A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Καθὼς ὁ Χριστὸς πορευόταν πρὸς τὴν Ἰεριχώ, μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, κάποιος τυφλὸς ἄνδρας καθόταν στὸ πλάι τοῦ δρόμου καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Ξαφνικά, ἄκουσε θόρυβο ἀπὸ πλῆθος κόσμου καὶ ρώτησε νὰ μάθει τὶ συνέβαινε. Τὸν πληροφόρησαν ὅτι θὰ περνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁδὸ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς εἴδησης. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστό μας ὅτι πλῆθος ἀνθρώπων ἀσθενῶν εἶχε θεραπεύσει μὲ μόνο τὸν λόγο Του καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ λάμβανε καὶ ἐκεῖνος τὴν θαυματουργικὴ θεραπεία. Ἔτσι, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἅπλωνε τὸ χέρι στὸν διαβάτη γιὰ νὰ λάβει τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἄρχισε νὰ κράζει πρὸς τὸν Χριστό: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Πολλοὶ ποὺ τὸν ἄκουγαν, τὸν μάλωναν λέγοντάς του νὰ σιωπήσει. Ἀκάθεκτος ἐκεῖνος, συνέχιζε μὲ μεγαλύτερη ἔνταση «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Εἶχε δεῖ ὁ τυφλός. Εἶχε δεῖ αὐτὸ ποὺ οἱ περισσότεροι βλέποντες δὲν ἔβλεπαν. Εἶχε δεῖ ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ περνοῦσε ἀπὸ μπροστά του δὲν ἦταν ἕνας τυχαῖος, ἀλλὰ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Φωτοδότης τῆς ζωῆς μας. 

               κούγοντας ὁ Ἰησοῦς τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ, δὲν τὸν ἀπέφυγε, ἀλλὰ τὸν πλησίασε μὲ συμπάθεια. 

- Τί θέλεις; 

- Κύριε, θέλω νὰ δῶ. 

- Νὰ δεῖς! Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει!

τσι, εὐθὺς ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ πρώην τυφλὸς καὶ εἶδε. Τέτοια χαρὰ τὸν πλημμύρισε ποὺ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό· καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, ὅλος ὁ λαός. Καὶ ἔτσι, χαρούμενοι ὅλοι μαζὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό πρὸς τὴν Ἰεριχώ. 

               Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω γιὰ τὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ. Λένε κάποιοι «ὁ ἐπιμένων νικᾶ» καὶ ἔχουν δίκαιο. Ἡ ἐπιμονὴ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐξασφάλιση κάποιου καλοῦ ἔχει πάντοτε θετικὰ ἀποτελέσματα καὶ αὐτὸ διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ εὐλογεῖ. Τὸν τυφλὸ τῆς περικοπῆς, ὅταν ἔβγαζε φωνὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Χριστό, τὸν μάλωναν κάποιοι καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σταματήσει. Δὲν ἄκουσε κανέναν. Ἐκεῖνος εἶχε ἕναν σκοπὸ καὶ ἐπέμεινε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπὸ μέχρι ποὺ νίκησε. Ἡ ἐπίμονη προσευχή του κίνησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει καλά. Θέλουμε κὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε καλά; Θέλουμε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν κακό μας ἑαυτό, νὰ δοῦμε τὸ «Φῶς τὸ ἀληθινό»; Ἂν ἐπιμείνουμε, θὰ τὰ καταφέρουμε, διότι ὅπως εἶχε πεῖ κάποιος Ἅγιος: «εἶναι ἀδύνατον αὐτὸν ποὺ πασχίζει ἐν ἀληθείᾳ νὰ σωθεῖ, νὰ μὴν τὸν ἐλεήσει ὁ Κύριος»

                ὅλη στάση τοῦ τυφλοῦ ἄνδρα ὁ ὁποῖος ἔστεκε καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, μᾶς διδάσκει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ μὴν κατακρίνουμε καὶ περιφρονοῦμε κανέναν συνάνθρωπό μας. Ἐκεῖνος, ὁ ζητιάνος, εἶδε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς; Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ γίνει ὁ πιὸ Ἅγιος καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. 

               λλωστε, ὁ μακάριος τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου, στὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι δὲν θὰ ἔδιναν κὰν προσοχή, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε μεγάλη καὶ πολύτιμη κληρονομιά. Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἡ σύντομη αὐτὴ καὶ πολὺ δυνατὴ προσευχή, τὴν ὁποία οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς προτρέπουν νὰ λέμε συνεχῶς γιὰ νὰ ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς καὶ τὰ ἔργα μας, ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ πρὸς τὸν Χριστό: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». 

               Εὔχομαι, ὅπως ὁ τυφλὸς ἀξιώθηκε τῆς θεραπείας, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θεραπείας καὶ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα μας μὲ σύμμαχο τὴν ἐπιμονή, τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸ τὶ λένε οἱ Σειρῆνες τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴν φωνὴ ἡ ὁποία θὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ θὰ λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ (Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης)


Η εσωτερική ειρήνη δεν είναι ένα απλό συναίσθημα ηρεμίας, ούτε μια ψυχολογική τεχνική εξισορρόπησης των συναισθημάτων. Για την ορθόδοξη παράδοση και ιδιαιτέρως για τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, η ειρήνη είναι ένα βαθύ πνευματικό γεγονός, ένα μυστήριο που γεννιέται από την ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Ο Χριστός είπε ότι αφήνει στους μαθητές του την ειρήνη, όχι όπως τη δίνει ο κόσμος.  Αυτή η ειρήνη, που δεν μπορεί να τη φτάσει η σύγχρονη λογική και δεν μπορεί να την καταστρέψει καμία αντιξοότητα, είναι η καρδιά της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Ιωάννης, ζώντας μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο φτώχεια, ασθένειες, ποικίλους πειρασμούς και οικογενειακές δυσκολίες των ανθρώπων που υπηρετούσε, γνώριζε καλά πως η αληθινή ειρήνη δεν εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες, είναι εσωτερική κατάσταση. Δεν είναι φυγή από τον πόνο, αλλά μεταμόρφωσή του. Δεν είναι άρνηση της πραγματικότητας, αλλά φωτισμός της. Η ειρήνη γεννιέται όταν η καρδιά αναπαύεται στον Θεό και εμπιστεύεται πλήρως στην πρόνοιά Του.

Ο Άγιος Ιωάννης θεωρούσε τις θλίψεις όχι εμπόδιο, αλλά ευκαιρία. Οι δυσκολίες, οι οικογενειακές εντάσεις, οι απογοητεύσεις, οι στιγμές που δεν βλέπουμε διέξοδο, είναι στιγμές όπου αποκαλύπτεται το μέτρο της πίστης και της ελπίδας μας. Ο άνθρωπος συχνά επιδιώκει να διώξει κάθε πόνο και κάθε σύγκρουση, αλλά ο Άγιος διδάσκει ότι η ειρήνη δεν έρχεται με την εξαφάνιση των θλίψεων, έρχεται όταν μαθαίνουμε να της δέχεται η καρδιά μας με υπομονή, με εμπιστοσύνη και με προσευχή. Μία καρδιά που έχει μάθει να δέχεται τα πάντα από το Θεό, τα χαρμόσυνα και τα οδυνηρά δεν ταράζεται εύκολα, βρίσκει νόημα εκεί που ο κόσμος βλέπει παράλογο, βρίσκει παρηγοριά εκεί που άλλοι απελπίζονται. Ο Άγιος έλεγε ότι πολλές φορές ο άνθρωπος θλίβεται όχι τόσο από το ίδιο το γεγονός, όσο από την εσωτερική του αντίδραση, από την αδυναμία να εμπιστευθεί το Θεό και να δει πέρα από το άμεσο.

Για τον Άγιο Ιωάννη, η προσευχή ήταν η αναπνοή της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρασε όλη τη ζωή του προσευχόμενος για άλλους ανθρώπους, για αρρώστους, για πονεμένους, για ανθρώπους που είχαν χάσει το φως της ελπίδας. Η  προσευχή  όπως  έλεγε  δεν  είναι  απλώς  λόγια,  αλλά  δύναμη  που  μεταμορφώνει  τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Όταν η καρδιά ανοίγει στο Θεό μέσα στην προσευχή, η ειρήνη κατεβαίνει σαν απαλή δροσιά. Ακόμη και αν τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν, η ψυχή τα αντιμετωπίζει διαφορετικά. Η προσευχή δεν αλλάζει απαραίτητα γεγονότα, αλλά αλλάζει τον άνθρωπο που τα βιώνει. Όπως και το Ευαγγέλιο δείχνει, η προσευχή φέρνει τον άνθρωπο μέσα στον χώρο του φωτός και της χάριτος, εκεί όπου ο φόβος και οι ταραχή δεν έχουν θέση. Ο Άγιος τόνιζε ότι η προσευχή πρέπει να είναι καρδιακή, ταπεινή, συνεχής και κυρίως ζωντανή. Η προσευχή που γίνεται με εμπιστοσύνη, ακόμη και χωρίς πολλά λόγια, ανοίγει τον δρόμο για την ειρήνη που δεν νικιέται.

Ο Άγιος μιλούσε πολύ για την πραότητα, όχι ως αδυναμία, αλλά ως υπερφυσική δύναμη. Ο πράος δεν είναι άτομο χωρίς χαρακτήρα, αλλά άνθρωπος που έχει δαμάσει τα πάθη του, τις εσωτερικές εκρήξεις και τις επιρροές των λογισμών. Πραότητα σημαίνει η ειρήνη που ξεχειλίζει προς τους άλλους. Στις οικογενειακές συγκρούσεις αυτή η πραότητα είναι σωτήρια. Ο θυμός, όπως έλεγε ο Άγιος, είναι σαν φωτιά που ανάβει εύκολα και καταστρέφει γρήγορα, η πραότητα, όμως, είναι σαν δροσερό νερό που σβήνει τη φωτιά. Όποιος αντιδρά με πραότητα, δεν τροφοδοτεί την ένταση, την διαλύει. Η πραότητα είναι καρπός της ταπείνωσης. Όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιβάλλει τη γνώμη του, να έχει πάντα το δίκιο του, να αντιδρά με οργή, τότε η καρδιά του γίνεται τόπος ειρήνης και εκεί, μέσα σε αυτή τη γλυκιά ταπείνωση, ο Θεός κατοικεί.

Ο Άγιος δίδασκε πως η ειρήνη της καρδιάς είναι αδύνατη χωρίς συγχώρηση. Η πικρία, η μνησικακία και ο θυμός δηλητηριάζουν τη ζωή, δεν αφήνουν χώρο για χάρη, κρατούν την ψυχή φυλακισμένη σε παλιά γεγονότα και τραύματα. Η συγχώρηση δεν είναι αδικία ούτε αδυναμία, είναι πράξη δύναμης, είναι πράξη ελευθερίας. Όταν ο άνθρωπος συγχωρεί, γίνεται όμοιος με το Θεό, που συγχωρεί πρώτος και αγαπά αυτούς που δεν ανταποδίδουν την αγάπη του. Ο Άγιος Ιωάννης έλεγε ότι η συγχώρηση είναι σαν να απελευθερώνεις πρώτα τον εαυτό σου από τα δεσμά που σε κρατούν δεμένο. Μια καρδιά που συγχωρεί δεν κρατάει σκοτάδι μέσα της, γίνεται καθαρή και φωτεινή και μέσα στο φως δεν υπάρχει θλίψη που να μπορεί να σβήσει την ειρήνη. Η πιο βαθιά ρίζα της ειρήνης, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη, είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στο Θεό. Όταν ο άνθρωπος σταματήσει να οικοδομεί τη ζωή του πάνω στις δικές του δυνάμεις και αφήσει το Θεό να καθοδηγεί τα βήματά του, τότε η καρδιά του γεμίζει με άφθαρτη ειρήνη. Η εμπιστοσύνη αυτή δεν είναι εύκολη, απαιτεί αγώνα, προσευχή και συνεχή στάση ταπεινώσεως, αλλά είναι το μόνο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η εσωτερική γαλήνη. Όταν η ψυχή ξέρει ότι δεν είναι μόνη, τότε δεν φοβάται καμία δυσκολία και όταν ξέρει ότι ο Θεός εργάζεται μέσα από όλα, ακόμη και μέσα από τα σκληρά και άδικα, τότε βρίσκει νόημα σε κάθε δοκιμασία. Ο Άγιος έλεγε ότι ο Θεός δεν επιτρέπει ποτέ μια θλίψη χωρίς λόγο και όταν δεν βλέπουμε το νόημα, πρέπει να το αναζητούμε με ταπείνωση και υπομονή, γιατί ο Θεός αποκαλύπτει πάντοτε την αλήθεια σε εκείνους που Τον εμπιστεύονται.

Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο κατεξοχήν λειτουργικός άνθρωπος. Η Θεία Λειτουργία ήταν το κέντρο όλης της ύπαρξής του. Εκεί έβρισκε την πληρότητα της αγάπης, τη χαρά της παρουσίας του Χριστού, την ενότητα με όλους, γι' αυτό και δίδασκε ότι η ειρήνη της καρδιάς πηγάζει από την κοινωνία με τον Χριστό. Όταν ο άνθρωπος προσέρχεται στο Άγιο Ποτήριο με μετάνοια και αγάπη, η ειρήνη του Θεού εισέρχεται στην καρδιά του. Η Θεία Ευχαριστία είναι η πηγή της αληθινής γαλήνης, γιατί ενώνει τον άνθρωπο με την ζωή την ίδια. Η ειρήνη δεν είναι κάτι εξωτερικό, είναι ο Χριστός που κατοικεί μέσα στην ψυχή. Όταν η ψυχή ζει με τον Χριστό, τότε ακόμη και οι πιο φοβερές θλίψεις δεν μπορούν να την καταστρέψουν. Είναι στερεωμένη πάνω στο βράχο της χάριτος.

Ο Άγιος Ιωάννης δεν μιλούσε θεωρητικά, δίδασκε πάντα μέσα από τη ζωή. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται στις καθημερινές συγκρούσεις, στο σπίτι, στη δουλειά, στις σχέσεις με τους συζύγους, τα παιδιά, τους γονείς, τους συναδέλφους. Έδινε, λοιπόν, συγκεκριμένο δρόμο να προσευχόμαστε πριν μιλήσουμε, ώστε η καρδιά μας να μην ξεχειλίζει από θυμό. Να αναβάλουμε την οργισμένη απάντηση, δίνοντας χρόνο στην ψυχή να ηρεμήσει. Να δίνουμε τόπο στην ταπείνωση γιατί η ταπείνωση φέρνει χάρη. Να θυμόμαστε ότι ο άλλος άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, ακόμη και αν σφάλλει. Να μην αφήνουμε μικρά πράγματα να γίνονται μεγάλα μέσα στην καρδιά, να κάνουμε μικρές θυσίες για χάρη της ειρήνης. Η καθημερινή πραότητα είναι έργο μεγάλης πνευματικής δύναμης και αυτή η δύναμη χαρίζεται σε όσους ζουν με προσευχή και αγάπη. Ο Άγιος Ιωάννης έλεγε ότι οι άνθρωποι που ζουν με ειρήνη μέσα σε δύσκολες συνθήκες εκπέμπουν τη λάμψη του Χριστού. Η ειρήνη δεν είναι μόνο προσωπική επιλογή, είναι μαρτυρία. Όταν οι άνθρωποι βλέπουν έναν χριστιανό να παραμένει γαλήνιος μέσα στη θύελλα, τότε καταλαβαίνουν ότι κάτι υπερφυσικό ενεργεί μέσα του. Η ειρήνη της καρδιάς είναι η καλύτερη απόδειξη της παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Δεν μεταδίδεται με λόγια, αλλά με την ίδια τη στάση του ανθρώπου. Ο ειρηνικός άνθρωπος μαλακώνει και τις πιο σκληρές καρδιές, γίνεται φως μέσα στο σκοτάδι, γίνεται παρηγοριά στους πονεμένους και ελπίδα στους απελπισμένους. Ο Άγιος Ιωάννης δίδασκε πως η ειρήνη που χαρίζει ο Θεός δεν είναι προσωρινή. είναι πρόγευση της βασιλείας του. Ο άνθρωπος που ζει με ειρήνη από εδώ, ζει ήδη από τώρα το φως της αιωνιότητας. Η ειρήνη αυτή γίνεται σαν εσωτερικό λιμάνι στο οποίο καταφεύγει ο άνθρωπος σε κάθε καταιγίδα, δεν είναι ένα συναίσθημα που έρχεται και φεύγει, είναι τρόπος ύπαρξης, είναι το θαύμα που συντελείται όταν ο άνθρωπος ενωθεί με τον Χριστό.

Το θαύμα της εσωτερικής ειρήνης δεν είναι μακριά από κανέναν, είναι κοντά σε όποιον ταπεινώνει την καρδιά του, εμπιστεύεται την πρόνοια του Θεού, προσεύχεται με απλότητα, συγχωρεί με αγάπη, αγωνίζεται με πραότητα και κοινωνεί με τον Χριστό. Ο Άγιος μας δείχνει ότι η ειρήνη δεν είναι μόνο δώρο, αλλά και δρόμος, ένας δρόμος που περνά μέσα από τις θλίψεις, αλλά οδηγεί στην αληθινή χαρά. Όποιος βρει αυτή την ειρήνη, γίνεται φορέας της στον κόσμο.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Λόγος εις την θεραπείαν του τυφλού της Ιεριχούς (Αγίου Γερμανού Β. Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως)



Εαγγέλιο Κυριακής (Λουκ. Ιη΄35 – 43)


  Τ καιρ εκείνω, εγνετο δ ν τ γγζειν ησον ες εριχ τυφλς τις κθητο παρ τν δν προσαιτν· κοσας δ χλου διαπορευομνου πυνθνετο τ εη τατα.

πγγειλαν δ ατ τι ησος Ναζωραος παρρχεται. Κα βησε λγων· ησο υἱὲ Δαυίδ, λησν με· κα ο προγοντες πετμων ατ να σιωπσ· ατς δ πολλ μλλον κραζεν· υἱὲ Δαυίδ, λησν με.

Σταθες δ ησος κλευσεν ατν χθναι πρς ατν. Εγγσαντος δ ατο πηρτησεν ατν λγων· τ σοι θλεις ποισω; δ επε· Κριε, να ναβλψω.

Κα ησος επεν ατ· νβλεψον· πστις σου σσωκ σε. Κα παραχρμα νβλεψε, κα κολοθει ατ δοξζων τν Θεν· κα πς λας δν δωκεν ανον τ Θε.


Απόδοση:

Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.

Ομιλία Γερμανού του Β, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις την Δεκάτην Τετάρτην Κυριακήν κατά Λουκάν.

Ο Θεός είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης, όπως έχει γραφή, ο οποίος
φωτίζει τα πάντα με τις ακτίνες της Αυτού αγαθότητος. Η δε ψυχή κάθε ανθρώπου, αναλόγως με την διάθεσί του, γίνεται ή κηρός, ως φιλόθεος, ή πηλός, ως φιλόϋλος. Όπως λοιπόν ο πηλός εκ φύσεως με τον ήλιο ξηραίνεται, έτσι και κάθε ψυχή φιλόϋλος και φιλόκοσμος, ενώ νουθετείται από τον Θεόν, σκληρύνεται, όπως ο πηλός, διότι αντιστρέφει τους λόγους του, και οδηγείται μόνη της προς την απώλειαν. Η φιλόθεος όμως ψυχή απαλύνεται ως κηρός και δεχόμενη μέσα της τους τύπους και τους χαρακτήρες των θείων εννοιών, γίνεται κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι. Ο αισθητός ήλιος θεωρείται, δεν θεωρεί. Ο νοητός ήλιος θεωρείται από τους αξίους, αλλά και βλέπει τους πάντας και περισσότερον αυτούς που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν ομιλεί ούτε χαρίζει ομιλία σε κανέναν, ο νοητός όμως και ομιλεί στους φίλους του και χαρίζει σε όλους την όρασι και την ομιλία. Ο αισθητός ήλιος λάμποντας σε τόπους αισθητούς, με την θερμότητα των ακτίνων του αποξηραίνει την υγρότητα της γης, χωρίς όμως και να τρέφει τα φυτά και τα σπέρματα. Ενώ ο νοητός ήλιος, όταν ανατείλη στην ψυχή, τα κάνει και τα δύο. Ξηραίνει την υγρότητα των παθών, αποπλύνοντας την ακαθαρσία που έχει προκληθεί από αυτά και συγχρόνως λιπαίνει την νοητήν γη της ψυχής, και έτσι τα φυτά των αρετών τρέφονται και αυξάνουν. Ο Κύριος είναι φως, λαμπρότης για τις ψυχές εκείνες που αγωνίζονται για την κάθαρσι του βίου και των λόγων τους. Πράγματι, εάν σκότος είναι η άγνοια και η αμαρτία, φως θα είναι η γνώσις και ο ένθεος βίος. Ο Χριστός λέγεται φως επειδή φωτίζει τον νου προς κατανόησιν των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια, τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως διότι φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το αισθητόν φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» και «εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η πραγματικότης, μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων λόγων που θα αναγνωσθή σήμερα, και έχει ως εξής:

«Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλι και περιοχήν της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα, και εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του. Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθωνται και να υπακούουν όχι τόσον στα λόγια όσον στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις ιουδαϊκές πόλεις επλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων, από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκίαν, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών. Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπείαν και σωτηρίαν. Ηθέλησε να την απελευθερώση, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς, αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί, και να ελκύση κοντά του αυτήν που είχε αποξενωθεί. Από την ιδία πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η πόρνη, η οποία εδέχθη τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς. Συνέρρεαν από παντού για τα θαύματα και τις διδασκαλίες Του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, ήκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβον εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστόν και εδιδάσκοντο και εθεραπεύοντο από Αυτόν, και ερωτούσε να μάθη τι συμβαίνει. Και όταν του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος εχάρη, επειδή είχε ακούσει για τα θαύματα που επιτελεί και το εθεώρησε ως μοναδικήν ευκαιρία να κάμη ο Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς Αυτόν δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος τού είπε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι ζητείς, άνθρωπε, απ’ Αυτόν που επτώχευσε για σε την εσχάτη πτωχεία; Τι απαιτείς απ’ Αυτόν που δεν έχει ούτε πού την κεφαλήν κλίνη; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλή και να τον ικετεύει λέγοντας: «θέλω ίνα αναβλέψω».

Δεν εζήτησε κάτι μικρόν και ευτελές από τον Θεόν και Δεσπότην ο τυφλός. Ούτε χρυσόν ούτε χρήμα ούτε τροφές ούτε σκεπάσματα ούτε κάτι άλλο παρόμοιον, όπως εζητούσε από τους ανθρώπους, μολονότι και αυτά ημπορούσε να του τα δώσει Αυτός που δίνει σε όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε: «Κύριε, θέλω ίνα αναβλέψω». Κανένας άλλος δεν ημπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει την δυνατότητα να ελεή και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω, ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων, και βοώ το ελέησον και σε ονομάζω υιόν Δαβίδ. Επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήλθε από αμέτρητον ευσπλαχνία να σώση το γένος μας. Αλλά και με άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν υιόν Δαβίδ, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι εβραίοι. Και οι Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με το όνομα αυτό τους εδόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε ανατραφεί στον ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέγει ο νόμος και οι Προφήτες για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθη από το γένος του Δαβίδ. Και ως προς τον Θεόν μεν εβόησε ελέησόν με, διότι μόνον ο Θεός είναι σε θέσι να ελεή. Ως προερχόμενον δε από τη γενεά του Δαβίδ, τον ονομάζει υιόν Δαβίδ. Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαβίδ είναι: αγαπητός και ισχυρός. Από Αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσον πόθο το έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά ελέησόν με, επειδή ακριβώς εγνώριζε ότι είναι υιός του Θεού, ο οποίος εγεννήθη από την αγίαν και αειπάρθενον Μαρία. Γι’ αυτό και κατά την πίστι του έλαβε την ίασι.

«Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτή είναι η καρτερική και φλεγομένη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμος η πίστις του τυφλού, δεν θα εκραύγαζε περισσότερον, όταν προσετάχθη να σιωπήση. Γι’ αυτό και ηξιώθη να ερωτηθή από τον Σωτήρα και να τον πλησιάση, και δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίασι. «Σταθείς δε», λέγει, «ο Ιησούς εκέλευσευν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε: Κύριε, ίνα αναβλέψω». Δεν ηρώτησεν ο Δεσπότης επειδή αγνοούσε, αλλά για να μη νομίση κάποιος άλλος ότι άλλο ήθελε να λάβη ο τυφλός και άλλο του έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι ευρέθησαν εκεί και την πίστι του προσερχομένου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτήν την ερώτησι. Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκρισι του Κυρίου: θέλεις να αναβλέψης, λέγει; «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το ήκουσε, «παραχρήμα ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπόν της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτή είναι η μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξεν ότι αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός. Έγινε με την πίστι του συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότου. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν». Όταν δηλαδή ο τυφλός εδέχθη από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία, δεν ημέλησε να συμπορευθή μ’ Αυτόν, και τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον ως Θεόν», και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι άλλοι. «Πας γαρ ο λαός», λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Και πριν από την δωρεάν εφάνη καρτερικός ο τυφλός, και μετά την δωρεάν φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί τον ημπόδιζαν να φωνάζη, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ευγνώμων επειδή όταν έλαβε την χάρι, δεν έτρεξε να φύγη, όπως κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.

Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο και προθυμία και ας γινώμεθα καρτερικοί στις προσευχές και πριν λάβωμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβωμε να μη μένωμε αχάριστοι προς τους ευεργέτες. Και να προσευχόμεθα με πόθον, έστω και αν είμεθα οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρωμε και μόνοι μας δεήσεις προς Κύριον ώστε να λαμβάνωμε από Αυτόν τα αιτήματα προς το συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγόν είχε, ούτε ημπορούσε να ιδή τον Σωτήρα, ούτε ευρήκε συνήγορον κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον ημπόδιζαν να πλησιάση, ημπόρεσε να υπερβή όλα τα εμπόδια και επλησίασε Αυτόν τον ίδιον τον θεραπευτήν και Σωτήρα Χριστόν. Ούτε η κοινωνική θέσις ούτε ο τρόπος ζωής τού έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών ήρκεσεν η προθυμία την οποία τίποτα δεν εστάθη ικανόν να εμποδίση. Την ιδίαν προθυμίαν ας προσπαθήσωμεν να αποκτήσωμε και εμείς στις δεήσεις μας προς τον Δεσπότην. Και αν ο Κύριος αναβάλλη, και είναι πολλοί αυτοί που μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάση και θα εκπληρώση τα αιτήματά μας.

Πράγματι, όλα τα δύσκολα και επίπονα και ακόμη περισσότερο τα θλιβερά και επώδυνα, που δεν ημπορεί κανείς από τους ανθρώπους και από τους αγίους ακόμη να τα θεραπεύση, ο ίδιος ο Χριστός τα εξαφανίζει και τα θεραπεύει θαυματουργικώς, ως σοφός και επινοητής που είναι. Και δεν ήνοιξε ο Κύριος μόνον τους εξωτερικούς οφθαλμούς του τυφλού, αλλά και τους εσωτερικούς, της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερόν από το ότι μετά ταύτα τον ακολουθούσε και εδόξαζε τον Θεόν. Διότι οι Άγιοι και οι Προφήτες, όσα θαύματα ενεργούσαν, τα έκαμαν αφού προηγουμένως παρακαλούσαν τον Θεόν και ζητούσαν από Αυτόν την δύναμι. Έτσι επετέλεσαν όλες τις παράδοξες θαυματουργίες των. Επίσης, και οι Απόστολοι αργότερα, έκαμαν τις θεοσημίες αφού πρώτα εγονάτιζαν στην γη και ικέτευαν τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, ως Δεσπότης και Κύριος των πάντων, διέτασσε την κτίσιν, άλλοτε λέγοντας στην θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», άλλοτε στον λεπρό «θέλω, καθαρίσθητι» και άλλοτε πάλιν επιτιμούσε τον ακάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Και τώρα λοιπόν με το θείο νεύμα Του εχάρισε στον τυφλό και το αισθητόν φως και το νοητόν φως. Διότι Αυτός είναι που στην αρχή της γενέσεως του κόσμου διεχώρισε το σκότος από το φως, αλλά και εδημιούργησε το φως. Και εμφανίζεται μεν στις ψυχές των αξίων μεταδίδοντας πάντοτε την λαμπρότητά του, στους δε αισθητούς οφθαλμούς των προσερχομένων σ’ Αυτόν χαρίζει, ως Δημιουργός και Πλάστης, την όρασι. Και τότε μεν εφωτίσθη ο τυφλός, ο δε λαός επίστευσε. Και όλων τα στόματα ωμιλούσαν για τον Ιησούν, όλων οι οφθαλμοί έβλεπαν τον τυφλόν θεραπευμένον. Ήταν πράγματι παράδοξον το θαύμα που έγινε. Αλλά εκείνοι μεν, με όσα έβλεπαν, αποκτούσαν εμπιστοσύνη στις διδασκαλίες του Κυρίου και επίστευαν ότι και οι προρρήσεις του Κυρίου θα πραγματοποιηθούν, διαβεβαιούμενοι και πληροφορούμενοι γι’ αυτό από τα θαύματα. Εμείς δε αφού βλέπουμε ότι όλα όσα προείπεν ο Κύριος εξεπληρώθησαν χωρίς καθυστέρησι, ορθόν είναι να πιστεύωμε και σε όσα θαύματα έγιναν τότε και να θεωρούμε ότι είμεθα παρόντες ως θεαταί μαζί μ’ εκείνους. Και μάλιστα να πιστεύωμε αναντιρρήτως στα παράδοξα εκείνα έργα, όπως ακριβώς εάν είμεθα, εκείνον τον καιρόν, αυτόπτες των ενεργουμένων σημείων.

Ας «δοξάσωμε τον Θεόν εν τω σώματι ημών», πειθόμενοι στον μακάριο Παύλο. Και πώς δοξάζεται ο Θεός από τα μέλη του σώματός μας; Εάν δεν βλέπωμε κακώς, αλλά μάθωμε να βλέπωμε καλώς. Και δοξάζουμε τον Θεόν όταν δια μέσου των ορατών κτισμάτων του βλέπωμε τα αόρατα, και τον ευχαριστούμε για όλα όσα έκανε. Ο Θεός δοξάζεται όταν δεν ακούμε κακά και σατανικά άσματα, αλλά ακούμε τα λόγια του Θεού, και ανοίγωμε τις θύρες της ακοής όχι στα διαβολικά και φαύλα ακούσματα, αλλά πάντοτε σε θείες παραινέσεις και διδασκαλίες. Και γενικώς ο Θεός δοξάζεται με όλα τα μέλη μας, όταν πιστεύωμε ορθά σ’ Αυτόν και εκπληρώνωμε τις άγιες εντολές Του. Ας καταρτίζωμε καθημερινώς τους εαυτούς μας για να είμεθα όπως πρέπει ενώπιον του Θεού. Διότι ο προφήτης Ωσηέ λέγει: «έλεον και κρίμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε την ελεημοσύνη και τη δικαιοσύνη) και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός». Και πάλιν ο Προφήτης Μαλαχίας εκ μέρους του Θεού λέγει: «υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. Και ει πατήρ ειμί εγώ, που εστίν η δόξα μου; Και ει Κύριος ειμί εγώ, πού εστίν ο φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Και ο Απόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Και η Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής (δηλαδή, ο τρόπος της ζωής είναι εξωτερίκευσις της καρδίας)». Και ο Χριστός λέγει: «Καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου, ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν». Γι’ αυτό ας φοβηθούμε αδελφοί μου και ας αγωνισθούμε να αναβλέψωμε προς το φως των προσταγμάτων του Θεού, έστω και αν είμεθα τυφλοί, και ας προσέλθωμε στον Κύριον δια μετανοίας και εξομολογήσεως και αποχής των αισχρών και απαγορευμένων έργων, και ας απορρίψωμε τα ιμάτια που έχουμε ενδυθεί, δηλαδή τα έργα του σκότους, ή και τις γήινες και υλικές φροντίδες, και «ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» και των αρετών, και ας «περιπατήσωμεν ως εν φωτί και ημέρα ευσχημόνως» και δικαίως και οσίως, ώστε να ημπορέσωμε να ακολουθήσωμε Αυτόν, τον Δεσπότην και Ελευθερωτήν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν «ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(13ος αιών – Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’. σελ. 230. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 431 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            κούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ὅτι κάποιος νέος, πλούσιος σφόδρα, θέλησε νὰ πειράξει τὸν Κύριό μας, γιὰ αὐτὸ Τὸν πλησίασε καὶ ἀνέπτυξε μαζί Του τὸν ἑξῆς διάλογο: 

Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.

λα αὐτὰ τὰ κάνω ἀπὸ παιδί. 

Τότε, λοιπόν, (ἀφοῦ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ σοῦ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς), ἕνα σοῦ λείπει. Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ δῶσ΄ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις. 

               χ! Πολὺ σκληρὰ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν νεαρό (καὶ ὄχι μόνο)· σὰν μαχαίρι στὴν καρδιά. Χωρὶς περισσότερα λόγια, κατέβασε λυπημένος τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριὰ καὶ αὐτὸ διότι εἶχε πολλὰ χωράφια καὶ πλούτη.

               Τὸ κακό, βέβαια, δὲν ἦταν ὅτι εἶχε χωράφια καὶ πλούτη. Ὄχι. Καὶ ἄλλοι εἶχαν χωράφια καὶ πλούτη, ἀλλὰ μὲ τὴν σωστὴ διαχείριση ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες καὶ κατέκτησαν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα τοῦ νέου; 

               Κάπου μέσα στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεὶ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Ὁ θησαυρὸς τοῦ νέου, ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητά του, τὸ πρῶτο καὶ κύριο ζητούμενό του, ἦταν τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη. Ἑπομένως, ὄχι ἁπλῶς ἦταν δεμένος μὲ αὐτά, ἀλλὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη ἦταν ἡ καρδιά του. Γιὰ αὐτὸ λυπήθηκε ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ τὰ δώσει ὅλα στοὺς πτωχούς. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε νὰ ξεριζώσει τὴν ἴδια τὴν καρδιά του. 

               Καὶ βέβαια, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε ἐξ ἀρχῆς νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα. Τοῦ εἶπε, ἁπλῶς, νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Στὴν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας ἔφτασε ἐπειδὴ ὁ νέος Τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς καὶ αἰσθανόταν ἀκόμη ἕνα μεγάλο κενὸ στὴν ψυχή του. Δὲν αἰσθανόταν ἱκανοποιημένος. Εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι παρὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν βάδιζε πρὸς τὴν σωτηρία. 

               Αὐτὸ συνέβαινε διότι, πράγματι, κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἤξερε ὅτι κάτι τοῦ ἔλειπε, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὶ ἦταν αὐτό. Τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος γινώσκει τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ ἔλειπε ἡ ψυχικὴ ἐλευθερία. Δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, διότι ἡ περιουσία του τὸν τραβοῦσε πρὸς τὰ κάτω.  

                Κύριός μας τοῦ πρότεινε τὸ γιατρικὸ γιὰ τὴν ἀσθένειά του: ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸν Θεό, ἀκτημοσύνη. Ἀκτημοσύνη σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα στὴν κατοχή μας. Ἂν δὲν ἔχεις τίποτα, δὲν φοβᾶσαι μήπως χάσεις κάτι. Μὲ κάθε δικαίωμα καὶ ἐξουσία μίλησε γιὰ ἀκτημοσύνη ὁ Δεσπότης Χριστός, διότι ἦταν καὶ ὁ Ἴδιος ἀκτήμων, καθὼς οὔτε μόνιμη κατοικία δὲν εἶχε. Οἱ Μαθητές Του ἦταν, ἐπίσης, ἀκτήμονες. Κὶ ὅμως, κατάφεραν καὶ ἐπιβίωσαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἐπιβίωναν, ὅταν μέχρι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα οὔτε σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν σὲ ἀποθῆκες, τρέφονται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα;

               Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένων σὲ Ἐκεῖνον Μαθητῶν του, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μιμήθηκαν καὶ μιμοῦνται μέχρι τὶς ἡμέρες μας ὅσοι ἀπαρνήθηκαν τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ σήκωσαν τὸν Σταυρὸ τὴς Μοναχικῆς Πολιτείας. Τὴν ἀκτημοσύνη ἔχουν ὡς βάση οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Μοναχὲς καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὴν κατοπινὴ Ἀνάσταση. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πορεία δοκιμάζουν πολλὲς φορὲς στεναχώριες, ἀλλὰ ὅλες καλύπτονται ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐνίσχυση ποὺ προσφέρει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. 

               Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ἡ ἀκτημοσύνη φαντάζει ἀδύνατη ἢ καλύτερα «μωρία». Τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ὅμως, σφάλλουν ἀρκετὰ συχνά. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ καθημερινῶς. Τόσα πράγματα ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὰ ὁποῖα τελικὰ ὡς ἀποτέλεσμα ἔχουν τὴν ζημίωσή του. Γιὰ αὐτό, ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἀνέτρεψε τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, κηρύττοντας στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ εἰσὶ» καὶ «ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

               Τὴν ἀκτημοσύνη προτείνει ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν τέλεια καὶ ἀπόλυτα. Οἱ ὑπόλοιποι, ὀφείλουν πρὶν τὴν κοίμησή τους –μεταξὺ ἄλλων- νὰ ἐλευθερωθοῦν ψυχικὰ μὲ δύο τρόπους: πρῶτον, νὰ συγχωρέσουν ὅσους τοὺς πίκραναν καὶ νὰ ζητήσουν συγγνώμη ἀπὸ ὅσους οἱ ἴδιοι πίκραναν καὶ δεύτερον, νὰ ἔχουν τακτοποιήσει τὸ μέλλον τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων, σὲ ποιὸν θὰ μεταβιβασθεῖ τὸ κάθε τί. 

               πίσης, ἂν κάποιος θεωρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀκατόρθωτη τὴν τελειότητα διὰ τῆς ἀκτημοσύνης, τουλάχιστον ἂς μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ «πειράζει» τοὺς συνανθρώπους του, ἂς ἐργάζεται μὲ ταπεινοφροσύνη τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἔχει σὰν κορώνα στὸ κεφάλι του τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΣΥΡΕΙ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

 


Υπάρχει μια φοβερή και ιερή στιγμή στην πορεία κάθε ψυχής, όταν ο Θεός με τρόπο μυστικό αποσύρει τη χάρη του. Δεν το κάνει από οργή, ούτε για να τιμωρήσει, αλλά για να παιδαγωγήσει. Ο Άγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος, λέει ότι ο Θεός επιτρέπει να φύγει η χάρη, για να δοκιμαστεί ο άνθρωπος να φανερωθεί αν τον αγαπά πραγματικά, ή αν τον αγαπά μόνο για τα δώρα του. Είναι η ώρα της ερήμου, της σιωπής του Θεού. Η ώρα που η ψυχή δοκιμάζεται στα βαθύτερα της υπάρξεώς της. Όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη του, ο άνθρωπος αισθάνεται ξαφνικά έρημος, ξηρός, ψυχρός. Εκεί όπου πριν έκλαιγε με δάκρυα μετανοίας και ευγνωμοσύνης, τώρα δεν μπορεί να ψελλίσει ούτε μια λέξη προσευχής. Εκεί που πριν πλημμύριζε από φως και ειρήνη, τώρα νιώθει σκοτάδι και σύγχυση. Αυτή η στιγμή, όσο οδυνηρή κι αν είναι, κρύβει μέσα της το πιο μεγάλο μυστήριο της πνευματικής ζωής, το πώς ο Θεός εργάζεται την καθαρότητα της ψυχής, μέσα από την απουσία του.
Ο Άγιος Συμεών διδάσκει ότι ο Θεός αποσύρει τη χάρη του, όχι γιατί η ψυχή αμάρτησε πάντοτε, αλλά πολλές φορές γιατί θέλει να την ανεβάσει σε ανώτερο βαθμό γνώσεως και ταπεινώσεως. Ο άνθρωπος, όσο αισθάνεται τη χάρη, νομίζει ότι στέκεται καλά, πιστεύει πως αγαπά τον Θεό αληθινά, πως έχει πίστη και υπομονή, όταν όμως φύγει η χάρη, τότε φαίνεται η αλήθεια. Η καρδιά αποκαλύπτεται, η αδυναμία φανερώνεται, η αυτοπεποίθηση γκρεμίζεται και εκεί, μέσα στη γύμνια και την οδύνη, ο άνθρωπος μαθαίνει να κρατιέται μόνο από τον Θεό, χωρίς παρηγοριές. Η απουσία της χάριτος είναι ο καθρέφτης της ζωής,  είναι ο καθρέφτης  της ψυχής. Αν μέσα μας υπάρχει υπερηφάνεια θα ξεχειλίσει, αν υπάρχει ταπείνωση θα φανερωθεί με υπομονή και σιωπή. Ο Άγιος λέει ότι όπως το σίδερο καθαρίζεται στη φωτιά, έτσι η ψυχή καθαρίζεται όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη του. Είναι ο σταυρός της εσωτερικής σιωπής.
Η ψυχή που ζει τη χάρη του Θεού γνωρίζει μια γλυκύτητα που δεν συγκρίνεται με τίποτα. Είναι σαν να βλέπει μέσα της ένα φως άκτιστο, που θερμαίνει, φωτίζει και ζωοποιεί, όμως όπως ακριβώς η αυγή προετοιμάζει την ψυχή για τον ήλιο, έτσι και η απουσία της χάριτος προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη βαθύτερη ένωσή του με τον Θεό. Ο Άγιος Συμεών εξηγεί πως ο Θεός αποσύρει τη χάρη του για να δοκιμάσει την πίστη. Όταν όλα είναι φωτεινά, εύκολα πιστεύεις, όταν όμως έρθει η νύχτα, όταν δεν νιώθεις τίποτα, τότε φαίνεται αν τον αγαπάς για τον ίδιο ή για τα δώρα του. Όταν ο Θεός σιωπά, η καρδιά αποκαλύπτει την γνησιότητά της. Αν μείνει σταθερή, τότε η χάρη επιστρέφει πιο δυνατή, πιο καθαρή, πιο βαθιά.
Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν αντέχει τη σιωπή του Θεού. Νομίζει ότι εγκαταλείφθηκε, νιώθει πως όλα κατέρρευσαν, πως η προσευχή δεν φτάνει πουθενά, μα ο Θεός είναι εκεί, κρυμμένος. Ο Άγιος Συμεών λέει ότι ο Θεός τότε είναι πιο κοντά μας, όταν νομίζουμε πως τον χάσαμε. Είναι σαν τον ήλιο που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα, δεν παύει να φωτίζει, απλώς δεν τον βλέπουμε. Η ψυχή που αγαπά το Θεό αληθινά δεν ταράζεται, κλαίει, πονά, αλλά δεν απελπίζεται, ξέρει πως αυτή η δοκιμασία είναι απαραίτητη, ξέρει πως ο Θεός την παιδαγωγεί για να την κάνει καθαρό δοχείο της χάριτός του. Ο Άγιος παρομοιάζει αυτή τη στιγμή με τη μητέρα που κρύβεται για λίγο από το παιδί της, για να μάθει εκείνο να την αναζητά. Το παιδί φωνάζει, κλαίει, ψάχνει, και τότε όταν η μητέρα εμφανιστεί ξανά, η χαρά είναι διπλή. Ο Θεός δεν αποσύρεται επειδή θέλει να μας πληγώσει, αλλά επειδή θέλει να μας διδάξει την ταπείνωση. Όσο η χάρη ενεργεί αισθητά μέσα μας, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να υπερηφανευθούμε, να νομίσουμε πως κάτι κατορθώσαμε. Τότε ο Θεός αποσύρεται, για να καταλάβουμε ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε τίποτα. Όταν ο άνθρωπος το καταλάβει αυτό βαθιά, τότε η ψυχή του συντρίβεται και μέσα από αυτή τη συντριβή, η χάρη επιστρέφει. Όχι για να τον στηρίξει στην υπερηφάνειά του, αλλά για να τον φωτίσει στην ταπείνωση. Η αληθινή χάρη μένει μόνο εκεί όπου υπάρχει ταπεινή καρδιά. «'Επὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;», λέγει ο Κύριος κατά Ησαΐαν.
Η δοκιμασία της απουσίας της χάριτος είναι μια μορφή σταυρού. Ο Άγιος Συμεών μιλά για τις θεοεγκαταλείψεις. Εκείνες τις στιγμές όπου ο άνθρωπος ζει μέσα στην πνευματική ερημιά. Όμως, όπως ο Χριστός επάνω στο σταυρό φώναξε, «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες!», έτσι και κάθε πιστός περνά τη δική του εγκατάλειψη όχι γιατί ο Θεός τον άφησε, αλλά γιατί θέλει να τον κάνει κοινωνό του πάθους του. Αν ο άνθρωπος μείνει πιστός μέσα στην ερημιά, τότε αξιώνεται της Αναστάσεως. Η δοκιμασία γίνεται φως. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει, αλλά κρύβεται για λίγο, όπως ο νυμφίος που θέλει να δει αν η νύμφη θα τον αναζητήσει με δάκρυα, και όταν τον βρει πάλι, η αγάπη της θα είναι πιο δυνατή από πριν.
Όταν ο άνθρωπος χάσει τη χάρη, δεν πρέπει να ταραχθεί, ούτε να πιστέψει ότι ο Θεός τον αποδοκίμασε. Αν αρχίσει να απελπίζεται, τότε ανοίγει την πόρτα στον πειρασμό. Ο Άγιος συμβουλεύει να περιμένουμε με υπομονή, να προσευχόμαστε με ταπείνωση, να μην σταματάμε τον αγώνα γιατί η χάρη δεν έφυγε για πάντα, απλώς κρύφτηκε για να μας καθαρίσει από την αυτοπεποίθηση. Ο Θεός δεν θέλει την τελειότητα, θέλει την καρδιά που τον ζητά, θέλει να τον αγαπούμε όχι για τη χαρά που μας δίνει, αλλά για εκείνον τον ίδιο.
Η εμπειρία της απουσίας της χάριτος είναι επίσης ευλογία, γιατί μας κάνει να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ψεύτικη ειρήνη του κόσμου και στην αληθινή ειρήνη του Θεού. Όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πόσο φτωχός είναι χωρίς Εκείνον και αυτό τον οδηγεί στη βαθιά ταπείνωση, στην αδιάλειπτη προσευχή, στην ειλικρινή μετάνοια. Ο Άγιος λέει πως όποιος δεν έχει περάσει μέσα από τη θεοεγκατάλειψη δεν γνωρίζει τι σημαίνει αληθινή χάρη, γιατί μόνο όταν γευθείς την απουσία του καταλαβαίνεις το μέγεθος της παρουσίας του. Η σιωπή του Θεού γίνεται δάσκαλος και ο πόνος γίνεται άνοιγμα προς το άκτιστο φως.
Ο άνθρωπος που έμαθε να αντέχει τη στιγμή που ο Θεός αποσύρει τη χάρη του είναι πνευματικά ώριμος. Δεν παραπονιέται, δεν κατακρίνει, δεν απελπίζεται. Σιωπά, προσεύχεται, περιμένει. Ο Άγιος Συμεών λέει ότι όταν ο Θεός δει ότι ο άνθρωπος τον ζητά με δάκρυα και πίστη τότε επιστρέφει η χάρη του ξαφνικά και γεμίζει την ψυχή με ανέκφραστη χαρά. Αυτή η χαρά δεν είναι συναισθηματική, είναι θεϊκή, είναι η εμπειρία του φωτός του Θεού μέσα στην καρδιά και τότε ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι όλη η δοκιμασία άξιζε, γιατί μέσα από την απουσία γνώρισε την παρουσία, μέσα από το σκοτάδι είδε το φως, μέσα από τη φτώχεια γεύθηκε τον αληθινό πλούτο. Η στιγμή που ο Θεός αποσύρει την χάρη του είναι η στιγμή που η ψυχή μαθαίνει να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα, να πιστεύει χωρίς αποδείξεις, να ελπίζει χωρίς φως. Είναι η πιο βαθιά στιγμή της πνευματικής ζωής, γιατί εκεί γεννιέται η καθαρή αγάπη προς τον Θεό. Ο Άγιος την αποκαλεί νύχτα φωτεινή, γιατί μέσα στο σκοτάδι της κρύβεται η αρχή της αιώνιας ένωσης με τον Θεό. Ο Θεός αποσύρει την χάρη του για λίγο, για να τον ποθήσουμε αιώνια και όταν τον ξαναβρούμε, δεν τον αφήνουμε πια. Η ψυχή τότε λέει όπως η νύμφη στο άσμα, «εζήτησα τον αγαπητόν της ψυχής μου, εύρων αυτόν και ούκ αφήσω αυτόν».
Η σιωπή του Θεού δεν είναι εγκατάλειψη, αλλά κάλεσμα. Η απουσία της χάριτος δεν είναι τιμωρία, αλλά παιδαγωγία. Ο Θεός αποσύρει τη χάρη του για να δούμε τι υπάρχει μέσα μας, να μάθουμε να αγαπούμε άδολα, να συντριβούμε για να φωτιστούμε. Ο Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος μας διδάσκει πως αυτή η στιγμή, αν τη δεχθούμε με ταπείνωση, γίνεται η αρχή μιας νέας πνευματικής αναστάσεως γιατί τότε καταλαβαίνουμε ότι η χάρη του Θεού δεν χάνεται ποτέ, απλώς κρύβεται μέχρι να μάθουμε, να την κρατούμε με καθαρή καρδιά.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΠΟΣΑΘΡΩΜΕΝΟ ΟΠΩΡΟΦΥΛΑΚΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

σ.σ. Σα να μην πέρασε μια ημέρα. Αγιορείτες Πατέρες, ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ. Τί άλλο περιμένετε να γίνει;

Του κυρίου Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής

«Ο Θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον» (Ψαλμ. 78, 1)

Η επέλαση της παπικής αιρέσεως, τον Νοέμβριο του 2006, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετέβαλε το Άγιο Όρος ή μάλλον την πνευματική του ηγεσία, τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών του, σε εγκαταλελειμμένο και έρημο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας! Ο λαός του Θεού, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανέμενε την άμεση, δυναμική παρέμβαση του Αγίου Όρους στα διαδραματισθέντα στο Φανάρι, με την επίσκεψη-συλλειτουργία του Πάπα, ως αυτονόητη παρουσία ορθόδοξης αντιδράσεως και μαρτυρίας, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, με την άρση των αναθεμάτων, όταν σύσσωμο το Άγιο Όρος, η πνευματική του ηγεσία, διέκοψε τη μνημόνευση του ονόματός του!

Αλλά η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους των ημερών μας, δεν έπραξε το ίδιο! Δεν διετράνωσε μαχητικά την ορθόδοξη μαρτυρία με το γνωστό κύρος του αγιορείτικου λόγου, ως διορθωτική παρέμβαση στις αυθαίρετες και κραυγαλέες πατριαρχικές παραβιάσεις των ι. Κανόνων της Εκκλησίας.Αντίθετα επιβράβευσε τις πατριαρχικές αυτές αντορθόδοξες ενέργειες με τη διακήρυξη της ευλαβείας της στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου!

Έτσι οι φύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσεως, οι πυλωροί της προστασίας και διασφαλίσεως του κύρους των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας, εγκατέλειψαν τη θέση τους! Αρνήθηκαν τον εαυτό τους.

Άφησαν ξέφραγο και απροστάτευτο τον αμπελώνα του Κυρίου και συσχηματίσθηκαν με τον νυν αιώνα του οικουμενισμού, του κακόδοξου χριστιανικού συγκρητισμού. Ευθυγραμμίσθηκαν με τους νεοεποχίτικους νόες κληρικών και λαϊκών θεολόγων, αρνητών της αληθείας της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας των ι. Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, της Πατερικής Παραδόσεως!

Η στάση αυτή της πνευματικής ηγεσίας του Αγίου Όρους αποστερεί σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία το φρουρό και φύλακα των παραδεδομένων αληθειών της πίστεως και της διδασκαλίας της. Σήμερα έπαυσε να είναι το Άγιο Όρος εγγύηση και στήριξη Ορθοδοξίας, έπαλξη παρατάξεως μαρτύρων και ομολογητών Ορθοδοξίας. Σήμερα το Άγιο Όρος, μοιάζει με αποσαθρωμένο από τον οικουμενισμό και την αίρεση οπωροφυλάκιο, μνημείο πλέον αγιορειτικής εγκαταλείψεως του περιβολιού της Παναγίας!

Το θλιβερό αυτό γεγονός συμβαίνει σήμερα, σε ώρα και στιγμή προχωρημένης αποδυναμώσεως της Ορθοδοξίας από ζωτικές και άγρυπνες δυνάμεις μαρτυρίας και ομολογίας, δεδομένου ότι, σήμερα, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχες αλλά και κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, μεταποιούμενοι αλαζονικώς σε τάξη εκκλησιαστικής οικουμενικής συνόδου, αποφθέγγονται άρρητα ρήματα κακοδοξίας, «επ’ αγαθώ» της Ορθοδοξίας!

Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!

Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»! Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!

Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!

Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.

Έκαναν την επιλογή τους!

Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!