A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΜΦΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ (Άγιος Δωρόθεος)

 

Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιος είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς ένα προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μια όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα-πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του. Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.

Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορους τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πώς απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και του βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιο λογισμό έχει πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους». Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.

Ώστε συμβαίνει, όπως είπα, και από περιφρόνηση να μην ταραχθεί κάποιος. Αυτό όμως είναι φανερή καταστροφή. Το να ταράζεται όμως κάποιος με τον αδελφό του που τον στενοχωρεί συμβαίνει ή γιατί δεν βρίσκεται εκείνη την ώρα σε καλή ψυχική κατάσταση ή γιατί τρέφει γι’ αυτόν κάποια αντιπάθεια. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες αιτίες που το προκαλούν αυτό, που έχουν ήδη αναφερθεί με πολλούς τρόπους. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια, ή αιτία κάθε ταραχής είναι το ότι δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και να κλαίμε γι’ αυτές. Γι’ αυτό νιώθουμε όλη αυτή την κατάθλιψη. Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Δεν είναι δε θαυμαστό το ότι ακούμε από όλους τους αγίους ότι δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’ αυτήν και βλέπουμε ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο δεν βρήκε ανάπαυση, και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στο σωστό δρόμο, χωρίς να συνηθίσουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας;

Πράγματι, ακόμα και αν ο άνθρωπος πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν εργαστεί όμως αυτό το έργο της αυτομεμψίας, δεν θα σταματήσει ποτέ να στενοχωρεί και να στενοχωριέται και να χάνει όλους τους κόπους του.

Ποιά δε χαρά, ποιά ανάπαυση δεν θα έχει, όπου και αν πάει, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Ποιμήν, εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του; Γιατί, αν του συμβεί κάποια ζημιά ή κάποια ατίμωση είτε οποιαδήποτε άλλη στενοχώρια, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του ως άξιο του κακού και ποτέ δεν ταράζεται. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτή;

Αλλά μπορεί να πει κάποιος: «Αν με στενοχωρήσει ο αδελφός και ψάξω μέσα μου και βρω ότι δεν του έδωσα καμιά αφορμή, πώς μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου;». Πραγματικά, αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα βρει ότι οπωσδήποτε έδωσε αφορμή είτε με λόγο, είτε με έργο, είτε με κάποια κίνηση. Και αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε καμιά απολύτως τέτοια αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανόν να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά ή για το ίδιο θέμα ή για κάτι άλλο. Ή μπορεί κάποιον άλλο αδελφό να στενοχώρησε και έπρεπε γι’ αυτό να υποφέρει ή, πολλές φορές, και για κάποια άλλη αμαρτία. Ώστε αν, όπως είπα, με φόβο Θεού εξετάσει κανείς τον εαυτό του και ψηλαφήσει τη συνείδησή του με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος.

Άλλες φορές πάλι βλέπει κανείς τον εαυτό του να παραμένει ήσυχος και ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδελφός κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται και γι’ αυτό νομίζει ότι δικαιολογημένα στενοχωριέται μαζί του, λέγοντας ότι: «Αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει και να με ταράξει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία». Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτός που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρίσκεται μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό. Γιατί αυτός μοιάζει με εκλεκτό ψωμί που εξωτερικά έχει πολύ καλή εμφάνιση, όταν όμως το κόψει κανείς, τότε φαίνεται η μούχλα του. Έτσι και αυτός καθόταν ειρηνικός, καθώς νόμιζε, είχε όμως μέσα του το πάθος και δεν το ήξερε. Μια κουβέντα του είπε ο αδελφός του και έβγαλε τη βρωμιά που βρισκόταν κρυμμένη μέσα του. Αν λοιπόν θέλει να βρει έλεος, πρέπει να μετανοήσει, να καθαριστεί, να προοδεύσει. Να καταλάβει δηλαδή ότι οφείλει να ευχαριστεί μάλλον τον αδελφό, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του προξένησε τόσο μεγάλη ωφέλεια.

Διότι κάθε αγωνιστή δεν τον καταβάλλουν και δεν τον επηρεάζουν στο ίδιο μέτρο πάντοτε οι πειρασμοί, αλλά όσο προοδεύει στην πνευματική ζωή, τόσο ελαφρότεροι του φαίνονται. Πραγματικά, όσο προοδεύει η ψυχή, τόσο δυναμώνει και μπορεί να βαστάζει όσα τη βρίσκουν. Όπως ακριβώς, αν ένα ζώο είναι γερό και του φορτώσει κανείς βαρύ φόρτωμα, το σηκώνει εύκολα. Και αν ακόμα τύχει να σκοντάψει, αμέσως σηκώνεται και δεν καταλαβαίνει σχεδόν καθόλου ότι σκόνταψε. Αν όμως είναι ασθενικό και αδύνατο ζώο, τότε και το παραμικρό το γονατίζει. Και αν τύχει να πέσει, έχει ανάγκη από πολλή βοήθεια για να σηκωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Όσο αμαρτάνει, ταλαιπωρείται από την ίδια την αμαρτία. Γιατί η αμαρτία έχει την ιδιότητα να ταλαιπωρεί και να φθείρει αυτόν που τη διαπράττει. Επομένως, οτιδήποτε και αν συμβεί, τον καταπονεί. Όταν όμως προκόψει ο άνθρωπος, ξεπερνάει διαρκώς ευκολότερα όλα εκείνα που τον κούραζαν κάποτε.

Ώστε το να θεωρούμε αίτιο για όσα μας συμβαίνουν τον εαυτό μας και κανέναν άλλο, μας ευεργετεί πάρα πολύ και μας βοηθά να προκόψουμε και μας αναπαύει. Και πολύ περισσότερο μας βοηθά το να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν παραχωρείται να μας συμβεί χωρίς να είναι κάτω από τη Θεία Πρόνοια.

Αλλά λέει κάποιος: «Πώς είναι δυνατόν να μη στενοχωρηθώ αν έχω ανάγκη από ένα πράγμα και δεν μου το δίνουν; Αφού το έχω ανάγκη»; Ούτε τότε δεν δικαιολογείται να κατηγορεί κανέναν ή να θλίβεται. Αλλά, αν πράγματι έχει ανάγκη από κάτι, καθώς λέει, και δεν του το δίνουν, πρέπει να σκέπτεται: «Ο Χριστός ξέρει καλύτερα από μένα αν πρέπει να ανακουφισθώ και Αυτός θα συμπληρώσει την έλλειψη αυτού του πράγματος ή αυτής της τροφής». Οι Ισραηλίτες έφαγαν το μάννα στην έρημο σαράντα χρόνια. Και το μεν μάννα ήταν ένα είδος, γινόταν όμως στον καθένα ό,τι είχε ανάγκη. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από γλυκό, γινόταν γλυκό. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από αλμυρό, γινόταν αλμυρό. Και μ’ ένα λόγο, γινόταν για τον καθένα ό,τι ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του (Σοφ. Σολ. 16, 21). Έτσι λοιπόν, αν έχει κάποιος ανάγκη από αυγό, και δεν του δίνουν παρά λάχανο, πρέπει να πει το λογισμό του: «Αν ήταν για το συμφέρον μου, οπωσδήποτε θα μου το έστελνε ο Θεός. Πλην όμως και το ίδιο αυτό το λάχανο μπορεί να το κάνει για χάρη μου θρεπτικό σαν αυγό ο Θεός». Και είμαι βέβαιος ότι στα μάτια του Θεού αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο. Γιατί, πραγματικά, αν κάποιος είναι άξιος να αναπαυθεί, ο Θεός φωτίζει και την καρδιά των Σαρακηνών να τον ελεήσουν κατά την ανάγκη του. Αν όμως δεν είναι άξιος να αναπαυθεί ή δεν είναι για το συμφέρον της ψυχής του, και αν ακόμα δημιουργήσει καινούργιο ουρανό και καινούργια γη, δεν βρίσκει ανάπαυση.

Φυσικά, άλλες φορές βρίσκει κανείς περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται και άλλοτε δεν έχει ούτε τα απαραίτητα. Γιατί ο Θεός, ως ελεήμων, δίνει στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Μερικές φορές όμως οικονομεί σε κάποιον περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται, θέλοντας να του δείξει την υπερβολική αγάπη που έχει προς τον άνθρωπο και να τον διδάξει την ευχαριστία. Όταν όμως δεν του δίνει αυτά που του χρειάζονται, καλύπτει με το λόγο Του την ανάγκη που θα κάλυπτε το πράγμα που του λείπει και τον μαθαίνει υπομονή.

Ώστε, σε κάθε περίσταση, πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό. Και είτε ευεργετηθούμε, είτε κακοπάθουμε, να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό και να Τον ευχαριστούμε για όσα μας συμβαίνουν, προσπαθώντας πάντοτε να διατηρήσουμε την αυτομεμψία. Και να λέμε, όπως έλεγαν και οι Πατέρες, αν μεν συμβεί κάτι καλό, «είναι οικονομία του Θεού», αν δε συμβεί κάτι κακό, «προέρχεται από τις αμαρτίες μας».

Πραγματικά, ό,τι και αν πάθουμε, από τις αμαρτίες μας το παθαίνουμε. Γιατί οι Άγιοι, και όταν ακόμα πάσχουν, υποφέρουν για τη δόξα του Ονόματος του Θεού ή για να φανερωθεί η αρετή τους και να ωφεληθούν πολλοί ή για να πολλαπλασιασθεί η αμοιβή τους από τον Θεό. Για μας όμως τους ταλαίπωρους, πώς μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Αμαρτάνουμε κάθε μέρα τόσο πολύ και επιδιώκουμε την ικανοποίηση των παθών μας με κάθε τρόπο. Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο που χάραξαν οι Πατέρες, δηλαδή την αυτομεμψία, και περπατάμε τους στραβούς δρόμους, κατηγορώντας τον πλησίον. Και ο καθένας μας, σε κάθε περίσταση, ζητάει να ρίξει το φταίξιμο στον αδελφό του και να φορτώσει σ’ αυτόν το βάρος της ευθύνης του. Καθένας ζει με αμέλεια, τίποτα δεν εφαρμόζει και έχει την απαίτηση από τον πλησίον να τηρεί τις εντολές.

Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί, που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι και εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί». Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού, αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες». Προσέξτε, πως ο ένας έριξε το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι έχουν πει οι Πατέρες». Ο δε άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’ αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα».

Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πώς διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας. Έπρεπε να πάρει καθένας πάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πει: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πει: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Έτσι θα έπρεπε να κάνουν και οι προηγούμενοι. Ο μεν πρώτος έπρεπε να πει: «Εγώ μιλάω με αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μου δίνει εντολές με ταπείνωση και αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Αλλ’ όμως κανένας τους δεν βρήκε το σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.

Να, γι’ αυτό δεν μπορούμε να προκόψουμε, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ωφέλεια σε τίποτε, αλλά περνάμε όλο τον καιρό μας σαπίζοντας από τους λογισμούς που κάνουμε εναντίον των αδελφών μας και κατατσακιζόμαστε, επειδή καθένας δικαιώνει τον εαυτό του. Καθένας αφήνει τον εαυτό του, όπως είπα, χωρίς να εφαρμόζει τίποτα. Και όλοι μας έχουμε την απαίτηση να τηρούν οι άλλοι τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να συνετισθούμε να κάνουμε το καλό, γιατί αν ποτέ και το ελάχιστο μάθουμε, αμέσως απαιτούμε από τον αδελφό μας να το εφαρμόσει, κατηγορώντας τον και λέγοντας: «Πρέπει να κάνει αυτό» ή «γιατί αυτό δεν το έκανε έτσι»; Γιατί δεν απαιτούμε καλύτερα από τους εαυτούς μας να εφαρμόζουμε τις εντολές και δεν κατηγορούμε τους εαυτούς μας ως παραβάτες.

Πού είναι εκείνος ο Γέροντας, που, όταν τον ρώτησαν «τί περισσότερο βρήκες σ’ αυτό το δρόμο, πάτερ»; Απάντησε «έμαθα στο καθετί να κατηγορώ τον εαυτό μου». Πράγμα που έκανε αυτόν που τον ρώτησε να τον επαινέσει και να του πει: «Άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει». Όμοια και ο αββάς Ποιμένας είπε αναστενάζοντας: «Όλες οι αρετές μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι, εκτός από μία και χωρίς αυτή δύσκολα στέκεται ο άνθρωπος». Και τον ρώτησαν: «Ποιά είναι αυτή»; Και λέει: «Η αυτομεμψία». Και ο μέγας Αντώνιος είπε: «Αυτή είναι η σπουδαιότερη πνευματική εργασία, που έχει να κάνει ο άνθρωπος μέσα του. Να επωμίζεται τα λάθη του απέναντι στον Θεό και να προετοιμάζεται για τους πειρασμούς μέχρι την τελευταία του αναπνοή». Και παντού βλέπουμε ότι αυτό τηρούσαν οι Πατέρες και αναπαύονταν, αναφέροντας τα πάντα στον Θεό, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.

Τέτοιος ήταν ο άγιος εκείνος Γέροντας που, όταν αρρώστησε, του έβαλε ο αδελφός στο φαγητό αντί για μέλι λιναρόλαδο, πράγμα που είναι βλαπτικότατο. Και όμως δεν είπε τίποτε, αλλά έφαγε σιωπηλός την πρώτη και την δεύτερη μερίδα που του χρειαζόταν, χωρίς να κατηγορήσει τον αδελφό του, λέγοντας: «Με περιφρόνησε». Και όχι μόνο δεν είπε ότι τον περιφρόνησε, αλλά δεν τον λύπησε ούτε με κανέναν άλλο λυπηρό λόγο. Όταν δε κατάλαβε ο αδελφός τι είχε κάνει, άρχισε να στενοχωριέται και να λέει: «Σε σκότωσα, Γέροντα, και εσύ μου φόρτωσες την αμαρτία, γιατί δεν είπες τίποτα». Με πόση πραότητα του απάντησε, λέγοντας: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα έβαζες μέλι». Και αμέσως απέδωσε το γεγονός στο θέλημα του Θεού. «Τί ανακατεύεις τον Θεό, καλόγερε; Ο αδελφός έκανε το λάθος και συ λες αν ήθελε ο Θεός; Τί σημαίνει αυτό»; Και απαντάει: «Ναι, αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα μου έβαζε μέλι ο αδελφός».

Και αυτό συνέβη, ενώ ο γέροντας αρρώστησε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί για πολλές ημέρες να φάει τίποτα. Και όμως, παρόλα αυτά, δεν αγανάκτησε εναντίον του αδελφού, αλλά απέδωσε το λάθος στο θέλημα του Θεού και αναπαύθηκε. Πολύ σωστά έλεγε ο γέροντας. Γιατί ήξερε καλά ότι, αν ήθελε ο Θεός να φάει μέλι, και το βρωμόλαδο θα το έκανε μέλι.

Εμείς όμως για κάθε πράγμα θεωρούμε υπεύθυνο τον αδελφό μας, κατηγορώντας τον ότι μας περιφρονεί και ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση. Και, αν ακούσουμε ένα λόγο, αποδίδοντάς τον αμέσως σε κακή πρόθεση, λέμε: «Αν δεν ήθελε να με πληγώσει, δεν θα το έλεγε». Πού να βρεθεί ο άγιος εκείνος προφήτης Δαυίδ που είπε για τον Σεμεί: «Αφήστε τον να καταρασθεί, γιατί ο Θεός του είπε να καταρασθεί τον Δαυίδ» (Βασ. Α’ 16, 10). Τον φονιά πρόσταξε ο Θεός να καταρασθεί τον Προφήτη; Πώς λοιπόν του μίλησε ο Θεός; Αλλά ο Προφήτης, ως σοφός και επειδή ήξερε ότι τίποτε άλλο δεν ελκύει τη Χάρη του Θεού στην ψυχή όπως οι πειρασμοί, και μάλιστα όταν έρχονται επί πλέον σε καιρό δοκιμασίας και δύσκολης περιστάσεως, έλεγε: «Αφήστε τον να καταριέται τον Δαυίδ, γιατί του είπε ο Κύριος να το κάνει». Γιατί; «Μήπως δει ο Θεός την ταπείνωσή μου και μου αποδώσει καλό αντί για την κατάρα του». Βλέπεις με πόση σύνεση ενεργούσε ο Προφήτης; Γι’ αυτό και διαφωνούσε με όσους ήθελαν να τον υπερασπισθούν, λέγοντας: «Γιατί ασχολείσθε με μένα, παιδιά της Σαρούιας; Αφήστε τον να καταριέται, γιατί ο Κύριος τον παρακίνησε».

Εμείς όμως δεν ανεχόμαστε να πούμε για τον αδελφό μας: «Ο Κύριος τον παρακίνησε». Αλλά, αν ακούσουμε ένα λόγο, αμέσως νιώθουμε όπως οι σκύλοι. Ρίχνει κανείς επάνω τους πέτρα και αφήνουν αυτόν που τους πετροβόλησε και δαγκώνουν την πέτρα. Έτσι κάνουμε και εμείς. Εγκαταλείπουμε τον Θεό που επιτρέπει να μας βρουν συμφορές, για να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας, και τα βάζουμε με τον αδελφό μας, λέγοντας: «Γιατί μου το ‘πε; Γιατί μου το ‘κανε»; Και ενώ μπορούμε απ’ αυτά να έχουμε μεγάλη ωφέλεια, βλάπτουμε τον εαυτό μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όλα γίνονται με την Πρόνοια του Θοεύ για το συμφέρον του καθενός. Ο Θεός να μας χαρίσει σύνεση με τις ευχές των Αγίων. Αμήν.

(Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά, εκδ. «Ετοιμασία»,
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, Δεκέμβριος 2014.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. Ιστολόγιο: «Ορθόδοξη Πορεία», 7/4/2025)

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ; (Άγιος Ιωάννης Κρονστάνδης)


Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι

Τι θα πει πνευματική φτώχεια; Όλοι σας έχετε δει ανθρώπους που είναι φτωχοί κι άποροι. Για να περιγράψουμε την πνευματική φτώχεια λοιπόν ας εξετάσουμε πρώτα την υλική φτώχεια, ώστε από τα όμοια να φτάσουμε σε μια σωστή εξήγηση.

Άπορος, όπως το λέει κι η λέξη, είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα.

Ό,τι μπορεί να ελπίζει πως θα λάβει θα έρθει μόνο από την ευσπλαχνία των άλλων. Ούτε ένα κομμάτι ψωμί για να χορτάσει την πείνα του δεν έχει ή κάτι για να ξεδιψάσει τη δίψα του, που το έχουν άφθονο όλοι οι άνθρωποι.

Δεν θα είχε κατάλυμα για να βάλει μέσα το κεφάλι του, αν κάποιος δεν του έδινε χρήματα για να περάσει τη νύχτα του. Δεν θα είχε τίποτα να ντύσει τη γύμνια του αν κάποιος φιλεύσπλαχνος δεν τον λυπόταν και δεν του αγόραζε ρούχα.

Κι αν κάποιος απ’ αυτούς έχει κάποια ρούχα, αυτά είναι παλιά, λερωμένα, κουρελιασμένα, τελείως άχρηστα, που καμιά φορά δε θα ήθελες ούτε να τ’ αγγίξεις. Όλοι τον περιφρονούν και τον κοροϊδεύουν λες κι έχουν να κάνουν με σκουπίδια, με ακαθαρσίες, αν και στα μάτια του Θεού κάποιοι φτωχοί μπορεί να λάμπουν όπως ο χρυσός στο χωνευτήρι. Πάρε σαν παράδειγμα το Λάζαρο του ευαγγελίου.

Ας προσπαθήσουμε τώρα να μεταφέρουμε αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά του φτωχού και άπορου σε κάποιον που είναι «πτωχός τω πνεύματι».

Μιλάμε για τον άνθρωπο που παραδέχεται πως είναι πνευματικά φτωχός, που ομολογεί πως δεν έχει τίποτα δικό του· περιμένει τα πάντα μόνο από το έλεος του Θεού.

Είναι σίγουρος πως ο ίδιος δεν μπορεί ούτε να σκεφτεί μα ούτε και να επιθυμήσει κάτι καλό, αν δεν του δώσει ο Θεός ένα καλό λογισμό ή μια καλή έμπνευση.

Είναι πεισμένος πως χωρίς τη χάρη του Ιησού Χριστού δεν μπορεί ούτε μια καλή πράξη να κάνει.

Τον εαυτό του τον λογαριάζει σαν τον χειρότερο και τον πιο αμαρτωλό απ’ όλους.

Κάθε φταίξιμο το ρίχνει στον εαυτό του και δεν κρίνει ποτέ τους άλλους.

Ομολογεί πως το ένδυμα της ψυχής του είναι λερωμένο, βρώμικο, τελείως άχρηστο.

Δεν παύει να ικετεύει τον Κύριο Ιησού Χριστό να καθαρίσει το χιτώνα της ψυχής του και να τον ντύσει με τον άφθαρτο χιτώνα της δικαιοσύνης.

Προσπαθεί πάντα να καταφεύγει κάτω από τα φτερά του Θεού.

Πουθενά αλλού δεν μπορεί να βρει ασφάλεια, παρά μόνο στον Κύριο.

Ό,τι κι αν έχει το λογαριάζει σαν δώρο του Θεού.

Γι’ αυτό τον ευχαριστεί και τον δοξολογεί διαρκώς, μα και δίνει μέρος από τα ελέη του Θεού σ’ εκείνους που του ζητούν.

Αυτός είναι ο «πτωχός τω πνεύματι».

Τέτοιος φτωχός πνευματικά είναι πραγματικά μακάριος κι ευτυχισμένος, όπως είπε ο Κύριος.

Γιατί όπου υπάρχει ταπείνωση, όπου υπάρχει ομολογία της φτώχειας και της αθλιότητας, εκεί υπάρχει κι ο Θεός.

Κι όπου υπάρχει ο Θεός έχουμε κάθαρση από τις αμαρτίες, ειρήνη, φωτισμό, ελευθερία, ευδαιμονία και μακαριότητα.

Σ’ αυτούς τους πνευματικά φτωχούς ήρθε ο Κύριος για να φέρει το χαρμόσυνο άγγελμα του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού.

Πρόσεξε: λέει στους πνευματικά φτωχούς κι όχι στους πλούσιους, γιατί η υπερηφάνειά τους απομακρύνει τη χάρη του Θεού, και τότε μοιάζουν με σπίτι άδειο και βρώμικο.

Οι άνθρωποι δεν απλώνουν το χέρι τους για να βοηθήσουν και να ελεήσουν εκείνους που είναι πραγματικά φτωχοί και ζητούν απεγνωσμένα τα βασικά αγαθά;

Τότε, πώς δε θα δείξει πολύ περισσότερο ο Θεός το έλεος και την πατρική του φροντίδα στους πνευματικά φτωχούς που τον επικαλούνται και δε θα τους γεμίσει με τ’ αμέτρητα πλούτη Του;

Δε βλέπουμε τους αγρούς πώς υγραίνονται πλούσια με την πρωινή δροσιά, πώς λουλουδιάζουν και σκορπούν μεθυστικό άρωμα;

Εκεί που βλέπουμε χιόνι, πάγο και ξεραΐλα είναι οι κορυφές των βουνών.

Οι βουνοκορφές είναι μια εικόνα των υπερήφανων ανθρώπων.

Οι πεδιάδες είναι εικόνα των ταπεινών.

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης, «Οι Μακαρισμοί. Δέκα ερμηνευτικές ομιλίες», επιμέλεια, Πέτρος Μπότσης, μετάφραση Ελένη Μουντενίτσα, Αθήνα 2005)

Πηγή 

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ ( Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

Στοὺς τελευταίους Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας

Ὁμιλία ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Μεζοῦρλο (Λατίνια) Λαρίσης, τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς τῆς Ε΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, 22-3/4-4-2025: 


Σάββατο 5 Απριλίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Ὁπωσδήποτε, ἀπὸ τὶς συναναστροφές σας μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι συνειδητοὶ χριστιανοί, θὰ ἔχετε διαπιστώσει ὅτι ἄλλα εἶναι τὰ μάτια τοῦ χριστιανοῦ καὶ ἄλλα τοῦ μὴ χριστιανοῦ. Ἀλλιῶς βλέπουμε ἐμεῖς τὰ πράγματα, ἀλλιῶς ὁ κόσμος. Αὐτὸ εἶναι κάτι φυσικὸ καὶ κατανοητό. Τὸ δυσάρεστο καὶ ἀφύσικο γιὰ τὴ φύση τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ βλέπει τὰ πράγματα διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι ὁ Χριστός. Γιὰ αὐτό, τὸ ὅτι εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ ἀπὸ παιδιά, ἀκόμη καὶ ἑξῆντα χρόνια, δὲν λέει τίποτα ἀπολύτως γιὰ τὴν πνευματική μας κατάσταση. Αὐτὸ ποὺ μαρτυρεῖ τὴν καλὴ πνευματική μας κατάσταση εἶναι τὸ νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός.  

            Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε στοὺς Ἀποστόλους ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθει κατὰ τὴν τελευταία Του ἐπίσκεψη στὰ Ἱεροσόλυμα. Τοὺς μίλησε γιὰ τὴν παράδοσή Του στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς, γιὰ τὴ θανατικὴ καταδίκη, γιὰ τὸν ἐμπαιγμὸ ποὺ θὰ ὑφίστατο, γιὰ τὸν θάνατο καί, τελικά, γιὰ τὴν Ἀνάσταση ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα. Προσπαθῆστε νὰ φαντασθεῖτε σὲ τί κατάσταση βρισκόταν ὁ Κύριός μας ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Ἐκεῖνος ποὺ διῆλθε ὅλη τὴν Ἰουδαία κάνοντας μόνο καλό, μόνο εὐεργετῶντας, μόνο θεραπεύοντας ψυχὲς καὶ σώματα, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐνόχλησε κανέναν παρὰ μόνο στιγμάτισε τὴν ὑποκρισία, ἐπρόκειτο μετὰ ἀπό λίγες μέρες νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Ἐπρόκειτο νὰ ἐμπτυσθεῖ, νὰ χλευασθεῖ, νὰ μαστιγωθεῖ καί, τελικά, νὰ θυσιασθεῖ πάνω στὸν Σταυρὸ.

            Ἐνῶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἐτοιμαζόταν γιὰ τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ τὸν θάνατο, δύο ἐκ τῶν Μαθητῶν του, καὶ μάλιστα δύο ἀπὸ τὴν ἐκλεκτὴ τριάδα τῶν Μαθητῶν, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, Τὸν πλησίασαν γιὰ νὰ Τοῦ ποῦν κάτι. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ ἀκούσει λόγια παρηγορητικά, λόγια ἐνισχυτικὰ ἀπὸ τὰ στόματα τῶν δύο ἀδερφῶν, οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνο ἦταν προχωρημένοι στὰ πνευματικά, ἀλλὰ εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ δοῦν καὶ τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀντιθέτως, ἡ σκέψη τους ἦταν στραμμένη σὲ τελείως διαφορετικὴ κατεύθυνση ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Κυρίου. Τὸν πλησίασαν καὶ Τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς παραχωρήσει ἀπὸ ἕναν θρόνο, ἕναν ἐκ δεξιῶν καὶ ἕναν ἐξ ἀριστερῶν αὐτοῦ ὅταν θὰ δοξαζόταν. Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς θρόνους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ γιὰ ἐπίγειους θρόνους. Οἱ Μαθητὲς ἤθελαν ἐπίγειες δόξες καὶ τιμὲς καὶ μάλιστα, ἀπὸ τὴν δωδεκάδα τῶν Μαθητῶν, ἤθελαν τὶς δύο πρῶτες καὶ καλύτερες θέσεις. 

            Δὲν εἶχαν καταλάβει οἱ Μαθητὲς τὸ πνεῦμα τοῦ Διδασκάλου τους. Ἐκεῖνος θὰ θυσίαζε τὸν ἑαυτό Του καὶ ἐκεῖνοι κοιτοῦσαν τὴ δόξα τοῦ «ἐγώ» τους, γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ἀγανάκτησαν μὲ τὰ λεγόμενα τῶν δύο ἀδερφῶν. 

            Μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: νὰ γνωρίζετε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι κυβερνοῦν τὰ ἔθνη, στὴν πραγματικότητα τὰ καταδυναστεύουν καὶ τὰ καταπιέζουν. Σὲ ἐσᾶς, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ ὅποιος θέλει ἀνάμεσά σας νὰ γίνει μέγας, νὰ εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος ἀπὸ ἐσᾶς, νὰ εἶναι δοῦλος ὅλων. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,  δὲν ἦλθε γιὰ νὰ διακονηθεῖ, ἀλλὰ νὰ διακονήσει καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή Του ὡς λύτρο χάριν ὅλων. 

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἀποστόλων βρίσκεται τὸ παράδειγμα μίας γυναίκας, ἡ ὁποία ὅλη της τὴν νεανικὴ ἡλικία τὴν κατανάλωσε στὴν πορνεία ὄχι ἀπὸ οἰκονομικὴ ἔνδεια ἢ ἐκμετάλλευση, ἀλλὰ ἀπὸ προσωπική της ἐπιθυμία. Ποτέ της δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ θέλησε μὲ τὸ πλοῖο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ παρασύρει ὅλους τοὺς ἐπιβάτες στὴ σαρκικὴ ἁμαρτία. Αὐτή, λοιπόν, ἡ γυναίκα, ἡ γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς της κατάκριτη καὶ περιφρονημένη, μέσα σὲ λίγα μόλις λεπτὰ κατανόησε τί θὰ πεῖ «Χριστὸς» ἐξαιτίας ἑνὸς θαυμαστοῦ γεγονότος. Καθὼς προσπαθοῦσε νὰ μπεῖ στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἕνα ἀόρατο χέρι τὴν ἐμπόδιζε. Τότε, στρεφομένη πρὸς μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν παρακάλεσε νὰ τῆς ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο καὶ νὰ τὴν καθοδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχή, κατάφερε νὰ προσκυνήσει. Στὴ συνέχεια, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πάει στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν σήμερα τιμωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίας μας, Ἁγία Μαρία, τὴν Αἰγυπτία. Τὰ ὅσα ἔζησε στὴν ἔρημο δὲν τὰ χωρᾶ ἀνθρώπινος νοῦς. Αὐτὴ ἡ πρώην πόρνη ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση καὶ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ χαριτωθεῖ τὸ σῶμα της καὶ νὰ ζεῖ σὰν ἄγγελος. 

            Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀπόλυτα ἀνατρεπτικὸς καὶ καταλύει τὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Οἱ μὲν ἐκλεκτοὶ Ἀπόστολοι στὶς δύσκολες ὥρες τοῦ Κυρίου μας ἔδειξαν ὅτι δὲν Τὸν καταλαβαίνουν, ἡ δὲ πρώην πόρνη, Τὸν κατάλαβε δίχως νὰ Τὸν ἔχει γνωρίσει προηγουμένως. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ δέκα Ἀπόστολοι ἀγανάκτησαν κατὰ τῶν δύο ἀδερφῶν. Γιατί; Διότι θεώρησαν τοὺς ἑαυτούς τους καλύτερους ἀπὸ τοὺς δύο. Ἔτσι ἀγανακτοῦν καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι φανερὰ βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία. Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς γιὰ νὰ ἀγανακτοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε τοὺς συνανθρώπους μας; Δὲν βλέπουμε τὴν Ὁσία Μαρία; Πόρνη ἦταν καὶ ὅμως ἀξιώθηκε νὰ γίνει Ἁγία μέσα ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ νὰ τιμᾶται σήμερα ἴσως ὡς ἡ μεγαλύτερη ἀσκήτρια ὅλων τῶν αἰώνων. 

            Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί, δὲν βλέπει τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα. Τὰ φαινόμενα ἀπατοῦν πολλὲς φορές. Ὁ Χριστὸς βλέπει τὴν ἀγάπη, βλέπει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ, ἀκόμη καὶ στοὺς φαινομενικὰ χειρότερους ἀνθρώπους, βρίσκεται ἕνας ξεχωριστὸς θησαυρὸς ποὺ ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸν βγάλουμε πρὸς τὰ ἔξω. Ἡ Ὁσία Μαρία ἀγωνίσθηκε πάρα πολὺ γιὰ νὰ βγάλει αὐτὸν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς της πρὸς τὰ ἔξω καὶ τὰ κατάφερε. Πού εἶναι τώρα ἡ πρώην πόρνη καὶ πού οἱ κριτές της;

            Ἀνέφερα ὅτι ἡ Ἁγία Μαρία κατανόησε τὸν Χριστό. Τί θὰ πεὶ αὐτό; Κατανόησε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός. Κατανόησε ὅτι ἐφόσον ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνη δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Κατανόησε ὅτι ἐφόσον ὁ Χριστὸς πόνεσε γιὰ νὰ σώσει τὸν κάθε ἁμαρτωλό, ἔτσι ἔπρεπε νὰ πονέσει καὶ αὐτή, φεύγοντας μακριὰ ἀπὸ τὴ συνήθεια τῆς ἡδονῆς. Κατανόησε ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρίνει κανέναν, ἀλλὰ νὰ ἀναλαμβάνει τὶς εὐθύνες τῶν πράξεών της. Κατανόησε, τέλος, ὅτι ὅταν ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὰ χέρια στὸν Σταυρό, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά Του γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, καί, ἑπομένως, καὶ γιὰ τὴν ἴδια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, σὲ καμία περίπτωση δὲν ἔπρεπε νὰ πέσει στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν κατάθλιψη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ κυνηγήσει μὲ βέβαιη ἐλπίδα τὴν σωτηρία της. 

            Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὁσίας Μαρίας εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ζοῦμε ὡς πραγματικοὶ χριστιανοὶ καὶ νὰ βιώσουμε τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου μας μὲ κατανόηση τῆς θυσίας Του. 

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

ΟΣΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΩΜΕΝΟΙ (Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)


«Όσοι από σας, Χριστιανοί, πηγαίνετε στην Εκκλησία του Χριστού, φυλαχθείτε καλά να μην είσθε διαιρεμένοι και χωρισμένοι μεταξύ σας, έχοντας έχθρες και μίση και διχόνοιες, αλλά να έχετε αγάπη και ομόνοια και συμφιλίωση, όλοι να έχετε το ίδιο φρόνημα, «πάντες το εν πνέοντες», όλοι να είστε σαν ένα σώμα και ένα πνεύμα, με μία ελπίδα της κλήσεώς μας, κατά τον Απόστολο. Και ας σας παρακινεί σ’ αυτήν την πνευματική αγάπη και ένωση αυτό το όνομα της Εκκλησίας στην οποία συναθροίζεστε, επειδή Εκκλησία σημαίνει ένωση και συγκέντρωση. Και καθώς αυτή ενώνει όλους εσάς τους Χριστιανούς σωματικά σε έναν τόπο και σας δίνει ένα κοινό λόγο της διδασκαλίας, έναν άγιον άρτο, το σώμα του Κυρίου, και ένα κοινό ποτήριο του αίματος του Χριστού, έτσι παρόμοια απαιτεί αυτή από εσάς να είσθε ενωμένοι κατά το πνεύμα, το φρόνημα και την διάθεση.

Για αυτό και ο μακάριος Παύλος θέλοντας να παρακινεί στην αγάπη και στην ένωση τους τότε Χριστιανούς συνήθιζε να αναφέρει συχνά το όνομα της Εκκλησίας· γι’ αυτό λοιπόν πότε μεν έγραφε·«Προς τους πιστούς της Εκκλησίας του Θεού στην Κόρινθο» (Α’ Κορινθίους, 1:2), πότε δε «Προς τις εκκλησίες της Γαλατίας» (Γαλάτας, 1:1), τα οποία ερμηνεύοντας ο Χρυσορρήμων, σχετικά με το πρώτο έλεγε· «Ονομάζει Εκκλησία Θεού, δείχνοντας ότι πρέπει να είναι ενωμένοι [..] διότι το όνομα της Εκκλησίας είναι όνομα ενώσεως και όχι διαχωρισμού»· και για το δεύτερο έλεγε· «Γι’ αυτό έβαλε και το όνομα της Εκκλησίας, για να τους κάνει να ντραπούν και να συγκεντρωθούν σε ένα· διότι όσοι είναι διαιρεμένοι σε πολλά μέρη, δεν μπορούν να ονομάζονται με αυτή την ονομασία· διότι το όνομα της Εκκλησίας είναι όνομα συμφωνίας και ομόνοιας».

Έξω λοιπόν από την Εκκλησία του Χριστού οι διχόνοιες, έξω οι έχθρες, έξω τα μίση και οι μνησικακίες·μέσα στην Εκκλησία του Θεού η ομόνοια, μέσα η αγάπη, μέσα η συμφωνία. Γι’ αυτό λοιπόν ένα από τα δύο από ανάγκη πρέπει να κάνετε, Χριστιανοί· ή να αφήνετε την έχθρα και το μίσος προς τους αδελφούς σας και τότε να μπαίνετε στην Εκκλησία του Θεού ή έχοντας μίσος και διχόνοια δεν είσθε άξιοι να μπείτε στην αγία Εκκλησία. Διότι Εκκλησία και έχθρα, Εκκλησία και μίσος, Εκκλησία και διχόνοια, είναι δύο άκρα αντίθετα, που δεν είναι δυνατόν να σμίξουν ποτέ.

(Απόσπασμα από το «Χρηστοήθεια Χριστιανών», του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη, σελ. 409-410).

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (Άγιος Αλέξιος), Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα


 

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Ἡ περίοδος ποὺ διανύουμε, αὐτὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀποτελεῖ περίοδο ἰδιαίτερου πνευματικοῦ ἀγώνα καθαρισμοῦ τῆς ψυχῆς. Λόγος αὐτῆς τῆς ἀνάγκης γιὰ κάθαρση εἶναι νὰ ἀξιωθοῦμε, φυσικά, νὰ ζήσουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί, ἔπειτα, μὲ δυνατὴ χαρὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασή Του. Στὸν ἱερὸ αὐτὸ ἀγῶνα σύμμαχός μας εἶναι τὸ ζεῦγος δύο μεγάλων ἀρετῶν, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας. 

            Γνωρίζοντας οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὴ μεγάλη συμβολὴ αὐτοῦ τοῦ ζεύγους στὴν πρόοδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, θέσπισαν σήμερα, Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου νέου, μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τονίζει τὴν ἀξία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας.

            Κάποιο παλικάρι, λοιπόν, βασανιζόταν ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ ὁ πατέρας του τὸ ὁδήγησε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους γιὰ νὰ τὸ ἐλευθερώσουν. Ἐκεῖνοι, ὅμως, δὲν κατάφεραν νὰ ἐκβάλουν τὸ πονηρὸ πνεῦμα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πατέρας νὰ λυπηθεῖ. Ἡ λύπη του δὲν κράτησε πολύ, διότι ἐκείνη τὴν ὥρα ἐπέστρεψε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπου φανέρωσε τὴ δόξα τῆς θεϊκῆς Του μορφῆς στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη. Ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐλευθέρωνε τὸ παιδί του, ἔτρεξε κοντά Του ζητῶντας τὸ θαῦμα. Τελικά, ὁ Κύριος ἔδωσε διαταγὴ στὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν νεαρό, δίχως ποτὲ νὰ ξαναμπεῖ σὲ αὐτόν. Ἀργότερα, οἱ Μαθητὲς κατ’ ἰδίαν ρώτησαν τὸν Ἰησοῦ γιατὶ δὲν κατάφεραν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, γιὰ νὰ λάβουν τὴν ἀπάντηση: «τοῦτο τὸ γένος δὲν ἐκβάλλεται παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».

            Οἱ Ἅγιοι Πατέρες , μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ σήμερα τιμώμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ καὶ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, ἔγραψαν πολλὰ γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὶς δύο πολὺ σημαντικὲς πρακτικὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀνέλυσαν τὴ φύση τους, τὶς ἐγκωμίασαν, μᾶς δίδαξαν τὶ προσφέρουν στὴν ψυχὴ καὶ πῶς πρέπει νὰ τὶς ἐκτελοῦμε. Ἐνδεχομένως, κάποιοι σήμερα νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ νόημά τους καὶ νὰ τὶς βλέπουν ὡς μία ὡραία φιλοσοφία. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα. Ἂν οἱ Ἅγιοι μίλησαν μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο καὶ μὲ τόση σιγουριὰ γιὰ τὶς δύο αὐτὲς ἀρετές, αὐτὸ συνέβη διότι εἶχαν τὴν ἐμπειρία. Ἔκαναν πράξη τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, βίωσαν τὰ ὀφέλη τους, φωτίσθηκαν καὶ κατέθεσαν τὴν ἐμπειρία τους ὡς θεωρία. Ἑπομένως, τὰ ὅσα θὰ ἀκούσετε στὴ συνέχεια, δὲν εἶναι κούφια λόγια τοῦ ἀέρα, ἀλλὰ ἀποτύπωση τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων.

             προσευχὴ εἶναι ἐπικοινωνία. Ἡ ἐπικοινωνία εἶναι μία φυσικὴ ἀνάγκη τῆς κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἀκόμη καὶ ἂν τοποθετήσουμε ἀνθρώπους  ποὺ μιλοῦν διαφορετικὲς γλώσσες σὲ ἕναν ἀπομονωμένο χῶρο, αὐτοὶ θὰ βροῦν τὸν τρόπο νὰ ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο καὶ νὰ συμβιώσουν ἀποτελεσματικά. Ἂν τόσο χρήσιμη καὶ ἀναγκαία εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, μπορεῖτε εὔκολα νὰ καταλάβετε πόσο περισσότερο ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ἐπικοινωνία μας, δηλαδή, μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε καὶ μᾶς δίνει ζωή. Τόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ προσευχή, ὥστε οἱ Πατέρες τὴν ὀνόμασαν «ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς». Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς ἀναπνοή, πεθαίνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας, χωρὶς τὴν προσευχὴ δὲν ἔχει ζωή. Κάποιος, μάλιστα, εἶχε πεῖ: «Ἔζησες ὅσα χρόνια προσευχήθηκες. Τὰ ὑπόλοιπα ἦταν χαμένα χρόνια».

            Οἱ προσευχὲς χωρίζονται σὲ δύο εἴδη: τὶς ἑφτὰ διατεταγμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀκολουθίες καὶ τὴν προσωπική μας. Εἶναι πολὺ μεγάλη εὐλογία μέσα στὰ σπίτια τῶν ὀρθοδόξων νὰ ἀκούγονται ἱερὲς ἀκολουθίες, ὅπως, παραδείγματος χάριν, ὁ Ἑξάψαλμος, ὁ Ἑσπερινὸς καὶ τὸ Ἀπόδειπνο μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Θεοτόκου. Ἔρχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀργὰ ἢ γρήγορα, πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴν οἰκογένεια, ἐκφρασμένη ὡς χαρά, ὡς ἀγάπη καὶ εἰρήνη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσωπικὴ προσευχή, αὐτὴ δὲν ἔχει χρονικὸ ὅριο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλει νὰ προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως, χωρὶς κανένα διάλειμμα. Εἴμαστε στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὴν ἐργασία, στὸ σχολεῖο ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ; Πρέπει νὰ καταφέρουμε νὰ λέμε συνεχῶς μέσα μας κάποια λόγια προσευχῆς. Δὲν χρειάζεται ἡ πολυλογία. Ὁ ληστὴς μὲ ἕνα μόνο λόγο προσευχῆς κέρδισε τὸν Παράδεισο. Ἡ προσευχὴ ποὺ βοηθάει πολὺ νὰ συγκεντρωθοῦμε σὲ αὐτὴν ἐπειδὴ εἶναι συνοπτική, εἶναι τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Οἱ Πατέρες ἐπιμένουν νὰ ἀφιερώνουμε χρόνο στὴν ἄσκηση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ἀκόμη καὶ παράλληλα μὲ τὶς ἐπίγειες ἐνασχολήσεις. Μᾶς διδάσκουν ὅτι ἀρχικὰ πρέπει νὰ πιέσουμε τὸν ἑαυτό μας λέγοντας τὴν εὐχὴ ἐκφώνως. Ὕστερα, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἐπιμονή μας, ἡ εὐχὴ θὰ συμβαίνει ἀβίαστα στὸ νοῦ. Τότε, ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀκτινοβολεῖ τὴν χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελῶντας μία φωτεινὴ καὶ ἀληθινὰ χριστιανικὴ ὕπαρξη.

            λόγος γιὰ τὴ νηστεία τώρα. Μπορεῖ ὁ ἀθλητὴς νὰ στεφανωθεῖ, ἂν πρῶτα δὲν θέσει κάποιους περιορισμοὺς σὲ κάποιες συνήθειές του; Ὄχι! Μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς λογικὴ δὲν μπορεῖ καὶ ὁ χριστιανὸς νὰ νικήσει στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν παθῶν, ἂν δὲν νηστέψει. Καὶ ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὸ νὰ τρῶμε νηστίσιμα, ἢ νὰ φουσκώνουμε τρώγοντας νηστίσιμα. Νηστεία σημαίνει νὰ ἐγκρατεύομαι σὲ κάθε σωματικὴ αἴσθηση καὶ κυρίως νὰ κόβω τὸ θέλημά μου. Νηστεία σημαίνει νὰ ἀφήνω στὴν ἄκρη τὸ «ἐγώ», γιὰ νὰ σκηνώσει μέσα μου ὁ Χριστός.

            Αὐτὸς ὁ σωματικὸς περιορισμὸς ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ὑγεία τοῦ πνεύματος, διότι ἔτσι τὸ πνεῦμα ἐπιβάλλεται στὴν σάρκα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐλευθερία τοῦ σώματος, διότι πολὺ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ πολυφαγία, παρὰ ἀπὸ ὀλιγοφαγία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ νηστεύει καὶ δὲν φορτώνει τὸ σῶμα μὲ περιττά, εἶναι πάντα ἀνάλαφρος καὶ ἔτοιμος νὰ διακονήσει, ἔτοιμος νὰ προσευχηθεῖ, νὰ μελετήσει, νὰ δημιουργήσει. Ἀντιθέτως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐγκρατεύεται, μὲ μεγαλύτερη δυσκολία στρέφεται σὲ θεάρεστα ἔργα, καὶ πολὺ περισσότερο κινδυνεύει νὰ πέσει.

            χοντας ἀναφερθεῖ ἐν συντομία στὶς δύο μεγάλες ἀρετές, θὰ ἦταν παράλειψη ἂν δὲν μνημόνευα τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Τὸν τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας διότι συνέγραψε ἕνα βιβλίο ὅπου ἀναπτύσσει τὰ σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν ὀνόμασε «Κλίμακα», δηλαδὴ «σκάλα». Ὑπῆρξε, πραγματικά, ἕνας ἐπιστήμονας τοῦ χριστιανισμοῦ, διότι αὐτὰ ποὺ ἔγραψε, τὰ ἔγραψε ἀφοῦ πρῶτα τὰ βίωσε. Τὰ βίωσε καὶ τὰ μοιράστηκε μὲ ὅλους ἐμᾶς. Γιὰ αὐτό, καλὸ θὰ εἶναι, νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴ σοφία του, δύο ψήγματα ἐκ τῆς ὁποίας εἶναι τὰ ἑξῆς:

            ρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι τὸ νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲς προσβολὲς στὴν ἀρχή τους, μὲ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο. Μέσον, τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματα τῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος, τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸς τὸν Κύριον.

            Καλὸ τρίδομο καὶ τρίστυλο θεμέλιο εἶναι ἡ ἀκακία, ἡ νηστεία καὶ ἡ σωφροσύνη. Ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ νήπιοι ἀπὸ αὐτὰ ἂς ἀρχίζουν, παίρνοντας ὡς παράδειγμα τὰ νήπια.

            Μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου δασκάλου τῆς πνευματικῆς προόδου, Ὁσίου Ἰωάννου, εἴθε νὰ ζήσουμε ὅπως ζητᾶ ὁ Χριστός μας!

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821

  

Εν όψει της εθνικής επετείου αξίζει να φέρουμε στο προσκήνιο μαρτυρίες πίστεως αγωνιστών και ηρώων του 1821.

Επικεφαλής των ηρωικών κληρικών μαρτύρων του 1821 στέκεται  ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄

Τραγική ήταν η θέση του όταν επαναστάτησε η Ελλάδα. Έβλεπε ότι
τον περίμενε το μαρτύριο. Πολλοί προσπαθούν να τον πείσουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη για να σωθεί. Αλλά ο «καλός ποιμήν» αρνήθηκε, ακολουθώντας τα ίχνη των γενναίων προκατόχων του. Είπε: «Με προτρέπετε εις φυγήν μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και λοιπών  πόλεων των χριστιανικών Επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε όπως εγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικεία οιουδήποτε ευεργετικού υμών Πρεσβευτού, ν’ακούω δε εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύοντα Λαόν. Ουχί! Εγώ διά τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το Έθνος μου, ουχί δε όπως απολεσθή τούτο διά της χειρός των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου. Σήμερον (Κυριακή των Βαΐων) θα φάγωμεν ιχθύς, αλλά μετά τινας ημέρας και ίσως και ταύτην την εβδομάδα  οι ιχθύες θα μας φάγωσιν… Ναί, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς  της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος διερχόμενον εν μέσω των να με  δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης».  Αν το Έθνος μου σωθή και θριαμβεύση, τότε πέποιθα θα μου αποδώση  θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου…  Υπάγω όπου με καλεί ο μέγας κλήρος του Έθνους και ο Πατήρ  ο Ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».

Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, που είναι γνωστός με το όνομα Παπαφλέσσας είναι αυτός που άναψε την φλόγα της Επαναστάσεως στο Μωρηά

=Φλογερός στην πίστη, έκανε να ωριμάση ο άγουρος καρπός-η μεγάλη
απόφασις του αγώνος και έλεγε: «Έλληνες, ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από τη σημαία του Χριστού!»

Άλλος, ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης έγραφε στον Γεώργιον Κουντουριώτην τις παρακάτω υπέροχες γραμμές:

«Ας μη λείψη, παρακαλώ, και η Υμετέρα Εκλαμπρότης από του να
συνεργήση εις το να γίνωσιν αι ανήκουσαι προς Κύριον προς εξιλέωσιν της θείας αυτού δικαιοσύνης ικεσίαι διά τας αμαρτίας και εμού του αναξίου και όλου του χριστεπωνύμου λαού… όπως συνοδευούσης της θείας αυτού Αγαθότητος, ενισχυθώσιν από την παντοδύναμον χάριν Του οι βραχίονες των Ελλήνων και ούτω κατατροπώσαντες διά του επί της ελληνικής σημαίας τιμίου Σταυρού και τους αισθητούς εχθρούς τούτους, αυτούς μεν υποχρεώσωμεν και άπαντας να ομολογώσι και να κηρύττωσι «Μέγας ο Θεός και η πίστις των Χριστιανών», ημείς δε δοξολογούντες να ψάλλωμεν το του προφητάνακτος «η δεξιά σου Κύριε δεδόξασται».

Ο δε Κωνσταντίνος Κανάρης με προσευχή ξεκίνησε για το κατόρθωμα στο λιμάνι της Χίου

  Όσο έλειπαν από το νησί, όλος ο κόσμος γονατιστός προσευχόταν
για τη σωτηρία τους.  Καί η επιστροφή τους στα Ψαρά με προσευχή ευχαριστήριο κατέληξε. Οι ιερείς με τα εξαπτέρυγα,  οι προύχοντες και όλος ο λαός τον συνόδευσαν στον ναό του Θεού. Εκείνη η πομπή πάνω στο μικρό αλλά τρισένδοξο νησάκι, μας θυμίζει τα χρόνια, που οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι χιλιοτραγουδισμένοι νικηταί ηρωικών αγώνων ανέβαιναν ταπεινοί προσκυνηταί στην Αγιά Σοφιά, για να ψάλουν «τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Τότε παρομοίως, ο θρυλικός  μπουρλοτιέρης κατέθεσε στα πόδια της εικόνος της Θεοτόκου το στεφάνι του και έπεσε με το μέτωπο κατά γης προσκυνώντας προσευχόμενος και ευχαριστώντας από βάθους καρδιάς το Θεό.  Κατόπιν εξομολογήθηκε, μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων  και με ταπείνωσι και σεμνότητα απεσύρθη στο ήσυχο σπιτάκι του.

Αλλά και ο Γέρος του Μωρηά, ο Κολοκοτρώνης ευλαβείτο πολύ την Παναγία. Στα 1821 ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την Τρίπολη

Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις. Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απέμεινε κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Τι θα έκαμνε; Τι θα μπορούσε να κάνη ένας μονάχος, ολομόναχος; Το παν! Όταν φλογίζη την καρδιά του η φλόγα της πίστεως.

Αλλ’ ας αφήσουμε τον ίδιο το Γέρο να μας διηγηθή τι έκανε: «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαιράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου˙ ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς».  Σίμωσε, έδεσε το άλογό του σ’ ένα δέντρο, μπήκε μέσα, γονάτισε: -Παναγιά μου, είπε, από τα βάθη της καρδιάς του, και τα μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανε το σταυρό του. Ασπάσθηκε την εικόνα της, βγήκε από το εκκλησάκι, πήδησε στ’ άλογό του κι έφυγε.

Λίγο πριν αρχίσει τον αγώνα στα Δερβενάκια είπε: -Έλληνες, απόψε ήλθε η Παναγία και μου είπεν: «Η Παναγία, σκέπη, βοηθός και προστασία!»  Μακάρι και σήμερα στην Παναγία να προσβλέπουμε και τούτη τη δέηση να λέμε:  «Παναγιά μου ψύχωσε τους Έλληνες!».

Ακόμη, η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα είπε στους Προκρίτους και στους Δημογέροντες:

«Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός
μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας».

Ιδού και τα επιβεβαιωτικά λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη:

«Οι αγωνισταί βάστηξαν την θρησκείαν του τόσους αιώνες με τους Τούρκους, και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάσταξαν˙ και λευτέρωσαν και την Πατρίδα  τους, αυτείνοι με την θρησκεία τους, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν  κι αυτείνοι ένας και χωρίς τ’αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι˙  και τ’άρματά τους δεμένα με σκοινιά. Καί η πίστι εις τον Θεόν,  λευτέρωσαν την Πατρίδα τους».

metamorfosikilkis.gr

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΣΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

 

Στοὺς Γ΄ Χαιρετισμοὺς

Ὁμιλία ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸν Ἱερὸ Καθεδρικὸ Ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λαρίσης, τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς τῆς Γ΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, 8/21-3-2025, μὲ τίτλο: «Ἡ Παναγία μας προτρέπει στὴν ἀκολούθηση τῆς γνήσιας Ὀρθοδοξίας».


ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Κάποτε ἡ ἀπόλαυση ἀπὸ τὸ ξύλο τοῦ Παραδείσου ἔγινε αἰτία γιὰ νὰ θανατωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ προσκύνηση τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ ἔγινε αἰτία γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ἠδονὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ πόνου κάποτε μᾶς θανάτωσαν. Ὕστερα, ὅμως, ὁ πόνος καὶ ἡ ὑπομονὴ σὲ αὐτόν, μᾶς ὁδήγησαν στὸν Οὐρανό. 

            Σήμερα, Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἔχοντας φθάσει στὴ μέση ἀκριβῶς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, σὲ ὅλους τοὺς Ναοὺς τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας προβάλλεται στὴ μέση ὁ Σταυρὸς γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουμε. Προσκυνοῦμε τὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ λάβουμε δύναμη ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ὑψώθηκε πάνω σὲ αὐτόν, ὥστε νὰ συνεχίσουμε μὲ ἀμείωτο ζῆλο τὸ ὑπόλοιπο τῆς νηστείας, μέχρι νὰ φτάσουμε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. 

            Προσκυνῶ τὸν Σταυρὸ σημαίνει ὅτι προσκυνῶ Ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη σταυρώθηκε γιὰ μένα. Προσκυνῶ τὸν Σταυρὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι τὸ Θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Υἱὸς ἀποδέχθηκε τὸ Θέλημα τοῦ Πατρός. Ὅλοι μας ἀντιμετωπίζουμε θλίψεις, πόνο, στεναχώριες. Προσκυνῶ τὸν Σταυρὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι ὅλα αὐτὰ ὡς δοκιμασίες ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδείξω ἂν πράγματι εἶμαι δικός Του. Προσκυνῶ τὸν Σταυρὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι καὶ κάνω ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, διότι πιστεύω ὅτι μετὰ τὸν Σταυρὸ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση. 

            Κάποιος σοφὸς εἶχε πεῖ ὅτι ἂν καὶ ὁ πόνος εἶναι ὑπὲρ φύσιν, ἀποβαίνει τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ μέσα στὴ φύση. Ἄλλος εἶχε πεῖ: «τὰ ἀγαθὰ μὲ κόπους ἀποκτῶνται». Ἂν στρέψουμε τὸ βλέμμα στοὺς Ἁγίους, θὰ δοῦμε ὅτι κανένας δὲν ἁγίασε δίχως κόπο καὶ πόνο. Ἄλλωστε, διαχρονικὰ ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι Χριστιανισμὸς σημαίνει σταύρωση, ὅταν λέει: «ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ σηκώσει τὸν Σταυρό του, καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Δὲν εἶναι, ὅμως, σταύρωση δίχως νόημα. Εἶναι σταύρωση ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία, τὴν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωή· ἐν ὀλίγοις, στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, τῆς ὁποίας τίποτε πολυτιμότερο δὲν ὑπάρχει. 

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

            Εἴτε χριστιανός, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, κάθε ἄνθρωπος στὴ ζωή του ὑφίσταται θλίψεις. Πῶς λέγονται αὐτές; Ἀσθένεια, ἀπαξίωση, βία, φθόνος, μοναξιά, θάνατος ἀγαπημένων προσώπων; Ποιός γλίτωσε ἀπὸ ὅλα αὐτά; Κανένας! Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο στεκόμαστε ἀπέναντι στὴ σταύρωσή μας. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς ὑπομένει μὲ χαρὰ τὴ σταύρωση, διότι μέσα ἀπὸ αὐτὴν τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ ὁποῖος ἀπέναντι στὴ σταύρωση κρατᾶ ἐχθρικὴ στάση, κάνοντας κακὸ στοὺς συνανθρώπους ἢ στὸν ἑαυτό του, ἢ φθάνοντας στὸ σημεῖο νὰ ὑβρίσει ἀκόμη καὶ Αὐτὸν τὸν Θεό, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ κλωτσᾶ τὸν ἀέρα ὅταν φυσᾶ ὁρμητικὰ καταπάνω του. Ἂς ἀφήσουμε αὐτὸν μάταια νὰ κοπιάζει κλωτσῶντας τὸν ἀέρα καὶ ἂς πορευθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὸν Γολγοθά μας.

Ὅποιος σταυρώθηκε μὲ τὸν Χριστό, συναναστήθηκε μὲ Αὐτόν. 

Ἂς μὴν γίνει ἡ φυγοπονία αἰτία νὰ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ!

Καλὴ πορεία πρὸς τὸ Πάσχα!

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος