A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ἡ Μεσοπεντηκοστή

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἡ Μεσοπεντηκοστή


Τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς τὴν ἑορτάζουμε γιὰ τὴν τιμὴ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδὴ αὐτὴ καὶ ἑνώνει καὶ συνδέει τὶς δύο αὐτὲς ἑορτές.

Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς θεσπίστηκε γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Μετὰ τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστὸς στὸ παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι, σκανδαλισμένοι δῆθεν γιὰ τὸ Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ὁ Κύριος τὸν παράλυτο), Τὸν καταδίωκαν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία, ὅπου καὶ διέμενε στὰ ὅρη τῆς περιοχῆς ἐκείνης μὲ τοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖ ἔκανε τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων, καὶ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται στὸν ἀριθμὸ αὐτὸ γυναῖκες καὶ παιδιά. Μετέπειτα, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας (ἦταν δὲ καὶ αὐτὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων), ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ περπατοῦσε στὰ κρυφά. Στὸ μέσο ὅμως τῆς ἑορτῆς ἀνέβηκε στὸ Ναὸ καὶ δίδασκε· καὶ ὅλοι ἔμεναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ διδαχή Του. Ἀλλά, ἐπειδὴ Τὸν φθονοῦσαν, ἔλεγαν: «Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἐνῶ δὲν ἔχει σπουδάσει;». Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς, ὄντας πράγματι νέος Ἀδάμ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πρῶτος ἦταν κατάμεστος ἀπὸ σοφία, ἔτσι καὶ Αὐτός, ὄντας ἐπιπλέον καὶ Θεός, ἦταν παντογνώστης . Γόγγυζαν λοιπὸν ὅλοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιδίωκαν νὰ Τὸν σκοτώσουν ὁπωσδήποτε. Ἐκεῖνος δέ, ἐλέγχοντάς τους ὅτι μάχονταν δῆθεν ὑπὲρ τοῦ Σαββάτου, εἶπε: «Γιατί ζητᾶτε νὰ μὲ σκοτώσετε;». Καὶ στρέφοντας τὴ σκέψη τῶν Ἰουδαίων στὸ μωσαϊκὸ Νόμο, τοὺς εἶπε ἐπιπρόσθετα ὅτι δὲν εἶχαν κανένα λόγο νὰ θυμώνουν ἐναντίον του, ἐπειδὴ θεράπευσε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου τὸν παράλυτο, διότι καὶ ὁ Μωυσῆς ἔχει νομοθετήσει ὅτι τὸ Σάββατο μπορεῖ νὰ καταλύεται, στὴ περίπτωση ποὺ πρόκειται γιὰ περιτομή, (ὅταν ἡ ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε αὐτὴ νὰ γίνει, συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ συνεχίζοντας ὁ Κύριος, εἶπε: «Ἂν ἕνας ἄνθρωπος περιτέμνεται τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μὴν παραβιαστεῖ ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ, ἐσεῖς θυμώνετε ἐναντίον μου, ἐπειδὴ θεράπευσα ἕναν ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;»). Καὶ βέβαια ὁ Κύριος ἔκαμε διάλογο πολλὴ ὥρα μὲ τοὺς Ἰουδαίους περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ καὶ τοὺς τόνισε ὅτι δοτήρας τοῦ Νόμου ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ὅτι ἦταν ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα. Καὶ αὐτὸ τὸ τόνισε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (λέγοντάς τους: «Ἐὰν κανεὶς διψάει, ἂς ἔλθει σ’ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ»). Μετὰ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα, καὶ ἰδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε ἐκεῖνοι πῆραν στὰ χέρια τοὺς πέτρες, γιὰ νὰ τὶς ρίξουν καταπάνω Του, πλὴν ὅμως πέτρα δὲν Τὸν ἄγγιξε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον. Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Ἰησοῦς χάθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὰ μάτια τους καί, περνώντας ἀπὸ ἀνάμεσά τους ἀπαρατήρητος, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ναό. Φεύγοντας δὲ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κύριος καὶ διαβαίνοντας ἀπὸ τὸ μέσο τῆς πόλεως, εἶδε κάποιον ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τυφλὸς καὶ τὸν θεράπευσε, κάνοντας τὰ μάτια του νὰ βλέπουν.

Πρέπει δὲ νὰ ξέρουμε ὅτι οἱ μέγιστες ἑορτὲς τῶν Ἰουδαίων εἶναι τρεῖς: Πρώτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία τελεῖται κατὰ τὸν πρῶτο μήνα, πρὸς ἀνάμνηση τῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Δεύτερη εἶναι ἡ Πεντηκοστή, ἡ ὁποία θεσπίστηκε πρὸς ἀνάμνηση τῆς παραμονῆς τους στὴν ἔρημο ἐπὶ πενήντα ἡμέρες, μετὰ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας -πενήντα ἡμέρες, πράγματι, πέρασαν ἀπὸ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρὰς μέχρι ποὺ ἔλαβαν τὸ μωσαϊκὸ Νόμο. (Συνολικὰ βέβαια στὴν ἔρημο ἔμειναν σαράντα χρόνια). Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ γίνεται καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ ἀριθμοῦ ἑφτά, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ἱερός. Τρίτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ἡ ὁποία θεσπίστηκε πρὸς ἀνάμνηση τῆς σκηνῆς, τὴν ὁποία ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε καὶ ἔστησε μὲ ἀρχιτέκτονα τὸν Βεσελεὴλ καὶ ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ σκηνὴ ποὺ εἶδε (ποὺ τοῦ περιέγραψε ὁ Θεὸς) στὴ νεφέλη στὸ ὅρος Σινᾶ. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ διαρκεῖ ἑπτὰ ἡμέρες καί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε καὶ πρὸς ἀνάμνηση τῆς ἐπὶ σαράντα χρόνια παραμονῆς τῶν Ἑβραίων στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν σχετίζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ἐνῶ τελοῦνταν ἡ ἑορτὴ αὐτή, στάθηκε ὄρθιος ὁ Χριστὸς καὶ ἔκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Ἐὰν τὶς διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω». Ἐὰν δηλαδὴ κάποιος αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα, ὄχι γιὰ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἔμενα διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνει ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του.

Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε ὅτι εἶναι Μεσσίας (δηλαδὴ χρισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα βασιλέας καὶ λυτρωτής), ἀφοῦ ἔγινε μεσίτης καὶ συμφιλιωτὴς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ αἰώνιου Πατέρα Του, γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν αἰτία, ἑορτάζοντας τὴν ἑορτὴ αὐτὴ καὶ ὀνομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ἀνυμνοῦμε καὶ τὸν Μεσσία Χριστό, ἀλλὰ συνάμα δηλώνουμε καὶ τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εὑρισκόμενη στὸ μέσο μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ λοιπόν θεσπίστηκε νὰ γίνεται μετὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τῆς Σαμαρείτιδας, διότι καὶ σ’ ἐκείνη τὴν ἑορτὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸ Μεσσία Χριστὸ καὶ περὶ ὕδατος καὶ δίψας, ὅπως καὶ κατὰ τὴν παροῦσα ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Πέραν δὲ τούτου, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὁ διάλογος μὲ τὴ Σαμαρείτιδα ἔγινε ἀρκετὰ πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν. 

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)





Η ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα.ἔτσι τόν δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, «ὅταν ὁ Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή».

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα.διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε "δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό", θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Οταν δηλαδή ὁ Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ Ιακώβου καί τοῦ Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας. "Παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. Ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους".

Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος . «Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ», ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, "ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν" .ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, «ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο. ὁ Ιωάννης "τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά», καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος "πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία», πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι ἐκαθόταν ἐπάνω σ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι ἔγιναν σάν νεκροί ".

Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι αὐτήν πρώτη καί δι αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, "μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό», σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, «ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν Ιησοῦ , τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος ». Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος. "Ἰδέτε», λέγει, «τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς ".

" Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν », λέγει,« μέ φόβο καί χαρά μεγάλη ". Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι 'αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης.

Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος «ὁ Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται». Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; "Αὐτές δέ», λέγει, «προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν». Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς Αποστόλους. Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν Ιωάννη. διότι, λέγει, «τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ιησοῦς, καί λέγει σ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν ". Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, «ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας».

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, "γιατί κλαίεις», ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος , καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, "μή μ ἐγγίζης". Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, "ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν" .ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης, «ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ αὐτήν αὐτά». Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα , καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ. «Ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης", "ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα" .διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ . Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. "Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου", καί "ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή». Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Δείτε σχετικά: 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Ὁμιλία εἰς τόν Ἀπόστολο Θωμά (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




«Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»

Έρχομαι επειγόντως να καταβάλω την οφειλή μου. Διότι, αν και είμαι πτωχός, βιάζομαι να αποσπάσω οπωσδήποτε την ευγνωμοσύνη σας. Είχα δώσει υπόσχεση να φανερώσω την απιστία του Θωμά, και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω.

Η πρόθεσίς μου είναι να εξοφλώ πρώτα τις παλαιότερες οφειλές, για να μη με πιέζουν οι τόκοι που συγκεντρώνονται. Συνεργασθείτε μαζί μου στην καταβολή του χρέους, και ικετεύσετε τον Θωμά να ευλογήση τα χείλη μου με την αγία δεξιά του, με την οποίαν ήγγισε την πλευρά του Δεσπότου, ώστε να νευρώση την γλώσσα μου, για να σας εξηγήσω αυτά που ποθείτε. Και εγώ, ενθαρρυνόμενος με τις πρεσβείες του Αποστόλου και μάρτυρος Θωμά, διακηρύττω την αρχικήν αμφιβολία και την τελικήν ομολογία του, η οποία έγινε κρηπίς και Θεμέλιο της Εκκλησίας μας.

Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθηταί του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργασθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκήρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν. Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια΄ και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσότερο στην πίστη.

Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια». Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγονότα. Είδαμε αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την ανάσταση, επροσκυνήσαμε τον αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη. 

Αντικρίσαμε τα χέρια του που εδέχθησαν τις αιχμές των καρφιών, τα χέρια που κατηγορούν την λύσσα των θεομάχων θηρίων. Αντικρίσαμε τα χέρια που μας ύφαναν την αφθαρσία, αντικρίσαμε και την πλευράν που φανερώνει λαμπρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Αυτήν την πλευρά την οποίαν υμνούν οι άγγελοι και ευλαβούνται οι πιστοί και φρίττουν οι δαίμονες. Υποδεχθήκαμε και εμφύσημα θείον από το θείον στόμα του, εμφύσημα πνευματικόν, εμφύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη.

Εχειροτονηθήκαμε από τον Κύριο, κύριοι της αφέσεως των πλημμελημάτων. Αποκτήσαμε και το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε αυτήν την εντολή: «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια είχαμε την βαθειά χαρά να ακούσωμε από τον Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Διότι δεν ήταν δυνατόν να μην πλουτήσωμε, αφού ευρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Αλλά μόνο συ έμεινες πτωχός, αφού απουσίαζες.

Και τι τους είπεν ο Θωμάς; Είδατε τον Κύριο; Καλώς. Αυτόν λοιπόν που είδατε, να τον σέβεσθε περισσότερο. Αυτόν που παρατηρήσατε, μην παύσετε να τον κηρύττετε. Εγώ όμως «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Και σεις δεν θα είχατε πιστεύσει εάν πρώτα δεν εβλέπατε. Έτσι κι εγώ, εάν δεν ίδω, δεν θα πιστεύσω.

Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, διατήρησε τον ζήλο σου, ώστε βλέποντας εσύ να βεβαιωθή η ψυχή μου. Ζήτησε με επιμονή αυτόν που είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε». Μην παύσης να ερευνάς ειλικρινώς, εάν δεν εύρης τον θησαυρό που ζητείς. Μην παύσης να κρούης την θύρα της αναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι να σου την ανοίξη αυτός που είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν». Αγαπώ τον διχασμό των λογισμών σου, επειδή αναιρεί κάθε διχασμό. 

Αγαπώ την φιλομάθειά σου επειδή καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι να σε ακούω πολλές φορές να λέγης: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Διότι με το να απιστής εσύ, εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Σκάπτοντας εσύ με την δικέλλα της γλώσσης το θείον σώμα, εγώ ακόπως θερίζω τον καρπό και τον συλλέγω για μένα.

Εάν δεν ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια τις πληγές τις οποίες άνοιξαν οι ασεβείς στα άγιά του χέρια, δεν πρόκειται να συγκατατεθώ στους λόγους σας. Εάν δεν βάλω το ίδιο μου το δάκτυλο στα κοιλώματα των καρφιών, δεν θα δεχθώ την καλή σας αγγελία. Εάν δεν κρατήσω με το χέρι μου το ίδιο την πλευρά του ευρισκομένου πέραν από κάθε υποψία μάρτυρος της Αναστάσεως, δεν ημπορώ να πιστεύσω στο δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ισχυρός και βέβαιος, αν δεχθή την συνηγορία από τα γεγονότα. Και κάθε λόγος που στερείται την από τα έργα μαρτυρία, εξαφανίζεται στον αέρα. Έχω να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου. 

Πώς λοιπόν θα διηγηθώ με λόγια εκείνα που δεν παρέλαβα με τους οφθαλμούς μου; Πώς θα πείσω τους απίστους να πιστεύσουν αυτά τα οποία ούτε εγώ έχω παρακολουθήσει; Να ειπώ στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι είδα τον Κύριό μου να σταυρώνεται, δεν τον είδα όμως αναστημένο, παρά μόνον ήκουσα; Και ποίος δεν θα περιπαίξη τα λόγια μου; Ποίος δεν θα περιφρονήση το κήρυγμά μου; Άλλο είναι η απαγγελία λόγων, και άλλο η εμπειρία των πραγμάτων.

Αυτούς τους αμφιβόλους λογισμούς είχεν ο Θωμάς, όταν μετά από οκτώ ημέρες επαρουσιάσθη πάλιν ο Κύριος στους συνηθροισμένους μαθητάς του. Άφησε πρώτα τον Θωμά, κατά τις ημέρες που παρεμβάλλονται, να κατηχηθή από τους συμμαθητάς του, παραχωρώντας έτσι να αναφλεγή από την δίψα της συναντήσεώς του. Και όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας, τότε, την κατάλληλη στιγμή, ο ποθούμενος απεκαλύφθη σ’ αυτόν που τον ποθούσε. 

Και το έκανε αυτό με τον ίδιον τρόπον, όπως πριν, κεκλεισμένων των θυρών, και πάλι, όπως την πρώτη φορά, τους είπε: «ειρήνη υμίν», για να ταυτισθή το γεγονός με το θαύμα, για να βεβαιώση την αναγγελία των Αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια της δευτέρας επισκέψεώς του. «Είτα λέγει τω Θωμά. Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου». Ω ύψος απεράντου φιλανθρωπίας! Ω πέλαγος αμετρήτου συγκαταβάσεως! Δεν επερίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν ανέμεινε να προσέλθη αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη αυτό που ήθελε. 

Δεν τον εστέρησε ούτε για λίγο από την εκπλήρωση της επιθυμίας, αλλά αυτός ο ίδιος ο ποθούμενος προσείλκυσε κοντά του δια της βίας τον εραστήν, ο ίδιος έσυρε με την φωνή, στην πληγή το δάκτυλο αυτού που την ποθούσε, ο ίδιος με την Δεσποτική του γλώσσα ετράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου». Ήκουσα, Θωμά, απών ως άνθρωπος, παρών όμως ως Θεός, αυτά τα οποία είπες στους αδελφούς σου. 

Ήμουν μαζί σας κατά την θεότητα, αν και αποχωρισμένος κατά την ανθρωπότητα. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια σου; Δεν είπες: «έαν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω»; Από τα χείλη σου δεν εξήλθαν τα λόγια αυτά; Αυτά τα λόγια δεν εκφράζουν τους λογισμούς σου; Γι’ αυτά λοιπόν ήλθα πάλι, για τα οποία αμφιβάλλεις. Γι’ αυτό ήλθα πάλι κοντά σας, είμαι εδώ γι’ αυτά ακριβώς που επιθυμείς.

Για σε τον ένα ήλθα και τώρα κοντά σου, εγώ που κατήλθα από τους ουρανούς για το πλανώμενο πρόβατο, χωρίς να εγκαταλείψω τους ουρανούς. Μη λοιπόν διστάσης να μάθης αυτά που ποθείς, μην εντραπής να περιεργασθής αυτά που επιζητείς. Μην αποφύγης να βάλης το δάκτυλό σου επάνω στα ίδια μου τα χέρια. Ανέχομαι και τα περίεργα δάκτυλα, όπως ανέχθηκα και τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπέμεινα την επίθεση των εχθρών. 

Όταν εσταυρώθηκα από τους εχθρούς, δεν ηγανάκτησα, και δεν θα υποφέρω την δική σου έρευνα; «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου», που ετραυματίσθησαν για σας, για να θεραπευθούν τα τραύματα των ψυχών σας. «Ίδε τας χείρας μου» και αναλογίσου αν είμαι εκείνος ο οποίος εκουσίως εσταυρώθη ή μήπως κάποιος άλλος; «Ίδε τας χείρας μου», που άφησα να διατηρήσουν τα σύμβολα της ιουδαϊκής μανίας, ώστε όταν με την συνηθισμένη αναίδειά τους οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως, μου ειπούν ότι εμείς, Κύριε, δεν σε εσταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ’ αυτούς που με επολέμησαν τα χέρια μου με τα αποτυπώματα των πληγών, και θα εντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις με αντικρύσουν. Κοίτα τα χέρια μου και μη νομίσης ότι η αλήθεια της Αναστάσεως είναι φαντασία. Κράτα τα χέρια αυτά ως ομήρους της ιδικής σας αναγεννήσεως. 

Κράτα τα χέρια αυτά ως άγκυρα που ανειλκύσθη από τον βυθό του Άδου. Μη φοβηθής κανένα βιοτικόν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμική μη σε τρομάξη, μη φοβηθής τους αντιθέτους ανέμους, μη φροντίσης καθόλου για τις καταιγίδες και τους σκοπέλους της θαλάσσης των εχθρών. Πλεύσε με θάρρος το πέλαγος του βίου, πλεύσε κρατώντας δυνατά την άγκυρα του πνεύματος, πλεύσε προσέχοντας στον ουρανό σαν σε λιμάνι, πλεύσε φοβούμενος μόνο της ιδικής μου αρνήσεως το ναυάγιο. 

Περιγέλασε τον θάνατον ως νεκρό, περίπαιξε την φθοράν ως ανίσχυρη, χαιρέτισε τον υπέρ εμού θάνατον ως αρχήν εσωτερικής ζωής και «φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου…». Άντλησε με το χέρι σου από την κρήνην αυτήν της ζωής το νάμα που ποθείς και παρηγόρησε την δίψα σου. «Φέρε την χαρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», τοποθέτησε το χέρι σου μέσα στο ιατρείο της φύσεως και απόβαλε το δηλητήριο της προαιρέσεώς σου. 

Ανέχομαι άγγιγμα χεριού που με αγαπά, εγώ που εδέχθην την πληγή της λόγχης. «Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», ώστε να ημπορής να λέγης σε όσους αντιστέκονται στην αλήθεια, ότι μετά την Ανάσταση με είδες και με εξέτασες και με εψηλάφησες με ακρίβεια. «Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου», διότι για σε την διετήρησα έτσι, εγώ ο οποίος εθεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων, προγνωρίζοντας ως Θεός ότι θα θελήσεις να την ιδής σ’ αυτήν την κατάσταση, ώστε βλέποντας συ τα ίχνη του πάθους της σαρκός μου, να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου. 

«Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου» την οποίαν εφύλαξα έτσι όπως την βλέπεις, ώστε, όταν επανέλθω από τους ουρανούς και καθίσω Κριτής ζώντων και νεκρών, να ιδούν οι Ιουδαίοι ενώπιον των οφθαλμών τους να φανερώνωνται τα έργα της κακής εργασίας τους, και να γίνουν αυτοκατάκριτοι. «Και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Είναι κακόν η απιστία. Βυθίζει τον νουν. Η πίστις τον εξυψώνει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή΄ η πίστις φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία και τα αόρατα τα βλέπει καθαρά. Ο άπιστος έχει πλήρη άγνοια. «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». 

Αποδίωξε το νέφος της απιστίας και κοίτα τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Πάρε όλα τα εφόδια για να γίνης άξιος Απόστολος της θεότητός μου. Γίνε όπως πρέπει να είναι εκείνος που συνανεστράφη μαζί μου, και είχε τις εμπειρίες που είχες εσύ. Ομοίως με τους άλλους Αποστόλους εκλήθης, ομοίως με αυτούς ετιμήθης, ομοίως με αυτούς εξοπλίσου. Τα ίδια με εκείνους είδες και συ, σου ενεπιστεύθην σαν φίλο όλο μου το μυστήριο, όπως και σ’ αυτούς. 

Ομοίως με αυτούς κήρυττε την δύναμή μου. Μην ειπής πάλι για δευτέρα φορά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Όσον είμαι μαζί σας, όπως θέλης ημπορείς να με περιεργασθής. 

Όσον έχεις κοντά σου το ουράνιον κλήμα, εξερεύνησε όλους τους κλάδους και τα σταφύλια του. Θα ανεβώ στους ουρανούς από όπου ήλθα στην γη, θα ανέλθω εκεί όπου είμαι, θα ανέλθω ως προς την ανθρωπίνη μου φύσιν εκεί από όπου συγκατέβην για χάρη σας ως προς την θεότητα. 

Θα ανέλθω με τούτο το σώμα, εγώ που χωρίς αυτό έχω εκδημήσει από εκεί, αλλά δεν έπαψα να παραμένω εκεί. Θα ανέλθω με την ιδική σας φύση προς τον πατρικόν κόλπο, εγώ που ευρίσκομαι στους κόλπους του Πατρός. Διότι εξεπλήρωσα το έργο για το οποίον έκαμα όλον αυτόν τον δρόμο.

Αφού λοιπόν ο Θωμάς ήγγισε τα δεσποτικά χέρια και την θεία πλευρά, και εκυριεύθη από δειλία και χαρά με την θέα αυτών που επεθύμησε, κινεί ευθύς την γλώσσα προς υμνωδίαν αναφωνώντας προς τον Κύριον: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός, συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ είσαι αξιοθαύμαστος και παράδοξος ιατρός της φύσεως. Δεν αποκόπτεις με νυστέρι τα παθήματα, δεν καυτηριάζεις με φωτιά τις πληγές, δεν αντλείς από τα βότανα την ισχύ των φαρμάκων, δεν επιδένεις με επιδέσμους ορατούς τα πάσχοντα τραύματα. 

Διαθέτεις αοράτους επιδέσμους ευσπλαχνίας, οι οποίοι αοράτως τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγον οξύτερον από το μαχαίρι, έχεις διδασκαλία πιο δυνατή από την φωτιά, έχεις βλέμμα πιο προσιτό από βάλσαμο. Ως δημιουργός, χωρίς δαπάνη και αντίτιμο, αγιάζεις το δημιούργημά σου. Ως πλάστης, χωρίς να κοπιάσης, μεταπλάττεις τα πλάσματά σου. 

Συ εκαθάρισες λεπρούς με το θέλημά σου, συ έκαμες χωλούς να τρέχουν, συ έδωσες στους παραλύτους να σηκώσουν τα κρεβάτια τους, συ επρόσταξες εκ γενετής τυφλούς να ξεπλύνουν το σκοτεινό τους κάλύμμα, συ εξώρισες τους δαίμονες από τα πλάσματά σου, συ συνελήφθης με την θέλησή σου από τους εχθρούς, συ έπαθες τα πάντα από τους Εβραίους εκουσίως προς χάριν μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ανεγνώρισα τον Δεσπότη μου, ανεγνώρισα τον αλιέα μου και φύλακα, τον Βασιλέα και Κύριό μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην πρόσληψη της φύσεώς μου, πιστεύω στον προσκυνητόν Σταυρόν σου, πιστεύω στα Πάθη της σαρκός σου, πιστεύω στον τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στην Ανάστασίν σου. 

Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με εδίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία εψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριον και Θεόν γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότην Χριστό, ω η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.


Ὁμιλία εἰς τῆν Νέα Κυριακή καί εἰς τὴν Κυριακή τοῦ Θωμά (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)





Θ' αντιληφθής καλύτερα την υπεροχή της Κυριακής απέναντι στις άλλες εορτάσιμες ημέρες και από το εξής. Κάθε άλλη εορτάσιμη ημέρα το έτος φέρει μόνο μια φορά, ενώ την Κυριακή μας την επαναφέρει και ο κάθε μήνας μόνος του τέσσερις φορές· έτσι αυτή με την τόσο συχνή επάνοδο μάς καθιστά όλο το έτος της αληθινής αφέσεως, έτος ευπρόσδεκτο από τον Κύριο. Γι' αυτό και ο Κύριος διδάσκοντάς μας να την εορτάζωμε εμπράκτως με το πέρασμα κάθε εβδομάδος ημερών, εμφανίσθηκε πρώτα στους μαθητάς σε οικία, ενώ απουσίαζε ο Θωμάς, και παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανόν, τους πρόσφερε την ειρήνη και με το εμφύσημα εχάρισε τη χάρι του θείου Πνεύματος· ενέβαλε σ' αυτούς θεία δύναμι να δένουν και να λύουν τις αμαρτίες και τους κατέστησε συμμετόχους της ουράνιας κυριαρχίας, λέγοντάς τους, «λάβετε άγιο Πνεύμα, αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιων, τους συγχωρούνται, αν τις κρατήτε, κρατούνται».

Αυτήν λοιπόν τη δύναμι και χάρι παρέσχε ο Κύριος, εμφανισθείς κατά την ιδία την ημέρα της αναστάσεώς του, που πάντως ήταν Κυριακή· έπειτα παραλείποντας τις ενδιάμεσες ημέρες της εβδομάδος, κατά την ογδόη, δηλαδή την Κυριακή που έχομε σήμερα, έρχεται πάλι στην ίδια οικία, για να εγκαινιάση την πανήγυρί του και οδηγήση τον διστακτικό Θωμά προς την πίστι· διότι κατά τον αγαπημένο ευαγγελιστή και μαθητή του Σωτήρος, «έπειτα από οκτώ ημέρες οι μαθηταί ήσαν πάλι μέσα και ανάμεσά τους ο Θωμάς· έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήσαν κλειστές, εστάθηκε στη μέση τους και λέγει σ' αυτούς, ειρήνη σ' εσάς».

Βλέπετε ότι Κυριακή συνέβηκαν και η συνάθροισις των μαθητών του Χριστού και ο ερχομός του Κυρίου προς αυτούς; Διότι Κυριακή ήταν, όταν για πρώτη φορά ήλθε σε συνάθροισί τους, και μετά οκτώ ημέρες πάλι Κυριακή έρχεται σε σύναξί τους. Εκείνες τις συνάξεις εικονίζει διαρκώς η Εκκλησία του Χριστού με το να επιτελή κυρίως κατά Κυριακή τις συνάξεις, όπου κι' εμείς ευρισκόμαστε ανάμεσά σας και κηρύττομε δημοσία τα χρήσιμα για την σωτηρία και οδηγούμε προς την ευσέβεια και τον ευσεβή βίο.

Κανένας λοιπόν να μη απουσιάζη από αυτές τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις είτε από ραθυμία είτε από την συνεχή ασχολία με τα γήινα, ώστε να μη εγκαταλειφθή δικαίως από τον Θεό και πάθη κάτι παρόμοιο με τον Θωμά που δεν ήλθε στην ώρα του· κι' αν πνιγμένος από τις φροντίδες απουσιάση μια φορά, να ανταποδώση την επομένη, φέροντας τον εαυτό του στην Εκκλησία του Χριστού, για να μη μείνη αμείωτος, αφού, ενώ ασθένησε κατά την ψυχή στην απιστία με έργα και λόγια, δεν προσήλθε στο ιατρείο του Χριστού και δεν εδέχθηκε την ιερά ιατρεία, όπως ο θείος Θωμάς. Υπάρχουν πραγματικά, υπάρχουν όχι μόνο λογισμοί και λόγοι, αλλά και έργα και πράξεις πίστεως (διότι, λέγει, «δείξε μου την πίστι σου από τα έργα σου»), από τα οποία αν εκπέση κανείς τελείως απομακρυνόμενος από την Εκκλησία του Χριστού και επιδιδόμενος αποκλειστικώς στα μάταια, έχει την πίστι νεκρά, δηλαδή ανύπαρκτη, γινόμενος κι' αυτός νεκρός διά της αμαρτίας.

Αλλ' απορούν μερικοί, πώς με κλειστές θύρες εισήλθε ο Χριστός έχοντας σώμα; Διότι, όπως φαίνεται, δεν γνωρίζουν να συγκρίνουν τα πνευματικά με τα πνευματικά και να τα κατανοούν δι' αλλήλων, όπως λέγει ο θείος απόστολος. Διότι, αν δεν έφθειρε τη μήτρα της Παρθένου που τον εγέννησε κατά σάρκα, αφού δεν την έθιξε κατά την γέννησί του αλλά διετήρησε σώα τα σημεία της παρθενίας, μ' όλο που τότε έφερε παθητό και θνητό σώμα, τι το παράδοξο, αν τώρα, που απαθανάτισε το ανθρώπινο πρόσλημμα και έχει αθάνατο σώμα, εισήλθε από κλειστές θύρες; Αλλά επειδή πάντως είχε αθάνατο και απαθές σώμα, πώς λοιπόν είχε τις ουλές και τα τρυπήματα στα χέρια και την πλευρά; Διότι λέγει ο ευαγγελιστής ότι ο Κύριος είπε προς τον Θωμά· «φέρε εδώ τον δάκτυλό σου και ιδέ τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου· και να μη είσαι άπιστος, αλλά πιστός». Πώς είχε λοιπόν τις ουλές; Βέβαια θνητό και παθητό σώμα δεν θα μπορούσε να επιδείξη ουλές και τρυπήματα και παρ' όλα αυτά να μένη σώο και υγιές· το δε απαθές και αθάνατο μπορεί και ουλές να δείξη και τρυπήματα, που έπαθε πρωτύτερα, σε όσους θέλει, και παρ' όλα αυτά να μένη απαθές και αθάνατο.

Εμένα δε τούτο μου επιτρέπει ν' αντιληφθώ και αυτό, ότι δηλαδή τις ουλές φέρουν ως αιώνιο στολίδι όσοι έπαθαν για τον Χριστό. Όπως δηλαδή οι φωταγωγοί των παραθύρων χωρίς να μειώνουν κατά τίποτε την ασφάλεια της οικοδομής, δεν αποτελούν ασχήμια αλλά στολίδι αναγκαιότατο στις οικίες,αφού στέλλουν μέσα το φως και προσφέρουν την προς τα έξω θέα των ενοίκων, κατά τον ίδιο τρόπο τα πάθη επί του σώματος γιά τον Χριστό και τα τρυπήματα από αυτά είναι γι' αυτούς, που τα έχουν φωταγωγοί του ανεσπέρου φωτός και κατά τον καιρό της εκφάνσεως του φωτός εκείνου αυτοί αναγνωρίζονται μάλλον από το θείο κάλλος και την λαμπρότητα, αλλ' όχι μόνο δεν φθείρονται από την απάθεια, αλλά μάλλον είναι πρόξενοι της αθανασίας.

Το δε σώμα του Χριστού που έχει μέσα του την πηγή του φωτός, εκλάμποντας από εκεί εφώτισε νοερώς τον διστάζοντα, ώστε ο Θωμάς να φωνάξη αμέσως με τελεία θεολόγησι, «ο Κύριός μου και ο Θεός». Ο δε Κύριος είπε προς αυτόν, «επειδή με είδες επίστευσες; μακάριοι αυτοί που επίστευσαν χωρίς να ιδούν», δεικνύοντας ότι οι αυτόπτες δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα στη δόξα από εκείνους που οδηγούνται δι' αυτών στην προς τον Κύριο πίστι. Αν δε δεν είπε 'πιστεύοντες' αλλά «πιστεύσαντες», το είπε με την θεία και προγνωστική δύναμι του γνωρίζοντος τα πάντα πριν από τη γένεσί τους, ότι τα εσόμενα είναι γεγονότα.

Κάτι που μόλις τώρα μου ήλθε στο νου, θα το ειπώ προς την αγάπη σας. Πραγματικά βλέπω ότι ο Θωμάς, όταν ήταν απών, έγινε άπιστος, όταν δε ήλθε μαζί με τους πιστεύοντας, δεν αστόχησε καθόλου στην πίστι. Γι' αυτό έβαλα στο νου μου ότι, και ο αμαρτωλός άνθρωπος, μόνο αν αποφύγη την συναναστροφή με τους φαύλους και συναναστρέφεται τους δικαίους δεν θα αστοχήση ποτέ στη δικαιοσύνη και στη γι' αυτήν ψυχική σωτηρία. Κι' αυτό νομίζω ότι υπαινίσσεται και ο ψαλμωδός προφήτης, όταν μακαρίζη τους παρεκκλίνοντας από την συμπαράστασι και συνοδοιπορία με τους διεφθαρμένους, και άλλος προφήτης όταν λέγη, να μη είσαι με πολλούς στην κακία, και ο παροιμιαστής, «στη συνάθροισι των αμαρτωλών θα γίνη πυρκαϊά, ενώ αυτός που συμπορεύεται με σοφούς θα είναι σοφός».

Επομένως, αδελφοί, ας συναθροιζώμαστε και ας επισκεπτόμαστε συχνά την Εκκλησία του Θεού· διότι κάθε πραγματικά ευλαβής παρευρίσκεται και παραμένει σ' αυτήν χωρίς απουσίες. Και όταν ο καθένας σας έλθη σ' αυτήν, ας παρατηρή τους ευλαβέστερους, που μπορεί να τους διακρίνη και μόνο με τη θέα της παραστάσεως σε σιωπή και προσοχή. Ας παρατηρή λοιπόν τους ευλαβέστερους και σεβόμενους τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους, και πλησιάζοντας ας προσκολλάται σ' αυτούς και ας συμπαραστέκεται στον Θεό μαζί με αυτούς. Κι αν εξέλθη από εδώ μετά την απόλαυσι, σε ημέρα Κυριακή, σχολάζοντας από τα επίγεια έργα για τον Κύριο, του οποίου επώνυμος είναι αυτή, ας αναζητή με επιμέλεια, μήπως κάποιος μιμούμενος τους Αποστόλους εκείνους μένη τον περισσότερο χρόνο κατάκλειστος, ποθώντας να επικοινωνήση προς τον Κύριο διά της προσευχής και της ψαλμωδίας σε ησυχία, καθώς και διά της άλλης διαγωγής. Ας προσέλθη λοιπόν και αυτός σ' εκείνον, ας εισέλθη στην οικία του με πίστι, σαν σε ουράνιο χώρο που έχει μέσα την αγιαστική δύναμι του Πνεύματος· ας παρακάθεται με τον ένοικο, ας παραμένη μαζί του, όσο μπορεί, και ας συνομιλή μαζί του περί Θεού και θείων πραγμάτων, ερωτώντας, μαθαίνοντας με ταπείνωσι κι επικαλούμενος την βοήθεια δι' ευχής. Πράττοντας έτσι θα έλθη και προς αυτόν αοράτως - το γνωρίζω καλά - ο Χριστός και θα προσφέρη την ειρήνη μέσα στο λογικό της ψυχής, θ' αυξήση την πίστι, θα δώση μεγαλύτερη δύναμι στον στηριγμό και στον καιρό του θα τον κατατάξη μαζί με τους εκλεκτούς του στη βασιλεία των ουρανών.

Αυτήν είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, στο όνομα αυτού που τώρα απέθανε για μας και αναστήθηκε και ύστερα θα έλθη με δόξα, του βασιλέως των αιώνων Χριστού· διότι σ' αυτόν πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΜΑΡΙΩΤΙΣΣΑΣ ΕΝ ΤΗΝ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου)

Φωτογραφία του Αθανάσιος Καλαμαρινός.



Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος 

«Τη αυτή ήμερα, τη Πέμπτη της Διακαινησίμου, έκκλησιαστικήν εορτήν και πανήγυριν τελούμεν εις τιμήν και μνήμην της Παναγίας Θεοτόκου εν τω φερωνύμω Ναώ και τη κώμη Καμαριωτίσση, εις ανάμνησιν της εκ των εικονομάχων διασώσεως, της ιεράς και σεβάσμιας εικόνος, της Παναγίας της Καμαριωτίσσης· ήτις δια θαυμάσιου και παραδόξου τρόπου, εν τη Σαμοθράκη αφίχθη, των θαλασσίων κυμάτων επιβαίνουσα. Κατέστη δε εν ημίν, Προστάτις υπέρμαχος, αγλάισμα και κλέος λαμπρότατον έτι δε και την προσωνυμίαν τω τόπω προσήνεγκε». 

Στο χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. 

Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.

Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.

Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.

Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.

Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.

Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ' όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.

Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.

Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.

Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.

Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως - όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.

Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».

Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.

Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.

Γι' αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».

Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.

Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγ­μές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν' ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα». Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.



 Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν εικόνα της Θεομήτορος, την εν θαλάσση οφθείσαν, την επισκέπτιν ημών, προσκυνούμεν ευλαβώς και ασπαζόμεθα˙ ότι ηυδόκησεν ελθείν, απαλλάξαι των δεινών και χάριτας δωρ. 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΝ ΜΗΝΥΜΑ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Γ.Ο.Χ.




Παντὶ τῷ πληρώματι τῆς Ἐκκλησίας


«Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρειὅτι Χριστὸςἀνέστη καὶ ᾅδης ἐσκυλεύθη»! «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριοςἀγαλ­λιασώ­μεθα καὶ εὐφρανθῶ­μεν ἐν αὐτῇ»!


Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·


          Κατὰ τὴν ἁγίαν Λαμπρὰν καὶ Φωτοφόρον σημερινὴν ἑορτήνἡ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν πληροῖ τὰς καρδίας πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶνὥστε νὰ συνενώνουν τὰς δοξολογίας αὐτῶν μετὰ τῶν ἐν Οὐρανοῖς Ἁγίων Ἀγγέλωνἀλλὰ καὶ μεθ’ ὅλης τῆς κτίσεωςεἰς ὑμνωδίαν ἄπαυστον καὶ εὐχαριστίαν ἄφατον!
          Ἡ λαφυραγώγησις τοῦ ᾅδου καὶ ἡ Νίκη τῆς Ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου ἐν τῷ Ἀναστάντι Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶνπροοιμιάζει τὴν κλητὴν καὶ ἁγίαν Ἡμέραντὴν βασιλίδα καὶ κυρίανἙορτῶν ἙορτήΠανήγυρις ΠανηγύρεωνΠάσχα Κυρίου Πάσχα!...
* * *

          Ὅμως, τί προηγήθη τῆς Χαρᾶς ταύτης; Τὸ Μυστήριον τοῦ Σταυροῦ: «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ Χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»!
          Ὁ Κύριος ἡμῶν ἠπείγετο ἵνα τελειώσῃ τὸ Ἔργον τῆς Σωτηρίας ἡμῶν καὶ προέλεγε συχνάκις τὸ θεῖον Αὐτοῦ Πάθος, τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασιν Αὐτοῦ. Ἐπορεύθη πρὸς τὸ Πάθος «ἑκουσίᾳ βουλῇ», πιὼν τὸ «Ποτήριον» τοῦ θανάτου ἐν ὑπακοῇ, διὰ νὰ λυτρώσῃ ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον ἐκ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου. Ἐξέπνευσεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἀληθῶς καὶ ἐγνώρισε τὴν «φθορὰν» τοῦ θανάτου, ἤτοι ἐχωρίσθη ἡ ἡνωμένη ὑποστατικῶς μετὰ τῆς Θεότητος Ψυχὴ Αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἡνωμένου ἐπίσης ὑποστατικῶς μετὰ τῆς Θεότητος Σώματος Αὐτοῦ, κατασκηνώσας οὕτως ἐν τῷ θεοδέγμονι Τάφῳ «ἐπ’ ἐλπίδι».
          Διότι, δὲν ἐγκατελείφθη ἡ Ψυχή Του εἰς ᾅδην, οὐδὲ ἡ Σάρξ Του εἶδε διαφθοράν. Τὸ μὲν Δεσποτικὸν Σῶμα ὕπνωσε μικρὸν ἐντὸς τοῦ Τάφου, χωρὶς νὰ πάθῃ διαφθορὰν καὶ διάλυσιν, ἡ δὲ Ψυχὴ Αὐτοῦ μετέβη εἰς ἅδην διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος δεσμίους αὐτοῦ!
          Ἡ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ζωοποίησις τοῦ Σώματος Αὐτοῦ διὰ τῆς ἐπανόδου τῆς Ἀχράντου Αὐτοῦ Ψυχῆς, ἤτοι ἡ Ἀνάστασις Αὐτοῦ, δὲν ἔγινεν ὡς κατόρθωμα διὰ τὸν Ἑαυτόν Του, ἀλλὰ διὰ νὰ παραπεμφθῇ τοῦτο τὸ ἀγαθὸν «εἰς ὅλην τοῦ ἀνθρώπου τὴν φύσιν» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

* * *

          Διὸ καὶ ἡ κοινὴ εὐφροσύνη τῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος διὰ τὴν ἐπιτέλεσιν τῆς Σωτηρίας ἡμῶν, εἶναι κοινὴ εὐφροσύνη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μεταδιδομένη εἰς ἕκαστον τίμιον Μέλος Αὐτῆς.|
          Ἅπαντες οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας «σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν Αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον», διὰ τὴν «νέκρωσιν τοῦ θανάτου», διὰ τὴν «καθαίρεσιν» τοῦ ἅδου καὶ διὰ τὴν ἀπαρχὴν τῆς «ἄλλης βιοτῆς», ἤτοι τῆς αἰωνίου.
          Αἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου ἐλύθησαν, ὁ θάνατος δὲν χωρίζει ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀπερχόμεθα πλέον εἰς τὸν σκοτεινὸν ἅδην, ἀλλ’ εἰς οὐρανίους καὶ φωτεινὰς μονάς, εἰς αἰώνιον διαμονὴν πλήρη παντὸς ἀγαθοῦ!

* * *

          Ἀλλ’ ὅμως, βιοῦμεν ταῦτα πάντα ἀπ’ ἐντεῦθεν ὡς ἀρραβῶνα αἰωνίου κληρονομίας; Πιστεύομεν ὀρθοδόξως καὶ ἀκαινοτομήτως καὶ φυλάσσομεν τὰς ἁγίας Ἐντολάς, ὥστε νὰ ἀξιωθῶμεν τῶν ἀναστασίμων δωρεῶν;
          Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν προτρέπεται ἕκαστον ἡμῶν, ὡς εἰς τὸν φίλον Αὐτοῦ Δίκαιον Ἁβραάμ: «εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος»! Ὁ δὲ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀναφωνεῖ εἰς πάντα πιστόν: «ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου»!...
          Ἡ Χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἡ βίωσις τῆς ἀναστασίμου Ἐλπίδος, ἀποτελεῖ συνάρτησιν τῆς ὀρθῆς ἡμῶν Πίστεως (Ὀρθοδοξίας) καὶ τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως καὶ ἐπαληθεύσεως αὐτῆς εἰς τὴν ζωὴν ἡμῶν  (Ὀρθοπραξίας). Ἀναλόγως τῆς Μετανοίας ἡμῶν, τῆς νίκης ἐπὶ τῶν παθῶν, τῆς καθάρσεως ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπελευθερώσεως ἐκ τῶν δεσμῶν τοῦ πονηροῦ, τῆς ἀξίας καὶ συχνῆς μεθέξεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, λαμβάνομεν τὴν Χάριν καὶ Χαρὰν τῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεως ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου.
          Ἐκ τοῦ κενοῦ Μνημείου ἐξεπήγασεν Ἐλπὶς καὶ Χαρά, καὶ πηγάζει ἀείποτε Εἰρήνη,  Συμφιλίωσις, Ἕνωσις ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Ἀγάπῃ, Κοινωνία ζωῆς, πρόγευσις τῶν Ἐπουρανίων!

* * *

 Τέκνα ἐν Κυρίῳ Ἀναστάντι ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα·

          Μόλις προσφάτως, ὁ Κύριος ἡμῶν ἠξίωσεν ἡμᾶς ὅπως γευθῶμεν μίαν πρώτην Ἀνάστασιν, διὰ μέσου τῆς δωρεᾶς τῆς Ἑνώσεως ἐν τῇ Γνησίᾳ ἡμῶν Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ Ἀδελφῶν ἄχρι τοῦδε κεχωρισμένων, ἐκ τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν δεσμῶν τῆς Ἀληθείας καὶ Ἀγάπης, ἐν ἐλπίδι καταισχύνης τῆς οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως καὶ ἀποστασίας εἰς τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς χρόνους ἡμῶν. Εἴθε ἡ ἀναστάσιμος ἐμπειρία αὕτη νὰ εὐλογηθῇ καὶ νὰ διευρυνθῇ ἔτι περισσότερον, οὐδεὶς δὲ νὰ ἐμμείνῃ δέσμιος εἰς τὸν ᾅδην τῶν ἐμπαθειῶν τοῦ κόσμου τούτου τῆς φθορᾶς, τῆς διαιρέσεως, τῆς ἀπομονώσεως καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως.
          Ἡ ἀναστάσιμος ἡμῶν Ἐλπὶς εἴθε νὰ καταυγάζῃ τὴν Ἐκκλησίαν ἡμῶν καὶ νὰ ὁδηγῇ τὰ διαβήματα πάντων ἡμῶν εἰς τὸν ἀσφαλῆ λιμένα τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας, εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ἅγιον Πάσχα 2014
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ


Ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος
†  Ὁ Ἀ­θη­νῶν ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ  


Τὰ Μέλη


†  Ὁ Ἀτ­τι­κῆς καὶ Δι­αυ­λε­ί­ας ΑΚΑΚΙΟΣ
†  Ὁ Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ Δη­μη­τρι­ά­δος ΜΑΞΙΜΟΣ
†  Ὁ Λα­ρί­σης καί Πλα­τα­μῶ­νος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
†  Ὁ Εὐ­ρί­που καὶ Εὐ­βο­ί­ας ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
†  Ὁ Πει­ραι­ῶς καὶ Σα­λα­μῖ­νος ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ
†  Ὁ Ἀτ­τι­κῆς καὶ Βοι­ω­τί­ας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
†  Ὁ Το­ρόν­το ΜΩΫΣΗΣ
†  Ὁ Ἀµερικῆς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
†  Ὁ Ἔτνα ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
†  Ὁ Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
†  Ὁ Χρι­στι­α­νου­πό­λε­ως ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
†  Ὁ Μα­ρα­θῶ­νος ΦΩΤΙΟΣ
†  Ὁ Πόρ­τλαντ ΣΕΡΓΙΟΣ
†  Ὁ Φιλίππων ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
†  Ὁ Μεθώνης ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
†  Ὁ Νόρα ΜΙΧΑΗΛ
†  Ὁ Λούνης ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
†  Ὁ Γαρδικίου ΚΛΗΜΗΣ
†  Ὁ Βρε­σθέ­νης ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ
†  Ὁ Θε­ου­πό­λε­ως ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ

†  Ὁ Φωτικῆς ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ

ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΥΨΕΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΟΔΟ (Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου)





Εορτάζει 3 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

Η αγία και πανυπέρτιμος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Υψενής» υπήρχε κρυμμένη κάτω από ένα δένδρο ελιάς, στην ομώνυμη περιοχή του χωριού Λάρδος, όπου παλαιά υπήρχε Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον τόπο αυτόν αποσυρόταν συχνά για άσκηση και προσευχή ο Όσιος Πατήρ Μελέτιος (βλέπε 12 Φεβρουαρίου), ο οποίος μία νύκτα έγινε αυτόπτης ενός θαυμαστού θεάματος. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό φωτίζοντας το δένδρο και τον γύρω χώρο.

Έκπληκτος πλησίασε και ερευνώντας βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Θεομήτορος. Η Θεοτόκος την επομένη νύκτα του παρουσιάστηκε σε όνειρο λέγοντάς του, να οικοδομήσει επ ὀνόματί της στον τόπο της ευρέσεως Ναό, για να τοποθετήσει την Εικόνα, και, ιδρύοντας εκεί Μονή, να συνεχίσει σε αυτήν την ασκητική πολιτεία του.

Παράλληλα του υπέδειξε ένα μέρος κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του να σκάψει για να βρει τα αναγκαία χρήματα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Όσιος υπάκουσε στην εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έσκαψε στο μέρος που του υπεδείχθη και βρήκε θαμμένο στη γη θησαυρό με τον οποίο κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις δαπάνες της οικοδομής. Έκτισε τον Ναό, μέσα στον οποίο θησαύρισε την τιμία Εικόνα, και επανίδρυσε την ερειπωμένη Μονή, όπου και έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος της επιγείου ζωής του.

Η θαυματουργός Εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη Μονή τιμωμένη από τους πιστούς και πηγάζουσα θαύματα στους προσερχομένους με πίστη και ευλάβεια.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν σου Εἰκόνα, θαυμαστῶς φανερώσασα, πάλαι τῷ Πατρὶ Μελετίῳ, τῷ Ὁσίῳ δομήτορι, ἐκβλύζεις νῦν ἐκ ταύτης Ὑψενή, τῶν θείων δωρεῶν σου τὴν πηγήν, καταρδεύουσα τὴν ποίμνην σου μυστικῶς, ἐκ πόθου σοι ἐκβοῶσαν· Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Μῆτερ χρηστότητι. 

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ





1. Εἶναι κατάλληλη στιγμὴ σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ· «Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νὰ λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητὴ γιὰ μᾶς καὶ σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σῶμα προσφέρουν τὴ δοξολογία τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε τὰ προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια· «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Καὶ γιατί λέγω τὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Ἄλλαξε τὸ ὄνομά του, γιατὶ δὲ λέγεται πιὰ θάνατος, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ φροντίδα του γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ σταύρωσή Του, ἦταν φοβερὸ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σὰν μιὰ κάποια μεγάλη τιμωρία· «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φάγεις, θὰ πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γεν. 2, 17). Καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸν ὀνόμασε, λέγοντας· «Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στὸν ἄνθρωπο» (Ἰὼβ 3, 23). Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καὶ ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τὸν πατριάρχη Ἰακὼβ ποὺ λέγει· «Θὰ κατεβάσετε τὰ γηρατειὰ μου μὲ λύπη στὸν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τὸν προφήτη· «Ἄνοιξε πολὺ τὸ στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καὶ ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη ποὺ λέγει· «Θὰ μὲ σώσει ἀπὸ τὸν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θὰ βρεῖς νὰ ὀνομάζεται θάνατος καὶ ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καὶ ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση καὶ αὐτές τὶς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ ἔφερε καινούρια καὶ παράξενη συμπεριφορὰ στὴ ζωή μας. Γιατὶ ἀντὶ γιὰ θάνατος λέγεται στὸ ἑξῆς κοίμηση καὶ ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή.

Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ποὺ λέγει· «Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ στὸν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρό. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καινούρια καὶ παράξενα τὰ λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τὰ κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τους τὰ εἶπε πιὸ καθαρά. Καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Θεσσαλονικεῖς, λέγει· «Δὲ θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοια γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καὶ πάλι· «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, ποὺ ἀπομείναμε στὴ ζωή, δὲ θὰ προφθάσουμε ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Γιατὶ ἂν πιστεύουμε καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φέρει μαζί του ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).

2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καὶ ὕπνος; καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρὶν εἶχε φοβερὸ ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετὰ τὴν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρὸ τὸ τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μὲ αὐτὴν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἄπειρα ἀγαθά, μὲ αὐτὴν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μὲ αὐτὴν περιγελοῦμε τὸ θάνατο. Μὲ τὴν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τὴν παρούσα ζωή, μὲ αὐτὴν ἐπιθυμοῦμε σφοδρὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Μὲ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δὲν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε.*Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τὸ τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ διέλυσε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μὲ τὴν ἀνάστασή του τὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἂς χορεύουμε, ἂς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἂν καὶ ὁ Κύριός μας νίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Γιατὶ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν νίκησε ὁ Χριστός.

Τὰ ἴδια τὰ ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καὶ μὲ αὐτὰ τὸν νίκησε. Καὶ ἄκουσε μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ παρθένος καὶ τὸ ξύλο καὶ ὁ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καὶ πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δὲ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τὸ δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στὸν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτὰ ἔγιναν πάλι τὰ σύνεργα τῆς νίκης μας. Στὴ θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στὴ θέση τοῦ ξύλου γιὰ τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στὴ θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μας νίκησε, μὲ τὰ ἴδια νικήθηκε; Κοντὰ στὸ δένδρο νίκησε τὸν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντὰ στὸ σταυρὸ νίκησε τὸ διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στὸν ἅδη, τὸ ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδὴ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Καὶ ἐκεῖνο ἔκρυβε τὸν νικημένο σὰν αἰχμάλωτο καὶ γυμνό, αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τὸν νικητὴ γυμνό, καρφωμένο στὰ ψηλά. Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;». Ἀπὸ θνητοὶ ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε, ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές.

3. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδὴ χαίρονται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἂν γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολὺ περισσότερο θὰ γίνεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τὸ ξανάφερε στὴν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ προσφορὰ μας νίκησε τόσο πολὺ τὸ θάνατο, δὲ φοβοῦμαι πιά, δὲν τρέμω πιὰ τὸν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στὴν ἀδυναμία μου, ἀλλὰ προσέχω στὴν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ γίνει σύμμαχός μου. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τὴ δύναμη, τί δὲ θὰ κάμνει στὸ ἑξῆς γιὰ τὸ γένος ποὺ εἶναι ὅμοιό του, τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὴ μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νὰ πάρει, καὶ μ᾿ αὐτὴν νὰ παλέψει μὲ τὸ διάβολο; Σήμερα παντοῦ στὴν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητὲ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατὶ χαίρονται μαζί μας γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γιατὶ ἂν καὶ εἶναι δική μας ἡ χάρη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καὶ δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι δικός τους καὶ δικός μας, δὲν ντρέπεται νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Καὶ γιατὶ εἶπα, δὲν ντρέπεται; Αὐτὸς μάλιστα ἐπιθυμεῖ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο ποὺ λέγει· «Ἐπιθύμησα πολὺ νὰ φάγω αὐτὸ τὸ Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νὰ φάγει τὸ Πάσχα, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τὶ σοῦ λείπει πιὰ γιὰ νὰ χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἂς μὴν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατὶ σήμερα εἶναι ἑορτὴ πνευματική.

Ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τίποτε στὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀπὸ τὰ χρήματά του. Στὶς ἑορτὲς βέβαια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τὶς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καὶ τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καὶ τῆς πολυτέλειας στὰ τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ φτωχὸς στενοχωρημένος καὶ θλιμμένος, καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατὶ ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρὰ ροῦχα καὶ προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχὸς ὅμως ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια του νὰ δείξει τὴν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ λείπει κάθε τέτοια διάκριση καὶ ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καὶ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχό, καὶ γιὰ τὸ δοῦλο καὶ γιὰ τὸν ἐλεύθερο. Καὶ ἂν εἶσαι πλούσιος, δὲν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ φτωχό. Καὶ ἂν εἶσαι φτωχός, δὲν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸν πλούσιο, οὔτε θὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ξεχωρίζει τὰ πρόσωπα. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι τὸ ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ στὸ φτωχό; Καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ φορᾶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καὶ στὸ φτωχὸ ποὺ κάθεται γιὰ ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τὸ ἴδιο τραπέζι.

Τέτοια λοιπὸν εἶναι τὰ πνευματικὰ δῶρα. Δὲ διαιροῦν τὴν κοινωνία ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση καὶ τὶς σκέψεις τοῦ καθενός. Μὲ τὸ ἴδιο θάρρος καὶ τὴν ἴδια τιμὴ ὁρμοῦν καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ φτωχὸς γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ θεῖα αὐτὰ μυστήρια. Καὶ γιατί λέγω, μὲ τὴν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχὸς ἔρχεται μὲ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατὶ τὸ βασιλιά, ποὺ εἶναι κυκλωμένος ἀπὸ φροντίδες καὶ περιστοιχισμένος ἀπὸ πολλὰ ζητήματα, σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ πέλαγος, ἔτσι ἀπὸ παντοῦ τὸν κτυποῦν τὰ κύματα συνεχῶς καὶ τὸν καταστρέφουν τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχὸς ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καὶ φροντίζοντας μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη τροφή του, καὶ κάμνοντας μιὰ ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη ζωή, σὰν νὰ κάθεται σὲ λιμάνι καὶ γαλήνη, πλησιάζει μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ τραπέζι.

4. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κοσμικές ἑορτές. Γιατὶ ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχὸς εἶναι στενοχωρημένος καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιὰ τὸ τραπέζι καὶ τὴν πολυτέλεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὴ φανταστικὴ ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν ποὺ παθαίνουν στὸ τραπέζι, αὐτὸ παθαίνουν καὶ στὰ ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τὸν πλούσιο ὁ φτωχὸς νὰ φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τὸν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατὶ ἕνα εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιὰ ὅλους. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸ Χριστό» (Γαλ. 3, 27).

Ἂς μὴν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτὴν τὴν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλὰ ἂς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων ποὺ μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς μὴν παραδοθοῦμε στὴ μέθη καὶ στὴν πολυφαγία, ἀλλ᾿ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καὶ ὅτι τίμησε τὸ ἴδιο καὶ τοὺς πλούσιους καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἐλεύθερους, καὶ ἔστειλε σ᾿ ὅλους τὴν ἴδια χάρη, ἂς ἀμείψουμε τὸν εὐεργέτη γιὰ τὴν ἀγάπη του ποὺ δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καὶ ἀμοιβὴ ἱκανοποιητικὴ εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἀρέσει σ᾿ Αὐτὸν καὶ ψυχὴ νηφάλια καὶ ἄγρυπνη. Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρη δὲ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλὰ διάθεση μόνο καὶ καθαρὴ σκέψη. Τίποτε τὸ ὑλικὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τὰ πνευματικά, τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὶς εὐχές τῶν πατέρων, τὶς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀπόρρητων μυστηρίων, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια, καὶ δῶρα πνευματικὰ καὶ ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου ποὺ τὰ δωρίζει.

Ἂς ἑορτάσουμε λοιπόν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέστησε μαζί του τὴν οἰκουμένη. Καὶ αὐτὸς βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τοὺς σωροὺς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καὶ πέθανε, δὲν ἁμάρτησε ὁ Χριστὸς καὶ πέθανε. Καινούριο καὶ παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καὶ πέθανε, αὐτὸς δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Γιὰ ποιὸ λόγο καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε καὶ πέθανε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σὲ κάποιον καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, καὶ γι᾿ αὐτὸ φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει, ἀλλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τὰ δώσει ἐλευθερώνει τὸν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸν Ἀδάμ καὶ στὸ Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδὰμ τὸ θάνατο, καὶ τὸν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δὲ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τὸν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καὶ κατέθεσε τὸ θάνατό του γιὰ χάρη τοῦ φυλακισμένου, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Εἶδες τὰ κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τὸ μέγεθος τῆς φροντίδας του;

Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρὸς αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδὴ πέρασε ἡ νηστεία νὰ γίνουμε πιὸ ἀδιάφοροι. Ἀλλὰ τώρα ἂς φροντίζουμε τὴν ψυχή μας περισσότερο ἀπὸ προηγουμένως, γιὰ νὰ μὴ γίνει πιὸ ἀδύνατη, ἐπειδὴ παχαίνει τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ μὴ παραμελοῦμε τὴν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τὴ δούλη. Γιατὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄφειλος, πές μου, νὰ σκάνουμε ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ νὰ ξεπερνᾶμε τὸ μέτρο; Αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα καταστρέφει καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ἱκανοποιοῦν τὰ λίγα καὶ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα ποὺ συγκεντρώσαμε ἀπὸ τὴ νηστεία. Μήπως λοιπὸν σᾶς ἐμποδίζω νὰ ἀπολαμβάνετε τὰ φαγητὰ καὶ νὰ διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλὰ συμβουλεύω νὰ γίνονται τὰ ἀπαραίτητα, καὶ νὰ σταματήσουμε τὴν πολλὴ διασκέδαση καὶ νὰ μὴ καταστρέφουμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τὸ μέτρο. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνάγκης δὲ θὰ ἀπολαύσει καμιὰ εὐχαρίστηση, καὶ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ πολὺ καλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλές ἀρρώστιες στὸν ἑαυτό τους καὶ ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλὰ τὸ ὅτι θὰ ὑπακούσετε στὶς παραινέσεις μου, δὲν ἀμφιβάλλω, γιατὶ γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.

5. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τὶς παραινέσεις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό, θέλω νὰ μεταφέρω τὸ λόγο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ λαμπρὴ αὐτὴ νύχτα νὰ πάρουν τὴ χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τὰ καλὰ αὐτὰ φυτὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ πνευματικὰ ἄνθη, τοὺς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στὸ σταυρό, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καὶ αὐτοί, προχθές τοὺς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ τώρα ἀναστήθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος μὲ τὸ σῶμα του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, αὐτοὶ ἦταν μὲ τὶς ἁμαρτίες τους νεκροί, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπὸν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καὶ μενεξέδες καὶ ἄλλα λουλούδια. Τὰ νερὰ ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ τῆς γῆς.
Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἂν βγῆκαν ἀπὸ τὰ νερὰ λιβάδια μὲ λουλούδια. Γιατὶ οὔτε ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβγαλε τὰ εἴδη τῶν φυτῶν γιατὶ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλὰ γιατὶ ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καὶ τὰ νερὰ ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μὲ ζωή, ἐπειδὴ ἄκουσαν· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καὶ ἡ προσταγὴ πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανὰ ζῶα. Ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἴδια προσταγὴ ἔκαμε τὰ πάντα. Τότε εἶπε· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά», τώρα ὅμως δὲ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Τότε τὰ νερὰ ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ τὰ ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατὶ λέγει· «Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτὸς ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ψαρεύουν βγάζουν ἀπὸ τὰ νερὰ τὰ ψάρια, καὶ ὅσα ψαρέψουν τὰ νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τοὺς ρίχνουμε μέσα στὰ νερὰ καὶ παίρνουν ζωὴ ἐκεῖνοι ποὺ ψαρεύονται.

Ὑπῆρχε κάποτε καὶ στοὺς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μὲ νερό. Ἀλλὰ μάθε ποιὰ δύναμη εἶχε, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ τὴ φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καὶ νὰ μπορέσεις νὰ ἀντιληφθεῖς τὸ δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καὶ τάραζε τὸ νερό, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπὸ τὸ κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἀφοῦ ἁγίασε τὰ νερὰ θεράπευσε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκεῖνος ποὺ κατέβαινε ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο δὲ θεραπευόταν πιά, γιατὶ στοὺς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στοὺς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους ποὺ σύρονταν στὸ ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερο ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος. Καὶ ἂν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη τὴν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νερά, δὲν ξοδεύεται ἡ χάρη, δὲν τελειώνει ἡ δωρεά, δὲ μολύνονται τὰ νερά, δὲν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.
Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ σήμερα καὶ αὐτὴ τὴ νύχτα γίνατε πολίτες στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στὶς πολλές δωρεές, γιὰ ν᾿ ἀποσπάσετε πιὸ ἄφθονη τὴ χάρη. Γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νὰ ζεῖς ἀδιάφορα στὸ ἑξῆς, ἀλλὰ ὅρισε στὸν ἑαυτό σου νόμους καὶ κανόνες, ὥστε νὰ κάνεις τὰ πάντα στὴν ἐντέλεια καὶ νὰ φυλάγεσαι πολὺ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατὶ ὅλη ἡ παρούσα ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ πάλη, καὶ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνουν μιὰ γιὰ πάντα στὸ στάδιο αὐτὸ τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατὶ καθένας ποὺ ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατὴς σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δὲ βλέπεις στοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται νὰ παλέψουν μὲ ἀνθρώπους, καὶ μὲ πόση ἐγκράτεια κάνουν τὴν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ γίνεται. Ἐπειδὴ ἡ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἐγκράτειά μας ἂς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καὶ τὰ ὅπλα μας, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.

Ἂς ἔχουν λοιπόν καὶ τὰ μάτια περιορισμοὺς καὶ κανόνες, ὥστε νὰ μὴν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα ποὺ συναντοῦν. Καὶ ἡ γλώσσα ἂς ἔχει φράχτη, ὥστε νὰ μὴ τρέχει πρὶν ἀπὸ τὸ νοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν καὶ τὰ δόντια καὶ τὰ χείλη δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ ποτὲ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τὶς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλὰ τὰ δικά της, τότε μὲ κάθε σεμνότητα νὰ προχωρήσει καὶ νὰ προφέρει τέτοια λόγια, γιὰ νὰ ὠφελεῖ ἐκείνους ποὺ ἀκούουν καὶ νὰ λέγει ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀκροατῶν. Καὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἐντελῶς τὰ ἄπρεπα γέλια, νὰ ἔχει ἤρεμο καὶ ἥσυχο βάδισμα νὰ ἔχει σεμνὸ ντύσιμο, καὶ γενικὰ πρέπει νὰ ρυθμίζει τὰ πάντα ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ καλὴ διαγωγὴ τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ψυχή μας.

6. Ἑάν φέρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἑαυτούς μας σὲ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στὸ ἑξῆς μὲ εὐκολία τὸ δρόμο μας, θὰ κατορθώσουμε ὅλη τὴν ἀρετή, καὶ δὲ θὰ χρειασθοῦμε πολὺ κόπο καὶ θὰ προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι λοιπόν θὰ μπορέσουμε καὶ τὰ κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νὰ περάσουμε μὲ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.