A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν




ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία.

 Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.

Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.

Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει.

ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.

Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.

Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι».

Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.

ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ᾖρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.

Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.

Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.

Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.

Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα.

-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι;
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες:
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου!
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα:
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά;
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν:
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου:
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο.

Ἐγὼ ρώτησα τότε:
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.

Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ᾖρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ᾖλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος:
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς,
Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω;
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα:
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις,
«οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά».

Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.

Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς  

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ( Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)





Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖνἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόνσταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθιστ’ 24). Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»; Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ»;


«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆςπού γιά τόν καθέναμας εἶναι δικά του. «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.

«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματαἤ πάθηπού – στόν κάθε ἄνθρωπο –εἶναι δικά τουΜέ ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ γήινου βίου μας.

«Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» – ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.

«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁμαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένοςὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητήἀγρυπνάει ἀκοίμητος ὁΧριστόςΠιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.

«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» γίνεται γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁἀληθινός μαθητής Του σέβεται καί θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ σάν τόν μόνο σκοπό τῆς ζωῆςτου. Αὐτές οἱ πανίερες ἐντολές γίνονται γι᾽ αὐτόν σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο συνεχῶς σταυρώνει τόν παλαιό του ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» του (Γαλ. ε’ 24).

Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι φανερό γιατίγιά νά λάβουμε τόν σταυρό μαςεἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀπαρνηθοῦμεπροηγουμένως τόν ἑαυτό μας μέχρι καί ν᾽ ἀπολέσουμε ἀκόμα καί τή ζωή μαςΤόσο βαθιά καί τόσο πολύ ἔχει συνηθίσει στήν ἁμαρτία καί οἰκειώθηκε σ᾽ αὐτήν ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας, πού ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά ἀποκαλεῖ αὐτή τή φύση ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.

Γιά νά δεχτοῦμε τόν σταυρό στούς ὤμους μαςπρέπει πρῶτα νά πάψουμε νά ἱκανοποιοῦμε τό σῶμα στίςἰδιότροπές του ἐπιθυμίες παρέχοντάς του μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή τουΠρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀλήθειά μας εἶναι ἕνα σκληρότατο ψέμα μπροστά στόν Θεό καί ἡ λογική μας εἶναι μιά τέλεια ἀνοησία. Τέλος: ἀφοῦ παραδοθοῦμε στόν Θεό μ᾽ ὅλη τή δύναμη τῆς πίστης μας καί ριχτοῦμε στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τό δικό μας θέλημα.

Ὅποιος πραγμάτωσε μιά τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἱκανός νά λάβει τόν σταυρό τουΑὐτός μέ ὑπακοή καί ὑποταγή στόν Θεό καί ἐπικαλούμενος τή βοήθειά Του γιά νά ἐνισχυθεῖ ἔναντι τῆς ἀδυναμίας του, ἀτενίζει δίχως φόβο καί ἀμηχανία τή θλίψι πού προσεγγίζει. Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του προετοιμάζεται μεγαλόψυχα καί γενναῖα νά τήν ὑπομείνει, ἐλπίζει ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς θλίψεως θά γίνει κοινωνός καί συμμέτοχος τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί φτάνει τή μυστική ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά του, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τήν πράξη, τήν ἴδια τή ζωή του.

Ὁ σταυρός εἶναι καί παραμένει βαρύς καί καταθλιπτικόςἐνόσω παραμένει ὁ σταυρός μαςὍταν ὅμως μεταμορφωθεῖ σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός. «Ὁ ζυγός μου», εἶπε ὁ Κύριος, «χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια’ 30).

Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τόν σταυρό στούς ὤμους τουὅταν παραδέχεται πώς εἶναι ἄξιος τῶνθλίψεων πού ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ καταπέμπειὉ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τότε φέρει καί ὑπομένει τόν σταυρό του σωστά, ὅταν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ θλίψεις πού τοῦ στάλθηκαν εἶναι ἀκριβῶς -αὐτές καί ὄχι ἄλλες- εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ἐν Χριστῷ μόρφωσή του καί τή σωτηρία του. Τότε φέρουμε καρτερικά τόν σταυρό μας, ὅταν ἀληθινά ἀντιλαμβανόμαστε καί ἀνα γνωρίζουμε τό ἁμάρτημά μας. Σ᾽ αὐτή τή συναίσθηση τοῦ ἁμαρτήματός μας δέν ὑπάρχει καμιά αὐταπάτη. Ὡστόσο, ὅποιος παραδέχεται τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ταυτόχρονα γογγύζει καί μοιρολογάει ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του, ἀποδεικνύει μ᾽ αὐτό ὅτι μέ τό νά παραδέχεται τήν ἁμαρτία του ἐπιφανειακά, κολακεύει μονάχα τόν ἑαυτόν του καί τόν ξεγελᾶ.

Τό νά ὑπομένουμε καρτερικά τόν σταυρό μας ἀποτελεῖ ἀληθινή μετάνοιαἘσύ, ἀδελφέ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, ἐξομολογήσου στόν Κύριο μέσα στή δικαιοσύνη καί τή χρηστότητα τῶν κριμάτων Του. Μέ τήν αὐτοκατάκριση δικαίωσε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί θά λάβεις ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.

Ἐσύπού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρόγνώρισε τόν Χριστό – καί θά σοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ πύλη τοῦΠαραδείσουἈπό τόν σταυρό σου δοξολόγησε τόν Κύριο, ἀποκρούοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου κάθε λογισμό μεμψιμοιρίας καί γογγυσμοῦ, ἀπορρίπτοντάς τον σάν ἔγκλημα καί σάν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν κορυφή τοῦ σταυροῦ σου εὐχαρίστησε τόν Κύριο γιά τήν ἀνεκτίμητη δωρεά – γιά τόν σταυρό σου. Εὐχαρίστησε γιά τό πολύτιμο προνόμιό σου, τό προνόμιο νά μιμεῖσαι τόν Χριστό μέ τά βάσανα καί τό μαρτύριό σου.

Ἀπό τό σταυρόὅπου εἶσαι σταυρωμένοςθεολόγησεγιατί ὁ σταυρός εἶναι τό ἀληθινό καί μόνο σχολεῖο,φυλακτήριο καί ἁγία τράπεζα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας.

Ἔξω ἀπό τόν σταυρόδίχως τόν σταυρόδέν ὑπάρχει ζῶσα γνώση ΧριστοῦΜή ἀναζητᾶς τή Χριστιανική τελείωση στίς ἀνθρώπινες ἀρετές. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ τελείωση. Αὐτή εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετατρέπεται σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φέρει τόν σταυρό του μέ ἐνεργό τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη κολασμοῦ.
Φέρνει κανείς τό σταυρό τουὅταν σηκώνει τόν σταυρό του μέ εὐχαριστία πρός τόν Χριστό καί μέδοξολόγησή ΤουΣάν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας μέσα στόν βασανισμένο ἄνθρωποἐμφανίζεται ἡ πνευματική παρηγοριάἩ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνονται πλουσιώτατη πηγή ἀσύλληπτης καί αἰώνιας χαρᾶς, πού ξεπηδάει μέ χάρη ἀπό τήν καρδιά, ξεχύνεται στήν ψυχή καί στό ἴδιο τό σῶμα.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦμονάχα στήν ἐξωτερική του ὄψηγιά τούς σαρκικούς ὀφθαλμούςεἶναι πεδίο καίχῶρος σκληρός καί δύσκολοςΓιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού Τόν ἀκολουθεῖ, ὁ σταυρός εἶναι πεδίο καί χῶρος ὑψίστης πνευματικῆς ἡδονῆς καί ἀπολαύσεως. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτή ἡ ἡδονή καί ἀπόλαυση, ὥστε ἡ θλίψη πνίγεται καί σβήνει ὁλότελα ἀπό τήν ἀπόλαυση. Καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ, αἰσθάνεται μονάχα ἡδονή τήν ὥρα πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά πιό σκληρά βάσανα. Ἔλεγε ἡ νεαρή Μαύρα στόν νεαρό σύζυγό της Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέμενε φοβερά βασανιστήρια καί πόνους καί τήν καλοῦσε νά δεχτεῖ καί ἐκείνη τό μαρτύριο: «Φοβοῦμαι, ἀδελφέ μου, μήπως τρομάξω, ὅταν θά δῶ τά φοβερά βασανιστήρια καί τόν ἐξοργισμένο ἡγεμόνα, μήπως ἀποκάμω σέ καρτερία καί ὑποκύψω ἐξαιτίας τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας». Ὁ μάρτυρας Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε τότε: «Ἔλπιζε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τά βασανιστήρια θά εἶναι γιά σένα λάδι, πού ξεχύνεται ἀπάνω στό σῶμα σου καί πνεῦμα δρόσου στά κόκκαλά σου, πού θά ἀνακουφίζει ὅλες σου τίς ἀσθένειες».

Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἰσχύς καί ἡ δόξα ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἉγίωνὉ Σταυρός εἶναι ἰατήρας τῶν παθῶν, ἐξολοθρευτής τῶν δαιμόνων. Θανάσιμος εἶναι ὁ σταυρός γιά ἐκείνους, πού τόν σταυρό τους δέν τόν μεταμόρφωσαν σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό τόν σταυρό τους γογγύζουν κατά τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Σταυρός εἶναι γιά ἐκείνους πού τόν μέμφονται καί τόν βλασφημοῦν καί παραδίδονται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση.
Οἱ ἁμαρτωλοίπού δέν ἐξομολογοῦνται καί δέν μετανοοῦνπεθαίνουν πάνω στόν σταυρό τους μέ θάνατοαἰώνιοΜέ τό νά μήν ὑπομένουν καρτερικά ἀποστεροῦνται τήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή μέσα στόν Θεό. Τούς ἀποκαθηλώνουν ἀπό τόν σταυρό τους, γιά νά κατέβουν σάν ψυχές στόν αἰώνιο τάφο.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ πού ‘ναι σταυρωμένος ἀπάνω του.Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ‘ναι σταυρωμένος πάνω στό σταυρό του, φρονεῖ τά ἄνω, μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ζεῖ στόν οὐρανό καί καθορᾶ τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Κύριος, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Άγγελοι συλλειτουργοί στην Θεία Λειτουργία





O Άγιος Νήφων, Επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του. Κάποτε, σε μια Θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η Βασιλεία...», ο Άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το Άγιο Θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο Τρισάγιος Ύμνος από τον λαό, τέσσερις Άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.

Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.

Λίγο πριν από την είσοδο των Τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο Άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και νά! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το ενααπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα Τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίο ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!

Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το Άγιο Δισκάριο και το Άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. 'Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε Αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον Λειτουργό. Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος Αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην Αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα Τίμια Δώρα, οι Άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει. Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!» Τότε βλέπει πάλι ο Δίκαιος έναν Άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το Αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το Σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.

«Όταν ο ιερέας λέει τα Άγια τοις Αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα Άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι Άγιος!» -«Και τι είναι Αγιοσύνη, πάτερ;» -«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη Θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…». Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο Άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα Θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι Άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. 'Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.

Τότε τα Άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την Αγία Λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα Του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των Αγίων Αγγέλων!
Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο.


Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδίον στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία διαχύθηκε και πάλι ολόγυρα. 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. 

Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος• «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1). Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).

Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).


Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα.

Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα.
Ἀλλά λένε, ὅτι σ᾽ αὐτό πέθανε σταυρωμένος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό δέν ἀνεχόμαστε νά βλέπωμε τό σχῆμα καί τό ξύλο στό ὁποῖο ἔχει θανατωθῆ. Πῶς διαγράφηκε καί πῶς ἀφανίστηκε τό χρεώγραφο πού μᾶς βάραινε μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος στό ἀπαγορευμένο ξύλο τοῦ Παραδείσου; Πῶς δεχτήκαμε καί πάλι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Μέ τί δέ ὁ Χριστός ἀπέβαλε καί ἀπεμάκρυνε τελείως τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθηκαν στήν φύσι μας ἀπό τό ξύλο τῆς παρακοῆς. Μέ τί τίς κατήσχυνε θριαμβευτικῶς καί ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τήν ἐλευθερία; Μέ τί ἐλύθηκε τό μεσότοιχο καί καταργήθηκε καί θανατώθηκε ἡ πρός τόν Θεό ἔχθρα μας καί διά μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μέ τόν Θεό καί διδαχθήκαμε τήν πρός Αὐτόν εἰρήνη; Ὄχι στόν Σταυρό καί διά τοῦ Σταυροῦ; Ἄς ἀκούσουν τόν ἀπόστολο, πού στούς μέν Ἐφεσίους γράφει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἠ εἰρήνη σας, αὐτός πού ἔλυσε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, γιά νά οἰκοδομήσει μέσα του τούς δύο σ᾽ ἕνα νέον ἄνθρωπο, ἐπιβάλλοντας εἰρήνη, καί γιά νά συνδιαλλάξη καί τούς δύο σ᾽ ἕνα σῶμα μέ τόν Θεό διά τοῦ Σταυροῦ, φονεύοντας τήν ἔχθρα πού εἶναι σ᾽ αὐτόν» (Ἐφ. 2, 14-16). Πρός τούς Κολοσσαεῖς δέ γράφει, «ἐνῶ ἤσαστε νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τήν ἀκροβυστία τῆς σάρκας σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τά παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τό χειρόγραφο πού περιεῖχε τίς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπό τή μέση καί καρφώνοντάς το στόν Σταυρό• ξεγυμνώνοντας δέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, τίς διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες ἐπάνω στό Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δέν θά τιμήσωμε λοιπόν ἐμεῖς καί δέν θά χρησιμοποιήσωμε τό θεῖο τοῦτο τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τό ὁποῖο καί μόνο μέ τή θέα του, τόν μέν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καί διαπομπεύει καί καταισχύνει, διακηρύσσοντας τήν ἧττα καί τήν συντριβή του, δοξάζει δέ καί μεγαλύνει τόν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στόν κόσμο τή νίκη του; Καί ὅμως, ἄν ὁ Σταυρός εἶναι παραβλεπτέος, διότι σ᾽ αὐτόν ὑπέμεινε τόν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δέν πρέπει νά εἶναι σεβαστός καί σωτήριος. Πῶς λοιπόν κατά τόν Ἀπόστολο βαπτισθήκαμε στόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 3); Πῶς δέ θά συμμετάσχωμε καί στήν Ἀνάστασή Του, ἄν βέβαια ἔχουμε γίνει σύμφυτοι μέ τόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, ἄν κανείς προσκυνοῦσε σχῆμα Σταυροῦ πού δέν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τό δεσποτικό ὄνομα, δικαίως θά κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδή δέ «στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά καμφθοῦν ὅλα τά γόνατα, τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τοῦτο δέ τό προσκυνητό Ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο ἀνόητο θά ἦταν νά μή γονατίζωμε στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλ᾽ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζί μέ τά γόνατα καί τίς καρδιές, ἐμπρός, ἄς προσκυνήσωμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στόν τόπο ὅπου στάθηκαν τά πόδια Του καί ὅπου ἐξαπλώθηκαν τά χέρια πού συνέχουν τό σύμπαν. Ἐκεῖ ὅπου τεντώθηκε γιά μᾶς τό ζωαρχικό σῶμα. Καί, προσκυνώντας καί ἀσπαζόμενοι αὐτόν μέ πίστι, ἄς παίρνωμε πλούσιον τόν ἀπό ἐκεῖ ἁγιασμό καί ἄς τόν φυλάττωμε. Ἔτσι καί κατά τήν ὑπερένδοξη Μέλλουσα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς Τον νά προηγεῖται λαμπρῶς, θά ἀγαλλιάζωμε καί θά χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι ἐπετύχαμε τήν ἀπό τά δεξιά θέσι καί τήν ὑπεσχημένη μακαρία φωνή καί εὐλογία, σέ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιά μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διότι σ᾽ Αὐτόν πρέπει δοξολογία μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Γένοιτο.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου,
νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος
καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.




Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (Δύναμη, Σημασία καὶ Θαύματά του)



«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης.
Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωμα.

Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγμα.

Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα

καὶ τῶν δαιμόνων
τὸ τραῦμα»
(Ἐξαποστειλάριον) 








Εἰσαγωγικά

Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες ὁ σταυρὸς ἦταν ὄργανο ἀτιμωτικῆς τιμωρίας καὶ φρικτοῦ θανάτου. Οἱ Ρωμαῖοι καταδίκαζαν στὴν ποινὴ τῆς σταυρώσεως τοὺς πιὸ μεγάλους ἐγκληματίες.
Σήμερα ὁ σταυρὸς κυριαρχεῖ σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν, σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς ὄργανο θυσίας, σωτηρίας, χαρᾶς, ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος. Ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «αὐτὸ τὸ καταραμένο καὶ ἀποτρόπαιο σύμβολο τῆς χειρότερης τιμωρίας τώρα ἔχει γίνει ποθητὸ καὶ ἀξιαγάπητο». Παντοῦ τὸ βλέπεις. «Στὴν ἁγία Τράπεζα, στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, στὴ θεία λειτουργία, στὰ σπίτια, στὶς ἀγορές, στὶς ἐρημιὲς καὶ στοὺς δρόμους, στὶς θάλασσες, στὰ πλοῖα καὶ στὰ νησιά, στὰ κρεββάτια καὶ στὰ ἐνδύματα, στοὺς γάμους, στὰ συμπόσια, στὰ χρυσὰ καὶ τ᾿ ἀσημένια σκεύη, στὰ κοσμήματα καὶ στὶς τοιχογραφίες... Τόσο περιπόθητο σ᾿ ὅλους ἔγινε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτὴ χάρη.»
Πράγματι, ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σὰν ὁρατό, σχηματικὸ σύμβολο, ἀλλὰ καὶ σὰν ἱερὴ χειρονομία. Τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ δεσπόζει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί ὅμως;
Γιατὶ ἀπὸ τότε, ποὺ πάνω στὸν σταυρὸ καρφώθηκε καὶ πέθανε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς τιμωρίας ἔγινε ὄργανο σωτηρίας. «... Οὐ γὰρ ἔτι καταδίκης ἐστι τιμωρία, ἀλλὰ τρόπαιον ἐδείχθη ἡμῖν σωτηρίας», λέει ἕνα τροπάριο. Τὸ ἀντικείμενο τῆς αἰσχύνης ἔγινε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς κατάρας τὸ σύμβολο, ἔγινε «ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον». Τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ θανάτου τὸ ξύλο, ἔγινε «χαρᾶς σημεῖον» καὶ «ζωῆς ταμεῖον». Καὶ ὅλ᾿ αὐτά, ἐπειδὴ πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, μαζὶ μὲ τὸ πανάχραντο σῶμα Του, ὁ Κύριος κάρφωσε καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς χάρισε «πάντα τα παραπτώματα, ἑξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον... προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῶ.»
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο μᾶς εἶχε χωρίσει ὁ διάβολος, ἐξαπατώντας τοὺς προπάτορες. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἄνοιξε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ μέχρι τὴ σταύρωση Ἐκείνου ὁ ἅδης κατάπινε ἀχόρταγα ἀκόμη καὶ τοὺς δικαίους. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει τόση δύναμη καὶ χάρη, τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού, ὅταν σταυρώθηκε, τὴ μεταβίβασε μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀκατάληπτο στὸν τίμιο σταυρό Του, ὅπως σοφὰ μᾶς λέει καὶ ἡ ὑμνολογία: «Ὁ σταυρός σου, Χριστέ, εἰ καὶ ξύλον ὁρᾶται τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ θείαν περιβέβληται δυναστείαν, καὶ αἰσθητῶς τῷ κόσμω φαινόμενος, νοητῶς τὴν ἡμῶν θαυματουργεῖ σωτηρίαν...».
Ὁ σταυρὸς λοιπὸν ἔγινε τὸ σύμβολο τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Σύμβολο, ποὺ τρέμουν τὰ δαιμόνια.

Ἡ ἀνεκτίμητη ἀξία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἂν εἶναι ὅμως πράγματι ἔτσι, γιατί τότε ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἀρνοῦνται, ἀποστρέφονται καὶ ἀτιμάζουν τὸν σταυρό; «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμίν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια...».
Πράγματι, ὁρισμένοι αἱρετικοὶ εἶναι «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ». Ὁ σταυρός, λένε, εἶναι ὄργανο ἐγκλήματος, καὶ ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία ἡ ἀπόδοση σ᾿ αὐτὸν τιμῆς. Ὑποστηρίζουν μάλιστα πὼς ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιοῦσε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι πλανεμένη. Πρῶτον, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρό, σὰν ἕνα τυχαῖο γεωμετρικὸ σχῆμα. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ τιμὴ πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔχει τὴν ἀρχή της στοὺς ἀποστολικοὺς ἤδη χρόνους. Τρίτον, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανέρωσε μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, σὲ διάφορες περιπτώσεις καὶ ἐποχές, ὅτι ὁ σταυρὸς ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του. Καὶ τέταρτον, ἐπειδὴ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔγιναν καὶ γίνονται ἐξαίσια θαύματα.
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά.

Α´. Ἡ τιμὴ στὸν σταυρὸ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη 
μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό

Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾶ τὸν σταυρὸ αὐτὸ καθεαυτό, ὡς ἁπλὸ σχῆμα, ἀποδεσμευμένο ἀπὸ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Αὐτὸ θὰ ἦταν πράγματι εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ τὸν τιμᾶ, ὡς τὸ σύμβολο τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει ἡ χάρη, ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἀσπάζεται καὶ τὸν προσκυνεῖ ὡς τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. 24, 30), ποὺ ἔχει προσλάβει μυστικὰ καὶ ἀκατάληπτα, ὅπως εἴπαμε, τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του.
Βλέποντας ὁ πιστὸς τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσκυνώντας τὸν «τύπον» καὶ τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ προσκυνεῖ τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. «Δὲν ἀσπαζόμαστε τὸν σταυρὸ ὡς Θεό, ἀλλὰ δείχνουμε ἔτσι τὴ γνήσια διάθεση τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο», γράφει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τίμιο Ξύλο, «προσκυνοῦμε καὶ τὸν τύπο τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ἂν καὶ εἶναι ἀπὸ διαφορετικὴ ὕλη κατασκευασμένος, ὄχι βέβαια τιμώντας τὴν ὕλη, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τὸν τύπο, ὡς σύμβολο τοῦ Χριστοῦ».
Πόσο δίκαιο ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, θὰ διαπιστώσουμε παρακάτω, ἐξετάζοντας τὴν ἁγιαστικὴ καὶ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.

Β´. Ἡ τιμὴ στὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ 
ὑπῆρχε πάντοτε καὶ ἐξαρχῆς στὴν Ἐκκλησία

Ἡ ἀρχὴ τῆς τιμῆς πρὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ χάνεται στὰ βάθη τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, μιὰ καὶ μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει: «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ».
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος καταδικάστηκε σὲ θάνατο σταυρικό, ὅπως ὁ Κύριος. Τόσο τιμοῦσε ὅμως τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὥστε ἱκέτευε τοὺς δημίους του: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μὲ σταυρώσετε ὄρθιο, ὅπως τὸν Χριστό μου. Ἐκεῖνος σταυρώθηκε ἔτσι γιὰ νὰ βλέπει στὴ γῆ, ἐπειδὴ θὰ πήγαινε στὸν ἅδη νὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχές, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἐμένα ὅμως νὰ μὲ σταυρώσετε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, γιὰ νὰ βλέπω τὸν οὐρανό, ὅπου πρόκειται νὰ πάω.»
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ (σχήματος Χ), ἀναφώνησε μὲ δέος καὶ συγκίνηση: «Χαῖρε, σταυρέ, ποὺ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάστηκες καὶ μὲ τὰ μέλη του, σὰν μὲ μαργαριτάρια, στολίστηκες! Πρὶν καρφωθεῖ ἐπάνω σου ὁ Κύριός μου, ἤσουν φοβερὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τώρα ὅμως ὅλοι οἱ πιστοὶ γνωρίζουν πόση χάρη εἶναι κρυμμένη μέσα σου. Ἄφοβα καὶ χαρούμενα σὲ πλησιάζω. Πρόθυμα δέξου με κι ἐσύ, τὸν μαθητὴ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ... Ὦ μακάριε καὶ παμπόθητε σταυρέ, πάρε με ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παράδωσέ με στὸν Δάσκαλό μου!».
Τὴν ἀρχαιότητα τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀπολογητές, ὁ Τερτυλλιανός (περίπου 160-220 μ.Χ.), ποὺ γράφει: «Ὁπουδήποτε κι ἂν πρόκειται νὰ φθάσουμε, γιὰ ὁπουδήποτε κι ἂν πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, ὅταν φθάνουμε καὶ ὅταν ξεκινοῦμε, ὅταν βάζουμε τὰ παπούτσια μας, ὅταν πλενόμαστε, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι, ὅταν πέφτουμε στὸ κρεββάτι, ὅταν καθόμαστε στὸ σκαμνί, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια συζήτηση, κάνουμε στὸ μέτωπό μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ» (De corona 3,11).

Γ´. Ὁ Θεὸς φανερώνει μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα 
τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις, μὲ τρόπο κραυγαλέο, πὼς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε σ᾿ ἐλάχιστα παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ ἀναρίθμητα ποὺ διασώζουν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ τὰ Συναξάρια.
1. Ὁ γνωστὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (†340), σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, περιγράφει ἐναργέστατα καὶ ἀδιάψευστα τὸ πασίγνωστο περιστατικὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ φωτεινοῦ σταυροῦ στὸν Μ. Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.
2. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραπάνω ὑπερφυσικὴ φανέρωση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ἔγινε καὶ μία ἄλλη, πάλι μπροστά σε ἀναρίθμητους αὐτόπτες μάρτυρες, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Κωνστάντιος, γιὸς τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Κύριλλος. Τὸ θαῦμα διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Κύριλλος στὸν βασιλιὰ μὲ μία ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἀναφέρει ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη (7 Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς), γύρω στὴν τρίτη ὥρα (9 π.μ.), φάνηκε στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ, τεράστιο, ὁλοφώτεινο, ἐκτεινόμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Γολγοθᾶ μέχρι τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δὲν τὸ εἶδαν ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ δὲν φάνηκε γιὰ μία στιγμὴ μόνο, ἀλλὰ γιὰ ὧρες πολλὲς κρεμόταν στὸ στερέωμα. Καὶ ἦταν τόσο λαμπρό, ὥστε ξεπερνοῦσε στὴ λάμψη τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν φανερὰ μέρα μεσημέρι. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔτρεξε στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλοι ἔσπευσαν νὰ δοξάσουν μ᾿ ἕνα στόμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔχοντας τώρα διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὅτι τὸ πανευσεβὲς δόγμα τῶν χριστιανῶν δὲν στηρίζεται σὲ ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ πείθει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ στὶς ἀποδείξεις, ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θαυματουργικὲς δυνάμεις. Καὶ τὸ δόγμα δὲν κηρύσσεται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Τὴν ἀνάμνηση «τοῦ ἐν οὐρανῶ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεώς του.
3. Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος (20 Σεπτεμβρίου) ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, χάρη στὸ ὁποῖο μεταστράφηκε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνετός, ἐγκρατής, φιλάνθρωπος καὶ φιλοδίκαιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος (ποὺ λεγόταν τότε Πλακίδας) εἵλκυσε πάνω του τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε μὲ παράδοξο τρόπο. Συγκεκριμένα, ἐνῶ μιὰ μέρα κυνηγοῦσε στὸ δάσος, βλέπει ἀπὸ μακριὰ ἕνα ὡραιότατο καὶ μεγαλόσωμο ἐλάφι, πού, ἐνῶ ἔφευγε, ἔστρεφε κάθε τόσο τo κεφάλι καὶ τὸν παρατηροῦσε κατάμματα. Ὁ ἅγιος σπιρούνισε τὸ ἄλογό του γιὰ νὰ τὸ φτάσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Ἔτρεξαν πίσω του καὶ οἱ σύντροφοί του, ἀλλὰ μάταια. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προσπάθεια, γιατὶ τὰ ἄλογά τους εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Μόνο ὁ ἅγιος ἐπέμεινε νὰ καλπάζει πίσω ἀπὸ τὸ ἀκούραστο ἐλάφι. Τελικά, καταϊδρωμένοι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογό του, ἔφτασαν μπροστὰ σ᾿ ἕνα μεγάλο χάσμα. Τὸ ἐλάφι εὔκολα πήδηξε ἀπέναντι, ὅπου στάθηκε καὶ κοίταζε τὸν ἅγιο. Τὸ ἄλογο ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ πηδήξει, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει. Τότε, μὲ ἀπερίγραπτη ἔκπληξη, βλέπει ὁ ἅγιος ἀνάμεσα στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕναν ὑπέρλαμπρο φωτεινὸ σταυρό, ποὺ ἔφερε τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, καὶ ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μ᾿ εὐαρεστεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μ᾿ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, πρὶν τὸν στείλει στὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐστάθιος.
Τρία ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα παραδείγματα θεϊκῶν ἀποκαλύψεων, σχετικὰ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶναι ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω, μὲ τὰ ὁποῖα διδασκόμαστε ὅτι τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.

Δ´. Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θαυματουργεῖ

Γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ μὲ περισσότερα στοιχεῖα ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδει στὸν σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία, καὶ γιὰ νὰ φανεῖ παραστατικὰ ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ὡς σημείου τοῦ Χριστοῦ, θὰ διηγηθοῦμε παρακάτω μερικὰ σποραδικὰ θαύματα -τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων- ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς μ᾿ αὐτὸ τὸ πανίερο σύμβολο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (26 Σεπτεμβρίου) θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου), θέλοντας νὰ καταισχύνει κάποιους εἰδωλολάτρες σοφούς, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν πειράξουν, ἔφερε μπροστά τους μερικοὺς δαιμονισμένους καὶ εἶπε: «Ἢ καθαρίστε τους ἐσεῖς μὲ τοὺς συλλογισμούς σας καὶ μ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη τέχνη ἢ μαγεία θέλετε, ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλά σας, ἤ, ἂν δὲν μπορεῖτε, παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ ἐναντίον μας, καὶ θὰ δεῖτε τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ!». Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, σφραγίζοντας τοὺς δαιμονισμένους τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀμέσως ἐκεῖνοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ σηκώθηκαν θεραπευμένοι, δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὅταν ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαΐου) ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸν μηρὸ καὶ τὸν ἔριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας (1 Ἰανουαρίου), ὅταν ὁ ἀρειανὸς βασιλιὰς Οὐάλης διέταξε νὰ παραδοθεῖ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς Νίκαιας στοὺς ἀρειανούς, ζήτησε ν᾿ ἀφήσουν τὸν Θεὸ ν᾿ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ ζήτημα. Πρότεινε νὰ κλείσουν τὸν ναό, κι ἔπειτα νὰ προσευχηθοῦν, τόσο οἱ ἀρειανοί, ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι. Κι ἂν ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ὀρθοδόξων, νὰ παραμείνει σ᾿ αὐτούς. Ἀλλιῶς, ἂν δηλαδὴ ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἀρειανῶν ἢ ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀνοίξει καθόλου, νὰ τὸν πάρουν οἱ ἀρειανοί. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν αἱρετικῶν δὲν καρποφόρησαν. Ἀντίθετα, μόλις ὁ ἅγιος Βασίλειος σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὴν κλειστὴ πύλη τοῦ ναοῦ, λέγοντας, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἀμέσως ἔσπασαν οἱ μοχλοὶ κι ἀνοίχτηκαν τὰ θυρόφυλλα. Ἔτσι ἡ ἐκκλησία παρέμεινε στοὺς ὀρθοδόξους.
Ἡ ἁγία Βασίλισσα (3 Σεπτεμβρίου), ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχτηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά.
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τους ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους, ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος (20 Μαΐου).
Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (28 Μαΐου) καὶ ὁ ἅγιος Ζαχαρίας ὁ σκυτοτόμος (17 Νοεμβρίου) ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Ἀλλὰ δὲν ἔχουν τέλος τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ!
Ἕνα διαρκές, ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἀληθείας, ἔχει αὐτὸ τὸ θεϊκὸ δῶρο καὶ προνόμιο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει ἁγιασμό. Μὲ τὴ σταυροειδὴ εὐλογία τοῦ ἱερέως καὶ τὴν τριπλῆ σταυροειδὴ βύθιση τοῦ σταυροῦ στὸ νερό, αὐτὸ ἁγιάζεται καὶ γίνεται «ἰαματικὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, καὶ πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν», ἐνῶ, ἐπιπλέον, παραμένει ἀκέραιο καὶ ἀναλλοίωτο μέσα στὸν χρόνο!
Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὅταν γράφει: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιὰ τοῦ ἀκόμα μόνη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σκέπη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Γι᾿ αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸν σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια.»

Ἡ ἀξία τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 
καὶ ἡ ἀνάγκη συχνότατης χρήσης του ἀπὸ τοὺς πιστούς

Μὲ ὅλα ὅσα πολὺ συνοπτικὰ ἐκθέσαμε ὡς ἐδῶ αἰτιολογεῖται καὶ κατανοεῖται ἀπόλυτα ἡ μεγάλη τιμή, μὲ τὴν ὁποία περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς καὶ ἡ συχνότατη χρήση του, τόσο στὴ θεία λατρεία, ὅσο καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν:
Σ᾿ ὅλες τὶς κινήσεις τοῦ λειτουργοῦ, κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν», κυριαρχεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Σ᾿ ὅλες τὶς λατρευτικὲς πράξεις καὶ τελετές, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ εὐλογία, κατὰ τὴν ἄγραφη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ σχηματίζεται ἀπὸ τὸν ἱερέα «σταυροῦ τύπος».
Ὅπου κι ἂν στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα του, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ναό, θὰ δεῖ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτυπωμένο: στὴ ναοδομία, στὴν εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ διακοσμητική, στὰ λειτουργικὰ βιβλία, στὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ σκεύη...
Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὅλοι οἱ πιστοὶ διαφυλάσσουμε, ὡς πολύτιμη πνευματικὴ καὶ ἁγιαστικὴ παρακαταθήκη, τὴν ἱερὴ συνήθεια τῆς χρήσεως τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ.
Οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ κάνουν πολὺ συχνὰ τὸν σταυρό τους: Τὸ πρωί, ποὺ σηκώνονται ἀπὸ τὸν ὕπνο. στὴ διάρκεια ὅλων των προσευχῶν τους. ὅταν φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι τους. ὅταν περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ ἱεροὺς ναούς. ὅταν ἀρχίζουν κάποια ἐργασία, ὅταν τελειώνουν τὴν ἐργασία, πρὶν πιοῦν νερὸ ἢ ἄλλο ποτό, πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητό, μετὰ τὸ φαγητό, πρὶν κατακλιθοῦν γιὰ ὕπνο, ὅταν ἀκούσουν, εἴτε εὐχάριστη, εἴτε δυσάρεστη εἴδηση... Σὲ κάθε περίσταση, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ!... Ἡ ἡμέρα τοῦ πιστοῦ ἀρχίζει -καὶ πρέπει ν᾿ ἀρχίζει- μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τελειώνει μὲ τὸν σταυρό! Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα, ἡ νύχτα του ἀρχίζει καὶ τελειώνει πάλι μὲ τὸν σταυρό!
Πολλὲς φορὲς ἐπίσης οἱ χριστιανοὶ καταφεύγουν στὸν ναό, ἀναζητώντας τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ τοὺς «σταυρώσει», δηλαδὴ νὰ τοὺς εὐλογήσει σταυροειδῶς (εἴτε μὲ σταυρό, εἴτε μὲ ἄλλο ἱερὸ σκεῦος ἢ ἄμφιο), προκειμένου νὰ ἐνισχυθοῦν ἐναντίον τῶν πειρασμῶν ἢ ν᾿ ἀνακουφιστοῦν ἀπὸ κάποια ἀσθένεια.
Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, σημείου τοῦ παντοδυνάμου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τόσο μεγάλη ἡ χάρη, ποὺ περικλείει μυστικὰ μέσα του! Ὅπως συνοπτικὰ καὶ παραστατικὰ διατυπώνει ὁ ἅγιος Μακάριος Μόσχας (†1563), «πολλὲς φορὲς ἕνα καὶ μόνο σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ποὺ γίνεται μὲ πίστη καὶ ἔντονα βιώματα, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ πολλὰ λόγια προσευχῆς μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Ὑψίστου. Σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει τὸ φῶς, ποὺ καταυγάζει τὴν ψυχή, ἡ ἰαματικὴ δύναμη, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενήματα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ἡ μυστικὴ δύναμη, ποὺ ἀντιδρᾶ σὲ κάθε βλάβη. Ταράζουν τὴν ψυχή σου ἀκάθαρτοι λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίες; Περιτειχίσου μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, διπλασίασε καὶ τριπλασίασε αὐτὸ τὸ τεῖχος, καὶ οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ θὰ δαμαστοῦν. Κατατυραννιέται ἡ καρδία σου ἀπὸ τὴ μελαγχολία καὶ τὴ θλίψη; Σὲ κυριεύει ὁ φόβος ἢ σὲ περιστοιχίζουν οἱ πειρασμοί; Αἰσθάνεσαι τὶς πονηρίες τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν; Καταφύγε σ᾿ αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ, καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς θὰ ξαναγυρίσει, οἱ πειρασμοὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἡ παρηγορία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη θὰ πλημμυρίσουν τὴν καρδία σου.»

Γιατί δὲν ἀπολαμβάνουμε πάντοτε 
τὴν εὐλογία τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ;

Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως, εὔλογα μᾶς γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Ἂν ἔχει τόση χάρη καὶ τόση δύναμη τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί δὲν μποροῦμε κι ἐμεῖς ὅλοι ν᾿ ἀπολαύσουμε πάντοτε τὶς εὐλογίες καὶ τὶς δωρεές του;
Δὲν εἶναι δύσκολη ἡ ἀπάντηση: Ἐπειδὴ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε σωστά, ὅπως πρέπει, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε ἐνδεικτικὰ μόνο σὲ τέσσερις αἰτίες:
α) Ἴσως ἐπειδὴ εἴμαστε ὀλιγόπιστοι καὶ χλιαροί. Δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ ζωντανὴ πίστη στὸν ἐσταυρωμένο Κύριο καὶ στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ σταυροῦ Του.
β) Ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη. Ἔτσι, ἂν ὁ Κύριος ἐνεργοποιήσει τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ Του, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πέσουμε σὲ ὑπερηφάνεια, θεωρώντας τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς θείας δυνάμεως ὡς δικά μας κατορθώματα.
γ) Ἴσως γιὰ τὴ σκληροκαρδία, τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἀμετανοησία μας. Ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πρέπει, «νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ ἀμόλυντο, καὶ τότε, ὡσὰν κάνωμεν τὸν σταυρόν, κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Εἰδὲ καὶ εἴμεσθεν μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίες, δὲν πιάνεται ὁ σταυρός, ὅπου κάνωμεν... [καὶ τότε] οἱ δαίμονες δὲν φοβοῦνται.»
δ) Τέλος, ἴσως ἐπειδὴ δὲν κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σωστά, μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ἔχει παραδώσει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, προσβάλλοντας ἔτσι τὴν ἱερότητά του καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε πολύ. Πάρα πολύ. Ὅλοι μας -κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ- εἴμαστε ἔνοχοι, ἄλλος λίγο, ἄλλος πολύ, γιὰ ἀπρόσεκτη ἢ μηχανικὴ ἢ καὶ ἀσεβῆ ἐκτέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ σῶμα μας.
Ὁρισμένοι κινοῦν βιαστικὰ τὸ χέρι πάνω στὸ στῆθος ἢ καὶ στὸν ἀέρα, χωρὶς ν᾿ ἀκουμποῦν καθόλου τὸ σῶμα τους, ἄλλοτε σχηματίζοντας τρίγωνο ἢ Χ, καὶ ἄλλοτε παίζοντας, θαρρεῖς, κιθάρα. Πῶς νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς μιὰ τέτοια ἄσκοπη καὶ ἀκατανόητη κίνηση, ποὺ φτάνει στὰ ὅρια τῆς βλασφημίας; Βαρύς, μὰ ἀληθινός, εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ γράφει κάπου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος κινεῖ τὸ χέρι τῶν ἀπρόσεκτων αὐτῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ χλευάσει τὸ πανίερο σύμβολο τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ γιὰ νὰ κολάσει τοὺς ἰδίους!
Κάποιοι χριστιανοὶ πάλι πέφτουν σὲ ἄλλο σφάλμα. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, στέκονται συνήθως σὲ ἐμφανῆ σημεῖα, καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ σὲ ὅλους, μὲ κούφια ἐπιδεικτικότητα, λυγίζουν τὴ μέση σὲ βαθιὲς μετάνοιες, ἁπλώνουν ἀνεξέλεγκτά τα χέρια πέρα-δῶθε καὶ σταυροκοπιοῦνται μὲ κινήσεις πληθωρικές, ἀδιάκριτες, κάποτε μάλιστα καὶ γελοῖες...
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη κατηγορία χριστιανῶν, ποὺ ἀποφεύγουν ἐντελῶς νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μάλιστα δημόσια. Εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ντρέπονται νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ στὸν σταυρό Του. Φοβοῦνται τὴν εἰρωνεία, τὴν περιφρόνηση, τὴ χλεύη τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. Ἀγαποῦν, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἂν ἀνήκουμε σ᾿ αὐτούς, ἂς θυμηθοῦμε τὴν παραγγελία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτω», καθὼς καὶ τὴ σοβαρὴ προειδοποίηση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.» Καί, πέρα ἀπ᾿ αὐτά, ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι στεροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ ἕνα πανίσχυρο ὅπλο κατὰ τῶν πειρασμῶν, τῶν παθῶν, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν δαιμόνων. Ἂς προσέξουμε τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Μὴ ντρεπόμαστε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἄλλος ντρέπεται καὶ τὸν κρύβει, ἐσὺ κάνε φανερὰ τὸν σταυρό σου, γιὰ νὰ δοῦν οἱ δαίμονες τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ, καὶ νὰ φύγουν μακριά, τρέμοντας. Κάνε μάλιστα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ συχνά, εἴτε τρῶς, εἴτε πίνεις, εἴτε κάθεσαι, εἴτε ξαπλώνεις, εἴτε σηκώνεσαι, εἴτε μιλᾶς, εἴτε περπατᾶς, δηλαδὴ σὲ κάθε περίσταση. Γιατὶ ὅποιος σταυρώνεται ἐδῶ στὴ γῆ, βρίσκεται νοερὰ πάνω στὸν οὐρανό... Εἶναι μεγάλο τὸ φυλακτήριο. Δωρεὰν τὸ παίρνουν οἱ φτωχοὶ καὶ ἄκοπα οἱ ἄρρωστοι, ἐπειδὴ ἡ χάρη τοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Σημάδι εἶναι τῶν πιστῶν καὶ φόβος τῶν δαιμόνων.»

Πῶς κάνουμε σωστὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ;

Πῶς ὅμως θὰ γίνει καὶ γιὰ μᾶς φυλακτήριο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Πῶς θὰ γίνει στὰ χέρια μᾶς φόβητρο τῶν δαιμόνων; Ἂν τὸ κάνουμε σωστά! Ἂν τὸ κάνουμε, ὅπως μᾶς παραδίδει καὶ μᾶς διδάσκει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ μὲ πίστη, εὐλάβεια, συναίσθηση, ἱεροπρέπεια, ταπείνωση καὶ διάκριση.
Πῶς δηλαδή;
Ἀρχικὰ ἑνώνουμε τὰ τρία πρῶτα δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, ὀμολογώντας ἔτσι τὴν πίστη μας σ᾿ ἕνα Θεό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα -ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα-, ὁμοούσια, ἑνωμένα μεταξύ τους «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως». Τὰ ἄλλα δύο δάκτυλα, ποὺ ἀκουμποῦν στὴν παλάμη, συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις, δύο θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο κάνουμε μιὰ συμβολικὴ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ποὺ βάσεις καὶ θεμέλιά της ἀποτελοῦν τὸ τριαδολογικὸ καὶ τὸ χριστολογικὸ δόγμα.
Μετὰ φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, τὴ σωματικὴ περιοχὴ τῆς διανοητικῆς λειτουργίας, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ μ᾿ ὅλη τὴ διάνοιά μας, καὶ ὅτι ἀφιερώνουμε σ᾿ Αὐτὸν ὅλες τὶς σκέψεις μας.
Τὸ χέρι ἔρχεται κατόπιν στὴν κοιλιά. Ἔτσι δηλώνουμε συμβολικὰ ὅτι προσφέρουμε στὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ ὅλα τα συναισθήματά μας.
Τέλος, φέρνουμε τὸ χέρι στοὺς ὤμους, πρῶτα στὸν δεξιὸ καὶ μετὰ στὸν ἀριστερό, ὀμολογώντας ἔτσι ὅτι καὶ κάθε σωματική μας δραστηριότητα ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον.
Μιὰ ἄλλη συμπληρωματικὴ ἑρμηνεία, θεολογικώτατη μέσα στὴν ἁπλότητά της, μᾶς δίνει στὴν πέμπτη διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὃ Αἰτωλός:
«Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον πὼς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τί πρέπει νὰ κάμῃς καὶ ἐσύ; Σμίγεις τὰ τρία σου δάκτυλα μὲ τὸ δεξιὸν τὸ χέρι σου καί, μὴν ἠμπορώντας νὰ ἀνεβῇς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὸ χέρι σου εἰς τὸ κεφάλι σου, διότι τὸ κεφάλι σου εἶναι στρογγυλὸ καὶ φανερώνει τὸν οὐρανόν, καὶ λέγεις μὲ τὸ στόμα: Καθὼς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τὴν ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγώ, ὡς δοῦλος ἀνάξιος, δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν ἁγίαν Τριάδα. Καὶ καθὼς αὐτὰ τὰ δάκτυλα εἶναι τρία -εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καὶ μαζὶ- ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καὶ ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τὸ χέρι σου ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὸ βάνεις εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ λέγεις: Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις πάλιν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὰ δεξιὰ μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλι εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον, λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλῃς εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα, κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω ὅτι, καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνεις τὴν Ἀνάστασιν, καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πὼς ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός.»

Συμπέρασμα

Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὰ παραπάνω, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κλείνει μέσα του ὅλα τα σωτηριώδη γεγονότα, ποὺ οἰκονόμησε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν «πεπτωκότα» ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι σημεῖο σωτήριο, σημεῖο ζωοποιό, σημεῖο ἁγιαστικό, «νικοποιὸν ὅπλον» (ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων), «τῶν κακῶν ἀλεξιτήριον» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης), «κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἂς τὸ χρησιμοποιοῦμε λοιπόν, ὅσο μποροῦμε πιὸ συχνά, ἀγιάζοντας μ᾿ αὐτὸ κάθε πτυχὴ τῆς καθημερινῆς καὶ τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
2011

*  Κορυφαῖο θαῦμα εἶναι ἡ ἐμφάνιση τό 1925 τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν Οὐρανό, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας ἐπί τῆ ἑορτῆ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στόν Ὑμηττό. 
Τόν φωτεινό Σταυρό εἶδαν πάνω ἀπό 2.000 πιστοί πού συμμετεῖχαν στήν ἀγρυπνία, ἐνῶ ἦτο ὁρατός στά περίχωρα καί στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν πλέον τῆς ἡμίσειας ὥρας. Τό γεγονός δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα ΣΚΡΙΠ.

Δείτε σχετικά: 

ΟΙ ΕΠΤΑ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ




Ἀπ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ λατρευτοῦ μας Χριστοῦ ξαπλώθηκε πάνω στὸ Σταυρό, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ σταυρωμένη ἀγάπη παρέδωσε τὸ πνεῦμα, ἑπτὰ λόγοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ ἄκακο ἐκεῖνο στόμα του. Καὶ εἶναι δικό μας καθῆκον νὰ ἀκούσουμε καὶ σήμερα μὲ ἱερὸ δέος αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὄχι μόνο γιατί εἶναι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ πρέπει νὰ τὰ θυμόμαστε συχνά, ἀλλὰ καὶ γιατί ἀποτελοῦν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὴν διαθήκη Του, τὴν ἔκφρασι τῆς μεγίστης Του δωρεᾶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσι ὅλης της διδασκαλίας Του. 

* **

Ο Πρώτος Λόγος  ἀκούσθηκε τὶς πρῶτες κιόλας Στιγμές Της σταυρώσεως. Κι ἐνῶ πάνω σὲ κεῖνον τὸν λόφο ἀποκορυφώνεται ἡ ἔσχατη κραιπάλη καὶ μανία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ καρφώνουν, βρίζουν καὶ βλασφημοῦν τὸν Ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνος ἐκδηλώνει ἀνάμεσα ἀπ τοὺς φρικτοὺς πόνους τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς Τοῦ τὴν ὑπέρτατη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς παραστρατημένους. «ΠΑΤΕΡ, ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ, ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ » . Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντησί Του στὴν ἀνθρώπινη κακία. Στὴν ἄβυσσο τῆς ψυχικῆς πυρώσεως, ἀντιπαρατάσσεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας συγγνώμης, ποὺ βρίσκει, στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες, λόγους ἀφέσεως καὶ μεσιτείας γιὰ κείνους πού, ἐκτροχιασμένοι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἔκδικησεως καὶ τοῦ φθόνου, εἶχαν αὐτοκαταδικασθῆ στὴν ἴδια τὴν ταλαίπωρη συνείδησί τους, τὴν βάναυσα κακοποιημένη. Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ καὶ ἐπικύρωσις τοῦ μοναδικοῦ στὸν κόσμον ὅλο κηρύγματος ποὺ ἀκούσθηκε ποτὲ στὸν πλανήτη μας. Τοῦ κηρύγματος τῆς ἀφειδώλευτης καὶ γνήσιας ἀγάπης πρὸς ὅλους, καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς μας. Ἦταν μία δέησι καὶ ἱκεσία, μὲ ἐπίκλησι σὰν ἐλαφρυντικοῦ της ἀγνοίας, ὑπὲρ τῶν διωκτῶν καὶ δημίων Του, ἔτσι γιὰ νὰ ἀντηχεῖ ἔκτοτε σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς ὁ ἀπόηχός της, ἐμπνέοντος τὶς μυριάδες τῶν χριστιανῶν, ποὺ θὰ ἤθελαν, μιμούμενοι τὸν ἀρχηγό Τους, νὰ δείξουν πὼς μποροῦν νὰ νικοῦν τὸ κακὸ μὲ τὸ καλό, τὴ μοχθηρία μὲ τὴν ἀγάπη, τὸ συμφέρον μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια.

***

Ο δεύτερος Λόγος  ΤΟΥ Σταυρού ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΜΙΑ Απάντησις Φωνή μετανοίας ΚΑΙ πίστεως. Στὴ φωνὴ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ μπροστὰ στὴν ὑπέρτατη κένωσι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πραγματικές της διαστάσεις τὴν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας Του. «ΑΜΗΝ, ΛΕΓΩ ΣΟΙ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ ΕΜΟΥ ΕΣΗ ΕΝ ΤΩ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩ». Ποιά, ἄραγε, πιὸ αὐθεντικὴ μαρτυρία περιμένουν ν ἀκούσουν ἢ νὰ βροῦν ποτέ, ὅσοι μὲ δυσπιστία στέκονται μπροστὰ στὴ μεταθανάτια ὀντολογικὴ πραγματικότητα? Καὶ πόσους, ἀλήθεια, θὰ καταδικάση καὶ ἡ μετάνοια ἡ ἔστω ὄψιμος καὶ ἡ πίστις τοῦ ληστοῦ αὐτοῦ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παρὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἰησοῦ μένουν ἀκόμη ἄπιστοι. Ὢ ναί. Ὅταν τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου διασκελίζει πρῶτος ἕνας μέγιστος ἁμαρτωλὸς ἀνανήψας ἐγκαίρως, ποιὸς ἀπὸ μᾶς τοὺς ταλαίπωρους ἁμαρτωλούς της ζωῆς θὰ βρεῖ ποτὲ δικαίωσι γιὰ τὴν ἐμμονή του στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως? Γιατί τὸ παράδειγμα τοῦ ληστοῦ ὄχι μόνο βεβαιώνει τὴν ὕπαρξι τῆς οὐράνιας Βασιλείας, ἀλλὰ καὶ πείθει πὼς ὅλοι, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, ἔχουν δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν αἰωνιότητα ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουν καὶ ἀνάλογα νὰ πράξουν ὅσο εἶναι καιρός.

***

Καθὼς ΤΩΡΑ ΓΙΑ  Τρίτη ΦΟΡΑ  ἀνοίγει τό στόμα Του Ο Ἐσταυρωμένος ἀφήνει ΝΑ ξεπηδήσουν λόγοι στοργής ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ προνοίας ΜΗΤΕΡΑ Του. «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ: . ΓΥΝΑΙ, ΙΔΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ΙΔΟΥ το η Μήτηρ ΣΟΥ ». Καμιὰ μητέρα στὸν κόσμο δὲν ἔδειξε τόση στοργὴ γιὰ τὸ παιδί της, καὶ καμιὰ μητέρα δὲν δέχθηκε τόση στοργὴ ἀπὸ τὸ παιδί της, ὅσο ἡ Παναγία. Κι ἔπρεπε στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες τῆς μεγάλης Του ὀδύνης νὰ μιλήσει τόσο εὔγλωττα ὁ Ἰησοῦς, γιὰ ν ἀφήση σὰν παρακαταθήκη σὲ ὅλους μας τὴν ἀνάγκη γιὰ ἰσόβιο σέβας καὶ φροντίδα γιὰ κείνους, ποὺ μᾶς χάρισαν τὴ ζωή. 

***

Ὁ τέταρτος λόγος  . τοῦ Χριστοῦ ἀπ τὸν Σταυρὸ ἔχει μίαν ἀνείπωτη τραγικότητα καὶ δυσθεώρητο βάθος καὶ πλάτος «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑ ΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ?». Αὐτὸς εἶναι ὁ δυσκολότερος λόγος, ποὺ κρύβει μέσα του ὠκεανὸ θεολογίας. Πολλοὶ τὸν ἐξήγησαν σὰν ξέσπασμα ἀπελπισμοῦ. Ἄλλοι σὰν γογγυσμὸ καὶ ἄλλοι σὰν ἀπογνώσεως φωνή. Ὄχι. Ὁ Κύριος δὲν ἐγόγγυσε ὅταν τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ φίλοι, οὔτε ὅταν τὸν κατεδίκασαν ἀδίκως, οὔτε ὅταν τὸν ἐμαστίγωσαν. Παραπονεῖται τώρα γιὰ κάτι ποὺ τοῦ κοστίζει ἀκριβά. Κι αὐτὸ εἶναι ὁ χωρισμός Του, ἔστω καὶ πρόσκαιρος, ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἕνας χωρισμὸς ποὺ ὀφείλεται στὴν ἁμαρτία, ποὺ θεληματικὰ σηκώνει στοὺς ὤμους Του ὁ ἀναμάρτητος. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει σὲ μία του ἐπιστολὴ πὼς ὁ Χριστὸς ἔγινε γιὰ χάρι μας κατάρα. Καὶ ἡ ἔκφρασις αὐτῆς τῆς κατάρας φάνηκε στοὺς λόγους Του αὐτούς, ποὺ εἶναι ἕνα αὐθόρμητο .ξέσπασμα ψυχικοῦ πόνου γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι τοῦ Πατέρα, γιὰ τὸ ἀβυσσαλέο χάσμα ποὺ ἀνοίγει ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεὸ ἡ ἁμαρτία. Καὶ νὰ σκεφθῆ κανεὶς μὲ πόση εὐκολία ἐμεῖς δουλεύουμε στὴν ἁμαρτία καὶ ἀψηφοῦμε αὐτή της τὴν συνέπεια.

***

ΜΙΑ ΚΑΙ μονή λέξις ΕΙΝΑΙ Ο κατὰ σειρὰν  πέμπτος Λόγος  ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Μικρὴ ἀλλὰ περιεκτική. «ΔΙΨΩ». Ἦταν μία δίψα βασανιστική, σωματικὴ δίψα, ἀπότοκός της αἱμορραγίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰ ἦταν καὶ μία ἄλλη ψυχικὴ δίψα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἡ δίψα νὰ ἰδῆ τὰ ἀποστατήσαντα παιδιά Του νὰ ἐπιστρέφουν κοντά Του. Ἡ δίψα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν σταυρωτῶν Του, γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ἀξιοποίησι τῶν νέων, γιὰ τὴν ἀνάδειξι ἐκλεκτῶν ποιμένων στὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ τὴν παγίωσι τῆς εἰρήνης στὸν κόσμο. Ἦταν δίψα γιὰ πνευματικὲς κατακτήσεις, γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀγάπης παντοῦ, γιὰ τὴν στερέωσι τῆς πραγματικῆς δικαιοσύνης στὶς διανθρώπινες καὶ διεθνεῖς σχέσεις, γιὰ τὴ θεμελίωσι τοῦ πολιτισμοῦ πάνω στὴν κρηπίδα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, γιὰ τὴν ἀναχαίτισι τοῦ βαρβαρισμοῦ, γιὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς ἀλήθειας. Ἦταν ἀκόμα δίψα γιὰ τὴ δικαίωσι τῶν ἀνθρώπινων προσδοκιῶν, γιὰ τὴν κατίσχυσι τῆς ἀρετῆς, γιὰ τὴ λάμψι τοῦ φωτὸς στὴν οἰκουμένη. Κι εἶναι ὥρα τώρα νὰ διερωτηθοῦμε ἂν ὕστερα ἀπὸ 2.000 χρόνια σήμερα μποροῦμε νὰ λέμε πὼς αὐτή Του ἡ δίψα ἔσβησε, ἢ ἂν ἀντίθετα τὰ γεγονότα μᾶς ἀναγκάζουν νὰ παραδεχθοῦμε πὼς ὁ Ἰησοῦς καὶ σήμερα ἀκόμα διψάει ...

***
«ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ». Εἶναι ὁ προτελευταῖος,  ακινήτου Εκτός Λόγος  Της ἀγωνίας ΤΟΥ Σταυρού. Ὅλα πιὰ ἐτελείωσαν. Τὸ φοβερὸ μαρτύριο, μὲ τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς εἰρωνεῖες, τὸ μαστίγωμα, τὴν προδοσία, τὴν ἐγκατάλειψι, τοὺς πόνους, τὴ χολή. Τὸ ποτήρι τῆς πίκρας τὸ ἤπιε μέχρι τέλους. Ὅλα πιὰ τέλειωσαν. Τὸ γιγάντιο ἔργο τῆς λυτρώσεως. Ὁ διάβολος νικήθηκε. Ὁ νόμος παρῆλθεν, ἡ χάρις ἐξέλαμψεν, ὅπως ψάλλει ἐπινίκια ἡ Ἐκκλησία. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἐξηγόρασε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ὅλα τώρα τέλειωσαν. Οἱ προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα, τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα ἔγινε, ὁ κόσμος ὅλος σώθηκε. Καὶ δὲν μένει πιὰ παρὰ ὁ τελευταῖος λόγος.

***


« ΠΑΤΕΡ, ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ ». Αὐτὸς Ο Λόγος ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ Φωνή θριάμβου. Μὲ αὐτὴν ὁ Χριστὸς διακηρύσσει πὼς νίκησε τὴν ἁμαρτία. Ἀποθνήσκει ὄχι γιατί τὸ θέλουν οἱ ἐχθροί Του, ἀλλὰ γιατί τὸ θέλησεν αὐτός. Καὶ τώρα παραδίδοντας τὸ σῶμα Του στὸν θάνατο, γίνεται ὁ ἴδιος κυρίαρχός του θανάτου. Γι αὐτὸ τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος γίνεται Ζωή, ποὺ διοχετεύεται στὶς ἀγωνιζόμενες ψυχὲς καὶ χαρίζει τὴ δυνατότητα τῆς νίκης στὴν κονίστρα τῆς ζωῆς.