A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)





ΟΣΟΙ υπερηφανεύονται για τα καλά τους έργα και δεν έχουν πίστη στο Θεό, μοιάζουν με λείψανα νεκρών, που είναι ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν αισθάνονται την ωραιότητά τους. Σε τι ωφελείται, δηλαδή, ο άνθρωπος, όταν έχει ψυχή ντυμένη με καλά έργα αλλά νεκρή; Τα έργα γίνονται για τον Κύριο και με την ελπίδα των επουράνιων βραβείων. Αν, λοιπόν, αγνοείς Εκείνον που προκηρύσσει τα βραβεία, τότε για ποιόν αγωνίζεσαι;

Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχη πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη. Και θα σας το αποδείξω στη συνέχεια.

Ο ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο, κέρδισε τον παράδεισο μόνο και μόνο με την πίστη του.

Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έκανε πολλές ελεημοσύνες και προσευχές, αλλά δεν γνώριζε το Χριστό. Επειδή, λοιπόν, τα έργα δίχως πίστη είναι νεκρά, ο αγαθός και δίκαιος Θεός, για να επιβραβεύσει τα έργα του Κορνήλιου, του έστειλε έναν άγγελό Του, που του είπε: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως το Θεό, κι Αυτός δεν σε ξεχνάει» (Πραξ. 10: 4). Θα απόρησε, βέβαια, ο εκατόνταρχος. “Μα αν οι προσευχές μου και οι ελεημοσύνες μου έγιναν δεκτές από τον Θεό, τι μου λείπει ακόμα για να είμαι δίκαιος;”, θα αναρωτήθηκε. Και ο άγγελος του εξήγησε: «Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σε διδάξει, πώς θα σωθείς κι εσύ και όλη η οικογένειά σου» (Πραξ. 11:13- 14). Αν, λοιπόν, ο Κορνήλιος σώθηκε με όσα τον δίδαξε ο Πέτρος, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατό να σωθεί μόνο με τα καλά του έργα. Χρειαζόταν και την πίστη.

Λένε για έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο, ότι, μπαίνοντας στο μέγαρο κάποιου άρχοντα και βλέποντας τους τοίχους καλυμμένους μ’ αστραφτερά μάρμαρα, την οροφή χρυσοστόλιστη και το πάτωμα στρωμένο μ’ ακριβά χαλιά, γύρισε κι έφτυσε τον οικοδεσπότη καταπρόσωπο∙ και όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε, πως, επειδή δεν ήταν δυνατό να φτύσει κάπου αλλού, μια και το σπίτι όλο ήταν τόσο λαμπρά διακοσμημένο, αναγκάστηκε να φτύσει στο πρόσωπο του άρχοντα.

Βλέπεις, πόσο καταγέλαστος γίνεται εκείνος που φροντίζει μόνο για τα εξωτερικά, τα υλικά, τα φθαρτά, και πόσο περιφρονείται από τους συνετούς ανθρώπους; Και πολύ σωστά, βέβαια. Γιατί, όταν στολίζεις τοίχους και πατώματα, αδιαφορείς όμως για την αθάνατη ψυχή και την αφήνεις με κουρέλια, την αφήνεις πεινασμένη και πληγωμένη, την αφήνεις να κατασπαράζεται από τα νοητά θηρία, πες μου, δεν είσαι αξιοκατάκριτος, δεν είσαι για γέλια και για κλάματα;

Αν χάσεις χρήματα, μπορείς ν’ αποκτήσεις πάλι∙ το ίδιο αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.

Φοράς όχι ένα αλλά χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου. Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.

Ο Θεός μας έδωσε δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, δυο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως, μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, πού θα βρούμε άλλη;

Η ψυχή, όταν κυριεύεται ολοκληρωτικά από ένα πάθος, εύκολα λέει και αδίσταχτα πράττει όσα προξενούν την οργή του Θεού, αφού γίνεται δούλα κάποιου άλλου, που της επιβάλλει τα αντίθετα ακριβώς από τον Κύριο.

Η ψυχή, όταν απελπίζεται ολότελα για τη σωτηρία της, δεν απέχει πολύ από την παραφροσύνη. Τότε, αφού παραδώσει τα χαλινάρια της σωτηρίας της στις άλογες επιθυμίες, τρέχει ασυγκράτητη παντού, όπου υπάρχει αμαρτία, ώσπου να γκρεμιστεί στο βάραθρο της αιώνιας απώλειας.

Η ψυχή, όταν συμβιβαστεί με την αμαρτία, που είναι ανελέητη, επιδεικνύει τρομακτικά την ασθένειά της. Όπως το γουρούνι, όταν κυλιέται στη λάσπη, ευχαριστιέται, έτσι και η ψυχή, όταν αιχμαλωτιστεί από την κακή συνήθεια, δεν αντιλαμβάνεται τη δυσωδία των αμαρτιών της. Και όπως η γη, όσο σπόρο κι αν της ρίξεις, όταν δεν ποτιστεί από τη βροχή, δεν είναι δυνατό να δώσει σιτάρι, έτσι και η ψυχή, όσα λόγια κι αν σπείρεις μέσα της, όταν δεν φωτιστεί πρώτα από τις άγιες Γραφές, δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποιο έργο αρετής. Τι δίνει η γη που δεν καλλιεργείται; Αγριόχορτα, αγκάθια και τριβόλια. Τι κάνει η ψυχή που δεν καλλιεργείται πνευματικά; Άνομα και πονηρά έργα. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η γη, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τ’ αγριόχορτά της. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η ψυχή, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα πάθη της, τόσο περισσότερες και βαρύτερες γίνονται οι αμαρτίες της, που την οδηγούν τελικά στο θάνατο.

Τι παράξενο, αλήθεια!
Όλοι παρακολουθούν με το στόμα ανοιχτό τα φευγαλέα επίκαιρα θέματα της πρόσκαιρης τούτης ζωής∙ για τα μελλοντικά και αιώνια θέματα, όμως, ούτε σκέψη δεν περνάει από το νου τους. Για τα φαγοπότια και τις σωματικές απολαύσεις είναι πάντοτε βιαστικοί∙ τις ψυχές τους, όμως, τις αφήνουν να λιώνουν από πνευματική πείνα. Για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος φροντίζουν όσο μπορούν∙ για την ψυχή, όμως, αδιαφορούν. Για το σώμα, όταν αρρωστήσει, και γιατρούς καλούν και φάρμακα χρησιμοποιούν και χρήματα πολλά ξοδεύουν, ώσπου να το θεραπεύσουν∙ για την ψυχή, όμως, που υποφέρει από τη θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, δεν κάνουν τίποτα. Και το χειρότερο είναι, ότι, ύστερ’ από τόσες φροντίδες για το θνητό σώμα, όχι μόνο αυτό πεθαίνει, αλλά και η ψυχή καταδικάζεται στην ατελεύτητη κόλαση.

Επειδή, λοιπόν, λυπάμαι κατάκαρδα για την αφροσύνη, το σκοτισμό και την πώρωση των ανθρώπων, θα ήθελα να έχω φωνή τόσο βροντερή, που να φτάνει στου κόσμου τα πέρατα, και, αφού βρω ένα σημείο πολύ ψηλό, το πιο ψηλό της γης, ν’ ανεβώ εκεί πάνω και να φωνάξω σ’ όλα τα έθνη και τις φυλές εκείνο που είπε οι προφήτης Δαβίδ: «Άνθρωποι, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι (προσηλωμένοι στη γη);» (Ψαλμ. 4:3). Πονάω και κλαίω για το κατάντημά σας. Ναι, κλαίω, γιατί παραγνωρίζετε τη μακροθυμία του Θεού, που σας ανέχεται, περιμένοντας τη μετάνοιά σας, και δεν σας τιμωρεί παιδαγωγικά.

Δεν πρέπει, βλέπετε, να κλαίμε τον πληγωμένο, που βογγάει σπαραχτικά από τους πόνους, όταν ο γιατρός καυτηριάζει τις πληγές του∙ γιατί τους πόνους, που προξενεί η καυτηρίαση, τους ακολουθεί η επούλωση των τραυμάτων. Ας κλαίμε τον πληγωμένο, που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου δίχως καμιάν ιατρική φροντίδα∙ γιατί οι πληγές του θα κακοφορμίσουν και θα τον οδηγήσουν στο θάνατο. Όμοια, στην περίπτωση μιας ψυχής πληγωμένης από την αμαρτία, δεν πρέπει να λυπόμαστε, όταν ο Θεός της επιβάλλει παιδαγωγικές τιμωρίες, γιατί αυτές τη θεραπεύουν. Ας λυπόμαστε και ας θρηνούμε για την ψυχή που αμαρτάνει χωρίς να τιμωρείται, γιατί την περιμένει τιμωρία αιώνια.

Όποιος καθαρίσει την ψυχή του από την αμαρτία και τη στολίσει με την αρετή, θα την κάνει κατοικία του Χριστού. Και ποιός είναι πιο μακάριος, ποιός είναι πιο ευτυχισμένος από κείνον που έχει στην ψυχή του το Χριστό, την Πηγή της ζωής, της χαράς, της αθανασίας;

Ο προφυλακισμένος εγκληματίας βασανίζεται ψυχικά από τη λύπη, ειδικά τη μέρα που πρόκειται να οδηγηθεί από τη φυλακή στο δικαστήριο. Εκεί, όταν, στο τέλος της δίκης, σηκωθεί από το εδώλιο, για ν’ ακούσει την αυστηρή φωνή του δικαστή, που θ’ αναγγέλλει την καταδίκη του, παγώνει από το φόβο του και μοιάζει σαν νεκρός. Έτσι και η ψυχή, όταν στον κόσμο τούτο διαπράττει αμαρτίες, υποφέρει και στενοχωριέται. Πολύ περισσότερο όμως, βασανίζεται, όταν, αφού εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόκειται να οδηγηθεί στο φοβερό δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Γι’ αυτό συχνά τρέμει και φοβάται και κάνει πίσω, όταν έρθει η στιγμή ν’ αποχωριστεί από το σώμα. Γιατί τότε ακριβώς κάθε αμαρτία, που έκανε στην παρούσα ζωή, παρουσιάζεται μπροστά της σαν σκληρός κατήγορός της.

Ας φροντίσουμε, λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

(Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006)

Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

ΣΧΕΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Tο σώμα δηλαδή είναι κατώ­τερο από την ψυχή, δεν είναι όμως αντίθετο από την ψυχή. Η ψυχή εί­ναι απλή και εξυπηρετείται με τις επιθυμίες του σώματος.


Εμείς παραδεχόμαστε ότι το σώμα είναι κατώτερο από την ψυχή και υποδεέστερο· αυτό όμως δεν ση­μαίνει, ότι το σώμα είναι αντίθετο από την ψυχή, ότι δηλαδή την πολε­μά και ότι είναι πονηρό· αλλ’ έχει ανάγκη από την ψυχή, όπως ακριβώς η κιθάρα από τον κιθαριστή και το πλοίο από τον κυβερνήτη. Αυτά δηλαδή που δεν είναι αντίθετα με εκείνους που τα οδηγούν και τα μεταχειρίζονται, μπορεί να είναι πάρα πολύ σπουδαία, δεν έχουν ό­μως την ίδια αξία με τον τεχνίτη.Όταν το σώμα γίνει ασθενικό, αναγκαστικά και η ψυχή συμμετέχει σ’ αυτή τη βλάβη· γιατί ως επί το πλείστον οι ενέργειες της ψυχής συμ­βαδίζουν με τη διάθεση του σώμα­τος. Γιατί και κατά τη διάρκεια των ασθενειών είμαστε διαφορετικοί εξαιτίας της αδυναμίας του σώματος και διαφορετικοί, όταν είμαστε υγι­είς. Όπως ακριβώς δηλαδή στην περίπτωση της χορδής του οργάνου, όταν οι φθόγγοι είναι απαλοί και άτονοι και αδύνατοι, υποβαθμίζεται και η αξία της μουσικής τέχνης, επειδή αναγκάζεται να ακολουθεί την αδυναμία των χορδών· έτσι και στην περίπτωση του σώματος, η ψυ­χή δέχεται απ’ αυτό πολλές βλάβες, πολλές ανάγκες. Γιατί, όταν το σώ­μα έχει ανάγκη από πολλή περιποί­ηση, και η ψυχή υπομένει την σκλα­βιά εκείνη.

Αν ήσουνα ασώματος, ο Χρι­στός θα σου παρέδιδε τα ασώματα δώρα των Μυστηρίων γυμνά· επειδή όμως η άυλη ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το υλικό σώμα, σου παραδίδει με αισθητά και υλικά σημεία τα αόρατα, τα οποία μόνον με το νου του μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος.

Είναι στενός ο σύνδεσμος της ψυχής με το σώμα· και το επινόησε αυτό ο Δημιουργός, ώστε να μη πεί­θουν μερικοί να μισούμε το σώμα σαν να είναι ξένο και εχθρικό…Ο διάβολος όμως κυριάρχησε τόσο πολύ, ώστε έπεισε μερικούς να μι­σούν και το ίδιο το σώμα τους…Για­τί, αν το σώμα είναι όργανο του δια­βόλου, τότε πού οφείλεται η τόσο μεγάλη συμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή, που είναι τόσο μεγάλη, ώστε το σώμα να είναι κατάλληλο να υπηρετεί την ευσεβή ψυχή από όλες τις πλευρές; Αλλά αν είναι κατάλληλο, ίσως πει κανείς, πώς συμβαίνει να σκοτί­ζει την ψυχή; Δεν είναι το σώμα που τυφλώνει την ψυχή, μακριά μια τέ­τοια σκέψη, άνθρωπε, αλλά οι αμαρτωλές απολαύσεις.

Και από πού προέρχεται η επιθυμία των αμαρτωλών απολαύσεων; Δεν προέρχεται καθόλου από το σώμα, αλλά από την πονηρή εσωτερική διάθεση…Δεν είναι όργανα του διαβόλου ούτε το σώμα, ούτε οι τροφές, αλλά μόνον οι αμαρτωλές απολαύσεις.

Και γιατί σου μιλάω για το θά­νατο; Αφού βέβαια και στη ζωή την ίδια σου δείχνω, πως όλα τα καλά είναι δικά της. Γιατί, αν η ψυ­χή ευφρανθεί, τότε ρόδα σκορπίζει στο πρόσωπο· και αν πονέσει, αφού πάρει πίσω εκείνο το κάλλος, περι­βάλλει το παν με μαύρη στολή. Και αν μεν ευφραίνεται συνεχώς η ψυχή, το σώμα γίνεται απαθές· αν όμως πονέσει, το κάνει πιο αδύνατο και πιο ασθενικό από τον ιστό της αράχνης. Αν πάλι θυμώσει η ψυχή, πάλι το κάνει αποκρουστικό και αισχρό· αν δείξει γαλήνιο μάτι, του χαρίζει μεγάλο κάλλος· αν φθονεί, χύνει πολλή ωχρότητα και το μα­ραζώνει· αν αγαπά, του χαρίζει μεγάλη ομορφιά. Έτσι πολλές γυ­ναίκες, που δεν είναι όμορφες στο πρόσωπο, παίρνουν πολλή χάρη από την ψυχή. Άλλες πάλι που ακτινοβολούν με την ωραιότητά τους, επει­δή έχουν ψυχή χωρίς χάρη, κατα­στρέφουν και την ομορφιά τους. Σκέψου, πως κοκκινίζει ένα πρόσω­πο λευκό και πως με την ποικιλία του χρώματος προσφέρει πολλή ευ­χαρίστηση, όσες φορές βέβαια πρέ­πει κανείς να νιώθει ντροπή και να κοκκινίζει. Όπως ακριβώς επίσης, όταν η ψυχή είναι αναίσχυντη, κά­νει τη μορφή αηδέστερη και αγριότερη από τη μορφή του θηρίου.

«Ο στολισμός του ανθρώπου, το γέλιο των δοντιών του και το βά­δισμά του φανερώνουν τι άνθρωπος είναι αυτός». Σαφής δηλαδή εικόνα της ψυχικής καταστάσεως θα μπο­ρούσε να γίνει το εξωτερικό παρουσιαστικό του ανθρώπου, και η κίνη­ση των μελών του σώματος δείχνει ιδιαίτερα την ομορφιά της ψυχής. Η τάξη των εξωτερικών μελών του σώματος απεικονίζει κατά ένα τρόπο την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου.

«Υπερηφανεύτηκαν οι γυναί­κες της Ιερουσαλήμ και βάδισαν με το κεφάλι ψηλά». Εδώ και τις γελοιοποιεί και φανερώνει τη γυναικεία αλαζονεία, που δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στη σκέψη, αλλ’ εκδηλώνεται και επιδεικνύεται και με τις κινήσεις του σώματος… Γιατί με όλα, με τα μάτια, με τα φορέματα, με τα πόδια, με το βάδισμα φανερώ­νεται και η σωφροσύνη και η ασέλ­γεια. Γιατί οι κινήσεις των αισθητη­ρίων οργάνων είναι κατά κάποιο τρόπο οι κήρυκες της ψυχής που κατοικεί μέσα στο σώμα. Και όπως ακριβώς οι ζωγράφοι, αφού αναμείξουν τα χρώματα, ζωγραφίζουν τις εικόνες που θέλουν, έτσι λοιπόν και οι κινήσεις των μελών του σώματος εκφράζουν και θέτουν μπροστά στα μάτια μας τα χαρακτηριστικά γνω­ρίσματα της ψυχής. Γι’ αυτό και κάποιος άλλος σοφός έλεγε: «Η εν­δυμασία του ανθρώπου, ο τρόπος με τον οποίον γελάει και το βάδισμά του φανερώνουν το ποιόν του».

( 1. ΕΠΕ 8Α, 442, 2. ΕΠΕ 17,136, 3. ΕΠΕ 25, 286, 4. ΕΠΕ 12, 212, 5. ΕΠΕ 18Α, 634-636, 6. ΕΠΕ 10,488, 7. ΕΠΕ 30, 420 8. ΕΠΕ 8, 340)

Πηγή: www.hristospanagia.gr

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός δέν ἐξαφανίζει τόν ἐχθρό τῶν ἀνθρώπωντό διάβολοπού ἐξαπάτησε τόνἈδάμ καί τήν Εὔα καί συνεχίζει νά πολεμάει ἄγρια ὅλους μαςεἶναι ἕνα ἐρώτημα καί συνάμα μιά ἀξίωση πολλῶν.

Ἡ ἀξίωση αὐτή θά ἦταν εὔλογηἄν ὁ διάβολος μᾶς κατέβαλλε μέ τή βίαἈφοῦ, ὅμως, δέν ἔχει καμιά δυνατότητα νά μᾶς παρασύρει βίαια στό κακό, ἀφοῦ μόνο μέ τή δική μας συνεργασία μπορεῖ νά πετύχει τούς σκοπούς του, ἀφοῦ τό νά κάνουμε τό θέλημά του ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας προαίρεση, τότε γιατί θέλουμε νά χαθεῖ ἡ αἰτία τῆς ἐπιτυχίας μας στόν ἀγώνα ἐναντίον του, ἡ προϋπόθεση τοῦ θριάμβου καί τοῦ στεφανώματός μας;

Ἀκόμα καί στήν ὑποθετική περίπτωση πού ὁ διάβολος θά μποροῦσε νά νικήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια, πάλι δέν θά ἔπρεπε ν᾿ ἀποροῦμε, ἄν ὁ Θεός τόν ἄφηνε ἐλεύθερο στό καταστροφικό ἔργο του. Γιατί ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἡ νίκη του καί ἡ κυριαρχία του πάνω μας. Μέ τή θέλησή μας γινόμαστε σκλάβοι του, ὄχι ἀναγκαστικά. Αὐτό τό ἀποδεικνύουν ὅσοι τόν νίκησαν μέχρι σήμερα. Καί δέν εἶναι λίγοι. Ἀλλά καί στό μέλλον θά ὑπάρξουν πολλοί, πού θά τόν νικήσουν. Ὄχι, βέβαια, ὅλοι. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ὅμως, εἶναι πολύ πιό σωστό καί δίκαιο οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές νά βροῦν εὐκαιρίες, γιά νά δείξουν τήν καλή τους προαίρεση, καί οἱ ράθυμοι νά τιμωρηθοῦν, παρά νά ζημιωθοῦν οἱ πρῶτοι γιά χάρη τῶν τελευταίων. Ὁ νωθρός καί ἀδιάφορος δέν ζημιώνεται ἀπό τόν ἀντίπαλό του, ἀλλ᾿ ἀπό τή δική του ραθυμία. Γιατί, λοιπόν, νά ἐξαφανίσει ὁ Θεός τό διάβολο, στερώντας ἔτσι ἀπό τούς ἀνδρείους, γιά χάρη τῶν φαύλων, τή δυνατότητα τῆς ἀνδραγαθίας;

Μέ τήν ἴδια συλλογιστική, θά μπορούσαμε νά κατηγορήσουμε καί τά μάτια, γιατί μ᾿ αὐτά ἐπιθυμοῦν τό ξένο σῶμα καί πέφτουν στήν πορνεία πολλοί, ἀλλά καί τό στόμα, γιατί μ᾿ αὐτό βλαστημοῦν καί κακολογοῦν ἄλλοι. Μήπως, λοιπόν, θά ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νά δημιουργηθοῦν δίχως μάτια καί δίχως γλώσσα; Μά τότε ἄς κόψουμε καί τά χέρια μας, πού κάνουν τόσα ἐγκλήματα, καί τά πόδια μας, πού τρέχουν στήν ἁμαρτία. Ἄς κόψουμε καί τ᾿ αὐτιά μας, πού ἀκοῦνε διηγήσεις πονηρές καί διοχετεύουν στήν ψυχή τή διαφθορά τῶν σκέψεων. Ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά, ὅμως, θά πρέπει νά έξαφανιστοῦν καί οἰ τροφές καί τά ποτά καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί τό σύμπαν ὁλόκληρο. Τί θά χρειάζονται, ἀλήθεια, τά ὑλικά κτίσματα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο τά δημιούργησε ὅλα ὁ Θεός, θά ἔχει ἀκρωτηριαστεῖ τόσο ἐλεεινά; Βλέπεις σέ πόσο ἄτοπα καί γελοῖα συμπεράσματα ὁδηγεῖ αὐτή ἡ σειρά τῶν συλλογισμῶν;

Ὁ διάβολος εἶναι κακός γιά τόν ἑαυτό του, ὄχι γιά μᾶς. Γιατί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε, πολλά ἔχουμε νά κερδίσουμε ἀπ᾿ αὐτόν, χωρίς βέβαια τή δική του θέληση. Ἔτσι τό θαῦμα γίνεται ἀκόμα μεγαλύτερο καί ἀποδεικνύεται ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, καθώς, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε, ὁ διάβολος λυπᾶται καί ὑποφέρει· ὅταν, μάλιστα, ἡ βελτίωσή μας ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο, τότε εἶναι πού δέν μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει τή συμφορά του καί σκάει ἀπ᾿ τό κακό του.

Λένε μερικοί, πώς ὁ διάβολος δέν θά εἶχε ἐξαπατήσει τούς πρωτοπλάστους, ἄν δέν τοῦ τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός. Τί θά τούς ἀπαντήσουμε; Ὅτι, ἄν δέν εἶχε γίνει αὐτό, ποτέ δέν θά μάθαινε ὁ Ἀδάμ πόσο μεγάλο ἦταν τό ἀγαθό πού ἀπολάμβανε, ποτέ δέν θά λυτρωνόταν ἀπό τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἀφροσύνη του. Γιατί ὅποιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό σπουδαῖο, ὥστε νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γίνει καί θεός, πέστε μου, καί τί δέν θά τολμήσει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νά κάνει, ἄν δέν σωφρονιστεῖ μέ κάποιο τρόπο;

Ἄς ὑποθέσουμε, ὅμως, ὅτι ὁ διάβολος δέν εἶχε παρουσιαστεῖ διόλου. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἄραγε, θά ἔμενε ἀναμάρτητος ὁ Ἀδάμ; Μᾶλλον ἀπίθανο. Αὐτός πού τόσο εὔκολα παρασύρθηκε ἀπό μιά γυναῖκα, γρήγορα θά ἔπεφτε στήν ἁμαρτία μόνος του, ἀκόμα κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ διάβολος. Αὐτός πού τόσο εὔκολα ἐξαπατήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ὁπωσδήποτε καί πρίν ἀπό τήν ἐξαπάτησή του ἦταν ἀπρόσεκτος καί εὔπιστος. Ὁ διάβολος δέν θά κατόρθωνε τίποτε, ἄν ὁ Ἀδάμ ἦταν προσεκτικός καί φρόνιμος.

Γιά ποιό λόγο τότε ἔδωσε ὁ Θεός τέτοια ἐντολή στόν Ἀδάμἀφοῦ γνώριζε ὅτι θά τήν παραβεῖ; Μάἀκριβῶς τό ὅτι ἔδωσε τήν ἐντολή εἶναι ἀπόδειξη τοῦ ἐνδιαφέροντός Του γιά τόν ἄνθρωποἐνδιαφέροντος πολύμεγαλυτέρου ἀπό κεῖνο πού θά εἶχε ἄν δέν τήν ἔδινεἌς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀδάμ, μολονότι ἦταν τόσο νωθρός στήν προαίρεση, ὅπως φανερωσε ἡ πτώση του, δέν εἶχε πάρει ἀπό τό Θεό καμιάν ἀπαγόρευτική ἐντολή, ἀλλά ἔμενε στόν παράδεισο ζώντας μέ ἀπεριόριστη τρυφή καί ἄνεση. Ἄραγε, ἡ νωχέλεια καί ἡ ραθυμία, ἀπό τήν ἄνεση αὐτή, θά τόν ὁδηγοῦσαν στό χειρότερο ἤ στό καλύτερο; Στόν καθένα εἶναι φανερό, νομίζω, ὅτι θά ἔφτανε στήν ἔσχατη κακία, ἄν δέν εἴχε καμιά φροντίδα καί κανένα περιορισμό. Γιατί, μολονότι δέν ἦταν ἀκόμα βέβαιος γιά τήν ἀθανασία του, ἔφτασε σέ τόση ἀλαζονεία καί παραφροσύνη, ὥστε νά ἐλπίζει ὄτι θά γίνει θεός, ἐνῶ μάλιστα δέν εἶχε καμιάν ἀπόδειξη ὅτι ὁ διάβολος, πού τοῦ τό ὑποσχέθηκε, ἦταν ἀξιόπιστος. Σκέφτεστε, λοιπόν, σέ ποιό σημεῖο παραφροσύνης θά ἔφτανε, ἄν εἶχε βέβαιη τήν ἀθανασία του; Θά ὑπῆρχε ἁμάρτημα, πού δέν θά τό ἔκανε; Θά ὑπάκουε ποτέ σέ καμιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Μιά ἐντολή πῆρε ἀπό τόν Κύριο καί Τόν περιφρόνησε τόσο πολύ. Ἄν δέν εἶχε ἀκούσει τίποτε ἀπ᾿ αὐτόν, γρήγορα θά ξεχνοῦσε καί τό ὅτι ἦταν πλάσμα Του.

Ἄν ἐδῶ, στή γῆ, ἡ κοινωνία μας δέν τιμωροῦσε κανέναν ἀπό τούς κακούς καί δέν τιμοῦσε κανέναν ἀπό τούς καλούς ἀνθρώπους, ὅσοι δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση καί τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἔφευγαν μακριά ἀπό τήν ἀρετή, πού τή συνοδεύουν πολλά προβλήματα, καί θά προτιμοῦσαν τήν κακία, πού χαρίζει πολλές ἀπολαύσεις. Ἄν πάλι ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀπολάμβανε τά ἀγαθά σύμφωνα μέ τήν ἀξία του, τότε οἱ περισσότεροι θά θεωροῦσαν τή Μέλλουσα Κρίση περιττή καί ἀπίθανη.

Γιά νά μήν ἀμφισβητεῖται, λοιπόν, ἡ ἀλήθεια γιά τή Μέλλουσα Κρίση καί γιά νά μή γίνονται χειρότεροι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, περιφρονώντας τήν ἀλήθεια τούτη, γι᾿ αὐτό ὁ Θεός καί στήν παρούσα ζωή τιμωρεῖ πολλούς κακούς καί ἀνταμείβει πολλούς καλούς. Μέ τό νά μήν ἀνταμείβει ὅλους τούς καλούς ἐπιβεβαιώνει τή διδασκαλία γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Καί μέ τό νά τιμωρεῖ ὁρισμένους μόνο κακούς πρίν ἀπό τή Μέλλουσα Κρίση, ξυπνάει ἐκείνους πού ἔχουν βυθιστεῖ στόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας καί τῆς ραθυμίας. Ἔτσι, τιμωρώντας τούς κακούς, κάνει πολλούς ἄλλους ν᾿ ἀποφεύγουν τήν ἁμαρτία, ἀπό φόβο μήπως πάθουν κι αὐτοί τά ἴδια· ἀλλά καί μήν ἀνταμείβοντας ὅλους τούς καλούς, τούς κάνει νά σκεφτοῦν πώς ἡ ἀνταμοιβή τους θά δοθεῖ σέ κάποιον ἄλλο καιρό.

Γι᾿ αὐτό καί τόν Κάιν δέν τόν τιμώρησε μέ θάνατο ὁ Θεός ἀμέσως μετά τό ἔγκλημα τῆς ἀδελφοκτονίας, πού διέπραξε, ἀλλά τόν ἄφησε νά τριγυρνάει στή γῆ στενάζοντας καί τρέμοντας, ἔτσι ὥστε ὄλοι στό μέλλον, βλέποντας τίς συνέπειες τῆς πράξεώς του, νά παραδειγματίζονται καί νά σωφρονίζονται. Ἄν εἶχαν ἀκούσει ὅτι κάποιος Κάιν, πού σκότωσε τόν ἀδελφό του, θανατώθηκε γιά τό ἔγκλημά του, δέν θά ἔδιναν καί τόση σημασία στό γεγονός, ἴσως μάλιστα καί νά τό ἀμφισβητοῦσαν. Τώρα, ὅμως, πού γιά τόσα πολλά χρόνια τόν ἔβλεπαν ζωντανό νά βασανίζεται ἐλεεινά, τώρα πού τόσοι πολλοί μάρτυρες εἶδαν καί βεβαίωσαν τήν τιμωρία του, τό γεγονός ἔγινε ἀναμφισβήτητο καί πιστευτό ἀπ᾿ ὅλους τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους τόσο τῆς τότε ἐποχῆς ὅσο καί τούς κατοπινούς. Ἄλλωστε, ἄν ὁ Θεός τόν θανάτωνε, δέν θά τοῦ ἔδινε χρόνο καί εὐκαιρία μετάνοιας. Τέλος, μέ τήν προσωρινή τιμωρία πού τοῦ ἐπέβαλε ἐδῶ, ἔκανε ἐλαφρότερη τή μελλοντική αἰώνια κόλασή του· γιατί οἱ θλίψεις καί οἱ τιμωρίες, πού μᾶς ἔρχονται στήν παρούσα ζωή ἀπό τό Θεό, περιορίζουν πολύ τά βάσανα τῆς ἄλλης ζωῆς.

Γι᾿ αὐτόλοιπόνὁ Θεός δέν τιμωρεῖ συνήθως ὅλους μαζίὅσοι εἶναι ἄξιοι τῆς ἴδιας τιμωρίαςἀλλάλίγους μόνοὥστε οἱ ὑπόλοιποιβλέποντας τίς συμφορές ἐκείνωννά μετανοοῦν καί νά διορθώνονταιΠολλές φορές, πάντως, τούς τιμωρεῖ καί ὅλους μαζί, ὅπως ἔγινε στόν μεγάλο κατακλυσμό, ἀφενός γιά νά ἐμποδιστοῦν οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό τή διάπραξη περισσοτέρων ἁμαρτημάτων, καί ἀφετέρου γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ μεταγενέστεροι, γλυτώνοντας ἀπό τό κακό παράδειγμα τόσων δασκάλων τῆς ἀνομίας. Γιατί ἀφοῦ καί χωρίς παράδειγμα μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά διαπράξουν πολλά κακά, τί δέν θά ἔκαναν, ἄν ὑπῆρχαν πολλοί γιά νά τούς παρακινοῦν σέ ἁμαρτωλές πράξεις;

Ἄς εἴμαστε βέβαιοι, λοιπόν, ὅτι ὅλα οἰκονομοῦνται ἀπό τό Θεό γιά τό συμφέρον μας καί μόνο. Τόν τρόπο, ὅμως, μέ τόν ὁποῖο οἰκονομοῦνται νά μήν τόν ἀναζητᾶμε. Οὔτε νά δυσφοροῦμε καί νά στενοχωριόμαστε, ἐπειδή τόν ἀγνοοῦμε. Δέν εἴναι δυνατό νά γνωρίζουμε τέτοια πράγματα, ἀλλά καί δέν μᾶς συμφέρει νά τά γνωρίζουμε, τόσο γιατί εἴμαστε θνητοί ὅσο καί γιατί θά φτάναμε γρήγορα στήν παραφροσύνη. Ὁ Θεός θέλει νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν καί ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Τό λέει ὁ ἴδιος: «Δέν ἥρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» ( Ματθ. 9 : 13). μά κι ὅταν ἀκόμα δέν θέλουν νά διορθωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια, οὔτε τότε τούς ἐγκαταλείπει. Μολονότι θεληματικά στεροῦν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν οὐράνια ζωή, ὁ Θεός τούς παρέχει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίγεια ζωή, ἀνατέλλοντας τόν ἥλιο Του γιά κακούς καί καλούς, στέλνοντας τή βροχή σέ δίκαιους καί ἀδίκους καί, γενικά, δίνοντας σέ ὅλους ὅ,τι χρειάζονται γιά νά ζήσουν. Ἄν, λοιπόν, τόση φροντίδα δείχνει ὁ Κύριος γιά τούς ἐχθρούς Του, πῶς θά παραβλέψει ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἀκολουθοῦν;

Ἔτσι, ὅταν βλέπουμε ἀταξίες καί ταραχές καί φαινομενικές ἀδικίες, ἄς μήν παραπονιόμαστε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, γιατί τίποτα δέν γίνεται στήν παρούσα ζωή χωρίς τήν πρόνοιά Του. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀταξία καί ἡ ταραχή βρίσκονται ὄχι στά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά στό λογισμό μας. Ὅσο αὐτός παραμένει ταραγμένος ἀπό τά πάθη, πουθενά δέν θά βλέπει τάξη καί ἁρμονία. Ὅπως τά μάτια, ὅταν εἶναι ἄρρωστα, καί στό καταμεσήμερο τά βλέπουν ὅλα σκοτεινά, ἐνῶ ὅταν εἶναι ὑγιή, καί τή νύχτα ἀκόμα ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια τό σῶμα, ἔτσι καί ὁ νοῦς μας, ὅταν εἶναι ὑγιής, ὅλα τά βλέπει καλά, ὅταν ὅμως εἶναι ἄρρωστος, καί στόν οὐρανό ἀκόμη ἄν τόν ὁδηγήσεις, βρίσκει κι ἐκεῖ ἀταξία καί ταραχή.

Γι᾿ αὐτό, ξαναλέω, ὁ Θεός οὔτε ὅλους τούς ἀφήνει νά φύγουν ἀτιμώρητοι ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει θεία πρόνοια, οὔτε πάλι ζητάει λόγο ἀπ᾿ ὅλους, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάσταση καί Μελλονντική Κρίση. Τό διάβολο, πάλι, τόν ἀφήνει νά μᾶς πολεμάει, γιά νά μή φτάνουμε μέ τόν καιρό στόν ἐφησυχασμό, γιά νά μήν πέφτουμε στή ραθυμία καί τή χαύνωση, γιά νά βρίσκόμαστε πάντα σέ ἀγωνιστική ἑτοιμότητα, γιά νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Μά καί τή γέεννα τοῦ πυρός ἀκόμα τήν κατασκεύασε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας, γιά νά μᾶς δώσει κίνητρο ἀγώνων καί ἀφορμή βραβεύσεων, γιά νά μᾶς τραβήξει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τό φόβο τοῦ αἰώνιου κολασμοῦ καί τήν προσπάθεια τῆς ἀποφυγῆς του.

Ἄν, λοιπόν, κάνεις κάτι καλό καί δέν ἀμειφθεῖς γι᾿ αὐτό στήν παρούσα ζωή, μή λυπᾶσαι· ἡ ἀμοιβή σέ περιμένει στή μέλλουσα ζωή, καί μάλιστα πολύ μεγαλύτερη. Ἄν, πάλι, κάνεις κάτι κακό καί δέν τιμωρηθεῖς γι᾿ αὐτό, μήν ξεθαρρεύεις· ἐκεῖ σέ περιμένει ἡ τιμωρία, ἄν δέν ἀλλάξεις καί δέν γίνεις καλύτερος.

Ταράζεσαι καί στενοχωριέσαιἐπειδή βλέπεις πολλούς νά ζοῦν μέσα στήν εὐτυχία καί τίςἀπολαύσειςμολονότι εἶναι κακοί καί ἁμαρτωλοίὙποφέρειςδηλαδήγιά τήν ἀνεκτικότητα καί τήμακροθυμία τοῦ Θεοῦ; Πές μουπόσοι ληστεύουνπόσοι ἀδικοῦνπόσοι δολοφονοῦνΜήπως γι᾿ αὐτούςκατηγοροῦμε τό δικαστήΠοτέ! Θά τόν κατηγορήσουμε μόνο ἄν, ἀφοῦ συλληφθοῦν καί ὁδηγηθοῦν μπροστά του οἱ ἔνοχοι, ἐκεῖνος τούς ἀθωώσει. Πῶς, λοιπόν, ζητᾶς εὐθύνες ἀπό τό δικαστή, πρίν παραδοθοῦν στήν κρίση του οἱ ἐγκληματίες; Ἀλλά νά σοῦ πῶ καί κάτι ἄλλο; Σκέψου τί ἔχεις κάνει ἐσύ στή ζωή σου, ἄνθρωπέ μου. Ἐξέτασε καλά τή συνείδησή σου. Τότε ὄχι μόνο δέν θά καυχηθεῖς γιά τίς πράξεις σου, ἀλλά καί τή γνώμη σου θ᾿ ἀλλάξεις καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά παραδεχθεῖς καί τή μακροθυμία Του θά ὁμολογήσεις καί τήν ἀνεξικακία Του θά θαυμάσεις. Γιατί ἄν ἦταν νά ἐπιβάλλει στόν καθένα μας, μόλις θ᾿ ἁμάρτανε, τήν ἀνάλογη τιμωρία, τό ἀνθρώπινο γένος θά εἶχε ἐξαφανιστεῖ πολύ πρωτύτερα ἀπό μᾶς.

Ἄς μή λιποψυχοῦμε, λοιπόν, γιατί δέν φροντίζουμε τόσο ἐμεῖς γιά τή σωτηρία μας, ὅσο φροντίζει Ἐκεῖνος, πού μᾶς ἔπλασε· δέν νοιαζόμαστε τόσο ἐμεῖς γιά τή ζωή μας, ὅσο νοιάζεται Ἐκεῖνος, πού μᾶς χάρισε τή ζωή. Ἔτσι, οὔτε στίς συμφορές ἀφήνει μόνιμα ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, γιά νά μήν ἀποκαρδιώνονται, οὔτε καί στήν ἄνεση, γιά νά μή γίνονται ράθυμοι, ἀλλά μέ τήν ἐναλλαγή τῶν διαφόρων καταστάσεων ἐπιδιώκει πάντα τή σωτηρία τους.

Ἄν ἕνα πλοῖο δέν μπορεῖ νά μείνει δίχως κυβερνήτη, γιατί θά ναυαγήσει, εἶναι δυνατόν ὁ κόσμος ὅλος νά μένει ἀκυβέρνητος ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε; Ἄφησε ἕνα πλοῖο στή θάλασσα γιά μιά μόνο μέρα χωρίς καπετάνιο καί πλήρωμα, καί θά τό δεῖς νά βυθίζεται. Ἄφησε ἀφρόντιστη γιά δυό μόνο μέρες μιά μικρή καλύβα, πού κατασκεύασες στό ἀμπέλι σου γιά τίς ἀνάγκες τοῦ τρύγου, καί θά τή δεῖς νά σωριάζεται καταγῆς. Τό πλοῖο, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως κυβερνήτη. Ἡ καλύβα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως φροντίδα. Ἕνα δημιούργημα τόσο μεγάλο, τόσο σύνθετο καί τόσο ἀξιοθαύμαστο, ὅπως εἶναι τό σύμπαν, πῶς θά διασωζόταν καί θά λειτουργοῦσε χιλιάδες χρόνια δίχως κάποια πρόνοια; Κοίτα τήν ἀπεραντοσύνη τ᾿ οὐρανοῦ μέ τ᾿ ἀναρίθμητα ἀστέρια, κοίτα τήν ὀμορφιά τῆς γῆς μ᾿ ὅλα τά ζῶα καί τά φυτά της, καί κράξε μέσ᾿ ἀπό τήν καρδιά σου: «Πόσο μεγαλειώδη καί θαυμαστά εἶναι τά ἔργα σου Κύριε! Ὅλα μέ σοφία τά δημιούργησες» (Ψαλμ. 103:24).

Βλέπουμε ἕνα μαραγκό νά πριονίζει ξύλα, καί δέν τοῦ ζητᾶμε κανένα λόγο γι᾿ αὐτό. Βλέπουμε ἕνα γιατρό νά καυτηριάζει τίς πληγές, νά κόβει τίς σάρκες, νά τυραννάει μέ ἐξαντλητική δίαιτα κάποιον ἄρρωστο, καί δέν τόν ρωτᾶμε γιατί τά κάνει ὅλα αὐτά. Καί στό μαραγκό καί στό γιατρό καί σέ τόσους ἄλλους θνητούς καί ἄσοφους ἀνθρώπους δείχνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί δεχόμαστε σιωπηλά, ἀνεξέταστα καί ἀδιαμαρτύρητα ὅσα κάνουν. Στόν ἀθάνατο καί πάνσοφο Θεό, ὅμως, δέν δείχνουμε ἐμπιστοσύνη καί θέλουμε νά ψιλολογοῦμε τά θαυμαστά ἔργα Του, τολμώντας μάλιστα πολλές φορές νά Τόν κατηγοροῦμε ὡς ἄδικο! Καί νά δώσουμε χρήματα στούς φτωχούς ἤ νά ὑπερασπιστοῦμε τούς ἀδικημένους δέν τό ἀποφασίζουμε εὔκολα, ἐξετάζουμε ὅμως μέ ἐπιμονή –καί, δυστυχῶς, σχεδόν πάντα μέ κακόπιστη διάθεση– γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά εἶναι ὁ ἕνας πλούσιος, ὁ ἄλλος φτωχός καί ὁ τρίτος πάμφτωχος.

Δέν σκύβουμε καλύτερα τό κεφάλι μας, δέν κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν βάζουμε χαλινάρι στή γλώσσα μας, δέν συμμαζεύουμε τό νοῦ μας καί δέν στρέφουμε τήν περιέργειά μας στή ζωή καί τά ἔργα μας; Ἄς ἐξετάσουμε μέ προσοχή τίς πράξεις μας καί ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Ἄν εἴμαστε ἐρευνητικοί καί πολυπράγμονες, ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας λόγο γιά ὅσα κακά εἴπαμε καί κάναμε. Ἀντί, ὅμως, νά κάνουμε αὐτό, καθίζουμε τό Θεό στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καί Τόν δικάζουμε, προσθέτοντας ἔτσι κι ἄλλη ἁμαρτία στίς ἁμαρτίες μας καί προετοιμάζοντας τήν αἰώνια καταδίκη μας, τήν ὁποία εὔχομαι ν᾿ ἀποφύγουμε, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

(Ἀπό τό βιβλίο: "Θέματα ζωῆς", Τόμος  Α΄, Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,
πηγή: www.alopsis.gr ).


Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΟΙ ΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού γνώρισε τόσα ἀπόρρητα μυστήρια καί ἀνέβηκε ὡς τόν τρίτο οὐρανό, καθώς μελετοῦσε τίς βουλές καί τίς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνθηκε ἴλιγγο, σάν νά κοίταζε σέ ἄβυσσο. Προσπαθώντας νά ἐρευνήσει τό βάθος τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, σάστισε. Σάστισε καί σταμάτησε ἀμέσως τήν ἔρευνα, ἀναφωνώντας: «Ποιός γνώρισε τή σκέψη τοῦ Κυρίου; Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ ἀποφάσεις του καί πόσο ἀνεξιχνίαστα τά σχέδιά του!» (Ρωμ. 11:34, 33).

Ἄν ἔτσι ἀντιμετώπισε τοῦ Θεοῦ τίς βουλές ὁ ἀπόστολος, ἐμεῖς γιατί ματαιοπονοῦμε, προσπαθώντας νά ἐρευνήσουμε τά ἀνεξερεύνητα καί νά ἐξιχνιάσουμε τά ἀνεξιχνίαστα; Ἄς μή φτάνουμε, σᾶς παρακαλῶ, σέ τέτοιο σημεῖο παραλογισμοῦ. Ἀλλά, σέ κάθε μας ἀπορία, ἄς θυμόμαστε κι ἄς ἐπαναλαμβάνουμε τό λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ: «Οἱ δίκαιες κρίσεις σου εἶναι σάν μιά βαθειά ἄβυσσος» (Ψαλμ. 35:7).

«Θά σέ δοξολογήσω, γιατί φάνηκες θαυμαστός φοβερά», λέει πάλι ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 138:14). Τί σημαίνει «φοβερά»; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουμε πολλά πράγματα, ὅπως λ.χ. κομψούς κίονες, ὡραίους ζωγραφικούς πίνακες, ἀνθηρά σώματα. Μά ὁ θαυμασμός μας δέν συνοδεύεται ἀπό φόβο. Θαυμάζουμε ἐπίσης, τήν πλατειά θάλασσα καί τόν ἀβυσσαλέο βυθό της. Σάν σκύψουμε, ὅμως, νά κοιτάξουμε σ' αὐτόν τό βυθό, δοκιμάζουμε φόβο. Παρόμοιος φόβος κυρίεψε, λοιπόν, καί τόν προφήτη, καθώς ἔσκυψε νά κοιτάξει τό ἀπέραντο καί ἀπύθμενο πέλαγος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ζαλίστηκε, θαύμασε, τρόμαξε κι ἔκανε πίσω, κράζοντας: «Θά σέ δοξολογήσω, γιατί φάνηκες θαυμαστός φοβερά. Θαυμαστά εἶναι καί τά ἔργα σου» (Ψαλμ. 138:14). Καί στρέφοντας τή σκέψη του στόν ἑαυτό του, ἀναφώνησε: «Μέ γεμίζει θαυμασμό, Θεέ μου, ἡ γνώση πού ἔχεις γιά μένα. Εἶναι τόσο μεγάλη, πού δέν μπορῶ νά τή συλλάβω» (Ψαλμ. 138:6).

Πολύ συχνά, καί μάλιστα σέ ψυχές εὐσεβεῖς, ὁ Θεός οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι, ὥστε γεγονότα δυσάρεστα νά ἔχουν κατάληξη εὐτυχῆ. Ἄς θυμηθοῦμε μερικά περιστατικά ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

Ὁ Ἰωσήφ, ὁ γιός τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ, πουλήθηκε ἀπό τους ἀδελφούς του καί κατέληξε στήν Αἴγυπτο, στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ εἶχε πονηρούς σκοπούς γιά τόν Ἰωσήφ. Στό τέλος τόν συκοφάντησε καί τόν ἔστειλε στή φυλακή. Νόμιζε ὅτι ἔτσι τοῦ ἔκανε κακό. Ἀπεναντίας, ἡ φυλακή ἦταν οἴκημα πιό ἥσυχο καί ἀσφαλισμένο ἀπό τό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Γιατί σ' ἐκεῖνο τό σπίτι μπορεῖ νά εἶχε πολλές ἀνέσεις, ἄλλα ζοῦσε σ' ἕναν ἀκατάπαυστο φόβο ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθέσεις τῆς ἀκόλαστης δράκαινας. Ἡ ἀγωνία του ἦταν βασανιστικότερη ἀπό τή ζωή τῆς φυλακῆς. Προτιμοῦσε νά ζεῖ μαζί μέ κατάδικους παρά μέ μιά μανιασμένη κυρά. Στό δεσμωτήριο τόν παρηγοροῦσε ἡ σκέψη ὅτι βρέθηκε ἐκεῖ γιά νά μή χάσει τήν ἁγνότητά του, ἐνῶ, ὅσο ἔμενε κοντά της, ἔτρεμε μήπως ἡ ψυχή του τραυματιστεῖ. Ἔτσι, οὐσιαστικά δέν μπῆκε σέ φυλακή, ἄλλα γλύτωσε ἀπό φυλακή. Ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν ἐπίγειο κύριό του, τόν Πετεφρῆ, ἀλλά σέ στενότερο σύνδεσμο μέ τόν οὐράνιο Κύριό του, τό Θεό.

Παλαιότερα οἱ ἀδελφοί του τόν εἶχαν πουλήσει σέ Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους. Στήν πραγματικότητα τόν ὠφέλησαν, γιατί τόν ἀπάλλαξαν ἔτσι ἀπό τήν κακία τους καί τίς καθημερινές ἐπιβουλές τους. Ὑπάρχει, ἀλήθεια, χειρότερο πράγμα, ἀπό τή συμβίωση μέ ἀδελφούς πού σέ φθονοῦν, σέ κατατρέχουν, σέ ἐπιβουλεύονται; Θέλησαν νά τοῦ κάνουν κακό, μά ὁ Θεός τό γύρισε σέ καλό.

Καί ἀργότερα, ὅταν ὁ ἀρχιοινοχόος τόν ξέχασε, πάλι σέ καλό τοῦ βγῆκε, γιατί ἀποφυλακίστηκε πιό ἐπίσημα καί πιό ἔνδοξα. Τήν ἐλευθερία του δέν τοῦ τή χάρισε ἡ ἀνθρώπινη καλοσύνη, ἄλλα ἡ θεία πρόνοια. Ὁ Φαραώ τόν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή, ὅταν τόν χρειάστηκε γιά νά τοῦ ἐξηγήσει τά ὄνειρα. Ἔτσι, τόν ἔβγαλε ὄχι σάν βασιλιάς πού κάνει εὐεργεσία, ἀλλά σάν βασιλιάς πού δέχεται εὐεργεσία. Ὁ Θεός δέν ἤθελε νά εὐεργετηθεῖ ὁ Ἰωσήφ σάν δοῦλος, ἄλλα νά παρουσιαστεῖ στό Φαραώ σάν εὐεργέτης του, νά τοῦ συμπαρασταθεῖ στήν ἀνάγκη του καί νά τοῦ δείξει πόση σοφία εἶχε.

Γι' αὐτό, λοιπόν, τόν εἶχε λησμονήσει ὁ ἀρχιοινοχόος, γιά νά μήν τόν ἀγνοήσει ὁ Φαραώ, γιά νά μήν τόν στερηθεῖ ἡ Αἴγυπτος. Γιατί ἄν ὁ ἀρχιοινοχόος τόν θυμόταν, θά ἔβγαινε νωρίτερα ἀπό τή φυλακή, καί τότε ἀναμφίβολα θά ἐπιθυμοῦσε νά γυρίσει στήν πατρίδα του. Ἔτσι, ὅμως, ὅλη ἡ κατοπινή ἔνδοξη ἱστορία θά ματαιωνόταν. Τά τόσα ἐμπόδια -ἡ ὑπηρεσία στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, ἡ φυλακή καί, ἀργότερα, τό βασιλικό ἀξίωμα- τόν κράτησαν ἐκεῖ, γιά νά πραγματοποιηθοῦν τά μεγάλα σχέδια τοῦ Κυρίου.

Ἄς ἐξετάσουμε πολύ συνοπτικά καί τή ζωή τοῦ πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ. Ὁ ἀδελφός του Ἠσαῦ τόν φθόνησε καί ζητοῦσε νά τόν σκοτώσει, ἀναγκάζοντάς τον ἔτσι νά φύγει ἀπό τήν πατρίδα του. Τί συνέπειες εἶχε αὐτό; Πρῶτα-πρῶτα, ξεφεύγοντας τόν κίνδυνο, βρῆκε ἀσφάλεια καί ἡσυχία. Ὕστερα, ἔμαθε νά ἐμβαθύνει περισσότερο στά πράγματα, κι ἔτσι ἔγινε πιό σοφός. Καί τέλος, ἀξιώθηκε νά δεῖ τό θαυμαστό ἐκεῖνο ὄνειρο μέ τήν κλίμακα.

Ἀλλά, θά μοῦ πεῖτε, στήν ξένη χώρα, τή Μεσοποταμία, ὅπου πῆγε, δούλεψε σκληρά. Καί στήν ἀρχή, βέβαια, βρῆκε γυναίκα νά πάρει, τή Ραχήλ, καί κέρδισε τή συμπάθεια τοῦ πεθεροῦ του, τοῦ Λάβαν, στή συνέχεια ὅμως ὁ Λάβαν τόν ἐξαπάτησε, δίνοντάς του γυναίκα τή μεγαλύτερη κόρη του, τή Λεία. Ναί, ἔτσι ἔγινε, ἄλλα τοῦτο τόν ὠφέλησε, γιατί ἡ Ραχήλ ἦταν στείρα, ἐνῶ ἀπό τή Λεία ἀπέκτησε πολλά παιδιά.

Ἀργότερα ὁ Λάβαν τόν μίσησε. Μά καί τό μίσος αὐτό τοῦ βγῆκε σέ καλό, γιατί ἔγινε ἀφορμή νά γυρίσει στήν πατρίδα του. Ἄν δέν ἀντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στή Μεσοποταμία, δέν θά σκεφτόταν τή Χαναάν. Ὁ Λάβαν τοῦ κατακράτησε τό μισθό τῶν κόπων του. Μήτε κι αὐτό τόν ζημίωσε καθόλου, ἀφοῦ πρόκοψε καί πλούτισε περισσότερο ἀπό τόν πεθερό του.

Τί βλέπουμε, λοιπόν; Ὅσο μεγαλύτερη ἐπιβουλή καί ἐχθρότητα ἀντιμετώπιζε, τόσο περισσότερο προόδευε. Ἄν δέν ἔπαιρνε γυναίκα πρῶτα τή Λεία, δέν θ' ἀποκτοῦσε σύντομα τόσα παιδιά, ἄλλα θά ἦταν γιά χρόνια ἄτεκνος καί θά θρηνοῦσε, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Ραχήλ. Ἄν ὁ Λάβαν δέν τοῦ στεροῦσε τό μισθό του, δέν θά νοσταλγοῦσε τήν πατρίδα του, δέν θά δενόταν πιό στενά μέ τίς γυναῖκες του, δέν θά γύριζε μέ δόξα καί τιμή στή γῆ Χαναάν, δέν θά συναντοῦσε στό δρόμο τούς ἀγγέλους καί τόν ἴδιο τό Θεό.

Ἀξιοθαύμαστο, ἀλήθεια, εἶναι τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς εὐεργετεῖ μέσ' ἀπό γεγονότα πού φαίνονται ὄχι εὐνοϊκά καί εὐχάριστα, ἄλλα ἐνάντια καί δυσάρεστα. Ἄς δοῦμε ἀκόμα μερικά παραδείγματα.

Ὁ Φαραώ πρόσταξε νά ρίχνονται στό ποτάμι τά βρέφη τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἄν δέν γινόταν αὐτό, δέν θά σωζόταν ὁ Μωυσῆς ἀπό τή θυγατέρα τοῦ Φαραώ καί δέν θ' ἀνατρεφόταν στά ἀνάκτορα. Ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, γιά νά δείξει πόσο εὔκολα ἡ σοφία Του καί ἡ παντοδυναμία Του βρίσκουν λύσεις γιά προβλήματα ἄλυτα καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα.

Ἀργότερα ἕνας Ἑβραῖος εἶπε ἀπειλητικά στό Μωυσῆ: "Μήπως θέλεις νά μέ σκοτώσεις;". Καί αὐτό τόν ὠφέλησε, γιατί φοβήθηκε καί ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τήν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἔφυγε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ ὄχι μόνο μακριά ἀπό τούς κινδύνους τῆς Αἰγύπτου ἔζησε, ἀλλά καί ὡρίμασε πνευματικά καί πλουτίστηκε μέ σοφία καί ἀξιώθηκε νά δεῖ τό θαυμάσιο ἐκεῖνο ὅραμα τῆς φλεγόμενης βάτου καί ἔλαβε τή θεία ἐπαγγελία τῆς λυτρώσεως τοῦ λαοῦ του ἀπό τήν τυραννική δουλεία τῶν Αἰγυπτίων.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί μέ τόν Ἀαρών. Ὅταν ἐπαναστάτησαν ἐναντίον του ὁ Κορέ καί ὁρισμένοι ἄλλοι ἄρχοντες τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀμφισβητώντας του τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ὁ Θεός, μέ τό θαῦμα τοῦ ραβδιοῦ πού βλάστησε, τόν ἀνέδειξε λαμπρότερο καί ἐνδοξότερο.

Ἄς θυμηθοῦμε τώρα καί τούς Τρεῖς Παῖδες. Στήν περίπτωσή τους ὁ διάβολος ἔπαθε τό συνηθισμένο του πάθημα, πού ποτέ δέν τοῦ γίνεται μάθημα. Τί δηλαδή; Τά μέσα πού χρησιμοποιεῖ γιά νά πολεμήσει τούς πιστούς, χτυποῦν τελικά τόν ἴδιο καί ἐξουδετερώνουν τή δύναμή του. Αὐτό, φυσικά, γίνεται ὄχι γιατί τό θέλει ἐκεῖνος, ἀλλά γιατί ὁ πάνσοφος Θεός ὁδηγεῖ τά πράγματα ἔτσι, ὥστε τά τεχνάσματα καί τά ὄπλα του νά στραφοῦν ἐναντίον του. Ἔβαλε, λοιπόν, ὁ πονηρός σ' ἐκεῖνον τόν τύραννο, τό Ναβουχοδονόσορ, τή σκέψη νά μήν ἀποκεφαλίσουν τούς ἁγίους οὔτε νά τούς ρίξουν στά θηρία, ἄλλα νά τούς θανατώσουν στή φωτιά. Γιατί; Γιά νά μή μείνει τίποτε ἀπό τά λείψανά τους, γιά νά ἐξαφανιστοῦν τά σώματά τους, γιά ν' ἀνακατευτεῖ ἡ στάχτη ἀπό τά ὀστά τους μέ τή στάχτη ἀπό τά ξύλα. Ἀλλά ὁ Θεός χρησιμοποίησε αὐτόν τόν τρόπο γιά νά νικηθεῖ ἡ ἀσέβεια καί νά κατατροπωθεῖ ἡ εἰδωλολατρία. Ἔτσι ἔκανε τά σώματά τους ἀπρόσιτα στίς φλόγες, διδάσκοντας τούς βαρβάρους ὅτι ἡ φωτιά, πού εἶχε θεοποιηθεῖ στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, φοβᾶται ὄχι μόνο τό Θεό, μά καί τούς δούλους Του.

Στούς διωγμούς, πάλι, τί ἔγινε; Οἱ διῶκτες στράφηκαν μέ ἀπίστευτη μανία ἐνάντια στούς χριστιανούς. Καί ὅμως, ὅλο τους τό μίσος, ὅλη τους ἡ μοχθηρία, ὅλη τους ἡ ἀγριότητα ἀφανίστηκε πιό εὔκολα ἀπ' ὅ,τι ἀφανίζεται ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης, διαλύθηκε πιό γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι διαλύεται ὁ καπνός, σκορπίστηκε πιό γοργά ἀπ' ὅ,τι σκορπίζεται ἡ σκόνη. Ἡ ἐμπάθειά τους ἐνάντια στούς χριστιανούς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ν' ἀναδειχθεῖ ὁλόκληρη χορεία ἀπό μάρτυρες. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία πλουτίστηκε μέ τούς ἀθάνατους καί ἔμψυχους αὐτούς θησαυρούς, πού, ὄχι μόνο στή διάρκεια τῆς ἅγιας ζωῆς τους, ἀλλά καί μετά τήν τελείωσή τους προσφέρουν πλούσια σ' ὅλους μας τόσες οὐράνιες εὐεργεσίες.

Τή δύναμή Του ὁ Θεός τή δείχνει ἰδιαίτερα, ὅταν αὐξηθοῦν οἱ ἐχθροί τῶν πιστῶν δούλων Του.

Ἔτσι, στή δική μας γενιά, ὅταν ἀνέβηκε στό θρόνο ὁ παραβάτης Ἰουλιανός (361-363), αὐτός πού ξεπέρασε ὅλους τούς ἄλλους ἀσεβεῖς στήν ἀσέβεια, ἔγιναν πολλά καί παράδοξα σημεῖα.

Πρῶτα-πρῶτα, μόλις ἔγινε βασιλιάς, ἔπεσε στίς πόλεις μεγάλη πείνα. Κακή ἀρχή μιᾶς κακῆς βασιλείας.

Ἀργότερα, ὅταν ἔδωσε ἐντολή νά ξαναχτιστεῖ ὁ ἰουδαϊκός Ναός τῶν Ἱεροσολύμων, γιά νά διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ, φωτιά ξεπήδησε ἀπό τά θεμέλια κι ἔκανε τούς οἰκοδόμους νά τό βάλουν στά πόδια. Ἔτσι τό σχέδιό του ματαιώθηκε.

Ὅταν, πάλι, ὁ ταμίας του καί ὁ θεῖος του - Ἰουλιανός λεγόταν κι αὐτός- τόλμησαν νά μολύνουν τά ἱερά σκεύη τῶν χριστιανῶν, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά ἀπό τόν Θεό: Τοῦ πρώτου τό σῶμα γέμισε πληγές καί σκουλήκια΄ καί τοῦ δεύτερου τά σπλάχνα χύθηκαν ἔξω. Ἔτσι πέθαναν καί οἱ δύο. Φριχτοί θάνατοι!

Τέλος, σέ ὁρισμένα μέρη, ὅπου τελέστηκαν θυσίες στά εἴδωλα, στέρεψαν οἱ πηγές. Ἄλλο ἕνα θεϊκό σημάδι. Συνηθίζει νά ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός σέ εἰδικές περιστάσεις. Ὅταν τά κακά πληθαίνουν, ὅταν ἡ ἀνομία ἁπλώνεται, ὅταν οἱ δοῦλοι Του κακοποιοῦνται, τότε δείχνει τή μεγάλη Του δύναμη.

Δέν θά παραλείψω ν' ἀναφέρω καί μιάν ἄλλη σοφή ἄλλα καί συνηθισμένη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ: Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε πειρασμούς καί δυσκολίες, δέν ἐπεμβαίνει ἀμέσως γιά νά μᾶς βοηθήσει, ἄλλα πρῶτα μᾶς ἀφήνει νά ταλαιπωρηθοῦμε κάμποσο καιρό κι ὕστερα κάνει τό θαῦμά Του. Γιατί τό κάνει αὐτό; Γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τήν ἀγνωμοσύνη καί τήν ἀχαριστία. Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μόλις περάσουν οἱ συμφορές, ξεχνᾶμε καί τήν πίκρα τους καί τόν Θεό, πού μᾶς λυτρώνει ἀπ' αὐτές. Πολλές φορές, πάλι, νομίζουμε ὅτι μόνοι μας κατορθώσαμε ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά ὅποια δεινά μᾶς βρῆκαν. Γι' αὐτό, λοιπόν, ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς τσακίσουν πρῶτα οἱ δοκιμασίες, κι ὕστερα ἔρχεται νά μᾶς σώσει.

Ὅταν, λ.χ., οἱ Φιλισταῖοι ἀπειλοῦσαν τούς Ἰσραηλίτες καί ὁ Γολιάθ τούς φοβέριζε, ὁ Θεός σχεδίασε νά ὁδηγήσει στήν ἀναμέτρηση τό Δαβίδ καί νά τόν ἀναδείξει νικητή. Δέν πραγματοποίησε, ὅμως, ἐξαρχῆς τό σχέδιό Του. Ἄφησε πρῶτα νά περάσουν σαράντα ὁλόκληρες μέρες. Στό διάστημα αὐτό ὁ ἀλλόφυλος γίγαντας ἔβριζε, περιγελοῦσε καί προκαλοῦσε τούς Ἑβραίους, πού εἶχαν λιώσει ἀπό τό φόβο. Κανένας δέν τολμοῦσε νά τά βάλει μέ τόν τρομερό ἀντίπαλο. Ὅλοι ἀπελπίστηκαν γιά τή σωτηρία τους. Καί τότε μόνο, ὅταν πιά κατάλαβαν τήν ἀδυναμία τους καί πίστεψαν ὅτι χάνονται, ὁ Θεός χάρισε στόν Δαβίδ τή θαυμαστή κι ἀνέλπιστη ἐκείνη νίκη. Ὁ ὑπερφίαλος Γολιάθ σκοτώθηκε καί οἱ Φιλισταῖοι ντροπιάστηκαν.

Σέ κρίσιμες περιστάσεις, ἐμεῖς συνηθίζουμε νά κάνουμε ἀνθρώπινες σκέψεις καί ρηχούς ὑπολογισμούς. Ἔτσι, λ.χ. λέμε: "Ἄν μᾶς ἐπιτεθοῦν ξαφνικά οἱ ἐχθροί καί δέν εἶναι ἕτοιμος ὁ στρατός μας γιά νά τούς ἀποκρούσει, τί θά γίνουμε; Θά μᾶς αἰχμαλωτίσουν ὅλους καί θά καταστρέψουν τή χώρα μας". Μά τί νομίζεις; Ἐπειδή δέν προλαβαίνεις ἐσύ τόν ἐχθρό, δέν τόν προλαβαίνει καί ὁ Θεός; Ἐπειδή δέν εἶσαι ἐσύ «πανταχοῦ παρών», δέν εἶναι καί ὁ Θεός; Ἤ μήπως γι' Αὐτόν ἄλλα εἶναι δυνατά καί ἄλλα ἀδύνατα;

Ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα, μολονότι ἄψυχη, ὑπάκουσε στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί κατάπιε τούς Αἰγυπτίους. Τά ψάρια, μολονότι χωρίς λογικό, ὑπάκουσαν κι αὐτά στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί πιάστηκαν στά δίχτυα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Κι ἕνας ἄγγελος, ὅταν πάρει διαταγή ἀπό τόν Κύριο, μπορεῖ νά ἐξολοθρεύσει ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Κάτι τέτοιο δέν ἔγινε στά χρόνια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα;

Κάποιος Χαναναῖος εἶχε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Νόμιζε πώς εἶναι πολύ σπουδαῖος στρατηγός. Ἐννοῶ τόν Σισάρα, γιά τόν ὁποίο κάνει λόγο καί ὁ ψαλμωδός: «Κάνε, (Κύριε, στούς ἐχθρούς σου) ὅ,τι ἔκανες κάποτε στούς κατοίκους τῆς Μαδιάμ καί στό Σισάρα, ὅ,τι ἔκανες στόν Ἰαβείν στό χείμαρρο Κεισών» (Ψαλμ. 82:10). Ὁ Ἰαβείν ἦταν βασιλιάς τῶν Χαναναίων καί ὁ Σισάρα ἀρχιστράτηγος. Οἱ Ἰσραηλίτες, βλέποντες τά ἐννιακόσια σιδερένια ἅρματα καί τούς ἀναρίθμητους στρατιῶτες τοῦ Σισάρα, κατατρόμαξαν. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός μίλησε μέ τό στόμα μιᾶς προφήτισσας, τῆς Δεββώρας, πού κάλεσε τόν ἀρχηγό τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τοῦ εἶπε: "Μή φοβηθεῖς! Ὁ Θεός θά σοῦ παραδώσει τόν Σισάρα στά χέρια σου. Τό κατόρθωμα, ὅμως, θ' ἀνήκει σέ γυναίκα. Ναί, γυναίκα θά τόν ἐξοντώσει". Καί πράγματι, τόν θανάτωσε ἡ Ἰαήλ. Βλέπεις πῶς τιμωρήθηκε γιά τήν ἀλαζονεία του; Σκοτώθηκε, καί μάλιστα ἀπό γυναικεῖο χέρι. Τόν ἔδεσε ὁ Θεός μέ τά δεσμά τοῦ ὕπνου καί, ὅπως ἦταν κοιμισμένος, ἡ Ἰαήλ τοῦ ἔμπηξε ἕναν πάσσαλο στόν κρόταφο!

Ὅταν ὁ Θεός θελήσει νά μᾶς βοηθήσει, τίποτα δέν μπορεῖ νά Τόν ἐμποδίσει. Φτάνει τότε ἕνα ὅπλο τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἕνα νεῦμα μόνο τοῦ Θεοῦ, γιά νά νικηθοῦν καί οἱ πιό ἰσχυροί ἐχθροί. Ἐμεῖς ἄς προσευχόμαστε στόν Χριστό, λέγοντας: "Κύριε, πές ἕνα λόγο, καί θά σκορπιστοῦν οἱ ἐχθροί Σου. Πές ἕνα λόγο, καί θά σωθεῖ ἡ πόλη Σου. Πές ἕνα λόγο, καί θά νικήσει ὁ λαός Σου". Ἄς Τοῦ λέμε ὅ,τι καί ὁ Δαβίδ: «Νά, οἱ ἐχθροί σου χαλᾶνε τόν κόσμο κι αὐτοί πού σέ μισοῦν σήκωσαν κεφάλι» (Ψαλμ. 82:3). Καί τότε φτάνει μιά γυναίκα σάν τήν Ἰαήλ, μιά σάν τή Δεββώρα ἤ μιά σάν ἐκείνη τήν ἄγνωστη, πού χτύπησε μέ τή μυλόπετρα τόν ἀδελφοκτόνο βασιλιά Ἀβιμέλεχ, γιά νά φέρει τή νίκη.

Ὁ Θεός ἔχει πολλῶν εἰδῶν φάρμακα γιά τή σωτηρία μας. Στόν καθένα δίνει ὅ,τι τοῦ χρειάζεται. Γιατί ὅλοι χρειαζόμαστε κάποιο φάρμακο. «Ποιός θά καυχηθεῖ πώς ἔχει ἁγνή τήν καρδιά; Ἤ ποιός θά πεῖ θαρρετά πώς εἶναι καθαρός ἀπό ἁμαρτίες;» (Παροιμ. 20:9).

Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Κι ἄν μοῦ πεῖς ὅτι ὁ τάδε εἶναι δίκαιος, εἶναι σπλαχνικός, εἶναι φιλάνθρωπος, θά συμφωνήσω. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά μήν ἔχει καί κάποιο ἐλάττωμα. Ἤ ἀπό τήν κενοδοξία θά νικιέται ἤ ἀπό τήν κακολογία ἤ ἀπό κάτι ἄλλο. Ἕνας κάνει ἐλεημοσύνες, ἀλλά δέν εἶναι ἁγνός. Ἄλλος εἶναι ἁγνός, ἀλλά δέν κάνει ἐλεημοσύνες. Ὁ ἕνας ἔχει μία ἀρετή καί ὁ ἄλλος τήν ἄλλη. Ὁ Φαρισαῖος νήστευε, προσευχόταν, δέν ἀδικοῦσε κανέναν, τηροῦσε τό νόμο. Εἶχε ὅμως ἀλαζονεία. Ἔτσι καταδικάστηκε ἀπό τόν Κύριο, γιατί ἡ ἀλαζονεία τόν ζημίωσε περισσότερο ἀπ' ὅσο θά τόν ζημίωναν ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες μαζί.

Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, ἄνθρωπος ἀπόλυτα δίκαιος, ἀπόλυτα ἐνάρετος, ἀπόλυτα καθαρός ἀπό ἁμαρτία. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δέν ὑπάρχει ἁμαρτωλός ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει κι ἕνα μικρό, ἔστω, καλό. Κάποιος, λ.χ., κάνει ἁρπαγές καί καταστροφές. Μερικές φορές, ὅμως, δείχνει καλοσύνη, βοηθάει ἕναν ἄνθρωπο, λυπᾶται γιά τό κακό.

Ποιός ἦταν σκληρότερος ἀπό τόν ἅρπαγα βασιλιά Ἀχαάβ; Καί ὅμως, ἀκόμα κι αὐτός ἐνίωσε κάποτε συντριβή καί κατάνυξη. Ποιός ἦταν χειρότερος ἀπό τόν φιλάργυρο καί προδότη Ἰούδα; Καί ὅμως, ἀκόμα κι αὐτός, μετά τήν προδοσία του, εἶπε: «Ἁμάρτησα, γιατί ἔστειλα στό θάνατο ἕναν ἀθῶο» (Ματθ. 27:4).

Στή ζωή αὐτή ἐφαρμόζεται σ' ὅλους ὁ νόμος τῆς ἀνταποδόσεως. Γι' αὐτό οἱ ἐνάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις. Γι' αὐτό οἱ ἄδικοι ἀπολαμβάνουν ἀγαθά. Οἱ πρῶτοι τιμωροῦνται ἐδῶ γιά τίς λίγες ἁμαρτίες τους κι ἔτσι δέν θά στερηθοῦν τόν παράδεισο. Οἱ δεύτεροι ἀμείβονται ἐδῶ γιά τίς λίγες καλές τους πράξεις, καί θά τιμωροῦνται αἰώνια γιά τήν πολλή κακία τους.

Ὅταν ὑποφέρουμε ἄδικα, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτό συμβαίνει μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, εἴτε γιά νά ξεχρεώσουμε ἁμαρτίες εἴτε γιά νά πάρουμε στεφάνια. Ὁ βασιλιάς Δαβίδ, ὅταν ὁ Σεμεΐ τόν ἔλουζε μέ βρισιές καί κατάρες, δέν ἄφησε κανένα νά τόν πειράξει «Ἀφῆστε τον», εἶπε, «νά μέ βρίζει, γιά νά δεῖ ὁ Κύριος τήν ταπείνωσή μου καί νά μοῦ ἀνταποδώσει καλό γιά τίς κατάρες πού δέχομαι σήμερα» (Β' Βασ. 16:11-12). Καί γιά τόν ἀκόλαστο ἐκεῖνο Κορίνθιο τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Νά παραδοθεῖ στό σατανᾶ, γιά νά τοῦ ἀφανίσει τό σῶμα καί νά σωθεῖ ἔτσι ἡ ψυχή του» (πρβλ. Α' Κορ. 5:5). Ἀλλά καί ὁ φτωχός Λάζαρος τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς γι' αὐτόν τό λόγο πῆγε στόν τόπο τῆς εὐφροσύνης, ἐπειδή ὑπέφερε τόσα καί τόσα στή ζωή του.

Πολλοί νομίζουν πώς εἶναι ὁπωσδήποτε ἁμαρτωλός ἐκεῖνος πού ὑποφέρει. Ὑποθέτουν, ἀνόητα ὅμως καί ἀβάσιμα, πώς οἱ συμφορές ἔρχονται πάντα σάν τιμωρία γιά τήν παράβαση τοῦ θείου νόμου. Αὐτό ἔγινε στή περίπτωση τοῦ δίκαιου καί πολυβασανισμένου Ἰώβ. Οἱ τρεῖς φίλοι του, πού τόν ἐπισκέφθηκαν στή διάρκεια τῆς δοκιμασίας του, μολονότι δέν ἤξεραν καμιάν ἁμαρτία του, τοῦ ἔλεγαν: «Δέν εἶναι μεγάλη ἡ κακία σου καί ἀνυπολόγιστες οἱ ἁμαρτίες σου;» (Ἰώβ 22:5).

Μά κι ὁ Σεμεΐ, πού ἀνέφερα πιό πρίν, γιατί ἔβριζε τόν Δαβίδ; Ἐπειδή τότε εἶχε ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ ὁ γιός του Ἀβεσσαλώμ. Καθώς, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά ξεφύγει ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ γιοῦ του, πού τόν καταδίωκαν γιά νά τόν ἐξοντώσουν, ὁ Δαβίδ συνάντησε τόν Σεμεΐ. Κι ἐκεῖνος νόμιζε πώς ὁ βασιλιάς, γιά νά βρεθεῖ σ' αὐτή τή δοκιμασία, ἦταν φονιάς. Νά γιατί ἄρχισε νά τόν βρίζει καί νά τόν καταριέται.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν βρέθηκε στό νησί Μελίτη, μετά τό ναυάγιο τοῦ πλοίου πού τόν μετέφερε στή Ρώμη. Μιά ὀχιά τόν δάγκωσε τότε στό χέρι. Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, βλέποντας τό ἑρπετό νά κρέμεται ἀπό τό χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ὁπωσδήποτε φονιάς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Σώθηκε ἀπό τή θάλασσα, ἀλλά ἡ θεία δίκη δέν τόν ἄφησε νά ζήσει» (Πράξ. 28:4).

Καί σήμερα ἀκούω πολλούς νά λένε: "Ἄν ὁ Θεός ἀγαποῦσε τούς φτωχούς, δέν θά τούς ἔκανε φτωχούς". Καί ἄλλους, βλέποντας ἕναν ἐλεήμονα ἄνθρωπο νά ὑποφέρει ἀπό βαρειά ἀρρώστια, νά ρωτᾶνε: "Τί ἔγιναν οἱ ἐλεημοσύνες του; Τί ἔγιναν οἱ καλοσύνες του;". Ἀνόητες ἐρωτήσεις.

Πῶς κατηγορεῖς, ἄνθρωπέ μου, τό Θεό μέ τόση εὐκολία καί ἐπιπολαιότητα; Μπορεῖ ποτέ ὁ Θεός νά μισεῖ τούς φτωχούς, καί μάλιστα τούς ἐνάρετους, καί ν' ἀγαπάει τούς πλουσίους, καί μάλιστα τούς κακούς καί ἄσπλαχνους; Γιά νά μήν ἁμαρτάνεις μέ τέτοιες βλάσφημες ἄλλα καί παράλογες σκέψεις, θά σοῦ ἐξηγήσω τί ἀγαπάει καί τί ἀποστρέφεται ὁ Θεός.

Ὁ Θεός ἀγαπάει ὅποιον τηρεῖ τίς ἐντολές Του. «Αὐτόν», λέει, «θά τόν ἀγαπήσω καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου» (Ἰω. 14:21). Ὄχι αὐτόν πού ἔχει πλούτη, ὄχι αὐτόν πού ἔχει ὑγεία, μά αὐτόν «πού κρατάει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ». Καί ποιόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός; Αὐτόν πού δέν τηρεῖ τίς ἐντολές Του.

Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιον πού περιφρονεῖ τό θέλημα καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ, εἴτε πλούσιος εἶναι, εἴτε ὑγιής, νά μήν ἀμφιβάλλεις ὅτι τόν ἀποστρέφεται ὁ Κύριος. Ἀπεναντίας, τόν ἐνάρετο καί εὐσεβῆ, εἴτε φτωχός εἶναι, εἴτε ἄρρωστος, τόν ἀγαπάει. Δέν ἄκουσες τί λέει ἡ Γραφή; «Παιδεύει ὁ Κύριος ὅποιον ἀγαπάει καί μαστιγώνει ὅποιον ἀναγνωρίζει γιά παιδί του» (Παροιμ. 3:12). Θά μοῦ πεῖς, βέβαια, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι σκανδαλίζονται μ' αὐτό. Φταίει τό μυαλό τους. Γιατί δέν κάνουν τήν ἁπλή τούτη σκέψη: Ἡ ἀμοιβή δέν δίνεται στήν παροῦσα ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό στάδιο τῶν ἀγώνων. Τά βραβεῖα καί τά στεφάνια θά δοθοῦν στήν ἄλλη ζωή.

Δέν πρέπει νά λυπόμαστε γι' αὐτούς πού δοκιμάζονται καί ὑποφέρουν, ἀλλά γι' αὐτούς πού, ἐνῶ ἁμαρτάνουν, δέν τιμωροῦνται. Οἱ τιμωρίες, ἄλλωστε, ἐμποδίζουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί ὁδηγοῦν στήν ἀρετή. "Ἄν ὅμως εἶναι ἔτσι", θά μοῦ πεῖτε, "ἄν πράγματι ἀπομακρύνουν τό κακό οἱ τιμωρίες, τότε γιατί νά μή μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός γιά κάθε ἁμαρτία μας;". Θά σᾶς ἀπαντήσω: Ἄν ὁ Θεός τιμωροῦσε τόν κάθε ἄνθρωπο γιά κάθε ἁμαρτία του, ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη θ' ἀφανιζόταν καί ἡ δυνατότητα τῆς μετάνοιας θά χανόταν. Κοίτα, λ.χ., τήν περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄν ὁ Θεός τόν τιμωροῦσε γιά τό διωγμό τῶν χριστιανῶν, ἄν πολύ περισσότερο τόν θανάτωνε, πῶς θά μποροῦσε νά μετανοήσει, νά πραγματοποιήσει τόσα θεάρεστα ἔργα καί νά ὁδηγήσει τήν οἰκουμένη ἀπό τήν πλάνη στήν ἀλήθεια; Δές καί τούς γιατρούς, πῶς ἐνεργοῦν. Ὅταν παρουσιαστεῖ κάποιος βαριά πληγωμένος, ἐφαρμόζουν θεραπευτική ἀγωγή ἀνάλογη ὄχι μέ τόν ἀριθμό καί τό μέγεθος τῶν πληγῶν, ἄλλα μέ τήν ἀντοχή τοῦ ὀργανισμοῦ. Γιατί ποιά ἡ ὠφέλεια, ἄν κλείσουν οἱ πληγές ἀλλά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος;

Γι' αὐτό καί ὁ Θεός οὔτε ὅλους μαζί τούς ἁμαρτωλούς τιμωρεῖ οὔτε ἀνάλογα μέ τ' ἁμαρτήματά τους. Οἱ τιμωρίες Του εἶναι σταδιακές, μεθοδικές καί σκόπιμες. Πολλές φορές, τιμωρώντας ἕναν ἄνθρωπο, συνετίζει πολλούς. Κάτι τέτοιο κάνουν καί οἱ γιατροί, ὅταν κόβουν ἕνα σάπιο μέλος γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν ὑγεία στό ὑπόλοιπο σῶμα.

Ὅταν βλέπεις ἕναν μέθυσο νά γίνεται νηστευτής ἤ ἕναν αἰσχρολόγο νά ψάλλει θείους ὕμνους, νά θαυμάζεις τή μακροθυμία τοῦ Κυρίου, νά ἐγκωμιάζεις τή μετάνοια καί νά λές μαζί μέ τόν ψαλμωδό: «Αὐτή ἡ ἀλλοίωση εἶναι ἔργο τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76:11). Δηλαδή, τή θαυμαστή αὐτή μεταβολή τήν πραγματοποίησε τό δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ, ἡ δυνατή ἐπέμβαση καί ἐνέργειά Του.

Κάθε ἔργο πού ἀποσκοπεῖ στή σωτηρία ψυχῶν, δέχεται ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθέσεις. Μόλις γεννήθηκε ὁ Χριστός, ξέσπασε ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη.

Κι ἔσυ, ἄν ἀξιωθεῖς κάποτε νά ὑπηρετήσεις μ' ὁποιονδήποτε τρόπο τό Θεό, θά ὑποφέρεις πολύ, θά πονέσεις πολύ, θά κινδυνέψεις πολύ. Μήν ξαφνιαστεῖς. Μήν ταραχθεῖς. Μήν ἀναρωτηθεῖς: Ἐγώ ἐκτελῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί θά ἔπρεπε νά δοξάζομαι γι' αὐτό καί νά στεφανώνομαι. Γιατί, λοιπόν, ὑποφέρω; Νά θυμηθεῖς τότε τό Χριστό, πού διώχθηκε ὥς τό θάνατο, καί μᾶς προειδοποίησε: «Ἄν ἐμένα καταδίωξαν, θά καταδιώξουν κι ἐσᾶς» (Ἰω. 15:20). Μᾶς ἔδωσε, ὅμως, καί μιάν ὑπόσχεση: «Ὅποιος μείνει σταθερός ὥς τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ» (Ματθ. 10:22). Ἄν κάποιος φροντίζει γιά τή σωτηρία του, εἶναι ἀδύνατο νά χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν θά τόν ἐγκαταλείψει στίς δυσκολίες καί τούς κινδύνους. Τί εἶπε ὁ Κύριος στόν Πέτρο; «Σίμων, Σίμων! Ὁ σατανᾶς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάσει σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα γιά σένα, νά μή σ' ἐγκαταλείψει ἡ πίστη σου» (Λουκ. 22:32).

Ὅταν δεῖ ὁ Θεός ὅτι τό φορτίο τῶν πειρασμῶν ξεπερνάει τίς δυνάμεις μας, ἁπλώνει τό χέρι Του καί μᾶς ξαλαφρώνει ἀπό τό περίσσιο βάρος. Ἄν, ὅμως, δεῖ ὅτι ἀδιαφοροῦμε γιά τή σωτηρία μας, μᾶς ἐγκαταλείπει ἀβοήθητους.

Δέν πιέζει καί δέν ἀναγκάζει κανέναν ὁ Θεός. Γιά τούς ἀπρόθυμους καί ἀδιάφορους ἀδιαφορεῖ. Ἀντίθετα, τούς πρόθυμους καί καλοπροαίρετους τούς τραβάει κοντά Του μέ πολύ πόθο. Ὁ ἀπόστολος λέει: «Ὁ Θεός δέν κάνει διακρίσεις, ἀλλά δέχεται τόν καθένα, σ' ὅποιον λαό κι ἄν ἀνήκει, ἀρκεῖ νά Τόν σέβεται καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημά Του» (Πράξ. 10:34-35).

(Ἀπό τό βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ», Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ) (Πηγή: alopsis.gr).
Πηγή: Εγκόλπιον Ορθοδοξίας”




Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ (Ἃγιος Ίωάννης Χρυσόστομος)




ΠΟΛΛΟΙ χριστιανοί, αγνοώντας τη μεγάλη ωφέλεια της νηστείας, την τηρούν με δυσφορία ή και την αθετούν. Και όμως, τη νηστεία πρέπει να τη δεχόμαστε με χαρά, όχι με βαρυγγώμια ή φόβο. Γιατί δεν είναι σ’ εμάς φοβερή, αλλά στους δαίμονες. Φέρτε την μπροστά σ’ έναν δαιμονισμένο, και θα παγώσει από το φόβο, θα μείνει ακίνητος σαν πέτρα, θα δεθεί με δεσμά αόρατα, όταν μάλιστα δει να τη συνοδεύει η αδελφή της και αχώριστη συντρόφισσά της, η προσευχή. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε: «Το δαιμονικό γένος δεν βγαίνει από τον άνθρωπο, στον οποίο έχει μπει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17:21)

Αφού λοιπόν, η νηστεία διώχνει μακριά τους εχθρούς της σωτηρίας μας και είναι τόσο φοβερή στους δυνάστες της ζωής μας, πρέπει να την αγαπάμε και όχι να τη φοβόμαστε. Αν κάτι πρέπει να φοβόμαστε, αυτό είναι η πολυφαγία, προπαντός όταν συνδυάζεται με τη μέθη. Γιατί αυτή μας δένει πισθάγκωνα και μας σκλαβώνει στα τυραννικά πάθη, ενώ η νηστεία, απεναντίας, μας απαλλάσσει από την τυραννία των παθών και μας χαρίζει την πνευματική ελευθερία. Όταν, λοιπόν, και εναντίον των εχθρών μας πολεμάει κι από τη δουλεία μας λυτρώνει και στην ελευθερία μας ξαναφέρνει, ποιάν άλλη απόδειξη της αγάπης της χρειαζόμαστε;

Δεν είναι μόνο οι μοναχοί που έχουν σ’ όλη τους την ισάγγελη ζωή σύντροφο τη νηστεία, μα και πολλοί κοσμικοί χριστιανοί, που με τα φτερά της έχουν ανέβει κι αυτοί σε ύψη ουράνιας φιλοσοφίας.

Σας θυμίζω πως οι δύο κορυφαίοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας, μολονότι και από άλλες αρετές είχαν πολλή παρρησία στον Θεό, όποτε ήθελαν να μιλήσουν μαζί Του, στη νηστεία κατέφευγαν. Αυτή τους οδηγούσε κοντά στον Κύριο…

…“Τη φοβόμαστε” θα πεις, “γιατί φθείρει και εξασθενίζει το σώμα”. Θα μπορούσα να σου απαντήσω ότι τόσο ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα, φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός, δηλαδή η ψυχή, μέρα με τη μέρα ανανεώνεται (πρβλ. Β΄ Κορ. 4:16). Από το άλλο μέρος, όμως, αν θελήσεις να εξετάσεις καλά το πράγμα, θα διαπιστώσεις πως η νηστεία περιφρουρεί και τη σωματική υγεία. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, ρώτησε τους γιατρούς, και καλύτερα θα σου τα πουν αυτοί, που ονομάζουν την ολιγοφαγία μητέρα της υγείας, ενώ απεναντίας, λένε πως από την πολυφαγία προέρχονται πάρα πολλές αρρώστιες, οι οποίες, σαν αυλάκια νερού που πηγάζουν από μολυσμένη πηγή, καταστρέφουν το σώμα.

Ας μη φοβώμαστε, λοιπόν, τη νηστεία, που από τόσα κακά μας απαλλάσσει. Αυτό δεν το λέω χωρίς λόγο. Βλέπω πολλούς ανθρώπους να ρίχνονται ασυγκράτητα στο φαγητό και το πιοτό τόσο πριν όσο μετά τη νηστεία, καταστρέφοντας την ωφέλειά της. ‘Έτσι, δηλαδή, γίνεται στην ψυχή ό,τι και σ’ ένα άρρωστο σώμα, που, μόλις αρχίσει να συνέρχεται και κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, του δίνει κάποιος μια δυνατή κλωτσιά και το ρίχνει κάτω χειρότερα. Κάτι τέτοιο λοιπόν, γίνεται και στην ψυχή μας, όταν πριν ή μετά τη νηστεία επισκιάσουμε τη νηφαλιότητα, που χαρίζει αυτή, με το σκοτισμό, που φέρνει η κραιπάλη.

Αλλά και όταν νηστεύουμε, δεν φτάνει η αποχή από ορισμένες τροφές, για να ωφεληθούμε ψυχικά. Υπάρχει κίνδυνος, τηρώντας τις νηστείες της Εκκλησίας, να μην κερδίσουμε τίποτα. Πώς; Όταν μένουμε μακριά από τα φαγητά, δεν μένουμε όμως μακριά από την αμαρτία∙ όταν δεν τρώμε κρέατα, τρώμε όμως το βιός των φτωχών∙ όταν δεν μεθάμε με κρασί, μεθάμε όμως με την πονηρή επιθυμία∙ όταν περνάμε τη μέρα νηστικοί, βλέποντας όμως αισχρά θεάματα. Έτσι η νηστεία μας είναι ανώφελη. Γι’ αυτό ας τη συνδυάσουμε με τον πόλεμο εναντίον των παθών, με την εγκράτεια από κάθε αμάρτημα, με την προσευχή και τον πνευματικό αγώνα. Έτσι μόνο θα έχει καρπούς και θα είναι μια θυσία ευάρεστη στο Θεό. 

(Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄- ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ)


Πηγή: www.alopsis.gr

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Είναι όντως συγκλονιστικό αυτό που αναφέρει
ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:

«Μου αναπτέρωσες πολύ το κουράγιο και μ’ έκανες να σκιρτώ από χαρά γιατί, αφού μου ανήγγειλες τα δυσάρεστα, πρόσθεσες τη φράση, που πρέπει να λέμε σε όλα όσα συμβαίνουν:

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» (δηλ. Δόξα στον Θεό για όλα)

Αὐτὴ ἡ φράσις εἶναι θανατηφόρον πλῆγμα διὰ τὸν διάβολον· ἐξαλείφει τὴν ταραχήν καί φέρνει γαλήνη εἰς τὴν ψυχήν.

Είναι πολύ μεγάλη γι’ αυτόν που την λέει σε κάθε κίνδυνο, προϋπόθεση ασφάλειας κι ευχαρίστησης.

Γιατί μόλις την απαγγείλει κανείς, αμέσως διασκορπίζεται το σύννεφο της λύπης.

Μην παύσεις να την λες και να ασκείς και τους άλλους σ’ αυτό.

Έτσι και η φουρτούνα που μας βρήκε, κι αν ακόμη γίνει μεγαλύτερη, θα μεταβληθεί σε γαλήνη.

  Έτσι κι όσοι δοκιμάζονται θα πάρουν μεγαλύτερη αμοιβή παράλληλα προς την απαλλαγή τους απ’ τα δεινά.

Αυτή η φράση ανέδειξε τον Ιώβ νικητή, αυτή η φράση έτρεψε σε φυγή τον διάβολο, κι αφού τον γέμισε από ντροπή τον έκανε να αναχωρήσει, αυτή είναι εξάλειψη κάθε ταραχής…»

                                  [Απ’ την 193 Επιστολή του] 
     
Λέγει ὁ Ἰωσὴφ εἰς τοὺς ἀδελφούς του: «Νὰ μὴν ὀργίζεσθε καθ’ ὁδὸν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου», ἀλλὰ ἀφοῦ σκεφθῆτε ὅτι δέν σᾶς κατελόγισα καμμίαν κατηγορίαν, διὰ ὅσα ἐκάματε εἰς βάρος μου, καὶ ἐσεῖς νὰ ἔχετε ἀγάπην μεταξύ σας (Γεν. 45, 24).

 Ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ θαυμάσῃ ἐπάξια τὴν ἀρετὴν τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἀνδρός, πού ἐξεπλήρωσεν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν φιλοσοφίαν τῆς Καινῆς Διαθήκης; (φιλοσοφία: Εἰς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ὁ ὅρος σημαίνει γενικῶς τὴν Χριστιανικὴν Θεολογίαν καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ἄσκησιν καὶ ζωήν).

Καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον συνιστᾶ ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς Ἀποστόλους λέγων: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, καὶ νὰ εὔχεσθε διὰ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σᾶς καταρῶνται» (Ματθ. 5, 44), αὐτὸ καὶ ἀκόμη περισσότερον ἔκαμεν ὁ μακάριος Ἰωσήφ.

Πράγματι ὄχι μόνον ἔδειξε τόσον μεγάλην ἀγάπην πρὸς τοὺς φονεῖς ἀδελφούς του ἀλλὰ καὶ κάμνει τὸ πᾶν, ὥστε νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ, ὅτι δὲν ἔκαμαν τίποτε τὸ κακὸν εἰς βάρος του.

Ὦ ὑπερβολικὴ εὐσέβεια! Ὦ μεγάλη εὐγνωμοσύνη καὶ ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν! Διότι λέγει, μήπως ἐσεῖς τὰ ἐκάματε αὐτά; Ἡ φροντὶς τοῦ Θεοῦ δι’ ἐμένα ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ὅλα αὐτά, ὥστε καὶ νὰ ἐπαληθεύσῃ τὰ ὄνειρά μου, καὶ νὰ γίνω ἀφορμὴ τῆς σωτηρίας σας.

Τὸ νὰ εὑρεθῶμεν λοιπὸν ὅλα τὰ ἀδέλφια ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ πειρασμῶν αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις τῆς φροντίδος καὶ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ διὰ ἡμᾶς.

 Νὰ μὴν ἐπιζητῶμεν λοιπὸν μὲ κάθε τρόπον τὴν ἄνεσιν καὶ τὴν ἡσυχίαν μας, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη ἔχωμεν κάθε ἄνεσιν καὶ ὅταν ἀντιμετωπίζωμεν θλίψεις νὰ ἀναπέμπωμεν μὲ τὸν ἴδιον τρόπον τὴν εὐχαριστίαν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε βλέπων τὴν εὐγνωμοσύνην μας νὰ δείξη μεγαλυτέρα φροντίδα διὰ ἡμᾶς, τὴν ὁποίαν εὔχομαι νὰ ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ… (Κάθε δυσάρεστον συμβὰν νὰ τὸ ἐπισφραγίζωμεν μὲ τὴν φράσιν αὐτήν: «ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΕΚΕΝ».

Εἶναι γνωστὸν ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ αὐτὴ τὴν φράσιν παρέδωκε εἰς τὴν ἐξορίαν τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Θεόν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο :Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2000 μ.Χ. 


Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ; (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρισοστόμου)



Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί.
Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει.
Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.
Πως λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος;
Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που και εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία.

Σε ποιό λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα;
Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία.
Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού.
Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας.
Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους.
Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα.
Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες.
Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο.
Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!
Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους.
Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν.
Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει.
Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ο,τι δημιούργησαν.
Και αυτό το παθαίνουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα.
Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ’ όνομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.
Αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους, που πρώτα μ’ ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πόλεμο ολόκληρες στρατιές. Σ' εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους.
Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο.

Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση:
Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν.
Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς.
Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης.
Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού.

Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν.
Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων.
Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του.
Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.
Και πως φαίνεται αυτό;
Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου.
Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους.
Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.
Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδεκα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομολογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας;
Βλέπεις την εκπλήρωσή της;
Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ’ όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τι λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.
Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο.
Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει.
Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλαδή δυό ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή.
Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ’ αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη.
Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα.
Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία.
Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις.
Και μάλιστα οδηγούσε σ’ αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων.
Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ’ άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό.
Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο.
Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!
Πόσους έπεισε;
Όχι μόνο δυό η δέκα η είκοσι η εκατό, αλλ´ αμέτρητους.
Και με ποιούς τους έπεισε;
Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέργητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χωρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα.
Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι.
Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες.
Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ' όλες τις άλλες γλώσσες.
Μ' αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης.

Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν’ αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους.
Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους.
Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη.
Αλλά τι λέω για έθνη και πόλεις;
Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους.
Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα.
Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους.
Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις.
Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδιους, αλλά - πράγμα φοβερό - καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δηλαδή που μόλις είχαν πιστέψει.
Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περιφρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο.
Να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έλαβε ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικάστηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δεινά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τάφο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση.
Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές.
Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικοδομούσαν την Εκκλησία.
Πως; Με ποιόν τρόπο;
Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη.
Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο.
Αυτός διευκόλυνε το δύσκολο έργο τους.
Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ’ άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού.
Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ’ αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος.
Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύονταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν.
Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοινοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρχονταν στην Εκκλησία.
Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανιστήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότεροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι!
Μόνοι τους έτρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών.

Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ’ αυτά τα θαύματα; 
Πως είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια;
Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν!
Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού» (Πραξ. 5:41).
Κι ενώ ούτ’ ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι απόστολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ’ όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέτρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν’ ακολουθούν τη ζωή της αρετής.
Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκκλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκωσαν εναντίον της...

Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πολεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.
Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επιθέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστηκαν σαν καπνός.
Άλλα και όσα σχεδίαζαν εναντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς.
Γιατί δημιούργησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκκλησίας.

Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας;
Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν».
Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα.
Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία.
Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πόλεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεσηκώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ’ όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.

Πως πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια;
Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντελώς ανίκανος να σκέφτεται.

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Τί πρέπει νά κάνει ὁ χριστιανός γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή; (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)



Ο Χριστιανός, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, πρέπει:


 Μ’ όλη του την ψυχή ν’ αγαπάει το Θεό και να τηρεί τις εντολές Του. Ν’ αγαπάει, επίσης, το συνάνθρωπό του όπως και τον εαυτό του. Γιατί ο Κύριος είπε: «Θα μείνετε πιστοί στη αγάπη μου, αν τηρήσετε όλες τις εντολές μου» (Ιω. 15:10 ). Και: «Έτσι, θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο» (Ιω. 13:35).

Να ταπεινώνει την ψυχή του μπροστά στον Θεό και ποτέ να μην ταπεινώνει τον πλησίον του. Γιατί «καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την καταφρονήσει» (Ψαλμ. 50:19). Να πενθεί για τις αμαρτίες του. Να θλίβεται πικρά για τις αμαρτίες του πλησίον του. Να χαίρεται, όταν ο πλησίον του είναι ευτυχισμένος, και να μην τον φθονεί για την ευτυχία του. Να δέχεται με υπομονή και να συμβουλεύει με καλοσύνη όσους του εναντιώνονται. Να επιδιώκει πάντα τη εκτέλεση δικαίων και θεάρεστων έργων, που συντελούν στη διατήρηση της καθαρότητος της ψυχής.



 Να αισθάνεται ευσπλαχνία για τους δυστυχισμένους. Να εργάζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις για την ειρήνη, όπως τη θέλει ο Κύριος∙ γιατί έτσι θα ονομαστεί παιδί του Θεού (Ματθ. 5:9). Να μη δειλιάζει όταν βρίζεται, όταν κατηγορείται, όταν κατατρέχεται, ακόμα και όταν θανατώνεται για τη δικαιοσύνη του Θεού και την ομολογία της πίστεως στο Χριστό.


 Να πολεμάει κάθε αιρετική διδασκαλία και να δέχεται την ορθή πίστη της αγίας Εκκλησίας μας για τον Τριαδικό Θεό.


 Ν’ αγαπάει την αλήθεια και να μη μολύνει ποτέ τη γλώσσα του με το ψέμα. Να μην κάνει ποτέ κακό στον πλησίον του.


 Να μην κατηγορεί. Να μην κοροϊδεύει. Να μην κάνει τίποτε απ’ όσα απαγορεύει ο νόμος του Θεού.


 Να δίνει ελεημοσύνη έστω από το υστέρημά του, χωρίς να ζητάει από τους άλλους ενίσχυση για την καλή αυτή πράξη.


 Να δίνει ευχές, όταν του δίνουν κατάρες. Αν κάποιος τον πάρει αγγαρεία για ένα μίλι, να πάει μαζί του δύο (Ματθ. 5:41), δίχως να βαρυγγωμήσει ή να ξεστομίσει κακό λόγο. Να μην ορκίζεται ποτέ, αλλά να εφαρμόζει την παραγγελία του Κυρίου: «Το «ναι» σας να είναι ναι και το «όχι» σας να είναι όχι» (Ματθ. 5:37).


 Να υμνολογεί το Θεό και να προσεύχεται σ’ Αυτόν με κατάνυξη.


 Να συλλογίζεται πάντα το θάνατό του, τη μέλλουσα κρίση και την απολογία που θα δώσει για τα έργα του. Να συλλογίζεταιπάντα τις αμαρτίες του, παρακαλώντας το Θεό να του τις συγχωρήσει.


 Να κάνει με ζήλο καλές πράξεις, χωρίς όμως να καυχιέται γι’ αυτές, όπως ο Φαρισαίος.


 Να αποφεύγει τη λαιμαργία, τη μέθη, την επιορκία, την άσκοπη φλυαρία, το φθόνο, τις διαμάχες, την κακεντρέχεια, την πλεονεξία, την αισχροκέρδεια, την οργή, την πορνεία, τη μοιχεία και, γενικά, την ασέλγεια.


 Να μην έχει καμιά σχέση με τη μαγεία, να μη χρησιμοποιεί μαγικά και να μην καταφεύγει ποτέ σε μάγους, μάντεις και γητευτές. Να διατηρεί τον εαυτό του αγνό, ώστε να μεταλαμβάνει άξια το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.


 Να συντρέχει τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους. Να μην αρνείται τη βοήθειά του σ’ εκείνον που την χρειάζεται. Να δίνει δανεικά δίχως τόκο σ’ εκείνον που του ζητάει, γιατί, όσα έχει, από το Θεό τα έχει και σ’ Αυτόν ανήκουν.


 Να λυπάται ως ψυχικά τυφλούς τους εχθρούς της πίστεως και ν’ αγωνίζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις για το φωτισμό τους, να φεύγει μακριά όμως, από κείνους που εμμένουν στην τύφλωσή τους.


 Να παραμένει σταθερά αγαθός, ευσεβής, αγνός κι αφοσιωμένος στο Θεό. Να κατευθύνεται σε κάθε ενέργειά του από την ενθύμηση και το θέλημα του Κυρίου, σύμφωνα με το ψαλμικό: «Βλέπω τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου» (Ψαλμ. 15:8).


 Να μη διατηρεί μνησικακία στην ψυχή του, αλλά να συγχωρεί αμέσως εκείνον που του φταίει. Γιατί ο Κύριος είπε: «Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας» (Ματθ. 6:14).


 Να κρίνει με δικαιοσύνη και φόβο Θεού. Να μην κατακρίνει, να μην περιφρονεί και να μην εξευτελίζει τον πλησίον για τ’ αμαρτήματά του. Γιατί ο Κύριος είπε: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός» (Ματθ. 7:1).


Να σωφρονίζει τον πλησίον με αγάπη. Να υπερασπίζει τον αδικημένο. Να προστατεύει τον αδύνατο. Να βοηθάει τον ανάπηρο. Να νουθετεί τον παραστρατημένο.


Να αγαπά την ανάγνωση πνευματικών βιβλίων, την ακρόαση του θείου λόγου και τις ψυχωφελείς συζητήσεις.


Να τιμά τους γονείς του και να μην τους κακολογεί ποτέ.


Να συχνάζει στις ιερές ακολουθίες, που τελούνται στο ναό. Να μην αμφιβάλλει για τα θαύματα, που γίνονται από το Θεό σε κάθε εποχή.



 Όταν ο άνθρωπος ζει μ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας παντοτινά το Θεό στην καρδιά του με επίγνωση, θα κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών, που έχει ετοιμαστεί για τους αγίους από την αρχή του κόσμου και που εύχομαι να κληρονομήσουμε όλοι μας, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.



(Από το βιβλίο «Θέματα ζωής Β’» Από τις ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)


Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ (Ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




«Ἡ χριστιανική ἀγάπη»


Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 

Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅπου εἶναι συναγμένοι δύο ἤ τρεῖς στό ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι κι ἐγώ ἀνάμεσά τους» (Ματθ. 18, 20).

Ὥστε, λοιπόν, δέν βρίσκονται δύο-τρεῖς ἑνωμένοι στό ὄνομά Του; Βρίσκονται, ἀλλά σπάνια. Ἄλλωστε δέν μιλάει γιά μιάν ἁπλή τοπική σύναξη καί ἕνωση ἀνθρώπων. Δέν ζητάει μόνο αὐτό. Θέλει, μαζί μέ τήν ἕνωση, νά ὑπάρχουν στούς συναγμένους καί οἱ ἄλλες ἀρετές. Μ’ αὐτά τά λόγια, δηλαδή, θέλει νά πεῖ: «Ἄν κάποιος θά ἔχει Ἐμένα σάν βάση καί προϋπόθεση τῆς ἀγάπης του στόν πλησίον, καί μαζί μ’ αὐτήν τήν ἀγάπη ἔχει καί τίς ἄλλες ἀρετές, τότε θά εἶμαι μαζί του».

Τώρα, ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν ἄλλα κίνητρα. Δέν βασίζουν στόν Χριστό τήν ἀγάπη τους. Ὁ ἕνας ἀγαπάει κάποιον, γιατί κι ἐκεῖνος τοῦ δείχνει ἀγάπη· ὁ ἄλλος ἀγαπάει ἐκεῖνον πού τόν τίμησε· καί ὁ ἄλλος ἀγαπάει ἐκεῖνον πού τοῦ φάνηκε χρήσιμος σέ μιάν ὑπόθεσή του. Εἶναι δύσκολο νά βρεῖς κάποιον πού ν’ ἀγαπάει τόν πλησίον μόνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, γιατί σύνδεσμος τῶν ἀνθρώπων εἶναι συνήθως τά ὑλικά συμφέροντα. Μιά ἀγάπη, ὅμως, μέ τέτοια ἐλατήρια, εἶναι χλιαρή καί πρόσκαιρη. Μέ τό παραμικρό πρόβλημα -ὑβριστικό λόγο, χρηματική ζημιά, ζήλεια, φιλοδοξία ἤ κάτι ἄλλο παρόμοιο- ἡ ἀγάπη αὐτή, πού δέν ἔχει θεμέλιο πνευματικό, διαλύεται.

Ἀπεναντίας, ἡ ἀγάπη πού ἔχει αἰτία καί θεμέλιο τόν Χριστό, εἶναι σταθερή καί ἀκατάλυτη. Τίποτα δέν μπορεῖ νά τήν διαλύσει, οὔτε συκοφαντίες, οὔτε κίνδυνοι, οὔτε καί ἀπειλή θανάτου ἀκόμα. Ἐκεῖνος πού ἔχει τήν χριστιανική ἀγάπη, ὅσα δυσάρεστα κι ἄν πάθει ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, δέν παύει νά τόν ἀγαπάει· γιατί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τά ὅποια παθήματά του, ἀλλά ἐμπνέεται ἀπό τήν Ἀγάπη, τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί ἡ χριστιανική ἀγάπη, ὅπως ἔλεγε ὁ Παῦλος, ποτέ δέν ξεπέφτει.

Καί τί μπορεῖς, ἀλήθεια, νά ἐπικαλεστεῖς ὡς αἰτία, γιά νά πάψεις ν’ ἀγαπᾶς τόν συνάνθρωπό σου; Τό ὅτι, ἐνῶ ἐσύ τόν τιμοῦσες, αὐτός σ’ ἔβρισε; Ἤ τό ὅτι, ἐνῶ ἐσύ τόν εὐεργέτησες, αὐτός θέλησε νά σέ βλάψει; Μά ἄν τόν ἀγαπᾶς γιά τόν Χριστό, αὐτές οἱ αἰτίες θά σέ κάνουν ὄχι νά τόν μισήσεις, ἀλλά νά τόν ἀγαπήσεις περισσότερο. Γιατί ὅλα ὅσα καταργοῦν τήν συνηθισμέμη συμφεροντολογική ἀγάπη, δυναμώνουν τήν χριστιανική ἀγάπη. Πῶς;

Πρῶτον, ἐπειδή ὅποιος σοῦ φέρεται ἐχθρικά, σοῦ ἐξασφαλίζει ἀμοιβή ἀπό τόν Θεό· καί δεύτερον, ἐπειδή αὐτός, ὡς πνευματικά ἄρρωστος, χρειάζεται τήν συμπάθεια καί τήν συμπαράστασή σου.

Ἔτσι, λοιπόν, ὅποιος ἔχει ἀληθινή ἀγάπη, ἐξακολουθεῖ ν’ ἀγαπάει τόν πλησίον, εἴτε αὐτός τόν μισεῖ, εἴτε τόν βρίζει, εἴτε τόν ἀπειλεῖ, μέ τήν ἱκανοποίηση ὅτι ἀγαπάει γιά τόν Χριστό, ἀλλά καί μιμεῖται τόν Χριστό, πού τέτοιαν ἀγάπη ἔδειξε στούς ἐχθρούς Του. Ὄχι μόνο θυσιάστηκε γιά κείνους πού Τόν μίσησαν καί Τόν σταύρωσαν, μά καί παρακαλοῦσε τόν Πατέρα Του νά τούς συγχωρέσει: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δέν ξέρουν τί κάνουν» (Λουκ. 23,34).

Ἡ ἀγάπη, ἐπίσης, δέν ξέρει τί θά πεῖ συμφέρον. Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος μᾶς συμβουλεύει: «Κανείς νά μήν ἐπιδιώκει ὅ,τι βολεύει τόν ἴδιο, ἀλλά ὅ,τι βοηθάει τόν ἄλλον» (Α΄ Κορ. 10, 24). Μά οὔτε καί ἡ ζήλεια γνωρίζει ἀγάπη, γιατί ὅποιος ἀγαπάει ἀληθινά, θεωρεῖ τά καλά τοῦ πλησίον σάν δικά του.

Ἔτσι ἡ ἀγάπη σιγά-σιγά μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο σέ ἄγγελο. Ἀφοῦ τόν ἀπαλλάξει ἀπό τόν θυμό, τόν φθόνο καί κάθε ἄλλο τυραννικό πάθος, τόν βγάζει ἀπό τήν ἀνθρώπινη φυσική κατάσταση καί τόν εἰσάγει στήν κατάσταση τῆς ἀγγελικῆς ἀπάθειας.

Πῶς γεννιέται, ὅμως μέσα στή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀγάπη;

Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπός τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά καί ἡ ἀγάπη, μέ τήν σειρά της, γεννάει τήν ἀρετή. Καί νά πῶς γίνεται αὐτό:
Ὁ ἐνάρετος δέν προτιμάει τά χρήματα ἀπό τήν ἀγάπη στόν συνάνθρωπό του. Δέν εἶναι μνησίκακος. Δέν εἶναι ἄδικος. Δέν εἶναι κακολόγος. Ὅλα τά ὑπομένει μέ ψυχική γενναιότητα. Ἀπ’ αὐτά προέρχεται ἡ ἀγάπη. Τό ὅτι ἀπό τήν ἀρετή γεννιέται ἡ ἀγάπη, τό φανερώνουν τά λόγια του Κυρίου: «Ὅταν θά πληθύνει ἡ κακία, θά ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη» (Ματθ. 24, 12). Καί τό ὅτι ἀπό τήν ἀγάπη πάλι γεννιέται ἡ ἀρετή, τό φανερώνουν τά λόγια του Παύλου: «Ὅποιος ἀγαπάει τόν ἄλλο, ἔχει τηρήσει τό σύνολο τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 13, 8). Ὅποιος ἔχει τό ἕνα, ὁπωσδήποτε θά ἔχει καί τό ἄλλο. Καί ἀντίθετα: Ὅποιος δέν ἀγαπάπει, θά κάνει καί τό κακό· καί ὅποιος κάνει τό κακό, δέν ἀγαπάει. Τήν ἀγάπη, ἑπομένως, ἄς προσπαθήσουμε ν’ ἀποκτήσουμε, γιατί εἶναι ἕνα φρούριο, πού μᾶς προφυλάσσει ἀπό κάθε κακό.

Ὁ ἀπόστολος δέν εἶπε ἁπλᾶ «ἀγαπᾶτε», ἀλλά «ἐπιδιώκετε τήν ἀγάπη» (Α΄ Κορ. 14, 1), καθώς ἀπαιτεῖται μεγάλος ἀγώνας γιά νά τήν ἀποκτήσουμε. Ἡ ἀγάπη τρέχει γοργά κι ἐξαφανίζεται, γιατί πολλά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου τήν καταστρέφουν. Ἄς τήν ἐπιδιώκουμε, ἄς τρέχουμε συνεχῶς ἀπό πίσω της, γιά νά τήν συλλάβουμε, πρίν προφτάσει νά μᾶς φύγει.

Ὁ Παῦλος μᾶς ἀναφέρει καί τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους πρέπει ν ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, λέγοντας: «Νά δείχνετε μέ στοργή τήν ἀδελφική ἀγάπη σας γιά τούς ἄλλους» (Ρωμ. 12, 10). Θέλει νά πεῖ: Εἶστε ἀδέλφια, καί γι’ αὐτό πρέπει νά ἔχετε ἀγάπη ἀδελφική μεταξύ σας. Αὐτό εἶπε καί ὁ Μωυσῆς στούς Ἑβραίους ἐκείνους, πού φιλονικοῦσαν στήν Αἴγυπτο: «Γιατί μαλώνετε; Ἀδέλφια εἶστε» (πρβλ. Ἐξ. 2, 13). Ἀξιοπαρατήρητο εἶναι τό ὅτι ὁ ἀπόστολος, ἐνῶ συμβουλεύει στοργή καί ἀγάπη ἀδελφική ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὅταν ἀναφέρεται στίς σχέσεις τῶν χριστιανῶν μέ τούς ἄπιστους, λέει κάτι διαφορετικό: «Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σᾶς, νά ζεῖτε εἰρηνικά μέ ὅλους τους ἀνθρώπους» (Ρωμ. 12, 18). Στήν περίπτωση τῶν ἀπίστων, δηλαδή, ζητάει νά μή φιλονικοῦμε, ἐνῶ στήν περίπτωση τῶν ἀδελφῶν μας χριστιανῶν ζητάει ἐπιπλέον στοργή, φιλαδελφία, ἀγάπη εἰλικρινῆ καί ἀνυπόκριτη, ἀγάπη θερμή καί μόνιμη.

Πῶς, ὅμως, θά εἶναι μόνιμη ἡ ἀγάπη;

Μᾶς τό ὑποδεικνύει καί αὐτό ὁ ἀπόστολος, λέγοντας: «Νά τό συναγωνίζεστε ποιός θά τιμήσει περισσότερο τόν ἄλλο» (Ρωμ. 12, 10). Μ αὐτόν τόν τρόπο καί δημιουργεῖται ἡ ἀγάπη καί μόνιμα παραμένει. Γιατί, στ’ ἀλήθεια, δέν ὑπάρχει καλύτερο μέσο γιά τήν διατήρηση τῆς ἀγάπης, ὅσο τό νά παραχωροῦμε στόν ἄλλον τά πρωτεῖα τῆς τιμῆς. Ἔτσι καί ἡ ἀγάπη γίνεται ζωηρή καί ἡ ἀλληλοεκτίμηση βαθειά.

Πέρα ἀπό τήν τιμή, χρειάζεται ἀκόμα νά δείχνουμε ἐνδιαφέρον γιά τά προβλήματα τοῦ ἄλλου, γιατί ὁ συνδυασμός τῆς τιμῆς μέ τό ἐνδιαφέρον δημιουργεῖ τήν πιό θερμή ἀγάπη. Δέν φτάνει ν’ ἀγαπᾶμε μόνο μέ τήν καρδιά, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητα κι αὐτά τά δυό, τιμή καί ἐνδιαφέρον, πού εἶναι τῆς ἀγάπης ἐκδηλώσεις, ἀλλά συνάμα καί προϋποθέσεις. Γεννιοῦνται ἀπό τήν ἀγάπη, ἀλλά καί γεννοῦν ἀγάπη.

Πρέπει νά γνωρίζουμε πώς ἡ ἀγάπη δέν εἶναι κάτι τό προαιρετικό. Εἶναι ὑποχρέωση. Ὀφείλεις ν’ ἀγαπᾶς τόν ἀδελφό σου, τόσο γιατί εἶστε μέλος ὁ ἕνας του ἄλλου. Ἄν λείψει ἡ ἀγάπη, ἔρχεται ἡ καταστροφή.

Ὀφείλεις, ὅμως, ν’ ἀγαπᾶς τόν ἀδελφό σου καί γιά ἕναν ἄλλον λόγο:

Γιατί ἔχεις κέρδος καί ὠφέλεια, ἀφοῦ μέ τήν ἀγάπη τηρεῖς ὅλο τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ ἀδελφός, πού ἀγαπᾶς, γίνεται εὐεργέτης σου. Καί πράγματι, «τό μή μοιχεύσεις, μή φονεύσεις, μήν κλέψεις, μήν ἐπιθυμήσεις καί ὅλες γενικά οἱ ἐντολές συνοψίζονται σέ τούτην τήν μία, τό ν’ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου» (Ρωμ. 13, 9).

Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός βεβαίωσε, ὅτι ὅλος ὁ νόμος καί ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν συνοψίζονται στήν ἀγάπη (Ματθ. 22, 40). Καί κοίτα πόσο ψηλά τήν ἔβαλε: Καθόρισε δύο ἐντολές ἀγάπης καί τά ὅρια τῆς καθεμιᾶς. Ἡ πρώτη, εἶπε, εἶναι τό ν’ ἀγαπᾶς τόν Κύριο, τόν Θεό σου· καί ἡ δεύτερη, τό ἴδιο σπουδαία, εἶναι τό ν’ ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 37-39). Τί μπορεῖ νά φτάσει τήν φιλανθρωπία καί τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ!
Τήν ἀγάπη σ’ Αὐτόν, μολονότι εἴμαστε ἀνυπολόγιστα κατώτεροί Του, τήν ἐξισώνει μέ τήν ἀγάπη στόν συνάνθρωπό μας. Γι’ αὐτό καί τά ὅρια τῶν δύο αὐτῶν ἐντολῶν ἀγάπης σχεδόν ταυτίζονται. Γιά τήν πρώτη, στόν Θεό, εἶπε «μ’ ὅλη τήν καρδιά σου καί μ’ ὅλη τήν ψυχή σου» (Ματθ. 22, 37)· καί γιά τήν δεύτερη, στόν πλησίον, εἶπε «ὅπως τόν ἑαυτό σου» (Ματθ. 22, 39). Καί εἶναι αὐτονόητο, ὅτι χωρίς τήν δεύτερη δέν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρώτη. Ἄλλωστε, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἄν κάποιος πεῖ πώς ἀγαπάει τόν Θεό, μισεῖ ὅμως τόν ἀδελφό του, εἶναι ψεύτης. Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό, πρέπει ν’ ἀγαπάει καί τόν ἀδελφό του» (Α΄ Ἰω. 4, 20-21).

Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, δέν κάνει κακό στόν πλησίον. Ἀφοῦ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἔχει δύο πλεονεκτήματα, τήν ἀποφυγή τοῦ κακοῦ ἀπό τήν μιά καί τήν ἐπιτέλεση τοῦ καλοῦ ἀπό τήν ἄλλη. Καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν ὀνομάζεται, ὄχι μόνο γιατί ἀποτελεῖ σύνοψη ὅλων τῶν χριστιανικῶν καθηκόντων μας, ἀλλά καί γιατί κάνει εὔκολη τήν ἐκπλήρωσή τους.

Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ χρέος, πού μένει πάντα ἀνεξόφλητο. Ὅσο ἐργαζόμαστε γιά τήν ἀπόδοσή του, τόσο αὐτό αὐξάνεται. Ὅταν πρόκειται γιά ὀφειλές χρημάτων, θαυμάζουμε ὅσους δέν ἔχουν χρέη, ἐνῶ, ὅταν πρόκειται γιά τήν ὀφειλή τῆς ἀγάπης, καλοτυχίζουμε ἐκείνους πού χρωστᾶνε πολλά. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Μήν ἀφήνετε κανένα χρέος σέ κανέναν, ἐκτός βέβαια ἀπό τήν ἀγάπη, πού τήν ὀφείλετε πάντοτε ὁ ἕνας στόν ἄλλο» (Ρωμ. 13, 8). Θέλει μ’ αὐτά τά λόγια νά μᾶς διδάξει, ὅτι τό χρέος τῆς ἀγάπης πρέπει πάντα νά τό ἐξοφλοῦμε καί συνάμα νά τό ὀφείλουμε. Ποτέ μάλιστα νά μήν πάψουμε νά τό ὀφείλουμε, ὅσο βρισκόμαστε σέ τούτην τήν ζωή. Γιατί ὅσο βαρύ καί ἀβάσταχτο εἶναι τό νά χρωστάει κανείς χρήματα, ἄλλο τόσο ἀξιοκατάκριτο εἶναι τό νά μή χρωστάει ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἕνα χρέος πού παραμένει, ὅπως εἶπα, πάντα ἀνεξόφλητο. Γιατί αὐτό τό χρέος εἶναι πού περισσότερο ἀπ’ ὁ,τιδήποτε ἄλλο συγκροτεῖ τήν ζωή μας καί μᾶς συνδέει στενότερα.

Κάθε καλή πράξη εἶναι τῆς ἀγάπης καρπός. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος ἀναφέρθηκε πολλές φορές στήν ἀγάπη. «Ἔτσι θά σᾶς ξεχωρίζουν ὅλοι πώς εἶστε μαθητές μου», εἶπε, «ἄν ἔχετε ἀγάπη ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο» (Ἰω. 13, 35).

Ὅπως σ’ ὅλη μας τήν ζωή τρέφουμε τό σῶμα μας, ἔτσι πρέπει καί ν’ ἀγαπᾶμε τούς συνανθρώπους μας, μέ περισσότερο μάλιστα ζῆλο ἀπ’ αὐτόν τῆς τροφοδοσίας τοῦ σώματος, γιατί ἡ ἀγάπη ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή καί δέν θά πάψει νά ὑπάρχει ποτέ.

Τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀγάπης τήν μαθαίνουμε ὄχι μόνο ἀπό τά λόγια του Θεοῦ, ἀλλά κι ἀπό τά ἔργα Του. Ἕνα τέτοιο μάθημα εἶναι ὁ τρόπος τῆς δημιουργίας μας.

Ὁ Θεός, δημιουργώντας τόν πρῶτο ἄνθρωπο, καθόρισε νά προέλθουν ἀπ’ αὐτόν ὅλοι οἱ ἄλλοι, γιά νά θεωρούμαστε ὅλοι σάν ἕνας ἄνθρωπος καί νά συνδεόμαστε μέ τήν ἀγάπη. Τόν ἀγαπητικό σύνδεσμο ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐπέβαλε σοφά μέ τίς συναλλαγές, πού ἀναγκαζόμαστε νά ἔχουμε μεταξύ μας. Γιατί ἔδωσε πλῆθος ἀγαθῶν στόν κόσμο, ὄχι ὅμως ὅλα παντοῦ, ἀλλά σέ κάθε χώρα ὁρισμένα εἴδη. Ἔτσι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐρχόμαστε σέ δοσοληψίες, δίνοντας ὅσα μᾶς περισσεύουν καί παίρνοντας ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη, καί ν’ ἀγαπᾶμε τούς συνανθρώπους μας.

Τό ἴδιο ἔκανε ὁ Θεός καί σέ κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά. Δέν ἐπέτρεψε στόν καθέναν νά ἔχει ὅλες τίς γνώσεις, ἀλλά στόν ἕναν νά ἔχει γνώσεις ἰατρικῆς, στόν ἄλλον οἰκοδομικῆς, στόν ἄλλον κάποιας ἄλλης ἐπιστήμης ἤ τέχνης κ.ο.κ., γιά νά ἔχουμε ὁ ἕνας τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου κι ἔτσι ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον.
Τό ἴδιο γίνεται καί στά πνευματικά χαρίσματα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος: «Στόν ἕναν τό Ἅγιο Πνεῦμα δίνει τό χάρισμα νά μιλάει μέ θεϊκή σοφία, σ’ ἕναν ἄλλον νά μιλάει μέ θεϊκή γνώση, σ’ ἄλλον νά θεραπεύει ἀσθένειες, σ’ ἄλλον νά μιλάει διάφορα εἴδη γλωσσῶν καί σ’ ἄλλον νά ἐξηγεῖ αὐτές τίς γλῶσσες» (πρβλ. Α΄ Κορ. 12, 8-10).

Ἐπειδή, ὅμως, τίποτα δέν εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἔβαλε πάνω ἀπ’ ὅλα, λέγοντας: «Ἄν μπορῶ νά λαλῶ ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καί τῶν ἀγγέλων, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη γιά τούς ἄλλους, τά λόγια μου ἀκούγονται σάν ἦχος χάλκινης καμπάνας ἤ σάν κυμβάλου ἀλαλαγμός. Κι ἄν ἔχω τῆς προφητείας τό χάρισμα καί κατέχω ὅλα τά μυστήρια καί ὅλη τήν γνώση, κι ἄν ἔχω ἀκόμα ὅλη τήν πίστη, ἔτσι πού νά μετακινῶ βουνά, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι ἕνα τίποτα» (Α΄ Κόρ.13, 1-2). Καί δέν στάθηκε ὡς ἐδῶ, ἀλλά πρόσθεσε ὅτι κι αὐτός ὁ θάνατος γιά τήν πίστη εἶναι ἀνώφελος, ἄν λείπει ἡ ἀγάπη (Α΄ Κορ. 13, 3). Γιά ποιό λόγο τόνισε τόσο πολύ τήν σημασία τῆς ἀγάπης; Ἐπειδή γνώριζε, σάν σοφός γεωργός τῶν ψυχῶν μας, πώς, ὅταν ἡ ἀγάπη ριζώσει καλά μέσα μας, θά ξεπροβάλουν ἀπ’ αὐτήν, σάν ἄλλα βλαστάρια, ὅλες οἱ ἀρετές.

Γιατί, ὅμως, ν’ ἀναφέρουν τά μικρά ἐπιχειρήματα γιά τήν σπουδαιότητα τῆς ἀγάπης καί νά παραλείπουμε τά μεγάλα; Ἀπό ἀγάπη ἦρθε κοντά μας ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κι ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά καταργήσει τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, νά φέρει τήν ἀληθινή θεογνωσία καί νά μᾶς χαρίσει τήν αἰώνια ζωή, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στόν θάνατο τόν μονογενῆ Του Υἱό, γιά νά μή χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια» (Ἰω. 3, 16). Ἀπό τήν ἀγάπη φλογισμένος ὁ Παῦλος εἶπε τά οὐράνια τοῦτα λόγια: «Τί, λοιπόν, μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Μήπως τά παθήματα, οἱ στενοχώριες, οἱ διωγμοί, ἡ πείνα, ἡ γύμνια, οἱ κίνδυνοι ἤ ὁ μαρτυρικός θάνατος;» (Ρωμ. 8, 35). Καί ἀφοῦ ἀδιαφόρησε γιά ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες, θεωρώντας τες ἀνίσχυρες, ἀνέφερε τίς πιό φοβερές, περιφρονώντας τες κι αὐτές:

«Οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε παρόντα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε κάτι ἄλλο, εἴτε στόν οὐρανό, εἴτε στόν ἅδη, οὔτε κανένα ἄλλο δημιούργημα θά μπορέσουν ποτέ νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτή φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας» (Ρωμ. 8, 38, 39).

Ἡ ἀγάπη σοῦ παρουσιάζει τόν πλησίον σάν ἄλλον ἑαυτό σου, σέ διδάσκει νά χαίρεσαι γιά τήν εὐτυχία ἐκείνου, σάν νά εἶναι δική σου εὐτυχία, καί νά λυπᾶσαι γιά τίς συμφορές του, σάν νά εἶναι δικές σου συμφορές. Ἡ ἀγάπη κάνει ἕνα σῶμα τούς πολλούς καί δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τίς ψυχές τους. Γιατί τό Πνεῦμα τῆς εἰρήνης δέν ἀναπαύεται ἐκεῖ πού βασιλεύει ἡ διαίρεση, ἀλλά ἐκεῖ πού ἐπικρατεῖ ἑνότητα ψυχῶν. Ἡ ἀγάπη, ἐπίσης, κάνει κοινά σέ ὅλους τά ἀγαθά τοῦ καθενός, ὅπως βλέπουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «Κανείς δέν θεωροῦσε ὅτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, ἀλλά ὅλα τά εἶχαν κοινά» (Πράξ. 4, 32).

Ἐκτός ἀπ’ αὐτά, ἡ ἀγάπη χαρίζει στούς ἀνθρώπους μεγάλη δύναμη. Δέν ὑπάρχει κάστρο τόσο γερό, ἀχάλαστο καί ἄπαρτο ἀπ’ τούς ἐχθρούς, ὅσο εἶναι ἕνα σύνολο ἀνθρώπων ἀγαπημένων καί σφιχτοδεμένων μέ τόν καρπό τῆς ἀγάπης, τήν ὁμόνοια. Καί τοῦ διαβόλου ἀκόμα τίς ἐπιθέσεις μποροῦν ν ἀποκρούσουν, γιατί, ἀντιμετωπίζοντάς τον ἑνωμένοι, γίνονται ἀήττητοι, ἐξουδετερώνουν τά τεχνάσματά του καί στήνουν λαμπρά τρόπαια τῆς ἀγάπης. Ὅπως οἱ χορδές τῆς λύρας, μολονότι εἶναι πολλές, δίνουν ἕναν γλυκύτατο ἦχο, καθώς συνεργάζονται ὅλες ἁρμονικά κάτω ἀπό τά δάχτυλα τοῦ μουσικοῦ, ἔτσι κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ὁμόνοια, σάν ἄλλη λύρα ἀγάπης, δίνουν μιά θαυμάσια μελωδία. Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος συμβουλεύει τούς πιστούς νά ἐπιδιώκουν σέ κάθε περίσταση τήν ὁμοφροσύνη, νά θεωροῦν τούς ἄλλους ἀνώτερους ἀπό τόν ἑαυτό τους, γιά νά μή διαλύεται ἡ ἀγάπη ἀπό τήν κενοδοξία, νά εἶναι μονοιασμένοι, νά τιμοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, νά ὑπηρετοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο.

Ἡ ἀγάπη μᾶς κάνει ἄμεμπτους, γιατί ἐμποδίζει τήν πλεονεξία, τήν λαγνεία, τόν φθόνο καί ἄλλα πάθη νά κυριέψουν τήν ψυχή. Γενικά, δέν ὑπάρχει πάθος, δέν ὑπάρχει ἁμάρτημα πού νά μήν τό καταστρέφει ἡ ἀγάπη. Εὐκολότερα μπορεῖ νά γλυτώσει ἀπό τοῦ καμινιοῦ τίς φλόγες ἕνα ξερό κλαράκι, παρά ἀπό τῆς ἀγάπης τήν φωτιά ἡ ἁμαρτία.

Ἄν, λοιπόν, φυτέψουμε τήν ἀγάπη στήν καρδιά μας, θά εἴμαστε ἅγιοι. Ναί, γιατί ὅλοι οἱ ἅγιοι μέ τήν ἀγάπη εὐαρέστησαν τόν Θεό. Γιά ποιό λόγο ὁ Ἄβελ ἔγινε θῦμα φόνου καί ὄχι φονιᾶς; Γιατί εἶχε σφοδρή ἀγάπη στόν ἀδελφό του καί δέν μποροῦσε νά τοῦ κάνει κακό οὔτε ὅταν ἐκεῖνος τόν σκότωνε. Γιά ποιό λόγο ὁ Κάιν φθόνησε τόν Ἀβελ καί τόν θανάτωσε; Γιατί στήν ψυχή του δέν εἶχε ἀγάπη. Γιά ποιό λόγο οἱ δυό γιοί τοῦ Νῶε, ὁ Σήμ καί ὁ Ἰάφεθ, ἀπέκτησαν καλή φήμη; Γιατί ἀγαποῦσαν πολύ τόν πατέρα τους καί δέν ἀνέχονταν νά τόν δοῦν γυμνό. Καί τόν τρίτο, τόν Χάμ, γιατί τόν καταράστηκε ὁ Νῶε; Γιατί δέν ἀγαποῦσε τόν πατέρα του καί τόν περιγέλασε. Μά καί τοῦ Ἀβραάμ ἡ μεγάλη φήμη ποῦ ὀφείλεται; Στήν ἀγάπη πού ἔδειξε τόσο στόν ἀνηψιό του Λώτ ὅσο καί στούς Σοδομῖτες, πού γιά τήν σωτηρία τους μεσολάβησε στόν Θεό.

Γεμᾶτοι ἀγάπη, γεμᾶτοι φιλοστοργία, γεμάτοι συμπόνια ἦταν οἱ ἅγιοι. Σκεφτεῖτε τόν Παῦλο, πού ἐνῶ καί στή φωτιά ἔπεφτε, ἐνῶ ἔμενε ἀκλόνητος στίς δοκιμασίες, ἐνῶ δέν φοβόταν παρά μόνο τόν Θεό, ἐνῶ δέν λογαρίαζε τίποτα, οὔτε κι αὐτόν ἀκόμα τόν ἅδη, ὅταν εἶδε τά δάκρυα ἀγαπητῶν του προσώπων, λύγισε, αὐτός ὁ ἀλύγιστος, συγκινήθηκε καί εἶπε: «Γιατί κλαῖτε καί μοῦ σκίζετε τήν καρδιά;» (Πράξ. 21, 13). Καί θά ρωτήσετε: Μπόρεσαν τά δάκρυα νά συντρίψουν τήν διαμαντένια ἐκείνη ψυχή; Βέβαια. Γιατί, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅλα τά ὑπερνικοῦσε μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης, ὄχι ὅμως καί τήν ἴδια τήν ἀγάπη, πού τόν ἔπνιγε καί τόν κατανικοῦσε. Νά τί ἀρέσει στόν Θεό! Τόν ἄνθρωπο πού δέν μπόρεσε νά συντρίψει ἡ ἄγρια θάλασσα, μπόρεσαν νά τόν συντρίψουν λίγα δάκρυα ἀγάπης. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμή της!

Θέλετε νά δεῖτε καί τόν ἴδιο τόν Παῦλο νά κλαίει; Νά τί λέει σέ ἄλλη περίπτωση: «Τρία χρόνια συνέχεια δέν ἔπαψα νύχτα καί ἡμέρα νά νουθετῶ μέ δάκρυα τόν καθένα σας» (Πράξ. 20, 31). Ἡ μεγάλη του ἀγάπη τόν ἔκανε νά φοβᾶται, μήπως πάθουν κανένα κακό οἱ ἀγαπημένοι του χριστιανοί, καί γι’ αὐτό μέ δάκρυα τούς συμβούλευε.

Τό βλέπουμε καί στόν πάγκαλο Ἰωσήφ. Αὐτός ὁ βράχος, πού ἔμεινε ἀλύγιστος μπροστά στήν ἀκαταμάχητη δύναμη τῆς ἀκόλαστης ἐκείνης γυναίκας καί στή φωτιά τῆς ἁμαρτίας, ὅταν εἶδε τ’ ἀδέλφια του, τά ὁποῖα μάλιστα τόν εἶχαν πουλήσει, τόν εἶχαν ρίξει σ’ ἕναν λάκκο καί εἶχαν θελήσει νά τόν σκοτώσουν, συγκινήθηκε, συγκλονίστηκε ψυχικά καί, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά συγκρατήσει τά δάκρυά του, μπῆκε στό διπλανό δωμάτιο κι ἔκλαψε.

Τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης ὁ Κύριος, λίγο πρίν παραδοθεῖ στούς Ἰουδαίους καί σταυρωθεῖ, τήν ὀνόμασε νέα: «Σᾶς δίνω μιά νέα ἐντολή», εἶπε στούς μαθητές Του, «νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο» (Ἰω. 13, 34). Γιατί, ὅμως, τήν ὀνομάζει νέα, ἀφοῦ καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρχε; Ἐπειδή τήν ἔδωσε μέ νέο τρόπο, βελτιωμένο, ἀνώτερο.

Γι’ αὐτό πρόσθεσε: «Ὅπως σᾶς ἀγάπησα Ἐγώ ἔτσι ν’ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τόν ἄλλον». «Ἡ ἀγάπη μου γιά σᾶς, ἤθελε νά τούς πεῖ, δέν εἶναι ἀνταπόδοση σέ κάτι ποῦ μου προσφέρατε, γιατί ἐγώ πρῶτος σας ἀγάπησα. Μέ τόν ἴδιον τρόπο κι ἐσεῖς πρεπεῖ νά εὐεργετεῖτε τούς συνανθρώπους σας, ὄχι ἀνταποδοτικά, ἀλλ’ ἀπό ἀγάπη αὐθόρμητη». Καί ἀφοῦ παρέλειψε τά θαύματα, πού θά ἔκαναν στό ὄνομά Του καί μέ τήν δύναμή Του, εἶπε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη πού θά τούς χαρακτηρίζει ὡς μαθητές Του. Παράξενο! Γιατί ὄχι τά θαύματα, ἀλλά ἡ ἀγάπη; Ἐπειδή ἡ ἀγάπη εἶναι τό κύριο γνώρισμα τῶν ἁγίων καί ἀποτελεῖ τό θεμέλιό τῆς ἀρετῆς. Μ’ αὐτήν προπαντός σωζόμαστε ὅλοι, αὐτή δημιουργεῖ ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ, αὐτή σαγηνεύει τίς ψυχές, αὐτή φέρνει τά χαμένα πρόβατα στή μάντρα τῆς Ἐκκλησίας.

Καί τά θαύματα , πού θά ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι, δέν θά φανέρωναν πώς ἦταν μαθητές Του; Καθόλου. Ἀκοῦστε τί εἶπε κάποτε: «Πολλοί θά μοῦ ποῦν: “Κύριε, δέν προφητέψαμε στό ὄνομά Σου; Δέν διώξαμε δαιμόνια στό ὄνομά Σου; Δέν κάναμε τόσα θαύματα στό ὄνομά Σου;”. Καί τότε θά τούς πῶ κι ἐγώ “Ποτέ δέν σᾶς ἤξερα”» (Ματθ. 7, 22-23). Καί μιάν ἄλλη φορά, ὅταν οἱ ἀπόστολοι ἦταν χαρούμενοι, γιατί καί τά δαιμόνια τούς ὑπάκουαν , ὁ Κύριος τούς εἶπε: «Μή χαίρεστε γι’ αὐτό, ἀλλά γιατί τά ὀνόματά σας ἔχουν γραφτεῖ στόν οὐρανό» (πρβλ. Λουκ. 10, 20).
Τά θαύματα πού ἔκαναν, βέβαια, βοήθησαν στήν προσέλκυση τῆς οἰκουμένης στή χριστιανική πίστη, ἐπειδή ὅμως προϋπῆρχε ἡ ἀγάπη, χωρίς τήν ὁποία οὔτε θαύματα θά γίνονταν. Ἡ ἀγάπη τούς ἔδωσε τήν ἁγιότητα καί τήν δυνατότητα νά ἔχουν ὅλοι μιά ψυχή καί μιά καρδιά. Ἄν δέν ἦταν ἑνωμένοι μέ τόν δεσμό τῆς ἀγάπης, δέν θά μποροῦσαν νά κάνουν τίποτα.

Αὐτά, ὅμως, ὁ Κύριος δέν τά ἔλεγε μόνο γιά τούς τότε μαθητές Του, ἀλλά καί γιά ὅλους ὅσοι στό μέλλον θά πίστευαν σ’ Ἐκεῖνον. Γιατί καί σήμερα, αὐτό πού κρατάει τούς ἄπιστους μακριά ἀπό τόν Χριστό δέν εἶναι τό ὅτι δέν γίνονται θαύματα, ὅπως λένε μερικοί, ἀλλά τό ὅτι λείπει ἡ ἀγάπη ἀπό τούς χριστιανούς. Τούς ἄπιστους δέν τούς τραβᾶνε τόσο τά θαύματα , ὅσο ἡ ἐνάρετη ζωή, πού μόνο ἡ ἀγάπη τήν δημιουργεῖ. Τούς θαυματοποιούς πολλές φορές τούς κατηγόρησαν σάν λαοπλάνους, ποτέ ὅμως ἐκείνους πού εἶχαν βίο ἅγιο. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, εἶναι πιό ἀξιοθαύμαστος ἀπό κεῖνον πού καί νεκρούς ἀκόμη ἀνασταίνει. Καί αὐτό εἶναι φυσικό. Γιατί ἡ νεκρανάσταση, ὡς θαῦμα, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀγαθή προαίρεση καί τόν εὐσεβῆ ζῆλο τοῦ καθενός.

Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ καί φανερώνει τόν σταυρωμένο μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού τίποτα τό κοινό δέν ἔχει μέ τά γήινα πράγματα. Χωρίς τήν ἀγάπη, καί τό μαρτύριο ἀκόμα καθόλου δέν ὠφελεῖ.

Ἄς ἀποκτήσουμε, λοιπόν, αὐτό τό ὑπέροχο χάρισμα, τό ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Καί μή μοῦ πεῖτε πώς ἀγαπᾶμε, ἐπειδή ἔχουμε κάποιους φίλους, ἄλλος δύο, ἄλλος τρεῖς καί ἄλλος τέσσερις. Αὐτή δέν εἶναι ἀγάπη γνήσια, ἀγάπη χριστιανική, ἀγάπη σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος ἔχει τήν ἀγάπη πού θέλει ὁ Θεός, δέν ἀγαπάει μόνο τούς φίλους του, πού τόν ἀγαποῦν, μά ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς του, πού τόν μισοῦν καί τόν ἀδικοῦν.
Τό λέει ὁ Κύριος: «Ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά δίνετε εὐχές σ’ αὐτούς πού σᾶς δίνουν κατάρες, νά εὐεργετεῖτε αὐτούς πού σᾶς μισοῦν καί νά προσεύχεστε γι’ αὐτούς πού σᾶς κακομεταχειρίζονται καί σᾶς καταδιώκουν, γιά νά γίνετε παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα, γιατί Αὐτός ἀνατέλλει τόν ἥλιό Του γιά κακούς καί καλούς καί στέλνει τήν βροχή σέ δικαίους καί ἀδίκους. Ἄν ἀγαπήσετε μόνο ὅσους σᾶς ἀγαποῦν, ποιάν ἀμοιβή περιμένετε ἀπό τόν Θεό;» (Ματθ. 5, 44-46).

Ἄν ἐπικρατοῦσε παντοῦ ἡ ἀγάπη, πόσο διαφορετικός θά ἦταν ὁ κόσμος μας! Οὔτε νόμοι, οὔτε δικαστήρια, οὔτε ποινές θά χρειάζονταν. Κανένας δέν θά ἀδικοῦσε τόν πλησίον. Οἱ φόνοι, οἱ φιλονικίες, οἱ πόλεμοι, οἱ ἀναστατώσεις, οἱ ἁρπαγές, οἱ πλεονεξίες καί ὅλες οἱ ἀδικίες θά ἐξαφανίζονταν. Ἡ κακία θά ἦταν ὁλότελα ἄγνωστη. Γιατί ἡ ἀγάπη ἔχει τό μοναδικό πλεονέκτημα, ὅτι δέν συνοδεύεται, ὅπως οἱ ἄλλες ἀρετές, ἀπό ὁρισμένες κακίες. Ἡ ἀκτημοσύνη, λ.χ., εἶναι συχνά ἑνωμένη μέ τήν κενοδοξία, ἡ εὐγλωττία μέ τήν φιλοδοξία, ἡ θαυματουργία μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ἐλεημοσύνη μέ τήν λαγνεία, ἡ ταπεινοφροσύνη μέ τήν ἐσωτερική ὑψηλοφροσύνη κ.ο.κ. Αὐτά δέν ὑπάρχουν στήν ἀγάπη, τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει, ζεῖ στή γῆ ὅπως θά ζοῦσε στόν οὐρανό, μέ ἀδιατάρακτη γαλήνη καί εὐτυχία, μέ ψυχή καθαρή ἀπό φθόνο, ζήλια, ὀργή, ὑπερηφάνεια, κακή ἐπιθυμία.

Ὅπως κανείς δέν κάνει κακό στόν ἑαυτό του, ἔτσι κι αὐτός δέν κάνει κακό στόν πλησίον του, πού τόν θεωρεῖ σάν ἄλλον ἑαυτό του. Νά ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος! Ἐκεῖνος, ὅμως πού δέν ἔχει ἀγάπη, ὅσα θαύματα κι ἄν κάνει, ὅσο τέλεια γνώση τῶν θείων ἀληθειῶν κι ἄν ἔχει, χιλιάδες νεκρούς κι ἄν ἀναστήσει, τίποτα δέν θά κερδίσει, ἀφοῦ ζεῖ μόνο γιά τόν ἑαυτό του, μακριά ἀπό τούς ἄλλους.

Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Χριστός καθόρισε τήν ἀγάπη στόν πλησίον ὡς δεῖγμα τῆς τέλειας ἀγάπης σ’ Ἐκεῖνον.
«Ἄν μ ἀγαπᾶς», εἶπε στόν ἀπόστολο Πέτρο, «ποίμαινε τά πρόβατά μου» (Ἰω. 21, 16). Ὑπαινιγμός εἶναι καί τοῦτο, ὅτι ἡ ἀγάπη ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τό μαρτύριο. Ἄν στήν κοινωνία μας ἐπικρατοῦσε ἡ ἀγάπη, δέν θά ὑπῆρχαν διακρίσεις, δέν θά ὑπῆρχαν δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, ἀρχόμενοι καί ἄρχοντες, φτωχοί καί πλούσιοι, μικροί καί μεγάλοι. Ὁ διάβολος, ἐπίσης, καί οἱ δαίμονές του θά ἦταν ὁλότελα ἄγνωστοι καί ἀνίσχυροι. Γιατί ἀπό κάθε τεῖχος ἰσχυρότερη καί ἀπό κάθε μέταλλο δυνατότερη εἶναι ἡ ἀγάπη.

Δέν τήν καταβάλλουν οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ φτώχεια· ἤ μᾶλλον, ὅπου αὐτή ἐπικρατεῖ, ἐκεῖ δέν ὑπάρχουν πλοῦτος καί φτώχεια, ἀλλά μόνο τά καλά καί τῶν δύο: Ἀπό τόν πλοῦτο παίρνει ἡ φτώχεια τά ἀναγκαῖα γιά τήν συντήρηση μέσα, ἐνῶ ἀπό τήν φτώχεια παίρνει ὁ πλοῦτος τήν ἀμεριμνία. Ἔτσι ἐξαφανίζονται καί τοῦ πλούτου οἱ φροντίδες καί τῆς φτώχειας οἱ φόβοι.

Γιατί, ὅμως, ν’ ἀναφέρω μόνο τίς ὠφέλειες πού προξενεῖ ἡ ἀγάπη στούς ἄλλους; Αὐτή καθεαυτή ἡ ἀγάπη πόσο ὡραία εἶναι! Μέ πόση χαρά καί εἰρήνη πλημμυρίζει τήν ψυχή, πού τήν κατέχει! Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα πλεονεκτήματά της. Οἱ ἄλλες ἀρετές, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐγκράτεια, συνοδεύονται ἀπό κάποιον κόπο, πολλές φορές μάλιστα προκαλοῦν στούς ἄλλους τόν φθόνο. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, πέρα ἀπό τίς ἄλλες ὠφέλειές της, δημιουργεῖ πολύ εὐχάριστη διάθεση καί ποτέ κόπο. Ὅπως ἡ μέλισσσα μαζεύει ἀπό διάφορα λουλούδια τόν ζαχαρένιο χυμό καί τόν φέρνει στήν κυψέλη, ἔτσι καί ἡ ἀγάπη μαζεύει ἀπό παντοῦ τά καλά καί τά συγκεντρώνει μέσα στήν ψυχή, στήν ὁποία κατοικεῖ. Καί δοῦλος ἄν εἶναι αὐτός πού ἔχει στήν ψυχή του ἀγάπη, ἡ δουλεία του τοῦ φαίνεται πιό εὐχάριστη ἀπό τήν ἐλευθερία, γιατί χαίρεται ὑπηρετεῖ παρά νά τόν ὑπηρετοῦν, νά βοηθάει παρά νά τόν βοηθοῦν. Ἡ ἀγάπη ἀλλάζει τήν φύση τῶν πραγμάτων καί, ἔχοντας τά χέρια της γεμᾶτα ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθά, μᾶς πλησιάζει μέ στοργή μεγαλύτερη ἀπό τήν βασιλική. Τά κοπιαστικά καί δύσκολα ἔργα τά κάνει ἐλαφριά καί εὔκολα, ἀποκαλύπτοντάς μας τήν γλυκύτητα τῆς ἀρετῆς καί τήν πικράδα τῆς κακίας. Θά σᾶς ἀναφέρω μερικά σχετικά παραδείγματα:

   
* Τό νά προσφέρεις στούς ἄλλους φαίνεται βαρύ, ἡ ἀγάπη ὅμως τό κάνει ἐλαφρύ.    * Τό νά παίρνεις ἀπό τούς ἄλλους φαίνεται εὐχάριστο, ἡ ἀγάπη ὅμως τό κάνει δυσάρεστο.
   
* Τό νά κακολογεῖς τούς ἄλλους φαίνεται ἀπολαυστικό, ἡ ἀγάπη ὅμως τό κάνει πικρό.
   
* Γιά τήν ἀγάπη ἡ μεγαλύτερη ἀπόλαυση εἶναι ὁ καλός λόγος καί ὁ ἔπαινος ὅλων.
   
* Ὁ θυμός, πάλι, δίνει κάποιαν ἄγρια εὐχαρίστηση, ὄχι ὅμως στόν ἄνθρωπο τῆς ἀγάπης, γιατί αὐτός δέν γνωρίζει τόν θυμό.
   
* Ἄν τόν λυπήσει ὁ συνάνθρωπός του, δέν θυμώνει, ἀλλά ξεσπάει σέ δάκρυα, παρακάλια καί ἱκεσίες.
   
* Ἄν δεῖ τόν συνάνθρωπό του νά ἁμαρτάνει, θρηνεῖ καί πονάει ψυχικά· μά ὁ πόνος τοῦτος εἶναι γλυκός, γιατί τά δάκρυα καί ἡ λύπη τῆς ἀγάπης εἶναι ἀνώτερα ἀπό κάθε γέλιο καί κάθε χαρά.
   
* Τήν εἰρήνη καί τήν ἀνάπαυση, πού αἰσθάνονται ὅσοι κλαῖνε γιά τ’ ἀγαπημένα τους πρόσωπα, δέν τήν αἰσθάνονται ὅσοι γελοῦν.

Ἵσως θά μέ ρωτήσετε: Δέν φέρνει εὐχαρίστηση, ἔστω καί ἄτοπη, ὁποιαδήποτε ἀγάπη; Ὄχι. Μόνο ἡ γνήσια ἀγάπη φέρνει καθαρή καί ἀνόθευτη χαρά. Καί γνήσια ἀγάπη δέν εἶναι ἡ κοσμική, ἡ ἀγοραία, πού ἀποτελεῖ μᾶλλον κακία καί ἐλάττωμα, ἀλλά ἡ χριστιανική, ἡ πνευματική, ἐκείνη πού μᾶς ζητάει ὁ Παῦλος, ἐκείνη πού ἀποβλέπει στό συμφέρον τοῦ πλησίον. Αὐτήν τήν ἀγάπη εἶχε ὁ ἀπόστολος, πού ἔλεγε: «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιός ὑποκύπτει στόν πειρασμό καί δέν ὑποφέρω κι ἐγώ;» (Β΄ Κορ. 11, 29).

Τίποτα δέν παροργίζει τόσο τόν Θεό, ὅσο ἡ ἀδιαφορία μας γιά τόν πλησίον. Γι’ αὐτό πρόσταξε νά τιμωρηθεῖ αὐστηρά ὁ δοῦλος πού ἔδειξε σκληρότητα στούς συνδούλους του. Γι’ αὐτό εἶπε πώς οἱ μαθητές Του πρέπει νά ἔχουν γνώρισμά τους τήν ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη φυσιολογικά ὁδηγεῖ στό ἐνδιαφέρον γιά τόν πλησίον.

Καί πάλι θά μέ ρωτήσετε:
Φροντίζοντας γιά τόν πλησίον, δέν θά παραμελήσουμε τήν δική μας σωτηρία; Δέν ὑπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Ἀπεναντίας, μάλιστα. Γιατί ἐκεῖνος πού ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἄλλους, σέ κανέναν δέν προξενεῖ λύπη. Ὅλους τους συμπαθεῖ καί ὅλους τους βοηθάει, ὅσο μπορεῖ. Δέν ἁρπάζει τίποτε ἀπό κανένα. Οὔτε πλεονέκτης εἶναι, οὔτε κλέφτης, οὔτε ψεύτης. Κάθε κακό τό ἀποφεύγει καί τό καλό πάντα ἐπιδιώκει. Προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του. Εὐεργετεῖ ὅσους τόν ἀδικοῦν. Δέν βρίζει καί δέν κακολογεῖ, ὅ,τι κι ἄν τοῦ κάνουν. Μέ ὅλα τοῦτα δέν συμβάλλουμε στή σωτηρία μας;

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Αὐτόν τόν δρόμο ἄς ἀκολουθήσουμε, γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια ζωή.

«Ἀγάπη, προφητείας χορηγός, Ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος».

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ