Οι τρεις ευχές της Γονυκλισίας (Εσπερινός Πεντηκοστής) - Αρχαίο κείμενο και μετάφραση
ὁ β’χορὸς: Κύριε ἐλέησον.
ὁ α’χορὸς: Κύριε ἐλέησον.
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
«Παράδοξα σήμερον εἶδον τὰ ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ»
Πιστοὶ στὸ πρόσταγμα τοῦ Ἀναληφθέντος Χριστοῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, μὲ λύπη γιὰ τὸν σωματικὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό τους, καὶ συνάμα μὲ ἔντονη ἐλπίδα καὶ ἀνυπομονησία, ἔμειναν μετὰ τὴν Ἀνάληψη στὰ Ἱεροσόλυμα, προσδοκῶντας τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τὸν «ἄλλον Παράκλητο» ποὺ σημαίνει «Παρηγορητής», τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Φιλάνθρωπος καθὼς εἶναι ὁ Κύριός μας, ἔβλεπε τὸν ἄμετρο πόθο τους καὶ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ περιμένουν γιὰ πολύ.
Τὴν Πεντηκοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ Μαθητὲς βρίσκονταν στὸ ὑπερῶο, ἑνωμένοι στὴν κοινὴ πίστη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου καὶ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ἀγαπημένοι, ὅπως τοὺς ἔμαθε ὁ Διδάσκαλός τους, καὶ προσευχόμενοι. Ξαφνικά, ἕνας ἦχος, σὰν δυνατὴ πνοὴ ἀνέμου, πλημμύρισε τὸ σπίτι. Μέσα στὴν ἔνταση τῆς ἱερῆς στιγμῆς, κατῆλθε ὁ Προσδοκώμενος, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καὶ στάθηκε στὶς κεφαλὲς τῶν Μαθητῶν. Μὲ τί λόγια νὰ περιγράψει κανεὶς αὐτὴν τὴν ἱερὴ σύνδεση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων; Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου! Ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν ἄνοιξε καὶ σκόρπισε τὶς δωρεὲς πλουσιοπάροχα. Ὁ ἀγράμματος ἔγινε διὰ μιᾶς πάνσοφος, ἐκεῖνος ποὺ ἤξερε - δὲν ἤξερε νὰ μιλᾶ καλὰ τὴν μητρική του γλώσσα, ἔγινε πολύγλωσσος, ὁ ψαρὰς καὶ ὁ τελώνης ἔγιναν Ἀπόστολοι. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔγιναν ὡς διὰ μαγείας, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀπελευθέρωσε τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Πλέον καμία ἀδυναμία καὶ κανένας φόβος δὲν θὰ ἐμπόδιζε τούς, πρώην ἀγραμμάτους, Ἀποστόλους νὰ κηρύξουν σὰν ἐπιστήμονες μὲ παρρησία τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μάλιστα ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ἦρθε νὰ διορθώσει τὴν ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔφτασαν κάποτε σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀλαζονείας, ὥστε νὰ ἐπιθυμήσουν νὰ φθάσουν τὸν Θεὸ μέσῳ ἑνὸς πανύψηλου πύργου καὶ νὰ δημιουργήσουν ὄνομα τρανὸ καὶ ἔνδοξο. Ἐπειδή, ὅμως, ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ δημιουργηθεῖ ἀπόσταση καὶ μεταξύ τους, προκαλῶντας σύγχυση στὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία. Κανένας πλέον δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τοὺς ὑπολοίπους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σταματήσουν τὸ ἐγχείρημά τους καὶ νὰ φύγουν χωρισμένοι. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διαλύει σήμερα τὸν χωρισμὸ καὶ φέρνει τὴν ἑνότητα Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του. Τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀφορᾶ ἕναν λαό, ἢ λίγους ἀνθρώπους, ἀλλὰ κάθε ἔθνος. Μὲ τὸ Βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ὑπάρχει πιὰ Ἰουδαῖος καὶ Ἕλληνας, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, ἄνδρας καὶ γυναίκα. Ὅλοι εἴμαστε ἕνα στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Ὁ διαχωρισμὸς ἔρχεται πάλι ὅταν σπιλωθεῖ ὁ χιτώνας τοῦ Βαπτίσματος καὶ ὁ Παράκλητος φύγει ἀπὸ τὴ ζωή μας. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας ὡς Χριστιανῶν, εἶναι νὰ ἀναπαύσουμε τὸν Παράκλητο γιὰ πάντα στὴν ψυχή μας. Καὶ ἂν ἀκόμη Τὸν προτρέψουμε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας, πάλι μέσῳ τῆς μετανοίας νὰ Τὸν ξανὰ προσελκύσουμε. Ἐπειδὴ τὸ δέντρο ἀπὸ τοὺς καρπούς του κρίνουμε ἂν εἶναι καλὸ ἢ ὄχι, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας, καταλαβαίνουμε ἂν ἔχει τὸν Παράκλητο ἀπὸ τοὺς καρπούς. Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθοσύνη, ἡ πίστη, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια. Ἂν τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτά, σημαίνει ὅτι βιώνουμε τὸ μυστήριο ποὺ βίωσαν οἱ Ἀπόστολοι σὰν σήμερα, τὴν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς. Τὸ μυστήριο αὐτὸ τοὺς ὁδήγησε νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση μέχρι τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, δίχως νὰ ἀναλογισθοῦν κόπους, καί, τελικά, νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν αἰώνια ζωὴ μέσῳ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ἂν δὲν ἔχουμε τὰ ἀγαθά αὐτά, πρέπει νὰ ξεκινήσουμε σοβαρὸ ἀγώνα κάθαρσης τῆς καρδιᾶς μας, διότι στὴν καθαρὴ καρδιὰ σκηνώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὸν ἀγώνα μας καὶ στὴν προσευχή μας, νὰ ψάλλουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Προφήτη Δαυίδ: «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ Πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Ἀμήν!
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμών Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς
καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν!
Χρόνια πολλὰ κὶ εὐλογημένα!
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Ἱερὸς Προσκυνηματικὸς Ναὸς Παναγίας Σουμελᾶ Ἀσπροπύργου
22.5/4.6.2025
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ὑπακούοντας στὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Εβρ. 13,7), συναχθήκαμε σήμερα στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο γιὰ νὰ ἀποδώσουμε ἐλάχιστο φόρο τιμῆς στοὺς Τριακοσίους Δέκα καὶ Ὀκτὼ Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ξεχωριστῆς τιμητικῆς ἀναφορᾶς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι φέτος συμπληρώθηκαν 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν -κατὰ τὸ ἔτος 325- σύγκληση τῆς Συνόδου στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας.
Θὰ ἤθελα στὴν ἀρχὴ τῆς παρούσας ὁμιλίας νὰ ἀναφερθῶ γενικὰ στὸν θεσμὸ τῶν Συνόδων. Μία σύνοδος ἀποτελεῖ τὴν συγκέντρωση ἀνθρώπων ἑνὸς συλλογικοῦ θεσμοῦ μὲ σκοπὸ τὴν συζήτηση καὶ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπίλυση προβλημάτων ποὺ ἀφοροῦν ἕνα σύνολο. Γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ἡ Σύνοδος σημαίνει ἀκριβῶς τὴν συγκέντρωση τῶν Ἀρχιερέων μίας τοπικῆς ἢ γεωγραφικὰ εὑρύτερης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν λήψη ἀποφάσεων ποὺ ἀφοροῦν, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ζωὴ τοῦ ποιμνίου, ζητήματα διοίκησης καὶ θέματα δογματικά. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν συσχετίσουμε τὴν εὐλογημένη αὐτὴ πρακτικὴ τῆς συγκρότησης τῶν Ἱερῶν Συνόδων μὲ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου μας: «Ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Μτ. 18,20). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνήχθηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχοντας τὸν Ἴδιο τὸν Κύριο ἀνάμεσά τους, ἐξέδωσαν τὶς θεόπνευστες ἀποφάσεις τους μὲ κύρος διαχρονικό. Ὡστόσο, πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἐγκαινίασαν οἱ ἴδιοι τὸν θεσμὸ τῶν Συνόδων, ἀλλὰ ὡς διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀκολούθησαν τὴν δική τους γραμμή. Ποιά ἦταν αὐτή; Τὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν συνοδικὰ τὰ ὅποια ἀναφυόμενα προβλήματα, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τοῦ 48 μ.Χ., ἡ ὁποία ἔδωσε λύση στὸ ζήτημα τῆς τήρησης τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς.
Προκειμένου νὰ φθάσει ὁ λόγος στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, θεωρῶ χρήσιμη μία σύντομη ἀναφορὰ στὰ χρόνια ποὺ προηγήθηκαν αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, λίγες δεκαετίες νωρίτερα, μαστιζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἐξαπέλυσαν κυρίως οἱ Αὐτοκράτορες Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανός. Ἐπίκεντρο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἡ ὁποία μᾶς χάρισε ἀπειράριθμο πλήθος Μαρτύρων, ἦταν οἱ κατακόμβες, χῶροι λατρείας ὑπόγειοι καὶ μυστικοί, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὴν ἀσφαλῆ τέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν Χριστιανῶν.
Ὅταν ὁ Μέγας καὶ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔγινε συναυτοκράτορας μαζὶ μὲ τὸν Λικίνιο, συναποφάσισαν στὴν πόλη τῶν Μεδιολάνων τὸ ἔτος 313 νὰ θέσουν σὲ ἐφαρμογὴ τὴν ἀνεξιθρησκεία σὲ ὅλο τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, γεγονὸς τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σταδιακὴ ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Στὸ πλαίσιο τῆς ἐλεύθερης λατρείας, ἐκδηλώθηκαν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας νέες αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ προκαλοῦσαν σύγχυση καὶ διαιρέσεις. Μία ἐξ αὐτῶν προῆλθε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὁ πρεσβύτερος Ἄρειος, ἄνδρας πολὺ ἀσκητικὸς καὶ ἐξαιρετικὰ μορφωμένος, ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀλαζονεία του «παραμορφώθηκε» καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει, παρὰ τὶς συστάσεις τοῦ Ἐπισκόπου του, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ κτίσμα καὶ ὄχι τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, προκειμένου νὰ κερδίσει ἔδαφος μεταξὺ τοῦ ποιμνίου, ἔγραψε ἄσματα μὲ τὶς αἱρετικὲς ἀντιλήψεις του γιὰ νὰ τὰ τραγουδᾶ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ νὰ ἀφομοιώνει τὴν πλάνη.
Τὸ 324 ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔγινε Μονοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἐξ ἀρχῆς τίμησε τὸν Χριστιανισμό, θεωρῶντας τὸν ὡς τὸν κατάλληλο συνδετικὸ ἱστὸ ποὺ θὰ συνέβαλλε στὴν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς Αὐτοκρατορίας.
Βλέποντας, ὥστόσο, ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου ἀπειλεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ᾽ ἐπέκταση τῆς Αὐτοκρατορίας, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία προσκάλεσε ὁ ἴδιος τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Αὐτοκρατορίας σὲ Σύνοδο στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, προκειμένου νὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἑνότητα.
Οἱ συνεδριάσεις ξεκίνησαν τὸ 325, μὲ τὸν Αὐτοκράτορα παρόντα, νὰ ἐπιβλέπει τὸν διάλογο, μεσολαβῶντας γιὰ τὴν ἤπια διεξαγωγή του. Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι εἶχαν ἴσες εὐκαιρίες στὸν λόγο καὶ στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, σύμφωνα μὲ τὸν δημοκρατικὸ τρόπο τῆς συνοδικότητας, ὁ ὁποῖος πάντοτε πρέπει νὰ ἐπιδιώκεται καὶ νὰ μὴν ἀκυρώνεται σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ θεωρία τοῦ πρωτείου ἐξουσίας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μιλᾶ συνοδικά, ὄρος ποὺ περιέχει μέσα του τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, τὸν ἀλληλοσεβασμὸ τῶν ἀπόψεων καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς πλειοψηφίας.
Μεταξὺ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑπῆρξε ἡ ἀπόρριψη τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Ἀρείου, καθὼς ἡ διδασκαλία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀποτελεῖ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀκύρωνε τὴν σύνδεση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχει πρόβλημα στὸ σωτηριολογικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐνανθρώπησε, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεὸς καὶ μέτοχος τῆς σωτηρίας. Ἀπέναντι στὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου, ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπάντησε μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Συμβόλου Πίστεως τῆς Νικαίας, ὅπου ἀναφέρεται ὁ Χριστὸς ὡς «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», δηλαδὴ τῆς ἴδιας οὐσίας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὁ Χριστός μας, ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος.
Στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας προστέθηκαν ἀπὸ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως πέντε ἀκόμη ἄρθρα, καθιστῶντας σαφὴ τὴν δογματικὴ Ἀλήθεια τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸ Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ὡς «Σύμβολο τῆς Πίστεως», ἤ, πιὸ ἁπλά, «Πιστεύω».
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θέσπισε ἐπίσημα τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Προέβη σὲ αὐτὴ τὴν κίνηση, διότι μέχρι τότε οἱ Χριστιανοὶ ἑόρταζαν αὐτὴ τὴν μεγίστη τῶν ἑορτῶν σὲ ξεχωριστὲς χρονικὲς περιόδους. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, εὐαισθητοποιημένοι γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας τόσο στὴν πίστη, ὅσο καὶ στὴν λατρεία, θέσπισαν τὸ Πάσχα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἂν ὅμως ἡ πρώτη Πανσέληνος τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας συμπέσει ἡμέρα Κυριακή, ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα νὰ μετατίθεται τὴν ἀμέσως ἑπομένη Κυριακή. Βάσει αὐτοῦ τοῦ ὑπολογισμοῦ, τὸ Ὀρθόδοξο Πάσχα ἑορτάζεται πάντοτε μετὰ τὸ Πάσχα τῶν Ἑβραίων. Ποτὲ πρίν, ποτὲ ταυτόχρονα, ὅπως πράττουν οἱ παπικοί, παρὰ τὸν 7ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀναστήθηκε μετὰ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑνότητα στὴν λατρεία, ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ μέριμνά τους αὐτὴ δὲν ἔγινε σεβαστὴ ἀπὸ λεγομένους χριστιανούς.
Κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐπέτειο ποὺ ἑορτάζουμε, μὲ προβληματίζει ἡ ἑξῆς ἀπορία: εἴμαστε μὲ τοὺς Πατέρες; Κινούμαστε στὸ πνεῦμα τους; Συμμεριζόμαστε τὴν ἀγωνία ποὺ ἐπέδειξαν γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἁπλῶς στρουθοκαμηλίζουμε ἐπιθυμῶντας νὰ ξεχάσουμε ὅτι ὑπάρχουν προβλήματα ποὺ ἀναμένουν μία λύση;
Ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποτέλεσε τὸ πρότυπο γιὰ τὶς ἑπόμενες Ὀκτὼ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅλες μεγίστης σημασίας, οἱ ὁποῖες ἀποκρυστάλλωσαν τὰ δόγματα τῆς πίστης μας καὶ ἐπέφεραν, ἀργὰ ἢ γρήγορα, τὴν σταθερότητα καὶ τὴν εἰρήνη στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπορρίπτοντας τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ θέτοντας τοὺς αἱρετικοὺς στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Φθάνοντας στὸ σήμερα, ἔχουμε δεῖ πολλάκις ὅτι οἱ ἐπαφὲς σύγχρονων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν μὲ ἑτεροδόξους, ὄχι μόνο δὲν περιορίζονται στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀμφισβητούμενης ἀποτελεσματικότητος διαλόγων, ἀλλὰ προχωροῦν καὶ σὲ συμπροσευχές. Ἂν εἶναι αὐτὸ τὸ σωστό, τότε γιατὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπέβαλαν τὰ ἀναθέματα σὲ ὅσους τόλμησαν νὰ στρεβλώσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας;
Βεβαίως, τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε ὅλοι νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι καλὸ καὶ ἅγιο. Κάτι τέτοιο, ὅμως, θὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μὲ τὸν ἁγιοπνευματικὸ τρόπο ζωῆς -ὁ ὁποῖος δύναται νὰ λειτουργήσει σὰν πνευματικὸς μαγνήτης καὶ νὰ ἑλκύσει κάθε καλοπροαίρετο πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία- καὶ ὄχι μὲ τὶς δημόσιες σχέσεις καὶ τὶς ἐκπτώσεις στὴν πίστη.
Οὔτε, βέβαια, ἡ ἀκραία συμπεριφορὰ κάποιων λεγομένων ὀρθοδόξων νὰ καταδικάζουν τοὺς πάντες εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ σύμφωνη πρὸς τὸ ἦθος τῶν Πατέρων. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ εἰλικρίνεια ὅρισαν στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες καὶ σὲ αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας νὰ προσευχόμαστε «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», σύμφωνα πάντα μὲ ὅσα ἐσφράγισαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.
Οἱ Πατέρες προτίμησαν τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδὸ τῆς διακρίσεως. Οὔτε παρέκκλιναν, οὔτε ὑπερέβαλαν. Ἡ μόνη τους ὑπερβολὴ ἦταν στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ ποίμνιο· ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ ὑπερβολή, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς «ὑπερβαλλόντως ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμφορεῖται ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη, δὲν κινδυνεύει, ἀλλὰ πάντοτε ἔχει σύμμαχο τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος συνεργεῖ σὲ κάθε ἔργο ἀγαθό.
Σήμερα, 1700 χρόνια μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀκόμη τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γιατί; Γιατὶ ἀγάπησαν Χριστό, ἀνέλαβαν μὲ ὑπευθυνότητα τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴν ἔφεραν εἰς πέρας. Δὲν ἔδωσαν «τοῖς βλεφάροις νυσταγμὸν» γιὰ νὰ φυλάσσουν τὰ λογικὰ πρόβατα. Ἀπέναντι στὶς μεγάλες ἀπειλές, δὲν σώπασαν, οὔτε ἔκαναν τὰ στραβὰ μάτια γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἄνεσή τους. Ἀπεναντίας, ἀγωνίσθηκαν σθεναρῶς, καὶ κατάφεραν νὰ βάλουν στὴν θέση ποὺ τοὺς ἀνήκει τοὺς βαρεῖς προβατόσχημους λύκους. Γιὰ νὰ φθάσουν σὲ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο, εἶχαν ἤδη διανύσει τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: ἀποτίναξαν τὴν κακία, καθάρισαν τὴν καρδιά τους, ζώσθηκαν ὡς πανοπλία τὴν ἀρετὴ καὶ ἐξῆλθαν στὴ μάχη μὲ τὴν ρομφαία τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν περικεφαλαία τῆς ἀληθινῆς πίστης.
Οἵ Ἅγιοι Πατέρες μας, ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὴν σοφία μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς τοὺς προίκισε, ἀναδείχθηκαν στύλοι καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. Δίχως στύλους δὲν στέκεται κανένα οἰκοδόμημα. Ἡ ἀλήθεια στηρίχθηκε και θὰ στηρίζεται εἰς αἰῶνας ἀιώνων διότι εὐτύχησε νὰ ἔχει ὡς στύλους της τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Ἐκεῖνοι εἶναι οἱ καθοδηγητές μας, ποὺ μᾶς κατευθύνουν πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς Κάθαρσης, τοῦ Φωτισμοῦ καὶ τῆς Θέωσης.
Εἴθε τὴν ὁδὸ αὐτὴ νὰ κατορθώσουμε μὲ τὶς πρεσβεῖες τους νὰ διανύσουμε ἐπιτυχῶς, πρὸς δόξαν τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, τοῦ Συνανάρχου καὶ Ὁμοουσίου Αὐτῷ Υἱοῦ καὶ τοῦ Συμπροσκυνουμένου καὶ Συνδοξαζομένου Παναγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ σύγκληση αὐτῆς ἀποτέλεσε πρωτοβουλία τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Νέας Ρώμης, Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ὕστερα ἀπὸ ἕναν διχασμό, ὁ ὁποῖος ἦρθε νὰ ταλανίσει τὴν εἰρήνη ποὺ ἀπολάμβανε ἡ Ἐκκλησία λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἐπίσημη λήξη τῶν μεγάλων εἰδωλολατρικῶν διωγμῶν.
Ὁ διχασμὸς ξεκίνησε ὄχι ἀπὸ κάποιον κοσμικό, ὄχι ἀπὸ κάποιον ἄθεο, ἀλλὰ ἀπὸ ἕναν ἱερέα τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἕναν πολὺ μορφωμένο καὶ ἀσκητικό, ἕναν «φωστήρα» καὶ «ὁμολογητὴ» στὰ μάτια πολλῶν ὀπαδῶν του, τὸν Ἄρειο. Ἀπὸ τὴν πολλή του μόρφωση εἶχε παραμορφωθεῖ καὶ πίστεψε ὅτι κατέχει τὸ ἀλάθητο, ὅτι εἶναι καλύτερος καὶ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς κοινοὺς θνητούς. Τί ἔκανε λοιπόν; Ἄρχισε νὰ διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ὅτι μετεῖχε τῆς Θεότητας κατὰ χάριν, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ μετέχουμε. Οὐσιαστικά, ὁ Ἄρειος γκρέμισε τὴν γέφυρα τῆς σωτηρίας μας, χωρίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεό. Μάλιστα, γιὰ νὰ κερδίσει ἔδαφος, συνέθετε ποιήματα μὲ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες του, γιὰ νὰ τὰ τραγουδᾶ ὁ λαὸς καὶ νὰ μαθαίνει ἀβίαστα τὴν διδασκαλία του.
Ὁ Ἐπίσκοπός του, Ἅγιος Ἀλέξανδρος, τὸν συμβούλευε, τοῦ ἔκανε συστάσεις, τὸν προειδοποιοῦσε. Ἐκεῖνος, ὅμως, εἶχε χαράξει τὴν ὁδό του: αὐτὴν τῆς ἀπωλείας. Δὲν καταλάβαινε τὴν τύφλωσή του ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία, ἀλλὰ πίστευε πραγματικὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἦταν θεάρεστο. Δύναται νὰ μᾶς θυμήσει πολλὰ αὐτὴ ἡ ἐπαναλαμβανόμενη στοὺς αἰῶνες ἱστορία.
Ἐν τέλει, ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, ὅπως προείπαμε, γιὰ νὰ διασφαλίσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῆς Αὐτοκρατορίας, κάλεσε ὅλους τοὺς Ἀρχιερεῖς σὲ Σύνοδο γιὰ νὰ λυθεῖ τὸ μεγάλο αὐτὸ ζήτημα. Ἡ Σύνοδος συνέταξε τὸ πρῶτο Σύμβολο τῆς Πίστεως, διακηρύττοντας τὸν Χριστὸ Ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἀναθεματίζοντας τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου.
Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνάμνηση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τιμᾶται μία ἑβδομάδα πρὶν τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς δίδαξαν τὸν ὀρθὸ τρόπο νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ λατρεύουμε τὴν Ἁγία Τριάδα. Δὲν μποροῦμε, λοιπόν, νὰ φτάσουμε στὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἂν πρωτίστως δὲν σεβόμαστε καὶ δὲν ἀποδεχόμαστε μὲ ἐπίγνωση τὶς ἐπιταγὲς καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα παραθέτει ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ λίγο πρὶν τὴν σύλληψή Του ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Παραθέτω λίγες πολὺ σημαντικὲς φράσεις, ὅπως: «Τὸ ἔργο ποὺ Μοῦ ἀνέθεσες, τὸ ἔφερα εἰς πέρας», «Φανέρωσα τὸ ὄνομά Σου στοὺς ἀνθρώπους», «Πάτερ Ἅγιε, τήρησε αὐτοὺς στὸ ὄνομά Σου, γιὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς», «αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, τοὺς φύλαξα». Μέσα ἀπὸ τὶς φράσεις αὐτὲς ἀντλοῦμε πολὺ δυνατὰ μηνύματα:
Πρῶτον, ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε εὐθυνόφοβοι. Ὁ Ἴδιος ἀνέλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα τὴν ὕψιστη ἀποστολὴ νὰ φανερώσει τὸ ὀνομά Του στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε. Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θέλουμε ἐπίμονα τὴν ἀνάπαυσή μας μέσα ἀπὸ λίγες ἕως καὶ καθόλου εὐθῦνες. Ἂν σκέφτονταν ἔτσι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὁ ἀρειανισμὸς θὰ εἶχε ἐπεκταθεῖ πολὺ περισσότερο καὶ θὰ εἶχε δημιουργήσει ἀκόμη μεγαλύτερες καὶ ἀνεπανόρθωτες βλάβες στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ εὐθυνοφοβία καὶ ἡ ἀδιαθεσία γιὰ δράση εἶναι ποὺ φέρνει τὸ κακὸ διαχρονικά. Θυμᾶμαι μία πολὺ ἐπιτυχημένη φράση ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οἱ κακὲς ἐποχὲς δημιουργοῦν δυνατοὺς ἀνθρώπους. Οἱ δυνατοὶ ἄνθρωποι δημιουργοῦν καλὲς ἐποχές. Οἱ καλὲς ἐποχὲς δημιουργοῦν ἀδύναμους ἀνθρώπους. Οἱ ἀδύναμοι ἄνθρωποι δημιουργοῦν κακὲς ἐποχές». Ἡ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης καὶ ἡ συνεπὴς ἐργασία μόνο καλὸ προσέφεραν διαχρονικά. Σὲ αὐτό, λοιπόν, ἔχουμε καθῆκον νὰ μιμηθοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἂν θέλουμε νὰ τοὺς τιμοῦμε ἀληθινά.
Δεύτερον, ὁ Χριστὸς εἶχε ἀγωνία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ὑπὸ τὴν εὐθύνη Του. Αὐτὴ τὴν ἀγωνία μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἦταν αὐτὴ ἡ ἀγωνία παραγωγική. Μία ἀγωνία ποὺ τοὺς ὠθοῦσε νὰ προβαίνουν σὲ κατάλληλες πράξεις γιὰ νὰ διατηρηθεῖ, νὰ προοδεύσει καὶ νὰ αὐξηθεῖ τὸ ποίμνιο. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἀκοῦτε τὸ μήνυμα αὐτό, δὲν εἶστε ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶστε, ὅμως, γονεῖς. Ἔχετε ἀγωνία γιὰ τὰ παιδιά σας; Αὐτὴ ἡ ἀγωνία εἶναι ποὺ θὰ σᾶς ὠθήσει σὲ προσευχὴ θερμὴ καὶ καρδιακὴ γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ πρόοδο τῶν παιδιῶν σας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ σᾶς διδάξει τοὺς καλύτερους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἀναθρέψετε ὑγιῶς τὰ παιδιά σας. Μὴν παρεξηγήσετε τὴν ἔννοια τῆς ἀγωνίας. Δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δημιουργήσει φόβο καὶ ἀνασφάλεια. Εἶναι γιὰ νὰ μᾶς τονίσει τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἐπιμέλεια ποὺ πρέπει νὰ δείχνουμε σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς μας.
Τρίτον, ἐπιθυμία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, τόσο μεγάλη καὶ σημαντική, ὥστε νὰ τὴν ἐκφράσει λίγο πρὶν τὸ ἑκούσιον Πάθος, ἦταν ἡ ἑνότητα τῶν παιδιῶν Του, τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Οἱ Ἀπόστολοι γνώρισαν τὸν Χριστό, γέμισαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς διατήρησε ἑνωμένους μέχρι τέλους, παρὰ τὶς ὅποιες ἐνδεχόμενες διαφωνίες. Ἡ διασάλευση τῆς ἑνότητας ἔγινε -καὶ γίνεται- ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν γνωρίσει στὴν καρδιά τους τὸν Χριστό, οὔτε εἶχαν φωτισθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπρόκειτο γιὰ ἀνθρώπους μὲ ἐγωισμό, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ φανοῦν πιὸ πνευματικοὶ καὶ ἐξυπνώτεροι. Ὅπου ὑπάρχει ἐγωισμός, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, διότι σὲ μία διαφωνία, ἡ ἀγάπη φέρνει τὴ λύση καὶ τὴν εἰρήνη στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ὁ ἐγωισμός, ἀντιθέτως, ἐπιτείνει τὴ διαμάχη, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ ὑποχωρήσει σὲ καμία περίπτωση, γιὰ νὰ μὴν χαλάσει δῆθεν ἡ εἰκόνα του. Εὔκολα κατανοοῦμε ὅτι ὁ ἐγωιστὴς δὲν κοιτᾶ μακροπρόθεσμα, στὴν ἐποχὴ μετὰ ἀπὸ αὐτόν, διότι εἶναι ἐγκλωβισμένος στὴ σφαίρα τοῦ ἑαυτοῦ. Ἴσως θεωρεῖ ὑποσυνείδητα ὅτι δὲν θὰ ὑπάρξει κὰν κόσμος μετὰ ἀπὸ αὐτόν, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ αἱρετικὸς δὲν ἐνοχλεῖται καθόλου μὲ τὴν ἰδέα ὅτι διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσιαστικά, ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου μας νὰ φυλαχθεῖ ἡ ἑνότητα, εἶναι μία προσευχὴ καὶ ἕνα ὅπλο κατὰ τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωισμοῦ, τοῦ τυφλοῦ ἐγωισμοῦ, ὁ ὁποῖος ξεχνᾶ πὼς ἡ ἰσχὺς βρίσκεται ἐν τῇ ἑνώσει. Ξεχνᾶ πὼς ὁ Χριστιανισμὸς μεγαλούργησε καὶ κυριάρχησε ἐξαιτίας τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν τὶς ἐποχὲς τῶν διωγμῶν.
Μεγάλη καὶ ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι, ἑνωμένοι, ὅμως, ὑπὸ τὸν βασικότατο ὅρο τῆς ἀκέραιης πίστης στὰ διατεταγμένα καὶ παραδοθέντα ὑπὸ τοῦ Κυρίου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Θεοφόρων Πατέρων, σύμφωνα μὲ τὸ Ὀρθὸ Δόγμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλου τύπου ἑνώσεις, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἐπιδιώκει ἡ σύγχρονη αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης καὶ δίχως τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν, δὲν ἔχουν θέση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Διαφορετικά, δὲν θὰ τιμούσαμε σήμερα τοὺς Ἁγίους Πατέρες, διότι ἂν ἡ μετάνοια τῶν αἱρετικῶν δὲν ἦταν ὑποχρεωτική γιὰ τὴν παραμονὴ στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἄφηναν ἀνενόχλητο τὸν Ἄρειο καὶ τὸν καθένα νὰ πιστεύει καὶ νὰ κηρύττει ὅ,τι θέλει. Κάτι τέτοιο –δόξα τῷ Θεῷ- δὲν συνέβη.
Ἐν κατακλείδι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κρατᾶμε ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ σημαντικὰ ἐφόδια: μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐγωιστικὴ ἀπομόνωση, ὀρθὴ πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος γιὰ τὴν ὀρθὴ λατρεία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐμπιστοσύνη στὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπευθυνότητα, παραγωγικὴ ἀγωνία καὶ ἑνότητα. Μὲ μία λέξη, ΑΓΑΠΗ. Εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὡς ἐκ τούτου, πάντα εἶναι δεμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ὀρθοπραξία.
Ταῖς τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Θεοφόρων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
Μετ’ εὐχῶν,
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Οἱ παπικοί καί οἱ λατινόφρονες εἶναι ἐχθροί τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ μας. Τό εἶπε ἡ ἴδια ἡ Παναγία.
Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ’’ΧΑΙΡΟΒΟ’’
Βρισκόμαστε στά 1274. Αὐτοκράτορας στήν Πόλη εἶναι ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος καί πατριάρχης ὁ ἀμείλικτος διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὁ λατινόφρων Ἰωάννης Βέκκος. Μόλις ἔχει ὑπογραφεῖ στήν Λυών ἡ ψευδοένωση Ὀρθοδόξων και παπικῶν, και ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα μαζί με ’’δικούς μας’’ ἑνωτικούς καταφθάνουν στο Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἐπιβάλλουν την ἐφαρμογή τῆς προδοτικῆς συμφωνίας.
Σέ ἔνα κελλί, πού βρίσκεται σέ ἀπόσταση ἀπό την Ἱερά Μονή Ζωγράφου, ἀσκήτευε τότε ἕνας γέροντας πολύ μεγάλης ἀρετῆς.
Κάποια ἡμέρα και ἐνῷ βίωνε ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις λέγοντας μέ λαχτάρα τό ’’Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε’’, ἄκουσε τήν Παναγία ἀπό την ἱερή Της εἰκόνα νά τοῦ λέει: ’’Χαῖρε και σύ, Γέρων τοῦ Θεοῦ. Μή φοβοῦ, ἀλλά ἀπελθών ταχέως εἰς την Μονήν, ἀνάγγειλον τοῖς ἀδελφοῖς και τῷ Καθηγουμένῳ, ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ τε και τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις οὖν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ κρυβήτω, ἕως παρελθεῖν τον πειρασμόν. Οἱ δέ στεφάνων μαρτυρικῶν ἐφιέμενοι, παραμενέτωσαν ἐν τῇ Μονῇ. Ἄπελθε οὖν ταχέως’’.
Ὁ γέροντας ἀμέσως ξεκίνησε γιά τό μοναστήρι, την ἱερά Μονή Ζωγράφου, γιά νά ἐνημερώσει τούς πατέρες καί νά τούς μεταφέρει τίς ὁδηγίες τῆς Παναγίας
Οἱ πατέρες ἔπραξαν, ὅπως άκριβῶς ὥρισε ἡ Παναγία. Οἱ ἀσθενέστεροι κρύφθηκαν μέσα στό δάσος. Οἱ πιό δυνατοί, ὁ ἡγούμενος και ἄλλοι 25 μοναχοί, παίρνοντας μαζί τους τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας κλείστηκαν στόν πύργο τῆς Μονῆς, περιμένοντας τούς ἐχθρούς Της.
Πράγματι, σέ λίγο κατέφθασαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἑνωτικοῦ αὐτοκράτορα και τοῦ λατινόφρονα πατριάρχη Βέκκου, συνοδευόμενοι και ἀπό ὁμάδα ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα
Οἱ 26 ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πατέρες ἀρνήθηκαν ἐξ ἀρχῆς νά συλλειτουργήσουν μέ τούς παπικούς καί τούς λατινόφρονες ’’δικούς μας’’. Ἐπέκριναν ἐντονώτατα τίς ἑνωτικές ἀπόπειρες καί κατεδίκασαν εὐθέως τίς πλάνες τῶν παπικῶν.
Σέ λίγο, ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ ὁ πύργος τῆς Μονῆς παραδόθηκε στήν πυρά Οἱ πατέρες ὅλοι ἔγιναν στάχτη. Ἀπό τόν πύργο τόν κατακαμμένο σώθηκε μονάχα ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού φυλάσσεται στήν ἱερά Μονή Ζωγράφου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτούς τούς Ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κάθε χρόνο στίς 10 Ὀκτωβρίου, την ἡμέρα δηλαδή τοῦ μαρτυρίου τους.
---------------------------------
Ἐπιμέλεια κειμένου Φώτιος Μιχαήλ, ἰατρός
Πήγαν κάποτε στο μοναστήρι του αγίου Παχωμίου μερικοί αιρετικοί ασκητές, που έκρυβαν μέσα τους τον λύκο κάτω από τρίχινα ενδύματα. Φτάνοντας στην πύλη, είπαν στους αδελφούς ότι τους έστελνε ο γέροντάς τους στον μέγα Παχώμιο, και πρόσθεσαν: «Πηγαίνετε λοιπόν να του πείτε· αν είσαι αληθινά άνθρωπος του Θεού και πιστεύεις ότι σε εισακούει ο Θεός, έλα να περάσουμε μαζί αυτόν τον ποταμό με τα πόδια, για να μάθουν όλοι ποιος από εμάς έχει μεγαλύτερη παρρησία προς τον Θεό».
Όταν οι αδελφοί τα είπαν αυτά στον Παχώμιο, εκείνος αγανάκτησε και τους είπε:
«Πέστε μου, καταδεχτήκατε ακόμη και να τους ακούσετε; Δεν ξέρετε ότι τέτοιου είδους προτάσεις δεν έχουν καμία σχέση με τον Θεό και είναι εντελώς ανάρμοστες όχι μόνο στη μοναχική ζωή, αλλά και σε κοσμικούς που σκέφτονται λογικά και είναι αληθινοί χριστιανοί; Ποιος νόμος δηλαδή μας επιτρέπει να προτείνουμε και να κάνουμε τέτοια πράγματα; Και τι είναι πράγματι πιο αξιοθρήνητο από αυτή την ανοησία, από το να αφήσω δηλαδή το πένθος για τις αμαρτίες μου και τη φροντίδα πώς να αποφύγω την αιώνια κόλαση και να παιδιαρίζω και να ασχολούμαι με τέτοιες προτάσεις;».
Τον ρώτησαν τότε οι αδελφοί: «Άρα λοιπόν αυτοί, επειδή είναι αιρετικοί και αποξενωμένοι από τον Θεό, γι’ αυτό τόλμησαν να σε προσκαλέσουν σε τέτοιο υψηλό κατόρθωμα;».
«Ναι», τους αποκρίθηκε, «αιρετικών είναι αυτή η πρόταση. Δεν διαβάσατε αυτό που λέει ο απόστολος· “Για τη σκληρότητα και την αμετανοησία τους, ο Θεός τούς παρέδωσε στη μωρία τους”; (Ρωμ. 2:5· 1:28) Αυτοί, κατά παραχώρηση Θεού, θα μπορούσαν ίσως να διαβούν τον ποταμό σαν να ήταν στεριά, καθώς τους βοηθά ο διάβολος, ο οποίος επιδιώκει να βεβαιωθούν για την ασεβή αίρεσή τους αυτοί που στηρίζονται σε αυτόν και να δώσει, με τη θεαματική αυτή πράξη, μιαν απόδειξη σε μερικούς από εκείνους που έχει ήδη εξαπατήσει. Εγώ όμως δεν έχω ανάγκη από κάτι τέτοιο. Πηγαίνετε λοιπόν έξω και πείτε τους· “Να τι σας απαντά ο δούλος του Θεού Παχώμιος: Ο δικός μου αγώνας και όλη μου η προσπάθεια δεν είναι να περάσω ποταμό με τα πόδια ή να πετάξω επάνω από βουνά ή να διατάζω θηρία, αλλά να έχω στη σκέψη μου την κρίση του Θεού και να υπερπηδώ τις παγίδες του διαβόλου με τη δύναμη του Κυρίου, ο οποίος μας έδωσε εντολή να πατάμε επάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού (Λουκ. 10:19). Γιατί αν μου χαρίσει ο Κύριος αυτά, τότε θα ακολουθήσουν και όλα τα άλλα”».
Μετά από τα λόγια αυτά ο γέροντας συνέχισε προτρέποντας τους αδελφούς να μην υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους, μήτε να επιθυμούν οπτασίες, μήτε να δοκιμάζουν τον Θεό ζητώντας του τέτοια πράγματα, γιατί είναι πολλές οι παγίδες του διαβόλου που μας πολεμά. Και πρόσθεσε ότι όλα αυτά είναι περιττά και επικίνδυνα για κάθε άνθρωπο, αφού και ο ίδιος ο Θεός Λόγος, ο Σωτήρας, είπε στον εχθρό διάβολο: «Δεν πρέπει να βάλεις σε δοκιμασία τον Κύριο, τον Θεό σου» (Ματθ. 4:7).
(Ευεργετινός, τόμος Γ΄, Υπόθεση ΛΕ΄, Ιστολόγιο: «μικρό ωρολόγιο», 15/05/2025)
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη!
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἔχει ἀναφορὰ στὴν ἴαση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἀπὸ τὸν Κύριό μας.
Ὁ Κύριός μας, καθὼς περπατᾶ στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τοὺς Μαθητές Του, βλέπει κάποιον ἄνθρωπο τυφλὸ ἐκ γενετῆς νὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη καὶ σπλαχνιζόμενος αὐτόν, ἀναμειγνύει τὸ σάλιο Του μὲ χῶμα, φτιάχνει πηλὸ καὶ μὲ αὐτὸν ἀλείφει τὰ μάτια τοῦ ἀσθενοῦς, προτρέποντάς τον νὰ πλύνει τὸ πρόσωπό του στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Μόλις πλένεται, αὐτομάτως ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ βλέπει γιὰ πρώτη φορὰ τὸ φῶς.
Νομίζω μποροῦμε ὅλοι νὰ φανταστοῦμε πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ ποὺ γεύθηκε ὁ πρώην τυφλός. Μποροῦσε πλέον νὰ δεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκη ἐλεημοσύνης, ἀλλὰ μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ ἐργαστεῖ γιὰ νὰ συντηρηθεῖ. Ἡ μεγάλη δυσκολία ποὺ ἀντιμετώπιζε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, πλέον εἶχε ξεπεραστεῖ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Χαρά, λοιπόν, κυριαρχοῦσε στὰ συναισθήματά του.
Καὶ κάπου ἐδὼ ἔρχεται ὁ φθόνος. Βλέποντας οἱ Ἰουδαῖοι θεραπευμένο τὸν ἄνθρωπο, ἐξεπλάγησαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στοὺς «μεγάλους πνευματικοὺς» τῆς ἐποχῆς, τοὺς Φαρισαίους. Αὐτοὶ οἱ ὑποκριτές, ἀντὶ νὰ χαροῦν μὲ τὴν χαρά του καὶ νὰ δοξάσουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν Θεό, μὲ τοῦ Ὁποίου μόνο τὴν δύναμη συμβαίνουν τόσο θαυμαστὰ γεγονότα, τὸν βομβάρδισαν μὲ ἐρωτήσεις: ποιός σὲ θεράπευσε, πῶς σὲ θεράπευσε, ποιά ἡ γνώμη σου γιὰ Αὐτὸν ποὺ σὲ θεράπευσε, καί, ἐν ὀλίγοις, βρέθηκαν σὲ μία σύγχυση. Οἱ μὲν ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, ἐπειδὴ ἔφτιαξε πηλὸ ἡμέρα Σαββάτου, οἱ δέ, οἱ συνετοὶ Φαρισαῖοι καὶ ἐνδεχομένως κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἔλεγαν: ἂν εἶναι ἁμαρτωλός, πῶς μπορεῖ νὰ κάνει τέτοια θαύματα;
Στὸ διὰ ταῦτα, μετὰ ἀπὸ τὶς τόσες ἐρωτήσεις, ὁ ἰαθεὶς τυφλὸς ἔδωσε ἕνα μάθημα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ: «ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ θεράπευσε δὲν ἦταν τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα». Αὐτὰ τὰ λόγια, ὡστόσο, ἀντὶ νὰ συγκινήσουν, ἐξόργισαν ἀκόμη περισσότερο τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν ἐντελῶς τὸν ἔλεγχο καὶ γιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ πάνω ἐξαπέλυσαν ἐναντίον του τὴν κατηγορία ὅτι γεννήθηκε μέσα στὶς ἁμαρτίες. Καὶ μόνο αὐτὸ τὸ τελευταῖο καταδεικνύει πόσο τυφλοὶ ἦταν, δογματικοί, χωρὶς κριτικὴ σκέψη. Σὲ ἕναν ἀντίλογο, ἡ μάχη γίνεται μέσῳ ἐπιχειρημάτων. Ὅταν κάποιος κακόβουλα ξεκινᾶ νὰ ὑβρίζει τὸ πρόσωπο ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ στηρίξει τὴ θέση του μὲ ἐπιχειρήματα, σημαίνει ὅτι εἶναι πωρωμένος. Τέτοιοι ἄνθρωποι, δυστυχῶς, ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς νὰ ἐμφανισθεῖ μπροστά τους, δὲν θὰ Τὸν πιστέψουν. Ἀπόδειξη, ἡ στάση τῶν Φαρισαίων.
Οἱ Φαρισαῖοι, ἂν καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος ἔβλεπαν τὸ φῶς, οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς τους ἦταν βυθισμένοι στὸ μαῦρο σκοτάδι. Ἀντιθέτως, ὁ σωματικὰ τυφλὸς ἔβλεπε πολὺ καθαρὰ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἡ διαφορὰ τυφλοῦ καὶ Φαρισαίων ἔγκειται στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ὁ τυφλὸς εἶχε καρδιὰ καθαρὴ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς μικροπρέπειες. Ὡς ἐκ τούτου, εἶχε πολὺ ὀξυμμένη τὴν ἀντίληψή του καὶ ἦταν ἔτοιμος ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ δεχθεῖ τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀποφύγει τὸ κακό. Οἱ Φαρισαῖοι, ἀπεναντίας, ἔπασχαν ἀπὸ τὸν φθόνο. Δὲν εἶχαν καθαρὴ καρδιά. Ὁ φθόνος τους, ἡ ἐγωπάθειά τους, ὁ ἀτομισμός τους, δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ δοῦν ὅτι ὑπάρχει κάποιος καλύτερος ἀπὸ αὐτούς. Γιὰ αὐτό, ἄλλωστε, προσπάθησαν νὰ ἀποδείξουν μὲ τόσο ἀνόσιο τρόπο ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἁμαρτωλός.
Ὁ φθόνος, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα καὶ συνίσταται στὸ νὰ ζηλεύει κανεὶς κακοπροαίρετα τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλησίον, νὰ λυπᾶται μὲ τὴν χαρά του καὶ νὰ χαίρεται μὲ τὴ λύπη του. Πρῶτος φθονερὸς καὶ διδάσκαλος τοῦ φθόνου ὑπῆρξε ὁ μισόκαλος τῆς ψυχῆς, ὁ πονηρός. Φθόνησε τὴν χαρὰ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔπειτα, ὁ Κάιν, φθόνησε τὸν Ἄβελ καὶ ὁ φθόνος του γέννησε τὸν φόνο. Ὁ φθονερὸς εἶναι ἄνθρωπος αὐτοκαταστροφικός: καὶ τὸν ἑαυτό του δὲν ὠφελεῖ, καὶ τὸν πλησίον βλάπτει. Ὁ φθόνος, ὅπως ὀρθὰ ἔχει διατυπωθεῖ, «δὲν προτιμᾶ τὸ συμφέρον».
Αἰτία τοῦ φθόνου ἀποτελεῖ ἡ φιλοδοξία. Οἱ Φαρισαῖοι τῆς σημερινῆς περικοπῆς ἤθελαν νὰ φτιάξουν ἕνα μεγάλο ὄνομα γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀποκτήσουν πρόσκαιρη τιμὴ καὶ δόξα μὲ τὸ νὰ πιστέψει ὁ κόσμος κάτι ποὺ οἱ Φαρισαῖοι δὲν ἦταν: ἅγιοι. Ἐνῷ, λοιπόν, ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα, ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός. Μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του καὶ τὶς ἐνέργειές Του κατόρθωσε νὰ ἑλκύσει τὴν ἀγάπη πολλῶν ἀνθρώπων, δικαίων καὶ ἁμαρτωλῶν. Αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι τὸ θεώρησαν ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν δόξα ποὺ ὀνειρεύονταν. Ἑπομένως, ἀντὶ νὰ φιλοσοφήσουν τὴν ματαιότητα τῆς ζωῆς, νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ γίνουν συμμέτοχοι ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ὁ Κύριος ἦρθε νὰ προσφέρει, αὐτοὶ Τὸν μίσησαν καὶ ἔβαλαν στόχο τῆς ζωῆς τους νὰ Τὸν ἐξαφανίσουν, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν κατάλληλη ὥρα Τὸν ὁδήγησαν στὸν Σταυρό. Ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ οἱ Φαρισαῖοι, δὲν εἶχαν εἰρήνη, διότι αἰσθάνονταν διαρκῶς ἀπειλὴ ἀπὸ τὸν Κύριό μας. Ὅταν πέθαναν, πάλι δὲν εἶχαν εἰρήνη, διότι ὁ φθόνος τοὺς κράτησε μακριὰ ἀπὸ τὴν γεύση τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ φθονερός, ἑπομένως, οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ εὐχαριστιέται, οὔτε στὴν ἄλλη. Γιὰ αὐτό, πρέπει νὰ προσέξουμε πολὺ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ κακὸ αὐτό. Σίγουρα, ὁ τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν καθαρὸς καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀξιωθεῖ ὄχι μόνο νὰ γίνει καλά, ἀλλὰ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὸν ἔδιωξαν οἱ Φαρισαῖοι, τὸν πλησίασε ὁ Χριστός μας καὶ τοῦ εἶπε:
- Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;
- Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σὲ Αὐτόν;
- Καὶ Τὸν εἶδες καὶ σοῦ μιλᾶ. Αὐτὸς εἶναι.
- Πιστέυω, Κύριε.
Καὶ τὸν προσκύνησε.
Νομίζω ὅτι ὅλοι θὰ θέλαμε μία τέτοια ἐπικοινωνία μὲ τὸν Δεσπότη Χριστό. Καλὸ θὰ εἶναι αὐτὸ τὸν σύντομο ἀλλὰ οὐσιαστικὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πρώην τυφλὸ νὰ τὸν ἔχουμε διαρκῶς στὴ σκέψη μας πρὶν διαπράξουμε κάποια ἁμαρτία ἢ ἱκανοποιήσουμε κάποιο πάθος. Καὶ νὰ ποῦμε στὸν ἑαυτό μας:
- Θέλεις νὰ τιμηθεῖς ὅπως ὁ Τυφλός; Κράτα καθαρὴ τὴν καρδιά σου.
Καὶ μία ἐπισήμανση: τὴν ἐρχόμενη Τετάρτη ἀποδίδεται ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Εἶναι ἡ τελευταία μέρα ποὺ ψάλλουμε τὸ κοσμοχαρμόσυνο «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ μάλιστα ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας γίνονται ὅπως τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, γιὰ αὐτὸ καὶ εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ συμμετάσχετε σὲ αὐτές.
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!
Μετ’ εὐχῶν,
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος