A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ: Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)




Εὐαγγέλιον Κυριακῆς (Μάρκ. θ’ 17-31)

17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξας καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ  Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρα ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε· Διδάσκαλε,· σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο· Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται· και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει· Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας.

Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του· Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο πατέρας είπε· Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει· μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε· Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε· Πιστεύω Κύριε· βόηθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ' αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε· και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό.
Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και τους είπε· Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.



Έχει θέμα το ευαγγέλιο που αναγινώσκεται κατ' αυτήν όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμών 


Περίληψη ομιλίας εις την Τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών: Περι­γράφει την παιδαγωγικήν μέθοδον του Χριστού προς τον σκοπόν να φέρη εις την πίστιν τον πατέρα του δαιμοναζομένου νέου, του κωφαλάλου. Η θεραπεία έπρεπε να εξασφαλισθή δια της πίστεως. Το δαιμόνιον τούτο είναι το της ακολασίας και προς εκδίωξίν του απαιτείται προσευχή και νηστεία· με την νηστείαν χαλινώνεται το σώμα, με την προσευχήν κατευνάζον­ται οι λογισμοί της ψυχής, οι εξερεθίζοντες προς το πάθος. Τα πάθη δε είναι τα δαιμόνια, τα οποία πρέπει να εκβάλωμεν.




ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

1. Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.
Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».


2. 
Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

3. 
Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν' αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι' ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

4.
 Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ' αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

5.
 Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.

Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ' εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.


6.
 Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι' αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ' εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ' αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

7.
 Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, 'αν μπορής', φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές διά της πίστεως· αλλ' εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ' ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ' αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ' αυτόν».

8.
 Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

9.
 Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;

10. 
Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

11.
 Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν' απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν' απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν' απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ' έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.

Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».


12. 
Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι' αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.

13. 
Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.

14.
 Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

15.
 Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

16. 
Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο. 

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πηγή: www.alopsis.gr


Δοξαστικό Δ΄Κυριακῆς Νηστειῶν.
Ἦχος α΄.

(Κείμενο)

Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι καρποὺς μετανοίας, ἐν τούτῳ ποιούμενοι οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ' ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις τάς ἀρετὰς κατορθοῦντες, τούτοις ἀρεσκόμενος, ὁ Κύριος τοῦ ἔργου δηνάριον παρέχει δι οὗ ψυχὰς λυτροῦται, χρέους ἁμαρτίας, ὁ μόνος πολυέλεος.

(Παράφραση)

Ἐμπρός (λοιπόν) ἄς ἐργασθοῦμε στόν μυστικό (πνευματικό) ἀμπελώνα, καλλιεργώντας καρπούς μετανοίας μέσα σ’ αὐτόν, κοπιάζοντας ὄχι μέ φαγοπότια ἀλλά καλλιεργώντας μέ προσευχές καί νηστείες τίς ἀρετές. Ὁ Κύριος τοῦ ἔργου (Ἰησούς Χριστός) εὐαρεστούμενος μέ ὅλα αὐτά προσφέρει ἀνταμοιβή, μέ τήν ὁποία λυτρώνει τίς ψυχές ἀπό τό χρέος τῆς ἁμαρτίας ὁ μόνος Πολυεύσπλαγχνος.


Δείτε σχετικά:

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. 

Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος• «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1). Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).

Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).


Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα.

Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα.
Ἀλλά λένε, ὅτι σ᾽ αὐτό πέθανε σταυρωμένος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό δέν ἀνεχόμαστε νά βλέπωμε τό σχῆμα καί τό ξύλο στό ὁποῖο ἔχει θανατωθῆ. Πῶς διαγράφηκε καί πῶς ἀφανίστηκε τό χρεώγραφο πού μᾶς βάραινε μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος στό ἀπαγορευμένο ξύλο τοῦ Παραδείσου; Πῶς δεχτήκαμε καί πάλι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Μέ τί δέ ὁ Χριστός ἀπέβαλε καί ἀπεμάκρυνε τελείως τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθηκαν στήν φύσι μας ἀπό τό ξύλο τῆς παρακοῆς. Μέ τί τίς κατήσχυνε θριαμβευτικῶς καί ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τήν ἐλευθερία; Μέ τί ἐλύθηκε τό μεσότοιχο καί καταργήθηκε καί θανατώθηκε ἡ πρός τόν Θεό ἔχθρα μας καί διά μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μέ τόν Θεό καί διδαχθήκαμε τήν πρός Αὐτόν εἰρήνη; Ὄχι στόν Σταυρό καί διά τοῦ Σταυροῦ; Ἄς ἀκούσουν τόν ἀπόστολο, πού στούς μέν Ἐφεσίους γράφει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἠ εἰρήνη σας, αὐτός πού ἔλυσε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, γιά νά οἰκοδομήσει μέσα του τούς δύο σ᾽ ἕνα νέον ἄνθρωπο, ἐπιβάλλοντας εἰρήνη, καί γιά νά συνδιαλλάξη καί τούς δύο σ᾽ ἕνα σῶμα μέ τόν Θεό διά τοῦ Σταυροῦ, φονεύοντας τήν ἔχθρα πού εἶναι σ᾽ αὐτόν» (Ἐφ. 2, 14-16). Πρός τούς Κολοσσαεῖς δέ γράφει, «ἐνῶ ἤσαστε νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τήν ἀκροβυστία τῆς σάρκας σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τά παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τό χειρόγραφο πού περιεῖχε τίς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπό τή μέση καί καρφώνοντάς το στόν Σταυρό• ξεγυμνώνοντας δέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, τίς διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες ἐπάνω στό Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δέν θά τιμήσωμε λοιπόν ἐμεῖς καί δέν θά χρησιμοποιήσωμε τό θεῖο τοῦτο τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τό ὁποῖο καί μόνο μέ τή θέα του, τόν μέν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καί διαπομπεύει καί καταισχύνει, διακηρύσσοντας τήν ἧττα καί τήν συντριβή του, δοξάζει δέ καί μεγαλύνει τόν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στόν κόσμο τή νίκη του; Καί ὅμως, ἄν ὁ Σταυρός εἶναι παραβλεπτέος, διότι σ᾽ αὐτόν ὑπέμεινε τόν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δέν πρέπει νά εἶναι σεβαστός καί σωτήριος. Πῶς λοιπόν κατά τόν Ἀπόστολο βαπτισθήκαμε στόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 3); Πῶς δέ θά συμμετάσχωμε καί στήν Ἀνάστασή Του, ἄν βέβαια ἔχουμε γίνει σύμφυτοι μέ τόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, ἄν κανείς προσκυνοῦσε σχῆμα Σταυροῦ πού δέν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τό δεσποτικό ὄνομα, δικαίως θά κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδή δέ «στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά καμφθοῦν ὅλα τά γόνατα, τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τοῦτο δέ τό προσκυνητό Ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο ἀνόητο θά ἦταν νά μή γονατίζωμε στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλ᾽ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζί μέ τά γόνατα καί τίς καρδιές, ἐμπρός, ἄς προσκυνήσωμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στόν τόπο ὅπου στάθηκαν τά πόδια Του καί ὅπου ἐξαπλώθηκαν τά χέρια πού συνέχουν τό σύμπαν. Ἐκεῖ ὅπου τεντώθηκε γιά μᾶς τό ζωαρχικό σῶμα. Καί, προσκυνώντας καί ἀσπαζόμενοι αὐτόν μέ πίστι, ἄς παίρνωμε πλούσιον τόν ἀπό ἐκεῖ ἁγιασμό καί ἄς τόν φυλάττωμε. Ἔτσι καί κατά τήν ὑπερένδοξη Μέλλουσα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς Τον νά προηγεῖται λαμπρῶς, θά ἀγαλλιάζωμε καί θά χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι ἐπετύχαμε τήν ἀπό τά δεξιά θέσι καί τήν ὑπεσχημένη μακαρία φωνή καί εὐλογία, σέ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιά μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διότι σ᾽ Αὐτόν πρέπει δοξολογία μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Γένοιτο.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου,
νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος
καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.




Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Ὁ Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁμιλεί περί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῆς προσφορᾶς του στήν Ἐκκλησία





Πρόλογος του Aγίου Νικοδήμου στα μεταφρασμένα από αυτόν Παλαμικά συγγράμματα, τα οποία όμως αποτεφρώθησαν από πυρκαϊά στο τυπογραφείο της Βενετίας.

Αλλοίμονο στον καιρόν εκείνο που δεν σε αγαπούσα, λέγει κάπου προς τον Θεό, φλεγόμενος από έρωτα, ο άγιος Αυγουστίνος. Εγώ δε μεταβάλλοντας ελαφρώς τον λόγο, θα έλεγα αναλόγως: αλλοίμονο στον καιρόν εκείνο που δεν είχαν εκδοθή διά του τύπου τα πάνσοφα και θαυμαστά και θεόβροντα συγγράμματα του μεγάλου φωστήρος της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου. Ας χαθή ο φθόνος! Μάλλον δε ο πατήρ του φθόνου, ο οποίος άφησε τα συγγράμματα αυτά κάπου τέσσερις αιώνες και πλέον μέσα στο σκότος, παραπεταμένα σε μίαν άκρη, και μόλις να σωθούν από την φθοράν, αυτά που ήσαν όχι μόνον άξια αλλά και υπεράξια να ιδούν το φως της οικουμένης ολοκλήρου, για να μην ειπώ άξια και του ιδίου του ουρανού.

Μαζί με τα άλλα δεινά που περιβάλλουν το δυστυχές γένος μας, ήταν και αυτό το καλόν, να στερηθούν τόσοι αδελφοί από τον φθόνο που παρακολουθεί κάθε καλό. Και για την στέρησιν αυτή θρηνεί η ηθική, η οποία καθαίρει από τα πάθη, διότι εζημειώθη την ακριβεστάτη διάκριση και στάθμη των αρετών και των παθών. Θρηνεί η φυσική θεολογία, η οποία φωτίζει την ψυχή, καθώς και η Θεόπνευστος Γραφή, που αναζητούν τους τρανούς και αληθείς λόγους τους. Προ παντός θρηνεί η θεολογική επιστήμη, η οποία οδηγεί στην τελειότητα, επειδή μένει ακόμη κάπως ατελής, και γι’ αυτό αναζητεί γοερώς την τελειότητά της.

Και για να ειπώ με ένα λόγον, όλη η Εκκλησία του Χριστού και όλον το ορθόδοξον πλήρωμα, όλος ο ιερός κλήρος που εισέρχεται στο ιερόν Βήμα και προσεγγίζει τον Θεόν, και όλος ο λαός, που παραμένει έξω από το Βήμα, ω, ποίαν δόξαν έχουν στερηθή, ποίαν δύναμη, ποίον πλούτον από την έλλειψη τοιούτων πνευματικών θησαυρών! Και για να μιλήσω κάπως πιο τολμηρά, ποίαν αδοξίαν η ένδοξος, ποίαν αδυναμίαν η δυνατή, ποίαν πτωχείαν είχε περιβληθή μέχρι σήμερα η πλουτοδότις Εκκλησία, επειδή δεν είχε τα συγγράμματα του θείου Παλαμά! Αλλά ας είναι ευλογητός εις τους αιώνας ο Υιός και Λόγος του Πατρός και Νοός, ο δοτήρ και αίτιος κάθε καλού και μάλιστα των λόγων περί Αυτού του ιδίου. Αυτός και τώρα τα μεταβάλλει όλα μόνον με την θέληση, και τον τωρινόν αιώνα τον κάμει μακαριστόν. Και τον φθόνον διαλύει, και την λύπη μεταβάλλει σε χαράν, και στην Εκκλησίαν αποδίδει τον στολισμό της με την έκδοση των συγγραμμάτων αυτών. Και οικονόμησε έτσι τα πράγματα, όπως ημπορεί να συμπεράνη κανείς, ώστε να προηγηθούν παιδαγωγικώτερα συγγράμματα άλλων θεολόγων, για να καταστήσουν τους νόες δεκτικούς των υψηλών συγγραμμάτων του θείου τούτου Πατρός, τα οποία αποτελούν σύνοψη και κατάληξη όλων εκείνων και, κατά κάποιον τρόπον, επισφράγισμά των. Διότι αυτός είναι θεσμός και τάξις πανίερος, και στα αγγελικά τάγματα, πάντοτε και σε όλα, πρώτα δίδωνται τα ατελέστερα και στοιχειώδη, και ύστερα τα τελειότερα, εξ αιτίας της ατελείας εκείνων που θα τα δεχθούν. Αυτό βεβαιώνει ο Νόμος ο Μωσαϊκός και το Ευαγγέλιον. Ο μεν ως ατελής προκηρυττόμενος προς ατελείς, τα δε ως τέλειον αποκαλυπτόμενον ύστερα από τον νόμο προς τελείους. Άλλωστε αυτό φανερώνουν τυπικώς και οι φωνές της σάλπιγγος επάνω στο Σινά, οι οποίες, λέγει, έφθασαν βαθμιαίως σε μεγάλην ένταση.

Εκτός αυτών, δεν ήταν καθόλου ανεκτόν στον Θεόν, αλλά ούτε και δίκαιον, τους λόγους που έγραψε στις πλάκες της καρδίας όχι με μελάνι αλλά με το Πνεύμα, να τους αφήση να μένουν στο σκότος, αγνώστους, αδόξους, και έτσι να στερούνται και οι σύγχρονοι και οι μελλοντικοί χριστιανοί από τόσην ωφέλεια, αλλά και με τον τρόπον αυτόν να περιφρονήται ο φίλος του Γρηγόριος, που εκοπίασε να τους γράψη.

Για να δείξω με ολίγα λόγια τoν άνδρα λέγω τα εξής: ο Γρηγόριος έφθασε στην ακρότητα της πράξεως και της θεωρίας, περισσότερο από τoν καθένα. Λοιπόν, ο τρισόλβιος εκάθισε σε έναν τόπον στον ιερόν Άθω, αθόρυβο και απλησίαστο και, αφού ανέβη επάνω από κάθε αισθητόν και κάθε σύγχυση (ας χρησιμοποιήσω για τoν εαυτόν του τα λόγια τα ιδικά του), δίδεται όλος στην νοεράν επιστροφή και εστίαση της προσοχής στoν έσω άνθρωπον, ή μάλλον στην επιστροφήν όλων των δυνάμεων της ψυχής προς τον νου, πράγμα θαυμαστόν και να το λέγη κανείς. Και σπεύδει να αποπλύνη με το πένθος, το αποκρουστικόν προσωπείον το οποίο του προξένησε η περιπλάνησις στα γήινα. Και αφού ηνάγκασε σε περιορισμό με βίαν ισχυρά το πολυπόρευτον της διανοίας του, συνάπτεται με την Θεαρχικήν Τριάδα δια της συνεπτυγμένης και νοεράς προσευχής, και έκαμε το μοναδικόν του νου τριαδικόν, αν και δεν έπαυε να είναι ενιαίον. Καρτερώντας δε επί πολύν χρόνο στην κατάστασιν αυτή την γεννητικήν των απορρήτων μυστηρίων, και καθαρίζοντας όλο και περισσότερο τoν εαυτόν του, τoν αποσπογγίζει από κάθε δαιμονικήν επήρεια, αλλά και τoν απαλλάσσει από κάθε τι επίκτητο, έστω και αν αυτό είναι από τα πλέον αθώα και δεν ρυπαίνει τoν νου.

Αφού λοιπόν, κατά τον θείον Μάξιμον, ανήλθε όχι μόνον επάνω από τα πάθη, αλλά και επάνω από τους λόγους περί παθών, ούτε επάνω μόνον από την φύση, αλλά και επάνω απo τους λόγους της φύσεως, ούτε επάνω γενικώς από oσα νοητά δεν υπερβαίνουν την φαντασία, αλλά και από τους λόγους των, δέχεται στην καρδία του τoν ενυπόστατον φωτισμό της θείας χάριτος, και έτσι ευρίσκει μέσα του άλλον ουρανόν και άλλον ήλιον και την νοητήν σιγήν, η οποία επακολουθεί, φυσικώς στην κατάστασιν αυτή, την οποίαν ο Απόστολος Ιούστος ονομάζει ιεράν αφθεγξίαν, κατα την οποίαν ενεργείται ο λεγόμενος εγκάρδιος και εκπληκτικός έρως, όπως λέγει ο θείος Σιναϊτης Γρηγόριος. Με αυτήν την εσωτερικήν εργασίαν οδεύοντας μέσα στην οδό του θείου φωτός, αρπάζεται και αυτός όπως ο Παύλος, όχι μόνον κατά τον νου και τις άλλες ψυχικές δυνάμεις, αλλά και κατ’ αυτήν την αίσθησιν, (πλήν της αναπνοής) με μίαν ολικήν και υπερφυσικήν αρπαγή, κατά την οποίαν γεννάται ο προς τον Κύριον εκστατικός έρως, όπως λέγει ο αυτός Σιναϊτης Γρηγόριος. Και ύστερα ανεβαίνει σε όρη αιώνια, ή ανάγεται όχι με την φαντασία της διανοίας αλλά με μίαν απόρρητο δύναμη του Πνεύματος, «είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος» μη γνωρίζων. Και, ω του θαύματος, γίνεται θεατής των υπερκοσμίων, όπου ακούει αλάλητα ρήματα, πράγμα το οποίο δεν ημπορεί να φανερωθή ή να εκφρασθή και να επιτευχθή.

Ακολούθως δε, αφού έφθασε στον υπέρφωτο γνόφο της θείας πηγής, όπως λέγει ο κρυφιομύστης Διονύσιος, όπου είναι κεκαλυμμένα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα μυστήρια της θεολογίας, καταξιώνεται να ιδή και να γνωρίση διά μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας τον «υπέρ θέον και γνώσιν» με το να μην ιδή και να μη γνωρίση. Διότι αυτό είναι η πραγματική όρασις και γνώσις. Και για να μιλήσω συνοπτικά, μένει όλος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα στην φύση, αλλά γίνεται όλος Θεός κατά την ψυχή και το σώμα με την απειρόδωρο χάρη της θεώσεως, όπως λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος: «ηνώθη με τον κατά φύσιν Θεόν και εγνώρισε τόσο τον γινωσκόμενον, όσον είχε γνωρισθή αυτός από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα». Είναι επίκαιρο να λεχθή εδώ το του Θεολόγου και συνωνύμου περί αυτού του συνωνύμου και Θεολόγου: «Βλέπει μεν τα οπίσθια του Θεού, το δε πρόσωπον αυτού δεν του εμφανίζεται καθόλου. Και, όπως ο Μωυσής, φίλος Θεού χρηματίζει. Επειδή δε τα των φίλων είναι κοινά, κατά την παροιμία, γι’ αυτό ο Θεός αποκαλύπτει στον φίλο του τα θεία του μυστήρια, και τον διδάσκει αποκρύφους λόγους της φύσεως, και σηκώνει το κάλυμμα κάποιων σκοτεινών νοημάτων της Γραφής. Και του δίδει το χάρισμα, όχι μόνον της διοράσεως των όντων και εκείνων που ήδη υπάρχουν, ούτε μόνον το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων και των πραγμάτων, αλλά και το μέγιστον χάρισμα της προοράσεως εκείνων που θα γίνουν μετά πολύν χρόνον. Του δίδει ακόμη και το χάρισμα της θαυματουργίας, περισσότερον από κάθε άγιον, με αφθονίαν, και όταν ήταν στην ζωή και μετά θάνατον, ώστε να του αποδοθή από την Εκκλησία η επωνυμία του θαυματουργού. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι το ιερόν του σκήνωμα, ευώδες και αδιάλυτον, επάνω από τους φυσικούς όρους, όπως ακόμη και μέχρι τώρα βλέπεται στην Θεσσαλονίκη.

Και ο Θεός του αποκαλύπτει ωρισμένα από εκείνα τα συμβολικά «οπίσθια», δηλαδή λόγους θείας δυνάμεως και ενεργείας, σοφίας και αγαθότητος, δόξης και απειρίας, και όλων των γύρω από τον Θεόν φυσικώς θεωρουμένων, τα οποία ο θεολόγος νους πρέπει να ζητή. Διότι μόνα αυτά είναι προσιτά. Αυτό δε που συμβολικώς λέγεται πρόσωπον του Θεού, δηλαδή αυτόν καθ’ εαυτόν τoν λόγο της ουσίας, είναι ανεπίτρεπτο να το ζητή οποιοσδήποτε άνθρωπος. Επειδή είναι τελείως απροσπέλαστος και απρόσιτος σε κάθε κτιστό νου και όχι μόνον ανέκφραστος, αλλά και εντελώς ανώνυμος και άγνωστος, και ευρίσκεται επάνω και από αυτήν την «καθ’ υπερουσιότητα θέσιν».

Αλλά γιατί να λέγωμε πολλά; Ο Θεός μαζί με τα άλλα χαρίσματα του χαρίζει το δώρο να θεολογή ασφαλώς και απταίστως, που είναι το υψηλότατον από όλα τα δώρα, και πολυέραστο και καταλληλότατο στο να οδηγή στην θείαν αγάπη.

Για τα χαρίσματα αυτά εμεσίτευσε η Μητέρα του Θεού και ο πρώτος των θεολόγων, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο οποίος με όραμα μυστικόν το ανήγγειλε στον Γρηγόριο, σε στιγμή που ευρίσκετο σε κατάστασιν εγρηγόρσεως. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος ο Ιωάννης, σε νυκτερινήν οπτασίαν του συνιστά να συγγράψη οπωσδήποτε χάριν της ωφελείας των χριστιανών, όλα όσα του ενήχησε το πνεύμα στα ώτα της καρδίας. Αυτό είναι το εξαιρετικόν πλεονέκτημα των συγγραμμάτων του ιδικού μου θεολόγου, κατά το οποίον υπερέχει από τους άλλους θεολόγους, ότι ήρχισε να συγγράφη όσα συνέγραψε όχι από προσωπικήν επιθυμία ούτε χωρίς θεία θέληση, αλλά κατόπιν θείας αποκαλύψεως και εντολής. Έτσι λοιπόν ο Γρηγόριος μέσα σε πολύν χρόνο, όχι μόνον έμαθε, αλλά και έπαθε τα θεία, και ετελειοποιήθη με την ένωση και την γνωριμία με αυτά, για να εκφρασθώ όπως ο Αρεοπαγίτης. Και έτσι αρχίζει να θεολογή απλανώς, επειδή ανήκε στην τάξιν όχι απλώς αυτών που καθαίρονται, αλλά εκείνων που έχουν ήδη καθαρθή την τελειοτάτην κάθαρση του νου και της καρδίας, αφού και ενωρίτερα είχε και θεοπτίες, οι οποίες υπερέχουν απείρως από την με μόνον τον λόγον θεολογίαν. Και αυτό διότι ήκουσε τον συνώνυμόν του Θεολόγον, ότι δεν είναι εύκολον το πράγμα, ούτε είναι για τον καθένα να θεολογή αληθώς, αλλά για εκείνους που έχουν καθαρθή στην ψυχή και στο σώμα, ή τουλάχιστον ευρίσκονται στο στάδιον της καθάρσεως.

Με αυτές λοιπόν τις προϋποθέσεις λογογραφεί τα απόρρητα δόγματα της ευσεβείας, αινεί τον Κύριον σε καθέδρα πρεσβυτέρων και επισκόπων, και έτσι αναπτύσσει τα μυστήρια του Θεού, όχι μόνο στην Εκκλησία των Θεσσαλονικέων, αλλά και σε όλην την Εκκλησία και την Σύγκλητο, λαμπρυνομένην από την παρουσία των βασιλέων, και σε πολλές συνόδους πολύ μεγάλες και πολυανθρώπους, που ελάχιστα υστερούν από τις οικουμενικές. Και αντιπαρατάσσεται γενναίως στις αντιθέους κενοφωνίες των αιρετικών, και με τις Γραφικές και λογικές αποδείξεις νικά τούτους κατά κράτος και στήνει το τρόπαιον. Προμαχεί της πίστεως, υπερμαχεί της Ορθοδοξίας των Θεολόγων Πατέρων, και χάριν αυτής φυλακίζεται και αποθνήσκει κατά προαίρεσιν. Από όλους δε που τον ήκουαν και τον έβλεπαν, αλλά δεν τον εγνώριζαν, εθαυμάζετο υπερβολικά και εθεωρείτο ως αληθής θεολόγος, ο οποίος δεν υστερεί στο παραμικρόν από τους μεγάλους και περιφανείς θεολόγους, Βασίλειον τον Μέγα, Γρηγόριον τον Θεολόγον, Ιωάννην τον Χρυσόστομον, Αθανάσιον και Κύριλλον και τους λοιπούς.

Έτσι, με ένα λόγον, φως υπάρχοντας, και φως βλέποντας, και στο φως διαμένοντας, με το φως εννοεί και ομιλεί και συγγράφει όλα τα θεουργικά του φώτα. Διότι έτσι ονομάζω εγώ τα συγγράμματά του, με τα οποία οι γνωστικοί φωταγωγούνται και μεταμορφώνονται προς θέωση, σύμφωνα με τον λόγο του θείου Μαξίμου, με όσα αναφέρονται στην ηθική, όσα στην φυσική Θεολογία, όσα στην ερμηνεία των Γραφών, όσα είναι της μυστικής θεολογίας, όσα νηπτικά και όσα αντιρρητικά, και με ό,τι άλλο περιέχεται στα συγγράμματά του…

Ελάτε, λοιπόν, όλοι όσοι είστε μέτοχοι της επουρανίου κλησεως, στην ποικίλην αυτή και άφθονο πνευματική πανδαισία, της οποίας εστιάτωρ και δημιουργός είναι ο μέγας και Θαυματουργός Γρηγόριος, μάλλον δε ο μέσα στον Γρηγόριο φθεγγόμενος Παράκλητος. Οι μεν πρακτικοί και αρχάριοι, τρώγετε το καθαρόν και άδολον γάλα της ηθικής διδασκαλίας, και καθαρίζετε την ψυχήν και το σώμα σας. Όσοι αρχίσατε να προκόπτετε, κατατρυφάτε από το μέλι της νηπτικής εργασίας του νοός, διά μέσου της οποίας ευρίσκεται το μακαριστόν πένθος, και αντλείται η πνευματική ηδονή που πηγάζει ανεκφράστως από την καρδία, και γνωρίζεται με νοεράν αίσθησιν ότι ο Κύριος Ιησούς είναι χρηστός και γλυκύτατος κατά τον Προφήτην. Οι δε μέσοι, που τρέχετε προς την τελειότητα, τρώγετε την στερεωτέρα τροφή, τον άρτον, λέγω, της φυσικής θεωρίας, μυούμενοι και στους βαθυτέρους λόγους των θείων γραφών. Οι δε τέλειοι, πίνετε τον εκστατικόν οίνον της υπέρ φύσιν θεολογίας ή, ημπορούμε να πούμε, θεοπτίας, και μεθύοντας αυτήν την μέθη της θεώσεως, δια της χάριτος θα γίνετε τελείως εκστατικοί. Και όχι μόνον θα ανέλθετε επάνω από κάθε νόημα, αλλά θα γίνετε και έξω από τον εαυτό σας για να ενωθήτε ολόκληροι με τον Θεόν, δια της υπερφυσικής ενώσεως ή ανακράσεως ή συμφύσεως ή δεν γνωρίζω τι να ειπώ καταλληλότερον. Πάντως, με μίαν λέξιν, όλοι απολαύσετε την καλήν και λαμπράν αυτήν πανδαισίαν. Όλοι τρυφήσατε από την τρυφή του συμποσίου αυτού, που δεν ελαττώνεται και δεν χάνεται, διότι είναι αθάνατος, και ωφελεί ανερμηνεύτως την αθάνατον ψυχή. Και σας λέγω εκείνο το ευαγγελικόν, ότι αληθώς «πολλοί σοφοί, διδάσκαλοι και θεολόγοι επεθύμησαν ιδείν και απολαύσαι τούτων, ων υμείς οράτε και απολαμβάνετε, και της εφέσεως ουκ επέτυχον».

Πίνοντας όμως τον καλόν οίνον των υψηλών τούτων συγγραμμάτων, μη κατηγορήσετε για αμέλειαν αυτόν που σας εκάλεσε στο δείπνο, και μη ειπήτε προς αυτόν τα λόγια του αρχιτρικλίνου: «Πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι και όταν μεθυσθώσι τότε τον ελάσσω. Συ δε τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι». Ο νόμος των ανθρώπων αυτός είναι, αλλά ο νόμος του Θεού είναι αντίστροφος, διότι, λέγει, πρώτον προσφέρουν τον «ελάσσω» και ύστερα τον «κάλλιστον». Για τούτο και αυτός συνετηρήθη μέχρι τώρα, για να χορηγηθή στους πιστούς σαν εξαίρετον δώρο που μας εδόθη από τον Θεόν.

Εάν στην πνευματικήν αυτήν ευωχία πρέπει να προσφέρω και εγώ κάτι ευφραντικόν, θα ειπώ στους καλούς συνδαιτημόνες με ολίγα λόγια πόση ηδονή και χάρις υπάρχει στα συγγράμματα αυτά, για να ερεθίσω την επιθυμία σας στην ανάγνωσή τους. Όταν διαβάζω τα ηθικά του μεγάλου Γρηγορίου, αποτάσσομαι την σάρκα και τον κόσμο, μισώ τα πάθη, και ασπάζομαι την «κεκρυμμένην συν τω Χριστώ ζωήν» των μοναχών. Με τις εντολές καθαρίζομαι, ποθώ να συμβιώσω με τις αρετές και, ανυψούμενος προς τα τελειότερα, γίνομαι ναός Θεού και κατοικητήριον του Πνεύματος.

Όταν διαβάζω τα Νηπτικά, μυούμαι στα μυστικά αυτά όργια της ιεράς νήψεως και της ευκτικής αρετής, και μαθαίνω την ολικήν επιστροφή του νοός προς τον έσω άνθρωπον, καθώς και την απλανή κυκλικήν κίνηση του νου και ανάτασή του προς το θείον. Και τότε εισέρχομαι στους όρους της αληθούς ησυχίας, κατά την οποίαν νοώ τον ίδιο τον εαυτό μου, μάλλον δε διά του εαυτού μου νοώ τον Θεόν, και πλησιάζω προς αυτόν διά καρδιακής και συνεπτυγμένης ευχής και εμπύρου κατανύξεως, η οποία γεννάται από την ευχή. Και μυσταγωγούμαι και μαθαίνω ποία είναι η μονιμωτάτη καθαρότης του νου και ποία της καρδίας. Και όχι μόνον αυτά, αλλά διδάσκομαι και τους λόγους της νοεράς αυτής επιστροφής μέσα στην καρδία, καθώς και τις θεωρητικές αποδείξεις από την Γραφήν, από την φύση και από την ιδία την πείρα, για την ορθότητα της εργασίας αυτής. Και στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πειθόμενος, καταγελώ ως ασόφους και αμυήτους όσους αντιλέγουν, είτε παλαιούς είτε συγχρόνους.

Όταν πάλιν εγκύψω στα συγγράμματα που πραγματεύονται περί της φυσικής θεολογίας και της Ερμηνείας των Γραφών, ευρίσκω κάποιες νέες και πρωτότυπες ερμηνείες, συγκριτικώς με όσα έχουν ειπεί παλαιότεροι άγιοι, διά των οποίων, με την ερμηνευτικήν επεξεργασία, το γράμμα αποκτά απροσδόκητον βαθύτητα. Διότι ο άγιος Πατήρ έσπασε τον φλοιό των εξωτερικών εκφράσεων, και απεκάλυψε το μυστικόν κάλλος των λόγων της ενσωμάτου ή ασωμάτου φύσεως, είτε των νοημάτων του Πνεύματος, το οποίον βλέποντας εγώ ότι ήταν κρυμμένο σαν μαργαριτάρι μέσα στο όστρακον, πληρούμαι από χαράν και γίνομαι περισσότερον θεωρητικός, από βάθους σε βάθος βυθιζόμενος και από αβύσσου σε άβυσσον κατερχόμενος. Και για να ειπώ όλην την αλήθεια, ευρίσκω στα φυσικά και στις ερμηνείες του λόγους ασφαλείς και σπουδαίους και τετραγώνους. Ευρίσκω να εξακριβώνεται ο ίδιος ο μυελός και το βάθος κάθε εξεταζομένου θέματος.

Αλλά προκειμένου για τα θαυμαστά θεολογικά και αντιρρητικά συγγράμματα του μεγάλου Γρηγορίου, ο λόγος μου αγαπά μεν να πλησιάση, αλλά να προσπελάση σ’ αυτά ιλιγγιά ενώπιον του ύψους και του βάθους, του μήκους και του πλάτους των, που είναι αληθώς ανέκφραστα. Διότι όχι μόνον συνέλεξε σε μίαν ενότητα όσα εγράφησαν σποραδικώς από τους άλλους θεολόγους πατέρες, και απάνθισεν ό,τι θεολογικώτερον υπήρχε, ο θεολογικώτατος εκείνος νους, που έγινε τοιούτος όχι απλώς δυνάμει αλλά ενεργεία, λόγω της καθαρότητός του. Αλλά και ό,τι εφαίνετο ως αμφιβόλου ορθοδοξίας ή ως επιλήψιμο στους κακοδόξους, το μεθερμήνευσε με ευσεβεστέρα διατύπωση θεοσόφως, και διέσωσεν έτσι το κύρος των θεολόγων Πατέρων.

Πλην αυτών, ο θείος Γρηγόριος προσέθεσε όσα του απεκαλύφθησαν υπερφυώς. Όλα αυτά λοιπόν τα επεξεργάσθη, και τα ενεσωμάτωσε σε μίαν ενότητα, ώστε να αποτελούν ένα πραγματικόν αριστούργημα Θεολογίας, ένα τέλειον οικοδόμημα, το οποίον προκαλεί όντως τoν θαυμασμό σε κάθε ακοήν και διάνοιαν.

Σε αυτά λοιπόν τα συγγράμματα όταν εγκύπτω εγώ, αμέσως γίνομαι αληθής θεολόγος. Ω, πόσων μυστηρίων αξιώνομαι ακαριαίως, και σε ποίες νοερές συλλήψεις φθάνω! Υπερπηδώ όλα τα ανθρώπινα, διασχίζω τoν περίγειον τούτον αέρα, υπερβαίνω τoν αιθέρα, διέρχομαι επάνω από τoν εμπύρινον ουρανόν, λίγο ακόμη και θα φθάσω έως τρίτου ουρανού. Πληρούμαι από ενθουσιασμόν, ανεβαίνω υψηλότερα από τις αγγελικές δυνάμεις, και μυούμαι την ασύγχυτον Μονάδα και αδιαίρετον Τριάδα, τον ένα και τρία Θεόν: το μεν κατά την ουσία, το δε κατά τις υποστάσεις. Και μαθαίνω ότι μία είναι η ουσία αριθμητικώς, σε τρεις υποστάσεις, απλή, απερινόητος, ανώνυμος και τελείως αμέθεκτος από την κτίση. Από δε τις τρεις υποστάσεις, ο μεν Πατήρ είναι η μόνη αρχή και αιτία και ρίζα της «εν Υιώ και Αγίω Πνεύματι» θεωρουμένης Θεότητος. Ο δε Υιός είναι αιτιατόν, μόνον από τον Πατέρα γεννητώς, αλλά όχι και αίτιος του Πνεύματος. Επίσης το Πνεύμα είναι αιτιατόν, μόνον από μόνον τον Πατέρα εκπορευόμενον, όχι και από τον Υιόν. Και έτσι αποβάλλω το αιτιατοαίτιον (σημείωση: έτσι ονομάζει ο Άγιος Νικόδημος την Δυτική καινοτομία της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος (Φιλιόκβε)), την νέαν αυτήν προσθήκην, η οποία αναιρεί την μοναρχία μέσα στην Θεότητα, και εισάγει κατ’ ανάγκην στην Τριάδα την δυαρχίαν.

Και δεν μαθαίνω μόνον αυτά, τα οποία είναι κοινά μεταξύ των άλλων θεολόγων Πατέρων, αλλά μυσταγωγούμαι και στην γνώση της θεολογίας του μεγάλου Παλαμά, υπέρ της οποίας ηγωνίσθη μέχρι τέλους με διαλόγους και με τα συγγράμματά του. Και συγκεκριμένως μαθαίνω εκείνο που είναι μεταξύ της αμεθέκτου ουσίας του Θεού και των κτιστών ανθρώπων που μετέχουν σ’ αυτό. Και διά μέσου αυτού μετέχουν του ιδίου του Θεού. Αυτό δεν είναι ένα μόνον, αλλά και πολλά. Είναι οι ουσιώδεις ενέργειες και δυνάμεις του Θεού, οι οποίες διαφέρουν και μεταξύ τους και από την ουσίαν. Και μαθαίνω ότι οι ενέργειες αυτές είναι άκτιστοι και ότι ο Θεός δεν είναι σύνθετος, επειδή έχει μίαν ουσία και τις πολλές αυτές ενέργειές του. Είναι δε ο Θεός κατά την ουσία επάνω από όλα, ως αίτιος των ακτίστων ενεργειών και όλων των περί αυτόν αϊδίως θεωρουμένων τούτων ενεργειών και δυνάμεων. Και εδώ μεν διδάσκομαι ότι αυτές μετέχονται και γίνονται ορατές από τους αγίους, ενώ από τους μη αγίους είναι αμέθεκτες και αόρατες. Εκεί δε, μαθαίνω ότι αυτό που μετέχεται είναι άκτιστο. Αλλά αν και άκτιστον, όμως δεν είναι ουσία του Πνεύματος. Ούτε επίσης, επειδή δεν είναι ουσία του Πνεύματος, είναι και χωρισμένον από το Πνεύμα, αλλά είναι αχώριστον.

Και τώρα μεν φωταγωγούμαι διδασκόμενος ότι, η μετεχομένη από τους αγίους θεοποιός δωρεά και ενέργεια, λέγεται Θεότης. Δηλαδή η θεοποιός δωρεά πλουτεί το υπερφυές όνομα της ουσίας του Θεού, από την οποία προέρχεται φυσικώς. Τώρα δε φωτίζομαι ότι η θεοποιός δωρεά δεν είναι κάτι το κτιστόν ούτε έχει σχέση με τα φυσικά φαινόμενα. Είναι έξω από τους όρους της φύσεως, και βλέπεται από τους αξίους ως φως η ενέργεια αυτή του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις αυτή είναι κοινή ενέργεια της Αγίας Τριάδος, μία μόνη κατά τον αριθμόν, και «ορμάται εκ του Πατρός ως μόνου αιτίου, προέρχεται, προχωρεί διά του Υιού και φανερούται εν τω αγίω Πνεύματι». Και όταν μεν το θείον διαιρείται κατά τις υποστάσεις, είναι αδιαίρετον κατά τις ενέργειες. Όταν πάλι διαιρείται κατά τις δυνάμεις και ενέργειες, μένει αδιαίρετον κατά τις υποστάσεις.

Αλλά και κατά τον πολύν όντως και θεοφόρητον νουν των ιερών Πατέρων, ουσία ονομάζεται ορθοδόξως κάθε μία από τις ενέργειες του Θεού. Και ο όχι λιγώτερο θεοφόρος από εκείνους και πνευματοφόρος και χριστοφόρος Θείος Γρηγόριος λέγει ότι ημπορούμε να ονομάζωμε τις ενέργειες του Θεού ουσίες, όχι παραβαλλόμενες με την υπερούσιο μίαν ουσίαν, από την οποίαν πηγάζουν, αλλά ως προς τα αποτελέσματα και τα κτίσματα τα οποία ουσιοποιούν. Διότι αν τα κτίσματα είναι ουσίες, πολύ περισσότερο οι άκτιστες ενέργειες. Επί πλέον μαθαίνω από τον μοναδικόν αυτόν και ακριβέστατον θεολόγον, ότι τα θεαρχικά πρόσωπα της βασιλικωτάτης Τριάδος, ως προς τον τρόπον της υπάρξεως, θεολογούναι αυθυπόστατα και ενυπόστατα, το οποίον ουδείς άλλος θεολόγος πατήρ είπε μέχρι σήμερα.

Αλλά μαζί με αυτά διδάσκομαι ότι το φως το οποίον έλαμψε στο όρος Θαβώρ δεν είναι ούτε φάντασμα ούτε κτίσμα, και κάτι κατώτερον από την ανθρωπίνην νόηση, αλλά ούτε πάλιν ουσία Θεού, που είναι και τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα κακά και ισότιμα σε δυσσέβεια. Αλλά ότι είναι φως άκτιστον, ουσιώδης ενέργεια του Θεού, Θεότης και Βασιλεία και λαμπρότης, και όσα άλλα θεοπρεπή ονόματα του έδωσαν οι θεολόγοι Πατέρες.

Αφήνω όλα τα άλλα εκφαντορικά και θεολογικά θεάματα της πνευματοκινήτου διανοίας και γλώσσης του Γρηγορίου, τα οποία είναι τόσον υψηλώς και μεγαληγόρως και από βαθείαν αγιοπνευματικήν πείρα διατυπωμένα, ώστε να μη φαίνωνται ως γεννήματα ανθρωπίνης φύσεως, αλλά κάποιας άλλης, υπερφυσικής και ουρανίας. Ενώπιόν τους δεν ημπόρεσαν να σταθούν για να ιδούν και να ακούσουν οι πορευόμενοι στην απώλειαν αιρετικοί, που ετόλμησαν να εμβαθύνουν στα θεία. Αλλά κατεκεραυνώθησαν, έμειναν άναυδοι και επέστρεψαν στα σκοτεινά βάθη τους, απ’ όπου προήλθαν. Και απεδείχθησαν ότι ήσαν πίθηκοι απέναντι σε λέοντα και κώνωπες έναντι ελέφαντος, κατά την παροιμίαν, επειδή δεν κατώρθωσαν να αντισταθούν στην θεολογικήν επιστήμη, στην ακρίβεια των αποδείξεων και στις λοιπές ιερολογίες του μεγάλου Γρηγορίου.

Και όχι μόνον τώρα, αλλά, όπως γνωρίζω καλώς, και στον αιώνα τον άπαντα θα μείνουν κρυμμένοι στα σπήλαιά των αυτά και στις σήραγγες. Εννοώ μάλιστα τους οπαδούς και ακολούθους και τα πνευματικά τέκνα των αιρετικών τούτων, ύστερα από την ανατολήν του νοητού τούτου ηλίου της θεολογίας με την έκδοση των συγγραμμάτων του. Τα συγγράμματα αυτά εγώ ευχαρίστως τα παρομοιάζω με εκείνην την Σκηνήν του Μωυσέως, που ήταν αντίτυπος της γης, του ουρανού και των υπερουρανίων. Διότι τα μεν ηθικά ομοιάζουν με την αντίτυπο της γης αυλήν της Σκηνής. Τα δε νηπτικά, φυσικά και εξηγητικά, ομοιάζουν με τα αντίτυπα του ουρανού, τα άγια. Και τα θεολογικά ομοιάζουν, κατά τoν μυσταγωγόν Δαβίδ, με τα άγια των αγίων, που είναι αντίτυπα των υπερουρανίων εκείνων αδύτων «και της πρώτης φύσεως, όση μένει έσω του πρώτον καταπετάσματος και συγκαλύπτεται από τα Χερουβίμ».

Εάν δε κάποιος ζητή να μάθη την μορφήν της εκφράσεως, ας γνωρίζη, εάν δεν με θεωρή φαύλο κριτήν αυτών των πραγμάτων, ότι ο άνδρας δεν ήταν άμοιρος ούτε στο θέμα του κάλλους του λόγου. «Διότι είχε περάσει όλην την εξωχριστιανικήν φιλοσοφία, και δεν ήταν αμελέτητος ούτε στα σχήματα της ρητορικής, ούτε στερείτο από το μέλι των αττικών χαρίτων, και από την άλλη κομψότητα και ευμορφία των λόγων. Ο λόγος του είναι σύμμετρος στις περιόδους, και αυτό φαίνεται παντού, περισσότερο δε στα εξηγητικά, τα εγκωμιαστικά και τα αντιρρητικά συγγράμματά του. Παντού όμως είναι δημιουργός σαφηνείας περισσότερον από κάθε άλλον, χρησιμοποιεί κυριολεξίες και εκφραστικές λέξεις ακριβείας, τηρεί τους συντακτικούς κανόνες και αποφεύγει τα υπερβατά και ελλειπτικά σχήματα και τις μεταφορές, καθώς και τις σχοινοτενείς περιόδους. Παρ’ όλ’ αυτά όμως ο λόγος του δεν κατέρχεται σε πεζότητα. Διότι πάντοτε επιτυγχάνει άριστον συνδυασμόν του σαφούς με το υψηλό και σοβαρόν, αποφεύγοντας τις ελλείψεις και τις υπερβολές, κινούμενος στον χώρο της μεσότητος. Σε όλα δε τα συγγράμματά του ακμάζει η γλυκύτης, η λαμπρότης και το στρογγυλόν του λόγου, που τον κάνουν να ομοιάζη με μαργαριτάρι.

Ως εκ τούτου επιτυγχάνει, ώστε το υψηλόν και δυσθεώρητον των θεωρημάτων του περί της Τριαδικής Θεολογίας ή της μυστικής Οικονομίας του Θεού Λόγου, να μη γίνωνται δύσκολα στην κατανόηση. Ο γλυκύτατος αυτός ο ιδικός μου ρήτωρ διακρίνεται για την άνετον απομνημόνευση κειμένων, για τον πλούσιον λόγο του και για την ακριβολογία του. Είναι δογματικός, συλλογιστικός και αποφαντικός, και αγαπά ιδιαιτέρως την ενασχόληση με τα νηπτικά και θεολογικά θέματα. Γι’ αυτό και ο λόγος του, όταν συγγράφη, ομοιάζει να έχη βάση κυβικήν ή τετράγωνον. Ως εκ τούτου είναι αποτελεσματικώτατος και παρέχεται ως υπόδειγμα στους φιλολόγους προς μίμησιν. Επαινούνται δηλαδή διττώς αυτά τα συγγράμματα από το χρυσούν γένος των λογίων, δηλ. και ως προς τα βάθη του Πνεύματος αλλά και ως προς τα κάλλη του φθέγματος. Διότι ο ποιητής των συγγραμμάτων αυτών είναι ο μόνος, ή ένας από τους ολίγους, που ευδοκίμησε και στα δύο αυτά, δεινός στην νόηση και στο να εκφράση εύμορφα αυτό που έχει συλλάβει. Και θα ημπορούσε να μεταβάλη τον λόγο του σε κήπο με τριαντάφυλλα ή εναρμόνιο λύρα ή γλυκύφθογγο σάλπιγγα, εάν προ ετών δεν είχεν εγκαταλείψει την ενασχόληση με τους λόγους, χάριν της ασκήσεως και της προσευχής, όπως λέγει ο ίδιος για τον εαυτόν του.

Τα λεγόμενά μου μαρτυρεί και ο αγιώτατος και σοφώτατος μεταξύ των Πατριαρχών Φιλόθεος, λέγοντας περί των συγγραμμάτων του θείου Γρηγορίου, και μάλιστα περί των νηπτικών και θεολογικών, τα εξής: «Αλλά τι να ειπή κανείς, ω θεία και ιερά κεφαλή, περί αυτών των ιερών σου λόγων. Διότι αυτοί κυρίως πρέπει να ονομάζωνται ιεροί λόγοι. Μάλλον όμως ιεροί είναι όλοι όσοι αναφέρονται στα θεία και ιερά πράγματα. Ενώ οι ιδικοί σου δικαίως πρέπει να λέγωνται όχι μόνον ιεροί όπως οι άλλοι, αλλά ιεροί των ιερών, όπως είναι τα άγια των αγίων και το άσμα των ασμάτων, όπως λέγει κάποιος από τους υψηλούς θεολόγους, ως περιεκτικώτερα και κυριώτερα».

Και συμπληρώνει ο άγιος Φιλόθεος τελειώνοντας τον βίο του θεσπεσίου Γρηγορίου: «Συ λοιπόν και τώρα που μετέστης προς τον Χριστόν, εποπτεύεις την ποίμνη σου και όλο το κοινόν της Εκκλησίας ακόμη τρανότερα από υψηλά. Κάθε είδους νόσο θεραπεύεις, καταρτίζεις με τους λόγους σου, αποδιώκεις τις αιρέσεις και απαλλάσσεις από παντοειδή πάθη. Διότι ουδέποτε θα λησμονήσης την ιεράν εκείνην επιστήμη και τους τόσο μεγάλους αγώνες και ιδρώτες προς χάριν μας… Και λύσε την καταιγίδα αυτών των πολλών και ποικίλων παθών και πειρασμών, που κορυφώνεται επί τόσο μακρόν χρόνο και διεγείρει την τρικυμίαν αυτή και την ζάλη, ή απάλλαξέ μας τώρα από τα παρόντα με αγαθές ελπίδες για τα εκείθε και για την προσδοκωμένην μακαρίαν αναψυχή και άνεση εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω ανάρχω Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 517 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Πηγἠ: www.alopsis.gr


Δείτε σχετικά:

ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ - Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία διά τόν παραλυτικόν, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμά)




 Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Μάρκ. (β´, 1-12)

1 ΚΑΙ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. 2 καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. 3 καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. 4 καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. 5 ἰδὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 6 ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· 7 τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; 8 καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ  Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 9 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 10 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας ~ λέγει τῷ παραλυτικῷ. 11 σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 12 καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν. 

'Aπόδοση  

Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε πάλι ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναοὺμ καὶ διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. ᾿Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δὲν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα· καὶ τοὺς κήρυττε τὸ μήνυμά του. ῎Ερχονται τότε μερικοὶ πρὸς αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν φέρουν κοντὰ στὸν ᾿Ιησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τὴ στέγη πάνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. ῞Οταν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παράλυτο· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοὶ γραμματεῖς καὶ συλλογίζονταν μέσα τους· «Μὰ πῶς μιλάει αὐτὸς ἔτσι, προσβάλλοντας τὸν Θεό; Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Μόνον ἕνας, ὁ Θεός».
᾿Αμέσως κατάλαβε ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι αὐτὰ σκέφτονται καὶ τοὺς λέει· «Γιατί κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις στὸ μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πῶ στὸν παράλυτο· “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἢ νὰ τοῦ πῶ, “σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”; Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν ὅτι ὁ *Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες» -λέει στὸν παράλυτο· «Σ’ ἐσένα τὸ λέω, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». ᾿Εκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Τέτοια πράγματα», ἔλεγαν, «ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχουμε δεῖ!»


Ὀμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμά

Για τον παράλυτο που εθεραπεύτηκε στην Καπερναούμ από τον Κύριο και προς τους ομιλούντας ακαίρως μεταξύ τους κατά τις ιερές συνάξεις στην Εκκλησία



Μικρή περίληψη της 10ης ομιλίας του Aγίου Γρηγορίου του Παλαμά:

Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν.

Ο παράλυτος της Καπερνα­ούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών προς θεραπείαν παρά του Ιησού. Ο ψυχικώς παράλυτος, μετανοών, φέρεται εις τον Κύ­ριον από τέσσαρας δυνάμεις· τηναυτοκριτικήν, την εξομολόγησιν, την υπόσχεσιν αποχής από τα κακά εις το μέλλον, την δέησιν προς τον Θεόν. Η οροφή την οποίαν θα χαλάσωμεν δια να φθάσωμεν εις τον Κύριον είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθή δια να καθοδηγή και το σώμα.

1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λό­για, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοεί­τε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρα­νών» (Ματθ. 3, 21). Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύ­ριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξου­σία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτη­τη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.

2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυ­τούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συν­ήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν. Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορ­νεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μά­λιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας. Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσε­ως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι [Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυ­ριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας], έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυ­τούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοι­λίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.

3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλλη­λος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρό­νος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών. Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώ­πων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ πε­ρισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως. Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, εί­ναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρ­χουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση; Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.

4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισ­σότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγ­γείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26). Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματ­θαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12). Πραγματι­κά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρα­σμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη. Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκη­σε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).

5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευ­χής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλ­θε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες. «Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς εί­χαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύ­θυνε προς αυτούς τον λόγο. Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθε­λε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).

6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι. Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχα­ρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει. Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δι­καιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.

7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην. Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χά­ριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κά­ποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αι­τίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό. Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγα­τέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυ­τών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέ­ρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχο­παθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν πα­ράλυτος στο σώμα. Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμ­πρός στον Κύριο. Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμ­ματα στην πίστι.

8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44). Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογι­σμούς του παραλύτου. Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύ­νοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θε­ραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύ­ναμι έχει. Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό,τέκνο, συγχω­ρούνται οι αμαρτίες σου».

9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της α­μαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.

10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού; Ο δε Κύριος, γνωρί­ζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;». Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλι­στα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι. Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών. Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».

11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άν­θρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9). Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολού­θησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι». Η μεν άφεσις των πταισμά­των με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαί­νει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».

12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή. Διότι ο καθένας από τους προσ­κολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενι­κής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυ­χής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνά­μεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και τηνδέησι προς τον Θεό. Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επά­νω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρι­σκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα. Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσ­σερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.

13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθη­καν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11). Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και τηνθεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμ­βάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.

14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο. Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τού­το, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς. Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλ­μούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια. Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέ­χει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτει­νό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δι­καιοσύνης Χριστού.

15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που ανα­πέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμί­ζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.

16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν; «Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφον­τας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων; Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό κα­θώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;

17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34). Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυ­σιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθι­στώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης. Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσίαπαριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβά­ζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι,αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).

18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέ­ρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αι­σθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρί-πτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πρα­γματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.

19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»

Πηγή: www.alopsis.gr


Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. δ'.

Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν




Δείτε σχετικά: