A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

Διόρθωση τῆς πλάνης τοῦ λογισμοῦ τῆς πλεονεξίας

 Ἱεροῦ Χρυσοστόμου

ΠΡΕΠΕΙ νὰ γνωρίζουμε ὅτι οὔτε ἡ φτώχεια γεννᾷ τὴν στενοχώρια καὶ τὴν ἀκεφιὰ οὔτε καὶ ὁ πλοῦτος τὴν ἡδονή, γιατὶ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις συνήθως παίζει ρόλο ὁ λογισμός, ἡ ψυχική μας τοποθέτησις.

Γιὰ νὰ βγάλῃς συμπέρασμα, ἄρχισε ἀπὸ τὰ κατώτερα στρώματα.

Ὁ ἐργάτης ποὺ ἐκκενώνει τὸν βόθρο καὶ ὁ ὁδοκαθαριστὴς π.χ. πονεῖ καὶ ὑποφέρει ψυχικά, γιατὶ δὲν ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ κουραστικὸ καί, ὅπως τὸ θεωρεῖ, ντροπιασμένο αὐτὸ ἐπάγγελμα.

Ἀλλ’ ἄν πράγματι τὸν ἀπαλλάξῃς ἀπ’ αὐτὸ καὶ τὸν κάμῃς νὰ ζῇ ἄνετα καὶ νὰ μὴ τοῦ λείπῃ τίποτε ἀπ’ ὅσα τοῦ εἶναι ἀπαραίτητα, καὶ πάλι θὰ στενοχωρηθῇ, γιατὶ δὲν ἔχει περισσότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ χρειάζονται.

Μὰ κι’ ἄν ὑποτεθῇ πὼς τοῦ παρέχεις περισσότερα, καὶ πάλι θὰ θελήσῃ διπλάσια ἀπ’ αὐτά, καὶ δὲν θὰ στενοχωρηθῇ λιγώτερο ἀπὸ πρίν. Ἀλλὰ καὶ διπλάσια ἤ τριπλάσια ἄν τοῦ δώσῃς, καὶ πάλι θὰ μελαγχολήσῃ γιατὶ δὲν γίνεται πολιτικός.

Καὶ πολιτικὸ ἄν τὸν κάμῃς, καὶ πάλι θὰ θεωρήσῃ δυστυχῆ τὸν ἑαυτό του γιατὶ δὲν εἶναι κορυφαῖος πολιτικός. Κι’ ἄν ἀκόμη τύχῃ καὶ αὐτῆς τῆς τιμῆς, θὰ θρηνήσῃ καὶ πάλι γιατὶ δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία στὰ χέρια του.

Κι’ ὅταν ἐπιτύχῃ κι’ αὐτό, θὰ λυπηθῇ γιατὶ δὲν εἶναι κυβερνήτης ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους. Καὶ ὅταν γίνῃ ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους κυβερνήτης, θὰ σκεφθῇ γιατὶ νὰ μὴν εἶναι πολλῶν ἐθνῶν ἐξουσιαστής. Καὶ σὰν ἐπιτύχῃ κι’ αὐτό, θὰ λυπηθῇ γιατὶ δὲν εἶναι κοσμοκράτωρ.

Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ πάλι: ἐὰν εἶναι ὄχι ὁδοκαθαριστής, ἀλλὰ ὕπαρχος, θὰ λυπηθῇ πάλι γιατὶ δὲν εἶναι βασιλεύς. Κι’ ὅταν γίνῃ βασιλεύς, θὰ λυπηθῇ ποὺ δὲν βασιλεύῃ μονάχος του. Καὶ ἄν βασιλεύῃ μονάχος του, πάλι θὰ στενοχωριέται γιατὶ δὲν εἶναι βασιλεὺς καὶ τῶν ἄλλων λαῶν καὶ ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἄν γίνῃ βασιλεὺς ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης, θὰ στενοχωριέται γιατὶ δὲν ἔγινε βασιλεὺς καὶ ἄλλου κόσμου…

Ἔτσι προχωρῶντας, ὁ λογισμὸς δὲν τὸν ἀφήνει νὰ νοιώσῃ ποτὲ καμμιὰ εὐχαρίστησι.

Εἶδες πώς, κι’ ἄν ἕναν ἀπὸ εὐτελῆ καὶ φτωχὸ τὸν κάμῃς βασιλέα, δὲν φυγαδεύεις τὴ μελαγχολία, ἐφ’ ὅσον πρὶν δὲν θὰ διορθώσῃς τὸν λογισμὸ ποὺ ἔχει προσβληθῆ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς πλεονεξίας;…

[Ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ΄ τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς στὴν Α΄ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (PG τ. 61, στλ. 331), κατὰ ἀπόδοσιν τοῦ ἀρχιμ. Χριστοφόρου Καλύβα, Ἱεροκήρυκος, ἔκδ. τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Μορφωτικῆς Ἀδελφότητος «Ἡ Κυψέλη», Γλυφάδα Ἀθηνῶν 1973].

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΝΩΣΤΗ Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΑΣ (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)




Πολλά πράγματα επιθυμεί να μαθαίνει και να κατανοεί ο νους μας, αγαπητοί μου προπάντων όμως το χρόνο που θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου. Γιαυτό ο Παύλος θέλοντας να περιορίσει την ασχολία των ανθρώπων με το πότε θα συμβεί αυτό, γράφει σε μία επιστολή του: «Δεν είναι ανάγκη σε σας, να σας γράψω το χρόνο κατά τον οποίο πρόκειται να γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου»!.[1]

Ποιο θα ήταν άραγε το κέρδος για μας αν γνωρίζαμε το πότε θα γίνει αυτό; Πέστε μου. Ας υποθέσουμε ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα γίνει μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια, ή μετά από εκατό· ποια σημασία μπορεί να έχει αυτό για μας; Μήπως η συντέλεια του κόσμου δεν επέρχεται για τον καθένα με το τέλος της επίγειας ζωής του; Γιατί λοιπόν πονοκεφαλάς και στενοχωριέσαι διερωτώμενος πότε θα συμβεί το κοινό τέλος όλων μας; Αλλά όπως συμβαίνει και με άλλες περιπτώσεις, που αφήνοντας τα ζητήματα που μας αφορούν, ασχολούμαστε με τα ζητήματα των άλλων, και φροντίζουμε περισσότερο για τις ξένες υποθέσεις κι όχι για τις δικές μας, έτσι συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση· αντί καθένας μας να ενδιαφέρεται για το τέλος της ζωής του, θέλουμε να μάθουμε με κάθε λεπτομέρεια πώς και πότε θα έλθει το κοινό τέλος όλων μας.

Αν όμως θέλετε να μάθετε γιατί είναι άγνωστο για τον καθένα μας το τέλος της ζωής του, και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, θα σας το πω εγώ, εφόσον μάλιστα νομίζω ότι σωστά έχει το πράγμα. Αν ο καθένας μας γνώριζε το τέλος της ζωής του, κανείς μας δε θα φρόντιζε να κάνει ενάρετα έργα στη ζωή του, αλλά, αφού θα γνώριζε ποια είναι η τελευταία ημέρα της ζωής του και θα διέπραττε προηγουμένως άπειρα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν από το τέλος του και θα έφευγε απ’ την παρούσα ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του. Γιατί, αν τώρα που ο φόβος της άγνοιας της ώρας του θανάτου συγκλονίζει όλων τις ψυχές και όλοι, αφού περάσουν όλη τους τη ζωή μες στην αμαρτία, μόλις τις τελευταίες τους στιγμές αποφασίζουν να μετανοήσουν, αν ήταν βέβαιοι για την ώρα που θα πεθάνουν, ποιος απ’ αυτούς θα φρόντιζε ποτέ για την αρετή; Άλλωστε, αν ο καθένας γνώριζε ότι αύριο σίγουρα θα πεθάνει, τίποτε δε θα δίσταζε να πράξει πριν από εκείνη την ημέρα, αλλά και όσους ήθελε θα φόνευε και θα ικανοποιούνταν εκδικούμενος τους εχθρούς του, και αφού προηγουμένως θα ικανοποιούσε τις επιθυμίες του, τότε πλέον θα δεχόταν τον θάνατο.

Εκτός απ’ αυτό, ούτε κι εκείνοι που επέδειξαν πραγματική γενναιότητα θα είχαν κάποια ανταμοιβή, όταν με τόλμη αντιμετώπιζαν τους διάφορους κινδύνους, αφού είναι σίγουρο ότι το θάρρος τους θα το αντλούσαν από τη βεβαιότητά τους ότι δεν ήρθε ακόμη η ώρα να πεθάνουν. Και ο πλέον δειλός θα ριχνόταν ακόμη και στη φωτιά, αφού θα είχε αξιόπιστο εγγυητή ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να πάθει κάποιο κακό. Γιατί εκείνος που σκέπτεται ότι είναι δυνατόν να χάσει τη ζωή του σε κάποιο κίνδυνο από εκείνους που πρόκειται να εκτελεί, και ο οποίος γνωρίζει ότι θα ζήσει αν δεν εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, και ότι κινδυνεύει να σκοτωθεί αν εκτεθεί σ᾽ αυτόν, τότε αυτός θα έχει να παρουσιάσει σίγουρη απόδειξη για την προθυμία του και την περιφρόνηση που επέδειξε για την παρούσα ζωή.

Κι εκείνος που έχει πραγματικά φιλοσοφική σκέψη και κατευθύνεται στη ζωή του με την ελπίδα της απόλαυσης των μελλόντων αγαθών, ούτε κι αυτόν τον θάνατο θα τον θεωρήσει ως πραγματικό θάνατο, αλλά όταν δει μπροστά του να κείτεται κάποιος νεκρός, δεν θα πάθει ότι παθαίνουν οι πολλοί σε παρόμοιες περιστάσεις, γιατί θα σκέπτεται τα στεφάνια που χαρίζει ο Θεός. Και όπως ο γεωργός όταν βλέπει το σιτάρι σκορπισμένο στον αγρό του, δε λυπάται, ούτε γίνεται κατηφής, έτσι και ο δίκαιος, ο οποίος έχει πετύχει κατορθώματα αρετής και καθημερινά ζει με την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού, όταν δει το θάνατο να έρχεται δεν στενοχωριέται, όπως οι περισσότεροι από τους ανθρώπους, ούτε θορυβείται, ούτε ταράσσεται, γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος για κείνους που έζησαν ενάρετη ζωή, είναι μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ένα ταξίδι σ᾽ έναν καλύτερο τόπο, και δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια που χαρίζει ο Θεός.

 

[Λόγος περί θανάτου]

 

(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Λόγοι περί μοίρας και προνοίας, περί θανάτου, και περί της μελλούσης κρίσεως, μετάφραση Ευάγγελος Γ. Καρακοβούνης, 1η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1998)

 

[1] Α΄ Θεσ. 5,1.

Πηγή: alopsis.gr

 

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΚΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 Σωστός δάσκαλος, καλός μαθητής

Ο καλός δάσκαλος κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327). 

Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57, 61).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, (MG. 60, 35-36). 
Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία,(MG. 61, 404-406).
Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62, 402-403). 
Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά διαπομπεύει, που διορθώνει παρά επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)»,
(MG. 61 593-594).
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, (M.G. 62, 404).
Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.

Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου, 
Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, Αθήνα 2009

Πηγή: https://proskynitis.blogspot.com/2020/09/blog-post_23.html?m=1

x

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Σχετικά με τον πλούσιο νεανίσκο που επιθυμούσε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

Σχετική εικόνα

Αποσπάσματα από την ομιλία ΞΓ΄
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε· διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;) Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό και ο οποίος πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα να μην πω ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον ήλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για το ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθ΄όσον λέγει ότι «έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον παρακαλούσε» και ότι «ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε» (Μαρκ. 10, 21). Αλλ΄ όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα.
Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας «κανείς δεν είναι αγαθός»; Επειδή Τον πλησίασε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και δάσκαλος των Ιουδαίων· για τούτο λοιπόν και ως άνθρωπος συζητεί μαζί του. Καθ΄ όσον σε πολλές περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει· «ίσως μου πείτε: εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία» και «εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη» (Ιω. 5, 31). Όταν λοιπόν λέγει, «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό του από το να είναι αγαθός, μη σκεφθείς κάτι τέτοιο· διότι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλ΄ ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «παρά μόνο ένας, ο Θεός». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό του εις τον νεανίσκο.
Κατά τον ίδιο τρόπο και προηγουμένως αποκαλούσε τους ανθρώπους πονηρούς, λέγοντας· «Εάν όμως εσείς, ενώ είστε πονηροί, γνωρίζετε να δίδετε καλά πράγματα στα τέκνα σας». Καθόσον και εις την περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», θεωρώντας όχι όλη την ανθρώπινη φύση πονηρά (διότι το «σεις» δεν σημαίνει όλοι εσείς οι άνθρωποι), αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· διά τούτο και πρόσθεσε· «πόσο μάλλον ο Πατήρ σας θα δώσει αγαθά σ΄ αυτούς που Του ζητούν;»
Αλλά θα πει κάποιος· ποια ανάγκη υπήρχε ή ποια ωφέλεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάντηση; Ανεβάζει τον πλούσιο αυτό νέο πνευματικά ολίγον κατ΄ ολίγον και τον διδάσκει ν΄ απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεόν, και τον πείθει να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει αυτόν που πράγματι είναι αγαθόν και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και εις αυτόν ν΄ αποδίδει τις τιμές. Διότι και όταν λέγει «μην αποκαλέσετε κανένα ως “διδάσκαλο” επάνω στη γη», το λέγει εν συγκρίσει προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποία είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοιον έρωτα για τα πνευματικά αγαθά, την στιγμήν που άλλοι μεν επείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον επλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον επλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνιο ζωή. Διότι ήταν μεν η ψυχή του εύφορη και πλουσία, αλλ΄ όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο. Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν την στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για την υπακοή των προσταγμάτων. Διότι λέγει· «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» .Έτσι ήταν προετοιμασμένος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον επλησίασε με σκοπό να τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και εις τις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή εις την περίπτωση του νομικού. Εάν όμως και αυτός το αποσιώπησε, ο Χριστός δε θα ήταν δυνατόν να Τον αφήσει απαρατήρητο, αλλά θα Τον ήλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι επλανήθη και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε. Διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλ΄ εξαγριώνονταν όταν τους έκλεινε τα στόματα. Όμως δε συνέβη αυτό στον νέο, αλλά φεύγει καταλυπημένος, πράγμα που αποτελεί όχι μικράν απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρά διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμεί μεν την αιώνιον ζωήν, αλλ΄όμως είναι κατακυριευμένος από άλλο φοβετότατο πάθος.
Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε «Εάν θέλεις να εισέλθεις στην αιώνια και μακαρία ζωή, φύλαξε τις εντολές», ο νέος ρωτάει «ποιες εντολές;» όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να φυλάττει τις εντολές του νόμου, απαντά· «όλ΄ αυτά τα φύλαξα από την νεανική μου ηλικία». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά πάλι ερωτά· «σε τι ακόμη υστερώ;», πράγμα που αποδείκνυε και αυτό την μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε. Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει· «εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με».
Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει γι΄ αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως τον επείραζε, δε θα του έλεγε αυτά. Τώρα όμως και το λέγει, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στην διάθεσή του, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν πει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας· «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει, «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία· «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.
«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσον είναι ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. Θησαυρό δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει την μονιμότητα και την ασφάλειά της, όπως δηλαδή ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα. Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά του και να είναι έτοιμος για σφαγή χάριν αυτού και για καθημερινό θάνατο. Διότι, «εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτόν του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί» (Λουκά 9, 23). Ώστε είναι πολύ πιο ανωτέρα η εντολή αυτή το να θυσιάζει κανείς την ζωή του από το να περιφρονήσει τα χρήματα, και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.
«Αφού όμως άκουσε ο νεανίσκος αυτά, έφυγε λυπημένος». Και στη συνέχεια για να δείξει ο ευαγγελιστής, ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το φυσικό, λέγει: «διότι είχε πολλά χρήματα». Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος αυτοί που έχουν ολίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος τους για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δε θα παύσω να το λέγω, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο την φλόγα και κάνει πιο πτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σ’ αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία γι’ αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο την πτώχεια τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη παρουσίασε το πάθος αυτό. Διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλ΄ έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.
Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Πόσον δύσκολα θα εισέλθουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών», κατηγορώντας όχι τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σ΄ αυτά. Εάν δε θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης. Διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιά επισωρρεύει το να παίρνει και τα πράγματα των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε; Με σκοπό να τους διδάξει να μην ντρέπονται την πτωχεία και απολογούμενος κατά κάποιο τρόπο προς αυτούς για το ότι δε θα τους επέτρεπε να έχουν τίποτε.
Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, εν συνεχεία τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλ΄ αδύνατον σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλου και της βελόνης. Διότι λέγει· «ευκολότερο είναι να περάσει μία κάμηλος από την τρύπα της βελόνης, παρά να εισέλθει ο πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δε θα είναι τυχαία η αμοιβή εκείνων που είναι πλούσιοι και μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δείξει δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή χάρη από μέρους του Θεού εκείνος που πρόκειται να το κατορθώσει αυτό. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές του, είπε· «Στους ανθρώπους μεν αυτό είναι αδύνατο, στον Θεό όμως τα πάντα είναι δυνατά». Δεν είπε φυσικά αυτά τα προηγούμενα λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος να σπεύσουμε με ευκολία στον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες μας, να επιτύχουμε την αιώνιο ζωή.
[…]Επομένως για να μη στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αφού αποβάλουμε την σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς μια άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών. Διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε κόπος τόσο μεγάλος, το δε κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπον επαγρυπνεί, φροντίζει και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις αυτά άπαξ και διά παντός, οπωσδήποτε αυτός θ’ αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.
[…]Αναλογιζόμενοι όλα αυτά, ας βγάλουμε από μέσα μας την πονηρή επιθυμία της διαρκούς απόκτησης χρημάτων, καθώς εκτός από το ότι μας στερεί την αιώνια ζωή, και στην τωρινή μας γεμίζει με συνεχή άγχη και στενοχώριες και προβλήματα· και ερχόμενος κάποτε ο θάνατος απρόσμενα μας παίρνει γυμνούς από όλα αυτά που με τόσο κόπο συσσωρεύσαμε όσο ζούσαμε και με τόσο άγχος προσπαθήσαμε να περιφρουρήσουμε για να μη μας τα αρπάξουν, και φεύγουμε χωρίς να σύρουμε πίσω μας τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνον τα τραύματα και τις πληγές τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει. Και ελεύθεροι από κάθε περιττή βιοτική μέριμνα, τα αιώνια αγαθά να επιτύχουμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα κα πάντοτε και εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 11Α, σελ. 210-233)
(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)


Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ΓΙΑΤΙ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Σχετική εικόνα

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουΓιὰ πιὸ λόγο νηστεύουμε τὶς σαράντα αὐτὲς ἡμέρες; Τὴν παλαιὰ ἐποχὴ πολλοὶ πιστοὶ προσέρχονταν στὰ μυστήρια χωρὶς καμιὰ προετοιμασία καὶ μάλιστα κατὰ τὴν εποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς τὰ συνέστησε. Ἀντιλαμβανόμενοι οἱ πατέρες τὴν παρακαλούμενη βλάβη ἀπὸ τὴν ἀπροετοίμαστη προσέλευσι, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν καθιέρωσαν σαράντα ἡμέρες νηστείας, προσευχῶν, ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καὶ συνάξεων, ὥστε, ἀφοῦ καθαρισθοῦμε ὅλοι μας μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ με προσευχὲς καὶ μὲ ἐλεημοσύνη καὶ μὲ νηστεία καὶ μὲ ὁλονύκτιες παρακλήσεις καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ μὲ ἐξομολόγησι καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα, νὰ προσέλθουμε ἔτσι στὴν Θεία Κοινωνία μὲ καθαρὴ κατὰ τὸ δυντὸ συνείδησι.
Καὶ ὅτι μ᾿ αὐτὸ κατώρθωσαν μεγάλα πράγματα, συνηθίζοντας μας μὲ τὴν συγκατάβασι αὐτὴ στὴν νηστεία, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ἑξῆς: ῎Αν ἐμεῖς ὅλο τὸν χρόνο ἐπιμείμουμε νὰ φωνάζουμε καὶ νὰ κηρύσσουμε τὴν νηστεία, κανεὶς δὲν προσέχει στὰ λόγια μας· ἄν ὅμως ἔλθη ὁ καιρὸς τῆς νηστείας τῆς Τεσσαρακοστῆς, τότε, χωρὶς κανεὶς νὰ προτρέπη οὔτε καὶ νὰ συμβουλεύη καὶ ὁ πιὸ νωθρὸς ἀφυπνίζεται καὶ ἀκολουθεῖ τὴν προτροπὴ καὶ τὴν συμβουλή, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ καιρός.
 Ἄν λοιπὸν σὲ ρωτήση ὁ Ἰουδαῖος καὶ ὁ εἰδολάτρης, ῾γιὰ ποιὸν λόγο νηστεύεις᾿, μὴ πῆς, ὅτι νηστεύεις γιὰ τὸ Πάσχα ἢ γιὰ τὴν θυσία τοῦ Σταυροῦ, γιατὶ θὰ τοῦ δώσης μεγάλη ἀφορμὴ γιὰ ἀντεκλίσεις. Γιατὶ δὲν νηστεύουμε για τὸ Πάσχα οὔτε γιὰ τον Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ προσέλθουμε στὰ μυστήρια· γιατὶ τὸ Πάσχα δὲν εἶναι αἰτία νηστείας οὔτε πένθους, ἀλλ᾿ ὑπόθεσις εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς. Γιατὶ ὁ Σταυρὸς συνέτριψε τὴν ἁμαρτία, ἔγινε καθάρσιο τῆς οἰκουμένης, ἔγινε αἰτία συμφιλιώσεως καὶ ἐξαλείψεως τῆς πολυχρόνιας ἔχθρας, ἄνοιξε τὶς πύλες του οὐρανοῦ, ἔκανε τοὺς ἐχθρούς φίλους, ἐπανέφερε στὸν οὐρανό, τοποθέτησε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ μᾶς πρόσφερε ἀμέτρητα ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ πενθοῦμε οὔτε νὰ θλιβώμαστε, ἀλλὰ νὰ ἀγαλλώμαστε καὶ νὰ χαιρώμαστε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει ̇ «Σὲ μένα ἂς μὴ συμβῆ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6,14). Καὶ πάλι ̇ «Ὁ Θεὸς δείχνει τὴν ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς μὲ τὸ ὅτι, ἂν καὶ ἤμασταν ἁμαρτολοί, ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς» (Ρωμ. 5,8). Κάτι παρόμιο λέγει καὶ ὁ Ἰωάννης ̇ «Γιατὶ τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο» (Ἰω. 3,16). Πὲς ὅμως, πῶς; ᾿Αφοῦ ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα τὰ ἄλλα, ἀνέφερε τὸν σταυρό. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε, «τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο», πρόσθεσε, «ὥστε ἔδωσε τὸν Μονογενῆ Υἱο του νὰ σταυρωθῆ, ὥστε νὰ μὴ χαθῆ ὁ καθένας ποὺ πιστεύη σ᾿ αὐτὸν, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. 3,16). Ἂν εἶναι λοιπὸν ὁ Σταυρὸς ἀφορμὴ ἀγάπης καὶ καύχημα, ἂς μὴ λέμε, ὅτι πενθοῦμε γι᾿ αυτόν. Γιατὶ δὲν πενθοῦμε γιὰ ἐκεῖνον – μὴ γένοιτο – ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήμτα. Γι᾿ αυτὸ νηστεύουμε.
 (Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Γ΄, PG 48,722)
Πηγή: www.imaik.gr

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Πνευματικά θησαυρίσματα από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Αν η αμαρτία, όταν είναι ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη, τρέχει τόσο γρήγορα στο δρόμο της θεϊκής ευσπλαχνίας, ώστε μπορεί να ξεπεράσει και την αρετή που τρέχει με αλαζονεία, τότε πού δε θα φτάσει η αρετή, όταν συνυπάρχει με την ταπεινοφροσύνη; Αν εκείνοι που ομολογούν τα αμαρτήματά τους, βρίσκουν έλεος από τον Κύριο, τότε πόσα στεφάνια δε θα κερδίσουν εκείνοι που έχουν πλήρη επίγνωση των αγαθών τους πράξεων και παραμένουν ταπεινοί;
Έχεις πραγματοποιήσει αναρίθμητα καλά έργα; Έχεις αποκτήσει κάθε αρετή; Όλα αυτά είναι μάταια και ανώφελα, αν δε συνοδεύονται από την ταπεινοφροσύνη. Κανένα, μα κανένα κατόρθωμα δεν μπορεί να σταθεί δίχως αυτήν.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, δηλαδή με ένα στοιχείο υλικό και με ένα πνευματικό, είναι και τούτος: όταν κυριεύεται από την αλαζονεία, να ταπεινώνεται από την ευτέλεια του φθαρτού σώματος, και όταν του έρχεται λογισμός εξευτελιστικός για τη θεόπλαστη φύση του, να ενθαρρύνεται από την ευγένεια της αθάνατης ψυχής του. Γι’ αυτό είναι καλό να συλλογιζόμαστε την καταγωγή μας, να θυμόμαστε από τι και πώς δημιουργηθήκαμε.
Έβαλε ακόμα μέσα μας ο Θεός μεγάλες δυνάμεις, αλλά και πολλές αδυναμίες. Έτσι, με τις δυνάμεις δοξάζεται η δική Του σοφία και με τις αδυναμίες περιορίζεται η δική μας υπερηφάνεια. Μας έδωσε, λ.χ., γλώσσα που μιλάει, ψάλλει, υμνεί τον Κύριο του σύμπαντος, διηγείται την ωραιότητα της κτίσεως, συζητάει για τα γήινα και τα επουράνια, για τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Και όλα αυτά, μολονότι είναι ένα μικρό κομμάτι σάρκας, που δεν έχει μέγεθος ούτε δυο δαχτύλων.
Για να μη νομίζει, λοιπόν, η γλώσσα πως είναι κάτι σπουδαίο και υπερηφανεύεται για τις θεόσδοτες ικανότητές της, πολλές φορές, με θεία παραχώρηση, πληγώνεται ή πρήζεται. Έτσι μαθαίνει ότι ενώ μπορεί να μιλάει για πράγματα αθάνατα, η ίδια είναι θνητή· και ενώ ο Θεός, τον οποίο κηρύσσει, είναι παντοδύναμος, η ίδια είναι αδύναμη. Μας έδωσε ακόμα ο Πλάστης μας το μάτι, τον μικρό αυτό βολβό, με τον οποίο ατενίζουμε ολόκληρη την κτίση. Και για να μην υπερηφανεύεται το μάτι, έχοντας τέτοια θαυμαστή ικανότητα, προσβάλλεται συχνά από διάφορες παθήσεις, που μειώνουν ή και αποσβήνουν την όραση. Έτσι μαθαίνει τι είναι στην πραγματικότητα, μαθαίνει όμως και να δοξάζει, μέσω της ορατής κτίσεως, τον Δημιουργό.
Σκέψου τώρα, αν ο άνθρωπος μολονότι σέρνει μαζί του τόσες αδυναμίες, συχνά ξεχνάει την ελεεινότητά του και ξεσηκώνεται με θρασύτητα εναντίον του Ευεργέτη του, μέχρι πού θα έφτανε η έπαρσή του αν ήταν ολότελα απαλλαγμένος από τις αδυναμίες αυτές;
Βάλε λοιπόν καλά στο νου σου εσύ ο ψηλομύτης, ότι ο πλησίον σου, που δεν καταδέχεσαι ούτε να τον κοιτάξεις, είναι κι αυτός άνθρωπος όμοιος και ισότιμος με εσένα. Φτωχός είναι εκείνος κι εσύ πλούσιος; Αγράμματος είναι εκείνος κι εσύ μορφωμένος; Άσημος είναι εκείνος κι εσύ ένδοξος; Τι σημασία έχουν όλα αυτά τα πρόσκαιρα και μάταια; Δεν αποτελεί και ο συνάνθρωπός σου μιαν εικόνα του Θεού; Γιατί λοιπόν τον περιφρονείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι στο πρόσωπό του περιφρονείς τον ίδιο τον Θεό; Γιατί δεν τον εξυπηρετείς, δεν τον περιποιείσαι, δεν τον τιμάς; Επειδή το ξέρω, τον θεωρείς κατώτερός σου. Και σε ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ήταν οι απόστολοι από τον Χριστό; Άνθρωποι αυτοί, Θεός Εκείνος. Αγράμματοι αυτοί, πάνσοφος Εκείνος. Πάμφτωχοι αυτοί, πάμπλουτος Εκείνος. Κι όμως, ο Κύριος καταδέχθηκε να πλύνει τα πόδια τους. Δε θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ το ίδιο στους συνανθρώπους σου; Αλλά μήτε να το ακούσεις δεν μπορείς!
Αν δε μιμηθείς τον Χριστό στην ταπείνωση, δεν θα έχεις θέση κοντά Του στη μέλλουσα ζωή. Το αιώνιο συμφέρον σου, επομένως, επιβάλλει να μην υπερηφανεύεσαι για τα αγαθά και τα πλούτη σου. Αυτό επιβάλλει όμως και το πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν προκαλεί τόσο το φθόνο των άλλων, όσο ο πλούσιος. Όταν μάλιστα ο πλούσιος είναι και υπερφίαλος, τότε μισείται δύο φορές. Ο ταπεινός, αντίθετα, μετριάζει το μίσος που αισθάνονται γι’ αυτόν οι άλλοι. Αν επιπλέον είναι ελεήμων, κερδίζει και την αγάπη τους. Έτσι κατέχει με μεγαλύτερη ασφάλεια τα υπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία είναι η ταπεινοφροσύνη· δεν μας χαρίζει μόνο την ουράνια βασιλεία, αλλά μας ωφελεί και σε τούτον τον κόσμο.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, ούτε για τον πλούτο μας, ούτε για κανένα προτέρημά μας. Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την φύση μας, ας σκεφτούμε τις αμαρτίες μας, ας μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Η αυτογνωσία θα βάλει στην ψυχή μας την ταπεινοφροσύνη.
Εκείνος, μάλιστα, που θεωρεί πως δεν έχει καμιάν αξία, αυτός είναι που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτό του.
Τίποτα δεν είναι τόσο αρεστό στον Κύριο, όσο το ταπεινό φρόνημα. «Διδαχθείτε απ΄το δικό μου παράδειγμα», είπε, «γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29). Και πραγματικά, αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, μολονότι Υιός του μεγάλου Θεού, θα διάλεγε ως μητέρα μιαν άσημη κόρη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο δημιουργός του ορατού και αοράτου κόσμου, θα κατέβαινε από τον ουρανό στη γη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο εξουσιαστής του πλούτου όλης της κτίσεως, θα καταδεχόταν να ξαπλωθεί μέσα σε ένα φτωχικό παχνί; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο αναμάρτητος και αθώος, θα μαστιγωνόταν, θα χλευαζόταν, θα πέθαινε πάνω στο σταυρό, για τη σωτηρία των αμαρτωλών και ένοχων ανθρώπων; Τόσο ταπεινός είναι, ώστε θυσιάστηκε για τις αμαρτίες που εμείς κάναμε. Τόσο ταπεινός είναι, ώστε Θεός αυτός, παρακαλάει και ικετεύει εμάς, τα πλάσματά Του, να μετανοήσουμε, για να μην καταστραφούμε.
Έχεις λοιπόν ταπεινό φρόνημα; Μη θαυμάζεις τον εαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλά κατέβηκε ο Κύριός σου και τότε όχι μόνο δε θα θαυμάσεις, αλλά και θα περιγελάσεις τον εαυτό σου. Ακόμα κι αν ήσουνα ο ταπεινότερος από όλους τους ανθρώπους, δε θα είχες κάνει τίποτα το σπουδαίο, μπροστά σε αυτό που έκανε ο Χριστός. Ποιο θα είναι το κέρδος σου, άλλωστε, αν η ταπεινοφροσύνη σε οδηγήσει στην υπερηφάνεια; Και όποιος λέει, πως είναι καλύτερα να κατορθώνουμε μιαν αρετή και να υπερηφανευόμαστε, παρά να πέφτουμε σε ένα αμάρτημα και να ταπεινωνόμαστε, αυτός αγνοεί τη ζημιά που προξενεί η αλαζονεία και το κέρδος που επιφέρει η ταπεινοφροσύνη. Γιατί ο άνθρωπος που κατορθώνει κάτι και υπερηφανεύεται γι’ αυτό, γρήγορα θα πέσει, όπως έχει αποδείξει η πείρα, στην έσχατη απώλεια. Απεναντίας, εκείνος που πέφτει σε ένα παράπτωμα και ταπεινώνεται από την πτώση του και εμπειρότερος γίνεται και γρήγορα ξανασηκώνεται, αν βέβαια θέλει, και επανορθώνει το σφάλμα του.
Ωστόσο θα μου πείτε πολλοί από αυτούς που προχωρούσαν σταθερά στον σωστό δρόμο πριν δοκιμάσουν πειρασμούς, έπεσαν σε παραπτώματα όταν τους βρήκαν πειρασμοί. Σας απαντώ, λοιπόν: Ποιος είναι εκείνος που γνωρίζει καλά, αν κάποιος βαδίζει στον σωστό δρόμο, εκτός από τον παντογνώστη Κύριο, τον δημιουργό μας, που δεν αγνοεί καμία πράξη, κανένα λόγο, κανένα αίσθημά μας; Γιατί, πολλές φορές άνθρωποι που εμείς τους θεωρούμε χρηστούς και ενάρετους, είναι ανήθικοι και ανέντιμοι.
Ας τους αφήσουμε, όμως αυτούς και ας μιλήσουμε για τους άλλους, που πραγματικά ζουν με χρηστότητα. Και όλες τις αρετές να έχουν αποκτήσει, αν έχουν παραμελήσει τη σπουδαιότερη, την ταπεινοφροσύνη, εγκαταλείπονται από τον Θεό, για να συνειδητοποιήσουν έτσι ότι όσα κατόρθωσαν δεν οφείλονται στη δική τους δύναμη, αλλά στη δική Του χάρη, βοήθεια και προστασία. Γιατί ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τους πιστούς και ταπεινούς δούλους Του. Θα σας θυμίσω δύο τρία σχετικά περιστατικά από την Αγία Γραφή.
Όταν ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ και οι Φιλισταίοι βοσκοί έδιωξαν άδικα τον Ισαάκ από τα χωράφια του κι από τα πηγάδια που με τόσον κόπο είχε ανοίξει, αυτός δε φέρθηκε μικρόψυχα, δεν αγανάκτησε, δε λιποψύχησε, δεν είπε και δεν σκέφτηκε τίποτα κακό μήτε για τους ανθρώπους, που τον αδίκησαν, μήτε για τον Θεό, που δεν τον υπερασπίστηκε. Γι’αυτό ο Κύριος τον τίμησε και τον βοήθησε υπερβολικά. Του φανερώθηκε την ίδια νύχτα και του είπε «Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου του Αβραάμ. Μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω» (Γεν. 26, 24). Σαν άκουσε τα λόγια τούτα ο δίκαιος Ισαάκ, παρηγορήθηκε και εγκαρδιώθηκε. Η θεϊκή υπόσχεση δεν άργησε να εκπληρωθεί. Κοίτα πόση δύναμη έχει η ταπείνωση! Εκείνοι που πρωτύτερα τον είχαν διώξει, ήρθαν τώρα να τον συναντήσουν, να του ζητήσουν συγνώμη και να ομολογήσουν τη δύναμή του. «Είδαμε πια καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου», του είπαν (Γεν. 26, 28). Και ποιος μπορεί να είναι δυνατότερος από εκείνον που έχει τον Θεό μαζί του;
Ας δούμε τώρα πώς ταξίδεψε σε ξένη γη ο γιος του Ισαάκ, ο Ιακώβ, όταν τον καταδίωκε ο αδελφός του, γιατί μεγάλη ωφέλεια θα αποκομίσουμε και απ’ αυτό. «Καθώς πήγαινε προς την Χαρράν», λέει η Αγία Γραφή, «έδυσε ο ήλιος. Και αφού πήρε ένα λιθάρι, το έβαλε για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε στον τόπο εκείνο» (Γεν. 28, 10-11). Βλέπεις φιλοσοφική διάθεση, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία και απλότητα σε έναν νέο από πλούσια οικογένεια, αναθρεμμένο με κάθε φροντίδα και περιποίηση; Μια πέτρα χρησιμοποίησε για προσκέφαλο και πάνω στο χώμα πλάγιασε για να κοιμηθεί. Και αξιώθηκε να δει τον ίδιο τον Κύριο, που του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ, των πατέρων σου. Μη φοβάσαι. Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προστατεύω σε κάθε δρόμο σου, όπου κι αν πας» (Γεν. 28, 13-15).
Αν λοιπόν θέλεις να είναι πραγματικά μεγάλα τα κατορθώματά σου, ούτε μεγάλα να τα θεωρήσεις, ούτε στον εαυτό σου να τα αποδώσεις ποτέ. Πάντα να ομολογείς ότι στη χάρη του Θεού οφείλονται όλα. Έτσι κάνεις τον Κύριο οφειλέτη σου, όχι μόνο για τα κατορθώματα, αλλά και για την ευγνωμοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την ταπείνωσή σου. Έτσι κερδίζεις και την αγάπη, τη συμπάθεια, την ευμένεια των ανθρώπων· γιατί κανένας δεν είναι τόσο αγαπητός και συμπαθητικός, όσο ο ταπεινός.
Η ταπείνωσή σου, όμως πρέπει να είναι γνήσια και πηγαία, όχι υποκριτική ή επιφανειακή. Να είναι αμετάπτωτη και να εκδηλώνεται όμοια σε όλους, είτε φίλοι είναι είτε εχθροί, είτε μεγάλοι είτε μικροί. Να μην αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό της εξωτερικής σου συμπεριφοράς, αλλά και βίωμα της καρδιάς σου.
Την αληθινή ταπεινοφροσύνη, που είναι συνδυασμένη με τη διάκριση, μπορεί να σου τη διδάξει ένα περιστατικό από το Ευαγγέλιο: «Όταν ο Ιησούς και οι μαθητές Του ήρθαν στην Καπερναούμ, πλησίασαν τον Πέτρο οι εισπράκτορες του φόρου για τον ναό και του είπαν: «Ο δάσκαλός σας δεν πληρώνει τις δύο δραχμές του φόρου;» (Ματθ. 17, 24). Παρατήρησε ότι δεν τόλμησαν να μιλήσουν στον Χριστό, αλλά στον Πέτρο· και σε αυτόν όχι επιθετικά, αλλά συγκρατημένα. Δεν κατηγόρησαν τον Κύριο. Απλώς ρώτησαν μα συστολή: «Δεν πληρώνει;». Γιατί δεν πίστευαν, βέβαια, πως ήταν Υιός του Θεού, Τον σέβονταν όμως για τα θαύματα που έκανε.
Τι απάντησε λοιπόν ο Πέτρος; «Ναι, πληρώνει.». Μα μόλις μπήκε στο σπίτι, όπου έμενε, και πριν πει τίποτα, τον πρόλαβε ο παντογνώστης Κύριος και του είπε: «Τι γνώμη έχεις, Σίμων; Οι βασιλιάδες της γης από ποιους εισπράττουν φόρους; Από τους δικούς τους γιους ή από τους ξένους;». «Από τους ξένους», αποκρίθηκε ο Πέτρος. «Επομένως οι γιοι τους απαλλάσσονται από την πληρωμή των φόρων», συμπέρανε ο Ιησούς (Ματθ. 17 ,25-26). Τι εννοούσε με αυτό; Ότι αφού οι γιοι των επίγειων βασιλιάδων απαλλάσσονται από τη φορολογία, πολύ περισσότερο Εκείνος, ο Υιός του ουράνιου Βασιλιά και Βασιλιάς ο ίδιος. Ωστόσο πρόσθεσε: «Για να μη σκανδαλίσουμε, πάντως, τους εισπράκτορες του φόρου, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε το αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα βγάλεις· άνοιξε το στόμα του και θα βρεις μέσα ένα τετράδραχμο· παρ’ το και δώσε τους το, για μένα και για σένα» (Ματθ. 17, 27).
Βλέπεις ότι δεν αρνείται να πληρώσει το φόρο, ούτε και προστάζει απλά τον Πέτρο να τον πληρώσει. Πληρώνει, αφού πρώτα αποδεικνύει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Γιατί; Για να μη σκανδαλιστούν οι εισπράκτορες και οι μαθητές Του. Δεν δίνει δηλαδή τον φόρο σαν υποχρεωμένος σε πληρωμή, αλλά για την αδυναμία εκείνων.
Και για ποιο λόγο δεν τους λέει να δώσουν το φόρο από το ταμείο τους; Για να δείξει και σε τούτη την περίσταση ότι είναι Θεός και Κύριος του σύμπαντος, ότι εξουσιάζει και τη θάλασσα. Προείπε, λοιπόν, ότι από τον βυθό της θα πιαστεί ένα ψάρι, που θα πληρώσει τον φόρο. Και πραγματικά, με τη βουλή και το πρόσταγμά Του, πιάστηκε το ψάρι, που είχε στο στόμα του ένα τετράδραχμο. Αυτό το νόμισμα προσφέροντάς Του ως δώρο η θάλασσα, έδειξε την υποταγή της στον Δημιουργό της. Αλλά και ο Κύριος έδειξε την ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στους εισπράκτορες-ο Θεός στους ανθρώπους, ο Πλάστης στα πλάσματα, ο ευεργέτης στους οφειλέτες.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, για τίποτα. Ας θεωρούμε τον εαυτό μας τιποτένιο. Είμαστε αμαρτωλοί; Αν το παραδεχόμαστε και το ομολογούμε με συντριβή, όπως ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής, γινόμαστε δίκαιοι. Είμαστε δίκαιοι; Αν πιστεύουμε ταπεινά πως είμαστε αμαρτωλοί, γινόμαστε δυο φορές δίκαιοι. Γιατί «ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη Του» (Ιακ. 4, 6).
[“Θέματα ζωής” (από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, σελ. 36-44, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής]
Πηγή: alopsis.gr

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Έχεις λίγα χρήματα και ζητάς πολλά; Έχεις πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα; Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος; Γιατί άφησες την πλεονεξία να σε αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι σε άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και το ασήμι, ενώ σε εσένα οι κατάρες και οι κατηγόριες; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγκώμιες και οι αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες, του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που φυλάκισες; Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον αδέκαστο Κριτή, μην έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να σε υπερασπίσει;
Τους δικαστές της γης μπορείς να τους ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις. Τον Δικαστή του ουρανού ποτέ. Τους ανθρώπινους νόμους μπορείς να τους παραβείς με τεχνάσματα νομιμοφανή δίχως συνέπειες. Τον θεϊκό νόμο όχι. Γιατί ο Κύριος βλέπει τις πράξεις σου. Και αργά ή γρήγορα θα λογοδοτήσεις σε Εκείνον, που στέκεται πλάι στους αδικημένους και προστατεύει όσους δεν μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Και μη μου πεις, «Ο τάδε, μολονότι κακός και πλεονέκτης, είναι ευτυχισμένος». Για τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος. «Μη φθονείς την ευτυχία όσων σκέφτονται πονηρά και μη ζηλεύεις όσους κάνουν το κακό», λέει η Γραφή (Ψαλμ. 36, 1), «γιατί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξεραθούν και σαν τη χλόη θα μαραθούν».
Η πλεονεξία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι, που καταστρέφει όλο το ζυμάρι. Έτσι, αν από την αδικία κερδίζεις έστω και λίγα, ολόκληρη η περιουσία σου σπιλώνεται. Γι’ αυτό, πολλές φορές, λίγα που κερδήθηκαν άνομα, έγιναν αιτία να χαθούν πολύ περισσότερα, που αποκτήθηκαν καλά.
Μα, θα με ρωτήσεις, όλοι οι πλεονέκτες θα δοκιμάσουν συμφορές;Οπωσδήποτε, μολονότι όχι όλοι τις ίδιες. Κι αν δεν τιμωρηθούν στην παρούσα ζωή, τότε να τους λυπηθείς περισσότερο, γιατί τους περιμένει μεγαλύτερη κόλαση στη μέλλουσα. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, τις συνέπειες των αδικιών τους, θα τις υποστούν στη γη οι κληρονόμοι της περιουσίας τους, εφόσον γνωρίζουν ότι αποκτούν αγαθά μαζεμένα με αδικίες, αγαθά που ανήκουν σε άλλους. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και ο ανθρώπινος νόμος, που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να διεκδικήσει τα πράγματά του όχι από εκείνον που του τα άρπαξε, αλλά από οποιονδήποτε τα έχει στην κατοχή του.
Αν λοιπόν γνωρίζεις εκείνους που αδικήθηκαν, δώσε τους όσα τους ανήκουν, ή μάλλον πολύ περισσότερα, όπως έκανε ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου. Αν πάλι δεν τους γνωρίζεις, τότε μοίρασέ τα σε φτωχούς. Έτσι θα αποτρέψεις τη συμφορά που σε απειλεί. Γιατί, αν αποδώσεις μόνο όσα άρπαξες ή κληρονόμησε από άρπαγα πλεονέκτη, κανένα κέρδος δεν έχεις. Αυτό αποδεικνύει η περίπτωση του Ζακχαίου, που ανέφερα. Μόνο όταν ο αρχιτελώνης εκείνος υποσχέθηκε «Θα δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και θα ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα πήρα με απάτη», ο Κύριος βεβαίωσε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε» (Λουκ. 19, 8-9).
Εμείς, αντίθετα, αρπάζουμε αμέτρητα και δίνουμε λίγα, νομίζοντας ότι έτσι εξαλείφουμε την αδικία και ικανοποιούμε τον Θεό. Αν όμως ο Κάιν, που πρόσφερε θυσία στον Θεό από τα χειρότερα γεννήματά του, χωρίς ωστόσο και να αδικήσει κάποιον άλλον, τιμωρήθηκε πολύ αυστηρά, πώς δε θα πάθουμε χειρότερα εμείς, που από τα αποκτήματα της αδικίας και της πλεονεξίας προσφέρουμε μερικά ψίχουλα στον φτωχό συνάνθρωπο, δηλαδή στον ίδιο τον Χριστό; Γιατί προσβάλλεις τον Κύριο, προσφέροντάς Του μικρά δώρα; Τέτοια τροφή δεν δέχεται, έστω και αν πεθαίνει από την πείνα. Καλύτερα να μην Του δώσεις τίποτα, παρά να δώσεις εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Πες μου, αν δεις δύο ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος ντυμένος, και γδύσεις τον δεύτερο για να ντύσεις τον πρώτο, δε θα διαπράξεις αδικία; Αναμφίβολα ναι. Αν λοιπόν διαπράττεις αδικία και όχι ελεημοσύνη, δίνοντας σε άλλον όλα όσα άρπαξες, πώς λογαριάζεις σαν ελεημοσύνη το να δώσεις ένα ασήμαντο μέρος, ένα τίποτα;
Ο πλούσιος της ευαγγελικής παραβολής δεν έκανε καμιά αδικία σε βάρος του φτωχού Λαζάρου. Μόνο και μόνο επειδή δεν τον συμπόνεσε, επειδή δεν τον ελέησε, καταδικάστηκε να βασανίζεται στον Άδη (Λουκ. 16, 19-25). Ποιαν απολογία, επομένως, θα βρουν εκείνοι που όχι μόνο δεν ελεούν, αλλά και αδικούν τους άλλους; Όταν ο Κύριος θα έρθει πάλι με όλη Του την δόξα για να κρίνει τον κόσμο, θα πει στους άσπλαχνους και ανελεήμονες, που θα είναι συναγμένοι στα αριστερά Του: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι! Πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δικούς του. Γιατί πείνασα και δε μου δώστε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουνα, και δεν με περιμαζέψατε· γυμνός ήμουνα, και δεν με ντύσατε· άρρωστος και φυλακισμένος ήμουνα και δεν ήρθατε να με δείτε» (Ματθ. 25, 41-42). Αν λοιπόν καταδικάζονται μαζί με τον διάβολο στην αιώνια φωτιά, όσοι δεν έδωσαν τροφή και νερό στον Χριστό, όταν πεινούσε και διψούσε, τι θα πάθουν όσοι Τον παραδίνουν στην πείνα, με εκείνα που αρπάζουν;Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ντύνουν, όταν είναι γυμνός, αλλά και Τον γδύνουν, όταν είναι ντυμένος; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον περιμαζεύουν, όταν είναι ξένος, αλλά και Τον αποδιώχνουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ανακουφίζουν, όταν είναι άρρωστος, αλλά και Τον βλάπτουν; Τι θα πάθουν, τέλος, όσοι όχι μόνο δεν Τον επισκέπτονται, όταν είναι φυλακισμένος, αλλά και όταν είναι ελεύθερος, ό, τι μπορούν κάνουν για να Τον κλείσουν στη φυλακή;
Ο Κύριος είπε: «Αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, μην περιμένετε την εύνοια του Θεού· γιατί και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν» (Λουκ. 6, 32). Αν λοιπόν είναι αμαρτωλός όποιος αγαπά μόνο όσους τον αγαπούν, τι είναι εκείνος που βλάπτει όσους δεν τον αδίκησαν; Αν είναι αξιοκατάκριτος όποιος δεν ελεεί από τα δικά του αγαθά, τι είναι εκείνος που αρπάζει και τα ξένα; Γιατί το ξέρετε, όχι μόνο το να αρπάζει κανείς τα ξένα, αλλά και το να μη δίνει από τα δικά του σε όσους έχουν ανάγκη, είναι αδικία και πλεονεξία, είναι παράβαση θεϊκής εντολής και αμαρτία.
Ας αποφύγουμε, αδελφοί μου, αυτήν την αμαρτία. Και θα την αποφύγουμε, αν φέρουμε στον νου μας όσους άρπαγες και πλεονέκτες έζησαν πριν από μας, όσους δηλαδή έχουν ήδη πεθάνει. Πού βρίσκονται αυτοί; Στην κόλαση! Και τα χρήματά τους; Τα απολαμβάνουν άλλοι! Δεν είναι επομένως ανόητο να βασανιζόμαστε και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη; Σε τούτη με τα καθημερινά τρεχάματα, τις αγωνίες, τους κόπους και τους μόχθους που απαιτούνται για τη συσσώρευση μάταιου πλούτου, και στην άλλη με τις ασύλληπτες τιμωρίες της αιώνιας γέενας;
Ποιος είναι αλήθεια, ελεεινότερος, από τον άρπαγα που φεύγει από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα λογοδοτήσει στον Θεό, και αφήνοντας όσα μάζευε σε άλλους πολλές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιότερος από τον πλεονέκτη, που σιγολιώνει από τις έγνοιες και τους φόβους, διώχνοντας από την ψυχή του τη γαλήνη και κάνοντας τη ζωή του χειρότερη από κάθε θάνατο;Όταν κερδίσει δεν αισθάνεται ευχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Όταν πάλι χάσει έστω κι ένα νόμισμα, νομίζει ότι παθαίνει το μεγαλύτερο κακό.. Φίλους δεν έχει παρά μόνο εκείνους από τους οποίους κερδίζει· τους άλλους τους βλέπει σαν εχθρούς. Μα και την οικουμένη ολόκληρη την αποστρέφεται. Τους φτωχούς τους μισεί, γιατί του ζητούν βοήθεια. Τους πλούσιους τους φθονεί, γιατί θα ήθελε να έχει τα πλούτη τους. Όταν οι άλλοι ευτυχούν, αυτός λυπάται. Θαρρεί πως όλοι κατέχουν δικά του αγαθά. Φέρεται σε όλους σαν να τον έχουν αδικήσει. Υποφέρει, γιατί η γη δεν παράγει χρυσάφι αντί για σιτάρι, γιατί ο πηγές δεν δίνουν ασήμι αντί για νερό, γιατί τα βουνά δεν έχουν πολύτιμα πετράδια αντί για λιθάρια.
Ο πλούτος για τον φιλάργυρο είναι ό,τι το μαχαίρι για τον μανιακό ή μάλλον κάτι πολύ χειρότερο. Γιατί ο μανιακός, αφού αρπάξει το μαχαίρι και το καρφώσει στο στήθος του, απαλλάσσεται μια για πάντα από τη μανία του και δεν δέχεται δεύτερη πληγή. Ο φιλάργυρος όμως και αμέτρητες πληγές δέχεται καθημερινά και ποτέ δεν απαλλάσσεται από τη μανία του. Απεναντίας, μάλιστα, όσο πληγώνεται, τόσο πιο μανιασμένα ξανακαρφώνει το μαχαίρι στην ψυχή του.
Ποιος είναι λοιπόν χειρότερος από τον πλεονέκτη, που και την ψυχή του θανατώνει με τις αδικίες και τη ζωή του σπαταλάει με τις περιττές φροντίδες και τον εαυτό του στερεί από κάθε ευχαρίστηση και τους ανθρώπους όλους τους κάνει εχθρούς του; Όλους;, θα απορήσετε. Ναι, όλους. Βλέπετε, δεν τον μισούν μόνο όσοι έχουν κακοπαθήσει από την πλεονεξία τους, μα και οι άλλοι, επειδή συμπονούν τα θύματά του και φοβούνται μήπως βρεθούν στην οδυνηρή θέση τους. Το φοβερότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Γιατί, όταν έχει κάνει εχθρό του τον ίδιο τον Θεό, ποια παρηγοριά ή ελπίδα τού απομένει;
Είναι πλούτος αυτός, πες μου, το να αδικείς; Και είσαι πλούσιος εσύ, ο πλεονέκτης, ή κατάδικος; Μάλλον χειρότερος κι από κατάδικο είσαι. Και ξέρεις γιατί; Εκείνος έχει χάσει τη σωματική του ελευθερία, ενώ εσύ την ψυχική. Εκείνον τον έδεσαν άλλοι χωρίς τη θέλησή του, ενώ εσύ δέθηκες μόνος σου.
Αν ο βασιλιάς με νόμο μας επιβάλει όχι μόνο να μην παίρνουμε περιουσιακά στοιχεία άλλου, μα κι από τα δικά μας να δώσουμε ένα μέρος, θα υπακούσουμε δίχως αντίρρηση. Τώρα, όμως, που ο νόμος τους Θεού μάς επιβάλλει να μην αρπάζουμε τα ξένα πράγματα, ασύστολα τον καταπατάμε. Τον θνητό βασιλιά, τον άνθρωπο, τον σεβόμαστε· τον αθάνατο Βασιλιά, τον Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος, Τον περιφρονούμε. Δεν είναι φοβερό; Γιατί, αν διαπράττουμε ασέβεια όταν τιμάμε τον Θεό όσο κι έναν άνθρωπο, τότε τι κάνουμε όταν τιμάμε έναν άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό; Βαριά είναι τα λόγια μου, το ξέρω. Αλλά δείξτε πραγματικά ότι σας φοβίζουν και σας λυπούν, αποφεύγοντας τις κακές πράξεις. Αν δεν φοβάστε τις κακές πράξεις, πώς μπορώ να σας πιστέψω, όταν λέτε ότι φοβάστε τα λόγια μου και λυπάστε με αυτά; Εσείς με τα έργα σας επιβαρύνετε τον εαυτό σας, όχι εγώ με τα λόγια μου. Γιατί όποιος σκάβει λάκκο για τον άλλο, πέφτει ο ίδιος μέσα. Και όπως οι επίτοκες γυναίκες υποφέρουν από τους κοιλόπονους, έτσι κι εκείνος που ετοιμάζει μιαν άνομη πράξη, πριν αδικήσει τον άλλον, υποφέρει και πονάει ο ίδιος. Όσο κακός, βλέπετε, κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να φιμώσει τη συνείδησή του και να αποφύγει τον έλεγχό της. Γιατί αυτός ο έλεγχος είναι κάτι το φυσικό, που εξαρχής έβαλε ο Θεός μέσα μας. Όσο κι αν τον αγνοήσουμε, όσο κι αν τον πολεμήσουμε, ορθώνεται πάντοτε αμείλικτος, και φωνάζει και μας καταδικάζει και μας τιμωρεί.
Θυμάστε πόσο κακός ήταν ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας; Και όμως ακόμα κι εκείνος, όταν θέλησε να αρπάξει το αμπέλι του Ναβουθαί, πόση οδύνη δοκίμασε! Μολονότι ήταν απόλυτος άρχοντας, μολονότι κανένας δεν υπήρχε που να τον ελέγξει, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον έλεγχο της συνειδήσεώς του, ήταν σκυθρωπός, ταραγμένος, ανόρεχτος, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του (Γ΄Βασ. 20, 1-29).
Θέλετε να σας αναφέρω κι ένα περιστατικό σύγχρονο, για να καταλάβετε ότι η πλεονεξία κάνει τους ανθρώπους θηρία και δαίμονες; Πριν από καιρό είχαμε στην πόλη μας μεγάλη ανομβρία. Ο ουρανός είχε στερέψει και είχε πάρει το χρώμα του χαλκού. Όλοι περιμέναμε καθημερινά το θάνατο, ένα θάνατο φοβερότερο από κάθε άλλο, και παρακαλούσαμε τον Θεό να μας απαλλάξει από αυτή τη συμφορά. Ξάφνου, ανέλπιστα, χάρη στην απέραντη φιλανθρωπία του Κυρίου, έπεσε από τον ουρανό άφθονη βροχή. Ενώ λοιπόν όλοι πανηγύριζαν και γιόρταζαν, κάποιος πλούσιος τριγυρνούσε στην πόλη σκυφτός, κατσουφιασμένος, καταλυπημένος και κίτρινος σαν νεκρός. Όταν κάποιοι ζήτησαν να μάθουν την αιτία της λύπης του, δεν μπόρεσε να την κρύψει, γιατί τον βασάνιζε και τον έπνιγε το πάθος του. «Έχω στις αποθήκες μου δέκα χιλιάδες μέτρα σιτάρι», είπε, «και τώρα, που έβρεξε, δεν ξέρω πώς θα το πουλήσω».
Τι είναι αυτά που λες, αθεόφοβε; Υποφέρεις, επειδή δεν χάθηκαν όλοι, για να μαζέψεις εσύ χρυσάφι; Δεν έχεις ακούσει τι λέει ο Σολομών; «Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται πλούσια σε εκείνον που δίδει και στους άλλους» (Παροιμ. 11, 26). Είσαι εχθρός του Θεού και φίλος, ή μάλλον δούλος, του μαμωνά. Η γλώσσα σου, που είπε τα ανήκουστα αυτά λόγια, θα έπρεπε να κοπεί. Η καρδιά σου, που ξεχειλίζει από τόσο απάνθρωπα αισθήματα, θα έπρεπε να πάψει να χτυπάει. Τι άνθρωπος, αλήθεια, είσαι εσύ, που υποφέρεις όχι γιατί έχεις λίγα, όπως οι φτωχοί, μα απεναντίας, γιατί έχεις πολλά και θέλεις να τα κάνεις ακόμα περισσότερα με την εκμετάλλευση της δυστυχίας των συνανθρώπων σου;
Πώς να σκιαγραφήσω τα πάθη του πλεονέκτη; Τι πιο μιαρό υπάρχει από τα χέρια του; Και τι πιο άπληστο, πιο αδιάντροπο, πιο κυνικό από τα μάτια του; Δεν βλέπει τους ανθρώπους ως ανθρώπους, ούτε τον ουρανό ως ουρανό, ούτε κανένα από τα επίγεια πράγματα όπως πραγματικά είναι. Όλα τα βλέπει σαν χρήμα και όλα τα μετράει με το χρήμα. Οι αληθινοί άνθρωποι βλέπουν τους φτωχούς, εξαντλημένους και συγκινούνται· οι πλεονέκτες βλέπουν τους φτωχούς και αγριεύουν. Οι αληθινοί άνθρωποι όχι μόνο δεν βάζουν στο μάτι τα ξένα πράγματα, μα κι από τα δικά τους δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη· οι πλεονέκτες δεν ησυχάζουν, ώσπου να αρπάξουν το βιός των άλλων και να το κάνουν δικό τους. Οι αληθινοί άνθρωποι δεν ανέχονται να δουν γυμνό τον πλησίον τους· οι πλεονέκτες, αν δεν τους γδύσουν όλους, δεν ικανοποιούνται· ή μάλλον, ούτε και τότε ικανοποιούνται.
Γι’ αυτό μπορεί κανείς πως είναι όχι θηρία, μα κι απ’ αυτά πολύ χειρότεροι. Τα θηρία, βλέπετε, όταν χορτάσουν απομακρύνονται από τα θύματά τους, ενώ οι πλεονέκτες δεν έχουν χορτασμό. Τα θηρία, άλλωστε είναι από τη φύση τους άγρια, ενώ οι πλεονέκτες μεταβάλλουν θεληματικά τη φυσική τους ημερότητα σε αγριότητα. Τα στόματά τους ξερνούν δηλητήριο, όπως τα στόματα των φαρμακερών φιδιών. Τα χέρια τους δεν κουράζονται να κάνουν κακό στους άλλους. Όσο για τον νου τους, αν μπορούσε κανείς να τον εξετάσει, θα τους ονόμαζε όχι μόνο θηρία, αλλά και δαίμονες· γιατί δεν κρύβουν μέσα τους παρά σκληρότητα και μοχθηρία για κάθε συνάνθρωπό τους. Οι δαίμονες μάλιστα, σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να βλάψουν έναν άνθρωπο δίχως τη θέληση και τη συνεργασία του ιδίου, ενώ οι πλεονέκτες πάντα βλάπτουν το συνάνθρωπό τους χωρίς τη θέλησή του και παρά το γογγυσμό του. Όλους και όλα, ακόμα και την ψυχή τους, θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους. Άλλο τίποτα δεν σκέφτονται, άλλο τίποτα δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο το χρήμα. Ούτε την Ουράνια Βασιλεία ποθούν, ούτε την κόλαση φοβούνται, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονται ούτε τον Θεό σέβονται. Τους νόμους τους καταπατούν, την τιμιότητα την περιγελούν, το Ευαγγέλιο το περιφρονούν, τη ζωή μετά τον θάνατο τη θεωρούν ανύπαρκτη.
Ώστε δεν υπάρχει, σοφέ μου πλεονέκτη, ζωή μετά τον θάνατο; Δεν υπάρχει ούτε κρίση ούτε απολογία ούτε ανταπόδοση; «Όχι», θα μου πεις, γιατί έτσι σε συμφέρει. Μήπως όμως δεν υπάρχει ούτε θάνατος; Μπορείς να τον αμφισβητήσεις κι αυτόν; Μολονότι πολύ θα το ήθελες, δεν μπορείς. Πάρε το απόφαση λοιπόν· ότι δεν θα αργήσεις να πεθάνεις. Βλέπεις τη μέλισσα; Σε όλη της τη ζωή εργάζεται φιλότιμα, παράγοντας το γλυκό και ωφέλιμο μέλι. Σε όλη της τη ζωή κάνει το καλό. Μόλις, όμως, κάνει το κακό, μόλις κεντρίσει άνθρωπο ή ζώο, πεθαίνει μαζί με το κεντρί της. Από τη μέλισσα μάθε να μη βλάπτεις τον πλησίον· γιατί εσύ ο ίδιος θα πεθάνεις πρώτος. Τον πλησίον θα τον βλάψεις και θα τον λυπήσεις πρόσκαιρα, εσύ όμως θα πεθάνεις για πάντα.
Τα χρήματα λέγονται χρήματα, επειδή χρησιμεύουν και χρησιμοποιούνται, όταν πρέπει, για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μας. Σκοπός μας, επομένως, δεν είναι να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, γιατί τότε ανατρέπεται η φυσιολογική τάξη και αντί να τα ορίζουμε, υποτασσόμαστε σε αυτά. Η συγκέντρωση πλούτου είναι υποδούλωση του λογικού ανθρώπου στην άλογη ύλη. Φανερώνει ακόμη απιστία στη Θεία πρόνοια, αλλά και μεγάλη ανοησία. Ναι, ανοησία. Ανόητος δεν είσαι, αφού όλα όσα με κάθε αθέμιτο μέσο αποκτάς, θα τα εγκαταλείψεις έπειτα από λίγο; «Μα θα μείνουν στα παιδιά μου», λες. Και τα παιδιά σου, όμως, θα εγκαταλείψουν τη γη ύστερα από σένα. Τι λέω; Ίσως και πριν από εσένα…
Η αλήθεια είναι ότι με τη συγκέντρωση πλούτου αποβλέπεις στην ικανοποίηση δύο φοβερών παθών σου, της κενοδοξίας και της φιληδονίας. Καμαρώνεις για τα μέγαρά σου, τα αμάξια σου, τους υπηρέτες σου· ευχαριστιέσαι προκαλώντας τον θαυμασμό και τη ζήλεια των άλλων· παραδίνεσαι στις αισχρές επιθυμίες· κυλιέσαι στη λάσπη της κραιπάλης και της ακολασίας. Να γιατί είσαι πλεονέκτης, να γιατί θέλεις να αρπάζεις το βιος των άλλων. Για να ικανοποιείς τα πάθη σου, δεν διστάζεις να πετάς στο δρόμο και να ρίχνεις σε συμφορές τους αδελφούς σου, τα μέλη του Χριστού, περιφρονώντας με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον Χριστό.
Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η αιώνια κόλαση σε περιμένει, αν δεν μετανοήσεις και δεν διορθωθείς. Γιατί ο δίκαιος Θεός, που «θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του» (Ρωμ. 2, 6), δε θα αφήσει ατιμώρητη τη διπλή σου παρανομία, τόσο δηλαδή την άδικη συνάθροιση, όσο και την κακή χρήση του πλούτου. «Ο θυμός και η οργή του Θεού» γράφει ο Απόστολος Παύλος, «περιμένουν όσους υπηρετούν την αδικία» (Ρωμ.2, 8). Και πώς να μην προκαλέσεις την οργή του Θεού, όταν από τη μια σκορπάς τα λεφτά σου στις πόρνες κι από την άλλη αδιαφορείς για τους φτωχούς; Κι αν ακόμα όσα σπαταλάς τα κέρδιζες με τον τίμιο κόπο σου, θα αμάρτανες βαριά αγοράζοντας με αυτά την ασέλγεια. Ε, αναλογίσου πόσο αμαρτάνεις τώρα, που την αγοράζεις με άνομα κέρδη.
Για να αποφύγεις, λοιπόν, τη δίκαιη καταδίκη από τον αδέκαστο Κριτή, πάψε να πλουτίζεις αθέμιτα, αδικώντας τους συνανθρώπους σου. Στη ζωή αυτή έχεις τη δύναμη του χρήματος, την προστασία των αρχόντων, την εύνοια των δικαστών. Στην άλλη ζωή, όμως, τι θα έχεις; Εκεί θα σε ακολουθούν μόνο οι αμαρτωλές πράξεις σου και οι στεναγμοί των αδικημένων, που φτάνουν ως τον υπερουράνιο θρόνο του Θεού και προκαλούν την ευσπλαχνία Του.Μακάρι να γνωρίσεις κι εσύ την ανείκαστη θεία ευσπλαχνία με την έγκαιρη μετάνοιά σου.

(Πηγή: “Θέματα ζωής, Από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου”, τόμος Β΄, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 51-63)