A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ (Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού)

 

ΑΓΑΠΗ είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να μην προτιμάει τίποτε άλλο περισσότερο από το να γνωρίσει το Θεό. Είναι αδύνατον όμως ν’ αποκτήσει σταθερά μέσα του αυτή την αγάπη, όποιος έχει εμπαθή προσκόλληση σε κάτι από τα γήινα.

Μην πεις ότι και μόνο η πίστη μου στο Χριστό μπορεί να με σώσει. Αυτό είναι αδύνατον, αν δεν αποκτήσεις και την έμπρακτη αγάπη. Η απλή πίστη, που δεν συνοδεύεται με έργα αγάπης, τίποτε δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.

Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δεν φωτίζει την ψυχή με τη γνώση του Θεού.

Εκείνο που αγαπάει κανείς, σ’ αυτό και είναι προσηλωμένος, και, για να μην το στερηθεί, καταφρονεί όλα όσα τον αποσπούν απ’ αυτό. Έτσι κι εκείνος που αγαπάει το Θεό, καλλιεργεί την καθαρή προσευχή και διώχνει από μέσα του κάθε πάθος που τον εμποδίζει απ’ αυτήν.

Ο νους που ενώνεται με το Θεό και παραμένει μαζί του με την προσευχή και την αγάπη, αυτός γίνεται σοφός, αγαθός, δυνατός, φιλάνθρωπος, σπλαχνικός, μακρόθυμος. Μ’ ένα λόγο, έχει πάνω του όλα τα θεία γνωρίσματα. Όταν όμως απομακρύνεται από το Θεό και προσκολλάται στα γήινα, ή γίνεται σαν κτήνος, καθώς κυλιέται στις ηδονές, ή γίνεται σαν θηρίο, καθώς φιλονικεί με τους ανθρώπους για πράγματα υλικά.

Εκείνος που φοβάται το Θεό, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη τον οδηγεί στην αγάπη και την ευχαριστία του Θεού. Σκέφτεται δηλαδή την προηγούμενη ζωή του, τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς του, και πώς απ’ όλα αυτά τον γλύτωσε ο Κύριος και τον μετέφερε από τη ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο. Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν αποκτάει και την αγάπη προς το Θεό, τον ευεργέτη και κυβερνήτη της ζωής του, τον οποίο αδιάλειπτα ευχαριστεί με πολλή ταπεινοφροσύνη.

Εκείνος που αγαπάει το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. Νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε το καλό.

Η αγάπη προς το Θεό παρακινεί όποιον την έχει να καταφρονεί κάθε πρόσκαιρη ηδονή και κάθε κόπο και λύπη. Ας σε πείσουν γι’ αυτό όλοι οι άγιοι, οι οποίοι τόσα έπαθαν για το Χριστό.

Η ανέκφραστη ειρήνη που έχουν οι άγιοι άγγελοι οφείλεται σ’ αυτά τα δύο: στην αγάπη προς το Θεό και στην αγάπη αναμεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους όλων των αιώνων. Πολύ καλά λοιπόν έχει λεχθεί από το Σωτήρα μας, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των Προφητών (Ματθ. 22, 40).

Όποιος αγαπάει το Θεό δεν είναι δυνατόν να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Και όσους ακόμα είναι υπόδουλοι στα πάθη τους, κι αυτούς τους αγαπάει σαν τον εαυτό του, και χαίρεται με αμέτρητη και ανείπωτη χαρά όταν τους βλέπει να διορθώνονται.

«Όποιος με αγαπάει», λέει ο Κύριος, «θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14, 23). «Και η δική μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 15,12). Εκείνος λοιπόν που δεν αγαπάει τον πλησίον του, αθετεί την εντολή του Κυρίου. Και όποιος αθετεί την εντολή του Κυρίου, ούτε τον Κύριο είναι δυνατόν ν’ αγαπήσει.

Μην καταφρονήσεις την εντολή της αγάπης γιατί μ’ αυτή θα γίνεις παιδί του Θεού, ενώ παραβαίνοντάς την θα γίνεις παιδί της γέεννας.

Για τις εξής πέντε αιτίες οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο:
–  Για το Θεό, όπως ο ενάρετος τους αγαπάει όλους, και όπως κάποιος αγαπάει τον ενάρετο, έστω κι αν ο ίδιος δεν έγινε ακόμα ενάρετος.
–  Για φυσικούς λόγους, όπως οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, και αντιστρόφως.
–  Από κενοδοξία, όπως αγαπάει κάποιος αυτόν που τον δοξάζει.
–  Από φιλαργυρία, όπως εκείνος που αγαπά­ει τον πλούσιο γιατί του δίνει χρήματα.
–  Από φιληδονία, όπως εκείνος που αγαπάει ένα πρόσωπο γιατί του ικανοποιεί τη γαστριμαργία ή τη σαρκική του επιθυμία.
Απ’ αυτές λοιπόν τις αιτίες, η πρώτη είναι αξιέπαινη, η δεύτερη ούτε επαινετή ούτε αξιοκατάκριτη, ενώ οι υπόλοιπες είναι εμπαθείς.

Σε όλες μας τις πράξεις ο Θεός εξετάζει το σκοπό για τον οποίο τις εκτελούμε. αν δηλαδή τις κάνουμε γι’ Αυτόν ή για κάτι άλλο. Όταν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε ένα καλό, ας μην έχουμε σκοπό ν’ αρέσουμε στους ανθρώπους, αλλά μόνο στο Θεό. Σ’ Αυτόν ν’ αποβλέπουμε και όλα να τα κάνουμε για τη δική Του δόξα. Διαφορετικά, θα κουραζόμαστε χωρίς να κερδίζουμε τίποτα.

Έργο αγάπης είναι η ολόψυχη ευεργεσία προς τον πλησίον μας, η μακροθυμία και η υπομονή που δείχνουμε απέναντί του, καθώς επίσης και η φρόνιμη και συνετή χρησιμοποίηση των πραγμάτων.

Η διάθεση της αγάπης δεν φανερώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση πνευματικού λόγου και με τη σωματική διακονία.

Εκείνος που αγαπάει το Χριστό, Τον μιμείται όσο μπορεί. Ο Χριστός, για παράδειγμα,
–  δεν έπαυσε να ευεργετεί τους ανθρώπους.
–  έδειχνε μακροθυμία, όταν του συμπεριφέρονταν με αχαριστία και Τον βλαστημούσαν.
–  υπέμεινε όταν Τον χτυπούσαν και Τον θανάτωναν, χωρίς καθόλου να σκέφτεται για κανέναν το κακό που Του έκανε.
Αυτά τα τρία έργα είναι εκφραστικά της αγάπης προς τον πλησίον. Χωρίς αυτά, απατάται εκείνος που λέει ότι αγαπάει το Χριστό ή ότι θα κερδίσει τη βασιλεία Του. Γιατί ο Κύριος μας βεβαιώνει: «Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών εκείνος που μου λέει “Κύριε, Κύριε”, αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου» (Ματθ. 7, 21). Και πάλι: «Όποιος με αγαπάει θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14,15).

«Εγώ σας λέω», είπε ο Κύριος, «αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεστε για όσους σας βλάπτουν» (Ματθ. 5, 44). Γιατί έδωσε αυτές τις εντολές; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και τη μνησικακία και να σε αξιώσει ν’ αποκτήσεις την τέλεια αγάπη. Αυτή είναι αδύνατον να την έχει όποιος δεν αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους, όπως και ο Θεός τους αγαπάει όλους εξίσου.

Όποιος έχει την τέλεια αγάπη, δεν κάνει διακρίσεις στους ανθρώπους. Ξέρει πως όλοι μας έχουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό ανεξαίρετα τους αγαπάει όλους το ίδιο. Τους εναρέτους τους αγαπάει ως φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπάει ως εχθρούς και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει, αν τον βλάψουν, χωρίς να υπολογίζει καθόλου το κακό που του γίνεται. Αντίθετα, αν το καλέσει η περίσταση, πάσχει για χάρη τους, για να τους κάνει κι αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Κι αν αυτό δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή του, αλλά συνεχίζει να τους αγαπάει όλους εξίσου.

Αγωνίσου, όσο μπορείς, ν’ αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ακόμα, τουλάχιστον μη μισήσεις κανέναν. Αλλά ούτε αυτό θα μπορέσεις να το πετύχεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου.

Αυτά που διώχνουν την αγάπη από τον άνθρωπο είναι τα εξής: η προσβολή, η ζημία, η συκοφαντία σε θέματα πίστεως ή διαγωγής, τα ξυλοκοπήματα, οι πληγές και τα παρόμοια, που συμβαίνουν είτε στον ίδιο είτε σε κάποιον συγγενή ή φίλο του. Εκείνος λοιπόν που για κάτι απ’ αυτά διώχνει την αγάπη, δεν έμαθε ακόμα ποιος είναι ο σκοπός των εντολών του Χριστού.

Όλος ο σκοπός των εντολών του Σωτήρος είναι να ελευθερώσουν το νου από την ακράτεια και το μίσος, και να τον οδηγήσουν στην αγάπη Αυτού και του πλησίον. Από αυτή τη διπλή αγάπη γεννιέται το φως της έμπρακτης πνευματικής γνώσεως.

Αν «η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου του Θεού» (Ρωμ. 13,10), εκείνος που έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και χαίρεται για κάθε του πτώση, αυτός δεν παραβαίνει άραγε τις εντολές του Θεού και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;

Αν «η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον» (Ρωμ. 13, 10), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή τον επιβουλεύεται με κάποια κακοήθεια, αυτός ο άνθρωπος δεν αποξενώνει άραγε τον εαυτό του από την αγάπη και δεν τον κάνει ένοχο για την αιώνια κρίση;

Ο Χριστός δεν θέλει να έχεις εναντίον κανενός ανθρώπου μίσος ή λύπη ή οργή ή μνησικακία οποιασδήποτε μορφής και για οποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Κι αυτό το διακηρύσσουν παντού τα τέσσερα Ευαγγέλια.

Όποιος βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του προς οποιονδήποτε άνθρωπο και για οποιοδήποτε σφάλμα του, αυτός δεν αγαπάει καθόλου το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται καθόλου το μίσος κατά του πλησίον.

Μην πεις, «Δεν μισώ τον αδελφό μου», τη στιγμή που δεν θέλεις να τον θυμάσαι. Άκουσε τι λέει ο προφήτης Μωυσής. «Μην μισήσεις τον αδελφό σου με τη σκέψη σου. Να τον ελέγξεις όμως, για να μην έχεις την αμαρτία που θα είχες, αν αδιαφορούσες για τη διόρθωσή του» (Λευιτ. 19,17).

Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν λοιπόν ο νους σκέφτεται το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι του κρατάει κακία. «Οι δρόμοι όμως των μνησικάκων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο» (Παρ. 12, 28), γιατί «ο κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του νόμου» (Παρ. 21, 24).

Την ώρα της ειρήνης σου μη θυμάσαι εκείνα που σου είπε ο αδελφός τον καιρό που σε στενοχώρησε – είτε σε σένα κατά πρόσωπο τα είπε, είτε σε άλλον και μετά τα άκουσες – για να μην πέσεις στο πάθος της μνησικακίας.

Όταν συνομιλείς με άλλους, πρόσεχε μήπως εξαιτίας της λύπης που διατηρείς ακόμα κρυμμένη μέσα σου, νοθεύσεις τους επαίνους σου για τον αδελφό, αναμειγνύοντας ασυναίσθητα στα λόγια σου την κατηγορία. Χρησιμοποίησε στις συνομιλίες σου αγνό έπαινο για τον αδελφό, και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν ειλικρινά, σαν να προσεύχεσαι για τον εαυτό σου. Έτσι, πολύ σύντομα θα ελευθερωθείς από το ολέθριο μίσος.

Μη θίξεις τον αδελφό σου με υπονοούμενα, μην τυχόν σου ανταποδώσει κι εκείνος τα ίδια και χάσετε έτσι και οι δυο σας την αγάπη. Αν ο αδελφός έσφαλε, υπόδειξέ του το σφάλμα με παρρησία και αγάπη για να διαλύσεις έτσι την αιτία της στενοχώριας και ν’ απαλλαγείτε από την ταραχή και τη λύπη.

Βλαστήμησε κάποιος; Μη μισήσεις αυτόν, αλλά τη βλασφημία και το δαίμονα που τον έκανε να βλαστημήσει. Αν όμως μισείς αυτόν που βλαστήμησε, μίσησες άνθρωπο και έτσι αθέτησες την εντολή της αγάπης. Ό,τι έκανε εκείνος με το λόγο, το κάνεις εσύ με το έργο. Αν τώρα τηρείς την εντολή, δείξε την αγάπη σου και όσο μπορείς βοήθησέ τον ν’ απαλλαγεί από το κακό.

Δεν μπορεί μια λογική ψυχή, που τρέφει μίσος εναντίον κάποιου ανθρώπου, να ειρηνεύσει με το Θεό, ο οποίος έχει δώσει τις εντολές. Γιατί εκεί μας λέει: «Αν δεν συγχωρείτε τα σφάλματα των συνανθρώπων σας, ούτε ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας σφάλματα» (Ματθ. 6,15).

Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, ούτε τον αδελφό σου ν’ αφήσεις να κοιμηθεί λυπημένο μαζί σου ούτε και συ να κοιμηθείς λυπημένος μαζί του. Πήγαινε, συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε έλα πρόσφερε στο Χριστό το δώρο της αγάπης σου με καθαρή συνείδηση και θερμή προσευχή.

Εξέτασε τη συνείδησή σου με κάθε ακρίβεια, μήπως εξαιτίας σου δεν συμφιλιώθηκε ο αδελφός μαζί σου. Τη συνείδηση, που γνωρίζει τις κρυφές σου σκέψεις, μην την καταφρονείς, γιατί έτσι θα σου γίνεται εμπόδιο την ώρα της προσευχής και θα σε κατηγορεί την ώρα του θανάτου σου.

Μην αφήσεις τ’ αυτιά σου ν’ ακούνε τα λόγια όποιου καταλαλεί, ούτε και τα δικά σου λόγια να φτάνουν στ’ αυτιά του φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος της αιώνιας ζωής.

Μη νομίζεις ότι σε αγαπούν εκείνοι που σου μεταφέρουν λόγια, τα οποία σου προξενούν λύπη και μίσος εναντίον του αδελφού, ακόμα κι αν σου φαίνονται ότι λένε αλήθεια. Αυτούς να τους αποστρέφεσαι σαν θανατηφόρα φίδια, ώστε κι εκείνους να σταματήσεις να κατηγορούν και τη δική σου ψυχή ν’ απαλλάξεις από την κακία.

Τον αδελφό, που τον είχες μέχρι χθες πνευματικό και ενάρετο, μην τον κρίνεις σήμερα ως κακό και πονηρό, επειδή ο διάβολος σ’ έβαλε να τον μισήσεις. Εσύ, με την αγάπη που μακροθυμεί, έχοντας στο νου σου τα χθεσινά καλά του, διώξε το σημερινό μίσος της ψυχής.

Εκείνον που μέχρι χθες επαινούσες ως καλό και τον εγκωμίαζες ως ενάρετο, μην τον κακολογήσεις σήμερα, επειδή τον μίσησες, έχοντας ως πρόσχημα τον δικό του άσχημο λόγο. Εσύ συνέχισε να τον επαινείς, ακόμα κι αν κυριαρχείσαι από τη λύπη. Μ’ αυτόν τον τρόπο εύκολα θα επανέλθεις στη σωτήρια αγάπη.

Όταν μας δουν οι δαίμονες να καταφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, με σκοπό να μη μισήσουμε για χάρη τους τους ανθρώπους και ξεπέσουμε έτσι από την αγάπη, τότε ξεσηκώνουν εναντίον μας συκοφαντίες, ώστε μην υποφέροντας τη λύπη να μας αναγκάσουν να μισήσουμε τους συκοφάντες.
Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη συκοφαντείται κάποιος είτε στη διαγωγή. Και κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος όταν συκοφαντείται, παρά μόνο εκείνος που στρέφει τα μάτια του στο Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να μας λυτρώσει από τον κίνδυνο και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.

Όσο εσύ προσεύχεσαι μ’ όλη σου την ψυχή για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πληροφορεί για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν εξαιτίας της συκοφαντίας.

Γνήσιος φίλος είναι εκείνος που, στον καιρό του πειρασμού, συμμερίζεται αθόρυβα και ατάραχα τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές του πλησίον, σαν να είναι δικές του.

Μόνο εκείνοι, που τηρούν πιστά τις εντολές του Θεού και γνωρίζουν καλά το βάθος των θείων κριμάτων, δεν εγκαταλείπουν τους φίλους τους, όταν αυτοί δοκιμάζονται με παραχώρηση του Θεού. Όσοι όμως περιφρονούν τις εντολές του Θεού και αγνοούν το βαθύτερο νόημα των δοκιμασιών που ο Θεός επιτρέπει, αυτοί, όταν μεν ο φίλος ευημερεί, απολαμβάνουν μαζί του, ενώ όταν ταλαιπωρείται από τους πειρασμούς, τον εγκαταλείπουν. Κάποτε μάλιστα συμβαίνει να συμμαχούν και με τους εχθρούς του.

Οι φίλοι του Χριστού αγαπούν ειλικρινά όλους τους ανθρώπους, δεν αγαπιούνται όμως απ’ όλους. Οι φίλοι του κόσμου ούτε αγαπούν όλους, ούτε αγαπιούνται απ’ όλους. Και οι μεν φίλοι του Χριστού διατηρούν την αγάπη συνεχώς μέχρι τέλους της ζωής τους, ενώ οι φίλοι του κόσμου την διατηρούν μέχρις ότου συγκρουσθούν μεταξύ τους για πράγματα του κόσμου.

Δεν έχει ακόμα τέλεια αγάπη ούτε βαθειά γνώση της θείας πρόνοιας, εκείνος που σε καιρό πειρασμού δεν κάνει υπομονή για όσα λυπηρά του συμβαίνουν, αλλά αποκόβεται από την αγάπη των πνευματικών αδελφών.

Μην βιάζεσαι να καταστρέψεις το δεσμό της πνευματικής αγάπης, γιατί δεν έχει μείνει άλλη οδός σωτηρίας για τους ανθρώπους.

Φιλαυτία είναι η εμπαθής και παράλογη αγάπη προς το σώμα μας, την οποία αντιμάχεται η αγάπη και η εγκράτεια. Εκείνος που έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη.

Αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία, και τέλος η υπερηφάνεια. Εκείνος που την ξερίζωσε, έκοψε μαζί της και όλα τα πάθη.

Μην είσαι αυτάρεσκος και δεν θα γίνεις μισάδελφος. Μην είσαι φίλαυτος και θα γίνεις φιλόθεος.

Κάθε άνθρωπο πρέπει να τον αγαπάμε με την ψυχή μας. Όμως μόνο στο Θεό να έχουμε την ελπίδα μας, κι Αυτόν μ’ όλη μας τη δύναμη να λατρεύουμε. Γιατί όσο μας συντηρεί Εκείνος, και οι φίλοι μας φροντίζουν και οι εχθροί δεν μπορούν να μας βλάψουν. Όταν όμως Εκείνος μας εγκαταλείψει, και οι φίλοι όλοι μας αποστρέφονται και οι εχθροί αποκτούν δύναμη εναντίον μας.

Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει όμως αγάπη, τίποτα δεν ωφελείται -όπως λέει ο θείος Απόστολος (Α’ Κορ. 13, 2)-, άραγε πόση προθυμία και ζήλο οφείλουμε να δείξουμε για να την αποκτήσουμε;

Το θυμικό μέρος της ψυχής* χαλιναγώγησέ το με την αγάπη, το επιθυμητικό καταμάρανέ το με την εγκράτεια, και το λογιστικό φτέρωσέ το με την προσευχή. Έτσι το φως του νου δεν θα θαμπωθεί ποτέ.

Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία, και να καταγίνεσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή. Τότε, θα έρθει σε σένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα σου φέρει την αγάπη.

Μη μολύνεις το σώμα σου με αισχρές πράξεις και μη λερώνεις την ψυχή σου με πονηρές σκέψεις. Τότε η ειρήνη του Θεού θα έρθει μέσα σου και θα σου φέρει την αγάπη.

Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη. Αν όμως την αναζητήσεις θα τη βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, γιατί μόνο αυτοί είχαν για δάσκαλό τους στην αγάπη, την αληθινή Αγάπη, το Χριστό, και έλεγαν: «Αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια, κι αν έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι» (Α’ Κορ. 13, 2).

Εκείνος λοιπόν που απέκτησε την αγάπη, απέκτησε τον ίδιο το Θεό, γιατί «ο Θεός είναι αγάπη» (Α’ Ιω. 4,16).

Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν

* Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, η ψυχή αποτελείται από τα εξής τρία μέρη: α) Το θυμικό (συναίσθημα), του οποίου αμαρτήματα είναι το μίσος, ο φθόνος, η ασπλαχνία κ.τ.ό. β) Το επιθυμητικό (βούληση), του οποίου αμαρτήματα είναι η φιλαργυρία, η γαστριμαργία και όλα τα σαρκικά πάθη. γ) Το λογιστικό (νους), του οποίου αμαρτήματα είναι η απιστία, η αίρεση, η βλασφημία, η υπερηφάνεια κ.τ.ό. Η υγεία της ψυχής εξαρτάται από την αρμονία στη σχέση και λειτουργία των τριών αυτών μερών της.

(Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, “Η ΑΓΑΠΗ”, Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού,
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009)

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ 400 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πέμπτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα,

τὴν τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτὴν ἑορτάζομεν.

δωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτόν, γύναι,

Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.

νῶ φθαρτὸ νερό, γυναίκα, ἦλθες νὰ λάβεις,

Τὸ ζωντανὸ ἀντλεῖς, ρύπους ψυχῆς μὲ τὸ ὁποῖο πλένεις.

               πως ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἕνα μεσημέρι, ὁ Χριστὸς εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἦρθε μὲ τοὺς Μαθητές Του στὴν Σαμάρεια καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν πολλὴ ὁδοιπορία κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι, ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ κούραση αὐτὴ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία, εἶναι καίρια γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ εὐαγγελίσει τὸν κόσμο, κουράσθηκε, διδάσκοντας ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ διακονήσει τὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ κουραστεῖ σωματικά, ὅπως καὶ ὁ Κύριός μας. Ἄλλωστε, «τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται». Μετὰ τὴν σωματικὴ κόπωση, ὁ Χριστός, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, θὰ γευθεῖ πνευματικὴ τροφή. Ἡ φυγοπονία αὐτὸ ἀκριβῶς στερεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὴν μετάληψη πνευματικῆς τροφῆς, ἡ ὁποία στηρίζει καὶ εὐφραίνει τὸν ἐργάτη τοῦ καλοῦ. 

               Λίγο ἀργότερα, στὸ πηγάδι φτάνει μία γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ μὲ τὴ στάμνα της. Βλέποντάς την ὁ Κύριος, δὲν διστάζει νὰ γίνει ὁ ἐνδεής, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔχει ἀνάγκη, καὶ ἔρχεται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ αὐτὸ τῆς γυναίκας. Γιὰ νὰ τὴν ἀνυψώσει, καταδέχεται νὰ ταπεινωθεῖ, ζητῶντας νερὸ ἀπὸ μία γυναίκα καὶ μάλιστα Σαμαρείτιδα καὶ μάλιστα μοιχαλίδα. Στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Καλὸς Ποιμὴν παραδίδει σήμερα μαθήματα ποιμαντικῆς. Βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νὰ αἰσθάνεται χρήσιμος. Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη τῆς Σαμαρείτιδας ἱκανοποιεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὴν προσεγγίσει, σπάζοντας τὸ κατεστημένο, δεδομένου ὅτι δὲν συνηθιζόταν ἄντρες νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθῶς θεωροῦνταν ὑποδεέστερες. Καλὸ θὰ ἦταν, οἱ δῆθεν προοδευτικοὶ τῶν ἡμερῶν μας νὰ γνώριζαν ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ ἔφερε τὴν πρόοδο τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἦταν ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἦταν πολὺ σημαντική, ἰδιαίτερα ἂν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ γυναίκα ἐκείνη, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς της, πιθανὸν νὰ βίωνε τὴν περιφρόνηση τῶν συνανθρώπων της. 

               Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ γυναίκα ἐξεπλάγη καὶ ἀπόρησε πῶς ἕνας Ἰουδαῖος συνομιλεῖ μὲ μία Σαμαρείτιδα. Οἱ σχέσεις Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ἔχθρα, ἡ ὁποία δὲν ἔλεγε νὰ πάψει γιὰ ἕναν ἁπλούστατο λόγο: τὴν ἔλλειψη ἐπικοινωνίας. Οἱ δύο λαοὶ δὲν ἔβλεπαν τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ μία ἀπρόσωπη ταμπέλα: Ἰουδαῖος, Σαμαρείτης. Ὁ Χριστὸς σήμερα πρότεινε τὴν λύση γιὰ τὴν εἰρήνευση τῶν σχέσεων: τὴν ἐπικοινωνία. Μέσῳ αὐτῆς, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀρχίζει νὰ βλέπει περισσότερο ἐκεῖνα ποὺ ἐνώνουν, παρὰ ὅσα χωρίζουν. 

               Tὴν ἀπορία τῆς γυναίκας ἀκολούθησε μία στροφὴ στὴν ροὴ τῆς συζήτησης. «Ἂν ἤξερες […] ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει «φέρε μου νὰ πιῶ», ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοὺ ἔδινε τὸ νερὸ τὸ ζωντανό», εἶπε ὁ Κύριος στὴν γυναίκα. Πρόκειται γιὰ τὴν δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία ὅποιος γεύθηκε, δὲν δίψασε ξανὰ γιὰ ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Αὐτὸ τὸ ζωντανὸ νερὸ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως, βέβαιη πίστη ὅτι ὁ θάνατος καὶ κάθε δύναμη τοῦ κακοῦ νικήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Σὲ ἀντίθεση μὲ πρίν, ποὺ ὁ Χριστὸς ζητοῦσε τὸ ἐπίγειο νερό, τώρα ἡ Σαμαρείτις ζητᾶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», χωρὶς βέβαια νὰ καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται. 

               στόσο, ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε θετικά στὸ αἴτημα τῆς γυναίκας.

Πήγαινε, φώναξε μου τὸν ἄνδρα σου, τῆς εἶπε.

Δὲν ἔχω ἄνδρα.

Σωστὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, γιατὶ εἶχες πέντε ἄνδρες καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα, δὲν εἶναι ἄνδρας σου.

Προσπάθησε ἡ Σαμαρείτιδα νὰ ἀποκρύψει τὰ ἁμαρτήματά της, ὅπως πολλοὶ στὴν Ἐξομολόγηση, ἀλλὰ ὁ Θεός, καὶ αὐτὰ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει πράξει ὁ ἄνθρωπος, τὰ γνωρίζει πολὺ καλά. Γιὰ αὐτό, στὴν Ἐξομολόγηση πρέπει νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Διαφορετικά, μπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας μὲ πιὸ ντροπιαστικὸ τρόπο, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση. 

               Μέσα ἀπὸ τὰ ἀφοπλιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ ἄγνωστου συνομιλητῆ της, ἡ γυναίκα κατάλαβε ὅτι μάλλον εἶναι Προφήτης. Ἕναν μόνο λόγο ἄκουσε ἡ ἐλευθέρων ἠθῶν γυναίκα καὶ κατάλαβε ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχε ἀπέναντί της ἦταν ἱερό. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, οἱ «ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ», τόσα καὶ τόσα θαύματα εἶδαν καὶ δὲν θέλησαν νὰ καταλάβουν. Ἡ ψυχή τους εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: μία πλαστὴ εἰκόνα τὴν ὁποία νὰ βλέπει ὁ κόσμος καὶ νὰ τὴν σέβεται. Ἡ ψυχή, ὅμως, τῆς γυναίκας, δὲν εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἄλλαξε ἕξι συζύγους. Ἤλπιζε ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ ποὺ ἔψαχνε ἦταν κάτι πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ μία σαρκικὴ σχέση, ἦταν ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, εἶχε πνευματικὲς ἀνησυχίες: «Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στὸ βουνὸ αὐτό, ἐνῶ ἐσεῖς λέτε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα πρέπει νὰ προσκυνοῦμε», εἶπε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: 

 Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ εἰλικρίνεια».

Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλει ὅλα. 

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι ὁ Θεάνθρωπος, ἀπὸ ταπείνωση δὲν θὰ ἔλεγε ποιός ἦταν. Ὁ Χριστὸς, ὅμως, προτίμησε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ὁποία ἦλθε στὴν γῆ. Ἔτσι, ἔκανε τὴν ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι (ὁ Χριστός), ποὺ σου μιλάω». 

 ἁμαρτωλή, ἀλλὰ ἄδολη γυναίκα, ποὺ γιὰ τόσα χρόνια ἦταν στὰ δίχτυα τοῦ κακοῦ, πίστεψε ἀμέσως. Αὐτὸ ἦταν. Ἔλαβε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Πῆγε γιὰ φθαρτὸ νερό, ἀλλὰ ἄντλησε αἰώνιο. Τὸ φθαρτὸ δὲν τὴν ἐνδιέφερε πλέον. Ἄφησε πίσω τὴ στάμνα της, μαζὶ καὶ τὶς ἁμαρτίες, καὶ ἔτρεξε νὰ γίνει Ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία Φωτεινή. 

               ν τῷ μεταξύ, ἦρθαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἔφεραν τὶς τροφές. Εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους νὰ συνομιλεῖ μὲ τὴν γυναίκα καὶ κανένας δὲν Τοῦ ζήτησε τὸν λόγο. Εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. 

Διδάσκαλε, φάε.

γὼ ἔχω φάει τροφή, τὴν ὁποία ἐσεῖς δὲν ξέρετε. 

               Τί ἀναφέραμε στὴν ἀρχή; Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ ἀπολαμβάνει ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται καὶ κουράζεται στὸν ἀμπελώνα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρὰ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀγγέλους γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ ξεφεύγουν ἀπ΄ τοὺς λύκους καὶ ἐπιστρέφουν πίσω στὴν μάνδρα.

               ν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίσει τὸν Θεὸ καὶ μεταμορφωθεῖ,  μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει ὁλόκληρη τὴν κοινωνία. Γιὰ αὐτό, ὁ Κύριος κανέναν δὲν ἀπέρριψε. Ὡς ἀποτέλεσμα, πειθόμενοι στὸ κήρυμα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, οἱ Σαμαρεῖτες ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριό μας νὰ μείνει λίγο μαζί τους. Ἔμεινε ἐκεῖ μόνο δύο ἡμέρες. Αὐτὲς ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ πλησιάσουν ὕστερα τὴν Φωτεινὴ καὶ νὰ τῆς ποῦν: «Δὲν πιστεύουμε πλέον ἀπὸ τὰ λόγια σου. Οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καὶ ξέρουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός». 

               Εὐχή μου, αὐτὴ τὴν σωτήρια ὁμολογία τῶν Σαμαρειτῶν νὰ τὴν φυλάξουμε καλὰ στὴν καρδιά μας καὶ ὄχι μόνο στὰ αὐτιά. Ἂν κάνουμε τὸ πρῶτο, ἡ ὁμολογία αὐτὴ θὰ γίνει γιὰ ἐμᾶς τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Τότε ποιά μέριμνα ἢ ποιό ψυχικὸ κενὸ θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; 

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Η ΟΥΝΙΑ: Πρόσωπο και Προσωπείο († Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός)


 Οδυνηρό «αγκάθι» στον διάλογο Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού, που μάταια πασχίζουν να το υποτιμήσουν οι δικοί μας Οικουμενιστές, είναι η ΟΥΝΙΑ.

  1. Λέγοντας «Ουνία», εννοούμε ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, που επινοήθηκε από τον Παπισμό για τον εκδυτικισμό της (μη λατινικής) Ανατολής, την πνευματικοπολιτική υποταγή της στην εξουσία του Πάπα. Συνδέεται, δηλαδή με την επεκτατική πολιτική του Παπισμού, της συνεπέστερης έκφρασης του ευρωπαϊκού φεουδαρχισμού, ο οποίος με το Κράτος του Βατικανού συνεχίζεται ως τις ημέρες μας. Βέβαια πρέπει να γίνεται κάποια διάκριση σε διάφορες φάσεις, που παρουσιάζει ιστορικά η υπόθεση της «Ουνίας». Διότι του συγκεκριμένου ιστορικού σχήματος προηγείται η ιδέα και η μεθόδευση της υποταγής της Ανατολής-και μάλιστα των Ορθοδόξων-στον Πάπα, μια μόνιμη τάση της Λατινικής Εκκλησίας μετά την διαφοροποίηση και απόσχισή της από την Ορθόδοξη Ανατολή. Εκεί, που ο άμεσος εκλατινισμός αποδεικνύεται δυσεπίτευκτος, εφαρμόζει ο Παπισμός την μέθοδο της Ουνίας, η οποία αποδεικνύεται έτσι, πανούργα επινόηση, διότι η υποταγή επιτυγχάνεται με το πρόσχημα της συνέχειας και ελευθερίας.

Η επεκτατική αυτή κίνηση του Παπικού θρόνου ονομαζομένη ΟΥΝΙΑ ή ΟΥΝΙΤΙΣΜΟΣ στη γλώσσα μας, οφείλει το όνομά της στη λατινική λέξη UNIO (ένωση), αλλά μόλις το 1596 έλαβε στην Πολωνία επίσημα το όνομα UNIA (σλαβ. UNIJA). Το όνομα χρησιμοποιήθηκε τότε, για να χαρακτηρισθεί όχι μόνο η ενωτική κίνηση με τον Πάπα, αλλά και το συγκεκριμένο σώμα (κοινότητα) των Ορθοδόξων, οι οποίοι συνοδικά απεφάσισαν όχι την ολοτελή προσχώρησή τους στον Παπισμό, αλλά μόνο την αναγνώριση του Πάπα ως πνευματικής κορυφής των, διατηρώντας τα λατρευτικά και λοιπά έθιμά τους και δίνοντας, έτσι, εξωτερικά την εντύπωση της συνέχειας και παραμονής στο εθνικό πλαίσιό τους.

Η διακράτηση του «ανατολικού» ή «βυζαντινού» «ρυθμού» από τους Ουνίτες εξηγεί τα ονόματα βυζαντυνόρρυθμοι, βυζαντινού ρυθμού, ελληνόρρυθμοι, ελληνοκαθολικοί κ.ά., με τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται. Περισσότερο όμως ανταποκρίνεται στα πράγματα η ονομασία «Καθολικοί της Ανατολής», διότι οι Ουνίτες είναι ουσιαστικά παπικοί, δεχόμενοι σύνολη την παπική διδασκαλία, και μάλιστα τα δόγματα εκείνα, που διαφοροποιούν ριζικά τον Παπισμό από την Ορθοδοξία, και μόνο εξωτερικά και επιφανειακά, με την περιβολή των κληρικών τους και τα ανατολικά έθιμά τους («ρυθμός»), δίνουν την απατηλή εντύπωση, ότι παραμένουν ορθόδοξοι.

  1. Η ιδέα της Ουνίας, ως μεθόδου και τρόπου υποταγής, συναρτάται με την επεκτατική βούληση της φραγκευμένης Παλαιάς Ρώμης, συνισταμένη στην εξάπλωση και επιβολή του παπικού πρωτείου εξουσίας. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργη η διαπίστωση, ότι η Ουνία, ως ιδέα, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε παράλληλα με την Ιερά Εξέταση (Inquisitio). Ιερά Εξέταση και Ουνία αποδείχθηκαν αμφιθαλείς καρποί του παποφραγκικού πνεύματος. Και η μεν Ιερά Εξέταση ανέλαβε την επιβολή της παποφραγκικής εξουσίας στα όρια της φραγκοκρατουμένης Δύσεως, η δε Ουνία επωμίσθηκε την επέκταση της θρησκευτικοπολιτικής παπικής εξουσίας στην Ανατολή. Με την Ιερά Εξέταση επιδιωκόταν η εξουδετέρωση των ανυποτάκτων στη παποφραγκική εξουσία˙ με την Ουνία, ο εκλατινισμός των αρνουμένων την κυριαρχία της Π. Ρώμης Ανατολικών. Γι’ αυτό και στην Ανατολή η υποταγή στον Πάπα, είτε ως κανονικός εκλατινισμός, είτε με την μέθοδο της Ουνίας, εκφραζόταν με το ρήμα: φραγκεύω (εφράγκευσε) ή περιφραστικά: έγινε φράγκος. Η Ουνία θα συμβαδίζει ιστορικά με την Ι. Εξέταση. Η μία, λοιπόν φωτίζει το ρόλο της άλλης.

Η συνοδική, δηλαδή «εκκλησιαστική», καταξίωση της Ιεράς Εξετάσεως, η θεσμοποίησή της, έγινε διαδοχικά επί Ιννοκεντίου Γ΄ (1198-1216) στα έτη 1205, 1206, 1212 και κυρίως στη δ΄ σύνοδο του Λατερανού (1215), ολοκληρώθηκε δε το 1233 επί πάπα Γρηγορίου Θ΄. Από την εποχή δε του πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) θεσμοθετήθηκε (αναγνωρίσθηκε εκκλησιαστικά) και η χρήση των βασανιστηρίων (1252) ως ανακριτικού μέσου. Η δράση της Ι. Εξετάσεως επεκτάθηκε στην Ιταλία, Ν. Γαλλία, Ισπανία, όπου υπήρχε ακμαιότερο ρωμαϊκό στοιχείο και λιγότερο στην Αγγλία και Γερμανία. Καταδιώχθηκαν συστηματικά Ιουδαίοι, Μωαμεθανοί, «αιρετικοί» (δηλαδή χριστιανοί-ρωμαίοι) και αργότερα Προτεστάντες. Την «επιστροφή» και αυτών στον Παπισμό ανέλαβε η Ιερά Εξέταση.

Ο Ιννοκέντιος Γ΄, μία δυναμική, αλλά κοσμικού φρονήματος μορφή, είναι πνευματικός πατέρας της Ουνίας, όπως και της Ιεράς Εξετάσεως, αφού αυτός περιέβαλε με την «εκκλησιαστική» καταξίωση και τις δύο. Λίγα χρόνια πριν (1204) είχε αλωθεί και καταστραφεί η Κωνσταντινούπολη από τις ορδές των φράγκων σταυροφόρων, με την ευλογία και υποστήριξη του ίδιου Πάπα. Αυτό που δεν πέτυχε η δύναμη των όπλων και ο βίαιος εκλατινισμός ανέλαβε να το επιτύχει η μέθοδος της Ουνίας, ενεργώντας ως μηχανισμός απάτης και «δούρειος ίππος» μεταξύ των ανατολικών χριστιανών.

Το κείμενο του σχετικού κανόνος είναι το ακόλουθο: «Εάν σε κάποια περιοχή ζουν διάφορα έθνη με διαφορετικές γλώσσες και εκκλησιαστικούς ρυθμούς (Ritus), ο επίσκοπος να εκλέξει άξιους άνδρες, οι οποίοι θα τελούν για κάθε μία εθνότητα τη θεία λατρεία στη γλώσσα και το ρυθμό της».

Στο ίσιο πνεύμα κινήθηκε και η βούλα του Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) στα 1254, η οποία και πάλι έκανε δεκτά τα έθιμα των ανατολικών, με σκοπό όμως την βαθμιαία κατάργησή τους και τον πλήρη εκλατινισμό τους.

  1. Οι πρώτοι αληθινοί Ουνίτες είναι οι ενωτικοί του Βυζαντίου, που υπέγραψαν και αποδέχθηκαν την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439), μένοντας με την αυταπάτη, ότι διατήρησαν τη συνέχειά τους και την ορθόδοξη παράδοσή τους. Εδώ δε, πρέπει να σημειωθεί, ότι η Ουνία δεν εξυπηρετεί μόνο τον Παπισμό, που μέσω αυτής επιτυγχάνει ευκολότερα τη διείσδυσή του, αλλά δίνει ένα άλλοθι και στους δικούς μας δυτικίζοντες-ενωτικούς για να αποφεύγουν τη μομφή του προδότη των πατρίων. Με το πρόσχημα της διατηρήσεως των εξωτερικών τύπων καλύπτουν την απεμπόληση της παραδόσεως και του εθνισμού τους.

Η Ουνία συνδέθηκε στην ιστορική εφαρμογή της με ένα δογματικό μινιμαλισμό. Αυτό, δηλαδή, που απαιτήθηκε από τη Ρώμη ήταν η αποδοχή των παπικών δογμάτων (πρωτείου και αλαθήτου) Αυτό σημαίνει αποδοχή του παπικού θεσμού, που αποτελεί την απόλυτη βάση του παπικού οικοδομήματος. Βέβαια, όπως ήδη έχει λεχθεί, οι Ουνίτες τελικά καταφάσκουν όλα τα δόγματα της Λατινικής Εκκλησίας, μένοντας μόνο τυπικά-εξωτερικά συνδεδεμένοι με την ορθόδοξη παράδοση. Σωτηρία όμως για τον Παπισμό είναι ουσιαστικά η αναγνώριση του Πάπα, δείγμα της αντιεκκλησιαστικότητάς του. Η σκοπιμότητα, μάλιστα, που κυριαρχεί στην περίπτωση των Ουνιτών, φαίνεται και από το γεγονός, ότι ενώ ο λατινικός κλήρος ακολουθεί την υποχρεωτική αγαμία, στους κληρικούς των Ουνιτών θα επιτραπεί να είναι νυμφευμένοι, για να διευκολύνεται προφανώς ο εξουνιτισμός. Συμπερασματικά, λοιπόν:

Η Ιερά Εξέταση συνδέεται με την αρχή της αλάθητης ηγεσίας (αλάθητο του Πάπα, Infallibilitas), που θεμελιώθηκε «δογματικά» από τον κορυφαίο σχολαστικό του μεσαίωνα Θωμά Ακινάτη (†1274). Το υπόβαθρο του παπικού αλαθήτου είναι η φραγκική ερμηνεία και χρήση της περί προορισμού διδασκαλίας του Αυγουστίνου, σε πλαίσια κοσμικά-πολιτικά. Η Ουνία απορρέει από την απαίτηση επιβολής του άλλου βασικού παπικού δόγματος, του πρωτείου εξουσίας, μέσα στον χριστιανικό κόσμο. Συγκεκριμενοποιείται και δραστηριοποιείται τον 16ο αιώνα, διότι τότε έλαβε χώρα γεγονός τεράστιας σημασίας: Γένεση του Προτεσταντισμού (1517). Ο Παπισμός αναζήτησε στήριγμα στην Ανατολή, για να εξισορροπηθεί η αμφισβήτησή του στη Δύση.

Η Ουνία και η Χριστιανική Ανατολή

  1. Η Ουνία δεν είναι, ούτε μπορεί να νοηθεί, ως ένα «ενδιάμεσο σώμα» μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Είναι ένα κομμάτι του Παπισμού, αποτελούμενο από γεωγραφικά και μόνο «ανατολικούς» χριστιανούς, πλήρως ενσωματωμένους στη Λατινική Εκκλησία. Πολύ ορθά χρησιμοποιείται και γι’ αυτούς, όπως για τους Προτεστάντες, ο χαρακτηρισμός «η κατ’ ανατολάς Δύσις». Το μόνο κοινό με την Ορθοδοξία είναι ο «ρυθμός» τους.

Η Ουνία παραμένει πάντοτε, κατά την πατριαρχική Εγκύκλιο του 1838, «μέθοδος απόκρυφος και όργανον καταχθόνιον, δι’ ου παρασύρουσι τους ευήθεις και ευαπατήτους προς τον Παπισμόν». Ουνία και Παπισμός ταυτίζονται. Οι Ουνίτες, μάλιστα, στηρίζουν τον παπικό θεσμό με φανατισμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι Ρωμαιοκαθολικοί. Ανάμεσα στους τελευταίους υπάρχουν και κάποιοι, που κατορθώνουν να αποδεσμευθούν από τον «παπικό μυστικισμό», που έντεχνα καλλιεργείται, ιδιαίτερα στα κατώτερα λαϊκά στρώματα, και ασκούν μία, υποτυπώδη έστω, κριτική στον Πάπα (βλέπε π.χ. λατινική Αμερική). Οι Ουνίτες όμως από τον παπικό θεσμό εξαρτούν την ύπαρξή τους και γι’ αυτό αποβαίνουν οι σκληρότεροι υποστηρικτές του Πάπα. Γι’ αυτό, ενώ σε παλαιότερες εποχές η Ρώμη ευχάριστα δεχόταν, ή και βοηθούσε, την αφομοίωση των Ουνιτών, σήμερα αποτρέπει την αφομοίωσή τους και ευνοεί τη διατήρησή τους. Διότι χρησιμοποιεί την αφοσίωσή τους, για να αποκαθιστά το κλονιζόμενο κύρος του Πάπα στη Δύση. Οι Ουνίτες σήμερα αναγκάζονται να κρατούν τα θρησκευτικά έθιμα της χώρας τους, οι ΄Ελληνες της Ελλάδος, οι Σύριοι της Συρίας κ.ο.κ., με το πρόσχημα της «καθολικότητος της Εκκλησίας», δηλαδή του Παπισμού, που εμφανίζεται έτσι ως παγκόσμια «δύναμη».

Η αποκοπή των Ουνιτών ολοσχερώς από το σώμα των Ορθοδόξων ήταν κοινή συνείδηση για τους ορθοδόξους πιστούς σε παλαιότερες εποχές, όταν τα πνευματικά αντανακλαστικά ακόμη λειτουργούσαν κανονικότερα. Γι’ αυτό όχι μόνο τους Λατίνους, αλλά και τους Ουνίτες, δεν τους ονόμαζαν ο λαός και λόγιοι θεολόγοι, ως τον 19ο αιώνα, Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά παπικούς ή παπιστές και Κατόλικους, ως μετάφραση του Ιταλικού Catolico. Ο ορθόδοξος λαός είχε συνείδηση του περιεχομένου του όρου «Ρωμαίος» και «καθολικός», που και τα δύο σημαίνουν «ορθόδοξος». Ως προς την ουσία τους δε, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (†1444) τους αποκαλούσε «Γραικολατίνους» και «μιξόθηρας ανθρώπους». Η επέκταση του Οικουμενισμού επέφερε σύγχυση και στη χρησιμοποιουμένη ορολογία, ώστε να είναι ανάγκη σήμερα να ξεκαθαρισθούν και πάλι τα πράγματα.

Η Ουνία εντάχθηκε την κατάλληλη ιστορική στιγμή στην υπηρεσία των πολιτικών σχεδίων του παπικού κράτους (ως το 1929) και μετά του Βατικανού (ως κολοβωμένου γεωγραφικά παπικού κράτους), αλλά και των εξαρτωμένων από τη Ρώμη ή συνεργαζομένων μαζί της ρωμαιοκαθολικών Ηγετών και Κυβερνήσεων. Γι’ αυτό η παρουσία και ο ρόλος της δεν είναι ποτέ αμιγώς θρησκευτικός, αλλά θρησκευτικοπολιτικός. Και όταν ακόμη δεν αναμειγνύονται φανερά σε πολιτικές ίντριγκες οι Ουνίτες, και μόνο η ύπαρξή τους διευκολύνει τα επεκτατικά πολιτικά σχέδια του Παπισμού και των συμμάχων του. ΄Ετσι, ο χαρακτηρισμός «πολιορκητική μηχανή», για την Ουνία δεν είναι καθόλου έξω από τα πράγματα.

  1. Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής της ιδέας της Ουνίας και της συγκροτήσεως ουνιτικών κοινοτήτων η κίνηση αυτή ανατέθηκε στην εποπτεία και καθοδήγηση του τάγματος των Ιησουϊτών των συνεπεστέρων θεραπόντων της παπικής εξουσίας ∙ αν επιτρέπεται ο όρος, των «καταδρομέων» του Παπισμού. Το Ιησουϊτικό Τάγμα ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1540 και σ’ αυτό περιήλθε η «Sacra Congregatio de propaganda fidei» (1622), στην οποία εντάχθηκε η Ουνία. Ως παράρτημα της παραπάνω «Congregatio» ιδρύθηκε η «Congregatio pro Ecclesia Orientale», που από το 1917 έγινε αυτοτελής οργανισμός, για την προώθηση της παπικής προπαγάνδας στο χώρο της Ανατολής. Σ’ αυτήν τελικά υποτάχθηκε η Ουνία έκτοτε και σ’ αυτή τη σχέση παραμένει ώς σήμερα. Η εξάρτηση της Ουνίας από το Ιησουϊτικό Τάγμα την κατέστησε «δίχτυ» του Ιησουϊτισμού για την προώθηση των συμφερόντων της Ρώμης. Καλλίνικο θύμα του Ιησουϊτισμού και της Ουνίας υπήρξε ο μαρτυρικός Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις (†1638), διότι αντιτάχθηκε στα σχέδια και των δύο. Και φυσικά δεν ήταν το μόνο θύμα τους στην ελληνική Ανατολή.

Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ ίδρυσε το 1577 στη Ρώμη το Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, θεολογική Σχολή για την κατάρτιση των στελεχών της Ουνίας, που θα ανελάμβαναν δραστηριότητα στις ελληνόφωνες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ενετοκρατούμενων περιοχών. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου αυτού υπέγραφαν κατά την αποφοίτησή τους Βούλα υποταγής στον Πάπα και απέβαιναν φανατικοί υποστηρικτές και κήρυκες της υποταγής των Ορθοδόξων στη Ρώμη. Η δράση τους υπήρξε καταλυτική για την Ορθοδοξία. Χρησιμοποιώντας μάλιστα πρώτοι αυτοί την καθομιλουμένη γλώσσα στα έντυπά τους αποκτούσαν μεγάλες δυνατότητες προσβάσεως στον απλό λαό. Γι’ αυτό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πιστό στον εθναρχικό του ρόλο, υιοθέτησε αμέσως το ίδιο μέτρο, για να πληροφορεί το πλήρωμά του.

  1. Δεν περιορίσθηκε όμως στα πνευματικά μέσα η δράση της Ουνίας. ΄Οπου η τοπική κρατική εξουσία ήταν φιλοπαπική, χρησιμοποιήθηκε και η ωμή βία για την υποταγή των Ορθοδόξων. Αυτό συνέβη στην Πολωνία στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ΄ (1587-1632) επέβαλε την Ουνία στους Ορθοδόξους της Πολωνίας, όπως και σ’ εκείνους της Λιθουανίας και Ουκρανίας, με βίαιο τρόπο, ύστερα από την ουνιτική σύνοδο του Βρεστ-Λίτοβσκ (1596). Κάθε αντίδραση αντιμετωπίσθηκε με τη βία από τους Λατίνους και τους Ουνίτες Κληρικούς και σημειώθηκε σωρεία εγκλημάτων. Στην παραπάνω σύνοδο όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι υπέγραψαν την ένωση και εκατομμύρια Ορθόδοξοι έγιναν αναγκαστικά Ουνίτες. Οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι υπέστησαν πρωτοφανείς διωγμούς. Παράλληλα η Ουνία επεκτάθηκε στη Ρουθηνία (Καρπαθορρωσία) τον 17ο αι. (1646), στη Σλοβακία (1649), στη Τρανσυλβανία (1698/99), και γενικά, όπου υπήρχε ορθόδοξο πλήρωμα (Σερβία, Αλβανία, Βουλγαρία, Γεωργία, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ελλάδα).

Αλλά και στη Μέση Ανατολή εισέδυσε ο Παπισμός δια της Ουνίας, εκμεταλλευόμενος τις κατά καιρούς τοπικές διαμάχες εκκλησιαστικών μερίδων, την αμάθεια του τοπικού Κλήρου, τις περιπέτειες του λαού και τα δημιουργούμενα κενά. Μέσω της Ουνίας προσφερόταν «προστασία» των ισχυρών της Ευρώπης, όπως ακόμη άρτια ποιμαντική, εκπαιδευτική και οικονομική οργάνωση.

Η Ουνία στους τέσσερις τελευταίους αιώνες δραστηριοποιήθηκε και στις «αντιχαλκηδόνιες» Εκκλησίες της Ανατολής (Αιθιοπική, Αρμενική, Κοπτική, Μαλαμπαρινή, Συροϊακωβιτική). Ακόμη εισέδυσε στην Ασσυριακή Νεστοριανική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η Χαλδαιοκαθολική Εκκλησία της Μέσης Ανατολής, με πιστούς στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α.

Οι ανακατατάξεις στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα στην τέως Σοβιετική ΄Ενωση, έδωσαν την ευκαιρία στο Βατικανό να σπεύσει για την κάλυψη των δημιουργουμένων κενών μέσω της Ουνίας. Η κίνηση, μάλιστα, και προβολή της Ουνίας συνοδεύεται από την έντεχνα εξαπλούμενη παπική προπαγάνδα, ότι οι Ουνίτες υπήρξαν θύματα της κομμουνιστικής θηριωδίας και με την αντίστασή τους συνέβαλαν στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και είναι μεν γεγονός, ότι και οι Παπικοί ή Ουνίτες είχαν, όπως και οι Ορθόδοξοι και οι άλλοι Χριστιανοί, τα θύματά τους από το 1917 ως την Περεστρόϊκα. Αποσιωπάται όμως έντεχνα η συνεργασία Παπικών και Ουνιτών με τις ναζιστικές δυνάμεις και η προδοσία απέναντι στην πατρίδα τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που προκάλεσε τη μήνη του Στάλιν και τις εναντίον τους ενέργειές του. Οι Ορθόδοξοι επωμίσθηκαν το μεγάλο βάρος της υπερασπίσεως της Σοβιετικής Ενώσεως από τις ορδές των Ναζιστών, τους οποίους, λόγω του κογκορδάτου του Πάπα Πίου ΙΑ΄ με τον Χίτλερ (1933), δέχονταν ως φίλους και συμμάχους οι Παπικοί και Ουνίτες της Σοβιετικής Ενώσεως και των άλλων ανατολικοευρωπαϊκών Χωρών.

Και είναι μεν γεγονός, ότι με τη σύνοδο του Λβόβ (Μάρτιος 1946) ο Στάλιν εκδικήθηκε τους Ουνίτες αναγκάζοντάς τους στην Ουκρανία να ενωθούν με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα και τον αιφνιδιασμό της Περεστρόϊκα οι Ουνίτες της Ουκρανίας αναδύθηκαν και πάλι προκλητικά, καθοδηγούμενοι από το Βατικανό, και όχι μόνο προέβαλαν με έντονο τρόπο τις διεκδικήσεις τους, δημιουργώντας αφόρητες καταστάσεις στους Ορθοδόξους, αλλά με φανερή μνησικακία και εκδικητικότητα προέβησαν σε βιαιοπραγίες και βανδαλισμούς (με ανθρώπινα θύματα). ΄Ετσι φάνηκε για μια ακόμη φορά το μίσος των Ουνιτών εναντίον των Ορθοδόξων και ο ξενοκίνητος ρόλος τους. Διότι, προφανώς, δεν πρόκειται για αυθόρμητες και απροϋπόθετες εκρήξεις, αλλά για εντολές του Βατικανού, που ενθάρρυνε τους Ουνίτες και ετόνωσε την προκλητικότητά τους, βιάζοντας έτσι τις πολιτικές εξελίξεις. Κατά γενική ομολογία τα νήματα κινούν ο Πάπας και η Κούρια από τη Ρώμη. Το Βατικανό συνεχίζει, έτσι, την μακραίωνη πολιτική του έναντι της ανυπότακτης Ορθοδοξίας, επιλέγοντας και πάλι το θρασύτερο και αποτελεσματικότερο όπλο εναντίον τους, την φανατισμένη Ουνία. Πίσω από τα επίπλαστα χαμόγελα και τους ασπασμούς των οικουμεν(ιστ)ικών σχέσεων ο Παπισμός δεν αλλάζει διαθέσεις και στόχους.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

            Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Δ΄ Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν θεραπεία τοῦ παραλύτου, τὴν ὁποία ἐπιτέλεσε ὁ Κύριός μας στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτὴ ἡ κολυμβήθρα ἦταν σημαντικὸ σημεῖο τῆς πόλης καὶ προσείλκυε πολλοὺς ἀνθρώπους, κυρίως σωματικὰ ἀσθενεῖς, διότι ἐκεῖ συνέβαινε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἕνα ξεχωριστό, θαυμαστὸ γεγονός. Ἀνὰ διαστήματα, Ἄγγελος Κυρίου ἐρχόταν στὴν κολυμβήθρα καὶ τάραζε τὸ νερό. Μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε ἰαματικὴ χάρη, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πρῶτος ποὺ κατόρθωνε νὰ μπεῖ στὸ νερὸ νὰ θεραπεύεται. 

            κεῖ, λοιπόν, κοντὰ στὴν κολυμβήθρα, ἀνέμενε καρτερικὰ ἕνας ἄνθρωπος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτος. Εἶχε δεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ταράζεται τὸ νερό, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος νὰ τὸν βοηθήσει νὰ εἰσέλθει πρῶτος. Ἔτσι, λάμβαναν τὴν θεραπεία ἄλλοι. Τὸ καλό, ὅμως, ἦταν ὅτι ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔβαζε κάτω. Δὲν ἦταν ἡττοπαθής. Δὲν ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «τί νόημα ἔχει νὰ κάθομαι καὶ νὰ περιμένω πάνω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα;». Οὔτε τὰ ἔβαλε ποτὲ μὲ τὸν Θεό. Ἀντιθέτως, ἤλπιζε στὸν Θεό. Σεβόταν καὶ κατανοοῦσε ὅτι ὁ Κύριος κάνει τὰ πάντα σκόπιμα. Ὅπως πολλὲς φορὲς δίνει τὶς εὐλογίες, ἔτσι μπορεῖ καὶ νὰ τὶς πάρει πίσω. Κὶ ἐμεῖς, ὅπως ξέρουμε νὰ λαμβάνουμε τὶς εὐλογίες, ἔτσι πρέπει νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι, ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμή, νὰ δεχθοῦμε καὶ τὶς δοκιμασίες. Ἄλλωστε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ πολύαθλος Ἰώβ: «ὁ Κύριος ἔδωσε, ὁ Κύριος ἀφαίρεσε». 

            Αὐτὴ ἡ γενναία στάση του ἀπέναντι στὴν ἀσθένεια, στὴ μεγάλη δοκιμασία τῆς ζωῆς του, δὲν ξέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ἀργεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὰ αἰτήματά μας, ἀλλὰ ὅταν τὸ κάνει, τὸ κάνει μὲ τὸν δικό Του, μοναδικὸ καὶ καλύτερο τρόπο. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια προσμονῆς, ὑπομονῆς καὶ δέησης τοῦ παραλύτου, δὲν πῆγαν χαμένα. Ὁ Κύριος, μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ ἔστειλε ἕναν ἄνθρωπο νὰ τὸν βάλει στὴν κολυμβήθρα, ἔκανε, ὅμως, κάτι πολὺ ἀνώτερο. Ἔλαβε σάρκα καὶ ἐπισκέφθηκε ὁ ἴδιος τὸν ἀσθενῆ. Ἔγινε γιὰ τὸν ἄρρωστο, τὸν πονεμένο καὶ τὸν μόνο, ὁ Ἄνθρωπός του. 

            - Θέλεις νὰ γίνεις καλά; Τὸν ρώτησε. 

            - Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό, νὰ μὲ βάλει στὴν κολυμβήθρα. 

         - γὼ εἶμαι ὁ Ἄνθρωπος ποὺ τόσα χρόνια ἔψαχνε ἡ ψυχή σου. Τὴν κολυμβήθρα αὐτὴν δὲν τὴν ἔχεις ἀνάγκη. Θὰ ἔρθει στιγμὴ ποὺ θὰ βουτήξεις σὲ ἄλλη, ἀνώτερη. Τώρα, ὅμως, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. 

            πακούοντας στὴ Δεσποτικὴ ἐντολή, σηκώθηκε ἀμέσως. «Ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις». Καὶ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θέλει, πρέπει νὰ δεῖ τὴν ἀνάλογη θέληση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ παράλυτος ἤθελε καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε.

             εὐαγγελικὴ ἱστορία, ὅμως, δὲν παύει ἐδώ. Βλέπετε, ἡ θεραπεία ἔγινε τὴν ἱερή, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται μέχρι σήμερα ὁποιαδήποτε σωματικὴ ἐργασία. Εἶδαν, λοιπόν, οἱ Φαρισαῖοι τὸν θεραπευμένο νὰ κουβαλάει τὸ κρεβάτι του καὶ μὲ αὐστηρὸ βλέμμα τοῦ εἶπαν: «Δὲν ντρέπεσαι; Εἶναι Σάββατο. Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου». Ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν λογική, ὁ Χριστιανισμὸς ἀπαντᾶ μὲ μία ἐρώτηση: «δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου τὸ Σάββατο, ἀλλὰ ἐπιτρέπεται νὰ παραμένεις ἀδρανὴς καὶ ἀδιάφορος ἀπέναντι στὸν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ σου χρόνια ὁλόκληρα;».  Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποκρισία μίας κοινωνίας ποὺ δὲν ξέρει νὰ ἀγαπᾶ καί, προσπαθῶντας νὰ καλύψει τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀδράνειά της, στέκεται σὲ μικροπρέπειες. 

            κτοτε, τὰ πρόσωπα μπορεῖ νὰ ἄλλαξαν, ἀλλὰ τὰ προσωπεῖα, οἱ μάσκες, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε.  Ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲν προσέφεραν στὸν συνάνθρωπο, ποὺ ποτὲ δὲν βίωσαν τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία, προκειμένου νὰ καλύψουν αὐτὸ τὸ κενό, στέκονται σὲ λεπτομέρειες καὶ κρίνουν ἀπὸ αὐτές. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ παρουσιάσουν πρὸς τὰ ἔξω κάτι ποὺ δὲν εἶναι. Στοὺς διαχρονικοὺς Φαρισαίους, ὁ Κύριός μας πατρικὰ τονίζει: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν»! Δὲν θέλει ὁ Κύριος τὴν νεκρὴ προσήλωσή μας στὸ νόμο, ὅπως προσηλωμένοι ἦταν οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλὰ τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ὁ ἀληθινὸς εὐσεβής, ὅποια ἀγαθοεργία κάνει, τὴν κάνει ἐπειδὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδιᾶς του καὶ ὄχι γιὰ νὰ φανεῖ εὐσεβής. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ὀπτική, οἱ Φαρισαῖοι, θὰ ἔπρεπε ἂν ὄχι νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεὸ μπροστὰ στὸ θαῦμα, τουλάχιστον νὰ σιωπήσουν μὲ σεβασμὸ ἀπέναντι στὸν παράλυτο ποὺ ποτὲ δὲν βοήθησαν.

            ν κατακλείδι, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ παράλυτος ἤθελε, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν θεράπευσε. Εἶχε καρδιακὴ θέληση, τὴν ὁποία ἐξέφραζε κατὰ Θεόν. Ἤθελε τὴν θεραπεία του, ἀλλὰ τὴν ἤθελε ὅπως τὴν ἤθελε ὁ Θεός. Εἶχε θέληση, ὄχι θέλημα. Δὲν ὑπέδειξε ὁ ἴδιος τὸν τρόπο τῆς θεραπείας, ἀλλὰ μὲ ταπεινοφροσύνη ἔκανε ὑπομονή, ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, λογικὰ εἴμαστε γιατὶ στὴν ἐρώτηση: «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», ἀπαντήσαμε: «Ναί, Κύριε»! Πράγματι, ὅλοι παράλυτοι εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν παραλυσία ὁ Κύριος θὰ μᾶς τὴν θεραπεύσει προκειμένου νὰ τρέξουμε μὲ ὁρμὴ πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὅμως, ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι νὰ θέλουμε ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ὅπως μᾶς προβάλλει ἡ ἀσθενική μας φύση. 

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

«Ἀλήθειες γιὰ τὸν παπισμό», τοῦ Σεβ. Ἀττικῆς & Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

 

DSC 8970

 

                   Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκδημία καὶ τὴν κηδεία τοῦ ἀπελθόντος πάπα, ὡς καὶ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου, γίναμε θεατὲς μίας ἔκρηξης φιλοπαπικῆς προπαγάνδας τόσο ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, ὅσο καὶ ἀκόμη ἀπὸ ἐξ ὀρθοδόξων κληρικούς. 

            Τὰ μὲν εἰδησεογραφικὰ δελτία προέβησαν σὲ πολύωρες ἀναφορὲς «μετὰ δακρύων» στὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ προηγουμένου πάπα, ἐκθειάζοντας, φυσικά, τὴν «προοδευτικὴ» πολιτική του σὲ θέματα κοινωνικοῦ ἐνδιαφέροντος, παρὰ τὶς σαφεῖς, ἀντίθετες ἁγιογραφικὲς ἐπιταγές. 

            Ἔπειτα, κάλυψαν ὅλες τὶς λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν κηδεία του μὲ τόση σχολαστικότητα ποὺ καθιστᾶ σαφὲς ὅτι τὸ ὅλο φαινόμενο ἀποτελεῖ μέρος μίας ὀργανωμένης ἐπιχείρησης αὔξησης τῆς δημοφιλίας τοῦ πάπα στὴν πατρίδα μας, ἐνῷ διεγείρει καὶ τὸν ἑξῆς ἁπλὸ προβληματισμό: ἄραγε στὴν κηδεία ἑνὸς πατριάρχη τῶν Ρωμηῶν θὰ ἦταν τόση ἡ συγκίνηση καὶ ἡ κάλυψη ἐκ μέρους τῶν ἑλληνικῶν Μ.Μ.Ε.; 

            Κάτι ποὺ σὲ ὅσους καταλαβαίνουν προξένησε ἀλγεινὴ ἐντύπωση, ἀποτελεῖ ὁ πανηγυρισμὸς καὶ τὰ ρίγη συγκινήσεως ποὺ ἐκδήλωσαν οἱ δημοσιογράφοι γιὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ποὺ ἐψάλη στὰ ἐλληνικὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔφεραν λειτουργικὰ ἄμφια ὀρθοδόξων, πρὸς παραπλάνησιν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦσαν ὅτι οἱ ἐν λόγῳ κύριοι ἦταν οὐνίτες, δηλαδὴ παπικοὶ «ἱερωμένοι» ποὺ ἐφαρμόζουν τὴν δόλια πρακτικὴ τῆς διατηρήσεως τοῦ ἐξωτερικοῦ σχήματος τῶν ὀρθοδόξων, μία ἀγαπημένη ἐπινόηση τῶν παπικῶν γιὰ νὰ ἁρπάζουν πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπορροφῶντας τους στὴν πλάνη. 

            Παράλειψη θὰ ἦταν νὰ μὴν ἀναφέραμε τὴν ἑστίαση τῶν εἰδήσεων στὴν παρουσία πλήθους ἀρχηγῶν κρατῶν στὴν κηδεία τοῦ πρώην πάπα καὶ τὰ συγχαρητήριά τους γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου. Παράλειψη, ὅμως, τῶν εἰδησεογραφικῶν δελτίων ἦταν ἡ μὴ ἐξήγηση ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνταπόκριση ἀρχηγῶν κρατῶν ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀπευθύνονται σὲ ἕναν, κατὰ κύριο λόγο, ὁμόλογό τους, δεδομένου ὅτι ὁ ἑκάστοτε πάπας εἶναι ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καὶ ὄχι -ὅπως ἐνδεχομένως ἦταν ἡ ἐπιθυμία κάποιων νὰ προβληθεῖ- ὁ «ἀρχηγὸς» τῆς παγκόσμιας χριστιανοσύνης. 

            Καὶ ἐνῷ ἔτσι ἀνταποκρίθηκαν τὰ Μ.Μ.Ε., πράγμα ἐν πολλοῖς κατανοητό, δεδομένου ὅτι τὰ ὑπηρετοῦν ἄνθρωποι κοσμικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ κύριο λόγο δὲν ἔχουν γνώση τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, διαβάσαμε καὶ ἀκούσαμε ἀπόψεις κληρικῶν, τόσο φίλα προσκείμενες στὴν παποσύνη, ποὺ ὄχι ἁπλὰ μᾶς ἔκαναν νὰ ἀποροῦμε, ἀλλὰ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀντιτεθοῦν στὴν ἀπὸ αἰώνων στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων Ἁγίων Πατέρων, ἐνάντια στὶς παπικὲς ψευδοδιδασκαλίες. Βεβαίως, ὁ οἰκουμενισμὸς ἀπὸ τὴς γεννήσεώς του πολλὰ πράγματα τὰ ἔχει κάνει ἕναν ἀπροσδιόριστο «ἀχταρμά», ἀναμιγνύοντας, κατὰ τὴν προσφιλή του τακτική, τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. Ἑπομένως, ἀπότοκό του εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι, ἐνῷ δῆθεν ἐπιθυμοῦν τὴν προσέγγισή τους μὲ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς στὸ πλαίσιο μίας ἀδιευκρίνιστης ἀγάπης, νὰ καταλήγουν σὲ προσέγγισή τους μέσῳ τῆς ἀπόρριψης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἐπιβεβαιώνεται, ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ τοῦ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει».

            Συγκεκριμένα, ἀκούσαμε ἀπὸ μεγαλόσχημο κληρικὸ τὴν ἐπίκληση τῆς πρεσβείας τοῦ «ἁγίου Φραγκίσκου τῆς Ἀσίζης» γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀπελθόντος πάπα, ὡσὰν νὰ ἔχουν γραφεῖ στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους παπικοί. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν μνημονεύσω, στὸ σημεῖο αὐτό, ὡς τὴν ἀπόλυτη εἰρωνεία, τὴν πρὸ μηνῶν τέλεση τρισαγίου στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Ε´. Ἀπὸ τὴν μία σὲ ὄντως Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχυσαν τὸ αἵμα τους ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, τελοῦνται τρισάγια, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἄνθρωποι, ἐνδεχομένως καλοὶ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα, ἀλλὰ πάντως εὑρισκόμενοι ἔξωθεν τῆς Ὀρθοδοξίας, μνημονεύονται ὡς «ἅγιοι». 

            Ἐπίσης, εἴδαμε μία πολεμικὴ στάση ἀπέναντι στὴν καταδίκη αἱρετικῶν δοξασιῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς δῆθεν συνέπεια τῆς ἐνασχόλησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ «ἀνούσια θεολογικὰ ζητήματα», ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων καὶ τὸ «filioque». Ἄκουσον, ἄκουσον... «Εἰς μάτην», λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές, ἀγωνίσθηκαν κατὰ τῶν λατίνων οἱ Ἅγιοι Φώτιος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Μάρκος ὁ Εὐγενικός... 

            Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ προχωρήσω σὲ θεολογικὴ ἀνάλυση τῶν ὅσων εἰπώθηκαν. Θὰ ἐκφράσω, ὡστόσο, μερικοὺς ἁπλοὺς προβληματισμούς: ἀκούσαμε καὶ ἀκοῦμε συνεχῶς τὴν ἀναφορὰ τῶν παπικῶν -καὶ τῶν ὁποιωνδήποτε αἱρετικῶν- ὡς «Ἐκκλησία». Γιατί, λοιπόν, στὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» λέμε ὅτι πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα «παιχνίδι μὲ τὶς λέξεις». Κάποιες λέξεις ἔχουν ἄλλη βαρύτητα ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὴν παραβλέπουμε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ.

            Ἔπειτα, συνηθίζεται νὰ ἀποκαλεῖται ὁ πάπας ὡς «ἁγιότατος». Καταλαβαίνουμε ὅτι ἐν πολλοῖς αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς μία προσφώνηση, ἀλλὰ πολλοὶ ἐξ ὀρθοδόξων πιστεύουν ὡς ἀλήθεια αὐτὴ τὴν προσφώνηση, ὅπως ἀποδείχθηκε. Διερωτώμεθα: ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε «ὁ πιστεύσας καὶ ΒΑΠΤΙΣΘΕΙΣ σωθήσεται»; Ἐκεῖνος πάλι δὲν εἶπε στοὺς Μαθητές Του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΕΣ αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»; Ἂν δὲν ἀπατῶμαι, «βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω κάτι μέσα στὸ νερό». Οἱ παπικοί, λοιπόν, πρὸ πολλοῦ ἔχουν καταργήσει τὴν ἐντολὴ τοῦ βαπτίσματος, καθὼς ρίχνουν μόνο λίγο νερό στὴν κεφαλή. Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ βαπτιζόμαστε καὶ ὄχι νὰ ραντιζόμαστε; Ἂς ἀνατρέξουμε ξανὰ στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Πιστεύουμε, ἢ δὲν πιστεύουμε στὸν Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἔχει μιλήσει ξεκάθαρα, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁποιαδήποτε προσπάθεια μεταπατερικῆς ἐρμηνείας τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας δὲν εἶναι παρὰ παραπληνητικὴ καὶ ὑποκριτική. 

            Ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἀναφέρει «Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Γιατί τὸ λέει αὐτό; Μήπως μισεῖ τοὺς αἱρετικούς; Ὄχι. Ἁπλῶς γνωρίζει ὅτι ἂν ἕνας ὀρθόδοξος δείξει ὅτι ἀποδέχεται ἀπρόσκοπτα αἱρετικὲς δοξασίες, στερεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ τὴν εὐκαιρία νὰ προβληματισθεῖ, νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἔλθει εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Ἡ μεγαλύτερη ἀγάπη εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ χριστιανοῦ γιὰ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὄχι μὲ τὰ ὡραία λόγια καὶ εὐχολόγια. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ σωτηρία ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Ἂν ἀγαποῦμε πραγματικά, θὰ βοηθήσουμε τὸν ἀδελφό μας νὰ κατανοήσει τὸ λάθος του. Θὰ τὸν βοηθήσουμε μὲ τὸν διακριτικὸ λόγο μας, μὲ τὴν προσευχή μας καὶ τὸν φωτεινὸ βίο μας. Τὸ νὰ πεῖς «σᾶς ἀγαπῶ ὅλους κὶ ἂς εἶναι εὐλογημένα τὰ πάθη καὶ οἱ πλάνες σας» σίγουρα εἶναι πολὺ εὔκολο, ἀλλὰ καὶ σίγουρα δὲν εἶναι ἀγάπη. 

            Πρὶν κλείσω, θέλω νὰ ἐκφράσω ἕναν ἀκόμη προβληματισμὸ ποὺ κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη λέει πολλὰ γιὰ τὸ πῶς ἔβλεπαν ἢ/καὶ συνεχίζουν νὰ βλέπουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ οἱ παπικοί: πῶς γίνεται τὰ τέσσερα ἑλληνικὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα ἀλλὰ καὶ ὀρθόδοξες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νὰ εἶναι αἰχμαλωτισμένα στὴν ἠμισέληνο ἢ νὰ ἔχουν ὑποφέρει ἀπὸ τὸν κομμουνισμό, σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὰ παπικὰ κράτη; Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ ἔχει πεῖ -στὴν ἐποχή του- ὁ Ἅγιος Πατροκοσμᾶς «τὸν πάπα νὰ καταράσθε», κάποιον πολὺ σοβαρὸ λόγο εἶχε, καὶ κάποιο πολὺ ἰσχυρὸ ἔρεισμα.

            Σίγουρα, οἱ καιροὶ περνοῦν καὶ ὑπάρχει δυνατότητα βελτίωσης. Ὡστόσο, ἡ ἱστορία δὲν μπορεῖ νὰ διαγραφεῖ. Τὸ σχίσμα ὑφίσταται. Δυστυχῶς, περίπου ἑνάμισυ δισεκατομμύριο ἄνθρωποι ἀνήκουν στὴν παπικὴ σφαίρα, χωρισμένοι ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, διότι κάποιοι παλαιοὶ δυτικοὶ θέλησαν νὰ ἀποσχισθοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν συμφέροντα καὶ φιλοδοξίες ποὺ πήγαζαν ἀπὸ ἄμετρο ἐγωϊσμό. Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς νὰ ἔλθει στὸ φῶς τῆς ἀληθείας ποὺ μόνο ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ προσφέρει, ἄσχετα ἂν ἀριθμητικὰ οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ τῶν παπικῶν καὶ λοιπῶν αἱρετικῶν. «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ»· καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ οἱ πιστοὶ ἦταν μετρημένοι στὰ δάχτυλα τῶν δύο χεριῶν. Ἀποτελοῦσαν, ὡστόσο, τὴν Ἐκκλησία. 

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος