A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Λόγοι περί ἀκτημοσύνης καί μοναχικῆς ἀποταγῆς (Μέγας Βασίλειος καί Μέγας Ἀθανάσιος)




   Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

Ἀπόδοση:

Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς “αγαθό;” Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μη¬τέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος.
Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στενοχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: “Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».

(Επιμέλεια κειμένου: Ιωάννης Τρίτος)




Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής [Το ίδιο γεγονός αναφέρει και η περικοπή της ΙΒ΄ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ]

«Έτι εν σοι λείπει. Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς,
και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι»


Α) Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου [4ος αιών - ΕΠΕ - τόμ. 8, σελ. 94 & 232, τόμ. 2, σελ. 66]




Α. Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν. Ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας, να έρθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν. Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον. Είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυίδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινή Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», και «oς ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».

Άραγε το σκέπτεσαι, ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή, γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν, η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές, έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός, απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο. Και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω (σε όλους)».

Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσης να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πώς θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν, ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης πώς να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας, και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.

Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους, εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα. Και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών, τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν. Όσον αφορά στην ιδική μου ζωήν, και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε, σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον, έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον, είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μην επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.

Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων. Όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου - τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά. Ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον, όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησή των. Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή δηλαδή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον. Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος. Αλλά άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και θεωρώ πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα (ακαθαρσίες) είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω». Και πράγματι, - για να ειπώ κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν. Εάν ο Απόστολος παρομοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατον αυτού, τί θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως: «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και στη παραβολή του εμπόρου είναι, για κάθε συνετόν άνθρωπο, σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν». Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μάς δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας, και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον, όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες: «Ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν, «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ’ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ’ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.

Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής, και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν. Είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων». Εάν δεν κατορθώσωμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πώς ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας, ή η ταπείνωσις του φρονήματος, ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά; Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από ακάνθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.

Β) Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Μεγάλου [4ος αιών - ΕΠΕ - τόμ. 11, σελ. 278 (Βίος της Οσίας Συγκλητικής της οποίας είναι και η διδασκαλία) & σελ. 18 & 166 (Βίος του Μεγ. Αντωνίου)]


Β. Πράγματι, τα χρήματα είναι το όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνην, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση, και έτσι θα ημπορέσης ευκόλως να περικόψης τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη, να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πώς θα ημπορέση να εκδιώξη το δεύτερο; Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Σωτήρ, κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν τον προστάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά προηγουμένως τον ερωτά εάν έχη τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ερωτά: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν εδιδάχθης τις συλλαβές, εάν έχης μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειοτάτην ανάγνωση. Δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδιδε την διαβεβαίωσιν ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του εζητήθησαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι ποίος θα ημπορούσε να προχωρήση στην ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;

Είναι τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίαν στενοχωρία, στην ψυχήν όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βιαίως, πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή, με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερά. Αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερον λογισμό, παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, καταστρέφονται σαν τα εσχισμένα ενδύματα, χωρίς να ημπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό. Διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα ημπορούσε λοιπόν κανείς να ειπή ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιον αγαθόν για όσους έχουν ανδρείον φρόνημα. Διότι αποτελεί χαλινόν των πρακτικών αμαρτημάτων.

Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθή με τους κόπους. Εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπον αυτό να αποκτήση αυτήν την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία των, ως επί το πλείστον μετενόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές. Διότι, αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριον, ψάλλοντας καθαρώς το Θείον εκείνο λόγιον το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι. Και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή δηλαδή)». Και με άλλον τρόπο πάλιν ωφελούνται από την αποβολήν του πλούτου. Επειδή δεν έχουν τον νου των στους θησαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ. «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (δηλαδή υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα, κάμνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον για την καθημερινήν τροφήν που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως. Προς αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριο, να μη μεριμνούν για την αύριον, και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια εβασίσθησαν, αφού είναι λόγια του Θεού και λέγουν με παρρησία το γραφικόν εκείνο λόγιον: «Επίστευσα, διό ελάλησα».

Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλυτέραν ήττα, διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψη. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημίες. Πράγματι, τι έχει να κάμη στους ακτήμονες; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίση τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάμη κακό στα φίλτατά των πρόσωπα; Αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μεγίστη λοιπόν μάστιγα κατά του εχθρού, και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχήν η ακτημοσύνη.

Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνον σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βαλείν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωή, διαφορετικά δε, κατά την δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στην ξηράν, άλλα στο ύδωρ και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι: άλλοι μεν κατέχουν τον μέσον τρόπον ζωής, όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη ωσάν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθή από τα ύδατα των αμαρτιών όπως οι ιχθύες. Διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισέ με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων. Εμείς όμως, αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθωμε στα υψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα». Ας γίνομε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχωμε εάν όλην μας την διάνοια την προσφέρωμε στον Σωτήρα.

[Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και, ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης», καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεόν. Αυτήν την οδόν ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν της ερήμου Αντώνιον τον Μέγαν, ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν τον προβληματισμό]. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν, καθώς επήγαινε μίαν ημέρα προς τον ναό, συγκέντρωσε τον νου του και περιπατώντας εσυλλογίζετο πώς οι μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν εσκέπτετο αυτά, εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν εκείνη το Ευαγγέλιον. Ήκουσε τότε τον Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε, ως από θείον χάρισμα, ζωντανήν μέσα του την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που είχεν από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτε αυτόν και την μικρή του αδελφή με την οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα επώλησεν όλα, και, αφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, τα έδωσε στους πτωχούς, κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησίαν ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον: «Μη μεριμνήσητε περί της αύριον». Δεν άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθη την αδελφή του σε γνωστές και εμπείρους παρθένους, και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα, ο πόθος που είχε προς τον Θεόν, τον οδήγησε στην βαθυτέραν έρημον, όπου κατέστη φωστήρ της οικουμένης… Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθή παντού και εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από κάποια τέχνην, αλλά μόνον από την θεοσέβειάν του. Και κανείς δεν ημπορεί να αρνηθή ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι ποίος, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα εγίνετο πασίγνωστος και στην Ισπανία και την Γαλλία και την Αφρικήν, εάν δεν είχε μέσα του τον Θεόν, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους ιδικούς τον ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθή αυτό και στον Αντώνιον από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν την ζωή και τις πράξεις των και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσάν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών, ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν, και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.

Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί, για να μάθουν ποίος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν», και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους΄ όχι μόνον στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωήν, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβοήτους τόσον για την αρετή τους όσον και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.

Και εάν χρειασθή, ας αναγνωσθούν αυτά και στους εθνικούς. Ώστε να αντιληφθούν, έστω και με αυτόν τον τρόπον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνον Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνησίως και πιστεύουν σ’ αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 421 και εξής. Επιμέλεια Δημήτρης Δημουλάς) 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ (᾿Επιστολὴ πρὸς Μοναχοὺς)


«῟Ων τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, 
τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»

᾿Επιστολὴ πρὸς Μοναχοὺς

ΠΡΟΣ ὅσους ἀσκοῦν τὸν μοναχικὸν βίον καὶ εἶναι στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ,
 ἀγαπητοὺς καὶ περιποθήτους ἀδελφούς, χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Πρῶτον μν εχαριστ τν Κύριον, ποος σς ξίωσε ν πιστεύσετε ες Ατόν, δι ν κληρονομήσετε κα σες τν αἰώνιον ζωὴν μαζ μ τος Αγίους.

᾿
Επειδ δ πάρχουν μερικο ρειανόφρονες, ο ποοι περιέρχονται τὰ Μοναστήρια δι κανένα ἄλλον σκοπόν, παρ ν ξαπατήσουν τος πλοϊκούς, σν πεσταλμένοι τάχα π μς, πάρχουν δ μερικοί, οἱ ποοι διαβεβαιώνουν μν πς δν πιστεύουν ες τν διδασκαλίαν,λλ ποχωρον κα προσεύχονται μαζὶ μ ατος ες τν διον τόπον·

κατ᾿
νάγκην λοιπν σπευσα, ἐπειδ μ παρεκάλεσαν μερικοὶ σταθερώτατοι δελφοί, ν σᾶς γράψω, στε ν φυλάσσετε κεραίαν κα νόθευτον τν εὐσεβῆ Πίστιν, τν ποίαν διατηρεῖ ες σς χάρις το Θεο, διὰ ν μ δώσετε φορμν σκανδαλισμοῦ ες τος δελφούς.

Διό
τι, ταν μερικο δον σᾶς τος πιστος ες τν Χριστὸν ν συγκεντρώνεσθε μ αὐτος κα ν κοινωντε μαζ τους, ὁπωσδήποτε θ θεωρήσουν τοῦτο τι ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑΝ, καὶ τσι θὰ πέσουν ες τν βόρβορον τῆς σεβείας.

Διὰ
ν μ συμβ λοιπν τοῦτο, ἀποφασίσατε, γαπητοί, αὐτοὺς μν πο φανερ πιστεύουν εἰς τν σέβειαν ν ποστρέφεσθε, π᾿ ατος δέ, πο νομίζουν πς δν πιστεύουν ες τὴν ρειανικν διδασκαλίαν,κοινωνοῦν μως μ τος σεβεῖς, ν φυλάττεσθε·
καὶ μάλιστα κείνων πο ἀποστρεφόμεθα τν πίστιν, αὐτοὺς πρέπει ν ποφεύγωμεν π τν κοινωνίαν.
᾿Εν δ κανες προσποιται μὲν τι μολογε ρθν Πίστιν, φαίνεται δ τι κοινωνε μ ἐκείνους, ατν ν παροτρύνετε νὰ ποφεύγ ατν τν συνήθειαν·

καὶ
ἐὰν μν ποσχεθ, ν τν θεωρῆτε δελφόν, ἐὰν δ πιμέν μ πεσμα, ατν ν τν πομακρύνετε.
Διότι ἐὰν πράττετε τσι θ διατηρήσετε καθαρν τν Πίστιν, καὶ κενοι βλέποντες σς θ φεληθον, πειδ θ φοβηθοῦν μήπως θεωρηθον ς ἀσεβεῖς κα τι πιστεύουν τν διδασκαλίαν κείνων.

Μ. ᾿Αθανασίου, Πρς Μοναχούς, PG 26, 1185-1188.
(Νεοελληνικὴ πόδοσις π ΕΠΕ, Μ. ᾿Αθανάσιος, τ. 10, σελ. 312-315, Θεσσαλονίκη 1976).

 ῾Η ᾿Επιστολὴ δημοσιεύεται ἀσχολίαστος, διότι ὁμιλεῖ ἀφ᾿ ἑαυτῆς. ῎Ας μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὰς καὶ ἄς ἀναλογισθοῦν τὰς εὐθύνας των!



(ΠΗΓΗhttps://www.hsir.org/Theology_el/3a4019AthanasMeg.pdf όπου και το πρωτότυπο κείμενο )

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (2 Μαΐου).

Η λάρνακα του Αγίου Αθανασίου (όπου υπάρχουν τα λείψανά του) κάτω από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου, Κάιρο.






Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, αναμιμνησκόμαστε την ανακομιδή των αγίων και ιερών Λειψάνων του εν αγίοις πατρός ημών Ἀθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του μεγάλου  Το βίο του τον πολυκύμαντο και πολυτάραχο με τις 5 εξορίες και τις τόσες και τόσες απόπειρες για δολοφονία και εκτοπισμό του μεγάλου τούτου Ιεράρχη εγνωρίσαμε στις δεκαοκτώ Ιανουαρίου όταν και επιτελέσαμε την αγία και ιερή μνήμη του.

Η άνακομιδή των Λειψάνων του αγίου Αθανασίου είναι μία άλλη αφορμή για μας τους χριστιανούς προς εορτασμό και πανηγυρισμό, γιατί είναι παλαιά παράδοσι και
πράξι της Εκκλησίας να τιμώνται και να μετακομίζωνται τα πάντιμα των αγίων Λείψανα.

Ο Άγιος και μέγας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε συγκεντρώσει μέσα στον από τον ίδιο άνοικοδομηθέντα Ναό των αγίων Αποστόλων τα ιερά Λείψανα όλων των αγίων Αποστόλων και άλλων πολλών, στο δε στέμμα του είχε θέσει σαν τιμιότερο από τους πολύτιμους λίθους το καρφί από την αγία χείρα του επί του Σταυρού παθόντος Κυρίου πού του έφερεν η μητέρα του αγία Ελένη υστέρα από τις επιτυχείς ανασκαφές στο λόφο του Γολγοθά.

Επίσης ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο μικρός με βασιλικές τιμές και μεγάλη πομπή υποδέχτηκε το πάντιμο λείψανο του μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου πού απέθανε μαρτυρικά στην εξορία και κατά τον ιερό Συναξαριστή «επί βασιλικού οχήματος η σορός επιτεθείσα προς τον περιώνυμον φέρεται των Αποστόλων Ναόν».|

Και όχι μόνον οι ευσεβείς αυτοκράτορες και οι ορθόδοξοι Αρχιερείς, αλλά και ο Λαός του θεού τιμούσαν τα ιερά των αγίων λείψανα και εφρόντιζαν να τα αποκτήσουν, να τα φυλάξουν, ή να τα μεταφέρουν σε επίσημη και προσιτή θέσι προς τιμή και πρσσκύνησι. Έτσι «χριστιανοί τίνες άνδρες, τα τίμια και άγια λείψανα του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου από Ρώμης εις   Αντιόχειαν   ενεγκόντες   δώρον   ποθούμενον τοις αδελφοίς δωρούνται» κατά τον ιερό πάλι Συναξαριστη. Από τη Ρώμη δηλαδή όπου εμαρτύρησεν ο άγιος περισυνέλεξαν τα υπολείμματα των  καταφαγωμένων από τα λιοντάρια οστέων του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου και τα μετακόμισαν   στην Αντιόχεια,   τη μεγάλη,   όπου εποίμαινεν ο άγιος το Λαό του Θεού οσιακά και αποστολικά, ο θεοφόρος πατέρας και Διδάσκαλος.

Τα ίδια έπραξαν και οι χριστιανοί της Σμύρνης για τα πάνσεπτα λείψανα του αγίου Ιερομάρτυρος Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης, «ανελόμενοι τα τιμιότερα λίθων πολυτελών και δοκιμότερα υπέρ χρυσίον οστά αυτού απέθεντο όπου και ακόλουθον ην». Και η αγία μας Εκκλησία λοιπόν πολύ σωστά και σοφά έχει θεσπίσει, «ετησίας μνήμας και τελετάς», για τη μετακομιδή των λειψάνων των αγίων Νικηφόρου Πατριάρχου Κωσταντινουπόλεως στις 13 Μαρτίου, του αγίου Αθανασίου του Μεγάλου στις 2 Μαΐου, του αγίου Μεγαλομάρτυρας Θεοδώρου του Στρατηλάτου στις 8 Ιουνίου, των αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στις 28 Ιουνίου, του αγίου πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου στις 2 Αύγουστου και πολλών άλλων αγίων.

Αυτή την αγία και ιερή συνήθεια και παράδοσι ακολουθούμε και εμείς σήμερα και πανηγυρίζομε αναμιμνησκόμενοι την ανακομιδή των λειψάνων του ήρωος της Ορθοδοξίας αγίου Αθανασίου του Μεγάλου.

Τα αγία λείψανα, αδελφοί μου αγαπητοί, είναι κατάφορτα από τη θεία χάρι γιατί κατά τη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν πνεύματος αγίου και τελευτησάντων αυτών η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και τοις σώμασιν αυτών και ταις ψυχαίς και τοις τάφοις και τοις χαρακτήρσι».

Τα αγία λείψανα ευωδιάζουν και εκπέμπουν ευωδιά άρρητη, άλλοτε προς όλους τους προσκυνητές τους και άλλοτε σε μόνους τους μετά πίστεως προσκυνούντας τα. Τα αγία λείψανα είναι οι φύλακες των ψυχών και των σωμάτων των κατεχόντων αυτά η και υποδεχόμενων μετά πίστεως και τιμώντων αυτά. Είναι οι φυγαδευτές των δαιμόνων και οι γιατροί των παθών και των νόσων. «Νόσους και πάθη εξιώνται ποικίλα εκάστοτε» και «οσημέραι» θαυματουργούν.

Φρίττουν οι δαίμονες όταν αισθανθούν την παρουσία των αγίων Λειψάνων, γιατί τα αγία λείψανα, κατά τον άγιον Ιουστίνο το φιλόσοφο και μάρτυρα, «φυλακτικά εισί της των δαιμόνων επιβουλής και Ιαματικά νοσημάτων των κατά την ιατρικήν τέχνην ανιάτων». Δηλαδή τα ιερά λείψανα μας προφυλάσσουν από την επήρεια και την επιβουλή των πονηρών πνευμάτων και μας θεραπεύουν από τα νοσήματα τα όποια αδυνατεί ή ιατρική επιστήμη να θεραπεύση.

Ας δοξάσωμε λοιπόν τον άγιο θεό, αγαπητοί μου αδελφοί, γιατί έχει κατάσπαρτη τη γη από τα τιμιότερα λίθων πολυτελών ιερά των αγίων λείψανα και έχει θέσει στη διάθεσί μας τόσους και τόσους ατίμητους θησαυρούς.

Ας τον ευχαριστήσωμε γιατί στην επαρχία μας και μάλιστα στη Μονή Λειμώνος έχει χαρίσει πολλών αγίων, ακόμη και μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, λείψανα και μας παρέχει την ευκαιρία του αγιασμού μας και της λυτρώσεώς μας από ψυχικά και σωματικά πάθη.

Ας τον παρακαλέσουμε δε τον άγιο θεό, και τον πιστό του θεράποντα άγιο και Μέγαν Αθανάσιο να ανοίξουν τις καρδιές μας και να φυτέψουν μέσα σ' αυτές τον ένθεο ζήλο και την ιερή φλόγα της πίστεως και της αγάπης προς τα ιερά της πίστεως λείψανα και προς όλα τα σωστικά της Εκκλησίας μας Δόγματα και να μας αξιώσουν και των ουρανίων αγαθών της απολαύσεως. Αμήν.
 

του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου
Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου
από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»

 http://www.zoiforos.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Ὑιόν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατᾑσχυνας Ἄρείον Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν, τό μέγα ἔλεος.





Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (18 Ἰανουαρίου)







Ἐάν, βεβαίως, ὃλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἣρωες τῆς πίστεως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας εἶναι « ὁ ἀγιώτερος τῶν ἡρώων ἢ μᾶλλον ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων». Διότι ὂχι μόνο ἒζησε βίο ἃγιο, ἀνεπίληπτο, ἀσκητικό καί ἀποτέλεσε πρότυπο ἀληθινοῦ ποιμένα ἀλλά  ἀντιστάθηκε μέ ἀδιάπτωτο σθένος καί ἀτρόμητο θάρρος στίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί κατώρθωσε νά ἀνατρέψει τήν πορεία ὀλέθρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπεκάλεσε Μέγα. Καί πράγματι ὑπῆρξε μέγας τῆς ἐκκλησίας πατέρας, ἓνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους οἰκουμενικούς διδασκάλους καθώς ἐπίσης καί ὁ ἐνδοξότερος ὑπέρμαχος τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

Γεννήθηκε στήν Ἀλλεξάνδρεια στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα (293-298 μ.Χ.) ἀπό γονεῖς περιβόητους γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τους. Ἀπό τήν παιδική του ἀκόμη ἠλικία ἐκδήλωσε τήν κλίση του πρός τήν ἱερωσύνη. Διότι παίζοντας μία ἡμέρα μαζί με συνομήλικές του κοντά στή θάλασσα, μιμήθηκε τό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου καί βάπτισε παιδιά τῶν εἰδολολατρῶν. Τό ἱερό αὐτό παιχνίδι κίνησε τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος. ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὃτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε τηρήσει με ἀξιοθαύμαστη ἀκρίβεια ὃλους τούς κανόνες τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἀνεγνώρισε ὡς ἒγκυρες τίς βαπτίσεις. Ἒμεινε δέ κατάπληκτος ἀπό τήν εὐσέβεια και τά ἒκτακτα διανοητικά χαρίσματα τοῦ Ἀθανασίου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τοῦ ἂνοιξε τίς πύλες τῆς ἀρχιεπισκοπῆς καί ἀνέλαβε, σάν πατέρας φιλόστοργος, τήν προστασία και τήν μόρφωσή του.
Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, ἀναμφίβολα, σπούδασε στίς περίφημες φιλοσοφικές καί κατηχητικές Σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας, τήν ἀρχαία κλασσική γραμματεία, τήν φιλοσοφία, τήν ρητορική καί ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἐπίσης ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Κυρίως ὃμως μελέτησε, ὃσο κανείς ἂλλος, τήν Ἀγία Γραφή, ἀπό τήν ὁποία ἀπεκόμισε τόν πλοῦτο τῶν θεολογικῶν του γνώσεων. Χάρις δέ στά μεγάλα προσόντα μέ τά ὁποῖα ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό ἀξιώθηκε, σέ νεαρή ἀκόμη ἡλικία, νά γίνει γραμματέας καί σύμβουλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου.
Μέσα λοιπόν στό ἀγιασμένο περιβάλλον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς  τοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά συναναστραφεῖ μέ κληρικούς, οί ὁποῖοι ἒφεραν ἐμφανῆ τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν τελευταῖο διωγμό τοῦ Μαξιμίνου, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ σφυρηλατήσουν ἔνα χαρακτῆρα σταθερό καί ἂκαμπτο καί νά θερμάνουν τήν ἐπιθυμία του νά βαδίσει στά ἲχνη τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων. Ὁ πόθος του ἀκόμη γιά ὑψηλή πνευματική ἐργασία τόν ὁδήγησε στήν ἒρημο τῆς Θηβαϊσας, στόν καθηγητή τῆς ἐρήμου τόν Μέγα Ἀντώνιο, ὃπου παρέμεινε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ἀργότερα κατέγραψε τόν θαυμαστό βίο τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ.
Ἀναγκάσθηκε, ὡστόσο, νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί νά ὑπακούσει στή φωνή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, πού τόν καλοῦσε στό στίβο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἀναλάβει τόν ἀγῶνα κατά τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου. Πράγματι. Σέ ἡλικία 23 χρονῶν χειροτονήθηκε διάκονος  και  πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στόν Ἐπίσκοπό του. Ἀσχολήθηκε δέ μέ τήν συγγραφή δύο ἀπολλογητικῶν συγγραμμάτων του: «Λόγος κατά Ἑλλήνων» καί «Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου».
Συνώδευσε μάλιστα τόν Ἀρχιεπίσκοπο  Ἀλέξανδρο στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 325 μ.Χ. Ὁ "μικρός τό δέ μας" Ἀθανάσιος, ὁ μικρός κατά τό ἀνάστημα ἀλλά γίγαντας κατά τό φρόνημα, ἀν καί ἦταν μόνο διάκονος, ἀναδείχθηκε ὁ σημαιοφόρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ φοβερώτερος πολέμιος τοῦ Ἀρείου. Ἀγωνίσθηκε μέ ἒνθεο ζῆλο και  κατώρθωσε μέ τούς φλογερούς λόγους του να ἀποστομώσεις τόν Ἂρειο καί νά ὑποστηρίξει τήν θεότητα τοῦ Λόγου.
Παρότι ἦταν νεώτατος, εἶχε κατανοήσει μέ τό ὀξύ πνεῦμα πού τόν κοσμοῦσε, ὃτι ἡ Ἐκκλησία θά βυθιζόταν σέ δεινό βάραθρο, ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Διότι ὁ Ἂρειος μέ τήν διδασκαλία του καταργοῦσε τό θεμέλιο τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν Ἁγία Τριάδα καί ἀνέτρεπε ὃλη τήν χριστιανική πίστη.
-Ὁ Χριστός, ἒλεγε ὁ βλάσφημος Ἂρειος, εἶναι ὁμοιούσιος πρός τόν Πατέρα.
-Ὂχι, ἀντέλεγε σταθερά ὁ φωτισμένος Ἀθανάσιος, εἶναι ὁμοούσιος.
Καί ἡ ἀλήθεια θριάμβευσε. Ὁ ὃρος «ὁμοούσιος» ἒγινε ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς Συνόδου θέσπισαν τά 7 πρῶτα ἂρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ φήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἒφθασε μέχρι τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἡ δέ ἁγιασμένη μορφή του ἠλέκτριζε τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
            Ἒνα χρόνο μετά τήν Σύνοδο, ὁ γηραιός ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη του καί ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τόν Ἀθανάσιο, ὣστε νά τόν ὑποδείξει ὡς διάδοχό του. Ἀλλ’ ὁ Ἀθανάσιος προβλέποντας τήν ἐκλογή του ἀπουσίαζε σκόπιμα, διότι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του, ἐξ’ αἰτίας τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, ἀκατάλληλο τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ  ἀξιώματος. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος εἶπε τά ἑξής: «Ἀθανάσιε νομίζεις ἐκπφευγέναι˙ οὐκ ἐκφεύξει δέ». Ἐπιπλέον, ἂπειρο πλῆθος λαοῦ, τό ὁποῖο κυριολεκτικά λάτρευε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, παρέμενε στόν καθεδρικό ναό ἐπί ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ἀπαιτώντας ἀπό τούς ἐπισκόπους, τόν Ἀθανάσιο ὡς ποιμενάρχη του. Ἒτσι ὁ Μ.Ἀθανάσιος ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστή Μάρκου, τήν 8η Ἰουνίου τοῦ 328 μ.Χ. σέ ἡλικία μόλις 30 ἢ 33 ἐτῶν. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν ἀναμφίβολο ἒργο τῆς Θείας Πρόνοιας γιά τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ἀναλάβει τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἂξιος ἀρχιερέας κοσμένος μέ ἡγετικά προσόντα, ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καί πολλές ἀρετές. Καί ὁ ἃγ.Ἀθανάσιος « ἦταν τήν ἀρετήν ἀπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, γλυκύς εἰς τόν λόγον καί γλυκύτερος εἰς τόν τρόπον... πολυειδής τήν κυβέρνησιν, εἰρηνευτής, συμφιλιωτής...» καθώς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος φιλοτέχνησε τήν μορφή τοῦ  ἱεροῦ πατέρα. Ὡς ἀρχιερέας δέν ἀνῆκε στόν ἑαυτό του ἀλλά ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν Ἐκκλησία. Ἐργάσθηκε ἂοκνα γιά τήν οἰκοδομή καί ψυχική σωτηρία τοῦ ποιμνίου του και  ὃλοι εἶδαν στό πρόσωπό του τόν στοργικό καί καλό ποιμένα. Μερίμνησε  δραστήρια γιά τήν ταυτοποίηση τῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας του. Φρόντισε ἐπίσης γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στήν Ἀβησσυνία καί χειροτόνησε τόν Ἅγιο Φρουμέντιο ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀξώμης. Περιηγήθηκε τήν ἐκτεταμένη ἐπισκοπή του γιά νά μελετήσει αὐτοπροσώπως τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό. Ὁ δέ περιβόητος ὃσιος Παχώμιος, σέ μιά ἀπό τίς περιοδεῖες του, εἶπε προφητικά ὃτι: « θλίψεις πολλές ἀναμένουν τόν ˝Χριστοφόρο ˝ ἂνδρα ».
            Δυστυχῶς ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε  πολύ σύντομα. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τήν ἂρνηση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου νά δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν Ἂρειο. Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα ἀπτόητος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπάντησε μέ σθένος στόν Μεγάλο Κωνσταντίνο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπατηθεῖ ἀπό τήν ὑποκρητική μετάνοια τοῦ Ἀρείου ὃτι « μηδεμίαν εἶναι κοινωνίαν τῇ χριστομάχῳ αἱρέσει πρός τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ».
            Ἐξάλλου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν « κόρφος ἐν τῷ ὀφθαλμόν». Διότι οἰ αἰρετικοί καί κυρίως ὁ ἀρειανός ἐπίσκοπος  Νικομηδείας Εὐσέβιος διαπίστωσαν ὃτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσουν, ἐφ’ ὃσον ἡ ἀκτινοβόλος μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀποτελοῦσε μέγα καί πανίσχυρο κυματοθραύστη ὁ ὁποῖος διέλυε σέ ἀφρούς τά ἂγρια κύματα τῆς πλάνης τους. Ἒτσι δέν δίστασαν, ἀφοῦ κέρδισαν μέ τό μέρος τους τήν πολιτική ἐξουσία, νά ἐπινοήσουν μύριες συκοφαντίες ἐναντίον του ὣστε νά μειώσουν τό κῦρος του καί νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν θρόνο του. Μεταξύ ἂλλων κατηγόρησαν τόν « στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας » ὃτι φόνευσε κάποιο Μελιτιανό ἐπίσκοπο, τόν Ὑψηλῆς Ἀρσένιο και  ὃτι  ἀφοῦ ἒκοψε τό χέρι του, τό μεταχειριζόταν γιά μαγεῖες. Ὃτι βεβήλωσε ἓνα παρεκλήσι τοῦ Κολλουθιανοῦ ἱερέα Ἰσχύρα. Μολονότι οἱ κατηγορίες ἀπεδείχθησαν ψευδεῖς, οἱ ἑχθροί του θέλοντας νά σπιλώσουν τόν Ἅγιο Ἱεράρχη ἰσχυρήστηκαν ὃτι ἒφθειρε τήν παρθενία μιᾶς πόρνης γυναίκας! Ἀλλά καί πάλι ἒλαμψε ἡ καθαρότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί οἱ συκοφαντίες του γελειοποιήθηκαν. Τελικά τόν κατηγόρησαν γιά ἐσχάτη προδοσία λέγοντας ὃτι ἀπείλησε νά διακόψει τήν μεταφορά σίτου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Κωνσταντινούπολη.
            Γιά τούς λόγους αὐτούς ἀντιμετώπισε τέσσερις  αὐτοκράτορες ἀκόμη και τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο  στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀφείλη τήν ἐπίσημη ὑποστήριξή της, καθώς και  πλῆθος ἐπάρχων καί ἐπισκόπων.Ἐξορίσθηκε πέντε φορές, τίς δύο μάλιστα στή Δύση, ὃπου ἒκανε γνωστό τόν μοναχικό βίο. Κατέφυγε τέσσερις μῆνες στόν τάφο τοῦ πατέρα του. Καταδικάσθηκε ἀπό πέντε συνόδους Ἀρειανῶν. Ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις ἀλλά τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά κάμψει τό ἀτρόμητο φρόνημά του καί νά μειώσει τήν ἀγωνιστηκότητά του. Καί ὃταν ἀκόμη ἦλθαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὁλόκληρος ὁ κόσμος φάνηκε ἀντιμέτωπός του, ἐκεῖνος παρέμεινε βράχος ἂσειστος στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας.
            Ἀκούραστος στούς κόπους καί προικισμένος μέ ἀξιοθαύμαστη μνήμη δέν ἒπαυσε, ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας του, νά στηλιτεύει τούς Ἀρειανούς, νά διευθύνη τόν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ˝ὁ ἀόρατος ἐπίσκοπος ˝ καί προπάντων νά στηρίζουν ἐκείνους πού εἶχαν κλονισθεῖ στήν πίστη. Ἒγραψε ἐπιστολές, ἐγκυκλίους καί συγγράμματα τονίζοντας ὃτι « αἱρετώτερος εἶναι ὁ θάνατος τῆς προδοσίας τῆς ὀρθῆς πίστεως ». Ὁ ἲδιος ἂλλωστε αὐτό ἀπέδειξε περίτρανα στόν περιπετειώδη βίο του. Ἒπειτα ἀπό τόσους ἀγῶνες καί θλίψεις, ὁ πολύαθλος ἱεράρχης πέρασε ἀδιατάρακτα τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στόν ἀρχιερατικό θρόνο του. Κοιμήθηκε τήν 2α Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ. σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί 46 ἒτη, ἀπό τα ὁποῖα τά 16 πέρασε στήν ἐξορία.
            Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἒκπληκτος ἀπό τόν βίο, τούς ἀγῶνες καί τό μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐξεφώνησε τόν πανηγυρικό στή μνήμη του τό ἒτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝ Ἀθανασίου ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσω ˝. Πράγματι. Ταύτισε τό ὂνομά του μέ τήν ἀρετή καί τήν ζωή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Κατώρθωσε δέ νά διατηρήσει μέχρι τό τέλος του τό μέγιστο κῦρος του, προκαλώντας τόν παγκόσμιο θαυμασμό.
            « Ἐάν καταξιωθῶμεν νά σέ ἲδωμεν, τοῦ ἒγραψε σέ κάποια ἐπιστολή ὁ Μ.Βασίλειος, θά ἐκρίναμεν ὃτι ἐλάβαμεν παραμυθίαν, ἀντίρροπον δι’ ὃλας τάς θλίψεις πού ἐδοκιμάσαμεν εἰς τήν ζωήν μας ». Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει κάθε χρόνο τήν μνήμη τοῦ Μ.Ἀθανασίου τήν 18η Ἰανουαρίου.


Βιβλιογραφία:  

Μ.Ἀρχ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδου: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κ΄ ἡ ἐποχή αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1937

Μ.Ἀθανασίου Ἒργα, Τόμος 1ος, Πατερικαί ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς », Θες/νίκη 1973, " εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Κ.Χρήστου

Εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Χ.Δημητροπούλου.

Γρηγ. Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος, Πατερικαί Ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς » Θες/νίκη 1980,

Λόγος ἐγκωμιαστικός « Εἰς τόν ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ », σελ. 41-95

Δημητρίου Σ. Μπαλάνου: Οἱ Πατέρες καί Συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1961, σελ. 44-52

Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας (64-1934), Ἀλεξάνδρεια 1935, " Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ " σελ. 180-204

Κ. Παπαρρηγοπούλου: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους. Τόμος Β΄, " Ἐλευθερουδάκης "Α.Ε., Ἀθῆναι 1932 σελ.136-145, 153-176

Περιοδικόν " ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ " ἒτος 1981, ἀρ.φυλ. 68,70,71 " Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ κατά τάς πρώτας ἱστορικάς πηγάς " Ἀρ. Πολυχρονίδου

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ " ΠΥΡΣΟΣ " Α.Ε. Τόμος Β΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 4-7

 ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ " ΗΛΙΟΥ " Τόμος Α΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 592-595


Απολυτίκιον Αγίου Αθανασίου
Ήχος γ'. θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.