A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

Αποτέλεσμα εικόνας για Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)
Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”. 


Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά. Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα.
“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.
Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή, ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.
Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.
Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων;Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;
Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.
Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τόπένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική)
Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)

Ο φόβος του Θεού είναι η ρίζα κάθε καλού έργου. Ούτε ένα λεπτό να μην απομακρύνεται από την καρδιά σας. Σαν το κερί ν’ ανάβει και να φωτίζει όλους τους λογισμούς, όλες τις εσωτερικές κινήσεις της καρδιάς σας.
 
Αυτός θα σας διδάξει να βαδίζετε σωστά, να εργάζεσθε το κάθε τι σαν έργο Θεού. Αυτός θα σας διδάξει να στέκεστε, όπως εκείνοι που βρίσκονται μπροστά στο βασιλέα. Αυτός θα σας διδάξει να προχωρείτε, όπως προχωρούν εκείνοι που κρατούν ένα ποτήρι γεμάτο νερό, από το οποίο δεν πρέπει να στάξει ούτε μια σταγόνα.
Όταν η εσωτερική ζωή πάρει αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε θα συνειδητοποιείται κάθε απρεπής κίνηση του νου και της καρδιάς. Αμέσως τότε θ’ ανακρίνεται ενώπιον του Θεού και θ’ απομακρύνεται με τη μετάνοια και τον αποφασιστικό αγώνα για την κάθαρση.

“Ποθείτε τη σωτηρία σας, αλλά ξεσπάσματα του πάθους της κατακρίσεωςταράσσουν την εσωτερική σας ειρήνη. Το πρώτο είναι παρήγορο, το δεύτερο όμως φοβερό! Ο Κύριος πολύ αντιπαθεί την κατάκριση. Η κατάκριση γεννιέται από την αυταρέσκεια. Γι’ αυτό σε κάθε πτώση σας να εξετάζετε τις αιτίες που σας οδήγησαν σ’ αυτή. Έτσι θ’ αποφεύγετε να παίρνετε το ίδιο μονοπάτι. Όταν μάλιστα συγκρατηθείτε μερικές φορές και δεν κατακρίνετε, ο αγώνας σας μετά θα γίνει ευκολότερος. Συνήθως κατακρίνετε όταν παύετε να ελέγχετε τον εαυτό σας.
Μου γράφετε ότι δεν έχετε διαθέσιμο χρόνο. Δόξα τω Θεώ, αν συμβαίνει αυτό. Είναι σωτήριο να μη μένουμε ποτέ αργοί. Αλλά πραγματικά δεν έχετε διαθέσιμο χρόνο; Αξιοποιείτε σωστά τις ώρες σας; Για τα γεύματα, τις δεξιώσεις, τους στολισμούς του σώματος, τις αργολογίες και τις φλυαρίες δεν έχετε χρόνο; Σκεφτείτε καλύτερα μια άλλη δικαιολογία για την αμέλεια σας στη μελέτη των πνευματικών βιβλίων, και μην ισχυρίζεστε ότι δεν έχετε χρόνο. Εάν εκμεταλλεύεσθε σωστά τις ώρες σας, θα βρίσκετε χρόνο να θερμαίνετε το θείο ζήλο για την πνευματική καλλιέργεια. Δεν υπάρχει λόγος να διαβάζουμε πολλά, αρκεί να ζούμε αυτά που διαβάζουμε.
Μου υπενθυμίζετε πολλές φορές την απουσία του φόβου του Θεού! Αυτό αποτελεί τη ρίζα κάθε κακού. Ενδιαφερθείτε ν’ αποκτήσετε σύντομα αυτή τη βασική αρετή. Τότε η εσωτερική σας κατάσταση θα είναι καλή. Με το φόβο του Θεού σταθεροποιείται η απόφαση να μην επιτρέψουμε καμιά πτώση στον εαυτό μας. Ο φόβος του Θεού είναι ένα μαχαίρι που μας βοηθά να κόβουμε τις αδυναμίες μας και να προσφέρουμε τον εαυτό μας καθαρή και ευπρόσδεκτη θυσία ενώπιον Του”.

“Σας αξίωσαν να υπηρετείτε στο Ιερό! Σπουδαία και υψηλή διακονία! Χρειάζεται όμως ευλάβεια και σύνεση. Γνωρίζετε ασφαλώς ότι όλα μπορεί κανείς να τα χρησιμοποιήσει για την καταστροφή του. Ο Ιούδας και αυτό το αποστολικό αξίωμα το χρησιμοποίησε για την καταστροφή. Να το θυμάστε αυτό. Το διακόνημα που σας ανέθεσαν είναι πολύ ιερό, είναι όμως και επίφοβο.
Ζητήστε σοφία από τον εύσπλαχνο Θεό. Να φοβάστε την εξοικείωση με τα άγια αντικείμενα και να μην τα χρησιμοποιείτε σαν τα συνηθισμένα πράγματα του κελιού σας. Να προσεύχεσθε στο Θεό να μην επιτρέψει ν’ απομακρυνθεί ο φόβος του από την ψυχή σας σ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας σας.
Να συναισθάνεστε ό,τι κάνετε μέσα στο ναό. Να συγκεντρώνετε την προσοχή σας και να θερμαίνετε με θείο ζήλο την καρδιά σας. Κάθε φορά που αρχίζετε τη διακονία να σκέπτεστε ό,τι και την πρώτη φορά. Να υπηρετείτε με το ίδιο δέος και την ίδια ευλάβεια.
Πολλές αφορμές θα σας δοθούν για τη διάσπαση των λογισμών, αλλά αυτό δεν θα σας δικαιολογήσει καμιά απροσεξία. Αγωνιστείτε και θα κατορθώσετε να διατηρείτε απερίσπαστο το νου.
Οποιοδήποτε έργο κι αν κάνετε, να σκέπτεστε ότι το κάνετε ενώπιον του ιδίου του Κυρίου, ο οποίος πραγματικά δέχεται την υπηρεσία σας. Να προσεύχεσθε και ο Θεός θα ευλογήσει τη διακονία σας”.

(Από το βιβλίο «Απάνθισμα Επιστολών» Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Εκδόσιες Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)
Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

«Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου)




«Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς ». Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καλεῖ ὁ Χριστὸς ὅλους, ὅσοι λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ προσθέτει στὴν Ἀποκάλυψη: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω… ἐγὼ τῷ διψώντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν». Τρέξτε ὅλοι οἱ διψασμένοι, φωνάζει ὁ Κύριος, στὴν αἰώνια καὶ ζωοπάροχη βρύση.

Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι’ ἂν εἶσαι, φονιᾶς, μοιχὸς ἢ κάτι ἄλλο, σὲ δέχεται ὁ Δεσπότης. Σηκώνει ἀμέσως τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ σ’ ἐλευθερώνει. Καὶ πῶς τὸ κάνει αὐτό; Ὅπως ἀκριβῶς συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, λέγοντάς του: «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι». Κι ἀμέσως τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ τὸν θεράπευσε.

Πρόστρεχε λοιπὸν στὸν Χριστό, παρακαλώντας Τον δυνατά, ἐπίμονα καὶ ἀκατάπαυστα, ὅπως ὁ τυφλὸς τότε, στὴν Ἱεριχώ : «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με!». Κι’ Ἐκεῖνος, ὅπως τότε, θὰ σὲ ρωτήσει μυστικά: « Τί σοὶ θέλεις ποιήσω;». Ἐσύ, ὁ τυφλὸς στὴν ψυχή, θὰ πεῖς: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω ». Ὁ Χριστός, βλέποντας τὴν πίστη σου, τὴ μετάνοιά σου, τὴ ζέση τῆς ἱκεσίας σου, θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει, χαρίζοντας στὴν ψυχή σου τὸ φῶς.

Ὅταν ὅμως δὲν προσευχόμαστε μὲ πόνο, μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας καὶ μ’ ἀληθινὴ μετάνοια, δὲν θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Χριστός, δὲν θὰ μᾶς συγχωρέσει, δὲν θὰ μᾶς φωτίσει.

Ἂν πάλι εἴμαστε ἀμελεῖς, ἂν δὲν τρέξουμε στὸν Κύριο καὶ δὲν Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ συνέπεια, ἀφήνοντας τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως ὁ τελώνης καὶ κατοπινὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἄφησε τὸ τελώνιο καὶ τὴν πλεονεξία, τότε δὲν θὰ πάρουμε ἐκεῖνο ποῦ ζητᾶμε.

Πρέπει πρωταρχικὰ νὰ φλογιστοῦμε ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ἱκεσίας.

Ὁ Κύριος ὄχι μόνο γι’ αὐτοὺς «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη εἰς γῆν», ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Καὶ δὲν θέλει νὰ κολαζόμαστε αἰώνια, σὰν δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε στὸν οὐρανό, ἀφοῦ πρῶτα, μὲ ἀγώνα πνευματικό, τηρήσουμε τὶς ἐντολές Του καὶ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη, «ἕκαστος κατὰ τὸν ἴδιον κόπον».

Πρέπει νὰ ξέρουμε, πώς ὁ ἱδρώτας πού χύνουμε γιὰ τὴν κάθαρσή μας καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν πάει χαμένος. Ὁ Χριστὸς βλέπει τὸν κόπο μας καὶ τὸν ἀγώνα μας καὶ θὰ μᾶς στεφανώσει. Στὸν ἀγώνα αὐτόν, ἐξάλλου, δὲν μᾶς ἀφήνει μόνους. Μᾶς χαρίζει τὴ μυστικὴ δύναμή Του, γιὰ νὰ νικήσουμε τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς.

Τὴ δύναμη ὅμως αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν δίνει, ἂν δὲν Τοῦ τὴ ζητήσουμε. Γιατί μὴ ζητώντας την, δείχνουμε πώς δὲν τὴ θέλουμε. Καὶ πῶς νὰ μᾶς δώσει κάτι πού δὲν θέλουμε; Γι’ αὐτὸ εἶπε: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν».

Ἀλλὰ κι’ αὐτὸ δὲν φτάνει. Γιατί μπορεῖ ἀπὸ τὴ μία νὰ ζητᾶμε τὴν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ στὸν πνευματικό μας πόλεμο, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ καταθέτουμε εὔκολα τὰ ὅπλα μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς μας –τοὺς δαίμονες, τὰ πάθη, τὸν κόσμο– καὶ νὰ παραδινόμαστε σ’ αὐτούς.

Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς βλέπει τέτοια ὑποχωρητικότητα, μικροψυχία καὶ ἀπροθυμία, γιατί νὰ μᾶς βοηθήσει; Ζητᾶμε βοήθεια στὸν πόλεμο, καὶ δὲν πολεμᾶμε. Ἐπιζητοῦμε τὴ νίκη, καὶ ἀγωνιζόμαστε μὲ χλιαρότητα καὶ ραθυμία. Ἐπιθυμοῦμε προκοπὴ πνευματική, καὶ ἀφήνουμε νὰ μᾶς αἰχμαλωτίσει ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ὀκνηρία. Θέλουμε κάθαρση, καὶ ἱκανοποιοῦμε τὰ σαρκικὰ πάθη. Δὲν εἶναι ἀντιφατικὰ ὅλ’ αὐτά;

Πῶς λοιπὸν νὰ μᾶς στείλει ὁ Κύριος τὴ χάρη Τοῦ ὅταν δὲν τὴν ἀξιοποιοῦμε; Ἢ μᾶλλον, ὅταν, τολμῶ νὰ πῶ, βλάσφημα τὴν περιφρονοῦμε; Ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται. Εἶπε, βέβαια, «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν». Καὶ πάλι: «Πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν». Ὅμως μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου εἶπε καὶ τοῦτο: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε». Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς βλέπει πώς δὲν ἔχουμε διάθεση ν’ ἀγωνιστοῦμε ὅσο πρέπει καὶ ὅσο μποροῦμε, δὲν μᾶς βοηθάει, ὅσο κι ἂν Τὸν παρακαλοῦμε. Τότε εἶναι πού «αἰτοῦμεν, καὶ οὐ λαμβάνομεν».

Ἂς μὴν προφασιζόμαστε ἀδυναμία. Ἂς μὴν ἐπικαλούμαστε τὴ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ ἀκατανίκητα τάχα πάθη μας. Τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο σ’ αὐτὸν πού ἀληθινὰ πιστεύει στὸν Κύριο –«πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»-, ἀφοῦ καὶ σ’ Ἐκεῖνον, τὸν παντοδύναμο, εἶναι ὅλα δυνατά: «παρὰ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι».

Ἂς προσευχόμαστε λοιπὸν ἀδιάλειπτα, ζητώντας μὲ βαθειὰ πίστη τὸ ἔλεός Του: «Κύριε, ἐλέησον ! Κύριε, ἐλέησον!»

Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη ἀπέραντη, σὰν δοῦλοι ἐξαγορασμένοι μὲ τὸ πανάχραντο αἷμα Του, νὰ μᾶς ἐνισχύση στὴν ἄνιση πάλη μας «πρὸς τὰς ἀρχὰς πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Ἂς Τὸν ἱκετεύουμε ἀκατάπαυστα νὰ μᾶς περιτειχίση μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του στὸν ἐπίπονο ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

Πρέπει ἀπαραίτητα ν’ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ χάρη καὶ δύναμη, μὲ ταπεινὸ ἀλλὰ καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Τότε, πράγματι, «δοθήσεται ἡμῖν».

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ


Πηγή: imaik.gr

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Η ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΘΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)


Τίποτα δεν προξενεί τόση ευχαρίστηση αλλά και τόση υγεία, όσο το να τρώει και να πίνει κανείς με κριτήριο την πραγματική ανάγκη του σώματός του, έτσι που να μην παίρνει βάρος μεγαλύτερο από το κανονικό. Και για να πεισθείς, παρατήρησε πρώτα εκείνους που τρώνε με μέτρο κι υστέρα εκείνους που τρώνε υπερβολικά. Τα σώματα των πρώτων είναι κατά κανόνα γερά, υγιή, εύρωστα, με όργανα που λειτουργούν ομαλά, ενώ των άλλων είναι πλαδαρά, βαριά, δυσκίνητα και ευπρόσβλητα από ασθένειες. Αυτό, λοιπόν, είναι ευχάριστο; Και μπορούμε να πούμε ότι ο λαίμαργος αισθάνεται πραγματικά ηδονή, τρώγοντας πολλά και ποικίλα φαγητά; Αλλά πότε υπάρχει αληθινή ηδονή; Όταν προηγείται επιθυμία και ακολουθεί ικανοποίηση της επιθυμίας αυτής. Αν, όμως, επιδιώκεται μια απόλαυση χωρίς να υπάρχει επιθυμία ή πέρα από τα όρια της επιθυμίας, τότε η ευχαρίστηση από την ηδονή εξαφανίζεται. 


Όπως ένα πλοίο, όταν φορτωθεί με περισσότερα εμπορεύματα απ’ όσα μπορεί να σηκώσει, βουλιάζει, έτσι και το σώμα μας, όταν πάρει περισσότερη τροφή απ’ όση χρειάζεται, βυθίζεται στο πέλαγος της καταστροφής. Το βαρυφορτωμένο πλοίο δεν το ωφελεί η καλή κατασκευή του ούτε η καλοκαιρία ούτε η ικανότητα του καπετάνιου ούτε το πλήθος των ναυτών. Κι εκείνους που ρίχνονται στις υλικές απολαύσεις και τα φαγοπότια, δεν τους ωφελούν νουθεσίες και συμβουλές ούτε προειδοποιήσεις και απειλές ούτε ο φόβος του θανάτου και της κολάσεως. Λες και δεν τρώνε για να ζήσουν, αλλά ζούν για να τρώνε. Αφού, λοιπόν, τουρλώσουν την κοιλιά τους και παχύνουν το σώμα τους, φεύγουν από τη ζωή αυτή, μην έχοντας κατορθώσει τίποτ’ άλλο παρά το να προετοιμάσουν με τη σάρκα τους πιο πλούσιο γεύμα για τα σκουλήκια. Γιατί η παχυσαρκία, καθώς προξενεί πολλές ασθένειες, οδηγεί συχνά σε πρόωρο θάνατο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, πως τα πλούσια τραπέζια είναι χειρότερα κι από τα δηλητήρια. Γιατί τα δηλητήρια ξαποστέλνουν γρήγορα και ανώδυνα εκείνους που τα παίρνουν, ενώ τα πλούσια τραπέζια δημιουργούν ζωή χειρότερη από χίλιους θανάτους, καθώς αργοσκοτώνουν τον άνθρωπο. Και όσους υποφέρουν από οποιεσδήποτε άλλες αρρώστιες, πολλοί τους συμπονούν, ενώ όσους υποφέρουν από αρρώστιες, που τις προκαλεί η κατάχρηση φαγητών και ποτών, δεν μπορούν να τους συμπονέσουν οι άνθρωποι, και αν ακόμα θέλουν. Γιατί οι ίδιοι γίνονται πρόξενοι των ασθενειών τους, οδηγώντας θεληματικά τον εαυτό τους στο βάραθρο των κακών.
Ένα άγριο θηρίο δεν μπορεί να μας βλάψει τόσο, όσο η επιθυμία των υλικών απολαύσεων. Γιατί το θηρίο μπορεί να κατασπαράξει μόνο το σώμα, ενώ η επιθυμία των υλικών απολαύσεων, όταν εγκατασταθεί στην καρδιά μας, μαζί με το σώμα καταστρέφει και την ψυχή.
Δεν λέω να επιδοθείτε στη σκληραγωγία, αν δεν θέλετε. Ας αποφεύγουμε τα περιττά, ας κόψουμε ό,τι δεν είναι απαραίτητοΠοια συγχώρηση θα έχουμε, αλήθεια, όταν άλλοι δεν απολαμβάνουν ούτε το απαραίτητο, μολονότι το δικαιούνται, κι εμείς απολαμβάνουμε περισσότερα απ’ όσα μας χρειάζονται; Αλλά και ποιος μπορούμε να πούμε ότι απολαμβάνει περισσότερο, εκείνος που τρέφεται με χορταρικά και είναι υγιής ή εκείνος που τρώει συβαριτικά και υποφέρει από διάφορες παθήσεις; Ο πρώτος, φυσικά, απολαμβάνει περισσότερο, αφού έχει την υγεία του.
Ας μη ζητάμε, λοιπόν, τίποτα παραπάνω από το αναγκαίο. Σου φτάνουν τα όσπρια για να ζήσεις με υγεία; Τρώγε όσπρια. Είσαι ασθενικός και έχεις ανάγκη από φρούτα και λαχανικά; Δεν σ’ εμποδίζει κανείς να φας. Είσαι ακόμα πιο αδύνατος και σου χρειάζεται κρέας; Δεν θα σου το στερήσουμε. Ο σκοπός μας δεν είναι η βλάβη των ανθρώπων, αλλά η περικοπή των περιττών· και περιττό είναι ό,τι ξεπερνάει το αναγκαίο, καθετί παραπάνω απ’ αυτό που μας αρκεί, για να ζούμε με υγεία και ευπρέπεια.
Δεν βλέπετε που παλεύουμε ενάντια σε δυνάμεις ασώματες; Πώς, λοιπόν, θα τις νικήσουμε, αφού είμαστε σάρκες; Αν εκείνος που παλεύει με ανθρώπους, πρέπει να προσέχει τη διατροφή του, πολύ περισσότερο πρέπει να το κάνει, όταν έχει να παλέψει με δαίμονες. Τι γίνεται, όταν προσπαθεί να παίξει κανείς κιθάρα, που οι χορδές της δεν είναι καλά τεντωμένες; Όσο δεξιοτέχνης κι αν είναι ο κιθαριστής, τίποτα δεν καταφέρνει. Oι χαλαρές χορδές δεν αφήνουν τα δάχτυλά του να δείξουν την ικανότητά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με το σώμα.Όταν είναι χαλαρό και μαλθακό από τις υλικές απολαύσεις, δεν αφήνει την ψυχή να προκόψει πνευματικά. Γι’ αυτό, λοιπόν, ας τρώμε και ας πίνουμε τόσο, όσο φτάνει για να ευχαριστιόμαστε, αλλά και για να διατηρείται το σώμα μας σε φυσική κατάσταση τέτοια, που να μη βλάπτει την ψυχή.
Πραγματικά, τίποτα δεν είναι τόσο αγαπητό στο διάβολο, όσο η πολυφαγία, η πολυποσία και, γενικά, οι υλικές απολαύσεις, που μεταβάλλουν τον άνθρωπο σε γουρούνι ή και κάτι χειρότερο. Γιατί το γουρούνι και το γαϊδούρι και το σκυλί και όλα τα άλογα ζώα δεν τρώνε και δεν πίνουν ποτέ περισσότερο απ’ όσο χρειάζονται, ενώ ο λογικός άνθρωπος, ο τιμημένος με την εικόνα του Θεού, γίνεται άλογος, υπερβαίνοντας το μέτρο. Ο ίδιος μάλιστα, αν έχει ζώα, δεν τα αναγκάζει ποτέ να φάνε ή να πιουν παραπάνω απ’ όσο θέλουν. Και αν τον ρωτήσεις το γιατί, θα σου απαντήσει: “Για να μην πάθουν κακό και υποφέρουν”. Για τον εαυτό του, όμως, δεν παίρνει αυτή τη φροντίδα. Έτσι παντοτινά υποφέρει. Γιατί οι, συνέπειες της λαιμαργίας και της μέθης -προπαντός της μέθης- διαρκούν πολύ. Όπως, όταν περάσει ο πυρετός, η αδυναμία παραμένει, έτσι και όταν περάσει η μέθη, η ζάλη παραμένει τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Το ταλαίπωρο σώμα είναι σαν παράλυτο, όπως ένα ναυαγισμένο πλοίο· και η πιο ταλαίπωρη ψυχή, καθώς το σώμα βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, σηκώνει νέα τρικυμία και ανάβει ζωηρότερη την επιθυμία. Πόσα κακά προξενούνται στους ανθρώπους από τη μέθη, ντρέπομαι να πω. Αφήνω τη συνείδησή σας, που τα γνωρίζει καλύτερα, να κρίνει.
Αλήθεια, τι υπάρχει χειρότερο από τον μεθυσμένο, που τριγυρνάει τρικλίζοντας εδώ κι εκεί και γίνεται αιτία να βλασφημούνται από τους ανόητους τα δώρα του Θεού; Γιατί ακούω πολλούς, όταν βλέπουν τα καμώματα των μεθυσμένων, να λένε: “Καλύτερα να μην υπήρχε το κρασί”. Τι ανοησία! Άλλοι φταίνε, κι εσύ κατηγορείς του Θεού τα δώρα; Μήπως το κρασί κάνει το κακό, άνθρωπέ μου; Όχι το κρασί, αλλά η ασωτία εκείνων που το απολαμβάνουν με κακό τρόπο. Να λές, λοιπόν, “Ας μην υπάρχει μέθη”, όχι “Ας μην υπήρχε κρασί”. Γιατί έτσι, αν προχωρήσεις λίγο ακόμα, θα πεις: “Ας μην υπήρχε μαχαίρι, για να μη σκοτώνουν οι φονιάδες. Ας μην υπήρχε νύχτα, για να μην αρπάζουν οι κλέφτες. Ας μην υπήρχε γυναίκα, για να μην πέφτουμε στην πορνεία”. Και κοντολογίς, θα ζητήσεις να μην υπήρχε τίποτα.
Μην κατηγορείς, λοιπόν, το κρασί, αλλά τη μέθη και όποιον μεταχειρίζεται το καλό για κακό. Αυτόν, όταν θα τον βρεις νηφάλιο, πλησίασέ τον και πες του: “Το κρασί μας δόθηκε από το Θεό για να ευφραινόμαστε, όχι για να κάνουμε απρέπειες· για να γελάμε, όχι για να γινόμαστε γελοίοι· για να διατηρούμε την υγεία μας, όχι για ν’ αρρωσταίνουμε· για να δυναμώνουμε το σώμα, όχι για να εξασθενίζουμε την ψυχή μας”.
Πράγματι, το λίγο κρασί και ευφροσύνη χαρίζει -όπως λέει ο ψαλμωδός, «ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου» (Ψαλμ. 103:15)- αλλά και υγεία, καθώς βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος, συμβουλεύοντας το μαθητή του Τιμόθεο: «Να χρησιμοποιείς λίγο κρασί για το στομάχι σου και για τις συχνές σου ασθένειες» (Α’ Τιμ. 5:23). Στον καθέναν από μας, βέβαια, ο απόστολος θα έλεγε: “Να χρησιμοποιείς λίγο μόνο κρασί για τον κίνδυνο της πορνείας, για τις αισχρολογίες και για τις πονηρές επιθυμίες, που συνήθως ξεσηκώνει η μέθη”.
Όσοι από σας μεθάτε, καταστρέφετε τα προτερήματα του κρασιού. Και την υγεία σας κλονίζετε και την ευφροσύνη στερείστε. Αλήθεια, τι χειρότερο υπάρχει από το να χάνουμε τον αυτοέλεγχό μας, να αισθανόμαστε απερίγραπτη δυσφορία, να θαρρούμε πως όλα στριφογυρίζουν ολόγυρά μας, να βυθιζόμαστε σε πυκνό σκοτάδι, να χρειαζόμαστε βοήθεια και περιποίηση, όπως οι άρρωστοι, να βασανιζόμαστε με τόσα και τόσα κακά;
Εκείνοι που παραδίνονται στη μέθη, όσο περισσότερο κρασί πίνουν, τόσο περισσότερο διψούν. Το πιοτό εντείνει όλο και περισσότερο τη δίψα τους. Και η ηδονή, που προξενεί το κρασί, εξαφανίζεται, η δίψα όμως, επειδή γίνεται ακατάσχετη, παρασύρει στον γκρεμό της μέθης όσους αιχμαλωτίζει. Μήπως νομίζουμε ότι το φάρυγγα τον έχουμε, για να του ρίχνουμε μέσα ακατάπαυστα φαγητά και ποτά; Δεν τον έχουμε γι’ αυτό, αλλά για να κάνουμε στο Θεό προσευχές, για να διδάσκουμε τους θείους νόμους, για να συμβουλεύουμε τους συνανθρώπους μας ό,τι ωφελεί και συμφέρει τις ψυχές τους.
Τα ορμητικά ποτάμια δεν διαβρώνουν και δεν καταστρέφουν τις όχθες τους τόσο εύκολα, όσο η τρυφή και η απόλαυση, η λαιμαργία και η μέθη τη σωματική και ψυχική μας υγεία. Γιατί το σώμα το κάνουν πλαδαρό, αδύναμο, φιλάσθενο· και την ψυχή την κάνουν ράθυμη, δειλή, χαύνη.
Δεν είναι, λοιπόν, κακό το να τρώμε. Κάθε άλλο. Η λαιμαργία είναι κακό. Δεν είναι, επίσης, κακό το να πίνουμε κρασί. Το άμετρο κρασοπότι, που οδηγεί στη μέθη, είναι κακό. Ο Κύριος μας έδωσε υλικό σώμα, που δεν μπορεί να συντηρηθεί αλλιώς, παρά μόνο με τροφές. Στη λήψη τους, όμως, χρειάζεται μέτρο, για να διατηρείται η υγεία και η ευεξία μας.
Ας προσέχουμε, επομένως, να τρώμε και να πίνουμε τόσο μόνο, όσο και πραγματική ηδονή μας χαρίζει και το σώμα μας τρέφει, ώστε να είναι ικανό για την εκτέλεση των εντολών του Χριστού. Έτσι, με τη χάρη Του, και στην παρούσα ζωή θα περάσουμε καλά και τη μελλοντική θα κερδίσουμε.
(Πηγή: Από το βιβλίο «Θέματα ζωής». Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, Τόμος Α’ )
Πηγή: alopsis.gr

«ΕΝ ΤΗ ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΜΟΝΑΙ ΠΟΛΛΑΙ ΕΙΣΙΝ» (Ἃγιος Λουκάς ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας)

«Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε» (Ιω. 14:1).
Δεν ταράζεται η καρδιά μας; Ταράζεται, όταν βλέπουμε αυτά που γίνονται γύρω μας, ταράζεται, όταν πέφτουμε σε πειρασμούς· όταν ο Κύριος μάς στέλνει δοκιμασίες, όταν έχουμε θλίψεις και όταν μας κυριεύει η κατάθλιψη, η καρδιά μας ταράζεται.
Αλλά ο Κύριος μάς λέει· «Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε». Μόνο αυτό χρειάζεται· η πίστη στον Θεό, στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Αυτή η πίστη αποδιώχνει κάθε θλίψη και κάθε ταραχή και είναι για μας το μοναδικό καταφύγιο στις δυσκολίες, τις δοκιμασίες και τις στενοχώριες.
«Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν· ει δε μη, είπον αν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν» (Ιω. 14:2). Για ποια οικία του Πατρός μιλάει εδώ ο Χριστός; Βέβαια η έκφραση αυτή είναι συμβολική. Ο Θεός δεν έχει ανάκτορα σαν αυτά που έχουν οι γήινοι βασιλιάδες. Δεν έχει παλάτια με δωμάτια για τους υπηρέτες και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Δεν έχει ο Θεός ορατά κτίρια χτισμένα με τούβλα και λάσπη. Τότε τι σημαίνουν αυτά τα λόγια του Κυρίου;
Σημαίνουν το εξής· ο καθένας από μας κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, με τα δικά του χέρια, χτίζει το μέλλον του. Αν η καρδιά μας είναι γεμάτη πίστη, ελπίδα και αγάπη, τότε ετοιμάζουμε για τον εαυτό μας μία ζωή μακάρια, ζωή αιώνια, γιατί αποστρεφόμαστε την οδό της αδικίας. Αλλά ο καθένας από μας σε διαφορετικό βαθμό αποκτά την καθαρότητα της καρδιάς, την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα.
Υπάρχουν μεγάλοι άγιοι, οι οποίοι ενώ βρίσκονταν σ’ αυτή τη ζωή γίνονταν άγγελοι εν σαρκί, αποκτούσαν τα πολύτιμα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και ανέβαιναν στο ύψος της θεογνωσίας. Αυτοί οι άγιοι, όταν περνούσαν στην αιώνια ζωή, είχαν ήδη την ικανότητα να επικοινωνούν άμεσα με τον Θεό, διότι η καρδιά τους είχε γίνει ναός του Θεού.
Εμείς που πολύ απέχουμε από το να είμαστε άγιοι, τι μπορούμε να περιμένουμε; Αν δεν πράττουμε έργα αδικίας και δεν καταδικάζουμε μ’ αυτά τον εαυτό μας σε αιώνιο βάσανο, τότε, μπορούμε να περιμένουμε την ανάπαυση και την χαρά στην αιώνια ζωή. Αλλά επειδή η καρδιά μας δεν έχει καθαρότητα, που είχαν οι άγιοι του Θεού, επειδή υπάρχει πολλή ακαθαρσία μέσα μας, γι’ αυτό δεν είμαστε ικανοί να επικοινωνούμε άμεσα και σε βάθος με τον Θεό, όπως οι άγιοι. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατοικούμε στις μονές που πλημμυρίζουν από άκτιστο φως, όπου κατοικεί ο ίδιος ο Θεός, ακόμα δεν είμαστε άξιοι. Γι’ αυτό ο Θεός μάς έχει ετοιμάσει μικρές κατοικίες διότι στην οικία του επουράνιου Πατέρα «μοναί πολλαί εισίν». Ο Θεός έχει μεγάλες και ένδοξες μονές, υπάρχουν μεσαίες, υπάρχουν και μικρές, σύμφωνα με το μέτρο του καθενός. Ο καθένας θα λάβει σύμφωνα με τα έργα του και τον βαθμό της καθαρότητας που έχει η καρδιά του.
Αλλά και αυτοί που θα κατοικήσουν ακόμα και σε πιο μικρές μονές θα συνεχίσουν στην αιώνια ζωή τον δρόμο προς την τελειότητα. Και αυτό που δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να κάνουν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, θα το κάνουν εδώ στις μικρές επουράνιες κατοικίες. Έτσι σταδιακά θα ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά φωτιζόμενοι και αγιαζόμενοι από τον Θεό. Και αυτούς, όπως και τούς μεγάλους αγίους, τους περιμένει αιώνια χαρά και αγαλλίαση.
Και αυτό είναι μεγάλη παρηγοριά για μας τους αδύναμους χριστιανούς που δεν έχουμε καθόλου προχωρήσει στον δρόμο που μας έδειξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός λέγοντας· «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Μτ. 5, 48). Πολύ μακριά είμαστε ακόμα. Αλλά ας μην απογοητευόμαστε· αν και είμαστε αδύναμοι, όμως, γνωρίζουμε ότι στην οικία του επουράνιου Πατέρα μας υπάρχουν πολλές κατοικίες.
Αν δεν είμαστε σαν τους αμαρτωλούς εκείνους ανθρώπους που μισούν τον Θεό και τον βλασφημούν και για τους οποίους ο απόστολος Παύλος επιστολή λέει· «Ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6:9-10). Αν δεν είμαστε τέτοιοι, τότε ας μην χάνουμε την ελπίδα μας, υπάρχει και για μας τόπος στο σπίτι του επουράνιου Πατέρα μας.
Στη συνέχεια ο Κύριος λέει· «Ει δε μη, είπον αν υμίν· πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν» (Ιω. 14:2). Δηλαδή· «Αν δεν υπήρχαν στο σπίτι του Πατέρα μου πολλοί τόποι διαμονής θα σας έλεγα· εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο». Ο Χριστός το είπε στους αποστόλους του αλλά και σε όλους τούς χριστιανούς. Εμείς πρέπει να το ξέρουμε.
«Και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ και υμείς ήτε» (Ιω. 14:3). Ο Χριστός έχει ετοιμάσει τον τόπο για τους αποστόλους του και για όλους τους καθαρούς στην καρδιά και άξιους της κοινωνίας με τον Θεό.
Και πότε θα έλθει; Μήπως εδώ γίνεται λόγος για την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Όχι, ο Κύριος λέει ότι αν τηρούμε τις εντολές του θα μας αγαπήσει ο επουράνιος Πατέρας του και θα έλθουν μαζί με τον Πατέρα και θα κατοικήσουν μαζί μας. Ο Κύριος ερχόταν στους αποστόλους του, ερχόταν στους μάρτυρες τότε που υπέφεραν αφάνταστα βασανιστήρια και τους ενδυνάμωνε. Έρχεται και τώρα και κατοικεί στην καρδιά των άκακων και καθαρών ανθρώπων. Θα έλθει στο τέλος της ζωής μας όταν η ψυχή μας θα χωριστεί από το σώμα. Ερχόταν στους αποστόλους, όταν, μετά από πολλά βασανιστήρια, η ψυχή τους άφηνε το σώμα, επειδή όλοι οι απόστολοι, εκτός από τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, είχαν μαρτυρικό τέλος. Ερχόταν για να συναντήσει την ψυχή τους. Το ίδιο θα έλθει να συναντήσει τις ψυχές των καλών, δικαίων και καθαρών ανθρώπων.
«Και όπου εγώ υπάγω οίδατε, και την οδόν οίδατε. λέγει αυτώ Θωμάς· Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις· και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι» (Ιω. 14:4-5). Τι απάντησε ο Χριστός στον Θωμά; «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω. 14:6). Για όλους μας Αυτός είναι η οδός που οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού. Μας έδειξε αυτή την οδό.Μας έδωσε τις εντολές του, τις οποίες αν τις τηρούμε θα μας οδηγήσουν στη Βασιλεία του.
Αυτός που είναι η Αλήθεια φανέρωσε στον κόσμο την αλήθεια. Την φανέρωσε με τη διδασκαλία του, με τα θαύματα, με το θείο του πρόσωπο και με την αγάπη του που ο κόσμος δεν μπορεί να την κατανοήσει. Με την αγάπη που εκχύθηκε πάνω στον Σταυρό του Γολγοθά. Να πιστεύουμε ότι Αυτός, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή. Μόνο Αυτός προσφέρει τη γνήσια, καθαρή και θεία ζωή.
«Ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού». Να θυμόμαστε καλά αυτό τον λόγο. Αυτός είναι η Οδός μας προς τον Θεό, η Οδός προς την Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν ήλθε ποτέ στον Πατέρα παρά μόνο μέσω αυτής της Οδού. Να το θυμόμαστε. Με όλη την καρδιά μας να πιστεύουμε σ’ Αυτόν, να τηρούμε τις εντολές Του. Να πάρουμε την σταθερή απόφαση να ακολουθήσουμε τον δρόμο που Αυτός μας έδειξε. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να έλθουμε στον Πατέρα και θα μας ανοιχθεί η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού. Αυτό να μας αξιώσει ο πανάγαθος και ελεήμων Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Αμήν.

(Από το βιβλίο: Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες, τόμος Γ’. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 52-6.)
Πηγή: alopsis.gr

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΕΧΕΙ ΣΤΕΙΛΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΙΔΑΞΕΙΣ (Μέγας Ἀντώνιος)



Χρόνια κράτησε ὁ διωγμός τῶν χριστιανῶν. Ποτάμια χύθηκε τό τίμιο αἷμα τῶν Μαρτύρων. Κι ἦρθε κάποια στιγμή πού ἡ εἰδωλολατρική μανία τοῦ αὐτοκράτορα κορέστηκε, ἀφοῦ εἶχε πιά τελειωθεῖ μαρτυρικά καί ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπός της Ἀλεξάνδρειας, ὁ Πέτρος.

— Δέν μέ ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νά μαρτυρήσω γιά τήν πίστη, δίπλα στούς ἀδελφούς μου, σκεπτόταν ὁ Ἀντώνιος. Θά πορευτῶ λοιπόν στή βαθιά ἔρημο γιά νά δώσω τήν τελική μάχη μέ τόν πονηρό μονολόγησε ἀποφασιστικά καί κάτι σάν κρυμμένη ὑπερηφάνεια πῆγε νά σκιάσει τῆς ἀπόφασης τοῦ τούτης τή χάρη. Σάν νά ’νιωσε κείνη τήν ὥρα ὁ ἀσκητής πώς ξεχωρίζει ὁ ἐρημίτης ἀπό τούς πολλούς σάν νά ἦταν ἡ παλαίστρα τῆς ἐρήμου ἀνώτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς.
Τόν πείραξε τοῦτος ὁ λογισμός, σάν ἀγκαθιῶν κάρφωμα βαθύ κι ὅρμησε τούτη ἡ σκέψη νά τοῦ πνίξει ὅλα τά λουλούδια πού ἡ μαρτυρική του προαίρεση εἶχε συλλέξει ὅλα τά χρόνια τοῦ διωγμοῦ. Ἔμπειρος ὅμως πιά ἀγωνιστής γρήγορα κατανόησε πώς εἶχε πάλι νά κάνει μέ παγίδα τοῦ ἀντίδικου. Γι’ αὐτό ἔπεσε σέ βαθιά προσευχή.
— Κύριε, φανέρωσέ μου, ἄν μέσα στήν πόλη μέ τούς θορύβους της μπορεῖ νά φτάσει ὁ πιστός τά μέτρα τά πνευματικά πού κατακτάει στή βαθιά ἔρημο ὁ ἀσκητής…
Δέν εἶχε ἀκόμα ἀποτελειώσει τοῦτο τό αἴτημα στόν Πανάγαθο καί φωνή ἀκούστηκε νά τοῦ λέει:
— Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, Ἀντώνιε. Κι ἄν θέλεις νά βεβαιωθεῖς, πώς ἄν κανείς κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σῴζεται καί ἁγιάζεται ὅπου καί νά ’ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπό τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, πού εἶναι ἄσημο καί φτωχικό. Εἶναι ἐκεῖ κάτω στό τελευταῖο τῆς πόλης παραδρόμι.
— Στό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, Κύριε; Καί ποιός μπορεῖ ἐκεῖ νά μέ βοηθήσει, νά ρίξει φῶς στό λογισμό; ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ Ἀντώνιος.
— Θά σοῦ ἐξηγήσει ὁ μπαλωματής, ξανάκουσε τήν ἴδια φωνή.
— Ὁ μπαλωματής; Τί ξέρει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἀγῶνες καί πειρασμούς; Τί γνώρισε ὁ πτωχός βιοπαλαιστής, ἀπό τῆς πίστης τίς κορυφές κι ἀπ τήν ἀλήθεια; ἀναρωτήθηκε.
Ἀντίρρηση ὅμως δέν μπόρεσε νά ὀρθώσει στή θεία ὑπόδειξη. Γι’ αὐτό μόλις ξημέρωσε πῆρε τό δρόμο πού ἔβγαζε ἀπό τήν πόλη. Ὅπως τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε τό τελευταῖο παραδρόμι, καί βρῆκε τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ.
Χαρούμενα καί σεβαστικά ὁ ἁπλός ἄνθρωπος τόν ὑποδέχτηκε καί τόν ρώτησε:
— Σέ τί μπορῶ νά σοῦ φανῶ χρήσιμος, Ἀββᾶ; Ἀγράμματος κι ἄξεστος χωρικός εἶμαι, μά γιά τόν ξένο, ὅποιος καί ’ναι, ὁ ντόπιος χρήσιμος πάντα θά βρεθῆ.
— Ὁ Κύριος μέ ἔχει στείλει νά μέ διδάξεις, εἶπε ταπεινά ὁ Ἀσκητής.
Πετάχτηκε ἐπάνω ἀπορημένος ὁ φτωχός βιοπαλαιστής.
— Ἐγώ; Τί μπορῶ ἐγώ ὁ ἀγράμματος νά διδάξω τήν ἁγιοσύνη σου; Δέν ξέρω νά ’χω κάνει στή ζωή μου τίποτα τό καλό καί τό ἀξιόλογο, κάτι πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ ἀψεγάδιαστο, μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
— Πές μου τί κάνεις, πῶς περνᾷς τήν ἡμέρα σου; Ξέρει ὁ Θεός, μέ ἄλλο μέτρο Ἐκεῖνος ζυγίζει καί κρίνει τά πράγματα, ἐπέμενε ὁ Ἀντώνιος.
— Ἐγώ, Ἀββᾶ, ποτέ δέν ἔκανα ποτέ τίποτα τό καλό, μονάχα πού ἀγωνίζομαι σύμφωνα μέ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Κι ἀκόμα προσπαθῶ ποτέ νά μήν ξεχνῶ καί νά μήν παραβλέπω τίς ἐλλείψεις καί τήν πνευματική ἀκαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ὁλημερίς σκέπτομαι καί λέω στόν ἑαυτό μου: Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ὅλοι θά σωθοῦν καί μόνο ἐσύ ἄκαρπος μένεις. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας σου, τό Ἅγιο Πρόσωπο Του ποτέ δέν θά ἀξιωθεῖς νά δεῖς.
— Σ’ εὐχαριστῶ Κύριε, εἶπε ὑψώνοντας τά δακρυσμένα μάτια του πρός τόν οὐρανό ὁ Ἀσκητής. Κι ἐνῷ ὁ μπαλωματής στεκόταν ἀπορημένος γιά τοῦτο τό φέρσιμο, ὁ Ἀσκητής τόν ἀγκαλίασε στοργικά καί τόν ἀποχαιρέτησε λέγοντας:
— Σ’ εὐχαριστῶ καί σένα, ἅγιε ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μέ δίδαξες πῶς τόσο εὔκολα, μονάχα μέ τόν ταπεινό λογισμό, μπορεῖ ὁ καθένας νά ζεῖ στή Χάρη τοῦ Παραδείσου.
Κι ἐνῷ ὁ φτωχός μπαλωματής συνέχιζε νά κοιτάζει ἀμήχανα, χωρίς τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά νά καταλαβαίνει, ὁ Ἀντώνιος πῆρε τό ραβδί κι ὠφελημένος τράβηξε τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στή βαθιά ἔρημο.
Βάδιζε μέ μόνη συντροφιά τοῦ ραβδιοῦ του τό χτύπημα. Βάδιζε κι ἡ προσευχή του καυτή σάν τῆς ἔρημης γῆς τή λάβα ὑψωνόταν ὁλόισια στόν οὐρανό.
Πορευόταν ὁλημερίς καί προσευχητικά ἀναλογιζόταν τό μάθημα πού εἶχε πάρει ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀπό τό φτωχό μπαλωματή.
— Ἡ ταπεινοφροσύνη! Αὐτό λοιπόν εἶναι τό γρήγορο στρατί γιά τοῦ Παράδεισου τήν πόρτα, ἔλεγε μέ τό λογισμό. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ στολή πού ντύθηκε ὁ Θεός κι ἦρθε στή γῆ σάν ἄνθρωπος, μονολογοῦσε ὁ Ἀντώνιος κι ἀγωνιζόταν νά συλλάβει τό μεγαλεῖο τούτης τῆς ἅγιας ἀρετῆς.
Βάδιζε, προσευχόταν καί στό νοῦ του ἔφερνε ὅσα τόν εἶχε διδάξει ὁ Θεός, ὥσπου ἔξαφνα μπροστά του ἀντίκρισε ριγμένο καταγῆς πλῆθος ἀναρίθμητο ἀπό πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε εἴδους, ἐπινοήσεις φοβερές, πανούργου νοῦ πρωτότυπα ἐφευρήματα.
— Θεέ μου, ἀναφώνησε κι ἔστρεψε τρομαγμένο τό βλέμμα καί τή ψυχή του στόν οὐρανό. Ποιός θά μποροῦσε, Κύριε, νά ξεφύγει ποτέ, ἀπό τέτοια ἐφευρήματα καί πανουργίες;
Ἡ ταπεινοφροσύνη, Ἀντώνιε. Αὐτή μπορεῖ μέ μιᾶς ὅλες αὐτές νά τίς διαλύσει, ἀκούστηκε πάλι ἡ γλυκιά, ἡ γνώριμη φωνή βαθιά μέσ’ τήν καρδιά του. Κι ἦταν αὐτή ἡ ἀπάντηση πού ἔχυσε μέσα του φῶς καί πού τοῦ ’δῶσε κουράγιο γιά τίς καινούργιες μάχες, πού ἔμελλε βαθιά στήν ἔρημο νά δώσει, μέ τοῦ ἀνθρώπου τόν προαιώνιο ἐχθρό.


Ἀπό τό βιβλίο

«Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ (Ἀββάς Δωρόθεος)

Είπε κάποιος από τους Γέροντες: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και να είμαστε έτοιμοι, σε κάθε λόγο που ακούμε, να λέμε «Συγχώρεσέ με». Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου». 


Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιο είναι το βαθύτερο νόημα του λόγου του Γέροντα.
Για ποιο λόγο λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη» και δεν λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την εγκράτεια»; Γιατί ο Απόστολος λέει: «Εκείνος που αγωνίζεται είναι εγκρατής σε όλα» (Α’ Κορ. 9:25).
Ή, γιατί δεν λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από τον φόβο του Θεού»; Γιατί η αγία Γραφή λέει: «Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου» (Ψαλμ. 110:10) και ακόμα: «Με τον φόβο του Κυρίου καθένας φεύγει από το κακό» (Παροιμ. 15:27α).
Γιατί δεν λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ελεημοσύνη ή την πίστη»; Γιατί λέει η αγία Γραφή: «Με την ελεημοσύνη και την πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α). Και ο Απόστολος λέει: «Χωρίς πίστη είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς στον Θεό» (Εβρ. 11:6).
Αν, λοιπόν, είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς στον Θεό χωρίς πίστη, και με τις ελεημοσύνες και την πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες, και με τον φόβο του Κυρίου καθένας φεύγει από το κακό, και αρχή σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, και αυτοί που αγωνίζονται είναι εγκρατείς σε όλα, πώς λοιπόν ο Γέροντας λέει ότι πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και άφησε όλα αυτά που είναι τόσο αναγκαία;
Ο Γέροντας θέλει να μας δείξει ότι ούτε αυτός ο φόβος του Θεού, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε η πίστη, ούτε η εγκράτεια, ούτε καμία άλλη από τις αρετές είναι δυνατόν να κατορθωθούν χωρίς την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και να είμαστε έτοιμοι, σε κάθε λόγο που ακούμε, να λέμε «Συγχώρεσέ με». Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου».
Βλέπετε λοιπόν, αδελφοί, πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Βλέπετε ποια αποτελεσματικότητα έχει το να λες «Συγχώρεσέ με». Γιατί όμως ο διάβολος δεν ονομάζεται μόνο εχθρός, αλλά ονομάζεται και αντίπαλος;
Εχθρός ονομάζεται γιατί μισεί τον άνθρωπο, μισεί το καλό, θέλει το κακό μας, και αντίπαλος ονομάζεται γιατί προσπαθεί να εμποδίσει καθετί καλό.
Θέλει κάποιος να προσευχηθεί; Εκείνος αντιστέκεται εμποδίζοντας με κακούς λογισμούς, με αιχμαλωσία του νου, με ακηδία.
Θέλει κάποιος να κάνει ελεημοσύνη; Εκείνος εμποδίζει με τη φιλαργυρία, με την τσιγκουνιά.
Θέλει κάποιος να κάνει αγρυπνία; Εκείνος εμποδίζει με την οκνηρία, με τη ραθυμία.
Και σε κάθε καλό πράγμα που καταπιανόμαστε να κάνουμε, με τον ίδιο τρόπο εναντιώνεται. Γι’ αυτό ονομάζεται όχι μόνο εχθρός, αλλά και αντίπαλος. Με την ταπεινοφροσύνη, όμως, όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου καταστρέφονται.
Πράγματι η ταπεινοφροσύνη είναι μεγάλη αρετή και καθένας από τους αγίους με αυτή την ταπεινοφροσύνη πορεύτηκε και με τον κόπο συντόμεψε την πορεία, όπως λέει: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου, και συγχώρησε όλες τις αμαρτίες μου» (Ψαλμ. 24:18), και: «Ταπεινώθηκα και με έσωσε ο Κύριος» (Ψαλμ. 114:6). Γιατί μπορεί και μόνη της η ταπείνωση να μας βάλει στη βασιλεία των ουρανών, όπως έλεγε ο Γέροντας, ο αββάς Ιωάννης, αλλά με πιο αργό ρυθμό.
Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς λίγο και θα σωθούμε. Κι αν δεν μπορούμε να κοπιάσουμε σαν αδύναμοι που είμαστε, ας προσπαθήσουμε να ταπεινωθούμε. Και πιστεύω στο έλεος του Θεού, ότι γι’ αυτό το λίγο που έγινε με την ταπείνωση, θα βρεθούμε και εμείς στον τόπο των αγίων εκείνων που πολλούς κόπους κατέβαλαν και πολύ δούλεψαν στον Θεό. Ναι, είμαστε αδύναμοι και δεν μπορούμε να κοπιάσουμε, μήπως δεν μπορούμε και να ταπεινωθούμε;
Αδελφοί μου, είναι μακάριος εκείνος που έχει ταπείνωση. Είναι μεγάλη αρετή η ταπείνωση. Σωστά χαρακτήρισε εκείνος ο άγιος αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση με το να πει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα». Και κάπως το πράγμα φαίνεται παράξενο. Γιατί η ταπείνωση εναντιώνεται σε μόνη την κενοδοξία, και απ’ αυτήν φαίνεται να προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά. Πώς λοιπόν λέει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα»;
Όπως είπαμε, η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή και μπορεί να ελκύει τη χάρη του Θεού στην ψυχή. Αυτή λοιπόν η χάρη του Θεού έρχεται και σκεπάζει την ψυχή από τα δύο άλλα βαριά αυτά πάθη. Γιατί, τι είναι πιο βαρύ από το να οργίζεται κανείς και να εξοργίζει τον πλησίον του, όπως είπε ο Ευάγριος ότι «είναι εντελώς ξένο στον μοναχό το να οργίζεται». Πράγματι, αν δεν σκεπαστεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, λίγο λίγο έρχεται σε δαιμονική κατάσταση, αναστατώνοντας και τους άλλους και τον εαυτό του.
Γι’ αυτό λοιπόν λέει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα».
Γιατί όμως λέω ότι η ταπείνωση σκεπάζει από αυτά τα δύο μεγάλα πάθη; Αλλά και από κάθε πάθος και από κάθε πειρασμό η ταπείνωση σκεπάζει την ψυχή.
Όταν ο άγιος Αντώνιος είδε απλωμένες όλες τις παγίδες του διαβόλου, αναστέναξε και ρώτησε τον Θεό: «Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει;»
Τι του απάντησε ο Θεός; Ότι «η ταπείνωση τις προσπερνά». Και τι άλλο θαυμαστό πρόσθεσε; «Και ούτε την αγγίζουν».
Βλέπεις δύναμη που έχει η ταπείνωση, αδελφέ μου, βλέπεις χάρη αρετής;
Πραγματικά, τίποτε δεν είναι πιο ισχυρό από την ταπεινοφροσύνη, τίποτε δεν τη νικά. Και αν συμβεί κάτι λυπηρό στον ταπεινό, αμέσως τα βάζει με τον εαυτό του, αμέσως κατακρίνει τον εαυτό του ότι αυτό του άξιζε. Δεν ανέχεται να κατηγορήσει κανένα, δεν ανέχεται να ρίξει σε άλλον την αιτία, και έτσι το ξεπερνάει χωρίς ταραχή και στενοχώρια, με κάθε ανάπαυση. Γι’ αυτό ούτε ο ίδιος οργίζεται ούτε εξοργίζει κανένα.
Γι’ αυτό σωστά είπε ο άγιος ότι: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη».
Υπάρχουν δύο ταπεινώσεις, όπως ακριβώς υπάρχουν και δύο υπερηφάνειες.
Η πρώτη υπερηφάνεια είναι όταν εξουθενώνει κανείς τον αδελφό, όταν τον εξευτελίζει σαν να είναι ένα τίποτε και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερό του. Ένας τέτοιος άνθρωπος που θα πέσει σ’ αυτήν την υπερηφάνεια, αν δεν συνέλθει γρήγορα και δεν προσπαθήσει να διορθωθεί, σιγά σιγά φθάνει στη δεύτερη υπερηφάνεια, ώστε υπερηφανεύεται και απέναντι στον ίδιο τον Θεό και όλα όσα κατορθώνει τα αποδίδει στον εαυτό του και όχι στον Θεό.
Πράγματι, αδελφοί μου, κάποτε γνώρισα κάποιον που έφτασε σ’ αυτήν την ελεεινή κατάσταση. Στην αρχή, αν κάποιος από τους αδελφούς τού έλεγε κάτι, τον έφτυνε και έλεγε: «Ποιος είναι αυτός; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Ζωσιμάς και οι όμοιοι με αυτόν».
Μετά άρχισε και αυτούς να εξευτελίζει και να λέει: «Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Μακάριος».
Και μετά από λίγο άρχισε να λέει: «Ποιος είναι ο Μακάριος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος».
Μετά από λίγο άρχισε και αυτούς να τους εξευτελίζει λέγοντας: «Ποιος είναι ο Βασίλειος και ποιος είναι ο Γρηγόριος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος».
Του λέω: «Πράγματι, αδελφέ, και αυτούς θα φτάσεις να τους απορρίψεις».
Πιστέψτε με ότι μετά από λίγο καιρό άρχισε να λέει: «Και ποιος είναι ο Πέτρος και ποιος είναι ο Παύλος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο η Αγία Τριάδα».
Και τέλος υπερηφανεύτηκε εναντίον του ίδιου του Θεού και έτσι έχασε τα λογικά του.
Γι’ αυτό, αδελφοί μου, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε εναντίον της πρώτης υπερηφάνειας, για να μην πέσουμε σιγά σιγά και στην τέλεια υπερηφάνεια.
Υπάρχει μάλιστα και κοσμική υπερηφάνεια και μοναχική υπερηφάνεια.
Η κοσμική υπερηφάνεια είναι όταν κάποιος υπερηφανεύεται απέναντι στον αδελφό του ότι είναι πιο πλούσιος ή πιο όμορφος ή πιο καλοντυμένος ή πιο γενναίος από αυτόν.
Όταν, λοιπόν, βλέπουμε τους εαυτούς μας να είμαστε κενόδοξοι μ’ αυτά ή ότι το δικό μας μοναστήρι είναι μεγαλύτερο ή πιο πλούσιο ή ότι έχουμε πολλούς αδελφούς, πρέπει να ξέρουμε ότι ακόμη είμαστε στην κοσμική υπερηφάνεια.
Μερικές φορές κενοδοξεί κανείς και για φυσικά χαρίσματα. Να τι εννοώ: Κενοδοξεί κάποιος ότι είναι καλλίφωνος και ψάλλει ωραία, ή ότι είναι επιτήδειος και εργάζεται με επιμέλεια και ακρίβεια και υπηρετεί άδολα. Αυτά είναι σεμνότερα από τα πρώτα, όμως και αυτά ανήκουν στην κοσμική υπερηφάνεια.
Η μοναχική υπερηφάνεια είναι όταν κάποιος κενοδοξεί ότι αγρυπνεί, ότι νηστεύει, ότι είναι ευλαβής, ότι είναι ενάρετος, ότι είναι αγωνιστής. Μερικές φορές και ταπεινώνεται κανείς για να δοξασθεί.
Αυτά ανήκουν στη μοναχική υπερηφάνεια. Είναι βέβαια προτιμότερο, αν δεν είμαστε απαλλαγμένοι από την υπερηφάνεια, τουλάχιστο να υπερηφανευόμαστε για τα μοναχικά και όχι για τα κοσμικά.
Είπαμε λοιπόν ποια είναι η πρώτη υπερηφάνεια και ποια η δεύτερη. Όμοια, είπαμε ποια είναι η κοσμική και ποια ή μοναχική υπερηφάνεια. Ας μάθουμε, λοιπόν, και ποιες είναι οι δύο ταπεινώσεις.
Η πρώτη ταπείνωση είναι το να θεωρεί κανείς τον αδελφό του πιο συνετό από τον ίδιο και ότι τον ξεπερνά σε όλα, και γενικά, όπως είπε εκείνος ο άγιος, το να θεωρεί τον εαυτό του πιο κάτω από το καθετί.
Η δεύτερη ταπείνωση είναι να αποδίδει κανείς στον Θεό κάθε επιτυχία του. Αυτή είναι η τέλεια ταπείνωση των αγίων. Αυτή γεννιέται στην ψυχή με φυσικό τρόπο από την τήρηση των εντολών του Θεού.
Όταν τα δέντρα έχουν πολύ καρπό, αυτός ο καρπός λυγίζει τα κλαδιά και τα γέρνει προς τα κάτω, το κλαδί όμως που δεν έχει καρπό, υψώνεται προς τα πάνω και μένει στητό. Υπάρχουν μάλιστα και μερικά δέντρα που όσο τα κλαδιά τους πηγαίνουν προς τα πάνω, δεν κάνουν καρπό, αν όμως πάρει κανείς μια πέτρα και την κρεμάσει στο κλαδί και το λυγίσει προς τα κάτω, τότε το δέντρο αυτό κάνει καρπό.
Έτσι ακριβώς είναι και η ψυχή. Όταν ταπεινώνεται, τότε κάνει καρπό, και όσο κάνει καρπό, τόσο ταπεινώνεται. Όσο πιο πολύ πλησιάζουν οι άγιοι τον Θεό, τόσο βλέπουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς.
Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση, και κάποιος άρχοντας από τη Γάζα ακούγοντάς μας να λέμε αυτό, ότι δηλαδή όσο πλησιάζει κανείς τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπει τον εαυτό του αμαρτωλό, παραξενευόταν και έλεγε: «Πώς είναι δυνατόν αυτό;» Και δεν ήξερε και ήθελε να μάθει τον λόγο.
Του λέω: «Άρχοντά μου, πες μου, πώς θεωρείς τον εαυτό σου όταν βρίσκεσαι στην πόλη σου;»
Μου λέει: «Θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο και πρώτο στην πόλη».
Του λέω: «Αν πας στην Καισάρεια, πώς θεωρείς τον εαυτό σου εκεί;»
Λέει: «Θεωρώ τον εαυτό μου κατώτερο από τους ντόπιους άρχοντες».
Του λέω: «Αν πας στην Αντιόχεια, πώς θεωρείς τον εαυτό σου;»
Μου λέει: « Θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν χωριάτη».
Του λέω: «Αν πας στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον βασιλιά, εκεί πώς θεωρείς τον εαυτό σου;»
Μου λέει εκείνος: «Τον θεωρώ ως ένα φτωχό».
Τότε του λέω: «Έτσι, λοιπόν, είναι οι άγιοι. Όσο πλησιάζουν τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπουν τον εαυτό τους αμαρτωλό. Γιατί ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, ονόμασε τον εαυτό του χώμα και στάχτη (Γεν. 18:27). Ο Ησαΐας πάλι έλεγε: «Ω, εγώ είμαι ταλαίπωρος και ακάθαρτος» (Ησ. 6:5). Όμοια και ο Δανιήλ, όταν ήταν στον λάκκο με τα λιοντάρια και πήγε ο Αββακούμ φέρνοντας φαγητό και λέγοντάς του: «Δέξου το φαγητό που σου έστειλε ο Θεός», τι είπε ο Δανιήλ; «Με θυμήθηκε ο Θεός;» (Δαν. Βηλ και δράκων 36-38) Βλέπεις τι ταπείνωση είχε η καρδιά του, την ώρα που βρισκόταν στον λάκκο ανάμεσα στα λιοντάρια και αυτά δεν τον πείραξαν, και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δεύτερη (Δαν. 6:16). Και μετά απ’ όλα αυτά απόρησε λέγοντας: «Με θυμήθηκε ο Θεός;»»
Βλέπετε την ταπείνωση των αγίων, ποια αισθήματα έχουν μέσα στις καρδιές τους; Αλλά και όταν στέλνονταν από τον Θεό για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, δεν δέχονταν από ταπείνωση, αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων. Γιατί, όπως ακριβώς κάποιος που φοράει ολομέταξο ένδυμα, αν κάποιος του ρίξει ένα βρώμικο κουρέλι, φεύγει για να μη μολυνθεί το πολύτιμο ένδυμά του, έτσι είναι και οι άγιοι ντυμένοι με τις αρετές και αποφεύγουν τη δόξα των ανθρώπων, για να μην μολυνθούν απ’ αυτήν.
Εκείνοι όμως που επιδιώκουν τη δόξα είναι όμοιοι με κάποιον γυμνό που θέλει να βρει ένα μικρό κουρέλι ή οτιδήποτε άλλο, για να σκεπάσει την ασχημοσύνη του. Έτσι και αυτός που είναι γυμνός από αρετές επιδιώκει τη δόξα των ανθρώπων.
Όταν λοιπόν στέλνονταν οι άγιοι από τον Θεό, για να βοηθήσουν τους άλλους, δεν δέχονταν από ταπείνωση. Αλλ’ ο Μωϋσής έλεγε: «Σε παρακαλώ, διάλεξε άλλον που να μπορεί. Γιατί εγώ έχω αδύνατη φωνή και είμαι και βραδύγλωσσος» (Εξ. 4:10), ενώ ο Ιερεμίας έλεγε: «Είμαι πολύ νέος» (Ιερ. 1:6). Και καθένας από τους αγίους απέκτησε αυτήν την ταπείνωση από την πιστή τήρηση, όπως είπαμε, των εντολών.
Κανείς δεν μπορεί με λόγια να εκφράσει πώς είναι αυτή η ταπείνωση ή πώς δημιουργείται στην ψυχή, αν ο άνθρωπος δεν τη μάθει από δική του πείρα, γιατί με λόγια κανείς δεν μπορεί να τη μάθει.
Κάποτε ο αββάς Ζωσιμάς μιλούσε για την ταπείνωση. Και κάποιος σοφιστής (ρητοροδιδάσκαλος) που βρέθηκε εκεί και άκουε όσα έλεγε, θέλοντας να μάθει την ακρίβεια των λόγων του, τον ρώτησε: «Πες μου, πως θεωρείς τον εαυτό σου αμαρτωλό; Δεν ξέρεις ότι είσαι άγιος, δεν ξέρεις ότι έχεις αρετές; Να, βλέπεις πώς τηρείς τις εντολές του Θεού, και πώς κάνοντας αυτά θεωρείς ότι είσαι αμαρτωλός;»
Ο Γέροντας δεν έβρισκε τρόπο να του απαντήσει, μόνο του έλεγε: «Δεν ξέρω πώς να στο πω, αλλά έτσι αισθάνομαι». Ο σοφιστής λοιπόν επέμενε θέλοντας να μάθει πώς συμβαίνει αυτό. Ο Γέροντας, μη βρίσκοντας πώς να εξηγήσει αυτό το πράγμα, άρχισε να λέει με την αγία του απλότητα: «Μη με παρεξηγήσεις, αληθινά έτσι αισθάνομαι».
Μόλις λοιπόν είδα τον Γέροντα να μην ξέρει τι ν’ απαντήσει, του λέω: «Μήπως άραγε αυτό είναι όπως η σοφιστική και η ιατρική; Όταν κάποιος τη μαθαίνει καλά και την εξασκεί, σιγά σιγά με την πράξη γίνεται μια συνήθεια για τον γιατρό ή τον σοφιστή. Και δεν μπορεί να πει ούτε ξέρει να εκφράσει με λόγια πώς δημιουργήθηκε μέσα του αυτή η ικανότητα. Λίγο λίγο, όπως είπα, χωρίς να το καταλάβουν, η ψυχή απέκτησε αυτή την ικανότητα από την πράξη. Έτσι μπορούμε να δούμε και στην ταπείνωση, ότι από την τήρηση των εντολών δημιουργείται μια παγιωμένη ταπεινή κατάσταση που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια».
Μόλις λοιπόν το άκουσε ο αββάς Ζωσιμάς χάρηκε και αμέσως με αγκάλιασε και μου λέει: «Το βρήκες, έτσι είναι όπως το είπες». Και ο σοφιστής άκουσε και ικανοποιήθηκε και δέχτηκε και αυτός την εξήγηση.
Γιατί οι παλιοί Γέροντες είπαν μερικά πράγματα για να καταλάβουμε αυτή την ταπείνωση, αλλά την ίδια την κατάσταση που δημιουργείται μέσα στην ψυχή από την ταπείνωση, κανείς δεν μπόρεσε να την περιγράψει.
Όταν ο αββάς Αγάθων επρόκειτο να πεθάνει και του είπαν οι αδελφοί: «Και συ φοβάσαι, πάτερ;», απάντησε: «Σ’ όλη μου τη ζωή έκανα ό,τι μπορούσα για να τηρήσω τις εντολές, αλλά είμαι άνθρωπος. Πού ξέρω, αν το έργο μου άρεσε στον Θεό; Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι».
Να λοιπόν, ο Γέροντας μάς άνοιξε τα μάτια να κατανοήσουμε την ταπείνωση και μας έδωσε δρόμο για να την αποκτήσουμε. Ποια όμως είναι η φύση της ή με ποιον τρόπο δημιουργείται μέσα στην ψυχή, όπως πολλές φορές είπα, κανείς δεν μπόρεσε να το πει, ούτε μπόρεσε να το κατανοήσει με τη λογική, αν η ψυχή δεν αξιωθεί να τη μάθει στην πράξη.
Ποιο είναι εκείνο που προκαλεί την ταπείνωση; Μας το είπαν οι Πατέρες. Γιατί λέει στο Γεροντικό ότι ρώτησε ένας αδελφός κάποιον Γέροντα λέγοντας: «Τι είναι η ταπείνωση;» και ο Γέροντας είπε: «Η ταπείνωση είναι μεγάλο και θεϊκό έργο. Ο δρόμος όμως της ταπείνωσης είναι οι σωματικοί κόποι που γίνονται με επίγνωση και το να θεωρείς τον εαυτό σου κάτω απ’ όλη την κτίση και το να προσεύχεσαι στον Θεό αδιάλειπτα».
Αυτός είναι ο δρόμος της ταπείνωσης. Η ίδια όμως η ταπείνωση είναι θεϊκή και ακατάληπτη.
Γιατί όμως λέει ότι οι σωματικοί κόποι φέρνουν την ψυχή στην ταπείνωση;Για ποιο λόγο οι σωματικοί κόποι είναι αρετή της ψυχής; Γιατί το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση, όπως είπαμε και παραπάνω, πολεμάει την πρώτη υπερηφάνεια. Γιατί, πώς μπορεί να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανώτερο από τον αδελφό του ή να υπερηφανευτεί για κάτι ή να κατακρίνει ή να εξουθενώσει κάποιον, όταν θεωρεί τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση;
Παρόμοια είναι φανερό ότι η αδιάλειπτη προσευχή καταπολεμάει τη δεύτερη υπερηφάνεια. Γιατί είναι φανερό ότι ο ταπεινός, ο ευλαβής, επειδή γνωρίζει ότι κανένα καλό δεν μπορεί να κατορθώσει η ψυχή χωρίς τη βοήθεια και τη σκέπη του Θεού, δεν παύει να προσεύχεται αδιάλειπτα στον Θεό, για να τον ελεήσει.
Και αυτός που προσεύχεται αδιάλειπτα στον Θεό, αν αξιωθεί να κατορθώσει κάτι, γνωρίζει με τη δύναμη ποιου το κατόρθωσε, και δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ούτε να το αποδώσει στη δική του δύναμη, αλλά κάθε κατόρθωμα το αποδίδει στον Θεό και αυτόν πάντοτε ευχαριστεί και αυτόν πάντοτε παρακαλεί, τρέμοντας μήπως χάσει μια τέτοια βοήθεια και φανερωθεί όλη η ανημποριά και η αδυναμία του. Και έτσι με την ταπείνωση προσεύχεται και με την προσευχή ταπεινώνεται, και όσο συνεχώς κατορθώνει, συνεχώς ταπεινώνεται, και όσο ταπεινώνεται, βοηθιέται και προκόβει με την ταπεινοφροσύνη.
Γιατί λοιπόν λέει ότι και οι σωματικοί κόποι φέρνουν την ταπεινοφροσύνη; Τι σχέση έχει ο σωματικός κόπος με τη διάθεση της ψυχής; Σας εξηγώ.
Η ψυχή, όταν ξέπεσε από την τήρηση της εντολής του Θεού στην παράβαση, παραδόθηκε η άθλια, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, στη φιληδονία και στην αυτονομία που οδηγεί στην πλάνη και αγάπησε τα σωματικά και κατά κάποιον τρόπο ταυτίστηκε με το σώμα και έγινε όλη σάρκα, όπως λέει η αγία Γραφή: «Δεν θα παραμείνει το πνεύμα μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους, επειδή είναι σάρκες» (Γεν. 6:3). Από τότε λοιπόν η ταλαίπωρη ψυχή συμπάσχει με το σώμα και συμφωνεί μ’ όσα αυτό διαπράττει. Γι’ αυτό ο Γέροντας είπε ότι και ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπείνωση.
Γιατί διαφορετική κατάσταση έχει η ψυχή του υγιούς και διαφορετική του αρρώστου, διαφορετική του πεινασμένου και διαφορετική του χορτασμένου. Παρόμοια πάλι, άλλη κατάσταση έχει η ψυχή αυτού που ιππεύει και άλλη αυτού που κάθεται σε γαϊδουράκι, άλλη αυτού που κάθεται σε θρόνο και άλλη αυτού που κάθεται κατάχαμα, άλλη αυτού που φοράει ωραία ρούχα και άλλη αυτού που φοράει κουρέλια.
Ο κόπος λοιπόν ταπεινώνει το σώμα, και όταν ταπεινώνεται το σώμα, ταπεινώνεται μαζί του και η ψυχή. Ώστε καλά είπε ότι και ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπείνωση.
Γι’ αυτό, όταν ο Ευάγριος πολεμήθηκε από τη βλασφημία επειδή είχε γνώση και γνώριζε ότι η βλασφημία προέρχεται από την υπερηφάνεια, και όταν ταπεινώνεται το σώμα, ταπεινώνεται μαζί του και η ψυχή, έκανε σαράντα μέρες να μπει σε σπίτι, ώστε το σώμα του, καθώς λέει ο συγγραφέας, γέμισε τσιμπούρια όπως τα άγρια ζώα. Ώστε ο κόπος δεν έγινε για τη βλασφημία αλλά για την ταπείνωση.
Σωστά λοιπόν είπε ο Γέροντας ότι και οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωση.
Ο αγαθός Θεός να χαρίσει και σε μας την ταπείνωση, γιατί αυτή από μεγάλα κακά γλυτώνει τον άνθρωπο και τον σκεπάζει από μεγάλους πειρασμούς. Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

[Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Β΄. Περί ταπεινοφροσύνης (Migne PG 88, 1640-1652). Μετάφραση για την Κ.Ο.]

Πηγή: alopsis.gr