A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            κούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ὅτι κάποιος νέος, πλούσιος σφόδρα, θέλησε νὰ πειράξει τὸν Κύριό μας, γιὰ αὐτὸ Τὸν πλησίασε καὶ ἀνέπτυξε μαζί Του τὸν ἑξῆς διάλογο: 

Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.

λα αὐτὰ τὰ κάνω ἀπὸ παιδί. 

Τότε, λοιπόν, (ἀφοῦ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ σοῦ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς), ἕνα σοῦ λείπει. Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ δῶσ΄ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις. 

               χ! Πολὺ σκληρὰ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν νεαρό (καὶ ὄχι μόνο)· σὰν μαχαίρι στὴν καρδιά. Χωρὶς περισσότερα λόγια, κατέβασε λυπημένος τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριὰ καὶ αὐτὸ διότι εἶχε πολλὰ χωράφια καὶ πλούτη.

               Τὸ κακό, βέβαια, δὲν ἦταν ὅτι εἶχε χωράφια καὶ πλούτη. Ὄχι. Καὶ ἄλλοι εἶχαν χωράφια καὶ πλούτη, ἀλλὰ μὲ τὴν σωστὴ διαχείριση ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες καὶ κατέκτησαν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα τοῦ νέου; 

               Κάπου μέσα στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεὶ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Ὁ θησαυρὸς τοῦ νέου, ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητά του, τὸ πρῶτο καὶ κύριο ζητούμενό του, ἦταν τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη. Ἑπομένως, ὄχι ἁπλῶς ἦταν δεμένος μὲ αὐτά, ἀλλὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη ἦταν ἡ καρδιά του. Γιὰ αὐτὸ λυπήθηκε ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ τὰ δώσει ὅλα στοὺς πτωχούς. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε νὰ ξεριζώσει τὴν ἴδια τὴν καρδιά του. 

               Καὶ βέβαια, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε ἐξ ἀρχῆς νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα. Τοῦ εἶπε, ἁπλῶς, νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Στὴν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας ἔφτασε ἐπειδὴ ὁ νέος Τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς καὶ αἰσθανόταν ἀκόμη ἕνα μεγάλο κενὸ στὴν ψυχή του. Δὲν αἰσθανόταν ἱκανοποιημένος. Εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι παρὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν βάδιζε πρὸς τὴν σωτηρία. 

               Αὐτὸ συνέβαινε διότι, πράγματι, κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἤξερε ὅτι κάτι τοῦ ἔλειπε, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὶ ἦταν αὐτό. Τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος γινώσκει τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ ἔλειπε ἡ ψυχικὴ ἐλευθερία. Δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, διότι ἡ περιουσία του τὸν τραβοῦσε πρὸς τὰ κάτω.  

                Κύριός μας τοῦ πρότεινε τὸ γιατρικὸ γιὰ τὴν ἀσθένειά του: ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸν Θεό, ἀκτημοσύνη. Ἀκτημοσύνη σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα στὴν κατοχή μας. Ἂν δὲν ἔχεις τίποτα, δὲν φοβᾶσαι μήπως χάσεις κάτι. Μὲ κάθε δικαίωμα καὶ ἐξουσία μίλησε γιὰ ἀκτημοσύνη ὁ Δεσπότης Χριστός, διότι ἦταν καὶ ὁ Ἴδιος ἀκτήμων, καθὼς οὔτε μόνιμη κατοικία δὲν εἶχε. Οἱ Μαθητές Του ἦταν, ἐπίσης, ἀκτήμονες. Κὶ ὅμως, κατάφεραν καὶ ἐπιβίωσαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἐπιβίωναν, ὅταν μέχρι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα οὔτε σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν σὲ ἀποθῆκες, τρέφονται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα;

               Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένων σὲ Ἐκεῖνον Μαθητῶν του, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μιμήθηκαν καὶ μιμοῦνται μέχρι τὶς ἡμέρες μας ὅσοι ἀπαρνήθηκαν τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ σήκωσαν τὸν Σταυρὸ τὴς Μοναχικῆς Πολιτείας. Τὴν ἀκτημοσύνη ἔχουν ὡς βάση οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Μοναχὲς καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὴν κατοπινὴ Ἀνάσταση. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πορεία δοκιμάζουν πολλὲς φορὲς στεναχώριες, ἀλλὰ ὅλες καλύπτονται ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐνίσχυση ποὺ προσφέρει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. 

               Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ἡ ἀκτημοσύνη φαντάζει ἀδύνατη ἢ καλύτερα «μωρία». Τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ὅμως, σφάλλουν ἀρκετὰ συχνά. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ καθημερινῶς. Τόσα πράγματα ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὰ ὁποῖα τελικὰ ὡς ἀποτέλεσμα ἔχουν τὴν ζημίωσή του. Γιὰ αὐτό, ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἀνέτρεψε τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, κηρύττοντας στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ εἰσὶ» καὶ «ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

               Τὴν ἀκτημοσύνη προτείνει ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν τέλεια καὶ ἀπόλυτα. Οἱ ὑπόλοιποι, ὀφείλουν πρὶν τὴν κοίμησή τους –μεταξὺ ἄλλων- νὰ ἐλευθερωθοῦν ψυχικὰ μὲ δύο τρόπους: πρῶτον, νὰ συγχωρέσουν ὅσους τοὺς πίκραναν καὶ νὰ ζητήσουν συγγνώμη ἀπὸ ὅσους οἱ ἴδιοι πίκραναν καὶ δεύτερον, νὰ ἔχουν τακτοποιήσει τὸ μέλλον τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων, σὲ ποιὸν θὰ μεταβιβασθεῖ τὸ κάθε τί. 

               πίσης, ἂν κάποιος θεωρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀκατόρθωτη τὴν τελειότητα διὰ τῆς ἀκτημοσύνης, τουλάχιστον ἂς μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ «πειράζει» τοὺς συνανθρώπους του, ἂς ἐργάζεται μὲ ταπεινοφροσύνη τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἔχει σὰν κορώνα στὸ κεφάλι του τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΣΥΡΕΙ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

 


Υπάρχει μια φοβερή και ιερή στιγμή στην πορεία κάθε ψυχής, όταν ο Θεός με τρόπο μυστικό αποσύρει τη χάρη του. Δεν το κάνει από οργή, ούτε για να τιμωρήσει, αλλά για να παιδαγωγήσει. Ο Άγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος, λέει ότι ο Θεός επιτρέπει να φύγει η χάρη, για να δοκιμαστεί ο άνθρωπος να φανερωθεί αν τον αγαπά πραγματικά, ή αν τον αγαπά μόνο για τα δώρα του. Είναι η ώρα της ερήμου, της σιωπής του Θεού. Η ώρα που η ψυχή δοκιμάζεται στα βαθύτερα της υπάρξεώς της. Όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη του, ο άνθρωπος αισθάνεται ξαφνικά έρημος, ξηρός, ψυχρός. Εκεί όπου πριν έκλαιγε με δάκρυα μετανοίας και ευγνωμοσύνης, τώρα δεν μπορεί να ψελλίσει ούτε μια λέξη προσευχής. Εκεί που πριν πλημμύριζε από φως και ειρήνη, τώρα νιώθει σκοτάδι και σύγχυση. Αυτή η στιγμή, όσο οδυνηρή κι αν είναι, κρύβει μέσα της το πιο μεγάλο μυστήριο της πνευματικής ζωής, το πώς ο Θεός εργάζεται την καθαρότητα της ψυχής, μέσα από την απουσία του.
Ο Άγιος Συμεών διδάσκει ότι ο Θεός αποσύρει τη χάρη του, όχι γιατί η ψυχή αμάρτησε πάντοτε, αλλά πολλές φορές γιατί θέλει να την ανεβάσει σε ανώτερο βαθμό γνώσεως και ταπεινώσεως. Ο άνθρωπος, όσο αισθάνεται τη χάρη, νομίζει ότι στέκεται καλά, πιστεύει πως αγαπά τον Θεό αληθινά, πως έχει πίστη και υπομονή, όταν όμως φύγει η χάρη, τότε φαίνεται η αλήθεια. Η καρδιά αποκαλύπτεται, η αδυναμία φανερώνεται, η αυτοπεποίθηση γκρεμίζεται και εκεί, μέσα στη γύμνια και την οδύνη, ο άνθρωπος μαθαίνει να κρατιέται μόνο από τον Θεό, χωρίς παρηγοριές. Η απουσία της χάριτος είναι ο καθρέφτης της ζωής,  είναι ο καθρέφτης  της ψυχής. Αν μέσα μας υπάρχει υπερηφάνεια θα ξεχειλίσει, αν υπάρχει ταπείνωση θα φανερωθεί με υπομονή και σιωπή. Ο Άγιος λέει ότι όπως το σίδερο καθαρίζεται στη φωτιά, έτσι η ψυχή καθαρίζεται όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη του. Είναι ο σταυρός της εσωτερικής σιωπής.
Η ψυχή που ζει τη χάρη του Θεού γνωρίζει μια γλυκύτητα που δεν συγκρίνεται με τίποτα. Είναι σαν να βλέπει μέσα της ένα φως άκτιστο, που θερμαίνει, φωτίζει και ζωοποιεί, όμως όπως ακριβώς η αυγή προετοιμάζει την ψυχή για τον ήλιο, έτσι και η απουσία της χάριτος προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη βαθύτερη ένωσή του με τον Θεό. Ο Άγιος Συμεών εξηγεί πως ο Θεός αποσύρει τη χάρη του για να δοκιμάσει την πίστη. Όταν όλα είναι φωτεινά, εύκολα πιστεύεις, όταν όμως έρθει η νύχτα, όταν δεν νιώθεις τίποτα, τότε φαίνεται αν τον αγαπάς για τον ίδιο ή για τα δώρα του. Όταν ο Θεός σιωπά, η καρδιά αποκαλύπτει την γνησιότητά της. Αν μείνει σταθερή, τότε η χάρη επιστρέφει πιο δυνατή, πιο καθαρή, πιο βαθιά.
Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν αντέχει τη σιωπή του Θεού. Νομίζει ότι εγκαταλείφθηκε, νιώθει πως όλα κατέρρευσαν, πως η προσευχή δεν φτάνει πουθενά, μα ο Θεός είναι εκεί, κρυμμένος. Ο Άγιος Συμεών λέει ότι ο Θεός τότε είναι πιο κοντά μας, όταν νομίζουμε πως τον χάσαμε. Είναι σαν τον ήλιο που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα, δεν παύει να φωτίζει, απλώς δεν τον βλέπουμε. Η ψυχή που αγαπά το Θεό αληθινά δεν ταράζεται, κλαίει, πονά, αλλά δεν απελπίζεται, ξέρει πως αυτή η δοκιμασία είναι απαραίτητη, ξέρει πως ο Θεός την παιδαγωγεί για να την κάνει καθαρό δοχείο της χάριτός του. Ο Άγιος παρομοιάζει αυτή τη στιγμή με τη μητέρα που κρύβεται για λίγο από το παιδί της, για να μάθει εκείνο να την αναζητά. Το παιδί φωνάζει, κλαίει, ψάχνει, και τότε όταν η μητέρα εμφανιστεί ξανά, η χαρά είναι διπλή. Ο Θεός δεν αποσύρεται επειδή θέλει να μας πληγώσει, αλλά επειδή θέλει να μας διδάξει την ταπείνωση. Όσο η χάρη ενεργεί αισθητά μέσα μας, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να υπερηφανευθούμε, να νομίσουμε πως κάτι κατορθώσαμε. Τότε ο Θεός αποσύρεται, για να καταλάβουμε ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε τίποτα. Όταν ο άνθρωπος το καταλάβει αυτό βαθιά, τότε η ψυχή του συντρίβεται και μέσα από αυτή τη συντριβή, η χάρη επιστρέφει. Όχι για να τον στηρίξει στην υπερηφάνειά του, αλλά για να τον φωτίσει στην ταπείνωση. Η αληθινή χάρη μένει μόνο εκεί όπου υπάρχει ταπεινή καρδιά. «'Επὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;», λέγει ο Κύριος κατά Ησαΐαν.
Η δοκιμασία της απουσίας της χάριτος είναι μια μορφή σταυρού. Ο Άγιος Συμεών μιλά για τις θεοεγκαταλείψεις. Εκείνες τις στιγμές όπου ο άνθρωπος ζει μέσα στην πνευματική ερημιά. Όμως, όπως ο Χριστός επάνω στο σταυρό φώναξε, «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες!», έτσι και κάθε πιστός περνά τη δική του εγκατάλειψη όχι γιατί ο Θεός τον άφησε, αλλά γιατί θέλει να τον κάνει κοινωνό του πάθους του. Αν ο άνθρωπος μείνει πιστός μέσα στην ερημιά, τότε αξιώνεται της Αναστάσεως. Η δοκιμασία γίνεται φως. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει, αλλά κρύβεται για λίγο, όπως ο νυμφίος που θέλει να δει αν η νύμφη θα τον αναζητήσει με δάκρυα, και όταν τον βρει πάλι, η αγάπη της θα είναι πιο δυνατή από πριν.
Όταν ο άνθρωπος χάσει τη χάρη, δεν πρέπει να ταραχθεί, ούτε να πιστέψει ότι ο Θεός τον αποδοκίμασε. Αν αρχίσει να απελπίζεται, τότε ανοίγει την πόρτα στον πειρασμό. Ο Άγιος συμβουλεύει να περιμένουμε με υπομονή, να προσευχόμαστε με ταπείνωση, να μην σταματάμε τον αγώνα γιατί η χάρη δεν έφυγε για πάντα, απλώς κρύφτηκε για να μας καθαρίσει από την αυτοπεποίθηση. Ο Θεός δεν θέλει την τελειότητα, θέλει την καρδιά που τον ζητά, θέλει να τον αγαπούμε όχι για τη χαρά που μας δίνει, αλλά για εκείνον τον ίδιο.
Η εμπειρία της απουσίας της χάριτος είναι επίσης ευλογία, γιατί μας κάνει να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ψεύτικη ειρήνη του κόσμου και στην αληθινή ειρήνη του Θεού. Όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πόσο φτωχός είναι χωρίς Εκείνον και αυτό τον οδηγεί στη βαθιά ταπείνωση, στην αδιάλειπτη προσευχή, στην ειλικρινή μετάνοια. Ο Άγιος λέει πως όποιος δεν έχει περάσει μέσα από τη θεοεγκατάλειψη δεν γνωρίζει τι σημαίνει αληθινή χάρη, γιατί μόνο όταν γευθείς την απουσία του καταλαβαίνεις το μέγεθος της παρουσίας του. Η σιωπή του Θεού γίνεται δάσκαλος και ο πόνος γίνεται άνοιγμα προς το άκτιστο φως.
Ο άνθρωπος που έμαθε να αντέχει τη στιγμή που ο Θεός αποσύρει τη χάρη του είναι πνευματικά ώριμος. Δεν παραπονιέται, δεν κατακρίνει, δεν απελπίζεται. Σιωπά, προσεύχεται, περιμένει. Ο Άγιος Συμεών λέει ότι όταν ο Θεός δει ότι ο άνθρωπος τον ζητά με δάκρυα και πίστη τότε επιστρέφει η χάρη του ξαφνικά και γεμίζει την ψυχή με ανέκφραστη χαρά. Αυτή η χαρά δεν είναι συναισθηματική, είναι θεϊκή, είναι η εμπειρία του φωτός του Θεού μέσα στην καρδιά και τότε ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι όλη η δοκιμασία άξιζε, γιατί μέσα από την απουσία γνώρισε την παρουσία, μέσα από το σκοτάδι είδε το φως, μέσα από τη φτώχεια γεύθηκε τον αληθινό πλούτο. Η στιγμή που ο Θεός αποσύρει την χάρη του είναι η στιγμή που η ψυχή μαθαίνει να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα, να πιστεύει χωρίς αποδείξεις, να ελπίζει χωρίς φως. Είναι η πιο βαθιά στιγμή της πνευματικής ζωής, γιατί εκεί γεννιέται η καθαρή αγάπη προς τον Θεό. Ο Άγιος την αποκαλεί νύχτα φωτεινή, γιατί μέσα στο σκοτάδι της κρύβεται η αρχή της αιώνιας ένωσης με τον Θεό. Ο Θεός αποσύρει την χάρη του για λίγο, για να τον ποθήσουμε αιώνια και όταν τον ξαναβρούμε, δεν τον αφήνουμε πια. Η ψυχή τότε λέει όπως η νύμφη στο άσμα, «εζήτησα τον αγαπητόν της ψυχής μου, εύρων αυτόν και ούκ αφήσω αυτόν».
Η σιωπή του Θεού δεν είναι εγκατάλειψη, αλλά κάλεσμα. Η απουσία της χάριτος δεν είναι τιμωρία, αλλά παιδαγωγία. Ο Θεός αποσύρει τη χάρη του για να δούμε τι υπάρχει μέσα μας, να μάθουμε να αγαπούμε άδολα, να συντριβούμε για να φωτιστούμε. Ο Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος μας διδάσκει πως αυτή η στιγμή, αν τη δεχθούμε με ταπείνωση, γίνεται η αρχή μιας νέας πνευματικής αναστάσεως γιατί τότε καταλαβαίνουμε ότι η χάρη του Θεού δεν χάνεται ποτέ, απλώς κρύβεται μέχρι να μάθουμε, να την κρατούμε με καθαρή καρδιά.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΠΟΣΑΘΡΩΜΕΝΟ ΟΠΩΡΟΦΥΛΑΚΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

σ.σ. Σα να μην πέρασε μια ημέρα. Αγιορείτες Πατέρες, ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ. Τί άλλο περιμένετε να γίνει;

Του κυρίου Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής

«Ο Θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον» (Ψαλμ. 78, 1)

Η επέλαση της παπικής αιρέσεως, τον Νοέμβριο του 2006, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετέβαλε το Άγιο Όρος ή μάλλον την πνευματική του ηγεσία, τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών του, σε εγκαταλελειμμένο και έρημο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας! Ο λαός του Θεού, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανέμενε την άμεση, δυναμική παρέμβαση του Αγίου Όρους στα διαδραματισθέντα στο Φανάρι, με την επίσκεψη-συλλειτουργία του Πάπα, ως αυτονόητη παρουσία ορθόδοξης αντιδράσεως και μαρτυρίας, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, με την άρση των αναθεμάτων, όταν σύσσωμο το Άγιο Όρος, η πνευματική του ηγεσία, διέκοψε τη μνημόνευση του ονόματός του!

Αλλά η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους των ημερών μας, δεν έπραξε το ίδιο! Δεν διετράνωσε μαχητικά την ορθόδοξη μαρτυρία με το γνωστό κύρος του αγιορείτικου λόγου, ως διορθωτική παρέμβαση στις αυθαίρετες και κραυγαλέες πατριαρχικές παραβιάσεις των ι. Κανόνων της Εκκλησίας.Αντίθετα επιβράβευσε τις πατριαρχικές αυτές αντορθόδοξες ενέργειες με τη διακήρυξη της ευλαβείας της στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου!

Έτσι οι φύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσεως, οι πυλωροί της προστασίας και διασφαλίσεως του κύρους των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας, εγκατέλειψαν τη θέση τους! Αρνήθηκαν τον εαυτό τους.

Άφησαν ξέφραγο και απροστάτευτο τον αμπελώνα του Κυρίου και συσχηματίσθηκαν με τον νυν αιώνα του οικουμενισμού, του κακόδοξου χριστιανικού συγκρητισμού. Ευθυγραμμίσθηκαν με τους νεοεποχίτικους νόες κληρικών και λαϊκών θεολόγων, αρνητών της αληθείας της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας των ι. Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, της Πατερικής Παραδόσεως!

Η στάση αυτή της πνευματικής ηγεσίας του Αγίου Όρους αποστερεί σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία το φρουρό και φύλακα των παραδεδομένων αληθειών της πίστεως και της διδασκαλίας της. Σήμερα έπαυσε να είναι το Άγιο Όρος εγγύηση και στήριξη Ορθοδοξίας, έπαλξη παρατάξεως μαρτύρων και ομολογητών Ορθοδοξίας. Σήμερα το Άγιο Όρος, μοιάζει με αποσαθρωμένο από τον οικουμενισμό και την αίρεση οπωροφυλάκιο, μνημείο πλέον αγιορειτικής εγκαταλείψεως του περιβολιού της Παναγίας!

Το θλιβερό αυτό γεγονός συμβαίνει σήμερα, σε ώρα και στιγμή προχωρημένης αποδυναμώσεως της Ορθοδοξίας από ζωτικές και άγρυπνες δυνάμεις μαρτυρίας και ομολογίας, δεδομένου ότι, σήμερα, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχες αλλά και κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, μεταποιούμενοι αλαζονικώς σε τάξη εκκλησιαστικής οικουμενικής συνόδου, αποφθέγγονται άρρητα ρήματα κακοδοξίας, «επ’ αγαθώ» της Ορθοδοξίας!

Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!

Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»! Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!

Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!

Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.

Έκαναν την επιλογή τους!

Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Όχι, δεν είσαι "μηδενικό". Η ταπεινολογία δεν είναι ταπείνωση! - Άγιος Ισαάκ ο Σύρος


Σε μια εποχή που κυριαρχεί η ψυχολογική εξάντληση, οι συγκρίσεις και η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η λέξη ταπείνωση συχνά παρερμηνεύεται. Πολλοί πιστεύουν ότι για να είσαι ταπεινός πρέπει να μειώνεις τον εαυτό σου, να αισθάνεσαι ανάξιος, να μην αναγνωρίζεις τίποτα καλό σε σένα. Άλλοι πάλι θεωρούν πως η πνευματική ζωή απαιτεί σχεδόν να αφανιστείς, να μην μιλάς, να μην εκφράζεσαι, να αποσύρεσαι για να μην προκαλείς. Αλλά η Ορθόδοξη παράδοση, με κορυφαίο μυστικό διδάσκαλο τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, δεν αποδέχεται αυτήν την ψευδή εικόνα. Η ταπείνωση, όπως την διδάσκουν οι πατέρες, δεν έχει σχέση με την ψυχολογική συντριβή, τον αυτοεξευτελισμό ή την άρνηση της προσωπικής αξίας, αντίθετα, είναι καρπός φωτισμού και χάρης, όχι καταπίεσης και ενοχής.
Ο Άγιος Ισαάκ τονίζει «Η ταπείνωση είναι στολή της θεότητας» και εξηγεί ότι ο Χριστός, αν και Θεός, έγινε ταπεινός, όχι με μιζέρια ή αδυναμία, αλλά με δύναμη και αγάπη. «Η ταπείνωση του Χριστού δεν είναι απουσία αξίας, αλλά συνειδητή εκούσια συγκατάβαση, κίνηση αγάπης και ελευθερίας». Ο ταπεινός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που αυτομισείται, αλλά εκείνος που βλέπει την αλήθεια για τον εαυτό του με το βλέμμα του Θεού. Αναγνωρίζει τις πτώσεις του, ναι, γνωρίζει τα πάθη του, ναι, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτά. Δεν λέει «είμαι μηδενικό», αλλά λέει «είμαι αμαρτωλός που αγαπιέται από τον Θεό». Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ταπείνωση και την ταπεινολογία. Η πρώτη γεννά ειρήνη, η δεύτερη απελπισία. Πόσες φορές ακούμε ή και λέμε οι ίδιοι φράσεις όπως «δεν αξίζω τίποτα», «είμαι για πέταμα», «δεν έχω καμία ελπίδα». Ο εχθρός της ψυχής, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να σταματήσει έναν άνθρωπο που θέλει να πλησιάσει τον Θεό, προσπαθεί να τον κάνει να στραφεί εναντίον του εαυτού του με την ψευδαίσθηση της αρετής. Ο Άγιος Ισαάκ με το λεπτό του πνευματικό αισθητήριο αποκαλύπτει ότι τέτοιες σκέψεις δεν προέρχονται από το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα φέρνει συντριβή, αλλά μαζί και ελπίδα, δείχνει το βάθος της αμαρτίας, αλλά φωτίζει και το φως της μετάνοιας. Αν η σκέψη σου σε συντρίβει και σε οδηγεί στο σκοτάδι, τότε δεν είναι ταπείνωση, είναι πλάνη.
Η αληθινή ταπείνωση, κατά τον Άγιο Ισαάκ, γεννιέται από την εμπειρία της αγάπης του Θεού. Όσο περισσότερο κάποιος πλησιάζει το φως, τόσο βλέπει τη σκόνη πάνω του αλλά δεν απελπίζεται, γιατί ξέρει ότι το φως δεν τον απορρίπτει, αλλά τον καθαρίζει. Έτσι και ο ταπεινός άνθρωπος δεν αποστρέφεται τον εαυτό του, αλλά τον προσφέρει στο έλεος του Θεού. Ο αυτόμισος άνθρωπος κλείνεται, φοβάται, δεν τολμά να ζητήσει βοήθεια, νομίζει ότι η μετάνοια είναι αυτοτιμωρία, ο ταπεινός όμως έχει θάρρος να σταθεί μπροστά στο Θεό και να πει «ξέρω ποιος είμαι, αλλά ξέρω και ποιος είσαι» και αυτή η αναγνώριση δεν τον συντρίβει, τον ελευθερώνει. Είναι παράδοξο, αλλά συχνά ο αυτοταπεινωτικός λόγος είναι αποτέλεσμα, εγωισμού. Κάποιος μπορεί να λέει «είμαι ο χειρότερος από όλους», όχι από ταπείνωση, αλλά γιατί περιμένει να τον διαψεύσουν, να τον παρηγορήσουν ή να του δώσουν σημασία. Η αυτολύπηση μετατρέπεται σε τρόπο προσέλκυσης επιβεβαίωσης. Πρόκειται για μια εσωτερική εκτροπή που ντύνεται με τη στολή της ταπείνωσης, αλλά έχει ρίζα στην ανάγκη του εγώ. Ο Άγιος Ισαάκ προειδοποιεί για αυτές τις λεπτές εκτροπές. Μας καλεί να αγωνιζόμαστε για την καθαρότητα της καρδιάς, όχι για την εντύπωση. Η γνήσια ταπείνωση δεν διαφημίζεται, δεν μιλά διαρκώς για τον εαυτό της. Είναι απλή, σιωπηλή, χωρίς επιτήδευση. Δεν προσποιείται την ελαχιστότητα, ζει την παρουσία του Θεού.
Ένας από τους καρπούς της αυθεντικής ταπείνωσης είναι η χαρά. Όχι η επιφανειακή ευθυμία, αλλά η εσωτερική ήρεμη χαρά της αποδοχής. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι χαρούμενος γιατί έχει ελευθερωθεί από το βάρος του να αποδείξει, να συγκριθεί, να διακριθεί. Δεν τον απασχολεί τι λένε οι άλλοι για εκείνον, τον απασχολεί να μείνει ενωμένος με το Θεό. Ο Άγιος Ισαάκ λέει ότι η ταπείνωση κάνει την ψυχή ανάπαυση των ανθρώπων. Ο ταπεινός δεν κουβαλά αρνητική ενέργεια. Γίνεται παρηγοριά και καταφύγιο. Δεν σου μεταδίδει το βάρος της υπαρξής του, αλλά σε ελευθερώνει γιατί ο ίδιος έχει συμφιλιωθεί με το ότι είναι μικρός, αλλά βαθιά αγαπημένος από το Θεό.
Η πίστη μας δεν διδάσκει ότι είμαστε σκουπίδια. Διδάσκει ότι είμαστε εικόνες του Θεού, τραυματισμένες από την πτώση, αλλά λυτρωμένες από την αγάπη του Χριστού. Το να έχεις επίγνωση της αξίας σου ως εικόνα Θεού δεν σε απομακρύνει από την ταπείνωση, σε οδηγεί σε αυτήν. Ο Άγιος Ισαάκ μας καλεί να περπατούμε με φόβο Θεού και συντριβή, αλλά όχι με απόγνωση. Η αυτογνωσία που οδηγεί στην μετάνοια δεν είναι μίσος προς τον εαυτό, είναι ευγνωμοσύνη για το έλεος που δεν μας εγκαταλείπει. Έτσι, η ταπείνωση δεν καταστρέφει την προσωπικότητα, την ανακαινίζει, την καθιστά ικανή να αγαπήσει αληθινά. Όχι, δεν είσαι μηδενικό. Δεν σε δημιούργησε ο Θεός για να νιώθεις ανάξιος, αλλά για να αγαπάς και να αγαπιέσαι.
Η ορθόδοξη παράδοση με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ως οδηγό, μας δείχνει τον δρόμο της ταπείνωσης όχι ως δρόμο αυτοκαταστροφής, αλλά ως μονοπάτι επιστροφής στον εαυτό μας και στον Θεό. Η ταπείνωση δεν λέει «δεν αξίζω τίποτα», λέει «ό,τι αξίζω το χρωστάω στο Θεό», και έτσι η ψυχή, αντί να κλείνεται στο σκοτάδι της αυτοκαταδίκης, ανοίγεται στο φως της χάρης και ανασαίνει με την ελευθερία του παιδιού που ξέρει ότι είναι μικρό, αλλά βαθιά αγαπημένο.


ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

«ΠOY ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΙΒΩΤΟΣ;» (Tοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

              Στὸν ἀπόηχο τῆς ἐπίσκεψης τοῦ ἐκπροσώπου τῶν λατίνων στὴν καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή, θὰ ἤθελα μὲ εἰλικρινῆ ἀγάπη νὰ ἐκφράσω ὁρισμένους προβληματισμούς. 

            Ἀσφαλῶς, αὐτὸ ποὺ κάθε συνειδητὸς Χριστιανὸς ἐπιθυμεῖ, εἶναι ἡ ἑνότητα πάντων· νὰ εἴμαστε ὅλοι μία ὀρθόδοξη οἰκογένεια ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας. Γιὰ αὐτὸ προσευχόμασθε σὲ κάθε ἱερὴ Ἀκολουθία, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστὸς γιὰ αὐτὸ προσευχήθηκε μετὰ δακρύων πρὶν τὸ ἐκούσιον Πάθος. Ὡστόσο, ἡ ἑνότητα ὅλων στὸ Ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ἀπαιτεῖται ἡ κοινὴ πίστη στὰ δόγματα, ὅπως αὐτὰ ἀποκρυσταλλώθηκαν ἀπὸ τὶς Ἅγιες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους. Ἀπαιτεῖται ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν ἡ ἀναγνώριση τῶν σφαλμάτων τῆς διδασκαλίας τους καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ αὐτά. Ἀκόμη δέ, ἀπαιτεῖται ἡ Βάπτισή τους γιὰ τὴν ἔνταξή τους στὸ Σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 

            Ἀναμφίβολα, τὶς τελευταῖες δεκαετίες κάποιοι ἔχουν κοπιάσει ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας μέσα ἀπὸ τοὺς διαλόγους καὶ τὰ λοιπὰ δρώμενα τῆς λεγόμενης «Οἰκουμενικῆς Κίνησης». Χωρὶς νὰ εἶμαι σὲ θέση νὰ κρίνω οὐδένα, καλοπροαίρετα ἐρωτῶ: μήπως ὑπάρχει σκοπιμότητα στὸ ὅλο αὐτὸ ἐγχείρημα; Μήπως, τελικά, ἐπιτυγχάνεται τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα; Ἀντὶ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι, μήπως ἀφήνονται ἀπρόσκοπτα νὰ θεωροῦν τὴν αἵρεση σὰν «διαφορετικὴ παράδοση», ἡ ὁποία εἶναι τόσο σεβαστὴ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ τὴν ἀπαρνηθοῦν; Μήπως, τελικά, αὐτὴ ποὺ βγαίνει ζημιωμένη ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν διαδικασία εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ ἐξισώνεται μὲ κάθε ψευδὲς δόγμα;

            Κατανοοῦμε ἀπόλυτα ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἑτεροδόξων γεννήθηκαν καὶ ζυμώθηκαν μέσα στὴν αἵρεση, τὴν ὁποία ἄλλοι κήρυξαν πρὸ αὐτῶν. Ὡστόσο, δὲν πρέπει κάποιος νὰ τοὺς ἐνημερώσει μὲ παρρησία καὶ ἀνυπόκριτο ἐνδιαφέρον ὅτι δὲν βαδίζουν καλῶς; Ὁλόκληρες δεκαετίες διαλόγων δὲν ὑπῆρξαν ἀρκετὲς χρονικὰ γιὰ νὰ ἐπισημανθοῦν στοὺς ἑτεροδόξους τὰ κανονικὰ καὶ δογματικὰ παραπτώματά τους μὲ βάση τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐὰν ὄχι, τότε οἱ διάλογοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ συμβαίνουν ἀποτελοῦν ξεκάθαρα μέσο ἀκατάλληλο γιὰ τὴν μετάδοση τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν θεραπεία τῶν αἱρετικῶν. Ἐὰν πάλι ὁ χρόνος ὑπῆρξε ἀρκετὸς ἀλλὰ οἱ ἑτερόδοξοι δὲν θέλησαν νὰ καταλάβουν, τότε πρέπει, ἐπὶ τέλους, νὰ τηρηθεῖ ἡ ἀποστολικὴ προτροπή: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ: 3,10).

            Δυστυχῶς, ὅμως, κάτι τέτοιο δὲν φαίνεται νὰ εἶναι στὶς προθέσεις τῶν ὀρθοδόξων ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν περιορίζονται μόνο στοὺς ἀμφίβολης ποιότητας διαλόγους, ἀλλὰ προβαίνουν καὶ σὲ συμπροσευχὲς καὶ λοιπὲς κοινὲς τελετουργίες, πράξεις καταδικασμένες ἀπὸ τοὺς Θεοφόρους Πατέρες. Δύο μόνο ἐνδεικτικὰ ἐξ αὐτῶν, ἀποτελοῦν ἀφ᾽ ἑνὸς ἡ μνημόνευση τοῦ προκαθημένου τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὥρᾳ Δοξολογίας, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ ἐξ αὐτοῦ ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς ἀπὸ τιμητικοῦ θρόνου ἐν ὥρᾳ Θείας Λειτουργίας.

            Ὁ ἐθιμοτυπικὰ προσφωνούμενος «ἁγιώτατος» εἶναι βαπτισμένος; Τὸ ρήμα «βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω». Ἡ ὁλικὴ καὶ μάλιστα ἡ τριπλὴ κατάδυση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἁγιασμένο νερὸ ἀποτελεῖ τὸ Βάπτισμα ποὺ παρέδωσε ὡς ἐντολὴ ὁ Κύριός μας. Οἱ δὲ λατίνοι καταπατῶντας ἀπροκάλυπτα τὴν θεϊκὴ προσταγή, δὲν βαπτίζουν τὰ νέα μέλη τους, ἀλλὰ τὰ ραντίζουν μὲ λίγο νερὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀγνοοῦν, ἄραγε, ὅτι ὁ Ἄρχων τῆς Πίστεώς μας διαχρονικὰ προειδοποιεῖ: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ: 5,19); Ὅταν οἱ κατηχούμενοι ἀποχωροῦν ἀπὸ τὸν Ναὸ πρὶν ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πῶς γίνεται ἕνας ἀβάπτιστος κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ μάλιστα ἀρχηγὸς ἑτέρου δόγματος, νὰ καλεῖται ἔστω καὶ φιλοφρόνως «ἁγιώτατος» καὶ νὰ ἀπαγγέλει μὲ κάθε ἐπισημότητα τὸ «Πάτερ ἡμῶν»; 

            Τὸ φτωχὸ καὶ ἀποδυναμωμένο μετὰ ἀπὸ ὅλες τὶς παραχωρήσεις τῶν Tόμων Aὐτοκεφαλίας Φανάρι ἔχει ὑποστεῖ μεγάλα δεινὰ ἀπὸ τὴν Δύση. Τὸ πιὸ χαρακτηριστικό; Ἡ πάλαι ποτὲ κραταιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μετὰ  τὴν εἰσβολὴ τῶν λατίνων ἄρχισε νὰ «πνέει τὰ λοίσθια». Τώρα, λοιπόν; Μοιράζει, τρόπον τινά, τὰ δικά του συγχωροχάρτια στὸ Βατικανό; Εἶναι κρίμα. Ἄραγε, περιμένει κάτι στὰ ἀλήθεια ἀπὸ ἐκεῖνο;

            Ἴσως κάποιοι ἐπικαλεσθοῦν τὴν ἀγάπη γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τέτοιες πρακτικές. Ὅποιος ἐπικαλεσθεῖ κάτι τέτοιο, ἔμμεσα κατηγορεῖ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες ὅτι μάλλον «δὲν ἀγαποῦσαν», ἀφοῦ σὲ τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ξεκάθαροι οἱ Κανόνες ποὺ θέσπισαν μὲ αἰώνια καὶ οἰκουμενικὴ ἰσχύ: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κᾄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὖτος ἀφοριζέσθω» (Κανών Ι’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων) καὶ «Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς, ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω» (Κανών ΜΕ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων).

            Σέβομαι ὅτι τὰ κίνητρα τῶν ἰθυνόντων μπορεῖ νὰ εἶναι καλοπροαίρετα. Ὡστόσο, δὲν συμφέρει ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ νὰ παραβιάζονται Ἱεροὶ Κανόνες γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ ἡ ὅποια καλὴ θέληση γιὰ προσέγγιση. Καὶ αὐτὸ γιατὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ὅπως σοφὰ ἔχει λεχθεῖ, «ἐκδικοῦνται». Ὅταν, δηλαδή, παραβιάζονται, ἐπέρχεται -ἀργὰ ἢ γρήγορα- ἡ τιμωρία καὶ τότε τὰ πράγματα εἶναι πολὺ σοβαρά.

            Ἴσως μία τέτοιου εἴδους «τιμωρία» νὰ ἀποτελεῖ ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας μέσα στὴν ἴδια τὴν Ὀρθοδοξία. Μήπως θὰ ἦταν φρονιμότερο, ἀντὶ νὰ γίνονται ἑνωτικὲς προσπάθειες μὲ τὰ ἀλλότρια δόγματα, οἱ ἰθύνοντες νὰ ἐνδιαφερθοῦν πρωτίστως γιὰ τὴν θεραπεία τῶν πληγῶν ποὺ ταλανίζουν τὸ Σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Ἡ κοινὴ λογικὴ ἀπαιτεῖ πρῶτα νὰ ἐργάζεται κάποιος γιὰ τὰ τοῦ οἴκου του, καὶ ἔπειτα νὰ στρέφεται πρὸς τοὺς ἄλλους οἴκους. Δὲν εἶναι ὥρα νὰ ἀφυπνισθοῦμε; Ὑπάρχει τὸ οὐκρανικό, ὑπάρχει τὸ ἡμερολογιακό. Δὲν θὰ μαγνητίσουμε τοὺς ἑτεροδόξους μὲ λόγια καὶ φιλοφρονήσεις, ἀλλὰ μὲ τὸ φωτεινό μας παράδειγμα. Εἴμαστε Φῶς; Ὅταν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας βλέπουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα σύνολο ἀποδυναμωμένο καὶ διασπασμένο, πῶς θὰ μᾶς λάβουν σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψιν; Ἄν, πράγματι, ὑπάρχει θέληση γιὰ προσέγγιση, αὐτὴ δὲν θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὶς δημόσιες σχέσεις, οὔτε μὲ τὸ νὰ βάζουμε νερὸ στὸ κρασί μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν δική μας μετάνοια καὶ μεταμόρφωση. Καριέρα ὑπάρχει καὶ στοὺς ἑτεροδόξους. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἂν πράγματι, θέλουμε νὰ πείσουμε, ἔχουμε τὸ δικό μας «ὅπλο»· τὴν δυνατότητα τῆς ἁγιότητας, τὴν δυνατότητα τῆς μετοχῆς στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν Ὀρθοδοξία μας, αὐτὸ τὸ τέλειο τζιβαέρι ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ἀλλοιώνουμε γιὰ νὰ ταιριάξει σὲ ἄλλες προτιμήσεις. Κάτι τέτοιο συνιστᾶ ὕβρη πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς τὴν ἐμπιστεύθηκε. 

            Ἐν κατακλεῖδι, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ συνειδητὰ θρησκευόμενος ὀρθόδοξος λαὸς διχάζεται μέσα ἀπὸ τέτοιου εἴδους δημόσιες ἐκδηλώσεις, ἀπὸ ποιμαντικῆς καὶ πατρικῆς πλευρᾶς, ἀπαιτοῦνται ἐξηγήσεις. Ἔχουν ἄδικο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες; Ἔχουν Βάπτισμα οἱ τοῦ Βατικανοῦ; Εἶναι προτιμότερη ἡ προσέγγιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀπὸ ὅ,τι αὐτὴ ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων; Θὰ ὑπάρξει κάποιος ἢ κάποιοι νὰ ἐργασθοῦν μὲ συνέπεια γιὰ αὐτήν;

            Ταῦτα γράφω μὲ πικρία, ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ ἀγωνία γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας μας. 

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΘΕΟΣ ΑΛΛΟΤΕ ΔΙΝΕΙ, ΑΛΛΟΤΕ ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)


 Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ἄγρυπνη καρδιά. Καὶ πῶς θὰ γίνει εὐχάριστη; Ἐὰν ἐκπαιδεύσουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ, ὄχι μόνο ὅταν παίρνουμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε ἄλλα καὶ ὅταν δὲν τὸ παίρνουμε. Διότι ὁ Θεὸς ἄλλοτε δίνει, ἄλλοτε δὲν δίνει• καὶ τὰ δύο ὅμως τὰ κάνει γιὰ τὸ καλό μας, ὥστε, εἴτε λάβεις εἴτε δὲν λάβεις, καὶ χωρὶς νὰ πάρεις ἔλαβες.

Εἴτε ἐπιτύχεις εἴτε δὲν ἐπιτύχεις, πέτυχες μὲ τὸ νὰ μὴν ἐπιτύχεις. Διότι μερικὲς φορές το νὰ μὴν παίρνουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, γίνεται ὠφελιμότερο ἀπὸ τὸ νὰ τὸ πάρουμε.

«Θὰ σὲ δοξολογήσω, Κύριε» λέγει «μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, θὰ διηγηθῶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα σου» (Ψάλμ. 9, 1). Ἐδῶ βέβαια ἐννοεῖ τὴν εὐχαριστία. Τί σημαίνει «μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά»; Μὲ ὅλη τὴν προθυμία, τὴ διάθεση, λέγει. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐημερία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἀντιξοότητες. Διότι αὐτὸ εἶναι κυρίως τὸ γνώρισμα τῆς εὐγνώμονος καὶ φιλόσοφης ψυχῆς, τὸ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ στὰ λυπηρά, τὸ νὰ δοξάζει γιὰ ὅλα, ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τιμωρίες.

Ἐπειδὴ αὐτὸ προξενεῖ περισσότερο μισθό. Ὅταν δηλαδὴ εὐχαριστεῖς γιὰ τὰ ἀγαθά, ἀνταποδίδεις χρέος, ἐνῶ γιὰ τὰ κακά, κάνεις τὸ Θεὸ ὀφειλέτη. Γι’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν εὐχαριστία, πολλὰ ἄλλα ἀγαθὰ ἀνταποδίδει ὁ Θεὸς πάντοτε• ὥστε οὔτε κἂν θὰ αἰσθανθοῦμε τὰ δεινά. Διότι κανεὶς δὲν πονᾶ γι’ αὐτὰ, ποὺ εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ• ὥστε καὶ ἄλλο κέρδος θὰ καρπωθοῦμε, τὸ νὰ ἀπομακρύνουμε τὴν ἀθυμία.

Πρῶτα λοιπὸν, νὰ προσφέρει κανεὶς ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὶς εὐεργεσίες του καὶ τότε νὰ ζητᾶ αὐτὰ ποὺ θέλει καὶ, πάλι, νὰ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔλαβε.

Καὶ ὅταν δὲν εἰσακούεται ἡ προσευχή μας, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ τὸν δοξάζουμε. Διότι αὐτὸ ὀφείλεται, ἢ στὸ ὅτι ζητοῦμε πράγματα ποὺ δὲν μᾶς συμφέρουν, ὁπότε μὲ τὸ νὰ μὴν τὰ παίρνουμε κερδίζουμε, ἢ ζητοῦμε μὲ ραθυμία καὶ ὁ Θεὸς καθυστερῶντας μᾶς βοηθᾶ σοφὰ νὰ αὐξηθεῖ ὁ ζῆλος μας μὲ τὴν παραμονὴ κοντὰ Του, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι μικρὸ κέρδοςἘπειδὴ πολλὲς φορὲς, παίρνοντας αὐτὸ ποὺ ζητήσαμε, χαλαρώνουμε τὴν προθυμία μας γιὰ προσευχή, θέλοντας ὡστόσο ὁ Θεὸς νὰ ἐντείνουμε τὴν προσπάθειά μας ἱκετεύοντάς Τον, ἀναβάλλει τὴν δωρεά.

Ἂς ντραποῦμε λοιπόν, ἂς ντραποῦμε, ἀγαπητοί, καὶ ἂς στενάξουμε γιὰ τὴν πολλὴ ραθυμία μας. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἐπέμενε ἐκεῖνος ὁ Παράλυτος (Ἰωαν. 5, 6-13), χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε, καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ἀπομακρυνόταν καὶ ἡ ἀποτυχία δὲν ὀφειλόταν στὴν ἀμέλειά του ἀλλὰ στὸ ὅτι ἐμποδιζόταν καὶ σπρωχνόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους• ἀλλὰ οὔτε ἔτσι ἀπογοητευόταν. Ἐνῶ ἐμεῖς, ἂν γιὰ δέκα ἡμέρες παραμείνουμε παρακαλῶντας μὲ προθυμία τὸ Θεὸ γιὰ κάτι καὶ δὲν τὸ ἐπιτύχουμε, γινόμαστε μετὰ ὀκνηροὶ στὸ νὰ δείξουμε τὴν ἴδια προθυμία… Καὶ πόση τιμωρία ἀξίζουν αὐτά; Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐπρόκειτο νὰ πάρουμε τίποτε, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ συνεχὴς συνομιλία μαζὶ Του δὲν ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ἀντάξια ἀπείρων ἀγαθῶν; Ἀλλὰ εἶναι κοπιαστικὸ ἔργο ἡ διαρκὴς προσευχή; Καὶ ποιό, πές μου, ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι κοπιαστικό; Θὰ πεῖς, ὅτι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προξενεῖ μεγάλη ἀπορία, ὅτι στὴν μὲν κακία συνυπάρχει ἡ εὐχαρίστηση, στὴν δὲ ἀρετὴ κόπος. Καὶ νομίζω, ὅτι πολλοὶ τὸ ρωτοῦν αὐτό. Ποιά εἶναι λοιπὸν ἡ αἰτία;

Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μία ζωὴ ἐλεύθερη ἀπὸ φροντίδα καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους• δὲν χρησιμοποιήσαμε τὸ δῶρο, ὅπως ἔπρεπε, ἀλλὰ ἡ ἀργία μας ἔγινε ἀφορμὴ διαστροφῆς καὶ ἐκπέσαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ ἔκανε ἔπειτα κοπιαστικὴ τὴ ζωή μας, σὰν νὰ ἀπολογεῖται στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ λέγει: σᾶς ἔδωσα στὴν ἀρχὴ εὐχάριστη καὶ ἀνέμελη ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄνεση γίνατε χειρότεροι• γι’ αὐτὸ, λοιπὸν, διέταξα νὰ σᾶς δοθοῦν κόποι καὶ ἱδρῶτες.

Ποτὲ νὰ μὴν παύουμε νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀλλὰ νὰ δείχνουμε φλογερὴ προθυμία καὶ νὰ μὴν ἀνυπομονοῦμε, οὔτε νὰ γινόμαστε ὀκνηρότεροι, ἂν δὲν εἰσακουσθοῦμε γρήγορα. Διότι ἴσως ὁ Κύριος σοφὰ ἀναβάλλει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν διαρκῆ παραμονή μας κοντὰ Του μὲ τὴν προσευχή, θέλοντας νὰ πάρουμε καὶ τὸν μισθὸ τῆς ὑπομονῆς καὶ γνωρίζοντας τὴν κατάλληλη στιγμὴ, ποὺ μᾶς συμφέρει νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκουμε. Διότι ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας τόσο καλὰ ὅπως Αὐτός, ποὺ γνωρίζει μὲ ἀκρίβεια τὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός.

Γι’ αὐτὸ, πρέπει νὰ μὴν περιεργαζόμαστε καὶ πολυεξετάζουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ νὰ δείχνουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Ὅπως ἀκριβῶς κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ προσέλθει σὲ ἕναν βασιλιᾶ γιὰ κάποιο ἔνδυμα ποὺ τοῦ σχίσθηκε οὔτε γιὰ δέκα νομίσματα ποὺ τοῦ πῆραν, ἔτσι καὶ σύ, καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο, νὰ μὴ ζητᾶς ἀσήμαντα καὶ μηδαμινὰ πράγματα, ὅπως ἂν κάποιος σὲ ἀδίκησε χρηματικὰ ἢ καὶ σὲ ἔβρισε, ἀλλὰ γι’ αὐτὰ στὰ ὁποῖα σὲ ἀδικεῖ ὁ διάβολος, ποὺ κυρίως χρειάζεται ἡ συμπαράσταση ἀπὸ ψηλά.

Μᾶς διδάσκει δὲ νὰ κάνουμε τὴν προσευχή μας κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας. Διότι δὲν λέγει «Πατέρα μου ποὺ εἶσαι στοὺς οὐρανούς» ἀλλὰ «Πατέρα μας», προσφέροντας τὶς δεήσεις γιὰ ὅλο τὸ σῶμα (τῆς Ἐκκλησίας) καὶ μὴν ἀποσκοπῶντας ποτὲ στὰ δικά μας ἀλλὰ πάντοτε στά τοῦ πλησίον. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, καὶ τὴν ἔχθρα ἐξαφανίζει καὶ τὴν ὑπερηφάνεια ἐλαττώνει πολὺ καὶ τὸν φθόνο διώχνει καὶ φέρνει τὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὴν ἀγάπη, καὶ ἐξομαλύνει τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δείχνοντας τὴ μεγάλη ἰσοτιμία τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὸν φτωχό, ἀφοῦ στὰ μεγάλα καὶ ἀναγκαῖα μετέχουμε ὅλοι ἐξίσου.

Αὐτὸς ποὺ προσεύχεται πρέπει νὰ ἔχει στάση καὶ διάθεση καὶ φρόνημα δούλου• γιατί λοιπὸν χρησιμοποιεῖς ἄλλο προσωπεῖο, τὸ προσωπεῖο τῆς κατηγορίας; Διότι, πῶς θὰ μπορέσεις νὰ λάβεις τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν σου ἁμαρτημάτων, ὅταν ἔχεις τὴν ἀξίωση ὁ Θεὸς νὰ γίνει τιμωρὸς τῶν ξένων παραπτωμάτων; Ἂς εἶναι λοιπὸν ἡ προσευχὴ ἤρεμη, γαλήνια, ἂς ἔχει χαρούμενο καὶ ἁπαλὸ πρόσωπο. Καὶ τέτοια προσευχὴ εἶναι αὐτὴ, ποὺ γίνεται μὲ πραότητα και δὲν καταφέρεται ἐναντίον τῶν ἔχθρων, ὅπως ἡ ἀντίθετη μοιάζει μὲ ρυπαρὴ καὶ ἄγρια γυναῖκα, ποὺ παραπατᾶ μεθυσμένη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ οὐρανὸς γι’ αὐτὴν εἶναι κλειστός. Δὲν εἶναι ὅμως τέτοια, ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ πραότητα, ἀλλὰ ἔχει κάτι τὸ μελωδικὸ καὶ καταδεκτικὸ καὶ ἄξιο νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ βασιλιᾶ, εὐχάριστο, ὅλο ἁρμονία καὶ μουσικότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διώχνεται ἀπὸ τὸ θέατρο ἀλλὰ πηγαίνει στεφανωμένη, ἐπειδὴ ἔχει χρυσῆ κιθάρα καὶ χρυσῆ στολὴ• καὶ εὐχαριστεῖ τὸν δικαστὴ μὲ τὴν στάση, μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὴ φωνή. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν τὴν διώχνει ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες- ἐπειδὴ ὅλο ἐκεῖνο τὸ θέατρο σηκώνεται ὄρθιο ἀπὸ εὐφροσύνη γι’ αὐτήν. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἄξια τῶν οὐρανῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν Ἀγγέλων, ἐκείνη, ποὺ τίποτε πικρὸ δὲν προφέρει ἀλλὰ ὅ,τι εἶναι ἤπιο καὶ γλυκό.


(“Ὁ κόσμος τῆς Προσευχῆς”, ἐκδ. Κάλαμος)

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

               «Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ χάσει τὴν ψυχή του; Ἢ τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του»; Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση διαχρονικὰ ἀπευθύνει ὁ Δεσπότης Χριστὸς πρὸς τὸν καθένα μας. Ὅλοι τὴν ξέρουμε τὴν ἀπάντηση· ἀκόμη καὶ τὰ πάντα νὰ κατέχει κανείς, ἀκόμη καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ ἔχει ὑποτάξει, ἂν χάσει τὴν ψυχή του, χάθηκε γιὰ πάντα.

               Αὐτὴ ἡ μεγίστης σημασίας ἀλήθεια, ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, τῆς παραβολῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου.

               Ἡ παραβολὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: ὁ Θεὸς εὐλόγησε, καὶ τὰ χωράφια κάποιου ζάμπλουτου ἀνθρώπου ἀπέδωσαν τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ ποσότητα καρπῶν. Πραγματικά, ἀνεπανάληπτη εὐλογία! Καὶ ποιός δὲν θὰ χαιρόταν νὰ ξέρει ὅτι ἔχει τόσο μεγάλο πλεόνασμα ἀγαθῶν; Κὶ ὅμως, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν χάρηκε, ἀλλὰ ἀνησυχία ἄρχισε νὰ βασανίζει τὸ μυαλό του. Παράξενο κὶ ὅμως ἀληθινό. Μεγάλη ἀνησυχία: «τί θὰ κάνω τώρα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλος χῶρος στὶς ἀποθῆκες μου»; Ἡ λύση βρέθηκε γρήγορα. Ἐννοεῖται πὼς ἡ ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς, ἡ θρέψη τῶν πεινασμένων καὶ οἱ λοιπὲς ἀγαθοεργίες ἀπουσίαζαν ἀπὸ τὴν λύση ποὺ ἔδωσε τελικά: «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω νέες, μεγαλύτερες. Καὶ τότε, (τί «χαρά»!) θὰ μπορῶ νὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια. Νὰ ἀναπαύεσαι, νὰ τρῶς, νὰ πίνεις,  νὰ εὐφραίνεσαι». Κὶ ἀφοῦ ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος ἀναλογίστηκε αὐτά,  ἄκουσε τὴν συνταρακτικὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: ἄφρονα, ἄφρονα, αὐτὴ τὴν νύχτα θὰ ἀπαιτήσουν ἀπὸ σένα τὴν ψυχή σου οἱ δαίμονες. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἐτοιμάσει, ποιανοῦ θὰ εἶναι τώρα;

            τσι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μιὰ ζωὴ θησαύριζε ἀχόρταγα γιὰ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς ποτὲ νὰ δώσει σημασία στοὺς συνανθρώπους του ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκε πάμφτωχος, ἄδειος καὶ ἐντελῶς ἀξιολύπητος. Εἶχε, δυστυχῶς, πιστέψει ὅτι θὰ ζοῦσε αἰώνια σὲ αὐτὴ τὴ γῆ. Ἡ τύφλωσή του ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ δεῖ ὅτι ὁ σωματικὸς θάνατος πάντοτε παραμονεύει καὶ ποτὲ δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔπεσε στὸν λάκκο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε σκάψει. Βυθίστηκε στὴν δυστυχία τὴν ὁποία ἡ ἴδια του ἡ εὐτυχία τοῦ προσέφερε. Καὶ κάπως ἔτσι, ἡ ἠδονὴ ἔγινε… ὁδύνη.

            Ξέρετε, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς ὅ,τι μᾶς δίνει, τὸ ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνει γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν σωτηρία μας. Βέβαια, παράλληλα μᾶς δίνει τὴν ἐλεύθερη βούληση νὰ ἐπιλέξουμε ἂν μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχει δώσει θὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἤ τὸν θάνατό μας. Μάλιστα, τὴν ἐπιλογή μας τὴν σέβεται ἀπόλυτα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ.

            Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα μέσα στὴν περικοπή. Παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ πλούσιος διαχειριζόταν λανθασμένα τὸν πλοῦτο τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ κατέχει, ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος εὐλόγησε ὥστε τὰ χωράφια του νὰ καρποφορήσουν θαυμαστά. Ἐπιβεβαιώνεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὁ Θεὸς βρέχει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ ἀνατέλλει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους προσδοκῶντας τὴν σωτηρία ὅλων.

             εὐλογία τοῦ νὰ ἔχει κάποιος πολλὰ χρήματα εἶναι ταυτόχρονα μεγάλη εὐθύνη γιὰ σωστὴ διαχείριση. Ὁ Θεὸς ἐμπιστεύεται πλούτη σὲ ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἀσκήσουν μὲ εὐλάβεια τὴν ἐλεημοσύνη, νὰ ἀναπαύσουν τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινωνίας, γνωρίζοντας ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ προσωρινοὶ διαχειριστές. Ἡ χρηστὴ αὐτὴ διαχείριση ὁδηγεῖ τοὺς πλουσίους στὸν Οὐρανό. Ἄν, ἀντιθέτως, οἱ πλούσιοι ἔχουν τὸ σκεπτικὸ τοῦ ἄφρονος τῆς περικοπῆς καὶ ζοῦν μόνο γιὰ τὴν ἀτομική τους διασκέδαση καὶ ἄνεση, ξεκινοῦν νὰ βιώνουν τὴν κόλαση ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἄργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἀφήνοντας τὰ πάντα πίσω τους. 

            Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὴν διαχείριση τοῦ πλούτου, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ κάθε εἴδους ἀξιώματα. Ὁ Θεὸς παραχωρεῖ τὰ ἀξιώματα ὥστε διὰ τῆς ὀρθῆς διαχείρισης νὰ προαχθεῖ τὸ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ συμφέρον τῶν ἀνθρώπων. Ἡ λανθασμένη διαχείριση τῶν ἀξιωμάτων, ἡ ἐγωιστικὴ ἐκμετάλλευσή τους μὲ στόχο τὴν ἱκανοποίηση ἀτομικῶν φιλοδοξιῶν φέρει, δυστυχῶς, τὰ ἀντίθετα ἀποτελέσματα, τὴν ζημίωση τόσο τῶν ἀνθρώπων, ὅσο καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ διαχειριστῆ.

            Τὸ σημαντικότερο ἴσως μήνυμα ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἅπαντες, καὶ φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἶναι ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη γιὰ συνεχῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση. Ὀφείλουμε νὰ γρηγοροῦμε διότι δὲν ξέρουμε τὴν ἡμέρα, οὔτε τὴν ὥρα ποὺ θὰ κληθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτῆ. Τὸ ὅτι ἡ σημερινὴ περικοπὴ εἶχε ὡς θέμα τὸν πλούσιο καὶ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, δὲν μᾶς ἀφήνει ὅλους τοὺς ὑπολοίπους ἀδιάφορους, διότι ὁ καθένας ἔχει τὰ ὅποια πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅπως ὁ πλούσιος καθῆκον εἶχε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν πλεονεξία, ἔτσι καὶ ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ ὅ,τι μᾶς βαραίνει. Μὴν ἀφήνουμε τὴν ἀπελευθέρωσή μας γιὰ ἀργότερα, διότι μπορεῖ νὰ μὴν προλάβουμε.          

Ἡ Χάρις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς σκεπάζει ὅλους!

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ : Οἱ παπικοί εἶναι κακόδοξοι καί αἱρετικοί



Γράφει ὁ Φώτιος Μιχαήλ, ἰατρός

  Στίς 9 Νοεμβρίου ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ.

  Κατά τήν ἡμερα αὐτή ἐκφωνοῦνται ἐκτενέστατοι λόγοι ἐγκωμιαστικοί γιά τόν νεοφανέντα Ἅγιο, ἀλλά δυστυχῶς ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἀπέναντι στούς παπικούς – θέμα ἁπτόμενο τῆς σωτηρίας μας καί ἐξόχως ἐπίκαιρο – σπανιώτατα ἕως καί οὐδόλως ἀναφέρεται!

Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιά τίς ἀρχές καί τίς ἰδέες τῶν παπικῶν εἶναι σαφέστατος:

 «Οἱ Πάπες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους».

 «Ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία μετά βδελυγμίας ἀποστρέφεται τοιαύτας ἀρχάς, τοιαῦτα φρονήματα, τοιαύτας ἰδέας … εἰσίν ἀληθῶς ἀρχαί κακόδοξοι καί αἱρετικαί καί ἀποκρούονται ὑπό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας».

«Δέν ὑπάρχει σημεῖον συναντήσεως μεταξύ τῆς Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας».

Οἱ παπικοί, μᾶς βεβαιώνει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, εἶναι κακόδοξοι καί αἱρετικοί. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία σιχαίνεται καί ἀποστρέφεται τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ παπισμοῦ. Τόν ἀπωθεῖ καί ἀποφεύγει κάθε σχέση μαζί του, διότι μεταξύ παπικῶν καί Ὀρθοδόξων δέν ὑπάρχει σημεῖο συναντήσεως.

Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ὅλοι ἐκεῖνοι, πού ὑποδέχονται μέ χαρά μέσα στούς Ἱερούς μας Ναούς τούς πάπες καί τούς καρδιναλίους, συντρώγουν καί συμπροσεύχονται μαζί τους καί τούς ἀποκαλοῦν ἀδελφούς ἐν Χριστῷ;

Τί ἔχουν νά ποῦν στόν Ἅγιο Νεκτάριο ὅλοι ἐκεῖνοι πού παραδέχονται ἱερωσύνη καί μυστήρια στούς παπικούς, καί πού προχωρᾶνε ὁλοταχῶς γιά τήν  ἕνωσή μας μαζί τους ἐντελῶς ἀπροϋπόθετα, καταπατῶντας Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας καί περιφρονῶντας τούς Ἁγίους μας Πατέρες;

Τελικά, ἰσχύει ἤ ὄχι ἡ ρῆσις «μνήμη ἁγίου, μίμησις ἁγίου»;

Ἁγίου Νεκταρίου, 2025.

——————————————

Τά ἀποσπάσματα ἀπό τήν γραφίδα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου προέρχονται ἀπό τήν ἱστορική του μελέτη γιά τό σχίσμα. Ἁλιεύθηκαν ἀπό τό βιβλίο Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΟΥΤΕ ΝΟΘΕΥΕΤΑΙ ΟΥΤΕ ΠΡΟΔΙΔΕΤΑΙ, σελ. 32-33, τῶν ἐκδόσεων «Ὀρθόδοξος Κυψέλη».

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ: Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ: Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
     Μια από τις πιο σεβαστές τάξεις των αγίων της Εκκλησίας μας είναι οι ομολογητές. Σε αυτή την τάξη ανήκουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έδωσαν τη μαρτυρία της πίστεώς τους, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες της ομολογίας τους αυτής. Δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως η Εκκλησία μας είναι απόλυτα στηριγμένη στους αγώνες των αγίων ομολογητών Της, στη δισχιλιόχρονη πορεία Της στην ιστορία.
    Ένας από τους μεγάλους ομολογητές της Ορθοδοξίας είναι και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο οποίος έδρασε σε μια πολύ ταραγμένη για την Εκκλησία ιστορική περίοδο. Πρόκειται για την φοβερή εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε τη βυζαντινή κοινωνία για περισσότερο από έναν αιώνα, με αφόρητες διώξεις των ορθοδόξων από τους εικονομάχους αυτοκράτορες (726-843). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 από ευγενείς και ευσεβείς γονείς, οι οποίοι φρόντισαν να του δώσουν εκτός από την ευσέβεια και κατά κόσμον παιδεία, την οποία ο ίδιος αργότερα την χρησιμοποίησε για την Εκκλησία. Σπούδασε με επιμέλεια την ελληνική φιλοσοφία και τους Πατέρες της Εκκλησίας. 
    Από μικρός αγαπούσε το Χριστό και λαχταρούσε να προσφέρει σε Αυτόν τη ζωή του. Έφηβος ακόμη, άφησε την καριέρα του ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και αποσύρθηκε το 781 σε μοναστήρι στην Προύσα της Μ. Ασίας, όπου ηγούμενος ήταν ο θείος του Πλάτων. Αυτός τον μύησε στην ορθόδοξη πνευματικότητα και τον ενέπνευσε να αφιερώσει τη ζωή του για την προάσπιση της αλήθεια και της αυθεντικότητας της Εκκλησίας. Το 789 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ταράσιο και το 794 ανέλαβε τη θέση του ηγουμένου της Μονής.
      Δεν πρόλαβε να χαρεί την ηγουμενία του, διότι δύο χρόνια μετά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄ (780-797) χώρισε τη σεμνή σύζυγό του Μαρία για χάρη μιας άλλης γυναίκας της Θεοδότης. Αφού έκλεισε σε μοναστήρι τη Μαρία, νυμφεύτηκε το ίδιο βράδυ κρυφά στα ανάκτορα τη Θεοδότη. Το μυστήριο τέλεσε ο ιερέας της Αγίας Σοφίας Ιωσήφ. Την επόμενη ημέρα έγινε η στέψη της ως βασίλισσα!
     Η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του αγίου Θεοδώρου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ελέγξει την παρανομία του αυτοκράτορα και τη γελοιοποίηση του ιερού μυστηρίου του γάμου. Ζήτησε εξηγήσεις από τον πατριάρχη Ταράσιο γιατί δεν τιμώρησε τον ιερέα Ιωσήφ, και επειδή δεν πήρε επαρκείς εξηγήσεις διέκοψε το μνημόσυνό του. Οι κολακείες του αυτοκρατορικού ζεύγους δεν απέδωσαν και για τούτο άρχισαν οι διώξεις εναντίον του.  Εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη ως το 797, όπου ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία (797-802). Το 798 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε ηγούμενος της περίφημης Μονής του Στουδίου. Ευτύχησε να έχει στην ηγουμενία του περισσότερους από χίλιους μοναχούς. Μετέβαλλε τη Μονή σε κέντρο κοινωνικής ευποιΐας και πνευματικής ακτινοβολίας. Μεταξύ των άλλων στη Μονή γινόταν και αντιγραφή αρχαίων κωδίκων. Τότε αντιγράφηκαν και έφτασαν ως εμάς τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
     Αλλά και πάλι το 808 αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με τον πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος αποκατέστησε τον Ιωσήφ, κατ’ απαίτηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (86-815) και διότι θεώρησε την εκλογή του αντικανονική. Εξορίστηκε αυτή τη φορά στη Χάλκη και διαλύθηκε η περίφημη Μονή του Στουδίου και αναστάλθηκε το κολοσσιαίο πνευματικό της έργο.
       Το 811 επέστρεψε από την εξορία, αλλά τέσσερα χρόνια μετά, το 815 ανέβηκε στο αυτοκρατορικό θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη  εικονομαχική περίοδο. Στις 25 Μαρτίου του 815, Κυριακή των Βαΐων, ο άγιος Θεόδωρος αψηφώντας το διάταγμα για την καθήλωση και καταστροφή των Ιερών Εικόνων, μαζί με ιερείς, μοναχούς και ευσεβείς λαϊκούς, πήραν τις Ιερές Εικόνες και τις περιέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι για  μια κόμη φορά ο άγιος Θεόδωρος θα αντιμετωπίσει την αυθαιρεσία της εξουσίας και θα διωχθεί. Αφού τον συνέλαβαν, τον ξυλοκόπησαν άγρια, τον κακοποίησαν και τον έστειλαν για τρίτη φορά εξορία, αυτή τη φορά στη Σμύρνη. Τον φυλάκισαν στα υγρά και σκοτεινά υπόγεια του μητροπολιτικού μεγάρου της πόλεως, όπου τον μαστίγωναν ανηλεώς καθημερινά και του στερούσαν ακόμη και το ψωμί και το νερό!  Εκεί κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του.
     Το 820 επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού (820-829) ανακλήθηκε από την εξορία. Όμως το 824 ήρθε σε σύγκρουση με τον Μιχαήλ για τον παράνομο γάμο και αυτού του αυτοκράτορα. Για μια ακόμη φορά ακολουθούμενος από ορισμένους στουδίτες μοναχούς, αναγκάστηκε να φύγει και πάλι από την αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο κοπίασε. Βαριά άρρωστος άφησε τα εγκόσμια την 11η Νοεμβρίου του 826, αφού ζήτησε από τους μοναχούς να του διαβάσουν τον 118ο Ψαλμό. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο σε ηλικία 67 ετών.
    Παρ’ όλες τις διώξεις και τις εξορίες του έγραψε σπουδαιότατα θεολογικά έργα. Διακρίθηκε επίσης ως σπουδαίος ποιητής και υμνογράφος, ο οποίος συνέθεσε τους περισσότερους ύμνους του Τριωδίου.
      Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ασυμβίβαστου χριστιανού με τον αμαρτωλό και πτωτικό κόσμο. Εκφράζει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το ασυμβίβαστο της Εκκλησίας με την αμαρτία και το αντιχριστιανικό πνεύμα. Αν και μοναχός προασπίστηκε τον ιερό θεσμό του γάμου, τον οποίο είχαν καταπατήσει οι ισχυροί της εποχής του. Προασπίσθηκε επίσης την αγία και αμώμητη πίστη της Ορθοδοξίας, η οποία είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Νομίζουμε ότι και η εποχή μας έχει ανάγκη αγίων και ομολογητών, σαν τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη για να μπορέσουμε να βγούμε από το φοβερό πνευματικό τέλμα, στο οποίο έχουμε βυθισθεί!