A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΙΝ ΛΑΒΕΙΣ, ΝΑ ΖΗΤΑΣ. ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΛΑΒΕΙΣ, ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙΣ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)




Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνεται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πάρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν αποτυχία είναι επιτυχία.


Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χάνουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπορεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι’ αυτό ας Του δίνουμε την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κοντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Με δυο λόγια, η αποτελεσματικότητα της προσευχής μας εξαρτάται:
πρώτον, από το αν είμαστε άξιοι να λάβουμε ό,τι ζητάμε· δεύτερον, από το αν προσευχόμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού· τρίτον, από το αν προσευχόμαστε αδιάλειπτα· τέταρτον, από το αν για όλα καταφεύγουμε στο Θεό· πέμπτον, από το αν ζητάμε εκείνα που είναι ωφέλιμα σ’ εμάς.

Και δίκαιοι ακόμα να παρακαλέσουν τον Κύριο, δεν θα εισακουστούν, αν δεν πρέπει.

Ποιός ήταν δικαιότερος από τον Παύλο; Και όμως, επειδή ζήτησε κάτι που δεν θα τον ωφελούσε, δεν εισακούστηκε. «Τρεις φορές παρακάλεσα γι’ αυτό τον Κύριο», γράφει ο ίδιος, «και η απάντησή Του ήταν: “Σου αρκεί η χάρη μου”» (Β’ Κορ. 12:8-9). Αλλά και ο Μωυσής δεν ήταν δίκαιος; Ε, ούτε κι εκείνος εισακούστηκε. «Φτάνει πια!», του είπε ο Θεός (Δευτ. 3:26), όταν ζητούσε να μπει στη γη της επαγγελίας.

Πέρα απ’ αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αχρηστεύει την προσευχή μας, και αυτό είναι η αμετανοησία. Προσευχόμαστε, ενώ επιμένουμε στην αμαρτία. Έτσι έκαναν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό ο Θεός είπε στον προφήτη Ιερεμία: «Μην προσεύχεσαι για το λαό αυτό! Δεν βλέπεις τι κάνουν;» (Ιερ. 7:16-17). Δεν απομακρύνθηκαν, λέει, από την ασέβεια. Κι εσύ με παρακαλάς γι’ αυτούς; Δεν σ’ ακούω!

Όταν, πάλι, ζητάμε κάτι κακό εναντίον των έχθρων μας, όχι μόνο δεν το πραγματοποιεί ο Θεός, αλλά και παροργίζεται. Γιατί η προσευχή είναι φάρμακο. Κι αν δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα φάρμακο, δεν θα ωφεληθούμε ποτέ από τη δύναμή του.

Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύριε!» (Ματθ. 15:22). Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέ­τυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλούμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας.

Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κολακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μιλήσουν δεν καταδέχονται. Πρέπει πρώτα να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέτες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά.- και να τους καλοπιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακανονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.

Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφεται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του.

Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισακουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι. Όταν πικράνεις έναν άνθρωπο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.

Ας τ’ ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγκωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: “Παρακάλεσε το Θεό!”. Και μου απαντούν: “Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τίποτα”. Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λάβεις, να ευχαριστείς.

Πηγή: agionlogoi.com

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ , ΠΟΤΕ ΕΧΟΥΝ ΙΣΧΥ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Τι σημαίνει “θυμήθηκε ο Θεός τον Αβραάμ;”. Εννοεί την παράκλησι που έκανε λέγοντας ∙ “Να μην καταστρέψης τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή”. Θα μπορούσε όμως να πη κανείς ο δίκαιος σώθηκε με την παράκλησι του πατριάρχου και όχι με την αρετή του. Ναι∙ σώθηκε και με την παράκλησι του πατριάρχου. 
Διότι όταν κάνουμε εμείς ό,τι μπορούμε, τότε και η προσευχή των δικαίων μας ωφελεί πάρα πολύ. Όταν όμως εμείς οι ίδιοι είμαστε οκνηροί και στηρίζουμε τις ελπίδες της σωτηρίας μας μόνο σ’ εκείνους, τότε δεν μπορούμε να κερδίσουμε τίποτε. Όχι επειδή οι δίκαιοι είναι ανίσχυροι, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι προδίδουμε τους εαυτούς μας με τη ραθυμία μας.

Και για να μάθης ότι όταν αδιαφορούμε εμείς, είτε δίκαιοι είναι εκείνοι που παρακαλούν για μας, είτε προφήτες δεν ωφελούμαστε καθόλου (διότι εκείνοι δείχνουν και την αρετή τους με τις παρακλήσεις αυτές, εμείς όμως δεν ωφελούμαστε εξ αιτίας της συμπεριφοράς μας), άκουσε τον Θεό των όλων ο Οποίος λέγει στον Ιερεμία που ήταν από την κοιλιά της μητέρας του αγιασμένος ∙ “Να μην προσεύχεσαι για τον λαό αυτό, γιατί δε θα σε ακούσω” (Ιερ. 7,16).

Πρόσεξε την φιλανθρωπία του Κυρίου∙ προλέγει στον Προφήτη ώστε αν δεν εισακουσθούν κατόπιν οι προσευχές του, να μη νομίζη ότι αυτό συνέβη από δική του υπαιτιότητα. Γι’ αυτό του προλέγει την κακία του λαού και τον διατάσσει να μην προσεύχεται, για να μπορή και εκείνος να γνωρίζη το μέγεθος της κακίας τους και εκείνοι να μάθουν ότι ο προφήτης δεν μπορεί να τους βοηθήση καθόλου, αν δεν κάνουν και εκείνοι ό,τι μπορούν.

Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν αυτά αγαπητοί μου, ας καταφεύγουμε στις πρεσβείες των αγίων, αλλ’ ας μην επαναπαυώμαστε στις ικεσίες τους , αλλά και μεις οι ίδιοι να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας όπως πρέπει και ας φροντίζουμε να αλλάξουμε προς το καλλίτερο, για να μπορέση να μας βοηθήση και η πρεσβεία που γίνεται για μας.

Αυτό λέγει και ο Κύριος των όλων σε άλλον προφήτη∙ “Δεν βλέπεις τι κάνουν αυτοί; Καίνε τα λίπη και κάνουν διάφορα κατασκευάσματα προς τιμήν των αστέρων και της στρατιάς του ουρανού” (πρβλ. Ιερ. 7,17-18). Σαν να του λέγη∙ Μην παρακαλάς γι’ αυτούς που δε σταματάνε την αδικία, που δεν μπορούν να καταλάβουν τη νόσο από την οποία πάσχουν, αλλά ζουν με τόση αναισθησία.

Δεν βλέπεις την υπερβολική τους περιφρόνησι; Δε βλέπεις την μεγάλη τους μανία; ότι ακόμη δεν χόρτασε η ασέβειά τους, αλλά όπως ο χοίρος κυλιέται μέσα στο βούρκο, κυλιούνται και αυτοί στις παρανομίες τους; Μήπως δηλαδή αν ήθελαν να επιστρέψουν περίμεναν να τους ενθαρρύνω; Δεν είμαι εγώ αυτός που μιλώ με το στόμα των προφητών και λέγω∙ “Και είπα μετά από την πορνεία της. Μετά από όλα αυτά να επιστρέψης και δεν επέστρεψε;” ( Ιερ. 3, 7 ) .

Μήπως δηλαδή ζητώ τίποτε άλλο, παρά να παύσουν να είναι πονηροί και να σταματήσουν να κάνουν τα κακά; Μήπως ζητώ ευθύνες για τα αμαρτήματα του παρελθόντος, αν τους δω να θέλουν να μετανοήσουν; Δεν φωνάζω καθημερινά και δεν λέω∙ “Δεν επιθυμώ τον θάνατο του αμαρτωλού μέχρις ότου μετανοήση και ζήση”(Ιεζ. 18,23). Δεν τα κάνω όλα για το εξής, για να γλυτώσουν δηλαδή από την καταστροφή όσοι έχουν παραπλανηθή; Μήπως δηλαδή αντιδρώ όταν τους δω να μετανοούν; Δεν είμαι εγώ αυτός που λέγει∙ “Ενώ ακόμη θα ομιλής, θα σου πω ∙να ,εδώ είμαι;”( Ησ. 58,9).

Μήπως αυτοί επιθυμούν τη σωτηρία τους τόσο, όσο εγώ επιθυμώ να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν την αλήθεια; Μήπως λοιπόν γι’ αυτό σε δημιούργησα από το τίποτε, για να σε καταστρέψω; Μήπως χωρίς σκοπό ετοίμασα την αιώνια βασιλεία και τα αμέτρητα εκείνα αγαθά ; Μήπως γι’ αυτό δεν απείλησα και την γέεννα του πυρός , για να κάνω δηλαδή όλους από το φόβο αυτό να τρέξουν στην αιώνια βασιλεία;

Μην εγκαταλείπης λοιπόν εκείνους, μακάριε προφήτα και προσεύχεσαι σε μένα, αλλά για ένα πράγμα μόνον να φροντίζης, να ξεπεράσης δηλαδή την ασθένεια εκείνων και να τους κάνης να αισθανθούν τη νόσο τους, να τους επαναφέρης στην υγεία και τότε οπωσδήποτε θα ακολουθήση και η δική μου βοήθεια. (Εις την Γένεσιν ΜΑ’ , ΕΠΕ 4, 96-100. PG 54, 407-408)

Πηγή: «Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄, Η Προσευχή, Τα νεύρα της ψυχής», Έκδοση: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους 



Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η ΑΓΑΠΗ; (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Και να πως γίνεται αυτό: Ο ενάρετος δεν προτιμάει τα χρήματα από την αγάπη στο συνάνθρωπό του. Δεν είναι μνησίκακος. Δεν είναι άδικος. Δεν είναι κακολόγος. Όλα τα υπομένει με ψυχική γενναιότητα . Από αυτά προέρχεται η αγάπη.

Το ότι από την αρετή γεννιέται η αγάπη ,το φανερώνουν τα λόγια του Κυρίου: « όταν θα πληθύνει η κακία, θα ψυχρανθεί η αγάπη » ( Ματθ. 24: 12 ) . Και το ότι από την αγάπη πάλι γεννιέται η αρετή, το φανερώνουν τα λόγια του Παύλου: « Όποιος αγαπάει τον άλλο ,έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού » ( Ρωμ. 13: 8 ) . Ένα από τα δύο, λοιπόν, απαιτείται ,η αγάπη ή αρετή. Όποιος έχει το ένα, οπωσδήποτε θα έχει και το άλλο. Και αντίθετα: Όποιος δεν αγαπάει ,θα κάνει και το κακό. Και όποιος κάνει το κακό, δεν αγαπάει. Την αγάπη, επομένως, ας προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε ,γιατί είναι ένα φρούριο, που μας προφυλάσσει από κάθε κακό…

Ο απόστολος δεν είπε απλά « αγαπάτε » ,αλλά « επιδιώκετε την αγάπη » ( Α΄ Κορ. 14 :1 ) ,καθώς απαιτείται μεγάλος αγώνας για να την αποκτήσουμε . Η αγάπη τρέχει γοργά και εξαφανίζεται, γιατί πολλά πράγματα του κόσμου τούτου την καταστρέφουν. Ας την επιδιώκουμε, ας τρέχουμε συνεχώς από πίσω της ,για να τη συλλάβουμε ,πριν προφθάσει να μας φύγει…

Πώς όμως ,θα είναι μόνιμη η αγάπη; Μας το υποδεικνύει και αυτό ο απόστολος ,λέγοντας: « Να συναγωνίζεστε ποιος θα τιμήσει περισσότερο τον άλλο » ( Ρωμ. 12: 10 ) . Με αυτόν τον τρόπο και δημιουργείται η αγάπη και μόνιμα παραμένει. Γιατί στα αλήθεια δεν υπάρχει καλύτερο μέσο για τη διατήρηση της αγάπης ,όσο το να παραχωρούμε στον άλλο τα πρωτεία της τιμής. Έτσι και η αγάπη γίνεται ζωηρή και η αλληλοεκτίμηση βαθειά.
Πέρα από την τιμή, χρειάζεται ακόμα να δείχνουμε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του άλλου ,γιατί ο συνδυασμός της τιμής με το ενδιαφέρον δημιουργεί τον πιο θερμή αγάπη. Δεν φτάνει να αγαπάμε μόνο με την καρδιά, αλλά είναι απαραίτητα κι αυτά τα δύο, τιμή και ενδιαφέρον, που είναι της αγάπης εκδηλώσεις , αλλά και συνάμα προϋποθέσεις. Γεννιούνται από την αγάπη, αλλά και γεννούν αγάπη…

Από το βιβλίο « Θέματα ζωής» Α΄
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ιερά Μονή Παρακλήτου
Ωρωπός Αττικής 2003



Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάνου τοῦ Χρυσοστόμου





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦς, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυΐδ, ἐν πνεύματι, Κύριον αὐτὸν καλεῖ: λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον· οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τον Ιησού και, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του είπε: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία μ’ αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες». Εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: «Τι νομίζετε για το Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» «Του Δαβίδ», του απαντούν. Τους λέει: «Πως τότε ο Δαβίδ, οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει «Κύριο»; Λέει: Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Αν, λοιπόν, ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο», πως είναι απόγονός του;» Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει, ούτε τολμούσε πια κανείς από κείνη τη μέρα να του θέσει ερωτήματα.

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον,
ὁμιλία ΟΑ΄ 
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

α΄. Πάλι θέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ σωπάσουν κι ἀπ’ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ θρασύτητα ἐκείνων. Μὲ ποιὸ τρόπο; Ὅτι μόλο ποὺ ἀποστομώθηκαν ἐκεῖνοι, κάνουν ξανὰ ἐπίθεση αὐτοί. Γιατὶ ἐνῶ ἔπρεπε καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ μείνουν ἥσυχοι, αὐτοὶ συναγωνίζονται τοὺς προηγούμενους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ νομικό, ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσαν καὶ ρωτοῦν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἐπειδὴ πρώτη ἦταν ἡ ἐντολὴ θ’ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου. Περιμένουν ὅτι θὰ τοὺς δώση ἀφορμὴ ἐπειδὴ θὰ τὴν τροποποιοῦσε, ἀφοῦ παρουσιαζόταν κι ὁ ἴδιος ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ τοῦ θέτουν τὴν ἐρώτηση. Κι ὁ Χριστός; Ἀποκαλύπτοντας γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ εἶχαν ἀποφασίσει αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα τους καθόλου ἀγάπη, ἐπειδὴ τοὺς ἔκαιγε ὁ φθόνος κι εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴ ζήλεια, τοὺς λέει. Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μ’ αὐτὴ, θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου, καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅμοια μ’ αὐτή; Γιατὶ ἡ μιὰ προετοιμάζει τὸ δρόμο τῆς ἄλλης κι ἀπ’ αὐτή ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καθένας ποὺ πράττει φαυλότητες μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς. Ἀλλοῦ λέει «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Καὶ τὶ προέκυψε ἀπ’ αὐτό; «Ἔζησαν διεφθαρμένη ζωὴ καὶ βδελυρή». Καὶ πάλι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία της μερικοὶ ἔχασαν τὸ δρόμο τῆς πίστης. Καὶ ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήση τὶς ἐντολές μου. Ἐντολές του καὶ ἀπόσταγμά τους εἶναι τοῦτο·  θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Ἄν λοιπὸν τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου (γι’ αὐτὸ λέει, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, Πέτρε, γίνε βοσκὸς τῶν προβάτων μου) καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου προκαλεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν, εὔλογα συμπεραίνει σ’ αὐτές περιέχονται τὸ σύνολο τοῦ νόμου· κι οἱ προφῆτες. Ἀκριβῶς γι’  αὐτό, ποὺ ἔκαμε πρῶτα, κάμει καὶ τοῦτο ἐδῶ. Ἐκεῖ ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀναστάσεως μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση  τὴν ἴδια, δίνοντάς τους περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ εἶχαν ζητήσει. Κι ἐδῶ ἐνῶ εἶχε ἐρωτηθῆ προσθέτει καὶ τὴ δεύτερη ποὺ δὲν ἦταν πολὺ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἦταν δεύτερη, ἀλλὰ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε ἕνα ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐρωτήσεως, τὸ μῖσος τους. Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. Ἀπ’ αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸς πείθεται στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ματθαῖος λεέι ὅτι ρώτησε πειραχτικά, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος τὸ ἀντίθετο; Γιατὶ εἶδε ὁ Χριστὸς ὅτι ἀπάντησε σωστὰ καὶ τοῦ εἶπε· δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀντίθετοι μεταξύ τους, συμφωνοῦν ὁλότελα. Στὴν ἀρχὴ ρώτησε πειρακτικὰ ἐπειδὴ ὅμως ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, δέχθηκε ἔπαινο. Δὲν τὸν ἐπαίνεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅταν εἶπε ὅτι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα, τότε τοῦ λέει, δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ περιφρόνησε τὰ μικρὰ καὶ συνέλαβε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τοῦτο καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὰ ἄλλα. Κι ἔτσι ὅμως δὲν ὁλοκλήρωσε ἀκόμα τὴν σύνθεση ἑνὸς ἐπαίνου ἀλλὰ τὴν ἔκαμε ἐλλειπῆ. Τὸ ὅτι εἶπε δὲν εἶσαι μακρυά, δὲν δείχνει ν’ ἀπέχη ἀκόμα, γιὰ νὰ ζητήση ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε. Κι ἄν τὸν ἐπαίνεσε, ἐπειδὴ εἶπε, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν, μὴν ἀπορήσης. Ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο σκέψου ὅτι ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν ποὺ πλησίαζαν. Γιατὶ κι ἄν λένε γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια ἀνάξια τῆς δόξας του, αὐτὸ βέβαια δὲ θὰ τολμήσουν, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου Θεός. Γιατὶ λοιπὸν ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός; Ὄχι γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του Θεό. Μακριὰ τέτοια σκέψη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν καιρὸς νὰ φανερώση τὴν θεότητά του, τὸν ἀφήνει νὰ μείνη στὴν παλαιὰ του γνώμη, καὶ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν καλὴ γνώση του τῶν παλιῶν, ὤστε νὰ τὸν κάμη κατάλληλο καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰσάγοντάς τον ὅταν ἔρχόταν ἡ ὥρα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ φράση ἕνας ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲ λέγεται γιὰ νὰ παραμερισθῆ ὁ Γιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ἀντιδιαστολή, μὲ τὰ εἴδωλα. Ὥστε ἐπαινῶντας αὐτὸν ποὺ μίλησε ἔτσι, ἐπαινεῖ αὐτὴ τὴ γνώμη. Μετὰ τὴν ἀπάντησή του ξαναρωτᾶ. Τί νομίζετε γιὰ τὸ Χριστό; Τίνος Γιὸς εἶναι; τοῦ Δαυΐδ, τοῦ λένε. Προσέξετε ὕστερ’ ἀπὸ πόσα θαύματα, πόσα σημεῖα, πόσες ἐρωτήσεις, ἔπειτ’ ἀπὸ πόσα δείγματα ὁμόνοιας μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ ἐπαίνεσε αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε μονάχα ρωτᾶ. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ λένε ὅτι ἔκαμε θαύματα, ἀλλὰ ἦταν ἐχθρὸς τοῦ νόμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ θέτει τὴν ἐρώτηση ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ἄλλα, θέλοντας νὰ τοὺς κάμη νὰ ὁμολογήσουν κι αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ πρῶτα ρώτησε τοὺς μαθητάς, τί λένε οἱ ἄλλοι. Κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους ἀλλοιώτικα·  γιατὶ βέβαια καὶ πλάνο μποροῦσαν νὰ τὸν ποῦν καὶ πονηρό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζει καὶ τὴ δική τους  γνώμη.


β΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄρχισε νὰ βαδίζη πρὸς τὸ πάθος, θέτει τὴν προφητεία ποὺ ρητὰ τὸν ἀνακηρύττει Κύριο. Οὔτε τυχαία, οὔτε ἀπὸ πρῶτα ἀλλὰ ἀπὸ κάποια εὔλογη αἰτία. Ἐρώτησε πρῶτος καὶ δὲν ἀπάντησαν τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτόν- εἶπαν ὅτι εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἀνατρέποντας λοιπὸν τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τους φέρνει τὸ Δαυΐδ ποὺ ἀνακηρύττει τὴ θεότητά του. Ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν πὼς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Δαυΐδ. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς διορθώση, φέρνει τὸν προφήτη ποὺ μαρτυρεῖ, ὅτι ἦταν Κύριος καὶ γνήσιος Υἱὸς, καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν σταματᾶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει προσθέτει καὶ τοῦτο. Ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου· γιὰ νὰ τοὺς προσελκύση ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Καὶ νὰ μὴν ἰσχυρίζωνται ὅτι ἀπὸ ἀνθρώπινη κολακεία τὸν ἔλεγε ἔτσι κι ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ ἦταν γνώμη ἀνθρώπου, προσέξετε τὴν ἐρώτησή του· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Προσέξετε μὲ πόση μετριοπάθεια παρουσιάζει τὴ γνώμη καὶ τὴν ἰδέα ποὺ τὸν ἀφορᾶ. Πρῶτα τοὺς εἶπε· τί νομίζετε; Τίνος Γιὸς εἶναι; Ὥστε μὲ τὴν ἐρώτηση νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάντηση Κι ὅταν ἀπάντησαν· τοῦ Δαυΐδ, δὲν τοὺς εἶπε· κι ὅμως αὐτὰ ὁ Δαυΐδ τὰ λέει, ἀλλὰ συνεχίζει μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως πάλι· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Γιὰ νὰ μὴν τοὺς φέρη μπροστὰ σὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν τοὺς ρώτησε, τί γνώμη  γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι μὲ μετριοπάθεια μιλοῦσαν κι ἔλεγαν, ἐνῶ ἦταν δυνατὸ νὰ ποῦν μὲ θάρρος γιὰ τὸν Πατριάρχη ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφη. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ὅμοια μ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὸ πρᾶγμα μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἁπλῆς σκέψης καὶ τοὺς λέει· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο καὶ λέει· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου· κάθησε στὰ δεξιά μου ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου; Καὶ συμπληρώνει· Ἄν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Μ’ αὐτὸ βέβαια δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι εἶναι γιός του, πρὸς Θεοῦ.  Δὲ θὰ ἐπιτιμοῦσε τότε τὸν Πέτρο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς -ἀλλὰ διορθώνει τὴν ἀντίληψή τους. Ὥστε ὅταν λέγη· Πῶς εἶναι γιός του, ἐννοεῖ, δὲν εἶναι γιός του ὅπως σεῖς νομίζετε. Ἐκεῖνον ἔλεγαν ὅτι ἦταν μονάχα γιὸς ἐκείνου καὶ ὄχι συνάμα καὶ Κύριος. Καὶ τὸ ἔλεγαν μετὰ τὴ μαρτυρία,  μὲ τρόπο μετριοπαθῆ. Ἄν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Κι αὐτὰ ὅμως τὰ ἄκουσαν, δὲν εἶπαν τίποτα. Γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ συμπληρώση ὁ ἴδιος λέγοντας ὅτι εἶναι Κύριός του. Κι αὐτὸ πάλι δὲν τὸ λέγει μὲ τρόπο ἀπόλυτο ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν προφήτη, ἐπειδὴ πολὺ δυσπιστοῦσαν γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε συκοφαντηθῆ μεταξύ τους. Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεπτώμαστε καὶ νὰ μὴ σκανδαλιζώμαστε, ἄν λέγεται κάτι ἀπὸ τὸν ἴδιο περιωρισμένο καὶ μετριπαθές. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἄν καὶ ὄχι μοναδική, ὅτι μιλάει σ’ ἐκείνους μὲ συγκατάβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα διδάσκει μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀπαντήσεως. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κάμει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀξία του. Δὲν  ἦταν ἴσο νὰ ὠνομασθῆ Κύριος τῶν Ἰουδαίων καὶ Κύριος τοῦ Δαυΐδ. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε καὶ τὴν ἐκλογῆ τῆς εὐκαιρίας. Ὅταν εἶπε, ἕνας Κύριος ὑπάρχει τότε εἶπε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι Κύριος, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποδεικτικὴ δύναμη τῆ προφητείας, ὄχι μόνο τῶν ἔργων. Καὶ παρουσιάζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν ὑπερασπίζει· λέγει, ὥσπου νὰ κάμω τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου. Δείχνει συνάμα τὸ μεγάλο σύνδεσμο μαζί του, ἐκείνου ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὴν τιμήν. Αὐτὸ τὸ τέλος θέτει στὶς ὁμιλίες του, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο ἱκανὸ νὰ ράψη τὰ στόματά τους. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐσώπασαν, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ποῦν. Τόσο καίριο τραῦμα δέχτηκαν ὥστε νὰ μὴν τολμήσουν πιὰ νὰ ξαναεπιχειρήσουν τό ἴδιο. Κανένας, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήση ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ τοῦτο δὲν ὠφελοῦσε λίγο τὰ πλήθη. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὰ στρέφει τὸ λόγο ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τοὺς λύκους κι ἀπέκρουσε τὶς ἐπιβουλές τους.
Αὐτοὶ τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ κερδίσουν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν κενοδοξία, τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος. Εἶναι φοβερὸ πάθος καὶ πολυκέφαλο. Ἄλλοι ἐξαίτιας της ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξουσία, ἄλλοι τὰ χρήματα, ἄλλοι τὴ δύναμη. Καὶ σιγὰ σιγὰ καθὼς βαδίζει τὸ δρόμο της φτάνει καὶ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὴ διδασκαλία. Πολλὲς εἶναι οἱ κεφαλὲς αὐτοῦ τοῦ θηρίου. Καὶ νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὰ πρῶτα δὲν εἶναι παράδοξο· ἐκεῖνο ποῦ εἶναι παράξενο καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦμε πάλι μονάχα ἐλᾶτε νὰ πουμε καὶ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ξεφύγωμε ἀπ’ αὐτὴν. Ποιοὺς ν’ ἀντιμετωπίσωμε πρώτους; Ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ χρήματά τους, ἤ γιὰ τὰ ροῦχα τους, ἤ γιὰ τὰ ἀξιώματά τους, ἤ γιὰ τὴ διδακτικὴ τους δύναμη, ἤ γιὰ τὴν τέχνη τους ἤ γιὰ τὸ σῶμα τους, ἤ διὰ τὰν ὀμορφιά τους, ἤ γιὰ τὰ στολιδια τους, ἤ γιὰ τὴ σκληρότητά τους, ἤ γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους, γιὰ τὴν πονηρία τους, ἤ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους; Γιατὶ ὅπως πολλὲς παγίδες ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ καὶ προχωρεῖ ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ τάδε πέθανε λένε· γιὰ νὰ τὸν θαυμάσουν ἄφησε ἐντολὴ νὰ γίνουν τὰ καὶ τά. Γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ πλούσιος ὁ ἄλλος. Γιατὶ τὸ δύσκολο εἶναι ὅτι γεννιέται καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα.

γ΄. Ἐναντίον ποιῶν λοιπὸν θὰ σταθοῦμε πρῶτα καὶ ποιοὺς θἀ ἀντιμετωπίσωμε; Γιατὶ δὲ φτάνει ὁ ἴδιος λόγος γιὰ ὅλους. Θέλετε νὰ ἀπαντήσωμε πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη τους; Εἶναι καὶ δική μου γνώμη. Πολὺ ἀγαπῶ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πονῶ νὰ τὴ βλέπω νὰ κακοποιῆται. Σὰν βασιλικὴ κόρη τὴ βλέπω, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύεται ἡ ξεμυαλίστρα παραμάνα της, ἡ κενοδοξία. Τὴν μεγαλώνει βέβαια ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ντροπιάση καὶ νὰ τὴ βλάψη, τὴν παρασύρει,  τὴ συμβουλεύει νὰ περιφρονῆ τὸν πατέρα της, καὶ νὰ φτιασιδώνεται γιὰ νὰ γίνη ἀρεστὴ σὲ ἀκαθάρτους καὶ γελοίους πολλὲς φορὲς ἄνδρες. Καὶ τὴ στολίζει μὲ στολίδια ποὺ θέλουν οἱ ἔξω, αἰσχρὰ κι ἀνάξια, κι ὄχι ὅπως θέλει ὀ πατέρας. Ἄς ἀπευθυνοῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς κι ἄς ὑποθέσωμε μιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται πλούσια, ποὺ γίνεται γιὰ ἐπίδειξη στοὺς πολλούς. Αὐτὴν πρῶτα τὴ βγάζει ἀπὸ τὸν πατρικὸ θάλαμο κι ἐνῶ ὁ πατέρας συμβουλεύει νὰ μὴ γίνεται φανερὴ μήτε στὸ ἀριστερὸ χέρι, αὐτὴ τὴν δείχνει στοὺς δούλους καὶ στοὺς τυχόντες καὶ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν. Βλέπετε τὴν πόρνη καὶ μαστροπὸ πῶς τὴν κάμη νὰ ἐπιθυμῆ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ συμμορφώνεται στὶς ἐπιθυμίες τους; Θέλετε νὰ δῆτε ὅτι δὲν κάμει μόνο πόρνη ἀλλὰ καὶ μανιακὴ μιὰ τέτοια ψυχή; Προσέξετε τὴ σκέψη της. Ὅταν ἀφήση τὸν οὐρανὸ καὶ τρέχει πίσω ἀπὸ δραπέτες καὶ δούλους, κυνηγῶντας στὶς γειτονιὲς καὶ τὰ στενὰ αὐτοὺς ποὺ τὴ μισοῦν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δύσμορφους ποὺ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀντικρύσουν, ἀλλὰ τὴ μισοῦν, ἐπειδὴ φλογίζεται ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους τί πιὸ μανιακὸ ὑπάρχει; Κανένα δὲν μισοῦν τόσο οἱ πολλοί, ὅσο ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ δοξάζωνται ἀπ’ αὐτούς. Πλῆθος κατηγορίες ἐξυφαίνουν γιὰ λόγου τους, κι εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ κατεβάσης ἀπὸ τὸ θρόνο ἁγνὴ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, καὶ νὰ τὴν προστάξης νὰ ἐκδίδη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μονομάχους κι ἀνθρώπους ποὺ τὴ περιφορνοῦν. Αὐτοὶ ὅσο τοὺς ἀναζητεῖς τόσο σὲ ἀποστρέφονται. Ὁ Θεὸς ὅμως ἄν ζητᾶς τὴ δική του δόξα, τόσο πιὸ πολὺ σὲ παίρνει κοντά του καὶ σὲ ἐπαινεῖ καὶ σοῦ δίνει ἄφθονη ἀμοιβή. Θέλετε νὰ διαπιστώσετε κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ; Ἀναλογισθῆτε τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζετε καὶ τὴν ἀδιάκοπη στενοχώρια, ὅταν ἀντηχῆ στ’ αὐτιὰ σας ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἔχασες ὅλο τὸ μισθό σου. Σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις εἶναι κακὸ ἡ κενοδοξία, περισσότερο ὅμως στὴ φιλανθρωπία. Γιατὶ καταλήγει στὴν ἄκρα σκληρότητα, ποὺ ἐκπομπεύει τὶς συμφορὲς τοῦ ἄλλου καὶ σχεδὸν κατηγορεῖ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ ἄν εἶναι κατηγορία νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες σου, τὸ νὰ τὶς ἀποδίδης σὲ πολλοὺς ἄλλους, τί νομίζεις πῶς εἶναι; Πῶς θ’ ἀποφύγωμε τὸ κακό; Ἄν μάθωμε νὰ ἐλεοῦμε, ἄν διευκρινήσωμε τίνων δόξα ἐπιδιώκομε. Πέστε μου, πιός ἔφτιαξε τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδειξε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ καλύτερα  ἀπ’ ὅλους τὴ γνωρίζει καὶ τὴν ἀσκεῖ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ ποιὸν λοιπὸν ἀπευθύνεσαι ὅταν μαθαίνης παλαιστὴς καὶ σὲ ποιούς παρουσιάζεις τὶς ἐπιδόσεις σου στὴν παλαίστρα; Σὲ κείνους ποὺ πουλοῦν λάχανα καὶ ψάρια ἤ στὸν προπονητή; Βέβαια αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἐκεῖνος ἕνας. Τί κι ἄν κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ὅταν αὐτὸς θαυμάζη; Δὲ θὰ περιγελάσης κι ἐσὺ μαζί μ’ αὐτὸν ἐκείνους; Κι ἄν μαθαίνης πυγμαχία δὲ θὰ προσέξης αὐτὸν ποὺ τὴ διδάσκει; Κι ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς λόγους, δὲ θὰ ζητήσης τὸν ἔπαινο τοῦ ρήτορα καὶ δὲ θὰ περιφρονήσεις τοὺς ἄλλους; Πῶς λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, στὶς ἄλλες τέχνες μονάχα, ν’ ἀποβλέπωμε στὶ διδάσκαλό τους κι ἐδῶ νὰ κάνωμε τὸ  ἀντίθετο;  Μόλο ποὺ δὲν εἶναι ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ, ἄν παλεύης σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τοῦ δασκάλου ἡ ζημία περιορίζεται στὸ πάλαιμα, ἐδῶ ὅμως ἡ ζημία ἀναφέρεται στὴν αἰώνιο ζωή. Ἄν ἔχης γίνει ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνου ὅμοιος καὶ στὸ νὰ μὴν ἐπιδεικνύεσαι. Ὅταν ἐθεράπευε, ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἀναφέρουν σὲ κανένα. Θέλεις μήπως νὰ ὀνομαστῆς ἐλεήμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸ τὸ κέρδος; Δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀλλὰ ζημία ἀπέραντη. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ καλεῖς σὰν μάρτυρες, γίνονται ληστὲς τῶν θησαυρῶν τῶν οὐρανῶν. Κι ὄχι αὐτοὶ ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ λαφυραγωγοῦμε τὸ δικό μας θησαυρὸ καὶ διασκορπίζομε τὸν οὐράνιο μισθό μας. Καινούργια συμφορὰ καὶ παράδοξο πάθημα. Ὅπου δὲν ἀφανίζει τὸ σαράκι καὶ δὲν ἁρπάζει ὁ κλέφτης, σκορπίζει ἡ κενοδοξία. Αὐτὸ εἶναι τὸ σαράκι τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ κρυφὰ ἀφαιρεῖ τὸν ἀσύλητο πλοῦτο. Αὐτὴ ὅλα τ’ ἀφανίζει καὶ τὰ καταστρέφει. Ἐπειδὴ βλέπει ὁ διάβολος ὅτι κι ἀπὸ ληστὲς κι ἀπὸ σκουλήκι κι ἀπὸ ἄλλες ἐπιβουλὲς εἶναι ἄπαρτο αὐτὸ τὸ ὀχυρὸ ἀφαιρεῖ κρυφὰ τὸν πλοῦτο μὲ τὴν κενοδοξία.

δ΄. Ἀλλὰ ποθεῖς τὴ δόξα; Δὲν σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Πρόσεξε μὴν πάθης τὸ ἀντίθετο. Μὴ σὲ κατηγορήση κανένας ὅτι δὲν ἐλεεῖς ἀλλὰ κάμεις θέατρο καὶ ζητᾶς τιμές, ὅτι θεατρίζεις τὶς ξένες συμφορές. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μυστήριο. Κλεῖσε λοιπὸν τὴν θύρα σου, γιὰ νὰ μὴ δῆ κανένας αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δῆ. Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ μυστήρια εἶναι αὐτά, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία του μᾶς ἐλέησε ἄν καὶ εἴμαστε ἀνυπάκουοι. Καὶ ἡ πρώτη παράκλησι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας. Καὶ ἡ δεύτερη πάλι παράκληση, γιὰ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν κανόνα τῆς μετάνοιάς τους, πολὺ  ἔλεος ἐπιζητεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, κι αὐτὴ τὰ ἀθῶα παιδιὰ τοῦ λαοῦ προβάλλει, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἀναγνωρίσαμε τ’ ἀμαρτήματά μας, ἐμεῖς ὑψώνομε φωνὴ παρακλήσεως γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει πολὺ καὶ ποὺ ἀξίζει νὰ κατηγορηθοῦν·  γιὰ μᾶς πάλι ὑψώνουν φωνὴ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς μιμητὲς τῆς ἁπλότητάς τους περιμένει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ τύπος αὐτὸς θέλει νὰ δείξη τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παιδικὴ ταπεινοσύνη κι εἰλικρίνεια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Πόση συμπόνια καὶ φιλανθρωπία περικλείει αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὸ σκέπτονται. Καὶ σὺ λοιπὸν ὅταν ἐλεῆς κάποιον κατὰ τὴ δύναμή σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου. Ἄς τὸ γνωρίζη μόνο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μήτε αὐτὸς ἄν εἶναι δυνατό. Ἄν διαπλατώσης τὶς θύρες, διαπομπεύεις τὸ μυστήριό σου. Πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιδιώκομε τὴ δόξα του, κι αὐτὸς θὰ μᾶς καταδικάση, κι ἄν εἶναι φίλος μας θὰ μᾶς κατηγορῆ μέσα του, ἄν εἶναι ἐχθρός μας θὰ μᾶς γελάση καὶ σ’ ἄλλους. Ἔτσι θὰ πάθωμε τ’ ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε. Σὺ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ ἀποκαλέση ἐλεήμονα κι αὐτὸς θὰ σὲ πῆ κενόδοξο, ἀνθρωπάρεσκο καὶ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ τοῦτα. Μὸνο ἄν κρύψεις τὴν ἐλεημοσύνη του τότε θὰ σὲ ὀνομάσει φιλάνθρωπο καὶ σπλαχνικό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει νὰ μείνη κρυφὴ ἀλλὰ ἄν σὺ τὴν κρύψης ἐκεῖνος θὰ τὴν κάνη ὁλοφάνερη καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ θαυμασμὸς μεγαλύτερος καὶ περισσότερο κέρδος. Ὥστε καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ δόξα εἶναι ἀντίθετη ἡ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκομε θερμά, αὐτὸ τὸ ἴδιο συναντοῦμε σὰν ἀντίπαλο. Ὄχι μονάχα δὲν κερδίζομε τὴ δόξα τοῦ ἐλεήμονος, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη κι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ δεχόμαστε καὶ πολλὴ ἄλλη ζημία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς τὴν ἀποφεύγωμε κι ἄς ἐπιθυμοῦμε μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ δόξα τῆς γῆς καὶ θ’ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)





ΟΣΟΙ υπερηφανεύονται για τα καλά τους έργα και δεν έχουν πίστη στο Θεό, μοιάζουν με λείψανα νεκρών, που είναι ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν αισθάνονται την ωραιότητά τους. Σε τι ωφελείται, δηλαδή, ο άνθρωπος, όταν έχει ψυχή ντυμένη με καλά έργα αλλά νεκρή; Τα έργα γίνονται για τον Κύριο και με την ελπίδα των επουράνιων βραβείων. Αν, λοιπόν, αγνοείς Εκείνον που προκηρύσσει τα βραβεία, τότε για ποιόν αγωνίζεσαι;

Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχη πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη. Και θα σας το αποδείξω στη συνέχεια.

Ο ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο, κέρδισε τον παράδεισο μόνο και μόνο με την πίστη του.

Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έκανε πολλές ελεημοσύνες και προσευχές, αλλά δεν γνώριζε το Χριστό. Επειδή, λοιπόν, τα έργα δίχως πίστη είναι νεκρά, ο αγαθός και δίκαιος Θεός, για να επιβραβεύσει τα έργα του Κορνήλιου, του έστειλε έναν άγγελό Του, που του είπε: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως το Θεό, κι Αυτός δεν σε ξεχνάει» (Πραξ. 10: 4). Θα απόρησε, βέβαια, ο εκατόνταρχος. “Μα αν οι προσευχές μου και οι ελεημοσύνες μου έγιναν δεκτές από τον Θεό, τι μου λείπει ακόμα για να είμαι δίκαιος;”, θα αναρωτήθηκε. Και ο άγγελος του εξήγησε: «Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σε διδάξει, πώς θα σωθείς κι εσύ και όλη η οικογένειά σου» (Πραξ. 11:13- 14). Αν, λοιπόν, ο Κορνήλιος σώθηκε με όσα τον δίδαξε ο Πέτρος, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατό να σωθεί μόνο με τα καλά του έργα. Χρειαζόταν και την πίστη.

Λένε για έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο, ότι, μπαίνοντας στο μέγαρο κάποιου άρχοντα και βλέποντας τους τοίχους καλυμμένους μ’ αστραφτερά μάρμαρα, την οροφή χρυσοστόλιστη και το πάτωμα στρωμένο μ’ ακριβά χαλιά, γύρισε κι έφτυσε τον οικοδεσπότη καταπρόσωπο∙ και όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε, πως, επειδή δεν ήταν δυνατό να φτύσει κάπου αλλού, μια και το σπίτι όλο ήταν τόσο λαμπρά διακοσμημένο, αναγκάστηκε να φτύσει στο πρόσωπο του άρχοντα.

Βλέπεις, πόσο καταγέλαστος γίνεται εκείνος που φροντίζει μόνο για τα εξωτερικά, τα υλικά, τα φθαρτά, και πόσο περιφρονείται από τους συνετούς ανθρώπους; Και πολύ σωστά, βέβαια. Γιατί, όταν στολίζεις τοίχους και πατώματα, αδιαφορείς όμως για την αθάνατη ψυχή και την αφήνεις με κουρέλια, την αφήνεις πεινασμένη και πληγωμένη, την αφήνεις να κατασπαράζεται από τα νοητά θηρία, πες μου, δεν είσαι αξιοκατάκριτος, δεν είσαι για γέλια και για κλάματα;

Αν χάσεις χρήματα, μπορείς ν’ αποκτήσεις πάλι∙ το ίδιο αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.

Φοράς όχι ένα αλλά χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου. Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.

Ο Θεός μας έδωσε δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, δυο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως, μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, πού θα βρούμε άλλη;

Η ψυχή, όταν κυριεύεται ολοκληρωτικά από ένα πάθος, εύκολα λέει και αδίσταχτα πράττει όσα προξενούν την οργή του Θεού, αφού γίνεται δούλα κάποιου άλλου, που της επιβάλλει τα αντίθετα ακριβώς από τον Κύριο.

Η ψυχή, όταν απελπίζεται ολότελα για τη σωτηρία της, δεν απέχει πολύ από την παραφροσύνη. Τότε, αφού παραδώσει τα χαλινάρια της σωτηρίας της στις άλογες επιθυμίες, τρέχει ασυγκράτητη παντού, όπου υπάρχει αμαρτία, ώσπου να γκρεμιστεί στο βάραθρο της αιώνιας απώλειας.

Η ψυχή, όταν συμβιβαστεί με την αμαρτία, που είναι ανελέητη, επιδεικνύει τρομακτικά την ασθένειά της. Όπως το γουρούνι, όταν κυλιέται στη λάσπη, ευχαριστιέται, έτσι και η ψυχή, όταν αιχμαλωτιστεί από την κακή συνήθεια, δεν αντιλαμβάνεται τη δυσωδία των αμαρτιών της. Και όπως η γη, όσο σπόρο κι αν της ρίξεις, όταν δεν ποτιστεί από τη βροχή, δεν είναι δυνατό να δώσει σιτάρι, έτσι και η ψυχή, όσα λόγια κι αν σπείρεις μέσα της, όταν δεν φωτιστεί πρώτα από τις άγιες Γραφές, δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποιο έργο αρετής. Τι δίνει η γη που δεν καλλιεργείται; Αγριόχορτα, αγκάθια και τριβόλια. Τι κάνει η ψυχή που δεν καλλιεργείται πνευματικά; Άνομα και πονηρά έργα. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η γη, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τ’ αγριόχορτά της. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η ψυχή, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα πάθη της, τόσο περισσότερες και βαρύτερες γίνονται οι αμαρτίες της, που την οδηγούν τελικά στο θάνατο.

Τι παράξενο, αλήθεια!
Όλοι παρακολουθούν με το στόμα ανοιχτό τα φευγαλέα επίκαιρα θέματα της πρόσκαιρης τούτης ζωής∙ για τα μελλοντικά και αιώνια θέματα, όμως, ούτε σκέψη δεν περνάει από το νου τους. Για τα φαγοπότια και τις σωματικές απολαύσεις είναι πάντοτε βιαστικοί∙ τις ψυχές τους, όμως, τις αφήνουν να λιώνουν από πνευματική πείνα. Για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος φροντίζουν όσο μπορούν∙ για την ψυχή, όμως, αδιαφορούν. Για το σώμα, όταν αρρωστήσει, και γιατρούς καλούν και φάρμακα χρησιμοποιούν και χρήματα πολλά ξοδεύουν, ώσπου να το θεραπεύσουν∙ για την ψυχή, όμως, που υποφέρει από τη θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, δεν κάνουν τίποτα. Και το χειρότερο είναι, ότι, ύστερ’ από τόσες φροντίδες για το θνητό σώμα, όχι μόνο αυτό πεθαίνει, αλλά και η ψυχή καταδικάζεται στην ατελεύτητη κόλαση.

Επειδή, λοιπόν, λυπάμαι κατάκαρδα για την αφροσύνη, το σκοτισμό και την πώρωση των ανθρώπων, θα ήθελα να έχω φωνή τόσο βροντερή, που να φτάνει στου κόσμου τα πέρατα, και, αφού βρω ένα σημείο πολύ ψηλό, το πιο ψηλό της γης, ν’ ανεβώ εκεί πάνω και να φωνάξω σ’ όλα τα έθνη και τις φυλές εκείνο που είπε οι προφήτης Δαβίδ: «Άνθρωποι, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι (προσηλωμένοι στη γη);» (Ψαλμ. 4:3). Πονάω και κλαίω για το κατάντημά σας. Ναι, κλαίω, γιατί παραγνωρίζετε τη μακροθυμία του Θεού, που σας ανέχεται, περιμένοντας τη μετάνοιά σας, και δεν σας τιμωρεί παιδαγωγικά.

Δεν πρέπει, βλέπετε, να κλαίμε τον πληγωμένο, που βογγάει σπαραχτικά από τους πόνους, όταν ο γιατρός καυτηριάζει τις πληγές του∙ γιατί τους πόνους, που προξενεί η καυτηρίαση, τους ακολουθεί η επούλωση των τραυμάτων. Ας κλαίμε τον πληγωμένο, που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου δίχως καμιάν ιατρική φροντίδα∙ γιατί οι πληγές του θα κακοφορμίσουν και θα τον οδηγήσουν στο θάνατο. Όμοια, στην περίπτωση μιας ψυχής πληγωμένης από την αμαρτία, δεν πρέπει να λυπόμαστε, όταν ο Θεός της επιβάλλει παιδαγωγικές τιμωρίες, γιατί αυτές τη θεραπεύουν. Ας λυπόμαστε και ας θρηνούμε για την ψυχή που αμαρτάνει χωρίς να τιμωρείται, γιατί την περιμένει τιμωρία αιώνια.

Όποιος καθαρίσει την ψυχή του από την αμαρτία και τη στολίσει με την αρετή, θα την κάνει κατοικία του Χριστού. Και ποιός είναι πιο μακάριος, ποιός είναι πιο ευτυχισμένος από κείνον που έχει στην ψυχή του το Χριστό, την Πηγή της ζωής, της χαράς, της αθανασίας;

Ο προφυλακισμένος εγκληματίας βασανίζεται ψυχικά από τη λύπη, ειδικά τη μέρα που πρόκειται να οδηγηθεί από τη φυλακή στο δικαστήριο. Εκεί, όταν, στο τέλος της δίκης, σηκωθεί από το εδώλιο, για ν’ ακούσει την αυστηρή φωνή του δικαστή, που θ’ αναγγέλλει την καταδίκη του, παγώνει από το φόβο του και μοιάζει σαν νεκρός. Έτσι και η ψυχή, όταν στον κόσμο τούτο διαπράττει αμαρτίες, υποφέρει και στενοχωριέται. Πολύ περισσότερο όμως, βασανίζεται, όταν, αφού εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόκειται να οδηγηθεί στο φοβερό δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Γι’ αυτό συχνά τρέμει και φοβάται και κάνει πίσω, όταν έρθει η στιγμή ν’ αποχωριστεί από το σώμα. Γιατί τότε ακριβώς κάθε αμαρτία, που έκανε στην παρούσα ζωή, παρουσιάζεται μπροστά της σαν σκληρός κατήγορός της.

Ας φροντίσουμε, λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

(Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006)

Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

ΣΧΕΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Tο σώμα δηλαδή είναι κατώ­τερο από την ψυχή, δεν είναι όμως αντίθετο από την ψυχή. Η ψυχή εί­ναι απλή και εξυπηρετείται με τις επιθυμίες του σώματος.


Εμείς παραδεχόμαστε ότι το σώμα είναι κατώτερο από την ψυχή και υποδεέστερο· αυτό όμως δεν ση­μαίνει, ότι το σώμα είναι αντίθετο από την ψυχή, ότι δηλαδή την πολε­μά και ότι είναι πονηρό· αλλ’ έχει ανάγκη από την ψυχή, όπως ακριβώς η κιθάρα από τον κιθαριστή και το πλοίο από τον κυβερνήτη. Αυτά δηλαδή που δεν είναι αντίθετα με εκείνους που τα οδηγούν και τα μεταχειρίζονται, μπορεί να είναι πάρα πολύ σπουδαία, δεν έχουν ό­μως την ίδια αξία με τον τεχνίτη.Όταν το σώμα γίνει ασθενικό, αναγκαστικά και η ψυχή συμμετέχει σ’ αυτή τη βλάβη· γιατί ως επί το πλείστον οι ενέργειες της ψυχής συμ­βαδίζουν με τη διάθεση του σώμα­τος. Γιατί και κατά τη διάρκεια των ασθενειών είμαστε διαφορετικοί εξαιτίας της αδυναμίας του σώματος και διαφορετικοί, όταν είμαστε υγι­είς. Όπως ακριβώς δηλαδή στην περίπτωση της χορδής του οργάνου, όταν οι φθόγγοι είναι απαλοί και άτονοι και αδύνατοι, υποβαθμίζεται και η αξία της μουσικής τέχνης, επειδή αναγκάζεται να ακολουθεί την αδυναμία των χορδών· έτσι και στην περίπτωση του σώματος, η ψυ­χή δέχεται απ’ αυτό πολλές βλάβες, πολλές ανάγκες. Γιατί, όταν το σώ­μα έχει ανάγκη από πολλή περιποί­ηση, και η ψυχή υπομένει την σκλα­βιά εκείνη.

Αν ήσουνα ασώματος, ο Χρι­στός θα σου παρέδιδε τα ασώματα δώρα των Μυστηρίων γυμνά· επειδή όμως η άυλη ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το υλικό σώμα, σου παραδίδει με αισθητά και υλικά σημεία τα αόρατα, τα οποία μόνον με το νου του μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος.

Είναι στενός ο σύνδεσμος της ψυχής με το σώμα· και το επινόησε αυτό ο Δημιουργός, ώστε να μη πεί­θουν μερικοί να μισούμε το σώμα σαν να είναι ξένο και εχθρικό…Ο διάβολος όμως κυριάρχησε τόσο πολύ, ώστε έπεισε μερικούς να μι­σούν και το ίδιο το σώμα τους…Για­τί, αν το σώμα είναι όργανο του δια­βόλου, τότε πού οφείλεται η τόσο μεγάλη συμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή, που είναι τόσο μεγάλη, ώστε το σώμα να είναι κατάλληλο να υπηρετεί την ευσεβή ψυχή από όλες τις πλευρές; Αλλά αν είναι κατάλληλο, ίσως πει κανείς, πώς συμβαίνει να σκοτί­ζει την ψυχή; Δεν είναι το σώμα που τυφλώνει την ψυχή, μακριά μια τέ­τοια σκέψη, άνθρωπε, αλλά οι αμαρτωλές απολαύσεις.

Και από πού προέρχεται η επιθυμία των αμαρτωλών απολαύσεων; Δεν προέρχεται καθόλου από το σώμα, αλλά από την πονηρή εσωτερική διάθεση…Δεν είναι όργανα του διαβόλου ούτε το σώμα, ούτε οι τροφές, αλλά μόνον οι αμαρτωλές απολαύσεις.

Και γιατί σου μιλάω για το θά­νατο; Αφού βέβαια και στη ζωή την ίδια σου δείχνω, πως όλα τα καλά είναι δικά της. Γιατί, αν η ψυ­χή ευφρανθεί, τότε ρόδα σκορπίζει στο πρόσωπο· και αν πονέσει, αφού πάρει πίσω εκείνο το κάλλος, περι­βάλλει το παν με μαύρη στολή. Και αν μεν ευφραίνεται συνεχώς η ψυχή, το σώμα γίνεται απαθές· αν όμως πονέσει, το κάνει πιο αδύνατο και πιο ασθενικό από τον ιστό της αράχνης. Αν πάλι θυμώσει η ψυχή, πάλι το κάνει αποκρουστικό και αισχρό· αν δείξει γαλήνιο μάτι, του χαρίζει μεγάλο κάλλος· αν φθονεί, χύνει πολλή ωχρότητα και το μα­ραζώνει· αν αγαπά, του χαρίζει μεγάλη ομορφιά. Έτσι πολλές γυ­ναίκες, που δεν είναι όμορφες στο πρόσωπο, παίρνουν πολλή χάρη από την ψυχή. Άλλες πάλι που ακτινοβολούν με την ωραιότητά τους, επει­δή έχουν ψυχή χωρίς χάρη, κατα­στρέφουν και την ομορφιά τους. Σκέψου, πως κοκκινίζει ένα πρόσω­πο λευκό και πως με την ποικιλία του χρώματος προσφέρει πολλή ευ­χαρίστηση, όσες φορές βέβαια πρέ­πει κανείς να νιώθει ντροπή και να κοκκινίζει. Όπως ακριβώς επίσης, όταν η ψυχή είναι αναίσχυντη, κά­νει τη μορφή αηδέστερη και αγριότερη από τη μορφή του θηρίου.

«Ο στολισμός του ανθρώπου, το γέλιο των δοντιών του και το βά­δισμά του φανερώνουν τι άνθρωπος είναι αυτός». Σαφής δηλαδή εικόνα της ψυχικής καταστάσεως θα μπο­ρούσε να γίνει το εξωτερικό παρουσιαστικό του ανθρώπου, και η κίνη­ση των μελών του σώματος δείχνει ιδιαίτερα την ομορφιά της ψυχής. Η τάξη των εξωτερικών μελών του σώματος απεικονίζει κατά ένα τρόπο την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου.

«Υπερηφανεύτηκαν οι γυναί­κες της Ιερουσαλήμ και βάδισαν με το κεφάλι ψηλά». Εδώ και τις γελοιοποιεί και φανερώνει τη γυναικεία αλαζονεία, που δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στη σκέψη, αλλ’ εκδηλώνεται και επιδεικνύεται και με τις κινήσεις του σώματος… Γιατί με όλα, με τα μάτια, με τα φορέματα, με τα πόδια, με το βάδισμα φανερώ­νεται και η σωφροσύνη και η ασέλ­γεια. Γιατί οι κινήσεις των αισθητη­ρίων οργάνων είναι κατά κάποιο τρόπο οι κήρυκες της ψυχής που κατοικεί μέσα στο σώμα. Και όπως ακριβώς οι ζωγράφοι, αφού αναμείξουν τα χρώματα, ζωγραφίζουν τις εικόνες που θέλουν, έτσι λοιπόν και οι κινήσεις των μελών του σώματος εκφράζουν και θέτουν μπροστά στα μάτια μας τα χαρακτηριστικά γνω­ρίσματα της ψυχής. Γι’ αυτό και κάποιος άλλος σοφός έλεγε: «Η εν­δυμασία του ανθρώπου, ο τρόπος με τον οποίον γελάει και το βάδισμά του φανερώνουν το ποιόν του».

( 1. ΕΠΕ 8Α, 442, 2. ΕΠΕ 17,136, 3. ΕΠΕ 25, 286, 4. ΕΠΕ 12, 212, 5. ΕΠΕ 18Α, 634-636, 6. ΕΠΕ 10,488, 7. ΕΠΕ 30, 420 8. ΕΠΕ 8, 340)

Πηγή: www.hristospanagia.gr

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός δέν ἐξαφανίζει τόν ἐχθρό τῶν ἀνθρώπωντό διάβολοπού ἐξαπάτησε τόνἈδάμ καί τήν Εὔα καί συνεχίζει νά πολεμάει ἄγρια ὅλους μαςεἶναι ἕνα ἐρώτημα καί συνάμα μιά ἀξίωση πολλῶν.

Ἡ ἀξίωση αὐτή θά ἦταν εὔλογηἄν ὁ διάβολος μᾶς κατέβαλλε μέ τή βίαἈφοῦ, ὅμως, δέν ἔχει καμιά δυνατότητα νά μᾶς παρασύρει βίαια στό κακό, ἀφοῦ μόνο μέ τή δική μας συνεργασία μπορεῖ νά πετύχει τούς σκοπούς του, ἀφοῦ τό νά κάνουμε τό θέλημά του ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας προαίρεση, τότε γιατί θέλουμε νά χαθεῖ ἡ αἰτία τῆς ἐπιτυχίας μας στόν ἀγώνα ἐναντίον του, ἡ προϋπόθεση τοῦ θριάμβου καί τοῦ στεφανώματός μας;

Ἀκόμα καί στήν ὑποθετική περίπτωση πού ὁ διάβολος θά μποροῦσε νά νικήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια, πάλι δέν θά ἔπρεπε ν᾿ ἀποροῦμε, ἄν ὁ Θεός τόν ἄφηνε ἐλεύθερο στό καταστροφικό ἔργο του. Γιατί ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἡ νίκη του καί ἡ κυριαρχία του πάνω μας. Μέ τή θέλησή μας γινόμαστε σκλάβοι του, ὄχι ἀναγκαστικά. Αὐτό τό ἀποδεικνύουν ὅσοι τόν νίκησαν μέχρι σήμερα. Καί δέν εἶναι λίγοι. Ἀλλά καί στό μέλλον θά ὑπάρξουν πολλοί, πού θά τόν νικήσουν. Ὄχι, βέβαια, ὅλοι. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ὅμως, εἶναι πολύ πιό σωστό καί δίκαιο οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές νά βροῦν εὐκαιρίες, γιά νά δείξουν τήν καλή τους προαίρεση, καί οἱ ράθυμοι νά τιμωρηθοῦν, παρά νά ζημιωθοῦν οἱ πρῶτοι γιά χάρη τῶν τελευταίων. Ὁ νωθρός καί ἀδιάφορος δέν ζημιώνεται ἀπό τόν ἀντίπαλό του, ἀλλ᾿ ἀπό τή δική του ραθυμία. Γιατί, λοιπόν, νά ἐξαφανίσει ὁ Θεός τό διάβολο, στερώντας ἔτσι ἀπό τούς ἀνδρείους, γιά χάρη τῶν φαύλων, τή δυνατότητα τῆς ἀνδραγαθίας;

Μέ τήν ἴδια συλλογιστική, θά μπορούσαμε νά κατηγορήσουμε καί τά μάτια, γιατί μ᾿ αὐτά ἐπιθυμοῦν τό ξένο σῶμα καί πέφτουν στήν πορνεία πολλοί, ἀλλά καί τό στόμα, γιατί μ᾿ αὐτό βλαστημοῦν καί κακολογοῦν ἄλλοι. Μήπως, λοιπόν, θά ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νά δημιουργηθοῦν δίχως μάτια καί δίχως γλώσσα; Μά τότε ἄς κόψουμε καί τά χέρια μας, πού κάνουν τόσα ἐγκλήματα, καί τά πόδια μας, πού τρέχουν στήν ἁμαρτία. Ἄς κόψουμε καί τ᾿ αὐτιά μας, πού ἀκοῦνε διηγήσεις πονηρές καί διοχετεύουν στήν ψυχή τή διαφθορά τῶν σκέψεων. Ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά, ὅμως, θά πρέπει νά έξαφανιστοῦν καί οἰ τροφές καί τά ποτά καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί τό σύμπαν ὁλόκληρο. Τί θά χρειάζονται, ἀλήθεια, τά ὑλικά κτίσματα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο τά δημιούργησε ὅλα ὁ Θεός, θά ἔχει ἀκρωτηριαστεῖ τόσο ἐλεεινά; Βλέπεις σέ πόσο ἄτοπα καί γελοῖα συμπεράσματα ὁδηγεῖ αὐτή ἡ σειρά τῶν συλλογισμῶν;

Ὁ διάβολος εἶναι κακός γιά τόν ἑαυτό του, ὄχι γιά μᾶς. Γιατί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε, πολλά ἔχουμε νά κερδίσουμε ἀπ᾿ αὐτόν, χωρίς βέβαια τή δική του θέληση. Ἔτσι τό θαῦμα γίνεται ἀκόμα μεγαλύτερο καί ἀποδεικνύεται ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, καθώς, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε, ὁ διάβολος λυπᾶται καί ὑποφέρει· ὅταν, μάλιστα, ἡ βελτίωσή μας ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο, τότε εἶναι πού δέν μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει τή συμφορά του καί σκάει ἀπ᾿ τό κακό του.

Λένε μερικοί, πώς ὁ διάβολος δέν θά εἶχε ἐξαπατήσει τούς πρωτοπλάστους, ἄν δέν τοῦ τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός. Τί θά τούς ἀπαντήσουμε; Ὅτι, ἄν δέν εἶχε γίνει αὐτό, ποτέ δέν θά μάθαινε ὁ Ἀδάμ πόσο μεγάλο ἦταν τό ἀγαθό πού ἀπολάμβανε, ποτέ δέν θά λυτρωνόταν ἀπό τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἀφροσύνη του. Γιατί ὅποιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό σπουδαῖο, ὥστε νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γίνει καί θεός, πέστε μου, καί τί δέν θά τολμήσει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νά κάνει, ἄν δέν σωφρονιστεῖ μέ κάποιο τρόπο;

Ἄς ὑποθέσουμε, ὅμως, ὅτι ὁ διάβολος δέν εἶχε παρουσιαστεῖ διόλου. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἄραγε, θά ἔμενε ἀναμάρτητος ὁ Ἀδάμ; Μᾶλλον ἀπίθανο. Αὐτός πού τόσο εὔκολα παρασύρθηκε ἀπό μιά γυναῖκα, γρήγορα θά ἔπεφτε στήν ἁμαρτία μόνος του, ἀκόμα κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ διάβολος. Αὐτός πού τόσο εὔκολα ἐξαπατήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ὁπωσδήποτε καί πρίν ἀπό τήν ἐξαπάτησή του ἦταν ἀπρόσεκτος καί εὔπιστος. Ὁ διάβολος δέν θά κατόρθωνε τίποτε, ἄν ὁ Ἀδάμ ἦταν προσεκτικός καί φρόνιμος.

Γιά ποιό λόγο τότε ἔδωσε ὁ Θεός τέτοια ἐντολή στόν Ἀδάμἀφοῦ γνώριζε ὅτι θά τήν παραβεῖ; Μάἀκριβῶς τό ὅτι ἔδωσε τήν ἐντολή εἶναι ἀπόδειξη τοῦ ἐνδιαφέροντός Του γιά τόν ἄνθρωποἐνδιαφέροντος πολύμεγαλυτέρου ἀπό κεῖνο πού θά εἶχε ἄν δέν τήν ἔδινεἌς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀδάμ, μολονότι ἦταν τόσο νωθρός στήν προαίρεση, ὅπως φανερωσε ἡ πτώση του, δέν εἶχε πάρει ἀπό τό Θεό καμιάν ἀπαγόρευτική ἐντολή, ἀλλά ἔμενε στόν παράδεισο ζώντας μέ ἀπεριόριστη τρυφή καί ἄνεση. Ἄραγε, ἡ νωχέλεια καί ἡ ραθυμία, ἀπό τήν ἄνεση αὐτή, θά τόν ὁδηγοῦσαν στό χειρότερο ἤ στό καλύτερο; Στόν καθένα εἶναι φανερό, νομίζω, ὅτι θά ἔφτανε στήν ἔσχατη κακία, ἄν δέν εἴχε καμιά φροντίδα καί κανένα περιορισμό. Γιατί, μολονότι δέν ἦταν ἀκόμα βέβαιος γιά τήν ἀθανασία του, ἔφτασε σέ τόση ἀλαζονεία καί παραφροσύνη, ὥστε νά ἐλπίζει ὄτι θά γίνει θεός, ἐνῶ μάλιστα δέν εἶχε καμιάν ἀπόδειξη ὅτι ὁ διάβολος, πού τοῦ τό ὑποσχέθηκε, ἦταν ἀξιόπιστος. Σκέφτεστε, λοιπόν, σέ ποιό σημεῖο παραφροσύνης θά ἔφτανε, ἄν εἶχε βέβαιη τήν ἀθανασία του; Θά ὑπῆρχε ἁμάρτημα, πού δέν θά τό ἔκανε; Θά ὑπάκουε ποτέ σέ καμιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Μιά ἐντολή πῆρε ἀπό τόν Κύριο καί Τόν περιφρόνησε τόσο πολύ. Ἄν δέν εἶχε ἀκούσει τίποτε ἀπ᾿ αὐτόν, γρήγορα θά ξεχνοῦσε καί τό ὅτι ἦταν πλάσμα Του.

Ἄν ἐδῶ, στή γῆ, ἡ κοινωνία μας δέν τιμωροῦσε κανέναν ἀπό τούς κακούς καί δέν τιμοῦσε κανέναν ἀπό τούς καλούς ἀνθρώπους, ὅσοι δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση καί τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἔφευγαν μακριά ἀπό τήν ἀρετή, πού τή συνοδεύουν πολλά προβλήματα, καί θά προτιμοῦσαν τήν κακία, πού χαρίζει πολλές ἀπολαύσεις. Ἄν πάλι ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀπολάμβανε τά ἀγαθά σύμφωνα μέ τήν ἀξία του, τότε οἱ περισσότεροι θά θεωροῦσαν τή Μέλλουσα Κρίση περιττή καί ἀπίθανη.

Γιά νά μήν ἀμφισβητεῖται, λοιπόν, ἡ ἀλήθεια γιά τή Μέλλουσα Κρίση καί γιά νά μή γίνονται χειρότεροι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, περιφρονώντας τήν ἀλήθεια τούτη, γι᾿ αὐτό ὁ Θεός καί στήν παρούσα ζωή τιμωρεῖ πολλούς κακούς καί ἀνταμείβει πολλούς καλούς. Μέ τό νά μήν ἀνταμείβει ὅλους τούς καλούς ἐπιβεβαιώνει τή διδασκαλία γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Καί μέ τό νά τιμωρεῖ ὁρισμένους μόνο κακούς πρίν ἀπό τή Μέλλουσα Κρίση, ξυπνάει ἐκείνους πού ἔχουν βυθιστεῖ στόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας καί τῆς ραθυμίας. Ἔτσι, τιμωρώντας τούς κακούς, κάνει πολλούς ἄλλους ν᾿ ἀποφεύγουν τήν ἁμαρτία, ἀπό φόβο μήπως πάθουν κι αὐτοί τά ἴδια· ἀλλά καί μήν ἀνταμείβοντας ὅλους τούς καλούς, τούς κάνει νά σκεφτοῦν πώς ἡ ἀνταμοιβή τους θά δοθεῖ σέ κάποιον ἄλλο καιρό.

Γι᾿ αὐτό καί τόν Κάιν δέν τόν τιμώρησε μέ θάνατο ὁ Θεός ἀμέσως μετά τό ἔγκλημα τῆς ἀδελφοκτονίας, πού διέπραξε, ἀλλά τόν ἄφησε νά τριγυρνάει στή γῆ στενάζοντας καί τρέμοντας, ἔτσι ὥστε ὄλοι στό μέλλον, βλέποντας τίς συνέπειες τῆς πράξεώς του, νά παραδειγματίζονται καί νά σωφρονίζονται. Ἄν εἶχαν ἀκούσει ὅτι κάποιος Κάιν, πού σκότωσε τόν ἀδελφό του, θανατώθηκε γιά τό ἔγκλημά του, δέν θά ἔδιναν καί τόση σημασία στό γεγονός, ἴσως μάλιστα καί νά τό ἀμφισβητοῦσαν. Τώρα, ὅμως, πού γιά τόσα πολλά χρόνια τόν ἔβλεπαν ζωντανό νά βασανίζεται ἐλεεινά, τώρα πού τόσοι πολλοί μάρτυρες εἶδαν καί βεβαίωσαν τήν τιμωρία του, τό γεγονός ἔγινε ἀναμφισβήτητο καί πιστευτό ἀπ᾿ ὅλους τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους τόσο τῆς τότε ἐποχῆς ὅσο καί τούς κατοπινούς. Ἄλλωστε, ἄν ὁ Θεός τόν θανάτωνε, δέν θά τοῦ ἔδινε χρόνο καί εὐκαιρία μετάνοιας. Τέλος, μέ τήν προσωρινή τιμωρία πού τοῦ ἐπέβαλε ἐδῶ, ἔκανε ἐλαφρότερη τή μελλοντική αἰώνια κόλασή του· γιατί οἱ θλίψεις καί οἱ τιμωρίες, πού μᾶς ἔρχονται στήν παρούσα ζωή ἀπό τό Θεό, περιορίζουν πολύ τά βάσανα τῆς ἄλλης ζωῆς.

Γι᾿ αὐτόλοιπόνὁ Θεός δέν τιμωρεῖ συνήθως ὅλους μαζίὅσοι εἶναι ἄξιοι τῆς ἴδιας τιμωρίαςἀλλάλίγους μόνοὥστε οἱ ὑπόλοιποιβλέποντας τίς συμφορές ἐκείνωννά μετανοοῦν καί νά διορθώνονταιΠολλές φορές, πάντως, τούς τιμωρεῖ καί ὅλους μαζί, ὅπως ἔγινε στόν μεγάλο κατακλυσμό, ἀφενός γιά νά ἐμποδιστοῦν οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό τή διάπραξη περισσοτέρων ἁμαρτημάτων, καί ἀφετέρου γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ μεταγενέστεροι, γλυτώνοντας ἀπό τό κακό παράδειγμα τόσων δασκάλων τῆς ἀνομίας. Γιατί ἀφοῦ καί χωρίς παράδειγμα μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά διαπράξουν πολλά κακά, τί δέν θά ἔκαναν, ἄν ὑπῆρχαν πολλοί γιά νά τούς παρακινοῦν σέ ἁμαρτωλές πράξεις;

Ἄς εἴμαστε βέβαιοι, λοιπόν, ὅτι ὅλα οἰκονομοῦνται ἀπό τό Θεό γιά τό συμφέρον μας καί μόνο. Τόν τρόπο, ὅμως, μέ τόν ὁποῖο οἰκονομοῦνται νά μήν τόν ἀναζητᾶμε. Οὔτε νά δυσφοροῦμε καί νά στενοχωριόμαστε, ἐπειδή τόν ἀγνοοῦμε. Δέν εἴναι δυνατό νά γνωρίζουμε τέτοια πράγματα, ἀλλά καί δέν μᾶς συμφέρει νά τά γνωρίζουμε, τόσο γιατί εἴμαστε θνητοί ὅσο καί γιατί θά φτάναμε γρήγορα στήν παραφροσύνη. Ὁ Θεός θέλει νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν καί ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Τό λέει ὁ ἴδιος: «Δέν ἥρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» ( Ματθ. 9 : 13). μά κι ὅταν ἀκόμα δέν θέλουν νά διορθωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια, οὔτε τότε τούς ἐγκαταλείπει. Μολονότι θεληματικά στεροῦν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν οὐράνια ζωή, ὁ Θεός τούς παρέχει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίγεια ζωή, ἀνατέλλοντας τόν ἥλιο Του γιά κακούς καί καλούς, στέλνοντας τή βροχή σέ δίκαιους καί ἀδίκους καί, γενικά, δίνοντας σέ ὅλους ὅ,τι χρειάζονται γιά νά ζήσουν. Ἄν, λοιπόν, τόση φροντίδα δείχνει ὁ Κύριος γιά τούς ἐχθρούς Του, πῶς θά παραβλέψει ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἀκολουθοῦν;

Ἔτσι, ὅταν βλέπουμε ἀταξίες καί ταραχές καί φαινομενικές ἀδικίες, ἄς μήν παραπονιόμαστε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, γιατί τίποτα δέν γίνεται στήν παρούσα ζωή χωρίς τήν πρόνοιά Του. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀταξία καί ἡ ταραχή βρίσκονται ὄχι στά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά στό λογισμό μας. Ὅσο αὐτός παραμένει ταραγμένος ἀπό τά πάθη, πουθενά δέν θά βλέπει τάξη καί ἁρμονία. Ὅπως τά μάτια, ὅταν εἶναι ἄρρωστα, καί στό καταμεσήμερο τά βλέπουν ὅλα σκοτεινά, ἐνῶ ὅταν εἶναι ὑγιή, καί τή νύχτα ἀκόμα ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια τό σῶμα, ἔτσι καί ὁ νοῦς μας, ὅταν εἶναι ὑγιής, ὅλα τά βλέπει καλά, ὅταν ὅμως εἶναι ἄρρωστος, καί στόν οὐρανό ἀκόμη ἄν τόν ὁδηγήσεις, βρίσκει κι ἐκεῖ ἀταξία καί ταραχή.

Γι᾿ αὐτό, ξαναλέω, ὁ Θεός οὔτε ὅλους τούς ἀφήνει νά φύγουν ἀτιμώρητοι ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει θεία πρόνοια, οὔτε πάλι ζητάει λόγο ἀπ᾿ ὅλους, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάσταση καί Μελλονντική Κρίση. Τό διάβολο, πάλι, τόν ἀφήνει νά μᾶς πολεμάει, γιά νά μή φτάνουμε μέ τόν καιρό στόν ἐφησυχασμό, γιά νά μήν πέφτουμε στή ραθυμία καί τή χαύνωση, γιά νά βρίσκόμαστε πάντα σέ ἀγωνιστική ἑτοιμότητα, γιά νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Μά καί τή γέεννα τοῦ πυρός ἀκόμα τήν κατασκεύασε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας, γιά νά μᾶς δώσει κίνητρο ἀγώνων καί ἀφορμή βραβεύσεων, γιά νά μᾶς τραβήξει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τό φόβο τοῦ αἰώνιου κολασμοῦ καί τήν προσπάθεια τῆς ἀποφυγῆς του.

Ἄν, λοιπόν, κάνεις κάτι καλό καί δέν ἀμειφθεῖς γι᾿ αὐτό στήν παρούσα ζωή, μή λυπᾶσαι· ἡ ἀμοιβή σέ περιμένει στή μέλλουσα ζωή, καί μάλιστα πολύ μεγαλύτερη. Ἄν, πάλι, κάνεις κάτι κακό καί δέν τιμωρηθεῖς γι᾿ αὐτό, μήν ξεθαρρεύεις· ἐκεῖ σέ περιμένει ἡ τιμωρία, ἄν δέν ἀλλάξεις καί δέν γίνεις καλύτερος.

Ταράζεσαι καί στενοχωριέσαιἐπειδή βλέπεις πολλούς νά ζοῦν μέσα στήν εὐτυχία καί τίςἀπολαύσειςμολονότι εἶναι κακοί καί ἁμαρτωλοίὙποφέρειςδηλαδήγιά τήν ἀνεκτικότητα καί τήμακροθυμία τοῦ Θεοῦ; Πές μουπόσοι ληστεύουνπόσοι ἀδικοῦνπόσοι δολοφονοῦνΜήπως γι᾿ αὐτούςκατηγοροῦμε τό δικαστήΠοτέ! Θά τόν κατηγορήσουμε μόνο ἄν, ἀφοῦ συλληφθοῦν καί ὁδηγηθοῦν μπροστά του οἱ ἔνοχοι, ἐκεῖνος τούς ἀθωώσει. Πῶς, λοιπόν, ζητᾶς εὐθύνες ἀπό τό δικαστή, πρίν παραδοθοῦν στήν κρίση του οἱ ἐγκληματίες; Ἀλλά νά σοῦ πῶ καί κάτι ἄλλο; Σκέψου τί ἔχεις κάνει ἐσύ στή ζωή σου, ἄνθρωπέ μου. Ἐξέτασε καλά τή συνείδησή σου. Τότε ὄχι μόνο δέν θά καυχηθεῖς γιά τίς πράξεις σου, ἀλλά καί τή γνώμη σου θ᾿ ἀλλάξεις καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά παραδεχθεῖς καί τή μακροθυμία Του θά ὁμολογήσεις καί τήν ἀνεξικακία Του θά θαυμάσεις. Γιατί ἄν ἦταν νά ἐπιβάλλει στόν καθένα μας, μόλις θ᾿ ἁμάρτανε, τήν ἀνάλογη τιμωρία, τό ἀνθρώπινο γένος θά εἶχε ἐξαφανιστεῖ πολύ πρωτύτερα ἀπό μᾶς.

Ἄς μή λιποψυχοῦμε, λοιπόν, γιατί δέν φροντίζουμε τόσο ἐμεῖς γιά τή σωτηρία μας, ὅσο φροντίζει Ἐκεῖνος, πού μᾶς ἔπλασε· δέν νοιαζόμαστε τόσο ἐμεῖς γιά τή ζωή μας, ὅσο νοιάζεται Ἐκεῖνος, πού μᾶς χάρισε τή ζωή. Ἔτσι, οὔτε στίς συμφορές ἀφήνει μόνιμα ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, γιά νά μήν ἀποκαρδιώνονται, οὔτε καί στήν ἄνεση, γιά νά μή γίνονται ράθυμοι, ἀλλά μέ τήν ἐναλλαγή τῶν διαφόρων καταστάσεων ἐπιδιώκει πάντα τή σωτηρία τους.

Ἄν ἕνα πλοῖο δέν μπορεῖ νά μείνει δίχως κυβερνήτη, γιατί θά ναυαγήσει, εἶναι δυνατόν ὁ κόσμος ὅλος νά μένει ἀκυβέρνητος ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε; Ἄφησε ἕνα πλοῖο στή θάλασσα γιά μιά μόνο μέρα χωρίς καπετάνιο καί πλήρωμα, καί θά τό δεῖς νά βυθίζεται. Ἄφησε ἀφρόντιστη γιά δυό μόνο μέρες μιά μικρή καλύβα, πού κατασκεύασες στό ἀμπέλι σου γιά τίς ἀνάγκες τοῦ τρύγου, καί θά τή δεῖς νά σωριάζεται καταγῆς. Τό πλοῖο, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως κυβερνήτη. Ἡ καλύβα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως φροντίδα. Ἕνα δημιούργημα τόσο μεγάλο, τόσο σύνθετο καί τόσο ἀξιοθαύμαστο, ὅπως εἶναι τό σύμπαν, πῶς θά διασωζόταν καί θά λειτουργοῦσε χιλιάδες χρόνια δίχως κάποια πρόνοια; Κοίτα τήν ἀπεραντοσύνη τ᾿ οὐρανοῦ μέ τ᾿ ἀναρίθμητα ἀστέρια, κοίτα τήν ὀμορφιά τῆς γῆς μ᾿ ὅλα τά ζῶα καί τά φυτά της, καί κράξε μέσ᾿ ἀπό τήν καρδιά σου: «Πόσο μεγαλειώδη καί θαυμαστά εἶναι τά ἔργα σου Κύριε! Ὅλα μέ σοφία τά δημιούργησες» (Ψαλμ. 103:24).

Βλέπουμε ἕνα μαραγκό νά πριονίζει ξύλα, καί δέν τοῦ ζητᾶμε κανένα λόγο γι᾿ αὐτό. Βλέπουμε ἕνα γιατρό νά καυτηριάζει τίς πληγές, νά κόβει τίς σάρκες, νά τυραννάει μέ ἐξαντλητική δίαιτα κάποιον ἄρρωστο, καί δέν τόν ρωτᾶμε γιατί τά κάνει ὅλα αὐτά. Καί στό μαραγκό καί στό γιατρό καί σέ τόσους ἄλλους θνητούς καί ἄσοφους ἀνθρώπους δείχνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί δεχόμαστε σιωπηλά, ἀνεξέταστα καί ἀδιαμαρτύρητα ὅσα κάνουν. Στόν ἀθάνατο καί πάνσοφο Θεό, ὅμως, δέν δείχνουμε ἐμπιστοσύνη καί θέλουμε νά ψιλολογοῦμε τά θαυμαστά ἔργα Του, τολμώντας μάλιστα πολλές φορές νά Τόν κατηγοροῦμε ὡς ἄδικο! Καί νά δώσουμε χρήματα στούς φτωχούς ἤ νά ὑπερασπιστοῦμε τούς ἀδικημένους δέν τό ἀποφασίζουμε εὔκολα, ἐξετάζουμε ὅμως μέ ἐπιμονή –καί, δυστυχῶς, σχεδόν πάντα μέ κακόπιστη διάθεση– γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά εἶναι ὁ ἕνας πλούσιος, ὁ ἄλλος φτωχός καί ὁ τρίτος πάμφτωχος.

Δέν σκύβουμε καλύτερα τό κεφάλι μας, δέν κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν βάζουμε χαλινάρι στή γλώσσα μας, δέν συμμαζεύουμε τό νοῦ μας καί δέν στρέφουμε τήν περιέργειά μας στή ζωή καί τά ἔργα μας; Ἄς ἐξετάσουμε μέ προσοχή τίς πράξεις μας καί ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Ἄν εἴμαστε ἐρευνητικοί καί πολυπράγμονες, ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας λόγο γιά ὅσα κακά εἴπαμε καί κάναμε. Ἀντί, ὅμως, νά κάνουμε αὐτό, καθίζουμε τό Θεό στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καί Τόν δικάζουμε, προσθέτοντας ἔτσι κι ἄλλη ἁμαρτία στίς ἁμαρτίες μας καί προετοιμάζοντας τήν αἰώνια καταδίκη μας, τήν ὁποία εὔχομαι ν᾿ ἀποφύγουμε, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

(Ἀπό τό βιβλίο: "Θέματα ζωῆς", Τόμος  Α΄, Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,
πηγή: www.alopsis.gr ).


Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΟΙ ΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού γνώρισε τόσα ἀπόρρητα μυστήρια καί ἀνέβηκε ὡς τόν τρίτο οὐρανό, καθώς μελετοῦσε τίς βουλές καί τίς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνθηκε ἴλιγγο, σάν νά κοίταζε σέ ἄβυσσο. Προσπαθώντας νά ἐρευνήσει τό βάθος τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, σάστισε. Σάστισε καί σταμάτησε ἀμέσως τήν ἔρευνα, ἀναφωνώντας: «Ποιός γνώρισε τή σκέψη τοῦ Κυρίου; Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ ἀποφάσεις του καί πόσο ἀνεξιχνίαστα τά σχέδιά του!» (Ρωμ. 11:34, 33).

Ἄν ἔτσι ἀντιμετώπισε τοῦ Θεοῦ τίς βουλές ὁ ἀπόστολος, ἐμεῖς γιατί ματαιοπονοῦμε, προσπαθώντας νά ἐρευνήσουμε τά ἀνεξερεύνητα καί νά ἐξιχνιάσουμε τά ἀνεξιχνίαστα; Ἄς μή φτάνουμε, σᾶς παρακαλῶ, σέ τέτοιο σημεῖο παραλογισμοῦ. Ἀλλά, σέ κάθε μας ἀπορία, ἄς θυμόμαστε κι ἄς ἐπαναλαμβάνουμε τό λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ: «Οἱ δίκαιες κρίσεις σου εἶναι σάν μιά βαθειά ἄβυσσος» (Ψαλμ. 35:7).

«Θά σέ δοξολογήσω, γιατί φάνηκες θαυμαστός φοβερά», λέει πάλι ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 138:14). Τί σημαίνει «φοβερά»; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουμε πολλά πράγματα, ὅπως λ.χ. κομψούς κίονες, ὡραίους ζωγραφικούς πίνακες, ἀνθηρά σώματα. Μά ὁ θαυμασμός μας δέν συνοδεύεται ἀπό φόβο. Θαυμάζουμε ἐπίσης, τήν πλατειά θάλασσα καί τόν ἀβυσσαλέο βυθό της. Σάν σκύψουμε, ὅμως, νά κοιτάξουμε σ' αὐτόν τό βυθό, δοκιμάζουμε φόβο. Παρόμοιος φόβος κυρίεψε, λοιπόν, καί τόν προφήτη, καθώς ἔσκυψε νά κοιτάξει τό ἀπέραντο καί ἀπύθμενο πέλαγος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ζαλίστηκε, θαύμασε, τρόμαξε κι ἔκανε πίσω, κράζοντας: «Θά σέ δοξολογήσω, γιατί φάνηκες θαυμαστός φοβερά. Θαυμαστά εἶναι καί τά ἔργα σου» (Ψαλμ. 138:14). Καί στρέφοντας τή σκέψη του στόν ἑαυτό του, ἀναφώνησε: «Μέ γεμίζει θαυμασμό, Θεέ μου, ἡ γνώση πού ἔχεις γιά μένα. Εἶναι τόσο μεγάλη, πού δέν μπορῶ νά τή συλλάβω» (Ψαλμ. 138:6).

Πολύ συχνά, καί μάλιστα σέ ψυχές εὐσεβεῖς, ὁ Θεός οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι, ὥστε γεγονότα δυσάρεστα νά ἔχουν κατάληξη εὐτυχῆ. Ἄς θυμηθοῦμε μερικά περιστατικά ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

Ὁ Ἰωσήφ, ὁ γιός τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ, πουλήθηκε ἀπό τους ἀδελφούς του καί κατέληξε στήν Αἴγυπτο, στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ εἶχε πονηρούς σκοπούς γιά τόν Ἰωσήφ. Στό τέλος τόν συκοφάντησε καί τόν ἔστειλε στή φυλακή. Νόμιζε ὅτι ἔτσι τοῦ ἔκανε κακό. Ἀπεναντίας, ἡ φυλακή ἦταν οἴκημα πιό ἥσυχο καί ἀσφαλισμένο ἀπό τό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Γιατί σ' ἐκεῖνο τό σπίτι μπορεῖ νά εἶχε πολλές ἀνέσεις, ἄλλα ζοῦσε σ' ἕναν ἀκατάπαυστο φόβο ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθέσεις τῆς ἀκόλαστης δράκαινας. Ἡ ἀγωνία του ἦταν βασανιστικότερη ἀπό τή ζωή τῆς φυλακῆς. Προτιμοῦσε νά ζεῖ μαζί μέ κατάδικους παρά μέ μιά μανιασμένη κυρά. Στό δεσμωτήριο τόν παρηγοροῦσε ἡ σκέψη ὅτι βρέθηκε ἐκεῖ γιά νά μή χάσει τήν ἁγνότητά του, ἐνῶ, ὅσο ἔμενε κοντά της, ἔτρεμε μήπως ἡ ψυχή του τραυματιστεῖ. Ἔτσι, οὐσιαστικά δέν μπῆκε σέ φυλακή, ἄλλα γλύτωσε ἀπό φυλακή. Ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν ἐπίγειο κύριό του, τόν Πετεφρῆ, ἀλλά σέ στενότερο σύνδεσμο μέ τόν οὐράνιο Κύριό του, τό Θεό.

Παλαιότερα οἱ ἀδελφοί του τόν εἶχαν πουλήσει σέ Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους. Στήν πραγματικότητα τόν ὠφέλησαν, γιατί τόν ἀπάλλαξαν ἔτσι ἀπό τήν κακία τους καί τίς καθημερινές ἐπιβουλές τους. Ὑπάρχει, ἀλήθεια, χειρότερο πράγμα, ἀπό τή συμβίωση μέ ἀδελφούς πού σέ φθονοῦν, σέ κατατρέχουν, σέ ἐπιβουλεύονται; Θέλησαν νά τοῦ κάνουν κακό, μά ὁ Θεός τό γύρισε σέ καλό.

Καί ἀργότερα, ὅταν ὁ ἀρχιοινοχόος τόν ξέχασε, πάλι σέ καλό τοῦ βγῆκε, γιατί ἀποφυλακίστηκε πιό ἐπίσημα καί πιό ἔνδοξα. Τήν ἐλευθερία του δέν τοῦ τή χάρισε ἡ ἀνθρώπινη καλοσύνη, ἄλλα ἡ θεία πρόνοια. Ὁ Φαραώ τόν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή, ὅταν τόν χρειάστηκε γιά νά τοῦ ἐξηγήσει τά ὄνειρα. Ἔτσι, τόν ἔβγαλε ὄχι σάν βασιλιάς πού κάνει εὐεργεσία, ἀλλά σάν βασιλιάς πού δέχεται εὐεργεσία. Ὁ Θεός δέν ἤθελε νά εὐεργετηθεῖ ὁ Ἰωσήφ σάν δοῦλος, ἄλλα νά παρουσιαστεῖ στό Φαραώ σάν εὐεργέτης του, νά τοῦ συμπαρασταθεῖ στήν ἀνάγκη του καί νά τοῦ δείξει πόση σοφία εἶχε.

Γι' αὐτό, λοιπόν, τόν εἶχε λησμονήσει ὁ ἀρχιοινοχόος, γιά νά μήν τόν ἀγνοήσει ὁ Φαραώ, γιά νά μήν τόν στερηθεῖ ἡ Αἴγυπτος. Γιατί ἄν ὁ ἀρχιοινοχόος τόν θυμόταν, θά ἔβγαινε νωρίτερα ἀπό τή φυλακή, καί τότε ἀναμφίβολα θά ἐπιθυμοῦσε νά γυρίσει στήν πατρίδα του. Ἔτσι, ὅμως, ὅλη ἡ κατοπινή ἔνδοξη ἱστορία θά ματαιωνόταν. Τά τόσα ἐμπόδια -ἡ ὑπηρεσία στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, ἡ φυλακή καί, ἀργότερα, τό βασιλικό ἀξίωμα- τόν κράτησαν ἐκεῖ, γιά νά πραγματοποιηθοῦν τά μεγάλα σχέδια τοῦ Κυρίου.

Ἄς ἐξετάσουμε πολύ συνοπτικά καί τή ζωή τοῦ πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ. Ὁ ἀδελφός του Ἠσαῦ τόν φθόνησε καί ζητοῦσε νά τόν σκοτώσει, ἀναγκάζοντάς τον ἔτσι νά φύγει ἀπό τήν πατρίδα του. Τί συνέπειες εἶχε αὐτό; Πρῶτα-πρῶτα, ξεφεύγοντας τόν κίνδυνο, βρῆκε ἀσφάλεια καί ἡσυχία. Ὕστερα, ἔμαθε νά ἐμβαθύνει περισσότερο στά πράγματα, κι ἔτσι ἔγινε πιό σοφός. Καί τέλος, ἀξιώθηκε νά δεῖ τό θαυμαστό ἐκεῖνο ὄνειρο μέ τήν κλίμακα.

Ἀλλά, θά μοῦ πεῖτε, στήν ξένη χώρα, τή Μεσοποταμία, ὅπου πῆγε, δούλεψε σκληρά. Καί στήν ἀρχή, βέβαια, βρῆκε γυναίκα νά πάρει, τή Ραχήλ, καί κέρδισε τή συμπάθεια τοῦ πεθεροῦ του, τοῦ Λάβαν, στή συνέχεια ὅμως ὁ Λάβαν τόν ἐξαπάτησε, δίνοντάς του γυναίκα τή μεγαλύτερη κόρη του, τή Λεία. Ναί, ἔτσι ἔγινε, ἄλλα τοῦτο τόν ὠφέλησε, γιατί ἡ Ραχήλ ἦταν στείρα, ἐνῶ ἀπό τή Λεία ἀπέκτησε πολλά παιδιά.

Ἀργότερα ὁ Λάβαν τόν μίσησε. Μά καί τό μίσος αὐτό τοῦ βγῆκε σέ καλό, γιατί ἔγινε ἀφορμή νά γυρίσει στήν πατρίδα του. Ἄν δέν ἀντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στή Μεσοποταμία, δέν θά σκεφτόταν τή Χαναάν. Ὁ Λάβαν τοῦ κατακράτησε τό μισθό τῶν κόπων του. Μήτε κι αὐτό τόν ζημίωσε καθόλου, ἀφοῦ πρόκοψε καί πλούτισε περισσότερο ἀπό τόν πεθερό του.

Τί βλέπουμε, λοιπόν; Ὅσο μεγαλύτερη ἐπιβουλή καί ἐχθρότητα ἀντιμετώπιζε, τόσο περισσότερο προόδευε. Ἄν δέν ἔπαιρνε γυναίκα πρῶτα τή Λεία, δέν θ' ἀποκτοῦσε σύντομα τόσα παιδιά, ἄλλα θά ἦταν γιά χρόνια ἄτεκνος καί θά θρηνοῦσε, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Ραχήλ. Ἄν ὁ Λάβαν δέν τοῦ στεροῦσε τό μισθό του, δέν θά νοσταλγοῦσε τήν πατρίδα του, δέν θά δενόταν πιό στενά μέ τίς γυναῖκες του, δέν θά γύριζε μέ δόξα καί τιμή στή γῆ Χαναάν, δέν θά συναντοῦσε στό δρόμο τούς ἀγγέλους καί τόν ἴδιο τό Θεό.

Ἀξιοθαύμαστο, ἀλήθεια, εἶναι τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς εὐεργετεῖ μέσ' ἀπό γεγονότα πού φαίνονται ὄχι εὐνοϊκά καί εὐχάριστα, ἄλλα ἐνάντια καί δυσάρεστα. Ἄς δοῦμε ἀκόμα μερικά παραδείγματα.

Ὁ Φαραώ πρόσταξε νά ρίχνονται στό ποτάμι τά βρέφη τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἄν δέν γινόταν αὐτό, δέν θά σωζόταν ὁ Μωυσῆς ἀπό τή θυγατέρα τοῦ Φαραώ καί δέν θ' ἀνατρεφόταν στά ἀνάκτορα. Ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, γιά νά δείξει πόσο εὔκολα ἡ σοφία Του καί ἡ παντοδυναμία Του βρίσκουν λύσεις γιά προβλήματα ἄλυτα καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα.

Ἀργότερα ἕνας Ἑβραῖος εἶπε ἀπειλητικά στό Μωυσῆ: "Μήπως θέλεις νά μέ σκοτώσεις;". Καί αὐτό τόν ὠφέλησε, γιατί φοβήθηκε καί ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τήν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἔφυγε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ ὄχι μόνο μακριά ἀπό τούς κινδύνους τῆς Αἰγύπτου ἔζησε, ἀλλά καί ὡρίμασε πνευματικά καί πλουτίστηκε μέ σοφία καί ἀξιώθηκε νά δεῖ τό θαυμάσιο ἐκεῖνο ὅραμα τῆς φλεγόμενης βάτου καί ἔλαβε τή θεία ἐπαγγελία τῆς λυτρώσεως τοῦ λαοῦ του ἀπό τήν τυραννική δουλεία τῶν Αἰγυπτίων.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί μέ τόν Ἀαρών. Ὅταν ἐπαναστάτησαν ἐναντίον του ὁ Κορέ καί ὁρισμένοι ἄλλοι ἄρχοντες τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀμφισβητώντας του τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ὁ Θεός, μέ τό θαῦμα τοῦ ραβδιοῦ πού βλάστησε, τόν ἀνέδειξε λαμπρότερο καί ἐνδοξότερο.

Ἄς θυμηθοῦμε τώρα καί τούς Τρεῖς Παῖδες. Στήν περίπτωσή τους ὁ διάβολος ἔπαθε τό συνηθισμένο του πάθημα, πού ποτέ δέν τοῦ γίνεται μάθημα. Τί δηλαδή; Τά μέσα πού χρησιμοποιεῖ γιά νά πολεμήσει τούς πιστούς, χτυποῦν τελικά τόν ἴδιο καί ἐξουδετερώνουν τή δύναμή του. Αὐτό, φυσικά, γίνεται ὄχι γιατί τό θέλει ἐκεῖνος, ἀλλά γιατί ὁ πάνσοφος Θεός ὁδηγεῖ τά πράγματα ἔτσι, ὥστε τά τεχνάσματα καί τά ὄπλα του νά στραφοῦν ἐναντίον του. Ἔβαλε, λοιπόν, ὁ πονηρός σ' ἐκεῖνον τόν τύραννο, τό Ναβουχοδονόσορ, τή σκέψη νά μήν ἀποκεφαλίσουν τούς ἁγίους οὔτε νά τούς ρίξουν στά θηρία, ἄλλα νά τούς θανατώσουν στή φωτιά. Γιατί; Γιά νά μή μείνει τίποτε ἀπό τά λείψανά τους, γιά νά ἐξαφανιστοῦν τά σώματά τους, γιά ν' ἀνακατευτεῖ ἡ στάχτη ἀπό τά ὀστά τους μέ τή στάχτη ἀπό τά ξύλα. Ἀλλά ὁ Θεός χρησιμοποίησε αὐτόν τόν τρόπο γιά νά νικηθεῖ ἡ ἀσέβεια καί νά κατατροπωθεῖ ἡ εἰδωλολατρία. Ἔτσι ἔκανε τά σώματά τους ἀπρόσιτα στίς φλόγες, διδάσκοντας τούς βαρβάρους ὅτι ἡ φωτιά, πού εἶχε θεοποιηθεῖ στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, φοβᾶται ὄχι μόνο τό Θεό, μά καί τούς δούλους Του.

Στούς διωγμούς, πάλι, τί ἔγινε; Οἱ διῶκτες στράφηκαν μέ ἀπίστευτη μανία ἐνάντια στούς χριστιανούς. Καί ὅμως, ὅλο τους τό μίσος, ὅλη τους ἡ μοχθηρία, ὅλη τους ἡ ἀγριότητα ἀφανίστηκε πιό εὔκολα ἀπ' ὅ,τι ἀφανίζεται ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης, διαλύθηκε πιό γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι διαλύεται ὁ καπνός, σκορπίστηκε πιό γοργά ἀπ' ὅ,τι σκορπίζεται ἡ σκόνη. Ἡ ἐμπάθειά τους ἐνάντια στούς χριστιανούς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ν' ἀναδειχθεῖ ὁλόκληρη χορεία ἀπό μάρτυρες. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία πλουτίστηκε μέ τούς ἀθάνατους καί ἔμψυχους αὐτούς θησαυρούς, πού, ὄχι μόνο στή διάρκεια τῆς ἅγιας ζωῆς τους, ἀλλά καί μετά τήν τελείωσή τους προσφέρουν πλούσια σ' ὅλους μας τόσες οὐράνιες εὐεργεσίες.

Τή δύναμή Του ὁ Θεός τή δείχνει ἰδιαίτερα, ὅταν αὐξηθοῦν οἱ ἐχθροί τῶν πιστῶν δούλων Του.

Ἔτσι, στή δική μας γενιά, ὅταν ἀνέβηκε στό θρόνο ὁ παραβάτης Ἰουλιανός (361-363), αὐτός πού ξεπέρασε ὅλους τούς ἄλλους ἀσεβεῖς στήν ἀσέβεια, ἔγιναν πολλά καί παράδοξα σημεῖα.

Πρῶτα-πρῶτα, μόλις ἔγινε βασιλιάς, ἔπεσε στίς πόλεις μεγάλη πείνα. Κακή ἀρχή μιᾶς κακῆς βασιλείας.

Ἀργότερα, ὅταν ἔδωσε ἐντολή νά ξαναχτιστεῖ ὁ ἰουδαϊκός Ναός τῶν Ἱεροσολύμων, γιά νά διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ, φωτιά ξεπήδησε ἀπό τά θεμέλια κι ἔκανε τούς οἰκοδόμους νά τό βάλουν στά πόδια. Ἔτσι τό σχέδιό του ματαιώθηκε.

Ὅταν, πάλι, ὁ ταμίας του καί ὁ θεῖος του - Ἰουλιανός λεγόταν κι αὐτός- τόλμησαν νά μολύνουν τά ἱερά σκεύη τῶν χριστιανῶν, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά ἀπό τόν Θεό: Τοῦ πρώτου τό σῶμα γέμισε πληγές καί σκουλήκια΄ καί τοῦ δεύτερου τά σπλάχνα χύθηκαν ἔξω. Ἔτσι πέθαναν καί οἱ δύο. Φριχτοί θάνατοι!

Τέλος, σέ ὁρισμένα μέρη, ὅπου τελέστηκαν θυσίες στά εἴδωλα, στέρεψαν οἱ πηγές. Ἄλλο ἕνα θεϊκό σημάδι. Συνηθίζει νά ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός σέ εἰδικές περιστάσεις. Ὅταν τά κακά πληθαίνουν, ὅταν ἡ ἀνομία ἁπλώνεται, ὅταν οἱ δοῦλοι Του κακοποιοῦνται, τότε δείχνει τή μεγάλη Του δύναμη.

Δέν θά παραλείψω ν' ἀναφέρω καί μιάν ἄλλη σοφή ἄλλα καί συνηθισμένη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ: Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε πειρασμούς καί δυσκολίες, δέν ἐπεμβαίνει ἀμέσως γιά νά μᾶς βοηθήσει, ἄλλα πρῶτα μᾶς ἀφήνει νά ταλαιπωρηθοῦμε κάμποσο καιρό κι ὕστερα κάνει τό θαῦμά Του. Γιατί τό κάνει αὐτό; Γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τήν ἀγνωμοσύνη καί τήν ἀχαριστία. Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μόλις περάσουν οἱ συμφορές, ξεχνᾶμε καί τήν πίκρα τους καί τόν Θεό, πού μᾶς λυτρώνει ἀπ' αὐτές. Πολλές φορές, πάλι, νομίζουμε ὅτι μόνοι μας κατορθώσαμε ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά ὅποια δεινά μᾶς βρῆκαν. Γι' αὐτό, λοιπόν, ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς τσακίσουν πρῶτα οἱ δοκιμασίες, κι ὕστερα ἔρχεται νά μᾶς σώσει.

Ὅταν, λ.χ., οἱ Φιλισταῖοι ἀπειλοῦσαν τούς Ἰσραηλίτες καί ὁ Γολιάθ τούς φοβέριζε, ὁ Θεός σχεδίασε νά ὁδηγήσει στήν ἀναμέτρηση τό Δαβίδ καί νά τόν ἀναδείξει νικητή. Δέν πραγματοποίησε, ὅμως, ἐξαρχῆς τό σχέδιό Του. Ἄφησε πρῶτα νά περάσουν σαράντα ὁλόκληρες μέρες. Στό διάστημα αὐτό ὁ ἀλλόφυλος γίγαντας ἔβριζε, περιγελοῦσε καί προκαλοῦσε τούς Ἑβραίους, πού εἶχαν λιώσει ἀπό τό φόβο. Κανένας δέν τολμοῦσε νά τά βάλει μέ τόν τρομερό ἀντίπαλο. Ὅλοι ἀπελπίστηκαν γιά τή σωτηρία τους. Καί τότε μόνο, ὅταν πιά κατάλαβαν τήν ἀδυναμία τους καί πίστεψαν ὅτι χάνονται, ὁ Θεός χάρισε στόν Δαβίδ τή θαυμαστή κι ἀνέλπιστη ἐκείνη νίκη. Ὁ ὑπερφίαλος Γολιάθ σκοτώθηκε καί οἱ Φιλισταῖοι ντροπιάστηκαν.

Σέ κρίσιμες περιστάσεις, ἐμεῖς συνηθίζουμε νά κάνουμε ἀνθρώπινες σκέψεις καί ρηχούς ὑπολογισμούς. Ἔτσι, λ.χ. λέμε: "Ἄν μᾶς ἐπιτεθοῦν ξαφνικά οἱ ἐχθροί καί δέν εἶναι ἕτοιμος ὁ στρατός μας γιά νά τούς ἀποκρούσει, τί θά γίνουμε; Θά μᾶς αἰχμαλωτίσουν ὅλους καί θά καταστρέψουν τή χώρα μας". Μά τί νομίζεις; Ἐπειδή δέν προλαβαίνεις ἐσύ τόν ἐχθρό, δέν τόν προλαβαίνει καί ὁ Θεός; Ἐπειδή δέν εἶσαι ἐσύ «πανταχοῦ παρών», δέν εἶναι καί ὁ Θεός; Ἤ μήπως γι' Αὐτόν ἄλλα εἶναι δυνατά καί ἄλλα ἀδύνατα;

Ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα, μολονότι ἄψυχη, ὑπάκουσε στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί κατάπιε τούς Αἰγυπτίους. Τά ψάρια, μολονότι χωρίς λογικό, ὑπάκουσαν κι αὐτά στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί πιάστηκαν στά δίχτυα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Κι ἕνας ἄγγελος, ὅταν πάρει διαταγή ἀπό τόν Κύριο, μπορεῖ νά ἐξολοθρεύσει ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Κάτι τέτοιο δέν ἔγινε στά χρόνια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα;

Κάποιος Χαναναῖος εἶχε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Νόμιζε πώς εἶναι πολύ σπουδαῖος στρατηγός. Ἐννοῶ τόν Σισάρα, γιά τόν ὁποίο κάνει λόγο καί ὁ ψαλμωδός: «Κάνε, (Κύριε, στούς ἐχθρούς σου) ὅ,τι ἔκανες κάποτε στούς κατοίκους τῆς Μαδιάμ καί στό Σισάρα, ὅ,τι ἔκανες στόν Ἰαβείν στό χείμαρρο Κεισών» (Ψαλμ. 82:10). Ὁ Ἰαβείν ἦταν βασιλιάς τῶν Χαναναίων καί ὁ Σισάρα ἀρχιστράτηγος. Οἱ Ἰσραηλίτες, βλέποντες τά ἐννιακόσια σιδερένια ἅρματα καί τούς ἀναρίθμητους στρατιῶτες τοῦ Σισάρα, κατατρόμαξαν. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός μίλησε μέ τό στόμα μιᾶς προφήτισσας, τῆς Δεββώρας, πού κάλεσε τόν ἀρχηγό τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τοῦ εἶπε: "Μή φοβηθεῖς! Ὁ Θεός θά σοῦ παραδώσει τόν Σισάρα στά χέρια σου. Τό κατόρθωμα, ὅμως, θ' ἀνήκει σέ γυναίκα. Ναί, γυναίκα θά τόν ἐξοντώσει". Καί πράγματι, τόν θανάτωσε ἡ Ἰαήλ. Βλέπεις πῶς τιμωρήθηκε γιά τήν ἀλαζονεία του; Σκοτώθηκε, καί μάλιστα ἀπό γυναικεῖο χέρι. Τόν ἔδεσε ὁ Θεός μέ τά δεσμά τοῦ ὕπνου καί, ὅπως ἦταν κοιμισμένος, ἡ Ἰαήλ τοῦ ἔμπηξε ἕναν πάσσαλο στόν κρόταφο!

Ὅταν ὁ Θεός θελήσει νά μᾶς βοηθήσει, τίποτα δέν μπορεῖ νά Τόν ἐμποδίσει. Φτάνει τότε ἕνα ὅπλο τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἕνα νεῦμα μόνο τοῦ Θεοῦ, γιά νά νικηθοῦν καί οἱ πιό ἰσχυροί ἐχθροί. Ἐμεῖς ἄς προσευχόμαστε στόν Χριστό, λέγοντας: "Κύριε, πές ἕνα λόγο, καί θά σκορπιστοῦν οἱ ἐχθροί Σου. Πές ἕνα λόγο, καί θά σωθεῖ ἡ πόλη Σου. Πές ἕνα λόγο, καί θά νικήσει ὁ λαός Σου". Ἄς Τοῦ λέμε ὅ,τι καί ὁ Δαβίδ: «Νά, οἱ ἐχθροί σου χαλᾶνε τόν κόσμο κι αὐτοί πού σέ μισοῦν σήκωσαν κεφάλι» (Ψαλμ. 82:3). Καί τότε φτάνει μιά γυναίκα σάν τήν Ἰαήλ, μιά σάν τή Δεββώρα ἤ μιά σάν ἐκείνη τήν ἄγνωστη, πού χτύπησε μέ τή μυλόπετρα τόν ἀδελφοκτόνο βασιλιά Ἀβιμέλεχ, γιά νά φέρει τή νίκη.

Ὁ Θεός ἔχει πολλῶν εἰδῶν φάρμακα γιά τή σωτηρία μας. Στόν καθένα δίνει ὅ,τι τοῦ χρειάζεται. Γιατί ὅλοι χρειαζόμαστε κάποιο φάρμακο. «Ποιός θά καυχηθεῖ πώς ἔχει ἁγνή τήν καρδιά; Ἤ ποιός θά πεῖ θαρρετά πώς εἶναι καθαρός ἀπό ἁμαρτίες;» (Παροιμ. 20:9).

Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Κι ἄν μοῦ πεῖς ὅτι ὁ τάδε εἶναι δίκαιος, εἶναι σπλαχνικός, εἶναι φιλάνθρωπος, θά συμφωνήσω. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά μήν ἔχει καί κάποιο ἐλάττωμα. Ἤ ἀπό τήν κενοδοξία θά νικιέται ἤ ἀπό τήν κακολογία ἤ ἀπό κάτι ἄλλο. Ἕνας κάνει ἐλεημοσύνες, ἀλλά δέν εἶναι ἁγνός. Ἄλλος εἶναι ἁγνός, ἀλλά δέν κάνει ἐλεημοσύνες. Ὁ ἕνας ἔχει μία ἀρετή καί ὁ ἄλλος τήν ἄλλη. Ὁ Φαρισαῖος νήστευε, προσευχόταν, δέν ἀδικοῦσε κανέναν, τηροῦσε τό νόμο. Εἶχε ὅμως ἀλαζονεία. Ἔτσι καταδικάστηκε ἀπό τόν Κύριο, γιατί ἡ ἀλαζονεία τόν ζημίωσε περισσότερο ἀπ' ὅσο θά τόν ζημίωναν ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες μαζί.

Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, ἄνθρωπος ἀπόλυτα δίκαιος, ἀπόλυτα ἐνάρετος, ἀπόλυτα καθαρός ἀπό ἁμαρτία. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δέν ὑπάρχει ἁμαρτωλός ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει κι ἕνα μικρό, ἔστω, καλό. Κάποιος, λ.χ., κάνει ἁρπαγές καί καταστροφές. Μερικές φορές, ὅμως, δείχνει καλοσύνη, βοηθάει ἕναν ἄνθρωπο, λυπᾶται γιά τό κακό.

Ποιός ἦταν σκληρότερος ἀπό τόν ἅρπαγα βασιλιά Ἀχαάβ; Καί ὅμως, ἀκόμα κι αὐτός ἐνίωσε κάποτε συντριβή καί κατάνυξη. Ποιός ἦταν χειρότερος ἀπό τόν φιλάργυρο καί προδότη Ἰούδα; Καί ὅμως, ἀκόμα κι αὐτός, μετά τήν προδοσία του, εἶπε: «Ἁμάρτησα, γιατί ἔστειλα στό θάνατο ἕναν ἀθῶο» (Ματθ. 27:4).

Στή ζωή αὐτή ἐφαρμόζεται σ' ὅλους ὁ νόμος τῆς ἀνταποδόσεως. Γι' αὐτό οἱ ἐνάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις. Γι' αὐτό οἱ ἄδικοι ἀπολαμβάνουν ἀγαθά. Οἱ πρῶτοι τιμωροῦνται ἐδῶ γιά τίς λίγες ἁμαρτίες τους κι ἔτσι δέν θά στερηθοῦν τόν παράδεισο. Οἱ δεύτεροι ἀμείβονται ἐδῶ γιά τίς λίγες καλές τους πράξεις, καί θά τιμωροῦνται αἰώνια γιά τήν πολλή κακία τους.

Ὅταν ὑποφέρουμε ἄδικα, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτό συμβαίνει μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, εἴτε γιά νά ξεχρεώσουμε ἁμαρτίες εἴτε γιά νά πάρουμε στεφάνια. Ὁ βασιλιάς Δαβίδ, ὅταν ὁ Σεμεΐ τόν ἔλουζε μέ βρισιές καί κατάρες, δέν ἄφησε κανένα νά τόν πειράξει «Ἀφῆστε τον», εἶπε, «νά μέ βρίζει, γιά νά δεῖ ὁ Κύριος τήν ταπείνωσή μου καί νά μοῦ ἀνταποδώσει καλό γιά τίς κατάρες πού δέχομαι σήμερα» (Β' Βασ. 16:11-12). Καί γιά τόν ἀκόλαστο ἐκεῖνο Κορίνθιο τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Νά παραδοθεῖ στό σατανᾶ, γιά νά τοῦ ἀφανίσει τό σῶμα καί νά σωθεῖ ἔτσι ἡ ψυχή του» (πρβλ. Α' Κορ. 5:5). Ἀλλά καί ὁ φτωχός Λάζαρος τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς γι' αὐτόν τό λόγο πῆγε στόν τόπο τῆς εὐφροσύνης, ἐπειδή ὑπέφερε τόσα καί τόσα στή ζωή του.

Πολλοί νομίζουν πώς εἶναι ὁπωσδήποτε ἁμαρτωλός ἐκεῖνος πού ὑποφέρει. Ὑποθέτουν, ἀνόητα ὅμως καί ἀβάσιμα, πώς οἱ συμφορές ἔρχονται πάντα σάν τιμωρία γιά τήν παράβαση τοῦ θείου νόμου. Αὐτό ἔγινε στή περίπτωση τοῦ δίκαιου καί πολυβασανισμένου Ἰώβ. Οἱ τρεῖς φίλοι του, πού τόν ἐπισκέφθηκαν στή διάρκεια τῆς δοκιμασίας του, μολονότι δέν ἤξεραν καμιάν ἁμαρτία του, τοῦ ἔλεγαν: «Δέν εἶναι μεγάλη ἡ κακία σου καί ἀνυπολόγιστες οἱ ἁμαρτίες σου;» (Ἰώβ 22:5).

Μά κι ὁ Σεμεΐ, πού ἀνέφερα πιό πρίν, γιατί ἔβριζε τόν Δαβίδ; Ἐπειδή τότε εἶχε ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ ὁ γιός του Ἀβεσσαλώμ. Καθώς, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά ξεφύγει ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ γιοῦ του, πού τόν καταδίωκαν γιά νά τόν ἐξοντώσουν, ὁ Δαβίδ συνάντησε τόν Σεμεΐ. Κι ἐκεῖνος νόμιζε πώς ὁ βασιλιάς, γιά νά βρεθεῖ σ' αὐτή τή δοκιμασία, ἦταν φονιάς. Νά γιατί ἄρχισε νά τόν βρίζει καί νά τόν καταριέται.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν βρέθηκε στό νησί Μελίτη, μετά τό ναυάγιο τοῦ πλοίου πού τόν μετέφερε στή Ρώμη. Μιά ὀχιά τόν δάγκωσε τότε στό χέρι. Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, βλέποντας τό ἑρπετό νά κρέμεται ἀπό τό χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ὁπωσδήποτε φονιάς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Σώθηκε ἀπό τή θάλασσα, ἀλλά ἡ θεία δίκη δέν τόν ἄφησε νά ζήσει» (Πράξ. 28:4).

Καί σήμερα ἀκούω πολλούς νά λένε: "Ἄν ὁ Θεός ἀγαποῦσε τούς φτωχούς, δέν θά τούς ἔκανε φτωχούς". Καί ἄλλους, βλέποντας ἕναν ἐλεήμονα ἄνθρωπο νά ὑποφέρει ἀπό βαρειά ἀρρώστια, νά ρωτᾶνε: "Τί ἔγιναν οἱ ἐλεημοσύνες του; Τί ἔγιναν οἱ καλοσύνες του;". Ἀνόητες ἐρωτήσεις.

Πῶς κατηγορεῖς, ἄνθρωπέ μου, τό Θεό μέ τόση εὐκολία καί ἐπιπολαιότητα; Μπορεῖ ποτέ ὁ Θεός νά μισεῖ τούς φτωχούς, καί μάλιστα τούς ἐνάρετους, καί ν' ἀγαπάει τούς πλουσίους, καί μάλιστα τούς κακούς καί ἄσπλαχνους; Γιά νά μήν ἁμαρτάνεις μέ τέτοιες βλάσφημες ἄλλα καί παράλογες σκέψεις, θά σοῦ ἐξηγήσω τί ἀγαπάει καί τί ἀποστρέφεται ὁ Θεός.

Ὁ Θεός ἀγαπάει ὅποιον τηρεῖ τίς ἐντολές Του. «Αὐτόν», λέει, «θά τόν ἀγαπήσω καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου» (Ἰω. 14:21). Ὄχι αὐτόν πού ἔχει πλούτη, ὄχι αὐτόν πού ἔχει ὑγεία, μά αὐτόν «πού κρατάει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ». Καί ποιόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός; Αὐτόν πού δέν τηρεῖ τίς ἐντολές Του.

Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιον πού περιφρονεῖ τό θέλημα καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ, εἴτε πλούσιος εἶναι, εἴτε ὑγιής, νά μήν ἀμφιβάλλεις ὅτι τόν ἀποστρέφεται ὁ Κύριος. Ἀπεναντίας, τόν ἐνάρετο καί εὐσεβῆ, εἴτε φτωχός εἶναι, εἴτε ἄρρωστος, τόν ἀγαπάει. Δέν ἄκουσες τί λέει ἡ Γραφή; «Παιδεύει ὁ Κύριος ὅποιον ἀγαπάει καί μαστιγώνει ὅποιον ἀναγνωρίζει γιά παιδί του» (Παροιμ. 3:12). Θά μοῦ πεῖς, βέβαια, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι σκανδαλίζονται μ' αὐτό. Φταίει τό μυαλό τους. Γιατί δέν κάνουν τήν ἁπλή τούτη σκέψη: Ἡ ἀμοιβή δέν δίνεται στήν παροῦσα ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό στάδιο τῶν ἀγώνων. Τά βραβεῖα καί τά στεφάνια θά δοθοῦν στήν ἄλλη ζωή.

Δέν πρέπει νά λυπόμαστε γι' αὐτούς πού δοκιμάζονται καί ὑποφέρουν, ἀλλά γι' αὐτούς πού, ἐνῶ ἁμαρτάνουν, δέν τιμωροῦνται. Οἱ τιμωρίες, ἄλλωστε, ἐμποδίζουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί ὁδηγοῦν στήν ἀρετή. "Ἄν ὅμως εἶναι ἔτσι", θά μοῦ πεῖτε, "ἄν πράγματι ἀπομακρύνουν τό κακό οἱ τιμωρίες, τότε γιατί νά μή μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός γιά κάθε ἁμαρτία μας;". Θά σᾶς ἀπαντήσω: Ἄν ὁ Θεός τιμωροῦσε τόν κάθε ἄνθρωπο γιά κάθε ἁμαρτία του, ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη θ' ἀφανιζόταν καί ἡ δυνατότητα τῆς μετάνοιας θά χανόταν. Κοίτα, λ.χ., τήν περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄν ὁ Θεός τόν τιμωροῦσε γιά τό διωγμό τῶν χριστιανῶν, ἄν πολύ περισσότερο τόν θανάτωνε, πῶς θά μποροῦσε νά μετανοήσει, νά πραγματοποιήσει τόσα θεάρεστα ἔργα καί νά ὁδηγήσει τήν οἰκουμένη ἀπό τήν πλάνη στήν ἀλήθεια; Δές καί τούς γιατρούς, πῶς ἐνεργοῦν. Ὅταν παρουσιαστεῖ κάποιος βαριά πληγωμένος, ἐφαρμόζουν θεραπευτική ἀγωγή ἀνάλογη ὄχι μέ τόν ἀριθμό καί τό μέγεθος τῶν πληγῶν, ἄλλα μέ τήν ἀντοχή τοῦ ὀργανισμοῦ. Γιατί ποιά ἡ ὠφέλεια, ἄν κλείσουν οἱ πληγές ἀλλά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος;

Γι' αὐτό καί ὁ Θεός οὔτε ὅλους μαζί τούς ἁμαρτωλούς τιμωρεῖ οὔτε ἀνάλογα μέ τ' ἁμαρτήματά τους. Οἱ τιμωρίες Του εἶναι σταδιακές, μεθοδικές καί σκόπιμες. Πολλές φορές, τιμωρώντας ἕναν ἄνθρωπο, συνετίζει πολλούς. Κάτι τέτοιο κάνουν καί οἱ γιατροί, ὅταν κόβουν ἕνα σάπιο μέλος γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν ὑγεία στό ὑπόλοιπο σῶμα.

Ὅταν βλέπεις ἕναν μέθυσο νά γίνεται νηστευτής ἤ ἕναν αἰσχρολόγο νά ψάλλει θείους ὕμνους, νά θαυμάζεις τή μακροθυμία τοῦ Κυρίου, νά ἐγκωμιάζεις τή μετάνοια καί νά λές μαζί μέ τόν ψαλμωδό: «Αὐτή ἡ ἀλλοίωση εἶναι ἔργο τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76:11). Δηλαδή, τή θαυμαστή αὐτή μεταβολή τήν πραγματοποίησε τό δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ, ἡ δυνατή ἐπέμβαση καί ἐνέργειά Του.

Κάθε ἔργο πού ἀποσκοπεῖ στή σωτηρία ψυχῶν, δέχεται ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθέσεις. Μόλις γεννήθηκε ὁ Χριστός, ξέσπασε ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη.

Κι ἔσυ, ἄν ἀξιωθεῖς κάποτε νά ὑπηρετήσεις μ' ὁποιονδήποτε τρόπο τό Θεό, θά ὑποφέρεις πολύ, θά πονέσεις πολύ, θά κινδυνέψεις πολύ. Μήν ξαφνιαστεῖς. Μήν ταραχθεῖς. Μήν ἀναρωτηθεῖς: Ἐγώ ἐκτελῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί θά ἔπρεπε νά δοξάζομαι γι' αὐτό καί νά στεφανώνομαι. Γιατί, λοιπόν, ὑποφέρω; Νά θυμηθεῖς τότε τό Χριστό, πού διώχθηκε ὥς τό θάνατο, καί μᾶς προειδοποίησε: «Ἄν ἐμένα καταδίωξαν, θά καταδιώξουν κι ἐσᾶς» (Ἰω. 15:20). Μᾶς ἔδωσε, ὅμως, καί μιάν ὑπόσχεση: «Ὅποιος μείνει σταθερός ὥς τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ» (Ματθ. 10:22). Ἄν κάποιος φροντίζει γιά τή σωτηρία του, εἶναι ἀδύνατο νά χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν θά τόν ἐγκαταλείψει στίς δυσκολίες καί τούς κινδύνους. Τί εἶπε ὁ Κύριος στόν Πέτρο; «Σίμων, Σίμων! Ὁ σατανᾶς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάσει σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα γιά σένα, νά μή σ' ἐγκαταλείψει ἡ πίστη σου» (Λουκ. 22:32).

Ὅταν δεῖ ὁ Θεός ὅτι τό φορτίο τῶν πειρασμῶν ξεπερνάει τίς δυνάμεις μας, ἁπλώνει τό χέρι Του καί μᾶς ξαλαφρώνει ἀπό τό περίσσιο βάρος. Ἄν, ὅμως, δεῖ ὅτι ἀδιαφοροῦμε γιά τή σωτηρία μας, μᾶς ἐγκαταλείπει ἀβοήθητους.

Δέν πιέζει καί δέν ἀναγκάζει κανέναν ὁ Θεός. Γιά τούς ἀπρόθυμους καί ἀδιάφορους ἀδιαφορεῖ. Ἀντίθετα, τούς πρόθυμους καί καλοπροαίρετους τούς τραβάει κοντά Του μέ πολύ πόθο. Ὁ ἀπόστολος λέει: «Ὁ Θεός δέν κάνει διακρίσεις, ἀλλά δέχεται τόν καθένα, σ' ὅποιον λαό κι ἄν ἀνήκει, ἀρκεῖ νά Τόν σέβεται καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημά Του» (Πράξ. 10:34-35).

(Ἀπό τό βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ», Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ) (Πηγή: alopsis.gr).
Πηγή: Εγκόλπιον Ορθοδοξίας”