A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΑΣ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Επειδή μονάχα η κατάνυξη και τα δάκρυα δεν είναι αρκετά για να πείσουν τον Θεό να μας δώσει αυτά που του ζητούμε στις προσευχές μας, πρέπει να προσθέσουμε και κάποια άλλα στοιχεία που χρειάζονται ακόμη, για να έχουν θετικό αποτέλεσμα οι προσευχές μας. Ιδού μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις στη συνέχεια, έξι τον αριθμό.

α) Όποιος θέλει να πάρει θετική απάντηση στο πρώτο του αίτημα, που είναι η συγχώρηση των αμαρτημάτων του, πρέπει κι αυτός ο ίδιος, όταν προσεύχεται, να συγχωρεί τ’ αμαρτήματα που διέπραξαν εις βάρος του οι άλλοι, καθώς μας δίδαξε ο Κύριος: «όταν στέκεστε σε προσευχή, ν’ αφήνετε ό,τι διαφορές έχετε με κάποιον, συγχωρώντας τον, κ’ έτσι να συγχωρήσει και ο Πατέρας μας ο ουράνιος και τα δικά σας παραπτώματα» (Μαρκ. ια’ 25).

β) Όποιος ζητάει να λάβει κάτι από τον Θεό, πρέπει να το ζητάει χωρίς διψυχία και δισταγμό, αλλά με στερεή και αδίσταχτη πίστη, όπως μας λέει πρώτα ο ίδιος ο Κύριος μας: «όλα όσα ζητάτε στην προσευχή σας με πίστη, θα τα λάβετε» (Ματθ. κα’ 22) και, κατόπιν, ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «κι αν κάποιος από σας υστερεί σε σοφία, ας τη ζητήσει από τον Θεό, που τη χαρίζει με απλότητα σε όλους, χωρίς να περιφρονεί κανέναν αλλά που να τη ζητάει με πίστη, δίχως αμφιβολία, διότι όποιος έχει αμφιβολίες ομοιάζει με το κύμα της θάλασσας, που ο άνεμος το παρασέρνει και το πηγαίνει πότε εδώ και πότε εκεί· να μην ελπίζει ποτέ πως θα πάρει κάτι από τον Κύριο ένας τέτοιος άνθρωπος δίγνωμος και άστατος σ’ όλους τους τρόπους της ζωής του» (Ιακ. α΄ 5-7).

γ) Όποιος ζητάει, πρέπει να μην παρακαλεί για ζητήματα που δεν τον συμφέρουν πνευματικά, δηλαδή για κοσμικά πράγματα που προξενούν τις ηδονές του, αλλά να ικετεύει για ζητήματα κατά Θεόν, δηλαδή που συμφέρουν κ’ ενδιαφέρουν τη σωτηρία της ψυχής του. Ακούστε και τον ονειδισμό εκ μέρους του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που λέει: «ζητάτε κάτι και δεν το λαμβάνετε, διότι το ζητάτε με κακό σκοπό, δηλαδή το ζητάτε για να το κατασπαταλήσετε για τις ηδονές σας» (Ιακ. δ’ 3)

δ) Όποιος θέλει να λάβει όσα συμφέροντα για την ψυχή του ζητάει από το Θεό, πρέπει κι αυτός να εργάζεται και να κάνει όλα όσα δύναται και μπορεί, σύμφωνα και με την κοινή παροιμία, που λέει «συν Αθηνά και χείρα κίνει»· πρέπει δηλαδή να μην αμελεί και να μην παραδίνει θεληματικά τον εαυτό του πρώτα στα πάθη, και τις επιθυμίες, κ’ έπειτα ζητάει τη θεία βοήθεια, διότι δεν θα τη λάβει ποτέ, σύμφωνα και με τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: πρέπει, λοιπόν, πρώτα να προσφέρει κάνεις όλα όσα μπορεί μόνος του, και υστέρα να παρακαλεί τον Θεό να έρθει βοηθός και σύμμαχος του- διότι, όταν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του με νωθρότητα στις επιθυμίες και παραδοθεί έτσι μόνος του στους εχθρούς, αυτόν ο Θεός δεν τον βοηθάει ούτε εισακούει τις δεήσεις του, διότι πρόλαβε ο ίδιος και με την αμαρτία του αποξενώθηκε από τον Θεό· γιατί, βέβαια, όποιος επιθυμεί να έχει τη βοήθεια του Θεού, δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον· κι αυτός που δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον, δεν προδίδεται και δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τη θεία πρόνοια και βοήθεια» (Ασκητικαί Διατά­ξεις, κεφ. α’). Και, ακριβώς, γι’ αυτούς λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτου Ησαΐα: «με αναζητούν την κάθε ημερα, κ’ επιθυμούν να γνωρίσουν τις εντολές μου, ωσάν λαός που έπραξε το δίκαιο και που δεν εγκατέλειψε την κρίση του Θεού» (Ησ. νη’ 2). Και, για να το πούμε με δυο λόγια, όποιος θέλει να εισακούσει ο Θεός τη δέησή του και να λάβει θετική απάντηση στο ζήτημά του, πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, όσο μπορεί, για να φυλάγει τις εντολές του Θεού, ώστε να φτάσει στο σημείο να μην τον κατηγορεί η συνείδησή του ότι καταφρόνησε ή αμέλησε κάποιο πράγμα, που μπορούσε να το κάμει και δεν το έκαμε. Διότι, όπως λέει ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «όταν η καρδιά μας παύει να μας κατηγορεί, τότε αποκτούμε θάρρος εμπρός στον Θεό, κι Εκείνος μας δίνει ό,τι Του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές Του, και κάνουμε όλα όσα είναι αρεστά σ’ Εκείνον» (Α’ Ιωάν. γ’ 21-22). Και ο μέγας Βασίλειος προσθέτει: «Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να μη μας κατηγορεί σε τίποτε η συνείδησή μας, και τότε μονάχα μπορούμε να επικαλούμαστε τη θεία βοήθεια» (Ασκητ. Διατ., ο.π.) Και όχι μονάχα, όταν κάποιος προσεύχεται για τον εαυτό του, πρέπει να κάνει τα καθήκοντά του όσο μπορεί καλύτερα, αλλά και στην περίπτωση που κάποιος άλλος προσεύχεται για κείνον, πρέπει κι αυτός να συνεργεί προσωπικά για να καρποφορήσει η προσευχή που γίνεται για λόγου του. Αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος του Αδελφοθέου, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργούμενη» (Ιακ. ε’ 16), τον οποίο ερμηνεύοντας ο θείος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγ­ει: «Πράγματι, πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου, είτε χάρη στον δίκαιο που την κάνει, είτε και χάρη σ’ εκείνον που ζητάει από τον δίκαιο να την πραγματοποιήσει· διότι, από μεν την πλευρά του δικαίου που γίνεται η δέηση, αυτή δίνει θάρρος να παρουσιαστεί και να ζητήσει από Κείνον που μπορεί να εισακούσει τα αιτήματα των δικαίων, ενώ από την πλευρά εκείνου που ζητάει από τον δίκαιο να κάμει γι’ αυτόν τη δέηση, του δίνει την ευκαιρία ν’ απομακρυνθεί από την κακία και να εγκολπωθεί πάλι την διάθεση για ενάρετο βίο» (Ε’ εκατ. περί θεολογίας, κεφ. πδ’). Και ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο, λέει: «Είναι πράγματι δείγμα μεγάλης νωθρότητας, για να μην πω παραφροσύνης, να επιζητεί κανείς τη σωτηρία του με τις δεήσεις των δικαίων, ενώ η διάθεσή του στρέφεται προς τις τέρψεις, και να ζητάει τη συγχώρεση εκείνων των αμαρτημάτων, για τα οποία σπιλώνεται με δική του διάθεση και ενέργεια. Πρέπει, λοιπόν, να μην αφήνει ανενεργή και ακίνητη τη δέηση του δικαίου…, αλλά να την ενεργοποιεί και να την ισχυροποιεί, δίνοντάς της φτερά με τις δικές του αρετές».

ε) Όποιος θέλει να εισακούσει ο Κύριος το αίτημά του, πρέπει να μην λιποψυχάει, ούτε να θλίβεται και να στενοχωριέται όταν προσεύχεται, αλλά να προσμένει με υπομονή και μακροθυμία, κι ας περνάει αρκετός καιρός αναμονής. Έτσι και ο Κύριος, για να μας διδάξει να προσμένουμε υπομένοντας και προσκαρτερώντας στην προσευχή, χωρίς να στενοχωριόμαστε καθόλου, μας αναφέρει στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο την παραβολή της χήρας, η οποία με την επιμονή και την υπομονή της, έπεισε στο τέλος τον άδικο δικαστή να της αποδώσει το δίκιο της. «Και τους έλεγε και την παραβολή αυτή, για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμουν» (Λουκ. ιη’ 1). Έχουμε, από την άλλη πλευρά, και τον λόγο του μεγάλου Βασιλείου, που λέει ότι, μπορεί στη δέησή σου πολλές φορές να ζητήσεις τα πνευματικώς συμφέροντα, όμως δεν επέμεινες αρκετά. Διότι, όπως είναι γραμμένο, «με την υπομονή σας θα σώσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. κα’ 19). Και, «όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. ι’ 22). Έχουμε γι’ αυτό το θέμα παράδειγμα τον Αβραάμ, ο οποίος, αν και ήταν νέος όταν προσεκλήθη από την Ασσυρία να πάει στην Παλαιστίνη, και είχε λάβει μάλιστα και υπόσχεση από το Θεό, πως θα πληθυνθεί το σπέρμα της γενιάς του όπως τ’ αστέρια τ’ ουρανού, είδε να πραγματοποιείται η παραπάνω υπόσχεση του Θεού μόλις στα εκατό χρόνια της ηλικίας του! Επίσης, και το παράδειγμα του Ισαάκ, ο οποίος παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσει τέκνα, αλλά η δέησή του εισακούστηκε μόλις ύστερα’ από είκοσι χρόνια! Ο μέγας Βασίλειος σε συμβουλεύει: «μιμήσου, λοιπόν, και σύ, αδελφέ μου, αυτούς τους Πατριάρχες και την πίστη τους· και αν περάσει κ’ ένας χρόνος, τρίτος ή τέταρτος ή περισσότερα χρόνια δίχως να λάβεις το αίτημά σου, μην αφήνεις την προσευχή, αλλά να επιμένεις με πίστη, εργαζόμενος πάντα το αγαθό». Και ο αββάς Μακάριος προσθέτει: «όποιος δεν βλέπει να εισακούεται γρήγορα η δέησή του, αλλά ν’ αναβάλλεται από το Θεό, αυτός αισθάνεται πιο φλογερή την επιθυμία της προσευχής· και όσο πιο πολύ μακροθυμεί ο Θεός, δοκιμάζοντάς μας στον πόνο, τόσο πιο πολύ έντονα οφείλει ο προσευχόμενος να επιμένει, ζητώντας την δωρεά τού Θεού» (Σειρά στο Κατά Ματθαίον, κεφ. ζ’).

ς) και τελευταίον· όποιος θέλει να επιτύχει το αίτημα της προσευχής του, πρέπει πάντοτε να ευχαριστεί τον Θεό, είτε λάβει γρήγορα εκείνο που ζητά, είτε και αργότερα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μας λέγει: «τα αιτήματά σας να τ’ απευθύνετε στο Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία» (Φιλιπ. δ’ 6). Επειδή, πολλές φορές, ο Θεός δεν μας δίνει γρήγορα εκείνο που του ζητούμε, ή γιατί ξέρει πως θα χάσουμε αυτό που θα μας χαρίσει και, γι’ αυτόν το λόγο, θα τιμωρηθούμε περισσότερο, αφού αθετήσαμε το χάρισμά του και τη δωρεά του· ή, γιατί, γνωρίζοντας πως μόλις λάβουμε το αίτημά μας θα πάψουμε να προσευχόμαστε. Γι’ αυτό αναβάλλει το ζήτημα μας και δεν το πραγματοποιεί, θέλοντας και προνοώντας να τον παρακαλούμε πάντοτε και να βρισκόμαστε κοντά του με την προσευχή· ή, ακόμη, για να φανεί η πίστη και η αγάπη μας προς τον Θεό, ή και για άλλους λόγους που έχει ο Θεός, ακατανόητους βέβαια σ’ εμάς, αλλά δίκαιους, που αποβλέπουν πάντοτε προς το πνευματικό συμφέρον μας. Τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο βαθύς θεολόγος και πράγματι μέγας Βασίλειος, με όσα γράφει στο α’ κεφάλαιο των Ασκητικών του Διατάξεων, οπού συμπερασματικά μας λέγει: «Γνωρίζοντας, λοιπόν, όλα αυτά, είτε πιο γρήγορα εισακουστούμε και λάβουμε, είτε πιο αργά, ας παραμείνουμε πάντοτε με ευχαριστίες στον Κύριο, διότι όλα όσα κάνει ο Δεσπότης τα κάνει πάντοτε οικονομώντας τη δική μας σωτηρία· και να μην λιποψυχούμε, σταματώντας τις προσευχές και τις δεήσεις». Και τί λέω; είτε λάβουμε απ’ το Θεό, είτε δεν λάβουμε τα αιτήματά μας, εμείς πρέπει να τον ευχαριστούμε πάντοτε και να επιμένουμε κρούοντας τη θύρα του Θεού και ζητώντας πάλι και πάλι με την προσευχή μας· διότι μας αρκεί και τούτο το μέγα χάρισμα που λαβαίνουμε, δηλαδή το ότι αξιωνόμαστε να συνομιλούμε με τον ίδιο το Θεό και να παραμένουμε ενωμένοι μ’ Εκείνον όταν προσευχόμαστε. Έτσι μας λέει και ο χρυσός κάλαμος του αγίου Ιωάννου, με κομψότητα και γλαφυρότητα, γράφοντας τα παρακάτω: «μεγάλο αγαθό η προσευχή, όταν γίνεται με διάνοια καθαρή και χαρούμενη, κι όταν μάθουμε τους εαυτούς μας να ευχαριστούν το Θεό πάντοτε: όχι μονάχα όταν λαβαίνουμε τα αιτήματα της προσευχής, μα κι όταν δεν τα λαβαίνουμε. Διότι, άλλοτε μεν μας δίνει κι άλλοτε δεν μας δίνει· ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις είσαι κερδισμένος, αφού είτε λάβεις είτε δεν λάβεις, ήδη έχεις λάβει και μη λαμβάνοντας· κι όταν επιτύχεις το ζητούμενο κι όταν δεν το πετύχεις· ήσουν τυχερός κι όταν δεν το πέτυχες, επειδή μερικές φορές το να μη λάβεις το αίτημά σου είναι επωφελέστερο· διότι, αν δεν ήταν προς το συμφέρον μας το να μην το λάβουμε, ο Θεός θα μας το έδινε οπωσδήποτε. Και το να μην πετυχαίνουμε κάτι, όταν καταλήγει προς το συμφέρον μας, είναι όντως επιτυχία» (Εις Ανδριάντας, λόγ. α΄· και Περί ευχής, τ. ζ’). Ανάλογα έγραψε και ο άγιος Ιωάννης, που μας παρέδωκε την ουράνια Κλίμακα: «να μη λες, πως περνάς πολλή ώρα στην προσευχή, δίχως να κατορθώσεις τίποτε, γιατί ήδη έχεις κάτι κατορθώσει· διότι, ποιό άλλο αγαθό θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερο απ’ το να βρίσκεσαι κοντά στον Κύριο και να είσαι με την προσευχή εκεί, αδιαλείπτως περιμένοντας την ένωση μ’ Εκείνον;»

Αν, λοιπόν, αδελφοί και πατέρες, συμφωνείτε με όλα όσα είπαμε πιο πάνω, και προσφέρετε στον άγιο Θεό τις προσευχές που περιέχονται σε τούτο το βιβλίο εδώ, εγώ σας πληροφορώ πως θα πλουτίσετε τις ψυχές σας με πίστη ακλόνητη, με βέβαιη ελπίδα, με αγάπη ανόθευτη, με συγχώρεση των αμαρτημάτων, και θα έχετε την απαλλαγή των ορατών και των αοράτων κακών, την απόλαυση των αιτημάτων σας, τη λύτρωση από τους πειρασμούς των δαιμόνων και την επικοινωνία και ένωση με τον Θεό και τους Αγγέλους του· επειδή, κατά τον χαριτώνυμο και χρυσόστομο κήρυκα της προσευχής: «όταν αληθινά συνομιλούμε στην προσευχή με τον Θεό, τότε γινόμαστε ένα με τους Αγγέλους» (Λόγος Περί Προσευχής). Και μ’ ένα λόγο, θέλω να σας πω, ότι με τις θείες τούτες προσευχές θ’ απολαύσετε ένα σωρό αγαθά, μια απέραντη θάλασσα από θησαυρούς, πλήθος από καλά, ολόκληρη θημωνιά από αρετές, ατελείωτη σειρά χαρισμάτων και ώριμους καρπούς πνευματικής ωφελείας.

Πηγή: www.alopsis.gr

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτη



Όταν ο πονηρός διάβολος γνωρίζη ότι βαδίζουμε σωστά στην οδό της αρετής, με ζωντανές επιθυμίες και σωστά τοποθετημένες και με τάξι, από τις οποίες δεν μπορεί να μας αποσπάση με φανερές απάτες, τότε μεταμφιέζεται σε άγγελο φωτός και με φιλικούς λογισμούς και με ρητά των θείων Γραφών και με παραδείγματα των αγίων, μας παρακινεί, ευκαίρως ακαίρως, να βαδίσουμε αδιάκριτα στο ύψος της τελειότητος, για να μας κάνη κατόπιν να πέσουμε στον γκρεμό.

Έτσι μας παρακινεί να ταλαιπωρούμε σκληρά το σώμα μας με νηστείες, εγκράτειες, μαστιγώσεις, χαμαικοιτίες και άλλες παρόμοιες θλίψεις, η για να υπερηφανευθούμε νομίζοντας ότι κατωρθώσαμε μεγάλα πράγματα η για να μας συμβή κάποια ασθένεια και να μην μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, η από τον κόπο και την άσκησι να αηδιάσουμε και να συγχαθούμε τις πνευματικές ασκήσεις• και έτσι σιγά σιγά, αφού κρυώσουμε για το καλό, να πέσουμε με περισσότερη επιθυμία από πριν στις επίγειες ηδονές και ξεφαντώματα.

Κι αυτό συνέβη σε πολλούς. Αυτοί ακολουθώντας την ορμή ενός αδιάκριτου ζήλου και περνώντας το μέτρο της αρετής τους, με πολλούς βασανισμούς, χάθηκαν μέσα στις εφευρέσεις τους και έγιναν παίγνιο των πονηρών δαιμόνων. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε, αν σκεπτόταν καλά εκείνα που είπαμε• και αν σκεφτόταν ακόμη ότι αυτές οι βασανιστικές πράξεις, αν και είναι άξιες επαίνου και καρποφόρες, εν τούτοις χρειάζονται σωματική δύναμι και ανάλογη ταπείνωσι της ψυχής, παρόμοια δηλαδή με την σωματική δύναμι• χρειάζεται όμως και παρόμοια κράσι στην ποιότητα και στον χαρακτήρα του καθενός.

Εκείνοι όμως που δεν μπορούν να αγωνίζωνται με αυτή τη σκληρότητα της ζωής παρόμοια με τους Αγίους, μπορούν και με άλλους τρόπους να μιμηθούν τη ζωή τους• δηλαδή, έχοντας μεγάλες και αποτελεσματικές επιθυμίες για την αρετή• κάνοντας θερμές προσευχές• ποθώντας τα πιο ένδοξα στεφάνια των αληθινών πολέμων για τον Ιησού Χριστό• καταφρονώντας όλον τον κόσμο, ακόμη και αυτόν τον εαυτό τους• παραδιδόμενοι στη σιωπή και την μοναξιά• όντας ταπεινοί και πράοι με όλους• υποφέροντας το κακό και κάνοντας το καλό στους εχθρούς τους και στους αχάριστους• φυλάγοντας τον εαυτό τους από κάθε σφάλμα, έστω και μικρό• όλα αυτά είναι περισσότερο ευάρεστα στον Θεό, από ο,τι οι ασκήσεις και οι σκληραγωγίες του σώματος.

Γι αὐτὸ κι εγώ σε συμβουλεύω, στις παρόμοιες σκληραγωγίες του σώματος να βαδίζης με διάκρισι, για να μπορής να τις αυξήσης• επειδή με τις υπερβολές αναγκαστικά θα φθάσης στο σημείο να τις εγκαταλείψης. Σε συμβουλεύω όμως να μην πέσης στο άλλο σφάλμα και την υπερβολή μερικών, που θεωρούνται ως πνευματικοί άνδρες. Αυτοί, κολακευόμενοι και απατόμενοι από την υπερβολική αγάπη του σώματός τους, φροντίζουν πολύ να διατηρούν την σωματική τους υγεία, και φαίνονται τόσο ζηλότυποι και ότι το επιθυμούν αυτό τόσο πολύ, που με τον παραμικρό κόπο και την παραμικρή ενόχλησι, τρέμουν και φοβούνται μη την χάσουν. Και για άλλο πράγμα δεν συζητούν με μεγαλύτερη όρεξι, ούτε σκέπτονται κάτι άλλο, όσο την διακυβέρνησι της ζωή τους. Γι αὐτὸ προσέχουν πάντοτε να ζητούν φαγητά περισσότερο κατάλληλα στην όρεξι, παρά στο στομάχι τους, το οποίο πολλές φορές χάνει την δύναμί του από την μεγάλη καλοπέρασι.

Κι αν αυτοί ισχυρίζωνται ότι αυτό το κάνουν για να μπορούν να υπηρετούν καλύτερα τον Θεό, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά να συμφωνήσουν μεταξύ τους, χωρίς κανένα κέρδος και μάλιστα με ζημία του ενός και του άλλου, δυό κεφαλιακοί και πρώτοι εχθροί, δηλαδή το πνεύμα και το σώμα. Γιατί με την φροντίδα αυτή, αφαιρείται από το σώμα η υγεία και από το πνεύμα χάνεται η ευλάβεια. Γι αὐτὸ το πιο ασφαλές και ωφέλιμο είναι και για το σώμα και για την ψυχή, να υπάρχη κάποιος ελεύθερος τρόπος ζωής, όχι όμως χωρίς την διάκρισι εκείνη που ανέφερα προηγουμένως• με την διάκρισι αυτή πρέπει να παρατηρούνται και οι διαφορετικές καταστάσεις των ανθρώπων και οι διαφορετικές κράσεις των σωμάτων, οι οποίες δεν υπόκεινται όλες στον ένα και ίδιο κανόνα, όπως λέγει στα Ασκητικά του ο Μέγας Βασίλειος (1). Προσθέτω και αυτό, ότι όχι μόνο για να αποκτήσουμε τις εξωτερικές αρετές, αλλά και για την απόκτησι των εσωτερικών αρετών, πρέπει να προχωρούμε με κάποια μετριότητα και βαθμηδόν, λίγο λίγο, όπως είπα παραπάνω στο λδ´ κεφάλαιο.

1. Λέγει ο άγιος αυτός ότι όσο διαφέρει και είναι πιο δυνατός ο χαλκός και ο σίδηρος από τα φρύγανα και τα ξύλα, τόσο διαφέρει και είναι πιο δυνατό ένα σώμα και μία κράσις από την άλλη. Γι αὐτὸ εκείνο που είναι για μερικούς κακοπάθεια πάνω από το μέτρο, για τους δυνατώτερους είναι μια ανάπαυσις άνετη• έτσι δογματίζει το εξής• «Αρίστη εγκράτεια της γαστρός είναι αυτή που υπολογίζεται ανάλογα με την δύναμι του καθενός» (Διατάξ. Ασκητ. Δ´.).

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Αόρατος Πόλεμος

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – Περὶ ἡδονῆς




Η ΦΕΥΓΩΝ ΦΕΥΓΕ, Η ΕΜΠΑΙΖΩΝ ΕΜΠΑΙΖΕ 
ΤΟΝ ΜΑΤΑΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑ ΚΟΣΜΟΝ…

Δὲν ὑπάρχουν ἰσχυρότεροι μαγνῆτες καὶ θελκτικότεροι ἐξουσιαστὲς καὶ ποθεινότερες ἁλυσίδες γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῶν πέντε αἰσθήσεων. Πόσο ἀρεστὲς καὶ πόσο βλαβερὲς εἶναι! Καὶ ὁ καλύτερος ρήτορας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει ποτὲ τὴν κακία τους καὶ τὴν βλάβη ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχή. Ἂν ὁ διάβολός μας ἔδινε τὸ φαρμάκι του μὲ κάποιο πικρὸ βότανο, δὲν θὰ τὸ πίναμε. Ἐπειδὴ ὅμως μας τὸ δίνει μὲ τὸ μέλι τῶν ἡδονῶν, τὸ παίρνουμε εὐχάριστα.

Ἀπὸ τὶς ἡδονές, οἱ σαρκικὲς – δηλαδὴ ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ πάθη – τυφλώνουν τὴν καρδιὰ καὶ κολλᾶνε τὴν καρδιά μας στὰ παρόντα πράγματα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια της σωτηρίας μας. Καὶ ἀληθεύει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας ἅγιος, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βρέφη, λίγοι μόνο φτάνουν στὸν παράδεισο, ἐξαιτίας τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
Ἄλλες μορφὲς ἡδονῶν εἶναι ὁ πολὺς ὕπνος, τὰ καλὰ φαγητά, τὰ ὡραῖα φορέματα, τὰ μαλακὰ στρώματα καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἱκανοποιήσεις τῶν αἰσθήσεων.

Οἱ ἄνθρωποι τῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ χορτάσουν τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀνάπαυση, τρέχουν στὰ συμπόσια καὶ στὰ ξεφαντώματα, στὰ τραγούδια τὰ ἄσεμνα, στὶς κακὲς συναναστροφές, στὶς κωμῳδίες καὶ στὰ πανηγύρια. Γενικά, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ τοὺς ξεφύγει καμία εὐκαιρία ἀπολαύσεως. Κι ἐνῷ ἡ ζωή τους εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀσωτίες καὶ ματαιότητες, αὐτὴ τὴν θεωροῦν καλὴ καὶ ἀθῴα.
Ἂν μάλιστα κατακρίνει τὴν πολιτεία τους, τὸν κατηγοροῦν σὰν ἄξεστο καὶ χωριάτη, καὶ λένε πὼς θέλει νὰ μεταβάλλει τὶς πόλεις σὲ ἐρήμους καὶ τοὺς κοσμικοὺς σὲ καλόγερους. Αὐτὰ ὅμως τὰ λένε γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν. «Μετὰ γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου καὶ τυμπάνων καὶ αὐλῶν τὸν οἶνον πίνουσι, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι», κατὰ τὸν προφήτη (Ἡσ.5:12). Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουν καλά, εἶναι νὰ ξοδεύουν τὸν καιρό τους σὲ ξεφαντώματα. Ἀπὸ τὸ κρεβάτι πηγαίνουν στὸ τραπέζι, ἀπὸ τὸ τραπέζι στὶς παρέες, ἀπὸ τὶς παρέες στὰ σεργιάνια, καὶ γίνεται ἡ ζωή τους σὰν μία ἁλυσίδα, ὅπου ἡ μία ἀπόλαυση εἶναι δεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως οἱ κρίκοι μεταξύ τους.

Τὸ πανάγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς λέει ὅτι ὅποιος κυνηγάει τὶς κοσμικὲς ἡδονὲς γκρεμίζεται ἀμέσως στὸν Ἅδη. Ἀλλὰ τί λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαβίδ; Ὅτι κατεβαίνει στὸν ᾅδη, πλησιάζει δηλαδὴ σιγὰ-σιγά: «πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου» (Ψαλμ.113:25). Γιατὶ ἡ μαλθακὴ καὶ ἡδονικὴ ζωὴ ποὺ ζεῖ, τὸν προετοιμάζει ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ γιὰ τὴν ἀπώλεια.
Οἱ τρυφὲς καὶ οἱ ἡδονὲς φθείρουν καὶ ἀδυνατίζουν καὶ τοὺς πιὸ δυνατούς. Γι᾿ αὐτὸ μερικοὶ καταντοῦν σὲ τέτοια ἀδυναμία, ποὺ καὶ ὁ ἴσκιος ἀκόμα τῶν πειρασμῶν εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ τοὺς ρίξει. Κι ἀφοῦ, ἐξομολογηθοῦν, μὲ τὸν πρῶτο πειρασμὸ ξεχνοῦν τὴν καλή τους ἀπόφαση νὰ μὴν ξαναμαρτήσουν, καὶ πέφτουν ἀμέσως πάλι στὴν ἁμαρτία.

Λοιπόν, μὲ τὸ νὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτίες ὁ πολὺς ὕπνος καὶ τὰ φαγοπότια καὶ οἱ διασκεδάσεις καὶ τὰ ξεφαντώματα, προσπαθεῖς ἁπλὰ νὰ δικαιολογηθεῖς. Γιατὶ μπορεῖ αὐτὰ καθεαυτὰ νὰ μὴν εἶναι ἁμαρτίες, ἀλλὰ προετοιμάζουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ γευθεῖς τὰ πνευματικὰ ἀγαθά του Θεοῦ. Καὶ θὰ πάθεις κάτι ἀνάλογο, μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθε ὁ Σολομῶν: Νομίζοντας πὼς μποροῦσε ν᾿ ἀπολαμβάνει χωρὶς κίνδυνο τὶς ἡδονές, κατάντησε στὴν εἰδωλολατρία. Καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθαν οἱ Σοδομῖτες: Γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν μὲ τρυφὲς καὶ ξεφαντώματα, ἔφτασαν νὰ πέσουν σὲ παρὰ φύση πάθη καὶ ἀσέλγειες. Πολὺ σωστὰ εἶπε ὁ Τερτυλλιανός, ὅτι οἱ χριστιανοὶ πρέπει ν᾿ ἀποφεύγουν τὶς τρυφές, γιατὶ αὐτὲς ἀδυνατίζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετή τους.

Ἡ χαυνότητα καὶ ἡ ἀδυναμία, ποὺ προξενοῦνται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὶς ἡδονές, δὲν ταιριάζουν στὸν προορισμό μας, ποὺ εἶναι νὰ μοιάσουμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος, ὁ Θεός μας «προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 8:29). Καὶ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ φτάσει στὴν δόξα, πέρασε στὴν ἐπίγεια ζωὴ Τοῦ μέσα στὴν φτώχεια, τὴ θλίψη καὶ τὴν καταφρόνηση. Οἱ τρυφηλοὶ ἄνθρωποι ὅμως φοβοῦνται τὴ σκληραγωγία καὶ τὴν μετάνοια. Μήπως βρῆκαν ἄλλο Εὐαγγέλιο ἢ μήπως κατέβηκε γι᾿ αὐτοὺς κανένας ἄλλος Χριστός, ποὺ νὰ τοὺς ὑπόσχεται ἀνέσεις, ὡραία ἐνδύματα, ἀπολαύσεις, διασκεδάσεις καὶ δόξες; Ξεχνοῦν ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14:22), καὶ ὅτι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. 7:14)

Ἄκου καὶ τοῦτο τὸ ὠφέλιμο: Κάποτε ἕνας εὐγενὴς καὶ πλούσιος ἄρχοντας, παραδομένος στὶς ἡδονές, ἄκουσε πολλὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, καὶ πῆγε νὰ τὸν συμβουλευθεῖ. Ὁ πνευματικὸς ἐκεῖνος ἄνδρας τοῦ εἶπε τοῦτα μόνο: «Ὁ Χριστὸς ἦταν φτωχός, ἐνῷ ἐσὺ πλούσιος. Ὁ Χριστὸς ἦταν νηστικός, ἐνῷ ἐσὺ χορτασμένος. Ὁ Χριστὸς ἦταν σχεδὸν γυμνός, ἐνῷ ἐσὺ καλὰ ντυμένος. Ὁ Χριστὸς ὑπέμεινε θλίψεις καὶ πάθη, ἐνῷ ἐσὺ ἀπολαμβάνεις τρυφές, ἀναπαύσεις καὶ μαλακὰ στρώματα». Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας, ἦρθε σὲ κατάνυξη, μετανόησε, ζήτησε μὲ δάκρυα συγνώμη ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ ἔκανε, καὶ ἀποφάσισε νὰ ζήσει πιὰ μὲ μετάνοια.

Κατάλαβε καλά, πὼς ὅποιος ἔχει ἀνάπαυση σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν θὰ γευθεῖ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ὁ ἔχων ἀνάπαυσιν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, τὴν αἰώνιον ἀνάπαυσιν μὴ ἐλπιζέτω λαβεῖν· ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν οὐκ ἐστὶ τῶν ἀναπαυομένων ἐνθάδε, ἀλλ᾿ ἐκείνων ἐστὶ τῶν ἐν θλίψει πολλῇ καὶ στεναχωρίᾳ διαγόντων τὸν βίο τοῦτον»(λόγ. περὶ παρθενίας). Πρόσεξε λοιπὸν μὴν ἀκούσεις τότε τὸ φοβερὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Λουκ. 16:25).

Τέλος πάντων, μάθε πὼς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν κερδίζεται μὲ τὴν ἀργία καὶ τὴν ἄνεση, ἀλλὰ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν βία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιαστὲς ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11:12).


Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΚΥΡΙΩΤΕΡΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


1. Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τὸ Θεό.

Ὀφείλεις ν᾽ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μ᾽ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μ᾽ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μ᾽ ὅλο σου τὸ νοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22, 37).
Ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15).
Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τὶς ἐντολές μου καὶ τὶς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ μ᾽ ἀγαπᾶ. Καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τὸν ἀγαπήσω κι ἐγὼ καὶ θὰ φανερώσω μέσα του μυστικὰ τὸν ἑαυτό μου (Ἰω. 14, 21).
Ὅποιος δὲν μ᾽ ἀγαπᾶ, δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).
Ἀγαπᾶτε τὸ Χριστό, ἂν καὶ δὲν τὸν ἔχετε γνωρίσει (Α´ Πέτρ. 1, 8).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα, ἀγαπᾶ καὶ τὸν Υἱό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα (Α´ Ἰω. 5, 1).


2. Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του (τὸν συνάνθρωπό του).

Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μὲ τὴν πρώτη, εἶναι τὸ ν᾽ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 39).
Σᾶς δίνω μιὰ νέα ἐντολή: Ν᾽ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι ν᾽ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Ἰω. 13, 34).
Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ γνώρισμα θὰ μάθουν ὅλοι οἱ ἄπιστοι πὼς εἶστε μαθητές μου, ἂν δηλαδὴ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας (Ἰω. 13, 35).
Χρέος ἄλλο νὰ μὴν ἀφήνετε σὲ κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ὀφείλετε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, ἔχει ἐκπληρώσει ὅλο τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατὶ τὸ «μὴ μοιχεύσεις», «μὴ φονεύσεις», «μὴν κλέψεις», [«μὴν ψευδομαρτυρήσεις»], «μὴν ἐπιθυμήσεις», κι ὅλες οἱ ἄλλες ἐντολές, σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ συνοψίζονται καὶ περιλαμβάνονται: Στὸ ν᾽ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου σὰν τὸν ἑαυτό σου (Ρωμ. 13, 8-9).
Ἀγαπῆστε μὲ καθαρὴ καρδιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Α´ Πέτρ. 1, 22).
Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀδελφούς σας (Α´ Πέτρ. 2, 17).
Ἂν τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Α´ Ἰω. 4, 11).
Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, αὐτὸς βρίσκεται σὲ κατάσταση πνευματικοῦ θανάτου (Α´ Ἰω. 23, 14).
Νά πῶς μάθαμε τί εἶναι ἀγάπη: Ὅπως ὁ Χριστὸς πρόσφερε τὴ ζωή Του στὸ θάνατο γιὰ χάρη μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ προσφέρουμε καὶ τὴ ζωή μας ἀκόμη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας (Α´ Ἰω. 3, 16).
Παιδιά μου, ἂς μὴν ἀγαποῦμε μὲ τὰ λόγια μόνο καὶ μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ ἔμπρακτα καὶ ἀληθινά (Α´ Ἰω. 3, 18).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφό του (Α´ Ἰω. 4, 21).


3. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ἔχουν διαμάχες οὔτε νὰ νιώθουν μνησικακία καὶ μίσος κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους, ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα παρεξηγηθοῦν μεταξύ τους, ὀφείλουν γρήγορα νὰ συμφιλιωθοῦν.

Ὅποιος χριστιανὸς ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς εὔλογη ἀφορμή, εἶναι ὑπόδικος στὸ τοπικὸ δικαστήριο. Καὶ ὅποιος πεῖ τὸν ἀδελφό του «ρακά», δηλαδὴ «ἀνόητε», εἶναι ὑπόδικος στὸ ἀνώτατο δικαστήριο. Καὶ ὅποιος πεῖ τὸν ἀδελφό του «βλάκα», αὐτὸς θὰ καταδικαστεῖ στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως (Ματθ. 5, 22).
Ἂν πᾶς στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ δώσεις κάποια προσφορά, καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου εἶναι λυπημένος μαζί σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστὰ στὴν Ἐκκλησία, τὴν προσφορά σου, πήγαινε νὰ συμφιλιωθεῖς πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ ὕστερα ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου (Ματθ. 5, 23-24).
Κοίταξε νὰ συμφιλιωθεῖς γρήγορα μὲ τὸν ἀδελφό σου μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεται σὲ ἀντιδικία, ὅσο ἀκόμα εἶστε στὴ στράτα τῆς ἐδῶ ζωῆς (Ματθ. 5, 25).
Ὅποιος νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι φιλόνικος, ἂς ξέρει πὼς οὔτε ἐγὼ οὔτε οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοια συνήθεια, δηλαδὴ νὰ φιλονικοῦμε (Α´ Κορ. 11, 16).
Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ φιλονικεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἤπιος ἀπέναντι σὲ ὅλους, διδακτικός, ἀνεξίκακος (Β´ Τιμ. 2, 24).
Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ μὴ σᾶς βρίσκει ποτὲ ὀργισμένους (Ἐφεσ. 4, 26).
Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του βρίσκεται στὸ σκοτάδι, καὶ πορεύεται μέσα στὸ σκοτάδι, καὶ ποῦ πάει δὲν ξέρει, γιατὶ τὸ σκοτάδι ἔχει τυφλώσει τὰ μάτια του (Α´ Ἰω. 2, 11).
Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι φονιάς. Καὶ ξέρετε πὼς κανένας φονιὰς δὲν ἔχει συμμετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 3, 15).


4. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ βλέπουν μὲ περιέργεια καὶ ἐπιθυμία.

Ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βλέπει γυναίκα μὲ πονηρὴ ἐπιθυμία, ἔχει ἤδη σχεδὸν διαπράξει μοιχεία μ᾽ αὐτὴ μέσα στὴν καρδιά του (Ματθ. 5, 28).
Ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν κόσμο – οἱ ἁμαρτωλὲς ἐγωϊστικὲς ἐπιθυμίες, ἡ λαχτάρα ν᾽ ἀποκτήσουμε ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια μας καὶ ἡ ὑπεροψία ἀπὸ τὴν κατοχὴ τοῦ πλούτου – δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὅμως περνᾶ καὶ χάνεται. Καὶ μαζί του χάνονται ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν νὰ κατέχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ ζήσει αἰώνια (Α´ Ἰω. 2, 16-17).


5. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ὁρκίζονται, οὔτε ἀληθινὰ οὔτε στὰ ψέματα.

Ἐγὼ σᾶς λέω νὰ μὴν ὁρκίζεστε καθόλου. Οὔτε στὸν οὐρανό, γιατὶ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὴ γῆ, γιατὶ εἶναι τὸ σκαμνὶ ὅπου πατοῦν τὰ πόδια του. Οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιατὶ εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Οὔτε στὸ κεφάλι σας νὰ ὁρκιστεῖτε, γιατὶ δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε οὔτε μιὰ τρίχα του ἄσπρη ἢ μαύρη. Ὁ λόγος σας ἂς εἶναι ἁπλὰ «ναὶ» καὶ «ὄχι». Ὅ,τι περισσότερο πεῖτε ἀπὸ τὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι», προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο (Ματθ. 5, 34-37).
Προπαντός, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ὁρκίζεστε οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴ γῆ οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ. Ἀλλ᾽ ἂς εἶναι τὸ «ναί» σας πραγματικὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι» σας πραγματικὸ «ὄχι», γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖτε κατηγορούμενοι στὴν τελικὴ κρίση (ἢ καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσετε σὲ ὑποκρισία καὶ ψευδολογία) (Ἰακ. 5, 12).


6. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ἐκδικητικοί, οὔτε ν᾽ ἀνταποδίδουν
 κακὸ στὸ κακό.

Ἐγὼ σᾶς λέω νὰ μὴν ἀντιστέκεστε στὸν κακὸ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ ἕνα μάγουλο, ἐσὺ γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο γιὰ νὰ στὸ χτυπήσει κι αὐτό (Ματθ. 5, 39).
Ἂν κάποιος θελήσει νὰ σὲ πάρει ἀγγαρεία γιὰ ἕνα χιλιόμετρο, ἐσὺ πήγαινε μαζί του δύο (Ματθ. 5, 41).
Νὰ προσεύχεστε γιὰ κείνους ποὺ σᾶς καταριοῦνται, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν, καὶ νὰ παρακαλεῖτε τὸ Θεὸ γιὰ κείνους ποὺ σᾶς πειράζουν καὶ σᾶς καταδιώκουν (Ματθ. 5, 44).
Ἂν κάποιος σᾶς κάνει κακό, μὴν τοῦ τὸ ἀνταποδίδετε. (Ρωμ. 12, 17).
Μὴ ζητᾶτε, ἀδελφοί, νὰ ὑπερασπίζετε μὲ ἐκδικήσεις τὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ δώσετε τόπο στὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ,ποὺ θὰ ἔρθει καὶ θὰ πάρει ἐκδίκηση στὴν ὥρα τῆς κρίσεως (Ρωμ. 12, 19).
Ἂν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, δίνε του νὰ τρώει. Ἂν διψᾶ, δίνε του νὰ πίνει (Ρωμ. 12, 20).
Μὴν ἀφήνεις νὰ σὲ νικήσει τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικᾶς τὸ κακὸ μὲ τὴν καλή σου διαγωγή (Ρωμ. 12, 21).
Νὰ μὴν ἀντιδρᾶτε στὸ κακὸ μὲ κακὸ καὶ στὴ βρισιὰ μὲ βρισιά, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Στὶς βρισιὲς δηλαδὴ νὰ ἀντιδρᾶτε μὲ εὐλογίες (Α´ Πετρ. 3, 9).
Ἀγαπητέ, νὰ μὴν παίρνεις γιὰ πρότυπο τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ καλό. Ὅποιος κάνει τὸ καλὸ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κάνει τὸ κακὸ δὲν ἔχει γνωρίσει τὸ Θεό (Γ´ Ἰω. 11).


7. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν πηγαίνουν διόλου σὲ δικαστήρια γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους. Ἂν ὅμως κάποτε παραστεῖ σχετικὴ ἀνάγκη, ἂς προτιμήσουν νὰ βάλουν κριτὴ στὴ διαφορά τους ἕναν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ νὰ καταφύγουν στὰ κοσμικὰ δικαστήρια.

Ἂν κάποιος θέλει νὰ σὲ πάει στὸ δικαστήριο γιὰ νὰ σοῦ πάρει τὸ σακάκι, ἄφησέ του καὶ τὸ πανωφόρι (Ματθ. 5, 40).
Καὶ μόνο τὸ γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἔχετε δίκες μεταξύ σας, ἀποτελεῖ ἤδη πλήρη ἀποτυχία σας. Ἂς προτιμᾶτε νὰ εἶστε οἱ ἀδικημένοι καὶ ζημιωμένοι, παρὰ ν᾽ ἀδικεῖτε καὶ νὰ ζημιώνετε τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα τοὺς ἀδελφούς σας χριστιανούς. Ἤ μήπως δὲν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μὴν ἔχετε αὐταπάτες: Στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε φιλάργυροι οὔτε μοιχοὶ οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε σοδομίτες οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε κατήγοροι οὔτε ἅρπαγες (Α´ Κορ. 6, 7-9).
Ὅταν κάποιος ἔχει μιὰ διαφορὰ μ᾽ ἕναν ἄλλο χριστιανό, πῶς τολμᾶ νὰ καταφεύγει στὴν κρίση τῶν ἄδικων κοσμικῶν δικαστῶν καὶ ὄχι στὴν κρίση καὶ τὴ διαιτησία τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας; (Α´ Κορ. 6, 1).


8. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν κατακρίνουν.

Μὴν κατακρίνετε τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν κατακριθεῖτε κι ἐσεῖς ἀπὸ τὸ Θεό. Μὲ τὸ κριτήριο ποὺ κρίνετε θὰ κριθεῖτε, καὶ μὲ τὸ μέτρο ποὺ μετρᾶτε θὰ μετρηθεῖτε. Γιατὶ βλέπεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ εἶναι στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ δὲ νιώθεις ὁλόκληρο δοκάρι ποὺ εἶναι στὸ δικό σου μάτι; (Ματθ. 7, 1-3).
Ἔνοχος καὶ ἀνυπολόγητος εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἐσὺ ποὺ γίνεσαι κριτὴς τῶν ἄλλων. Γιατί, κρίνοντας τὸν ἄλλο, καταδικάζεις τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ κι ἐσὺ κάνεις τὰ ἴδια κακὰ ποὺ κάνει ἐκεῖνος (Ρωμ. 2, 1).
Μὴν κάνετε, ἀδελφοί, καμιὰ κρίση πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος θὰ ρίξει τότε φῶς σὲ ὅσα ἔργα εἶναι τώρα κρυμμένα στὸ σκοτάδι, καὶ θὰ φανερώσει τοὺς κρυφοὺς λογισμοὺς τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων (Α´ Κορ. 4, 5).
Μὴν κακολογεῖτε καὶ κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ὅποιος κατηγορεῖ ἢ κατακρίνει τὸν ἀδελφό του, κατηγορεῖ καὶ κατακρίνει τὸν ἴδιο τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν κρίνεις τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶσαι τηρητὴς καὶ ὑποκείμενος στὸ νόμο, ἀλλὰ κριτὴς καὶ ἀνώτερός του. Ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ ὁ κριτής, ὁ Χριστός, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἢ νὰ τὸν κολάσει. Ἐνῶ ἐσὺ ποιός εἶσαι ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλο; (Ἰακ. 4, 11-12).


9. Ἂν οἱ χριστιανοὶ δὲν συγχωροῦν τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν τους, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσει τὰ δικά τους σφάλματα.

Ἂν ἐσεῖς συγχωρήσετε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, θὰ συγχωρήσει καὶ τὰ δικά σας σφάλματα ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας. Ἂν ὅμως δὲν συγχωρήσετε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, οὔτε τὰ δικά σας σφάλματα θὰ συγχωρήσει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας (Ματθ. 6, 14-15).
Οὐράνιε Πατέρα, χάρισέ μας τὰ χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθὼς κι ἐμεῖς τὰ χαρίζουμε στοὺς δικούς μας ὀφειλέτες (ὅσους μᾶς ἔχουν ἀδικήσει) (Ματθ. 6, 12).
«Κακὲ δοῦλε, σοῦ χάρισα ὅλο σου τὸ χρέος, δέκα χιλιάδες τάλαντα (ὑπέρογκο ποσό), ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. Δέν ἔπρεπε κι ἐσὺ νὰ σπλαχνιστεῖς τὸ σύνδουλό σου, ὅπως ἐγὼ σπλαχνίστηκα ἐσένα, καὶ νὰ τοῦ χαρίσεις τὰ ἑκατὸ δηνάρια (ἀσήμαντο ποσὸ) ποὺ σοῦ χρωστοῦσε;» Καὶ ὀργίστηκε ὁ Κύριός του καὶ παρέδωσε τὸ δοῦλο ἐκεῖνο στοὺς βασανιστές, ὥσπου νὰ ξεπληρώσει ὅλο του τὸ χρέος. Ἔτσι θὰ κάνει καὶ σὲ σᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας μου, ἂν δὲν συγχωρήσετε μ᾽ ὅλη σας τὴν καρδιὰ τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν σας (Ματθ. 18, 32-35).
Ὅταν στέκεστε νὰ προσευχηθεῖτε, νὰ συγχωρεῖτε ὅποιο παράπονο ἢ λύπη ἔχετε ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ σας, γιὰ νὰ συγχωρήσει καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας τὰ δικά σας σφάλματα (Μάρκ. 11, 25).
Ἂν ὁ ἀδελφός σου σοῦ κάνει κακό, ἐπιτίμησέ τον. Κι ἂν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον. Ἀλλὰ κι ἂν ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα σοῦ κάνει κακό, κι ἔρθει ἄλλες τόσες καὶ σοῦ πεῖ «μετανοῶ», συγχώρεσέ τον (Λουκ. 17, 3-4).


10. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, ἀλλὰ καὶ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ νηστεύουν, ὄχι ὅμως ὑποκριτικά, γιὰ νὰ τοὺς δοξάσουν δηλαδὴ καὶ νὰ τοὺς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ Θεό.

Προσέχετε νὰ μὴν κάνετε τὴν ἐλεημοσύνη σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ σᾶς βλέπουν καὶ νὰ σᾶς θαυμάζουν. Ἀλλιῶς, μὴν περιμένετε ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα σας. Ὅταν λοιπὸν ἐσὺ κάνεις ἐλεημοσύνη, κάνε την τόσο κρυφά, ποὺ τὸ ἀριστερό σου χέρι νὰ μὴν ξέρει τί κάνει τὸ δεξί (Ματθ. 6, 1 καὶ 3).
Ὅταν προσεύχεσαι χριστιανέ, νὰ μὴν εἶσαι σὰν τοὺς ὑποκριτές, ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ στέκονται καὶ νὰ προσεύχονται ἐπιδεικτικὰ στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ σταυροδρόμια, γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι προσεύχονται. Σᾶς βεβαιώνω πὼς αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν προσεύχεσαι, μπὲς στὸν πιὸ ἀπόκρυφο χῶρο σου (δηλαδὴ τὴν καρδιά), κλεῖσε τὴ πόρτα (δηλαδὴ τὶς αἰσθήσεις) καὶ προσευχήσου μυστικὰ στὸν κρυμμένο καὶ ἀόρατο Πατέρα σου. Κι Ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις, θὰ σὲ ἀνταμείψει φανερά (Ματθ. 6, 5-6).
Ὅταν νηστεύετε, νὰ μὴ γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, ποὺ ἀλλοιώνουν κατάλληλα τὴν ὄψη τους γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πὼς αὐτοὶ παίρνουν ἐδῶ μόνο τὴν ἀμοιβή τους, ἀπὸ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἐσὺ ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τὰ μαλλιά σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπό σου, γιὰ νὰ μὴ δείξεις στοὺς ἀνθρώπους τὴ νηστεία σου, ἀλλὰ μόνο στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις. Καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις, θὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει φανερά (Ματθ. 6, 16-18).


11. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὄχι ἐπίγειων ἀλλὰ οὐράνιων θησαυρῶν. Καὶ οἱ πλούσιοι οφείλουν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ τὰ πλούτη τους, παρὰ νὰ ὑπολογίζουν σ᾽ αὐτά.

Μὴ μαζεύετε πλούτη πάνω στὴ γῆ, ὅπου τὰ ἀφανίζουν ὁ σκόρος καὶ ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καὶ τὰ κλέβουν. Νὰ μαζεύετε θησαυροὺς οὐράνιους, ποὺ δὲν τοὺς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, καὶ ποὺ οἱ κλέφτες δὲν μποροῦν νὰ κάνουν διάρρηξη καὶ νὰ τοὺς κλέψουν. Γιατὶ ὅπου εἶναι τὰ πλούτη σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι προσκολλημένη καὶ ἡ καρδιά σας (Ματθ. 6, 19-21).
Ἀλλοίμονο σὲ σᾶς τοὺς πλουσίους, γιατὶ ἔχετε στὸν κόσμο τοῦτο τὴν παρηγοριά σας ἀπὸ τὸν πλοῦτο, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν σᾶς μένει ν᾽ ἀπολαύσετε τίποτα στὴν ζωή (Λουκ. 6, 24).
Σᾶς βεβαιώνω ὅτι δύσκολα θὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19, 23).
Πουλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δῶστε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἀποκτῆστε πορτοφόλια ποὺ δὲν παλιώνουν, καὶ πλούτη στὸν οὐρανὸ ποὺ δὲν σώνονται ποτέ, καὶ ποὺ οὔτε κλέφτης τὰ ἀγγίζει οὔτε σκόρος τὰ καταστρέφει (Λουκ. 12, 33).
Ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς ποὺ δὲν ἀπαρνιέται ὅ,τι ἔχει στὴ ζωὴ αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου (Λουκ. 14, 33).
Στοὺς πλούσιους αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου νὰ παραγγέλλεις νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται οὔτε νὰ στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους σὲ κάτι ἀβέβαιο, ὅπως ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ στὸ ζωντανὸ Θεό, ποὺ μᾶς δίνει πλουσιοπάροχα ὅλα τ᾽ ἀγαθᾶ, γιὰ νὰ τ᾽ ἀπολαμβάνουμε (Α´ Τιμ. 6, 17).
Ἀκοῦστε με κι ἐσεῖς οἱ πλούσιοι. Κλάψτε καὶ θρηνῆστε γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ σᾶς περιμένουν. Ὁ πλοῦτος σας σάπισε καὶ τὰ ροῦχα σας τά ῾φαγε ὁ σκόρος. Τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι σας κατασκούριασαν, καὶ ἡ σκουριά τους θὰ εἶναι μάρτυρας ἐναντίον σας καὶ θὰ καταφάει τὶς σάρκες σας σὰν τὴ φωτιά. Κι ἐνῶ πλησιάζει ἡ κρίση, ἐσεῖς μαζεύετε θησαυρούς (Ἰακ. 5, 1-3).
Νά, κραυγάζει ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν ποὺ θέρισαν τὰ χωράφια σας, κι ἐσεῖς τοὺς τὸν στερήσατε. Καὶ οἱ κραυγὲς τῶν ἀδικημένων θεριστῶν ἔφτασαν ὡς τ᾽ αὐτιὰ τοῦ παντοδύναμου Κυρίου (Ἰακ. 5, 4).


12. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ μεριμνοῦν γιὰ τ᾽ ἀγαθὰ τῆς γῆς, οὔτε ν᾽ ἀγαποῦν τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητοῦν τὰ αἰώνια καὶ οὐράνια ἀγαθά.

Μὴν ἔχετε ἄγχος καὶ μὴν ἀρχίσετε νὰ λέτε «τί θὰ φᾶμε;» ἢ «τί θὰ πιοῦμε;» ἢ «τί θὰ φορέσουμε;» ἐπειδὴ γιὰ ὅλ᾽ αὐτὰ ἀγωνιοῦν οἱ ἄπιστοι μόνο (Ματθ. 6, 31-32).
Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του, καὶ ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ σᾶς δοθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν χάρισμα, χωρὶς νὰ τὰ ζητᾶτε (Ματθ. 6, 33).
Τοῦτο σᾶς λέω, ἀδελφοί, ὅτι ὁ καιρὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι λιγοστός, ἔτσι ὥστε καὶ ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, νὰ μὴν εἶναι δηλαδὴ προσκολλημένοι σ᾽ αὐτές. Κι ἐκεῖνοι ποὺ κλαῖνε καὶ θλίβονται γιὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου, νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ κάτι θλιβερό. Καὶ ὅσοι δοκιμάζουν χαρές, νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν λόγο νὰ χαίρονται. Καὶ ὅσοι ἀγοράζουν ὑλικὰ πράγματα, νὰ ἀντιμετωπίζουν τ᾽ ἀγορασμένα σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ τ᾽ ἀπολαύσουν. Καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, ν᾽ ἀποφεύγουν κάθε ὑπέρμετρη ἀπόλαυσή τους καὶ μόνο στ᾽ ἀναγκαῖα νὰ ἀρκοῦνται. Γιατὶ ἡ σημερινὴ μορφὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου δὲν θὰ κρατήσει πολύ, ἀλλὰ περνᾶ καὶ φεύγει συνεχῶς (Α´ Κορ. 7, 29-31).
Ἐμεῖς οἱ χριστανοὶ δὲν στοχεύουμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ βλέπονται, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὰ ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Γιατὶ ὅσα βλέπονται εἶναι προσωρινά, ἐνῶ ὅσα δὲν βλέπονται εἶναι αἰώνια (Β´ Κορ. 4, 18).
Ἐμεῖς εἴμαστε πολίτες τ᾽ οὐρανοῦ, ἀπ᾽ ὅπου περιμένουμε νὰ ἔρθει καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός (Φιλιπ. 3, 20).
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο τὴ μόνιμη πατρίδα μας, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ οὐράνια πατρίδα (Ἑβρ. 13, 14).
Προδότες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Δέν ξέρετε ὅτι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο εἶναι ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ (Ἰακ. 4, 4).
Ἀγαπητοί, μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου. Ἂν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, δὲν ἔχει μέσα του τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν οὐράνιο Πατέρα (Α´ Ἰω. 2, 15).


13. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ὑπερήφανοι, ἀλλὰ νὰ εἶναι ταπεινοὶ καὶ ν᾽ ἀγαποῦν ταπεινά.

Ὅποιος ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ παιδάκι τοῦτο, αὐτὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπ᾽ ὅλους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 18, 4).
Ὅποιος ὑψώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ. Καὶ ὅποιος ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ (Ματθ. 23, 12).
Ἀδελφοί, νὰ μὴν εἶστε φαντασμένοι, ἀλλὰ νὰ συγκαταβαίνετε στοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ταπεινοὺς χριστιανούς, καὶ νὰ τοὺς συναναστρέφεστε, συμμεριζόμενοι τὴν ἀσημότητά τους (Ρωμ. 12, 16).
Μὲ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας τὸν ἄλλον ἀνώτερό του (Φιλ. 2, 3).
Ταπεινωθεῖτε μπροστὰ στὸν Κύριο, κι Ἐκεῖνος θὰ σᾶς ὑψώσει (Ἰακ. 4, 10).
Οἱ νεώτεροι νὰ ὑποτάσσεστε στοὺς πρεσβυτέρους. Κι ὅλοι μαζί, ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ζωστεῖτε τὴν ταπεινοφροσύνη. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τὴ χάρη Του. Ταπεινῶστε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας κάτω ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσει τὴν ὥρα τῆς κρίσεως (Α´ Πέτρ. 5, 5-6).


14. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν ν᾽ ἀντιμετωπίζουν μὲ ὑπομονὴ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ τοὺς βρίσκουν.

Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑπομείνει ὥς τὸ τέλος τὶς δοκιμασίες, αὐτὸς μόνο θὰ σωθεῖ (Ματθ. 24, 13).
Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας (Λουκ. 21, 19).
Ἡ θλίψη φέρνει σιγὰ-σιγὰ τὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ τὴ σταθερότητα στὴν ἀρετή, καὶ ἡ σταθερότητα στὴν ἀρετὴ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό (Ρωμ. 5, 3-4).
Νὰ ἔχετε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες (Ρωμ. 12, 11).
Ἂν δείχνουμε ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, θὰ βασιλεύσουμε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ στὴ μέλλουσα ζωή (Β´ Τιμ. 2, 12).
Νὰ ἐπιδιώκεις τὴν ὑπομονή (Α´ Τιμ. 6, 11).
Ἀδελφοί, νὰ ὑπομένετε μὲ καρτερία κάθε παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας πὼς ὁ Θεὸς σᾶς μεταχειρίζεται σὰν παιδιά Του (Ἑβρ. 12, 7).
Σᾶς χρειάζεται ὑπομονή, γιὰ νὰ κάνετε σταθερὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πάρετε τὴν ἀμοιβὴ ποὺ σᾶς ὑποσχέθηκε (Ἑβρ. 10, 36).
Μὲ ὑπομονὴ ἂς τρέχουμε τὸν ἀγώνα ποὺ ἔχουμε μπροστά μας (Ἑβρ. 12, 1).
Καλότυχος εἶναι ὁ χριστιανὸς ποὺ σηκώνει μὲ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες, γιατί, ἀφοῦ ὑποστεῖ μὲ ἐπιτυχία τὶς δοκιμασίες, θὰ κερδίσει τὸ βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς σ᾽ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν (Ἰακ. 1, 12).
Ἡ ὑπομονή σας ἂς εἶναι ἀκλόνητη καὶ διαρκής, γιὰ νὰ γίνετε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι καὶ νὰ μὴν ὑστερεῖτε σὲ τίποτα (Ἰακ. 1, 4).
Κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀδελφοί, γιὰ νὰ προσθέσετε πάνω στὴν αὐτοκυριαρχία τὴν ὑπομονή, καὶ πάνω στὴν ὑπομονὴ τὴν εὐσέβεια (Β´ Πέτρ. 1, 6).
Ἐδῶ θὰ φανεῖ ἡ ὑπομονὴ ὅσων ἀνήκουν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. 14, 12).


15. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν παραδίδονται στὶς κοσμικὲς φροντίδες καὶ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις, οὔτε νὰ ζοῦν μὲ ἀμέλεια καὶ πνευματικὴ ραθυμία, ἀλλὰ νὰ βρίσκονται πάντοτε σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα, περιμένοντας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.

Νὰ ἀγρυπνεῖτε, γιατὶ δὲν ξέρετε ποιὰ ὥρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριός σας. Καὶ νὰ ξέρετε τοῦτο: Ἂν γνώριζε ὁ ἰδιοκτήτης ἑνὸς σπιτιοῦ ποιὰ ὥρα τῆς νύχτας θά ῾ρθει ὁ κλέφτης, θὰ ξαγρυπνοῦσε καὶ δὲν θ᾽ ἄφηνε νὰ διαρρήξουν τὸ σπίτι του. Γι᾽ αὐτὸ κι ἐσεῖς νὰ εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι, γιατὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ ἔρθει τὴν ὥρα ποὺ δὲν Τὸν περιμένετε (Μτθ. 24, 42-44).
Σὲ ὅλους σας τὸ λέω: Ἀγρυπνεῖτε! (Μαρκ. 13, 37).
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴ σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός. Τὸ πνεῦμα σας εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα σας ὅμως ἀδύναμη (Μαρκ. 14, 38).
Ἡ μέση σας ἂς εἶναι ζωσμένη καλὰ (δηλαδὴ νὰ εἶστε ἕτοιμοι) καὶ τὰ λυχνάρια σας ἂς εἶναι πάντα ἀναμένα (δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά σας πάντα νὰ βρίσκονται σὲ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση). Νὰ μοιάσετε στοὺς ὑπηρέτες ἐκείνους ποὺ περιμένουν πότε ὁ Κύριός τους θὰ γυρίσει ἀπὸ τὴ γαμήλια τελετὴ ὥστε, μόλις ἔρθει καὶ χτυπήσει τὴν πόρτα, ἀμέσως νὰ τοῦ ἀνοίξουν. Μακάριοι εἶναι οἱ ὑπηρέτες ἐκεῖνοι πού, ὅταν ἔρθει ὁ Κύριός τους, θὰ τοὺς βρεῖ ν᾽ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ τὸν περιμένουν (Λουκ. 12, 35-37).
Προσέχετε καλὰ τοὺς ἑαυτούς σας. Προσέχετε μὴν παραδοθεῖτε στὴν κραιπάλη καὶ στὸ μεθύσι καὶ στὴν ἀγωνία γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες, γιατὶ θὰ γίνουν βαριὲς καὶ κοιμισμένες ἀπ᾽ αὐτὰ οἱ καρδιές σας, καὶ θὰ σᾶς αἰφνιδιάσει ἔτσι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατὶ θά ῾ρθει σὰν παγίδα σ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν στὴ γῆ. Νὰ εἶστε λοιπὸν ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, παρακαλώντας κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ γλυτώσετε ἀπ᾽ ὅλα τὰ φοβερὰ ποὺ μέλλουν νὰ συμβοῦν, καὶ νὰ παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστὰ στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου (Λουκ. 21, 34-36).
Ἦρθε πιὰ ἡ ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας, ἀδελφοί. Γιατὶ τώρα ἡ τελικὴ σωτηρία βρίσκεται πιὸ κοντά μας παρὰ τότε ποὺ πιστέψαμε. Ἡ νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς ὅπου νά ῾ναι φεύγει, καὶ ἡ μέρα τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωῆς κοντεύει νὰ ἔρθει (Ρωμ. 13, 11-12).
Σήκω πάνω ἐσύ, ποὺ κοιμᾶσαι τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀναστήσου ἀπὸ τὴν πνευματικὴ νέκρα, καὶ θὰ σὲ φωτίσει ὁ Χριστός (Ἐφεσ. 5, 14).
Ἂς μὴν κοιμόμαστε, καθὼς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί. Ὅσοι κοιμοῦνται, τὴ νύχτα κοιμοῦνται. Καὶ ὅσοι μεθοῦν, τὴ νύχτα μεθοῦν. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὅμως, σὰν ἄνθρωποι τῆς ἡμέρας, ἂς εἴμαστε προσεκτικοί (Α´ Θεσ. 5, 6-8).
Μὴ σβύνετε μὲ τὴν ἀμέλεια τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἔχετε (Α´ Θεσ. 5, 19).
Μὴν εἶστε ὀκνηροὶ σ᾽ ὅ,τι πρέπει νὰ δείχνετε προθυμία καὶ ζῆλο. Νὰ ἔχετε φλογερὸ πνευματικὸ ἐνθουσιασμό, νὰ ὑπηρετεῖτε μ᾽ ἀφοσίωση τὸν Κύριο (Ρωμ. 12, 11).
Ζήσατε πάνω στὴ γῆ μὲ ἀπολαύσεις καὶ σπατάλες. Παχύνατε τὶς καρδιές σας σὰν τὰ θρεφτάρια, ποὺ τὰ ἑτοιμάζουν γιὰ σφάξιμο. (Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ γιὰ σᾶς ἡ μέρα τῆς κρίσεως μέρα σφαγῆς σας) (Ἰακ. 5, 5).
Νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλός σας διάβολος περιφέρεται σὰν τὸ λιοντάρι ποὺ βρυχιέται, ζητώντας νὰ καταβροχθίσει κάποιον ἀπὸ σᾶς, ποὺ στέκεστε στερεοὶ στὴν πίστη (Α´ Πέτρ. 5, 8).
Ἀγρύπνα!… Γιατὶ ἂν δὲν ἀγρυπνᾶς, θά ῾ρθω σὰν τὸν κλέφτη, καὶ δὲν θὰ ξέρεις ποιὰ ὥρα θά ῾ρθω νὰ σὲ κρίνω (Ἀποκ. 3, 2 καὶ 3).


16. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μετανοοῦν διαρκῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐμφανίσθηκε στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, κηρύττοντας καὶ λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 1-2).
Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττει καὶ νὰ λέει: «Μετανοεῖτε, γιατὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17).
Ἂν δὲν μετανοήσετε, θὰ χαθεῖτε ὅλοι σας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο (Λουκ. 13, 3).
Μετανοῆτε, ἀδελφοί, καὶ ἐπιστρέψτε στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας καὶ νὰ βρεῖτε ἀνακούφιση ἀπὸ τὸν Κύριο (Πράξ. 3, 19).
Μετανόησε καὶ κάνε πάλι τὰ προηγούμενα καλὰ ἔργα, ποὺ ἔκανες. Ἀλλιῶς, ἂν δὲν μετανοήσεις, ἔρχομαι γρήγορα καταπάνω σου καὶ μετακινῶ τὸ λυχνοστάτη σου, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία σου, ἀπὸ τὸν τόπο του (Ἀποκ. 2, 5).

17. Οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν ξεπεράσουν στὰ καλὰ ἔργα τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δὲν μπαίνουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἂν ἁμαρτάνουν, θὰ κολαστοῦν βαρύτερα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Ἂν ἡ εὐσέβειά σας δὲν ξεπεράσει τὴν εὐσέβεια τῶν γραμματέων καὶ τῶν φαρισαίων, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 5, 20).
Ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του, δὲν ἑτοιμάζει ὅμως οὔτε κάνει ὅ,τι θέλει ἐκεῖνος, θὰ τιμωρηθεῖ αὐστηρά. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ κάνει κάτι ἀξιόποινο, θὰ τιμωρηθεῖ πιὸ ἐλαφρά. Γιατὶ σ᾽ ὅποιον δόθηκαν πολλά, πολλὰ θὰ τοῦ ζητηθοῦν. Καὶ σ᾽ ὅποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θὰ τοῦ ζητηθοῦν (Λουκ. 12, 47-48).
Ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸ νόμο (δηλαδὴ ἐλαφρότερα). Ὅσοι ὅμως ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸ νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸ νόμο (δηλαδὴ βαρύτερα) (Ρωμ. 2, 12).
Θὰ ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτοὺς νὰ μὴν εἶχαν γνωρίσει τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας, παρά, ἀφοῦ τὴν γνωρίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἁγία ἐντολὴ ποὺ τοὺς παραδόθηκε (Β´ Πέτρ. 2, 21).

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ( ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης)




Νεομάρτυρες κατά τήν Μεγάλην ῾Ελληνικήν ᾿Εγκυκλοπαίδειαν (τόμος ΙΗ', σελ. 192, ὑπό Κ. Π. Δ) θεωροῦνται οἱ μή ὑποταγέντες εἰς τόν βίαιον ἐξισλαμισμόν καί ὑπέρ πίστεως θανόντες. 

Οἱ Τοῦρκοι, ἄν καί ἠνέχθησαν, μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως, τήν χριστιανικήν θρησκείαν, ἐν τούτοις πολλάκις καί πολλαχοῦ ἐπίεζον τούς ὑποταγέντας χριστιανούς πρός ἐξισλαμισμόν, οὕτω δέ ἐνεφανίσθη κατά τήν ἐποχήν ταύτην νέον πλῆθος μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἐν ἀντιθέσει πρός τούς παλαιούς μάρτυρας ἐκλήθησαν νεομάρτυρες. ᾿Επειδή  τότε δέν ὑπῆρχε νόμος πού νά προβλέπη καί νά ἐπιβάλλη τόν ἐξισλαμισμόν, ἡ καταδίκη ἐγίνετο ἄνευ εἰδικῆς διαδικασίας, τά δέ βασανιστήρια εἰς τά ὁποῖα ὑπεβάλλοντο οἱ ἀρνούμενοι τόν ἐξισλαμισμόν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἦσαν διάφορα καί πολλάκις μεγάλα.

῾Η ᾿Ορθόδοξος ἡμῶν ᾿Εκκλησία ἠνείχετο συνήθως τήν τιμήν τῶν λειψάνων τῶν νεομαρτύρων, ὑπό τῶν χριστιανῶν καί τήν κατάταξιν αὐτῶν μεταξύ τῶν ἁγίων καί τόν ἑορτασμόν τῆς μνήμης αὐτῶν ἄνευ εἰδικῆς ἐπισήμου πράξεως περί τῆς ἀνακηρύξεως αὐτῶν. Οὕτω συνέβαινε ὥστε καί κατά καί μετά τήν ἅλωσιν ἐποχήν αἱ ἑορταί τῶν νεομαρτύρων νά γίνωνται κατ᾿ ἀρχάς τοπικαί, ἔπειτα δέ νά διαδίδωνται καί εἰς πολλούς ἄλλους τόπους. Κατόπιν ἐγένοντο καί ἴδιαι ἀκολουθίαι εἰς πολλούς ἐκ τῶν νεομαρτύρων ἀπό νεωτέρους ὑμνογράφους, ὁ δέ ἐκ Χίου ῾Ιερομόναχος Χριστόφορος συνέθεσε κατά τόν ΙΗ' αἰῶνα καί κοινήν ἀκολουθίαν ὅλων γενικῶς τῶν Νεομαρτύρων.
Τούς βίους τῶν ἁγίων νεομαρτύρων συνεκέντρωσε καί συνέθεσε εἰς βιβλίον ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, ὁ ὁποῖος ἐν προλόγῳ συνέγραψε καί θαυμάσιον λόγον "᾿Εγκωμιαστικόν εἰς τούς ῾Αγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως μαρτυρήσαντας", ὅπου μεταξύ ἄλλων γράφει καί τοῦτα τά ἐγκωμιαστικά λόγια:

"Πῶς δέν εἶναι δίκαιον, νά δοξολογῆ τινάς τόν Κύριον, βλέποντας διά τοῦ παρόντος βιβλιαρίου, ὅτι καί τώρα εἰς τούς ἐδικούς μας καιρούς, ἀνατέλλουσιν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, εἰς τό νοητόν τῆς ᾿Εκκλησίας στερέωμα, ὡσάν ἄλλοι Νεοφανεῖς ἀστέρες καί κομῆται, Νέοι ἀθληταί τοῦ Χριστοῦ καί στρατιῶται ἀήττητοι; Καί καταλάμπουσιν ὅλων τῶν ὀρθοδόξων τό πλήρωμα μέ τάς γλυκυτάτας ἀκτίνας τοῦ μαρτυρίου καί τῶν θαυμάτων τους;" 

Καί συνεχίζει: "Πῶς δέν εἶναι πρέπον νά εὐχαριστῆ τινάς τόν Θεόν βλέποντας ὑποκάτω εἰς τόν σκληρόν ζυγόν καί τήν αἰχμαλωσίαν τῶν νῦν κρατούντων, τόσους ἀθλητάς, οἱ ὁποῖοι διά νά φυλάξουν τήν ἐλευθερίαν καί τήν εὐγένειαν τῆς Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτον, δόξαν, ἡδονάς, καί κάθε ἄλλην σημαντικήν ἀπόλαυσιν καί παρέδωκαν προθύμως τόν ἑαυτόν τους εἰς θάνατον;"
Καί ἀκόμη τονίζει:"Κατά ἀλήθειαν τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιον, ὡσάν νά βλέπη τινάς μέσα εἰς τήν καρδιάν τοῦ χειμῶνος, ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον, μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος, φῶτα λαμπρότατα, ἐν τῷ καιρῶ τῆς αἰχμαλωσίας, νά βλέπη ἐλευθερίαν, καί ἐν τῶ καιρῶ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας ὑπερφυσικήν δύναμιν".... 

Καί τελειώνει αὐτόν τόν ἐγκωμιαστικόν λόγον λέγοντας μεταξύ ἄλλων:
"Κάμνομεν τέλος καί σᾶς λέγομεν ἀδελφοί, ὄτι ἄν δέν ἐβλέπετε εἰς τούς καιρούς σας τούς νέους Μάρτυρας, εἴχετε κἄποιαν ψυχράν πρόφασιν, νά μή τρέχητε εἰς τό Μαρτύριον. ᾿Αλλά τώρα εἶσθε ἀναπολόγητοι. ῞Οθεν ἐπειδή εὐδόκησεν ὁ Θεός νά ἔχετε ὄχι ἕνα ἤ δύο, ἀλλά ἕνα ὀλόκληρο σύννεφον ἀπό νέους μάρτυρας, μιμεῖσθε ἡμᾶς καί δι᾿ ὑπομονῆς τρέχετε εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ Μαρτυρίου του, ἀποβλέποντες ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τόν πρωτομάρτυρα καί ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας μας ᾿Ιησοῦν. "Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος Μαρτύρων... δι᾿ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν, καί τελειωτήν ᾿Ιησοῦν" (῾Εβρ. ΙΒ' 1-2).
᾿Αλλ᾿ ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ ἀθληταί καί Μάρτυρες, τά γλυκύτατα πᾶσι Χριστιανοῖς καί πράγματα καί ὀνόματα (στρέφω γάρ τώρα τόν λόγον μου πρός ἐσᾶς) τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως παρεμβολή καινή καί γενναιότατον στράτευμα, τῆς ῾Αγίας Τριάδος οἱ διαπρύσιοι Κήρυκες, τῆς Θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διαλαληταί καρτερόψυχοι, τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας οἱ ὑπέρμαχοι καί τῆς ἀσεβείας οἱ ἀντίπαλοι, οἱ τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κοινωνοί καί μιμηταί καί ἀκόλουθοι, οἱ νικηταί καί τροπαιοῦχοι τῶν τριῶν μεγάλων ἐχθρῶν, σαρκός καί κόσμου καί κοσμοκράτορος, οἱ βαπτισθέντες μέ τό δι᾿ αἵματος βάπτισμα, ὅ δευτέροις ρύποις οὐ μολύνεται, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον.
᾿Εσεῖς ἀληθῶς εἶσθε ὁ ἀνακαινισμός ὅλης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. ᾿Εσεῖς ἐδείξατε ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως. ᾿Εσεῖς εἶσθε ἡ δόξα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἡ καταισχύνη καί ὁ ἔλεγχος. ᾿Εσεῖς ἐδείχθητε παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς Χριστιανούς ὁπού εἶναι αἰχμάλωτοι καί ἐσεῖς παρακινεῖτε τούς ᾿Ορθοδόξους, καί μάλιστα τούς ἀρνησιχρίστους, νά μιμοῦνται διά τοῦ ἔργου τό ἐδικόν σας Μαρτύριον.... 

 
᾿Εσεῖς, ἐσεῖς, ἀληθῶς κατά τόν ᾿Απόστολον Παῦλον, οἱ ὁποῖοι ἀνταναπληρώσατε τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῆ σαρκί  σας (Κολ. Α' 24)  καί ἐγενήθητε θέατρον τῶ κόσμω καί ᾿Αγγέλοις καί ἀνθρώποις (Α' Κορινθ. Δ' 9).  Θέατρον ἀνθρώποις, εἰς μέν τούς ἀλλοπίστους ἐντροπή καί ἀτιμία καί λύπη. Εἰς δέ τούς ᾿Ορθοδόξους Χριστιανούς καύχημα καί δόξα καί χαρά.  Θέατρον ᾿Αγγέλοις, εἰς μέν τούς πονηρούς δαίμονας πόνος καί ἀθυμία ἀνυπόφορος.  Εἰς δέ τούς μακαρίους ᾿Αγγέλους εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασις ἀνεκλάλητος.... 

᾿Εν συντομία καταγλυκασπαζόμεθα ὅλα τά ῞Αγια μέλη τοῦ σώματός σας, εἰς τά ὁποῖα ἐδέχθητε φοβερά καί διάφορα βάσανα, μέ τά ὁποῖα τῶ Χριστῶ εὐηρεστήσατε, τούς ᾿Αγγέλους ἐξεπλήξατε, τούς ῾Αγίους εὐφράνατε, τούς δαίμονας ἐτραυματίσατε, τούς ἀλλοπίστους ἐλυπήσατε, τοῦ Χριστοῦ τήν ᾿Εκκλησίαν ἐχαροποιήσατε, τούς αἰχμαλώτους ἀδελφούς σας ἐπαρηγορήσατε, τούς τόπους εἰς οὕς ἐμαρτυρήσατε ἡγιάσατε, τούς τωρινούς Χριστιανούς εὐλογήσατε, τόν ἀέρα μέ τήν ἄνοδον τῶν ψυχῶν σας εὐωδιάσατε"


(Περισσότερα περί τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων μπορεῖ νά εὕρη ὁ ἀναγνώστης σέ τευχίδιον τῆς σειρᾶς ἐκδόσεων τῆς "᾿Κέντρου Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ῾Ιεραποστολῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης" καθώς καί στήν ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου, τήν ὁποίαν σύν Θεῷ σκεπτόμεθα νά ἐκδώσωμεν)



 [1] Τό παρόν ἄρθρον ἐγράφη ἐξ᾿ ἀφορμῆς δηλώσεων τοῦ "Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κων/λεως Βαρθολομαίου, δηλώσεις αἱ ὁποῖαι εἶναι ὑβριστικαί κατά τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων: "Οἱ Τοῦρκοι καί οἱ ῞Ελληνες ἁμάρτησαν οἱ μέν κατά τῶν δέ. Καί ἀκόμη χειρότερα, σάν παιδιά, κράτησαν ἀπολογισμό τῶν δεινῶν καί τῶν ἀπωλειῶν πού ὑπέστησαν. ῾Ως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι νά συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ποιμενικῶν μου ἁρμοδιοτήτων νά ὑπενθυμίσω σέ ὅλους ὅτι ἐπιθυμοῦν νά τείνουν εὐήκοον οὗς ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί νά τούς νουθετῶ νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ἔφτασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁπότε πρέπει ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε τά ἁμαρτήματά μας καί νά τά ἀφήσουμε πίσω μας"

www.churchgoc.org


Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Λόγος εγκωμιαστικός περί των Οσίων Πατέρων των εν τούτω τω Αγίω Όρει του Άθω λαμψάντων (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης)






Κυριακή Β' Ματθαίου, των Αγιορειτών Πατέρων 

Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε. Μοναστών και μιγάδων εορτή σήμερον εις την του Χριστού Εκκλησίαν ανέτειλε· τα πλήθη των μοναστών και μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους Αγίων Πατέ­ρων εξέλαμψε. Καινά και κοινά άσματα πάντες κοινώς οι εν τω Όρει πατέρες ψάλατε. Διατί κοινά; Ότι κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του Αγίου Όρους και οι θείοι ούτοι Πατέρες εφάνησαν. Διατί καινά; Ότι καινή και νεοφανής και η τούτων μνήμη· εις μεν τους ανωτέρω και παλαιούς χρόνους ουδαμώς τελουμένη, ήδη δε εις τους καθ’ ημάς καιρούς δικαίως και ευλόγως εορταζομένη. 


Επειδή δεν ήτο δίκαιον, των μεν εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων Οσίων Πατέρων να εορτάζωμεν την μνήμην κοινώς, οίτινες δεν έγιναν αίτιοι τοσούτων αγαθών εις ημάς, των δε εν τω Αγίω Όρει τούτω Αγίων Πατέρων, των αναιρεθέντων υπό τε των απίστων Αράβων και υπό των κακοδόξων λατινοφρόνων, να παραβλέψωμεν την μνήμην αγέραστον, και να μην εορτάζωμε τούτους πάντας κοινώς, οίτινες έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι. Δεν ήτο πρέπον, κοινώς μεν να εορτάζωμεν εν τω Σαββάτω της Τυρινής τους άλλους Όσιους Πατέρας, τους εν τη Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαΐδι ασκήσαντας, οι οποίοι δεν εστάθησαν εις ημάς τόσον ευεργέται, τους δε εν τω Όρει τούτω του Άθω ασκήσαντας θείους Πατέρας, να μην εορτάζωμεν κοινώς ομού πάντας, οίτινες εφάνησαν αληθώς εις όλους ημάς, όσοι κατοικούμεν το Όρος τούτο, παντοδαποί ευεργέται και προστάται και έφοροι· όχι μόνον διά λόγων, αλλά και δι’ έργων όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα· όχι μόνον ζώντες, αλλά και μετά θάνατον.

Ούτοι γαρ, οι τρισμακάριστοι Πατέρες και Όσιοι, τον πρώην άγριον τούτον Άθω, εις θαυμαστήν μετέβαλον ημερότητα. Ούτοι, τον ακατοίκητον τούτον τόπον, κατοικήσιμον έδειξαν και την έρη­μον, πόλιν εποίησαν, με τας ιεράς Λαύρας, και ευαγή Μοναστήρια, και Μονύδρια, και Σκήτας, και Κελλία, τα οποία εις διάφορα μέρη του Όρους έκτισαν και ου μόνον έκτισαν, αλλά και επροίκισαν αυτά με διάφορα υποστατικά, και με πράγματα κινητά και ακίνητα, προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων αδελφών. Και ου μόνον επροίκι­σαν, αλλά και πλήθη μοναζόντων εις αυτά συνήθροισαν. Όθεν διά μέσου αυτών, εδώ όπου πρότερον εκατοίκουν άλογα ζώα και θηρία και δράκοντες, τώρα κατοικούν πανταχού άνθρωποι λογικοί· και όχι μόνον απλώς λογικοί, αλλά άνθρωποι, οι οποίοι με το υλικόν τούτο σώμα, αγωνίζονται να μιμηθούν των ασωμάτων και αΰλων Αγγέλων την πολιτείαν, και παρομοιάζουν με την παρεμβολήν εκείνην των Αγγέλων, την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ και είπε· «Παρεμβολή (στράτευμα) Θεού αύτη»· διά την οποίαν προσφυώς είπε και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος· «ώσπερ αγγέλων παρεμβολή αγίων, ούτω μοναχών πλήθος επί το αυτό, διά παντός εχόντων την διάνοιαν προς Θεόν».

Ούτοι οι θείοι Πατέρες, ως εύοσμα κρίνα, και ως άνθη τερπνά, και ως αγλαόκαρπα δένδρα εδώ βλαστήσαντες, άλλον νοητόν παρά­δεισο τον τόπον τούτον απέδειξαν. Ούτοι ως άγγελοι, εις τα σπή­λαια και εις τας τρώγλας και εις τας κοιλάδας και πεδιάδας και λό­φους και παραθαλασσίους τόπους του Όρους τούτου ασκήσαντες, δεύτερον ουρανόν τούτο απεκατέστησαν όθεν δι’ αυτών, εδώ όπου πρότερον ηκούοντο μόναι οι φωναί των αγρίων ζώων, τώρα ακούονται και λαλούνται πανταχού ύμνοι αγγελικοί και ουράνιοι, εις την αγίαν και ζωοποιόν και υπερούσιον Τριάδα αναφερόμενοι. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτοι οι τρισόλβιοι Όσιοι, ως φιλόπαιδες Πατέρες, τας διδασκαλίας και τύπους και διατάξεις αυτών παρέδωκαν εις ημάς, ως κληρονομιάν πατρικήν τε και αναφαίρετον, και με αυτάς, ωδήγησαν μεν έτι ζώντες, πλήθη μοναχών εις τας ευθείας τρίβους της σωτηρίας· οδηγούν δε και μετά θάνατον πάντας ημάς, τα πνευματικά αυτών τέκνα, εις ζωήν την αιώνιον και ως Ποιμένες αληθινοί μεριμνούν δι’ ημάς, την Ποίμνην αυτών, και μας φυλάττουν από πάσαν ανάγκην και εναντίαν περίστασιν με τας προς Θεόν αενάους πρεσβείας των...

Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ολότελα, οποίαι εστάθησαν ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότε­ρον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον. Επειδή κατά τον ειπόντα σοφόν, πα­τρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί: «πατρίς εκάστω, καθ’ ήν αν τις ευτυχή», με κάθε δίκαιον τρόπον, πρέπει να ονο­μάζεται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος· εις τούτο γαρ κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος πεντήκοντα, άλλος εξήκοντα, και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ευτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτω ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσμα­τα. Διά τούτο και συνηθίζεται να επονομάζωνται από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι, επί παραδείγματι, ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλ’ εκ του ονόματος του Άθωνος και του Αγίου Όρους· οίον (όπως), Πέτρος ο Αθωνί­της· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε και αφορμή από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξαρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εδώ εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι αύτη.

Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί διά το αξιοπιστότερον.

«Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον προσκληρώσαι διέγνων έγωγε... Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής· κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».

Ήγουν, είναι εν βουνόν εις την ήπειρον της Ευρώπης, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των καλογήρων και μοναχών· και από τώρα και ύστερον, έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γενή εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός· θέλω τους διδάσκει εκείνα, τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι· θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα, όσον και διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν και δεν την αφίνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε -το λέγω και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου-, θέλω συστήσει εις τον υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν των εις τούτο το Όρος· και θέλω ζητήσει από τον υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των.

Ταύτην, λοιπόν, την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη, δηλαδή, το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζηται όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ, τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους· αφ’ ού δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, ηξεύροντες ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί: πρώτη, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος σου» και δευτέρα, το «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», απεφάσισαν και αυτοί να φυλάξωσι ταύτας τας δύο εντολάς· και διά μέσου της φυλάξεως των δύο τούτων, να φυλάξωσιν ομού και όλας τας άλλας μερικάς εντολάς του νόμου και των Προφητών, καθώς είπεν ο Κύριος «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»· και ούτω να φθάσωσιν εις την τελειότητα της αρετής, όσον είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους εν τω παρόντι βίω.

Και, λοιπόν, εμιμήθησαν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, όστις πρώτον έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, και δεύτερον, ότι αγαπά και τον πλησίον διότι, καθώς λέγουσιν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο Ματ­θαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς, ευθύς αφ’ ού εβαπτίσθη, ανήχθη εις την έρημον υπό του αγίου Πνεύματος και επειράσθη από τον διάβο­λον με τους τρεις γίγαντας των παθών με την φιληδονίαν, λέγω, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν και ούτω νικήσας ο Κύριος τον διάβολον και τα πάθη ταύτα τα οποία τον προσέβαλον, έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, καθ’ ό και άνθρωπος, εξ όλης του της ψυχής, εξ όλης του της ισχύος, και ότι είναι τέλειος εις την πρώτην εντολήν. Μετά ταύτα δε πάλιν επιστρέφει από την έρημον εις τον κόσμον και κηρύττει το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών και διδάσκει τους ανθρώπους να φυλάττωσι τας θείας και σωτηρίους αυτού εντολάς και να υπομένωσιν όχι μόνον κόπους και ύβρεις και ονειδισμούς διά την αγάπην των αδελφών, αλλά και πάθη και σταυρόν και θάνατον· και ταύτα πάντα ενίκησε με τόσην μεγαλοψυχίαν, ώστε να παρακαλή και δι’ αυτούς τους ίδιους σταυρωτάς, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τοιουτοτρόπως έδειξεν ότι αγαπά και τον πλησίον, όχι μόνον ως τον εαυτόν του, αλλά και πε­ρισσότερον από τον εαυτόν του· και ότι είναι τέλειος και εις την δευτέραν εντολήν, καθώς περί τούτων πλατύτατα και γλαφυρώτατα αναφέρει ο θεοφόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λέγω, εμιμήθησαν τον Κύριον και οι Άγιοι και Θεοφόροι ούτοι Πατέρες. Και κατά το παράδειγμα του Κυρίου, πρώτον μεν έδειξαν ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας και σπήλαια, και εις άλλα διάφορα μέρη του ιερού τούτου Όρους, επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αΰλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαμβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αέναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληρα­γωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινο­φροσύνην, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν με την τελείαν ακτημοσύνη, με την πτωχείαν και των αναγκαίων στέρησιν και ούτω εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, διά μέσου της ησυχίας και της εν τη ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας, επειδή κατά τονμέγαν Βασίλειον «η ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (επιστολ. α')· και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος λέγει ότι «ησυχάζουσα ψυχή και των έξωθεν πραγμάτων απαλλαγείσα, ακριβέστερον των οικείων αγαθών, ή κακών επαισθάνεται». Και το μεν σώμα εκαθάρισαν από την εμπάθειαν, την δε ψυχήν από την ηδυπάθειαν, τον δε νουν από την προσπάθειαν, καθώς φιλοσοφεί ο θεηγόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γινόμενα, και προορώντες τα μήπω γενόμενα. Τί να πολυλογώ; Οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι μένοντες εν τη ησυχία, έφθασαν εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού και εις την τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ’ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν Θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν ώστε, καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν ώσπερ υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί, (τολμά τι νεανικόν ο λόγος) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνω­ριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». (Λόγος εις το Πάσχα και εις τα Γενέθλια).

Αφ’ ού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν, ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφήσαντες την ησυχίαν, εκινήθησαν, άλλος μεν από εν Θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν, άλλος δε, από άλλο· και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίανθείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης εις το νακτίσωσι Λαύρας, Ιερά Μοναστήρια, μονύδρια, Σκήτας, και Κελλία· εις τε τα βόρεια και νότια μέρη του Όρους και εις διάφορα άλλα μέρη αυτού, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν εκείνων, όσοι φεύγουσι τας του κόσμου μέριμνας, έρχονται δε εδώ διά να ζήσωσι μοναχικήν ζωήν ομοίως εκινήθησαν και εις το να οικοδομήσωσιν εν τοις Μοναστηρίοις Ναούς θαυμαστούς, Ναούς παμμεγέθεις και ωραιοτάτους επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· επ’ ονόματι της Παναχράντου Αυτού Μητρός και των Αγίων Αυτού, διά να δοξολογήται ακαταπαύστως εν αυτοίς ο των όλων Θεός· και φαίνεταί μοι ότι, μελετώντες να κτίσωσιν αυτά, έλεγεν εις τον εαυτόν του ο καθείς από τους τρισμακάριστους τούτους Πατέ­ρας το δαβιτικόν έκεινο, «ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ».

Αφ’ ου δε ταύτα πάντα τα ευαγή και ιερά καταγώγια εκ θεμελίων ωκοδόμησαν ούτω, καθώς αυτά βλέπομεν έως της σήμερον, με μυρίους ιδρώτας και κόπους και πειρασμούς, με αδρότατα και βασιλικά έξοδα, με πολλάς οδοιπορίας και ποντοπορίας, με πολλούς κινδύ­νους και αυτής της ιδίας αυτών ζωής και με παράτασιν καιρών και χρόνων πολλών, ακολούθως εφρόντισαν οι φιλαδελφότατοι να προικίσωσιν αυτά με ιερά κειμήλια, με θησαυρούς τίμιων ξύλων και αγίων λειψάνων, με υποστατικά και μετόχια πλούσια και με άλλα κτήματα κινητά και ακίνητα, τόσον διά την ζωοτροφίαν και αυτάρκειαν των ενασκούμενων αδελφών, όσον και διά την υποδοχήν των πτωχών και ξένων και ασθενών, όσοι έρχονται εις αυτά.

Παρέδωσαν δε εις αυτά και νόμους και κανόνας και διατάξεις, πώς πρέπει να ζώσι και να πολιτεύωνται οι εν αυτοίς οικούντες μοναχοί, τόσον εν ταις εξωτερικαίς υπηρεσίαις και διακονίαις των Μοναστηρίων, όσον και εν ταις ιεραίς ακολουθίαις της Εκκλησίας, όπως αυταί αι διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εις τε τα τυπικά των αυτών Μοναστηρίων και εις τας διαθήκας των αυτών αγίων Πατέρων. Με τοιούτον τρόπον συνέστησαν και συνεκρότησαν τα Μονα­στήρια αυτά και τας Σκήτας και τα Κελλία, διά να είναι σχολεία πάσης αρετής, διά να μένωσι των εντολών του Θεού φυλακτήρια, πό­νων ασκητικών φροντιστήρια, αγγελικής πολιτείας εργαστήρια, των εν Παλαιστίνη και εν Αιγύπτω και Σινά και Θηβαΐδι παλαιών και αγίων Κοινοβίων μιμητήρια, των ξένων καταγώγια, των πτωχών καταφύγια, και όλων των χειμαζομένων από την ζάλην και τρικυμίαν του κόσμου λιμένες σωτηριώδεις και ακύμαντοι. Ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων σεμνείων, ως διά δικτύων τινών ή διά δραστικωτάτου μαγνητισμού, ανέσυραν και εσαγήνευσαν οι όσιοι ούτοι από την θάλασσαν και ματαιότητα του κοσμικού βίου, όχι μόνον εκατοντάδας και χιλιάδας ανθρώπων, αλλά και μυ­ριάδας ολοκλήρους πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, βασιλέων, συγκλητικών, ηγουμένων, αρχόντων, και παντός άλλου βαθμού και τάξεως ανθρώπων και ακόμη ολονέν τους ελκύουσιν εις το τάγμα και εις την αγγελικήν πολιτείαν των μοναχών. Τούτους άπαντας προσέφεραν και προσφέρουσι και θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως τόσας θυσίας ευαρέστους, ζώσας και λογικάς και ως τόσα οψώνια καθαρά και γλυκύτατα, ώστε ο πρώην έρημος ούτος Άθως έγινεν ως πολυάριθμος πόλις από το πλήθος των εις αυτόν ευρισκομένων μοναχών και το Πηλούσιον όρος και το Γαλήσιον και ο Λάτρος και αυτό το Σίναιον όρος μικρά και ποταπά εφαίνοντο κατά την ποσότητα των μοναχών, συγκρινόμενα προς το Άγιον τούτο Όρος. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων καταγωγίων εφάνησαν οι θεοφόροι ούτοι πατέρες ότι είναι ακριβείς και τέλειοι φύλακες και της δευτέρας εντολής· και ηγάπησαν τον πλησίον, όχι μόνον ως εαυτούς, καθώς επρόσταζεν ο παλαιός νόμος, αλλά και υπέρ τον εαυτόν των, καθώς προστάζει η νέα διαθήκη του Ευαγγελίου· διά τούτο και καινήν και νέαν εντολήν ωνόμασεν ο Κύριος την εντολήν της προς αλλήλους αγάπης λέγων «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους·» και δεν στέκει έως εδώ, αλλά προσθέτει «καθώς ηγάπησα υμάς (δηλαδή υπέρ τον εαυτόν μου) ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους».

Ας συμφωνώσιν όλοι εκείνοι οι μετά τον κατακλυσμόν άνθρωποι, όσον γιγαντιαίοι εις το σώμα, τόσον πυγμαίοι εις τον νουν, και ας ζητώσι να οικοδομήσωσι πύργον έως του ουρανού, διά να αφήσωσι το όνομά των αθάνατον. «Δεύτε και οικοδομήσωμεν πύργον, ου η κεφαλή έσται έως του ουρανού και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα». Ας κτίζη ο Φίλιππος την Φιλιππούπολιν, ο Αλέξανδρος την Αλεξάνδρειαν, ο Αδριανός την Αδριανούπολιν. Ας κατασκευάζωσιν όλοι οι άλλοι βασιλείς και σατράπαι και ηγεμόνες του κόσμου τους πυρα­μιδοειδείς οβελίσκους, τα κυκλικά τόξα και τους τεχνικούς ανδριάντας των και ας επιφημίζωσι τα ονόματά των επάνω εις τα ίδια των οικοδομήματα, καθώς λέγει ο Θείος Δαυίδ· «Επεκαλέσαντο τα ονό­ματα αυτών επί των γαιών αυτών». Αυτοί όλοι με τα πολυέξοδά των έργα αυτά, δεν ηδυνήθησαν να μείνωσιν αθάνατοι· και αν φημίζονται τα ονόματά των, φημίζονται μόνον εις την γην και εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όχι και εις τον Ουρανόν και εις την μέλλουσαν ζωήν «ουκ εγγράφεται γαρ, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ασεβών εν βίβλω ζωής, αλλά τη γη εναπομένει τα ονόματα.» (Ερμην. εις τον μη' Ψαλμ.) Τα δε ονόματα των θείων τούτων Πατέρων, με το μέσον των ιερών τούτων είκοσι Μοναστηρίων, εφημίσθησαν και φημίζονται και παντοτινά θέλουν φημίζεσθαι, όχι μόνον εις όλην την υδρόγειον σφαίραν του κόσμου, όχι μόνον έως του Ουρανού, καθώς εφαντάσθησαν οι πρώτοι εκείνοι γίγαντες, αλλά και υπεράνω του Ουρανού· και όχι μόνον εις το διάστημα της παρούσης ζωής, αλλά και της μελλούσης· διότι τα ονόματα τούτων εγράφησαν εις το βιβλίον της ζωής, ταυτόν ειπείν, της αθανασίας, και δεν θέλουσιν εξαλειφθή ποτέ, αλλά θέλουσι διαμένει αθάνατα εις όλον το απέραντον διάστημα του μέλλοντος αιώνος, «χαίρετε γαρ, φησίν, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».

Πρέπει το έργον των ενταύθα είκοσιν ιερών μοναστηρίων να ονομάζηται καιμεγαλοπρεπές· διότι, αν κατά τους ηθικούς φιλοσόφους, η εντελής ιδέα ενός μεγαλοπρεπούς έργου χαρακτηρίζεται ή από την μεγαλειότητα του εργαζομένουή από την μεγαλειότητα του έργου ή από την μεγαλειότητα του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον γίνεται, τις δεν βλέπει ότι και τα ιερά ταύτα μοναστήρια είναι πεπλουτισμένα και από τους τρεις όρους τούτους, εκ μέρους του εργαζομένου; Διότι οι θείοι ούτοι Πατέρες οι οποίοι τα έκτισαν, παρεκτός ότι πολλοί εξ αυτών ήσαν μεγαλοπρεπείς άνθρωποι και βασιλείς και βασιλέων υιοί και συγκλητικοί και βασιλέων υπογραφείς, ως ο Συμεών και ο Σάββας, οι κτίτορες της Χιλιανδαρίου και Βατοπαιδίου Μονής, Παύλος ο κτίτωρ της Μονής του Ξηροποτάμου και του αγίου Γεωργίου, Ιωάννης και Ευθύμιος οι της των Ιβήρων και Νεόφυτος ο της του Δοχειαρίου, προς τούτοις αυτοί ούτοι παρεκίνησαν και τους βασιλείς να εξοδεύσωσι μεγαλοπρεπώς εις την τούτων οικοδομήν, τους Κωνσταντίνους, λέγω, τους Νικηφόρους, τους Ρωμανούς, τους Αλεξίους, τους Καντακουζηνούς, τους Παλαιολόγους, τας Πουλχερίας και τους λοιπούς.

Αυτά είναι μεγαλοπρεπή από μέρους του έργου, διότι και τα μοναστήρια ταύτα διά την μεγαλειότητά των εν αυτοίς ναών και οικειών, των τε έσω και έξω, και διά τον μέγαν αριθμόν των εν αυτοίς κατοικούντων μοναχών, είναι τη αληθεία όντως μεγαλο­πρεπή και βασιλικά. Δεν βλέπετε και με τους ίδιους οφθαλμούς σας πως τα είκοσι ταύτα ιερά και μεγαλοπρεπή μοναστήρια, κατά σειράν ευρισκόμενα, τόσον εις το βόρειον όσον και εις το νότιον μέ­ρος του Όρους, στέκουσιν ως τόσα μεγάλα φρούρια και νυκτοφυλακτούσι πέριξ όλον τούτον τον τόπον, ως τόσα προπύργια οχυρώμα­τα, και φυλακτικαί ακροπόλεις προλαμβάνουσι πάντα πειρασμόν και ενόχλησιν, από θαλάσσης και ξηράς; Δεν βλέπετε πως οι εν τω μέσω του Όρους ευρισκόμενοι μοναχοί, πάντες υπό την σκεπήν των κύκλω μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζώσι και κοιμώνται ατάραχοι και ειρηνικοί;

Από δε του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον εκτίσθησαν, είναι τόσον μεγαλοπρεπή τα ιερά ταύτα μοναστήρια, εις τρόπον ώστε, όλα τα επτά λεγόμενα θαύματα του κόσμου, ο ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον, η Πυραμίς του Χέοπος εις την Αίγυπτον, ο τάφος του Μαυσώλου εις την Καρίαν, οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο πύργος του Φάρου εις την Αλε­ξάνδρειαν, το ελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός εν Ολυμπία και επί πάσι, το όγδοον θαύμα του κόσμου, το οποίον υπερέβη όλα τα επτά, το αμφιθέατρον του Ουσπεσιανού, όλα ταύτα, λέγω, τα με­γαλοπρεπή θαύματα, αν και ενομίσθησαν εις τας φαντασίας των ανοήτων ανθρώπων ότι υπερβαίνουσι τα όρη και σκεπάζουσι τους ορίζοντας, συγκρινόμενα όμως προς το μεγαλοπρεπές και θεϊκόν τέ­λος τούτων των ιερών μοναστηρίων, φαίνονται εις τους φρονίμους ή ως φωλεαί έρημοι πτηνών ή ως κρημνώδη χαλάσματα και ερείπια, εις τα οποία έχουσι το βασίλειόν των οι νυκτοκόρακες, οι ποντικοί και αράχναι και άλλα κνώδαλα και ζωύφια· επειδή το τέλος μεν εκείνων εστάθη η ματαία φιλοδοξία, η οποία ανθεί και απανθεί πα­ρόμοια με τα άνθη του έαρος, το τέλος δε τούτων των ευαγών μονα­στηρίων εστάθη η παντοτεινή δόξα του Θεού και η παντοτεινή ωφέλεια και σωτηρία ψυχών αΰλων, ψυχών αθανάτων· και μιας μόνης εξ αυτών, όχι τα επτά θαύματα του κόσμου, όχι τα οκτώ, αλλά όλος ο αισθητός ούτος και ορώμενος κόσμος δεν είναι αντάξιος· «ουκ έστι σταθμός πας άξιος ψυχής εγκρατούς».

Τί λέγω; το εξαίρετον τέλος των μοναστηρίων τούτων και το κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα και ο ευωδέστατος καρπός, εστάθησαν όλοι οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες όλου κοινώς του αγίου Όρους, οι ονομαστοί και ανώνυμοι, οι εν τοις Κοινοβίοις και οι εν ησυχία, τοις Κελλίοις και ταις σκήταις ευαρεστήσαντες τω Κυρίω και αγιάσαντες. Λέγω δε καρπόν των ιερών μοναστηρίων τους μοναστάς και ησυχαστάς, καθότι υπό την σκέπην και φροντίδα των μοναστηρίων ήσαν και οι έξω ησυχάζοντες τω τότε καιρώ...

Τοιουτοτρόπως μεν οι θεοφόροι Πατέρες και άγιοι ηγάπησαν και εδόξασαν τον Θεόν επί γης με την ισάγγελον αυτών πολιτείαν και τα θεάρεστα αυτών κατορθώματα και αμοιβαίως ηγαπήθησαν και εδοξάσθησαν παρά Θεού και εν τη γη και εν τω ουρανώ, και ζώντες και μετά θάνατον, με τας αναβλύσεις των μύρων, με τας ευωδίας των λειψάνων, με τα υπερφυσικά θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών και ενεργεί πάντοτε ο των αγίων Θεός, και με την απόλαυσιν όλων εκείνων των ουρανίων και αιωνίων αγαθών «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Και τώρα συγχορεύουσιν εν Ουρανοίς με τας τάξεις των Αγγέλων, με τους χορούς των Πατριαρχών, των Προφητών, των Αποστόλων· οι Ιεράρχαι με τους Ιεράρχας· οι Όσιοι με τους Οσίους· οι Ομολογηταί με τους Ομολογητάς· οι Οσιομάρτυρες και οι Ιερομάρτυρες με τους Οσιομάρτυρας και τους Ιερομάρτυρας· Θεόν ορώντες πρόσωπον προς πρόσωπον και ορώμενοι και φωτιζόμενοι παρά του Θεού, ον εκ ψυχής ηγάπησαν, με την τρανοτέραν γνώσιν και τελειοτέραν έλλαμψιν της αυτού θεότητος, την οποίαν Βασιλείαν Ουρανών ονομάζει ο θεολό­γος Γρηγόριος. Ημείς δε οι των τοιούτων αγίων πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι, με ποίον τρόπον δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, διά την οποίαν αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας ειπώ· αν πιστώς ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των οσίων τούτων και αν επιμελώμεθα να φυλάττωμεν απαρασαλεύτως τους νόμους και κανόνας και τύπους της μο­ναχικής πολιτείας, όσους παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι όσιοι...

Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, αδελφοί, θέλομεν έχει προς τον Θεόν παντοτεινούς πρεσβευτάς τους σήμερον εορταζομένους αγίους Πατέρας και βοηθούς και υπερμάχους μεν εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση· και αληθώς έχομεν να καυχώμεθα ότι είμεθα ημείς μεν τέκνα αυτών, αυτοί δε Πατέρες ημών, διά την ομοίωσιν ην έχουσι τα έργα ημών προς τα έργα των, καθώς είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν και εν μετανοία την ζωήν ημών τελειώσωμεν εις τούτον τον ιερόν τόπον, θέλομεν αποκτήσει προς τούτοις απροσμάχητον προστάτιν και βοηθόν, αυτήν την Κυ­ρίαν και Έφορον του Αγίου Όρους, την Δέσποιναν ημών Θεοτό­κον, ήτις θέλει μας συστήσει εις τον Υιόν της και θέλει ζητήσει παρ’ Αυτού την άφεσιν των αμαρτιών ημών, καθώς υπεσχέθη μόνη της η αψευδής Μήτηρ του Θεού, ως προείπομεν.

Αλλ’ ώ μακαριώτατοι Θείοι Πατέρες· οι Όσιοι και Ιεράρχαι· οι Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες· οι Μυροβλύται και θαυματουργοί· οι επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, οι του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, και μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι· οι εν σαρκί τους ασάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων των Αγιορειτών όντες στέφανος και δόξα και καύχημα· η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξις της Βασιλίσσης των Ουρανών Θεοτόκου· τα μυρίπνοα άνθη και τα αγλαόκαρπα δένδρα του νοητού τούτου Παραδείσου της Αειπαρθένου· οι αέναοι ποταμοί των θείων και πνευματικών χαρισμάτων, δέξασθε το παρόν εφύμνιον το οποίον σας προσφέρει όλη ομού η κοινότης του Αγίου Όρους, το υμέτερον ποίμνιον, ως εδέξατο ο Κύ­ριος τα δύο λεπτά της χήρας. Και την κοινήν ταύτην και καινήν εορτήν υμών και πανήγυριν, ην όλοι κοινώς επιτελούμεν, εναγκαλίσασθε, θειότατοι, ως οσμήν ευωδίας, και ως θυσίαν ευπρόσδεκτον. Τί γαρ άλλο να πράξωμεν, ίνα δείξωμεν, το δυσέκτιτον χρέος, όπερ έχομεν προς υμάς τους ευεργέτας ημών διά τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας, ων απηλαύσαμεν και απολαύομεν και θέλο­μεν απολαύει διά βίου παρ’ υμών; Ναι, το ομολογούμεν ότι ημείς διά τας αμαρτίας ημών δεν είμεθα άξιοι να κατοικώμεν τον άγιον τούτον τόπον και να ονομαζώμεθα υιοί σας, αλλά σεις, διά την χρηστότητά σας, μην αρνηθήτε να είσθε πατέρες ημών. Διά τούτο μετά θάρρους παρακαλούμεν υμάς άπαντας, ημείς άπαντες, να μας ενδυναμώνητε, ώστε να μιμώμεθα, όσον το δυνατόν, και ημείς την ιδικήν σας ζωήν και τα έργα σας. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν, δεόμεθα υμών, ίνα σκέπητε και διαφυλάττητε τα ιερά ταύτα Μοναστήρια και Σκήτας και Κελλία και πάντας ημάς τους εν αυτοίς κατοικούντας από πάσης ανάγκης και επηρείας των ορατών και αοράτων εχθρών, εις δε την μέλλουσαν να μας αξιώσητε διά των πρεσβειών σας να απολαύσωμεν της ουρανίου μακαριότητος και ημείς μεθ’ υμών, ει και μέγα εστί το αιτούμενον ημείς οι υιοί, μετά των πατέρων υμών· ημείς τα ποίμνια μετά των ποιμένων υμών· ημείς οι μαθηταί μετά των διδασκάλων υμών· ίνα έχητε λέγειν και υμείς προς Θεόν το αποστολικόν εκείνο «Ιδού ημείς και τα παιδία, α ημίν έδωκας, Κύριε». Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


(18ος - 19ος αιών - Από την «Ακολουθία των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων». Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον")