A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

«Ἐπεθύμησε πόρνη …» (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναὶ πόρνη. Ἐννοῶ τὴ δική μας φύση. Ἦταν τρανὸς καὶ αὐτὴ ταπεινή. Τρανὸς ὄχι στὴ θέση ἀλλὰ στὴ φύση. Πεντακάθαρος ἦταν, ἀνερμήνευτη ἡ οὐσία του, ἄφθαρτη ἡ φύση του. Ἀχώρητος στὸ νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπὸ τὴ σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πάνω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τὴ λογικὴ σκέψη, ξεπερνώντας τὴ δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νὰ τὸν δεῖς, μόνο νὰ τὸν πιστέψεις. Τόν ἔβλεπαν ἄγγελοι καί τρέμανε. Τά χερουβείμ σκεπάζονταν μέ τά φτερά τους, ὅλα στέκονταν μέ φόβο.

Ἔριχνε τὸ βλέμμα του στὴ Γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμει. Στρεφόταν στή θάλασσα καί τήν ἔκανε στεριά Ποτάμια ἔβγαζε στὴν ἔρημο. Στ’ ἀναμέτρημά του ἔστηνε βουνά καί ζύγιζε λαγκάδια. Πῶς νά τό πῶ; Πῶς νά τό παραστήσω; Τό μεγαλεῖο του ἀπέραντο, ποῦ νά πιαστεῖ ἡ σοφία του μέ ἀριθμούς; Ἀνεξιχνίαστες οἱ ἀποφάσεις πού παίρνει κι οἱ δρόμοι του ἀνεξερεύνητοι.

Κι αὐτὸς ὁ τόσο μέγας καὶ τρανὸς πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Γιὰ νὰ τὴν ἀναπλάσει ἀπὸ πόρνη σὲ παρθένα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ νυμφίος της.

Τί κάνει; Δὲν τῆς στέλνει κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους του, δὲν στέλνει ἄγγελο στὴν πόρνη, δὲν στέλνει ἀρχάγγελο, δὲν στέλνει τὰ χερουβείμ, δὲν στέλνει τὰ σεραφείμ. Ἀλλὰ καταφθάνει αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.

Ἐπεθύμησε πόρνη. Καὶ τί κάνει; Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἐκείνη στὰ ψηλά, κατέβηκε Ἐκεῖνος στὰ χαμηλά. Ἔρχεται στὴν καλύβα της. Τὴ βλέπει μεθυσμένη. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μὲ ὁλοφάνερη τὴ θεότητά του, ἀλλὰ γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καὶ τοῦ φύγει. Τὴ βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπὸ δαίμονες κυριευμένη. Καὶ τί κάνει; Τὴν παίρνει καὶ τὴν κάνει γυναίκα του. Καὶ τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιὸ δαχτυλίδι; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔπειτα λέγει. Δὲν σὲ φύτεψα στὸν Παράδεισο;

-Τοῦ λέγει, ναί.

-Καὶ πῶς ξέπεσες ἀπὸ ἐκεῖ;

-Ἦλθε καὶ μὲ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸν Παράδεισο.

-Φυτεύτηκες στὸν Παράδεισο καὶ σὲ ἔβγαλε ἔξω. Νά, σὲ φυτεύω μέσα μου. Δὲν τολμᾶ νὰ μὲ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σὲ κρατάει καὶ ὁ λύκος δὲν ἔρχεται πιά.

-Ἀλλὰ εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὴ καὶ βρώμικη.

-Μὴ μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.

Δῶσε ἐδῶ μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νὰ πάρει τὴν πόρνη, ὅπως αὐτὴ -τὸ τονίζω- ἦταν βουτηγμένη στὴ βρῶμα. Γιὰ νὰ μάθεις τὸν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτὸ χαρακτηρίζει τὸν ἐρωτευμένο: τὸ νὰ μὴ ζητάει εὐθύνες γιὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ συγχωρεῖ λάθη καὶ παραπατήματα.

Πιὸ πρὶν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιὰ τὴ Γῆ. Καὶ τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ αὐτὸ γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δὲν πολυνοιάζεται γιὰ τὴ συμπεριφορά του. Ὁ ἔρωτας δὲν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀγαπᾶ καὶ τὴν ἄσχημη.

Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν ἀνακαινίζει.
Τὴν πῆρε ὡς γυναίκα, καὶ ὡς κόρη του τὴν ἀγαπᾶ, καὶ ὡς δούλα του τὴν φροντίζει, καὶ ὡς παρθένα τὴν προστατεύει, καὶ ὡς παράδεισο τὴν τειχίζει, καὶ ὡς μέλος τοῦ σώματός του τὴν περιποιεῖται. Τὴ φροντίζει ὡς κεφαλή της ποὺ εἶναι, τὴ φυτεύει ὡς ρίζα, τὴν ποιμαίνει ὡς ποιμένας. Ὡς νυμφίος τὴν παίρνει γυναίκα του, καὶ ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τὴν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τὴ διατηρεῖ μέσα στὴν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νὰ μὴν τῆς λείψει τίποτα.

Ὤ, Σὺ Νυμφίε, ποὺ ὀμορφαίνεις τόσο τὴν ἀσχήμια τῆς νύφης!


Πηγή: www.imaik.gr/

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΔΑΜ (Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος)





Ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτισμένος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρουσιάζει γι΄ ἄλλη μιά φορά τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γράφοντας στούς Κορινθίους, μιλάει γιά δύο ἀνθρώπους: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ. Οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καί οἱ χοϊκοί, καί οἷος ὁ ἐπουράνιος τοιοῦτοι καί οἱ ἐπουράνιοι· καί καθώς ἐφορέσαμεν τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου». 

Πρῶτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, πού ἔπλασε ὁ Θεός «χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς», γι΄ αὐτό καί ὀνομάστηκε χοϊκός. Αὐτόν τον ἄνθρωπο τόν ἔβαλε ὁ Θεός μέσα στόν παράδεισο, ὅπου μποροῦσε νά συναναστρέφεται μέ τούς ἀγγέλους Του, νά Τόν δοξολογεῖ μαζί μ΄ αὐτούς καί νά δέχεται τίς θεῖες ἐλλάμψεις Του. Εἶχε ὅμως πάρει θεϊκή ἐντολή, νά μή φάει «ἀπό τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν», γιά νά μήν παραδοθεῖ στόν θάνατο. Ἀλλ΄ αὐτός, παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔφαγε ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Καί μόλις ἔφαγε, ἔχασε τήν ἀθωότητά του καί εἶδε τήν γύμνωσή του. Ὕστερ’ ἀπ΄ αὐτό στερήθηκε τ΄ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἀποδοχή τῆς δόλιας προτροπῆς τοῦ φιδιοῦ, τυφλώθηκε ψυχικά καί δέν εἶχε πιά τήν δυνατότητα νά βλέπει τήν ἀνέκφραστη θεία δόξα. Ἔπεσε, βλέπετε, θύμα τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου, φιλοδοξώντας νά γίνει Θεός! Ἀλλ’ ἀντί γι΄ αὐτό, ἔχασε καί τά θεῖα δῶρα πού εἶχε. Ἔγινε φθαρτός καί θνητός καί ἄλογος, σάν τ΄ ἄλογα κτήνη, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ἀπό τήν θεόσδοτη δόξα καί τήν ἀπόλαυση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, γκρεμίστηκε στήν ἀτιμία καί στήν φθορά. Ἔχασε τόν ἀνεκτίμητο πνευματικό του πλοῦτο κι ἔγινε τραγικά καί ἀξιοθρήνητα φτωχός. Αὐτός εἶναι ὁ χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ.
Ἄς ἔρθουμε τώρα στόν δεύτερο Ἀδάμ. Δέν εἶναι παρά ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», «ἄναρχος Υἱός ἀνάρχου Πατρός». Αὐτός, «ὤν ἐν τῷ Πατρί», κατέβηκε στήν γῆ, σαρκώθηκε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ἀπό τά παρθενικά σπλάχνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, κι ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς σέ ὅλα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτίαΣκοπός τῆς σαρκώσεώς Του ἦταν ν’ ἀνακαινίσει τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ὅλους ἐκείνους πού γεννήθηκαν ἀπ΄ αὐτόν καί γεννιοῦνται ἀπό τούς ἀπογόνους του, ἀφοῦ εἶναι ὅμοιοι μέ τούς γεννήτορές τους. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἀδάμ, μετά τήν παράβαση, ἔγινε φθαρτός καί θνητός καί πνευματικά φτωχός, ἐπειδή, μ΄ ἕναν λόγο, ἔγινε «χοϊκός», ἔτσι «χοϊκοί» ἦταν καί ὅσοι γεννήθηκαν ἀπ΄ αὐτόν, φθαρτοί καί θνητοί καί μέ τέτοια πνευματική γύμνια, πού δέν διέφεραν σχεδόν ἀπό τ’ ἄλογα ζῶα. Ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔφυγε ἡ θεϊκή ὡραιότητα, καί μέσα της μπῆκε ἡ δαιμονική ἐμπάθεια. Τόσο πολύ μάλιστα σκοτίστηκε ἀπό τόν διάβολο ὁ ἄνθρωπος, σέ τέτοια ἀγνωσία κατάντησε, πού ἔφτασε στό σημεῖο ν’ ἀφήσει τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί νά θεοποιήσει τήν γῆ, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τ΄ ἄστρα, τά κτίσματα γενικά, ἀκόμα καί τά αἰσχρά πάθη. Τό κακό ἦταν γενικό, πανανθρώπινο. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν», κατά τόν ψαλμωδό. «Διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τά σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα».
Ἀπ΄ αὐτήν τήν ζοφερή κατάσταση θέλησε ὁ Θεός νά μᾶς βγάλει. Μᾶς λυπήθηκε, ἦρθε στήν γῆ ἁπλός καί ταπεινός, κι ἔζησε ἀνάμεσά μας σάν κοινός ἄνθρωπος.
Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ.Ὕστερα τόν ἔριξε σέ ἔκσταση, τόν ὕπνωσε, καί παίρνοντας μιά ἀπό τίς πλευρές του, δημιούργησε τήν γυναίκα. Ἡ πλευρά τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἡ γυναίκα. Ἀπ’ αὐτήν λοιπόν τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ σαρκώθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί «ᾠκοδόμησε» τήν Ἐκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος». Γι’ αὐτό εἶναι ὁ δεύτερος, ὁ νέος Ἀδάμ, «ἀπόγονος» καί «συγγενής» τοῦ πρώτου, κι ἔτσι συγγενής «κατά σάρκα» ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τήν σάρκα ἐνδυσάμενος (ὁ Χριστός), ἐνεδύσατο τήν ἀνθρωπότητα». Ὁ Χριστός εἶναι δίκαιος, ἅγιος καί ἀθάνατος· ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, φθαρτοί καί θνητοί. Μαζί Του μᾶς συνδέει ὅμως ἡ σαρκική συγγένεια. Γι’ αὐτό μεσίτευσε στόν Πατέρα Του νά μᾶς χαρίσει τήν σωτηρία, νά μᾶς ξαναδώσει τήν ἀθανασία, νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν προπτωτική κατάσταση, στό «ἀρχαῖον κάλλος».
Τά μέσα τώρα τῆς σωτηρίας καί τῆς ἀπαλλαγῆς μας ἀπό τήν δουλεία τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, εἶναι ἡ πίστη στόν λυτρωτή μας Χριστό καί ἡ ἐφαρμογή τῶν σωτήριων παραγγελιῶν Του.
Ἄν τηρήσουμε δηλαδή ὅ,τι γράφει τό Εὐαγγέλιο, πού δέν εἶναι παρά ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος ἐπιστροφῆς στήν ἀθανασία, θά γίνουμε νέοι ἄνθρωποι, ὄχι χωματένιοι ἀλλά οὐράνιοι, παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ὅμοιοι μ΄ Αὐτόν χαρισματικά. Ἄν ὅμως καταφρονήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τίς λυτρωτικές καί ζωογόνες, τότε θά χάσουμε ὅλα τ’ ἀγαθά Του. Καί ὅπως ὁ Ἀδάμ μέτα τήν παράβαση διώχθηκε ἀπό τόν παράδεισο καί ἀποξενώθηκε ἀπό τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνουμε, χωριζόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ καί ξεσκίζουμε τό θεϊκό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι στερούμαστε τήν αἰώνια ζωή, τό ἀνέσπερο καί παντοτινό φῶς, τόν ἁγιασμό, τήν θέωση, «πᾶν δώρημα τέλειον ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων». Καί ἐνῶ, πρίν ἁμαρτήσουμε, ἤμασταν οὐράνιοι ἄνθρωποι καί ἐπίγειοι ἄγγελοι, γινόμαστε πάλι «χοϊκοί», ὅπως καί ὁ πρῶτος Ἀδάμ μετά τήν πτώση του. Ἀκόμα χειρότερα, γινόμαστε ὑπόδικοι θανάτου καί ἀτέλειωτης κολάσεως στήν «γέενα τοῦ πυρός». Δέν χάνουμε ἁπλά τόν αἰσθητό παράδεισο, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά βγάζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τοῦ στεροῦμε τά αἰώνια ἐκεῖνα ἀγαθά, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».
Ὕστερα ἀπ΄ ὅσα ἀναφέραμε, ἄς ἐξετάσουμε καλά ἄν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀναρωτηθοῦμε σοβαρά: Ἐκμεταλλευόμαστε τό τάλαντο τῆς σωτηρίας καί τό χάρισμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἤ μήπως τό χώσαμε βαθιά μέσα στήν γῆ τῆς ἀμέλειας καί τῆς ἁμαρτίας; Πῶς νά μᾶς ἀγαπήσει ὁ Θεός, ἄν δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του; Μᾶς τό εἶπε καθαρά: «Ὁ ἀγαπῶν με, τάς ἐντολάς μου τηρήσει καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Αὐτά δέν εἶναι λόγια ἀνθρώπινα, ἀλλά λόγια ἅγια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ἄς μήν εἴμαστε λοιπόν ἐλαστικοί ἀπέναντι στήν συνείδησή μας. Ἄς κρίνουμε τόν ἑαυτό μας αὐστηρά, καί τότε θά διαπιστώσουμε, ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε οἱ αἴτιοι τοῦ χωρισμοῦ μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς μετανοήσουμε, ἄς κλάψουμε γιά τήν ἄθλια κατάστασή μας, καί ἄς ἀγωνιστοῦμε πιά νά φορέσουμε «τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου».

(“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή:alopsis.gr

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη;» (10:9). Κι αν εκείνος σου πει, ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά το θάνατό του, δώσ’ του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει, δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του, έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμή του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του» (Σοφ. Σειρ. 10:9). 

Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφθεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα. Ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλ’ απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Μ’ αυτό τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές, για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει, «Θ’ ανέβω στον ουρανό» (Ησ. 14:13), πού θα έφθανε με το λογισμό του, αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;

Όταν, λοιπόν, δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει το λαιμό του, ν’ ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί, να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;» (Σοφ. Σερ. 10:9).

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέ­ντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θ’ αναφωνήσεις κι εσύ μαζί με τον προφήτη: «Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο» (Ησ. 40:6).

Γιατί, λοιπόν, υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και χορτάρι και σκιά, χορτάρι κι αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουνα εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος μ’ όσους συναντάς στην αγορά. Αν, λοιπόν, είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;

Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε μ’ εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν, πάλι, είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τ’ αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σ’ εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν ν’ αντικρίσεις.

Ο άνθρωπος και τ’ ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδαμινό απ’ αυτά. Γιατί, πες μου, τι είν’ εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του υπάτου (ανώτερος άρχοντας στο ρωμαϊκό κράτος); Βέβαια, πολλοί νομί­ζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε, λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο ύστερ’ από λίγο δεν θα υπάρχουν.

Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δυο μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. Ναι, αλλά είναι όνειρα, απαντάς. Ε, και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε κι αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει, αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δο­κιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμιάν απόλαυση απ’ όσα έγιναν την ημέρα.

Έγινες, λοιπόν, ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στ’ όνειρό μου. Ναι, λες, αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά. Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από μένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα, “Ο τάδε είναι -ή ήταν- ύπατος”, κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχα­ρίστηση. Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματι­κότητα: Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.

Ας δεχθούμε, όμως, ότι κάποιος έγινε ύπατος κι έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δυο ή τρία ή τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν, πού είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Που­θενά. Τους ξέχασαν όλοι. Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή του. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;

Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή ν’ ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε και όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά. Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μην ταράζεσαι όταν ένας άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του» (Ψαλμ. 48:17) . Καλά είπε: «Μην ταράζεσαι». Γιατί ύστερ’ από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθά. Τίποτε απ’ αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τ’ αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.

Σωστά, λοιπόν, το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια, δόξα∙ γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που, καθώς είναι ψεύτικο και κενό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει ποτέ κανέναν να το ερωτευθεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη που θέλει ν’ απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από τη φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.

Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες.«Ακάθαρτος είναι μπροστά στον Θεό κάθε υπερήφανος», λέει η Γραφή (Παροιμ. 16:5). Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από το δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της. Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και την δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί, βέβαια, ν’ αποκτήσει και τις δυο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει και η δόξα. Όταν, όμως, επιθυμεί και τις δύο, καμιά δεν θα πετύχει.

Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει ν’ αποκτήσει αυτή τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δεν θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.

Από το άλλο μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στον Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.

Έτσι, λοιπόν, όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για τον Θεό, κι όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.

(Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή: alopsis.gr

ΠΕΡΙ ΖΗΛΟΥ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΗ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)







Περί ζήλου αγαθού
Ζήλος είναι η θέρμη της ψυχής, που εκδηλώνεται σαν ορμή ή σαν πάθος και επιθυμία. Ζήλο λίγο-πολύ διακρίνουμε και στους καλούς και στους κακούς ανθρώπους. Ο ζήλος είναι αγαθός όταν η όρμή του κινείται και εργάζεται προς το καλό. Όταν όμως εκδηλώνεται προς τα χυδαία και τα τιποτένια, είναι πονηρός. Ο αγαθός ζήλος ζητά την επικράτηση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ζητά την τελειότητα της αρετής, μιμείται το καλό και ποθεί η ψυχή του το αγαθό. Ο αγαθός ζήλος γεννιέται μέσα στην αγαθή ψυχή σαν καλή επιθυμία, χωρίς ίχνος ζήλιας· είναι εκδήλωση της αγάπης προς το αγαθό και εκφράζει τη διάθεση για πρόοδο. Ο αγαθός ζήλος επιθυμεί πάντοτε τα ανώτερα.

Περί του κατ’ επίγνωση ζηλωτή

Ο χαρακτήρας του κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι αυτός που λατρεύει, γεμάτος ενθουσιασμό για την πίστη του, τον Θεό. Πράγματι είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στον Θεό και φυλάει με αυστηρότητα τον νόμο Του. Ακολουθεί ευλαβικά τις πατρικές παραδόσεις και εργάζεται με πολλή θέρμη για τη δόξα του ονόματός Του. Είναι εραστής των έργων που αξίζουν τον έπαινο και γεμάτος πόθο βιάζεται να μιμηθεί τα καλά. Βαδίζει με πολλή προθυμία τον δρόμο της αρετής και επιδιώκει με ζήλο τις άριστες των ασχολιών. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι φίλος κάθε καλού, αγαπάει και ποθεί όλες τις αρετές. Διακαίεται από τον πόθο να διαδώσει τον θείο λόγο, με σκοπό τη στερέωση της πίστης, την ευόδωση του έργου της Εκκλησίας, τη μεγαλύτερη επίδοση του θείου κηρύγματος, την αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής πάντοτε εργάζεται, πάντοτε κινείται, πάντοτε βρίσκεται σε δράση. Ο ζήλος του τόσο περισσότερο φλέγεται και αναζωπυρώνεται, όσο περισσότερο πασχίζει για το αγαθό, όσο περισσότερο αγαπάει τον Θεό. Ο ζηλωτής αυτός, ενώ κοπιάζει, δεν αποθαρρύνεται· ενώ εργάζεται, δεν αποκάμνει· ενώ πονάει, δεν αισθάνεται την κούραση· ενώ δαπανάται, δεν εξαντλείται και δεν γκρινιάζει, αλλά πάντα ακμαίος και ζωηρός, εύθυμος και θαρραλέος, εξορμά προς νέα εργασία. Φλεγόμενος από τον ένθεο ζήλο του, ζητά να επεκτείνει τις ενέργειές του σε όλη την ανθρωπότητα. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής, ορμώμενος από την αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, ό,τι κάνει, το κάνει με αγάπη και αυταπάρνηση. Δεν κάνει τίποτα που να μπορεί να επιφέρει θλίψη στον πλησίον του. Ο ζήλος του ενέχει φωτισμό και επίγνωση. Τίποτα δεν τον εξωθεί σε παρεκτροπή.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι η θερμή αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, η πραότητα, η ανεξιθρησκία, η ανεξικακία, η διάθεση για ευεργεσία και η ευγένεια των τρόπων. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι ο τύπος του αληθινού χριστιανού.


Χαρακτήρας του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτή

Αυτός που δεν είναι κατ’ επίγνωση ζηλωτής, έχει μεν ζήλο, αλλά δεν έχει επίγνωση. Ξεγελιέται μέσα στις σκέψεις και τις ενέργειές του, δήθεν εργαζόμενος για τη δόξα του Θεού, ενώ παραβαίνει τον νόμο που θέλει να αγαπάει τον συνάνθρωπο. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής, πάνω στη θέρμη του ζήλου του πράττει τα αντίθετα απ’ αυτά που λέει ο θείος νόμος και το θείο θέλημα. Διαπράττει ακόμη και το κακό, αν νομίζει ότι απ’ αυτό θα έλθει ό,τι εκείνος θεωρεί καλό και αγαθό. Ο ζήλος του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι φωτιά που καταστρέφει, «πυρ καταναλίσκον». Μπροστά πηγαίνει η καταστροφή και πίσω του έρχεται η ερήμωση. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής εύχεται στον Θεό να ρίξει φωτιά και να κατακάψει όλους όσους δεν δέχονται τις αρχές και τις πεποιθήσεις του. Τέτοιου είδους ανθρώπους τους χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετερόθρησκους ή ετερόδοξους, η ζήλια και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίσταση προς το αληθινό νόημα του θείου νόμου, η παράνομη επιμονή, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικά του φρονήματα, ο παράφορος ζήλος να ντροπιάσει τους πάντες, η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έριδα, το φιλοτάραχο. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι άνθρωπος ολέθριος.


Περί κακού ζήλου και του χαρακτήρα αυτού που έχει κακό ζήλο

Ο κακός ζήλος είναι βρασμός μοχθηρής ψυχής και εκδηλώνεται σαν ζηλοτυπία, σαν φθόνος, σαν μίσος προς αυτούς που έχουν κάτι λαμπρό. Ο κακός ζήλος παρακινείται από τα χυδαία και τα πονηρά και ματιάζει τα καλά. Αυτός που έχει κακό ζήλο, ο ζηλήμονας, ζητά να αμαυρώσει καθετί που είναι φωτεινό στην όψη και φθονεί τον κάτοχό του. Μισεί αυτούς που ευτυχούν και ποθεί τη δυστυχία τους. Χαίρεται με την καταστροφή τους και ευχαριστιέται στις συμφορές τους. Κανέναν δεν μπορεί να ανεχθεί να επαινούν ή να μακαρίζουν. Διαβάλλει και συκοφαντεί αυτούς που διακρίθηκαν σε δόξα και τιμή. Βρίσκει ελαττώματα στα καλά και διασείρει τα άξια. Καμιά χάρη δεν αναγνωρίζουν τα μάτια του. Η γλώσσα του κινείται για να κοροϊδέψει. Το στόμα του εκβράζει βλαστήμια. Η καρδιά του εχθρεύεται αυτούς που προοδεύουν και όσους τον ξεπερνούν τους αποστρέφεται. Μισεί την πρόοδο και μηχανεύεται τρόπους για να την ανακόψει. Αυτός που ζηλεύει είναι εγωιστής και ανόητος, γιατί μόνο τον εαυτό του θεωρεί άξιο τιμής και δόξας που άλλοι κατέκτησαν και θεωρεί τον εαυτό του πάντοτε αδικημένο. Αυτός που ζηλεύει είναι κακός και μελετάει το κακό. Στην καρδιά του συσσωρεύονται τα κακά· δυσφορεί και θλίβεται όταν ζει άδοξα και λιώνει από τη ζήλια του. Ο ζηλιάρης είναι άθλιος και ελεεινός άνθρωπος.

(«Το γνώθι σαυτόν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ)

Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΟΡΑ (Ἃγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ἀδελφοί, σ’ ἕνα πνευματικὸ θέαμα.
Κάποτε ὁ μεγάλος ὅσιος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ὁ ἐρημίτης τῆς Αἰγύπτου, μὲ θεία ἀποκάλυψη εἶδε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες σὰν δίχτυα πάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ, γιὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν ψυχικὴ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Στέναξε τότε μὲ πόνο ὁ ὅσιος καὶ ρώτησε τὸν Κύριο: «Ποιὸς τάχα, Κύριε, θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;»(1).

Βυθίζομαι μὲ τὴ σκέψη στὴν παρατήρηση τῶν διχτυῶν τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁπλωμένα ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μέσα του. Τὸ ἕνα δίχτυ εἶναι σφιχτοδεμένο μὲ τὸ ἄλλο. Κάποια δίχτυα εἶναι στημένα σὲ σειρές. Ἄλλα ἀφήνουν μεγάλα ἀνοίγματα, αὐτὰ ὅμως ὁδηγοῦν σὲ ἀναρίθμητες πτυχώσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει κανείς. Θρηνῶ πικρά, βλέποντας τὰ πολύπλοκα σατανικὰ δίχτυα! Αὐθόρμητα ρωτάω κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἐρημίτης ὅσιος: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπ’ αὐτά;”.
Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἤ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγω τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου(2), καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τους»(3).
Ὁ πλησίον, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου ὀφείλω νὰ ἀναζητῶ τὴ σωτηρία, κι αὐτὸς γίνεται γιὰ μένα δίχτυ, ποὺ μὲ παγιδεύει καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι πιασμένος στὰ δίχτυα ψεύτικων διδασκαλιῶν καὶ πλανερῶν σοφιστειῶν.
Ὁ δικός μου νοῦς εἶναι σημαδεμένος ἀπὸ τὴν πτώση, εἶναι καλυμμένος μὲ τὸ πέπλο τοῦ ζόφου, εἶναι δηλητηριασμένος ἀπὸ τὸ ψέμα. Ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μου, λοιπόν, πλανεμένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα, ἁπλώνει ἀνεπίγνωστα τὰ δικά του δίχτυα, γιὰ νὰ αὐτοπαγιδευθεῖ. Ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, ἀδιάκριτα καὶ ἀπερίσκεπτα θέλησε ν’ ἀποκτήσει μία γνώση ὀλέθρια, θανάσιμη!(4). Καὶ μετὰ τὴν πτώση του, ἔγινε ἀκόμα πιὸ ἀδιάκριτος, ἀκόμα πιὸ ἀπερίσκεπτος. Μὲ θρασύτητα μεθᾶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς φαρμακερῆς γνώσεως, διώχνοντας ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴν ἐπιθυμία νὰ γευθεῖ τὸ θεϊκὸ ποτήρι τῆς σωτήριας γνώσεως.
Καὶ γιὰ τὴν καρδιά μου πόσα δίχτυα! Δίχτυα χοντρὰ καὶ δίχτυα λεπτά! Ποιὰ ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεωρήσω πιὸ ἐπικίνδυνα, πιὸ φοβερά; Δὲν ξέρω. Ὁ κυνηγὸς εἶναι ἔμπειρος καὶ ἐπιδέξιος· αὐτὸν ποὺ θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χοντρὰ δίχτυα του, θὰ τὸν πιάσει στὰ λεπτά. Ὁ σκοπὸς τοῦ κυνηγιοῦ εἶναι ἕνας: ἡ ψυχικὴ καταστροφή.
Τὰ δίχτυα εἶναι στημένα καὶ καμουφλαρισμένα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ τέχνη. Ἡ πτώση εἶναι μεταμφιεσμένη, εἶναι ντυμένη μὲ ροῦχα θριάμβου —μὲ τὴν ὑποκρισία, μὲ τὴν κενοδοξία, μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια— καὶ κρύβει ἀπατηλὰ τὸ σκοτεινὸ πρόσωπό της πίσω ἀπὸ ἕνα πνευματικό, ἕνα οὐράνιο προσωπεῖο ἀρετῆς. Ἡ ἀκόλαστη ἀγάπη εἶναι συχνὰ κρυμμένη πίσω ἀπὸ μιά φαινομενικὰ ἁγία ἀγάπη. Ἡ σαρκικὴ γλυκύτητα παρουσιάζεται συχνὰ σὰν γλυκύτητα πνευματική. Ὁ κοσμοκράτορας μὲ ὅλα τὰ μέσα προσπαθεῖ νὰ κρατήσει τὸν ἄνθρωπο δεμένο μὲ τὴ φθαρμένη φύση του. Κι αὐτὸ φτάνει γιὰ τὴν ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἔστω καὶ χωρὶς μεγάλες πτώσεις στὴν ἁμαρτία. Τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα τὰ ὑποκαθιστᾶ ὁλοκληρωτικά, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκριβεῖς ὑπολογισμοὺς τοῦ νοητοῦ κυνηγοῦ, τὸ ὑπερήφανο φρόνημα ἑνὸς χριστιανοῦ ἱκανοποιημένου ἀπὸ τὶς ἀρετές του, τὶς ἀρετὲς τῆς φθαρμένης φύσεως, ἑνὸς χριστιανοῦ πεσμένου στὴν αὐταπάτη· αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Κύριο.
Καὶ γιὰ τὸ σῶμα μου πόσα δίχτυα! Τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τί δίχτυ ποὺ εἶναι! Καὶ πόσο ἐπωφελεῖται ἀπ’ αὐτὸ ὁ κοσμοκράτορας! Συγκαταβαίνοντας στὶς κατώτερες ροπὲς καὶ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, φτάνουμε νὰ μοιάζουμε στὰ ἄλογα ζῶα. Τί γκρεμός! Τί ξεπεσμὸς ἀπὸ τὴ θεία ὁμοίωση! Φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πέφτουμε σ’ αὐτὸν τὸν βαθὺ καὶ φοβερὸ γκρεμό, ὅταν παραδινόμαστε στὶς βαριὲς σαρκικὲς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς γιὰ τὴ βαρύτητά τους, ὀνομάζονται πτώσεις(5). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐλαφριὲς σαρκικὲς ἀπολαύσεις δὲν εἶναι λιγότερο ὀλέθριες. Γιὰ χάρη τους παραμελοῦμε τὴν ψυχή μας καὶ λησμονοῦμε τὸν Θεό, τὸν οὐρανό, τὴν αἰωνιότητα, τὸν προορισμό μας.
Ὁ κοσμοκράτορας μὲ τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις κατορθώνει νὰ μᾶς κρατᾶ σὲ διαρκή περισπασμὸ καὶ νὰ μᾶς προξενεῖ νοητικὸ σκοτισμό. Οἱ θύρες, διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο, εἶναι οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις. Μέσ’ ἀπ’ αὐτές, λοιπόν, τὶς θύρες ὁ κοσμοκράτορας εἰσάγει ἀκατάπαυστα στὴν ψυχὴ αἰσθητικὲς ἱκανοποιήσεις, ποὺ τὴν ὁδηγοῦν στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ἐντυπωσιακὰ ἠχεῖ ἡ μουσικὴ στὶς περιβόητες ἐπίγειες συναυλίες, μία μουσικὴ ποὺ ἐκφράζει καὶ ξεσηκώνει διάφορα πάθη. Τέτοια πάθη προβάλλονται καὶ στὶς ἐπίγειες θεατρικὲς παραστάσεις, τέτοια πάθη ἀναμοχλεύονται μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες τέρψεις. Ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε δυνατὸ μέσο κυνηγᾶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν σκοτώνει. Μεθυσμένος ἀπ’ αὐτό, λησμονεῖ τὸ σωτήριο θεῖο ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.
Νὰ μιά ἁπλὴ ἀπεικόνιση τῶν διχτυῶν ποὺ ἔχει ἁπλώσει ὁ κοσμοκράτορας γιὰ τὴ σύλληψη τῶν χριστιανῶν. Ναί, μόνο ἕνα ἄτεχνο ζωγράφισμά τους ἐπιχείρησα, ἀδελφοί, ἀλλὰ αὐτὸ ἀσφαλῶς θὰ σᾶς προκάλεσε τρόμο, ἀσφαλῶς θὰ γέννησε μέσα σας τὸ ἐρώτημα: “Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα;”.
Ἀκόμα δὲν τελείωσε, ὅμως, ὁ φοβερὸς πίνακας! Ἀκόμα κινεῖται ὁ χρωστήρας μου ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ!
Τί λέει. λοιπόν, ὁ Θεός; Κάνει μία προφητεία, ποὺ ἤδη ἐπαληθεύεται. Στοὺς ἔσχατους καιρούς, προαναγγέλλει, «ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν θὰ ψυχρανθεῖ»(6). Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιὸ στέρεος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ αὐξηθοῦν τόσο τὰ διαβολικὰ δίχτυα ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιάνονται σ’ αὐτά.
Πράγματι! Κοιτάζω τὸν κόσμο. Καὶ τί βλέπω; Τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ἂν τὰ συγκρίνουμε μ’ ἐκεῖνα τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, αὐξήθηκαν πολύ, πολλαπλασιάστηκαν ἀνυπολόγιστα. Πολλαπλασιάστηκαν τὰ βιβλία μὲ τὶς ψεύτικες διδασκαλίες. Πολλαπλασιάστηκαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐνσαρκώνουν διάφορες πλάνες καὶ τὶς μεταδίδουν στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ λίγοι, ἐλάχιστοι εἶναι πιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγία ἀλήθεια. Ἐνισχύθηκε ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς φυσικὲς ἀρετὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ γνώση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν μειώθηκε καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐργασία τους σχεδὸν ἐξαφανίστηκε. Ἡ ὑλιστικὴ ζωὴ κυριαρχεῖ καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ τρεμοσβήνει. Οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ οἱ βιοτικὲς μέριμνες καταβροχθίζουν τὸν χρόνο μας. Δὲν ἔχουμε καιρὸ οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Θεό. «Ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν», κι ἐκείνων ἀκόμα ποὺ θὰ ἀγαποῦσαν θερμὰ τὸν Θεό, ἂν τὸ κακὸ δὲν ἦταν τόσο διάχυτο, ἂν τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου δὲν εἶχαν τόσο πολλαπλασιαστεῖ.
Δικαιολογημένη ἦταν ἡ λύπη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Πιὸ δικαιολογημένη εἶναι ἡ λύπη τοῦ χριστιανοῦ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ βλέπει τὰ σατανικὰ δίχτυα. Εὔλογο εἶναι τὸ θρηνητικὸ ἐρώτημά του: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;”.
Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν μεγάλο ὅσιο τῆς ἐρήμου: «Ἡ ταπεινοφροσύνη ξεφεύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν!»(7).
Θεϊκὴ ἀπάντηση! Ἀπάντηση ποὺ διώχνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε ἀμφιβολία. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ μὲ δυὸ λόγια ἀποκαλύπτει τὸν σίγουρο τρόπο κατατροπώσεως τοῦ ἐχθροῦ μας, τὸν σίγουρο τρόπο διαλύσεως τῶν πολύπλοκων παγίδων του, ποὺ στήνει μὲ μαεστρία χάρη στὴν πολυχρόνια καὶ καταχθόνια ἐμπειρία του.
Ἂς περιτειχίσουμε μὲ τὴν ταπείνωση τὸν νοῦ, μὴν ἀφήνοντάς τον νὰ κυνηγᾶ τὶς γνώσεις ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἂς τὸν φυλάξουμε ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ποὺ κρύβονται συχνὰ πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἂς τὸν κάνουμε νὰ ὑπακούει ταπεινὰ στὴν Ἐκκλησία, «ἀνατρέποντας ψεύτικους ἰσχυρισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ»(8). Ὅλος θλίψη, ὅλος δυσκολία εἶναι στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν νοῦ ὁ στενὸς δρόμος(9) τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία. Τελικά, ὅμως, αὐτὸς ὁ δρόμος τὸν φέρνει στὴν εὐρυχωρία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς πνευματικῆς γνώσεως. Μπροστὰ στὴν πνευματικὴ γνώση ἐξαφανίζονται ὅλες οἱ ἐνστάσεις τῆς σαρκικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς λογικῆς ἐναντίον τῆς ἀκριβοῦς ὑποταγῆς στὴν Ἐκκλησία.
Ἂς μὴν ἐπιτρέπουμε στὸν νοῦ μας τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συντάξει οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συγγραφεῖς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει σαφὴς ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία ὅτι ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος μελετᾶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῶν συγγραφέων, ὁπωσδήποτε κοινωνεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ οἰκοῦσε μέσα τους καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα τους. Ὅποιος, ἀντίθετα, μελετᾶ τὰ συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀποκαλοῦνταν ἅγιοι, κοινωνεῖ μὲ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης(10) καί, δείχνοντας τὸν κρυφὸ ἐγωισμό του μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὴν Ἐκκλησία πέφτει στὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα.
Τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν καρδιά μας; Αὐτὴ τὴν ἀγριελιὰ ἂς τὴν μπολιάσουμε μ’ ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἥμερη καὶ καρποφόρα ἐλιά, ἂς τὴν κεντρίσουμε μὲ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Χριστοῦ, ἂς τῆς μεταδώσουμε τὴν εὐαγγελικὴ ταπείνωση, ἂς τὴν ἀναγκάσουμε νὰ οἰκειωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὴν ἐναντίωσή της στὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἀκατάπαυστη ἀντιλογία της στὶς θεῖες ἐντολές, τὴν πεισματικὴ ἀνυποταξία της στὸν Κύριο. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίδραση τῆς καρδιᾶς μας θὰ δοῦμε σὰν σὲ καθρέφτη τὴν πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴ δική μας πτώση. Βλέποντάς την, ἂς κλάψουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ Πλάστη καὶ Σωτήρα μας, ἂς πονέσουμε λυτρωτικά. Καὶ ὅσο δὲν θεραπευόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἂς παραμένουμε σ’ αὐτὸν τὸν πόνο. Γιατί «καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει ὁ Θεὸς»(11), δὲν θὰ τὴν ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Θεός, ὡς Πλάστης μας καὶ ἀπόλυτος Κύριός μας, μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὴν καρδιά μας, ἂν αὐτὴ ἀδιάλειπτα Τὸν ἱκετεύει μὲ δάκρυα καὶ νὰ τὴ μεταβάλει ἀπὸ καρδιὰ φιλάμαρτη σὲ καρδιὰ φιλόθεη, ἁγία.
Ἂς φυλᾶμε συνεχῶς τὶς σωματικές μας αἰσθήσεις, μὴν ἀφήνοντας τὴν ἁμαρτία νὰ περνᾶ μέσ’ ἀπ’ αὐτὲς στὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Ἂς χαλιναγωγήσουμε τὰ φιλοπερίεργα μάτια μας καὶ τὰ φιλοπερίεργα αὐτιά μας. Ἂς ἐπιβάλουμε σκληρὴ τιμωρία στὴ γλώσσα μας, τὸ μικρὸ αὐτὸ μέλος τοῦ σώματος ποὺ προκαλεῖ τόσο ἰσχυροὺς σεισμούς. Ἂς ταπεινώσουμε τὶς ἄλογες σαρκικὲς ὁρμὲς μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία, τὸν σωματικὸ κόπο, τὴ συχνὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν ἀδιάλειπτη καὶ προσεκτικὴ προσευχή. Πόσο λίγο διαρκοῦν οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις! Καὶ μὲ πόση δυσοσμία τελειώνουν! Ἀπεναντίας, ὅταν τὸ σῶμα, περιτειχισμένο μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φύλαξη τῶν αἰσθήσεων, λουσμένο στὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας καὶ ἁγιασμένο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, γίνεται μυστικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλες οἱ ἀπόπειρες τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὴν παγίδευση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυχαίνουν.
Ἡ ταπεινοφροσύνη καταστρέφει ὅλα τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν! Ἀμήν.
__________________
Σημειώσεις:

1. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ἀπόφθεγμα ζ΄. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 26. 2. Ἐφ. 4:14. 3. Κολ 2:18. 4. Βλ. Γεν. 2:16-17 3:1-6. 5. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. ὅ.π., ΙΕ΄, 40. 6. Ματθ. 24:12. 7. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, ὅ.π. 8. Β΄ Κορ. 10:4-5. 9. Πρβλ Ματθ. 7:14. 10. Πρβλ. Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βιβλίον Α΄. Περὶ διακρίσεως. 11. Πρβλ. Ψαλμ. 50:19.


(Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov “Ἀσκητικὲς Ἐμπειρίες”, τόμος Β΄, ἐκδ. Παρακλήτου)


Πηγή: alopsis.gr

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΘΑΡΡΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)

Αποτέλεσμα εικόνας για προσευχὴ



Ἔχεις ἀκόμη ἀνησυχίες. Πές μου, ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ προέρχονται; Ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πᾶνε καλά. Ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ τὰ ἔχεις ἐπανεξετάσει καὶ τακτοποιήσει. Τὴν ἀπόφασή σου τὴν ἔχεις πάρει. Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, προέρχονται αὐτὲς οἱ ἀνησυχίες; Ὅλες εἶναι ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὅλες. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ.

Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου μόνη σου, μὲ τὶς δικές σου ἱκανότητες καὶ προσπάθειες; Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ σκέφτεσαι, σὲ συμβουλεύω ν’ ἀλλάξεις ἀμέσως γνώμη, ἀλλιῶς δὲν θ’ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴ σύγχυση καὶ τὴν ταραχή.

Ἐξέτασε πάλι τὸν ἑαυτό σου ἢ θυμήσου ὅ,τι σοῦ ἔχω ὑποδείξει καὶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ μέσα σου σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀλληλογραφίας μας. Θυμήσου, ἐπίσης, ποιὰ ἦταν ἡ ἔκβαση τῶν προβληματισμῶν σου γιὰ τὴ ζωή. Τέλος, δῶσε στὴν αὐτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ὥστε νὰ καταλήξει σὲ μιὰ σταθερὴ ἀπόφαση ἀμετάκλητης ἐναποθέσεως τοῦ μέλλοντός σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἀφοῦ, λοιπόν, πάρεις αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, προσευχήσου στὸν Κύριο ὁλόθερμα. “Τὸ μέλλον μου”, πές Του, “τὸ ἀφήνω μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια Σου.Ὅπως ξέρεις καὶ ὅπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τὴ ζωή μου, μ’ ὅλα τὰ ἀπρόοπτα καὶ μ’ ὅλες τὶς δυσκολίες της. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς δὲν θὰ μεριμνῶ καὶ δὲν θ’ ἀνησυχῶ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μιὰ φροντίδα μόνο θὰ ἔχω, νὰ κάνω πάντα ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σ’ Ἐσένα”.

Ἔτσι νὰ Τοῦ μιλήσεις, ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα νὰ Τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἔχεις ὁλοκληρωτικὰ ἀφεθεῖ στὰ χέρια Του, ὅτι δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ὅτι ἀποδέχεσαι ἤρεμα καὶ ἀγόγγυστα ὁποιαδήποτε κατάσταση, εὐχάριστη ἤ δυσάρεστη, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὴ Θεία πρόνοια. Μοναδική σου μέριμνα ἂς εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε περίσταση.

Ὓστερ’ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐσωτερικὴ τοποθέτηση, ὅλες οἱ ἀνησυχίες σου θὰ ἐξανεμιστοῦν. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τώρα, καθὼς θέλεις ὅλες οἱ περιστάσεις νὰ συντείνουν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ σου σκοποῦ. Καὶ ἐπειδή, φυσικά, ὅλα δὲν γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι – “αὐτὸ δὲν ἔγινε ἔτσι, ἐκεῖνο δὲν ἔγινε ἀλλιῶς”. Ἄν, ὅμως, ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ δεχθεῖς πώς ὅ,τι συμβαίνει προέρχεται ἀπ’ Αὐτὸν γιὰ τὸ καλό σου, τότε δὲν θ’ ἀνησυχεῖς πιὰ καθόλου. Θὰ κοιτᾶς μόνο γύρω σου, γιὰ νὰ δεῖς τί σοῦ στέλνει ὁ Θεός, καὶ θὰ ἐνεργεῖς σύμφωνα μ’ αὐτὸ πού στέλνει.

Κάθε κατάσταση μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ κάποια Θεία ἐντολή. Νὰ ἐνεργεῖς, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ ἐντολή, ἐπιδιώκοντας τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν σου ἐπιθυμιῶν. Προσπάθησε νὰ καταλάβεις τί λέω καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ ἐφαρμόσεις. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσεις, βέβαια, ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἀγώνας γι’ αὐτό, ἀλλὰ καὶ προσευχή.

Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, πού θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλὰ μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα πού πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ’ ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ’ ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.

Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μιὰ πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴ βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πώς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ’ ἔχει βάλει μέσα σ’ ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κᾶνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε. Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ’ ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.

Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς ἁγίους Μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.

Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσεις χωρὶς συναισθήματα καὶ συγκινήσεις, ἀλλὰ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ὑποκύπτεις σ’ αὐτά. Πρέπει νὰ τὰ συγκρατεῖς μὲ τὴ λογικὴ καὶ νὰ τοὺς δίνεις τὴ σωστὴ κατεύθυνση. Εἶσαι εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη. Ἡ καρδιά σου ξεχειλίζει καὶ χύνεται μέσα στὸ κεφάλι σου.

Προσπάθησε ν’ ἀποκτήσεις αὐτοκυριαρχία. Σοῦ ἔχω γράψει ἤδη τί νὰ κάνεις: Νὰ σκέφτεσαι προκαταβολικὰ ποῦ βρίσκεται τὸ πιθανὸ ἐρέθισμα γιὰ κάθε συναίσθημα. Καί, ὅταν τὸ ἐντοπίζεις, νὰ εἶσαι σὲ ἐπιφυλακή, γιὰ ν’ ἀντιλαμβάνεσαι ὁποιαδήποτε συναισθηματικὴ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς, ἢ νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου κάτω ἀπὸ τὸν σταθερὸ ἔλεγχο τοῦ νοῦ. Χρειάζεται ν’ ἀσκηθεῖς σ’ αὐτό. Μὲ τὴν ἐξάσκηση εἶναι δυνατὸ ν’ ἀποκτήσεις πλήρη αὐτοκυριαρχία.

Ὅλα πάντως προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἂς στρεφόμαστε σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν προσευχή. Καὶ ὅμως, γράφεις ὅτι δὲν προσεύχεσαι. Τί εἶναι τοῦτο πάλι; Μήπως ἔγινες ἄθεη; Τί πάει νὰ πεῖ δὲν προσεύχεσαι; Μπορεῖ νὰ μὴ λὲς τὶς τυπικὲς προσευχές, ἀλλὰ ν’ ἀπευθύνεσαι στὸν Θεὸ μὲ δικά σου λόγια καὶ νὰ Τοῦ ζητᾶς βοήθεια. “Κοίτα, Κύριε, τί συμβαίνει μ’ ἐμένα. Ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο… Δὲν μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα μόνη μου.
Βοήθησέ με, πολυεύσπλαχνε!”. Νὰ Τοῦ μιλᾶς γιὰ κάθε σου ἀνάγκη, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ μικρή, καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ διαρκῆ ἐνίσχυση. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια.

Γιατί ἀκοῦς ἐκεῖνον πού σὲ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν προσευχή; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τοῦ ἐχθροῦ; Ναί, ἀναμφίβολα εἶναι. Ψιθυρίζει στὸ αὐτί σου: “Μὴν προσεύχεσαι!”. Καὶ μερικὲς φορές, ἀφοῦ κυριαρχήσει σ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου, σὲ ρίχνει στὸ κρεβάτι καὶ σὲ ἀποκοιμίζει. Δικά του τεχνάσματα εἶναι ὅλα τοῦτα. Μὰ ἐνῶ ὁ πονηρὸς κάνει τὴ δουλειά του, πασχίζοντας νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ καλό σου ἔργο, πρέπει κι ἐσὺ νὰ κάνεις τὴ δική σου δουλειά, ἐπιμένοντας σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ὡς τὸ τέλος.

Ὁπλίσου, ὅπως τόσες φορές σοῦ ἔχω πεῖ, μὲ θάρρος καὶ μὴν ἀκοῦς τὸν ἐχθρό. Καμιὰ προσοχὴ μὴ δίνεις στοὺς ψιθυρισμούς του. Καὶ ἐπιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ τὸν χτυπᾶς κατάστηθα. Ἀμέσως γίνεται καπνός.

Σοῦ εὔχομαι μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρεῖς τελικὰ τὴν εἰρήνη.

Ὁ Θεὸς βοηθός!

Πηγή: Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα 

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΨΕΥΤΙΚΗ (Ἃγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

Κανείς ας μη σας κατακρίνει, δείχνοντας δήθεν ταπεινοφροσύνη”, λέει ο άγιος απόστολος Παύλος. Αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η οικείωση του φρονήματος του Χριστού, “ο οποίος, αν και ήταν Θεός, …τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού”. Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η διάκριση, που αποτελεί δώρο Θεού, ενέργεια της θείας χάριτος στον νου και την καρδιά του ανθρώπου.
Υπάρχει και αυτόβουλη ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι εφεύρημα ψυχής φιλόδοξης, ψυχής πλανεμένης και αυταπατημένης, ψυχής που κολακεύει τον εαυτό της και ζητάει την κολακεία του κόσμου, ψυχής που ολοκληρωτκά προσηλώθηκε στις επίγειες επιτυχίες και απολαύσεις, ψυχής που λησμόνησε την αιωνιότητα και τον Θεό.
Η αυτόβουλη, η επινοημένη, η πλαστή ταπεινοφροσύνη είναι ένα σύνολο αναρίθμητων και ποικίλων τεχνασμάτων, με τα οποία η ανθρώπινη υπερηφάνεια προσπαθεί να υποκλέψει τη δόξα της ταπεινοφροσύνης από τον τυφλωμένο κόσμο, τον κόσμο που αγαπά τα δικά του, τον κόσμο που εγκωμιάζει το ελάττωμα, όταν αυτό καλύπτεται πίσω από το προσωπείο της αρετής, τον κόσμο που μισεί την αρετή, όταν αυτή παρουσιάζεται μπροστά του με τη θεία απλότητά της, με την αγία και σταθερή υποταγή στο Ευαγγέλιο.
Τίποτα δεν είναι τόσο ενάντιο στην ταπείνωση του Χριστού όσο η αυθαίρετη ταπεινοφροσύνη, που απορρίπτει τον ζυγό της υπακοής στον Κύριο και υπηρετεί τον σατανά, φορώντας τον μανδύα της υπηρεσίας του Θεού.
Αν κοιτάζουμε ακατάπαυστα την αμαρτωλότητά μας, αν προσπαθούμε να παρατηρούμε κάθε της όψη, δεν θα βρούμε μέσα μας καμιάν αρετή, ούτε την ταπεινοφροσύνη.
Η αληθινή ταπείνωση κρύβει την αληθινή αρετή, όπως μια σεμνή κόρη κρύβει την ομορφιά της μ’ ένα κάλυμμα, όπως τα “άγια των αγίων” κρύβονταν από τα μάτια των ανθρώπων με το καταπέτασμα.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου, το ήθος του Ευαγγελίου, η λογική του Ευαγγελίου.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι θεϊκό μυστήριο, μυστήριο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου. Όντας ύψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στη σαρκική διάνοια.
Το θεϊκό μυστήριο της ταπεινώσεως το αποκαλύπτει ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς μαθητές Του, σ’ εκείνους που κάθονται κοντά στα πόδια Του και ακούνε με προσοχή τα σωτήρια λόγια Του. Μα κι όταν αυτό αποκαλυφθεί, παραμένει κρυφό. Η ταπείνωση είναι ανεξήγητη με τα λόγια και τη γλώσσα της γης. Η ταπείνωση είναι απρόσιτη στον σαρκικό λογισμό. Προσιτή γίνεται μόνο στον πνευματικό λογισμό. Ωστόσο, κι όταν γίνεται προσιτή, ουσιαστικά παραμένει απρόσιτη.
Η ταπείνωση είναι ζωή ουράνια πάνω στη γη.
Η θαυμαστή και ευλογημένη θέα των μεγαλείων του Θεού και των αναρίθμητων ευεργεσιών Του προς τον άνθρωπο, η μακάρια γνώση του Λυτρωτή και η διακονία Του με αυτοθυσία, η αναγνώριση της καταστροφικής πτώσεως του ανθρωπίνου γένους – να τα αόρατα γνωρίσματα της ταπεινώσεως, να οι προθάλαμοι του πνευματικού αυτού ανακτόρου που έχτισε ο Θεάνθρωπος.
Η ταπείνωση δεν αισθάνεται ταπεινή. Απεναντίας, βλέποντας μέσα της υπερβολικό εγωισμό, ψάχνει επίμονα να βρει όλα τα κλαδιά του. Και όσο ψάχνει, τόσο διαπιστώνει ότι πρέπει ν’ αγωνιστεί για πολύ ακόμα.
Ο σημειοφόρος και πνευματοφόρος όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, που επονομάστηκε από την Εκκλησία Μέγας για τις μεγάλες αρετές του, ιδαίτερα για τη βαθιά του ταπείνωση, λέει σε μιαν από τις υψηλές, τις άγιες, τις πνευματικές πραγματικά ομιλίες του ότι ακόμα κι ένας καθαρός, ακόμα κι ένας τέλειος, θα λέγαμε, άνθρωπος έχει μέσα του την τάση προς την έπαρση. Αυτός ο δούλος του Θεού όχι μόνο έφτασε ο ίδιος στην πιο υψηλή βαθμίδα της χριστιανικής τελειότητας, αλλά και γνώρισε στα χρόνια του, χρόνια πλήθους αγίων, τον πιο μεγάλο όσιο, τον Μέγα Αντώνιο. Βεβαίωσε, ωστόσο, ότι δεν γνώρισε κανέναν άνθρωπο που θα μπορούσε να ονομαστεί τέλειος μ’ όλη τη σημασία της λέξεως.
Η ψεύτικη ταπείνωση αισθάνεται ταπεινή. Και είναι αστείο, συνάμα και θλιβερό, να ευχαριστιέται μ’ αυτή την απατηλή και ψυχοφθόρα αίσθηση.
Ο σατανάς μεταμφιέζεται σε άγγελο φωτός. Οι απόστολοι του σατανά μεταμφιέζονται σε αποστόλους του Χριστού. Η διδασκαλία του σατανά παρουσιάζεται σαν διδασκαλία του Χριστού. Οι απατηλές και πλανερές καταστάσεις που προκαλούνται από τον σατανά, παρουσιάζονται σαν πνευματικές και ευλογημένες καταστάσεις που προέρχονται από τον Χριστό. Η υπερηφάνεια και η κενοδοξία που εμπνέονται από τον σατανά, δημιουργούν στον άνθρωπο την αυταπάτη ότι αποτελούν την ταπείνωση του Χριστού.
Αχ! Που κρύβονται από τους δύστυχους ονειροπόλους, που είναι αλήθεια ικανοποιημένοι με την κατάσταση της αυταπάτης τους και δεν σκέφτονται παρά την απόλαυση και την ευδαιμονία, που κρύβονται απ’ αυτούς τα λόγια του Σωτήρα, “Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε…, μακάριοι εσείς που τώρα πεινάτε…, αλίμονο σ’ εσάς που τώρα είστε χορτάτοι…, αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε”.
Κοίταξε με προσοχή, κοίταξε δίχως εμπάθεια την ψυχή σου, αγαπητέ μου αδελφέ! Δεν είναι προτιμότερη γι’ αυτήν η μετάνοια από την ηδονή; Δεν είναι προτιμότερο γι’ αυτήν το κλάμα πάνω στη γη, την κοιλάδα των θλίψεων την προορισμένη ακριβώς για τον θρήνο, από τις άκαιρες, τις απατηλές, τις άπρεπες, τις ολέθριες απολαύσεις;
Η μετάνοια και το πένθος για τις αμαρτίες σου αποτελούν προϋποθέσεις της αιώνιας μακαριότητάς σου – είναι γνωστό, είναι αναμφισβήτητο, είναι βεβαιωμένο από τον Κύριο. Βυθίσου σ’ αυτές τις άγιες καταστάσεις σταθερά και μόνιμα. Μη ζητάς τις απολαύσεις, μην ευφραίνεσαι μ’ αυτές, μην ικανοποιείσαι μ’ αυτές, μην εξαλείφεις μ’ αυτές την ευλογημένη πείνα και δίψα της δικαιοσύνης του Θεού, την ευλογημένη και σωτήρια λύπη της ψυχής σου για τη αμαρτωλότητά της.
Η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης του Θεού είναι οι μάρτυρες της συναισθήσεως της πνευματικής φτώχειας. Το πένθος είναι η έκφραση της ταπεινώσεως, είναι η φωνή της. Η απουσία του πένθους, η απουσία πνευματικής ζωής, ο χορτασμός και η απόλαυση φανερώνουν την υπερηφάνεια της καρδιάς.
Να φοβάσαι μην τυχόν, για την κούφια και απατηλή απόλαυση, κληρονομήσεις την αιώνια συμφορά, όπως προειδοποίησε ο Θεός, όσους χορταίνουν τώρα εκούσια, ενάντια στο θέλημά Του.
Η κενοδοξία και τα παιδιά της, δηλαδή οι ψεύτικες πνευματικές απολαύσεις, που ενεργούν μέσα στην ψυχή δίχως να διαποτίζονται με την μετάνοια, δημιουργούν ένα φάντασμα ταπεινώσεως. Αυτό το φάντασμα αντικαθιστά στην ψυχή την αληθινή ταπείνωση. Το φάντασμα της αλήθειας, το οποίο στο όνομά της εγκαταστάθηκε στο ναό της ψυχής, φράζει στην ίδια την αλήθεια όλες τις εισόδους του πνευματικού αυτού ναού.
Αλίμονό σου, ψυχή μου, θεόπλαστε ναέ της αλήθειας! Με το να δέχεσαι μέσα σου το φάντασμα της αλήθειας, με το να προσκυνάς το ψέμα αντί για την αλήθεια, γίνεσαι ειδωλολάτρισσα!
Στο ειδωλείο στάθηκε το είδωλο: η ψευδοταπείνωση. Η ψευδοταπείνωση είναι η πιο φρικτή μορφή υπερηφάνειαςΑν με τόση δυσκολία διώχνει ο άνθρωπος από μέσα του την υπερηφάνεια, όταν την αναγνωρίζει ως υπερηφάνεια, πως θα την διώξει όταν του φαίνεται σαν ταπείνωση;
Σ’ αυτό το ειδωλείο βρίσκεται το θλιβερό βδέλυγμα της ερημώσεως! Εκεί ψάλλονται ύμνοι που ευφραίνουν τον άδη. Εκεί οι λογισμοί και τα αισθήματα γεύονται τα απαγορευμένα ειδωλόθυτα και πίνουν κρασί ανακατεμένο με θανατηφόρο δηλητήριο. Εκεί κατοικούν είδωλα, ακάθαρτα δαιμόνια, γι’ αυτό όχι μόνο η θεία χάρη και τα πνευματικά χαρίσματα δεν πλησιάζουν, μα και καμιά αληθινή αρετή ή ευαγγελική εντολή.
Η ψεύτικη ταπείνωση τυφλώνει τόσο τον άνθρωπο, που τον κάνει όχι μόνο να πιστεύει και να υπαινίσσεται, όταν μιλά στους άλλους, πως είναι ταπεινός, αλλά και ανοιχτά να το λέει και δυνατά να το κυρήσσει. Σκληρά μας εμπαίζει το ψέμα, όταν εμείς, απατημένοι απ’ αυτό, το παίρνουμε για αλήθεια.
Η μακάρια ταπείνωση είναι αόρατη, όπως αόρατος είναι και ο χορηγός της Θεός. Είναι σκεπασμένη με τη σιωπή, την απλότητα, την ειλικρίνεια, τη φυσικότητα, την ελευθερία.
Η ψεύτικη ταπείνωση συνοδεύεται πάντοτε από την προσποίηση και την εξωστρέφεια, με την οποία αυτοδιαφημίζεται. Η ψεύτικη ταπείνωση αγαπά τους θεατρινισμούς, μ’ αυτούς απατά και αυταπατάται.
Η ταπείνωση του Χριστού είναι ντυμένη με χιτώνα άρραφο, με το πιο απλό ένδυμα. Μ’ αυτό το ένδυμα δεν αναγνωρίζεται και δεν γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους.
Η ταπείνωση είναι άγιος καρδιακός θησαυρός, είναι ανώνυμη καρδιακή ιδιότητα, είναι θεία συνήθεια, που γεννιέται ανεπαίσθητα στην ψυχή από την τήρηση των ευαγγελικών εντολών.
Η αρετή της ταπεινοφροσύνης ενεργεί όπως το πάθος της φιλαργυρίας. Όσο συγκεντρώνει φθαρτούς θησαυρούς ο φιλάργυρος, τόσο κυριεύεται από την απληστία, όσο πιο πλούσιος γίνεται, τόσο πιο φτωχός αισθάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ταπεινό άνθρωπο: Όσο περισσότερο πλουτίζει σε αρετές και θεία χαρίσματα, τόσο πιο φτωχός πνευματικά, τόσο πιο τιποτένιος αισθάνεται. Είναι φυσικό. Ο άνθρωπος που δεν έχει γευθεί το ύψιστο ουράνιο καλό, θεωρεί πολύτιμα τα δικά του καλά, τα μολυσμένα από την αμαρτία. Ο άνθρωπος που έχει γευθεί το αγιοπνευματικό, το θείο καλό, βλέπει πως δεν έχουν καμίαν αξία τα δικά του καλά, που είναι συνενωμένα με το κακό.
Πολύτιμο είναι για τον ζητιάνο το σακί με τα χάλκινα νομίσματα, που μάζεψε με πολύ κόπο έπειτα από πολλά χρόνια. Όταν, όμως, ένας πλούσιος του προσφέρει θησαυρό αμύθητο από χρυσά νομίσματα, το σακί με τα χάλκινα νομίσματα το πετά περιφρονητικά σαν περιττό βάρος.
Ο δίκαιος και πολύπαθος Ιώβ, μετά την παροιμιώδη υπομονή που έδειξε στις φοβερές του δοκιμασίες, αξιώθηκε να δει τον Θεό. “Πρωτύτερα Σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα ακουστά για Σένα, μα τώρα Σε είδα με τα μάτια μου”, Του είπε σε μιαν ωραία προσευχή του. Και ποιος ήταν ο καρπός της θεοπτίας στην ψυχή του δικαίου; Η ταπείνωση: “Γι’ αυτό περιφρόνησα τον εαυτό μου, έλιωσα (από καρδιακή συντριβή), αισθάνομαι σαν χώμα και στάχτη”.
Θέλεις ν’ αποκτήσεις ταπείνωση; Τήρησε τις ευαγγελικές εντολές. Έτσι θα εγκατασταθεί στην καρδιά σου και θα ενωθεί μαζί της η αγία ταπείνωση, η ταπείνωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Αρχή της ταπεινώσεως είναι η συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας.Μέσα της είναι η ειρήνη του Χριστού. Τέλος και τελείωσή της είναι η αγάπη προς τον Χριστό.
Η ταπείνωση ποτέ δεν οργίζεται, ποτέ δεν ζητάει την επιδοκιμασία των ανθρώπων, ποτέ δεν παραδίνεται στην θλίψη, ποτέ και τίποτα δεν φοβάται.
Μπορεί, αλήθεια, να παραδοθεί στη θλίψη εκείνος που προκαταβολικά θεώρησε τον εαυτό του άξιο για κάθε θλίψη; Μπορεί, αλήθεια, να φοβηθεί τις συμφορές εκείνος που προκαταβολικά αυτοκαταδικάστηκε σε συμφορές, εκείνος που βλέπει τις συμφορές σαν μέσο σωτηρίας;
Οι δούλοι του Θεού αγαπούν τα λόγια του συνετού ληστή, που ήταν σταυρωμένος κοντά στον Κύριο, και τα επαναλαμβάνουν στις θλίψεις τους: “Τιμωρούμαστε δίκαια γι’ αυτά που κάναμε… Θυμήσου μας, Κύριε, στη βασιλεία Σου”. Κάθε θλίψη την αντιμετωπίζουν με τη συναίσθηση πως είναι άξιοι γι’ αυτήν.
Η ουράνια ειρήνη έρχεται στις καρδιές τους χάρη στα ταπεινά τους λόγια και αισθήματα. Αυτή η ειρήνη προσφέρει το ποτήρι της παρηγοριάς και στον άρρωστο και στον φυλακισμένο και στον κατατρεγμένο από τους ανθρώπους και στον πληγωμένο από τους δαίμονες.
Το ποτήρι της παρηγοριάς προσφέρεται με τα χέρια της ταπεινώσεως και σ’ εκείνον που είναι καρφωμένος σε σταυρό. Ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει μόνο “ξύδι ανακατεμένο με χολή”.
Ο ταπεινός είναι ανίκανος να αισθανθεί κακία και μίσος. Εχθρούς δεν έχει. Αν αδικηθεί από κάποιον άνθρωπο, αυτόν τον βλέπει σαν όργανο της δικαιοκρισίας ή της πρόνοιας του Θεού.
Ο ταπεινός παραδίνει ολοκληρωτκά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού. Ο ταπεινός ζει όχι αυτονομημένος αλλά μαζί με τον Θεό και εξαρτημένος από τον Θεό.
Ο ταπεινός δεν γνωρίζει την έπαρση, γι’ αυτό πάντοτε ζητάει τη βοήθεια του Θεού και αδιάλλειπτα προσεύχεται.
Το καρπερό κλαδί γέρνει προς την γη, λυγίζοντας κάτω από το βάρος των πολλών καρπών του. Το άκαρπο κλαδί υψώνεται προς τα πάνω, αυξάνοντας τα άκαρπα βλαστάρια του.
Ψυχή πλούσια σε ευαγγελικές αρετές, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην ταπείνωση. Στα βάθη αυτής της νοητής θάλασσας βρίσκει πολύτιμα μαργαριτάρια, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Η υπερηφάνεια είναι πιστό γνώρισμα ανθρώπου κούφιου, γνώρισμα δούλου των παθών, γνώρισμα ψυχής στη οποία η διδασκαλία του Χριστού δεν βρήκε πρόσβαση.
Μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εξωτερική τους εμφάνιση. Μη βγάζεις επιπόλαια συμπεράσματα για την υπερηφάνεια ή την ταπείνωσή τους. “Μην κρίνετε επιφανειακά”, μας συμβουλεύει ο Κύριος, “να κρίνετε με τα σωστά κριτήρια”. “Από τους καρπούς τους θα καταλάβετε“, δηλαδή από τη διαγωγή τους, από τις πράξεις τους και από τις συνέπειες των πράξεών τους.
Ξέρω την υπερηφάνεια σου και την κακία της καρδιάς σου”, έλεγε στον Δαβίδ ο πλησίον του. Αλλά ο Θεός έδωσε διαφορετική μαρτυρία για τον προφήτη: “Βρήκα τον δούλο μου τον Δαβίδ και με το άγιό μου λάδι τον έχρισα βασιλιά”. “Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι βλέπουν το πρόσωπο, ο Θεός βλέπει την καρδιά“.
Οι επιπόλαιοι κριτές συχνά θεωρούν ταπεινό έναν υποκριτή και τιποτένιο, που επιδιώκει να αρέσει στους ανθρώπους. Αυτός, όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια άβυσσος κενοδοξίας. Απεναντίας, υπερήφανο θεωρούν εκείνον που δεν αποζητάει επαίνους ή αναγνώριση από τους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν σέρνεται δουλικά μπροστά τους. Αυτός είναι αληθινός υπηρέτης του Θεού. Έχοντας γνωρίσει τη θεϊκή δόξα, που αποκαλύπτεται μόνο στους ταπεινούς, οσφράνθηκε τη δυσοσμία της ανθρώπινης δόξας κι έφυγε μακριά της.
Τι είναι πίστη;”, ρώτησαν έναν μεγάλο δούλο του Θεού. Κι εκείνος αποκρίθηκε: “Πίστη είναι το να ζει κανείς με ταπεινοφροσύνη και να έχει ευσπλαχνία”.
H ταπείνωση στηρίζει τις ελπίδες της στον Θεό. Δεν τις στηρίζει στον εαυτό της. Δεν τις στηρίζει στους ανθρώπους. Γι’ αυτό η συμπεριφορά της είναι απλή, ειλικρινής, σταθερή, μεγαλειώδης. Τέτοιας λογής συμπεριφορά οι άνθρωποι αυτού του κόσμου, όντας πνευματικά τυφλοί, την ονομάζουν υπερηφάνεια.
Η ταπείνωση δεν εκτιμά καθόλου τα επίγεια αγαθά. Μπροστά στα μάτια της μεγάλος είναι ο Θεός, μεγάλο είναι το Ευαγγέλιό Του. Εκεί είναι προσηλωμένη σταθερά. Την προσοχή της και τη ματιά της δεν την ελκύουν η φθορά και η ματαιότητα. Αυτή την αγία αδιαφορία της προς την φθορά και τη ματαιότητα οι εργάτες της φθοράς και της ματαιότητας την ονομάζουν υπερηφάνεια.
Υπάρχει προσκύνηση αγία, που γίνεται από ταπείνωση, από σεβασμό προς τον πλησίον, από σεβασμό προς την εικόνα του Θεού, από σεβασμό προς τον αδελφό του Χριστού. Και υπάρχει προσκύνηση ψυχοκτόνα, προσκύνηση υστερόβουλη, προσκύνηση ανθραπάρεσκη και συνάμα μισάνθρωπη, προσκύνηση θεομίσητη. Είναι η προσκύνηση που ζήτησε ο σατανάς από τον Θεάνθρωπο με αντάλλαγμα όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη λαμπρότητά τους.
Πόσοι δεν είναι και σήμερα εκείνοι που προσκυνούν, για ν’ αποκτήσουν επίγεια αγαθά και αξιώματα! Επαινούνται, μάλιστα, για την ταπείνωσή τους από τους ανθρώπους που δέχονται την προσκύνησή τους!
Προσεκτικά παρατήρησε όσους σε προσκυνούν. Το κάνουν, άραγε, από σεβασμό προς τον άνθρωπο; Το κάνουν από αγάπη και ταπείνωση; Ή μήπως η προσκύνησή τους αφενός ικανοποιεί τη δική σου υπερηφάνεια και αφετέρου αποβλέπει στο δικό τους πρόσκαιρο συμφέρον;
Μεγάλε της γης! Προσεκτικά παρατήρησε και συνετά συλλογίσου: Μπροστά σου σέρνονται η κενοδοξία, το ψέμα, η υποκρισία! Αυτοί που σε προσκυνούν, όταν πετύχουν τον σκοπό τους, θα σε χλευάσουν και με την πρώτη ευκαιρία θα σε προδώσουν. Τη γενναιοδωρία σου ποτέ μην τη δείχνεις στον κενόδοξο. Ο κενόδοξος όσο σκυφτός είναι μπροστά στους ανωτέρους του, τόσο θρασύς και απάνθρωπος είναι μπροστά στους κατωτέρους του. Πως θα καταλάβεις τον κενόδοξο; Από την ιδιαίτερη ικανότητα και επίδοσή του στην κολακεία, την ιδιοτελή εξυπηρετικότητα, το ψέμα και, γενικά, τη φαυλότητα και τη χαμέρπεια.
Ο Πιλάτος παρανόησε τη σιωπή του Χριστού, αποδίδοντάς την σε υπερηφάνεια. “Σ’ εμένα δεν μιλάς;”, Του είπε. “Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία είτε να Σε σταυρώσω είτε να Σε αφήσω ελεύθερο;”. Ο Κύριος του εξήγησε ότι σώπαινε από υπακοή στο θέλημα του Θεού, όργανο του οποίου ήταν ο Πιλάτος, μολονότι νόμιζε ότι ενεργούσε με την ελεύθερη βούλησή του. Εξαιτίας της υπερηφάνειάς του ο ηγεμόνας ήταν ανίκανος να καταλάβει ότι μπροστά του στεκόταν η απόλυτη Ταπείνωση, ο σαρκωμένος Θεός.
Την ψυχή που πετά ψηλά, την ψυχή που ελπίζει στα ουράνια, την ψυχή που περιφρονεί τα φθαρτά αγαθά του κόσμου, την ψυχή που δεν γνωρίζει τη φτηνή δουλοπρέπεια και τη χαμέρπεια των ανθρώπων, εσφαλμένα την αποκαλείς υπερήφανη, επειδή δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις των παθών σου. Τίμησε. Αμάν, την ευλογημένη, τη θεάρεστη υπερηφάνεια του Μαρδοχαίου! Αυτό που θεωρείς υπερηφάνεια δεν είναι παρά η αγία ταπείνωση.
Η ταπείνωση είναι ευαγγελική διδασκαλία και ευαγγελική αρετή, είναι το μυστικό ένδυμα και η μυστική δύναμη του Χριστού. Ντυμένος την ταπείνωση ήρθε ανάμεσά μας ο Θεός. Όποιος από τους ανθρώπους ντυθεί την ταπείνωση, γίνεται όμοιος με τον Θεό.
Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει”, είπε η παναγία Ταπείνωση, “ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί”. Αλλιώς δεν είναι δυνατό να γίνει κανείς μαθητής και ακόλουθος Εκείνου που “ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού”, Εκείνου που κάθισε στα δεξιά του Θεού, Εκείνου που είναι ο νέος Αδάμ, ο ιδρυτής του αγίου γένους των εκλεκτών. Στον αριθμό των εκλεκτών συγκαταλέγονται όσοι πιστεύουν στον Χριστό. Η πίστη σ’ Αυτόν, όμως, προϋποθέτει την αγία ταπείνωση και επισφραγίζεται με την αγία αγάπη. Αμήν.

(ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ, “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Πηγή: alopsis.gr