυσφορεί και θλίβεται όταν ζει άδοξα και λιώνει από τη ζήλια του. Ο ζηλιάρης είναι άθλιος και ελεεινός άνθρωπος.

(«Το γνώθι σαυτόν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ)

Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΟΡΑ (Ἃγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ἀδελφοί, σ’ ἕνα πνευματικὸ θέαμα.
Κάποτε ὁ μεγάλος ὅσιος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ὁ ἐρημίτης τῆς Αἰγύπτου, μὲ θεία ἀποκάλυψη εἶδε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες σὰν δίχτυα πάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ, γιὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν ψυχικὴ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Στέναξε τότε μὲ πόνο ὁ ὅσιος καὶ ρώτησε τὸν Κύριο: «Ποιὸς τάχα, Κύριε, θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;»(1).

Βυθίζομαι μὲ τὴ σκέψη στὴν παρατήρηση τῶν διχτυῶν τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁπλωμένα ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μέσα του. Τὸ ἕνα δίχτυ εἶναι σφιχτοδεμένο μὲ τὸ ἄλλο. Κάποια δίχτυα εἶναι στημένα σὲ σειρές. Ἄλλα ἀφήνουν μεγάλα ἀνοίγματα, αὐτὰ ὅμως ὁδηγοῦν σὲ ἀναρίθμητες πτυχώσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει κανείς. Θρηνῶ πικρά, βλέποντας τὰ πολύπλοκα σατανικὰ δίχτυα! Αὐθόρμητα ρωτάω κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἐρημίτης ὅσιος: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπ’ αὐτά;”.
Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἤ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγω τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου(2), καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τους»(3).
Ὁ πλησίον, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου ὀφείλω νὰ ἀναζητῶ τὴ σωτηρία, κι αὐτὸς γίνεται γιὰ μένα δίχτυ, ποὺ μὲ παγιδεύει καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι πιασμένος στὰ δίχτυα ψεύτικων διδασκαλιῶν καὶ πλανερῶν σοφιστειῶν.
Ὁ δικός μου νοῦς εἶναι σημαδεμένος ἀπὸ τὴν πτώση, εἶναι καλυμμένος μὲ τὸ πέπλο τοῦ ζόφου, εἶναι δηλητηριασμένος ἀπὸ τὸ ψέμα. Ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μου, λοιπόν, πλανεμένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα, ἁπλώνει ἀνεπίγνωστα τὰ δικά του δίχτυα, γιὰ νὰ αὐτοπαγιδευθεῖ. Ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, ἀδιάκριτα καὶ ἀπερίσκεπτα θέλησε ν’ ἀποκτήσει μία γνώση ὀλέθρια, θανάσιμη!(4). Καὶ μετὰ τὴν πτώση του, ἔγινε ἀκόμα πιὸ ἀδιάκριτος, ἀκόμα πιὸ ἀπερίσκεπτος. Μὲ θρασύτητα μεθᾶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς φαρμακερῆς γνώσεως, διώχνοντας ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴν ἐπιθυμία νὰ γευθεῖ τὸ θεϊκὸ ποτήρι τῆς σωτήριας γνώσεως.
Καὶ γιὰ τὴν καρδιά μου πόσα δίχτυα! Δίχτυα χοντρὰ καὶ δίχτυα λεπτά! Ποιὰ ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεωρήσω πιὸ ἐπικίνδυνα, πιὸ φοβερά; Δὲν ξέρω. Ὁ κυνηγὸς εἶναι ἔμπειρος καὶ ἐπιδέξιος· αὐτὸν ποὺ θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χοντρὰ δίχτυα του, θὰ τὸν πιάσει στὰ λεπτά. Ὁ σκοπὸς τοῦ κυνηγιοῦ εἶναι ἕνας: ἡ ψυχικὴ καταστροφή.
Τὰ δίχτυα εἶναι στημένα καὶ καμουφλαρισμένα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ τέχνη. Ἡ πτώση εἶναι μεταμφιεσμένη, εἶναι ντυμένη μὲ ροῦχα θριάμβου —μὲ τὴν ὑποκρισία, μὲ τὴν κενοδοξία, μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια— καὶ κρύβει ἀπατηλὰ τὸ σκοτεινὸ πρόσωπό της πίσω ἀπὸ ἕνα πνευματικό, ἕνα οὐράνιο προσωπεῖο ἀρετῆς. Ἡ ἀκόλαστη ἀγάπη εἶναι συχνὰ κρυμμένη πίσω ἀπὸ μιά φαινομενικὰ ἁγία ἀγάπη. Ἡ σαρκικὴ γλυκύτητα παρουσιάζεται συχνὰ σὰν γλυκύτητα πνευματική. Ὁ κοσμοκράτορας μὲ ὅλα τὰ μέσα προσπαθεῖ νὰ κρατήσει τὸν ἄνθρωπο δεμένο μὲ τὴ φθαρμένη φύση του. Κι αὐτὸ φτάνει γιὰ τὴν ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἔστω καὶ χωρὶς μεγάλες πτώσεις στὴν ἁμαρτία. Τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα τὰ ὑποκαθιστᾶ ὁλοκληρωτικά, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκριβεῖς ὑπολογισμοὺς τοῦ νοητοῦ κυνηγοῦ, τὸ ὑπερήφανο φρόνημα ἑνὸς χριστιανοῦ ἱκανοποιημένου ἀπὸ τὶς ἀρετές του, τὶς ἀρετὲς τῆς φθαρμένης φύσεως, ἑνὸς χριστιανοῦ πεσμένου στὴν αὐταπάτη· αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Κύριο.
Καὶ γιὰ τὸ σῶμα μου πόσα δίχτυα! Τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τί δίχτυ ποὺ εἶναι! Καὶ πόσο ἐπωφελεῖται ἀπ’ αὐτὸ ὁ κοσμοκράτορας! Συγκαταβαίνοντας στὶς κατώτερες ροπὲς καὶ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, φτάνουμε νὰ μοιάζουμε στὰ ἄλογα ζῶα. Τί γκρεμός! Τί ξεπεσμὸς ἀπὸ τὴ θεία ὁμοίωση! Φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πέφτουμε σ’ αὐτὸν τὸν βαθὺ καὶ φοβερὸ γκρεμό, ὅταν παραδινόμαστε στὶς βαριὲς σαρκικὲς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς γιὰ τὴ βαρύτητά τους, ὀνομάζονται πτώσεις(5). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐλαφριὲς σαρκικὲς ἀπολαύσεις δὲν εἶναι λιγότερο ὀλέθριες. Γιὰ χάρη τους παραμελοῦμε τὴν ψυχή μας καὶ λησμονοῦμε τὸν Θεό, τὸν οὐρανό, τὴν αἰωνιότητα, τὸν προορισμό μας.
Ὁ κοσμοκράτορας μὲ τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις κατορθώνει νὰ μᾶς κρατᾶ σὲ διαρκή περισπασμὸ καὶ νὰ μᾶς προξενεῖ νοητικὸ σκοτισμό. Οἱ θύρες, διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο, εἶναι οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις. Μέσ’ ἀπ’ αὐτές, λοιπόν, τὶς θύρες ὁ κοσμοκράτορας εἰσάγει ἀκατάπαυστα στὴν ψυχὴ αἰσθητικὲς ἱκανοποιήσεις, ποὺ τὴν ὁδηγοῦν στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ἐντυπωσιακὰ ἠχεῖ ἡ μουσικὴ στὶς περιβόητες ἐπίγειες συναυλίες, μία μουσικὴ ποὺ ἐκφράζει καὶ ξεσηκώνει διάφορα πάθη. Τέτοια πάθη προβάλλονται καὶ στὶς ἐπίγειες θεατρικὲς παραστάσεις, τέτοια πάθη ἀναμοχλεύονται μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες τέρψεις. Ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε δυνατὸ μέσο κυνηγᾶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν σκοτώνει. Μεθυσμένος ἀπ’ αὐτό, λησμονεῖ τὸ σωτήριο θεῖο ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.
Νὰ μιά ἁπλὴ ἀπεικόνιση τῶν διχτυῶν ποὺ ἔχει ἁπλώσει ὁ κοσμοκράτορας γιὰ τὴ σύλληψη τῶν χριστιανῶν. Ναί, μόνο ἕνα ἄτεχνο ζωγράφισμά τους ἐπιχείρησα, ἀδελφοί, ἀλλὰ αὐτὸ ἀσφαλῶς θὰ σᾶς προκάλεσε τρόμο, ἀσφαλῶς θὰ γέννησε μέσα σας τὸ ἐρώτημα: “Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα;”.
Ἀκόμα δὲν τελείωσε, ὅμως, ὁ φοβερὸς πίνακας! Ἀκόμα κινεῖται ὁ χρωστήρας μου ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ!
Τί λέει. λοιπόν, ὁ Θεός; Κάνει μία προφητεία, ποὺ ἤδη ἐπαληθεύεται. Στοὺς ἔσχατους καιρούς, προαναγγέλλει, «ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν θὰ ψυχρανθεῖ»(6). Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιὸ στέρεος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ αὐξηθοῦν τόσο τὰ διαβολικὰ δίχτυα ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιάνονται σ’ αὐτά.
Πράγματι! Κοιτάζω τὸν κόσμο. Καὶ τί βλέπω; Τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ἂν τὰ συγκρίνουμε μ’ ἐκεῖνα τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, αὐξήθηκαν πολύ, πολλαπλασιάστηκαν ἀνυπολόγιστα. Πολλαπλασιάστηκαν τὰ βιβλία μὲ τὶς ψεύτικες διδασκαλίες. Πολλαπλασιάστηκαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐνσαρκώνουν διάφορες πλάνες καὶ τὶς μεταδίδουν στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ λίγοι, ἐλάχιστοι εἶναι πιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγία ἀλήθεια. Ἐνισχύθηκε ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς φυσικὲς ἀρετὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ γνώση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν μειώθηκε καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐργασία τους σχεδὸν ἐξαφανίστηκε. Ἡ ὑλιστικὴ ζωὴ κυριαρχεῖ καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ τρεμοσβήνει. Οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ οἱ βιοτικὲς μέριμνες καταβροχθίζουν τὸν χρόνο μας. Δὲν ἔχουμε καιρὸ οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Θεό. «Ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν», κι ἐκείνων ἀκόμα ποὺ θὰ ἀγαποῦσαν θερμὰ τὸν Θεό, ἂν τὸ κακὸ δὲν ἦταν τόσο διάχυτο, ἂν τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου δὲν εἶχαν τόσο πολλαπλασιαστεῖ.
Δικαιολογημένη ἦταν ἡ λύπη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Πιὸ δικαιολογημένη εἶναι ἡ λύπη τοῦ χριστιανοῦ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ βλέπει τὰ σατανικὰ δίχτυα. Εὔλογο εἶναι τὸ θρηνητικὸ ἐρώτημά του: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;”.
Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν μεγάλο ὅσιο τῆς ἐρήμου: «Ἡ ταπεινοφροσύνη ξεφεύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν!»(7).
Θεϊκὴ ἀπάντηση! Ἀπάντηση ποὺ διώχνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε ἀμφιβολία. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ μὲ δυὸ λόγια ἀποκαλύπτει τὸν σίγουρο τρόπο κατατροπώσεως τοῦ ἐχθροῦ μας, τὸν σίγουρο τρόπο διαλύσεως τῶν πολύπλοκων παγίδων του, ποὺ στήνει μὲ μαεστρία χάρη στὴν πολυχρόνια καὶ καταχθόνια ἐμπειρία του.
Ἂς περιτειχίσουμε μὲ τὴν ταπείνωση τὸν νοῦ, μὴν ἀφήνοντάς τον νὰ κυνηγᾶ τὶς γνώσεις ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἂς τὸν φυλάξουμε ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ποὺ κρύβονται συχνὰ πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἂς τὸν κάνουμε νὰ ὑπακούει ταπεινὰ στὴν Ἐκκλησία, «ἀνατρέποντας ψεύτικους ἰσχυρισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ»(8). Ὅλος θλίψη, ὅλος δυσκολία εἶναι στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν νοῦ ὁ στενὸς δρόμος(9) τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία. Τελικά, ὅμως, αὐτὸς ὁ δρόμος τὸν φέρνει στὴν εὐρυχωρία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς πνευματικῆς γνώσεως. Μπροστὰ στὴν πνευματικὴ γνώση ἐξαφανίζονται ὅλες οἱ ἐνστάσεις τῆς σαρκικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς λογικῆς ἐναντίον τῆς ἀκριβοῦς ὑποταγῆς στὴν Ἐκκλησία.
Ἂς μὴν ἐπιτρέπουμε στὸν νοῦ μας τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συντάξει οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συγγραφεῖς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει σαφὴς ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία ὅτι ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος μελετᾶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῶν συγγραφέων, ὁπωσδήποτε κοινωνεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ οἰκοῦσε μέσα τους καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα τους. Ὅποιος, ἀντίθετα, μελετᾶ τὰ συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀποκαλοῦνταν ἅγιοι, κοινωνεῖ μὲ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης(10) καί, δείχνοντας τὸν κρυφὸ ἐγωισμό του μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὴν Ἐκκλησία πέφτει στὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα.
Τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν καρδιά μας; Αὐτὴ τὴν ἀγριελιὰ ἂς τὴν μπολιάσουμε μ’ ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἥμερη καὶ καρποφόρα ἐλιά, ἂς τὴν κεντρίσουμε μὲ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Χριστοῦ, ἂς τῆς μεταδώσουμε τὴν εὐαγγελικὴ ταπείνωση, ἂς τὴν ἀναγκάσουμε νὰ οἰκειωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὴν ἐναντίωσή της στὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἀκατάπαυστη ἀντιλογία της στὶς θεῖες ἐντολές, τὴν πεισματικὴ ἀνυποταξία της στὸν Κύριο. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίδραση τῆς καρδιᾶς μας θὰ δοῦμε σὰν σὲ καθρέφτη τὴν πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴ δική μας πτώση. Βλέποντάς την, ἂς κλάψουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ Πλάστη καὶ Σωτήρα μας, ἂς πονέσουμε λυτρωτικά. Καὶ ὅσο δὲν θεραπευόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἂς παραμένουμε σ’ αὐτὸν τὸν πόνο. Γιατί «καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει ὁ Θεὸς»(11), δὲν θὰ τὴν ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Θεός, ὡς Πλάστης μας καὶ ἀπόλυτος Κύριός μας, μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὴν καρδιά μας, ἂν αὐτὴ ἀδιάλειπτα Τὸν ἱκετεύει μὲ δάκρυα καὶ νὰ τὴ μεταβάλει ἀπὸ καρδιὰ φιλάμαρτη σὲ καρδιὰ φιλόθεη, ἁγία.
Ἂς φυλᾶμε συνεχῶς τὶς σωματικές μας αἰσθήσεις, μὴν ἀφήνοντας τὴν ἁμαρτία νὰ περνᾶ μέσ’ ἀπ’ αὐτὲς στὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Ἂς χαλιναγωγήσουμε τὰ φιλοπερίεργα μάτια μας καὶ τὰ φιλοπερίεργα αὐτιά μας. Ἂς ἐπιβάλουμε σκληρὴ τιμωρία στὴ γλώσσα μας, τὸ μικρὸ αὐτὸ μέλος τοῦ σώματος ποὺ προκαλεῖ τόσο ἰσχυροὺς σεισμούς. Ἂς ταπεινώσουμε τὶς ἄλογες σαρκικὲς ὁρμὲς μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία, τὸν σωματικὸ κόπο, τὴ συχνὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν ἀδιάλειπτη καὶ προσεκτικὴ προσευχή. Πόσο λίγο διαρκοῦν οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις! Καὶ μὲ πόση δυσοσμία τελειώνουν! Ἀπεναντίας, ὅταν τὸ σῶμα, περιτειχισμένο μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φύλαξη τῶν αἰσθήσεων, λουσμένο στὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας καὶ ἁγιασμένο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, γίνεται μυστικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλες οἱ ἀπόπειρες τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὴν παγίδευση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυχαίνουν.
Ἡ ταπεινοφροσύνη καταστρέφει ὅλα τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν! Ἀμήν.
__________________
Σημειώσεις:

1. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ἀπόφθεγμα ζ΄. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 26. 2. Ἐφ. 4:14. 3. Κολ 2:18. 4. Βλ. Γεν. 2:16-17 3:1-6. 5. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. ὅ.π., ΙΕ΄, 40. 6. Ματθ. 24:12. 7. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, ὅ.π. 8. Β΄ Κορ. 10:4-5. 9. Πρβλ Ματθ. 7:14. 10. Πρβλ. Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βιβλίον Α΄. Περὶ διακρίσεως. 11. Πρβλ. Ψαλμ. 50:19.


(Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov “Ἀσκητικὲς Ἐμπειρίες”, τόμος Β΄, ἐκδ. Παρακλήτου)


Πηγή: alopsis.gr