1. Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ ἔμενε στὸ
κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε
ἕνας πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν
ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ
Ἀντώνιο, στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ
ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ
διάστημα, τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ
κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι
ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, τὸν ξανάδιωξαν
καὶ ὁ ἀδελφὸς γύρισε πάλι στὸν ἀββᾶ
Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ».
Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς
μήνυσε τὸ ἑξῆς:
«Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος,
ἔχασε τὸ φορτίο του καὶ μὲ κόπο πολὺ
ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ ἐσεῖς ὅ,τι
σώθηκε καὶ ἔφθασε στὴ στεριά, θέλετε
νὰ τὸ καταποντίσετε;»
Κι ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς
Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, εὐθὺς τὸν
δέχθηκαν.
8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἐὰν σοῦ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις
τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του,
πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ εἶσαι
περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ
ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ
κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἦσαν ἀρεστὰ
στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις
νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον».
9. Εἶπε ἐπίσης:
«Ἐὰν δὲν κατακρίνεις τὸν πλησίον
ἀλλὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου,
παρέχεις ἀνάπαυση στὴ συνείδηση σου».
9. Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ
Θηβαῖος σε κάποιο κοινόβιο καὶ εἶδε
ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν
κατέκρινε.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, ἦλθε
ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ
στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ τοῦ
εἶπε:
«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ μπεῖς».
Κι ἐκεῖνος παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
«Τί συμβαίνει;»
Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:
«Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε λέγοντας: Πές
του, ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ
ποὺ ἔσφαλε καὶ τὸν καταδίκασες».
Εὐθὺς μετανόησε ὁ ἀββᾶς καὶ εἶπε:
«Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με».
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:
«Σήκω, σὲ συγχώρεσε ὁ Θεός. Καὶ στὸ
ἑξῆς νὰ προσέχεις νὰ μὴν κρίνεις
κανέναν, προτοῦ τὸν κρίνει ὁ Θεός».
10. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς
τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:
«Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας:
Πές μου κάποιον λόγο».
Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ μὴν
κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ
τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ
σώζεσαι».
11. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν
μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ
Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατὶ ὅπως
ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο,
ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ
ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους,
σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ
ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.
12. Κάποιος ἀδελφὸς τῆς Σκήτης κάποτε
ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία
κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ ἀλλ᾿ αὐτὸς
δὲν θέλησε νὰ πάει.
Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος:
«Ἔλα, γιατὶ σὲ περιμένουν ὅλοι».
Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε κρατώντας
στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ
γέμισε ἄμμο.
Οἱ Πατέρες ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν
προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό,
πάτερ;»
«Οι ἁμαρτίες μου -ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας-
ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ
δὲν τὶς βλέπω. Καὶ ἦλθα ἐγὼ σήμερα
νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες,
δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ
ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.
18. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ
Ποιμένα:
«Πές μου, πῶς θὰ γίνω μοναχός;»
Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν θέλεις νὰ
βρεῖς ἀνάπαυση καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν
κόσμο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, νὰ λὲς σὲ
κάθε περίπτωση: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Καὶ
νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα».
20. Εἶπε ἐπίσης:
«Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ φαίνεται
ὅτι σιωπᾷ ἐνῷ ἡ καρδιά του κατακρίνει
τοὺς ἄλλους, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος
πάντοτε λαλεῖ.
Καὶ μπορεῖ ἕνας ἄλλος νὰ μιλάει ἀπὸ
τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ καὶ ὅμως κρατάει
σιωπὴ γιατὶ δὲν λέει τίποτε περισσότερο
ἀπ᾿ ὅσα ὠφελοῦν».
21. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ
Ποιμένα:
«Ἐὰν δῶ κάποιο σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ
μου, εἶναι καλὸ νὰ τὸ σκεπάσω;»
Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
«Ὅποια ὥρα σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τοῦ
ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὸ
δικό μας. Καὶ ὅποια ὥρα θὰ φανερώσουμε
τοῦ ἀδελφοῦ τὸ σφάλμα, θὰ φανερώσει
καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας».
28. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ
Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω ποὺ ὅταν πάω νὰ κάνω τὴν
πνευματική μου ἐργασία μὲ κυριεύει ἡ
ἀμέλεια;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Νὰ μὴν ἐξευτελίσεις κανέναν οὔτε
νὰ τὸν κατακρίνεις. Κανέναν νὰ μὴν
κατηγορήσεις καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει
ἀνάπαυση καὶ ἡ πνευματική σου ἐργασία
θὰ γίνεται ἤρεμα».
29. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ
Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Εἶναι γραμμένο: Τὴν ἀνομία μου ἐγὼ
θὰ τὴν ἐξαγγείλω καὶ θὰ φροντίσω νὰ
ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου».
40. Κάποιος ἀδελφὸς ἔκανε μία ἐρώτηση
σ᾿ ἕναν ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ ἔχει μία
βάση, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνει μὲ τὸν
λογισμό.
«Ἂς ὑποθέσουμε -εἶπε- ὅτι βλέπω
κάποιον νὰ κάνει κάτι καὶ τὸ λέω αὐτὸ
σὲ κάποιον ἄλλο, καὶ βλέπω ὅτι δὲν
τὸν κατακρίνω, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸ συζητοῦμε.
Αὐτὸ παύει νὰ εἶναι κατάκριση;»
Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν μιλᾷς μὲ
ἐμπάθεια ἔχοντας κάτι ἐναντίον του,
εἶναι κατάκριση, ἂν ὅμως εἶσαι ἐλεύθερος
ἀπὸ πάθος, δὲν εἶναι κατάκριση. Ἀλλὰ
γιὰ νὰ μὴ μεγαλώνει τὸ κακό, ἡ σιωπὴ
εἶναι προτιμότερη».
42. Ἄκουσε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους
Πατέρες ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ἔπεσε στὸ
ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Καὶ εἶπε:
«Ὤ, ἄσχημα ἔκανε».
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πεθαίνει ὁ
ἀδελφός. Καὶ πάει ἄγγελος τοῦ Θεοῦ
μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ στὸν Γέροντα
καὶ τοῦ λέει:
«Δὲς αὐτὸν ποὺ κατέκρινες, πέθανε.
Ποῦ παραγγέλλεις νὰ τὸν βάλω, στὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ στὴν κόλαση;»
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ
θανάτου του ὁ Γέροντας ζητοῦσε ἀσταμάτητα
ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα καὶ πόνο πολὺ
νὰ τὸν συγχωρήσει.
49. Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Ἐὰν δεῖς ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει, μὴ
ρίξεις τὴν αἰτία σ᾿ αὐτὸν ἀλλὰ στὸν
πολέμιό του, καὶ πές: Ὅπως αὐτὸς
νικήθηκε, ἔτσι κι ἐγώ.
Κλαῖε καὶ ζῆτα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ
καὶ δεῖχνε συμπόνια σ᾿ αὐτὸν ποὺ
ἄθελά του πάσχει. Γιατὶ κανεὶς δὲν
θέλει νὰ ἁμαρτήσει στὸν Θεό, ἀλλὰ
ὅλοι σφάλλουμε».
54. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Τίποτε δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεὸ
καὶ τίποτε δὲν ἀπογυμνώνει τόσο τὸν
ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ χάρη, ὥστε νὰ φτάσει
καὶ σὲ ἐγκατάλειψη ἀπὸ μέρους τοῦ
Θεοῦ, ὅσο τὸ νὰ κατηγορεῖ τὸν πλησίον
του ἢ νὰ τὸν κατακρίνει ἢ νὰ τὸν
ἐξουθενώνει. Καὶ εἶναι τόσο βαρύτερη
ἡ κατάκριση ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία,
ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει:
«Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τὸ δοκάρι ποὺ
ἔχεις στὸ μάτι σου καὶ τότε θὰ δεῖς
καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλεις τὸ σκουπιδάκι
ποὺ βρίσκεται στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ
σου».
Παρομοίασε δηλαδὴ τὸ ἁμάρτημα τοῦ
πλησίον μὲ τὸ σκουπιδάκι, ἐνῷ τὴν
κατάκριση μὲ τὸ δοκάρι.
Εἶναι τόσο κακὸ τὸ νὰ κατακρίνει
κανείς, σχεδὸν ξεπερνᾷ κάθε ἁμαρτία.
Ἑπομένως τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο,
ἀδελφοί μου, οὔτε χειρότερο ἀπὸ τὸ
νὰ καταδικάσουμε ἢ νὰ ἐξουθενώσουμε
τὸν πλησίον.
Γιατί νὰ μὴν προτιμοῦμε νὰ κατακρίνουμε
τὸν ἑαυτό μας;
Καὶ ἐννοῶ τὰ κακὰ τὰ δικά μας ποὺ
καλὰ τὰ γνωρίζουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα
πρόκειται νὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεό.
Γιατί ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τῆς
κρίσης τοῦ Θεοῦ;
Τί θέλουμε ἀπὸ τὸ πλάσμα του, τί
θέλουμε ἀπὸ τὸν πλησίον;
Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὰ βάρη τοῦ ἄλλου;
Ἔχουμε, ἀδελφοί, τί νὰ φροντίσουμε.
Ὁ καθεὶς ἂς προσέχει τὸν ἑαυτό του
καὶ τὶς δικές του κακίες.
Ἡ ἐξουσία νὰ δικαιώνει καὶ νὰ
καταδικάζει, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ποὺ
γνωρίζει καὶ τὴν κατάσταση τοῦ καθενὸς
καὶ τὴ δύναμη, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ
τὰ χαρίσματά του, τὴν ἰδιοσυγκρασία
καὶ τὶς ἱκανότητές του, ἀνήκει στὸν
Θεὸ ποὺ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸ καθένα
ἀπ᾿ αὐτά, ὅπως ὁ ἴδιος μόνος τὰ
γνωρίζει».