A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΠΤΕΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

 

     Στα πολύ παλιά χρόνια, όταν γνώρισε τον μαρτυρικό θάνατο ο άγιος του Χριστού Μερκούριος (3ος αιώνας), είχε κάνει πολύ μεγάλη αίσθηση τόσο το μαρτύριό του όσο και ο θάνατος του Ιουλιανού του Παραβάτου απ’ το ίδιο το χέρι του στρατηλάτου Μερκουρίου, κι ας ήταν ήδη τούτος ο Μάρτυς από καιρό σωματικά θανατωμένος. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, ζούσε σ’ εκείνα τα μέρη της μακρινής Καππαδοκίας ένας ιερεύς που δεν πρόσεχε τον βίο του. Πολλές φορές τον μάζευε η πρεσβυτέρα του μέσ’ από τα καπηλειά όπου έπινε και μεθούσε μαζί με τους μπεκρήδες και τους μεθύστακες του χωριού. Αυτό γινόταν αιτία να θλίβεται κατάβαθα η πρεσβυτέρα του και να στενοχωριέται πολύς κόσμος της ενορίας. Του έκαναν με τρόπο παρατηρήσεις, συστάσεις, μα εκείνος τίποτε:
     —Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας! Ξέρω εγώ!
     Κι εκείνοι λυπόντουσαν, μα δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτε άλλο.

     Μια μέρα, χτύπησαν την πόρτα του παπά. Βγήκε η πρεσβυτέρα ν’ ανοίξει. Ήταν μια νέα κοπέλα που δούλευε στο σπίτι ενός μεγάλου άρχοντα του τόπου.
     Λέει στην πρεσβυτέρα:
     —Θέλω τον ιερέα. Πού είναι;
     —Δεν ξέρεις κορίτσι μου –απαντά εκείνη καταστενοχωρημένη–, πού βρίσκεται ο ιερέας; Σύρε στο καπηλειό κι εκεί θα τον βρεις στα σίγουρα.
     —Εκεί δεν μπορώ να πάω εγώ. Αν θέλετε, όμως, να του πείτε εσείς πως ο αυθέντης μου τον παρακαλεί, αύριο να λειτουργήσει και να κάνει και μνημόσυνο για τους γονιούς του. Θα έρθει στην εκκλησία με όλη την οικογένειά του και τους συγγενείς του.
     Η κοπέλα χαιρέτησε κι έφυγε. Η πρεσβυτέρα πήρε να συλλογίζεται το πράγμα. Στο τέλος το αποφάσισε. Φωνάζει την μεγαλοκοπέλα που είχαν για βοηθό του σπιτιού και της λέει:
     —Εγώ θα φύγω και θα πάω να ιδώ την μάνα μου και θα κοιμηθώ εκεί. Όταν έρθει ο παπάς, βοήθησέ τον να φάει και να ξαπλώσει· και πες του πως ο τάδε άρχοντας τον παρακαλεί να λειτουργήσει αύριο πρωί για να κάνει το μνημόσυνο για τους γονιούς του. Φρόντισε να κοιμηθεί γλήγορα, γιατί έχει να λειτουργήσει.


     Σε λίγο η πρεσβυτέρα έφυγε κι έμεινε μόνη της η βοηθός του σπιτιού να συγυρίζει και να συμμαζεύει το νοικοκυριό και να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό. Σαν ήρθε το βράδυ, έφτασε κι ο παπάς, τύφλα στο μεθύσι. Πήγε κατευθείαν κι έπεσε όπως ήταν στο κρεβάτι. Μόλις και μετά βίας η βοηθός τού έβγαλε τα παπούτσια και το χοντρό ράσο του. Πήγε μετά να φάει, μα ο νους της ήταν αλλού. Σκεφτόταν τον παπά που κοιμόταν μεθυσμένος. Σα να μπήκε ο διάβολος μέσα της και την έσπρωχνε στον πειρασμό. Αντιστάθηκε λίγο, μα δεν άργησε να υποκύψει και να νικηθεί. Ξεγυμνώθηκε λοιπόν και ξάπλωσε να κοιμηθεί δίπλα στον ιερέα, όσο μπορούσε πιο κοντά. Καθώς ανάσαινε το αντρικό κορμί, αναρριγούσε ολόκληρη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν τολμούσε, όμως, να τον ξυπνήσει. Ντρεπόταν. Κάποια στιγμή, ωστόσο, αγγίζοντας με τα χέρια του ο παπάς το γυναικείο κορμί, σα να μισοξύπνησε. Κι εκεί στα σκοτεινά, νομίζοντας πως είναι η πρεσβυτέρα του, έσμιξε και κοιμήθηκε μαζί της.

     Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έφτασε στο σπίτι της η πρεσβυτέρα για να ετοιμάσει τον παπά της για τη λειτουργία. Πάει στο υπνοδωμάτιο και τον βρίσκει ακόμη να κοιμάται.
     Θυμωμένη του φωνάζει:
     —Ακόμα κοιμάσαι, παπά μου; Δεν σου παράγγειλα πως ο τάδε άρχοντας έχει λειτουργία και μνημόσυνο των γονιών του; Σήκω γρήγορα να ψάλεις την ακολουθία σου και να προετοιμαστείς για τη θεία Λειτουργία!
     Ο παπάς γύρισε στο άλλο πλευρό και ξανακοιμήθηκε. Σε λίγο γύρισε η πρεσβυτέρα πάλι και τον βλέπει να κοιμάται.
     Οργισμένη του φωνάζει:
     —Δεν σου είπα να σηκωθείς γρήγορα, γιατί έχεις να λειτουργήσεις;!...

     Εκείνος την κοίταξε κατάματα, χαμογέλασε με νόημα και της λέει:
     —Δεν ξέρεις τι λες, μου φαίνεται, παπαδιά! Καλά, δεν θυμάσαι τι κάναμε απόψε τη νύχτα, και μου λες πως «έχω να λειτουργήσω»;
     Ξαφνιασμένη τον αγριοκοίταξε η παπαδιά:
     —Τι λες, ευλογημένε;! Τι «κάναμε», αφού έφυγα πριν έρθεις και πήγα στο σπίτι του πατέρα μου και κοιμήθηκα;! Επειδή ακριβώς είχες να λειτουργήσεις…
     Πριν να προχωρήσει το λόγο της η παπαδιά, σκυθρώπιασε ο παπάς. Μια θλίψη χύθηκε στο πρόσωπό του. Μόλις μπόρεσε ν’ αρθρώσει από ντροπή και στενοχώρια τη φράση:
     —Εγώ, πάντως, κοιμήθηκα με μια γυναίκα που βρέθηκε στο κρεβάτι μου απόψε και, πιωμένος καθώς ήμουν, νόμιζα πως ήσουν εσύ…


     Η παπαδιά αισθάνθηκε πνίξιμο στο λαιμό και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο παπάς άρχισε να ψάχνει μέσα του, για να θυμηθεί κάτι πιο συγκεκριμένο, αλλά ήταν αδύνατον. Τότε η παπαδιά σκέφτηκε να ρωτήσει την υπηρέτρια, μήπως είδε τίποτε, μήπως γνώριζε κάτι. Εκείνη κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε κλαίγοντας:
     —Εγώ φταίω για όλα! Ο σατανάς μπήκε μέσα μου και μ’ έβαλε σε πειρασμό. Ξεντύθηκα κι έπεσα δίπλα του καθώς κοιμόταν κι εκείνος με κοιμήθηκε, δίχως να ιδεί και να γνωρίζει με ποια γυναίκα κοιμάται…
     Άρχισαν και οι δυο γυναίκες τότε να κλαίνε και να φωνάζουν. Τα λόγια τους, ασυνάρτητα, έδειχναν τη μεγάλη ταραχή και την ακράτητη λύπη τους.
     Τότε ο ιερεύς μπήκε στη μέση και τις λέει:
     —Κλείστε το στόμα σας κι οι δυο και μην πείτε σε κανέναν τίποτε! Αν σας ξεφύγει κάτι και φτάσει στ’ αυτιά των εκκλησιαστικών και των άλλων αρχόντων, μας περιμένει μεγάλη τιμωρία. Επειδή, όμως, ο μεγάλος Θεός είναι σπλαχνικός και γεμάτος έλεος για κάθε αμαρτωλό, θα εξομολογηθώ και θα εξιλεωθώ μπροστά του…

     Πλύθηκε, ντύθηκε, άνοιξε το λειτουργικό βιβλίο του κι άρχισε να ψάλλει τα προκαταρτικά του Όρθρου. Μετά, θες από σεβασμό στον άρχοντα, θες από ντροπή, τράβηξε για την εκκλησιά να λειτουργήσει και να κάμει και το μνημόσυνο.

     Όλα πήγαιναν καλά. Κανείς δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. Σαν έφθασε, όμως, στην ευχή της Προθέσεως, μετά την Προσκομιδή, και άρχισε να λέει: «Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐξαποστείλας…», παρουσιάστηκε μέσα σε μια αιφνίδια αστραπή ένας άγγελος και τον παραμέρισε για να τελειώσει εκείνος την Πρόθεση. Κοίταξε, μάλιστα, πολύ αυστηρά τον ιερέα και του λέει:
     —Αχ, αφορισμένε του Θεού και ταλαίπωρε! Πώς τόλμησες να ’ρθείς και ν’ αγγίξεις τ’ άχραντα Μυστήρια για να λειτουργήσεις; Δεν ξέρεις πως είσαι ακάθαρτος και βέβηλος, ύστερα από την αμαρτία που διέπραξες αυτή τη νύχτα; Εμείς οι άγγελοι, παρ’ όλο που είμαστε άυλοι κι ασώματοι, ντρεπόμαστε ν’ ατενίσουμε το πρόσωπο του Θεού, αλλά με τα φτερά μας περικαλύπτουμε τα πρόσωπά μας και στεκόμαστε μπροστά εκεί με φόβο και τρόμο· κι εσύ, καταφρονώντας τ’ Άγια των Αγίων, τόλμησες να τ’ αγγίξεις με τ’ αμαρτωλά χέρια σου και ήθελες να τα πάρεις και στα βρώμικα χείλη σου;!...

     Ο ιερεύς, απορημένος, έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει. Και μετά οργισμένος γυρίζει και του λέει:
     —Επειδή με τέτοιον τρόπο μου μίλησες και μ’ αφόρισες απ’ τον Θεό, από τη στιγμή αυτή νά ’σαι κι εσύ αφορισμένος!
     Δεν πρόλαβε ο ιερεύς να τελειώσει τη φράση του κι αμέσως έπεσαν τα φτερά του Αγγέλου! Άπτερος, όπως όλοι οι άνθρωποι, έμεινε μέσα στην εκκλησιά, μα δίχως να το καταλάβει ο ιερεύς, που μετά τη θεία Λειτουργία πήγε στο σπίτι του άρχοντα κι έφαγε για μεσημέρι· κι ύστερα πήγε στο σπίτι του.


     Πέρασαν λίγες μέρες κι έτυχε να πεθάνει ένας άνθρωπος σ’ εκείνη τη μεγάλη πολιτεία. Κάλεσαν πολλούς ιερείς στην κηδεία, κάλεσαν κι εκείνον, να ψάλλουν την εξόδιο ακολουθία. Στο τέλος, όταν οι ιερείς έλεγαν με τη σειρά τους την ευχή, ήρθε και η δική του σειρά να πει το «Ὅτι Σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις…» και, τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων των παρισταμένων, ο νεκρός ανασηκώθηκε απ’ το νεκροκρέβατό του και λέει στον ιερέα:
     —Μπορεί και νεκρούς ακόμη ν’ αναστήσεις, αλλά δεν είσαι πια άξιος να φορέσεις το πετραχήλι σου ή να λειτουργήσεις ή να κάνεις κάτι από τα ιερατικά καθήκοντα.
     Και μόλις είπε την τελευταία λέξη, ο νεκρός ξανάπεσε πάλι στο νεκροκρέβατο, όπως και πριν. Όμως ο λαός και όλοι οι ιερείς αναστατώθηκαν. Άρχισαν να σκέφτονται και να ρωτούν τι να σημαίνουν όλ’ αυτά τα παράδοξα που είδαν και άκουσαν. Τέλος, κάλεσαν τον ιερέα να τους δώσει μια εξήγηση:
     —Πες μας, πάτερ, τι σημαίνει τούτο το εξαίσιο και παράδοξο θαύμα;
     —Τότε ο ιερεύς, συντετριμμένος, εξομολογήθηκε μπροστά σ’ όλους το αμάρτημά του, κατεβάζοντας από ντροπή το κεφάλι του. Και, σχεδόν με μια φωνή, όλοι οι ιερείς τού είπανε πικρά:
     —Από σήμερα και πέρα, πάτερ, δεν θα λειτουργήσεις πια μαζί μας· κάνε μόνος σου ό,τι θέλεις και όπως θέλεις!...

     Κι έφυγε ο ιερεύς για το σπίτι του καταλυπημένος. Εκεί, θρηνώντας και κλαίγοντας, ρωτάει την πρεσβυτέρα του και τα παιδιά του:
     —Τι πρέπει να κάνω τώρα, ύστερα απ’ όλ’ αυτά; Πώς θα σας θρέψω;…
     Όμως, κανείς δεν τολμούσε να του πει κάτι, έστω και για παρηγοριά. Ώσπου, σε κάποια στιγμή, ο ίδιος είπε αποφασιστικά:
     —Να, τι θα κάνουμε: θα φύγουμε από τούτη ’δω την πολιτεία και θα πάμε αλλού, σ’ άλλον τόπο· εκεί, δεν θα μας γνωρίζει κανείς και θα ζήσουμε ήσυχα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας.

     Πήρε, λοιπόν, ο ιερεύς όλη τη φαμίλια του και μετακόμισε. Διάλεξε μια νέα πολιτεία για να ζήσει, έναν τόπο μακρινό και άγνωστο. Κανείς δεν τους ήξερε και ούτε μπορούσαν να υποψιαστούν το δράμα τους. Ο ιερεύς άρχισε να λειτουργεί ανενόχλητος. Ωστόσο, και ο ιερεύς και οι γύρω του στην οικογένεια, έβλεπαν πως ο αφορισμένος απ’ τον άγγελο παπάς δεν άλλαξε καθόλου· παρέμενε ο ίδιος ακριβώς, όπως ήταν εκείνη τη στιγμή που αντάλλαξαν τους αφορισμούς με τον άγγελο! Εκτός μόνο από μια μικρή λεπτομέρεια: το πρόσωπό του γινότανε σιγά-σιγά όλο και πιο μελανό! Κατά τ’ άλλα, ο καιρός και τα χρόνια περνούσανε και αλλάζανε, μα ο παπάς έμενε πάντα ο ίδιος: αγέραστος!

     Με τα χρόνια, κάποια στιγμή, αναπαύθηκε η πρεσβυτέρα του. Ύστερα από κάμποσα χρόνια πέθαναν και τα παιδιά του· ύστερα, πολύ αργότερα, πέθαναν κι όλα τα εγγόνια του. Κι έμεινε μόνος του ο παπάς, στην ίδια πάντα ηλικία που βρισκότανε όταν τσακώθηκε με τον άγγελο. Έτσι, έφτασε να ζει τριακόσια εβδομήντα ολόκληρα χρόνια!


     Εκείνα τα χρόνια την Εκκλησία της περιοχής διακονούσε κάποιος ονομαστός μητροπολίτης που είχε μεγάλη φήμη δίκαιου και λόγιου επισκόπου. Όταν, λοιπόν, έφτασε η γιορτή του αγίου μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ο άρχοντας του τόπου –ο οποίος τιμούσε ιδιαίτερα τον άγιο–, κάλεσε τον αρχιερέα και τους ιερείς του τόπου. Βρέθηκε και ο ανάξιος ιερεύς εκεί. Στην τράπεζα, μετά τη θεία Λειτουργία, ο φιλομόναχος επίσκοπος αντί για όποιο άλλο ανάγνωσμα, όπως κάνουν στα μοναστήρια, πήρε να διηγείται το Συναξάρι του αγίου της ημέρας. Όλος ο κόσμος, που βρισκόταν εκεί και γύρω από το τραπέζι, άκουγε προσεκτικά τον βίο και τα μαρτύρια του αγίου Μερκουρίου: πώς μεγάλωσε στη Σκυθία, πώς μπήκε στον ένδοξο στρατό, πώς ήτανε ωραίος και ξανθός νέος, υψηλός και μεγαλοπρεπής και γενναίος στους πολέμους, πώς έφτασε στα εικοσιπέντε χρόνια του για να γίνει λαμπρός στρατάρχης· πώς, μετά, ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, πώς τον συνέλαβαν, πώς τον φυλάκισαν και τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους, πώς τον χτυπούσαν με ξίφη και μαστίγια ενώ από κάτω είχαν ανάψει φωτιά να καίγεται το μαρτυρικό και καταματωμένο σώμα του, πώς τον κρέμασαν κατακέφαλα και τον φραγγέλωναν με χάλκινα μαστίγια και πώς τον έστειλαν κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου τον θανάτωσαν με ξίφος…

     Δεν ήθελε, βέβαια, ο ανάξιος ιερεύς ούτε να διακόψει ούτε να διορθώσει τον επίσκοπο, μα κάποια στιγμή γυρίζει και του λέει:
     —Καλά τα λέει η αγιοσύνη σου, δέσποτά μου, αλλά τούτα είναι όσα διάβασες κι έμαθες από το Συναξάρι του αγίου. Αν θέλεις όμως να μάθεις όλες τις λεπτομέρειες και τα μαρτύρια του Αγίου Μερκουρίου, ρώτα κι εμένα που βρισκόμουν εκεί τότε κι ήμουν παρών κι έβλεπα τους άθλους και τα μαρτύριά του όλα, καθώς ήμασταν γείτονες και πολλές φορές τρώγαμε και συζητούσαμε μαζί…

     Ο επίσκοπος ξαφνιάστηκε κάπως δυσάρεστα με τούτα τα λόγια και κοίταξε με δυσπιστία τον ιερέα:
     —Εσύ δεν είσαι ούτε σαράντα χρονών και λες πως γνώρισες κι έφαγες μαζί με τον άγιο και τον συναναστράφηκες σαν γείτονα;! Κάποιο λάθος θα κάνεις, πάτερ μου! Σου θυμίζω πως, από τον καιρό που μαρτύρησε ο άγιος Μερκούριος, έχουν περάσει τριακόσια εβδομήντα χρόνια· κανονικά, λοιπόν, εσύ τότε ήσουν αγέννητος. Πώς τώρα μας λες πως τον γνώρισες από κοντά και πως είδες, μάλιστα, και τα μαρτύριά του;!...


     Ωστόσο, σαν είδε ο επίσκοπος την επιμονή του παπά και τον όρκο του πως λέει την αλήθεια και όχι φαντασίες ή ψέματα, κατάλαβε πως κάτι το παράδοξο και θαυμαστό πρέπει να συμβαίνει με τον κατάμαυρο ιερέα. Κάνει ευχαριστία, τελειώνουν τα τυπικά του επίσημου τραπεζιού και παίρνει κατά μέρος τον ιερέα και του λέει:
     —Πες μου, πάτερ μου, όλα όσα ξέρεις και όλα όσα έζησες με λεπτομέρειες, σα νά ’χω πετραχήλι κι εξομολογείσαι· ειλικρινά και με το χέρι στην καρδιά και στην ιερατική σου τιμή και συνείδηση, για να μάθω κι εγώ και για να ησυχάσεις κι εσύ, αν έχεις κάποιο βάρος.
     Ο ιερεύς έβλεπε με σεβασμό την αγία μορφή του επισκόπου και αφέθηκε με εμπιστοσύνη στα έμπειρα και διακριτικά του λόγια· στα χέρια ενός αγίου γέροντα-πνευματικού που τόσο είχε ανάγκη. Πήρε, λοιπόν, από την αρχή τον βίο του και είπε όλα όσα είχε ζήσει κι ό,τι βάραινε τη συνείδησή του. Ιδιαίτερα επέμενε στο πώς κοιμήθηκε με την υπηρέτριά του και στο πώς αλληλοαφοριστήκανε με τον άγγελο του Κυρίου κι έμειναν από τότε ασυμφιλίωτοι.

     Ο επίσκοπος άκουγε προσεκτικά, δίχως να δείχνει τα αισθήματα οργής ή λύπης που, κάποιες στιγμές, τον κυρίευαν. Όταν τελείωσε ο ιερεύς την εξομολόγησή του, πήρε το πιο γλυκό και στοργικό του ύφος και του λέει:
     —Άκουσέ με, πάτερ μου και τέκνον μου: πρέπει να ξέρεις πως ο άγγελος που σ’ έδεσε, αν δεν συμφιλιωθείς μαζί του, θα σ’ έχει έτσι δεμένο στον αιώνα τον άπαντα και για τιμωρία σου θα ζεις και δεν θα μπορείς να πεθάνεις για ν’ αναπαυθεί το σώμα σου και η ψυχή σου. Το καλό που σου θέλω, λοιπόν, πήγαινε ξανά και, μάλιστα, το γρηγορότερο σ’ εκείνη εκεί την εκκλησιά όπου δεθήκατε με τα δεσμά του αφορισμού εσύ κι ο άγγελος. Και μάθε πως και ο άγγελος βρίσκεται εκεί για πάντα, μια που του έχουν πέσει τα φτερά και τον έχεις δέσει με τον ιερατικό σου λόγο, με αρά και με επιτίμιο.

     Καταλυπημένος ο ιερεύς αποκρίθηκε:
     —Άγιε του Θεού και δέσποτά μου, δεν μπορώ να κάμω κάτι τέτοιο γιατί είναι πολύ μακριά εκείνη η εκκλησιά και δεν έχω ούτε χρήματα ούτε και άλογο να καβαλικέψω και να πάω. Είμαι καταδικασμένος…
     —Μη το λες αυτό! του λέει ο επίσκοπος. Κάποτε πήρες την απόφαση κι έφυγες από ’κείνα τα μέρη· τώρα, όσος κι αν είναι ο δρόμος –ίδιος βέβαια με το δρόμο που έκαμες τότε για νά ’ρθεις εδώ–, πρέπει οπωσδήποτε να τον κάμεις. Γιατί, αν δεν πας εκεί να συμφιλιωθείτε, ούτε και ο άγγελος θα μπορέσει να πάρει ξανά τα φτερά του και ν’ ανέβει στους Ουρανούς.
     Πέρασε κάμποση ώρα και ο ιερεύς έκλαιγε με λυγμούς. Ο επίσκοπος τον λυπήθηκε. Τα σπλάχνα οικτιρμών τον ανάγκαζαν να δείξει περισσότερη αγάπη:
     —Έλα, μην κλαις! Η αγάπη και το έλεος που μας δίδαξε ο Χριστός δεν μου επιτρέπουν να σ’ αφήσω έτσι. Θα πάμε, λοιπόν, μαζί. Εγώ θα σου δώσω και άλογο και σου κάνω ό,τι έξοδα χρειαστούν για τον δρόμο, ίσαμε να φτάσουμε εκεί που θέλεις. Πάμε!...


     Πέρασαν αρκετές μέρες ώσπου να φτάσουν στην πολιτεία που είχε αφήσει ο ανάξιος ιερεύς. Όμως η θλίψη του παπά μεγάλωσε όταν πλησίασαν τον τόπο: όλη η πολιτεία ήταν πλέον έρημη και γκρεμισμένη, σα νά ’χε περάσει τυφώνας φοβερός ύστερα από κοσμοϊστορικό σεισμό! Λυγμοί ανέβαιναν στο λαιμό του παπά κι έπνιγαν την αναπνοή του.
     Ο επίσκοπος πήρε βαθειά ανάσα και τον ρωτάει:
     —Αυτή είναι η πατρίδα σου;
     —Ναι, λέει ο ιερεύς, αλλά έχει καταπέσει, δέσποτά μου, κι έχει γίνει όλο ερείπια. Φαίνεται πως όλα πια ρημάξανε…
     —Για πες μου, τον ξαναρωτά, θυμάσαι πού κοντά βρισκόταν η εκκλησία;
     Ο ιερεύς έψαξε παντού, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια. Στο βάθος είδε μια συστάδα δέντρων κι έδειξε με το χέρι του:
     —Απ’ ό,τι θυμάμαι, δέσποτα, μου φαίνεται πως εκεί στα δέντρα πρέπει νά ’τανε η εκκλησιά.

     Πήγαν προς τα ’κει, αλλά κι εκεί όλα τα χτίσματα ήταν χαλασμένα. Μόνο ένα κομμάτι από το ιερό Βήμα έστεκε γερό και όρθιο. Πήγαν προς τα ’κει κι, αφού ξεπέζεψαν από τ’ άλογα, λέει ο επίσκοπος στον ιερέα:
     —Πήγαινε μέσα στο ιερό Βήμα.
     Μόλις μπήκε μέσα στο μισογκρεμισμένο Βήμα ο ιερεύς, βλέπει τον άγγελο να στέκει και να περιμένει όρθιος κι ακούνητος. Εκείνος αναγνώρισε τον ιερέα και του λέει:
     —Ζεις ακόμα, φτωχέ παππούλη μου;
     —Ναι, του λέει ο ιερεύς, ζω ακόμη! Μα κι εσύ στέκεσαι ακόμη στον ίδιο τόπο;
     —Ναι! του απαντά ο άγγελος. Κι έκανες πολύ καλά που ήρθες για να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον και να συμφιλιωθούμε.


     Συγκινημένος ο ιερεύς τού λέει:
     —Ευλόγησον, άγιε άγγελε του Θεού! Συγχώρεσέ με! Κι έσκυψε προς αυτόν από σεβασμό.
     Ο άγγελος τον ανασήκωσε και του λέει:
     —Πρώτα εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις, πάτερ μου, κι ύστερα εγώ εσένα. Έτσι και σε συγχωρήσω εγώ πρώτος, την ίδια στιγμή θα πεθάνεις κι εγώ θα μείνω για πάντα πια εδώ δεμένος και δίχως τα φτερά μου.
     Ο ιερεύς έδειξε λίγο σκεφτικός και ύστερα του λέει στενοχωρημένος:
    — Όμως, αν πρώτος εγώ σε συγχωρήσω, τότε είναι που θα πάρεις πάλι τα φτερά σου, θ’ ανέβεις στους Ουρανούς κι εγώ θα μείνω εδώ στα αιώνια δεσμά μου…
     —Όχι! του λέει ο άγγελος. Ορκίζομαι στον απαρασάλευτο θρόνο του Θεού πως δεν πρόκειται να σ’ αφήσω και να σ’ εγκαταλείψω στα αιώνια δεσμά.
     Ο επίσκοπος, απ’ έξω από το ιερό Βήμα, δεν έβλεπε, μα τον μεταξύ τους διάλογο τον άκουγε καθαρά.
     Τότε ο ιερεύς λέει στον άγγελο:
     —Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ας είσαι συγχωρεμένος από μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο ιερέα.
     Κι ευθύς αμέσως, ο επίσκοπος κι ο ιερεύς άκουσαν ένα θρόισμα φτερών κι είδαν τον άγγελο με τα φτερά του πάλι στους ώμους του κολλημένα! Άρχισε να σηκώνεται ψηλά και να λέει προς τον ιερέα:
     —Ας είσαι κι εσύ συγχωρεμένος, ω πρεσβύτερε του Θεού!
     Και, πριν καλά-καλά τελειώσει ο άγγελος τον λόγο του, τα κόκαλα του ιερέως έπεσαν σωρός στον τόπο που στεκότανε.


     Ο επίσκοπος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, θαυμάζοντας το εξαίσιο αυτό γεγονός. Και λέει, κοιτώντας προς τον άγγελο:
     —Άγιε άγγελέ μου! Κάνε μου, σε παρακαλώ, κι εμένα μια χάρη και ψάλε μου έναν ύμνο αγγελικό, ν’ ακούσω λίγο και να ευφρανθεί το πνεύμα μου.
     Όμως ο άγγελος ήταν αντίθετος:
     —Τούτο δεν είναι δυνατόν, άγιε δέσποτα. Έτσι και σου ψάλω κάτι, μόλις ακούσεις την αγγελική φωνή, θα πεθάνεις και θ’ αφήσεις κι εσύ τα γήινα. Γιατί δεν επιτρέπεται στη θνητή σάρκα του ανθρώπου ν’ ακούσει τη φωνή του αγγέλου και να συνεχίσει να ζει. Ωστόσο, για τη μεγάλη καλοσύνη που έδειξες, και σ’ εμένα και στον ιερέα, περίμενε αν θέλεις για λίγο εδώ και, μόλις ανέβω ψηλά στον τρίτο Ουρανό, θα σου ψάλω· αλλά και από ’κει ακόμη που θα σου ψάλω, μόλις και μετά βίας θα μπορέσεις να το υποφέρεις.

     Έτσι, ο άγγελος ανέβηκε στους Ουρανούς· κι όταν έφτασε στον τρίτο Ουρανό, έψαλε το «Αλληλούια». Μα η μελωδία της αγγελικής φωνής ήταν τόσο γλυκιά, που ο επίσκοπος έπεσε καταγής σα νεκρός. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση, ωσάν αναίσθητος, γύρω στις τρεις ώρες. Μετά, σηκώθηκε με πολύ κόπο και ανέπεμψε θερμή ευχαριστία στον Θεό. Όταν επέστρεψε στην επαρχία του, έκατσε κι έγραψε όλη την περιπέτεια του ιερέως για να ωφεληθούν κι άλλοι ακούγοντας ή διαβάζοντάς την. Γιατί, ακούγοντας τη φρικτή αυτή διήγηση για την πτώση και την περιπέτεια του ανάξιου ιερέως, και όσοι είναι ράθυμοι και αμελείς θα διορθωθούν και θα γίνουν πιο προσεχτικοί στον βίο τους, με εγρήγορση ψυχής και σώματος, με καθαρούς λογισμούς και μακριά πάντοτε από απρεπείς και παράνομες επιθυμίες…

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΚ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ (21 Ὀκτωβρίου)


 Ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από τα μέρη της Μονεμβασίας. Ο ιερέας πατέρας του καταγόταν από το Γεράκι, ενώ η μητέρα του από το γειτονικό χωριό Γούβες της Μονεμβασίας. Στις Γούβες, σύμφωνα με μαρτυρίες, τοποθετήθηκε εφημέριος ο πατέρας του Νεομάρτυρα και εκεί γεννήθηκε το 1758 ο Ιωάννης, γι’ αυτό και κατά πολλούς, πήρε την προσηγορία Γουβιώτης. Από μικρός ο Ιωάννης, προσπαθούσε να μιμείται τη ζωή του ιερέα πατέρα του, τον βοηθούσε στις δουλειές της Εκκλησίας, ενώ πάντα θυμόταν ότι αυτός ήταν «παπά υϊός» και έπρεπε να προσέχει τη συμπεριφορά του, ώστε να’ ναι παράδειγμα για τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.

Το έτος 1770 οι ορδές του Αλβανού Χατζή Οσμάν, αφού κατέπνιξαν κάθε σημείο ελληνικής αντίστασης, έφτασαν και στις Γούβες, όπου μεταξύ άλλων φόνευσαν και τον πατέρα του Ιωάννη (πού δεν διασώθηκε το όνομά του) και στη συνέχεια αιχμαλώτισαν τον ίδιο και τη μητέρα του και τους μετέφεραν στη Λάρισα. Εκεί τους πούλησαν δύο και τρεις φορές ο καθένας ξεχωριστά. Ύστερα από δύο χρόνια ξαναπουλήθηκαν αλλά αυτή τη φορά αγοράσθηκαν από το ίδιο αφεντικό, έναν Τούρκο που είχε κτήματα και υποστατικά. Αυτός ο Τούρκος δεν είχε παιδιά και βλέποντας τα χαρίσματα του Ιωάννη, ο οποίος ήταν πολύ έξυπνος για την ηλικία του, πρόθυμος, πειθαρχικός και σβέλτος στη δουλειά, σκέφτηκε μαζί με τη γυναίκα του να τον κάνουν ψυχοπαίδι τους. Από τη στιγμή, λοιπόν, εκείνη, προσπαθούσε καθημερινά να τον διαστρέψει από την πίστη των χριστιανών και να τον κάνει Οθωμανό. Αρχικά, προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις και κατόπιν με φοβέρες και βασανισμούς, να κάμψει την αντίσταση του 15χρονου Ιωάννη, ο οποίος όμως έστεκε στερεός και ακλόνητος στη χριστιανική πίστη του.

Μια μέρα ο αφέντης κουράστηκε να παρακαλεί τον Άγιο να αλλαξοπιστήσει και θυμωμένος όπως ήταν, τον οδήγησε στην αυλή του Τζαμιού. Εκεί μαζεύτηκαν πολλοί Αγαρηνοί, που προσπαθούσαν με χτυπήματα, φοβέρες και σπαθισμούς να κάνουν τον Μάρτυρα να τουρκίσει. Η απάντηση όμως του Ιωάννη ήταν ξεκάθαρη: Εγώ δεν γίνομαι Τούρκος. Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω.

Εκτός όμως από τον Αγαρηνό και η γυναίκα του προσπαθούσε καθημερινά με μαγείες και σατανικά γοητεύματα να ξεμυαλίσει τον Άγιο ή να τον κάνει να κυριευτεί από σαρκικές επιθυμίες και έτσι να τον τουρκίσουν. Αλλά, ο Ιωάννης, έχοντας τον Θεό μέσα του έμεινε καθαρός απ’ όλα. Η θεία χάρη τον φύλαξε απ’ όλα τα διαβολικά τεχνάσματα της γυναίκας του Αγαρηνού.

Έφθασε όμως η νηστεία της Παναγίας, τον δεκαπενταύγουστο. Ο Τούρκος, μόλις κατάλαβε ότι ο Ιωάννης δεν ήθελε να χαλάσει τη νηστεία και να αρτυθεί, αποφάσισε να τον κλείσει σ’ ένα στάβλο. Εκεί τον κλειδαμπάρωσε για όλο το διάστημα των 15 ημερών και πότε τον κρεμούσε και τον κάπνιζε με άχυρα και πότε τον χτυπούσε με το σπαθί του προσπαθώντας να τον κάνει να φάει και να χαλάσει τη νηστεία. Αλλά ο Άγιος Ιωάννης όχι απλώς δεν έφαγε αρτυμένα φαγητά, αλλά ούτε καν τα δοκίμασε και παρακαλούσε και προσευχόταν στην Παναγία να τον βοηθήσει να μην αρτυθεί, ενώ προτιμούσε καλύτερα να θανατωθεί παρά να χαλάσει τη νηστεία.

Ο αφέντης του, βλέποντας ότι δεν πείθεται, τον άφηνε νηστικό 2 και 3 ημέρες, χωρίς να του δίνει τίποτε να φάει. Από την άλλη μεριά, η μητέρα του Ιωάννη στεκόταν κοντά στο γιο της και βλέποντάς τον αποκαμωμένο από τα βασανιστήρια και από τη νηστεία, τον παρακινούσε να φάει λέγοντάς του: Φάε γιε μου από αυτά τα φαγητά για να μην πεθάνεις και ο Θεός και η Παναγία σε συγχωρούν, γιατί δεν το κάνεις με το θέλημά σου, αλλά από ανάγκη. Λυπήσου με και εμένα τη φτωχή και στενοχωρημένη μητέρα σου και μη θελήσεις να πεθάνεις παράκαιρα και με αφήσεις απαρηγόρητη σ’ αυτή τη σκλαβιά και ξενιτιά.

Στις παρακλήσεις αυτές της μητέρας του ο Ιωάννης απάντησε: Γιατί κάνεις έτσι μητέρα μου και για ποιο λόγο κλαις; Γιατί δεν μιμείσαι και συ τον Πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος για την αγάπη του Θεού θέλησε να θυσιάσει τον μοναδικό γιο του, αλλά μόνο κλαις και θρηνείς; Εγώ είμαι παπά υϊός και πρέπει να φυλάγω καλλίτερα από τους γιους των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της Εκκλησίας μας, γιατί όταν δεν φυλάμε τα μικρά, πώς μπορούμε να φυλάξουμε τα μεγάλα; Ύστερα από αυτή την απάντηση, εξαγριωμένος πια ο Τούρκος, στις 19 Οκτωβρίου 1773 του έδωσε μια θανατηφόρα μαχαιριά στην καρδιά και μετά από δύο ημέρες ο Άγιος Ιωάννης πέθανε και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Η μνήμη του τιμάται από την εκκλησία μας στις 21 Οκτωβρίου.

 

Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου

 Ἦχος γ’ – Θείας πίστεως

Θεῖον γόνον σε, Μονεμβασία, ἀνεβλάστησε, καρποφοροῦντα, Ἰωάννη τὰς τῆς πίστεως χάριτας· τῶν γὰρ πατρῴων θεσμῶν ἀντεχόμενος, τοὺς ἐκ τῆς Ἄγαρ ἀθλήσας κατῄσχυνας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΚΟΛΑ - Ο 12χρονος που αγίασε (20 Οκτωβρίου)

 Γεννήθηκε τό 1532 στό χωριό Βέρκολα, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα, στή βόρεια Ρωσία, ἀπό γονεῖς χωρικούς. Ἀπό τήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἡ συμπεριφορά του δέν ἦταν παιδική. Τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπή, ἦταν ἰδιαίτερα ὑπάκουος, ταπεινός καί ἁγνός καί τόν διέκρινε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Τό 1545, σέ ἡλικία 12 ἐτῶν καί ἐνῶ βοηθοῦσε τόν πατέρα του στίς γεωργικές ἐργασίες, χτυπήθηκε ἀπό κεραυνό καί ἔπεσε νεκρός. Τό Συναξάριό του σημειώνει, ὅτι "ἔτσι ὁ Ἐλεήμων καί Πάνσοφος Κύριος ὁ Θεός, σχεδίασε νά λάβει στά σκηνώματα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του τήν ψυχή τοῦ δικαίου δούλου Του". Τόν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ ἁπλοϊκοί καί δεισιδαίμονες χωρικοί, τόν ἑρμήνευσαν σάν θεία τιμωρία, σάν σημεῖο ὅτι ὁ Θεός ἦταν θυμωμένος μέ τόν Ἀρτέμιο. Ἔτσι τόν ἄφησαν ἄταφο στό δάσος καί σκέπασαν τό σῶμα του μέ κλαδιά!

Αποτέλεσμα εικόνας για СВЯТОЙ ПРАВЕДНЫЙ АРТЕМИЙ ВЕРКОЛЬСКИЙ

Τό 1577, 32 χρόνια μετά τό γεγονός αὐτό, μία συνταρακτική ἀποκάλυψη ἦρθε νά ἀνατρέψει τήν γνώμη τοῦ κόσμου γιά τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀρτέμιο. Ὁ Ἀναγνώστης τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου Καλλίνικος, πῆγε στό δάσος νά μαζέψει μανιτάρια. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς πάνω ἀπό τό σημεῖο πού "ἀναπαύονταν" τό σῶμα τοῦ παιδιοῦ, τόν ὤθησε νά πλησιάσει καί ἔκπληκτος νά διαπιστώσει, ὅτι τό Λείψανο εἶχε διατηρηθεῖ ἀδιάφθορο! Οἱ δεισιδαίμονες χωρικοί ὑποδέχθηκαν τό γεγονός χωρίς ἰδιαίτερη προσοχή (ἁπλᾶ ἔβαλαν τό Λείψανο σέ ἕνα φέρετρο καί τό τοποθέτησαν σέ μία στοά τοῦ ἐνοριακοῦ Ναοῦ), ὁ Κύριος ὅμως ἐπιφύλαξε στήν περιοχή μία μεγάλη καί θλιβερή περιπέτεια, γιά νά ὁδηγήσει στή διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ δούλου Του.
Τόν ἴδιο χρόνο μία λοιμική νόσος ἔπληξε τήν εὑρύτερη περιοχή τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα καί σημειώθηκαν πολλοί θάνατοι, κυρίως σέ γυναικόπεδα. Τότε ὁ ἀπελπισμένος πατέρας ἑνός ἄρρωστου ἀγοριοῦ ἔσπευσε στήν ἐκκλησία, προσκύνησε τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου καί φεύγοντας πῆρε μαζί του φύλλα ἀπό τά κλαδιά πού τό σκέπαζαν. Μέ τήν εὐλογία τῶν φύλλων αὐτῶν τό παιδί ἔγινε καλά καί σταμάτησε ἡ ἐπιδημεία!

Αποτέλεσμα εικόνας για СВЯТОЙ ПРАВЕДНЫЙ АРТЕМИЙ ВЕРКОЛЬСКИЙ

Τά θαύματα τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου ἀνάγκασαν τούς κατοίκους νά τό τοποθετήσουν σέ λάρνακα καί νά κτίσουν εἰδική πτέρυγα στό Ναό τους (τό 1584). Τό 1619 τό Λείψανο ἐξετάσθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Νόβγκοροντ Μακάριο καί ἀπό τότε ἄρχισε νά τηρεῖται κατάλογος θαυμάτων. 



 Στά μέσα τοῦ 17ου αἰ. ὁ Μητροπ. Νόβγκοροντ Κυπριανός ἐξέτασε γιά δεύτερη φορά τό Λείψανο, ὑπέγραψε στόν κατάλογο τῶν θαυμάτων καί δώρησε στό Ναό μία Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου (δέν εἶναι γνωστό ἄν τήν συνέταξε ὁ ἴδιος). 
Τό 1648 ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς ζήτησε ἀπό τόν Διοικητή τῆς περιοχῆς Ἀνίσκωφ, νά τοποθετηθῆ τό Λείψανο σέ νέα λάρνακα καί ἐπέτρεψε τήν ἵδρυση Μονῆς. Τό 1649 τό Λείψανο κατατέθηκε στό Ναό τοῦ Μεγαλομ. Ἀρτεμίου (πού εἶχε κτίσει ὁ ἄλλοτε Διοικητής Ἀθανάσιος Πάσκωφ, μετά τήν διάσωση τοῦ γιοῦ του Ἱερεμία ἀπό βέβαιο θάνατο) καί τό 1793 στόν πέτρινο Ναό πού κτίσθηκε πρός τιμή του.

Το μοναστήρι του Αγίου Αρτεμίου της Βέρκολα

Ὁ ἅγ. Ἀρτέμιος "μαρτύρησε" μετά θάνατο, κατά τόν διωγμό τῶν ἀθεϊστῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας. Τό 1918 οἱ Μπολσεβίκοι κατέστρεψαν τήν Μονή καί τό Λείψανό του, ἀφοῦ τεμαχίσθηκε μέ ξίφος, ρίχθηκε σέ κάποιο πηγάδι τῆς περιοχῆς, γιά νά ἁγιάζει γιά πάντα τό ἔδαφος τῆς πατρίδος του.

Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου καί τήν 20η Ὀκτωβρίου

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ, ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ (Αγίου Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ)

 

…Ο αντίχριστος θα εισηγηθή στην ανθρωπότητα την δημιουργία μιας ανώτατης παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας. Θα προσφέρη τιμές, πλούτη, μεγαλεία, σημαντικές ανέσεις και σαρκικές ηδονές. Και όσοι ποθούν επίγεια πράγματα, θα τον δεχθούν. Και θα τον ονομάσουν «κύριό» τους[13]. Ενώπιον της ανθρωπότητος ο αντίχριστος θα ανοίξη ένα τέτοιο ανεξήγητο με την τότε επιστήμη τσίρκο θαυμάτων, που η κατεργαριά τους θα θυμίζη θέατρο. Θα φέρη φόβο με τις απειλές και θαυμασμό με τα θαύματά του. Θα ικανοποιήση την άκριτη περιέργειά τους και την παχυλή τους άγνοια. Θα ικανοποιήση την ματαιοδοξία τους και τον εγωισμό τους. Θα ικανοποιήση το σαρκικό τους φρόνημα. Θα ικανοποιήση την δεισιδαιμονία και τις προλήψεις τους. Και θα φέρη σε σύγχυση τους σοφούς. Έτσι όλοι οι άνθρωποι με οδηγό την πεπτωκυία φύση τους, χωρίς το φως του Θεού, θα παρασυρθούν και θα καταλήξουν πειθήνια και άβουλα όργανα του πλάνου[14].

Και πρέπει ιδιαίτερα να το προσέξωμε. Και να κλαύσωμε γι’ αυτό. Γιατί τα θαύματα και οι πράξεις του αντιχρίστου θα φέρουν σε δύσκολη θέση και τους πιο εκλεκτούς δούλους του Θεού.

Η αιτία της μεγάλης επίδρασης του αντιχρίστου θα έγκειται στην σατανική δολιότητα και υποκρισία, με τις οποίες σκεπάζει το πιο φρικαλέο κακό, με το αχαλίνωτο και αναίσχυντο θράσος του, με την πλήρη συμπαράσταση των πονηρών πνευμάτων και με την ικανότητα να κάνη θαύματα ψεύτικα μεν, αλλά που προκαλούν κατάπληξη. Η φαντασία του ανθρώπου είναι ανίκανη να συλλάβη την εικόνα ενός τόσο μεγάλου κακούργου, όσος θα είναι ο αντίχριστος.

Θα σαλπίζει για τον εαυτό του, όπως σάλπιζαν οι πρόδρομοί του, οι προτυπώσεις του. Θα ονομάζη τον εαυτό του κήρυκα και παλινορθωτή της αληθινής θεογνωσίας. Έτσι εκείνοι, που δεν κατανοούν τον χριστιανισμό, θα ιδούν σ’ αυτόν έναν αντιπρόσωπο και υπέρμαχο της αληθινής θρησκείας! Και θα πάνε με το μέρος του. Θα σαλπίση και θα ονομάση τον εαυτό του επηγγελμένον Μεσσίαν. Και συναντώντας τον, εκείνοι που ζουν με σαρκικό φρόνημα, και βλέποντας την δόξα του, την δύναμή του, τις πνευματικές του ικανότητες, την ολοσχερή επιβολή του στα στοιχεία του κόσμου, θα τον αναγορεύσουν Θεό και θα γίνουν οπαδοί του.

Ο αντίχριστος θα παρουσιασθή πράος, εύσπλαγχνος, γεμάτος αγάπη, γεμάτος αρετές. Θα τον δεχθούν σαν πράγματι γεμάτον αρετές. Και θα υποταχθούν σ’ αυτόν, εξ αιτίας των υψίστων αρετών του, όλοι εκείνοι που φαντάζονται, πως αλήθεια είναι η «αλήθεια» του πεπτωκότος ανθρώπου, και γι’ αυτό ούτε καν σκέπτονται να την ξεπεράσουν για να γνωρίσουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου[12].

Τα σημεία του αντιχρίστου θα γίνουν κατά κύριο λόγο στον αέρα[15], και συγκεκριμένα στο στρώμα, στο οποίο κυριαρχεί ο σατανάς[16]. Τα σημεία αυτά θα επιδρούν ως επί το πλείστον στην αίσθηση της όρασης. Και έτσι και θα γοητεύουν και θα απατούν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μελετώντας στην Αποκάλυψή του τα γεγονότα, που θα γίνουν πριν από την συντέλεια του κόσμου, λέγει ότι ο αντίχριστος θα κάμη μεγάλα σημεία, ακόμη και να κατεβή «πυρ εκ του ουρανού ενώπιον των ανθρώπων»[17]. Το θαύμα αυτό, μας λέγει η Αγία Γραφή, θα είναι το πιο μεγάλο από τα θαύματα του αντιχρίστου. Και αυτό το θαύμα θα γίνη στον αέρα. Θα είναι ένα μεγαλοπρεπές και φοβερό θέαμα!

_____________________________
[12] Μακαρίου Αιγυπτίου Ομιλία ΛΑ΄ § 4.
[13] Θεοφυλάκτου Βουλγ. Εις το Ιωάν. 5, 43.
[14] Αποκ. 13, 8.
[15] Εφραίμ του Σύρου, βλ. και Εφ. 2, 2 και 6, 12.
[16] Συμεών Νέου Θεολόγου, Περί του τρίτου είδους προσευχής.
[17] Αποκ. 13, 13.

(Ιστότοπος «Τράπεζα Ιδεών», 27-05-2023)

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Η ΟΣΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

 ...Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε;

καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω.
«Του λέγει και ό Γέροντας:
Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις.
Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε.
Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε.
Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του,
διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά.
Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του,
τότε του είπαν:
«Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας.
Εκοιμήθη...!...


Τα πρώτα χρόνια,μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος 

γύρω από το Ησυχαστήριο του,

πήγαινα, οσάκις μπορούσα,

στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν

 και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου

 και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως Ζωή,

με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται και παρακολουθεί.

Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα,

αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο,

τον Άγιο Νεκτάριο,

πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.

Ή υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση,

προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις περίπου ώρες.

Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος,

έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα,

παρεκάλεσα, έκλαψα,

θυμιάτισα τον Τάφο,

σε όλο τον χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά

 να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος,

ετοιμάσθηκα να φύγω.




Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά -ολοζώντανα- τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι.


Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα αλλού τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα αλλού, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκειά ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασις, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πώς έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα.


Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Δευτέρες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά πού είχα, αλλά ή απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον, ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, πού κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς ασβέστη.


Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος! Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει και ό Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του, τότε του είπαν: «Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη...!


Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και που συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος. Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ορισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.«...


Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, ότε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ό διάβολος,τέλη του Έτους 1962. Με έφεραν στην Αίγινα και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά. Τούτο, όταν το επληροφορήθη ό Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβάλει το δαιμόνιον, το οποίον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και νά προσεύχομαι περισσότερο. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ό Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία. Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασης αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσαρα ήσαν πολύ μαρτυρικά, ιδίως δια τον Γέροντα.


Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος πού ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι αλλά και ό ίδιος ό Γέροντας μου είπαν αργότερα. Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ημέραν το εσπέρας ό Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα. Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ό Θεός και ό Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε,με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα.


Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή, πρώτη ηγουμένη στην Μονή του Αγίου Νεκταρίου: «Φεύγοντας (ο Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριό μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά... Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά.


Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα,εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και έρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι έξι περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: ''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''. Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του.


Μετά από δυο-τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών,αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου...


Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα,

νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί.

Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του.

Όταν το τράβηξε για να πέσει,

είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι,

νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του!

Το χέρι του,

τόσο λευκό ήτο,

πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα.

Έτρεμα,

κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια:

-Δεν είναι τίποτα, καλογραία,

δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις...

Υπάρχουν ανώτερα».

Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονές μου....

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική ἡ ἀποτείχισις ἀπό αἱρετικούς «ποιμένας»;

τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, πρ. Ἀν. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

1. Εἰσαγωγή

Ἀπό τήν ἀποτείχισιν τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ πατρίου ἑορτολογίου (π.ἑ., 1924) καί ἐντεῦθεν, τίθεται συχνάκις, ὡς μή ὤφελε, τό ἐρώτημα ἐάν ἡ ἀποτείχισις ἀπό αἱρετικούς «ποιμένας» εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική. Ἐπειδή ἀπό τήν διδασκαλίαν καί τήν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, προκύπτει σαφῶς καί ἀναμφιβόλως ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι ὑποχρεωτική (βλ. κατωτέρω, Τμῆμα 3), διότι δέν δυνάμεθα νά κοινωνῶμεν ταυτοχρόνως καί μέ τόν Χριστόν καί μέ τόν Διάβολον, κατά τό «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματ. 6:24), αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι δῆθεν δυνητική, κηρύσσουν αἵρεσιν, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς «Δυνητισμός» καί οἱ ὀπαδοί της «Δυνητισταί». Τήν αἵρεσιν αὐτήν ἐκήρυξεν πρό μερικῶν δεκαετιῶν ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Τινές τῶν «Δυνητιστῶν» ἔχουν ἐκτραπῆ τόσον πολύ, ὥστε νά κατηγοροῦν τούς ἀποτειχιζομένους ὡς δῆθεν «Πρεσβυτεριανούς» (!), ὡς δῆθεν πιστεύοντας ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον ὁρατή Ἐκκλησία μετά τήν «σύνοδον» τοῦ Κολυμβαρίου (2016) καί τήν συμμετοχήν τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» εἰς τό Οὐκρανικόν σχίσμα (2019), καί, ὡς ἐκ τούτου, εὑρίσκουν ἕνα ἀποτειχισμένον ἱερέα καί κοινωνοῦν μόνον μέ αὐτόν. Ἐπειδή τοιαῦται διαστροφαί δέν πρέπει νά μένουν ἀναπάντητοι, τό παρόν ἄρθρον ἔχει ὡς στόχον ν’ ἀποσαφηνίσῃ ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι πράττουν ἁπλῶς τό χρέος των, ἐνῷ οἱ ἔχοντες γνῶσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί μή ἀποτειχιζόμενοι ἐνισχύουν τά καταχθόνια σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

 

2. Ὁ ΙΕ' Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου

Οἱ «Δυνητισταί» ἑστιάζουν εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου, ἀλλά παραθεωροῦν σκανδαλωδῶς τήν ρηθεῖσαν διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ ΑΒ' Σύνοδος συνεκροτήθη τό 861 μ.Χ. κατά τῶν λειψάνων τῆς Εἰκονομαχίας (βλ. Πηδάλιον, 11η Ἔκδ., 1993, Ἐκδ. «Ἀστήρ», σελ. 345). Ὁ Κανών ἀσχολεῖται μέ δύο κατηγορίας ἀποτειχιζομένων κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους των πρό συνοδικῆς διαγνώσεως: (α) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται προφάσει ἐγκλήματός τινος πού φέρεται νά ἔχῃ διαπράξει ὁ προϊστάμενός των, χωρίς ὅμως καί νά κηρύξῃ δημοσίως κάποιαν αἵρεσιν· καί (β) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται ἐπειδή ὁ προϊστάμενός των ἐκήρυξε δημοσίως αἵρεσιν κατεγνωσμένην ὑπό Συνόδων ἤ Πατέρων. Ὁ Κανών λέγει ὅτι οἱ μέν πρῶτοι κάμνουν σχίσμα, οἱ δέ δεύτεροι εἶναι ἄξιοι τιμῆς. Δέν ἀσχολεῖται μέ τούς μή ἀποτειχιζομένους. Αὐτοί δέν ἐμπίπτουν εἰς τό θέμα του, τό ὁποῖον δέν εἶναι τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως. Ὅστις νομίζει ὅτι αὐτό εἶναι τό θέμα τοῦ Κανόνος καί προσπαθεῖ νά τόν χαρακτηρίση ὡς δυνητικόν ἤ ὡς ὑποχρεωτικόν, ἐνῷ δέν εἶναι οὔτε τό ἕν οὔτε τό ἄλλο, τόν παρερμηνεύει. Δύναται κάποιος νά ἐπικαλεσθῇ τόν Κανόνα προκειμένου ν’ ἀποτειχισθῇ, ἀλλά δέν δύναται νά τόν ἐπικαλεσθῇ διά νά μή ἀποτειχισθῇ!

 

Εἰς τό γνωστόν βιβλίον του Τά Δύο Ἄκρα: Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, Β' Ἔκδ., 1997, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος (σελ. 75-76), ὁ π. Ἐπιφάνιος γράφει: «Ὁ Κανών εἶνε δ υ ν η τ ι κ ό ς καί οὐχί ὑποχρεωτικός. ... Ἀνάγνωτε τόν Κανόνα μετά προσοχῆς καί θά ἴδητε ὅτι δέν νομοθετεῖ ὑ π ο χ ρ έ ω σ ι ν, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει ὅτι ὀ φ ε ί λ ο υ σ ι ν οἱ Κληρικοί νά ἀποχωρίζωνται ἀπό τοιούτου Ἐπισκόπου πρό τῆς καταδίκης αὐτοῦ, οὐδέ ὁμιλεῖ περί τιμωρίας τινός ἤ καί ἁπλῶς ἔστω μέμψεως κατά τῶν μή ἀποχωριζομένων» (ἡ ἔμφασις εἶναι τοῦ π. Ἐπιφανίου). Κατ’ ἀρχάς, ἄς σημειωθῇ ὅτι ἐπιφανεῖς κανονολόγοι θεωροῦν τόν Κανόνα ὑποχρεωτικόν. Χάριν παραδείγματος, ὁ Βαλσαμών γράφει ὅτι ἐάν ὁ αἱρετικός προϊστάμενος ψιθυρίζῃ τά τῆς αἱρέσεώς του κρυφίως καί μετά ὑποστολῆς, τότε «οὐκ ὀ φ ε ί λ ε ι τις ἐξ αὐτοῦ πρό καταδίκης ἀποσχισθῆναι» (βλ. Γ.Α. Ράλλη καί Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τ. Β΄, σ. 695, ἡ ἔμφασις προσετέθη ὑπό τοῦ γράφοντος). Ἑρμηνευομένη ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ φράσις αὐτή σημαίνει ὅτι ὅταν ὁ προϊστάμενος κηρύττῃ δημοσίως καί ἀπροκαλύπτως αἵρεσιν, τότε ὁ ὑφιστάμενος ὀ φ ε ί λ ε ι ν’ ἀποσχισθῇ ἀπό τόν αἱρετικόν προϊστάμενον.

Ὡς ἕτερον παράδειγμα, εἰς εἰδικήν μελέτην του ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ Σέρβος Κανονολόγος, Ἐπίσκοπος Δαλματίας καί Ἰστρίας καί Καθηγητής Νικόδημος Μίλας (1845-1915), γράφει: «Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤ Πατριάρχης ἄρξηται νά διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν ἀντικειμένην πρός τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ κέκτηνται δ ι κ α ί ω μ α ἅμα καί χ ρ έ ο ς νά ἀποσχινισθῶσι π ά ρ α υ τ α ἐκείνου» (βλ. Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Τό Ἀντίδοτον: Ἀναίρεσις τῶν κατά τοῦ ζηλωτισμοῦ ἄρθρων τοῦ βιβλίου: ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ τοῦ ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, 1990, σελ. 54, ἡ ἔμφασις ὑπάρχει εἰς τό πρωτότυπον).

 

3. Ἡ κρυσταλλίνη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος

Ὡς προανεφέρθη, ἡ προσέγγισις τοῦ θέματος θά ἦτο σκανδαλωδῶς ἀντιεπιστημονική ἐάν περιωρίζετο εἰς τόν ρηθέντα Κανόνα καί παρέλειπε τά σχετικά ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά χωρία, τά ὁποῖα οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἀφήνουν διά τήν ὑποχρεωτικότητα τῆς ἀποτειχίσεως, ὅπως βεβαίως καί αἱ ὑπόλοιποι εὐαγγελικαί ἐντολαί. Ἰδού μικρόν μόνον δεῖγμα τοιούτων χωρίων:

(i) «Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; ... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18).

(ii) «Οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (Μ. Βασίλειος, Patrologia Graeca ἤ ἐν συντομίᾳ P.G., τ. 160, σ. 101). Ἀξίζει νά σημειωθῇ ὅτι ὁ Ἅγιος δέν ὁμιλεῖ διά κεκριμένους αἱρετικούς, ἀλλά διά «ἑτερόφρονας»!

(iii) «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός, P.G., τ. 160, σ. 101). Βλέπομεν, λοιπόν, ὅτι ὅλαι αἱ θεῖαι Γραφαί, ὅλαι αἱ Σύνοδοι καί ὅλοι οἱ  Πατέρες προτρέπουν τόν πιστόν νά διακόπτῃ τήν κοινωνίαν ἀκόμη καί μέ τούς «ἑτερόφρονας»!

(iv) «Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, σ. 1049). Ὥστε, λοιπόν, κατά τούς Ἁγίους Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον καί Θεόδωρον τόν Στουδίτην, ἡ (ἐν γνώσει) κοινωνία μέ αἱρετικούς καθιστᾶ τόν πιστόν «ἐχθρόν τοῦ Θεοῦ»!

(v) «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς Εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Ζ’ Οἰκ. Σύνοδος, Πράξεις Α' και Ε', βλ. Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμος Γ', σελ. 230 καί 325, Ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, Αὔγουστος 1986, καί  Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, Ἐκδ. «Φῶς», σελ. 161).

            Ὡς γνωστόν, ὑπάρχουν πολλαί ἀκόμη δεκάδες παρομοίων χωρίων, τά ὁποῖα παραλείπομεν διά τήν οἰκονομίαν τοῦ χώρου. Ὑπάρχουν βεβαίως καί πολλά παραδείγματα ἁγίων πού ἐφήρμοσαν εἰς τήν πρᾶξιν αὐτήν τήν διδασκαλίαν. Εἶναι συνεπῶς ἀπορίας ἄξιον πῶς εἶναι δυνατόν θεολόγοι νά διατείνωνται ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι προαιρετική καί, ἔτι χειρότερον, νά ἐγκαλοῦν τούς ἀποτειχιζομένους διά Προτεσταντισμόν, ἐνῷ, συμφώνως μέ τόν ρηθέντα Κανόνα, θά ἔπρεπε νά τούς ἐπαινοῦν ὡς προστατεύοντας τήν Ἐκκλησίαν ἀπό μερισμούς πού προκαλεῖ ἡ κηρυσσομένη αἵρεσις.

4. Ἕτεραι ἀντιφάσεις καί παρανοήσεις τῶν «Δυνητιστῶν»

Ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀντιφάσκει πρός ἑαυτόν, διότι, ἀφενός μέν ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου δίδει τό δικαίωμα τῆς ἀποτειχίσεως («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 75) καί ὅτι ὁ Κανών λέγει σαφῶς ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι δέν κάμνουν σχίσμα, ἀλλ’ εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου, ἀφετέρου δέ κατακρίνει ὡς σχισματικούς ὅσους κάμνουν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος! Διότι, κατά τόν π. Ἐπιφάνιον, τήν ἀποτείχισιν πρέπει νά τήν ἀποφασίσουν οἱ «ἀξιωματικοί» καί ὄχι οἱ στρατιῶται! («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 59). «Ἀξιωματικούς» δέ ὁ π. Ἐπιφάνιος θεωρεῖ τούς «ἐπισκόπους», οἱ ὁποῖοι, χρώμενοι «οἰκονομίας» εἰς τό διηνεκές (!), κοινωνοῦν ἐπί πολλάς δεκαετίας μέ τήν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 111), ἐνῷ τούς ἀποτειχισθέντας Ἐπισκόπους τοῦ π.ἑ. τούς ἐθεώρει ὡς «ἐκτός Ἐκκλησίας»! Τονίζει ἀκόμη ὁ π. Ἐπιφάνιος ὅτι πρίν ὁ πιστός ἀποκηρύξῃ τούς Οἰκουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» (ὅρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ' Συνόδου), θά πρέπῃ ν’ ἀπαντήσῃ θετικῶς εἰς τό ἀκόλουθον ἐρώτημα: «Πιστεύω ὅτι σύμπασα ἡ ἀνά τήν Οἰκουμένην Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατεπόθη ὑπό τῆς πλάνης καί μόνον ἐγώ καί ὀλίγοι ἀκόμη ἐμείναμεν διασώζοντες τήν ἀλήθειαν;» (σ. 58). Δηλαδή, κατά τόν π. Ἐπιφάνιον, ἡ ἀποκήρυξις τῶν «ψευδεπισκόπων» δέν ἐπιτρέπεται πρίν αὐτοί προλάβουν νά καταστρέψουν τήν Ἐκκλησίαν!

Ἐάν ὁ π. Ἐπιφάνιος ἁπλῶς ἐδημιούργει μίαν νέαν αἵρεσιν καί, ὅπως ὅλοι οἱ προηγούμενοι αἱρεσιάρχαι, προσηλύτιζεν ὀπαδούς εἰς αὐτήν, ἀποσπῶν αὐτούς ἀπό τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε τό κακόν δέν θά ἦτο τόσον μέγα ὅσον εἶναι τώρα, ἔστω καί ἄν ὁ ἀριθμός τῶν ὀπαδῶν του ἦτο μεγάλος. Διότι, ὡς γνωστόν, μέχρι τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, πρίν δηλαδή ἀναρριχηθοῦν μασσῶνοι εἰς ἐπισκοπικούς καί πατριαρχικούς θρόνους, ἡ Ἐκκλησία εἶχε τήν δύναμιν νά πολεμῇ καί νά νικᾶ τάς αἱρέσεις. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ αἵρεσις τοῦ π. Ἐπιφανίου προξενεῖ πολύ μεγαλυτέραν ζημίαν ἀπ’ ὅσην προξενοῦν αἱ ἄλλαι αἱρέσεις. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἔχει ὀρθόδοξον προσωπεῖον καί συνίσταται εἰς τό ν’ ἀποτρέπῃ τόν πόλεμον τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων μέ «πραγματικά πυρά», δηλαδή μέ τήν ἀποκήρυξιν τῶν αἱρετικῶν «ἐπισκόπων». Ἐπιτρέπει μόνον φραστικάς καί γραπτάς διαμαρτυρίας («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 73-74), δηλαδή μόνον τόν «χαρτοπόλεμον», ὅπως εὐστόχως ἔχει χαρακτηρίσει τάς ἀναποτελεσματικάς αὐτάς ἀντιδράσεις ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Ἰ. Κορναράκης. Ἔτσι, ὅμως, παθαίνουν σύγχυσιν ἀκόμη καί ἀληθινοί στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀφοπλίζονται καί ἀκινητοποιοῦνται, ἀποδυναμώνεται καί παραλύει ὁ ἀντιαιρετικός ἀγών τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις καί χάνονται πολλαί ἐκλεκταί ψυχαί! Διότι ὅλοι αὐτοί εἴτε δέχονται τόν Οἰκουμενισμόν, ἐξαπατῶντες τήν συνείδησίν των μέ τάς ψευδεῖς ἀγαπολογίας τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἴτε διαφωνοῦν μέν, ἀλλά παραμένουν εἰς κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ «ἄχρι καιροῦ» («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 59). Παραμένουν «στενάζοντες» («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 69), ὑποτασσόμενοι «ἄχρι καιροῦ» εἰς «ψευδεπισκόπους», κατά τήν αἵρεσιν τοῦ «Δυνητισμοῦ», ἡ ὁποία συνεπῶς πλανᾶ ἐκλεκτούς, ἐνῷ αἱ ἄλλαι αἱρέσεις συνήθως προσελκύουν ἀνθρώπους πού διέκειντο μᾶλλον ἀδιαφόρως πρός τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν ὀρθοπραξίαν.

Εἰς τήν ἔγκριτον ἐκκλησιαστικήν ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος τῆς 20-10-2023, ὁ θεολόγος κ. Π. Τρακάδας τονίζει ὅτι εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀπαντήσωμεν ὀρθῶς εἰς τό θεμελιῶδες ἐρώτημα «ποία εἶναι ἡ Κανονική Ἐκκλησία». ΣύμφωνοιἌς λάβωμεν τήν ἀπάντησιν πού δίδουν οἱ ἅγιοι. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης λέγει: «μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (P.G. 99, σελ. 1049 C). Ὁ δέ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέγει: «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσὶ» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ε.Π.Ε. 3). Ὥστε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ πού εὑρίσκονται Ὀρθόδοξοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι μόνον τρεῖς! Ὁ κ. Τρακάδας, ὅμως, διαπράττων τό γνωστόν λογικόν σφάλμα τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου», λέγει ὅτι Κανονική Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού «ἀναγνωρίζεται καί εὑρίσκεται εἰς κοινωνία μέ τάς ὑπολοίπους Ἐκκλησίας». Τό ζητούμενον, κ. Τρακάδα, εἶναι ποῖοι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Διατί ἐσεῖς λαμβάνετε ὡς δεδομένον ὅτι αἱ «ἐκκλησίαι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας», ὡς λέγεται, εἶναι ὄντως Ὀρθόδοξοι, παραβλέπων τό ἐξώφθαλμον γεγονός ὅτι αὐταί κηρύττουν ἀπροκαλύπτως, ἀνερυθριάστως καί εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον, ἔργοις καί λόγοις, τόν Οἰκουμενισμόν;

 

5. Συμπέρασμα

Ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μέχρι καί τόν 19ον αἰῶνα ἐνίκα τάς αἱρέσεις εἶναι ὅτι ἔχει ἐνσωματωμένον ἕνα «αὐτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν», ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἀποτελεσματικήν ἀντίδρασιν (καί ὄχι «χαρτοπόλεμον»!) τῶν ὑγιῶν μελῶν Της. Ἡ μόνη δέ κανονική καί ἀποτελεσματική ἀντίδρασις σήμερον εἶναι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τάς ὀκτώ τοὐλάχιστον αἱρέσεις πού κηρύττουν οἱ «ἐπίσκοποι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας», ἤτοι: (1) Οἰκουμενισμόν, ὁ ὁποῖος ἀνεθεματίσθη ὑπό τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ) τό 1983, καί ἑπομένως ἔχει ἐφαρμογήν ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου· (2) Σεργιανισμόν (πρβλ. τήν σύμπλευσιν «κυβερνήσεως» καί «ἐκκλησίας» εἰς ὅλα τά κακά πού οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐπιφέρει εἰς τόν τόπον· (3) Οὐνιτισμόν (ἀπό 7-12-1965, ὅταν ἔγινεν ἐπισήμως «ἄρσις τῆς ἀκοινωνησίας» μέ τόν «πάπαν», ὁ ὁποῖος ἔκτοτε μνημονεύεται εἰς τά δίπτυχα τοῦ Πατρ/χείου Κων-λεως, ὅπως κατήγγειλε τό 1969 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς εἰς τήν ἀνοικτήν του ἐπιστολήν πρός τόν «ἀρχιεπίσκοπον Ἀμερικῆς» Ἰάκωβον καί οὐδέποτε διεψεύσθη, βλ. http://orthodoxinfo.com/ecumenism/philaret_iakovos.aspx)· (4) Νεο-εικονομαχίαν (πρβλτήν ἀπαγόρευσιν τῆς θεἰας κοινωνίαςτῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων κ.λπκατά τήν διάρκειαν τῆς «πανδημίας»)· (5) Νεο-αρειανισμόν (πρβλτήν νέαν αἵρεσινὅτι ὁ Πατριάρχης Κων-λεως εἶναι δῆθεν «πρῶτος ἄνευ ἴσων», ὅπως εἶναι δῆθεν ὁ Πατήρ εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδαπού εἶναι βλάσφημος ἀντιτριαδική διδασκαλία)· (6) τήν αἵρεσιν «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου», μέ τά «ἐμβόλια», τά ὁποῖα παρεσκευάσθησαν μέ κυτταρικάς σειράς φονευθέντων ἐπί τῷ σκοπῷ αὐτῷ ἐμβρύων· (7) ὅτι δῆθεν «ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι θεόσδοτος» καί ἄρα δέν δυνάμεθα νά τήν καταδικάσωμεν (πρβλτήν δήλωσιν τοῦ «ΝἸωνίας» Γαβριήλτόν ὁποῖον ὄχι μόνον δέν καθῄρεσανἀλλά κοινωνοῦν καί μετ’ αὐτοῦ)· καί (8) τόν «Δυνητισμόν», ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε τόν ἀντικείμενον τοῦ παρόντος ἄρθρουΟ «ἐπίσκοποι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας» συμμετέχουν ἐπίσης εἰς πολλά σχίσματα, ἤτοι: (1) Ἑορτολογικόν· (2) Αὐστραλιανόν· (3) Οὐκρανικόν· (4) «ἐμβολιαστικόν» (πρβλ. τάς ἀνοήτους φωνασκίας «ψευδεπισκόπων» τινων, ὅτι ὅσοι ἀρνοῦνται τό «ἐμβόλιον» εἶναι δῆθεν «ἐκτός Ἐκκλησίας», «Ναζί» κ.λπ.)· κ.ἄ. Ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τοιούτους λύκους μέ δοράν προβάτου εἶναι θανάσιμος ἁμαρτία, ἀλλ’ ἡ αἵρεσις τοῦ «Δυνητισμοῦ» ἀκινητοποιεῖ καί ἀκυρώνει τόν ρηθέντα «αὐτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν». Ἑπομένωςἀντιστρέφοντες τήν βαρεῖαν κατηγορίαν πού ἀποδίδει ὁ κΤρακάδας εἰς τούς ἀποτειχιζομένους (Ὀρθόδοξος Τύπος, 20-10-2023, ἀρφ. 2467, σελ. 1), συμπεραίνομεν ὅτι μή χωριζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστάς ἐξυπηρετοῦμεν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τά καταχθόνια σχέδια.